This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62008CC0480
Opinion of Advocate General Kokott delivered on 20 October 2009. # Maria Teixeira v London Borough of Lambeth and Secretary of State for the Home Department. # Reference for a preliminary ruling: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - United Kingdom. # Freedom of movement for persons - Right of residence - National of a Member State who worked in another Member State and remained there after ceasing to work - Child in vocational training in the host Member State - No means of subsistence - Regulation (EEC) No 1612/68 - Article 12 - Directive 2004/38/EC. # Case C-480/08.
Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 20ής Οκτωβρίου 2009.
Maria Teixeira κατά London Borough of Lambeth και Secretary of State for the Home Department.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο.
Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Δικαίωμα διαμονής - Υπήκοος κράτους μέλους που απασχολήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο παρέμεινε μετά την παύση της επαγγελματικής του δραστηριότητας - Τέκνο το οποίο παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στο κράτος μέλος υποδοχής - Έλλειψη ιδίων μέσων διαβιώσεως - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 - Άρθρο 12 - Οδηγία 2004/38/EΚ.
Υπόθεση C-480/08.
Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Kokott της 20ής Οκτωβρίου 2009.
Maria Teixeira κατά London Borough of Lambeth και Secretary of State for the Home Department.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Court of Appeal (England & Wales) (Civil Division) - Ηνωμένο Βασίλειο.
Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Δικαίωμα διαμονής - Υπήκοος κράτους μέλους που απασχολήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο παρέμεινε μετά την παύση της επαγγελματικής του δραστηριότητας - Τέκνο το οποίο παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στο κράτος μέλος υποδοχής - Έλλειψη ιδίων μέσων διαβιώσεως - Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 - Άρθρο 12 - Οδηγία 2004/38/EΚ.
Υπόθεση C-480/08.
Συλλογή της Νομολογίας 2010 I-01107
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:642
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
JULIANE KOKOTT
της 20ής Οκτωβρίου 2009 ( 1 )
Υπόθεση C-480/08
Maria Teixeira
κατά
London Borough of Lambeth και Secretary of State for the Home Department
«Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων — Δικαίωμα διαμονής — Υπήκοος κράτους μέλους που απασχολήθηκε σε άλλο κράτος μέλος, στο οποίο παρέμεινε μετά την παύση της επαγγελματικής του δραστηριότητας — Τέκνο το οποίο παρακολουθεί μαθήματα επαγγελματικής εκπαιδεύσεως στο κράτος μέλος υποδοχής — Έλλειψη ιδίων μέσων διαβιώσεως — Κανονισμός (ΕΟΚ) 1612/68 — Άρθρο 12 — Οδηγία 2004/38/EΚ»
I — Εισαγωγή
1. |
Αναγνωρίζεται σε πολίτη της ΕΕ, η οποία δεν εργάζεται ούτε διαθέτει επαρκείς πόρους, υπό την ιδιότητα του έχοντος την επιμέλεια της κόρης της προσώπου, δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος στο οποίο η κόρη φοιτά ως τέκνο πρώην διακινούμενου εργαζομένου; |
2. |
Το ανωτέρω ερώτημα, που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως από το Court of Appeal (England and Wales) (Civil Division) ( 2 ), δίνει στο Δικαστήριο την αφορμή να διευκρινίσει την προηγούμενη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 12 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 ( 3 ) –όπως αυτή προκύπτει ιδίως από την απόφαση Baumbast και R ( 4 )– και να διασαφηνίσει τη σχέση μεταξύ της εν λόγω διατάξεως και της νέας οδηγίας περί ζητημάτων διαμονής για τους πολίτες της ΕΕ και τα μέλη της οικογένειάς τους, η οποία εκδόθηκε το 2004 (οδηγία 2004/38/EΚ ( 5 )). Το ζήτημα αυτό είναι μείζονος σημασίας, όχι μόνο για πολυάριθμους πολίτες της ΕΕ που έχουν εγκαταλείψει την πατρίδα τους και κατοικούν σε άλλα κράτη μέλη, αλλά και για τα εκάστοτε κράτη μέλη υποδοχής. |
3. |
Η υπό κρίση υπόθεση παρουσιάζει ορισμένα κοινά σημεία με την εκκρεμούσα υπόθεση Ibrahim (C-310/08) ( 6 ), η οποία επίσης αφορά αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως εκ μέρους του Court of Appeal. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις υπεβλήθησαν στην Αγγλία αιτήσεις στεγαστικής αρωγής από πρόσωπα που δεν εργάζονται και δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους. Προς στήριξη των αξιώσεών τους, τα πρόσωπα αυτά επικαλούνται ότι έχουν δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο, ως έχοντα την επιμέλεια των ανήλικων τέκνων τους, τα οποία φοιτούν εκεί σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εν αντιθέσει προς την υπόθεση Ibrahim, στην υπόθεση Teixeira η αίτηση για τη χορήγηση παροχών κοινωνικής πρόνοιας δεν προέρχεται από υπήκοο τρίτης χώρας, αλλά από πολίτη της ΕΕ, η οποία εργαζόταν η ίδια στο παρελθόν στο Ηνωμένο Βασίλειο και συνεχίζει να διαμένει εκεί. |
II — Νομικό πλαίσιο
Α — Κοινοτικό δίκαιο
4. |
Το κοινοτικό νομικό πλαίσιο ορίζεται βάσει, αφενός, της οδηγίας 2004/38 και, αφετέρου, του κανονισμού 1612/68. |
1. Η οδηγία 2004/38
5. |
Η οδηγία 2004/38 περιέχει στο κεφάλαιο I (άρθρα 1 έως 3) γενικές διατάξεις, στο κεφάλαιο III (άρθρα 6 έως 15) κανόνες περί του δικαιώματος διαμονής και στο κεφάλαιο IV (άρθρα 16 έως 21) κανόνες περί του δικαιώματος μόνιμης διαμονής. |
6. |
Σύμφωνα με τον ορισμό στο άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο γʹ, ως «μέλη της οικογενείας» υπό την έννοια της οδηγίας 2004/38 νοούνται «οι απευθείας κατιόντες οι οποίοι είναι κάτω της ηλικίας των 21 ετών ή είναι συντηρούμενοι καθώς και εκείνοι του (της) συζύγου ή του (της) συντρόφου, όπως ορίζεται στο στοιχείο βʹ». |
7. |
Το άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38, το οποίο φέρει τον τίτλο «δικαίωμα διαμονής άνω των τριών μηνών», ορίζει μεταξύ άλλων τα εξής: «1) Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον:
2) Το δηλούμενο στην παράγραφο 1 δικαίωμα διαμονής εκτείνεται περαιτέρω στα μέλη της οικογενείας τα οποία δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, όταν συνοδεύουν ή πηγαίνουν να συναντήσουν, στο κράτος μέλος υποδοχής, τον πολίτη της ΕΕ και εφόσον ο εν λόγω πολίτης πληροί τους όρους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στοιχεία αʹ, βʹ ή γʹ. 3) Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο αʹ, η ιδιότητα του μισθωτού ή του μη μισθωτού διατηρείται για τον πολίτη της ΕΕ που δεν είναι πλέον μισθωτός ή μη μισθωτός στις ακόλουθες περιπτώσεις:
4) […]» |
8. |
Σε ό,τι αφορά τη διατήρηση του δικαιώματος διαμονής από τα μέλη της οικογενείας σε περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης του πολίτη της ΕΕ, το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 περιέχει την ακόλουθη ρύθμιση: «Η αναχώρηση του πολίτη της Ένωσης από το κράτος μέλος υποδοχής ή ο θάνατός του δεν συνεπάγεται απώλεια του δικαιώματος διαμονής των τέκνων του ή του γονέα ο οποίος ασκεί πραγματικά την επιμέλεια των τέκνων, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, εφόσον τα τέκνα διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής και είναι εγγεγραμμένα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα με σκοπό την πραγματοποίηση σπουδών, έως την ολοκλήρωση των σπουδών τους.» |
9. |
Συμπληρωματικώς επισημαίνεται η ρύθμιση του άρθρου 16 της οδηγίας 2004/38, το οποίο περιέχει γενικούς κανόνες για το δικαίωμα μόνιμης διαμονής για τους πολίτες της ΕΕ και τα μέλη των οικογενειών τους: «1) Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. Το δικαίωμα αυτό δεν υπόκειται στους όρους που προβλέπονται στο κεφάλαιο III. […] 3) Το αδιάλειπτο της διαμονής δεν θίγεται από προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν συνολικά τους έξι μήνες ετησίως ούτε από απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας για την εκπλήρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή από μία απουσία δώδεκα συναπτών μηνών κατ' ανώτατο όριο για σοβαρούς λόγους, ιδίως εγκυμοσύνη και μητρότητα, σοβαρή ασθένεια, σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση ή τοποθέτηση σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα. 4) Αφ’ ης στιγμής αποκτηθεί, απώλεια του δικαιώματος μόνιμης διαμονής επέρχεται μόνο σε περίπτωση απουσίας από το κράτος μέλος υποδοχής για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει τα δύο συναπτά έτη.» |
10. |
Σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 1, η μεταφορά της οδηγίας 2004/38 από τα κράτη μέλη έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί έως την 30ή Απριλίου 2006. |
2. Ο κανονισμός 1612/68
11. |
Ο κανονισμός 1612/68 αποτελεί πρόδρομη ρύθμιση της οδηγίας 2004/38, μετά την έκδοση της οποίας τέθηκε εν μέρει εκτός ισχύος ( 7 ). |
12. |
Το άρθρο 10 του κανονισμού 1612/68, το οποίο καταργήθηκε με την οδηγία 2004/38, όριζε έως τις 30 Απριλίου 2006 τα εξής: «1) Ανεξαρτήτως της ιθαγενείας των, έχουν δικαίωμα εγκαταστάσεως μετά του εργαζομένου υπηκόου ενός κράτους μέλους που απασχολείται στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους τα εξής πρόσωπα:
2) Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την είσοδο οποιουδήποτε μέλους της οικογενείας που δεν ωφελείται από τις διατάξεις της παραγράφου 1 εφόσον συντηρείται ή ζει στην χώρα προελεύσεως, υπό την αυτή στέγη με τον εργαζόμενο που αναφέρεται ανωτέρω. 3) Για την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2 ο εργαζόμενος πρέπει να διαθέτει για την οικογένειά του κατοικία, η οποία θεωρείται κανονική για τους ημεδαπούς εργαζομένους στην περιφέρεια όπου απασχολείται χωρίς εντούτοις η διάταξη αυτή να δύναται να οδηγήσει στη δημιουργία διακρίσεως μεταξύ των ημεδαπών εργαζομένων και των εργαζομένων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη.» |
13. |
Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και μετά τη θέση σε ισχύ της οδηγίας 2004/38, περιέχει την ακόλουθη ρύθμιση: «Τα τέκνα του υπηκόου κράτους μέλους που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους, εφόσον τα τέκνα αυτά διαμένουν στην επικράτειά του. Τα κράτη μέλη ενθαρρύνουν τις πρωτοβουλίες που επιτρέπουν στα τέκνα αυτά να παρακολουθήσουν τα ανωτέρω μαθήματα με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις.» |
Β — Εθνικό δίκαιο
14. |
Οι σχετικές εθνικές διατάξεις χαρακτηρίζονται στην απόφαση περί παραπομπής ως «περίπλοκες» και παρατίθενται μόνον υπό μορφή περιλήψεως. Βάσει αυτής, το εσωτερικό νομικό καθεστώς διαμορφώνεται ως εξής. |
15. |
Κατά τον Housing Act [νόμος περί στέγης] ( 8 ), ο οποίος εκδόθηκε το 1996, χορηγείται στεγαστική αρωγή σε «δικαιούχους», οι οποίοι είναι άστεγοι και πληρούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις. |
16. |
Το άρθρο 185 του Housing Act 1996 ( 9 ) ορίζει ότι ένα πρόσωπο δεν δικαιούται αρωγή, εφόσον «είναι αλλοδαπός που δεν πληροί τις προϋποθέσεις για τη χορήγηση αρωγής». Διευκρινήσεις, ως προς τη συγκεκριμένη διάταξη σε ό,τι αφορά την Αγγλία, περιέχονται σε υπουργική απόφαση, τις λεγόμενες Eligibility Regulations ( 10 ). |
17. |
Ειδικότερα, από το άρθρο 6, παράγραφος 1, των Eligibility Regulations συνάγεται ότι πρόσωπα μη υποκείμενα σε μεταναστευτικό έλεγχο δικαιούνται να διεκδικήσουν στεγαστική αρωγή μόνον εφόσον έχουν συνήθη διαμονή στο Ηνωμένο Βασίλειο και διαθέτουν επίσης εκεί δικαίωμα διαμονής ( 11 ). |
18. |
Δικαίωμα διαμονής αναγνωρίζεται συνεπώς, πέραν των Βρετανών πολιτών, μεταξύ άλλων και σε πολίτες της ΕΕ, οι οποίοι ασκούν το κοινοτικό δικαίωμα εισόδου και παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα ( 12 ). Οι πολίτες της ΕΕ αποκλείονται της αρωγής εφόσον θεμελιώνουν δικαίωμα διαμονής μόνον ως αναζητούντες εργασία, ή ως μέλη της οικογενείας προσώπου που αναζητεί εργασία, ή ως ασκούντες το δικαίωμα αρχικής παραμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο για διάστημα μη υπερβαίνον τους τρεις μήνες ( 13 ). |
19. |
Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 2, των Eligibility Regulations, δεν υπάγονται στον έλεγχο του κριτηρίου της συνήθους διαμονής οι ακόλουθες, μεταξύ άλλων, κατηγορίες πολιτών της ΕΕ: οι μισθωτοί εργαζόμενοι, οι μη μισθωτοί εργαζόμενοι, τα μέλη των οικογενειών μισθωτών ή μη μισθωτών εργαζομένων, καθώς και οι έχοντες δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο. |
20. |
Τέλος, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2004/38 μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου με τις Immigration (European Economic Area) Regulations 2006 ( 14 ), οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ την 30ή Απριλίου 2006. |
III — Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη
21. |
Η M. Teixeira γεννήθηκε στις 7 Μαρτίου 1971 και έχει πορτογαλική ιθαγένεια. Ήρθε στην Αγγλία το 1989 και εργάστηκε εκεί ως καθαρίστρια από το 1989 μέχρι το 1991. Μαζί της ήρθε και ο σύζυγός της, ο οποίος είναι επίσης Πορτογάλος υπήκοος. Στις γεννήθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο η Patricia, κόρη του ζεύγους. Η Patricia άρχισε να φοιτά εκεί σε εκπαιδευτικό ίδρυμα σε χρόνο κατά τον οποίο η M. Teixeira δεν εργαζόταν ( 15 ). |
22. |
Αργότερα ο γάμος της M. Teixeira με τον σύζυγό της λύθηκε με διαζύγιο. Ο πρώην σύζυγός της εξακολουθεί να ζει στην Αγγλία. Με δικαστική απόφαση που εκδόθηκε στις 13 Ιουνίου 2006, ορίστηκε ότι η Patricia θα κατοικούσε με τον πατέρα της, θα μπορούσε όμως να έχει επικοινωνία με τη μητέρα της όποτε το επιθυμούσε. Τον Νοέμβριο του 2006, η Patricia ενεγράφη σε ολοήμερο σχολείο στο Vauxhall Learning Centre ( 16 ) στον Δήμο Lambeth του Λονδίνου. Τον Μάρτιο του 2007, η δεκαπεντάχρονη τότε Patricia μετακόμισε στη μητέρα της. |
23. |
Η M. Teixeira είχε κατά διαστήματα προσωρινή εργασία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Για τελευταία φορά εργάστηκε στις αρχές του 2005. |
24. |
Στις 11 Απριλίου 2007 η M. Teixeira υπέβαλε στο London Borough of Lambeth ( 17 ) αίτηση για τη χορήγηση στεγαστικής αρωγής υπό την ιδιότητα αστέγου. Η αίτηση απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η M. Teixeira δεν είχε το σχετικό δικαίωμα. Η ασκηθείσα κατά της εν λόγω απορριπτικής αποφάσεως ένσταση της M. Teixeira δεν έγινε επίσης δεκτή. |
25. |
Η M. Teixeira προσέβαλε την άρνηση της διοικήσεως να της χορηγήσει στεγαστική αρωγή με προσφυγή σε πρώτο βαθμό ενώπιον του London Lambeth County Court ( 18 ), η οποία εντούτοις απορρίφθηκε ( 19 ). Η δικαστική διαφορά εκκρεμεί επί του παρόντος σε δεύτερο βαθμό ενώπιον του Court of Appeal of England and Wales (Civil Division), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου. |
26. |
Σύμφωνα με την απόφαση περί παραπομπής η M. Teixeira παραδέχθηκε στην κύρια δίκη ότι:
|
27. |
Στα πλαίσια της κύρια δίκης, η M. Teixeira θεμελίωσε το δικαίωμα διαμονής της στο Ηνωμένο Βασίλειο στο γεγονός μόνον ότι από τον Μάιο του 2007 είναι το πρόσωπο που έχει την επιμέλεια της κόρης της Patricia, η οποία, από την πλευρά της, φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα στο Ηνωμένο Βασίλειο και έχει δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο με βάση το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 ( 20 ). |
IV — Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως και διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
28. |
Με την από 10 Οκτωβρίου 2008 απόφασή του, το Court of Appeal ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα: «Στην περίπτωση κατά την οποία i) πολίτης της ΕΕ εισήλθε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ii) η εν λόγω πολίτης της ΕΕ ήταν για ορισμένες περιόδους μισθωτή εργαζομένη στο Ηνωμένο Βασίλειο, iii) έπαψε να είναι εργαζομένη αλλά δεν εγκατέλειψε το Ηνωμένο Βασίλειο, iv) δεν διατήρησε την ιδιότητα του μισθωτού εργαζομένου και δεν έχει δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 7 ούτε δικαίωμα μόνιμης διαμονής κατά το άρθρο 16 της οδηγίας 2004/38 και στην περίπτωση που v) το τέκνο της εν λόγω πολίτη της ΕΕ άρχισε να φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα σε χρόνο κατά τον οποίο η μητέρα δεν ήταν μισθωτή εργαζομένη αλλά το τέκνο συνέχισε να φοιτά στο Ηνωμένο Βασίλειο στη διάρκεια των περιόδων κατά τις οποίες η πολίτης της ΕΕ εργαζόταν στο Ηνωμένο Βασίλειο, vi) η πολίτης της ΕΕ είναι το κυρίως έχον την επιμέλεια του τέκνου πρόσωπο και vii) η πολίτης της ΕΕ και το τέκνο της δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους,
|
29. |
Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία, εκτός της M. Teixeira και του London Borough of Lambeth, υπέβαλαν γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις η Δανική Κυβέρνηση, η Πορτογαλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( 21 ). Επιπλέον, η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις. |
V — Εκτίμηση
30. |
Με την αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως το αιτούν δικαστήριο αποβλέπει κυρίως στην εξέταση του ζητήματος αν μια μη εργαζόμενη πολίτης της ΕΕ, στην κατάσταση της M. Teixeira, έχει βάσει του κοινοτικού δικαίου δικαίωμα διαμονής, ακόμη και στην περίπτωση που η ίδια δεν είναι οικονομικώς ανεξάρτητη. Διότι σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η ύπαρξη δικαιώματος διαμονής θα αποτελούσε προϋπόθεση για τη χορήγηση της αιτηθείσας από την M. Teixeira στεγαστικής αρωγής. |
31. |
Οι απόψεις των μετεχόντων στη διαδικασία επ’ αυτού διίστανται. |
32. |
Η M. Teixeira υποστηρίζει ότι, ως έχουσα την επιμέλεια της φοιτούσας κόρης της έχει, σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο χωρίς να απαιτείται να διαθέτει η ίδια επαρκείς πόρους ή ασφάλιση ασθενείας. Την ίδια άποψη ασπάζονται τόσο η Επιτροπή όσο και η Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ. Ομοίως τοποθετήθηκε, εξάλλου και η Ιταλική Κυβέρνηση στην υπόθεση Ibrahim (C-310/08). Η Πορτογαλική Κυβέρνηση καταλήγει επίσης στο ίδιο συμπέρασμα ( 22 ). Εκ διαμέτρου αντίθετη, εντούτοις, είναι η θέση του London Borough of Lambeth, της Δανικής Κυβερνήσεως και της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως συνέβη εξάλλου και με την Ιρλανδία στην υπόθεση Ibrahim. |
33. |
Στη συνέχεια, αφού εξετάσω το ζήτημα, κατά πόσο μια πολίτης της ΕΕ στην κατάσταση της M. Teixeira μπορεί, ως το έχον την επιμέλεια του τέκνου της πρόσωπο, να θεμελιώσει δικαίωμα διαμονής στηριζόμενο αποκλειστικά και μόνο στο άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 (βλ. κατωτέρω, υπό A), θα εξετάσω κατά πόσον το εν λόγω δικαίωμα διαμονής προϋποθέτει ότι ο ενδιαφερόμενος διαθέτει επαρκείς πόρους και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας (βλ. κατωτέρω, υπό B), ενώ, τέλος, θα εστιάσω στους τρεις χρονικούς παράγοντες που ερευνά το αιτούν δικαστήριο αναφορικά με τις ενδεχόμενες αξιώσεις της M. Teixeira βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 (βλ. κατωτέρω, υπό Γ). |
Α — Προκύπτει βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 δικαίωμα διαμονής για γονέα λόγω της ιδιότητάς του ως του έχοντος την επιμέλεια τέκνου προσώπου;
34. |
Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου ερωτήματος ( 23 ) το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 προκύπτει δικαίωμα διαμονής για πρόσωπο που, ως γονέας, ασκεί στο κράτος μέλος υποδοχής την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου, το οποίο φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα. |
35. |
Δεν αμφισβητείται ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 αναγνωρίζει δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση: τα τέκνα διακινούμενου εργαζομένου που απασχολείται ή έχει απασχοληθεί κατά το παρελθόν στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους «γίνονται δεκτά στα μαθήματα γενικής εκπαιδεύσεως, μαθητείας και επαγγελματικής εκπαιδεύσεως», εφόσον τα τέκνα αυτά διαμένουν στην επικράτειά του. Επιδέχεται αμφισβήτηση, εντούτοις, κατά πόσον το εν λόγω δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση συνεπάγεται επίσης δικαίωμα διαμονής του τέκνου και του έχοντος την επιμέλεια αυτού γονέα στο κράτος μέλος υποδοχής. |
36. |
Το ενδεχόμενο δικαίωμα διαμονής ενός γονέα ως έχοντος την επιμέλεια προσώπου είναι παρεπόμενο του δικαιώματος διαμονής του τέκνου και προϋποθέτει, συνεπώς, δικαίωμα διαμονής του ίδιου του τέκνου. Για τον λόγο αυτόν, θα αναφερθώ, καταρχάς, στο δικαίωμα διαμονής του τέκνου για σκοπούς εκπαίδευσης (κατωτέρω, υπό 1) και, στη συνέχεια, στο δικαίωμα διαμονής του έχοντος την επιμέλεια του τέκνου προσώπου (κατωτέρω, υπό 2). |
1. Το δικαίωμα διαμονής του τέκνου για σκοπούς εκπαίδευσης
37. |
Το London Borough of Lambeth, η Δανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζουν την άποψη ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 θεμελιώνει αποκλειστικά και μόνο δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση, χωρίς να απορρέει από τη συγκεκριμένη διάταξη αντίστοιχο δικαίωμα διαμονής του τέκνου, το οποίο θεωρούν ότι αρχικώς θεσπιζόταν στο άρθρο 10 του κανονισμού ενώ, μετά την κατάργηση της εν λόγω διατάξεως, αναγνωρίζεται βάσει της οδηγίας 2004/38 ( 24 ). |
38. |
Είναι αληθές ότι το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 δεν αναγνωρίζει στα τέκνα δικαίωμα να θεμελιώσουν για πρώτη φορά τη διαμονή τους στο κράτος μέλος υποδοχής. Όπως προκύπτει και από το γράμμα του άρθρου 12, τα τέκνα έχουν το δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση μόνον «εφόσον διαμένουν στην επικράτεια του κράτους μέλους». Αφορά, συνεπώς, τέκνα τα οποία έχουν ήδη εγκατασταθεί στο κράτος μέλος υποδοχής προκειμένου να συμβιώσουν με διακινούμενο εργαζόμενο ( 25 ). Το κατά το άρθρο 12 δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση βασίζεται στο γεγονός ότι ένα τέκνο ακολουθεί στο κράτος μέλος υποδοχής τον πατέρα ή τη μητέρα του υπό την ιδιότητά του ως διακινούμενου εργαζομένου ( 26 ). |
39. |
Αν όμως το τέκνο, ως μέλος της οικογενείας ενός διακινούμενου εργαζομένου, κατοικεί μόνιμα στο κράτος μέλος υποδοχής ή –όπως στην προκειμένη περίπτωση της κόρης της M. Teixeira– έχει γεννηθεί εκεί, τότε, βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, αποκτά αυτοτελές νομικό καθεστώς, με αποτέλεσμα το δικαίωμα του τέκνου για μελλοντική πρόσβαση στην εκπαίδευση να μην προϋποθέτει πλέον να διατηρεί ο πατέρας ή η μητέρα του την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής ( 27 ). Δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση αναγνωρίζεται επίσης στο τέκνο, του οποίου ο γονέας «έχει απασχοληθεί» μόνο στο παρελθόν ως διακινούμενος εργαζόμενος στο κράτος μέλος υποδοχής. |
40. |
Συνεπώς, εν αντιθέσει προς την άποψη ορισμένων μετεχόντων στη δίκη, η άσκηση του δικαιώματος πρόσβασης στην εκπαίδευση δεν μπορεί ιδίως να προϋποθέτει ότι το τέκνο διατηρεί καθ’ όλη τη διάρκεια της εκπαίδευσής του ειδικό δικαίωμα διαμονής βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1612/68 ( 28 ), ότι δηλαδή εξακολουθεί να δικαιούται να κατοικεί με τον ένα γονέα, ο οποίος είναι διακινούμενος εργαζόμενος ( 29 ). Ειδάλλως, το δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση θα περιοριζόταν σε μεγάλο βαθμό, ειδικότερα για τα τέκνα πρώην διακινούμενων εργαζομένων κατά το άρθρο 12. Συχνά, ο γονέας ο οποίος «έχει απασχοληθεί» στο κράτος μέλος υποδοχής, εγκαταλείπει εκ νέου το εν λόγω κράτος μετά την παύση της απασχόλησής του, ούτως ώστε να μην είναι πλέον εφικτή η συγκατοίκηση με το τέκνο ( 30 ). |
41. |
Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 ουδόλως αναφέρεται εξάλλου σε διατάξεις περί του δικαιώματος διαμονής, αλλά αρκείται στην προϋπόθεση το τέκνο διακινούμενου εργαζομένου το οποίο επιθυμεί να φοιτήσει σε εκπαιδευτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος υποδοχής να «διαμένει» ήδη σε αυτό. |
42. |
Το σχετικό δικαίωμα του τέκνου ενός διακινούμενου εργαζομένου το οποίο διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής να παραμείνει εκεί για σκοπούς εκπαίδευσης προκύπτει άμεσα από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 ( 31 ), με δεδομένο ότι λόγω του ρυθμιστικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, αλλά και των σκοπών που υπηρετεί, η εν λόγω διάταξη δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, ούτε να καθίσταται άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας ( 32 ). |
43. |
Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 εντάσσεται σε μια σειρά διατάξεων, οι οποίες αποσκοπούν στη δημιουργία των βέλτιστων προϋποθέσεων για την ενσωμάτωση της οικογενείας ενός διακινούμενου εργαζομένου στο κράτος υποδοχής ( 33 ). Όπως έχει επισημάνει το Δικαστήριο, η ενσωμάτωση αυτή μπορεί να πετύχει μόνον εφόσον το τέκνο έχει τη δυνατότητα να αρχίσει τη σχολική του εκπαίδευση και να φοιτήσει στο κράτος μέλος υποδοχής, προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του με επιτυχία ( 34 ). |
44. |
Ένας διακινούμενος εργαζόμενος θα ήταν επιφυλακτικός να κάνει χρήση του δικαιώματός του για ελεύθερη κυκλοφορία, αν δεν μπορούσε να διασφαλίσει ότι τα τέκνα του θα έχουν πρόσβαση στην εκπαίδευση και δυνατότητα ολοκλήρωσης αυτής στο κράτος μέλος υποδοχής ( 35 ). Αν οποιαδήποτε διακοπή ή παύση της απασχόλησης του διακινούμενου εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής συνεπάγετο αυτομάτως απώλεια του δικαιώματος διαμονής των τέκνων του, τα οποία, συνεπώς, θα ήταν υποχρεωμένα να διακόψουν τις σπουδές τους, θα επέρχονταν σοβαρότατες επιπτώσεις στην ακαδημαϊκή και επαγγελματική τους εξέλιξη. Στην περίπτωση αυτή, τα τέκνα θα υποχρεούντο πιθανόν να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην αλλοδαπή, γεγονός που, λόγω της διαφοράς των εθνικών εκπαιδευτικών συστημάτων και της εκάστοτε γλώσσας διδασκαλίας, θα συνεπαγόταν σημαντικές δυσκολίες. Οι εν λόγω αρνητικές επιπτώσεις μπορούν να αποφευχθούν μόνον εφόσον, ιδίως σε ό,τι αφορά το δικαίωμα διαμονής, καταστεί εφικτό στα τέκνα του διακινούμενου εργαζομένου να συνεχίσουν και να ολοκληρώσουν τη σχολική και επαγγελματική τους εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής, ανεξαρτήτως εάν ο γονέας τους απασχολείται ή όχι στο κράτος αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της εκπαίδευσής τους. Ταυτόχρονα, διασφαλίζεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η βέλτιστη πλήρης ενσωμάτωση των τέκνων των διακινούμενων εργαζομένων στο κράτος μέλος υποδοχής. |
45. |
Βάσει των ανωτέρω, θα αντέκειτο στο ρυθμιστικό πλαίσιο και στον σκοπό του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 η εξάρτηση της ασκήσεως του δικαιώματος πρόσβασης στην εκπαίδευση από την ύπαρξη ειδικού δικαιώματος διαμονής του τέκνου με βάση άλλες νομικές διατάξεις ( 36 ). Αντιθέτως, το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 αναγνωρίζει στο τέκνο που φοιτά σε εκπαιδευτικό ίδρυμα αυτοτελές δικαίωμα διαμονής ( 37 ). |
46. |
Εν αντιθέσει προς την άποψη ορισμένων μετεχόντων στη διαδικασία, η θέση σε εφαρμογή της οδηγίας 2004/38 δεν τροποποίησε τα ανωτέρω. Ουδόλως συνάγεται ότι στόχος του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να τροποποιήσει, μέσω της έκδοσης της οδηγίας 2004/38, το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, όπως αυτό ερμηνεύονταν κατά πάγιο τρόπο από το Δικαστήριο ( 38 ), και να περιορίσει εφεξής το κανονιστικό του περιεχόμενο του στο δικαίωμα μόνον πρόσβασης στην εκπαίδευση. |
47. |
Οι τροποποιήσεις που επέφερε η οδηγία 2004/38 στον κανονισμό 1612/68 περιορίζονται στην κατάργηση των άρθρων 10 και 11 αυτού. Εντούτοις, το δικαίωμα των τέκνων διακινούμενων εργαζομένων να παραμείνουν στο κράτος μέλος υποδοχής για σκοπούς εκπαίδευσης δεν στηρίζεται σε κανένα εκ των δύο αυτών άρθρων. Αντιθέτως, το εν λόγω δικαίωμα διαμονής απορρέει, όπως μόλις καταδείχθηκε ( 39 ), άμεσα από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68, το ρυθμιστικό περιεχόμενο του οποίου δεν τροποποίησε η οδηγία 2004/38. |
48. |
Στα ανωτέρω δεν μπορεί να αντιταχθεί η άποψη ότι στην οδηγία 2004/38 συνοψίζεται πλέον το σύνολο των δικαιωμάτων διαμονής για τους πολίτες της ΕΕ και τα μέλη της οικογενείας τους, ώστε να μην μπορεί πλέον να συναχθεί αυτοτελές δικαίωμα διαμονής από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68. Ασφαλώς, η οδηγία 2004/38 κωδικοποίησε τις τότε ισχύουσες κοινοτικές πράξεις, οι οποίες ρύθμιζαν τη νομική κατάσταση συγκεκριμένων ομάδων προσώπων ( 40 ). Επίσης, η οδηγία ισχύει αναμφισβήτητα για κάθε πολίτη της ΕΕ και τα μέλη της οικογενείας του ( 41 ). Δεν θα πρέπει εντούτοις να παραβλεφθεί το γεγονός ότι η οδηγία δεν περιέχει ολοκληρωμένη και αποκλειστική ρύθμιση όλων των πιθανών δικαιωμάτων διαμονής των εν λόγω πολιτών της ΕΕ και των μελών των οικογενειών τους. |
49. |
Απουσιάζει, παραδείγματος χάριν, από την οδηγία 2004/38, όπως άλλωστε και από τις προϊσχύσασες αυτής ρυθμίσεις, μια σαφής και ολοκληρωμένη ρύθμιση του δικαιώματος διαμονής για τους γονείς οι οποίοι δεν εργάζονται, ασκούν όμως την επιμέλεια ανήλικων πολιτών της ΕΕ ( 42 ). Επίσης, η οδηγία 2004/38 δεν περιέχει ρητές διατάξεις σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των μελών της οικογενείας πολίτη της ΕΕ στο κράτος καταγωγής του, σε περίπτωση που ο τελευταίος επιστρέψει σε αυτό ( 43 ). |
50. |
Ούτε όμως τα υπό κρίση ζητήματα δικαιώματος διαμονής που αφορούν στην εκπαίδευση τέκνων πολιτών της ΕΕ ρυθμίζονται εξαντλητικά στην οδηγία 2004/38. |
51. |
Στα τέκνα πολίτη της ΕΕ που φοιτούν αναγνωρίζεται, με βάση τους γενικούς κανόνες της οδηγίας, δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής ως μέλη οικογενείας ( 44 ). Εντούτοις, στην οδηγία 2004/38 απουσιάζει ένα ειδικό δικαίωμα διαμονής για τέκνα που φοιτούν, το οποίο θα ήταν συγκρίσιμο με εκείνο του κανονισμού 1612/68. Ειδικότερα, το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας δεν αναγνωρίζει ανάλογο αυτοτελές δικαίωμα διαμονής για σκοπούς εκπαίδευσης. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη δικαιώματος διαμονής και προβλέπει τη διατήρησή του μόνο σε περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης ενός πολίτη της ΕΕ, έως ότου το τέκνο του εν λόγω πολίτη της ΕΕ ολοκληρώσει τις σπουδές του ( 45 ). |
52. |
Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 και το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 δεν είναι ταυτόσημα. Σε ό,τι αφορά το προσωπικό πεδίο εφαρμογής, το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας είναι ευρύτερο έναντι του άρθρου 12 του κανονισμού, διότι καλύπτει και τα τέκνα των οικονομικά μη ενεργών πολιτών της ΕΕ. Αντιθέτως, σε ό,τι αφορά το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής, το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας είναι πολύ πιο περιορισμένο έναντι του άρθρου 12 του κανονισμού, διότι περιέχει ρύθμιση μόνο για την περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης πολίτη της ΕΕ. |
53. |
Η απουσία αυτοτελούς και πλήρους δικαιώματος διαμονής για σκοπούς εκπαίδευσης στην οδηγία 2004/38 καθιστά σαφές ότι ακόμη και μετά τη θέση σε ισχύ της εν λόγω οδηγίας εξακολουθεί να υφίσταται περιθώριο για την εφαρμογή του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 ως νομικής βάσεως των δικαιωμάτων διαμονής. |
54. |
Αυτό ισχύει, αφενός, για τα σπουδάζοντα τέκνα διακινούμενων εργαζομένων τα οποία έχουν ήδη συμπληρώσει το 21ο έτος της ηλικίας τους και δεν είναι συντηρούμενα. Τα τέκνα αυτά δεν απολαύουν πλέον γενικού δικαιώματος διαμονής κατά το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2004/38, διότι δεν θεωρούνται μέλη της οικογενείας ( 46 ). Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, αντιθέτως, δεν θέτει ηλικιακούς περιορισμούς ούτε προϋποθέτει ότι το πρόσωπο που σπουδάζει είναι συντηρούμενο ( 47 ). |
55. |
Αφετέρου, το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 είναι λυσιτελές όταν εξετάζεται το δικαίωμα διαμονής των τέκνων πρώην διακινούμενων εργαζομένων τα οποία φοιτούν. Όπως προαναφέρθηκε, η οδηγία 2004/38 δεν περιέχει συναφώς παρά ανεπαρκή ρύθμιση στο άρθρο 12, παράγραφος 3, η οποία ισχύει μόνο στην περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης, δεν καλύπτει όμως τα τέκνα πρώην διακινούμενου εργαζομένου ο οποίος, μετά την παύση της απασχόλησής του, παρέμεινε στο κράτος μέλος υποδοχής. Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 καλύπτει, αντιθέτως, και την τελευταία περίπτωση ( 48 ). |
56. |
Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι εκδίδοντας την οδηγία 2004/38 ο κοινοτικός νομοθέτης απέβλεπε, σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα διαμονής των τέκνων που φοιτούν, στην εσκεμμένη υποβάθμιση του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 και στην αναγνώριση ειδικών δικαιωμάτων διαμονής μόνο στα πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας. Διότι σκοπός της οδηγίας 2004/38 είναι να απλοποιηθεί και να ενισχυθεί το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των πολιτών της Ένωσης. Δεν θα ήταν συμβατό με τον σκοπό αυτόν να απορρέουν από την οδηγία 2004/38 λιγότερα δικαιώματα για τους πολίτες της ΕΕ, συγκριτικά με δευτερεύουσες νομικές πράξεις, τις οποίες η ίδια τροποποιεί ή καταργεί ( 49 ). |
57. |
Το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 παραμένει, συνεπώς, ακόμη και μετά τη θέση σε ισχύ της οδηγίας 2004/38, αυτοτελής νομική βάση για το δικαίωμα διαμονής προσώπων που κατοικούν για σκοπούς εκπαίδευσης στο κράτος μέλος, στο οποίο ο πατέρας ή η μητέρα τους απασχολούνται ή έχουν απασχοληθεί στο παρελθόν ως διακινούμενοι εργαζόμενοι. |
2. Το παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής του γονέα ως κυρίως έχοντος την επιμέλεια τέκνου προσώπου
58. |
Όταν τέκνο έχει σύμφωνα με το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 δικαίωμα να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στο κράτος μέλος υποδοχής, δικαιώματος διαμονής στο συγκεκριμένο κράτος μέλος βάσει της αυτής διάταξης απολαύει κατά τη νομολογία και ο γονέας που έχει πράγματι την επιμέλεια του εν λόγω τέκνου ( 50 ). |
59. |
Η αναγνώριση ενός τέτοιου παρεπόμενου δικαιώματος διαμονής του έχοντος την επιμέλεια του τέκνου προσώπου είναι συχνά απαραίτητη για τη διασφάλιση του δικαιώματος εκπαίδευσης του τέκνου κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68. Το δικαίωμα των τέκνων διακινούμενων εργαζομένων για πρόσβαση στην εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής θα καθίστατο, υπό ορισμένες περιστάσεις, άνευ αντικειμένου, εάν οι γονείς στερούνταν τη δυνατότητα να ασκούν οι ίδιοι την επιμέλεια των τέκνων κατά τη διάρκεια των σπουδών και να συγκατοικούν για τον σκοπό αυτόν με τα τέκνα τους στο κράτος μέλος υποδοχής ( 51 ). Αντιθέτως, η αναγνώριση δικαιώματος διαμονής στον γονέα που ασκεί πραγματικά την επιμέλεια του τέκνου διευκολύνει τα τέκνα να ασκήσουν το δικαίωμα εκπαίδευσης του οποίου απολαύουν ( 52 ). |
60. |
Ταυτοχρόνως, η αναγνώριση παρεπόμενου δικαιώματος διαμονής στον γονέα που έχει την επιμέλεια του τέκνου ανταποκρίνεται και στο δικαίωμα του τέκνου και των γονέων του για σεβασμό της οικογενειακής ζωής ( 53 ), όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ ( 54 ) και έχει ήδη περιληφθεί στο άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ( 55 ). |
61. |
Επιπροσθέτως, με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται ότι τα τέκνα διακινούμενων εργαζομένων γίνονται δεκτά στα μαθήματα εκπαίδευσης στο κράτος μέλος υποδοχής «με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις» (άρθρο 12, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68) και «υπό τους ίδιους όρους με τους υπηκόους αυτού του κράτους» (άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού 1612/68) ( 56 ). Στις εν λόγω προϋποθέσεις ή/και όρους συγκαταλέγεται επίσης η δυνατότητα των παιδιών και των νέων να μεγαλώνουν στο οικείο οικογενειακό τους περιβάλλον, γεγονός που, κατά κανόνα, προϋποθέτει τη συγκατοίκηση με τους γονείς τους ή τον γονέα ο οποίος ασκεί πράγματι την επιμέλεια αυτών. |
62. |
Τέλος, η αναγνώριση παρεπόμενου δικαιώματος διαμονής αποτελεί επίσης για τον ασκούντα την επιμέλεια του τέκνου γονέα μία από τις προϋποθέσεις για τη βέλτιστη δυνατή ενσωμάτωση των τέκνων διακινούμενων εργαζομένων στην κοινωνική ζωή του κράτους μέλους υποδοχής ( 57 ). |
3. Ενδιάμεσο συμπέρασμα
63. |
Ανακεφαλαιώνοντας διαπιστώνεται επομένως ότι: Αν το τέκνο πολίτη της ΕΕ φοιτά στο κράτος μέλος, στο οποίο ο εν λόγω πολίτης της ΕΕ απασχολείται ή έχει απασχοληθεί στο παρελθόν ως διακινούμενος εργαζόμενος, αναγνωρίζεται στον γονέα που ασκεί πράγματι την επιμέλεια του τέκνου δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής απορρέον από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68. |
Β — Το δικαίωμα διαμονής ισχύει μόνον εφόσον ο δικαιούχος έχει επαρκείς πόρους και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας;
64. |
Με το πρώτο του ερώτημα και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου ερωτήματός του ( 58 ) το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί κατά πόσον το δικαίωμα διαμονής ενός προσώπου το οποίο έχει στο κράτος μέλος υποδοχής ως γονέας την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου που φοιτά και το οποίο δεν απασχολείται προϋποθέτει ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει επαρκείς πόρους και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας, ήτοι είναι «οικονομικώς ανεξάρτητο» ( 59 ). |
65. |
Εν αντιθέσει προς τους λοιπούς μετέχοντες στη διαδικασία, το London Borough of Lambeth, η Δανική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κρίνουν απαραίτητο να περιορίζονται τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 σε οικονομικώς ανεξάρτητα πρόσωπα. |
66. |
Αυτό θα συνεπαγόταν ότι, βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, δεν αναγνωρίζεται σε πρόσωπο ευρισκόμενο στη θέση της M. Teixeira δικαίωμα διαμονής, διότι τη δεδομένη στιγμή δεν έχει επαρκείς πόρους και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας για το Ηνωμένο Βασίλειο. |
67. |
Από το γράμμα του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, το οποίο δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς ( 60 ), ουδόλως συνάγεται εντούτοις τέτοια απαίτηση οικονομικής ανεξαρτησίας. |
68. |
Ομοίως, κατά την ισχύουσα νομολογία επί του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, τα απορρέοντα από την εν λόγω διάταξη δικαιώματα διαμονής των τέκνων και των εχόντων την επιμέλεια αυτών γονέων δεν εξαρτώνται από όρους οικονομικής ανεξαρτησίας. Ειδικότερα, σημαντική εν προκειμένω είναι η απόφαση Echternach και Moritz, καθώς και η απόφαση Baumbast και R:
|
69. |
Αναμφισβήτητα ο νομοθέτης θεώρησε ως δεδομένο ότι τα μέλη της οικογενείας διακινούμενου εργαζομένου τα οποία διαμένουν μαζί του στο κράτος μέλος υποδοχής διαθέτουν, κατά κανόνα, επαρκείς πόρους, διότι είτε απασχολούνται τα ίδια στο κράτος μέλος υποδοχής (άρθρο 11 του κανονισμού 1612/68) είτε διατρέφονται από τον διακινούμενο εργαζόμενο, ο οποίος τα συντηρεί μέσω των εσόδων του και τους παρέχει στέγη (άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 1612/68). |
70. |
Ομοίως, στον κανονισμό 1612/68 ο νομοθέτης δεν έθεσε ως προϋπόθεση για το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής την ύπαρξη επαρκών πόρων. Αντιθέτως, ο διακινούμενος εργαζόμενος κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 απολαύει των ίδιων κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με τους ημεδαπούς εργαζομένους ( 64 ). Το εν λόγω δικαίωμα επεκτείνεται, στο πλαίσιο του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, και στα τέκνα του, εφόσον φοιτούν σε εκπαιδευτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος υποδοχής ( 65 ). |
71. |
Η απουσία απαίτησης οικονομικής ανεξαρτησίας στον κανονισμό 1612/68 συνιστά ουσιώδη διαφορά μεταξύ του κανονισμού αυτού και ορισμένων μεταγενέστερα εκδοθεισών οδηγιών, στις οποίες τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής μη απασχολούμενων πολιτών της ΕΕ αναγνωρίζονται με τη ρητή επιφύλαξη της απόδειξης επαρκών πόρων και πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ασθενείας ( 66 ). Αυτό επισημάνθηκε ορθώς από την Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ. |
72. |
Κατά την άποψη πάντως του London Borough of Lambeth, της Δανικής Κυβερνήσεως και της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, ο όρος της οικονομικής ανεξαρτησίας θα πρέπει να ισχύει σήμερα και για το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68. Αντλούν δε το συμπέρασμα αυτό από την ήδη τεθείσα σε ισχύ οδηγία 2004/38, υπό το φως της οποίας θα έπρεπε, κατά τη γνώμη τους, να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται πλέον το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68. |
73. |
Η ως άνω προβαλλόμενη άποψη δεν είναι πειστική. |
74. |
Όπως έχει ήδη αναφερθεί ( 67 ), ο περιορισμός του περιεχομένου του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 εξαιτίας της οδηγίας 2004/38 θα αντέκειτο στον σκοπό της ίδιας της οδηγίας, που ως γνωστόν είναι η απλοποίηση και η ενίσχυση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής όλων των πολιτών της Ένωσης ( 68 ). Δεν θα ήταν συμβατό με το παραπάνω να απορρέουν από την οδηγία 2004/38 λιγότερα δικαιώματα σε σχέση με τις παράγωγες νομικές πράξεις, τις οποίες ή ίδια τροποποιεί ή καταργεί ( 69 ). |
75. |
Εκτός των προαναφερθεισών γενικών παρατηρήσεων, οι εκτιμήσεις του νομοθέτη που εκφράζονται μέσα από την ίδια την οδηγία 2004/38 συνηγορούν επίσης κατά του περιορισμού των απορρεόντων από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 δικαιωμάτων μόνο σε πρόσωπα οικονομικώς ανεξάρτητα. |
76. |
Η οδηγία 2004/38 ουδόλως θέτει τα δικαιώματα διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογενείας τους γενικώς υπό την επιφύλαξη της οικονομικής ανεξαρτησίας του ενδιαφερομένου. Αντιθέτως, στην εν λόγω οδηγία διατηρείται η συνήθης μέχρι τούδε διάκριση ( 70 ) μεταξύ δύο κατηγοριών δικαιωμάτων διαμονής: των δικαιωμάτων μη εργαζόμενων πολιτών της ΕΕ και των μελών της οικογενείας τους, που εξαρτώνται καταρχήν από την απόδειξη επαρκών πόρων και πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ασθενείας (άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και γʹ, σε συνδυασμό με το στοιχείο δʹ της οδηγίας) και των δικαιωμάτων των εργαζόμενων πολιτών της ΕΕ και των μελών της οικογενείας τους, που δεν υπόκεινται σε ανάλογο περιορισμό (άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με το στοιχείο δʹ της οδηγίας). |
77. |
Τα κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 παρεπόμενα δικαιώματα συγκαταλέγονται στην τελευταία κατηγορία και αναγνωρίζονται σε μέλη της οικογενείας πολιτών της ΕΕ οι οποίοι απασχολούνται ή έχουν απασχοληθεί στο παρελθόν ως διακινούμενοι εργαζόμενοι στο κράτος μέλος υποδοχής. Για τον λόγο αυτόν –λαμβανομένων υπόψη και των νομοθετικών αξιολογήσεων στις οποίες βασίζεται η οδηγία 2004/38– δεν είναι σκόπιμο να τεθούν τα δικαιώματα αυτά υπό την επιφύλαξη της οικονομικής ανεξαρτησίας του ενδιαφερομένου. |
78. |
Το ως άνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται αν ληφθεί υπόψη το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, όπου ορίζεται ότι, σε περίπτωση θανάτου ή αναχώρησης ενός πολίτη της ΕΕ από το κράτος μέλος υποδοχής, το δικαίωμα διαμονής των τέκνων του που φοιτούν σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, καθώς και το δικαίωμα διαμονής του γονέα που ασκεί πραγματικά τη γονική επιμέλεια των τεκνών αυτών, διατηρείται έως την ολοκλήρωση των σπουδών των τέκνων. Εν αντιθέσει προς ορισμένες συναφείς διατάξεις σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων διαμονής ( 71 ), το άρθρο 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, δεν τελεί υπό την επιφύλαξη της οικονομικής ανεξαρτησίας των τέκνων και του γονέα τους: η απόδειξη επαρκών πόρων και πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ασθενείας δεν τίθεται ως προϋπόθεση για την παραμονή στο κράτος μέλος υποδοχής. |
79. |
Η υπό κρίση υπόθεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, διότι ουδείς εκ των γονέων της Patricia, η οποία δεν έχει ολοκληρώσει τις σπουδές της, απεβίωσε ή αποχώρησε από το Ηνωμένο Βασίλειο. Από τη διάταξη διαφαίνεται, εντούτοις, ότι η οδηγία 2004/38 αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στη νομική κατάσταση των τέκνων που σπουδάζουν και των ασκούντων την επιμέλεια αυτών γονέων, παρέχοντάς τους προνομιακή μεταχείριση έναντι άλλων μελών οικογενειών πολιτών της ΕΕ. |
80. |
Ως εκ τούτου, ούτε οι σημερινές εκτιμήσεις του νομοθέτη, όπως αυτές προκύπτουν από την οδηγία 2004/38, συνηγορούν στο σύνολό τους υπέρ του να τεθούν εφεξής τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 υπό την επιφύλαξη της οικονομικής ανεξαρτησίας του τέκνου που φοιτά ή του γονέα που ασκεί την επιμέλεια του εν λόγω τέκνου. |
81. |
Η διασταλτική αυτή ερμηνεία του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου, μπορεί αναμφισβήτητα να έχει ως αποτέλεσμα πρόσωπα όπως η M. Teixeira και η κόρη της, οι οποίες δεν είναι οικονομικώς ανεξάρτητες, να αξιώσουν παροχές κοινωνικής πρόνοιας στο κράτος μέλος υποδοχής. Αυτό εντούτοις δεν θα συνεπάγετο, κατά κανόνα, υπερβολική επιβάρυνση για τα δημόσια ταμεία και τα κοινωνικά συστήματα του κράτους μέλους υποδοχής, διότι στη χρηματοδότηση των δημοσίων ταμείων και κοινωνικών συστημάτων του έχουν ήδη συνεισφέρει ο πατέρας ή η μητέρα του τέκνου που φοιτά μέσω φόρων και κοινωνικών εισφορών στο πλαίσιο της –τρέχουσας ή παρελθούσας– απασχόλησής τους ως διακινούμενων εργαζομένων. Αλλά και ως κοινωνική ομάδα, οι διακινούμενοι εργαζόμενοι καταβάλλουν στο κράτος μέλος υποδοχής ανάλογη οικονομική συνεισφορά χρηματοδότησης. |
82. |
Επιπροσθέτως, η οικονομική αλληλεγγύη του κράτους μέλους υποδοχής προς τους υπηκόους άλλων κρατών μελών αποτελούσε πάντοτε τρόπον τινά ένα εγγενές στοιχείο όλων των κοινοτικών θεσμών που αφορούν τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, ακόμη και σε σχέση με μη εργαζομένους ( 72 ). Εξάλλου, ο συλλογισμός αυτός επανέρχεται πλέον στο προοίμιο της οδηγίας 2004/38, όπου δεν αποκλείεται κατηγορηματικά το δικαίωμα λήψης παροχών κοινωνικής πρόνοιας ακόμη και κατά την πρώτη παραμονή προσώπου στο κράτος μέλος υποδοχής, υπό τον όρο ότι δεν γίνεται υπέρμετρη χρήση των παροχών αυτών ( 73 ). Επίσης, το άρθρο 14, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 ορίζει ότι η απαίτηση παροχών κοινωνικής πρόνοιας εκ μέρους πολίτη της ΕΕ ή μέλους της οικογένειάς του δεν πρέπει να οδηγεί αυτομάτως σε απέλαση. |
83. |
Η αρχή της οικονομικής αλληλεγγύης προς υπηκόους άλλων κρατών μελών δεν υποχρεώνει ασφαλώς το κράτος μέλος υποδοχής να ανέχεται καταχρήσεις. Σύμφωνα με γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, η εφαρμογή κοινοτικής ρυθμίσεως δεν πρέπει να καλύπτει καταχρηστικές πρακτικές ( 74 ). Η εν λόγω αρχή κατοχυρώνεται επίσης στο άρθρο 35 της οδηγίας 2004/38 ( 75 ). Κατά το άρθρο αυτό, τα κράτη μέλη μπορούν να τερματίζουν την καταχρηστική άσκηση των δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68. Η ύπαρξη κατάχρησης πρέπει, εντούτοις, να εξετάζεται αντικειμενικά, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της μεμονωμένης περιπτώσεως και δεν δύναται να συνάγεται από την απλή άσκηση των χορηγουμένων κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 δικαιωμάτων ( 76 ). |
84. |
Στην υπό κρίση υπόθεση δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η M. Teixeira ή η κόρη της επικαλούνται καταχρηστικώς το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 ή ότι θα μπορούσαν να εγείρουν υπέρμετρες αξιώσεις έναντι του κράτους μέλους υποδοχής στο πλαίσιο της οικονομικής αλληλεγγύης. |
85. |
Η M. Teixeira κατά την περίοδο υποβολής της αιτήσεως στεγαστικής αρωγής διέμενε για 18 περίπου συναπτά έτη ( 77 ) στο Ηνωμένο Βασίλειο. Η κόρη της Patricia είναι πολίτης της ΕΕ που γεννήθηκε στο κράτος μέλος υποδοχής και –υποθέτω– άρχισε εκεί τη σχολική της εκπαίδευση. Υπό την επιφύλαξη τυχόν διαφορετικής εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, συνάγεται επομένως ότι η κατάσταση της M. Teixeira και της κόρης της χαρακτηρίζεται από σχετικά μεγάλου βαθμού ενσωμάτωση στο κράτος μέλος υποδοχής. Υπό τις ανωτέρω περιστάσεις, η παροχή οικονομικής αλληλεγγύης εκ μέρους του κράτους μέλους υποδοχής σε αυτές κρίνεται μέχρι ενός βαθμού δικαιολογημένη. |
86. |
Ανακεφαλαιώνοντας διαπιστώνεται ότι: Το απορρέον από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 δικαίωμα διαμονής του γονέα ο οποίος ασκεί πράγματι την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου που φοιτά δεν προϋποθέτει να διαθέτει ο εν λόγω γονέας επαρκείς πόρους και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας. |
Γ — Χρονικοί παράγοντες
87. |
Τέλος, απομένει να διασαφηνιστεί με ποιον τρόπο επηρεάζουν οι τρεις χρονικοί παράγοντες που ερευνά το αιτούν δικαστήριο το δικαίωμα διαμονής προσώπου ευρισκομένου στην κατάσταση της M. Teixeira. |
1. Σε ποιο χρονικό σημείο πρέπει το άτομο που φοιτά να έχει υπάρξει τέκνο διακινούμενου εργαζομένου;
88. |
Με το τρίτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματός του ( 78 ), το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί σε ποιο χρονικό σημείο θα πρέπει το πρόσωπο που φοιτά να έχει υπάρξει τέκνο διακινούμενου εργαζομένου προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68. Συγκεκριμένα ερωτά αν η συγκεκριμένη διάταξη έχει σημασία μόνο στην περίπτωση που ο έχων την επιμέλεια του φοιτούντος σε εκπαιδευτικό ίδρυμα στο κράτος μέλος υποδοχής τέκνου γονέας απασχολούνταν εκεί ο ίδιος ως διακινούμενος εργαζόμενος ήδη κατά την έναρξη της φοίτησης του τέκνου. |
89. |
Το ερώτημα αυτό απορρέει από το γεγονός ότι η M. Teixeira δεν απασχολούνταν στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τον χρόνο της εγγραφής της κόρης της Patricia στο σχολείο, αλλά μόνον πριν από αυτή και, αργότερα κατά διαστήματα, ενόσω διαρκούσε η σχολική εκπαίδευσή της. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες κατά πόσον η Patricia –και άρα και η μητέρα της ως το έχον την επιμέλεια πρόσωπο– δύναται να επικαλείται σήμερα το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68. |
90. |
Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 δεν περιορίζεται σε περιπτώσεις στις οποίες ο ένας γονέας του τέκνου που φοιτά είχε την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου ακριβώς κατά τον χρόνο έναρξης της σχολικής φοίτησης αυτού. |
91. |
Από το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει ότι αυτή ισχύει τόσο για τέκνα των οποίων ο γονέας «απασχολείται» στην επικράτεια του κράτους μέλους υποδοχής όσο και για εκείνα των οποίων ο γονέας «έχει απασχοληθεί» εκεί στο παρελθόν. Τα τέκνα πρώην διακινούμενων εργαζομένων δύνανται, συνεπώς, να επικαλεστούν το άρθρο 12, ακριβώς όπως και τα τέκνα πολιτών της ΕΕ οι οποίοι έχουν την ιδιότητα ενεργών διακινούμενων εργαζομένων. Ουδόλως προκύπτει από το άρθρο 12 ότι τα τέκνα πρώην διακινούμενων εργαζομένων απολαύουν μόνον περιορισμένου δικαιώματος πρόσβασης στην εκπαίδευση στο κράτος μέλος υποδοχής. |
92. |
Όπως ήδη προαναφέρθηκε, η διάταξη του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 ( 79 ) δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συσταλτικό. Σκοπός της διατάξεως είναι να διασφαλίζονται οι βέλτιστες δυνατές προϋποθέσεις για την ενσωμάτωση της οικογενείας του διακινούμενου εργαζομένου στο κράτος μέλος υποδοχής και να προστατεύονται τα τέκνα του από μειονεκτήματα που επηρεάζουν την ακαδημαϊκή και επαγγελματική τους εξέλιξη ( 80 ). |
93. |
Η αυστηρή σύνδεση των απορρεόντων από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 δικαιωμάτων με συγκεκριμένη ημερομηνία δεν συνάδει με τον ανωτέρω σκοπό. Αντιθέτως, με τη διάταξη αυτή αναγνωρίζεται στο τέκνο –και κατ’ επέκταση στο έχον την επιμέλεια αυτού πρόσωπο– δικαίωμα διαμονής για σκοπούς εκπαίδευσης, εφόσον διαμένει στο κράτος μέλος υποδοχής από το χρονικό σημείο κατά το οποίο ένας εκ των γονέων του είχε δικαίωμα διαμονής εκεί ως διακινούμενος εργαζόμενος ( 81 ). Είναι άνευ σημασίας κατά πόσον ο εν λόγω γονέας απασχολούνταν ακριβώς κατά την έναρξη της φοίτησης του τέκνου ως διακινούμενος εργαζόμενος στο κράτος μέλος υποδοχής. Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά και από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία. |
94. |
Η M. Teixeira, αν και δεν απασχολούνταν στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τον χρόνο της εγγραφής της κόρης της στο σχολείο, εργάζονταν εντούτοις προσωρινώς κατά περιόδους καθ’ όλη τη διάρκεια της φοίτησης αυτής. Ελλείψει άλλων εκτιμήσεων για τα πραγματικά περιστατικά, υποθέτω ότι δεν επρόκειτο απλώς για δευτερεύουσες και ελάσσονος σημασίας εργασίες, αλλά για πραγματικές και αληθινές δραστηριότητες τις οποίες η M. Teixeira ασκούσε υποκείμενη σε εντολές και έναντι αμοιβής. Ως εκ τούτου, διαρκούσης της φοίτησης της κόρης της Patricia η M. Teixeira είχε την ιδιότητα της διακινούμενης εργαζομένης στο Ηνωμένο Βασίλειο ( 82 ). |
95. |
Ακόμη και αν γίνει, επομένως, δεκτό ότι η Patricia δεν ξεκίνησε τη σχολική της εκπαίδευση στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68, αλλά μόνο βάσει διατάξεων του εθνικού δικαίου, η μεταγενέστερη περιστασιακή απασχόληση της M. Teixeira αποτελεί, εντούτοις, επαρκές συνδετικό στοιχείο για την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου. |
96. |
Το γεγονός αυτό επιτρέπει στην Patricia –τουλάχιστον επί του παρόντος– να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις σπουδές της στο Ηνωμένο Βασίλειο επικαλούμενη το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68. Συνεπώς, και η μητέρα της Patricia, η M. Teixeira, δύναται πλέον να επικαλεστεί και η ίδια την εν λόγω διάταξη υπό την ιδιότητα του πράγματι έχοντος την επιμέλεια προσώπου ( 83 ). |
97. |
Ανακεφαλαιώνοντας διαπιστώνεται λοιπόν ότι: Το βάσει του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής του γονέα, ως προσώπου που πράγματι ασκεί την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου που φοιτά δεν προϋποθέτει ότι αυτός εργαζόταν ως διακινούμενος εργαζόμενος στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τον χρόνο στον οποίο άρχισε το τέκνο να φοιτά. Αρκεί ότι το τέκνο κατοικεί στο κράτος μέλος υποδοχής από ένα χρονικό σημείο κατά το οποίο ένας εκ των γονέων είχε εκεί δικαίωμα διαμονής ως διακινούμενος εργαζόμενος. |
2. Ποιες είναι οι επιπτώσεις της ενηλικίωσης του τέκνου επί του δικαιώματος διαμονής του γονέα ως του έχοντος την επιμέλεια αυτού προσώπου;
98. |
Με το τέταρτο σκέλος του δεύτερου ερωτήματός του ( 84 ) το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το δικαίωμα διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής που αναγνωρίζεται στον γονέα για την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου το οποίο φοιτά παύει αυτομάτως με την ενηλικίωση του εν λόγω τέκνου. |
99. |
Το ερώτημα αυτό ετέθη λόγω του γεγονότος ότι κατά τη χρονική στιγμή υποβολής της αιτήσεως για τη χορήγηση στεγαστικής αρωγής η Patricia, η κόρη της M. Teixeira, είχε ήδη συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας της και σήμερα είναι 18 ετών, ήτοι ενήλικη σύμφωνα με τη νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου. |
100. |
Δεδομένου ότι στην υπό κρίση υπόθεση το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 αποτελεί την κρίσιμη βάση για τη θεμελίωση της αξιώσεως, από την οποία απορρέουν δικαιώματα διαμονής τόσο για την M. Teixeira όσο και για την κόρη της, θα εξετάσω το ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου με γνώμονα την ως άνω διάταξη. Οι ακόλουθες σκέψεις δύνανται εντούτοις να επεκταθούν και σε ενδεχόμενα δικαιώματα διαμονής τα οποία απορρέουν για ένα γονέα ως το έχον την επιμέλεια πρόσωπο, βάσει της οδηγίας 2004/38, παραδείγματος χάριν βάσει του άρθρου 12, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής. |
101. |
Σημείο αφετηρίας για την απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει να αποτελέσει ο συλλογισμός ότι τα εκ του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 απορρέοντα δικαιώματα ενός τέκνου και του έχοντος την επιμέλεια αυτού προσώπου δεν έχουν κατ’ ανάγκη την ίδια διάρκεια ισχύος. |
102. |
Η ενηλικίωση του τέκνου δεν επηρεάζει άμεσα την υπόσταση των πρωτογενών δικαιωμάτων του ( 85 ). Τόσο το θεσπιζόμενο στο άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση όσο και το σχετικό δικαίωμα διαμονής ισχύουν σύμφωνα με το πνεύμα και τον σκοπό τους ( 86 ) μέχρι την ολοκλήρωση των σπουδών του τέκνου. Στην εποχή μας, αυτό το χρονικό σημείο επέρχεται στις περισσότερες περιπτώσεις μετά την ενηλικίωση του τέκνου, καθώς το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 του κανονισμού 1612/68 περιλαμβάνει και τις ανώτερες σπουδές ( 87 ). |
103. |
Διαφορετικά πρέπει να αντιμετωπιστεί εντούτοις το ζήτημα όσον αφορά το παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής του γονέα ο οποίος ασκεί πράγματι την επιμέλεια του τέκνου. Είναι γεγονός ότι η τακτική προσωπική παρουσία του εν λόγω γονέα συμβάλλει στη διασφάλιση των βέλτιστων προϋποθέσεων για την εκπαίδευση του τέκνου ( 88 ). Αυτό ισχύει, εντούτοις, μόνο στον βαθμό που η προσωπική φροντίδα του τέκνου εκ μέρους ενός γονέα είναι απαραίτητη προκειμένου να μην θιγεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του δικαιώματός του για πρόσβαση στην εκπαίδευση ( 89 ). |
104. |
Εν αντιθέσει με την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου, δεν θα θεωρούσα εν προκειμένω εύλογη τη θέσπιση ενός άκαμπτου ορίου ηλικίας, το οποίο θα αντιστοιχεί στην ενηλικίωση του τέκνου. Όπως προκύπτει από το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1612/68 και το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38, ο κοινοτικός νομοθέτης αναγνωρίζει και αυτός ότι, ενδεχομένως, για ένα παιδί είναι απαραίτητο, ακόμη και μετά την ενηλικίωσή του, να ζήσει για κάποιο χρονικό διάστημα με τους γονείς του ή με έναν από αυτούς ( 90 ). Ανάλογα με τις περιστάσεις της εκάστοτε περίπτωσης, η συγκατοίκηση στην οικογενειακή εστία ενδέχεται να είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της συνέχισης και της ολοκλήρωσης της εκπαίδευσής του. |
105. |
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει, αφενός, να γίνει αναφορά στα τέκνα τα οποία ενηλικιώνονται ήδη πριν από μια σημαντική εξέταση, όπως τις εξετάσεις απολυτηρίου, και τα οποία κατά κανόνα έχουν ανάγκη προσωπικής φροντίδας από τους γονείς τους ή από έναν εξ αυτών έως ότου ολοκληρώσουν τις εξετάσεις αυτές. Αφετέρου, πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα τέκνα με νοητικές ή σωματικές αναπηρίες τα οποία, εκτός της εκπαίδευσής τους, έχουν ανάγκη από φροντίδα και υποστήριξη στην καθημερινότητά τους, ακόμη και μετά την ενηλικίωσή τους. |
106. |
Αντιθέτως, αν δεν συντρέχουν ανάλογες ειδικές περιστάσεις, οι αρχές του κράτους μέλους υποδοχής δύνανται να υποθέσουν ότι το τέκνο ενός διακινούμενου εργαζομένου, μετά την ενηλικίωσή του, δεν έχει πλέον ανάγκη της προσωπικής φροντίδας από τους γονείς του διότι έχει καταστεί νεαρός ενήλικας. Δεν υπόκειται πλέον στην επιμέλεια των γονέων του και στην πράξη θα χρειάζεται, σε κάθε περίπτωση, ακόμη οικονομική στήριξη, όχι όμως συστηματική προσωπική παρουσία του γονέα και συμβίωση με αυτόν στην οικογενειακή στέγη. |
107. |
Από τα παραπάνω δεν θίγεται ασφαλώς οποιοδήποτε δικαίωμα μόνιμης διαμονής το οποίο ο γονέας αυτός ενδέχεται να απέκτησε κατά τη νόμιμη διαμονή του στο κράτος μέλος υποδοχής για την επιμέλεια του τέκνου του (άρθρο 16 της οδηγίας 2004/38). |
108. |
Ανακεφαλαιώνοντας διαπιστώνεται ότι: Το δικαίωμα διαμονής που αναγνωρίζεται σε πρόσωπο υπό την ιδιότητα του γονέα για την άσκηση της επιμέλειας του τέκνου ενός διακινούμενου εργαζομένου που φοιτά στο κράτος μέλος υποδοχής παύει με την ενηλικίωση του τέκνου αυτού, εκτός εάν, λόγω συγκεκριμένων περιστάσεων, επιβάλλεται να συνεχισθεί και μετά το χρονικό αυτό σημείο η άσκηση της επιμέλειας του τέκνου εκ μέρους του εν λόγω γονέα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η ολοκλήρωση των σπουδών του. |
3. Έχει σημασία αν το τέκνο ξεκίνησε την εκπαίδευσή του πριν ή μετά τη θέση σε ισχύ της οδηγίας 2004/38; (τρίτο προδικαστικό ερώτημα)
109. |
Το τρίτο προδικαστικό ερώτημα τίθεται μόνο στην περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, ήτοι στην περίπτωση στην οποία πρόσωπο ευρισκόμενο στην κατάσταση της M. Teixeira δύναται να αξιώσει δικαίωμα διαμονής θεμελιωμένο αποκλειστικά στην οδηγία 2004/38. Εισηγούμενη στο Δικαστήριο να αναγνωρίσει δικαίωμα διαμονής απορρέον από το άρθρο 12 του κανονισμού 1612/68 και, συνεπώς, να δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα ( 91 ), εξετάζω εν συνεχεία μόνον επικουρικά το τρίτο ερώτημα. |
110. |
Με το τρίτο του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το δικαίωμα διαμονής ενός προσώπου το οποίο από τον Μάρτιο του 2007 έχει ως γονέας την επιμέλεια τέκνου διακινούμενου εργαζομένου υπόκειται σε ενδεχόμενους περιορισμούς που απορρέουν από την οδηγία 2004/38, παρόλο που το εν λόγω τέκνο άρχισε να φοιτά πριν από τη λήξη της προθεσμίας για τη μεταφορά της οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, ήτοι πριν από την 30ή Απριλίου 2006. |
111. |
Εφόσον η M. Teixeira ασκεί πράγματι την επιμέλεια της κόρης της μόλις από τον Μάρτιο του 2007, δύναται να αξιώσει δικαίωμα διαμονής, υπό την ιδιότητα του γονέα τέκνου που φοιτά, το νωρίτερο από τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, ανεξαρτήτως της χρονικής στιγμής έναρξης της φοίτησης του τέκνου. Σε ό,τι αφορά αυτό το δικαίωμα διαμονής, η M. Teixeira, ως το έχον την επιμέλεια πρόσωπο, δεν δύναται συνεπώς να επικαλεστεί την καθ’ οιονδήποτε τρόπο προστασία κεκτημένων δικαιωμάτων προκειμένου να παρακάμψει την εφαρμογή της οδηγίας 2004/38 ή/και των αντίστοιχων διατάξεων μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο. Δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση αναδρομικής ισχύος. Αντιθέτως, ισχύει η αρχή κατά την οποία μια νέα διάταξη είναι καταρχήν άμεσα εφαρμοστέα επί των μελλοντικών επιπτώσεων ενός γεγονότος που ανάγεται στην περίοδο ισχύος της παλαιάς διάταξης ( 92 ). |
112. |
Συνεπώς, η απάντηση στο τρίτο ερώτημα, εφόσον δεν παρέλκει, θα ήταν αρνητική. |
113. |
Στις παρούσες προτάσεις δεν μπορεί να εξεταστεί αν ισχύει κάτι διαφορετικό σε σχέση με το πρωτογενές δικαίωμα εκπαίδευσης και διαμονής της κόρης της M. Teixeira, Patricia, διότι είχε αρχίσει να φοιτά πολύ πριν από τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της οδηγίας 2004/38 στο εσωτερικό δίκαιο. Αντικείμενο της κύριας δίκης είναι, σύμφωνα με της απόφαση περί παραπομπής, μόνον το ενδεχόμενο δικαίωμα διαμονής της ίδιας της M. Teixeira, και δη ως προϋπόθεση για τη δυνατότητα χορήγησης στεγαστικής αρωγής σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. |
114. |
Εν πάση περιπτώσει, σύμφωνα με τη λύση που προτείνω ( 93 ) δεν ανακύπτουν από την οδηγία 2004/38 τυχόν περιορισμοί του δικαιώματος διαμονής της M. Teixeira ή επί του δικαιώματος διαμονής της κόρης της. |
Δ — Τελικές παρατηρήσεις
115. |
Τέλος, θα πρέπει να παραθέσω άλλες δύο σύντομες παρατηρήσεις επί του εν δυνάμει δικαιώματος της M. Teixeira να διαμένει μόνιμα στο Ηνωμένο Βασίλειο και επί του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως αυτής ως πολίτη της ΕΕ. |
1. Επί του εν δυνάμει δικαιώματος μόνιμης διαμονής
116. |
Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, οι πολίτες της ΕΕ οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. |
117. |
Σύμφωνα με τα στοιχεία του αιτούντος δικαστηρίου, η M. Teixeira διαμένει αδιαλείπτως στο Ηνωμένο Βασίλειο από το 1989, ήτοι για χρονικό διάστημα σαφώς μεγαλύτερο των πέντε ετών ( 94 ). |
118. |
Στην απόφαση περί παραπομπής δεν περιέχεται κανένα στοιχείο που να υποδεικνύει ότι η παραμονή της M. Teixeira από το 1989 έως το 1991 υπό την ιδιότητά του διακινούμενου εργαζομένου θα μπορούσε να ήταν παράνομη, πόσω μάλλον ότι η παραμονή της κατά την περίοδο που ακολούθησε θα μπορούσε να ήταν παράνομη. Το γεγονός και μόνον ότι η M. Teixeira δεν απασχολούνταν στο Ηνωμένο Βασίλειο διαρκώς ως μισθωτή δεν αρκεί ώστε να τίθεται ζήτημα παράνομης παραμονής. Αντιθέτως, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, θα μπορούσε περιστασιακά και ως μη απασχολούμενη πολίτης της ΕΕ ( 95 ) — ή πριν από τη λύση του γάμου της– να απολαύει δικαιώματος διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο ως σύζυγος διακινούμενου εργαζομένου ( 96 ). |
119. |
Σχετικά με τα παραπάνω πρέπει επίσης να εξεταστεί κατά πόσον στην υπό κρίση υπόθεση επιτρεπόταν και βάσει της εθνικής νομοθεσίας, ανεξαρτήτως του κοινοτικού δικαίου, στην M. Teixeira να διαμένει στο Ηνωμένο Βασίλειο για ορισμένα χρονικά διαστήματα. Κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38 μόνη κρίσιμη προϋπόθεση για το δικαίωμα μόνιμης διαμονής είναι ο πολίτης της ΕΕ να διαμένει νομίμως στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών. Συνεπώς, αυτό ισχύει για όλους τους πολίτες της ΕΕ οι οποίοι έχουν διαμείνει στο κράτος μέλος υποδοχής «τηρουμένων των όρων που ορίζονται στην παρούσα οδηγία» επί ένα συνεχές διάστημα πέντε ετών ( 97 ). Εντούτοις, το άρθρο 37 της οδηγίας 2004/38 δεν θίγει ρητώς ευνοϊκότερες νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις των κρατών μελών. |
120. |
Στο πλαίσιο αυτό ουδόλως αποκλείεται να αναγνωρίζεται εν τω μεταξύ στην M. Teixeira δικαίωμα μόνιμης διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του άρθρου 16 της οδηγίας 2004/38, το οποίο θα την απάλλασσε μελλοντικά από την υποχρέωση να αποδεικνύει την ύπαρξη επαρκών πόρων και πλήρους ασφαλιστικής κάλυψης ασθενείας ( 98 ). Για τον λόγο αυτόν, δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι η M. Teixeira παραδέχθηκε κατά την κύρια δίκη ότι δεν δύναται να αξιώσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής. Από μόνη της η περίσταση ότι η M. Teixeira δεν διέθετε κατά πάσα πιθανότητα άδεια μόνιμης διαμονής είναι άνευ σημασίας για την ύπαρξη ενδεχόμενου δικαιώματος μόνιμης διαμονής, διότι το εν λόγω έγγραφο έχει μόνο δηλωτικό χαρακτήρα ( 99 ). |
121. |
Δεδομένου, εντούτοις, ότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ρητώς ότι το δικαίωμα μόνιμης διαμονής δεν αποτελεί πλέον αντικείμενο της κύριας δίκης, το Δικαστήριο δεν καλείται να εξετάσει αναλυτικότερα το εν λόγω ζήτημα ( 100 ). Το γεγονός αυτό δεν απαλλάσσει τις εθνικές αρχές από την υποχρέωσή τους να ελέγξουν, κατ’ αίτηση της M. Teixeira ενδεχομένως εκ νέου, εάν πληρούνταν στο παρελθόν οι προϋποθέσεις δικαιώματος μόνιμης διαμονής ή εάν πληρούνται εντωμεταξύ. |
2. Επί του δικαιώματος ίσης μεταχειρίσεως
122. |
Καθόσον διάστημα η M. Teixeira διαμένει νομίμως στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανεξαρτήτως αν το δικαίωμα διαμονής της απορρέει από το κοινοτικό δίκαιο ή μόνον από την εθνική νομοθεσία, έχει ως πολίτης της ΕΕ δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως κατά το άρθρο 18 ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 12 ΕΚ ( 101 ). Όπως έκρινε το Δικαστήριο στην υπόθεση Trojani, οι πολίτες της ΕΕ δύνανται βάσει του δικαιώματος αυτού να αξιώσουν την για ορισμένο χρόνο χορήγηση παροχών κοινωνικής πρόνοιας στο κράτος μέλος υποδοχής ( 102 ). Η σχετική επισήμανση της Επιτροπής κατά την ένδικη διαδικασία είναι ορθή. |
VI — Πρόταση
123. |
Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση του Court of Appeal (Civil Division) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως εξής:
|
( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.
( 2 ) Εφετείο της Αγγλίας και της Ουαλίας (τμήμα αστικών υποθέσεων).
( 3 ) Κανονισμός του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33).
( 4 ) Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C-413/99 (Συλλογή 2002, σ. I-7091).
( 5 ) Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, παρατεθεισών στην ΕΕ 2004, L 229, σ. 35, και στην ΕΕ 2007, L 204, σ. 28).
( 6 ) Βλ. προτάσεις στην υπόθεση αυτή όπως υπεβλήθησαν από τον γενικό εισαγγελέα J. Mazák.
( 7 ) Βλ. άρθρο 38, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/38, σύμφωνα με το οποίο καταργούνται τα άρθρα 10 και 11 του κανονισμού 1612/68 με έναρξη ισχύος από 30 Απριλίου 2006.
( 8 ) Housing Act 1996 (c. 52).
( 9 ) Η εν λόγω διάταξη περιέχεται στο έβδομο μέρος του Housing Act 1996, υπό τον τίτλο «Homelessness» (Άστεγοι).
( 10 ) Allocation of Housing and Homelessness (Eligibility) (England) Regulations 2006 (S.I. 2006, αριθ. 1294) [υπουργική απόφαση του 2006 περί των προϋποθέσεων για την παροχή στεγαστικής αρωγής και αρωγής αστέγων στην Αγγλία].
( 11 ) Αλλοδαποί υποκείμενοι σε μεταναστευτικό έλεγχο έχουν δικαίωμα στεγαστικής αρωγής (άρθρο 185, παράγραφος 2, του Housing Act 1996) μόνον εφόσον συγκαταλέγονται στις κατηγορίες προσώπων που προσδιορίζονται στο άρθρο 5 των Eligibility Regulations.
( 12 ) Στην απόφαση περί παραπομπής αναφέρεται περαιτέρω η κατηγορία των πολιτών των κρατών μελών της Κοινοπολιτείας με δικαίωμα διαμονής και εργασίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
( 13 ) Άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο b, των Eligibility Regulations.
( 14 ) Υπουργική απόφαση του 2006 περί μεταναστών στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (S.I. 2006, αριθ. 1003).
( 15 ) Στην απόφαση περί παραπομπής δεν αναφέρεται αν ο σύζυγος της M. Teixeira εργαζόταν κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο στο Ηνωμένο Βασίλειο.
( 16 ) Κέντρο εκπαίδευσης Vauxhall.
( 17 ) Διοικητικό διαμέρισμα Lambeth του Λονδίνου. Πρόκειται για το τοπικό γραφείο των υπηρεσιών στεγαστικών υποθέσεων για την περιοχή του Λονδίνου.
( 18 ) Επαρχιακό Δικαστήριο London Lambeth.
( 19 ) Η προσφυγή της M. Teixeira απορρίφθηκε από το County Court με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2007.
( 20 ) Η M. Teixeira επικαλείται σχετικά την απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4).
( 21 ) Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 2 Σεπτεμβρίου 2009 αμέσως μετά τη συζήτηση επί της προπαρατεθείσας υποθέσεως Ibrahim.
( 22 ) Πλην όμως, η Πορτογαλική Κυβέρνηση υποστηρίζει την ύπαρξη δικαιώματος μόνιμης διαμονής βάσει του άρθρου 16 της οδηγίας 2004/38, θεμελιώνοντας αντιστοίχως τις απόψεις της.
( 23 ) Δεύτερο ερώτημα, στοιχείο αʹ.
( 24 ) Ανάλογα είναι και τα επιχειρήματα της Ιρλανδίας στην προπαρατεθείσα υπόθεση Ibrahim.
( 25 ) Νομική βάση της εγκατάστασης της κατοικίας κατά τον τρόπο αυτόν αποτελούσε παλαιότερα ιδίως το άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1612/68. Αντ’ αυτού, λαμβάνεται πλέον υπόψη το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, σε συνδυασμό με το στοιχείο αʹ και με το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38.
( 26 ) Αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1988, 197/86, Brown (Συλλογή 1988, σ. 3205, σκέψη 30), και της , C-7/94, Gaal (Συλλογή 1995, σ. I-1031, σκέψη 27).
( 27 ) Αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 1989, 389/87 και 390/87, Echternach και Moritz (Συλλογή 1989, σ. 723, σκέψη 23), και Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 63 και 69).
( 28 ) Η συγκεκριμένη διάταξη αντικαταστάθηκε ήδη από το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38.
( 29 ) Απόφαση Gaal (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψεις 20 έως 23). Βλ., επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση C-302/02, Laurin Effing (απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005, Συλλογή 2005, σ. I-553, σημείο 58).
( 30 ) Βλ., σχετικά, πραγματικά περιστατικά στην απόφαση Echternach και Moritz (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27, αναφορικά με την περίπτωση Moritz).
( 31 ) Βλ., συναφώς,, απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 63) και σημεία 84 και 85 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed της 5ης Ιουλίου 2001 στην ίδια υπόθεση, όπως επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση Laurin Effing (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 29, σημείο 55).
( 32 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 74). Βλ., συναφώς,, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C-291/05, Eind (Συλλογή 2007, σ. I-10719, σκέψη 43).
( 33 ) Πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1612/68. Βλ., σχετικά, αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1974, 9/74, Casagrande (Συλλογή τόμος 1974, σ. 395, σκέψη 3), Echternach και Moritz (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψεις 20 και 21), της , C-308/89, di Leo (Συλλογή 1990, σ. I-4185, σκέψη 13), και Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 50). Στο ίδιο πνεύμα κινείται η πέμπτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/38.
( 34 ) Αποφάσεις Echternach και Moritz (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψη 21) και Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 51).
( 35 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 52 και 53). Βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην ίδια υπόθεση (σημείο 90).
( 36 ) Βλ., σχετικά, απόφαση Gaal (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψεις 21 έως 23 και 25).
( 37 ) Βλ. σχετικά, ιδίως, αποφάσεις Echternach και Moritz (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27), Gaal (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26) και Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4).
( 38 ) Βλ., ειδικότερα, παρατεθείσα στην υποσημείωση 37 νομολογία.
( 39 ) Σημεία 38 έως 45 των παρουσών προτάσεων.
( 40 ) Τρίτη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/38.
( 41 ) Άρθρο 3, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 της οδηγίας 2004/38.
( 42 ) Βλ., σχετικά, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2004, C-200/02, Zhu και Chen (Συλλογή 2004, σ. I-9925).
( 43 ) Βλ., σχετικά, απόφαση της 7ης Ιουλίου 1992, C-370/90, Singh (Συλλογή 1992, σ. I-4265).
( 44 ) Τα τέκνα ενός πολίτη της ΕΕ έχουν κατ’ αρχήν δικαίωμα διαμονής ως μέλη οικογενείας, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38. Επιπλέον, τα τέκνα αυτά δύνανται να αποκτήσουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής βάσει του άρθρου 16 της οδηγίας 2004/38.
( 45 ) Με τον τρόπο αυτόν επιχειρήθηκε η κωδικοποίηση μέρους της ισχύουσας νομολογίας του Δικαστηρίου. Βλ., αφενός, πρόταση της Επιτροπής, της 23ης Μαΐου 2001, για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών [COM(2001) 257 τελικό, ΕΕ C 270 E, σ. 150], και, αφετέρου, τροποποιηθείσα πρόταση της Επιτροπής, της , για την έκδοση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών [COM(2003) 199 τελικό].
( 46 ) Βλ. άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38.
( 47 ) Απόφαση Gaal (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψεις 20 έως 23 και 25).
( 48 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 63 και 75).
( 49 ) Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2008, C-127/08, Metock κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. Ι-6241, σκέψη 59).
( 50 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 75).
( 51 ) Βλ., συναφώς,, απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 71). Παρομοίως, αν και σε σχέση με το δικαίωμα διαμονής κατά το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΕΚ, απόφαση Zhu και Chen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 42, σκέψη 45).
( 52 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 75).
( 53 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 68 και 72). Βλ., συναφώς,, αν και σε εν μέρει διαφορετικό πλαίσιο, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, C-60/00, Carpenter (Συλλογή 2002, σ. I-6279, σκέψεις 38, 41 και 42), της , C-459/99, MRAX (Συλλογή 2002, σ. I-6591, σκέψεις 53 και 61), Eind (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 32, σκέψη 44) και Metock (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 49, σκέψεις 56 και 62).
( 54 ) Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950). Παρόλο που η σύμβαση δεν αναγνωρίζει σε αλλοδαπά πρόσωπα αυτό καθαυτό το δικαίωμα εισόδου και παραμονής σε κάποιο κράτος, ενδέχεται να συνιστά παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής, όπως αυτό κατοχυρώνεται από το άρθρο 8, παράγραφος 1, της σύμβασης, η απαγόρευση σε πρόσωπο να εισέλθει ή να παραμείνει σε κράτος όπου διαμένουν οι οικείοι του. Βλ., συναφώς,, αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων Moustaquim κατά Βελγίου της (σειρά A αριθ. 193, § 36), Boultif κατά Ελβετίας της (Recueil des arrêts et décisions 2001-IX, § 39), και Radovanovic κατά Αυστρίας της (υπ’ αριθ. 42703/98 προσφυγή, § 30). Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχει αναγνωρίσει, από την πλευρά του, για την Ευρωπαϊκή Ένωση ότι το δικαίωμα του παιδιού να διαβιεί με τους οικείους του συνεπάγεται για τα κράτη μέλη υποχρεώσεις οι οποίες μπορούν να συνίστανται σε παραλείψεις, όταν ένα από τα κράτη μέλη υποχρεούται να μην απελάσει κάποιον, ή σε πράξεις, όταν το κράτος μέλος υποχρεούται να επιτρέψει σε ένα κάποιο άτομο την είσοδο και διαμονή στο έδαφός του (απόφαση της , C-540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, «Οικογενειακή επανένωση», Συλλογή 2006, σ. I-5769, σκέψη 52).
( 55 ) Ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης διακηρύχθηκε πανηγυρικά αρχικώς στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1) και εκ νέου στις στο Στρασβούργο (ΕΕ 2007, C 303, σ. 1). Ο ίδιος ο Χάρτης δεν παράγει μεν ακόμη παρόμοια προς το πρωτογενές δίκαιο δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, πλην όμως παρέχει, ως πηγή διασαφηνίσεως του δικαίου, ορισμένα στοιχεία σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία διασφαλίζει η κοινοτική έννομη τάξη· βλ. απόφαση «Οικογενειακή επανένωση», (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 54, σκέψη 38) και σημείο 108 των προτάσεών μου της στην ίδια υπόθεση. Επίσης, απόφαση της , C-432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψη 37). Η τριακοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/38 παραπέμπει στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
( 56 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 68 και 73). Βλ., επίσης, σημεία 91 και 92 των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed επί της υποθέσεως.
( 57 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 68 σε συνδυασμό με τις σκέψεις 50 έως 52).
( 58 ) Δεύτερο ερώτημα, στοιχείο βʹ.
( 59 ) Αγγλικός όρος πρωτοτύπου: «self-sufficient».
( 60 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 74).
( 61 ) Απόφαση Echternach και Moritz (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψεις 2, 32 και 35, καθώς και παράγραφος I.1 των πρακτικών). Στο ίδιο πνεύμα, βλ. αποφάσεις di Leo (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 9) και Gaal (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψεις 19 και 25).
( 62 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 19 και 87 έως 94). Βλ., συναφώς,, απόφαση Zhu και Chen (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 42, σκέψεις 13 και 27 έως 33).
( 63 ) Βλ. απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 47 έως 63 και 68 έως 75).
( 64 ) Τα κοινωνικά πλεονεκτήματα καλύπτουν παραδείγματος χάριν και επιδόματα λόγω γήρατος για ανιόντες συγγενείς. Βλ., συναφώς,, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1984, 261/83, Castelli (Συλλογή 1984, σ. 3199, σκέψη 12), της , 157/84, Frascogna (Συλλογή 1985, σ. 1739, σκέψεις 21 έως 25), και της , 256/86, Frascogna (Συλλογή 1987, σ. 3431, σκέψεις 6 έως 9).
( 65 ) Βλ. αποφάσεις Echternach και Moritz (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27, σκέψη 34), di Leo (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψεις 14 και 15) και Gaal (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 30).
( 66 ) Βλ. άρθρο 1, παράγραφος 1, των οδηγιών 90/364/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, σχετικά με το δικαίωμα διαμονής (ΕΕ L 180, σ. 26) και 90/365/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της , σχετικά με το δικαίωμα των μισθωτών και μη μισθωτών εργαζομένων που έχουν παύσει την επαγγελματική τους δραστηριότητα (ΕΕ L 180, σ. 28), καθώς και το άρθρο 1 της οδηγίας 93/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της , σχετικά με το δικαίωμα διαμονής των σπουδαστών (ΕΕ L 317, σ. 59).
( 67 ) Βλ., συναφώς, ανωτέρω, σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.
( 68 ) Τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/38.
( 69 ) Απόφαση Metock κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 49, σκέψη 59).
( 70 ) Βλ., συναφώς, σημείο 71 των παρουσών προτάσεων.
( 71 ) Βλ. άρθρο 12, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 13, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2004/38. Βλ., συναφώς,, άρθρο 12, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και άρθρο 13, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, εφόσον εφαρμόζονται σε σχέση με το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ ή γʹ, της οδηγίας 2004/38.
( 72 ) Απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C-184/99, Grzelczyk (Συλλογή 2001, σ. I-6193, σκέψη 44). Βλ., επίσης, αποφάσεις Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψεις 91 έως 93), και της , C-456/02, Trojani (Συλλογή 2004, σ. I-7573, σκέψεις 34 και 45).
( 73 ) Δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/38.
( 74 ) Απόφαση της 9ης Μαρτίου 1999, C-212/97, Centros (Συλλογή 1999, σ. I-1459, σκέψη 24 με περαιτέρω παραπομπές). Βλ., επίσης, αποφάσεις Singh (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 43, σκέψη 24), της , 39/86, Lair (Συλλογή 1988, σ. 3161, σκέψη 43), και της , C-413/01, Ninni-Orasche (Συλλογή 2003, σ. I-13187, σκέψη 36).
( 75 ) Βλ., συναφώς,, απόφαση Metock κ.λπ. (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 49, σκέψη 75).
( 76 ) Βλ., συναφώς,, αποφάσεις Lair (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 74, σκέψη 43), της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, C-109/01, Akrich (Συλλογή 2003, σ. I-9607, σκέψη 55). Βλ., σχετικά με το φορολογικό δίκαιο, αποφάσεις της , C-478/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2000, σ. I-7587, σκέψη 45), και της , C-196/04, Cadbury Schweppes και Cadbury Schweppes Overseas (Συλλογή 2006, σ. I-7995, σκέψεις 36 και 37).
( 77 ) Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ισχυρίζεται ότι η M. Teixeira διέκοψε άπαξ τη διαμονή της για ορισμένους μήνες, ωστόσο δεν περιέχονται σχετικές ενδείξεις στην απόφαση περί παραπομπής. Σε κάθε περίπτωση, βάσει της ελάχιστης αυτής διακοπής δεν θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η διαρκής ενσωμάτωση της M. Teixeira στο Ηνωμένο Βασίλειο. Βλ., συναφώς, νομοθετική αξιολόγηση όπως διατυπώνεται στο άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38.
( 78 ) Δεύτερο ερώτημα, στοιχείο γʹ.
( 79 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 74).
( 80 ) Βλ., ανωτέρω, σημεία 43 και 44 των παρουσών προτάσεων.
( 81 ) Απόφαση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σκέψη 63). Βλ., συναφώς,, απόφαση Brown (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 30).
( 82 ) Επί του ορισμού του όρου «εργαζόμενος» βλ. πάγια νομολογία, ιδίως, αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2004, C-138/02, Collins (Συλλογή 2004, σ. I-2703, σκέψη 26), Trojani (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 72, σκέψη 15), της , C-213/05, Geven (Συλλογή 2007, σ. I-6347, σκέψη 16), και της , C-22/08 και C-23/08, Βάτσουρας και Koupatantze (Συλλογή 2009, σ. Ι-4585, σκέψη 26).
( 83 ) Βλ., συναφώς, σημεία 58 έως 62 των παρουσών προτάσεων.
( 84 ) Δεύτερο ερώτημα, στοιχείο δʹ.
( 85 ) Βλ. συναφώς,, απόφαση Gaal (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 25). Βλ., επίσης, απόφαση Echternach και Moritz (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 27. Από τα πρακτικά της εν λόγω υποθέσεως προκύπτει ότι αμφότεροι οι ενδιαφερόμενοι σπουδαστές ήταν άνω των 18 ετών).
( 86 ) Βλ. συναφώς, ανωτέρω, σημεία 43 και 44 των παρουσών προτάσεων.
( 87 ) Απόφαση Gaal (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 26, σκέψη 24). Επίσης η υπόθεση di Leo είχε ως αντικείμενο ανώτερες σπουδές (απόφαση προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 33, σκέψη 4).
( 88 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 61 των παρουσών προτάσεων.
( 89 ) Βλ., ανωτέρω, σημείο 59 των παρουσών προτάσεων. Βλ., επίσης, συναφώς προτάσεις του γενικού εισαγγελέα L. A. Geelhoed στην υπόθεση Baumbast και R (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 4, σημείο 94, τελευταία περίοδος).
( 90 ) Βέβαια, η υπό κρίση υπόθεση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1612/68 ή/και του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2004/38, διότι εν προκειμένω δεν εξετάζεται το δικαίωμα διαμονής του τέκνου σε ένα γονέα του, αλλά το παρεπόμενο δικαίωμα διαμονής ενός γονέα στο τέκνο του. Ωστόσο, από την αξιολόγηση η οποία εκφράζεται στις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι ούτε το 1968 ούτε το 2004 σκοπός του κοινοτικού νομοθέτη, σε ό,τι αφορά το δικαίωμα διαμονής, ήταν να επιβάλει ένα άκαμπτο όριο ηλικίας το οποίο θα συμπίπτει αναγκαστικά με την ενηλικίωση του τέκνου.
( 91 ) Βλ., συναφώς, σημεία 34 έως 63 και 64 έως 86 των παρουσών προτάσεων.
( 92 ) Αποφάσεις της 5ης Δεκεμβρίου 1973, 143/73, SOPAD (Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 809, σκέψη 8), της , C-162/00, Pokrzeptowicz-Meyer (Συλλογή 2002, σ. I-1049, σκέψη 50), και της , C-334/07 P, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen (Συλλογή 2008, σ. Ι-9465, σκέψη 43).
( 93 ) Βλ., συναφώς, σημεία 64 έως 86 των παρουσών προτάσεων.
( 94 ) Ακόμη και αν η από την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου κατά την ένδικη διαδικασία προβληθείσα άπαξ διακοπή της παραμονής της M. Teixeira για μερικούς μήνες ήθελε αποδειχθεί αληθής, εντούτοις κατά το άρθρο 16, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38 είναι άνευ σημασίας.
( 95 ) Άρθρο 1 της οδηγίας 90/364 ή/και άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2004/38.
( 96 ) Άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1612/68 ή/και άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, σε συνδυασμό με το στοιχείο αʹ και με το άρθρο 2, σημείο 2, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2004/38.
( 97 ) Δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/38.
( 98 ) Το άρθρο 16, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2004/38 ορίζει ότι το δικαίωμα μόνιμης διαμονής δεν προϋποθέτει την εκπλήρωση των προϋποθέσεων του κεφαλαίου III της οδηγίας. Το άρθρο 16, παράγραφος 4, της οδηγίας συμπληρώνει ότι το άπαξ αποκτηθέν δικαίωμα μόνιμης διαμονής καταργείται μόνο λόγω απουσίας για χρονικό διάστημα υπερβαίνον τα δύο συναπτά έτη.
( 99 ) Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2009, C-123/08, Wolzenburg (Συλλογή 2009, σ. I-9621, σκέψεις 49 έως 51, ιδίως σκέψη 51). Βλ., επίσης, άρθρο 19 της οδηγίας 2004/38.
( 100 ) Βλ., συναφώς,, απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 1988, 247/86, Alsatel (Συλλογή 1988, σ. 5987, σκέψεις 7 και 8).
( 101 ) Εφόσον η M. Teixeira έχει δικαίωμα που απορρέει από το κοινοτικό δίκαιο, δύναται να αξιώσει ίση μεταχείριση και βάσει του άρθρου 24 της οδηγίας 2004/38.
( 102 ) Απόφαση Trojani (προπαρατεθείσα στην υποσημείωση 72, σκέψεις 39 έως 45).