Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CN0544

    Υπόθεση C-544/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 22 Δεκεμβρίου 2009 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) στις 6 Οκτωβρίου 2009 στην υπόθεση T-21/06, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    ΕΕ C 51 της 27.2.2010, p. 25–26 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    27.2.2010   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 51/25


    Αναίρεση που άσκησε στις 22 Δεκεμβρίου 2009 η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) στις 6 Οκτωβρίου 2009 στην υπόθεση T-21/06, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    (Υπόθεση C-544/09 P)

    2010/C 51/41

    Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσα: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: M. Lumma, J. Möller και B. Klein)

    Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    Αιτήματα της αναιρεσείουσας

    Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

    να αναιρέσει την απόφαση που εξέδωσε το Πρωτοδικείο στις 6 Οκτωβρίου 2009 στην υπόθεση T-21/06, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής·

    να ακυρώσει την υπ’ αρ. C(2005)3903 τελ. και από 9 Νοεμβρίου 2005 απόφαση της Επιτροπής ως προς την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για την εισαγωγή της ψηφιακής επίγειας τηλεοράσεως («DVB-T») στο Βερολίνο-Βρανδεμβούργο, και

    να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Η αίτηση αναιρέσεως βάλλει κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου με την οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη η προσφυγή ακυρώσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά της αποφάσεως της Επιτροπής στη διαδικασία κρατικών ενισχύσεων C25/2004 σχετικά με την εισαγωγή της ψηφιακής επίγειας τηλεόρασης (DVB-T) στο Βερολίνο-Βραδεμβούργο. Με την απόφασή της, η Επιτροπή έκρινε ότι εν λόγω κρατική ενίσχυση δεν συμβιβάζεται με τους κανόνες της κοινής αγοράς (άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΣΛΕΕ).

    Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προβάλλει συνολικώς πέντε λόγους αναιρέσεως προκειμένου να καταδείξει ότι το Πρωτοδικείο εσφαλμένως δεν διαπίστωσε κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους της Επιτροπής και κακώς απέρριψε την προσφυγή.

    Πρώτον, το Πρωτοδικείο εσφαλμένως δεν προσέδωσε στην εν λόγω ενίσχυση τον χαρακτήρα κινήτρου αρκούμενο μόνον στην εξέταση του πολύ περιορισμένου χρόνου της μεταβάσεως από την αναλογική στην ψηφιακή επίγεια τηλεόραση και όχι των δαπανών στις οποίες υπεβλήθησαν οι επιδοτούμενοι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς σε σχέση με το σύνολο της ενισχύσεως. Στο σύνολό του, το μέτρο αυτό ενισχύσεως προέβλεπε, πέραν της μεταβάσεως στην ψηφιακή επίγεια τηλεόραση, και την υποχρέωση διατηρήσεως επί πενταετία της προσφοράς προγραμμάτων μέσω του δικτύου DVB-T, ανεξαρτήτως των προοπτικών διεισδύσεως στην αγορά, οι οποίες δεν μπορούσαν να προβλεφθούν εκ των προτέρων. Ως εκ τούτου, οι επιπλέον δαπάνες που συνεπάγεται η υποχρεωτική τήρηση της μεταβατικής αυτής περιόδου έπρεπε να ληφθούν επίσης υπόψη.

    Δεύτερον, το Πρωτοδικείο εσφαλμένως προέβη σε ευρύτατη διασταλτική ερμηνεία των προβλεπόμενων από το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΣΛΕΕ κριτηρίων βάσει των οποίων η Επιτροπή ασκεί τον έλεγχό της, καθόσον έκρινε ότι η Επιτροπή δύναται να απορρίψει το μέτρο ενισχύσεως ως ακατάλληλο με μοναδική αιτιολογία ότι το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα μπορεί να επιτευχθεί με εναλλακτικά ρυθμιστικά μέτρα. Όπως προκύπτει από τον σκοπό των περί κρατικών ενισχύσεων διατάξεων της ΣΛΕΕ, η σύγκριση με τυχόν εναλλακτικά μέτρα δεν εμπίπτει στις προβλεπόμενες ελεγκτικές αρμοδιότητες της Επιτροπής. Στο πλαίσιο αυτό, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι επέρριψε στο κράτος μέλος το βάρος αποδείξεως σχετικά με τον εξ υπαρχής αλυσιτελή χαρακτήρα των εναλλακτικών μέτρων που πρότεινε η Επιτροπή. Η αντιστροφή αυτή αντίκειται στην αρχή της ασφάλειας του δικαίου, στις γενικές αρχές της κατανομής του βάρους αποδείξεως και στον σκοπό των κανόνων περί ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

    Τρίτον, το Πρωτοδικείο, κατά την εξέταση της υποθέσεως επί τη βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΣΛΕΕ, παρέβλεψε τη σημασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης, τα οποία, ως αναπόσπαστο τμήμα του πρωτογενούς δικαίου, δεσμεύουν όλα τα εκδίδοντα ορισμένη πράξη κοινοτικά όργανα. Εάν γίνει δεκτό ότι επαρκής αιτιολογία για την άρνηση εγκρίσεως της ενισχύσεως είναι μια απλή αναφορά σε πιθανά εναλλακτικά ρυθμιστικά μέτρα, παραβλέπεται το γεγονός ότι ενδεχόμενα ρυθμιστικά μέτρα θίγουν το δικαίωμα ελεύθερης ασκήσεως της οικονομικής δραστηριότητας των επιχειρήσεων. Η πτυχή αυτή θα έπρεπε να αποτελέσει τουλάχιστον αντικείμενο ελέγχου, ο οποίος πάντως δεν έλαβε χώρα.

    Τέταρτον, το Πρωτοδικείο, διά της αναφοράς σε εναλλακτικά ρυθμιστικά μέτρα, προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία της έννοιας της εσωτερικής αγοράς και της έννοιας του επηρεασμού των συναλλαγών κατά το άρθρο 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ', ΣΛΕΕ, παραβλέποντας ότι τα ως άνω ρυθμιστικά μέτρα ενδέχεται να νοθεύουν τον ανταγωνισμό. Η γενική παραδοχή ότι τα ως άνω έννομα αγαθά θίγονται από ένα ρυθμιστικό μέτρο κατά τρόπο λιγότερο επιζήμιο σε σύγκριση με μια ενίσχυση συνιστά μη επιτρεπόμενο περιορισμό των κριτηρίων ελέγχου.

    Πέμπτον, κατά την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, το Πρωτοδικείο εφάρμοσε την αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας, η οποία επινοήθηκε από την Επιτροπή, χωρίς ωστόσο να διαπιστώσει ότι, με τον τρόπο αυτό, το σκοπούμενο από τις γερμανικές αρχές αποτέλεσμα του επίμαχου μέτρου απορρίφθηκε εν τοις πράγμασι. Η αρχή της τεχνολογικής ουδετερότητας τότε μόνον μπορεί να αποτελέσει ασφαλές κριτήριο για τον έλεγχο της συμβατότητας, όταν σκοπός της επιδοτήσεως είναι αυτή καθεαυτή η μετάβαση προς την ψηφιακή τηλεόραση. Στην περίπτωση της επιδοτήσεως για τη μετάβαση στην ψηφιακή τηλεόραση στο Βερολίνο-Βραδεμβούργο, έπρεπε, παρά ταύτα, για διάφορους λόγους να ενισχυθεί ακριβώς αυτός ο τρόπος μεταδόσεως, ενώ δεν χρειαζόταν επιδότηση για τη μετάδοση μέσω καλωδιακής τηλεοράσεως ή δορυφόρου. Για τον προσδιορισμό του θεμιτού σκοπού του μέτρου ενισχύσεως, το κράτος μέλος διαθέτει διακριτική ευχέρεια.


    Top