Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62009CN0369

    Υπόθεση C-369/09 P: Αναίρεση που άσκησε στις 15 Σεπτεμβρίου 2009 η ISD Polska sp. z o.o., Industrial Union of Donbass Corporation, ISD Polska sp. z o.o. (πρώην Majątek Hutniczy sp. z o.o.) κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (όγδοο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-273/06 και T-297/06, ISD Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής

    ΕΕ C 312 της 19.12.2009, p. 14–15 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    19.12.2009   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 312/14


    Αναίρεση που άσκησε στις 15 Σεπτεμβρίου 2009 η ISD Polska sp. z o.o., Industrial Union of Donbass Corporation, ISD Polska sp. z o.o. (πρώην Majątek Hutniczy sp. z o.o.) κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Πρωτοδικείο (όγδοο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-273/06 και T-297/06, ISD Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής

    (Υπόθεση C-369/09 P)

    2009/C 312/22

    Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

    Διάδικοι

    Αναιρεσείουσες: ISD Polska sp. z o.o., Industrial Union of Donbass Corporation, ISD Polska sp. z o.o. (πρώην Majątek Hutniczy sp. z o.o.) (εκπρόσωποι: C. Rapin, E. Van den Haute, avocats)

    Αντίδικος κατ’ αναίρεση: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    Αιτήματα των αναιρεσειουσών

    Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

    να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως παραδεκτή·

    να αναιρέσει την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (όγδοο τμήμα), της 1ης Ιουλίου 2009, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-273/06 και T-297/06·

    να δεχθεί εν’ όλω, και επικουρικώς εν μέρει, τα αιτήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-273/06 και T-297/06·

    να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων·

    αν το Δικαστήριο αποφασίσει να καταργήσει τη δίκη, να καταδικάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 69, παράγραφος 6, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 72, στοιχείο α’, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου.

    Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

    Οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τρεις λόγους αναιρέσεως.

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ότι το Πρωτόκολλο 8 για την αναδιάρθρωση της πολωνικής χαλυβουργίας που προσαρτάται στην πράξη προσχωρήσεως της Δημοκρατίας της Πολωνίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (1), προβλέπει στο σημείο 6, αναδρομική εφαρμογή των διατάξεών του. Συγκεκριμένα κατά τις αναιρεσείουσες δεν συνάγεται αναδρομική ισχύς από τη διατύπωση, τον σκοπό και την οικονομία της διάταξης αυτής, η οποία απλώς διευκρινίζει ότι οι επιχειρήσεις που απαριθμούνται στο παράρτημα 1 του πρωτοκόλλου μπορούν να λάβουν ενισχύσεις εντός ορισμένων ορίων κατά την περίοδο από το 1997 έως το 2003. Η διάταξη αυτή σημαίνει, με άλλα λόγια, ότι για τον υπολογισμό των ενισχύσεων που μπορούν να χορηγηθούν στις επιχειρήσεις μέχρι τέλους του 2003 πρέπει να ληφθούν υπόψη αναδρομικά τα ποσά των ενισχύσεων που έχουν χορηγηθεί όχι όμως και να θεωρηθούν αναδρομικά οι χορηγηθείσες ενισχύσεις ως παράνομες. Εξάλλου, την ερμηνεία αυτή συμμερίζεται τόσο η Επιτροπή όσο και το Συμβούλιο που, η πρώτη με πρόταση αποφάσεως και το δεύτερο με απόφαση, διαπίστωσαν ότι είχαν τηρηθεί οι υποχρεώσεις που ανελήφθησαν με το Πρωτόκολλο 8.

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη κρίνοντας αφενός ότι οι επιχειρήσεις που έλαβαν ενίσχυση δεν μπορούν κατ’ αρχήν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της ενίσχυσης αυτής παρά μόνον αν η ενίσχυση χορογήθηκε με τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ και αφετέρου ότι οι διαδικασίες που προβλέπει το Πρωτόκολλο (αριθ. 2) σχετικά με τα προϊόντα ΕΚΑΧ της συμφωνίας συνδέσεως, της 16ης Δεκεμβρίου 1991 (2), με τις οποίες η επίδικη ενίσχυση γνωστοποιήθηκε στην Επιτροπή και στο Συμβούλιο δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στις αναιρεσείουσες. Συγκεκριμένα δεν αμφισβητείται ότι δεν μπορούσε να γίνει επίσημη κοινοποίηση της ενίσχυσης βάσει του άρθρου 88 ΕΚ, δεδομένου ότι η Δημοκρατία της Πολωνίας δεν ήταν τότε ακόμη μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δε Επιτροπή ενημερώθηκε σχετικά με την ενίσχυση και θεώρησε, κατόπιν εξετάσεως του πολωνικού προγράμματος αναδιάρθρωσης και των σχεδίων επιχειρήσεων που προσκομίστηκαν σ’ αυτό το πλαίσιο ότι πληρούνται οι απαιτήσεις του άρθρου 8, παράγραφος 4, του Πρωτοκόλλου 2 της Συμφωνίας συνδέσεως και οι όροι του Πρωτοκόλλου 8 που προσαρτάται στην Πράξη προσχωρήσεως.

    Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο αναιρέσεως οι αναιρεσείουσες προβάλλουν τέλος παράβαση των κανονισμών (ΕΚ) 659/1999 (3) και (ΕΚ) 794/2004 (4). Συγκεκριμένα κατά τους κανονισμούς αυτούς δεν αρκεί να καθορίζεται το επιτόκιο που εφαρμόζεται στην επιστροφή της επίδικης ενίσχυσης σε στενή συνεργασία με το οικείο κράτος μέλος για να μπορεί να θεωρηθεί ως «δέον» κατά την έννοια του άρθρου 14, εδάφιο 2, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999. Ο «δέων» χαρακτήρας του επιτοκίου που εφαρμόζεται στην ανάκτηση των κρατικών ενισχύσεων είναι συγκεκριμένη έννοια, ανεξάρτητη από τη διαδικασία που οφείλει να ακολουθήσει η Επιτροπή στις εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες καθορίζει το επιτόκιο αυτό σε συνεργασία με το οικείο κράτος μέλος.


    (1)  ΕΕ 2003, L 236, σ. 948.

    (2)  Ευρωπαϊκή Συμφωνία περί συνδέσεως μεταξύ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και των κρατών μελών τους αφενός και της Δημοκρατίας της Πολωνίας αφετέρου (ΕΕ 1993, L 348, σ. 2).

    (3)  Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 88 ΕΚ) (ΕΕ L 83, σ. 1).

    (4)  Κανονισμός (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 (ΕΕ L 140, σ. 1).


    Top