EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CJ0429

Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 11ης Ιουνίου 2009.
Inspecteur van de Belastingdienst κατά X BV.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Gerechtshof te Amsterdam - Κάτω Χώρες.
Πολιτική ανταγωνισμού - Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ - Άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 - Γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από την Επιτροπή - Εθνική ένδικη διαφορά σχετικά με τη δυνατότητα εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη, ενός προστίμου που επιβλήθηκε με απόφαση της Επιτροπής.
Υπόθεση C-429/07.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-04833

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:359

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 11ης Ιουνίου 2009 ( *1 )

«Πολιτική ανταγωνισμού — Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ — Άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 — Γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από την Επιτροπή — Εθνική ένδικη διαφορά σχετικά με τη δυνατότητα εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη, ενός προστίμου που επιβλήθηκε με απόφαση της Επιτροπής»

Στην υπόθεση C-429/07,

με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, υποβληθείσα από το Gerechtshof te Amsterdam (Κάτω Χώρες) με απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις , στο πλαίσιο της δίκης

Inspecteur van de Belastingdienst

κατά

X BV,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, E. Juhász (εισηγητή), Γ. Αρέστη και J. Malenovský, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi

γραμματέας: N. Nanchev, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 18ης Δεκεμβρίου 2008,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

η X BV, εκπροσωπούμενη από τον G. Th. K. Meussen, advocaat,

η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Y. de Vries και M. de Grave,

η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. M. Braguglia, επικουρούμενο από τον F. Arena, avvocato dello Stato,

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους A. Bouquet και W. Wils,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 5ης Μαρτίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Η αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

2

Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Inspecteur van de Belastingdienst (οικονομικού εφόρου, στο εξής: έφορος) και της X BV, εταιρίας ολλανδικού δικαίου εδρεύουσας στο P, σχετικά με τη δυνατότητα εκπτώσεως, από τα φορολογητέα κέρδη, προστίμων που η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επέβαλε για παράβαση των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική ρύθμιση

3

Κατά την εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003:

«Η συνεπής εφαρμογή της νομοθεσίας του ανταγωνισμού προϋποθέτει επίσης τη συγκρότηση μηχανισμών για τη συνεργασία μεταξύ των δικαστηρίων των κρατών μελών και της Επιτροπής. Αυτό ισχύει για όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών που εφαρμόζουν τα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης [ΕΚ], ανεξάρτητα από το εάν τα εφαρμόζουν σε δίκες μεταξύ ιδιωτών ή ενεργώντας ως δημόσιες αρχές επιβολής του νόμου ή ως δευτεροβάθμια όργανα. Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια θα πρέπει να μπορούν να απευθύνονται στην Επιτροπή και να της ζητούν πληροφορίες ή τη γνώμη της σχετικά με την εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού. Εξάλλου, θα πρέπει να αναγνωρισθεί στην Επιτροπή και στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών η εξουσία να διατυπώνουν παρατηρήσεις, γραπτές ή προφορικές, ενώπιον των δικαστηρίων οσάκις εφαρμόζονται τα άρθρα 81 ή 82 της Συνθήκης. Οι παρατηρήσεις αυτές θα πρέπει να υποβάλλονται εντός των πλαισίων των εθνικών δικονομικών κανόνων και πρακτικών, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των μερών. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει να κατοχυρωθεί η δυνατότητα της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών να ενημερώνονται επαρκώς για τις διαδικασίες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.»

4

Το άρθρο 15 του κανονισμού 1/2003 ορίζει:

«Συνεργασία με τα εθνικά δικαστήρια

1.   Στο πλαίσιο των διαδικασιών εφαρμογής του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 της Συνθήκης, τα δικαστήρια των κρατών μελών δύνανται να ζητούν από την Επιτροπή να τους διαβιβάσει πληροφορίες που κατέχει ή τη γνώμη της επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής της κοινοτικής νομοθεσίας ανταγωνισμού.

2.   Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή αντίγραφο οιασδήποτε γραπτής απόφασης εθνικού δικαστηρίου επί της εφαρμογής του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 της Συνθήκης. Το εν λόγω αντίγραφο διαβιβάζεται το συντομότερο δυνατόν μετά την ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιείται στα μέρη η πλήρης γραπτή απόφαση.

3.   Οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών μπορούν να υποβάλλουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στα εθνικά δικαστήρια της χώρας τους σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 της Συνθήκης. Με την άδεια του εν λόγω δικαστηρίου, μπορούν επίσης να υποβάλλουν προφορικές παρατηρήσεις στα εθνικά δικαστήρια των οικείων κρατών μελών. Όταν το απαιτεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 και του άρθρου 82 της Συνθήκης, η Επιτροπή δύναται να υποβάλλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στα δικαστήρια των κρατών μελών. Με την άδεια του εν λόγω δικαστηρίου μπορεί επίσης να υποβάλλει προφορικές παρατηρήσεις.

Προκειμένου να προετοιμάσουν τις παρατηρήσεις τους και μόνο, οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών και η Επιτροπή δύνανται να ζητούν από το οικείο δικαστήριο του κράτους μέλους να τους διαβιβάσει οποιοδήποτε αναγκαίο έγγραφο για την αξιολόγηση της υπόθεσης ή να εξασφαλίσει τη διαβίβασή του.

4.   Το παρόν άρθρο δεν θίγει την ευρύτερη εξουσία υποβολής παρατηρήσεων ενώπιον των δικαστηρίων την οποία παρέχει στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών η εθνική τους νομοθεσία.»

5

Κατά τα σημεία 31 έως 35 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων για την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ (EE 2004, C 101, σ. 54):

«31.

Σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού [1/2003], οι αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών και η Επιτροπή μπορούν να υποβάλλουν παρατηρήσεις επί ζητημάτων που σχετίζονται με την εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 […] ΕΚ σε εθνικό δικαστήριο που καλείται να εφαρμόσει τις συγκεκριμένες διατάξεις. Ο κανονισμός διακρίνει μεταξύ γραπτών παρατηρήσεων, που οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού και η Επιτροπή μπορούν να υποβάλλουν εξ ιδίας πρωτοβουλίας, και προφορικών παρατηρήσεων, οι οποίες επιτρέπεται να υποβληθούν μόνο με την έγκριση του εθνικού δικαστηρίου […].

32.

Στον κανονισμό διευκρινίζεται ότι η Επιτροπή υποβάλλει παρατηρήσεις μόνον όταν το απαιτεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 ΕΚ. Εφόσον αυτός είναι ο σκοπός της παρέμβασης της Επιτροπής, οι παρατηρήσεις της περιορίζονται σε οικονομική και νομική ανάλυση των πραγματικών περιστατικών που ισχύουν στην υπόθεση η οποία εκκρεμεί ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου.

33.

Για να είναι σε θέση η Επιτροπή να υποβάλει χρήσιμες παρατηρήσεις, είναι δυνατό να ζητηθεί από τα εθνικά δικαστήρια να διαβιβάσουν τα ίδια ή να φροντίσουν για τη διαβίβαση στην Επιτροπή αντιγράφου όλων των εγγράφων που απαιτούνται για την αξιολόγηση της εκάστοτε υπόθεσης. Σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού [1/2003], η Επιτροπή χρησιμοποιεί τα εν λόγω έγγραφα προκειμένου να προετοιμάσει τις παρατηρήσεις της και μόνο […].

34.

Επειδή ο κανονισμός [αυτός] δεν προβλέπει διαδικαστικές ρυθμίσεις για την υποβολή των παρατηρήσεων, οι σχετικές διαδικαστικές ρυθμίσεις καθορίζονται από τους δικονομικούς κανόνες και τις πρακτικές των κρατών μελών. Εάν ένα κράτος μέλος δεν έχει θεσπίσει ακόμη τις σχετικές δικονομικές ρυθμίσεις, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει για το ποιοι δικονομικοί κανόνες είναι κατάλληλοι για την υποβολή παρατηρήσεων στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του.

35.

Οι διαδικαστικές ρυθμίσεις πρέπει να συνάδουν με τις αρχές που διατυπώνονται στο σημείο 10 της παρούσας ανακοίνωσης. Τούτο σημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι οι διαδικαστικές ρυθμίσεις που διέπουν την υποβολή παρατηρήσεων επί ζητημάτων που σχετίζονται με την εφαρμογή των άρθρων 81 [ΕΚ] ή 82 ΕΚ

α)

πρέπει να συμβιβάζονται με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, και ιδίως με τα θεμελιώδη δικαιώματα των μερών που εμπλέκονται στην εκάστοτε υπόθεση·

β)

δεν επιτρέπεται να καθιστούν την υποβολή τέτοιων παρατηρήσεων υπερβολικά δυσχερή ή πρακτικώς αδύνατη (αρχή της αποτελεσματικότητας) […] και

γ)

δεν επιτρέπεται να καθιστούν την υποβολή τέτοιων παρατηρήσεων δυσχερέστερη σε σύγκριση με την υποβολή παρατηρήσεων στο πλαίσιο διαδικασιών ενώπιον δικαστηρίου για τις οποίες είναι εφαρμοστέες αντίστοιχες διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας (αρχή της ισοδυναμίας).»

Η εθνική ρύθμιση

6

Ο νόμος με τον οποίο θεσπίστηκαν νέοι κανόνες περί οικονομικού ανταγωνισμού (νόμος περί ανταγωνισμού) [wet houdende nieuwe regels omtrent de economische mededinging (Mededingingswet)], της 22ας Μαΐου 1997 (Stb. 1997, αριθ. 242), όπως τροποποιήθηκε με νόμο της (Stb. 2005, αριθ. 172, στο εξής: νόμος περί ανταγωνισμού), ορίζει στο άρθρο του 89h:

«1.   Όταν δεν είναι διάδικοι, το διοικητικό συμβούλιο [της Nederlandse Mededingingsautoriteit (ολλανδικής αρχής ανταγωνισμού, στο εξής: NMa)] ή η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δύνανται, στο πλαίσιο της εκδικάσεως προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου, να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 αν το διοικητικό συμβούλιο [της NMa] ή η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έχουν εκφράσει την επιθυμία τους γι’ αυτό. Ο δικαστής δύναται να τάξει προθεσμία προς τούτο. Επίσης, με άδεια του δικαστή δύνανται να υποβάλουν προφορικές παρατηρήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

2.   Κατόπιν αιτήσεως βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, ο δικαστής διαβιβάζει στο διοικητικό συμβούλιο [της NMa] και στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων όλα τα έγγραφα που αφορά η διάταξη αυτή. Οι διάδικοι δύνανται, εντός προθεσμίας που τάσσει ο δικαστής, να γνωστοποιήσουν την άποψή τους σχετικά με τα έγγραφα που πρέπει να διαβιβάζονται.

3.   Οι διάδικοι δύνανται να απαντήσουν στις παρατηρήσεις του διοικητικού συμβουλίου [της NMa] ή της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εντός προθεσμίας που τάσσει ο δικαστής. Ο τελευταίος δύναται να επιτρέψει στους διαδίκους να απαντήσουν στις παρατηρήσεις αλλήλων.»

7

Το εν λόγω άρθρο 89h παρεμβλήθηκε με νόμο για τροποποίηση του νόμου περί ανταγωνισμού καθώς και ορισμένων άλλων νόμων σχετικά με την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΚ) 1/2003 και 139/2004 (wet tot wijziging van de Mededingingswet en van enige andere wetten in verband met de implementatie van EG-verordeningen 1/2003 en 139/2004), της 30ής Ιουνίου 2004 (Stb. 2004, αριθ. 345). Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού (Kamerstukken II, σύνοδος 2003-2004, 29276, αριθ. 3) διαλαμβάνονται τα εξής:

«2.5 Συνεργασία με τα εθνικά δικαστήρια

Η συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων εκτίθεται στο άρθρο 15 και στην 21η αιτιολογική σκέψη [του κανονισμού 1/2003].

[…]

Η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού ορίζει επιπλέον ότι η Επιτροπή και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού δύνανται να υποβάλουν γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις κατά την εκδίκαση μιας υποθέσεως από τον δικαστή (amicus curiae). Οι παρατηρήσεις αυτές έχουν τον χαρακτήρα γνώμης και έχουν ως σκοπό να προωθήσουν τη συνεπή εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού.

Η Επιτροπή και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού οφείλουν προς τούτο να τηρούν τους ολλανδικούς δικονομικούς κανόνες. Συγκεκριμένα, στη διαδικασία μεταξύ αντιδίκων, ο δικαστής έχει παθητικό ρόλο και είναι εκείνος που καθορίζει τον ρυθμό της δίκης. Επιπλέον, ο δικαστής δεν δεσμεύεται από τη γνώμη της Επιτροπής (21η αιτιολογική σκέψη). Κατά συνέπεια, η ανεξαρτησία του δικαστή δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Η Επιτροπή και οι εθνικές αρχές ανταγωνισμού οφείλουν να σέβονται τα δικαιώματα των διαδίκων και να μεριμνούν ώστε να μένουν εμπιστευτικά τα εμπιστευτικά στοιχεία των υποθέσεων. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού [1/2003], το εθνικό δικαστήριο έχει την εξουσία να ζητήσει από την Επιτροπή πληροφορίες ή τη γνώμη της.

[…]

3.4 Συνεργασία μεταξύ του γενικού διευθυντή της NMa, της Επιτροπής και των δικαστηρίων

Το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού [1/2003] ορίζει οι εθνικές αρχές που είναι αρμόδιες για την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού και η Επιτροπή δύνανται να υποβάλλουν, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, γραπτές παρατηρήσεις και, με άδεια του δικαστή, προφορικές παρατηρήσεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

Περαιτέρω, το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού [1/2003] προβλέπει τη δυνατότητα του δικαστή να ζητήσει από την Επιτροπή πληροφορίες ή τη γνώμη της όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης […].

[…]

Το άρθρο 15 του κανονισμού [1/2003] εφαρμόζεται από τον διοικητικό δικαστή με προσαρμογή του νόμου περί ανταγωνισμού (άρθρο 1, μέρος G, [του τροποποιητικού νόμου], άρθρα 89h, 89i και 89j [του νόμου περί ανταγωνισμού]) και από τον πολιτικό δικαστή με προσαρμογή του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας [(Wetboek van Burgerlijke Rechtsvordering)] (άρθρο III).»

8

Επιγραφόμενο «Γενικά έξοδα που δεν μπορούν να εκπέσουν», το άρθρο 3.14 του νόμου του 2001 περί φόρου εισοδήματος (Wet Inkomstenbelasting 2001), όπως είχε εφαρμογή επί των εισοδημάτων του 2002, όριζε:

«1.   Κατά τον υπολογισμό των κερδών, δεν μπορούν να εκπέσουν τα έξοδα και το κόστος που συνδέεται με τα ακόλουθα κονδύλια:

[…]

c.

Τα πρόστιμα που επιβάλλονται από Ολλανδό δικαστή και τα ποσά που καταβάλλονται στο Δημόσιο για να αποφευχθούν δικαστικές διώξεις στις Κάτω Χώρες ή για να τηρηθεί μια προϋπόθεση μειώσεως της ποινής καθώς και τα πρόστιμα που επιβάλλονται από όργανο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως και τα πρόστιμα και οι προσαυξήσεις που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του γενικού νόμου περί κρατικών φόρων [(Algemene wet inzake rijksbelastingen)], του νόμου περί τελωνείων [(Douanewet)], του συντονιστικού νόμου περί κοινωνικής ασφαλίσεως [(Coördinatiewet Sociale Verzekering)], του νόμου περί διοικητικής αντιμετωπίσεως των παραβάσεων ορισμένων διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας [(Wet administratiefrechtelijke handhaving verkeersvoorschriften)] και του νόμου περί ανταγωνισμού·

[…]».

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

9

Με την απόφαση της Επιτροπής 2005/471/EK, της 27ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ κατά των BPB PLC, Gebrüder Knauf Westdeutsche Gipswerke KG, Société Lafarge SA και Gyproc Benelux NV (Υπόθεση COMP/E-1/37.152 — Γυψοσανίδες) (ΕΕ L 166, σ. 8), στις εταιρίες BPB, Knauf, Lafarge και Gyproc επιβλήθηκαν πρόστιμα, αντιστοίχως, 138,6 εκατομμυρίων, 85,8 εκατομμυρίων, 249,6 εκατομμυρίων και 4,32 εκατομμυρίων ευρώ. Τα πρόστιμα αυτά καταβλήθηκαν προσωρινά ή διασφαλίστηκαν με τραπεζική εγγύηση.

10

Οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο από την Επιτροπή επικυρώθηκαν με τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 8ης Ιουλίου 2008, T-50/03, Saint-Gobain Gyproc Belgium κατά Επιτροπής, T-52/03, Knauf Gips κατά Επιτροπής, T-53/03, BPB κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. ΙΙ-1333), και T-54/03, Lafarge κατά Επιτροπής. Οι εταιρίες Knauf και Lafarge άσκησαν ενώπιον του Δικαστηρίου αναίρεση κατά των αποφάσεων του Πρωτοδικείου με τις οποίες απορρίφθηκαν οι προσφυγές τους (υποθέσεις C-407/08 P και C-413/08 P).

11

Πριν εκδοθούν αυτές οι αποφάσεις του Πρωτοδικείου, μία από τις σχετικές εταιρίες, η οποία από τη δικογραφία προκύπτει ότι εδρεύει στη Γερμανία και η οποία αποκαλείται X KG από το αιτούν δικαστήριο, μετακύλισε εντός του ομίλου όπου είναι η μητρική εταιρία, και συγκεκριμένα σε μία από τις ολλανδικές θυγατρικές της, την X BV, μέρος του προστίμου που της είχε επιβληθεί.

12

Στις 13 Μαρτίου 2004, η ολλανδική εφορία απηύθυνε στην X BV ατομική ειδοποίηση για την καταβολή φόρου εταιριών για τη χρήση του 2002. Με έγγραφο της , η εταιρία αυτή υπέβαλε στον έφορο διοικητική ένσταση κατά της ατομικής αυτής ειδοποιήσεως, αμφισβητώντας ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε από την Επιτροπή και που κατά ένα μέρος μετακυλίθηκε σε αυτήν από τη μητρική της εταιρία αποτελεί πρόστιμο υπό την έννοια του άρθρου 3.14, αρχή και παράγραφος 1, στοιχείο c, του νόμου του 2001 περί φόρου εισοδήματος, το οποίο δεν επιτρέπει την έκπτωση, από τα φορολογητέα κέρδη μιας εταιρίας, των προστίμων που επιβάλλονται από τα κοινοτικά όργανα. Ο έφορος απέρριψε τη διοικητική αυτή ένσταση με απόφαση της .

13

Στις 19 Απριλίου 2005, η X BV άσκησε προσφυγή ενώπιον του Rechtbank Haarlem (Πρωτοδικείου του Haarlem).

14

Με απόφαση της 22ας Μαΐου 2006, το δικαστήριο αυτό δέχθηκε τη δυνατότητα μερικής εκπτώσεως του προστίμου αυτού.

15

Ο έφορος άσκησε κατά της αποφάσεως αυτής έφεση ενώπιον του Gerechtshof te Amsterdam (Εφετείου του Άμστερνταμ) με δικόγραφο της 30ής Ιουνίου 2006.

16

Η Επιτροπή, η οποία ειδοποιήθηκε από δημοσιεύματα του Τύπου και μέσω των εθνικών αρχών ανταγωνισμού, πληροφόρησε το αιτούν δικαστήριο, με έγγραφο της 15ης Μαρτίου 2007, ότι επιθυμεί να παρέμβει ως amicus curiae βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 και σύμφωνα με το άρθρο 89h του νόμου περί ανταγωνισμού. Επιπλέον, η Επιτροπή ζήτησε να ταχθεί προς τούτο προθεσμία και να της κοινοποιηθούν τα έγγραφα που είναι αναγκαία για να καταλάβει την ένδικη διαφορά.

17

Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Αυγούστου 2007 ενώπιον του Gerechtshof te Amsterdam, οι διάδικοι της κύριας δίκης και η Επιτροπή κλήθηκαν να διατυπώσουν την άποψή τους επί του ζητήματος αν το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 επιτρέπει στην Επιτροπή να υποβάλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στη δίκη που εκκρεμεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.

18

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Gerechtshof te Amsterdam αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να θέσει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Επιτρέπει το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού […] 1/2003 στην Επιτροπή να υποβάλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις σε μια δίκη η οποία αφορά τη δυνατότητα της εφεσίβλητης να αφαιρέσει από τα (φορολογητέα) κέρδη που είχε το 2002 ένα πρόστιμο το οποίο η Επιτροπή επέβαλε στην X KG λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού και το οποίο η τελευταία μετακύλισε (κατά ένα μέρος) στην εφεσίβλητη;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

19

Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, στην ουσία, αν το άρθρο 15, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 επιτρέπει στην Επιτροπή να υποβάλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο μιας δίκης σχετικά με τη δυνατότητα να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη το ποσό ενός προστίμου ή ένα μέρος του προστίμου αυτού που η Επιτροπή επέβαλε για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

20

Για να διασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού εντός των κρατών μελών, στο κεφάλαιο IV του κανονισμού 1/2003 θεσμοθετήθηκε ένας μηχανισμός συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής, των εθνικών αρχών ανταγωνισμού και των δικαστηρίων των κρατών μελών.

21

Η συνεργασία αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 10 ΕΚ γενικής αρχής της αγαστής συνεργασίας, η οποία διέπει τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων. Όπως έχει διαπιστώσει το Δικαστήριο, η υποχρέωση αγαστής συνεργασίας, η οποία επιβάλλεται στα κοινοτικά όργανα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν πρόκειται για συνεργασία με τις δικαστικές αρχές των κρατών μελών που είναι επιφορτισμένες με τη μέριμνα για την εφαρμογή και τήρηση του κοινοτικού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη (βλ. διάταξη της 13ης Ιουλίου 1990, C-2/88 IMM, Zwartveld κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I-3365, σκέψη 18).

22

Στο πλαίσιο αυτό, τα εθνικά δικαστήρια, αφενός, και η Επιτροπή και τα κοινοτικά δικαστήρια, αφετέρου, ενεργούν με γνώμονα τον ρόλο που τους έχει αναθέσει η Συνθήκη (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2000, C-344/98, Masterfoods και HB, Συλλογή 2000, σ. I-11369, σκέψη 56).

23

Τα άρθρα 11 έως 14 του κανονισμού 1/2003 προβλέπουν διαφορετικές μορφές συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών ανταγωνισμού.

24

Το άρθρο 15 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο επιγράφεται «Συνεργασία με τα εθνικά δικαστήρια», εισάγει ένα σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των δικαστηρίων των κρατών μελών, και προβλέπει, σε συγκεκριμένες περιστάσεις, δυνατότητα παρεμβάσεως της Επιτροπής και των αρχών ανταγωνισμού των κρατών μελών στις δίκες που εκκρεμούν ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

25

Όπως αναφέρει η εικοστή πρώτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1/2003, ο μηχανισμός συνεργασίας μεταξύ της Επιτροπής και των δικαστηρίων των κρατών μελών ισχύει για όλα τα δικαστήρια των κρατών μελών που, ως δημόσιες αρχές επιβολής του νόμου ή ως δευτεροβάθμια όργανα, εφαρμόζουν τα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ στο πλαίσιο ενδίκων διαφορών μεταξύ ιδιωτών.

26

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 ορίζει, αφενός, ότι τα εν λόγω δικαστήρια δύνανται να ζητήσουν από την Επιτροπή πληροφορίες που διαθέτει ή τη γνώμη της επί ζητημάτων που άπτονται της εφαρμογής των κοινοτικών κανόνων ανταγωνισμού. Η παράγραφος 2 του άρθρου αυτού εκθέτει, αφετέρου, ότι τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή αντίγραφο κάθε γραπτής αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου επί της εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

27

Η πρώτη και η δεύτερη περίοδος της παραγράφου 3, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω άρθρου 15 επιτρέπουν στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών να υποβάλλουν, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, γραπτές παρατηρήσεις και, με άδεια του σχετικού δικαστηρίου, προφορικές παρατηρήσεις στα δικαστήρια του οικείου κράτους μέλους σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ. Η τρίτη και η τέταρτη περίοδος της διατάξεως αυτής επιτρέπουν και στην Επιτροπή να υποβάλλει, εξ ιδίας πρωτοβουλίας, γραπτές παρατηρήσεις και, με άδεια του σχετικού δικαστηρίου, προφορικές παρατηρήσεις ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών όταν το απαιτεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

28

Έτσι, το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 αφορά δύο διαφορετικά είδη παρεμβάσεως με χωριστά πεδία: την παρέμβαση των εθνικών αρχών ανταγωνισμού ενώπιον των δικαστηρίων του οικείου κράτους μέλους σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ και την παρέμβαση της Επιτροπής ενώπιον των δικαστηρίων των κρατών μελών όταν το απαιτεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

29

Οι τέσσερις περίοδοι του εδαφίου αυτού, και ιδίως το γεγονός ότι η δεύτερη και η τέταρτη περίοδος είναι σχεδόν πανομοιότυπες, υπογραμμίζουν ότι ο κοινοτικός νομοθέτης είχε την πρόθεση να χωρίσει τις δύο αυτές περιπτώσεις, παρά το ότι βρίσκονται στο ίδιο εδάφιο.

30

Κατά συνέπεια, γραμματική ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 οδηγεί στο να θεωρηθεί ότι η ευχέρεια της Επιτροπής να υποβάλλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις στα δικαστήρια των κρατών μελών εξαρτάται από τη μοναδική προϋπόθεση να το απαιτεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ. Η προϋπόθεση αυτή δύναται να τηρηθεί ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η δίκη δεν κινήθηκε «σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81 ή του άρθρου 82 της Συνθήκης».

31

Η εν λόγω ερμηνεία δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από την τέταρτη περίοδο της εικοστής πρώτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 1/2003, κατά την οποία είναι αναγκαίο να παρασχεθεί στην Επιτροπή και στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών η δυνατότητα να υποβάλλουν γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις ενώπιον των δικαστηρίων όταν εφαρμόζεται το άρθρο 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ. Η αιτιολογική αυτή σκέψη αφορά, απλούστατα, μια χαρακτηριστική κατάσταση χωρίς να αποκλείει άλλες περιπτώσεις όπου η Επιτροπή δύναται να παρέμβει. Επιπλέον, μια αιτιολογική σκέψη ενός κανονισμού, μολονότι είναι δυνατόν να φωτίσει την ερμηνεία που πρέπει να δοθεί σε έναν κανόνα δικαίου, δεν μπορεί να αποτελέσει από μόνη της τέτοιον κανόνα (αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1989, 215/88, Casa Fleischhandel, Συλλογή 1989, σ. 2789, σκέψη 31, και της , C-136/04, Deutsches Milch- Kontor, Συλλογή 2005, σ. I-10095, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32

Επιπλέον, αντιθέτως προς αυτό που υποστήριξαν η X BV και η Ολλανδική Κυβέρνηση, η ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 που δόθηκε στη σκέψη 30 της παρούσας αποφάσεως δεν συγκρούεται με τα σημεία 31 έως 35 της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών δικαστηρίων για την εφαρμογή των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης ΕΚ, οι οποίες εκθέτουν ότι η Επιτροπή δύναται να υποβάλει παρατηρήσεις επί των ζητημάτων που σχετίζονται με την εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ. Συγκεκριμένα, η περιεχόμενη στην εν λόγω ανακοίνωση γενική έννοια των «ζητημάτων που σχετίζονται με την εφαρμογή του άρθρου 81 [ΕΚ] ή του άρθρου 82 […] ΕΚ» περιλαμβάνει τη δυνατότητα της Επιτροπής να υποβάλλει γραπτές παρατηρήσεις ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων όταν το απαιτεί η συνεπής εφαρμογή του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ. Εν πάση περιπτώσει, το περιεχόμενο μιας ανακοινώσεως της Επιτροπής δεν δύναται να υπερισχύσει των διατάξεων ενός κανονισμού.

33

Το κοινοτικό δίκαιο έχει θεσμοθετήσει ένα πλήρες σύστημα ελέγχου των συμπράξεων και των καταχρηστικών εκμεταλλεύσεων δεσπόζουσας θέσεως το οποίο απαγγέλλει μια απαγόρευση, η οποία περιλαμβάνεται στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, και προβλέπει τη σχετική κύρωση, η οποία επιβάλλεται βάσει του άρθρου 83 ΕΚ. Τα εν λόγω άρθρα πρέπει να νοηθούν ως μέρος ενός συνόλου διατάξεων που έχουν ως σκοπό να απαγορεύσουν και να τιμωρήσουν τις πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό.

34

Από το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΕΚ προκύπτει ότι τα πρόστιμα και οι χρηματικές ποινές που δύνανται να επιβληθούν στις επιχειρήσεις στο πλαίσιο της εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού έχουν ως σκοπό «να εξασφαλίσουν την τήρηση των απαγορεύσεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] και του άρθρου 82 [ΕΚ]». Έτσι, ο στόχος του εν λόγω άρθρου 83 ΕΚ είναι, μεταξύ άλλων, να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του ελέγχου των συμπράξεων και των καταχρηστικών εκμεταλλεύσεων δεσπόζουσας θέσεως.

35

Η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας, παραβαίνουν τις διατάξεις των άρθρων 81, παράγραφος 1, ΕΚ ή 82 ΕΚ συνιστά ένα από τα μέσα που παρέχονται στην Επιτροπή για να μπορεί να εκπληρώσει το καθήκον επιτηρήσεως που της αναθέτει το κοινοτικό δίκαιο (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 105, και της , C-76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I-4405, σκέψη 22).

36

Κατά συνέπεια, το να διαχωριστεί η απαγόρευση των πρακτικών που περιορίζουν τον ανταγωνισμό από τις κυρώσεις που προβλέπονται σε περίπτωση παραβάσεώς της θα κατέληγε στο να καταστεί αναποτελεσματική η δράση των αρχών που είναι επιφορτισμένες με το να επιτηρούν το αν τηρείται η απαγόρευση αυτή και με το να τιμωρούν τις πρακτικές αυτές. Έτσι, οι διατάξεις των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ θα ήσαν αλυσιτελείς αν δεν συνοδεύονταν με καταναγκαστικά μέτρα που προβλέπονται από το άρθρο 83 ΕΚ, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΕΚ. Όπως εξέθεσε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 38 των προτάσεών του, υπάρχει εγγενής σχέση μεταξύ των προστίμων και της εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

37

Επομένως, η αποτελεσματικότητα των κυρώσεων που επιβάλλονται από τις εθνικές ή από τις κοινοτικές αρχές ανταγωνισμού βάσει του άρθρου 83, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΕΚ αποτελεί προϋπόθεση για τη συνεπή εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ.

38

Πάντως, στο πλαίσιο μιας δίκης σχετικά με τις προβλεπόμενες από το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΕΚ κυρώσεις όσον αφορά τις πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, η απόφαση που το επιληφθέν δικαστήριο καλείται να εκδώσει δύναται να θίξει την αποτελεσματικότητα των κυρώσεων αυτών και επομένως δημιουργεί κίνδυνο για τη συνεπή εφαρμογή των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

39

Στις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, είναι πρόδηλον ότι η έκβαση της διαφοράς σχετικά με τη δυνατότητα να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη ένα μέρος του προστίμου που επιβλήθηκε από την Επιτροπή δύναται να θίξει την αποτελεσματικότητα της κυρώσεως που επιβλήθηκε από την κοινοτική αρχή ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, η αποτελεσματικότητα της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία επέβαλε πρόστιμο σε μια εταιρία θα μπορούσε να μειωθεί αισθητά αν στη σχετική εταιρία, ή τουλάχιστον σε μια εταιρία που συνδέεται με αυτήν, επιτρεπόταν να αφαιρέσει από τα φορολογητέα κέρδη της το σύνολο ή μέρος του προστίμου αυτού, καθόσον η δυνατότητα αυτή θα είχε ως αποτέλεσμα το εν λόγω πρόστιμο να αντισταθμιστεί εν μέρει με μείωση των φορολογικών βαρών.

40

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού 1/2003 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στην Επιτροπή να υποβάλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις σε δικαστήριο κράτους μέλους σε μια δίκη σχετικά με τη δυνατότητα να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη το ποσό ενός προστίμου ή ένα μέρος του προστίμου αυτού που η Επιτροπή επέβαλε για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

Επί των δικαστικών εξόδων

41

Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

 

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 15, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, τρίτη περίοδος, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει στην Επιτροπή να υποβάλει εξ ιδίας πρωτοβουλίας γραπτές παρατηρήσεις σε δικαστήριο κράτους μέλους σε μια δίκη σχετικά με τη δυνατότητα να εκπέσει από τα φορολογητέα κέρδη το ποσό ενός προστίμου ή ένα μέρος του προστίμου αυτού που η Επιτροπή επέβαλε για παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

 

(υπογραφές)


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.

Top