Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62008CC0227

    Προτάσεις της γενικης εισαγγελέα Trstenjak της 7ης Μαΐου 2009.
    Eva Martín Martín κατά EDP Editores SL.
    Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Audiencia Provincial de Salamanca - Ισπανία.
    Οδηγία 85/577/ΕΟΚ - Άρθρο 4 - Προστασία των καταναλωτών - Συμβάσεις που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος - Δικαίωμα καταγγελίας - Υποχρέωση ενημερώσεως από τον έμπορο - Ακυρότητα της συμβάσεως - Κατάλληλα μέτρα.
    Υπόθεση C-227/08.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-11939

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:295

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    VERICA TRSTENJAK

    της 7ης Μαΐου 2009 ( 1 )

    Υπόθεση C-227/08

    Eva Martín Martín

    κατά

    EDP Editores SL

    Πίνακας περιεχομένων

     

    I — Εισαγωγή

     

    II — Νομοθετικό πλαίσιο

     

    Α — Κοινοτικό δίκαιο

     

    1. Συνθήκη ΕΚ

     

    2. Οδηγία 85/577

     

    Β — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

     

    Γ — Εθνικές ρυθμίσεις

     

    III — Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία της κύριας δίκης και προδικαστικό ερώτημα

     

    IV — Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

     

    V — Επιχειρήματα των διαδίκων

     

    VI — Εκτίμηση της γενικής εισαγγελέα

     

    Α — Εισαγωγή

     

    Β — Ανάλυση του προδικαστικού ερωτήματος

     

    1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις σχετικά με το προδικαστικό ερώτημα

     

    α) Κοινοτικές διατάξεις την ερμηνεία των οποίων ζητεί το αιτούν δικαστήριο

     

    β) Προβλήματα που απορρέουν από το προδικαστικό ερώτημα

     

    2. Μπορεί η σχετική ακυρότητα της συμβάσεως να χαρακτηριστεί ως κατάλληλο μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577;

     

    3. Γενικός κανόνας: ανυπαρξία γενικής υποχρεώσεως αυτεπάγγελτης λήψεως υπόψη στο κοινοτικό δίκαιο

     

    4. Εξαίρεση του γενικού κανόνα: η νομολογία που αφορά την οδηγία 93/13 και την οδηγία 87/102

     

    α) Νομολογία σχετική με την οδηγία 93/13

     

    β) Νομολογία σχετική με την οδηγία 87/102

     

    5. Μεταφορά στην κρινόμενη υπόθεση της νομολογίας που αφορά την οδηγία 93/13 και την οδηγία 87/102

     

    6. Εξουσία αυτεπάγγελτης παρεμβάσεως του εθνικού δικαστηρίου: δυνατότητα ή υποχρέωση;

     

    Γ — Πρόταση

     

    VII — Πρόταση

    «Οδηγία 85/577/ΕΟΚ — Άρθρο 4 — Προστασία των καταναλωτών — Συμβάσεις που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος — Δικαίωμα καταγγελίας — Υποχρέωση ενημερώσεως από τον έμπορο — Ακυρότητα της συμβάσεως — Κατάλληλα μέτρα»

    I — Εισαγωγή

    1.

    Η παρούσα υπόθεση αφορά το ερώτημα αν εθνικό δικαστήριο μπορεί να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως και να κηρύξει άκυρη σύμβαση που έχει συναφθεί εκτός εμπορικού καταστήματος λόγω του ότι ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του από τη σύμβαση, μολονότι η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία δεν επιτρέπει την αυτεπάγγελτη παρέμβαση του εθνικού δικαστηρίου σε μια τέτοια περίπτωση, αλλά επιρρίπτει στον καταναλωτή, στον οποίο δεν δόθηκε αυτή η πληροφορία, το βάρος να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρη η σύμβαση. Η υπόθεση αφορά την ερμηνεία των διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ περί προστασίας των καταναλωτών, καθώς και του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος ( 2 ) (στο εξής: οδηγία 85/577), το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν για την πρόβλεψη κατάλληλων μέτρων προστασίας των καταναλωτών, στην περίπτωση που δεν τους παρασχεθούν πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμά τους να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση.

    2.

    Στην περίπτωση συμβάσεως που συνάπτεται εκτός εμπορικού καταστήματος, αποφασιστική σημασία για την προστασία του καταναλωτή δεν έχει μόνον το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, αλλά και η δέουσα ενημέρωσή του για το δικαίωμα αυτό, καθώς και η εξασφάλιση κατάλληλων και αποτελεσματικών μέτρων για την περίπτωση που δεν του δοθούν οι σχετικές πληροφορίες. Πράγματι, όταν ο καταναλωτής συνάπτει σύμβαση αυτού του τύπου, συχνά δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει αντικειμενικά όλες τις συνέπειες που έχει η σύμβαση γι’ αυτόν. Επειδή στο πλαίσιο των συμβάσεων αυτών ο καταναλωτής είναι το ασθενέστερο μέρος, με την παρούσα δίκη θα πρέπει να διαπιστωθεί αν είναι απαραίτητο, προκειμένου να προστατευθούν αποτελεσματικά τα δικαιώματά του, να εξασφαλίζουν αυτεπαγγέλτως τα εθνικά δικαστήρια την προστασία αυτή σε διαφορές που αφορούν συμβάσεις αυτού του τύπου.

    II — Νομοθετικό πλαίσιο

    Α — Κοινοτικό δίκαιο

    1. Συνθήκη ΕΚ

    3.

    Το άρθρο 3 ΕΚ ορίζει τα εξής:

    «1.   Για τους σκοπούς του άρθρου 2, η δράση της Κοινότητας περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους και με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει η παρούσα Συνθήκη:

    […]

    τ)

    συμβολή στην ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών·

    […]».

    4.

    Το άρθρο 95 ΕΚ ορίζει τα εξής:

    «[…]

    3.   Η Επιτροπή, στις προτάσεις της που προβλέπονται στην παράγραφο 1, σχετικά με την υγεία, την ασφάλεια, την προστασία του περιβάλλοντος και την προστασία των καταναλωτών, λαμβάνει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη όσες νέες εξελίξεις βασίζονται σε επιστημονικά δεδομένα. Στα πλαίσια των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο επιδιώκουν επίσης την επίτευξη αυτού του στόχου.

    […]»

    5.

    Το άρθρο 153 ΕΚ ορίζει ότι:

    «1.   Προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα των καταναλωτών και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, η Κοινότητα συμβάλλει στην προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και στην προώθηση του δικαιώματός τους για ενημέρωση, εκπαίδευση και οργάνωσή τους για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους.

    2.   Οι απαιτήσεις προστασίας του καταναλωτή λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή άλλων κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων.

    3.   Η Κοινότητα συμβάλλει στην επίτευξη των στόχων που αναφέρονται στην παράγραφο 1 με:

    α)

    μέτρα θεσπιζόμενα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 95 στα πλαίσια της υλοποίησης της εσωτερικής αγοράς,

    β)

    μέτρα που στηρίζουν, συμπληρώνουν και παρακολουθούν την πολιτική των κρατών μελών.

    4.   Το Συμβούλιο, αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251 και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, θεσπίζει τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 3, στοιχείο β’.

    5.   Τα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 4, δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν αυστηρότερα προστατευτικά μέτρα. Τα μέτρα αυτά πρέπει να συμβιβάζονται με την παρούσα Συνθήκη και κοινοποιούνται στην Επιτροπή.»

    2. Οδηγία 85/577

    6.

    Η τέταρτη, η πέμπτη και η έκτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/577 ορίζουν τα εξής:

    «[εκτιμώντας] ότι το ειδικό χαρακτηριστικό των συμβάσεων που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος είναι ότι, κατά κανόνα, οι διαπραγματεύσεις αρχίζουν με πρωτοβουλία του εμπόρου, ενώ ο καταναλωτής είναι τελείως απροετοίμαστος και καταλαμβάνεται εξ απίνης· ότι συχνά ο καταναλωτής δεν είναι σε θέση να συγκρίνει την ποιότητα και την τιμή της προσφοράς με άλλες προσφορές· ότι γενικά αυτό το στοιχείο αιφνιδιασμού δεν υπάρχει μόνο στις συμβάσεις που συνάπτονται στο κατ’ οίκον εμπόριο, αλλά και σε άλλες μορφές συμβάσεων, όταν τη σχετική πρωτοβουλία αναλαμβάνει ο έμπορος εκτός του εμπορικού του καταστήματος·

    ότι ο καταναλωτής πρέπει να έχει δικαίωμα υπαναχώρησης ( 3 ) επί επτά τουλάχιστον μέρες, ώστε να μπορεί να εκτιμήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση·

    ότι πρέπει να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται ότι ο καταναλωτής θα πληροφορείται εγγράφως ότι διαθέτει αυτή την περίοδο μελέτης».

    7.

    Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/577 ορίζει ότι:

    «Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις παροχής αγαθών ή υπηρεσιών από έναν έμπορο προς έναν καταναλωτή, οι οποίες συνάπτονται:

    […]

    κατά τη διάρκεια επίσκεψης του εμπόρου:

    i)

    στο σπίτι του ίδιου ή άλλου καταναλωτή,

    […]

    όταν η επίσκεψη δεν γίνεται μετά από ρητή αίτηση του καταναλωτή.»

    8.

    Το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577 ορίζει ότι:

    «Στην περίπτωση συναλλαγών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 1, οι έμποροι οφείλουν να πληροφορούν τους καταναλωτές σχετικά με το δικαίωμά τους να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση μέσα στο χρονικό διάστημα που ορίζει το άρθρο 5, και να τους γνωστοποιούν το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου έναντι του οποίου μπορεί να ασκηθεί αυτό το δικαίωμα.

    Η υπόμνηση αυτή φέρει ημερομηνία και αναφέρει χαρακτηριστικά στοιχεία που επιτρέπουν να αναγνωρίζεται η συγκεκριμένη σύμβαση. Δίδεται στον καταναλωτή:

    α)

    στην περίπτωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, κατά τη σύναψη της σύμβασης·

    β)

    στην περίπτωση του άρθρου 1, παράγραφος 2, το αργότερο κατά τη σύναψη της σύμβασης·

    γ)

    στις περιπτώσεις του άρθρου 1, παράγραφος 3, και του άρθρου 1, παράγραφος 4, όταν ο καταναλωτής υποβάλλει την προσφορά.

    Τα κράτη μέλη μεριμνούν για την πρόβλεψη κατάλληλων μέτρων προστασίας των καταναλωτών στην εθνική τους νομοθεσία, στην περίπτωση που δεν παρασχεθούν οι πληροφορίες που προβλέπει το παρόν άρθρο.»

    9.

    Το άρθρο 5 της οδηγίας 85/577 ορίζει ότι:

    «1.   Ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη μονομερή ανάληψη υποχρεώσεώς του, αποστέλλοντας ειδοποίηση μέσα σε προθεσμία τουλάχιστον ( 4 ) επτά ημερών από την παραλαβή εκ μέρους του της υπόμνησης που αναφέρει το άρθρο 4, και σύμφωνα με τη διαδικασία και τους όρους που ορίζει η εθνική νομοθεσία. Η ειδοποίηση αρκεί να έχει αποσταλεί πριν τη λήξη της εν λόγω προθεσμίας.

    2.   Η αποστολή της ειδοποίησης έχει ως συνέπεια την απαλλαγή του καταναλωτή από κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη ματαιωθείσα σύμβαση.»

    Β — Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    10.

    Το άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ( 5 ) (στο εξής: Χάρτης), το οποίο φέρει τον τίτλο «Προστασία του καταναλωτή», ορίζει τα εξής:

    «Οι πολιτικές της Ένωσης διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή».

    Γ — Εθνικές ρυθμίσεις

    11.

    Η οδηγία 85/577 μεταφέρθηκε στην ισπανική έννομη τάξη με τον νόμο 26 της 21ης Νοεμβρίου 1991 περί των συμβάσεων που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος ( 6 ) (στο εξής: νόμος 26/1991).

    12.

    Το άρθρο 3 του νόμου 26/1991 ορίζει τα εξής:

    «1.   Η σύμβαση ή η συμβατική προσφορά του άρθρου 1 πρέπει να διατυπώνεται γραπτώς, εις διπλούν, να συνοδεύεται από έντυπο υπαναχωρήσεως ( 7 ), και να φέρει ημερομηνία και υπογραφή που τίθενται ιδιοχείρως από τον καταναλωτή.

    2.   Το συμβατικό έγγραφο πρέπει να περιλαμβάνει, με εμφανείς χαρακτήρες αμέσως επάνω από το σημείο όπου τίθεται η υπογραφή του καταναλωτή, σαφή και ακριβή αναφορά στο δικαίωμα του τελευταίου να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, καθώς και στις προϋποθέσεις και τις συνέπειες της ασκήσεως του δικαιώματος αυτού.

    3.   Το έντυπο υπαναχωρήσεως πρέπει να φέρει, με εμφανείς χαρακτήρες, τη μνεία “έντυπο υπαναχωρήσεως” και να αναφέρει το όνομα και τη διεύθυνση του προσώπου στο οποίο πρέπει να αποσταλεί, καθώς και τα στοιχεία που καθιστούν δυνατή την αναγνώριση της συμβάσεως και των συμβαλλομένων.

    4.   Μετά την υπογραφή, ο επιχειρηματίας ή το πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό του δίνει στον καταναλωτή το ένα από τα δύο αντίτυπα, καθώς και το έντυπο υπαναχωρήσεως.

    5.   Στον επιχειρηματία απόκειται να αποδείξει την εκτέλεση των υποχρεώσεων τις οποίες προβλέπει το εν λόγω άρθρο.»

    13.

    Το άρθρο 4 του νόμου 26/1991 ορίζει τις συνέπειες της μη τηρήσεως των όρων που προβλέπει το άρθρο 3 του νόμου:

    «Η σύμβαση ή η συμβατική προσφορά που παραβιάζουν τους όρους τους οποίους προβλέπει το προηγούμενο άρθρο μπορούν να ακυρωθούν μετά από αίτηση του καταναλωτή.

    Τον λόγο ακυρότητας δεν μπορεί να επικαλεστεί σε καμία περίπτωση ο επιχειρηματίας, εκτός αν η μη συμμόρφωση μπορεί να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στον καταναλωτή.»

    14.

    Το άρθρο 9 του νόμου 26/1991 ορίζει τα εξής:

    «Ο καταναλωτής δεν μπορεί να παραιτηθεί από τα δικαιώματα που χορηγούνται με τον παρόντα νόμο. Εντούτοις, οι συμβατικές διατάξεις που είναι ευνοϊκότερες για τον καταναλωτή θεωρούνται έγκυρες.»

    III — Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία της κύριας δίκης και προδικαστικό ερώτημα

    15.

    Στις 20 Μαΐου 2003, η Eva Martín Martín συνήψε στην κατοικία της σύμβαση με τον εκπρόσωπο της εταιρίας EDP Editores S.L. (στο εξής: EDP) για την απόκτηση 15 τόμων ενός έργου, 5 ψηφιακών δίσκων DVD και μιας μονάδας αναπαραγωγής DVD ( 8 ). Τα προϊόντα της παραδόθηκαν στις 2 Ιουνίου 2003. Το τίμημα της αγοραπωλησίας ήταν 1909 EUR. Από το ποσό αυτό, η E. Martín Martín κατέβαλε 47,48 EUR, χωρίς να εξοφλήσει τα υπόλοιπα 1861,52 EUR.

    16.

    Η EDP, η οποία δεν έλαβε πληρωμή για τα εμπορεύματα που παρέδωσε, ζήτησε από το Juzgado de Primera Instancia numero Uno de Salamanca την έκδοση διαταγής πληρωμής κατά της E. Martín Martín, προκειμένου να καταδικαστεί η τελευταία να εξοφλήσει το εναπομένον ποσό των 1861,52 EUR πλέον νόμιμων τόκων υπερημερίας. Κατά της αποφάσεως της 14ης Ιουνίου 2007, με την οποία καταδικάστηκε να καταβάλει το αιτούμενο ποσό, η E. Martín Martín άσκησε έφεση ενώπιον του Audiencia Provincial de Salamanca (στο εξής: αιτούν δικαστήριο).

    17.

    Με τη διάταξη περί παραπομπής το αιτούν δικαστήριο υποστηρίζει ότι η επίδικη σύμβαση μπορεί να είναι άκυρη, διότι ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση εντός 7 ημερών από τη λήψη των εμπορευμάτων, καθώς και για τους όρους και τις συνέπειες της ασκήσεως του δικαιώματος αυτού. Το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει επίσης ότι ο καταναλωτής δεν ζήτησε να διαπιστωθεί η ακυρότητα της συμβάσεως στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας ή της κατ’ έφεση διαδικασίας.

    18.

    Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο, και ειδικότερα σύμφωνα με το άρθρο 4 του νόμου 26/1991, αν κατά τη σύναψη της συμβάσεως δεν εκπληρώθηκε η υποχρέωση ενημερώσεως του καταναλωτή σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του, εναπόκειται στον καταναλωτή να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρη η σύμβαση. Εξάλλου, σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία, οι αστικές δίκες διέπονται από την αρχή της διαθέσεως («principio de rogación»), σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο δεν μπορεί να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως πραγματικά περιστατικά, αποδεικτικά μέσα και αιτήματα που δεν έχουν προβάλει οι διάδικοι. Για τον λόγο αυτόν, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, στην παρούσα υπόθεση, υποχρεούται να κρίνει μόνον τα αιτήματα που υπέβαλαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της κατ’ έφεση δίκης, ή αν η οδηγία 85/577 του επιτρέπει να κηρύξει αυτεπαγγέλτως άκυρη τη σύμβαση.

    19.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, το αιτούν δικαστήριο, με διάταξη της 20ής Μαΐου 2008, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

    «Πρέπει το άρθρο 153 ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 ΕΚ και 95 ΕΚ, με το άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και με την οδηγία 85/577/ΕΟΚ, του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, ιδίως το άρθρο της 4, να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι επιτρέπει στο δικαστήριο που έχει επιληφθεί εφέσεως κατά αποφάσεως πρωτοβάθμιου δικαστηρίου να κηρύξει αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα συμβάσεως που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της προπαρατεθείσας οδηγίας, ενώ η ακυρότητα αυτή ουδέποτε προβλήθηκε από τον καθού καταναλωτή, είτε στο πλαίσιο της αντικρούσεώς του κατά της αιτήσεως περί διαδικασίας εκδόσεως διαταγής πληρωμής, είτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ή στο πλαίσιο της εφέσεως;»

    IV — Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

    20.

    Η διάταξη περί παραπομπής περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Μαΐου 2008. Κατά την έγγραφη διαδικασία κατέθεσαν παρατηρήσεις η EDP, η Ισπανική και η Αυστριακή Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, που διεξήχθη στις 12 Μαρτίου 2009, η EDP, η Ισπανική και η Τσεχική Κυβέρνηση –η οποία δεν είχε καταθέσει γραπτές παρατηρήσεις–, καθώς και η Επιτροπή κατέθεσαν παρατηρήσεις και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.

    V — Επιχειρήματα των διαδίκων

    21.

    Η EDP υποστηρίζει ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να κηρύξει αυτοδικαίως άκυρη τη σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή εκτός εμπορικού καταστήματος, εφόσον ο καταναλωτής δεν επικαλείται την ακυρότητα αυτή.

    22.

    Υποστηρίζοντας την άποψή της, η EDP υπογραμμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577, τα κράτη μέλη μεριμνούν για την πρόβλεψη κατάλληλων μέτρων προστασίας των καταναλωτών στην εθνική τους νομοθεσία, αλλά καμία διάταξη της οδηγίας δεν προβλέπει ότι εθνικό δικαστήριο μπορεί να κηρύξει αυτοδικαίως άκυρη τη σύμβαση, όταν ο καταναλωτής δεν έχει ζητήσει κάτι τέτοιο. Κατά τη γνώμη της, συνεπώς, η εφαρμοστέα ισπανική ρύθμιση ( 9 ), η οποία επιρρίπτει στον καταναλωτή το βάρος να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρη η σύμβαση, δεν είναι αντίθετη με το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577, αλλά προστατεύει αυστηρά τα δικαιώματα των καταναλωτών. Κατά την άποψή της EDP, θα πρέπει να εξακριβωθεί επίσης εν προκειμένω αν μια εθνική διάταξη καθιστά πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο ( 10 ).

    23.

    Η EDP διευκρινίζει επίσης ότι το ισπανικό δίκαιο κάνει διάκριση μεταξύ απόλυτης και σχετικής ακυρότητας. Υπογραμμίζει ότι, στην περίπτωση των συμβάσεων που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος, η ενδεχόμενη ακυρότητα έχει σχετικό χαρακτήρα και μπορεί να διαπιστωθεί μόνο μετά από αίτημα του διαδίκου. Στις περιπτώσεις στις οποίες η ακυρότητα είναι απόλυτη, η αγωγή για τη διαπίστωσή της δεν παραγράφεται, σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία, και μπορεί να ασκηθεί ακόμα και από τρίτους, ενώ το ελάττωμα μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο.

    24.

    Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577 δεν πρέπει αναγκαστικά να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα συμβάσεως που συνάπτεται εκτός εμπορικού καταστήματος, εφόσον ο καταναλωτής δεν επικαλείται την ακυρότητα αυτή σε καμία φάση της δίκης.

    25.

    Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το επίπεδο προστασίας του καταναλωτή το οποίο προβλέπει ο νόμος 26/1991 πληροί απολύτως τις διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ και της οδηγίας 85/577, επειδή, κατά τη γνώμη της, με τον νόμο αυτόν μεταφέρθηκαν πλήρως και ορθώς οι διατάξεις της προαναφερθείσας οδηγίας στην ισπανική έννομη τάξη ( 11 ). Το άρθρο 4 του νόμου 26/1991 παρέχει στον καταναλωτή κατάλληλη προστασία, ορίζοντας ότι ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της συμβάσεως αν δεν ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του. Η εν λόγω κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η υποχρέωση που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 4 της οδηγίας, να μεριμνούν για την πρόβλεψη κατάλληλων μέτρων προστασίας των καταναλωτών στην εθνική τους νομοθεσία, μπορεί να εκπληρωθεί με διάφορους τρόπους. Ένας από αυτούς είναι να δίδεται στον καταναλωτή η δυνατότητα να ζητεί την ακύρωση της συμβάσεως. Η επιλογή του τρόπου με τον οποίο θα εξασφαλιστεί αυτή η προστασία των καταναλωτών εναπόκειται, κατά την άποψη της Ισπανικής Κυβερνήσεως, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους.

    26.

    Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 1993, σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές ( 12 ) (στο εξής: οδηγία 93/13), ο δικαστής πρέπει να έχει τη δυνατότητα να διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως την ακυρότητα καταχρηστικών ρητρών καταναλωτικών συμβάσεων, όταν πρόκειται για ζήτημα δημοσίας τάξεως. Συναφώς, η Ισπανική Κυβέρνηση παραπέμπει στις αποφάσεις Océano Grupo ( 13 ), Cofidis ( 14 ) και Mostaza Claro ( 15 ). Μολονότι η κρινόμενη υπόθεση δεν αφορά την οδηγία 92/13, αλλά την οδηγία 85/577, είναι απαραίτητο, κατά την άποψη της Ισπανικής Κυβερνήσεως, η προαναφερθείσα νομολογία να λαμβάνεται υπόψη και κατά την εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν την οδηγία 85/577. Εντούτοις, κατά την άποψή της, πρέπει να διευκρινιστεί αν εν προκειμένω τίθεται ζήτημα δημοσίας τάξεως.

    27.

    Η Aυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να επιβάλουν στα δικαστήρια τους να κηρύσσουν αυτεπαγγέλτως άκυρη τη σύμβαση που συνάπτεται εκτός εμπορικού καταστήματος, αν η ακυρότητα αυτή δεν προβάλλεται από τον καταναλωτή στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον εθνικού δικαστηρίου.

    28.

    Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι από το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577 δεν προκύπτει ότι μια σύμβαση είναι άκυρη εκ μόνου του λόγου ότι ο έμπορος δεν ενημέρωσε τον καταναλωτή ότι διαθέτει δικαίωμα υπαναχωρήσεως. Αντιθέτως προς την οδηγία 85/577, το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 ορίζει ρητώς ότι «[τ]α κράτη μέλη θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης […] δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές […]». Αντιθέτως, το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577 ορίζει απλώς ότι «κράτη μέλη μεριμνούν για την πρόβλεψη κατάλληλων μέτρων προστασίας των καταναλωτών στην εθνική τους νομοθεσία». Η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, εφόσον δεν υπάρχουν κοινοτικοί κανόνες για το θέμα, στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους εναπόκειται ο καθορισμός των αρμοδίων δικαστηρίων και η ρύθμιση των δικονομικών λεπτομερειών των ενδίκων προσφυγών που σκοπούν στη διασφάλιση των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο ( 16 ).

    29.

    Η Αυστριακή Κυβέρνηση υπογραμμίζει επίσης ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν και άλλα πρόσφορα μέτρα για την περίπτωση στην οποία ο καταναλωτής δεν ενημερώνεται για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του και παραθέτει ως παράδειγμα την ενδεχόμενη δυνατότητα του καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση χωρίς χρονικούς περιορισμούς ( 17 ). Ένα άλλο πιθανό μέτρο θα μπορούσε να είναι η υποχρέωση των δικαστηρίων να ενημερώνουν τον καταναλωτή για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως. Για τους λόγους αυτούς, η δυνατότητα αυτεπάγγελτης ακυρώσεως της συμβάσεως είναι μία απλώς από τις δυνατότητες που διαθέτουν τα κράτη μέλη για να προστατεύσουν τον καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 85/577.

    30.

    Συνεπώς, η Αυστριακή Κυβέρνηση φρονεί ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577 δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να ενεργήσουν έτσι ώστε τα εθνικά δικαστήρια να υποχρεούνται να κηρύσσουν αυτεπαγγέλτως άκυρη τη σύμβαση αν ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

    31.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η οδηγία 85/577 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, αν η σύμβαση συνήφθη χωρίς να τηρηθεί η υποχρέωση ενημερώσεως του καταναλωτή για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να κηρύξει άκυρη τη σύμβαση ακόμα και χωρίς να το ζητήσει ο καταναλωτής. Κατά την άποψη της Επιτροπής, η δυνατότητα του καταναλωτή να ζητήσει την ακύρωση της συμβάσεως αν δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως δεν συνιστά πρόσφορο μέτρο για την προστασία των καταναλωτών κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας 85/577. Κατά την άποψη της Επιτροπής, αν γινόταν δεκτό το αντίθετο, θα υπήρχε κίνδυνος ο καταναλωτής να μη γνωρίζει τα δικαιώματά του, και συνεπώς να μην τα ασκεί.

    32.

    Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει σχετικής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, οι διαδικαστικές λεπτομέρειες που σκοπούν στο να κατοχυρώσουν τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες έλκουν από το κοινοτικό δίκαιο εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι οι λεπτομέρειες αυτές δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή περί ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 18 ). Η Επιτροπή υποστηρίζει, εξάλλου, ότι τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να ενεργούν αυτεπαγγέλτως μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χάριν του δημοσίου συμφέροντος ( 19 ).

    33.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί, σε σχέση με την οδηγία 93/13, ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας σε σύμβαση που έχει συναφθεί από καταναλωτή ( 20 ). Επίσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει, σε σχέση με την οδηγία 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1986, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη ( 21 ) (στο εξής: οδηγία 87/102), ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να ενεργεί αυτεπαγγέλτως προκειμένου να επιτρέψει στον καταναλωτή να προβάλει συγκεκριμένα δικαιώματα έναντι του προσώπου που χορηγεί την πίστωση ( 22 ). Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η νομολογία αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί, κατ’ αναλογία, και για την ερμηνεία της οδηγίας 85/577.

    34.

    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή προσέθεσε ότι ενδεχόμενα άλλα μέτρα –όπως, για παράδειγμα, διοικητικές κυρώσεις, δυνατότητα χρονικά απεριόριστης υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση, ή υποχρέωση του δικαστηρίου να ενημερώνει τον καταναλωτή για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως– δεν είναι κατάλληλα από την άποψη της προστασίας του καταναλωτή. Πράγματι, τα διοικητικά μέτρα μπορούν ασφαλώς να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα, αλλά στόχος τους δεν είναι η προστασία του μεμονωμένου καταναλωτή· η δυνατότητα χρονικά απεριόριστης υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση δεν συνιστά κατάλληλο μέτρο, λόγω του ότι υπάρχει κίνδυνος ο καταναλωτής να μη γνωρίζει το δικαίωμά του αυτό· τέλος, η υποχρέωση του δικαστηρίου να ενημερώνει τον καταναλωτή για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως προϋποθέτει την ύπαρξη εθνικών δικονομικών κανόνων που να προβλέπουν ανάλογο μέτρο. Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο καταναλωτής ενδέχεται σε ορισμένες περιπτώσεις να επιθυμεί τη διατήρηση της συμβάσεως σε ισχύ, και συνεπώς πρέπει να έχει τη δυνατότητα να αντιταχθεί στην ακύρωση και να επιτύχει, στην περίπτωση αυτή, να συνεχίσει η σύμβαση να παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα υπέρ αυτού.

    35.

    Η Τσεχική Κυβέρνηση, η οποία δεν υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις, δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δεν συμφωνεί με τη θέση της Επιτροπής και ότι, κατά την άποψή της, η οδηγία 85/577 δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το εθνικό δικαστήριο έχει τη δυνατότητα να κηρύξει αυτεπαγγέλτως άκυρη τη σύμβαση που συνάπτεται εκτός εμπορικού καταστήματος, αν ο καταναλωτής δεν ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

    36.

    Η Τσεχική Κυβέρνηση προβάλλει τρεις σειρές επιχειρημάτων για να υποστηρίξει την άποψή της. Το πρώτο της επιχείρημα είναι ότι η αυτεπάγγελτη ακύρωση προσβάλλει το δικαίωμα του καταναλωτή να αποφασίσει ο ίδιος αν επιθυμεί τη διατήρηση της συμβάσεως σε ισχύ ή όχι· πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 5 της οδηγίας 85/577, μόνον ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Ακόμα και όταν ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, το δικαίωμα αυτό δεν αποσβέννυται, δεδομένου ότι σύμφωνα με το προαναφερθέν άρθρο 5 της οδηγίας, η προθεσμία υπαναχωρήσεως αρχίζει να τρέχει μόνον όταν ο καταναλωτής ενημερωθεί για το δικαίωμά του αυτό. Ως δεύτερο επιχείρημα, η Τσεχική Κυβέρνηση προβάλλει ότι τα κράτη μέλη έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα για θέματα πολιτικής δικονομίας· καταμερισμός αρμοδιοτήτων υφίσταται μόνο στον τομέα της δικαστικής συνεργασίας σε αστικές υποθέσεις και μόνον εφόσον πρόκειται για υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα. Κατά την άποψη της Τσεχικής Κυβερνήσεως, είναι αμφίβολο αν υπάρχει δυνατότητα προσφυγής στο άρθρο 94 ΕΚ (πρώην άρθρο 100 της Συνθήκης ΕΚ) –το οποίο απετέλεσε τη νομική βάση για την έκδοση της οδηγίας 85/577– για την έγκριση μέτρων που παραβιάζουν αυτή την αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών. Κατά την εκτίμησή του θέματος αυτού, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη η αρχή της αναλογικότητας. Ως τρίτο επιχείρημα, η Τσεχική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η νομολογία σχετικά με άλλες οδηγίες που αφορούν την προστασία των καταναλωτών και σε σχέση με τις οποίες το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει τη δυνατότητα των εθνικών δικαστηρίων να ενεργούν αυτεπαγγέλτως, δεν μπορεί να μεταφερθεί στην κρινόμενη υπόθεση, διότι εν προκειμένω χρειάζεται να ερμηνευθεί η οδηγία 85/577, η οποία χαρακτηρίζεται από διατάξεις και από συστηματική οικονομία διαφορετικές από εκείνες των οδηγιών σε σχέση με τις οποίες το Δικαστήριο δέχθηκε την προαναφερθείσα δυνατότητα αυτεπάγγελτης παρεμβάσεως των εθνικών δικαστηρίων.

    VI — Εκτίμηση της γενικής εισαγγελέα

    Α — Εισαγωγή

    37.

    Η κρινόμενη υπόθεση αφορά την προβληματική της συνάψεως συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, αλλά και τις συνέπειες της παραλείψεως να ενημερωθεί ο καταναλωτής για το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από σύμβαση αυτού του τύπου. Η νομολογία του Δικαστηρίου έχει αντιμετωπίσει επανειλημμένα το ζήτημα των συνεπειών της παραλείψεως αυτής ( 23 ), αλλά δεν έχει κρίνει μέχρι σήμερα αν, στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να διαδραματίζουν ενεργό ρόλο και τα εθνικά δικαστήρια, παρεμβαίνοντας αυτεπαγγέλτως σε περίπτωση μη ενημερώσεως του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτόν, στο πλαίσιο της κρινόμενη διαφοράς, το Δικαστήριο θα πρέπει να αναλύσει λεπτομερέστερα τους σκοπούς της οδηγίας 85/577 ερευνώντας το κείμενο των μεμονωμένων διατάξεών της.

    38.

    Με το προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ’ ουσία αν το άρθρο 153 ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 ΕΚ και 95 ΕΚ, με το άρθρο 38 του Χάρτη και με τις διατάξεις της οδηγίας 85/577 –και ιδίως το άρθρο 4– πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να κηρύξει αυτεπαγγέλτως άκυρη σύμβαση που συνάπτεται εκτός εμπορικού καταστήματος, στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από αυτή τη σύμβαση, ακόμα και αν ο καταναλωτής δεν προβάλλει την ακυρότητα αυτή στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

    Β — Ανάλυση του προδικαστικού ερωτήματος

    1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις σχετικά με το προδικαστικό ερώτημα

    α) Κοινοτικές διατάξεις την ερμηνεία των οποίων ζητεί το αιτούν δικαστήριο

    39.

    Με το προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει διάφορες διατάξεις κοινοτικού δικαίου, και ειδικότερα το άρθρο 153 ΕΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 3 EΚ και 95 ΕΚ, με το άρθρο 38 του Χάρτη, καθώς και με διάφορες διατάξεις της οδηγίας 85/577. Στο πλαίσιο αυτού του πλέγματος διατάξεων, αποφασιστική σημασία για την έκδοση αποφάσεως στην κρινόμενη υπόθεση έχει η ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 85/577, η οποία, ως νομοθετική πράξη παράγωγου δικαίου, συγκεκριμενοποιεί τις προσπάθειες της Κοινότητας στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών, την οποία επιβάλλει το πρωτογενές δίκαιο.

    40.

    Το άρθρο 153 ΕΚ, το οποίο περιλαμβάνεται στον τίτλο της Συνθήκης με θέμα την «Προστασία των καταναλωτών», θεσπίζει, με την παράγραφο 1, μια γενική διάταξη σύμφωνα με την οποία η Κοινότητα, προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντα των καταναλωτών και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή, συμβάλλει στην προστασία της υγείας, της ασφάλειας και των οικονομικών συμφερόντων των καταναλωτών, καθώς και στην προώθηση του δικαιώματός τους για ενημέρωση, εκπαίδευση και οργάνωσή τους για την υπεράσπιση των συμφερόντων τους. Η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου ορίζει ότι οι απαιτήσεις προστασίας του καταναλωτή λαμβάνονται υπόψη κατά τον καθορισμό και την εφαρμογή άλλων κοινοτικών πολιτικών και δραστηριοτήτων. Οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου αφορούν τα μέτρα που λαμβάνει η κοινότητα για την επίτευξη του στόχου της προστασίας των καταναλωτών και διευκρινίζουν τη νομική βάση της θεσπίσεώς τους. Με την παράγραφο 5, παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να εισάγουν αυστηρότερα μέτρα προστασίας των καταναλωτών.

    41.

    Συνεπώς, το άρθρο 153 ΕΚ αποτελεί γενικού χαρακτήρα διάταξη του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών. Μια διάταξη ακόμη γενικότερου χαρακτήρα για το ίδιο θέμα θεσπίζεται με το άρθρο 3, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο απαριθμεί τους διάφορους τομείς δραστηριότητας της Κοινότητας, μεταξύ των οποίων, ιδίως, σύμφωνα με το στοιχείο τ’ της διατάξεως, αναφέρεται και η συμβολή στην ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών. Κατά συνέπεια, τα άρθρα της οδηγίας 85/577 θα πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα των εν λόγω γενικών διατάξεων της Συνθήκης ΕΚ.

    42.

    Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί επίσης να ερμηνευθεί το άρθρο 95 ΕΚ και το άρθρο 38 του Χάρτη.

    43.

    Το άρθρο 95 ΕΚ αποτελεί τη νομική βάση για τη θέσπιση των μέτρων που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Από την απόφαση περί παραπομπής δεν προκύπτει για ποιο λόγο ζήτησε το εθνικό δικαστήριο την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου, δεδομένου ότι η νομική βάση για την έκδοση της οδηγίας 85/577 δεν ήταν το άρθρο αυτό, αλλά το άρθρο 94 ΕΚ (πρώην άρθρο 100 της Συνθήκης ΕΚ). Για τον λόγο αυτόν, δεν είναι κατά τη γνώμη μου απαραίτητο να ερμηνευθεί το άρθρο 95 ΕΚ στο πλαίσιο της κρινόμενης υποθέσεως.

    44.

    Το άρθρο 38 του Χάρτη ορίζει ότι οι πολιτικές της Ενώσεως διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή. Επισημαίνω ότι οι διατάξεις του Χάρτη δεν αποτελούν τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξεως και κατά συνέπεια το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να τις ερμηνεύσει ( 24 ). Εντούτοις, είναι αλήθεια ότι συχνά οι γενικοί εισαγγελείς παραπέμπουν στο έγγραφο αυτό με τις προτάσεις τους ( 25 ) και ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αναφέρει τον Χάρτη στη νομολογία του ( 26 ). Συνεπώς, στην κρινόμενη υπόθεση, οι διατάξεις του Χάρτη μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βοήθημα για την ερμηνεία της οδηγίας 85/577, αλλά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη για την απάντηση που θα δοθεί στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα.

    45.

    Αποφασιστική σημασία για την απάντηση που θα δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα θα έχει η ερμηνεία των διατάξεων της οδηγίας 85/577. Πράγματι, στο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ρητώς μόνον το άρθρο 4 της οδηγίας αυτής. Εντούτοις, κατά πάγια νομολογία, το Δικαστήριο οφείλει να παράσχει στο εθνικό δικαστήριο όλα τα στοιχεία ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου που μπορούν να είναι χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξάρτητα από το αν το εθνικό δικαστήριο τα ανέφερε κατά τη διατύπωση των ερωτημάτων του ( 27 ). Στο πλαίσιο της ερμηνείας της οδηγίας 85/577, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη, ιδίως, εκτός από το άρθρο 4, και το άρθρο 5, το οποίο επίσης αφορά το δικαίωμα του καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.

    β) Προβλήματα που απορρέουν από το προδικαστικό ερώτημα

    46.

    Πριν αρχίσω να αναλύω το προδικαστικό ερώτημα, θα ήθελα να επιστήσω την προσοχή στην πολυπλοκότητα των νομικών προβλημάτων που θέτει και τα οποία θα αποτελέσουν τον μίτο της Αριάδνης για την ανάλυσή του.

    47.

    Πρώτον, από τις ενδείξεις που δίνει το εθνικό δικαστήριο με τη διάταξη περί παραπομπής, προκύπτει ότι βασίστηκε στην παραδοχή ότι η ισπανική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία στον καταναλωτή εναπόκειται να ζητήσει την ακύρωση, δεν συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο, και ιδίως με τις διατάξεις της οδηγίας 85/577 και της Συνθήκης ΕΚ περί προστασίας των καταναλωτών. Για τον λόγο αυτόν, κατά την ανάλυση των προδικαστικών ερωτημάτων, θα χρειαστεί να διευκρινιστεί αν είναι αυτό το λογικό προαπαιτούμενο το οποίο θέτει το αιτούν δικαστήριο είναι ορθό ή αν, αντιθέτως, η εφαρμοστέα ισπανική ρύθμιση εγγυάται κατάλληλα μέτρα στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δεν ενημερώνεται για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση.

    48.

    Δεύτερον, δεν πρέπει να λησμονείται ότι το προδικαστικό ερώτημα αφορά το αν η ακυρότητα της συμβάσεως μπορεί να γίνει δεκτή αυτεπαγγέλτως, λόγω του ότι η κύρωση την οποία προβλέπει το ισπανικό δίκαιο για τη μη ενημέρωση του καταναλωτή είναι η σχετική ακυρότητα. Το αιτούν δικαστήριο, κρίνοντας ότι αυτή η σχετική ακυρότητα δεν συνιστά κατάλληλο μέτρο για την προστασία των καταναλωτών, προσπαθεί να εγγυηθεί αυτή την προστασία μέσω της επιβολής απόλυτης ακυρότητας. Συνεπώς, το αιτούν δικαστήριο δεν ερωτά αν μπορεί να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως τις διατάξεις της οδηγίας 85/577, αλλά αν μπορεί να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως τις διατάξεις του ισπανικού δικαίου μέσω των οποίων μεταφέρθηκε η οδηγία αυτή στην εσωτερική έννομη τάξη. Πράγματι, καμία διάταξη της οδηγίας 85/577 δεν προβλέπει ακυρότητα της συμβάσεως που συνάπτεται εκτός εμπορικού καταστήματος στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δεν ενημερώνεται για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση. Κατά την ίδια έννοια, η οδηγία δεν προβλέπει καμία άλλη συνέπεια σε περίπτωση μη ενημερώσεως του καταναλωτή για το εν λόγω δικαίωμα υπαναχωρήσεως. Το άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, απλώς ορίζει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν για την πρόβλεψη κατάλληλων μέτρων προστασίας των καταναλωτών στην εθνική τους νομοθεσία, σε περίπτωση μη ενημερώσεως. Συνεπώς, τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να επιλέξουν ποιες συνέπειες θα επέλθουν στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δεν ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του, δεδομένου ότι η οδηγία απαιτεί απλώς τα μέτρα που θα θεσπίσουν τα κράτη μέλη να είναι κατάλληλα για την προστασία των καταναλωτών ( 28 ). Για τον λόγο αυτόν, το Δικαστήριο θα πρέπει να προσέξει να μην επιβάλει, με την απάντηση που θα δώσει στο προδικαστικό ερώτημα, στα κράτη μέλη να προβλέψουν στην εθνική τους νομοθεσία την ακυρότητα της συμβάσεως ως συνέπεια της μη ενημερώσεως του καταναλωτή για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

    49.

    Στη συνέχεια των παρουσών θα αναλύσω ιδίως το αν η σχετική ακυρότητα της συμβάσεως την οποία προβλέπει το ισπανικό δίκαιο συνιστά κατάλληλο μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577. Αρχικά, θα αναλύσω τον γενικό κανόνα τον οποίο προβλέπει το κοινοτικό δίκαιο σχετικά με τη δυνατότητα αυτεπάγγελτης εξετάσεως ορισμένων ζητημάτων· στη συνέχεια, θα αναλύσω το περιεχόμενο της νομολογίας με την οποία το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει εξαίρεση του κανόνα αυτού, εξετάζοντας ταυτόχρονα αν η νομολογία αυτή μπορεί να μεταφερθεί στην κρινόμενη υπόθεση· τέλος, θα εξετάσω το ζήτημα αν το αιτούν δικαστήριο έχει εν προκειμένω δυνατότητα, ή ακόμα και υποχρέωση, να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως.

    2. Μπορεί η σχετική ακυρότητα της συμβάσεως να χαρακτηριστεί ως κατάλληλο μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577;

    50.

    Σύμφωνα με την ισπανική νομοθεσία, αν η σύμβαση συναφθεί χωρίς να ενημερωθεί ο καταναλωτής για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του, η σύμβαση μπορεί να ακυρωθεί μετά από αίτηση του καταναλωτή. Συνεπώς, το ισπανικό δίκιο χρησιμοποιεί την έννοια της σχετικής ακυρότητας.

    51.

    Όσον αφορά τη χρήση του όρου «ακυρότητα», από την άποψη της θεωρίας και της ορολογίας, θα ήθελα να επισημάνω ότι η Ισπανία περιλαμβάνεται στα κράτη μέλη που κάνουν διάκριση μεταξύ «απόλυτης» και «σχετικής» ακυρότητας (όπως, για παράδειγμα, το Βέλγιο ( 29 ) και η Γαλλία ( 30 )), αντιθέτως προς άλλα κράτη μέλη, τα οποία κάνουν διάκριση μεταξύ «ακυρότητας» και «ακυρωσίας» των συμβάσεων (όπως, για παράδειγμα, η Αυστρία ( 31 ), η Γερμανία ( 32 ), οι Κάτω Χώρες ( 33 ) και η Σλοβενία ( 34 )). Σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο, απόλυτη ακυρότητα υπάρχει αν, για παράδειγμα, απουσιάζει μια από τις προϋποθέσεις για τη σύναψη της συμβάσεως ή αν η σύμβαση είναι αντίθετη προς κανόνες αναγκαστικού δικαίου ή ηθικές αρχές ( 35 ), ενώ σχετική ακυρότητα υπάρχει, για παράδειγμα, αν η δήλωση βουλήσεως κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως είναι ελαττωματική ( 36 ). Η απόλυτη ακυρότητα λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, ενώ η σχετική ακυρότητα πρέπει να προβληθεί από τον διάδικο ο οποίος έχει σχετικό έννομο συμφέρον ( 37 ). Η διάκριση μεταξύ ακυρότητας και ακυρωσίας εμπεριέχει ασφαλώς μια διαφορά από την άποψη της ορολογίας, αλλά παρουσιάζει αναλογίες σε εννοιολογικό επίπεδο ( 38 ). Στο πλαίσιο αυτό, η ακυρότητα μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε και τα δικαστήρια υποχρεούνται να τη λαμβάνουν υπόψη αυτεπαγγέλτως· αντιθέτως, οι λόγοι ακυρωσίας μπορούν να προβληθούν μόνον από όποιον έχει σχετικό έννομο συμφέρον ( 39 ). Επισημαίνω επίσης ότι η ακυρότητα και η ακυρωσία των συμβάσεων διέπονται και από το έγγραφο της ομάδας εμπειρογνωμόνων Draft Common Frame of Reference (DCFR) ( 40 ) (σχέδιο κοινού πλαισίου αναφοράς). Το άρθρο II-7:301 του εγγράφου αυτού ορίζει ότι η σύμβαση είναι άκυρη εφόσον (α) παραβιάζει αρχή που αναγνωρίζεται ως θεμελιώδης από τις έννομες τάξεις των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και (β) η κύρωση της ακυρότητας είναι απαραίτητη για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της αρχής αυτής ( 41 ). Αντιθέτως, το σχέδιο προβλέπει ακυρωσία της συμβάσεως, για παράδειγμα, σε περίπτωση πλάνης ( 42 ), απάτης ( 43 ) ή απειλής ( 44 ) κατά τη σύναψη της συμβάσεως.

    52.

    Προκειμένου να κριθεί αν η ισπανική ρύθμιση η οποία θεσπίζει τη σχετική ακυρότητα της συμβάσεως σε περίπτωση μη ενημερώσεως του καταναλωτή για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως συνιστά κατάλληλο μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577, θα πρέπει κατ’ αρχάς να εξεταστούν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των συμβάσεων που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος και η σημασία του δικαιώματος του καταναλωτή να υπαναχωρήσει από συμβάσεις τέτοιου είδους.

    53.

    Όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 85/577, κατά κανόνα, οι διαπραγματεύσεις για τη σύναψη των συμβάσεων αυτών αρχίζουν με πρωτοβουλία του εμπόρου, ενώ ο καταναλωτής είναι τελείως απροετοίμαστος και καταλαμβάνεται εξ απίνης ( 45 ). Συνεπώς, ο καταναλωτής χρήζει ειδικής προστασίας, στον βαθμό που δεν έχει τη δυνατότητα να συγκρίνει την ποιότητα και την τιμή που του προτείνονται με άλλες προσφορές ( 46 ).

    54.

    Ενόψει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των συμβάσεων που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος, ο καταναλωτής πρέπει να διαθέτει, μετά τη σύναψη της συμβάσεως, μια περίοδο μελέτης, ένα spatium deliberandi  ( 47 ), εντός του οποίου να μπορεί να εκτιμήσει τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η σύμβαση, καθώς και τη δυνατότητα την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/577, να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση εντός προθεσμίας που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από επτά ημέρες ( 48 ). Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας, αν ο καταναλωτής αποφασίσει να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη ματαιωθείσα σύμβαση. Το εν λόγω δικαίωμα του καταναλωτή είναι τόσο σημαντικό, ώστε δεν χωρεί παραίτηση από αυτό ( 49 ).

    55.

    Προκειμένου να εξασφαλιστεί στον καταναλωτή η δυνατότητα να ασκήσει αυτό το σημαντικό δικαίωμα, είναι ουσιώδες να λαμβάνει εγγράφως όλες τις σχετικές πληροφορίες. Πράγματι, υπάρχει το ενδεχόμενο ο έμπορος να εκμεταλλευθεί για ίδιο όφελος το γεγονός ότι μπορεί να πείσει τον καταναλωτή να συνάψει τη σύμβαση –ενδεχομένως σε μια στιγμή ενθουσιασμού του καταναλωτή ή λόγω του ότι είναι αδύνατον να συγκρίνει την προσφορά με άλλες– και να μην τον ενημερώσει για το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση. Υπάρχει το ενδεχόμενο ο καταναλωτής, μόλις περάσει ο πρώτος ενθουσιασμός ( 50 ), να μετανιώσει για την απόφασή του, αλλά, μη γνωρίζοντας ότι μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, να αποδεχτεί το γεγονός ότι δεσμεύεται από τη συμφωνία που έχει συνάψει.

    56.

    Για τον λόγο αυτόν, από την άποψη της προστασίας του καταναλωτή στο πλαίσιο των συμβάσεων που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος, σημασία δεν έχει απλώς ο καταναλωτής να έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, αλλά και να γνωρίζει τα δικαιώματά του και να ενημερώνεται γι’ αυτά ( 51 ). Όπως έχει υπογραμμίσει το Δικαστήριο με την απόφαση Heininger, αν ο καταναλωτής δεν γνωρίζει την ύπαρξη του δικαιώματος υπαναχωρήσεως, του είναι αδύνατον να το ασκήσει ( 52 ). Αν δεν του δοθούν οι πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, ο καταναλωτής δεν θα μπορέσει να ασκήσει όλα τα δικαιώματα που συνδέονται με αυτό, όπως, για παράδειγμα, να ζητήσει να κηρυχθεί άκυρη η σύμβαση που έχει συναφθεί χωρίς να δοθούν αυτές οι πληροφορίες, εκτός αν υπάρχει τρόπος να διασφαλιστεί ότι έχει εγκύρως ενημερωθεί για αυτά τα δικαιώματα (τα οποία συνδέονται με το δικαίωμα υπαναχωρήσεως).

    57.

    Για τον λόγο αυτόν, φρονώ ότι η ισπανική ρύθμιση, η οποία ορίζει ότι ο καταναλωτής μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της συμβάσεως που συνάπτεται εκτός εμπορικού καταστήματος αν δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση δεν συνιστά κατάλληλο μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577, εκτός εάν διασφαλίζεται ότι ο καταναλωτής ενημερώθηκε εγκύρως για τα δικαιώματα που του παρέχει σε αυτή την περίπτωση η εθνική έννομη τάξη.

    58.

    Συνεπώς, στη συνέχεια θα πρέπει να εξετασθεί αν το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να ενεργεί αυτεπαγγέλτως στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση.

    3. Γενικός κανόνας: ανυπαρξία γενικής υποχρεώσεως αυτεπάγγελτης λήψεως υπόψη στο κοινοτικό δίκαιο

    59.

    Υπογραμμίζεται ότι, βάσει του κοινοτικού δικαίου, δεν υπάρχει γενική υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να λαμβάνουν αυτεπαγγέλτως υπόψη τα δικαιώματα που προβλέπει υπέρ των ιδιωτών η κοινοτική έννομη τάξη. Κατά πάγια νομολογία, ελλείψει σχετικής κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, οι διαδικαστικές λεπτομέρειες που σκοπούν στο να κατοχυρώσουν τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες έλκουν από το κοινοτικό δίκαιο εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη εκάστου κράτους μέλους δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας των κρατών μελών, υπό την προϋπόθεση πάντως ότι οι λεπτομέρειες αυτές δεν είναι λιγότερο ευνοϊκές από εκείνες που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή περί ισοδυναμίας) και ότι δεν καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που χορηγεί η κοινοτική έννομη τάξη (αρχή της αποτελεσματικότητας) ( 53 ). Κάθε περίπτωση στο πλαίσιο της οποίας τίθεται το ζήτημα αν ο εθνικός δικονομικός κανόνας καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου πρέπει να αναλύεται λαμβάνοντας υπόψη τη θέση της διατάξεως αυτής στο σύνολο της διαδικασίας, την εξέλιξη και τις ιδιαιτερότητες της διαδικασίας ενώπιον των διαφόρων εθνικών αρχών ( 54 ).

    60.

    Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας δεν επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως ισχυρισμό αντλούμενο από διάταξη του κοινοτικού δικαίου, ανεξαρτήτως της σπουδαιότητας της διατάξεως αυτής για την κοινοτική έννομη τάξη, εφόσον οι διάδικοι έχουν πράγματι τη δυνατότητα να προβάλουν ισχυρισμό βασιζόμενο στο κοινοτικό δίκαιο ενώπιον εθνικού δικαστηρίου ( 55 ). Αυτό απορρέει από την αρχή σύμφωνα με την οποία οι διάδικοι έχουν την πρωτοβουλία της δίκης και, κατά συνέπεια, το δικαστήριο μπορεί να ενεργεί αυτεπαγγέλτως μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, χάριν του δημοσίου συμφέροντος ( 56 ).

    61.

    Εντούτοις, το Δικαστήριο με τη νομολογία του έχει επεξεργαστεί μια εξαίρεση αυτής της γενικής αρχής για ορισμένες οδηγίες στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών –σε σχέση, πρώτα, με την οδηγία 93/13, και στη συνέχεια και με την οδηγία 87/102– δεχόμενο ότι, για να επιτευχθεί η προστασία αυτή και να υλοποιηθούν οι στόχοι των προαναφερθεισών οδηγιών, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ορισμένα ζητήματα ( 57 ).

    62.

    Για τον λόγο αυτόν, στη συνέχεια θα εξετάσω το περιεχόμενο της νομολογίας που αφορά την οδηγία 93/13 και την οδηγία 87/102, και στη συνέχεια θα εξετάσω αν η νομολογία αυτή μπορεί να μεταφερθεί κατ’ αναλογία στην οδηγία 85/577.

    4. Εξαίρεση του γενικού κανόνα: η νομολογία που αφορά την οδηγία 93/13 και την οδηγία 87/102

    α) Νομολογία σχετική με την οδηγία 93/13

    63.

    Η οδηγία 93/13 έχει ερμηνευθεί με τις αποφάσεις Océano Grupo ( 58 ), Cofidis ( 59 ) και Mostaza Claro ( 60 ).

    64.

    Με την απόφαση Océano Grupo, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το σύστημα προστασίας που εγκαθιδρύει η οδηγία 93/13 εδράζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής τελεί σε υποδεέστερη κατάσταση έναντι του επαγγελματία, όσον αφορά τόσο την εξουσία διαπραγματεύσεως όσο και το επίπεδο πληροφορήσεως, κατάσταση η οποία τον υποχρεώνει να προσχωρήσει στους όρους που έχει καταρτίσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας, αδυνατώντας να επηρεάσει το περιεχόμενό τους ( 61 ). Όπως έκρινε το Δικαστήριο, ο σκοπός που επιδιώκει το άρθρο 6 της οδηγίας 93/13, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέπουν ότι οι καταχρηστικές ρήτρες δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές, δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αν οι καταναλωτές ήταν υποχρεωμένοι να επικαλούνται οι ίδιοι τον καταχρηστικό χαρακτήρα τέτοιων ρητρών ( 62 ). Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι υφίσταται μη αμελητέος κίνδυνος να μην προβάλει ο καταναλωτής, μεταξύ άλλων λόγω άγνοιας, τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας που επικαλείται κατ’ αυτού ο αντίδικός του. Συνεπώς, η αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή μπορεί, σύμφωνα με το Δικαστήριο, να επιτευχθεί μόνον εάν αναγνωριστεί στο εθνικό δικαστήριο η δυνατότητα να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τις ρήτρες αυτές ( 63 ).

    65.

    Με την απόφαση Océano Grupo το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η εξουσία των δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας συνιστά το κατάλληλο μέσο τόσο για την επίτευξη του αποτελέσματος που επιτάσσει το άρθρο 6 της οδηγίας, ήτοι της αποτροπής του ενδεχομένου δεσμεύσεως των μεμονωμένων καταναλωτών από καταχρηστικές ρήτρες, όσο και για την υλοποίηση του σκοπού του άρθρου 7 ( 64 ), καθόσον παρόμοια εξέταση μπορεί να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα συμβάλλοντας στον περιορισμό της χρήσεως καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτουν οι επαγγελματίες με τους καταναλωτές ( 65 ).

    66.

    Συνεπώς, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την ίδια απόφαση Océano Grupo, η προστασία την οποία εξασφαλίζει στους καταναλωτές η οδηγία 93/13 συνεπάγεται τη δυνατότητα του εθνικού δικαστηρίου να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας συμβάσεως ( 66 ) .

    67.

    Επίσης, με την απόφαση Cofidis, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η δυνατότητα του δικαστηρίου να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα μιας ρήτρας κρίθηκε απαραίτητη για τη διασφάλιση της αποτελεσματικής προστασίας των καταναλωτών, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του μη αμελητέου κινδύνου να αγνοούν αυτοί τα δικαιώματά τους ή να συναντούν δυσχέρειες κατά την άσκησή τους ( 67 ). Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η οδηγία 93/13 αποκλείει εσωτερική κανονιστική ρύθμιση η οποία, στο πλαίσιο αγωγής ασκουμένης από επαγγελματία κατά καταναλωτή και θεμελιουμένης σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ τους, απαγορεύει στον εθνικό δικαστή, μετά την πάροδο της προθεσμίας παραγραφής, να λαμβάνει υπόψη, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν ενστάσεως του καταναλωτή, τον καταχρηστικό χαρακτήρα ρήτρας της εν λόγω συμβάσεως ( 68 ).

    68.

    Το Δικαστήριο επανέλαβε τις προαναφερθείσες αρχές με την απόφαση Mostaza Claro, με την οποία έκρινε ότι η οδηγία 93/13 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαιτεί εθνικό δικαστήριο επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως κατά διαιτητικής αποφάσεως να εκτιμά την ακυρότητα της συμβάσεως περί διαιτησίας και να την ακυρώνει με το αιτιολογικό ότι η εν λόγω σύμβαση εμπεριέχει καταχρηστική ρήτρα, έστω και αν ο καταναλωτής επικαλέστηκε την ακυρότητα, όχι στο πλαίσιο της διαιτητικής διαδικασίας, αλλ’ αποκλειστικώς με την προσφυγή του ακυρώσεως ( 69 ).

    β) Νομολογία σχετική με την οδηγία 87/102

    69.

    Όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, το Δικαστήριο έχει ήδη μεταφέρει τη νομολογία που δημιουργήθηκε με τις αποφάσεις Océano Grupo, Cofidis και Mostaza Claro σε μια άλλη οδηγία σχετική με την προστασία των καταναλωτών, και συγκεκριμένα στην οδηγία 87/102. Με την απόφαση Rampion ( 70 ), το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 87/102 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει στον εθνικό δικαστή τη δυνατότητα να εφαρμόσει αυτεπαγγέλτως τις διατάξεις περί μεταφοράς του άρθρου 11, παράγραφος 2, της οδηγίας αυτής στο εσωτερικό δίκαιο ( 71 ). Η εν λόγω διάταξη της οδηγίας 87/102 προβλέπει ότι, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις ( 72 ), ο καταναλωτής δικαιούται να στραφεί κατά του πιστωτικού φορέα, ενώ στα κράτη μέλη εναπόκειται να καθορίσουν την έκταση και τους όρους ασκήσεως αυτού του δικαιώματος.

    70.

    Με το σκεπτικό της αποφάσεως Rampion το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η οδηγία 87/102 επιδιώκει τον διττό στόχο της διασφαλίσεως, αφενός, της δημιουργίας μιας κοινής αγοράς στον τομέα της καταναλωτικής πίστεως και, αφετέρου, της προστασίας των καταναλωτών που συνάπτουν τέτοιες συμβάσεις πιστώσεως ( 73 ). Το άρθρο 11, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας αποβλέπει στο να παράσχει στον καταναλωτή αξίωση έναντι του πιστωτικού φορέα πέραν των κανονικών συμβατικών του αξιώσεων έναντι του ίδιου και του προμηθευτή αγαθών ή υπηρεσιών ( 74 ). Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο στόχος αυτός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί αποτελεσματικά αν οι καταναλωτές ήταν υποχρεωμένοι να επικαλούνται οι ίδιοι το δικαίωμά τους να ασκήσουν αγωγή κατά του πιστωτικού φορέα, ιδίως λόγω του κινδύνου να αγνοούν τα δικαιώματά τους ή να συναντούν δυσχέρειες κατά την άσκησή τους ( 75 ).

    5. Μεταφορά στην κρινόμενη υπόθεση της νομολογίας που αφορά την οδηγία 93/13 και την οδηγία 87/102

    71.

    Κατά την άποψή μου, η προαναφερθείσα νομολογία μπορεί να μεταφερθεί στην κρινόμενη υπόθεση, εφόσον όμως εξασφαλιστεί ότι οι αρχές της θα εφαρμοστούν με τις απαραίτητες προσαρμογές, ώστε να συνάδουν με τους σκοπούς και τις ειδικές διατάξεις της οδηγίας 85/577.

    72.

    Στην κρινόμενη υπόθεση μπορεί, χωρίς καμιά αμφιβολία, να μεταφερθεί, κυρίως, η ratio που ενέπνευσε την προαναφερθείσα νομολογία, με άλλα λόγια οι αιτιολογίες που οδήγησαν το Δικαστήριο να καταλήξει στις συγκεκριμένες κρίσεις με τις προαναφερθείσες αποφάσεις. Η νομολογία που δημιουργήθηκε με τις αποφάσεις Océano Grupo, Cofidis, Mostaza Claro και Rampion βασίζεται στην παραδοχή ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση σε σχέση προς τον επαγγελματία ( 76 ) και ότι υπάρχει κίνδυνος να αγνοεί τα δικαιώματά του ή να συναντά δυσχέρειες κατά την άσκησή τους ( 77 ). Το σύστημα που θεσπίστηκε με την οδηγία 85/577 βασίζεται και αυτό στο γεγονός ότι, στο πλαίσιο της συμβάσεως, ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση και συνεπώς πρέπει να του εξασφαλιστεί ιδιαίτερη προστασία, όπως προκύπτει ιδίως από την απαίτηση να ενημερώνεται εγγράφως για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του –τεκμαιρομένου ότι αγνοεί το δικαίωμα αν δεν έχει ενημερωθεί σχετικά–, αλλά και από την υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν κατάλληλα μέτρα για την περίπτωση κατά την οποία δεν δόθηκαν οι σχετικές πληροφορίες ( 78 ). Συνεπώς, ο ίδιος στόχος υψηλού επιπέδου προστασίας του καταναλωτή διαπνέει τόσο τις οδηγίες 93/13 και 87/102, όσο και την οδηγία 85/577 ( 79 ). Όλες αυτές οι νομοθετικές πράξεις βασίζονται στην παραδοχή ότι υπάρχει κίνδυνος ο καταναλωτής να αγνοεί τα δικαιώματά του. Παρόμοια κατάσταση ανισότητας μεταξύ του καταναλωτή και του εμπόρου μπορεί να αντισταθμιστεί μόνο με θετική παρέμβαση, μη εξαρτώμενη από τους συμβαλλομένους στη σύμβαση ( 80 ).

    73.

    Επίσης, για τη μεταφορά της προαναφερθείσας νομολογίας, θα πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ αυτών τα οποία το εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως και των συνεπειών αυτής της διαπιστώσεως. Το βασικό στοιχείο της νομολογίας που αφορά την οδηγία 93/13 είναι ότι προβλέπει ότι το εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας, και όχι ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να δηλώσει ότι η ρήτρα αυτή δεν δεσμεύει τον καταναλωτή· το τελευταίο αυτό είναι απλώς συνέπεια τις διαπιστώσεως του καταχρηστικού χαρακτήρα της ρήτρας ( 81 ). Ακόμη και όσον αφορά τις συνέπειες της οδηγίας 87/102, το εθνικό δικαστήριο εφαρμόζει αυτεπαγγέλτως τη διάταξη με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας. Εντούτοις, οι συνέπειες καθορίζονται από εθνικούς κανόνες και ποικίλλουν ανάλογα με το κράτος μέλος. Κατ’ αναλογία της διακρίσεως μεταξύ αυτεπάγγελτης διαπιστώσεως και συνεπειών της διαπιστώσεως αυτής, μοιάζει εύλογο, στο πλαίσιο της οδηγίας 85/577, το εθνικό δικαστήριο να διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως αν ο καταναλωτής ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση.

    74.

    Είναι σαφές ότι στο σημείο αυτό ανακύπτει το ερώτημα ποιες είναι οι συνέπειες της διαπιστώσεως της ενδεχόμενης παραλείψεως να ενημερωθεί ο καταναλωτής. Το αιτούν δικαστήριο φρονεί ότι, στην περίπτωση αυτή, ένα μέτρο κατάλληλο για την προστασία των καταναλωτών είναι η απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως, η οποία συνιστά μέτρο αυστηρότερο από τη σχετική ακυρότητα την οποία προβλέπει το ισπανικό δίκαιο. Εντούτοις, τίθεται το ερώτημα αν η απόλυτη ακυρότητα, ως συνέπεια της παραλείψεως να ενημερωθεί ο καταναλωτής, συνιστά μέτρο που ανταποκρίνεται στο σκοπό της οδηγίας 85/577. Θα πρέπει συνεπώς να διαπιστωθεί –όπως ακριβώς έγινε και σε σχέση με τη σχετική ακυρότητα– αν η απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως, την οποία διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως το εθνικό δικαστήριο, συνιστά κατάλληλο μέτρο για την προστασία των καταναλωτών κατά την έννοια του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.

    75.

    Σε σχέση με την καταλληλότητα της απόλυτης ακυρότητας, θα ήθελα καταρχήν να κάνω έναν παραλληλισμό μεταξύ του δικαιώματος του καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και του δικαιώματός του να αποφασίσει την εγκυρότητα της συμβάσεως που συνήφθη χωρίς να του δοθεί η σχετική πληροφορία. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση που συνήφθη εκτός εμπορικού καταστήματος υπόκειται στη βούληση του καταναλωτή. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 85/577 ορίζει ότι: «[ο] καταναλωτής έχει δικαίωμα ( 82 ) να υπαναχωρήσει από τη μονομερή ανάληψη υποχρεώσεώς του […]». Η ουσία της διατάξεως αυτής έγκειται στο γεγονός ότι ο καταναλωτής είναι εκείνος που αποφασίζει αν θα υπαναχωρήσει ή όχι από τη σύμβαση. Από το άρθρο 5, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας προκύπτει ότι ο καταναλωτής απαλλάσσεται από κάθε υποχρέωση που απορρέει από τη ματαιωθείσα σύμβαση μόνον εφόσον αποστείλει στον αντισυμβαλλόμενό του ειδοποίηση υπαναχωρήσεως. Για τον λόγο αυτόν, προκειμένου να παύσει ο καταναλωτής να δεσμεύεται από τη σύμβαση, απαιτείται η λήψη της σχετικής αποφάσεως ακολουθούμενη από συμπεριφορά που έγκειται στην αποστολή ειδοποίησης υπαναχωρήσεως στον αντισυμβαλλόμενο.

    76.

    Ο καταναλωτής, ακριβώς όπως έχει τη δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα υπαναχωρήσεως, πρέπει να έχει και τη δυνατότητα να αποφασίσει ο ίδιος αν θα διατηρηθεί σε ισχύ ή όχι η σύμβαση που συνάπτεται χωρίς να έχουν δοθεί οι εν λόγω πληροφορίες. Πράγματι, υπάρχει το ενδεχόμενο να επιθυμεί να επικυρώσει την ισχύ της λόγω συμβάσεως, μολονότι δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως. Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις διατάξεις του ισπανικού δικαίου, αν διαπιστωθεί η ακυρότητα της συμβάσεως, ο καταναλωτής θα πρέπει καταρχήν, βάσει της αρχής quod nullum est, nullum producit effectum  ( 83 ), να επιστρέψει στον έμπορο το εμπόρευμα που έλαβε, αλλά θα δικαιούται με τη σειρά του να του επιστραφεί το τίμημα που έχει καταβάλει ( 84 ). Εντούτοις, είναι πιθανόν κάτι τέτοιο να μην αποτελεί πλεονέκτημα για τον καταναλωτή· αντιθέτως, υπάρχει το ενδεχόμενο η ακυρότητα μιας τέτοιας συμβάσεως να ζημιώνει ολοκληρωτικά τον ίδιο ( 85 ). Συνεπώς, θέλοντας να προστατεύσουμε υπερβολικά τον καταναλωτή, είναι πιθανόν να του προξενήσουμε ζημία, όπως διατυπώνεται προσφυώς με το λατινικό ρητό summum ius summa iniuria.

    77.

    Εκτός αυτού, είναι σημαντικό να μη λησμονείται ότι, αν γίνει δεκτή η υπόθεση της απόλυτης ακυρότητας, θα απομακρυνθούμε ακόμη περισσότερο από τα όρια που έχει χαράξει η νομολογία σχετικά με την οδηγία 93/13. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13, η σύμβαση είναι δυνατόν «να εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους […], εάν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις καταχρηστικές ρήτρες». Για τον λόγο αυτόν, στο πλαίσιο της οδηγίας 93/13, το εθνικό δικαστήριο διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως μόνον αν συγκεκριμένες ρήτρες της συμβάσεως είναι καταχρηστικές, αλλά η σύμβαση εξακολουθεί να ισχύει αν μπορεί να υπάρξει και χωρίς τις ρήτρες που θεωρήθηκαν καταχρηστικές. Εντούτοις, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο προτίθεται να κηρύξει άκυρη ολόκληρη τη σύμβαση, πράγμα που σημαίνει ότι οι συνέπειες θα είναι σοβαρότερες από εκείνες που απορρέουν από την οδηγία 93/13.

    78.

    Φρονώ συνεπώς ότι η απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως, η οποία κηρύσσεται αυτεπαγγέλτως από το εθνικό δικαστήριο στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του δεν συνιστά κατάλληλο μέτρο για την προστασία των καταναλωτών κατά την έννοια του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577.

    79.

    Κατά συνέπεια, προκειμένου να προσδιοριστούν οι συνέπειες που απορρέουν από τη διαπίστωση του εθνικού δικαστηρίου σχετικά με την παράλειψη να ενημερωθεί ο καταναλωτής για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του, είναι απαραίτητο να αναζητηθεί, μέσω τελεολογικής ερμηνείας, μια εναλλακτική λύση που να ανταποκρίνεται καλύτερα στον σκοπό της οδηγίας 85/577.

    80.

    Κατά τη γνώμη μου, ο σκοπός τον οποίον επιδιώκει η οδηγία 85/577 μπορεί να επιτευχθεί καλύτερα αν προβλεφθεί ότι το εθνικό δικαστήριο, όταν διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως ότι ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως που διαθέτει, γνωστοποιεί στον καταναλωτή τα δικαιώματα που του παρέχει για την περίπτωση αυτή η εθνική έννομη τάξη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αφενός, εξασφαλίζεται η κατάλληλη προστασία του καταναλωτή και, αφετέρου, του δίνεται η δυνατότητα να αποφασίσει ο ίδιος, σύμφωνα με την αρχή της αυτονομίας που αναγνωρίζεται στο πλαίσιο του ιδιωτικού δικαίου ( 86 ) αν επιθυμεί να διατηρηθεί η ισχύς της συμβάσεως μολονότι δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του.

    81.

    Εξάλλου, με τη λύση σύμφωνα με την οποία το εθνικό δικαστήριο ενημερώνει τον καταναλωτή για τα δικαιώματα που του παρέχει η εθνική έννομη τάξη, γίνεται σεβαστό το δικαίωμα των κρατών μελών, το οποίο εξασφαλίζει το άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577, να επιλέγουν αυτόνομα τα κατάλληλα μέτρα για την παράλειψη να ενημερωθεί ο καταναλωτής για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του. Αν επιτρεπόταν στο εθνικό δικαστήριο να κηρύξει αυτεπαγγέλτως άκυρη τη σύμβαση που συνήφθη χωρίς να δοθεί η πληροφορία αυτή, τα κράτη μέλη θα στερούνταν τη διακριτική ευχέρεια που τους παρέχει η οδηγία όσον αφορά τις συνέπειες των συμβάσεων που πάσχουν από αυτό το ελάττωμα. Πράγματι, από τη συγκριτική ανάλυση προκύπτει ότι τα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, στο πλαίσιο της μεταφοράς του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577, μέτρα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους για την παράλειψη να ενημερωθεί ο καταναλωτής για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του. Αυτές οι λύσεις διαφόρων τύπων μπορούν συνοπτικά να διαιρεθούν σε δύο ομάδες. Ενδεικτικά, και χωρίς να ασχοληθώ με το αν τα εθνικά μέτρα μετέφεραν ορθώς τις διατάξεις της οδηγίας 85/577, θα εκθέσω στη συνέχεια τις λύσεις που έχουν υιοθετήσει ορισμένα κράτη μέλη.

    82.

    Στην πρώτη ομάδα υπάγονται οι χώρες η έννομη τάξη των οποίων προβλέπει ως συνέπεια για την παράλειψη να ενημερωθεί ο καταναλωτής ότι η σύμβαση είναι άκυρη (για παράδειγμα το Βέλγιο ( 87 ), το Λουξεμβούργο ( 88 ), οι Κάτω Χώρες ( 89 ) και η Ισπανία ( 90 )) ή ότι δεν παράγει έννομες συνέπειες έναντι του καταναλωτή (για παράδειγμα η Φινλανδία ( 91 )) ή ακόμα ότι δεν μπορεί να ζητηθεί από τον καταναλωτή να εκπληρώσει τη σύμβαση (για παράδειγμα η Ιρλανδία ( 92 ) και το Ηνωμένο Βασίλειο ( 93 )). Στη δεύτερη ομάδα περιλαμβάνονται οι χώρες στις οποίες, συνεπεία της μη ενημερώσεως του καταναλωτή, παρατείνεται η προθεσμία υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση ( 94 ) (για παράδειγμα η Αυστρία ( 95 ), η Τσεχική Δημοκρατία ( 96 ), η Ιταλία ( 97 ), η Γερμανία ( 98 ) και η Σλοβενία ( 99 )). Θα πρέπει να υπενθυμιστεί, επίσης, ότι ορισμένα κράτη, εκτός από τις κύριες κυρώσεις για τη μη ενημέρωση -για παράδειγμα, την ακυρότητα της συμβάσεως ή την παράταση της προθεσμίας υπαναχωρήσεως- προβλέπουν και χρηματική ποινή (για παράδειγμα το Βέλγιο ( 100 ) και η Ιταλία ( 101 )). Επισημαίνω επίσης ότι, de lege ferenda, το ζήτημα αυτό θα επιλυθεί ίσως κατά ενιαίο τρόπο από την οδηγία για τα δικαιώματα των καταναλωτών, η οποία βρίσκεται σήμερα στο στάδιο της υποβολής προτάσεως ( 102 ) και η οποία προβλέπει ότι, αν ο καταναλωτής δεν ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του από τη σύμβαση, η προθεσμία υπαναχωρήσεως λήγει τρεις μήνες αφότου ο έμπορος έχει πλήρως εκτελέσει τις λοιπές συμβατικές υποχρεώσεις του ( 103 ).

    83.

    Μένει να διευκρινιστεί αν οι διατάξεις της οδηγίας 85/577 είναι κανόνες δημόσιας τάξεως. Με την απόφαση Mostaza Claro ( 104 ), το Δικαστήριο θεώρησε σιωπηρώς ότι οι διατάξεις της οδηγίας 93/13 μπορούν να αποτελέσουν τμήμα της δημοσίας τάξεως ( 105 ), επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής είναι διάταξη επιτακτικής φύσεως. Μπορεί να λεχθεί επίσης ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577 –το οποίο επιβάλλει στον έμπορο την υποχρέωση να ενημερώνει γραπτώς τον καταναλωτή για το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση– συνιστά διάταξη επιτακτικής φύσεως, στόχος της οποίας είναι να αντικαταστήσει την τυπική ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων με πραγματική ισορροπία μεταξύ τους, ενόψει της ασθενέστερης θέσεως ενός των συμβαλλομένων. Όπως έχει υπογραμμίσει το Δικαστήριο με την απόφαση Mostaza Claro, σε σχέση με την οδηγία 93/13, διαπιστώνεται ότι και η οδηγία 85/577, η οποία σκοπεί στην ενίσχυση της προστασίας των καταναλωτών, συνιστά, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο τ’, ΕΚ, απαραίτητο μέτρο για την εκπλήρωση των αποστολών που ανατέθηκαν στην Κοινότητα και, ειδικότερα, για την ανύψωση του επιπέδου και της ποιότητας ζωής στο σύνολο αυτής ( 106 ).

    84.

    Για την περίπτωση στην οποία το Δικαστήριο δεν συμφωνήσει με την επιχειρηματολογία που εκθέτω στο προηγούμενο σημείο σχετικά με τη δημόσια τάξη, θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι, με τις αποφάσεις Océano Grupo και Cofidis, το Δικαστήριο, για να δικαιολογήσει την αυτεπάγγελτη παρέμβαση των εθνικών δικαστηρίων, δεν παρέπεμψε στη δημόσια τάξη, αλλά αποκλειστικά και μόνο στην αποτελεσματική προστασία του καταναλωτή η οποία μπορεί να επιτευχθεί μόνον αν αναγνωριστεί στα εθνικά δικαστήρια εξουσία αυτεπάγγελτης παρεμβάσεως, λόγω του κινδύνου ο καταναλωτής να αγνοεί τα δικαιώματά του ( 107 ). Αναμφισβήτητα είναι απαραίτητο και εν προκειμένω να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών, η δε απαίτηση αυτή αρκεί κατά τη γνώμη μου για να δικαιολογήσει την αυτεπάγγελτη παρέμβαση του εθνικού δικαστηρίου, χωρίς να είναι απαραίτητο να γίνουν δεκτά επιχειρήματα που αφορούν τη δημόσια τάξη.

    85.

    Κατά τη γνώμη μου, η λύση σύμφωνα με την οποία το εθνικό δικαστήριο, όταν διαπιστώνει αυτεπαγγέλτως ότι ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του, του γνωστοποιεί τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει σχετικά η εθνική έννομη τάξη δεν αντιτίθεται ούτε στο περιεχόμενο της αποφάσεως Hamilton ( 108 ). Με την απόφαση εκείνη –η οποία αφορούσε το ερώτημα αν ένα μέτρο βάσει του οποίου το δικαίωμα υπαναχωρήσεως του καταναλωτή αποσβέννυται ένα μήνα μετά την πλήρη εκπλήρωση από τους δύο συμβαλλομένους των υποχρεώσεων που απορρέουν από σύμβαση πιστώσεως μακροχρόνιας διάρκειας μπορεί να θεωρηθεί ως κατάλληλο μέτρο προστασίας του καταναλωτή– το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι από τον όρο «κατάλληλ[-α]», του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577, προκύπτει ότι τα εν λόγω μέτρα δεν αποσκοπούν στην απόλυτη προστασία των καταναλωτών ( 109 ) και υπογράμμισε ότι, τόσο από την όλη οικονομία όσο και από τη διατύπωση διαφόρων διατάξεων της οδηγίας αυτής, προκύπτει ότι η εν λόγω προστασία έχει κάποια όρια ( 110 ). Δεν πρέπει, εντούτοις, να λησμονείται ότι τα όρια αυτά αφορούν τη συγκεκριμένη πραγματική κατάσταση η οποία κρίθηκε με την εν λόγω απόφαση, στο πλαίσιο της οποίας και οι δύο συμβαλλόμενοι είχαν εκπληρώσει πλήρως τις υποχρεώσεις που απέρρεαν από τη σύμβαση ( 111 ).

    86.

    Εντούτοις, από την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης, όπως εκτίθενται με τη διάταξη περί παραπομπής, προκύπτει ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις δεν έχουν ακόμα εκπληρωθεί πλήρως. Το αποκτηθέν εμπόρευμα παραδόθηκε στον καταναλωτή, ενώ από το τίμημα αγοράς, το οποίο ανερχόταν συνολικά σε 1909 EUR, ο καταναλωτής κατέβαλε 47,48 EUR, με άλλα λόγια ένα ελάχιστο μέρος. Ο έμπορος κίνησε διαδικασία κατά του καταναλωτή λόγω της πλημμελούς εκπληρώσεως της υποχρεώσεως που υπείχε από τη σύμβαση. Για τον λόγο αυτόν, στην κρινόμενη υπόθεση δεν τίθενται υπό αμφισβήτηση οι περιορισμοί της προστασίας του καταναλωτή τους οποίους προέβλεψε το Δικαστήριο με την απόφαση Hamilton, εφόσον οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση δεν έχουν ακόμα εκπληρωθεί πλήρως από τους δύο συμβαλλομένους.

    6. Εξουσία αυτεπάγγελτης παρεμβάσεως του εθνικού δικαστηρίου: δυνατότητα ή υποχρέωση;

    87.

    Αν και το ερώτημα που υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο δεν σκοπεί στο να εξακριβωθεί αν υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 4 της οδηγίας 85/577, να παρέμβει αυτεπαγγέλτως στις περιπτώσεις στις οποίες ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του ή αν, αντιθέτως, ο εν λόγω κανόνας του επιτρέπει την παρέμβαση αυτή, κρίνεται απαραίτητο να διευκρινιστεί αν, στην κρινόμενη υπόθεση, το εθνικό δικαστήριο έχει τη δυνατότητα ή την υποχρέωση να παρέμβει αυτεπαγγέλτως κατ’ αυτόν τον τρόπο. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία λόγω του ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή υποστηρίζει την άποψη ότι, σε μια υπόθεση όπως η κρινόμενη, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται να παρέμβουν αυτεπαγγέλτως ( 112 ), ενώ η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει τέτοια υποχρέωση ( 113 ).

    88.

    Επιθυμώ, κατ’ αρχάς, να υπογραμμίσω ότι το ερώτημα το οποίο υποβάλλει το αιτούν δικαστήριο πρέπει να γίνει νοητό στο πλαίσιο της ισπανικής έννομης τάξεως. Πράγματι, το ισπανικό δίκαιο δεν επιτρέπει στο αιτούν δικαστήριο, σε μια υπόθεση όπως η κρινόμενη, να παρέμβει αυτεπαγγέλτως, και γι’ αυτόν τον λόγο, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν μπορεί να παρέμβει αυτεπαγγέλτως δυνάμει του κοινοτικού δικαίου ( 114 ). Από τη διατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος προκύπτει πράγματι σαφώς ότι το αιτούν δικαστήριο προσπαθεί να βρει στο κοινοτικό δίκαιο μια νομική βάση που θα του επιτρέψει να παρέμβει αυτεπαγγέλτως.

    89.

    Υπογραμμίζεται επίσης, για λόγους συγκρίσεως, ότι με την απόφαση Océano Grupo ( 115 ), το Δικαστήριο αποφάνθηκε, σε σχέση με την οδηγία 93/13, ότι το εθνικό δικαστήριο μπορεί να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας. Κατ’ αναλογία, στην απόφαση Cofidis, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη δυνατότητα ( 116 ) του εθνικού δικαστηρίου να προβαίνει αυτεπαγγέλτως σε αυτή την εκτίμηση. Το Δικαστήριο έκανε ένα ακόμα βήμα με την απόφαση Mostaza Claro, με την οποία έκρινε ότι το εθνικό δικαστήριο πρέπει να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τον καταχρηστικό χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας ( 117 ).

    90.

    Φρονώ ότι και στην κρινόμενη υπόθεση υφίσταται υποχρέωση αυτεπάγγελτης παρεμβάσεως του εθνικού δικαστηρίου, διότι μόνον έτσι μπορεί να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική προστασία των καταναλωτών, την οποία επιδιώκει η οδηγία 85/577 ( 118 ). Αν η εκτίμηση αυτή αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια των εθνικών δικαστηρίων, δεν θα είναι σαφές βάσει ποιων κριτηρίων τα δικαστήρια θα παρεμβαίνουν αυτεπαγγέλτως σε κάποιες περιπτώσεις και όχι σε άλλες. Η υποχρέωση αυτεπάγγελτης παρεμβάσεως των εθνικών δικαστηρίων είναι σημαντική και λόγω του ότι, αν εφαρμοστεί συστηματικά, θα έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, αποθαρρύνοντας τους εμπόρους να παραλείπουν να ενημερώνουν τον καταναλωτή σχετικά με το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του από τη σύμβαση ( 119 ).

    91.

    Κατά τη γνώμη μου, συνεπώς, τα εθνικά δικαστήρια έχουν την υποχρέωση, και όχι απλώς τη δυνατότητα, να διαπιστώνουν αυτεπαγγέλτως αν ο καταναλωτής ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και, αν όχι, να του γνωστοποιούν τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει στην περίπτωση αυτή η εθνική έννομη τάξη.

    Γ — Πρόταση

    92.

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, φρονώ ότι στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 153 EΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο τ’, ΕΚ και με το άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές της κύριας δίκης, δεν επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να κηρύξει αυτεπαγγέλτως άκυρη τη σύμβαση, εφόσον ο καταναλωτής δεν έχει ζητήσει κάτι τέτοιο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Εντούτοις, το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να διευκρινίσει αυτεπαγγέλτως αν ο καταναλωτής ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και, αν όχι, να του γνωστοποιήσει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει στην περίπτωση αυτή η εθνική έννομη τάξη.

    VII — Πρόταση

    93.

    Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Audiencia Provincial de Salamanca, ως εξής:

    Το άρθρο 153 EΚ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο τ’, ΕΚ και με το άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1985, για την προστασία των καταναλωτών κατά τη σύναψη συμβάσεων εκτός εμπορικού καταστήματος, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, υπό συνθήκες ανάλογες με αυτές της κύριας δίκης, δεν επιτρέπει στο εθνικό δικαστήριο να κηρύξει αυτεπαγγέλτως άκυρη τη σύμβαση, εφόσον ο καταναλωτής δεν έχει ζητήσει κάτι τέτοιο στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου. Εντούτοις, το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να διευκρινίσει αυτεπαγγέλτως αν ο καταναλωτής ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και, αν όχι, να του γνωστοποιήσει τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει στην περίπτωση αυτή η εθνική έννομη τάξη.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η σλοβενική.

    ( 2 ) EE L 372, 31.12.1985, σ. 31.

    ( 3 ) Όσον αφορά τις έννοιες «preklic» [Σ.τ.Μ. ανάκληση] και «odstop» [Σ.τ.Μ. υπαναχώρηση], επισημαίνω ότι στην οδηγία 85/577 χρησιμοποιούνται και οι δύο όροι, και ειδικότερα: το άρθρο 4, πρώτο εδάφιο, ορίζει ότι ο καταναλωτής έχει «pravici do preklica»(«droit de résiliation/résilier», «Widerrufsrecht», «right of cancellation», «derecho de rescisión/a rescindir»), ενώ το άρθρο 5, παράγραφος 1, ορίζει ότι ο καταναλωτής έχει «pravico, da odstopi od pogodbe»(«droit de renoncer aux effets de son engagement», «das Recht, von der eingegangenen Verpflichtung zurückzutreten», «right to renounce the effects of his undertaking», «derecho de renunciar a los efectos de su compromiso»). Όσον αφορά το γερμανικό κείμενο της οδηγίας 85/577, επισημαίνω ότι στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη χρησιμοποιείται η ίδια έκφραση με το άρθρο 5, παράγραφος 1 («das Recht, […] zurückzutreten»). Η συγκριτική εξέταση των νομικών εννοιών «preklic» και «odstop» υπερβαίνει τα όρια της αναλύσεως που πραγματοποιείται στο πλαίσιο των παρουσών, δεδομένου ότι οι έννομες συνέπειές τους καθορίζονται από τις έννομες τάξεις των μεμονωμένων κρατών μελών. Επισημαίνω απλώς ότι στις παρούσες δεν χρησιμοποιώ και τις δύο εκφράσεις, αλλά μόνο τον όρο «odstop od pogodbe».

    ( 4 ) Η υποσημείωση αφορά αποκλειστικά το σλοβενικό κείμενο των παρουσών.

    ( 5 ) Ο Χάρτης διακηρύχθηκε πανηγυρικά στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ C 364, σ. 1). Η πανηγυρική αυτή διακήρυξη επαναλήφθηκε στις 12 Δεκεμβρίου 2007 στο Στρασβούργο (ΕΕ C 303, σ. 1).

    ( 6 ) Ley 26/1991, de 21 de noviembre, sobre contratos celebrados fuera de los establecimientos mercantiles, Boletín Oficial del Estado (BOE), 26.11.1991, σ. 283/1991.

    ( 7 ) Στον νόμο 26/1991 χρησιμοποιείται ο όρος «revocación».

    ( 8 ) Πρέπει να διευκρινιστεί ότι στη σύμβαση αναφέρεται ως αγοραστής ο Juan Caballo Bueno, ο οποίος συζούσε με την E. Martín Martín σε ελεύθερη συμβίωση, μολονότι τη σύμβαση υπέγραψε η E. Martín Martín. Καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας, τα ισπανικά δικαστήρια θεωρούσαν ως μοναδικό αντισυμβαλλόμενο την E. Martín Martín.

    ( 9 ) Η EDP υποστηρίζει ότι στην κρινόμενη υπόθεση είναι εφαρμοστέο το βασιλικό διάταγμα της 16ης Νοεμβρίου 2007 (Real Decreto Legislativo 1/2007, de 16 de noviembre), με το οποίο καταργήθηκε ο νόμος 26/1991. Εντούτοις, όπως διευκρίνισε η Ισπανική Κυβέρνηση (βλ. υποσημείωση 11 των παρουσών προτάσεων), η κρινόμενη υπόθεση διέπεται από τον νόμο 26/1991, ο οποίος ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

    ( 10 ) Η ΕDP παραπέμπει, συναφώς, στην απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-312/93, Peterbroeck (Συλλογή 1995, σ. I-4599, σκέψη 14).

    ( 11 ) Η Ισπανική Κυβέρνηση διαβεβαιώνει επίσης ότι ο νόμος 26/1991, μολονότι αντικαταστάθηκε από το βασιλικό διάταγμα 1/2007 της 16ης Νοεμβρίου 2007 (Real Decreto Legislativo 1/2007, de 16 de noviembre), ίσχυε στην ισπανική έννομη τάξη κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

    ( 12 ) ΕΕ 1993, L 95, σ. 29.

    ( 13 ) Απόφαση της 27ης Ιουνίου 2000, C-240/98 έως C-244/98, Océano Grupo και Salvat Editores (Συλλογή 2000, σ. I-4941).

    ( 14 ) Απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2002, C-473/00 (Συλλογή 2002, σ. I-10875).

    ( 15 ) Απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, C-168/05 (Συλλογή 2006, σ. I-10421).

    ( 16 ) Η Αυστριακή Κυβέρνηση παραπέμπει, συναφώς, στις αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, 33/76, Rewe-Zentralfinanz eg και Rewe-Zentral (Συλλογή 1976, σ. 747, σκέψη 5), και της 13ης Μαρτίου 2007, C-432/05, Unibet (Συλλογή 2007, σ. I-2271, σκέψη 39).

    ( 17 ) Η Αυστριακή Κυβέρνηση παραπέμπει, συναφώς, στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, C-481/99, Heininger (Συλλογή 2001, σ. I-9945).

    ( 18 ) Η Επιτροπή παραπέμπει, συναφώς, στις αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, C-430/93 και C-431/93, van Schijndel και van Veen (Συλλογή 1995, σ. I-4705, σκέψη 17), της 9ης Δεκεμβρίου 2003, C-129/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2003, σ. I-14637, σκέψη 25), της 7ης Ιουνίου 2007, C-222/05 έως C-225/05, van der Weerd κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-4233, σκέψη 28), και Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 24).

    ( 19 ) Η Επιτροπή παραπέμπει, συναφώς, στις αποφάσεις van Schijndel (σκέψη 21) και van der Weerd (σκέψη 35), προαναφερθείσες στην υποσημείωση 18.

    ( 20 ) Η Επιτροπή παραπέμπει, συναφώς, στις αποφάσεις Océano Grupo (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 28), Cofidis (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 32) και Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 27).

    ( 21 ) ΕΕ 1987, L 42, σ. 48. Επισημαίνω ότι η οδηγία αυτή καταργήθηκε με την οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).

    ( 22 ) Η Επιτροπή παραπέμπει, συναφώς, στην απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2007, C-429/05, Rampion και Godard (Συλλογή 2007, σ. I-8017).

    ( 23 ) Βλ. αποφάσεις Heininger (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 17), της 25ης Οκτωβρίου 2005, C-350/03, Schulte (Συλλογή 2005, σ. I-9215), C-229/04, Crailsheimer Volksbank (Συλλογή 2005, σ. I-9273) και της 10ης Απριλίου 2008, C-412/06, Hamilton (Συλλογή 2008, σ. Ι-2383).

    ( 24 ) Βλ., συναφώς, διατάξεις της 6ης Οκτωβρίου 2005, C-328/04, Vajnai (Συλλογή 2005, σ. I-8577, σκέψη 13), και της 16ης Ιανουαρίου 2008, C-361/07, Polier, σκέψη 11).

    ( 25 ) Βλ., για παράδειγμα, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, στην υπόθεση C-465/07, Elgafaji (απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2009, Συλλογή, 2009, σ. I-921, σημεία 21 και 23) και της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, στην υπόθεση C-308/07 P, Gorostiaga Αtxalandabaso κατά Κοινοβουλίου (απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2009, Συλλογή 2008, σ. I-1059, σημεία 56, 91 και 92), προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Mengozzi, της 21ης Ιανουαρίου 2009, στην υπόθεση C-12/08, Mono Car Styling (εκκρεμεί ενώπιον του Δικαστηρίου, σημεία 49, 83, 95 και 97), προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott, της 22ας Ιανουαρίου 2009, στην υπόθεση C-75/08, Mellor (απόφαση της 30ής Απριλίου 2009, Συλλογή σ. I-3799, σημεία 24, 25 και 33).

    ( 26 ) Βλ. απόφαση Unibet (προπαρατεθείσα, σ. I-2271, σκέψη 37).

    ( 27 ) Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1990, C-241/89, SARPP (Συλλογή 1990, σ. I-4695, σκέψη 8), της 4ης Μαρτίου 1999, C-87/97, Consorzio per la tutela del formaggio Gorgonzola (Συλλογή 1999, σ. I-1301, σκέψη 16), της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C-456/02, Trojani (Συλλογή 2004, σ. I-7573, σκέψη 38), της 12ης Μαΐου 2005, C-452/03, RAL (Channel Islands) κ.λπ. (Συλλογή 2005, σ. I-3947, σκέψη 25), και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C-336/07, Kabel Deutschland (Συλλογή, 2008, σ. I-10889, σκέψη 47).

    ( 28 ) Αυτή την άποψη ακολουθεί και το έγγραφο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο Discussion paper on the Review of Directive 85/577/EEC to protect the consumer in respect of contracts negotiated away from business premises (Doorstep Selling Directive), το οποίο δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο, στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/door_sell/doorstepselling_discussionpaper.pdf, σ. 9. Όσον αφορά τη θεωρία, βλ. και Ehricke, U., L’extension au contrat d’acquisition du bien immobilier des effet juridiques de la révocation d’un contrat de crédit immobilier en application de la directive 85/577/CEE sur le démarchage à domicile. Réflexions sur les limites des principes d’interprétation conforme et d’effet utile des directives, Revue Européenne de Droit Bancaire et Financier (EUREDIA), τεύχος 1/2004, σ. 163, όπου υπογραμμίζεται ότι η οδηγία 85/577 παρέχει στα κράτη μέλη ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη μεταφορά των διατάξεών της στο εθνικό δίκαιο.

    ( 29 ) Βλ. για παράδειγμα, van Gerven, W., Verbintenissenrecht, 2η έκδοση, Acco, Leuven 2006, σ. 146 επ., όπου διευκρινίζεται ότι το βελγικό δίκαιο διακρίνει μεταξύ απόλυτης και σχετικής ακυρότητας.

    ( 30 ) Βλ., για παράδειγμα, Flour, J., Aubert, J.-L., Savaux, É., Les obligations. 1. Acte juridique, 12η έκδοση, Sirey, Παρίσι, 2006, σ. 259, σημείο 324.

    ( 31 ) Το αυστριακό δίκαιο προβλέπει ακυρωσία για την περίπτωση απάτης ή απειλής κατά τη σύναψη της συμβάσεως· βλ. Rummel, P., στο Rummel, P., Kommentar zum Allgemeinen bürgerlichen Gesetzbuch, Manz, Βιέννη, 2000, σχόλιο για το άρθρο 870, σ. 1321, σημείο 1. Αντιθέτως, το άρθρο 879 του Allgemeines bürgerliches Gesetzbuch προβλέπει ακυρότητα αν η σύμβαση παραβιάζει απαγόρευση που τάσσεται από τον νόμο ή είναι αντίθετη προς τα χρηστά ήθη. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, παρά ταύτα, η αυστριακή θεωρία κάνει μια περαιτέρω διάκριση, στο πλαίσιο της ακυρότητας, μεταξύ απόλυτης ακυρότητας, την οποία μπορεί να προβάλει οποιοσδήποτε και την οποία μπορούν να λάβουν υπόψη αυτεπαγγέλτως τα δικαστήρια, και σχετικής ακυρότητας, την οποία μπορεί να επικαλεστεί μόνον το πρόσωπο που έχει σχετικό έννομο συμφέρον. Συναφώς, βλ. Krejci, H., στο Rummel, P., Kommentar zum Allgemeinen bürgerlichen Gesetzbuch, Manz, Βιέννη, 2000, σχόλιο για το άρθρο 879, σ. 1447, σημεία 247 έως 249.

    ( 32 ) Βλ., για παράδειγμα, Larenz, K., Wolf, M., Allgemeiner Teil des Bürgerlichen Gesetzbuchs, 9η έκδοση, Beck, Μόναχο, 2004, σ. 796, σημεία 4 επ. (όσον αφορά την ακυρότητα) και σ. 800, σημεία 21 επ. (όσον αφορά την ακυρωσία).

    ( 33 ) Βλ., για παράδειγμα, Hijma, J., Bijzondere overeenkomsten, 1ο μέρος, 7η έκδοση, Kluwer, Deventer 2007, σ. 224, σημείο 218, και Hartkamp, A. S., Verbintenissenrecht, 2ο μέρος, 12η έκδοση, Kluwer, Deventer 2005, σ. 484, σημείο 459.

    ( 34 ) Βλ., για παράδειγμα, Polajnar Pavčnik, A., στο Juhart, M., Plavšak, N. (επιμέλεια), Obligacijski zakonik s komentarjem, 1ος τόμος, GV založba, Λουμπλιάνα, 2003, σχόλιο για το άρθρο 86, σ. 506 επ. (όσον αφορά την ακυρότητα) και σχόλιο για το άρθρο 94, σ. 524 επ. (όσον αφορά την ακυρωσία).

    ( 35 ) Βλ. Moreno Gil, Ó., Código civil y jurisprudencia concordada, Boletín oficial del estado, Μαδρίτη 2006, σ. 1430, σχόλιο για το άρθρο 1.300, σημεία 4.399 και 4.407. Βλ. για το γαλλικό δίκαιο, για παράδειγμα, Flour, J. κ.λπ., όπ.π. (υποσημείωση 30), σ. 259, σημείο 325, και για το βελγικό δίκαιο, για παράδειγμα, Cornelis, L., Algemene theorie van de verbintenis, Intersentia, Antwerpen/Groningen 2000, σ. 676, σημείο 539.

    ( 36 ) Βλ. Moreno Gil, Ó., όπ.π. (υποσημείωση 35), σ. 1430, σχόλιο για το άρθρο 1.300, σημείο 4.399. Βλ. για το γαλλικό δίκαιο, Flour, J. κ.λπ., όπ.π. (υποσημείωση 30), σ. 260, σημείο 325, και σ. 262, σημείο 328. Για το βελγικό δίκαιο, βλ. van Gerven, W., Verbintenissenrecht, 2η έκδοση, Acco, Leuven 2006, σ. 147.

    ( 37 ) Βλ. Moreno Gil, Ó., όπ.π. (υποσημείωση 35), σ. 1430, σχόλιο για το άρθρο 1.300, σημεία 4.399 και 4.407. Βλ. για το γαλλικό δίκαιο, Flour, J. κ.λπ., όπ.π. (υποσημείωση 30), σ. 260, σημείο 326. Για το βελγικό δίκαιο, βλ., για παράδειγμα, van Gerven, W., Verbintenissenrecht, 2η έκδοση, Acco, Leuven 2006, σ. 147.

    ( 38 ) Βλ. όσον αφορά το γερμανικό δίκαιο, για παράδειγμα, Larenz, K., Wolf, M., όπ.π. (υποσημείωση 32), σ. 796, σημείο 2, όπου αναφέρονται, ως παραδείγματα λόγων ακυρότητας, η παραβίαση προβλεπόμενου τύπου και απαγορεύσεων που απορρέουν από τον νόμο ή από τα χρηστά ήθη, ενώ ως παραδείγματα λόγων ακυρωσίας αναφέρεται η πλάνη και η απάτη. Βλ. για το δίκαιο των Κάτω Χωρών, Hartkamp, A. S., όπ.π. (υποσημείωση 33), σ. 484 επ., σημεία 459 και 460, και για το σλοβενικό δίκαιο, Polajnar Pavčnik, A., όπ.π. (υποσημείωση 34), σχόλιο στο άρθρο 86, όσον αφορά την ακυρότητα (σ. 506 επ.) και σχόλιο για τα άρθρα 524 επ. όσον αφορά την ακυρωσία.

    ( 39 ) Βλ. για το γερμανικό δίκαιο, για παράδειγμα, Larenz, K., όπ.π. (υποσημείωση 32), σ. 797, σημείο 5· για το δίκαιο των Κάτω Χωρών, βλ. Hartkamp, A. S., όπ.π. (υποσημείωση 33), σ. 485· για την αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη της ακυρότητας, βλ. σημείο 459, ενώ για την αγωγή ακυρώσεως, βλ. σημείο 460· για το σλοβενικό δίκαιο, βλ. Polajnar Pavčnik, A., όπ.π. (υποσημείωση 34)· όσον αφορά την αυτεπάγγελτη λήψη υπόψη της ακυρότητας, βλ. σχόλιο για το άρθρο 92 (σ. 50 επ.) και όσον αφορά την αγωγή ακυρώσεως, βλ. σχόλιο για το άρθρο 95 (σ. 527 επ.).

    ( 40 ) Von Bar, C. κ.λπ. (επιμέλεια), Principles, Definitions and Model Rules of European Private Law, Draft Common Frame of Reference (DCFR). Interim Outline Edition; prepared by the Study Group on a European Civil Code and the Research Group on EC Private Law (Acquis Group), Sellier, European Law Publishers, Μόναχο, 2008.

    ( 41 ) Το πρωτότυπο κείμενο του άρθρου II.-7:301 (Contracts infringing fundamental principles) έχει ως εξής: «A contract is void to the extent that: (a) it infringes a principle recognised as fundamental in the laws of the Member States of the European Union; and (b) nullity is required to give effect to that principle».

    ( 42 ) Βλ., για παράδειγμα, παράγραφο 1 του άρθρου II.-7:201 (Mistake), το πρωτότυπο κείμενο του οποίου έχει ως εξής: «A party may avoid a contract for mistake of fact or law existing when the contract was concluded if: (a) the party, but for the mistake, would not have concluded the contract or would have done so only on fundamentally different terms and the other party knew or could reasonably be expected to have known this; and (b) the other party; (i) caused the mistake; (ii) caused the contract to be concluded in mistake by leaving the mistaken party in error, contrary to good faith and fair dealing, when the other party knew or could reasonably be expected to have known of the mistake; (iii) caused the contract to be concluded in mistake by failing to comply with a pre-contractual information duty or a duty to make available a means of correcting input errors; or (iv) made the same mistake».

    ( 43 ) Βλ., για παράδειγμα, παράγραφο 1 του άρθρου II.-7:205 (Fraud), το πρωτότυπο κείμενο της οποίας έχει ως εξής: «A party may avoid a contract when the other party has induced the conclusion of the contract by fraudulent misrepresentation, whether by words or conduct, or fraudulent non-disclosure of any information which good faith and fair dealing, or any pre-contractual information duty, required that party to disclose».

    ( 44 ) Βλ., για παράδειγμα, παράγραφο 1 του άρθρου II.-7:206 (Coercion or threats), το πρωτότυπο κείμενο της οποίας έχει ως εξής: «A party may avoid a contract when the other party has induced the conclusion of the contract by coercion or by the threat of an imminent and serious harm which it is wrongful to inflict, or wrongful to use as a means to obtain the conclusion of the contract».

    ( 45 ) Το Δικαστήριο έχει, για παράδειγμα, υπογραμμίσει, με την απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2005, C-229/04, Crailsheimer Volksbank (Συλλογή 2005, σ. I-9273, σκέψη 43) ότι σκοπός της οδηγίας 85/577 είναι να προστατευθεί ο καταναλωτής από το στοιχείο του αιφνιδιασμού που είναι σύμφυτο προς τη σύμβαση υπό συνθήκες κατ’ οίκον πωλήσεως. Το στοιχείο του αιφνιδιασμού υπογραμμίζει και ο Martín Briceño, M. del R., La Directiva 85/577, de 20 de diciembre, referente a la protección de los consumidores en el caso de contratos negociados fuera de los establecimientos comerciales, La armonización legislativa de la Unión Europea, Dykinson, Μαδρίτη, 1999, σ. 162.

    ( 46 ) Βλ., για παράδειγμα, Martín Briceño, όπ.π. (υποσημείωση 45), σ. 162, Habersack, M., The Doorstep Selling Directive and Mortgage Loan Contracts, στο European Business Law Review, τεύχος 6/2000, σ. 394.

    ( 47 ) Αυτή η έκφραση για την περίοδο μελέτης χρησιμοποιείται από τον Manes, P., Il diritto di pentimento nei contratti dei consumatori dalla legislazione francese alla normativa italiana in attuazione della direttiva 85/577, στο Contratto e impresa. Europa, τεύχος 2/1996, σ. 696.

    ( 48 ) Από τη θεωρία βλ., για παράδειγμα, Habersack, όπ.π. (υποσημείωση 46), σ. 394. Ο Mankowski, P., Die gemeinschaftsrechtliche Kontrolle von Erlöschenstatbeständen für verbraucherschützende Widerrufsrechte, στο Juristenzeitung, τεύχος 23/2008, σ. 1143, υπογραμμίζει ότι το δικαίωμα υπαναχωρήσεως αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα το μόνο εργαλείο που προβλέπει η οδηγία 85/577 για την προστασία του καταναλωτή και οποιοσδήποτε περιορισμός του οδηγεί αναπόφευκτα σε περιστολή της προστασίας αυτής.

    ( 49 ) Βλ. άρθρο 6 της οδηγίας 85/577, σύμφωνα με το οποίο δεν χωρεί παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματα που του παρέχει η οδηγία.

    ( 50 ) Η περίοδος μελέτης μετά τη σύναψη της συμβάσεως αποκαλείται συχνά «cooling off period» (κυριολεκτικά: περίοδος ψυχράνσεως). Βλ., για παράδειγμα, Πράσινο Βιβλίο σχετικά με την επανεξέταση του κοινοτικού κεκτημένου για την προστασία των καταναλωτών (το οποίο υπέβαλε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή), COM(2006) 744 τελικό, σ. 10 του αγγλικού κειμένου, καθώς και έγγραφο συζητήσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με τίτλο Discussion paper on the Review of Directive 85/577/EEC to protect the consumer in respect of contracts negotiated away from business premises (Doorstep Selling Directive), που δημοσιεύεται στο Διαδίκτυο, στη διεύθυνση http://ec.europa.eu/consumers/cons_int/safe_shop/door_sell/doorstepselling_discussionpaper.pdf, σ. 10.

    ( 51 ) Επισημαίνω επίσης ότι, με τον τρόπο αυτόν, η οδηγία 85/577 επιβάλλει στον έμπορο μια ιδιαίτερη ευθύνη, δεδομένου ότι η άσκηση των δικαιωμάτων του καταναλωτή εξαρτάται από τις πληροφορίες που δίδει ο έμπορος. Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger της 12ης Ιουλίου 2001 για την υπόθεση Heininger (προπαρατεθείσα, σημείο 60).

    ( 52 ) Βλ. απόφαση Heininger (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 45). Βλ., επίσης, απόφαση Hamilton (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 33), καθώς και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger της 12ης Ιουλίου 2001 για την υπόθεση Heininger (προπαρατεθείσες στην υποσημείωση 51, σημείο 60). Όσον αφορά τη θεωρία, βλ., για παράδειγμα, Rudisch, B., Das „Heininger“-Urteil des EuGH vom 13. 12. 2001, Rs C-481/99: Meilenstein oder Stolperstein für den Verbraucherschutz bei Realkrediten?, στο Eccher, B., Nemeth, K., Tangl, A. (επιμέλεια), Verbraucherschutz in Europa. Festgabe für em. o. Univ.-Prof. Dr. Heinrich Mayrhofer, Verlag Österreich, Βιέννη, 2002, σ. 202.

    ( 53 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις Peterbroeck (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 12) και van Schijndel (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 17), της 16ης Μαΐου 2000, C-78/98, Preston κ.λπ. (Συλλογή 2000, σ. I-3201, σκέψη 31), της 9ης Δεκεμβρίου 2003, C-129/00, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 2003, σ. I-14637, σκέψη 25), van der Weerd (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 28) και Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 24).

    ( 54 ) Βλ. απόφαση Peterbroeck (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 10, σκέψη 14), van Schijndel (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 19) και van der Weerd (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 33).

    ( 55 ) Βλ. απόφαση van der Weerd (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 41)· συναφώς, βλ. και απόφαση van Schijndel (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 22). Όσον αφορά τη θεωρία, βλ., για παράδειγμα, Lenaerts, K., Arts, D., Maselis, I., Procedural Law of the European Union, 2η έκδοση, Sweet & Maxwell, Λονδίνο, 2006, σ. 104, σημείο 3-035, Simon, D., Modalités du relevé d’office, στο Europe — Revue mensuelle LexisNexis JurisClasseur, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2007, σ. 12, Jans, J. H., Marseille, A. T., Joined Cases C-222–225/05, Van der Weerd and others v. Minister van Landbouw, Natuur en Voedselkwaliteit, Judgment of the Court (Fourth Chamber) of 7 June 2007, [2007] ECR I-4233, στο Common Market Law Review, τεύχος 3/2008, σ. 858 και 859.

    ( 56 ) Βλ. αποφάσεις van Schijndel (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 21) και van der Weerd (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 18, σκέψη 35).

    ( 57 ) Επισημαίνω ότι το Δικαστήριο έχει δεχθεί εξαίρεση από την εν λόγω αρχή και σε άλλες περιπτώσεις, για παράδειγμα με την απόφαση Peterbroeck (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 10), με την οποία έκρινε ότι το κοινοτικό δίκαιο απαγορεύει την εφαρμογή εθνικού δικονομικού κανόνα που απαγορεύει στο εθνικό δικαστήριο να εκτιμά αυτεπαγγέλτως τη συμβατότητα του εθνικού δικαίου με κοινοτική διάταξη, αν ο ιδιώτης δεν επικαλεστεί τη διάταξη αυτή εντός ορισμένης προθεσμίας. Το ίδιο ισχύει για την εφαρμογή διατάξεων του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού: βλ. αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1999, C-126/97, Eco Swiss (Συλλογή 1999, σ. I-3055, σκέψη 40), και της 13ης Ιουλίου 2006, C-295/04 έως C-298/04, Manfredi κ.λπ. (Συλλογή 2006, σ. I-6619, σκέψη 31).

    ( 58 ) Βλ. απόφαση Océano Grupo (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13).

    ( 59 ) Βλ. απόφαση Cofidis (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14).

    ( 60 ) Βλ. απόφαση Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15).

    ( 61 ) Βλ. απόφαση Océano Grupo (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 25).

    ( 62 ) Όπ.π. (σκέψη 26).

    ( 63 ) Όπ.π. (σκέψη 26). To Δικαστήριο επανέλαβε την άποψη αυτή με τις αποφάσεις Cofidis (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 33) και Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 28).

    ( 64 ) Το άρθρο 7 της οδηγίας 93/13 ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι τα κράτη μέλη «μεριμνούν ώστε […] να υπάρχουν τα κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα, προκειμένου να πάψει η χρησιμοποίηση των καταχρηστικών ρητρών στις συμβάσεις που συνάπτονται από έναν επαγγελματία με καταναλωτές» και, στην παράγραφο 2, ότι τα μέσα αυτά «περιλαμβάνουν διατάξεις που δίνουν σε άτομα ή οργανισμούς που έχουν, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ορισθεί ως έχοντες έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών, τη δυνατότητα να προσφύγουν, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων ή διοικητικών οργάνων, τα οποία αποφαίνονται για το εάν συμβατικές ρήτρες […] έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα […]». Σκοπός του άρθρου 7 είναι, συνεπώς, να επιτραπεί η εξασφάλιση της προστασίας των καταναλωτών και μέσω προσώπων που δεν είναι συμβαλλόμενα μέρη.

    ( 65 ) Βλ. απόφαση Océano Grupo (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 28). To Δικαστήριο επανέλαβε την άποψη αυτή με τις αποφάσεις Cofidis (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 32) και Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 27).

    ( 66 ) Βλ. απόφαση Océano Grupo (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σημείο 1 του διατακτικού).

    ( 67 ) Βλ. απόφαση Cofidis (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 33).

    ( 68 ) Βλ. απόφαση Cofidis (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 38 και διατακτικό).

    ( 69 ) Βλ. απόφαση Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 39 και διατακτικό).

    ( 70 ) Βλ. απόφαση Rampion (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 22).

    ( 71 ) Όπ.π. (σκέψη 69 και διατακτικό).

    ( 72 ) Στο άρθρο 11, παράγραφος 2, της οδηγίας 87/102 απαριθμούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: «Στις περιπτώσεις που: α) ο καταναλωτής συνάπτει σύμβαση πίστωσης για την αγορά αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών με πρόσωπο διαφορετικό από αυτό που παρέχει τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, και β) ο πιστωτικός φορέας και ο προμηθευτής των αγαθών ή των υπηρεσιών συνδέονται με προϋπάρχο[υσα] σύμβαση βάσει της οποίας η παροχή πίστωσης στους καταναλωτές γίνεται αποκλειστικά από αυτόν τον πιστωτικό φορέα με σκοπό την απόκτηση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών από τον εν λόγω προμηθευτή, και γ) ο καταναλωτής που αναφέρεται στο στοιχείο α), λαμβάνει την πίστωση του βάσει της προϋπάρχουσας σύμβασης, και δ) τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που καλύπτονται από τη σύμβαση πίστωσης δεν παρασχεθούν [ή παρασχεθούν] μόνο εν μέρει ή δεν ανταποκρίνονται κατά οποιοδήποτε τρόπο στους όρους της σύμβασης παροχής τους, και ε) ο καταναλωτής έχει στραφεί κατά του προμηθευτή αλλά χωρίς να ικανοποιηθούν οι βάσιμες απαιτήσεις του […]».

    ( 73 ) Βλ. απόφαση Rampion (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 59).

    ( 74 ) Όπ.π. (σκέψη 64).

    ( 75 ) Όπ.π. (σκέψη 65).

    ( 76 ) Η ασθενέστερη θέση του καταναλωτή σε σχέση με τον επαγγελματία επισημαίνεται, για παράδειγμα, στις αποφάσεις Océano Grupo (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 25) και Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 26).

    ( 77 ) Βλ. αποφάσεις Océano Grupo (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 26), Cofidis (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 33), Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 28) και Rampion (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 22, σκέψη 65).

    ( 78 ) Το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι η οδηγία 85/577 αποσκοπεί ιδίως στην προστασία του καταναλωτή από τον κίνδυνο που απορρέει από τις ιδιάζουσες περιστάσεις της συνάψεως συμβάσεως εκτός εμπορικού καταστήματος, καθώς και ότι η προστασία του καταναλωτή επιτυγχάνεται με τη θέσπιση ενός δικαιώματος υπαναχωρήσεως· βλ. αποφάσεις Heininger (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 17, σκέψη 38), και της 25ης Οκτωβρίου 2005, C-350/03, Schulte (Συλλογή 2005, σ. I-9215, σκέψη 66). Βλ., επίσης, απόφαση Hamilton (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 32).

    ( 79 ) Επισημαίνεται ότι την απαίτηση υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών εκφράζει και το άρθρο 38 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όπ.π., υποσημείωση 5), σύμφωνα με το οποίο οι πολιτικές της Ένωσης διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή.

    ( 80 ) Βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις Océano Grupo (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 27) και Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 26).

    ( 81 ) Επισημαίνω ότι οι συνέπειες τις οποίες έχει, σύμφωνα με την οδηγία 93/13, η χρησιμοποίηση καταχρηστικής ρήτρας στη σύμβαση διαφέρουν από τις συνέπειες που προβλέπει η οδηγία 85/577 στην περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του. Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 93/13 επιβάλλει ρητώς στα κράτη μέλη να θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες «οι καταχρηστικές ρήτρες σύμβασης μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή […] δεν δεσμεύουν τους καταναλωτές […]» (η υπογράμμιση δική μου). Αντιθέτως, το τρίτο εδάφιο του άρθρου 4 της οδηγίας 85/577 προβλέπει απλώς ότι «[τ]α κράτη μέλη μεριμνούν για την πρόβλεψη κατάλληλων μέτρων προστασίας των καταναλωτών στην εθνική τους νομοθεσία, στην περίπτωση που δεν παρασχεθούν οι πληροφορίες που προβλέπει το παρόν άρθρο» (η υπογράμμιση δική μου). Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ειδών συνεπειών έγκειται και στο ότι, στην περίπτωση της οδηγίας 93/13, η κύρωση για τη χρησιμοποίηση καταχρηστικής ρήτρας προβλέπεται από το κοινοτικό δίκαιο, ενώ οι συνέπειες της παραλείψεως να ενημερωθεί ο καταναλωτής για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του διέπονται από το εθνικό δίκαιο.

    ( 82 ) Η υπογράμμιση δική μου. Βλ. και κείμενο του συγκεκριμένου χωρίου της διατάξεως σε άλλες γλώσσες: γαλλικά («le consommateur a le droit»), αγγλικά («the consumer shall have the right»), γερμανικά («der Verbraucher besitzt das Recht»), ιταλικά («il consumatore ha il diritto») και ισπανικά («el consumidor tendrá el derecho»).

    ( 83 ) Η αρχή αυτή σημαίνει ότι η άκυρη σύμβαση δεν παράγει έννομες συνέπειες. Όσον αφορά το ισπανικό δίκαιο, αυτό επιβεβαιώνεται, για παράδειγμα, από τους Díez-Picazo, L., Gullón, A., Sistema de derecho civil, Vol. II, 7η έκδοση, Tecnos, Μαδρίτη, 1995, σ. 109. Από συγκριτική άποψη επισημαίνω ότι η αρχή αυτή αναγνωρίζεται και από την έννομη τάξη άλλων κρατών μελών· βλ. για παράδειγμα, όσον αφορά το γαλλικό δίκαιο, Flour, J. κ.λπ., όπ.π. (υποσημείωση 30), σ. 297, σημείο 361, και όσον αφορά το σλοβενικό δίκαιο, Polajnar Pavčnik, A., όπ.π. (υποσημείωση 34), σχόλιο στο άρθρο 86, σ. 507.

    ( 84 ) Βλ. άρθρο 1.303 του ισπανικού Código civil. Από την ισπανική θεωρία, βλ., σε σχέση με την υποχρέωση επιστροφής των εμπορευμάτων που παραλαμβάνονται στο πλαίσιο άκυρης συμβάσεως, Díez-Picazo, L., Gullón, A., όπ.π. (υποσημείωση 83), σ. 111. Ανάλογη ρύθμιση προβλέπουν οι έννομες τάξεις άλλων κρατών μελών· βλ., για παράδειγμα, όσον αφορά το γερμανικό δίκαιο, Larenz, K., Wolf, M., όπ.π. (υποσημείωση 32), σ. 797, σημείο 8, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι, σε περίπτωση ακυρότητας της συμβάσεως, επιβάλλεται η επαναφορά στην κατάσταση που θα υπήρχε αν δεν είχε εκτελεστεί η άκυρη σύμβαση, όσον αφορά το γαλλικό δίκαιο, Flour, J. κ.λπ. όπ.π. (υποσημείωση 30), σ. 298, σημείο 362, και όσον αφορά το σλοβενικό δίκαιο, Polajnar Pavčnik, A., όπ.π. (υποσημείωση 34), σχόλιο στο άρθρο 87, σ. 513 επ.

    ( 85 ) Έστω πώληση κατ’ οίκον, με την οποία ο καταναλωτής αποκτά, στο πλαίσιο προπωλήσεως και στη χαμηλότερη τιμή που προβλέπεται για τις πρώτες πωλήσεις, μια εγκυκλοπαίδεια. Ο καταναλωτής καταβάλλει το τίμημα, αλλά ο πωλητής δεν παραδίδει το εμπόρευμα εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, και συνεπώς ο καταναλωτής ασκεί αγωγή εναντίον του. Το δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο καταναλωτής δεν ενημερώθηκε για το δικαίωμά του να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση και κηρύσσει τη σύμβαση άκυρη. Ο πωλητής επιστρέφει το καταβληθέν τίμημα στον καταναλωτή, όμως ο καταναλωτής, ο οποίος επιθυμεί να αποκτήσει την εγκυκλοπαίδεια, την παραγγέλλει εκ νέου, αλλά σε υψηλότερη τιμή, διότι δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να την αποκτήσει στη χαμηλότερη τιμή που ίσχυε για την προπώληση.

    ( 86 ) Βλ., για παράδειγμα, Basedow, J., «Die Europäische Union zwischen Marktfreiheit und Überregulierung — Das Schicksal der Vertragsfreiheit», Bitburger Gespräche Jahrbuch 2008/I, Beck, Μόναχο, 2009, σ. 86, ο οποίος υπογραμμίζει ότι η συμβατική ελευθερία αποτελεί τη σημαντικότερη έκφραση της αυτονομίας στο ιδιωτικό δίκαιο. Για μια συγκριτική θεώρηση της αυτονομίας στο ιδιωτικό δίκαιο, βλ., στη γερμανική θεωρία, Larenz, K., Wolf, M., Allgemeiner Teil des bürgerlichen Rechts, 9η έκδοση, Beck, Μόναχο, 2004, σ. 2, σημείο 2, στην αυστριακή θεωρία, Koziol, H., Welser, R., Grundriss des bürgerlichen Rechts. Band I: Allgemeiner Teil — Sachenrecht — Familienrecht, 11η έκδοση, Manzsche Verlags- u. Universitätsbuchhandlung, Βιέννη, 2000, σ. 84, στην ισπανική θεωρία, Díez-Picazo, L., Gullón, A., Sistema de derecho civil, Vol. I, 10η έκδοση, Tecnos, Μαδρίτη, 2002, σ. 369 επ., 375, στη γαλλική θεωρία, Aubert, J.-L., Savaux, É., Les obligations. 1. Acte juridique, 12η έκδοση, Sirey, Παρίσι, 2006, σ. 72, σημεία 99 επ.

    ( 87 ) Όσον αφορά το Βέλγιο, βλ. άρθρο 88, τρίτο εδάφιο, του νόμου Loi du 14/7/1991 sur les pratiques du commerce et sur l’information et la protection du consommateur, το οποίο ορίζει ότι η μη ενημέρωση του καταναλωτή έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της συμβάσεως. Επισημαίνω ότι ο νόμος δεν διευκρινίζει αν πρόκειται για σχετική ή απόλυτη ακυρότητα, αλλά ούτε και τα βελγικά δικαστήρια συμφωνούν ως προς το σημείο αυτό. Βλ., για παράδειγμα, απόφαση του Hof van Beroep te Antwerpen της 31ης Οκτωβρίου 2005 (Rechtskundig Weekblad 2007-08, αριθ. 22, 26.1.2008), με την οποία το εν λόγω δικαστήριο υποστηρίζει ότι πρόκειται για απόλυτη ακυρότητα, και απόφαση του Hof van Beroep te Gent της 21ης Φεβρουαρίου 2007 (Jaarboek Handelspraktijken & Mededinging 2007, σ. 369), η οποία τάσσεται υπέρ της σχετικής ακυρότητας.

    ( 88 ) Όσον αφορά το Λουξεμβούργο, βλ. άρθρο 10, τέταρτο εδάφιο, του νόμου Loi du 16 juillet 1987 concernant le colportage, la vente ambulante, l’étalage de marchandises et la sollicitation de commandes, το οποίο προβλέπει την ακυρότητα της συμβάσεως και τη δυνατότητα του καταναλωτή να προβάλει την ακυρότητα αυτή, εφόσον δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

    ( 89 ) Βλ. άρθρο 24, παράγραφος 1, του ολλανδικού νόμου Colportagewet, το οποίο ορίζει ότι η μη ενημέρωση του καταναλωτή έχει ως συνέπεια την ακυρότητα της συμβάσεως. Στο πλαίσιο της γενικής διακρίσεως μεταξύ «ακυρότητας» και «ακυρωσίας» την οποία προβλέπει το ολλανδικό δίκαιο, πρόκειται εν προκειμένω για ακυρότητα την οποία μπορεί να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο. Βλ. Hartkamp, A. S., Verbintenissenrecht, 2ο μέρος, 12η έκδοση, Kluwer, Deventer 2005, σ. 484, σημείο 459.

    ( 90 ) Όπως προαναφέρθηκε στο σημείο 13 των παρουσών προτάσεων, από το άρθρο 4 του νόμου Ley 26/1991, de 21 de noviembre, sobre contratos celebrados fuera de los establecimientos mercantiles προκύπτει ότι η σύμβαση ή η συμβατική προσφορά που παραβιάζουν τους όρους τους οποίους προβλέπει το προηγούμενο άρθρο μπορούν να ακυρωθούν μετά από αίτηση του καταναλωτή.

    ( 91 ) Όσον αφορά τη Φινλανδία, βλ. κεφάλαιο 6, άρθρο 20, του Kuluttajansuojalaki 38/1978, το οποίο ορίζει ότι η σύμβαση δεν δεσμεύει τον καταναλωτή, αλλά ο καταναλωτής υποχρεούται να προβάλει την ανυπαρξία έννομων συνεπειών.

    ( 92 ) Όσον αφορά την Ιρλανδία, βλ. άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο b, του νόμου European Communities (Cancellation of Contracts negotiated away from business premises) Regulations, 1989, το οποίο ορίζει επίσης ότι δεν μπορεί να ζητηθεί από τον καταναλωτή η εκπλήρωση της συμβάσεως («the contract shall not be enforceable»), αν δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

    ( 93 ) Στο Ηνωμένο Βασίλειο ισχύει το άρθρο 7, παράγραφος 6, του The Cancellation of Contracts made in a Consumer’s Home or Place of Work etc. Regulations 2008, το οποίο ορίζει ότι δεν μπορεί να ζητηθεί από τον καταναλωτή η εκπλήρωση της συμβάσεως («the contract shall not be enforceable»), αν δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεως.

    ( 94 ) Στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων δεν θα ασχοληθώ με το ζήτημα αν οι εθνικοί κανόνες που προβλέπουν χρονικό όριο της μακρότερης αυτής προθεσμίας συνάδουν με τις κρίσεις του Δικαστηρίου στην υπόθεση Heininger (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 17).

    ( 95 ) Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 1, του αυστριακού Konsumentenschutzgesetz, σύμφωνα με το οποίο η προθεσμία υπαναχωρήσεως από τη σύμβαση αρχίζει να τρέχει από τη στιγμή κατά την οποία ο καταναλωτής ενημερώνεται για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του.

    ( 96 ) Όσον αφορά το τσεχικό δίκαιο, βλ. άρθρο 57, παράγραφος 3, του Občiansky zákonník - Zákon č. 40/1964, σύμφωνα με το οποίο, αν ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του, μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση εντός προθεσμίας ενός έτους από την ημερομηνία καταρτίσεως της συμβάσεως.

    ( 97 ) Όσον αφορά την Ιταλία, βλ. άρθρο 65, παράγραφος 3, του Codice del consumo, σύμφωνα με το οποίο, αν ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του, η προθεσμία ασκήσεως του δικαιώματος αυτού παρατείνεται για 60 ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών από τον καταναλωτή, επί συμβάσεων πωλήσεως αγαθών, ή από την ημερομηνία καταρτίσεως της συμβάσεως, επί συμβάσεων παροχής υπηρεσιών.

    ( 98 ) Βλ. άρθρο 355, παράγραφος 3, του γερμανικού Bürgerliches Gesetzbuch (BGB), σύμφωνα με το οποίο το δικαίωμα του καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση δεν αποσβέννυται εφόσον ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί δεόντως για το δικαίωμα αυτό.

    ( 99 ) Βλ. άρθρο 43č, παράγραφος 4, του σλοβενικού νόμου Zakona o varstvu potrošnikov, σύμφωνα με το οποίο αν ο καταναλωτής δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του, η προθεσμία υπαναχωρήσεως ορίζεται σε τρεις μήνες. Το άρθρο 43č διέπει στην πραγματικότητα την υπαναχώρηση από συμβάσεις που συνάπτονται εξ αποστάσεως, αλλά εφαρμόζεται, mutatis mutandis, σύμφωνα με το άρθρο 46c, παράγραφος 4, του ίδιου νόμου, στις συμβάσεις που συνάπτονται εκτός εμπορικού καταστήματος.

    ( 100 ) Στο Βέλγιο, το άρθρο 102, σημείο 7, του νόμου Loi du 14ης Ιουλίου 1991 sur les pratiques du commerce et sur l’information et la protection du consommateur προβλέπει χρηματική ποινή αν δεν δοθούν οι σχετικές πληροφορίες.

    ( 101 ) Διοικητική χρηματική ποινή προβλέπει το άρθρο 62 του ιταλικού Codice del consumo.

    ( 102 ) Πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των καταναλωτών, COM(2008) 614 τελικό. Σκοπός της οδηγίας αυτής είναι να αντικαταστήσει τις οδηγίες 85/577 και 93/13, καθώς και την οδηγία 97/7/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ L 144, 4.6.1997, σ. 19) και την οδηγία 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες πτυχές της πώλησης και των εγγυήσεων καταναλωτικών αγαθών (ΕΕ L 171, 7.7.1999, σ. 12). Βλ. άρθρο 47 της προαναφερθείσας προτάσεως οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των καταναλωτών, COM(2008) 614 τελικό, και αιτιολογική έκθεση της προτάσεως, σ. 3.

    ( 103 ) Βλ. άρθρο 13 της προτάσεως οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τα δικαιώματα των καταναλωτών, COM(2008) 614 τελικό.

    ( 104 ) Βλ. απόφαση Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψεις 35 έως 38).

    ( 105 ) Βλ., με την ίδια επιχειρηματολογία, και Jordans, R., Anmerkung zu EuGH Rs. C-168/05 - Elisa Maria Mostaza Claro gegen Centro Móvil Milenium SL, στο Zeitschrift für Gemeinschaftsprivatrecht, τεύχος 1/2007, σ. 50, Courbe, P., Brière, C., Dionisi-Peyrusse, A., Jault-Seseke, F., Legros, C., Clause compromissoire et réglementation des clauses abusives: CJCE, 26 octobre 2006, στο Petites affiches, τεύχος 152/2007, σ. 14, Poissonnier, G., Tricoit, J.-P., La CJCE confirme sa volonté de voir le juge national mettre en oeuvre le droit communautaire de la consommation, στο Petites affiches, τεύχος 189/2007, σ. 15.

    ( 106 ) Πρβλ. απόφαση Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15, σκέψη 37).

    ( 107 ) Βλ. αποφάσεις Océano Grupo (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13, σκέψη 26) και Cofidis (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψη 33). Το ίδιο υπογραμμίζει και ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi με τις προτάσεις του της 29ης Μαρτίου 2007, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση C-429/05, Rampion (σημείο 61).

    ( 108 ) Απόφαση Hamilton (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 23).

    ( 109 ) Όπ.π. (σκέψη 39). Το σημείο αυτό υπογραμμίζει κα η θεωρία· βλ., για παράδειγμα, Mankowski, P., Die gemeinschaftsrechtliche Kontrolle von Erlöschenstatbeständen für verbraucherschützende Widerrufsrechte, Juristenzeitung, τεύχος 23/2008, σ. 1143.

    ( 110 ) Όπ.π. (σκέψη 40).

    ( 111 ) Στη θεωρία η πτυχή αυτή έχει υπογραμμιστεί, για παράδειγμα, από τον Kroll, K., Vertragserfüllung als zeitliche Grenze des verbraucherschützenden Widerrufsrechts, Neue Juristische Wochenschrift, τεύχος 28/2008, σ. 2000. Με ανάλογη επιχειρηματολογία βλ. και Edelmann, H., EuGH: Kein grenzenloser Verbraucherschutz, Betriebs-Berater, τεύχος 19/2008, σ. 970· Raynouard, A., CJCE, 10 avril 2008, C-412/06, Annelore Hamilton c/Volksbank Filder eG, Revue de jurisprudence commerciale, τεύχος 4/2008, σ. 305. Επισημαίνω επίσης ότι το Δικαστήριο υπογράμμισε με την απόφαση Hamilton ότι από την αναφορά, στο πλαίσιο της πέμπτης αιτιολογικής σκέψεως της οδηγίας 85/577, στην έννοια «υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση» προκύπτει ότι ο καταναλωτής μπορεί να υπαναχωρήσει από μια τέτοια σύμβαση όσο αυτή διαρκεί (απόφαση Hamilton, προαναφερθείσα στην υποσημείωση 23, σκέψη 41· η υπογράμμιση δική μου) -εφόσον, εννοείται, δεν έχει ενημερωθεί για το δικαίωμα υπαναχωρήσεώς του. Αυτό όμως δεν συνηγορεί υπέρ της υπάρξεως περιορισμών στην προστασία του καταναλωτή εφόσον δεν έχουν εκπληρωθεί οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση.

    ( 112 ) Βλ. σημείο 31 των παρουσών προτάσεων.

    ( 113 ) Ειδικότερα, η Αυστριακή Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 4 της οδηγίας 85/577 δεν απαιτεί από τα κράτη μέλη να υποχρεώνουν τα εθνικά τους δικαστήρια να ενεργούν αυτεπαγγέλτως. Βλ. σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.

    ( 114 ) Στην προοπτική αυτή μπορεί να γίνει κατανοητό και το προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το εθνικό δικαστήριο, καθώς και η απάντηση του Δικαστηρίου, στην υπόθεση Océano Grupo (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13). Βλ., συναφώς, Van Huffel, M., La condition procédurale des règles de protection des consommateurs: les enseignements des arrêts Océano, Heininger et Cofidis de la Cour de justice, Revue européenne de droit de la consommation, τεύχος 2/2003, σ. 94.

    ( 115 ) Αυτό προκύπτει από το κείμενο του σημείου 1 του διατακτικού της αποφάσεως Océano Grupo (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 13) στις περισσότερες γλώσσες. Βλ., για παράδειγμα, γαλλικό («le juge national puisse apprécier d’office»), αγγλικό («the national court being able to determine of its own motion»), γερμανικό («das nationale Gericht von Amts wegen prüfen kann»), ιταλικό («il giudice nazionale […] possa valutare d’ufficio»), ισπανικό («el Juez nacional pueda apreciar de oficio»), πορτογαλικό («o juiz nacional possa apreciar oficiosamente») και ολλανδικό («dat de nationale rechter […] ambtshalve kan toetsen») κείμενο.

    ( 116 ) Βλ. απόφαση Cofidis (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 14, σκέψεις 32, 33 και 35). Το κείμενο των σκέψεων αυτών σε ορισμένες γλώσσες χρησιμοποιεί δύο διαφορετικούς όρους: αυτό συμβαίνει στο γαλλικό («faculté» και «pouvoir»), στο ιταλικό («facoltà» και «potere») και στο πορτογαλικό («faculdade» και «poder») κείμενο. Αντιθέτως, σε άλλες γλώσσες χρησιμοποιείται ο ίδιος όρος· βλ., για παράδειγμα, αγγλικό («power»), γερμανικό («Befugnis»), ισπανικό («facultad») και ολλανδικό («bevoegdheid») κείμενο.

    ( 117 ) Συναφώς, επισημαίνω ότι στο διατακτικό της αποφάσεως Mostaza Claro (προαναφερθείσα στην υποσημείωση 15), προστακτική χρησιμοποιείται σε ορισμένες μόνον γλώσσες –βλ., για παράδειγμα, αγγλικό («must determine whether the arbitration agreement is void») ή σλοβενικό («mora […] presojati ničnost arbitražnega dogovora») κείμενο– ενώ σε άλλες γλώσσες το διατακτικό είναι συντεταγμένο στην οριστική, όπως για παράδειγμα το γαλλικό («apprécie la nullité de la convention d’arbitrage») ή το γερμανικό («die Nichtigkeit der Schiedsvereinbarung prüft») κείμενο. Εντούτοις, η υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως προκύπτει σαφώς από τη σκέψη 38 της εν λόγω αποφάσεως σε πολλές γλώσσες, για παράδειγμα από το γαλλικό («soit tenu d’apprécier d’office»), το αγγλικό («being required to assess of its own motion»), το γερμανικό («von Amts wegen […] prüfen muss»), το ιταλικό («sia tenuto a valutare d’ufficio»), το ισπανικό («deba apreciar de oficio»), το πορτογαλικό («deva apreciar oficiosamente»), το σλοβενικό («dolžnost […], da po uradni dolžnosti presoja») και το ολλανδικό («ambtshalve dient te beoordelen») κείμενο.

    ( 118 ) Στο πλαίσιο της συγκρίσεως με την οδηγία 93/13, αυτό υπογραμμίζεται από τον Van Huffel, όπ.π. (υποσημείωση 113), σ. 97.

    ( 119 ) Όπ.π. (σημείο 77).

    Top