Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62010CN0477

    Υπόθεση C-477/10 P: Αναίρεση που άσκησε στις 27 Σεπτεμβρίου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) στις 7 Ιουλίου 2010 στην υπόθεση T-111/07, Agrofert Holding a.s. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    ΕΕ C 328 της 4.12.2010, p. 22–23 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    4.12.2010   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 328/22


    Αναίρεση που άσκησε στις 27 Σεπτεμβρίου 2010 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) στις 7 Ιουλίου 2010 στην υπόθεση T-111/07, Agrofert Holding a.s. κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    (Υπόθεση C-477/10 P)

    ()

    2010/C 328/39

    Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Ευρωπαϊκή Επιτροπή (εκπρόσωποι: B. Smulders, P. Costa de Oliveira, V. Bottka)

    Αντίδικοι κατ’ αναίρεση: Agrofert Holding a.s., Βασίλειο της Σουηδίας, Δημοκρατία της Φινλανδίας, Βασίλειο της Δανίας, Polski Koncern Naftowy Orlen SA

    Αιτήματα της αναιρεσείουσας

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 2010 στην υπόθεση Τ-111/07, Agrofert Holding a.s. κατά Επιτροπής·

    να κρίνει οριστικώς επί των ζητημάτων που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως· και

    να καταδικάσει την προσφεύγουσα της υποθέσεως Τ-111/07 στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή τόσο κατά την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου όσο και κατά την αναιρετική διαδικασία.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Η παρούσα αίτηση αναιρέσεως αφορά την ερμηνεία των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα, οι οποίες αφορούν (i) τους σκοπούς επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου (στο εξής: εξαίρεση σχετική με τις έρευνες), (ii) την προστασία των εμπορικών συμφερόντων φυσικού ή νομικού προσώπου (στο εξής: εξαίρεση σχετική με τα εμπορικά συμφέροντα), (iii) την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής (στο εξής: εξαίρεση σχετική με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων) και (iv) την προστασία της παροχής νομικών συμβουλών (στο εξής: εξαίρεση σχετική με την παροχή νομικών συμβουλών). Οι εξαιρέσεις αυτές προβλέπονται, αντιστοίχως, στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και στο άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (1) (στο εξής: κανονισμός 1049/2001).

    Πιο συγκεκριμένα, η αίτηση αναιρέσεως αφορά την εφαρμογή των εξαιρέσεων αυτών στα έγγραφα φακέλου της Επιτροπής αφορώντος διαδικασία ελέγχου των συγκεντρώσεων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) 139/2004 (2) (στο εξής: κανονισμός περί συγκεντρώσεων).

    Η Επιτροπή φρονεί ότι η αναιρειβαλλόμενη απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει νομικές πλάνες όσον αφορά την ερμηνεία των προμνησθεισών εξαιρέσεων, καθόσον δεν λαμβάνει υπόψη της τα ιδιαίτερα χαρακτηριτικά των διαδικασιών του δικαίου του ανταγωνισμού και τις εγγυήσεις που παρέχει ο κανονισμός περί συγκεντρώσεων στις επιχειρήσεις που μετέχουν σε διαδικασία συγκεντρώσεως. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφασή του, δεν επεδίωξε την εξασφάλιση γνήσιας και αρμονικής ισορροπίας μεταξύ των δύο εφαρμοστέων νομικών καθεστώτων στην περίπτωση αυτή. Αντιθέτως, ερμήνευσε εσφαλμένως τους κανόνες περί προσβάσεως στα έγγραφα και, πράττοντας αυτό, κατέστησε αδύνατη την εφαρμογή των κανόνων περί συγκεντρώσεων.

    Το πρώτο ζήτημα που υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου αφορά την έκταση εφαρμογής της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, όπως αυτή προβλέπεται από τον κανονισμό περί συγκεντρώσεων και από το άρθρο 339 ΣΛΕΕ, για τους σκοπούς της ερμηνείας των εξαιρέσεων από το δικαίωμα προσβάσεως, ιδίως όσον αφορά τις εξαιρέσεις τις σχετικές με τις έρευνες και με τα εμπορικά συμφέροντα.

    Το δεύτερο ζήτημα που υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου αφορά το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο δεν υπήρχαν ιδιαίτερες περιστάσεις στην υπόθεση αυτή ώστε να μην επιτραπεί η πρόσβαση στα έγγραφα, χωρίς να είναι η Επιτροπή υποχρεωμένη να εξετάσει, συγκεκριμένα και κατά περίπτωση, κάθε ζητούμενο έγγραφο και να αιτιολογήσει λεπτομερώς την άρνηση σε σχέση με το περιεχόμενο κάθε ζητουμένου εγγράφου.

    Το τρίτο ζήτημα αφορά την περιοριστική ερμηνεία της σχετικής με τις έρευνες εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία η εξαίρεση αυτή δεν έχει εφαρμογή μετά την εκ μέρους της Επιτροπής λήψη της αποφάσεως περί περατώσεως της διοικητικής διαδικασίας ελέγχου της συγκεντρώσεως.

    Το τέταρτο ζήτημα που υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου αφορά την έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως σχετικά με την απόδειξη της υπάρξεως κινδύνου παραβιάσεως του απορρήτου, ιδίως όσον αφορά την προστασία των εμπορικών συμφερόντων, τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και την παροχή νομικών συμβουλών.

    Τέλος, το πέμπτο ζήτημα που υποβάλλεται στην κρίση του Δικαστηρίου αφορά την ερμηνεία των κανόνων περί μερικής προσβάσεως. Η Επιτροπή φρονεί ότι, προκειμένου να μπορεί να διεξάγει αποτελεσματικά τις έρευνές της όσον αφορά τις συγκεντρώσεις επιχειρήσεων, οφείλει να συμμορφώνεται προς τις υποχρεώσεις που της επιβάλλει ο κανονισμός περί συγκεντρώσεων, ιδίως τις υποχρεώσεις που αφορούν το επαγγελματικό απόρρητο, ανεξαρτήτως του αν η απόφασή της έχει καταστεί οριστική. Εξάλλου, όταν οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν ένα συγκεκριμένο πεδίο δραστηριότητας, όπως ερμηνεύονται από τη νομολογία, παρέχουν προστασία σε ορισμένα έγγραφα, όπως τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής, πρέπει να αναγνωρίζεται ότι υπέρ των εγγράφων αυτών ισχύει γενικό τεκμήριο μη προσβασιμότητας κατά τον κανονισμό 1049/2001. Η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δημιουργεί αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα της Επιτροπής να διεξάγει τις έρευνές της στον τομέα αυτόν καθώς και ως προς τα δικαιώματα των μερών που έχουν υποβάλει έγγραφα στην Επιτροπή, η δε παρούσα αίτηση αναιρέσεως σκοπεί να επιτρέψει στο Δικαστήριο να διευκρινίσει την ορθή προσέγγιση.

    Συνεπώς, η Επιτροπή ασκεί την παρούσα αίτηση αναιρέσεως προκειμένου το Δικαστήριο να κρίνει επί ζητημάτων θεμελιώδους σημασίας που ανέκυψαν με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και να παράσχει λογική και αρμονική ερμηνεία των δύο επίδικων νομοθετημάτων.


    (1)  ΕΕ L 145, σ. 43.

    (2)  Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (ΕΕ L 24, σ. 1).


    Top