EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CJ0404

Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 13ης Ιανουαρίου 2015.
Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Stichting Natuur en Milieu και Pesticide Action Network Europe.
Αίτηση αναιρέσεως — Κανονισμός (ΕΚ) 149/2008 — Κανονισμός για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων φυτοφαρμάκων — Αίτηση εσωτερικής επανεξετάσεως του κανονισμού αυτού, υποβληθείσα κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 — Απόφαση της Επιτροπής κηρύττουσα τις αιτήσεις απαράδεκτες — Μέτρο με ατομικό περιεχόμενο — Σύμβαση του Aarhus — Κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 υπό το πρίσμα της Συμβάσεως αυτής.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-404/12 P και C-405/12 P.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2015:5

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 13ης Ιανουαρίου 2015 ( *1 )

«Αίτηση αναιρέσεως — Κανονισμός (ΕΚ) 149/2008 — Κανονισμός για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων φυτοφαρμάκων — Αίτηση εσωτερικής επανεξετάσεως του κανονισμού αυτού, υποβληθείσα κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 — Απόφαση της Επιτροπής κηρύττουσα τις αιτήσεις απαράδεκτες — Μέτρο με ατομικό περιεχόμενο — Σύμβαση του Aarhus — Κύρος του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 υπό το πρίσμα της Συμβάσεως αυτής»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑404/12 P και C‑405/12 P,

με αντικείμενο αιτήσεις αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι οποίες ασκήθηκαν στις 24 και 27 Αυγούστου 2012, αντιστοίχως,

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον M. Moore και την K. Michoel,

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους J.‑P. Kepenne και P. Oliver καθώς και από την S. Boelaert, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

αναιρεσείοντα,

υποστηριζόμενα από την:

Τσεχική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον D. Hadroušek,

παρεμβαίνουσα κατ’ αναίρεση,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι τα:

Stichting Natuur en Milieu, με έδρα την Ουτρέχτη (Κάτω Χώρες),

Pesticide Action Network Europe, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο),

εκπροσωπούμενα από τον A. van den Biesen, advocaat,

προσφεύγοντα πρωτοδίκως,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, K. Lenaerts, αντιπρόεδρο, A. Tizzano, L. Bay Larsen, T. von Danwitz, A. Ó Caoimh και J.‑C. Bonichot (εισηγητή), προέδρους τμήματος, E. Levits, τις C. Toader, M. Berger, A. Prechal, τον E. Jarašiūnas και τον C. G. Fernlund, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Jääskinen

γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 10ης Δεκεμβρίου 2013,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 8ης Μαΐου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Stichting Natuur en Milieu και Pesticide Action Network Europe κατά Επιτροπής (T‑338/08, EU:T:2012:300, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε δύο αποφάσεις της Επιτροπής, της 1ης Ιουλίου 2008 (στο εξής: επίδικες αποφάσεις), περί απορρίψεως ως απαράδεκτων των αιτήσεων που υπέβαλαν το Stichting Natuur en Milieu και το Pesticide Action Network Europe ζητώντας την επανεξέταση από την Επιτροπή του κανονισμού της (ΕΚ) 149/2008, της 29ης Ιανουαρίου 2008, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) 396/2005 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου με τη θέσπιση των παραρτημάτων ΙΙ, ΙΙΙ και IV για τον καθορισμό ανώτατων ορίων καταλοίπων στα προϊόντα που καλύπτονται από το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΕ L 58, σ. 1).

Το νομικό πλαίσιο

Η Σύμβαση του Aarhus

2

Η Σύμβαση για την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, η οποία υπογράφηκε στο Aarhus στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ L 124, σ. 1, στο εξής: Σύμβαση του Aarhus), ορίζει στο άρθρο 1, με τίτλο «Στόχος»:

«Προκειμένου να συμβάλ[ει] στην προστασία του δικαιώματος κάθε ατόμου από τις παρούσες και μελλοντικές γενεές να ζει σε περιβάλλον κατάλληλο για την υγεία και την ευημερία του, κάθε μέρος εξασφαλίζει τα δικαιώματα της πρόσβασης σε πληροφορίες, της συμμετοχής του κοινού στη λήψη αποφάσεων και της πρόσβασης στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας Συμβάσεως.»

3

Το άρθρο 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω Συμβάσεως προβλέπει:

«Ο ορισμός αυτός [της έννοιας της δημόσιας αρχής] δεν περιλαμβάνει φορείς ή θεσμικά όργανα που ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα.»

4

Το άρθρο 9 της ίδιας Συμβάσεως ορίζει:

«1.   Κάθε μέρος, στο πλαίσιο της εθνικής του νομοθεσίας, εξασφαλίζει ότι οποιοδήποτε άτομο θεωρεί ότι το αίτημά του για πληροφορίες κατά το άρθρο 4 έχει αγνοηθεί, απορριφθεί αδίκως, είτε εν μέρει, είτε εξ ολοκλήρου, έχει απαντηθεί ανεπαρκώς ή κατά τα άλλα δεν έχει αντιμετωπισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου, διαθέτει πρόσβαση σε διαδικασία επανεξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου φορέα που καθορίζεται διά νόμου.

Στις περιστάσεις που ένα μέρος προβλέπει τη συγκεκριμένη επανεξέταση από δικαστήριο, εξασφαλίζει ότι το εν λόγω άτομο διαθέτει επίσης πρόσβαση σε ταχεία διαδικασία που καθορίζεται διά νόμου, για την οποία δεν καταβάλλονται τέλη ή δεν είναι δαπανηρή, για αναθεώρηση από δημόσια αρχή ή επανεξέταση από άλλον ανεξάρτητο και αμερόληπτο φορέα πλην του δικαστηρίου.

Οι τελικές αποφάσεις κατά την παρούσα παράγραφο 1 είναι δεσμευτικές για τη δημόσια αρχή που κατέχει τις πληροφορίες. Η αιτιολόγηση είναι έγγραφη, τουλάχιστον στις περιπτώσεις που η πρόσβαση σε πληροφορίες απορρίπτεται κατά την παρούσα παράγραφο.

2.   Κάθε μέρος, στο πλαίσιο της εθνικής του νομοθεσίας, εξασφαλίζει ότι το ενδιαφερόμενο κοινό:

α)

το οποίο έχει επαρκές συμφέρον

ή, εναλλακτικά,

β)

το οποίο ισχυρίζεται προσβολή δικαιώματος, σε περίπτωση που η διοικητική δικονομία ενός μέρους το απαιτεί ως προϋπόθεση,

διαθέτει πρόσβαση σε διαδικασία επανεξέτασης ενώπιον δικαστηρίου ή/και άλλου ανεξάρτητου και αμερόληπτου φορέα που καθορίζεται διά νόμου, προκειμένου να προσβάλει την ουσιαστική και τυπική νομιμότητα οποιασδήποτε απόφασης, πράξης ή παράλειψης που υπόκειται στις διατάξεις του άρθρου 6 και, σε περίπτωση που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3, άλλων σχετικών διατάξεων της παρούσας σύμβασης.

Το επαρκές συμφέρον και η προσβολή δικαιώματος προσδιορίζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του εθνικού δικαίου και σύμφωνα με τον σκοπό να παρασχεθεί στο ενδιαφερόμενο κοινό ευρεία πρόσβαση στη δικαιοσύνη εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας σύμβασης. [Προς τούτο], κρίνεται επαρκές για τον σκοπό του ανωτέρω στοιχείου αʹ το συμφέρον οποιουδήποτε μη κυβερνητικού οργανισμού ο οποίος πληροί τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 5. Οι εν λόγω οργανισμοί θεωρείται επίσης ότι έχουν δικαιώματα που μπορούν να προσβληθούν για τον σκοπό του ανωτέρω στοιχείου βʹ.

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου 2 δεν αποκλείουν τη δυνατότητα προκαταρκτικής διαδικασίας επανεξέτασης ενώπιον διοικητικής αρχής και δεν επηρεάζουν την απαίτηση να εξαντληθούν οι διαδικασίες διοικητικής επανεξέτασης πριν από την προσφυγή σε ένδικες διαδικασίες, σε περίπτωση που το εθνικό δίκαιο προβλέπει την εν λόγω απαίτηση.

3.   Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη των διαδικασιών επανεξέτασης που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι, σε περίπτωση που πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο, το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον.

4.   Επιπλέον, και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 1, οι διαδικασίες που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 προβλέπουν κατάλληλη και αποτελεσματική επανόρθωση, συμπεριλαμβανομένων προσωρινών μέτρων, όπως ενδείκνυται, και είναι αμερόληπτες, δίκαιες, έγκαιρες και μη απαγορευτικά δαπανηρές. Οι αποφάσεις κατά το παρόν άρθρο δίδονται εγγράφως ή καταγράφονται. Στις αποφάσεις των δικαστηρίων, και όποτε είναι δυνατόν των άλλων φορέων, έχει πρόσβαση το κοινό.

5.   Προκειμένου να προάγει την αποτελεσματικότητα των διατάξεων του παρόντος άρθρου, κάθε μέρος εξασφαλίζει την παροχή στο κοινό πληροφοριών σχετικά με την πρόσβαση σε διαδικασίες διοικητικής και δικαστικής επανεξέτασης και μελετά την καθιέρωση ενδεδειγμένων μηχανισμών αρωγής για την άρση ή τη μείωση οικονομικών και άλλων εμποδίων στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη.»

Ο κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006

5

Κατά την αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διατάξεων της Σύμβασης του Aarhus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ L 264, σ. 13):

«Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της σύμβασης του Aarhus προβλέπει την πρόσβαση σε διαδικασίες δικαστικής ή άλλης επανεξέτασης για την αμφισβήτηση της εγκυρότητας πράξεων ή παραλείψεων ιδιωτών ή δημόσιων αρχών που αντιτίθενται προς τις διατάξεις του περιβαλλοντικού δικαίου. Οι διατάξεις για την πρόσβαση στη δικαιοσύνη θα πρέπει να συνάδουν προς τη Συνθήκη [ΕΚ]. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σκόπιμο ο παρών κανονισμός να αφορά μόνο πράξεις και παραλείψεις των δημόσιων αρχών.»

6

Το άρθρο 1, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού προβλέπει τα εξής:

«Στόχος του παρόντος κανονισμού είναι να συμβάλλει στην εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη [σύμβαση του Aarhus], θεσπίζοντας κανόνες για την εφαρμογή των διατάξεων της σύμβασης στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας, ιδίως:

[...]

δ)

επιτρέποντας την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα σε κοινοτικό επίπεδο υπό τους όρους που καθορίζει ο παρών κανονισμός.»

7

Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του ίδιου κανονισμού ορίζει ως «διοικητική πράξη»:

«οιοδήποτε μέτρο με ατομικό περιεχόμενο, το οποίο λαμβάνεται, δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος, από όργανο ή οργανισμό της Κοινότητας, και έχει νομικά δεσμευτική και εξωτερική ισχύ».

8

Το άρθρο 10 του κανονισμού 1367/2006, με τίτλο «Αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης διοικητικών πράξεων», προβλέπει στην παράγραφο 1:

«Οιαδήποτε μη κυβερνητική οργάνωση η οποία πληροί τα κριτήρια του άρθρου 11 δικαιούται να ζητήσει εσωτερική επανεξέταση από το όργανο ή τον οργανισμό της Κοινότητας που εξέδωσε διοικητική πράξη δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος ή, σε περίπτωση προβαλλόμενης διοικητικής παράλειψης, θα έπρεπε να είχε εκδώσει την πράξη αυτή.».

Η οδηγία 2003/4/ΕΚ

9

Η οδηγία 2003/4/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2003, σχετικά με την πρόσβαση του κοινού σε περιβαλλοντικές πληροφορίες και για την κατάργηση της οδηγίας 90/313/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 41, σ. 26), ορίζει, στο άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο αʹ, ως «δημόσια αρχή», μεταξύ άλλων, την «κυβέρνηση ή άλλη δημόσια διοίκηση, συμπεριλαμβανομένων δημόσιων συμβουλευτικών φορέων, σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο·

[…]

Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι ο ορισμός αυτός δεν περιλαμβάνει φορείς ή όργανα όταν ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα. […]»

Ιστορικό της διαφοράς

10

Το Stichting Natuur en Milieu, ίδρυμα ολλανδικού δικαίου με έδρα την Ουτρέχτη (Κάτω Χώρες) και με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος, και το Pesticide Action Network Europe, ίδρυμα ολλανδικού δικαίου με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο) και σκοπό την καταπολέμηση της χρήσης χημικών φυτοφαρμάκων, ζήτησαν από την Επιτροπή, με επιστολές της 7ης και της 10ης Απριλίου 2008, την εσωτερική επανεξέταση του κανονισμού 149/2008, βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.

11

Με τις επίδικες αποφάσεις, η Επιτροπή απέρριψε τις αιτήσεις αυτές ως απαράδεκτες με το αιτιολογικό ότι ο κανονισμός 149/2008 δεν είναι μέτρο με ατομικό περιεχόμενο και δεν μπορεί επομένως να θεωρηθεί ως «διοικητική πράξη», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 1367/2006, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο της διαδικασίας εσωτερικής επανεξετάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 10 του κανονισμού αυτού.

Οι προσφυγές ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

12

Με δικόγραφο προσφυγής που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Αυγούστου 2008, τα εν λόγω ιδρύματα ζήτησαν την ακύρωση των επίδικων αποφάσεων. Στο πλαίσιο της εν λόγω πρωτοβάθμιας διαδικασίας, η Δημοκρατία της Πολωνίας και το Συμβούλιο παρενέβησαν υπέρ της Επιτροπής.

13

Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα ακυρώσεως.

14

Αφού απέρριψε ως απαράδεκτο το δεύτερο αίτημα των προσφευγόντων με το οποίο ζητήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να κρίνει επί της ουσίας τις εν λόγω αιτήσεις εσωτερικής επανεξετάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση της Επιτροπής να κηρυχθεί απαράδεκτο το υπόμνημα-προσθήκη στο δικόγραφο της προσφυγής που κατέθεσαν τα προσφεύγοντα.

15

Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε επίσης ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο ακυρώσεως των προσφευγόντων πρωτοδίκως, αντλούμενο από πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή χαρακτηρίζοντας τον κανονισμό 149/2008 ως πράξη γενικής ισχύος, η οποία δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως διοικητική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 1367/2006 και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεως εσωτερικής επανεξετάσεως βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, προβληθέντα επικουρικώς, προς στήριξη της προσφυγής της οποίας είχε επιληφθεί, ο οποίος αφορούσε έλλειψη νομιμότητας της εν λόγω διατάξεως λόγω ασυμβατότητάς της προς το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus.

16

Το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε, στις σκέψεις 51 και 52 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Σύμβαση του Aarhus, όπως κάθε άλλη διεθνής συμφωνία στην οποία η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος, κατισχύει των πράξεων του παραγώγου δικαίου της Ένωσης, διευκρίνισε, στη σκέψη 53 της ίδιας αποφάσεως, ότι ο δικαστής της Ένωσης δύναται να εξετάσει το κύρος διατάξεως κανονισμού υπό το πρίσμα διεθνούς συνθήκης μόνον εφόσον τούτο δεν προσκρούει στη φύση και στην οικονομία της εν λόγω συνθήκης και μόνον εφόσον οι διατάξεις της δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι αρκούντως ακριβείς.

17

Υπενθύμισε, ωστόσο, στη σκέψη 54 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι είναι αρμόδιο να ελέγξει τη νομιμότητα πράξεως της Ένωσης υπό το πρίσμα των διατάξεων διεθνούς συμφωνίας οι οποίες δεν θεμελιώνουν δικαίωμα του πολίτη να τις επικαλεστεί ενώπιον των δικαστηρίων στην περίπτωση που η Ένωση είχε την πρόθεση να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση που ανέλαβε στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής ή στην περίπτωση που η πράξη παραγώγου δικαίου παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένες διατάξεις της συμφωνίας αυτής (αποφάσεις Fediol κατά Επιτροπής, 70/87, EU:C:1989:254, σκέψεις 19 έως 22, και Nakajima κατά Συμβουλίου, C‑69/89, EU:C:1991:186, σκέψη 31). Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε, στην ίδια σκέψη 54, ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα ενός κανονισμού υπό το πρίσμα διεθνούς συνθήκης, όταν ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στην εφαρμογή υποχρεώσεως που επιβάλλει η εν λόγω διεθνής συνθήκη στα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

18

Στις σκέψεις 57 και 58 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι προϋποθέσεις αυτές πληρούνταν εν προκειμένω διότι, αφενός, τα προσφεύγοντα, τα οποία δεν είχαν επικαλεσθεί το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων της συμφωνίας, έθεταν παρεμπιπτόντως, κατά το άρθρο 241 ΕΚ, το ζήτημα του κύρους διατάξεως του κανονισμού 1367/2006 υπό το πρίσμα της Συμβάσεως του Aarhus και, αφετέρου, ο κανονισμός αυτός είχε εκδοθεί προς εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης, που προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως αυτής, όπως προκύπτει από το άρθρο 1, παράγραφος 1, και από την αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού αυτού.

19

Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η Σύμβαση του Aarhus δεν είχε εφαρμογή στο μέτρο που η Επιτροπή «ενήργησε υπό νομοθετική ιδιότητα», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως αυτής. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 65 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή ενήργησε στο πλαίσιο των εκτελεστικών της εξουσιών.

20

Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 83 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, στο μέτρο που προβλέπει διαδικασία εσωτερικής επανεξετάσεως μόνο για «διοικητική πράξη», η οποία ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του ίδιου κανονισμού ως «οιοδήποτε μέτρο με ατομικό περιεχόμενο», αντιβαίνει στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Aarhus.

21

Συνακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε τις επίδικες αποφάσεις.

Αιτήματα των διαδίκων και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

22

Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, το Συμβούλιο και η Επιτροπή ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, να απορρίψει στο σύνολό της την προσφυγή των προσφευγόντων πρωτοδίκως και να τα καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον.

23

Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 2012, οι υποθέσεις C‑404/12 P και C‑405/12 P ενώθηκαν προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

24

Στις 28 Φεβρουαρίου 2013 τα προσφεύγοντα πρωτοδίκως κατέθεσαν υπόμνημα αντικρούσεως επί της αιτήσεως αναιρέσεως με το οποίο ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Επιτροπή και το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τόσο πρωτοδίκως όσο και στην αναιρετική δίκη.

25

Τα προσφεύγοντα πρωτοδίκως άσκησαν επίσης ανταναίρεση με την οποία ζητούν από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να ακυρώσει τις επίδικες αποφάσεις, καθώς και να καταδικάσει το Συμβούλιο και την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν τόσο πρωτοδίκως όσο και στην αναιρετική δίκη.

26

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή κατέθεσαν υπόμνημα αντικρούσεως επί της ανταναιρέσεως στις 29 και 17 Μαΐου 2013, αντιστοίχως.

Επί των αναιρέσεων

Επί της ανταναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

27

Το Stichting Natuur en Milieu και το Pesticide Action Network Europe προβάλλουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διότι δεν αναγνώρισε ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus αναπτύσσει άμεσο αποτέλεσμα, τουλάχιστον, καθόσον προβλέπει ότι οι «πράξεις» που αντιβαίνουν στο εθνικό δίκαιο του περιβάλλοντος πρέπει να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής και, συνακόλουθα, διότι δεν εκτιμήθηκε η νομιμότητα του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006 υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής της εν λόγω Συμβάσεως.

28

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι η ανταναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη διότι «περιέχει αιρέσεις». Περαιτέρω, η ανταναίρεση δεν πληροί τους όρους του άρθρου 178 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

29

Επικουρικώς, το Συμβούλιο και η Επιτροπή προβάλλουν ότι η ανταναίρεση είναι εν πάση περιπτώσει αβάσιμη.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

30

Πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 169, παράγραφος 1, και 178, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως ή η ανταναίρεση μπορεί να έχει ως αντικείμενο μόνο την ολική ή μερική αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

31

Εν προκειμένω, το Stichting Natuur en Milieu και το Pesticide Action Network Europe πέτυχαν, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφυγής τους. Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ανταναίρεσή τους με την οποία επιδιώκεται, στην πραγματικότητα, η αντικατάσταση απλώς της αιτιολογίας όσον αφορά την ανάλυση του αν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus (βλ. κατ’ αναλογία, όσον αφορά κύρια αίτηση αναιρέσεως, απόφαση Al‑Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al‑Aqsa, C‑539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψεις 43 έως 45).

32

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ανταναίρεση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Επί των αιτήσεων αναιρέσεως

33

Το Συμβούλιο και η Επιτροπή προβάλλουν έναν πρώτο λόγο αναιρέσεως, αντλούμενο από το ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus προκειμένου να εκτιμηθεί η συμβατότητα με τη διάταξη αυτή του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.

34

Το Συμβούλιο προβάλλει έναν δεύτερο λόγο αναιρέσεως, αντλούμενο από το ότι, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus κρίνοντας ότι ο κανονισμός 1367/2006 αντιβαίνει στο άρθρο αυτό.

35

Η Επιτροπή προβάλλει επίσης έναν δεύτερο λόγο αναιρέσεως, αντλούμενο από το ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι η έκδοση του κανονισμού 149/2008 δεν εμπίπτει στην άσκηση νομοθετικής εξουσίας κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συμβάσεως του Aarhus.

Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

36

Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι οι δύο περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο πολίτης έχει τη δυνατότητα να επικαλείται διατάξεις διεθνούς συμφωνίας η οποία δεν πληροί τις προϋποθέσεις του απαλλαγμένου αιρέσεων χαρακτήρα και της σαφήνειας, ώστε να είναι δυνατή η επίκλησή της προκειμένου να εκτιμηθεί το κύρος διατάξεων πράξεως της Ένωσης, αποτελούν εξαίρεση και, εν πάση περιπτώσει, δεν αντιστοιχούν στην προκειμένη περίπτωση.

37

Ειδικότερα, αφενός, η λύση που προκρίθηκε με την απόφαση Fediol κατά Επιτροπής (EU:C:1989:254) δικαιολογείται από τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, στην οποία ο επίδικος κανονισμός παρείχε στους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες το δικαίωμα να επικαλούνται κανόνες της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (στο εξής: ΓΣΔΕ). Επιπλέον, η λύση αυτή δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εκτός του συγκεκριμένου πεδίου της εν λόγω συμφωνίας.

38

Αφετέρου, όσον αφορά την απόφαση Nakajima κατά Συμβουλίου (EU:C:1991:186), το Συμβούλιο εκτιμά ότι η νομολογία αυτή αφορά μόνο την περίπτωση που η Ένωση προτίθεται να εκπληρώσει συγκεκριμένη υποχρέωση που ανέλαβε στο πλαίσιο της ΓΣΔΕ, πράγμα που επίσης δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

39

Η Επιτροπή προβάλλει κατ’ ουσίαν παρόμοια επιχειρήματα.

40

Όσον αφορά την απόφαση Fediol κατά Επιτροπής (EU:C:1989:254), η Επιτροπή προσθέτει ότι αφορά μόνο την περίπτωση που πράξη της Ένωσης παραπέμπει ρητώς σε συγκεκριμένες διατάξεις της ΓΣΔΕ.

41

Όσον αφορά την απόφαση Nakajima κατά Συμβουλίου (EU:C:1991:186), η Επιτροπή εκτιμά ότι η απόφαση αυτή δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως παρέχουσα τη δυνατότητα ελέγχου κάθε πράξεως του δικαίου της Ένωσης με βάση τη διεθνή συμφωνία την οποία η πράξη αυτή θέτει ενδεχομένως σε εφαρμογή. Για να ασκηθεί ένας τέτοιος έλεγχος, πρέπει η πράξη του δικαίου της Ένωσης να αποτελεί άμεση και πλήρη εκτέλεση της διεθνούς συμφωνίας και να αναφέρεται σε αρκούντως σαφή και συγκεκριμένη υποχρέωση της εν λόγω συμφωνίας, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

42

Το Stichting Natuur en Milieu και το Pesticide Action Network Europe προβάλλουν ότι η απόφαση Lesoochranárske zoskupenie (C‑240/09, EU:C:2011:125) δεν παρέχει ενδείξεις ως προς το ζήτημα του άμεσου αποτελέσματος του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus όσον αφορά τις πράξεις που είναι δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως και ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Σύμβαση αυτή αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους πολίτες.

43

Εκτιμούν ότι η φύση και το αντικείμενο της Συμβάσεως του Aarhus δεν αποκλείουν τον έλεγχο του κύρους κατόπιν αιτήσεως ενώσεων προστασίας του περιβάλλοντος και ότι πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που διατυπώνονται με την απόφαση Fediol κατά Επιτροπής (EU:C:1989:254), διότι ο κανονισμός 1367/2006 περιλαμβάνει πολλές αναφορές στην εν λόγω Σύμβαση, και ιδίως στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως αυτής. Θεωρούν ότι το Δικαστήριο δεν περιόρισε τη σημασία της αποφάσεως αυτής μόνο στα θέματα που αφορούν τη ΓΣΔΕ και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44

Δυνάμει του άρθρου 300, παράγραφος 7, ΕΚ (νυν άρθρο 216, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ), οι διεθνείς συμφωνίες που συνάπτει η Ένωση δεσμεύουν τα θεσμικά όργανά της και υπερισχύουν, επομένως, των πράξεων που αυτά εκδίδουν (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Intertanko κ.λπ., C‑308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

45

Ωστόσο, τα αποτελέσματα, στην έννομη τάξη της Ένωσης, των διατάξεων μιας συμφωνίας που αυτή συνήψε με τρίτα κράτη δεν μπορούν να προσδιορισθούν χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι οι εν λόγω διατάξεις ανάγονται στο πεδίο του διεθνούς δικαίου. Σύμφωνα με τις αρχές του διεθνούς δικαίου, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης που είναι αρμόδια για τη διαπραγμάτευση και τη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας είναι ελεύθερα να συμφωνήσουν με τα ενδιαφερόμενα τρίτα κράτη τα αποτελέσματα που οι διατάξεις της συμφωνίας αυτής πρέπει να παράγουν στην εσωτερική έννομη τάξη των συμβαλλομένων μερών. Αν το ζήτημα αυτό δεν έχει διευθετηθεί ρητώς από την εν λόγω συμφωνία, εναπόκειται στα αρμόδια δικαστήρια, και ιδίως στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του δυνάμει της Συνθήκης ΛΕΕ, να το επιλύσει, όπως και κάθε άλλο ζήτημα ερμηνείας σχετικό με την εφαρμογή της εν λόγω συμφωνίας εντός της Ένωσης, στηριζόμενο ιδίως στο πνεύμα, στην οικονομία ή στο γράμμα της συμφωνίας αυτής (βλ., απόφαση FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑120/06 P και C‑121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

46

Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μπορεί να γίνει επίκληση διατάξεων διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως πράξεως παραγώγου δικαίου της Ένωσης ή ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας μόνον υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι η φύση και η οικονομία της εν λόγω συμφωνίας επιτρέπουν παρόμοια εξέταση και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις αυτές δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι αρκούντως ακριβείς (βλ. αποφάσεις Intertanko κ.λπ., EU:C:2008:312, σκέψη 45· FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, EU:C:2008:476, σκέψεις 110 και 120, καθώς και Air Transport Association of America κ.λπ., EU:C:2011:864, σκέψη 54).

47

Το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus δεν περιλαμβάνει καμία άνευ αιρέσεων και αρκούντως σαφή υποχρέωση προς άμεση ρύθμιση της νομικής καταστάσεως ιδιωτών και δεν πληροί, ως εκ τούτου, τις προϋποθέσεις αυτές. Συγκεκριμένα, εφόσον μόνον «τα μέλη του κοινού τα οποία πληρούν τα τυχόν προβλεπόμενα από [το] εθνικό δίκαιο κριτήρια» μπορούν να έχουν τα δικαιώματα που προβλέπει το εν λόγω άρθρο 9, παράγραφος 3, η διάταξη αυτή εξαρτάται, ως προς την εκτέλεση ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση μεταγενέστερης πράξεως (βλ. απόφαση Lesoochranárske zoskupenie, C‑240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 45).

48

Είναι βεβαίως αληθές ότι το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι στις περιπτώσεις που η Ένωση είχε την πρόθεση να εκπληρώσει μια ειδική υποχρέωση που αναλήφθηκε με συμφωνία στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (στο εξής: συμφωνίες ΠΟΕ) ή στην περίπτωση που η πράξη του δικαίου της Ένωσης ρητώς παραπέμπει σε συγκεκριμένες διατάξεις των συμφωνιών αυτών, εναπόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητα της επίμαχης πράξεως και των πράξεων που εκδόθηκαν για την εφαρμογή της με γνώμονα τους κανόνες των συμφωνιών αυτών (βλ. αποφάσεις Fediol κατά Επιτροπής, EU:C:1989:254, σκέψεις 19 έως 23· Nakajima κατά Συμβουλίου, EU:C:1991:186, σκέψεις 29 έως 32· Γερμανία κατά Συμβουλίου, C‑280/93, EU:C:1994:367, σκέψη 111, και Ιταλία κατά Συμβουλίου, C‑352/96, EU:C:1998:531, σκέψη 19).

49

Ωστόσο, οι δύο αυτές εξαιρέσεις δικαιολογούνται μόνον από τις ιδιαιτερότητες των συμφωνιών που οδήγησαν στην εισαγωγή τους.

50

Συγκεκριμένα, όσον αφορά, πρώτον, την απόφαση Fediol κατά Επιτροπής (EU:C:1989:254), πρέπει να τονιστεί ότι το επίμαχο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2641/84 του Συμβουλίου, της 17ης Σεπτεμβρίου 1984, για την ενίσχυση της κοινής εμπορικής πολιτικής, ιδίως στον τομέα της άμυνας κατά των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών (ΕΕ L 252, σ. 1), παρέπεμπε ρητώς στους κανόνες του διεθνούς δικαίου που βασίζονται κυρίως στη ΓΣΔΕ, και παρείχε στους ενδιαφερόμενους το δικαίωμα να επικαλούνται τις διατάξεις της στο πλαίσιο καταγγελίας που ασκήθηκε βάσει του ίδιου κανονισμού (απόφαση Fediol κατά Επιτροπής, EU:C:1989:254, σκέψη 19), ενώ, εν προκειμένω, το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006 δεν παραπέμπει ευθέως σε συγκεκριμένες διατάξεις της Συμβάσεως του Aarhus ούτε παρέχει δικαίωμα στους πολίτες. Επομένως, ελλείψει ρητής παραπομπής σε διατάξεις διεθνούς συμφωνίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η εν λόγω απόφαση ασκεί επιρροή εν προκειμένω.

51

Όσον αφορά, δεύτερον, την απόφαση Nakajima κατά Συμβουλίου (EU:C:1991:186), πρέπει να τονιστεί ότι οι επίμαχες στην απόφαση εκείνη πράξεις του δικαίου της Ένωσης συνδέονταν με το σύστημα αντιντάμπινγκ, το οποίο είναι πολύπλοκο στη σύλληψη και στην εφαρμογή του καθόσον προβλέπει μέτρα για τις επιχειρήσεις που κατηγορούνται ότι εφαρμόζουν πρακτικές ντάμπινγκ. Συγκεκριμένα, ο επίμαχος στην υπόθεση εκείνη βασικός κανονισμός είχε θεσπιστεί σύμφωνα με τις υφιστάμενες διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας, ιδίως τις απορρέουσες από τη συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, η οποία εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 80/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Δεκεμβρίου 1979, για τη σύναψη των πολυμερών συμφωνιών που προκύπτουν από τις εμπορικές διαπραγματεύσεις 1973-1979 (ΕΕ ειδ. έκδ. 11/019, σ. 3) (βλ. απόφαση Nakajima κατά Συμβουλίου, EU:C:1991:186, σκέψη 30). Όμως, εν προκειμένω, δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής, από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006, ειδικών υποχρεώσεων υπό την έννοια της εν λόγω αποφάσεως, στον βαθμό που, όπως προκύπτει από το άρθρο 9, παράγραφος 3 της Συμβάσεως του Aarhus, τα συμβαλλόμενα σ’ αυτήν μέρη έχουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής των «διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών».

52

Συναφώς, επισημαίνεται ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Ένωση, θεσπίζοντας τον εν λόγω κανονισμό, ο οποίος αφορά μόνον τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και μία μόνον από τις προσφυγές που διαθέτουν οι πολίτες προς εξασφάλιση της εφαρμογής της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ένωσης, είχε την πρόθεση να θέσει σε εφαρμογή, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus όσον αφορά εθνικές διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, οι οποίες, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, διέπονται κατά βάση από τη νομοθεσία των κρατών μελών (βλ., συναφώς, απόφαση Lesoochranárske zoskupenie, EU:C:2011:125, σκέψεις 41 και 47).

53

Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, κρίνοντας ότι ήταν δυνατό να γίνει επίκληση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus για τους σκοπούς της εκτιμήσεως της νομιμότητας του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.

54

Συνεπώς, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση πρέπει να αναιρεθεί, χωρίς να απαιτείται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι που προβάλλουν το Συμβούλιο και η Επιτροπή προς στήριξη των αιτήσεών τους αναιρέσεως.

Επί της προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου

55

Κατά το άρθρο 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν η αίτηση αναιρέσεως κριθεί βάσιμη, το Δικαστήριο αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και μπορεί, στην περίπτωση αυτή, είτε να αποφανθεί το ίδιο οριστικά επί της διαφοράς, εφόσον είναι ώριμη προς εκδίκαση, είτε να την αναπέμψει στο Γενικό Δικαστήριο για να την κρίνει.

56

Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση και πρέπει να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας όσον αφορά το αίτημα περί ακυρώσεως των επίδικων αποφάσεων.

57

Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως της προσφυγής τους ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, το Stichting Natuur en Milieu και το Pesticide Action Network Europe προέβαλαν ότι η Επιτροπή κακώς είχε κρίνει απαράδεκτη την αίτησή τους εσωτερικής επανεξετάσεως του κανονισμού 146/2008, με το αιτιολογικό ότι επρόκειτο για μέτρο γενικής ισχύος.

58

Ο λόγος αυτός ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος για τους ίδιους λόγους με αυτούς που δέχθηκε το Γενικό Δικαστήριο.

59

Το Stichting Natuur en Milieu και το Pesticide Action Network Europe προέβαλαν επίσης, με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως της προσφυγής τους, ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006 είναι άκυρο, καθόσον περιορίζει την έννοια των «πράξεων» κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus μόνο στις ατομικές διοικητικές πράξεις.

60

Όπως προκύπτει από τη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συμβάσεως του Aarhus δεν διαθέτει τον απαιτούμενο βαθμό σαφήνειας και ακρίβειας ώστε να μπορεί να γίνει επίκληση της διατάξεως αυτής ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προς εκτίμηση του κύρους του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 1367/2006.

61

Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως της προσφυγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

62

Συνεπώς, εφόσον κανένας από τους δύο λόγους ακυρώσεως της προσφυγής που άσκησαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το Stichting Natuur en Milieu και το Pesticide Action Network Europe δεν είναι βάσιμος, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

63

Κατά το άρθρο 138, παράγραφοι 1 και 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Όταν οι ηττηθέντες διάδικοι είναι περισσότεροι του ενός, το Δικαστήριο αποφασίζει για την κατανομή των εξόδων.

64

Επειδή το Stichting Natuur en Milieu και το Pesticide Action Network Europe ηττήθηκαν και το Συμβούλιο και η Επιτροπή είχαν υποβάλει αίτημα καταδίκης τους στα δικαστικά έξοδα, πρέπει αυτά να καταδικαστούν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο και η Επιτροπή τόσο πρωτοδίκως όσο και στην παρούσα αναιρετική διαδικασία.

65

Το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, που έχει εφαρμογή στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, του Κανονισμού αυτού, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, η Τσεχική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την ανταναίρεση.

 

2)

Αναιρεί την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση Stichting Natuur en Milieu και Pesticide Action Network Europe κατά Επιτροπής (T‑338/08, EU:T:2012:300).

 

3)

Απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησαν το Stichting Natuur en Milieu και το Pesticide Action Network Europe ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

4)

Καταδικάζει το Stichting Natuur en Milieu και το Pesticide Action Network Europe αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρωτοδίκως καθώς και στην αναιρετική διαδικασία.

 

5)

Η Τσεχική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top