This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62010TN0149
Case T-149/10: Action brought on 25 March 2010 — Hynix Semiconductor v Commission
Υπόθεση T-149/10: Προσφυγή της 25ης Μαρτίου 2010 — Hynix Semiconductor κατά Επιτροπής
Υπόθεση T-149/10: Προσφυγή της 25ης Μαρτίου 2010 — Hynix Semiconductor κατά Επιτροπής
ΕΕ C 148 της 5.6.2010, p. 42–43
(BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
5.6.2010 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 148/42 |
Προσφυγή της 25ης Μαρτίου 2010 — Hynix Semiconductor κατά Επιτροπής
(Υπόθεση T-149/10)
2010/C 148/70
Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική
Διάδικοι
Προσφεύγουσα: Hynix Semiconductor, Inc. (Icheon-si, Κορέα) (εκπρόσωποι: A. Woodgate και O. Heinisch, δικηγόροι)
Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή
Αιτήματα της προσφεύγουσας
Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:
— |
να ακυρώσει την απόφαση C(2010) 150 που εξέδωσε η Επιτροπή στις 15 Ιανουαρίου 2010· |
— |
να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και |
— |
να λάβει οποιοδήποτε άλλο μέτρο κρίνει πρόσφορο. |
Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα
Στην υπό κρίση υπόθεση, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C(2010) 150 της Επιτροπής, περί απορρίψεως, λόγω έλλειψης κοινοτικού συμφέροντος, της καταγγελίας της σχετικά με υποτιθέμενες παραβάσεις, εκ μέρους της Rambus, του άρθρου 102 ΣΛΕΕ σε σχέση με την αξίωση καταβολής ενδεχομένως καταχρηστικών τελών ως δικαιωμάτων για τη χρησιμοποίηση ορισμένων ευρεσιτεχνιών στον τομέα της «δυναμικής μνήμης τυχαίας προσπέλασης» (Dynamic Random Access Memory — DRAM) (υπόθεση COMP/38.636 — Rambus) κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 9ης Δεκεμβρίου 2009, με την οποία, αφενός, κατέστησαν υποχρεωτικές οι δεσμεύσεις που πρότεινε η Rambus, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003 (1) και, αφετέρου, η Επιτροπή έκρινε ότι δεν συνέτρεχε πλέον λόγος να αναλάβει δράση.
Η προσφεύγουσα προβάλλει, προς στήριξη των αιτημάτων της, πέντε λόγους ακυρώσεως.
Πρώτον, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή διέπραξε παράβαση ουσιώδους τύπου καθόσον δεν διασφάλισε επαρκώς την πρόσβαση της προσφεύγουσας στα οικεία έγγραφα.
Δεύτερον, υποστηρίζει ότι εξακολουθεί να υφίσταται ισχυρό κοινοτικό συμφέρον στη διεξαγωγή έρευνας για την καταγγελία της. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή στήριξε την απορριπτική της απόφαση αποκλειστικώς και μόνο στο στοιχείο ότι έπαυσε να υπάρχει κοινοτικό συμφέρον λόγω της εκδόσεως αποφάσεως βάσει του άρθρου 9. Φρονεί δε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, συνέπεια της στάσης της Επιτροπής και του σκεπτικού που αυτή ακολούθησε είναι ότι το ζήτημα του κοινοτικού συμφέροντος και της νομιμότητας της απορριπτικής αποφάσεως συνδέεται άρρηκτα με τη νομιμότητα της στηριζόμενης στο άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 αποφάσεως, την οποία η προσφεύγουσα προσέβαλε στην υπόθεση Τ-148/10.
Ως εκ τούτου, ο τρίτος, ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα ταυτίζονται, αντιστοίχως, με τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως στο πλαίσιο της υποθέσεως Τ-148/10 και αφορούν παραβάσεις που διέπραξε η Επιτροπή κατά την έκδοση της στηριζόμενης στο άρθρο 9 του κανονισμού 1/2003 αποφάσεως, με την οποία κατέστησαν υποχρεωτικές για τη Rambus ορισμένες δεσμεύσεις.
(1) Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ L 1, σ. 1).