Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CJ0265

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τμήμα μείζονος συνθέσεως) της 20ής Απριλίου 2010.
    Federutility και λοιποί κατά Autorità per l'energia elettrica e il gas.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia - Ιταλία.
    Οδηγία 2003/55/ΕΚ - Εσωτερική αγορά φυσικού αερίου - Κρατική παρέμβαση στην τιμή παροχής φυσικού αερίου μετά την 1η Ιουλίου 2007 - Υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου.
    Υπόθεση C-265/08.

    Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-03377

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2010:205

    Υπόθεση C-265/08

    Federutility κ.λπ.

    κατά

    Autorità per l'energia elettrica e il gas

    (αίτηση του Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

    «Οδηγία 2003/55/ΕΚ – Εσωτερική αγορά φυσικού αερίου – Κρατική παρέμβαση στην τιμή παροχής φυσικού αερίου μετά την 1η Ιουλίου 2007 – Υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου»

    Περίληψη της αποφάσεως

    Προσέγγιση των νομοθεσιών – Μέτρα προσεγγίσεως – Κοινοί κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου – Οδηγία 2003/55

    (Οδηγία 2003/55 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 3 § 2 και 23 § 1)

    Τα άρθρα 3, παράγραφος 2, και 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/55, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου, δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση, η οποία παρέχει τη δυνατότητα καθορισμού του επιπέδου της τιμής παροχής φυσικού αερίου με τον καθορισμό «τιμών αναφοράς», μετά την 1η Ιουλίου 2007, με την προϋπόθεση ότι η παρέμβαση αυτή:

    – επιδιώκει γενικό οικονομικό συμφέρον το οποίο έγκειται στη διατήρηση της τιμής παροχής φυσικού αερίου στον τελικό καταναλωτή σε λογικά επίπεδα, λαμβανομένου υπόψη ότι απόκειται στα κράτη μέλη, συνεκτιμώντας την κατάσταση του τομέα του φυσικού αερίου, να προβαίνουν σε συγκερασμό των σκοπών της ελευθερώσεως και της απαραίτητης προστασίας του τελικού καταναλωτή, τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 2003/55∙

    – θίγει τον ελεύθερο καθορισμό των τιμών της παροχής φυσικού αερίου μετά την 1η Ιουλίου 2007 μόνον καθόσον απαιτείται για την πραγματοποίηση του σκοπού γενικού οικονομικού συμφέροντος και, κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια μιας οπωσδήποτε περιορισμένης χρονικής περιόδου, και

    – είναι σαφώς καθορισμένη, διαφανής, αμερόληπτη, επαληθεύσιμη, και διασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους καταναλωτές.

    (βλ. σκέψεις 32, 47 και διατακτ.)







    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

    της 20ής Απριλίου 2010 (*)

    «Οδηγία 2003/55/ΕΚ – Εσωτερική αγορά φυσικού αερίου – Κρατική παρέμβαση στην τιμή παροχής φυσικού αερίου μετά την 1η Ιουλίου 2007 – Υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα του φυσικού αερίου»

    Στην υπόθεση C‑265/08,

    με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, που υπέβαλε το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia (Ιταλία) με απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 19 Ιουνίου 2008, στο πλαίσιο της δίκης

    Federutility,

    Assogas,

    Libarna Gas SpA,

    Collino Commercio SpA,

    Sadori Gas Srl,

    Egea Commerciale Srl,

    E.On Vendita Srl,

    Sorgenia SpA

    κατά

    Autorità per l’energia elettrica e il gas,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

    συγκείμενο από τους Β. Σκουρή, Πρόεδρο, A. Tizzano, K. Lenaerts, J.-C. Bonichot (εισηγητή) και E. Levits, προέδρους τμήματος, C. W. A. Timmermans, A. Rosas, Γ. Αρέστη, M. Ilešič, J. Malenovský, U. Lõhmus, A. Ó Caoimh και J.‑J. Kasel, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer

    γραμματέας: R. Şereş, υπάλληλος διοικήσεως,

    έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Σεπτεμβρίου 2009,

    λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

    –        η Federutility, εκπροσωπούμενη από τους T. Salonico, D. Bonvegna και G. Candeloro, avvocati,

    –        η Assogas, εκπροσωπούμενη από τους G. Ferrari και F. Todarello, avvocati,

    –        οι Libarna Gas SpA, Collino Commercio SpA, Sadori Gas Srl και Egea Commerciale Srl, εκπροσωπούμενες από τους F. Todarello και F. Novelli, avvocati,

    –        η Sorgenia SpA, εκπροσωπούμενη από τους P. G. Torrani, O. Torrani και G. Malonchini, avvocati,

    –        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την I. Bruni, επικουρούμενη από τον P. Gentili, avvocato dello Stato,

    –        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Uibo,

    –        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Dowgielewicz,

    –        η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους V. Di Bucci, B. Schima και S. Schønberg,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Οκτωβρίου 2009,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1        Η αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30/ΕΚ (ΕΕ L 176, σ. 57).

    2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ των Federutility, Assogas, Libarna Gaz SpA, Collino Commercio SpA, Sadori Gas Srl, Egea Commerciale Srl, E.On Vendita Srl και Sorgenia SpA, επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ιταλική αγορά φυσικού αερίου, και της Autorità per l’energia elettrica e il gas (στο εξής: AEEG) ως προς τις νομοθετικές πράξεις με τις οποίες η AEEG καθορίζει τις «τιμές αναφοράς» για την παροχή του φυσικού αερίου τις οποίες πρέπει να περιλαμβάνουν οι επιχειρήσεις στις εμπορικές προσφορές τους προς ένα μέρος της πελατείας τους.

     Το νομικό πλαίσιο

     Το δίκαιο της Ένωσης

    3        Η δεύτερη έως τέταρτη, η δέκατη όγδοη, η εικοστή έκτη και η εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/55 έχουν ως εξής:

    «(2)      Η πείρα που αποκτήθηκε κατά την υλοποίηση της εν λόγω οδηγίας καταδεικνύει τα σημαντικά οφέλη που είναι δυνατόν να προκύψουν από την εσωτερική αγορά αερίου, όσον αφορά τα κέρδη σε απόδοση, τη μείωση τιμών, τα υψηλότερα επίπεδα υπηρεσιών και την αυξημένη ανταγωνιστικότητα. Εντούτοις, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις και δυνατότητες για βελτίωση της λειτουργίας της αγοράς, κυρίως δε απαιτούνται συγκεκριμένες διατάξεις για τη διασφάλιση ισότιμων όρων παραγωγής και τη μείωση των κινδύνων δημιουργίας δεσπόζουσας θέσης στην αγορά και επιθετικής συμπεριφοράς, διασφαλίζοντας τιμολόγια μεταφοράς και διανομής χωρίς την επιβολή διακρίσεων, μέσω της παροχής πρόσβασης στο δίκτυο με βάση τιμολόγια τα οποία δημοσιεύονται πριν τεθούν σε ισχύ, […] διασφαλίζοντας την προστασία των δικαιωμάτων των μικρών και ευάλωτων καταναλωτών.

    (3)      Κατά τη σύνοδό του στη Λισσαβόνα στις 23 και 24 Μαρτίου 2000, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο απηύθυνε έκκληση για ταχεία ανάληψη εργασιών προκειμένου να ολοκληρωθεί η εσωτερική αγορά τόσο στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας όσο και στον τομέα του αερίου και να επισπευσθεί η ελευθέρωσή τους προκειμένου να επιτευχθεί μία πλήρως λειτουργική εσωτερική αγορά στους εν λόγω τομείς. Στο ψήφισμά του της 6ης Ιουλίου 2000 επί της δεύτερης έκθεσης της Επιτροπής για το καθεστώς ελευθέρωσης των αγορών ενεργείας, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησε από την Επιτροπή να υιοθετήσει λεπτομερές χρονοδιάγραμμα για την επίτευξη επακριβώς καθορισμένων στόχων, με προοπτική την σταδιακή αλλά πλήρη ελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.

    (4)      Οι ελευθερίες που εγγυάται η συνθήκη στους ευρωπαίους πολίτες –η ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων, η ελευθερία παροχής υπηρεσιών και η ελευθερία εγκατάστασης– είναι δυνατές μόνο στο πλαίσιο της εντελώς ανοικτής αγοράς, η οποία παρέχει σε όλους τους καταναλωτές τη δυνατότητα να επιλέγουν ελεύθερα τους προμηθευτές τους και παρέχει σε όλους τους προμηθευτές την ελευθερία να προμηθεύουν τους πελάτες τους.

    (18)      Οι πελάτες αερίου θα πρέπει να είναι σε θέση να επιλέγουν ελεύθερα τον προμηθευτή τους. Εντούτοις, θα πρέπει να εφαρμοσθεί σταδιακή προσέγγιση για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς αερίου, σε συνδυασμό με καθορισμένη προθεσμία, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στη βιομηχανία να προσαρμοσθεί και να διασφαλισθεί ότι έχουν καθιερωθεί τα ενδεδειγμένα μέτρα και συστήματα για την προστασία των συμφερόντων των πελατών, καθώς επίσης ότι οι πελάτες έχουν πραγματικό και ουσιαστικό δικαίωμα επιλογής του προμηθευτή τους.

    (26)      Προκειμένου να διασφαλισθεί η διατήρηση των υψηλών επιπέδων παροχής δημόσιας υπηρεσίας στην Κοινότητα, όλα τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να κοινοποιούνται τακτικά στην Επιτροπή. […]

    Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μεριμνούν ώστε οι καταναλωτές, όταν συνδέονται με το δίκτυο αερίου, να ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματά τους να προμηθεύονται αέριο συγκεκριμένης ποιότητας σε λογικές τιμές. Τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη για την προστασία των τελικών καταναλωτών ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με τα νοικοκυριά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

    (27)      Η τήρηση των προδιαγραφών περί υπηρεσιών κοινής ωφέλειας αποτελεί θεμελιώδη απαίτηση της παρούσας οδηγίας, και θα πρέπει προ πάντων να καθορισθούν στην παρούσα οδηγία κοινά ελάχιστα πρότυπα τα οποία θα τηρούνται από όλα τα κράτη μέλη και τα οποία θα λαμβάνουν υπόψη τους στόχους της προστασίας των καταναλωτών, της ασφάλειας του εφοδιασμού […] και των ισοδύναμων επιπέδων ανταγωνισμού σε όλα τα κράτη μέλη. Είναι σημαντικό οι απαιτήσεις περί υπηρεσιών κοινής ωφέλειας να μπορούν να ερμηνεύονται σε εθνική βάση, λαμβάνοντας υπόψη τις εθνικές συνθήκες και τηρουμένου του κοινοτικού δικαίου.»

    4        Κατά το άρθρο 2, σημείο 7, της οδηγίας 2003/55 ως «προμήθεια» νοείται:

    «[Η] πώληση, συμπεριλαμβανομένης της μεταπώλησης, φυσικού αερίου σε πελάτες […]».

    5        Κατά το άρθρο 2, σημείο 27, της οδηγίας 2003/55 ως «τελικοί πελάτες» νοούνται:

    «[Ο]ι πελάτες που αγοράζουν φυσικό αέριο για δική τους χρήση.»

    6        Κατά το άρθρο 2, σημείο 28, της εν λόγω οδηγίας ως «επιλέξιμοι πελάτες» νοούνται:

    «[Ο]ι πελάτες που είναι ελεύθεροι να αγοράζουν φυσικό αέριο από τον προμηθευτή της επιλογής τους κατά την έννοια του άρθρου 23 της παρούσας οδηγίας».

    7        Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει:

    «1.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν, βάσει της θεσμικής τους οργάνωσης και τηρώντας δεόντως την αρχή της επικουρικότητας, ότι, με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, οι επιχειρήσεις φυσικού αερίου λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της παρούσας οδηγίας, με σκοπό την επίτευξη μιας ανταγωνιστικής, ασφαλούς και περιβαλλοντικώς βιώσιμης αγοράς φυσικού αερίου, και δεν κάνουν διακρίσεις μεταξύ αυτών των επιχειρήσεων όσον αφορά τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις τους.

    2.      Τηρώντας πλήρως τις οικείες διατάξεις της Συνθήκης [ΛΕΕ], και ιδίως το άρθρο [106] αυτής, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του αερίου, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οι οποίες μπορούν να αφορούν […] τις τιμές παροχής […]. Οι υποχρεώσεις αυτές ορίζονται σαφώς, είναι διαφανείς, αμερόληπτες και επαληθεύσιμες, και διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων αερίου της ΕΕ στους εθνικούς καταναλωτές. […]

    3.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για την προστασία των τελικών πελατών και για την εξασφάλιση υψηλών επιπέδων προστασίας του καταναλωτή, ειδικότερα δε μεριμνούν ώστε να υπάρχουν επαρκείς διασφαλίσεις για την προστασία των ευάλωτων καταναλωτών, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που τους βοηθούν να αποφύγουν την αποσύνδεση. […] [Τα κράτη μέλη] διασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας των καταναλωτών, ιδίως όσον αφορά τη διαφάνεια σχετικά με τους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις, τη γενική πληροφόρηση και τους μηχανισμούς επίλυσης διαφορών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι ο επιλέξιμος πελάτης είναι πράγματι σε θέση να αλλάξει προμηθευτή. Όσον αφορά τουλάχιστον τους οικιακούς πελάτες, τα μέτρα αυτά συμπεριλαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στο παράρτημα Α.

    […]

    6.      Τα κράτη μέλη, κατά την έναρξη εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, ενημερώνουν την Επιτροπή για όλα τα μέτρα που θεσπίζουν για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφελείας, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του καταναλωτή και του περιβάλλοντος, και για τις πιθανές επιπτώσεις τους στον εθνικό και διεθνή ανταγωνισμό, ανεξαρτήτως εάν τα εν λόγω μέτρα απαιτούν ή όχι παρέκκλιση από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας. Στη συνέχεια, κοινοποιούν στην Επιτροπή ανά διετία κάθε τροποποίηση των εν λόγω μέτρων, ανεξαρτήτως εάν τα μέτρα αυτά απαιτούν ή όχι παρέκκλιση από την παρούσα οδηγία.»

    8        Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/55:

    «Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι επιλέξιμοι πελάτες να είναι:

    […]

    γ)      από την 1η Ιουλίου 2007, όλοι οι πελάτες.»

    9        Το παράρτημα Α της οδηγίας 2003/55, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, διευκρινίζει:

    «Με την επιφύλαξη των κοινοτικών κανόνων σχετικά με την προστασία των καταναλωτών, […] τα μέτρα που αναφέρονται στο άρθρο 3 έχουν ως στόχο να εξασφαλίζουν ότι οι πελάτες:

    […]

    ζ)      όταν συνδέονται με το δίκτυο αερίου, ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματά τους να προμηθεύονται, δυνάμει της ισχύουσας εθνικής νομοθεσίας, φυσικό αέριο καθορισμένης ποιότητας σε λογικές τιμές.»

     Το εθνικό δίκαιο

    10      Λίγο πριν από την 1η Ιουλίου 2007, ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για την πλήρη ελευθέρωση της αγοράς της πωλήσεως φυσικού αερίου στους τελικούς πελάτες, οι ιταλικές αρχές εξέδωσαν το νομοθετικό διάταγμα αριθ. 73, της 18ης Ιουνίου 2007 (Guri αριθ. 139, της 18ης Ιουνίου 2007, σ. 4), με το οποίο παρασχέθηκε στην AEEG η δυνατότητα καθορισμού των «τιμών αναφοράς» για την πώληση φυσικού αερίου σε ορισμένους πελάτες. Το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα, το οποίο κατέστη νόμος, κατόπιν τροποποιήσεων, με τον νόμο αριθ. 125, της 3ης Αυγούστου 2007 (Guri αριθ. 188, της 14ης Αυγούστου 2007, σ. 6), περιλαμβάνει, στο άρθρο 1, παράγραφος 3, τις εξής διατάξεις:

    «Η [AEEG] υποδεικνύει τους τυποποιημένους όρους παροχής της υπηρεσίας και καθορίζει, βάσει του πραγματικού κόστους της υπηρεσίας, τιμές αναφοράς […] για την παροχή φυσικού αερίου στους οικιακούς πελάτες (domestici), τις οποίες οι επιχειρήσεις διανομής ή πωλήσεως υποχρεούνται να περιλαμβάνουν στις εμπορικές προσφορές τους. Οι διατάξεις του παρόντος δεν θίγουν τις εξουσίες εποπτείας και παρεμβάσεως της [AEEG] για την προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών, ακόμα και στις περιπτώσεις εξακριβωμένων και αδικαιολόγητων αυξήσεων των τιμών και μεταβολών των όρων παροχής της υπηρεσίας σε πελάτες που δεν έχουν ασκήσει ακόμα το δικαίωμα επιλογής. Το άρθρο 1, παράγραφος 375, του νόμου 266, της 23ης Δεκεμβρίου 2005, […] παρέχει τη δυνατότητα, εντός εξήντα ημερών από την έναρξη ισχύος του νόμου περί μετατροπής του παρόντος διατάγματος, λήψεως μέτρων για την προστασία χρηστών που αντιμετωπίζουν ιδιαίτερα προβλήματα υγείας ή οικονομικές δυσκολίες. Οι εξουσίες εποπτείας και παρεμβάσεως της Αρχής για την προστασία των δικαιωμάτων των χρηστών διατηρούνται, ακόμα και στις περιπτώσεις εξακριβωμένων και αδικαιολόγητων αυξήσεων των τιμών και μεταβολών των όρων παροχής της υπηρεσίας σε πελάτες που δεν έχουν ασκήσει ακόμα το δικαίωμα επιλογής.»

    11      Στις 29 Μαρτίου 2007, η AEEG εξέδωσε την απόφαση αριθ. 79/07, περί αναθεωρήσεως των οικονομικών όρων παροχής φυσικού αερίου για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2005 έως 31ης Μαρτίου 2007 και περί καθορισμού των κριτηρίων επικαιροποιήσεως ορισμένων οικονομικών όρων. Κατά το σημείο 1.3.1 της αποφάσεως αυτής, οι μέθοδοι υπολογισμού που υιοθετήθηκαν για την κυμαινόμενη αντιπαροχή σχετικά με τις πωλήσεις χονδρικής πρέπει να εφαρμοστούν μέχρι τις 30 Ιουνίου 2008. Το σημείο 1.3.2 της αποφάσεως αυτής παρέχει στην AEEG τη δυνατότητα να ελέγχει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την παράταση της ευχέρειας αυτής μέχρι τις 30 Ιουνίου 2009.

     Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

    12      Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης ζήτησαν από το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia την ακύρωση της αποφάσεως 79/07, της 29ης Μαρτίου 2007, καθώς και των μεταγενέστερων αυτής αποφάσεων.

    13      Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης ισχυρίζονται ειδικότερα ότι από 1ης Ιουλίου 2007, ημερομηνία της πλήρους ελευθερώσεως της αγοράς φυσικού αερίου, προβλεπόμενης στο άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2003/55, η τιμή πωλήσεως του φυσικού αερίου πρέπει να καθορίζεται αποκλειστικώς με τον νόμο της προσφοράς και της ζητήσεως. Φρονούν ότι ο καθορισμός από την AAEG των τιμών αναφοράς για την παροχή φυσικού αερίου, της κύριας δίκης, παραβιάζει, κατά συνέπεια, το κοινοτικό δίκαιο εφόσον εφαρμόζεται πέραν του δεύτερου τριμήνου του 2007.

    14      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunale amministrativo regionale per la Lombardia αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

    «1)      Έχει το άρθρο 23 της οδηγίας 2003/55 […] το οποίο διέπει την ελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου, βάσει των αρχών που απορρέουν από τη Συνθήκη ΕΕ, την έννοια ότι εθνικός κανόνας (και οι μεταγενέστερες πράξεις εφαρμογής του) που διατηρεί, μετά την 1η Ιουλίου 2007, την εξουσία της εθνικής ρυθμιστικής αρχής να καθορίζει τις τιμές αναφοράς για την παροχή φυσικού αερίου στους οικιακούς πελάτες (domestici) (κατηγορία αόριστη η οποία δεν αντιστοιχεί σε κάποια από τις κατηγορίες αναφοράς και δεν προϋποθέτει την αξιολόγηση ιδιαίτερων καταστάσεων κοινωνικοοικονομικής δυσχέρειας που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν τον καθορισμό των εν λόγω τιμών αναφοράς), τις οποίες οι επιχειρήσεις διανομής ή πωλήσεως υποχρεούνται να περιλαμβάνουν μεταξύ των εμπορικών προσφορών τους στο πλαίσιο των υποχρεώσεων παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, προσκρούει στη διάταξη αυτή και στις κοινοτικές αρχές;

    ή

    2)      Έχει ο εν λόγω κανόνας (το προαναφερθέν άρθρο 23), σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της οδηγίας 2003/55 (το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του αερίου, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας οι οποίες μπορούν να αφορούν, μεταξύ άλλων, τις τιμές παροχής), την έννοια ότι εθνικός κανόνας ο οποίος, λαμβανομένης υπόψη της συγκεκριμένης καταστάσεως της αγοράς που συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από απουσία όρων “αποτελεσματικού ανταγωνισμού”, τουλάχιστον όσον αφορά τον κλάδο των πωλήσεων χονδρικής, επιτρέπει τον καθορισμό δια της διοικητικής οδού της τιμής αναφοράς του φυσικού αερίου, η οποία πρέπει να περιλαμβάνεται υποχρεωτικώς μεταξύ των εμπορικών προσφορών κάθε πωλητή προς τους οικιακούς πελάτες του (domestici)στο πλαίσιο της καθολικής υπηρεσίας που παρέχει, μολονότι όλοι οι πελάτες πρέπει να θεωρούνται “ελευθερωμένοι”, δεν προσκρούει στις προαναφερθείσες κοινοτικές διατάξεις;»

     Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

    15      Εισαγωγικώς, διαπιστώνεται ότι από την αίτηση για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως καθώς και από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι οι διαφορές της κύριας δίκης αφορούν τη δυνατότητα της AEEG να προβλέπει κατά πόσον πρέπει να συνυπολογίζεται το κόστος που συνδέεται με τις πωλήσεις χονδρικής του φυσικού αερίου στον καθορισμό της τιμής παροχής φυσικού αερίου, μέσω του καθορισμού των τιμών αναφοράς για την παροχή φυσικού αερίου που πρέπει να προτείνουν οι επιχειρήσεις σε ορισμένους πελάτες τους. Από τις παρατηρήσεις και τις απαντήσεις που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει επίσης ότι, μολονότι οι επιχειρήσεις πρέπει απλώς να προτείνουν τις εν λόγω τιμές στις εμπορικές προσφορές τους, οι τιμές αυτές είναι στην πράξη χαμηλότερες από αυτές που θα προέκυπταν από τον νόμο της προσφοράς και της ζητήσεως. Συνεπώς, οι εν λόγω τιμές αναφοράς γίνονται κατ’ αρχήν δεκτές από τους πελάτες στους οποίους προτείνονται και επιβάλλονται, στην πράξη, συμβατικώς. Επομένως, με τον καθορισμό των τιμών αναφοράς της κύριας δίκης, η AEEG καθορίζει το επίπεδο της τιμής παροχής φυσικού αερίου σε ένα μέρος της πελατείας.

    16      Με τα δύο ερωτήματα, που αρμόζει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν τα άρθρα 3, παράγραφοι 2 και 3, και 23 της οδηγίας 2003/55 απαγορεύουν εθνική ρύθμιση όπως αυτή της κύριας δίκης, βάσει της οποίας δύναται να καθορισθεί, υπό τις εκτεθείσες στην προηγούμενη σκέψη προϋποθέσεις, το επίπεδο της τιμής παροχής φυσικού αερίου για τον καθορισμό των «τιμών αναφοράς», όπως αυτών της κύριας δίκης, μετά την 1η Ιουλίου 2007.

     Επί της αρχής της παρεμβάσεως του κράτους μέλους

    17      Το άρθρο 23, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, της οδηγίας 2003/55 προβλέπει ότι τα κράτη μέλη πρέπει να μεριμνούν ώστε όλοι οι πελάτες να είναι ελεύθεροι να αγοράζουν φυσικό αέριο από τον προμηθευτή της επιλογής τους μετά την 1η Ιουλίου 2007.

    18      Μολονότι δεν προκύπτει ρητώς από το τελευταίο αυτό νομοθετικό κείμενο ούτε, εξάλλου, από άλλες διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, ότι η τιμή παροχής φυσικού αερίου πρέπει, από 1ης Ιουλίου 2007, να καθορίζεται αποκλειστικώς από τον νόμο της προσφοράς και της ζητήσεως, η απαίτηση αυτή απορρέει από τον σκοπό και τη γενική οικονομία της οδηγίας αυτής, η οποία, όπως διευκρινίζει η τρίτη, η τέταρτη και η δέκατη όγδοη αιτιολογική της σκέψη, έχει σκοπό να καταλήξει σταδιακώς σε πλήρη ελευθέρωση της αγοράς φυσικού αερίου στο πλαίσιο της οποίας, μεταξύ άλλων, όλοι οι προμηθευτές μπορούν ελευθέρως να προμηθεύουν τα προϊόντα τους σε όλους τους καταναλωτές.

    19      Κατά συνέπεια, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/55 επιβάλλει στα κράτη μέλη, βάσει της θεσμικής τους οργανώσεως και τηρώντας δεόντως την αρχή της επικουρικότητας, να εξασφαλίζουν ότι οι επιχειρήσεις φυσικού αερίου λειτουργούν σύμφωνα με τις αρχές της εν λόγω οδηγίας, με σκοπό την επίτευξη, μεταξύ άλλων, μιας «ανταγωνιστικής αγοράς φυσικού αερίου».

    20      Πάντως, και όπως διευκρινίζεται στην εικοστή έκτη και στην εικοστή έβδομη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία 2003/55 έχει επίσης σκοπό να διασφαλίσει ότι, στο πλαίσιο της ελευθερώσεως αυτής, η δημόσια υπηρεσία διατηρείται σε «υψηλό επίπεδο» και προστατεύεται ο τελικός καταναλωτής.

    21      Για να επιτευχθούν οι σκοποί αυτοί, το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/55 διευκρινίζει ότι βρίσκει εφαρμογή «με την επιφύλαξη» της παραγράφου 2 του ιδίου άρθρου, που παρέχει ρητώς στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα του αερίου «υποχρεώσεις παροχής υπηρεσιών κοινής ωφέλειας», οι οποίες μπορούν, μεταξύ άλλων, να αφορούν «την τιμή της παροχής».

    22      Από το γράμμα της παραγράφου 2 προκύπτει ότι τα θεσπιζόμενα βάσει αυτής μέτρα πρέπει να εξυπηρετούν το γενικό οικονομικό συμφέρον, να ορίζονται σαφώς, να είναι διαφανή, αμερόληπτα, επαληθεύσιμα και να διασφαλίζουν την ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων αερίου της Ένωσης στους εθνικούς καταναλωτές. Στην ίδια διάταξη προστίθεται ότι τα κράτη μέλη πρέπει επομένως να λαμβάνουν «πλήρως υπόψη» τις σχετικές διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και ειδικότερα του άρθρου 106 ΣΛΕΕ.

    23      Επισημαίνεται ότι η δυνατότητα αυτή υλοποιείται υπό τον έλεγχο της Επιτροπής, εφόσον τα κράτη μέλη υποχρεούνται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 6, της οδηγίας 2003/55, να ενημερώνουν την Επιτροπή για όλα τα μέτρα που θεσπίζουν προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας του καταναλωτή και του περιβάλλοντος, και για τις πιθανές επιπτώσεις τους στον εθνικό και διεθνή ανταγωνισμό, ανεξαρτήτως του εάν τα εν λόγω μέτρα απαιτούν ή όχι παρέκκλιση από τις διατάξεις της οδηγίας αυτής, και να της κοινοποιούν ανά διετία κάθε ενδεχόμενη τροποποίηση των εν λόγω μέτρων.

    24      Κατά συνέπεια, η οδηγία 2003/55, με την επιφύλαξη να πληρούνται οι όροι τους οποίους θέτει, παρέχει τη δυνατότητα παρεμβάσεως του κράτους μέλους στον καθορισμό της τιμής παροχής φυσικού αερίου στον τελικό καταναλωτή μετά την 1η Ιουλίου 2007.

     Επί των προϋποθέσεων της παρεμβάσεως του κράτους μέλους

    25      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να εξεταστούν διαδοχικώς οι προϋποθέσεις της παρεμβάσεως του κράτους μέλους που καθιστά δυνατή το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/55, τις οποίες θέτει η διάταξη αυτή.

     Παρέμβαση δικαιολογούμενη από το γενικό οικονομικό συμφέρον

    26      Η οδηγία 2003/55 δεν παρέχει ορισμό της σχετικής με την ύπαρξη γενικού οικονομικού συμφέροντος προϋποθέσεως, αλλά η παραπομπή του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής στην εν λόγω προϋπόθεση και στο άρθρο 106 ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά τις επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, συνεπάγεται ότι η εν λόγω προϋπόθεση πρέπει να ερμηνευθεί με βάση την τελευταία αυτή διάταξη της Συνθήκης.

    27      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει, αφενός, ότι οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος υπόκεινται στους κανόνες ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της αποστολής που τους έχει ανατεθεί και, αφετέρου, ότι η ανάπτυξη του εμπορίου δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Ένωσης.

    28      Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στον συγκερασμό του συμφέροντος των κρατών μελών να χρησιμοποιούν ορισμένες επιχειρήσεις ως όργανο οικονομικής ή κοινωνικής πολιτικής με το συμφέρον της Κοινότητας προς τήρηση των κανόνων ανταγωνισμού και διατήρηση της ενότητας της κοινής αγοράς (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑67/96, Albany, Συλλογή 1999, σ. I-5751, σκέψη 103 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    29      Στο πλαίσιο αυτό, τα κράτη μέλη δικαιούνται, τηρώντας το δίκαιο της Ένωσης, να καθορίζουν το περιεχόμενο και την οργάνωση των υπηρεσιών τους γενικού οικονομικού συμφέροντος. Ειδικότερα, δύνανται να λαμβάνουν υπόψη σκοπούς της εθνικής τους πολιτικής (βλ., συναφώς, προαναφερθείσα απόφαση Albany, σκέψη 104).

    30      Εν προκειμένω, όσον αφορά την οργάνωση της εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου, από την εικοστή έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/55 προκύπτει ρητώς ότι η οδηγία προβλέπει απλώς κοινά ελάχιστα πρότυπα περί των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας και οι απαιτήσεις περί παροχής υπηρεσιών δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να μπορούν να ερμηνεύονται, τηρουμένου του δικαίου της Ένωσης «σε εθνική βάση» και «λαμβανομένων υπόψη των εθνικών συνθηκών».

    31      Σημειωτέον επίσης ότι η εικοστή έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2003/55 διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι πελάτες, όταν συνδέονται με το δίκτυο αερίου, να ενημερώνονται σχετικά με τα δικαιώματά τους να προμηθεύονται αέριο συγκεκριμένης ποιότητας σε «λογικές τιμές».

    32      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η οδηγία 2003/55 παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να εκτιμούν αν, χάριν του γενικού οικονομικού συμφέροντος, μετά την 1η Ιουλίου 2007, πρέπει να επιβάλλουν στις επιχειρήσεις που παρεμβαίνουν στον τομέα του φυσικού αερίου υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου, μεταξύ άλλων, να διασφαλίσουν ότι η τιμή παροχής φυσικού αερίου στον τελικό καταναλωτή διατηρείται σε λογικά επίπεδα λαμβανομένου υπόψη ότι απόκειται στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε συγκερασμό, συνεκτιμώντας την κατάσταση του τομέα του φυσικού αερίου, των σκοπών της ελευθερώσεως και της απαραίτητης προστασίας του τελικού καταναλωτή, όπως αναφέρεται στις σκέψεις 18 και 20 της παρούσας αποφάσεως, τους οποίους επιδιώκει ο νομοθέτης της Ένωσης.

     Η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας

    33      Από την κατά γράμμα διατύπωση του άρθρου 106 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι οι υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας οι οποίες μπορούν, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/55, να επιβάλλονται στις επιχειρήσεις πρέπει να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας και, επομένως, οι υποχρεώσεις αυτές δεν επιτρέπεται να θίγουν τον ελεύθερο καθορισμό της τιμής παροχής φυσικού αερίου, μετά την 1η Ιουλίου 2007, παρά μόνον καθόσον απαιτείται για την υλοποίηση του σκοπού γενικού οικονομικού συμφέροντος τον οποίο επιδιώκουν και, κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια μιας οπωσδήποτε περιορισμένης χρονικής περιόδου.

    34      Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εκτιμήσει, στο πλαίσιο των διαφορών της κύριας δίκης, αν πληρούται η εν λόγω επιταγή περί αναλογικότητας. Πάντως, στο Δικαστήριο απόκειται να του παράσχει όλα τα απαραίτητα συναφώς στοιχεία όσον αφορά το δίκαιο της Ένωσης.

    35      Πρώτον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να είναι περιορισμένη, ως προς τη διάρκειά της, σε αυτό που είναι αυστηρώς αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού προκειμένου, μεταξύ άλλων, να μη διαιωνίζεται μέτρο το οποίο, ως εκ της φύσεώς του, συνιστά εμπόδιο στην πραγματοποίηση λειτουργικής εγχώριας αγοράς φυσικού αερίου. Συναφώς, μόνον η επίμαχη μνεία του εθνικού δικαίου περί του μεταβατικού χαρακτήρα της παρεμβάσεως δεν αρκεί για τη διαπίστωση του ανάλογου χαρακτήρα από απόψεως της διάρκειάς της. Στον εθνικό δικαστή απόκειται να εκτιμήσει αν εθνική ρύθμιση όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα καθορισμού του επιπέδου της τιμής παροχής φυσικού αερίου με την έκδοση «τιμών αναφοράς», όπως αυτών της κύριας δίκης, ανεξαρτήτως του νόμου της προσφοράς και της ζητήσεως, πληροί την επιταγή αυτή. Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν και κατά πόσον η διοίκηση υποχρεούται, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, να επανεξετάζει περιοδικώς, σε κοντινά χρονικά διαστήματα, την ανάγκη και τις λεπτομέρειες της παρεμβάσεώς της αναλόγως της εξελίξεως του τομέα του φυσικού αερίου.

    36      Δεύτερον, η εφαρμοζόμενη μέθοδος παρεμβάσεως δεν πρέπει να βαίνει πέραν αυτού που είναι αναγκαίο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού οικονομικού συμφέροντος.

    37      Συναφώς, από τις προσκομισθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου παρατηρήσεις, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, προκύπτει ότι ο καθορισμός των τιμών αναφοράς για την παροχή φυσικού αερίου, όπως αυτών της κύριας δίκης, έχει σκοπό να περιορίζει την επιρροή της αυξήσεως των τιμών των πετρελαϊκών προϊόντων στις διεθνείς αγορές η οποία, σε πλαίσιο όπου δεν είναι ακόμα αποτελεσματικός ο ανταγωνισμός στην αγορά του φυσικού αερίου, ειδικότερα στην αγορά των πωλήσεων χονδρικής, μετακυλίεται κατά μέγα μέρος, ελλείψει παρεμβάσεως, στην τιμή πωλήσεως που προσφέρεται στον τελικό πελάτη. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ελέγξει αν πρόκειται περί αυτού, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη τον σκοπό δημιουργίας μιας πλήρως λειτουργικής εσωτερικής αγοράς φυσικού αερίου και των επενδύσεων που απαιτούνται για την άσκηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στον τομέα του φυσικού αερίου.

    38      Αν, μετά τον έλεγχο αυτόν, προκύψει ότι, συνεπώς, δικαιολογείται τέτοια παρέμβαση, η επιταγή περί αναλογικότητας συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι περιορίζεται κατ’ αρχήν στη συνιστώσα της τιμής που τείνει άμεσα να αυξηθεί από τις συγκεκριμένες αυτές συνθήκες.

    39      Τρίτον, η επιταγή περί αναλογικότητας πρέπει επίσης να εκτιμάται σε σχέση με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του μέτρου και, ειδικότερα, των δικαιούχων του.

    40      Συναφώς, σημειωτέον ότι η επιταγή αυτή δεν εμποδίζει την εφαρμογή των «τιμών αναφοράς» για την παροχή φυσικού αερίου, όπως αυτών της κύριας δίκης, στο σύνολο των ιδιωτών πελατών, των οποίων η κατανάλωση φυσικού αερίου υπερβαίνει ορισμένο κατώτατο όριο και δεν περιορίζεται στον κύκλο αυτών, τους οποίους αφορά ρητώς το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2003/55, η προστασία των οποίων πρέπει οπωσδήποτε να διασφαλίζεται επειδή είναι ευάλωτοι.

    41      Αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζουν ενώπιον του Δικαστηρίου ορισμένες από τις προσφεύγουσες της κύριας δίκης, ο καθορισμός των τιμών αναφοράς για την παροχή φυσικού αερίου, όπως αυτών της κύριας δίκης, ευνοεί επίσης επιχειρήσεις ανεξαρτήτως του μεγέθους τους, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, διευκρινίζεται ότι η οδηγία 2003/55 δεν αποκλείει, κατ’ αρχήν, ότι οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν επίσης να τύχουν, ως τελικοί καταναλωτές φυσικού αερίου, υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας τις οποίες μπορούν να αποφασίσουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής. Η εικοστή έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής διευκρινίζει ειδικότερα ότι τα μέτρα που λαμβάνονται από τα κράτη μέλη για την προστασία των τελικών καταναλωτών ενδέχεται να διαφέρουν αναλόγως του αν απευθύνονται σε νοικοκυριά ή σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

    42      Πάντως, στην περίπτωση αυτή, κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας του επίμαχου εθνικού μέτρου, πρέπει να ληφθεί υπόψη, αφενός, το γεγονός ότι η κατάσταση των επιχειρήσεων είναι διαφορετική από αυτή των οικιακών καταναλωτών, εφόσον οι επιδιωκόμενοι σκοποί και τα υφιστάμενα συμφέροντα δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκη, και, αφετέρου, οι αντικειμενικές διαφορές μεταξύ των επιχειρήσεων, αναλόγως του μεγέθους τους.

    43      Υπό τις συνθήκες αυτές, πέραν της ιδιαίτερης περιπτώσεως, η οποία εξάλλου προβλήθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, της διαχειρίσεως συνιδιοκτησίας ακινήτων ιδιωτών, η προαναφερθείσα επιταγή περί αναλογικότητας δεν τηρείται, κατ’ αρχήν, αν ο καθορισμός των τιμών αναφοράς για την παροχή φυσικού αερίου, όπως αυτών της κύριας δίκης, ευνοεί κατά τον ίδιο τρόπο ιδιώτες και επιχειρήσεις, ως τελικούς καταναλωτές φυσικού αερίου.

     Ο σαφώς καθορισμένος, διαφανής, αμερόληπτος και επαληθεύσιμος χαρακτήρας των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας και η ανάγκη ισότιμης προσβάσεως των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους καταναλωτές

    44      Τέλος, πρέπει να πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 2003/55, περί του σαφώς καθορισμένου, διαφανούς, αμερόληπτου και επαληθεύσιμου χαρακτήρα των υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας που θεσπίζονται δυνάμει της διατάξεως αυτής, καθώς και περί της ανάγκης ισότιμης προσβάσεως των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους καταναλωτές.

    45      Όσον αφορά τον αμερόληπτο χαρακτήρα των υποχρεώσεων αυτών, στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να ελέγξει αν, λαμβανομένων υπόψη όλων των μέτρων που μπορεί να λάβει στον τομέα αυτόν το οικείο κράτος μέλος, ο καθορισμός των «τιμών αναφοράς» για την παροχή φυσικού αερίου, όπως αυτών της κύριας δίκης, που εφαρμόζεται κατά τον ίδιο τρόπο σε όλες τις επιχειρήσεις παροχής φυσικού αερίου πρέπει, ωστόσο, να θεωρηθεί ότι δημιουργεί δυσμενείς διακρίσεις.

    46      Τούτο θα ίσχυε αν, στην πραγματικότητα, η παρέμβαση αυτή κατέληγε στην επιβολή, κυρίως σε ορισμένες από τις εν λόγω επιχειρήσεις, της εξ αυτής προκύπτουσας οικονομικής επιβαρύνσεως, εν προκειμένω σε αυτές που δεν ασκούν και τη δραστηριότητα παραγωγής/εισαγωγής φυσικού αερίου.

    47      Επομένως, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα άρθρα 3, παράγραφος 2, και 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/55 δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα καθορισμού του επιπέδου της τιμής της παροχής φυσικού αερίου με τον καθορισμό «τιμών αναφοράς», όπως αυτών της κύριας δίκης, μετά την 1η Ιουλίου 2007, με την προϋπόθεση ότι η παρέμβαση αυτή:

    –        επιδιώκει γενικό οικονομικό συμφέρον το οποίο έγκειται στη διατήρηση της τιμής παροχής φυσικού αερίου στον τελικό καταναλωτή σε λογικά επίπεδα, λαμβανομένου υπόψη ότι απόκειται στα κράτη μέλη, συνεκτιμώντας την κατάσταση του τομέα του φυσικού αερίου, να προβαίνουν σε συγκερασμό των σκοπών της ελευθερώσεως και της απαραίτητης προστασίας του τελικού καταναλωτή, τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 2003/55·

    –        θίγει τον ελεύθερο καθορισμό των τιμών της παροχής φυσικού αερίου μετά την 1η Ιουλίου 2007 μόνον καθόσον απαιτείται για την πραγματοποίηση του σκοπού γενικού οικονομικού συμφέροντος και, κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια μιας οπωσδήποτε περιορισμένης χρονικής περιόδου, και

    –        είναι σαφώς καθορισμένη, διαφανής, αμερόληπτη, επαληθεύσιμη, και διασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους καταναλωτές.

     Επί των δικαστικών εξόδων

    48      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

    Τα άρθρα 3, παράγραφος 2, και 23, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/55/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2003, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 98/30/ΕΚ, δεν απαγορεύουν εθνική ρύθμιση, όπως αυτή της κύριας δίκης, η οποία παρέχει τη δυνατότητα καθορισμού του επιπέδου της τιμής παροχής φυσικού αερίου με τον καθορισμό «τιμών αναφοράς», όπως αυτών της κύριας δίκης, μετά την 1η Ιουλίου 2007, με την προϋπόθεση ότι η παρέμβαση αυτή:

    –        επιδιώκει γενικό οικονομικό συμφέρον το οποίο έγκειται στη διατήρηση της τιμής παροχής φυσικού αερίου στον τελικό καταναλωτή σε λογικά επίπεδα, λαμβανομένου υπόψη ότι απόκειται στα κράτη μέλη, συνεκτιμώντας την κατάσταση του τομέα του φυσικού αερίου, να προβαίνουν σε συγκερασμό των σκοπών της ελευθερώσεως και της απαραίτητης προστασίας του τελικού καταναλωτή, τους οποίους επιδιώκει η οδηγία 2003/55∙

    –        θίγει τον ελεύθερο καθορισμό των τιμών της παροχής φυσικού αερίου μετά την 1η Ιουλίου 2007 μόνον καθόσον απαιτείται για την πραγματοποίηση του σκοπού γενικού οικονομικού συμφέροντος και, κατά συνέπεια, κατά τη διάρκεια μιας οπωσδήποτε περιορισμένης χρονικής περιόδου, και

    –        είναι σαφώς καθορισμένη, διαφανής, αμερόληπτη, επαληθεύσιμη, και διασφαλίζει ισότιμη πρόσβαση των επιχειρήσεων φυσικού αερίου της Ένωσης στους καταναλωτές.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

    Top