Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CN0432

    Υπόθεση C-432/12 P: Αναίρεση που άσκησε στις 24 Σεπτεμβρίου 2012 η Leifheit AG κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 12 Ιουλίου 2012 στην υπόθεση T-334/10, Leifheit AG κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

    ΕΕ C 355 της 17.11.2012, p. 12–13 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    17.11.2012   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 355/12


    Αναίρεση που άσκησε στις 24 Σεπτεμβρίου 2012 η Leifheit AG κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (έκτο τμήμα) στις 12 Ιουλίου 2012 στην υπόθεση T-334/10, Leifheit AG κατά Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα)

    (Υπόθεση C-432/12 P)

    2012/C 355/21

    Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Leifheit AG (εκπρόσωποι: V. Töbelmann και G. Hasselblatt, δικηγόροι)

    Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), Vermop Salmon GmbH

    Αιτήματα της αναιρεσείουσας

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    1)

    να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2012 στην υπόθεση T-334/10·

    2)

    να ακυρώσει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 12ης Μαΐου 2010 στην υπόθεση R 924/2009-1·

    3)

    να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα ενώπιον του Δικαστηρίου, του Γενικού Δικαστηρίου και του τμήματος προσφυγών δικαστικά έξοδα καθώς και στα έξοδα της αναιρεσείουσας·

    για την περίπτωση που η Vermop Salmon GmbH συμμετέχει ως παρεμβαίνουσα στη δίκη, ζητείται περαιτέρω

    4)

    η παρεμβαίνουσα να καταδικαστεί στα δικά της δικαστικά έξοδα.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2012 πρέπει να αναιρεθεί, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο, υποπίπτοντας σε πλάνη περί το δίκαιο, παρανόησε την έκταση της εξετάσεως στην οποία πρέπει να προβεί το τμήμα προσφυγών στο πλαίσιο της διαδικασίας προσφυγής σύμφωνα με τα άρθρα 63, παράγραφος 1, και 64, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (1).

    Το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη την αρχή της λειτουργικής συνέχειας μεταξύ των οργάνων του ΓΕΕΑ και αγνόησε ότι ακόμη και ρητώς υποβληθείσες αιτιάσεις δεν μπορούν να αποδεσμεύσουν το τμήμα προσφυγών από την υποχρέωσή του να εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση διεξοδικώς, από ουσιαστικής και νομικής απόψεως.

    Το Γενικό Δικαστήριο στηρίζει την απόφασή του, εν τέλει, στη διαπίστωση ότι το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος αποτελεί ειδικό προκριματικό ζήτημα, το οποίο δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να εξετάζεται από το τμήμα προσφυγών. Ως προς το σημείο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο παρέβλεψε ότι αυτό το ζήτημα μαζί με την απαίτηση αποδείξεως της νόμιμης χρήσεως καθίσταται συστατικό μέρος της διαδικασίας ανακοπής και ως τοιούτο υπόκειται στην εξέταση του τμήματος προσφυγών.

    Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο παρέβη το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β', του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα, καθόσον εφάρμοσε εσφαλμένως τις γενικές αρχές για την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως.

    Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο καθοδηγήθηκε κατά την εκτίμηση της ομοιότητας των σημείων από το δίδαγμα της κοινής πείρας ότι ο καταναλωτής επηρεάζεται περισσότερο από την αρχή μιας λέξεως απ’ ότι από τα λοιπά συστατικά μέρη του σήματος, χωρίς να εξετάσει αν το εν λόγω δίδαγμα κοινής πείρας δύναται να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση.

    Πέραν αυτού, το Γενικό Δικαστήριο δεν αξιολόγησε επαρκώς τον πραγματικό ισχυρισμό της αναιρεσείουσας όσον αφορά την ομοιότητα των προϊόντων. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τις διαπιστώσεις του τμήματος προσφυγών χωρίς να επανεξετάσει την ορθότητά τους.


    (1)  ΕΕ L 78, σ. 1.


    Top