Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62012CC0113

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón της 16ης Μαΐου 2013.
Donal Brady κατά Environmental Protection Agency.
Αίτηση του Supreme Court (Ιρλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως.
Περιβάλλον — Οδηγία 75/442/ΕΟΚ — Κοπριά που παράγεται και αποθηκεύεται σε χοιροτροφείο προκειμένου να δοθεί σε γεωργούς οι οποίοι τη χρησιμοποιούν ως λίπασμα στις γαίες τους — Χαρακτηρισμός ως «απόρριμμα» ή ως «παραπροϊόν» — Προϋποθέσεις — Βάρος αποδείξεως — Οδηγία 91/676/ΕΟΚ — Παράλειψη μεταφοράς στην εθνική νομοθεσία — Προσωπική ευθύνη του παραγωγού όσον αφορά την τήρηση, εκ μέρους των εν λόγω γεωργών, των κανόνων της Ένωσης σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων και των λιπασμάτων.
Υπόθεση C‑113/12.

Court reports – general

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2013:324

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PEDRO CRUZ VILLALÓN

της 16ης Μαΐου 2013 ( 1 )

Υπόθεση C‑113/12

Donal Brady

κατά

Environmental Protection Agency

[αίτηση του Supreme Court (Ιρλανδία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Περιβάλλον — Οδηγίες 75/442/ΕΟΚ και 91/156/ΕΟΚ — Έννοια του όρου “απόβλητο” — Κοπριά παραγόμενη σε χοιροτροφείο — Αποθήκευση έως ότου χρησιμοποιηθεί ως λίπασμα — Χαρακτηρισμός της ως αποβλήτου — Χαρακτηρισμός της ως υποπροϊόντος — Βάρος αποδείξεως — Προσωπική ευθύνη του παραγωγού σε περίπτωση παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης περί ελέγχου των αποβλήτων η οποία διεπράχθη από τρίτους που χρησιμοποιούν την κοπριά ως λίπασμα στη γη τους — Παράλειψη μεταφοράς της οδηγίας 91/676 — Γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης — Θεμελιώδη δικαιώματα — Αναλογικότητα»

1. 

Στο πλαίσιο δίκης που έχει ως αντικείμενο τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο ιδιοκτήτης χοιροτροφείου μπορεί να λάβει άδεια εμπορίας ως λιπάσματος της κοπριάς που παράγεται στην εκμετάλλευσή του, το Supreme Court θέτει στο Δικαστήριο ορισμένα ερωτήματα που αφορούν την έννοια του «αποβλήτου» που χρησιμοποιεί η οδηγία 75/442 ( 2 ). Πέραν του ενδιαφέροντος του ερωτήματος αυτού, το οποίο θα παράσχει μεταξύ άλλων τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να διευκρινίσει τη νομολογία του επί των προϋποθέσεων υπό τις οποίες ένα «απόβλητο» μπορεί να καταστεί «υποπροϊόν», στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας τίθεται επίσης ένα ερώτημα που υπερβαίνει τα στενά πλαίσια της οδηγίας 75/442 και αφορά, όπως θα εκθέσω εν συνεχεία, το πεδίο των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης και, ειδικότερα, αυτό της κατοχυρώσεως των θεμελιωδών δικαιωμάτων.

2. 

Πράγματι, το ζήτημα ουσίας που τίθεται στο πλαίσιο της κύριας δίκης αφορά την ευθύνη που μπορεί να καταλογιστεί στον πωλητή κοπριάς για την ενδεχόμενη ακατάλληλη χρήση της από τον αγοραστή της. Πέραν του ερωτήματος αυτού τίθεται επίσης το ερώτημα μέχρι ποιου σημείου η ελευθερία των κρατών μελών να ρυθμίζουν τη διάθεση αποβλήτων στο εμπόριο τους παρέχει τη δυνατότητα να επιβάλλουν προϋποθέσεις οι οποίες μπορούν να ισοδυναμούν με απαγόρευση του εμπορίου αυτού ή να το εξαρτούν από προϋποθέσεις δυσανάλογες ή αυθαίρετες. Η προβληματική αυτή συνδέεται με την παράλειψη μεταφοράς της οδηγίας 91/676 ( 3 ) η οποία εμπόδισε την εφαρμογή ρυθμίσεων δυνάμενων να καλύψουν τη χρήση κοπριάς ως λιπάσματος.

I – Ρυθμιστικό πλαίσιο

Α. Η νομοθεσία της Ένωσης

1. Η οδηγία 75/442 περί αποβλήτων

3.

Ως είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο των πραγματικών περιστατικών που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης ( 4 ), το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 75/442 προέβλεπε τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

α)

“απόβλητο”: κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος I και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει.»

4.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της ανωτέρω οδηγίας, εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής της, «εφόσον καλύπτονται ήδη από άλλη νομοθεσία»:

«[…]

iii)

τα πτώματα ζώων και τα ακόλουθα γεωργικά απόβλητα: περιττώματα και άλλες φυσικές και μη επικίνδυνες ουσίες που χρησιμοποιούνται στα πλαίσια της γεωργικής εκμετάλλευσης, […]».

5.

Κατά το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου κάθε κάτοχος αποβλήτων:

να τα παραδίδει σε ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα συλλογής ή σε επιχείρηση που διεξάγει τις εργασίες του παραρτήματος II Α ή Β, ή

να εξασφαλίζει ο ίδιος την αξιοποίηση ή τη διάθεσή τους σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.»

6.

Τα άρθρα 9 και 10 της οδηγίας όριζαν ότι οι εγκαταστάσεις και επιχειρήσεις οι οποίες διεξάγουν τις εργασίες διαθέσεως και ανακτήσεως αποβλήτων που αναφέρονται αντιστοίχως στα παραρτήματα II Α και II B της εν λόγω οδηγίας ήσαν υποχρεωμένες να λάβουν άδεια.

7.

Το άρθρο 15 της οδηγίας 75/442 όριζε τα εξής:

«Σύμφωνα με την αρχή “ο ρυπαίνων πληρώνει”, η δαπάνη για τη διάθεση των αποβλήτων βαρύνει:

τον κάτοχο που παραδίδει απόβλητα σε φορέα συλλογής ή σε επιχείρηση προβλεπόμενη από το άρθρο 9, ή/και

τους προηγούμενους κατόχους ή τον παραγωγό του προϊόντος που παράγει τα απόβλητα.»

2. Η οδηγία 91/676 για τη νιτρορρύπανση

8.

Σύμφωνα με το άρθρο της 1, η οδηγία 91/676 αποβλέπει «στη μείωση της ρυπάνσεως των υδάτων που προκαλείται άμεσα ή έμμεσα από νιτρικά ιόντα γεωργικής προελεύσεως» και «στην πρόληψη της περαιτέρω ρυπάνσεως αυτού του είδους».

9.

Το άρθρο 3 της οδηγίας 91/676 ορίζει, στις δύο πρώτες παραγράφους του, τα εξής:

«1.   Σύμφωνα με τα κριτήρια του παραρτήματος Ι, τα κράτη μέλη προσδιορίζουν τα ύδατα που υφίστανται ρύπανση και τα ύδατα που ενδέχεται να την υποστούν, εάν δεν αναληφθεί δράση σύμφωνα με το άρθρο 5.

2.   Εντός δύο ετών από την κοινοποίηση της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη χαρακτηρίζουν ευπρόσβλητες ζώνες όλες τις γνωστές περιοχές ξηράς που βρίσκονται στο έδαφός τους, των οποίων τα ύδατα απορρέουν στα ύδατα έχουν προσδιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 και οι οποίες συμβάλλουν στη ρύπανση. Κοινοποιούν στην Επιτροπή αυτό τον αρχικό χαρακτηρισμό εντός έξι μηνών.»

10.

Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας προβλέπει τα εξής:

«1.   Προκειμένου να εξασφαλίσουν ένα γενικό επίπεδο προστασίας όλων των υδάτων από τη ρύπανση, εντός δύο ετών από την κοινοποίηση της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη:

α)

θεσπίζουν έναν ή περισσότερους κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής, που θα εφαρμόζονται προαιρετικά από τους γεωργούς και οι οποίοι περιέχουν διατάξεις που καλύπτουν τουλάχιστον τα στοιχεία του παραρτήματος ΙΙ σημείο Α ( 5

β)

καταρτίζουν, όπου απαιτείται, πρόγραμμα προώθησης της εφαρμογής του ή των κωδίκων ορθής γεωργικής πρακτικής, το οποίο εμπεριέχει και πρόβλεψη για την επιμόρφωση και ενημέρωση των γεωργών.

2.   Τα κράτη μέλη υποβάλλουν στην Επιτροπή λεπτομέρειες των κωδίκων ορθής γεωργικής πρακτικής. Η Επιτροπή συμπεριλαμβάνει πληροφορίες για τους κώδικες αυτούς στην προβλεπόμενη στο άρθρο 11 έκθεση. Υπό το φως των λαμβανομένων πληροφοριών, η Επιτροπή μπορεί, κατά την κρίση της, να υποβάλλει τις κατάλληλες προτάσεις στο Συμβούλιο.»

11.

Το άρθρο 5 της ανωτέρω οδηγίας επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να εκπονούν προγράμματα δράσεως όσον αφορά τις ευπρόσβλητες ζώνες. Τα εν λόγω προγράμματα πρέπει να περιλαμβάνουν ως υποχρεωτικά μέτρα τα μέτρα τα οποία τα κράτη μέλη έχουν προβλέψει στον ή στους κώδικες ορθής γεωργικής πρακτικής και τα μέτρα του παραρτήματος IIΙ της αυτής οδηγίας, τα οποία αφορούν τις περιόδους στις οποίες απαγορεύεται η διασπορά συγκεκριμένων λιπασμάτων, τη χωρητικότητα των δεξαμενών αποθηκεύσεως της κοπριάς, τους τρόπους διασποράς των λιπασμάτων και τη μέγιστη ποσότητα κοπριάς που μπορεί να διασπαρεί αναλόγως της περιεκτικότητάς της σε άζωτο.

3. Η οδηγία 96/61 σχετικά με την ολοκληρωμένη πρόληψη και τον έλεγχο της ρυπάνσεως ( 6 )

12.

Η οδηγία 96/61 κωδικοποιήθηκε και καταργήθηκε με την οδηγία 2008/1 ( 7 ), η οποία με τη σειρά της καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2010/75 ( 8 ). Κατά το άρθρο της 1, σκοπός της ήταν «η ολοκληρωμένη πρόληψη και έλεγχος της ρύπανσης που προκαλούν οι δραστηριότητες που παρατίθενται στο παράρτημα Ι. Η παρούσα οδηγία προβλέπει μέτρα αποφυγής και, όταν αυτό δεν είναι δυνατόν, μείωσης των εκπομπών από τις ανωτέρω δραστηριότητες στην ατμόσφαιρα, το νερό και το έδαφος, και μέτρα για τα απόβλητα, ώστε να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος στο σύνολό του, με την επιφύλαξη της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ, και των άλλων σχετικών κοινοτικών διατάξεων».

13.

Το σημείο 6.6 του παραρτήματος I της οδηγίας έκανε ειδική μνεία στις εγκαταστάσεις εντατικής εκτροφής χοίρων οι οποίες διαθέτουν πάνω από 750 θέσεις για χοιρομητέρες.

14.

Δυνάμει του άρθρου 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας, «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι αρμόδιες αρχές να ελέγχουν ότι η εγκατάσταση θα λειτουργήσει κατά τρόπον ώστε: […] γ) να αποφεύγεται η παραγωγή αποβλήτων σύμφωνα με την οδηγία 75/442/ΕΟΚ […], εάν αυτό δεν είναι δυνατόν, να αξιοποιούνται ή, όταν αυτό είναι τεχνικά και οικονομικά αδύνατο, να διατίθενται με τρόπο που να αποφεύγονται ή να μειώνονται οι επιπτώσεις στο περιβάλλον».

15.

Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 3, της οδηγίας, «[ε]φόσον χρειάζεται, η άδεια περιλαμβάνει τις κατάλληλες οδηγίες για την προστασία του εδάφους και των υπογείων υδάτων και μέτρα για τη διαχείριση των αποβλήτων της εγκατάστασης».

4. Ο κανονισμός 1774/2002 για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν προορίζονται για κατανάλωση από τον άνθρωπο ( 9 )

16.

Σκοπός του ανωτέρω κανονισμού ήταν να διασφαλίσει την εφαρμογή από τα κράτη μέλη συστημάτων που να εξασφαλίζουν ότι ορισμένες κατηγορίες ζωικών υποπροϊόντων δεν μπορούν να κυκλοφορήσουν παρά μόνο μέσω συγκεκριμένων επιτρεπόμενων αλυσίδων μέχρις ότου διατεθούν και χρησιμοποιηθούν και, συγκεκριμένα, που να παρέχουν τη δυνατότητα να εισέλθουν στη διατροφική αλυσίδα μόνον τα ζωικά υποπροϊόντα που δεν ενέχουν κίνδυνο για την υγεία των ζώων και τη δημόσια υγεία. Ο εν λόγω κανονισμός καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό 1069/2009 ( 10 ).

Β. Η εθνική νομοθεσία

17.

Ο Environmental Protection Act 1992 (νόμος περί προστασίας του περιβάλλοντος του 1992, στο εξής: νόμος του 1992) προέβλεψε τη σύσταση της Environmental Protection Agency (υπηρεσίας προστασίας του περιβάλλοντος, στο εξής: EPA), της οποίας οι αρμοδιότητες περιλαμβάνουν «τη χορήγηση αδειών και τη ρύθμιση, καθώς και τον έλεγχο των δραστηριοτήτων με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος» (άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο a).

18.

Ο Waste Management Act 1996 (νόμος περί διαχειρίσεως των αποβλήτων του 1996, στο εξής: νόμος του 1996) εξεδόθη προκειμένου, μεταξύ άλλων, να μεταφερθεί η οδηγία 75/442, καθώς και οι επενεχθείσες με την οδηγία 91/156 τροποποιήσεις. Το άρθρο 4 του εν λόγω νόμου έχει ως ακολούθως:

«1)   “Απόβλητο” κατά την έννοια του παρόντος νόμου, είναι κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του πρώτου παραρτήματος ή που, προς το παρόν, περιλαμβάνεται στον Ευρωπαϊκό Κατάλογο Αποβλήτων και το οποίο ο κάτοχός του αποβάλλει, σκοπεύει ή υποχρεούται να αποβάλει, οτιδήποτε δε αποβάλλεται ή αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης ως να ήταν απόβλητο θεωρείται απόβλητο, εφόσον δεν αποδειχθεί το αντίθετο [...].

3)   Η “διάθεση αποβλήτων”, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, περιλαμβάνει τις δραστηριότητες που προσδιορίζονται στο παράρτημα 3, αναλόγως δε ερμηνεύεται ο όρος “δραστηριότητα σχετική με τη διάθεση αποβλήτων”.

4)   Κατά την έννοια του παρόντος νόμου, “αξιοποίηση αποβλήτων” είναι οποιαδήποτε δραστηριότητα που κατατείνει στην εν όλω ή εν μέρει ανάκτηση, ανακύκλωση ή επαναχρησιμοποίηση των αποβλήτων, περιλαμβανομένης κάθε δραστηριότητας που απαριθμείται στο παράρτημα 4, αναλόγως δε ερμηνεύεται ο όρος “δραστηριότητα σχετική με την αξιοποίηση αποβλήτων”.»

19.

Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 2, στοιχείο a, του νόμου του 1996:

«Με την επιφύλαξη των οριζομένων στο στοιχείο b), δεν απαιτείται άδεια για την αξιοποίηση […] περιττωμάτων ζώων ή πουλερικών υπό μορφή υγρής ή στερεής κοπριάς […]».

20.

Ο νόμος του 1992 προέβλεψε την εφαρμογή ενός συστήματος χορηγήσεως αδειών στο πλαίσιο του ολοκληρωμένου ελέγχου της ρυπάνσεως το οποίο είναι παρεμφερές, σε μεγάλο βαθμό, προς αυτό που προβλέπει η οδηγία 96/61. Η Ιρλανδία ενσωμάτωσε στην εθνική νομοθεσία την οδηγία 96/61 μέσω του Protection of the Environment Act του 2003 (νόμου περί προστασίας του περιβάλλοντος, στο εξής: νόμος του 2003). Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, η άδεια δεν χορηγήθηκε βάσει των εθνικών διατάξεων οι οποίες εκδόθηκαν για τη μεταφορά της οδηγίας 96/61.

II – Τα πραγματικά περιστατικά

21.

Ο αναιρεσείων στο πλαίσιο της κύριας δίκης εκμεταλλεύεται χοιροτροφείο στην Ιρλανδία. Αν και η κύρια δραστηριότητά του είναι η εκτροφή χοίρων, εκμεταλλεύεται επίσης την κοπριά που παράγεται από την εν λόγω εκμετάλλευση ως δευτερεύον προϊόν, και δη διά της πωλήσεώς της σε άλλους γεωργούς προκειμένου να τη χρησιμοποιήσουν ως λίπασμα.

22.

Δεδομένου ότι η χρήση της εν λόγω κοπριάς ως λιπάσματος είναι εποχική δραστηριότητα, ο αναιρεσείων πρέπει να αποθηκεύει την κοπριά εντός του χοιροτροφείου έως την παράδοσή της σε άλλους γεωργούς. Το 1999, η EPA χορήγησε στον αναιρεσείοντα άδεια προκειμένου να επεκτείνει τις εγκαταστάσεις του και να εμπορεύεται την κοπριά. Βάσει της εν λόγω αδείας, ο αναιρεσείων έχει, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση να μεριμνά ούτως ώστε οι γεωργοί που χρησιμοποιούν την κοπριά να συμμορφώνονται απολύτως προς τις οριζόμενες προϋποθέσεις.

23.

Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών υπάρχει μία που επιγράφεται «Διαχείριση αποβλήτων». Η προϋπόθεση αυτή επιβάλλει στον αναιρεσείοντα, καθό μέτρο έχει σημασία εν προκειμένω, τις ακόλουθες υποχρεώσεις:

«α)

να εντοπίζει, πριν από την πώληση λιπάσματος, όλες τις εκτάσεις που δεν βρίσκονται στην κατοχή του, στην κυριότητά του ή υπό τον έλεγχό του και στις οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το λίπασμα [...],

γ)

να εξασφαλίζει ότι ο αγοραστής του λιπάσματος δεν θα διασπείρει το λίπασμα σε εδάφη που δεν βρίσκονται στην κατοχή του, στην κυριότητά του ή υπό τον έλεγχό του [...],

στ)

να παρακολουθεί τη χρήση του λιπάσματος από τα πρόσωπα που το έχουν αγοράσει και να τα καθοδηγεί όσον αφορά τη χρήση του λιπάσματος,

ζ)

να παρακολουθεί τα επιφανειακά ύδατα στις περιοχές όπου πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το λίπασμα (δηλαδή σε περιοχές που δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αναιρεσείοντος),

η)

να παρακολουθεί τα φρεάτια που βρίσκονται στα εδάφη όπου το λίπασμα πρόκειται να χρησιμοποιηθεί (δηλαδή σε εδάφη που δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αναιρεσείοντος),

θ)

να τηρεί αρχείο καταγραφής της χρήσεως του λιπάσματος, το οποίο η EPA να δύναται ανά πάσα στιγμή να ελέγξει».

24.

Κατόπιν απορρίψεως της προσφυγής που άσκησε ο αναιρεσείων κατά της αδείας της EPA ενώπιον του High Court, αυτός προσέφυγε εν συνεχεία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ήτοι ενώπιον του Supreme Court.

25.

Κατά το Supreme Court, τα επίμαχα σημεία μεταξύ των διαδίκων της κύριας δίκης είναι τα ακόλουθα:

α)

αν η κοπριά των χοίρων: i) αποτελεί σε κάθε περίπτωση απόβλητο, ή ii) αν αποτελεί απόβλητο σε ορισμένες μόνον περιστάσεις, και iii) ποια είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων γίνεται η εκτίμηση των περιστάσεων αυτών·

β)

αν η αναιρεσίβλητη μπορεί να υποχρεώσει, με τους όρους χορηγήσεως της αδείας, τον αναιρεσείοντα να ελέγχει τις δραστηριότητες των γεωργών τους οποίους προμηθεύει με κοπριά προκειμένου να διαπιστώνεται κατά πόσον αυτή χρησιμοποιείται ως λίπασμα.

III – Το προδικαστικό ερώτημα

26.

Το προδικαστικό ερώτημα είναι διατυπωμένο ως εξής:

«Δύναται ένα κράτος μέλος, βάσει της εθνικής νομοθεσίας του και ελλείψει αυθεντικής ερμηνείας του όρου “απόβλητο” στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να υποχρεώνει έναν παραγωγό κοπριάς χοίρων να αποδεικνύει ότι δεν πρόκειται για απόβλητα ή πρέπει να διαπιστώνεται αν πρόκειται για απόβλητα με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως αυτά που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Και πιο συγκεκριμένα:

1.

Εφόσον η διαπίστωση περί του αν πρόκειται για απόβλητα πρέπει γίνεται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, όπως αυτά που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ποιος είναι ο βαθμός βεβαιότητας που απαιτείται όσον αφορά την αξιοποίηση της κοπριάς, την οποία ο κάτοχος της άδειας συγκεντρώνει και αποθηκεύει ή δύναται να αποθηκεύσει για διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών, έως τη μεταφορά της σε άλλους χρήστες;

2.

Αν η κοπριά αποτελεί απόβλητο ή χαρακτηριστεί ως απόβλητο κατ’ εφαρμογή πρόσφορων κριτηρίων, επιτρέπεται ένα κράτος μέλος να καταλογίζει στον παραγωγό της κοπριάς –ο οποίος δεν τη χρησιμοποιεί στη γη του, αλλά τη διαθέτει σε τρίτους γεωργούς, για να τη χρησιμοποιήσουν ως λίπασμα– προσωπική ευθύνη για τη συμμόρφωση των εν λόγω τρίτων με τη νομοθεσία της Ένωσης όσον αφορά τον έλεγχο των αποβλήτων και/ή των λιπασμάτων, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η εκ μέρους των τρίτων χρήση της κοπριάς ως λιπάσματος δεν συνεπάγεται κίνδυνο σοβαρής περιβαλλοντικής ρυπάνσεως;

3.

Εξαιρείται η προαναφερθείσα κοπριά από την έννοια του όρου “απόβλητα”, στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, της οδηγίας 75/442, όπως έχει τροποποιηθεί με την οδηγία 91/156, ως “καλυπτόμενη από άλλη νομοθεσία”, δηλαδή την οδηγία 91/676, σε περίπτωση που, κατά τον χρόνο χορηγήσεως της άδειας, η Ιρλανδία δεν είχε μεταφέρει στην εσωτερική νομοθεσία της την οδηγία 91/676 του Συμβουλίου, δεν υπήρχε άλλη εθνική νομοθεσία σχετικά με τη χρήση της κοπριάς ως λιπάσματος, και δεν είχε ακόμη εκδοθεί ο κανονισμός 1774/2002;»

27.

Το Supreme Court φρονεί ότι τα κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου επί της εννοίας του αποβλήτου πρέπει να εφαρμοστούν επί της κοπριάς χοίρων κατά τον χρόνο παραγωγής και αποθηκεύσεώς της, αλλά όχι κατά το μεταγενέστερο στάδιο της τυχόν επαναχρησιμοποιήσεώς της, εν προκειμένω από άλλους γεωργούς.

28.

Η άποψη ότι η κοπριά αποτελεί σε κάθε περίπτωση απόβλητο δεν συμβιβάζεται ευχερώς, κατά την κρίση του αιτούντος δικαστηρίου, με τις αρχές που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο δεν θεωρεί ικανοποιητική ούτε την άποψη ότι οι εκτιμήσεις που διατύπωσε το Δικαστήριο στις υποθέσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας ( 11 ) μπορεί να ερμηνευθούν με την ευρύτητα που προτείνει ο αναιρεσείων.

29.

Κατά το Supreme Court, εάν η κοπριά των χοίρων αποτελεί πάντα απόβλητο ή εάν πρέπει να θεωρείται απόβλητο για τους σκοπούς της επεξεργασίας ή της απορρίψεως ή της με οποιονδήποτε άλλον τρόπο διαθέσεώς της ως απόβλητο, το ζήτημα που ανακύπτει είναι εάν, στο πλαίσιο του γενικού συστήματος ελέγχου της ρυπάνσεως, τα απόβλητα που προορίζονται για χρήση στα εδάφη τρίτων, χωρίς προηγούμενη επεξεργασία, πρέπει να ελέγχονται από τον χρήστη, ήτοι τον κύριο των εν λόγω εδαφών, ή εάν ο έλεγχος αυτός πρέπει να διενεργείται από τον αρχικό παραγωγό στα εδάφη του χρήστη.

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

30.

Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρωτοκολλήθηκε στο Δικαστήριο την 1η Μαρτίου 2012.

31.

Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κυρίας δίκης, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

32.

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 27ης Φεβρουαρίου 2013 παρέστησαν οι πληρεξούσιοι των διαδίκων της κύριας δίκης και της Επιτροπής και υπέβαλαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους.

V – Επιχειρήματα

33.

Σε σχέση προς το αρχικό ερώτημα, η Επιτροπή φρονεί ότι, δεδομένου ότι το ιρλανδικό δίκαιο δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη εφαρμοστέα επί της κοπριάς, εάν αυτή δεν θεωρηθεί «απόβλητο» βάσει του νόμου του 1996, του οποίου ο ορισμός είναι πανομοιότυπος προς αυτόν της οδηγίας 75/442, είναι αναγκαίο να καθοριστεί α) εάν η κοπριά είναι «απόβλητο», β) εάν δεν πρέπει να αποκλειστεί από το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας βάσει του άρθρου της 2, και γ) εάν πρέπει να εφαρμόζονται οι επίμαχες προϋποθέσεις.

34.

Αφετέρου, ο D. Brady, η Γαλλική Κυβέρνηση και η ίδια η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι η οδηγία δεν παραπέμπει στην εθνική νομοθεσία, επιβάλλεται ο αυτοτελής και ομοιόμορφος ορισμός της εννοίας «απόβλητο». Ο ορισμός αυτός πρέπει να συνάδει προς τα κριτήρια που έχει ήδη καθιερώσει το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/98, αυτά δε τα κριτήρια πρέπει υποχρεωτικώς να εφαρμόζουν οι εθνικές αρχές. Τέλος, η EPA υποστηρίζει ότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά, αφενός, τη φύση των κριτηρίων βάσει των οποίων μια ουσία μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απόβλητο» (πεδίο στο οποίο, κατά την εκτίμησή της, οι ορολογίες που χρησιμοποιεί το παράγωγο δίκαιο δεν παρουσιάζουν, από συστηματικής απόψεως, συνοχή) και, αφετέρου, το βάρος αποδείξεως (το οποίο τα κράτη μέλη μπορούν νομίμως να ορίσουν ότι το φέρουν οι παραγωγοί κοπριάς).

35.

Όσον αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ο D. Brady υποστηρίζει ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις και βάσει της νομολογίας, η απαίτηση περί υπάρξεως βεβαιότητας πληρούται, είναι δε άνευ σημασίας το γεγονός ότι η κοπριά χρησιμοποιείται από άλλα πρόσωπα ή ότι αυτά προβαίνουν σε διασπορά της κοπριάς κατά τρόπο μη ενδεδειγμένο. Η δε Γαλλική Κυβέρνηση φρονεί ότι η κοπριά δεν πρέπει να θεωρείται «απόβλητο» εάν η χρήση της ως λιπάσματος είναι σύμφωνη προς τη νόμιμη πρακτική και εάν η αποθήκευσή της περιορίζεται στις αναγκαίες εργασίες που αφορούν την εν λόγω χρήση, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει.

36.

Η Επιτροπή αμφισβητεί την ορθότητα της νομολογίας δυνάμει της οποίας η χρήση κοπριάς πέραν των γεωργικών αναγκών δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό της ως υποπροϊόντος, διότι η εκτίμηση αυτή δεν συμβιβάζεται με την ανάγκη ερμηνείας της εννοίας «απόβλητο» υπό το φως του άρθρου 191 ΣΛΕΕ. Η προϋπόθεση της βεβαιότητας πληρούται μόνον εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι, κατά τον χρόνο της αποθηκεύσεως, η κοπριά μπορεί να διασπαρεί από τον παραγωγό στη γη του σε ποσότητες που δεν υπερβαίνουν τις πραγματικές γεωργικές ανάγκες της εκμεταλλεύσεώς τους και/ή εάν η κοπριά έχει θετική οικονομική αξία βεβαιούμενη από τον παραγωγό και εάν πρόκειται να χρησιμοποιηθεί στη γη άλλων παραγωγών βάσει συμβάσεως ή προσφοράς και σε ποσότητες που δεν υπερβαίνουν αυτές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στα εν λόγω εδάφη υπό τις ίδιες προϋποθέσεις. Η EPA υποστηρίζει ότι θα ήταν εσφαλμένο να ληφθεί ως βάση το γεγονός ότι οι αρμοδιότητές της καθορίζονται σε σχέση προς την έννοια του «αποβλήτου» της οδηγίας 75/442, προκειμένου να ματαιωθεί η επίτευξη των σκοπών της ολοκληρωμένης μειώσεως της ρυπάνσεως που επιδιώκονται στο πλαίσιο του νόμου του 1992. Κατά την ΕΡΑ, ο απαιτούμενος βαθμός βεβαιότητας είναι αυτός ο οποίος δεν καταλείπει καμία εύλογη επιφύλαξη στην αρμόδια αρχή ως προς το γεγονός ότι ο παραγωγός δεν θα απορρίψει την κοπριά και ότι αυτή θα χρησιμοποιηθεί πράγματι ως λίπασμα και υπό τις δέουσες προϋποθέσεις, πράγμα το οποίο μπορεί να βεβαιώσει μόνον ο ίδιος ο παραγωγός ο οποίος πρέπει να φέρει και το βάρος αποδείξεως, ειδάλλως δημιουργείται το τεκμήριο ότι η κοπριά αποτελεί «απόβλητο» το οποίο ενδέχεται να υποχρεωθεί να απορρίπτει βάσει της εθνικής νομοθεσίας δυνάμει ενός καθεστώτος το οποίο, στην περίπτωση της Ιρλανδίας, καθορίζεται από τον νόμο του 1992, έστω και εάν σε αυτόν χαρακτηρίζονται ως «απόβλητο» ουσίες που έχουν την ιδιότητα αυτή βάσει της οδηγίας 75/442.

37.

Ως προς το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, ο D. Brady υποστηρίζει ότι πρέπει να απαντηθεί αρνητικά, δεδομένου ότι, ακόμη και εάν χαρακτηριζόταν ως «απόβλητο», η κοπριά θα αποκλειόταν από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 75/442 δυνάμει του άρθρου της 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση iii, ως ουσία που ήδη καλύπτεται από την οδηγία 91/676. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι οι επίμαχες προϋποθέσεις δεν λαμβάνουν υπόψη τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της αναλογικότητας.

38.

Κατά την Επιτροπή, εάν η κοπριά αποτελεί «απόβλητο» και δεν αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 75/442, η χρήση της μπορεί να θεωρηθεί ως «διάθεση» ή ως «αξιοποίηση» υπό την έννοια των άρθρων 8 και 15 της εν λόγω οδηγίας, τούτο δε είναι σύμφωνο προς τη διακριτική εξουσία που έχει παραχωρήσει στα κράτη μέλη το άρθρο 288 ΣΛΕΕ να επιβάλλουν προϋποθέσεις στους χοιροτρόφους προκειμένου να διασφαλίζουν ότι η χρήση κοπριάς δεν συνεπάγεται κινδύνους για το περιβάλλον. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, εάν η κοπριά δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 75/442, τίποτα δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη, υπό το φως των άρθρων 4, παράγραφος 2, και 193 ΣΛΕΕ, να ορίσουν κανόνες προκειμένου να διασφαλιστεί η χρήση της κοπριάς κατά τρόπο ασφαλή για το περιβάλλον. Η Γαλλική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να προβλέψουν ότι, εάν η κοπριά αποτελεί «απόβλητο», ο παραγωγός της μπορεί να υποχρεωθεί να φέρει την ευθύνη για τον τρόπο που τη χρησιμοποιούν άλλοι παραγωγοί. Παρεμφερείς είναι οι απόψεις της EPA η οποία παρατηρεί ότι ουδέποτε υποστήριξε ότι ο παραγωγός πρέπει να ευθύνεται άμεσα για τις πράξεις των γεωργών που χρησιμοποιούν την κοπριά ως λίπασμα, αλλά ότι, εν πάση περιπτώσει, πρέπει, το πολύ, να ζητείται από τον κάτοχο της αδείας να ελέγχει κατά πόσον ο τρίτος προβαίνει σε ορθή χρήση της και να παύσει να τον προμηθεύει εν εναντία περιπτώσει.

39.

Τέλος, σε σχέση με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, ο D. Brady υποστηρίζει ότι πρέπει να απαντηθεί καταφατικά, δεδομένου ότι η Ιρλανδία δεν μπορεί να επικαλεστεί τη μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις της προκειμένου να μην εφαρμόσει τις ισχύουσες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, παρέχοντας έτσι σε ιδιώτη το δικαίωμα να αντιτάξει στην EPA την εξαίρεση της κοπριάς από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 75/442. Για την EPA, λόγω μη μεταφοράς της στην εσωτερική νομοθεσία, η οδηγία 91/676 δεν μπορούσε να παράξει έννομα αποτελέσματα και, εάν είχε μεταφερθεί, δεν θα κάλυπτε παρά μόνον τη χρήση της κοπριάς ως λιπάσματος, όχι όμως την επεξεργασία της από τον παραγωγό, δεδομένου ότι οι σκοποί της προλήψεως και αξιοποιήσεως των αποβλήτων υπάρχουν στην οδηγία 96/61. Η δε Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μια ουσία καλύπτεται από άλλη νομοθεσία οσάκις το κράτος μέλος δεν έχει εφαρμόσει την εν λόγω νομοθεσία και, ως εκ τούτου, δεν διασφαλίζει επίπεδο προστασίας ισοδύναμο προς αυτό που προβλέπει η οδηγία 75/442. Κατά την Επιτροπή, έστω και εάν η οδηγία 91/676 είχε μεταφερθεί, δεν θα ήταν βέβαιο ότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι διασφαλίζει αυτό το ισοδύναμο επίπεδο προστασίας, δεδομένου ότι οι ευπρόσβλητες ζώνες στις οποίες οι κανόνες της εφαρμόζονται ενδέχεται να μην καλύπτουν πλήρως το έδαφος ενός κράτους μέλους.

VI – Εκτίμηση

Α. Τα προδικαστικά ερωτήματα

40.

Το Supreme Court υποβάλλει τρία ερωτήματα των οποίων προηγείται ένα τρόπον τινά εισαγωγικό ερώτημα υπό την έννοια ότι εκθέτει σε γενικές γραμμές την προβληματική την οποία συγκεκριμενοποιούν τα ερωτήματα αυτά.

41.

Όσον αφορά αυτό το εισαγωγικό ερώτημα, φρονώ ότι επιβάλλεται μια διευκρίνιση. Στη διατύπωσή του το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από τη διαπίστωση ότι δεν υφίσταται «αυθεντική ερμηνεία του όρου “απόβλητο” στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης», πράγμα το οποίο το οδηγεί να θέσει το εξής εναλλακτικό ερώτημα: (A) εάν το κράτος μέλος μπορεί να υποχρεώσει τον παραγωγό να αποδεικνύει ότι η κοπριά δεν είναι απόβλητο, ή (B) εάν ο χαρακτηρισμός της κοπριάς ως αποβλήτου πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά κριτήρια όπως αυτά που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

42.

Πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι η αφετηρία από την οποία εκκινεί το Supreme Court δεν μπορεί να σημαίνει ότι έχει επιφυλάξεις ως προς το κατά πόσον η έννοια «απόβλητο» αποτελεί αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης. Όπως υποστηρίζει η EPA, το αιτούν δικαστήριο φαίνεται να υπαινίσσεται την, κατά την άποψή του, δυσχέρεια συμβιβασμού ορισμένων αποφάσεων του Δικαστηρίου σχετικά με το ζήτημα αυτό ( 12 ).

43.

Ως εκ τούτου, οι παρούσες προτάσεις θα επιχειρήσουν, πρώτον, να διευκρινίσουν την κοινοτική έννοια των «αποβλήτων». Προς τούτο, θα απαιτηθεί, όπως θα καταδείξω, να συνδυαστεί το κριτήριο της απαιτούμενης βεβαιότητας προς τη βούληση οικονομικής εκμεταλλεύσεως των ουσιών οι οποίες θα μπορούσαν, κατ’ αρχήν, να θεωρηθούν ως «απόβλητο», δεδομένου ότι αυτή η πιθανή εκμετάλλευση έχει καθοριστική σημασία για τον τελικό χαρακτηρισμό της επίμαχης ουσίας. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η απάντηση στο εισαγωγικό ερώτημα θα πρέπει να συνδυαστεί με την απάντηση στο πρώτο ερώτημα του Supreme Court, ήτοι αυτό που αφορά το «ποιος είναι ο βαθμός βεβαιότητας που απαιτείται όσον αφορά την αξιοποίηση της κοπριάς, την οποία ο κάτοχος της άδειας συγκεντρώνει και αποθηκεύει ή δύναται να αποθηκεύσει για διάστημα μεγαλύτερο των 12 μηνών, έως τη μεταφορά της σε άλλους χρήστες».

44.

Άπαξ απαντηθεί αυτό το πρώτο ερώτημα, θα πρέπει να εξεταστούν οι εναλλακτικές που διατυπώνει το Supreme Court οι οποίες, όπως προελέχθη, είναι, κατά την άποψή μου, παραπλανητικές. Πράγματι, το γεγονός ότι το κράτος μέλος μπορεί –ή όχι– να επιβάλει στον παραγωγό το βάρος αποδείξεως ότι η κοπριά δεν είναι «απόβλητο» δεν αποκλείει ο χαρακτηρισμός της κοπριάς ως «αποβλήτου» να πρέπει να γίνεται βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου. Αντιθέτως, όπως υποστήριξε η EPA, το ερώτημα έχει νόημα μόνον εάν θεωρηθεί ότι με αυτό ζητείται να προσδιοριστεί σε ποιον εναπόκειται να αποδείξει ότι, βάσει των κριτηρίων του Δικαστηρίου, η κοπριά είναι «απόβλητο».

45.

Κατά την Επιτροπή και την ΕΡΑ, άπαξ απαντηθεί το «εισαγωγικό ερώτημα» και το «πρώτο» ερώτημα, πρέπει εν συνεχεία να απαντηθεί το «τρίτο» από τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο. Κατά την άποψή τους, δεδομένου ότι το ερώτημα αυτό αφορά την ύπαρξη «άλλης νομοθεσίας» η οποία θα καθιστούσε ανεφάρμοστη την οδηγία 75/442, πρέπει να απαντηθεί πριν από την εξέταση του «δευτέρου» ερωτήματος το οποίο αφορά κατά πόσον είναι σύννομο ένα καθεστώς ευθύνης όπως αυτό που προβλέπει η ιρλανδική νομοθεσία σε σχέση προς τη συμμόρφωση προς το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης περί αποβλήτων και/ή λιπασμάτων.

46.

Συμμερίζομαι την προσέγγιση της Επιτροπής και της ΕΡΑ, διότι, πριν από την εξέταση του επίμαχου καθεστώτος ευθύνης, πρέπει πράγματι να προσδιοριστεί επακριβώς το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης το οποίο διείπε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, την επεξεργασία κοπριάς και του οποίου η μη τήρηση μπορούσε να στοιχειοθετήσει, ενδεχομένως, την ευθύνη του παραγωγού βάσει των προϋποθέσεων που τάσσει η ιρλανδική νομοθεσία.

Β. Το εισαγωγικό ερώτημα και το πρώτο ερώτημα

47.

Αντικείμενο της κύριας δίκης στο πλαίσιο της οποίας υποβλήθηκε η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν για την έκδοση αδείας πωλήσεως κοπριάς ως λιπάσματος την οποία χορήγησε η ΕΡΑ στις 22 Οκτωβρίου 1999.

48.

Κατά την ανωτέρω ημερομηνία, η Ιρλανδία είχε ήδη μεταφέρει την οδηγία 75/442 με τον νόμο του 1996, του οποίου το άρθρο 4 ορίζει την έννοια του «αποβλήτου» κατά τρόπο παρεμφερή προς αυτόν της οδηγίας. Εντεύθεν συνάγεται ότι η απάντηση του Δικαστηρίου θα είναι χρήσιμη για το Supreme Court μόνον εάν περιορίζεται σε αυτό το κανονιστικό πλαίσιο και, ως εκ τούτου, εάν απαντά στα ερωτήματα αυτά υπό το φως της οδηγίας 75/442, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει μετά την οδηγία 91/156.

49.

Κατά συνέπεια, δεν πρέπει εν προκειμένω να ληφθούν υπόψη κανόνες δικαίου μεταγενέστερες από την ημερομηνία αναφοράς. Ειδικότερα, εάν πρόκειται για κανόνες δικαίου οι οποίοι, όπως η οδηγία 2008/98 ( 13 ), τροποποίησαν ή συμπλήρωσαν κατά τρόπο ουσιαστικό το περιεχόμενο της οδηγίας 75/442. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι οποιαδήποτε αναφορά στις μεταγενέστερες ρυθμίσεις στερείται σημασίας, δεδομένου ότι το περιεχόμενό τους στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στη βούληση του νομοθέτη να τυποποιήσει ορισμένα κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου επί της οδηγίας 75/442. Τούτο ισχύει, π.χ., όσον αφορά το άρθρο 5 της προαναφερθείσας οδηγίας 2008/98, το οποίο, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου μια ουσία ή ένα αντικείμενο να μπορούν να χαρακτηριστούν ως «υποπροϊόν» και όχι ως «απόβλητο», χρησιμοποιεί τα κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου επί του ορισμού της εννοίας «απόβλητο» στο πλαίσιο της οδηγίας 75/442. Συνεπώς, πρόκειται, εν πάση περιπτώσει, για προϋποθέσεις που είναι απολύτως εφαρμοστέες προκειμένου να καθοριστεί εάν, βάσει του δικαίου της Ένωσης που ίσχυε στην Ιρλανδία το 1999, η παραχθείσα στην εκμετάλλευση του D. Brady κοπριά έπρεπε ή όχι να χαρακτηριστεί ως «απόβλητο» εν συναρτήσει προς τη βούληση του D. Brady να την εμπορευθεί και, με τον τρόπο αυτόν, να τη μετατρέψει σε «υποπροϊόν».

50.

Προκειμένου να καθοριστεί εάν η κοπριά αποτελεί «απόβλητο» κατά την έννοια της οδηγίας 75/442, πρέπει κατ’ αρχάς να επισημάνω ότι δεν συμμερίζομαι την εκτίμηση του Supreme Court ως προς την «έλλειψη αυθεντικής ερμηνείας του όρου “απόβλητο” στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Ούτε φρονώ ότι η επί του θέματος νομολογία του Δικαστηρίου είναι αντιφατική ή, υπό μια έννοια, ασυστηματοποίητη. Αντιθέτως, το πρόβλημα είναι ότι η έννοια «απόβλητο» της οδηγίας 75/442 είναι καθ’ εαυτήν ανοικτή ή, με άλλη διατύπωση, «λειτουργική» ή «δυνητική», στον βαθμό που δομείται κατ’ ουσίαν επί του κριτηρίου του σκοπού που πρόκειται να εξυπηρετήσουν τα αντικείμενα, οι ουσίες ή τα προϊόντα τα οποία, λόγω του ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν, εγκυμονούν κινδύνους ή είναι απαγορευμένα, πρέπει κατ’ αρχήν να απορρίπτονται, τούτο δε υπό συνθήκες που δεν επιβαρύνουν το περιβάλλον.

51.

Ως εκ τούτου, η έννοια του «αποβλήτου» έχει μια διάσταση αντικειμενική, μη προβληματική, που συγκεκριμενοποιείται βάσει του καταλόγου προϊόντων, αντικειμένων και ουσιών που παρατίθενται στο Παράρτημα Ι της οδηγίας 75/442 ως «κατηγορίες αποβλήτων», και μια διάσταση η οποία, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να χαρακτηριστεί ως «προθετική», που προκύπτει από τη βούληση να χρησιμοποιηθούν αυτά τα προϊόντα, αντικείμενα και ουσίες διά της εισαγωγής τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στις εμπορικές συναλλαγές και, ως εκ τούτου, εξαιρώντας τα από την υποχρέωση απορρίψεώς τους όπως θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να γίνει εν εναντία περιπτώσει.

52.

Η αντικειμενική διάσταση της εννοίας αυτής αρκεί αφ’ εαυτής προκειμένου να χαρακτηριστεί ως «απόβλητο» οποιοδήποτε αντικείμενο, ουσία ή προϊόν που περιλαμβάνεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 75/442. Ωστόσο, η «πρόθεση» –όπως επιβεβαιώνεται από αρκετά πραγματικά περιστατικά και νομικά δεδομένα– να χρησιμοποιηθούν στο εμπόριο συνεπάγεται ότι αποβάλλουν τον χαρακτηρισμό των «αποβλήτων». Αυτή η «προθετική» διάσταση της εννοίας είναι, εν τελευταία αναλύσει, καθοριστική προκειμένου να είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός τους ως «υποπροϊόντων». Με άλλα λόγια, η λειτουργικότητα της κοπριάς –που είναι αντικειμενικώς ένα «απόβλητο»– μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να αποτελέσει, από λειτουργικής και νομικής απόψεως, «υποπροϊόν» το οποίο, λόγω της ιδιότητάς του αυτής, δεν διέπεται από την οδηγία 75/442.

53.

Ο περιπτωσιολογικός χαρακτήρας των επί του θέματος αποφάσεων του Δικαστηρίου εξηγεί τις διαφορές που παρατηρούνται στις προπαρατεθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Ισπανίας, αφενός, και Επιτροπή κατά Ιταλίας, αφετέρου. Σε όλες αυτές τις αποφάσεις, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η έννοια του «αποβλήτου» εξαρτάται από το εννοιολογικό περιεχόμενο του όρου «απορρίπτει» ( 14 ) και από την ύπαρξη προθέσεως εκμεταλλεύσεως ή εμπορίας ενός αγαθού, ενός υλικού ή μιας πρώτης ύλης που θα μπορούσαν κατ’ αρχήν να χαρακτηριστούν ως «απόβλητα» ( 15 ). Το Δικαστήριο καταλήγει και σε αυτές στην εκτίμηση ότι αυτή η πρόθεση πρέπει να προκύπτει με βεβαιότητα ( 16 ). Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι η εφαρμογή των κριτηρίων αυτών σε κάθε μία από τις εξεταζόμενες υποθέσεις κατέληξε σε διαφορετικές αποφάσεις του Δικαστηρίου ως προς την αποδεικνυόμενη βεβαιότητα.

54.

Ο λόγος της διαφοροποιήσεως αυτής έγκειται σαφώς στο γεγονός ότι οι αποφάσεις αυτές είχαν πολύ διαφορετικά αντικείμενα. Πράγματι, στην υπόθεση Επιτροπή κατά Ισπανίας, το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί του ζητήματος της κοπριάς που παράγεται από μια συγκεκριμένη γεωργική εκμετάλλευση, ενώ αντικείμενο της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας ήταν η εξέταση εθνικής ρυθμίσεως για το περιβάλλον.

55.

Το Δικαστήριο έκρινε με την πρώτη απόφασή του ότι «από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει […] ότι η υγρή κόπρος […] χρησιμοποιείται ως γεωργικό λίπασμα και διασπείρεται προς τον σκοπό αυτό σε σαφώς προσδιοριζόμενες εκτάσεις [και] [α]ποθηκεύεται σε τάφρο εν αναμονή της διασποράς» ( 17 ), «[δ]εδομένου [δε] ότι ο διευθύνων την εκμετάλλευση δεν επιδιώκει την απόρριψη, η υγρή αυτή κόπρος δεν συνιστά απόβλητο κατά την έννοια της οδηγίας 75/442» ( 18 ). Πρόκειται σαφώς για μια εκτίμηση που αφορά μια συγκεκριμένη πραγματικότητα, η οποία αποδείχθηκε στο πλαίσιο της εν λόγω υποθέσεως, και επί της οποίας το Δικαστήριο είχε τη δυνατότητα να εφαρμόσει ευθέως τα κριτήρια που απορρέουν από τη νομολογία του σε σχέση με τις αναγκαίες προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν ώστε η κοπριά να μπορεί να θεωρηθεί ως υποπροϊόν και όχι ως απόβλητο.

56.

Αντιθέτως, η απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας πρέπει να θεωρηθεί ως μια αφηρημένη απόφαση σχετικά με κανόνες δικαίου γενικής ισχύος σε σχέση με τους οποίους το Δικαστήριο έκρινε ότι συνιστούσαν ένα απαράδεκτο τεκμήριο δυνάμει του οποίου, σε ορισμένες καταστάσεις, τα χώματα και οι πέτρες που προέρχονται από εκσκαφές δεν αποτελούν απόβλητο, αλλά, λόγω της ενδεχόμενης οικονομικής εκμεταλλεύσεώς τους, υποπροϊόν.

57.

Φρονώ ότι δεν υπάρχει καμία αντίφαση μεταξύ των αποφάσεων αυτών. Σε αμφότερες τις αποφάσεις, το Δικαστήριο ακολούθησε τη νομολογία του επί της απαιτούμενης βεβαιότητας όσον αφορά την πρόθεση οικονομικής εκμεταλλεύσεως, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, υλικών των οποίων, εν εναντία περιπτώσει, ο κάτοχός τους θα μπορούσε ή θα ήταν υποχρεωμένος να απορρίψει· μια πρόθεση η οποία, άπαξ αποδειχθεί, καθιστά τα εν λόγω υλικά υποπροϊόντα. Η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι, στην απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας, ήταν δυνατό να αποδειχθεί ότι, στη συγκεκριμένη υπόθεση, δεν υπήρχε πρόθεση «απορρίψεως» της κοπριάς, αλλά χρήσεώς της ως λιπάσματος, ενώ στην απόφαση Επιτροπή κατά Ιταλίας διαπιστώθηκε ότι η επίμαχη εθνική ρύθμιση προέβλεπε ένα γενικό τεκμήριο το οποίο εμπόδιζε, ακριβώς, να αποδειχθεί in concreto η πραγματική πρόθεση εμπορίας ως υποπροϊόντων υλικών τα οποία, κατ’ αρχήν, θα έπρεπε να θεωρηθούν ως απόβλητα.

58.

Υπό τις συνθήκες αυτές, αφού ήρθησαν οι τυχόν επιφυλάξεις ως προς την ενότητα και τη συνοχή της επί του θέματος νομολογίας του Δικαστηρίου, πρέπει να εφαρμοστεί η εν λόγω νομολογία επί της υπό κρίση υποθέσεως.

59.

Εν προκειμένω, μπορούν να μη ληφθούν υπόψη οι δυσχέρειες που είναι συμφυείς προς το ζήτημα του καθορισμού εάν η κοπριά «είναι» ή όχι, κατά αντικειμενική θεώρηση, απόβλητο, δεδομένου ότι είναι προφανές ότι είναι απόβλητο. Πράγματι, το άρθρο 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 75/442 ορίζει το απόβλητο ως «κάθε ουσία ή αντικείμενο που εμπίπτει στις κατηγορίες του παραρτήματος I και το οποίο ο κάτοχός του απορρίπτει ή προτίθεται ή υποχρεούται να απορρίψει». Εντούτοις, όσον αφορά ειδικώς την κοπριά, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί εάν περιλαμβάνεται στο εν λόγω παράρτημα, δεδομένου ότι η οδηγία 75/442 τη χαρακτηρίζει ρητώς ως «απόβλητο», αφού, βάσει του άρθρου της 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, «εφόσον καλύπτονται ήδη από άλλη νομοθεσία», «iii) […] τα ακόλουθα γεωργικά απόβλητα: περιττώματα […]». Είναι προφανές ότι, εάν ο νομοθέτης έκρινε αναγκαίο να αποκλείσει ρητώς τα περιττώματα από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 75/442, είναι διότι, εάν δεν το έκανε, τότε, και λόγω του περιεχομένου και της συστηματικής διαρθρώσεως της εν λόγω οδηγίας, θα ήταν αναπόφευκτη η υπαγωγή τους στο πεδίο εφαρμογής της ως ουσίας που αποτελεί αφ’ εαυτής «απόβλητο».

60.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, ορισμένες παράμετροι του «εισαγωγικού» ερωτήματος του Supreme Court χάνουν τη σημασία τους, δεδομένου ότι δεν συντρέχει λόγος να εξεταστεί εάν η κοπριά «αποτελεί απόβλητο με βάση αντικειμενικά κριτήρια, όπως αυτά που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης» (εισαγωγικό ερώτημα). Η κοπριά είναι, κατά αντικειμενική θεώρηση, απόβλητο, διότι το ορίζει η ίδια η οδηγία 75/442.

61.

Ως εκ τούτου, το ερώτημα δεν είναι να διαπιστωθεί εάν η κοπριά είναι «απόβλητο», αλλά εάν, με ποιον τρόπο και υπό ποιες προϋποθέσεις η κοπριά μπορεί, από λειτουργικής απόψεως, να παύσει να είναι απόβλητο. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα είναι να διαπιστωθεί εάν η κοπριά μπορεί να αποτελέσει, από λειτουργικής απόψεως, «υποπροϊόν».

62.

Προς τούτο, είναι αναγκαίο, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου, να αποδειχθεί ότι ο κάτοχος «προτίθεται να την εκμεταλλευθεί ή να την εμπορευθεί [την κοπριά] –ενδεχομένως και για τις ανάγκες επιχειρηματιών διαφορετικών από αυτόν που το παρήγαγε–, υπό ευνοϊκές για αυτόν συνθήκες, στο πλαίσιο μιας μεταγενέστερης διαδικασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η επαναχρησιμοποίηση αυτή είναι βεβαία, δεν απαιτεί προηγούμενη επεξεργασία και εντάσσεται στη συνέχεια της διαδικασίας παραγωγής ή της επαναχρησιμοποιήσεως» ( 19 ).

63.

Εάν το καθοριστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό μιας ουσίας ως «απόβλητου» είναι, όπως προελέχθη, η πρόθεση ή η ανάγκη «να απορριφθεί», το βασικό κριτήριο κατ’ εφαρμογήν του οποίου ένα «απόβλητο» καθίσταται «υποπροϊόν» είναι η πρόθεση «επαναχρησιμοποιήσεώς» του μέσω εκμεταλλεύσεως ή εμπορίας του.

64.

Αυτή η κρίσιμη εν προκειμένω πρόθεση πρέπει να αφορά, όπως είναι ευνόητο, μια ορθή και ενδεδειγμένη χρήση, ήτοι να συμμορφώνεται προς τις προϋποθέσεις που καθορίζει η νομοθεσία που είναι σε κάθε περίπτωση εφαρμοστέα επί της εκμεταλλεύσεως των αγαθών που μπορούν να αποτελέσουν το αντικείμενο εμπορίας. Πρέπει, μεταξύ άλλων, να πρόκειται για βέβαιη χρήση, όπως επισημαίνει η προπαρατεθείσα σκέψη της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιταλίας.

65.

Αυτός ακριβώς είναι ο πυρήνας αυτού του πρώτου ερωτήματος: προκειμένου ένα απόβλητο να μπορεί να θεωρηθεί υποπροϊόν, ποιος πρέπει να αποδείξει, και με ποιον βαθμό βεβαιότητας, την πρόθεση επαναχρησιμοποιήσεώς του;

66.

Φρονώ ότι η πρόθεση πρέπει να αποδεικνύεται από τον κάτοχο του αποβλήτου· και πρέπει να αποδεικνύεται με επαρκή βεβαιότητα ούτως ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε εύλογη επιφύλαξη ως προς τη δυνατότητα ενδεχομένης ακατάλληλης ή παράνομης επεξεργασίας του αποβλήτου.

67.

Ως προς το πρώτο ζήτημα, φρονώ ότι είναι σαφές ότι μόνον ο κάτοχος του αποβλήτου μπορεί να αποδείξει ότι έχει την πρόθεση επαναχρησιμοποιήσεώς του. Ο λόγος είναι προφανής: πρόκειται να αποδείξει μια πρόθεση που δεν μπορεί παρά να είναι η δική του. Πάντως, η απόδειξη της βουλήσεως αυτής δεν μπορεί να στηρίζεται σε μια απλή εκτίμηση προθέσεων. Ο κάτοχος της κοπριάς θα έχει αποδείξει ότι η πρόθεσή του δεν ήταν να απορρίψει ένα απόβλητο, αλλά να εμπορευθεί ένα υποπροϊόν, εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτεί το κράτος για τη χρησιμοποίηση της κοπριάς ως λιπάσματος.

68.

Συνεπώς, εναπόκειται στο κράτος μέλος να καθορίσει τις προϋποθέσεις ενδεδειγμένης χρήσεως του αποβλήτου ως υποπροϊόντος. Αφετέρου, σε αυτό εναπόκειται επίσης να επιλέξει τα αναγκαία αποδεικτικά μέσα προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να μπορεί να αποδείξει την πρόθεσή του. Υπό την έννοια αυτή είναι απολύτως εφαρμοστέα η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την απόδειξη της βουλήσεως απορρίψεως ενός αποβλήτου. Και τούτο διότι, μολονότι «η οδηγία [74/442] δεν προτείνει κανένα κριτήριο για την ανίχνευση της βουλήσεως του κατόχου να απορρίψει μια συγκεκριμένη ουσία ή ένα αντικείμενο» ( 20 ), εντούτοις δεν το πράττει ούτε για την περίπτωση που ο κάτοχος έχει την πρόθεση να επαναχρησιμοποιήσει ένα απόβλητο και, ως εκ τούτου, στην τελευταία αυτή περίπτωση, είναι επίσης αναγκαίο να γίνει δεκτό ότι «τα κράτη μέλη, ελλείψει κοινοτικών διατάξεων, είναι ελεύθερα να επιλέξουν τις μεθόδους αποδείξεως των διαφόρων στοιχείων που ορίζουν οι οδηγίες τις οποίες μεταφέρουν στο εσωτερικό δίκαιο, εφόσον αυτό δεν θίγει την πρακτική αποτελεσματικότητα του κοινοτικού δικαίου» ( 21 ). Πρόκειται εξάλλου για τη λύση που επελέγη από το άρθρο 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/98 για την περίπτωση που δεν υπάρχει καθορισμένο κριτήριο σε κοινοτικό επίπεδο προκειμένου να καθοριστεί εάν ένα απόβλητο έχει παύσει να έχει την ιδιότητα αυτή ( 22 ).

69.

Ως προς τον απαιτούμενο βαθμό βεβαιότητας όσον αφορά την πρόθεση, φρονώ ότι, όπως προελέχθη, ο σκοπός πρέπει να είναι η άρση οποιασδήποτε εύλογης επιφυλάξεως ως προς τη δυνατότητα, συνεπεία μη ενδεδειγμένης επεξεργασίας, να καταλήξει η ουσία που επιδιώκεται να αποτελέσει αντικείμενο εκμεταλλεύσεως ως υποπροϊόν να τύχει επεξεργασίας σαν να επρόκειτο για απόβλητο το οποίο ο κάτοχός του το απορρίπτει κατά τρόπο ακατάλληλο.

70.

Η απόδειξη της βεβαιότητας της προθέσεως απαιτεί κατ’ ανάγκην να διασφαλιστεί ότι ο κάτοχος του αποβλήτου συμμορφώνεται απολύτως στις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χρησιμοποίησή του ως υποπροϊόντος. Με άλλα λόγια, η πρόθεση του κατόχου να εκμεταλλευθεί εμπορικώς ένα απόβλητο καταδεικνύεται επαρκώς, εάν ο εν λόγω κάτοχος αποδείξει ότι είναι σε θέση να προβεί σε μια τέτοια χρήση σύμφωνα με το σχετικό ρυθμιστικό πλαίσιο.

71.

Οι προϋποθέσεις αυτές πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως ώστε, άπαξ διασφαλιστεί η τήρησή τους, να αίρεται οποιαδήποτε εύλογη επιφύλαξη ως προς την ικανότητα του κατόχου να επεξεργαστεί το απόβλητο με την απαιτούμενη ασφάλεια ενόσω δεν πραγματοποιείται η σκοπούμενη εμπορική χρήση (ήτοι ενόσω το απόβλητο παραμένει απόβλητο), καθώς και ως προς την τήρηση των υποχρεώσεων που αφορούν τη χρήση αυτή.

72.

Συγκεκριμένα, οι εν λόγω προϋποθέσεις δεν μπορούν να είναι άλλες από αυτές οι οποίες, σχηματοποιώντας την επί του θέματος νομολογία του Δικαστηρίου, συγκεκριμενοποιήθηκαν εν συνεχεία, όπως προελέχθη, με το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/98, ήτοι: να «είναι βέβαιη η περαιτέρω χρήση της ουσίας ή του αντικειμένου, […] [να] είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν απ’ ευθείας χωρίς άλλη επεξεργασία πέραν της συνήθους βιομηχανικής πρακτικής, […] [να] παράγεται ως αναπόσπαστο μέρος μιας παραγωγικής διαδικασίας, και η περαιτέρω χρήση [να] είναι σύννομη, δηλαδή [να] […] πληροί όλες τις σχετικές απαιτήσεις περί προϊόντων και προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας για τη συγκεκριμένη χρήση και [μην] πρόκειται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον ή την ανθρώπινη υγεία».

73.

Εν είδει πρώτου ενδιάμεσου συμπεράσματος, φρονώ ότι εναπόκειται στον παραγωγό της κοπριάς, ο οποίος ζητεί να παύσει η εν λόγω κοπριά να είναι απόβλητο, κατά την έννοια της οδηγίας, να αποδείξει την «πρόθεση» του να την εμπορευθεί ως λίπασμα, και τούτο με επαρκή βεβαιότητα προκειμένου να αρθεί οποιαδήποτε εύλογη επιφύλαξη ως προς τον κίνδυνο μη ενδεδειγμένης χρήσεώς της. Αυτή η «πρόθεση» θα αποδεικνύεται μεταξύ άλλων με την απαιτούμενη βεβαιότητα διά της τηρήσεως των προϋποθέσεων που ορίζει το κανονιστικό πλαίσιο περί της εκμεταλλεύσεως κοπριάς ως λιπάσματος, εναπόκειται δε στο εθνικό δικαστήριο να καθορίσει εάν οι προϋποθέσεις αυτές είναι επαρκείς προκειμένου να διασφαλιστεί, πέραν οποιασδήποτε εύλογης επιφυλάξεως, ότι η χρήση είναι πράγματι αυτή του λιπάσματος, υπό την έννοια ότι δεν ισοδυναμεί με πράξη απορρίψεως ενός αποβλήτου.

74.

Με αφετηρία τα ανωτέρω, έρχομαι στην εξέταση του δεύτερου ερωτήματος του Supreme Court, ήτοι αυτού που αφορά το πρόβλημα των ειδικών προϋποθέσεων που επιβάλλονται και, ειδικότερα, της ευθύνης για τη μη τήρηση του κανονιστικού πλαισίου περί επεξεργασίας και ελέγχου των αποβλήτων, ήτοι του κανονιστικού πλαισίου από την τήρηση του οποίου εξαρτάται, εν τελευταία αναλύσει, κατά πόσον η κοπριά παύει να αποτελεί απόβλητο προκειμένου να καταστεί υποπροϊόν.

75.

Εντούτοις, όπως επισήμανα στο σημείο 46, πρέπει κατ’ αρχάς να διευκρινιστεί ποιο είναι ακριβώς το κανονιστικό πλαίσιο του οποίου η μη τήρηση συνεπάγεται τη στοιχειοθέτηση ευθύνης, πράγμα που αποτελεί το εριζόμενο ζήτημα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου.

Γ. Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα

76.

Φρονώ ότι το τρίτο ερώτημα δεν παρουσιάζει μεγάλη δυσκολία.

77.

Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 75/442, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας, μεταξύ άλλων ουσιών και υλικών, τα περιττώματα «εφόσον καλύπτονται ήδη από άλλη νομοθεσία».

78.

Ως εκ τούτου, το ζήτημα είναι να καθοριστεί εάν, εν προκειμένω, υφίσταται «άλλη νομοθεσία». Το κοινοτικό κανονιστικό πλαίσιο που θα μπορούσε ενδεχομένως να επιτελέσει τη λειτουργία αυτή, ήτοι η οδηγία 91/676 περί νιτρικών ιόντων, που προβλέπει ένα ειδικό καθεστώς επεξεργασίας των αποβλήτων, δεν είχε ακόμη μεταφερθεί στην Ιρλανδία το 1999, ο δε κανονισμός 1774/2002 για τον καθορισμό υγειονομικών κανόνων σχετικά με τα ζωικά υποπροϊόντα δεν είχε ακόμη εκδοθεί. Εξάλλου, όπως επισημαίνει το Supreme Court, δεν υφίστατο εθνικό κανονιστικό πλαίσιο δυνάμενο να θεωρηθεί ως αυτή η «άλλη νομοθεσία».

79.

Κατά συνέπεια, η διαφορά της κύριας δίκης πρέπει να επιλυθεί διά της εφαρμογής της οδηγίας 75/442.

80.

Είναι αληθές, όπως υποστήριξε ο D. Brady, ότι το γεγονός ότι η Ιρλανδία δεν μετέφερε στην εσωτερική νομοθεσία της την οδηγία 91/676 δεν μπορεί να παράσχει τη δυνατότητα σε αυτό το κράτος μέλος να επικαλεστεί τη μη τήρηση της υποχρεώσεως περί μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή της υπέρ των ιδιωτών. Τούτου δοθέντος, είναι επίσης αληθές ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 75/442 αφορά υλικά τα οποία «καλύπτονται ήδη από άλλη νομοθεσία», αυτή δε η «κάλυψη» πρέπει να είναι ισοδύναμη προς αυτήν της οδηγίας, τόσο ως προς την έκταση και το περιεχόμενό της όσο και ως προς το διασφαλιζόμενο επίπεδο προστασίας. Φρονώ ότι η οδηγία 91/676 δεν παρουσιάζει την απαιτούμενη ισοδυναμία προς την οδηγία 75/442 ως προς την έκταση του πεδίου εφαρμογής της, διότι, όπως παρατήρησε η Επιτροπή, ενώ η οδηγία 75/442 εφαρμόζεται στο σύνολο του εδάφους των κρατών μελών, η οδηγία 91/676 περιορίζεται σε ορισμένες «ευπρόσβλητες ζώνες» στις οποίες υπάρχουν ή από τις οποίες απορρέουν ορισμένα ύδατα. Τούτο ισχύει υπό την επιφύλαξη των όσων θα εκθέσω εν συνεχεία στο πλαίσιο της απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα του Supreme Court.

81.

Ως εκ τούτου, και εν είδει ενδιάμεσου συμπεράσματος, φρονώ ότι, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, η κοπριά δεν βρίσκεται εξ αρχής, όπως υποστηρίζει ο αναιρεσείων της κύριας δίκης, εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 75/442, διότι δεν υφίσταται άλλη νομοθεσία η οποία να είναι εφαρμοστέα επ’ αυτής.

Δ. Το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα

82.

Το αιτούν δικαστήριο ερωτά εάν τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι ο παραγωγός της κοπριάς φέρει την ευθύνη για τον τρόπο χρήσεώς της από τους τρίτους στους οποίους έχει δώσει την εν λόγω κοπριά προκειμένου να χρησιμοποιηθεί ως λίπασμα. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για το βασικό ερώτημα στην παρούσα υπόθεση και, κατά μείζονα λόγο, στην υπόθεση που αποτελεί το αντικείμενο της κύριας δίκης.

83.

Δεδομένου ότι οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το γεγονός ότι τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίσουν τα συστήματα που διασφαλίζουν την ορθή περιβαλλοντική επεξεργασία της κοπριάς, το πρόβλημα που τίθεται είναι εάν μπορούν να το πράξουν υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο ιρλανδικός νόμος. Η EPA επιχειρεί να απαμβλύνει τη διατύπωση αυτή υποστηρίζοντας ότι σκοπός του εν λόγω νόμου δεν είναι τόσο να καταστήσει υπεύθυνο τον παραγωγό για τη συμπεριφορά τρίτων όσο να τον υποχρεώσει να μεριμνά για την ορθή χρήση της κοπριάς και να παύσει να προμηθεύει αυτούς που τη χρησιμοποιούν κατά τρόπο ακατάλληλο.

84.

Εάν νοηθεί ως υποχρέωση να παύσει να προμηθεύει κοπριά ως λίπασμα σε αυτούς που δεν πληρούν τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για την τήρηση των οποίων υποχρεούται να μεριμνά ο παραγωγός, η ευθύνη του αφορά τη δική του συμπεριφορά και, ως εκ τούτου, αίρονται οι αντιρρήσεις που μπορεί να προκαλέσει η ύπαρξη αντικειμενικής ευθύνης για τη συμπεριφορά τρίτων.

85.

Θα πρέπει να παραθέσω εκ νέου, για λόγους σαφήνειας, τις απαιτήσεις της EPA που αποτελούν το αντικείμενο της κύριας δίκης:

«α)

να εντοπίζει, πριν την πώληση λιπάσματος, όλες τις εκτάσεις που δεν βρίσκονται στην κατοχή του, στην κυριότητά του ή υπό τον έλεγχό του και στις οποίες πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το λίπασμα [...],

γ)

να εξασφαλίζει ότι ο αγοραστής του λιπάσματος δεν θα διασπείρει το λίπασμα σε εδάφη που δεν βρίσκονται στην κατοχή του, στην κυριότητά του ή υπό τον έλεγχό του [...],

στ)

να παρακολουθεί τη χρήση του λιπάσματος από τα πρόσωπα που το έχουν αγοράσει και να τα καθοδηγεί όσον αφορά τη χρήση του λιπάσματος,

ζ)

να παρακολουθεί τα επιφανειακά ύδατα στις περιοχές όπου πρόκειται να χρησιμοποιηθεί το λίπασμα (δηλαδή σε περιοχές που δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αναιρεσείοντος),

η)

να παρακολουθεί τα φρεάτια που βρίσκονται στα εδάφη όπου το λίπασμα πρόκειται να χρησιμοποιηθεί (δηλαδή σε εδάφη που δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχο του αναιρεσείοντος),

θ)

να τηρεί αρχείο καταγραφής της χρήσεως του λιπάσματος, το οποίο η EPA δύναται ανά πάσα στιγμή να ελέγξει».

86.

Φρονώ ότι οι προϋποθέσεις αυτές βαίνουν πέραν της υποχρεώσεως μη πωλήσεως κοπριάς σε πρόσωπο το οποίο δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη χρήση της ως λιπάσματος. Ορισμένες από τις προϋποθέσεις αυτές –στοιχεία γʹ και στʹ– επιβάλλουν στον παραγωγό την υποχρέωση να ελέγχει τη συμπεριφορά ενός τρίτου, ενώ άλλες προϋποθέσεις –στοιχεία ζʹ και ηʹ– απαιτούν από τον παραγωγό να ελέγχει ορισμένα υλικά στοιχεία του περιβάλλοντος διασποράς της κοπριάς, πράγμα που ουδόλως συνιστά εύλογη απαίτηση.

87.

Φρονώ ότι μπορεί βεβαίως να απαιτηθεί από τον παραγωγό της κοπριάς να την πωλεί μόνο σε όσους πληρούν ορισμένες αναγκαίες αντικειμενικές προϋποθέσεις που να διασφαλίζουν την ενδεδειγμένη χρήση της, πλην όμως μόνον εάν η τήρηση των προϋποθέσεων αυτών, όσο αυστηρές και αν είναι, μπορεί να αποδεικνύεται από τον πιθανό αγοραστή χάρη στη δεόντως εκδοθείσα για τον σκοπό αυτό άδεια από την αρμόδια αρχή. Ειδάλλως, η απαίτηση προς τον παραγωγό να ελέγχει δεδομένα και συμπεριφορές που κείνται εκτός των δυνατοτήτων του καταλήγει να καθιστά αδύνατη την εμπορία κοπριάς ως λιπάσματος ή, ενδεχομένως, να την επιτρέπει μόνον υπό την ευθύνη (είναι αδιάφορο αν πρόκειται για αστική, διοικητική ή ποινική) του πωλητή για τη μελλοντική συμπεριφορά ενός τρίτου.

88.

Η πρώτη εναλλακτική δεν θα ήταν απολύτως στο πνεύμα της ίδιας της οδηγίας 75/442. Πράγματι, από την ερμηνεία της από το Δικαστήριο συνάγεται ότι, αντί να επιδιώκει την απόλυτη απαγόρευση του εμπορίου κοπριάς, η οδηγία αυτή σκοπεί να οργανώσει το εμπόριο αυτό κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος (πάντοτε κατά τρόπο εύλογο και αναλογικό). Η δεύτερη εναλλακτική θα κατέληγε, με μεγαλύτερη βεβαιότητα, στην παραβίαση θεμελιωδών αρχών της Ένωσης και στην προσβολή ορισμένων δικαιωμάτων που κατοχυρώνει η Ένωση.

89.

Μεταξύ των αρχών αυτών, περιλαμβάνεται η αρχή της ασφάλειας δικαίου και της απαγορεύσεως των αυθαιρεσιών από τις δημόσιες αρχές, οι οποίες αποτελούν εγγενείς αρχές του κράτους δικαίου στον σεβασμό του οποίου στηρίζεται η Ένωση (άρθρο 2 ΣΕE), δεδομένου ότι, εν τελευταία αναλύσει, η χορήγηση της αναγκαίας αδείας για την εμπορία ενός προϊόντος υπόκειται σε προϋποθέσεις οι οποίες, λόγω του υπέρμετρα αυστηρού χαρακτήρα τους, καταλήγουν να ισοδυναμούν με απαγόρευση, οπότε δεν διαθέτουν την ελάχιστη απαιτούμενη σαφήνεια προκειμένου να καθοριστεί το εύρος των όσων απαγορεύονται έναντι των όσων ρυθμίζονται.

90.

Μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών περιλαμβάνονται, πρώτον, όλα τα δικαιώματα από τα οποία πηγάζουν οι αρχές της νομιμότητας και της αναλογικότητας των εγκλημάτων που αναγνωρίζονται στο άρθρο 49 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι στη βάση όλων αυτών των δικαιωμάτων υπάρχει το δικαίωμα της ευθύνης μόνον για τις ίδιες πράξεις ή τις πράξεις των προσώπων για τα οποία κάποιος υπέχει εκ του νόμου ευθύνη, πράγμα το οποίο αποκλείει, όπως στην υπό κρίση υπόθεση, τη δυνατότητα επιβολής προϋποθέσεων των οποίων η πραγματοποίηση δεν είναι εφικτή παρά μόνον υπό τον κίνδυνο να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη για τη συμπεριφορά ενός τρίτου προς τον οποίον δεν υφίσταται παρά μόνο μια εμπορικής φύσεως σχέση. Βεβαίως, η νομολογία δέχεται τη δυνατότητα της ευθύνης για τις πράξεις τρίτου οσάκις πρόκειται για εργοδότη και οι παραβάσεις έχουν διαπραχθεί από υπαλλήλους του ή προστιθέντες ( 23 ), ωστόσο, εν προκειμένω, ελλείπει ακριβώς η σχέση εξαρτήσεως στην οποία στηρίζεται η εν λόγω νομολογία, δεδομένου ότι μεταξύ του παραγωγού κοπριάς και του αγοραστή της για τη χρήση της ως λιπάσματος δεν υφίσταται παρά μόνον η σχέση που δημιουργεί η αγοραπωλησία.

91.

Περαιτέρω, μεταξύ των δικαιωμάτων αυτών περιλαμβάνεται το ίδιο το δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δεδομένου ότι το ιρλανδικό κανονιστικό πλαίσιο καθορίζει τις προϋποθέσεις για την εμπορία της κοπριάς που θέτουν τον παραγωγό έναντι ενός απαράδεκτου διλήμματος: είτε να απορρίψει την κοπριά, αναλαμβάνοντας την οικονομική δαπάνη που τούτο συνεπάγεται είτε να την εμπορευθεί αναλαμβάνοντας τον μη αμελητέο κίνδυνο να καταστεί υπεύθυνος για τη συμπεριφορά ενός τρίτου η οποία ενδεχομένως μπορεί να καλυφθεί μέσω κάποιας ασφαλίσεως οπότε, εκ νέου, δημιουργείται μια δαπάνη η οποία μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι μικρότερη. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, είναι προφανές ότι προσβάλλεται το δικαίωμα της ιδιοκτησίας του παραγωγού διά της επιβολής οικονομικών βαρών εις βάρος της περιουσίας του, ιστάμεθα δε ενώπιον μιας περιπτώσεως «υπέρμετρης και απαράδεκτης επεμβάσεως» που θίγει ένα θεμελιώδες δικαίωμα ( 24 ), ενώ η πρόβλεψη λιγότερο επαχθών προϋποθέσεων θα είχε παράσχει τη δυνατότητα στον παραγωγό να βρει μια οικονομική διέξοδο για την κοπριά διαχειριζόμενός την κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μην αναλαμβάνει κατ’ ανάγκην κάποια δαπάνη, αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποκτά κάποιο όφελος.

92.

Εν κατακλείδι, το ιρλανδικό κανονιστικό πλαίσιο επιβάλλει στον παραγωγό της κοπριάς υπέρμετρα επαχθείς προϋποθέσεις για την επαναχρησιμοποίησή της ως λιπάσματος. Πράγματι, είναι δυσανάλογο να απαιτείται ο έλεγχος ορισμένων δεδομένων που αφορούν τη συμπεριφορά ενός τρίτου στα οποία, στην πραγματικότητα, μπορούν να έχουν πρόσβαση μόνον οι δημόσιες αρχές, ενώ η μόνη εναλλακτική είναι η ανάληψη προσωπικής ευθύνης για τη συμπεριφορά αυτή.

93.

Συναφώς, πρέπει να αναφερθώ στο επιχείρημα της EPA δυνάμει της οποίας το επίμαχο εν προκειμένω εθνικό κανονιστικό πλαίσιο δεν αφορά τόσο να καταστήσει τον παραγωγό ευθέως υπεύθυνο για τις πράξεις τρίτων, αλλά μάλλον να τον υποχρεώσει να πωλεί την κοπριά αποκλειστικά σε πρόσωπα που τη χρησιμοποιούν ορθώς ως λίπασμα. Πέραν του γεγονότος ότι –όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις του High Court που παρατίθενται στις σκέψεις 38 έως 43 της κατ’ έφεση αποφάσεώς του– ενδέχεται να πρόκειται για το πνεύμα με το οποίο εφαρμόζεται στην πράξη αυτό το κανονιστικό πλαίσιο, είναι προφανές ότι, λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεώς του, το εν λόγω κανονιστικό πλαίσιο καθιστά απολύτως δυνατή μια διαφορετική εφαρμογή, εγγύτερη προς την ιδέα μιας αυθεντικής προσωπικής ευθύνης για τη συμπεριφορά ενός τρίτου. Στον βαθμό που το Δικαστήριο πρέπει πρωτίστως να παραπέμπει στη διατύπωση της εθνικής ρυθμίσεως παρά στους τρόπους εφαρμογής της, φρονώ ότι το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη την ερμηνεία που αντιστοιχεί αυθόρμητα στη διατύπωσή της, κατά μείζονα λόγο αφού, εν προκειμένω, το νοηματικό περιεχόμενο της επίμαχης ρυθμίσεως παραπέμπει κατά τρόπο άμεσο στην ιδέα της αυστηρής προσωπικής ευθύνης για τη συμπεριφορά ενός τρίτου.

94.

Είναι βεβαίως αναμφισβήτητο ότι η προστασία του περιβάλλοντος διασφαλίζεται, κατά αντικειμενική εκτίμηση, σε απόλυτο βαθμό. Ωστόσο, το τελικό αυτό αποτέλεσμα δεν μπορεί να αποτελεί συνέπεια μιας ρυθμίσεως η οποία δεν απαγορεύει επισήμως τη δραστηριότητα της εμπορίας της κοπριάς, αλλά απλώς τη ρυθμίζει.

95.

Τούτο δε, αφετέρου, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει τη χρήση της κοπριάς ως λιπάσματος, αλλά, αντιθέτως, όπως προκύπτει από την οδηγία 91/676, προβλέπει τη χρήση αυτή ως ρυθμιζόμενη δραστηριότητα. Όπως επισήμανα στο σημείο 80, η οδηγία 91/676, εν αντιθέσει προς την οδηγία 75/442, δεν εφαρμόζεται στο σύνολο του εδάφους των κρατών μελών και περιορίζεται σε περιορισμένες «ευπρόσβλητες ζώνες». Εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η εκμετάλλευση του D. Brady βρίσκεται σε μια τέτοια «ευπρόσβλητη ζώνη» και, ως εκ τούτου, ότι η οδηγία 91/676 και οι προϋποθέσεις που ορίζει για τη χρήση λιπάσματος έχουν εφαρμογή επί της εκμεταλλεύσεώς του. Ως εκ τούτου, το κανονιστικό πλαίσιο στην Ιρλανδία κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι συνέπεια της παραλείψεως μεταφοράς μιας οδηγίας η οποία, εάν είχε μεταφερθεί όπως έπρεπε, θα μπορούσε να καλύψει τη δραστηριότητα του D. Brady, υποβάλλοντάς την σε περισσότερο αναλογικές και λογικές προϋποθέσεις από αυτές που προβλέπει η εσωτερική νομοθεσία.

96.

Εν πάση περιπτώσει, έστω και αν η οδηγία 91/676 δεν εφαρμοζόταν απευθείας επί της περιπτώσεως του D. Brady, η μεταφορά της στο ιρλανδικό δίκαιο θα μπορούσε να παράσχει τη δυνατότητα στα εθνικά δικαστήρια να στηριχθούν σε ένα ρυθμιστικό πλαίσιο περί λιπασμάτων δυνάμενο να εφαρμοστεί, μέσω διασταλτικής ερμηνείας, σε περιστάσεις ουσιαστικά παρεμφερείς προς αυτές που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.

97.

Κατά συνέπεια, ως ενδιάμεσο τελευταίο συμπέρασμα, φρονώ ότι δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης το γεγονός ότι ένα κράτος μέλος απαιτεί από τον παραγωγό που πωλεί σε τρίτον κοπριά ως λίπασμα να ευθύνεται προσωπικώς για την τήρηση από αυτόν τον τρίτο του κανονιστικού πλαισίου της Ένωσης περί του ελέγχου των αποβλήτων και/ή λιπασμάτων.

VII – Πρόταση

98.

Υπό το φως των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα υποβληθέντα ερωτήματα ως εξής:

«1.

Εναπόκειται στον παραγωγό της κοπριάς να αποδείξει την πρόθεσή του να τη χρησιμοποιήσει ως λίπασμα με επαρκή βεβαιότητα προκειμένου να άρει οποιαδήποτε εύλογη επιφύλαξη ως προς τον κίνδυνο μη δέουσας χρήσεως. Η πρόθεση θα έχει αποδειχθεί με την τήρηση των προϋποθέσεων που ορίζει το εθνικό κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την εκμετάλλευση της κοπριάς ως λιπάσματος, εναπόκειται δε στο εθνικό δικαστήριο να κρίνει εάν οι προϋποθέσεις αυτές είναι επαρκείς προκειμένου να διασφαλίσουν, πέραν οποιασδήποτε εύλογης αμφιβολίας, ότι η χρήση του λιπάσματος δεν ισοδυναμεί προς απόρριψη αποβλήτου.

2.

Υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, η κοπριά δεν κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 75/442, διότι δεν υφίσταται άλλη νομοθεσία η οποία να είναι εφαρμοστέα επ’ αυτής.

3.

Δεν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης το γεγονός ότι κράτος μέλος καθιστά τον παραγωγό κοπριάς υπεύθυνο για την τήρηση από τον αγοραστή της κοπριάς των προϋποθέσεων που διασφαλίζουν τη μη βλαπτική για το περιβάλλον χρήση της κοπριάς ως λιπάσματος, τούτο δε αποτελεί προϋπόθεση προκειμένου η εν λόγω κοπριά να παύσει να θεωρείται, από λειτουργικής απόψεως, “απόβλητο” και να θεωρείται “υποπροϊόν”.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.

( 2 ) Οδηγία 75/442/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1975, περί των στερεών αποβλήτων (EE ειδ. έκδ. 15/001, σ. 86).

( 3 ) Οδηγία 91/676/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 1991, για την προστασία των υδάτων από τη νιτρορύπανση γεωργικής προέλευσης (ΕΕ L 375, σ. 1).

( 4 ) Οδηγία 91/156/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Μαρτίου 1991 (ΕΕ L 78, σ. 32).

( 5 ) Το σημείο A του παραρτήματος II αφορά τις χρονικές περιόδους κατά τις οποίες δεν ενδείκνυται η διασπορά λιπασμάτων στο έδαφος, τη διασπορά λιπασμάτων σε συγκεκριμένα εδάφη, τη χωρητικότητα και τον τρόπο κατασκευής των δοχείων αποθηκεύσεως της κόπρου, τα μέτρα για πρόληψη της ρυπάνσεως των υδάτων από την απορροή και τη διαρροή, στα επιφανειακά και τα υπόγεια ύδατα, υγρών που περιέχουν κόπρο και λυμάτων από αποθηκευμένα φυτικά υλικά όπως π.χ. από ενσιρωμένη χορτονομή και μεθόδους για τη διασπορά στο έδαφος τόσο χημικών λιπασμάτων όσο και κόπρου, συμπεριλαμβανομένης της αναλογίας και της ομοιομορφίας της διασποράς, που να διατηρούν τις απώλειες θρεπτικών στοιχείων στο νερό σε αποδεκτό επίπεδο.

( 6 ) Οδηγία 96/61/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 24 Σεπτεμβρίου 1996 (ΕΕ L 257, σ. 26).

( 7 ) Οδηγία 2008/1/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2008 (ΕΕ L 24, σ. 8).

( 8 ) Οδηγία 2010/10/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010 (ΕΕ L 334, σ. 17).

( 9 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1774/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 2002 (ΕΕ L 273, σ. 1).

( 10 ) Κανονισμός (ΕΚ) 1069/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009 (ΕΕ L 300, σ. 1).

( 11 ) Αποφάσεις παρατιθέμενες κατωτέρω στην υποσημείωση 12.

( 12 ) Αφενός, της νομολογίας που απορρέει από τις αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C-416/02 και C-121/03, Επιτροπή κατά Ισπανίας (Συλλογή 2005, σ. I-7487, και Συλλογή 2005, σ. I-7569) και, αφετέρου, της νομολογίας που πρέπει να συναχθεί από τις αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C-194/05 και C-195/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2007, σ. I-11661, και Συλλογή 2005, σ.I-11699).

( 13 ) Οδηγία 2008/98/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τα απόβλητα και την κατάργηση ορισμένων οδηγιών (ΕΕ L 312, σ. 3).

( 14 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις, C-416/02, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 86) και C-194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 32)· αμφότερες οι αποφάσεις αυτές παραπέμπουν στην απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1997, C-129/96, Inter-Environnement Wallonie (Συλλογή 1997, σ. I-7411, σκέψη 26).

( 15 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις C-416/02, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 8) και C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 38)· αμφότερες οι αποφάσεις αυτές παραπέμπουν στην απόφαση της 18ης Απριλίου 2002, C-9/00, Palin Granit και Vehmassalon kansanterveystyön kuntayhtymän hallitus (Συλλογή 2002, σ. I-3533, σκέψεις 34 έως 36).

( 16 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις C-416/02, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 90) και C‑194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 46).

( 17 ) Προπαρατεθείσα απόφαση C-416/02, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 94).

( 18 ) Προπαρατεθείσα απόφαση C-416/02, Επιτροπή κατά Ισπανίας (σκέψη 94).

( 19 ) Προπαρατεθείσα απόφαση C-194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 38).

( 20 ) Προπαρατεθείσα απόφαση C-194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 44).

( 21 ) Προπαρατεθείσα απόφαση C-194/05, Επιτροπή κατά Ιταλίας (σκέψη 44), που παραπέμπει στις αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2000, C-418//97 και C-419/97, ARCO CEIME Nederland κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-4475, σκέψη 41), και της 11ης Νοεμβρίου 2004, C-457/02, Niselli (Συλλογή 2004, σ. I-10853, σκέψη 34).

( 22 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Μαρτίου 2013, C-358/11, Lapin Luonnonsuojelupiiri (σκέψεις 55 και 56).

( 23 ) Βλ., αντί πολλών, απόφαση της 10ης Ιουλίου 1990, C-326/88, Hansen (Συλλογή 1990, σ. I-2911, σκέψεις 16 έως 20), στην οποία εσχάτως παρέπεμψε η απόφαση της 9ης Φεβρουαρίου 2012, C-210/10, Márton Urbán (σκέψη 47).

( 24 ) Κατά τη διατύπωση της αποφάσεως της 10ης Ιουλίου 2003, C-20/00 και C-64/00, Booker Aquaculture και Hydro Seafood (Συλλογή 2003, σ. I-7411, σκέψη 68).

Top