Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0385

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Bot της 31ης Μαρτίου 2009.
    Der Grüne Punkt - Duales System Deutschland GmbH κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
    Αίτηση αναιρέσεως - Ανταγωνισμός - Άρθρο 82 ΕΚ - Σύστημα συλλογής και αξιοποιήσεως χρησιμοποιημένων συσκευασιών στη Γερμανία - Λογότυπος "Der Grüne Punkt" - Τέλος οφειλόμενο βάσει συμβάσεως χρήσεως του λογοτύπου - Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως - Αποκλειστικό δικαίωμα του κατόχου σήματος - Υπερβολική διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας - Εύλογη προθεσμία - Αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας - Άρθρα 58 και 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου.
    Υπόθεση C-385/07 P.

    Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-06155

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:210

    ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

    YVES BOT

    της 31ης Μαρτίου 2009 ( 1 )

    Υπόθεση C-385/07 P

    Der Grüne Punkt — Duales System Deutschland GmbH

    κατά

    Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    «Αίτηση αναιρέσεως — Ανταγωνισμός — Άρθρο 82 ΕΚ — Σύστημα συλλογής και αξιοποιήσεως χρησιμοποιημένων συσκευασιών στη Γερμανία — Λογότυπος “Der Grüne Punkt” — Τέλος οφειλόμενο βάσει συμβάσεως χρήσεως του λογοτύπου — Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως — Αποκλειστικό δικαίωμα του κατόχου σήματος — Υπερβολική διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας — Εύλογη προθεσμία — Αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας — Άρθρα 58 και 61 του Οργανισμού του Δικαστηρίου»

    1. 

    Η παρούσα υπόθεση αφορά την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε η εταιρεία Der Grüne Punkt — Duales System Deutschland GmbH (στο εξής: DSD) κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 24ης Μαΐου 2007, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής ( 2 ). Η εν λόγω απόφαση αφορούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στον τομέα της ανακτήσεως των απορριμμάτων από συσκευασίες.

    2. 

    Σύμφωνα με ένα γερμανικό διάταγμα, οι παραγωγοί και οι διανομείς συσκευασιών έχουν την υποχρέωση να αναλαμβάνουν και να αξιοποιούν τις συσκευασίες που θέτουν σε κυκλοφορία στη γερμανική αγορά ( 3 ). Η προσφεύγουσα και νυν αναιρεσείουσα είναι επιχείρηση η οποία προτείνει στους εν λόγω παραγωγούς και διανομείς συσκευασιών πωλουμένων προϊόντων να αναλαμβάνει τη συλλογή, τη διαλογή και την αξιοποίηση των συσκευασιών τους. Για τον σκοπό αυτό, οι τελευταίοι πρέπει να θέτουν στις συσκευασίες τους τον λογότυπο Der Grüne Punkt. Σε αντάλλαγμα, οι παραγωγοί και οι διανομείς υποχρεούνται να καταβάλλουν ένα τέλος στην DSD, το οποίο καλύπτει το κόστος της συλλογής, της διαλογής και της αξιοποιήσεως των συσκευασιών που αναλαμβάνονται από την DSD, καθώς και τα συναφή διοικητικά έξοδα.

    3. 

    Η υιοθέτηση του συστήματος αυτού από την DSD προκάλεσε την εκ μέρους της Επιτροπής έκδοση της αποφάσεως 2001/463/ΕΚ, της 20ής Απριλίου 2001, σχετικά με διαδικασία κινηθείσα βάσει του άρθρου 82 της Συνθήκης ΕΚ ( 4 ).

    4. 

    Το ζήτημα που βρίσκεται στο επίκεντρο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως είναι αν η αναιρεσείουσα δικαιούται να επικαλεστεί τη χρήση του λογοτύπου Der Grüne Punkt για να δικαιολογήσει το γεγονός ότι οι παραγωγοί και οι διανομείς υποχρεούνται να της καταβάλλουν τέλος για το σύνολο των συσκευασιών επί των οποίων τίθεται ο εν λόγω λογότυπος, παρά το ότι ένα μέρος των εν λόγω συσκευασιών δεν συλλέγεται από το σύστημα της αναιρεσείουσας αλλά από ανταγωνίστριά της επιχείρηση.

    5. 

    Περαιτέρω, στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως αναιρέσεως, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί των συνεπειών της μη τηρήσεως, από το Πρωτοδικείο, της υποχρεώσεως εκδόσεως αποφάσεως εντός εύλογης προθεσμίας. Η αναιρεσείουσα εκτιμά, πράγματι, ότι η διαδικασία αυτή, η οποία διήρκεσε περίπου πέντε έτη και εννέα μήνες, παραβιάζει την εν λόγω αρχή.

    6. 

    Με τις παρούσες προτάσεις μου, θα εκθέσω, κατ’ αρχάς, τους λόγους για τους οποίους, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να απορριφθεί η ασκηθείσα αίτηση αναιρέσεως.

    7. 

    Κατόπιν, θα εκθέσω γιατί, στο πλαίσιο της παρούσας διαφοράς, όπου η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας δεν επηρέασε τη φύση της εκδοθείσας από το Πρωτοδικείο αποφάσεως επί της ουσίας, η προσήκουσα κύρωση για την παραβίαση του δικαιώματος που έχει κάθε διάδικος να δικαστεί η υπόθεσή του εντός ευλόγου προθεσμίας θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να συνίσταται όχι στην ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως αλλά στην αναγνώριση υπέρ της αναιρεσείουσας του δικαιώματος να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ.

    I — Το νομικό πλαίσιο

    Α — Το κοινοτικό δίκαιο

    8.

    Το κείμενο του άρθρου 82 ΕΚ έχει ως εξής:

    «Είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης τους εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της.

    Η κατάχρηση αυτή δύναται να συνίσταται ιδίως:

    α)

    στην άμεση ή έμμεση επιβολή μη δικαίων τιμών αγοράς ή πωλήσεως ή άλλων όρων συναλλαγής,

    […]».

    9.

    Σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 82, πρώτο εδάφιο, και δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, ΕΚ, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δύναται, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού αριθ. 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962 ( 5 ), «να υποχρεώσει με απόφαση τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων να παύσουν την διαπιστωθείσα παράβαση».

    Β — Οι διατάξεις του γερμανικού δικαίου: το διάταγμα για την αποφυγή παραγωγής απορριμμάτων από συσκευασίες

    10.

    Στις 12 Ιουνίου 1991 εκδόθηκε το διάταγμα για την αποφυγή της παραγωγής απορριμμάτων από συσκευασίες (Verordnung über die Vermeidung von Verpackungsabfällen) ( 6 ), το αναθεωρημένο κείμενο του οποίου –που εφαρμόζεται στην παρούσα διαφορά– τέθηκε σε ισχύ στις 28 Αυγούστου 1998 (στο εξής: διάταγμα για τις συσκευασίες). Το διάταγμα αυτό έχει ως σκοπό να αποτρέπει και να περιορίζει τις επιπτώσεις των συσκευασιών για το περιβάλλον και, για να επιτύχει τον σκοπό αυτό, υποχρεώνει του παραγωγούς και τους διανομείς να ανακτούν και να αξιοποιούν τις χρησιμοποιημένες συσκευασίες πωλήσεως.

    11.

    Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, του εν λόγω διατάγματος, ως συσκευασίες πωλήσεως νοούνται οι συσκευασίες στις οποίες συσκευάζονται, στα σημεία πωλήσεως, τα προϊόντα που προορίζονται για τον τελικό καταναλωτή. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται επίσης συσκευασίες καθώς και επιτραπέζια σκεύη και μαχαιροπήρουνα μιας χρήσεως που χρησιμοποιούνται από τα εμπορικά καταστήματα, τα εστιατόρια και άλλες επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών για να καταστήσουν δυνατή ή να διευκολύνουν την παράδοση των εμπορευμάτων στον τελικό καταναλωτή.

    12.

    Στο άρθρο 3, παράγραφος 7, του διατάγματος για τις συσκευασίες, ορίζεται ως παραγωγός κάθε πρόσωπο που παράγει συσκευασίες, υλικά συσκευασιών ή άλλα προϊόντα από τα οποία παράγονται άμεσα συσκευασίες, καθώς και κάθε πρόσωπο που εισάγει συσκευασίες στο γερμανικό έδαφος. Εξάλλου, στο άρθρο 3, παράγραφος 8, του διατάγματος, ως διανομέας ορίζεται κάθε πρόσωπο το οποίο εμπορεύεται συσκευασίες, υλικά συσκευασιών ή άλλα προϊόντα από τα οποία παράγονται άμεσα συσκευασίες ή ακόμη συσκευασμένα εμπορεύματα, ανεξάρτητα από το στάδιο εμπορίας. Τέλος, ως τελικός καταναλωτής ορίζεται, στο άρθρο 3, παράγραφος 10, του διατάγματος, κάθε πρόσωπο το οποίο δεν μεταπωλεί το εμπόρευμα στη μορφή στην οποία του παραδόθηκε.

    13.

    Για να εκπληρώσουν την υποχρέωσή τους αναλήψεως και αξιοποιήσεως των συσκευασιών πωλήσεως, οι παραγωγοί και οι διανομείς υποχρεούνται, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, του διατάγματος για τις συσκευασίες, να δέχονται δωρεάν από τους τελικούς καταναλωτές τις χρησιμοποιημένες συσκευασίες πωλήσεως, στο σημείο πωλήσεως ή σε άμεσα γειτνιάζοντα τόπο, και να φροντίζουν για την αξιοποίησή τους. Το σύστημα αυτό λέγεται «ατομικό σύστημα διαθέσεως». Στο πλαίσιο του εν λόγω συστήματος, ο διανομέας οφείλει, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του διατάγματος, να ενημερώνει τον τελικό καταναλωτή για τη δυνατότητα επιστροφής της συσκευασίας με την ανάρτηση πίνακα ευχερώς αντιληπτού και ευανάγνωστου.

    14.

    Κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του διατάγματος για τις συσκευασίες, οι παραγωγοί και οι διανομείς έχουν επίσης τη δυνατότητα να προσχωρήσουν σε σύστημα το οποίο διασφαλίζει στο σύνολο του γεωγραφικού τομέα πωλήσεων του διανομέα την τακτική αποκομιδή των χρησιμοποιημένων συσκευασιών πωλήσεως από την κατοικία ή από χώρους κοντινούς στην κατοικία του τελικού καταναλωτή προκειμένου να αξιοποιηθούν. Το σύστημα αυτό λέγεται «συλλογικό σύστημα». Κατά το σημείο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος I του άρθρου 6 του διατάγματος, οι παραγωγοί και οι διανομείς οφείλουν να γνωστοποιούν τη συμμετοχή τους σε συλλογικό σύστημα με επίθεση σχετικής ένδειξης στη συσκευασία ή με άλλο κατάλληλο τρόπο. Μπορούν επίσης να κάνουν μνεία της συμμετοχής αυτής στις συσκευασίες ή να χρησιμοποιούν άλλα μέτρα, όπως, για παράδειγμα, ενημέρωση της πελατείας στον τόπο πωλήσεως ή με φύλλο οδηγιών ενσωματωμένο στη συσκευασία. Οι παραγωγοί και οι διανομείς που επιλέγουν να προσχωρήσουν σε ένα συλλογικό σύστημα απαλλάσσονται από την υποχρέωσή τους προς ανάληψη και αξιοποίηση όλων των συσκευασιών που καλύπτονται από το σύστημα αυτό.

    15.

    Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 3, ενδέκατο εδάφιο, του διατάγματος για τις συσκευασίες, τα συλλογικά συστήματα πρέπει να εγκρίνονται από τις αρμόδιες αρχές των οικείων ομόσπονδων κρατών. Για να εγκρίνονται, τα συστήματα αυτά πρέπει, ειδικότερα, να καλύπτουν το έδαφος τουλάχιστον ενός ομόσπονδου κράτους, να πραγματοποιούν τακτική αποκομιδή από χώρο πλησίον της κατοικίας των καταναλωτών και να έχουν υπογράψει συμφωνίες με τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως που διαχειρίζονται τα απορρίμματα. Κάθε επιχείρηση που πληροί τις προϋποθέσεις αυτές εντός ενός ομόσπονδου κράτους μπορεί να οργανώσει σ’ αυτό εγκεκριμένο συλλογικό σύστημα.

    16.

    Για την πλήρη εκπλήρωση της υποχρεώσεώς τους για ανάληψη και αξιοποίηση των χρησιμοποιημένων συσκευασιών πωλήσεως, οι παραγωγοί και οι διανομείς, όποιο σύστημα και αν επιλέξουν, οφείλουν να συμπληρώνουν τα ποσοστά αξιοποιήσεως που προβλέπονται στο παράρτημα Ι του άρθρου 6 του διατάγματος για τις συσκευασίες, τα οποία ποικίλλουν ανάλογα με το υλικό της συσκευασίας. Η συμπλήρωση των ποσοστών αυτών αποδεικνύεται, στην περίπτωση των ατομικών συστημάτων διαθέσεως, με βεβαιώσεις που χορηγούνται από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες και, στην περίπτωση των συλλογικών συστημάτων, με την παροχή επαληθευσίμων στοιχείων σχετικά με τις συλλεγείσες και αξιοποιηθείσες ποσότητες συσκευασιών.

    17.

    Εξάλλου, το άρθρο 6, παράγραφος 1, ένατο εδάφιο, του διατάγματος για τις συσκευασίες ορίζει ότι, αν ένας διανομέας δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του αναλήψεως και αξιοποιήσεως μέσω ατομικού συστήματος διαθέσεως, οφείλει να την εκπληρώσει μέσω συλλογικού συστήματος.

    Γ — Το συλλογικό σύστημα της DSD, η σύμβαση περί χρησιμοποιήσεως του λογοτύπου και η σύμβαση παροχής υπηρεσιών

    18.

    Η DSD είναι εταιρεία η οποία εκμεταλλεύεται, από το 1991, ένα συλλογικό σύστημα καλύπτον το σύνολο της γερμανικής επικράτειας (στο εξής: σύστημα DSD). Προς τούτο, η DSD έλαβε το 1993 την έγκριση των αρμοδίων αρχών όλων των ομοσπόνδων κρατών.

    19.

    Οι σχέσεις μεταξύ της DSD και των παραγωγών και διανομέων που προσχωρούν στο σύστημά της διέπονται από τυποποιημένη σύμβαση η οποία έχει ως αντικείμενο τη χρήση του λογοτύπου Der Grüne Punkt (στο εξής: σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου). Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της εν λόγω συμβάσεως, η προσχωρούσα επιχείρηση έχει το δικαίωμα, έναντι αμοιβής, να θέτει τον λογότυπο Der Grüne Punkt στις συσκευασίες πωλήσεως που περιλαμβάνονται στο σύστημα DSD.

    20.

    Η DSD εγγυάται στις συμβεβλημένες επιχειρήσεις ότι θα εξασφαλίζει την αποκομιδή, τη διαλογή και την αξιοποίηση των χρησιμοποιημένων συσκευασιών πωλήσεως που αποφασίζουν να υπαγάγουν στο σύστημα DSD οπότε τις απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις τους για ανάληψη και αξιοποίηση των εν λόγω συσκευασιών. Προς τούτο, οι συμβεβλημένες επιχειρήσεις υποχρεούνται να κοινοποιούν τα είδη συσκευασίας που επιθυμούν να διαθέσουν μέσω του συστήματος DSD και να επιθέτουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt σε κάθε συσκευασία που περιλαμβάνεται στα είδη αυτά και προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση στη Γερμανία.

    21.

    Οι παραγωγοί και οι διανομείς που χρησιμοποιούν τον λογότυπο Der Grüne Punkt καταβάλλουν στην DSD τέλος για όλες τις συσκευασίες που τον αναγράφουν και τις οποίες θέτουν σε κυκλοφορία στο γερμανικό έδαφος. Το ύψος του εν λόγω τέλους υπολογίζεται βάσει δύο ειδών στοιχείων, δηλαδή, αφενός, του βάρους της συσκευασίας και του είδους του χρησιμοποιηθέντος υλικού και, αφετέρου, του όγκου ή της επιφανείας της συσκευασίας. Τα τέλη προορίζονται αποκλειστικά για την κάλυψη του κόστους της αποκομιδής, της διαλογής και της αξιοποιήσεως, καθώς και των σχετικών διοικητικών εξόδων.

    22.

    Ο λογότυπος Der Grüne Punkt καταχωρίστηκε το 1991 στο γερμανικό γραφείο ευρεσιτεχνιών και σημάτων ως εμπορικό σήμα ανήκον στην DSD. Για τη χρήση του εκτός Γερμανίας, ιδίως στα άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η DSD παραχώρησε τα δικαιώματα χρήσεώς του, χορηγώντας της γενική άδεια, στην ProEurope (Packaging Recovery Organisation Europe SPRL), εταιρεία που εδρεύει στις Βρυξέλλες (Βέλγιο).

    23.

    Στο πλαίσιο του συστήματος DSD, οι συσκευασίες πωλήσεως που φέρουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt συλλέγονται είτε σε ειδικούς κάδους απορριμμάτων που διαφοροποιούνται αναλόγως του αν πρόκειται για μέταλλα, πλαστικά και σύνθετα υλικά είτε σε περιέκτες τοποθετούμενους κοντά στις κατοικίες (ιδίως προκειμένου για χαρτί και γυαλί), ενώ τα υπόλοιπα απορρίμματα ρίπτονται στους κάδους των δημοσίων οργανισμών αποκομιδής και διαθέσεως απορριμμάτων.

    24.

    Η DSD δεν συλλέγει ούτε αξιοποιεί η ίδια τις χρησιμοποιημένες συσκευασίες, αλλά αναθέτει την υπηρεσία αυτή με υπεργολαβία σε τοπικές επιχειρήσεις. Οι σχέσεις μεταξύ της DSD και των επιχειρήσεων αυτών διέπονται από μια τυποποιημένη σύμβαση (στο εξής: σύμβαση υπηρεσιών). Η DSD έχει συνάψει τέτοιες συμβάσεις με περισσότερες από 500 επιχειρήσεις.

    25.

    Η σύμβαση υπηρεσιών αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως 2001/835/ΕΚ της Επιτροπής, της 17ης Σεπτεμβρίου 2001, η οποία εκδόθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ ( 7 ). Με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Μαΐου 2007, Τ-289/01, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II-1691), απορρίφθηκε η προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω αποφάσεως που άσκησε η DSD.

    II — Τα πραγματικά περιστατικά

    26.

    Τα πραγματικά περιστατικά, όπως προκύπτουν από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    27.

    Στις 2 Σεπτεμβρίου 1992 η DSD κοινοποίησε στην Επιτροπή, εκτός του καταστατικού της, ορισμένο αριθμό συμφωνιών, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν η σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου και η σύμβαση υπηρεσιών, προκειμένου να λάβει αρνητική πιστοποίηση ή, ελλείψει αυτής, απόφαση περί απαλλαγής.

    28.

    Μετά τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, στις 23 Ιουλίου 1997 (ΕΕ C 100, σ. 4), της ανακοινώσεως σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 3, του κανονισμού 17, με την οποία η Επιτροπή γνωστοποίησε την πρόθεσή της να αξιολογήσει θετικά τις κοινοποιηθείσες συμφωνίες, η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις τρίτων ενδιαφερομένων που αφορούσαν, ιδίως, ζητήματα σχετικά με την εφαρμογή της συμβάσεως για τη χρήση του λογότυπου. Ειδικότερα, οι ενδιαφερόμενοι τρίτοι κατήγγειλαν πιθανή στρέβλωση του ανταγωνισμού οφειλόμενη στην καταβολή διπλού τέλους στην περίπτωση συμμετοχής στο σύστημα DSD και στο σύστημα άλλου παρέχοντος παρόμοιες υπηρεσίες.

    29.

    Στις 15 Οκτωβρίου 1998 η DSD υπέβαλε στην Επιτροπή σειρά δεσμεύσεων προκειμένου να αποφεύγεται οι παραγωγοί και οι διανομείς συσκευασιών που είναι συμβεβλημένοι με το σύστημα DSD να καταβάλλουν διπλό τέλος στην περίπτωση κατά την οποία συμμετέχουν σε άλλο συλλογικό σύστημα δραστηριοποιούμενο σε περιφερειακό επίπεδο.

    30.

    Η δέσμευση την οποία ανέλαβε η DSD ήταν η εξής ( 8 ):

    «Σε περίπτωση που συγκροτηθούν εναλλακτικά συστήματα περιφερειακής εμβελείας τα οποία θα ανταγωνίζονται το υφιστάμενο σύστημα “DSD” και τα οποία θα έχουν εγκριθεί επίσημα από τις αρμόδιες ανώτατες ομόσπονδες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 3, του διατάγματος για τις συσκευασίες, [η DSD] δέχεται να εφαρμόσει τη σύμβαση για τη χρήση του λογότυπου κατά τέτοιον τρόπο ώστε να παρέχεται στις επιχειρήσεις στις οποίες παραχωρείται η δυνατότητα να συμμετέχουν στα συστήματα αυτά με επιμέρους ποσότητες από τις συσκευασίες που διακινούν. Για τις συσκευασίες που αποδεδειγμένα εισάγονται σε ένα τέτοιο εναλλακτικό σύστημα [η DSD] δεν θα απαιτεί την πληρωμή τέλους εκμεταλλεύσεως βάσει της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου. Μία πρόσθετη προϋπόθεση για την απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής τέλους εκμεταλλεύσεως σε σχέση με τις συσκευασίες που φέρουν τον [λογότυπο] Der Grüne Punk είναι ότι δεν θα περιοριστεί η προστασία αυτού του λογοτύπου.»

    31.

    Στις 3 Νοεμβρίου 1999 η Επιτροπή θεώρησε ότι οι δεσμεύσεις αυτές που η DSD υπέβαλε στις 15 Οκτωβρίου 1998 και αφορούσαν μόνο τα συλλογικά συστήματα έπρεπε να καλύπτουν επίσης τα ατομικά συστήματα διαθέσεως που χρησιμοποιούνταν για μέρος των συσκευασιών πωλήσεως και όχι να περιορίζονται μόνο στα συλλογικά συστήματα.

    32.

    Στις 15 Νοεμβρίου 1999, ορισμένοι παραγωγοί συσκευασιών υπέβαλαν στην Επιτροπή καταγγελία. Υποστήριξαν ότι η σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου εμπόδιζε την εφαρμογή ατομικού συστήματος διαθέσεως των συσκευασιών. Θεώρησαν ότι η χρήση του λογοτύπου, παρά την απουσία πραγματικής παροχής υπηρεσιών αποκομιδής των απορριμμάτων από την DSD, συνιστούσε καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της DSD.

    33.

    Με επιστολή της 13ης Μαρτίου 2000, η DSD γνωστοποίησε στην Επιτροπή την ανάληψη δύο προσθέτων δεσμεύσεων. Η μία αφορούσε την περίπτωση κατά την οποία ένας παραγωγός ή διανομέας εφαρμόζει ατομικό σύστημα διαθέσεως για επιμέρους ποσότητες συσκευασιών πωλήσεως και μετέχει για τις υπόλοιπες ποσότητες στο σύστημα της DSD. Στην περίπτωση αυτή, η DSD δεσμευόταν να μην εισπράττει το τέλος εκμεταλλεύσεως με βάση τη σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου για το μέρος των συσκευασιών που ανακτώνται σύμφωνα με το ατομικό σύστημα διαθέσεως, υπό την προϋπόθεση ότι προσκομίζονται αποδείξεις για το δεύτερο αυτό είδος αποκομιδής. Οι αποδείξεις έπρεπε να προσκομίζονται σύμφωνα με τις απαιτήσεις που μνημονεύονται στο παράρτημα Ι, σημείο 2, του διατάγματος για τις συσκευασίες. Με την από 13 Μαρτίου 2000 επιστολή της, η DSD ανέφερε επίσης ότι δεν θεωρούσε αναγκαίο να τροποποιήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στις 15 Οκτωβρίου 1998 ( 9 ).

    34.

    Στις 3 Αυγούστου 2000 η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων στην DSD, η οποία απάντησε στην Επιτροπή με επιστολή της 9ης Οκτωβρίου 2000.

    35.

    Στις 20 Απριλίου 2001 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση κατά της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή ακυρώσεως.

    III — Η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής

    36.

    Η συλλογιστική της Επιτροπής εδράζεται, αφενός, στην ιδέα ότι ο παραγωγός ή ο διανομέας συσκευασιών έχει τη δυνατότητα να συνδυάσει διάφορα συστήματα προκειμένου να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει από το διάταγμα για τις συσκευασίες ( 10 ) και, αφετέρου, στο ότι η DSD κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, γεγονός που δεν αμφισβητείται από την ενδιαφερομένη. Πράγματι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της επίμαχης αποφάσεως, η DSD ήταν η μόνη επιχείρηση που διέθετε συλλογικό σύστημα καλύπτον το σύνολο της γερμανικής επικρατείας και το σύστημα DSD συνέλεγε περίπου 70% των συσκευασιών πωλήσεως στη Γερμανία.

    37.

    Ακολούθως, η νομική εκτίμηση της Επιτροπής διαιρείται σε δύο μέρη: το πρώτο μέρος αφιερώνεται στην ανάλυση της συμπεριφοράς της DSD υπό το φως του άρθρου 82 ΕΚ και το δεύτερο στην εξέταση των μέτρων που επιτρέπουν στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, να θέσει τέρμα στη διαπιστωθείσα καταχρηστική εκμετάλλευση.

    38.

    Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η ύπαρξη καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως της δεσπόζουσας θέσεως προκύπτει από το γεγονός ότι το τέλος που εισπράττει η DSD από τους προσχωρούντες στο σύστημα DSD παραγωγούς και διανομείς συσκευασιών δεν εξαρτάται από την πραγματική χρήση του συστήματος αυτού, αλλά υπολογίζεται με βάση τον αριθμό συσκευασιών που φέρουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt που οι ίδιοι παραγωγοί και διανομείς διακινούν στη Γερμανία, είτε οι συσκευασίες αξιοποιούνται από την DSD είτε όχι. Όμως, οι παραγωγοί και οι διανομείς οι οποίοι προσχωρούν στο σύστημα DSD οφείλουν, σύμφωνα με τη σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου, να επιθέτουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt σε όλες τις συσκευασίες που έχουν κοινοποιήσει στην DSD και προορίζονται για κατανάλωση στη Γερμανία.

    39.

    Η Επιτροπή επισημαίνει στο πλαίσιο αυτό ότι, στην πραγματικότητα, η DSD συνδέει την καταβολή του τέλους μόνο με την αναγραφή του λογοτύπου Der Grüne Punkt στις συσκευασίες, χωρίς να λαμβάνει υπόψη αν οι φέρουσες τον λογότυπο αυτόν συσκευασίες θα αναληφθούν πράγματι από το σύστημα DSD, μολονότι στη σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου αναφέρεται ότι το τέλος χρησιμεύει μόνο για την κάλυψη του κόστους που αντιστοιχεί στη συλλογή, τη διαλογή και την αξιοποίηση των χρησιμοποιημένων συσκευασιών, καθώς και των συναφών διοικητικών εξόδων.

    40.

    Η Επιτροπή εξηγεί τη θέση της, περιγράφοντας στην προσβαλλόμενη απόφασή της τρεις διαφορετικές περιπτώσεις.

    41.

    Στην πρώτη περίπτωση, ο παραγωγός ή ο διανομέας αποφασίζει να προσχωρήσει στο σύστημα της DSD για μέρος των συσκευασιών του και σε ένα άλλο συλλογικό σύστημα για το υπόλοιπο των συσκευασιών. Παραδείγματος χάριν, μια επιχείρηση ενδέχεται να επιθυμεί να κάνει χρήση των υπηρεσιών ενός ανταγωνιστή της DSD στο έδαφος ενός μόνο Land [ομοσπόνδου κράτους], λόγω των συμφεροτέρων τιμών του εν λόγω ανταγωνιστή, και να συνεχίσει να εξυπηρετείται από την DSD για την υπόλοιπη γερμανική επικράτεια, όπου η DSD είναι η μοναδική επιλογή. Παρά ταύτα, στη περίπτωση αυτή, η σύμβαση με την DSD την υποχρεώνει να καταβάλλει τέλος στην DSD, καθόσον οι τιθέμενες σε κυκλοφορία στο εν λόγω Land συσκευασίες φέρουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt.

    42.

    Στη δεύτερη περίπτωση, η επιχείρηση αποφασίζει να συνδυάσει ένα ατομικό σύστημα διαθέσεως με το σύστημα DSD, όπως, παραδείγματος χάριν, στο πλαίσιο εκμεταλλεύσεως αλυσίδας ταχείας εστίασης. Πράγματι, στα εστιατόρια αυτού του είδους ο καταναλωτής μπορεί στις περισσότερες περιπτώσεις είτε να καταναλώσει επί τόπου τα πωλούμενα προϊόντα είτε να τα πάρει μαζί του, οπότε παίρνει και τις συσκευασίες. Στην περίπτωση αυτή, είναι απολύτως λογικό να αναλαμβάνει ο διανομέας τις χρησιμοποιημένες συσκευασίες τις οποίες του επιστρέφει ο καταναλωτής, στο σημείο πωλήσεως ή σε άμεσα γειτνιάζοντα χώρο (παραδείγματος χάριν, σε ειδικούς κάδους που έχουν τοποθετηθεί στο εξωτερικό του εστιατορίου), στο πλαίσιο ατομικού συστήματος διαθέσεως. Για τις συσκευασίες τις οποίες παίρνει μαζί του ο καταναλωτής, και οι οποίες, συνεπώς, θα ριφθούν μακριά από το σημείο πωλήσεως, ο διανομέας κάνει χρήση του συλλογικού συστήματος DSD.

    43.

    Στην τρίτη περίπτωση, ο παραγωγός ή ο διανομέας θέτει τις συσκευασίες σε κυκλοφορία στη γερμανική αγορά αλλά και στις αγορές άλλων κρατών μελών. Για τις συσκευασίες που διανέμει στο έδαφος των άλλων κρατών μελών, ο παραγωγός ή διανομέας προσχωρεί σε συλλογικό σύστημα το οποίο χρησιμοποιεί τον λογότυπο Der Grüne Punkt. Αυτό μπορεί να συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, στην περίπτωση συσκευασιών οι οποίες έχουν τεθεί σε κυκλοφορία στην αγορά του Λουξεμβούργου και οι οποίες, σύμφωνα με τη βούληση της επιχειρήσεως που τις θέτει στην αγορά, αναλαμβάνονται από το σύστημα Valorlux. Ωστόσο, για διαφόρους λόγους, η ίδια αυτή επιχείρηση δεν επιθυμεί να προσχωρήσει στο σύστημα DSD για την ανάληψη και την αξιοποίηση των συσκευασιών που διαθέτει εντός του γερμανικού εδάφους. Ας υποθέσουμε ότι η εν λόγω επιχείρηση παράγει πλαστικά φιαλίδια τα οποία διανέμει στο έδαφος του Λουξεμβούργου και σε ένα Land στο γερμανικό έδαφος. Προσχωρεί, στο Λουξεμβούργο, στο σύστημα Valorlux, ενώ στο γερμανικό Land οργανώνει, παραδείγματος χάριν, ατομικό σύστημα διαθέσεως για την ανάκτηση και της αξιοποίηση των συσκευασιών.

    44.

    Και στις τρεις αυτές υποθετικές περιπτώσεις, η συμπεριφορά της DSD είναι, κατά την Επιτροπή, σαφώς καταχρηστική, αφού σκοπό έχει να επιβάλλει στις προσχωρούσες επιχειρήσεις αδικαιολόγητα υψηλές τιμές και να εμποδίζει την είσοδο ανταγωνιστών στην οικεία γερμανική αγορά.

    45.

    Πράγματι, σε καθεμιά από τις περιπτώσεις που μόλις περιέγραψα, ο παραγωγός ή ο διανομέας συσκευασιών αντιμετωπίζει το ίδιο πρόβλημα που συνίσταται στο ότι, για το ίδιο είδος συσκευασίας που διακινεί στη γερμανική αγορά, υποχρεούται να καταβάλλει διπλό τέλος, ακόμη και αν συμμετέχει στο σύστημα DSD μόνο στο έδαφος άλλου κράτους μέλους και καθόλου ή μόνο εν μέρει ως προς τις συσκευασίες του που διακινούνται στο γερμανικό έδαφος. Ο παραγωγός ή ο διανομέας υποχρεούται, πράγματι, να επιθέτει τον λογότυπο Der Grüne Punkt σε όλες τις συσκευασίες του και, επομένως, να καταβάλλει το τέλος για κάθε συσκευασία επί της οποίας θέτει τον εν λόγω λογότυπο.

    46.

    Η επιλεκτική επισήμανση, που προτάθηκε ως λύση αλλά απορρίφθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό, θα σήμαινε ότι ο λογότυπος Der Grüne Punkt θα ετίθετο μόνο στις συσκευασίες που αναλαμβάνονται από το σύστημα DSD και θα υποχρέωνε τον παραγωγό ή τον διανομέα να δημιουργήσει δύο διαφορετικές γραμμές παραγωγής για την ίδια συσκευασία, η μία εκ των οποίων θα χρησιμοποιούνταν μόνο για τις συσκευασίες που θα έφεραν τον λογότυπο Der Grüne Punkt. Η μέθοδος αυτή θα συνεπαγόταν, κατά την Επιτροπή, σημαντικό πρόσθετο κόστος για τον παραγωγό ή τον διανομέα των εν λόγω συσκευασιών.

    47.

    Συνεχίζοντας την ανάλυσή της, η Επιτροπή εκτιμά ότι το να τίθεται ο λογότυπος επί όλων των συσκευασιών, ακολούθως δε να επικαλύπτεται εφόσον πρόκειται για συσκευασίες που προορίζονται για διάθεση σε συνοικιακά σούπερ μάρκετ ή σε πολυκαταστήματα, που χρησιμοποιούν ατομικά συστήματα διαθέσεως ή συλλογικό σύστημα ανταγωνιστρίας επιχειρήσεως, έτσι ώστε να διακρίνονται από τις συσκευασίες που αναλαμβάνονται από το σύστημα DSD, θα συνεπαγόταν πρόσθετο κόστος για τον παραγωγό ή τον διανομέα.

    48.

    Επίσης, κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι η συμπεριφορά του καταναλωτή δεν μπορεί να προβλεφθεί, αφού ο τελευταίος μπορεί να αποφασίσει είτε να επιστρέψει τη συσκευασία στο σημείο πωλήσεως είτε να την αποθέσει σε έναν κάδο, η διαδρομή της συσκευασίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί εκ των προτέρων. Επομένως, μία φιάλη η οποία φέρει τον λογότυπο Der Grüne Punkt μπορεί να βρεθεί σε κάδο που δεν ανήκει στη DSD. Ο παραγωγός ή ο διανομέας δεν έχει τα οργανωτικά και υλικά μέσα που απαιτούνται για να παρακολουθήσει την πορεία μιας χρησιμοποιημένης συσκευασίας και να εξασφαλίσει ότι θα αποτεθεί στο κατάλληλο μέρος.

    49.

    Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το γεγονός ότι η καταβολή του τέλους συνδέεται με την επίθεση του λογοτύπου Der Grüne Punkt στις συσκευασίες υποχρεώνει τις επιχειρήσεις που υπάγονται στο σύστημα DSD για μέρος μόνο των συσκευασιών τους είτε να διαθέτουν χωριστές γραμμές παραγωγής και κυκλώματα διανομής, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται με πρόσθετα έξοδα, είτε να καταβάλλουν τέλη για μια υπηρεσία την οποία δεν τους παρέχει η DSD. Συνεπώς, η DSD επιβάλλει συμβατικούς όρους που δεν είναι δίκαιοι.

    50.

    Τέλος, κατά την Επιτροπή, η ίδια η φύση του μηχανισμού, σύμφωνα με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα που έχει υιοθετήσει η DSD, δεν μπορεί παρά να αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα DSD να καταφεύγουν στις υπηρεσίες άλλων ανταγωνιστριών επιχειρήσεων, λόγω του προσθέτου κόστους που θα καλούνταν αυτομάτως να επωμισθούν. Επομένως, συντρέχει περίπτωση παρεμποδίσεως της εισόδου ανταγωνιστικών επιχειρήσεων στην οικεία αγορά. Πράγματι, αν οι εν λόγω επιχειρήσεις παραγωγής και διανομής αποφάσιζαν να κάνουν χρήση των υπηρεσιών της DSD και ενός άλλου συστήματος διαθέσεως των συσκευασιών, θα έπρεπε να καταβάλλουν, για το μέρος των συσκευασιών τη διάθεση των οποίων θα ανέθεταν στην ανταγωνίστρια της DSD, διπλό τέλος, ήτοι το τέλος υπέρ της DSD για την επίθεση του λογοτύπου, και το τέλος υπέρ της ανταγωνίστριας επιχειρήσεως για την πραγματική συλλογή, τη διαλογή και την αξιοποίηση των εν λόγω συσκευασιών.

    51.

    Με βάση το σύνολο των στοιχείων αυτών, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η DSD έκανε καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, τόσο έναντι των πελατών της όσο και έναντι των ανταγωνιστών της.

    52.

    Η Επιτροπή επισημαίνει στη συνέχεια, στις αιτιολογικές σκέψεις 136 έως 153 της προσβαλλομένης αποφάσεώς της, ότι η διαπίστωση της υπάρξεως καταχρήσεως δεν αίρεται από την ανάγκη να προστατευθεί η διακριτική λειτουργία του σήματος Der Grüne Punkt. Όπως αναφέρει στην αιτιολογική σκέψη 145 της εν λόγω αποφάσεως, η ουσιώδης λειτουργία του σήματος εκπληρώνεται εφόσον με το εν λόγω σήμα επισημαίνεται στον καταναλωτή ότι έχει τη δυνατότητα να κάνει χρήση του συστήματος DSD για τη διάθεση της συσκευασίας που φέρει το εν λόγω σήμα.

    53.

    Κατόπιν της αναλύσεως αυτής, η Επιτροπή αποφάσισε τα εξής:

    «Άρθρο 1

    Η συμπεριφορά της [DSD] που συνίσταται στο να ζητά, […] την καταβολή τελών αδείας χρήσεως του σήματος για το σύνολο των συσκευασιών πωλήσεως που φέρουν το σήμα [Der Grüne Punkt] και κυκλοφορούν στην αγορά της Γερμανίας δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, όταν οι επιχειρήσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του διατάγματος για τις συσκευασίες:

    α)

    προσφεύγουν στις υπηρεσίες απαλλαγής της DSD, σύμφωνα με το άρθρο 2 της σύμβασης για τη χρήση του σήματος, για μέρος μόνον των ποσοτήτων συσκευασιών ή δεν κάνουν καθόλου χρήση αυτών των υπηρεσιών, θέτουν όμως σε κυκλοφορία στη Γερμανία ομοιόμορφη συσκευασία η οποία κυκλοφορεί και σε άλλες χώρες μέλη του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και συμμετέχουν σε σύστημα αναλήψεως που χρησιμοποιεί το σήμα [Der Grüne Punkt] και

    β)

    αποδεικνύουν ότι, ως προς το σύνολο ή το μέρος της ποσότητας συσκευασιών για τις οποίες δεν χρησιμοποιούν την υπηρεσία απαλλαγής, πληρούν τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει του διατάγματος για τις συσκευασίες χρησιμοποιώντας ανταγωνιστικά συστήματα απαλλαγής ή συστήματα ίδιας διάθεσης.

    […]»

    54.

    Αφού διαπιστώνει την ύπαρξη καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως, η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής προσδιορίζει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, τον τρόπο με τον οποίο η DSD οφείλει να παύσει τη διαπιστωθείσα παράβαση. Το κυριότερο από τα μέτρα αυτά περιγράφεται στο άρθρο 3 της αποφάσεως:

    «Η DSD αναλαμβάνει έναντι όλων των αντισυμβαλλομένων στη σύμβαση για τη χρήση του σήματος την υποχρέωση να μην χρεώνει τέλη αδείας για μέρος των ποσοτήτων συσκευασιών πωλήσεως που φέρουν το σήμα [Der Grüne Punkt] και κυκλοφορούν στην αγορά της Γερμανίας, για τις οποίες δεν χρησιμοποιείται η υπηρεσία απαλλαγής στην οποία αναφέρεται το άρθρο 2 της σύμβασης για τη χρήση του σήματος και ως προς τις οποίες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το διάταγμα για τις συσκευασίες εκπληρώνονται αποδεδειγμένα κατ’ άλλον τρόπο. […]»

    IV — Η προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

    55.

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Ιουλίου 2001, η DSD άσκησε προσφυγή για την ακύρωση της επίμαχης αποφάσεως της Επιτροπής.

    56.

    Η DSD υπέβαλε επίσης αίτηση αναστολής εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως. Με διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 2001, Τ-151/01 R, Duales System Deutschland κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-3295), ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση αυτή.

    57.

    Με διάταξη της 5ης Νοεμβρίου 2001, το Πρωτοδικείο επέτρεψε στις εταιρείες Vfw AG (στο εξής: Vfw), Landbell AG für Rückhol-Systeme (στο εξής: Landbell) και BellandVision GmbH (στο εξής: BellandVision) να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

    58.

    Η έγγραφη διαδικασία ολοκληρώθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 2002.

    59.

    Στις 19 Ιουνίου 2006, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, απηύθυνε στους διαδίκους σειρά ερωτήσεων. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 11 και 12 Ιουλίου 2006.

    60.

    Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή.

    61.

    Στην προσφυγή προβάλλονταν τρεις λόγοι ακυρώσεως, ήτοι, πρώτον, παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ, δεύτερον, παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 17 και της αρχής της αναλογικότητας και, τρίτον, παράβαση του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ.

    62.

    Το Πρωτοδικείο απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως ως αβάσιμο.

    63.

    Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, η προσφεύγουσα υποστήριξε, κυρίως, ότι, σε αντίθεση με τα εκτιθέμενα στην προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής, η απόκτηση υποχρεωτικής αδείας εκμεταλλεύσεως του σήματός της Der Grüne Punkt δεν ήταν σε καμία περίπτωση αναγκαία για να μπορεί ένας παραγωγός ή διανομέας να συμμετάσχει σε σύστημα ανταγωνιστικό του συστήματος DSD. Επομένως, κατά την DSD, ήταν δυνατή η επιλεκτική επισήμανση των συσκευασιών, η οποία θα επέτρεπε να αποτίθενται στις εγκαταστάσεις του συστήματος DSD μόνο οι συσκευασίες που φέρουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt.

    64.

    Η προσφεύγουσα υποστήριξε, επίσης, ότι οι επίμαχες ρήτρες της συμβάσεως χρήσεως του σήματος ήσαν αναγκαίες για να εξασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων του διατάγματος για τις συσκευασίες, να προστατευθούν οι διάφορες λειτουργίες του σήματος Der Grüne Punkt και να καταστεί δυνατή η εύρυθμη λειτουργία του συστήματος DSD.

    65.

    Αφού δέχθηκε, στη σκέψη 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι είναι δυνατόν για τον παραγωγό ή τον διανομέα συσκευασιών να προσφύγει σε μικτά συστήματα προκειμένου να συμμορφωθεί με τα ποσοστά αξιοποιήσεως που καθορίζει το διάταγμα, το Πρωτοδικείο εξέθεσε, στις σκέψεις 142 έως 163 της αποφάσεώς του, για ποιους λόγους θεωρούσε ότι η DSD ήταν υπεύθυνη καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως της δεσπόζουσας θέσεώς της. Το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι η λύση της επιλεκτικής επισημάνσεως δεν επιβάλλεται από το διάταγμα για τις συσκευασίες ούτε επιτρέπει να παύσει η διαπιστωθείσα με την προσβαλλόμενη απόφαση καταχρηστική εκμετάλλευση. Στη συνέχεια, επισήμανε, στη σκέψη 150 της αποφάσεώς του, ότι η αποκλειστικότητα την οποία διεκδικούσε η προσφεύγουσα δεν επιβάλλεται από το διάταγμα σε περίπτωση προσφυγής στα μικτά συστήματα και διευκρίνισε ότι ο λογότυπος δεν έχει τη σημασία που του προσδίδει η προσφεύγουσα.

    66.

    Εξάλλου, το Πρωτοδικείο δέχθηκε, στη σκέψη 156 της αποφάσεώς του, ότι «το γεγονός ότι ο λογότυπος Der Grüne Punkt και η ένδειξη ενός “πρόσφορου μέσου” που υποδεικνύει άλλο συλλογικό σύστημα […] εμφαίνονται στην ίδια συσκευασία, σε περίπτωση από κοινού χρήσεως των δύο συλλογικών συστημάτων, και το γεγονός ότι φαίνεται στην ίδια συσκευασία ο λογότυπος Der Grüne Punkt και η ένδειξη της δυνατότητας επιστροφής στο κατάστημα, σε περίπτωση από κοινού χρήσεως του συστήματος DSD και άλλου συστήματος ίδιας διάθεσης, προδήλως δεν επηρεάζουν την ουσιώδη λειτουργία του σήματος της DSD».

    67.

    Το Πρωτοδικείο κατέληξε, στη σκέψη 164 της αποφάσεώς του, στο συμπέρασμα ότι «ούτε το διάταγμα για τις συσκευασίες ούτε το δίκαιο περί σημάτων, ούτε οι ίδιες οι ανάγκες καλής λειτουργίας του συστήματος DSD επιτρέπουν στην προσφεύγουσα να απαιτεί από τις επιχειρήσεις που προσφεύγουν στο σύστημά της την καταβολή τέλους εκμεταλλεύσεως για το σύνολο των συσκευασιών που διατίθενται στην αγορά στη Γερμανία με τον λογότυπο Der Grüne Punkt, όταν οι επιχειρήσεις αυτές αποδεικνύουν ότι δεν προσφεύγουν στο σύστημα DSD για μέρος ή για το σύνολο των συσκευασιών αυτών».

    68.

    Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφασή της δεν πληρούσαν τους όρους που επιβάλλει το άρθρο 3 του κανονισμού 17.

    69.

    Ισχυρίστηκε, ιδίως, ότι η επιλεκτική σήμανση των συσκευασιών ανάλογα με το χρησιμοποιούμενο σύστημα είναι περισσότερο πρόσφορη από την υποχρέωση που επιβλήθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση. Υποστήριξε, επίσης, ότι τα διατασσόμενα στα άρθρα 3 και 4, παράγραφος 2, της επίδικης αποφάσεως μέτρα ήσαν δυσανάλογα, καθότι την υποχρέωναν να παρέχει στους τρίτους άδεια χρήσεως του σήματος Der Grüne Punkt. Εξάλλου, ισχυρίστηκε ότι η επίδικη απόφαση την υποχρέωνε να μην εισπράττει τέλος για την απλή χρησιμοποίηση του εν λόγω λογοτύπου, εφόσον αποδεικνυόταν ότι οι απορρέουσες από το διάταγμα για τις συσκευασίες υποχρεώσεις εκπληρώνονταν με κάποιον άλλο τρόπο.

    70.

    Το Πρωτοδικείο απέρριψε τον λόγο αυτόν. Δέχθηκε, στη σκέψη 173 της αποφάσεώς του, ότι «το γεγονός ότι είναι θεωρητικά δυνατό να επικολλάται επιλεκτικά ο λογότυπος στις συσκευασίες δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την ακύρωση των προαναφερόμενων μέτρων, δεδομένου ότι η λύση αυτή είναι περισσότερο δαπανηρή και δυσχερής στην εφαρμογή για τους παραγωγούς και τους διανομείς συσκευασιών από ό,τι τα μέτρα που καθορίζονται στα άρθρα 3 έως 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία αποβλέπουν μόνο στον περιορισμό της αμοιβής της υπηρεσίας που προτείνει η DSD στην υπηρεσία που όντως παρασχέθηκε με το σύστημά της».

    71.

    Το Πρωτοδικείο επισήμανε, επίσης, στη σκέψη 181 της αποφάσεώς του, ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονταν με την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής δεν είχαν ως σκοπό να υποχρεώσουν την DSD να παραχωρήσει άδεια χωρίς χρονικό περιορισμό για τη χρήση του σήματος Der Grüne Punkt, αλλά μόνο να μην εισπράττει τέλη εκμεταλλεύσεως για το σύνολο των συσκευασιών που φέρουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt, όταν αποδεικνύεται ότι το σύνολο ή μέρος των συσκευασιών αυτών αναλαμβάνεται και αξιοποιείται μέσω άλλου συστήματος.

    72.

    Απαντώντας στο επιχείρημα της προσφεύγουσας σύμφωνα με το οποίο η τελευταία θα έπρεπε να μπορεί να εισπράττει το προσήκον τέλος για την χρησιμοποίηση του σήματος και μόνο, το Πρωτοδικείο ανέφερε, στη σκέψη 196 της αποφάσεώς του, ότι η απόφαση της Επιτροπής έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν απέκλειε τη δυνατότητα για την DSD να εισπράττει το κατάλληλο τέλος για τη χρησιμοποίηση και μόνο του σήματος, όταν αποδεικνύεται ότι η συσκευασία που φέρει τον λογότυπο Der Grüne Punkt έχει αναληφθεί και ανακυκλωθεί μέσω άλλου συστήματος.

    73.

    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι σε καμία περίπτωση δεν στοιχειοθετούνταν παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ, καθότι ήταν επιφορτισμένη με υπηρεσία αναγόμενη στο γενικό οικονομικό συμφέρον κατά την έννοια του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, δηλαδή με τη διαχείριση των απορριμμάτων για περιβαλλοντικούς σκοπούς.

    74.

    Το Πρωτοδικείο ανέφερε, στη σκέψη 208 της αποφάσεώς του, ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα είναι όντως επιφορτισμένη με τέτοια υπηρεσία, ωστόσο, ο κίνδυνος να αναιρεθεί η αποστολή αυτή λόγω της προσβαλλόμενης αποφάσεως δεν έχει αποδειχθεί. Το Πρωτοδικείο προσέθεσε, στη σκέψη 211 της αποφάσεώς του, ότι αφού η DSD δεν επικαλέσθηκε το ευεργέτημα του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, δεν μπορούσε να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε την απόφασή της επί του σημείου αυτού.

    75.

    Κατόπιν αυτού, το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα, στη σκέψη 213 της αποφάσεώς του, ότι η προσφυγή έπρεπε να απορριφθεί στο σύνολό της.

    V — Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

    76.

    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η DSD, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 8 Αυγούστου 2007, άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου.

    77.

    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 16 Νοεμβρίου 2007, η Interseroh Dienstleistungs GmbH (στο εξής: Interseroh), η οποία εκμεταλλεύεται από το 2006 συλλογικό σύστημα διαθέσεως απορριμμάτων καλύπτον το σύνολο του γερμανικού εδάφους, ζήτησε να παρέμβει στη διαδικασία προκειμένου να υποστηρίξει τις θέσεις της Επιτροπής. Με διάταξη της 21ης Φεβρουαρίου 2008, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου επέτρεψε την εν λόγω παρέμβαση.

    78.

    Η DSD ζητεί από το Δικαστήριο:

    να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Πρωτοδικείου,

    να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής,

    επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου, προκειμένου το τελευταίο να εκδώσει απόφαση σύμφωνη με την απόφαση του Δικαστηρίου,

    σε κάθε περίπτωση, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

    79.

    Η Επιτροπή, η Vfw, η Landbell, η BellandVision και η Interseroh ζητούν από το Δικαστήριο:

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και

    να καταδικάσει την DSD στα δικαστικά έξοδα.

    VI — Οι λόγοι αναιρέσεως και η νομική ανάλυση

    80.

    Στη συνέχεια, θα εξετάσω τους λόγους αναιρέσεως υπό το φως των σχετικών παρατηρήσεων.

    81.

    Η αναιρεσείουσα θεμελιώνει την προσφυγή της σε οκτώ λόγους.

    82.

    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παραβίασε την υποχρέωση αιτιολογήσεως προβαίνον σε αντιφατικές διαπιστώσεις όσον αφορά την καταγγελλόμενη καταχρηστική εκμετάλλευση.

    83.

    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η DSD υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου, δεχόμενο ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως, η αναιρεσείουσα χορηγεί άδεια χρήσεως του σήματος Der Grüne Punkt για συσκευασίες οι οποίες αναλαμβάνονται από συστήματα ανταγωνιστριών επιχειρήσεων.

    84.

    Η DSD υποστηρίζει, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ότι το Πρωτοδικείο, δεχόμενο ότι το σήμα Der Grüne Punkt δεν μπορεί να τύχει της διεκδικουμένης από την δικαιούχο αποκλειστικότητας, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεών του και παρερμήνευσε το διάταγμα για τις συσκευασίες.

    85.

    Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα επικαλείται παράβαση του κοινοτικού δικαίου περί σημάτων.

    86.

    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, η DSD υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 82 ΕΚ, αφενός, επειδή δέχθηκε, χωρίς να παράσχει επαρκή αιτιολογία και με τρόπο αντιφάσκοντα προς τα στοιχεία της δικογραφίας, ότι η αναιρεσείουσα έκανε κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσεώς της χορηγώντας άδειες χρήσεως του σήματος Der Grüne Punkt για τις συσκευασίες που δεν διατίθενται μέσω του δικού της συστήματος και, αφετέρου, επειδή δεν τήρησε τους όρους στους οποίους υπόκειται η χορήγηση υποχρεωτικής αδείας.

    87.

    Στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 3 του κανονισμού 17 και την αρχή της αναλογικότητας, καθότι την υποχρέωσε να χορηγήσει άδειες σε επιχειρήσεις, οι συσκευασίες των οποίων δεν αναλαμβάνονται από το δικό της σύστημα, και καθότι της στέρησε το δικαίωμα να θέτει επεξηγηματική σημείωση στις συσκευασίες που φέρουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt και δεν αξιοποιούνται μέσω του συστήματος DSD.

    88.

    Στο πλαίσιο του εβδόμου λόγου, η DSD επικαλείται διαδικαστική πλημμέλεια, καθόσον το Πρωτοδικείο υποκατέστησε με τη δική του αιτιολογία εκείνη της Επιτροπής.

    89.

    Τέλος, ο όγδοος λόγος αναιρέσεως αφορά το ότι, κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο παραβίασε το δικαίωμά της για εκδίκαση της υποθέσεώς της εντός εύλογης προθεσμίας.

    Α — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως ο οποίος ερείδεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως δια της υιοθετήσεως αντιφατικών αιτιολογιών

    90.

    Με τον πρώτο αυτό λόγο, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι προέβη σε αντιφατικές διαπιστώσεις όσον αφορά την υποτιθέμενη καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεώς της και ότι, κατά συνέπεια, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεώς του.

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    91.

    Κατά την αναιρεσείουσα, η αντίφαση συνίσταται στο ότι, αφενός, όπως προκύπτει από την ανάλυση του Πρωτοδικείου, και ιδίως από τις σκέψεις 48, 50, 58, 60, 119, 163 και 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η DSD υποχρεώνει τις επιχειρήσεις που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα DSD να καταβάλλουν τέλος για τις συσκευασίες πωλήσεως που δεν έχουν αναληφθεί από το σύστημα DSD και, αφετέρου, το Πρωτοδικείο δέχθηκε, στη σκέψη 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι το σήμα Der Grüne Punkt που έχει επικολληθεί στην εν λόγω συσκευασία μπορεί να έχει οικονομική αξία αυτό καθαυτό» και ότι «ακόμη και αν η συσκευασία αυτή δεν έχει όντως διατεθεί μέσω του συστήματος DSD και αποδεικνύεται ότι το ισοδύναμό της υλικό έχει συλλεγεί ή ανακυκλωθεί μέσω ανταγωνιστικού συστήματος, ωστόσο, το σήμα αφήνει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να διαθέσει τη συσκευασία αυτή μέσω του συστήματος DSD». Έτσι, συνεχίζει το Πρωτοδικείο, «[μ]ια τέτοια δυνατότητα που προσφέρεται στον καταναλωτή για όλες τις συσκευασίες που διακινούνται με τον λογότυπο Der Grüne Punkt […] μπορεί να έχει μια τιμή η οποία […] θα πρέπει να είναι δυνατό να καταβάλλεται στη DSD ως αντάλλαγμα για την προσφερόμενη εν προκειμένω παροχή, δηλαδή τη θέση του συστήματός της στη διάθεση των καταναλωτών».

    92.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος. Υπενθυμίζει ότι η είσπραξη του τέλους σκοπό έχει να καλύπτει τα έξοδα της συλλογής, της διαλογής και της αξιοποιήσεως, καθώς και τα διοικητικά έξοδα. Αντίθετα, το τέλος δεν αποτελεί αντιπαροχή για τη χρησιμοποίηση του σήματος. Επομένως, η απόφαση της Επιτροπής και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Πρωτοδικείου δεν αφορούν το ζήτημα της καταβολής τέλους για τη χρησιμοποίηση του σήματος. Το Πρωτοδικείο λογικά θα είχε κάνει τη διάκριση, στις σκέψεις 194 έως 196 της αποφάσεώς του, μεταξύ της καταχρήσεως εκ μέρους της νυν αναιρεσείουσας, αφενός, και της δυνατότητάς της να εισπράττει το προσήκον τέλος για τη χρησιμοποίηση του σήματος και μόνο, αφετέρου.

    93.

    Η Vfw, η Landbell και η BellandVision εκτιμούν, συμμεριζόμενες την άποψη της Επιτροπής, ότι δεν υπάρχουν αντιφάσεις. Το περιεχόμενο της σκέψεως 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν έχει καμία σχέση με τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου όσον αφορά την καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσεως. Αφορά μόνο το αν η επίθεση του λογοτύπου Der Grüne Punkt στις συσκευασίες μπορεί να έχει ένα τίμημα, ακόμη και όταν η DSD δεν παρέχει καμία υπηρεσία διαθέσεως των εν λόγω συσκευασιών.

    2. Εκτίμηση

    94.

    Όσον αφορά τον πρώτο λόγο, στο πλαίσιο του οποίου η νυν αναιρεσείουσα επικαλείται παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ, το Πρωτοδικείο εξέτασε, στις σκέψεις 86 έως 163 της αποφάσεώς του, αν η τότε προσφεύγουσα ήταν όντως υπεύθυνη καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως της δεσπόζουσας θέσεώς της στη γερμανική αγορά. Κατέληξε στο συμπέρασμα, στις σκέψεις 164 και 165 της αποφάσεως, ότι «ούτε το διάταγμα για τις συσκευασίες ούτε το δίκαιο περί σημάτων, ούτε οι ίδιες οι ανάγκες καλής λειτουργίας του συστήματος DSD επιτρέπουν στην προσφεύγουσα να απαιτεί από τις επιχειρήσεις που προσφεύγουν στο σύστημά της την καταβολή τέλους εκμεταλλεύσεως για το σύνολο των συσκευασιών που διατίθενται στην αγορά στη Γερμανία με τον λογότυπο Der Grüne Punkt, όταν οι επιχειρήσεις αυτές αποδεικνύουν ότι δεν προσφεύγουν στο σύστημα DSD για μέρος ή για το σύνολο των συσκευασιών αυτών». Κατόπιν αυτού, το Πρωτοδικείο απέρριψε τον πρώτο λόγο ακυρώσεως.

    95.

    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 191 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απεφάνθη, στο πλαίσιο εξετάσεως του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που αφορούσε την παράβαση του άρθρου 3 του κανονισμού 17 και την παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, επί του επιχειρήματος της τότε προσφεύγουσας σύμφωνα με το οποίο τα άρθρα 3 και 4 της αποφάσεως της Επιτροπής απαγόρευαν την είσπραξη τέλους για τη χρησιμοποίηση του σήματος και μόνο. Το Πρωτοδικείο εξήγησε, στις σκέψεις 194 έως 196 της αποφάσεώς του, για ποιους λόγους η DSD εδικαιούτο να εισπράττει το κατάλληλο τέλος για τη χρήση μόνον του σήματος, στις περιπτώσεις που θα αποδεικνυόταν ότι η συσκευασία που φέρει τον λογότυπο Der Grüne Punkt είχε αναληφθεί και αξιοποιηθεί μέσω άλλου συστήματος.

    96.

    Το Πρωτοδικείο δέχθηκε, στις σκέψεις 194 έως 196 της αποφάσεώς του, ότι ο λογότυπος Der Grüne Punkt μπορεί να έχει κάποια οικονομική αξία και ότι αυτό καθαυτό το γεγονός ότι ο λογότυπος επικολλάται στη συσκευασία «μπορεί να έχει μια τιμή».

    97.

    Κατά τη γνώμη μου, το Πρωτοδικείο δεν προέβη σε αντιφατικές διαπιστώσεις. Έκανε διάκριση ανάμεσα στο τέλος που καλύπτει μόνο τα συνδεόμενα με την πραγματική χρήση του συστήματος έξοδα, μόνο τέλος που αμφισβητείται εν προκειμένω, και στο προσήκον τέλος για τη χρήση του λογοτύπου Der Grüne Punkt και μόνο, το οποίο, δεδομένης της διαφορετικής φύσεώς του, αποτελεί απλώς ένα πιθανολογούμενο αποτέλεσμα στο πλαίσιο διαπραγματεύσεως, άσχετης και εντελώς ξένης προς τη διαφορά που υποβλήθηκε στο Πρωτοδικείο.

    98.

    Επομένως, με βάση τα παραπάνω στοιχεία, φρονώ ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Β — Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, στο πλαίσιο του οποίου υποστηρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου

    99.

    Προβάλλοντας το λόγο αυτό, η DSD προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παραμόρφωσε το περιεχόμενο της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου.

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    100.

    Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, η αναιρεσείουσα προβάλλει πλείονα επιχειρήματα.

    101.

    Πρώτον, κατά την DSD, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η εν λόγω επιχείρηση χορηγεί, στο πλαίσιο της συμβάσεως αυτής, μεμονωμένη άδεια για τη χρήση του λογοτύπου Der Grüne Punkt, ήτοι άδεια για την επίθεση του λογοτύπου επί των συσκευασιών πωλήσεως, η διάθεση των οποίων δεν χωρεί μέσω του συστήματος DSD. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα, καθόσον παραποίησε το περιεχόμενο της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου.

    102.

    Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς της από τους οποίους αποδεικνύεται ότι δεν παρέχει μεμονωμένη άδεια με το αντικείμενο αυτό και ότι η σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου παρέχει μόνο στις επιχειρήσεις που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα DSD το δικαίωμα να χρησιμοποιούν τον λογότυπο προκειμένου η DSD να αναλαμβάνει τις υποχρεώσεις συλλογής και αξιοποιήσεως που απορρέουν από το διάταγμα για τις συσκευασίες. Κατά συνέπεια, η DSD θεωρεί ότι, εφόσον η σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου παρέχει απλώς και μόνο δικαίωμα θέσεως του εν λόγω λογοτύπου επί των συσκευασιών, χάρη στην οποία καθίσταται δυνατή η ανάληψη των εν λόγω συσκευασιών από το δικό της σύστημα διαθέσεως, δεν υφίσταται δυσαναλογία μεταξύ της παροχής της και του καταβαλλομένου τέλους. Επομένως, δεν μπορεί να υφίσταται κατάχρηση.

    103.

    Δεύτερον, η DSD υποστηρίζει ότι η ερμηνεία της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου την οποία υιοθέτησε το Πρωτοδικείο αντιφάσκει προς τα στοιχεία της δικογραφίας. Ειδικότερα, από την αλληλογραφία που αντηλλάγη μεταξύ της DSD και της Επιτροπής στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας προκύπτει ότι η DSD δεν χορηγούσε μεμονωμένες άδειες αλλά ότι απλώς και μόνο αρνούνταν να ανεχθεί να τίθεται ο λογότυπος Der Grüne Punkt στις συσκευασίες που προορίζονταν για διάθεση μέσω συστημάτων ανταγωνιστριών της επιχειρήσεων.

    104.

    Τρίτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε για να καταλήξει στη διαπίστωση ότι η ίδια πρότεινε τη σύναψη ειδικών ατομικών αδειών. Ειδικότερα, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον συνήγαγε από την απόφαση του Oberlandesgericht Düsseldorf της 11ης Αυγούστου 1998, Hetzel, και από την απόφαση του Bundesgerichtshof της 15ης Μαρτίου 2001, Bäko, από τις καταγγελίες που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή, καθώς και από την αρχική τοποθέτηση της τότε προσφεύγουσας στο πλαίσιο εκδικάσεως της προσφυγής, ότι η DSD προσέφερε τη δυνατότητα συνάψεως μεμονωμένων αδειών.

    105.

    Η αναιρεσείουσα αναφέρεται, συγκεκριμένα, στη σκέψη 163 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, με την οποία αυτό έκρινε ότι «οι ίδιες οι ανάγκες λειτουργίας του συστήματος DSD δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, που χαρακτηρίζεται με τις αποφάσεις BäKo του Bundesgerichtshof και Hertzel του Oberlandesgericht του Düsseldorf, τις οποίες παραθέτει η Επιτροπή […], τις διάφορες καταγγελίες που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή […] και την άποψη που υπέβαλε αρχικά η DSD με την προσφυγή της […], που συνίστανται στο να απαιτείται η καταβολή τέλους εκμεταλλεύσεως για το σύνολο των συσκευασιών που διατίθενται στην αγορά στη Γερμανία με τον λογότυπο Der Grüne Punkt, ενώ αποδεικνύεται ότι ορισμένες από τις συσκευασίες αυτές έχουν αναληφθεί και ανακυκλωθεί από άλλο συλλογικό σύστημα ή σύστημα ίδιας διάθεσης».

    106.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η εκ μέρους της διαπίστωση υπάρξεως καταχρήσεως στηρίχθηκε αποκλειστικά στο καθεστώς καταβολής του τέλους που περιγράφεται στη σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου. Διευκρινίζει ότι η δυσαναλογία μεταξύ του ύψους του απαιτουμένου τέλους και της υπηρεσίας που παρέχεται πράγματι από την DSD έχει σχέση με τη χρησιμοποίηση του σήματος μόνο στο μέτρο που η DSD χρησιμοποιεί τον λογότυπο Der Grüne Punkt ως μέσο για να ασκεί οικονομική πίεση στις υπαγόμενες στο σύστημά της επιχειρήσεις.

    107.

    Η Vfw, η Landbell και η BellandVision εκτιμούν ότι ο λόγος αυτός προβάλλεται απαραδέκτως, καθότι η αίτηση αναιρέσεως της DSD δεν μπορεί παρά να θεμελιώνεται σε παράβαση εκ μέρους του Πρωτοδικείου νομικών διατάξεων και όχι σε δήθεν εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

    2. Εκτίμηση

    108.

    Όπως αντιλαμβάνομαι, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι συνήγαγε από τα στοιχεία της δικογραφίας και από τις προσκομισθείσες αποδείξεις ότι η DSD παρέχει άδεια χρήσεως του λογοτύπου Der Grüne Punkt στις υπαγόμενες στο σύστημά της επιχειρήσεις για συσκευασίες οι οποίες ούτε αναλαμβάνονται ούτε αξιοποιούνται μέσω του συστήματός της. Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να είχε θεωρήσει τη σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου ως σύμβαση συνδέουσα το τέλος με την παρεχόμενη υπηρεσία και μόνο.

    109.

    Φρονώ ότι η αναιρεσείουσα αντιλαμβάνεται εσφαλμένα τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου.

    110.

    Πράγματι, αφού εξέθεσε τα επιχειρήματα των διαδίκων, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε προκαταρκτικά, στη σκέψη 141 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «μόνον οι διατάξεις της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου που αφορούν το τέλος εκμεταλλεύσεως χαρακτηρίζονται καταχρηστικές με την προσβαλλόμενη απόφαση (δηλαδή το άρθρο 4, παράγραφος 1, και το άρθρο 5, παράγραφος 1, της συμβάσεως)». Το Πρωτοδικείο, στη συνέχεια, διευκρίνισε ότι «[μ]ε την προσβαλλόμενη απόφαση δεν επικρίνεται επομένως το γεγονός ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, της συμβάσεως επιβάλλει στον παραγωγό ή τον διανομέα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει το σύστημα DSD να επικολλά τον λογότυπο Der Grüne Punkt σε κάθε συσκευασία που κοινοποιείται και προορίζεται για εσωτερική κατανάλωση».

    111.

    Περιγράφοντας το νομικό πλαίσιο, το Πρωτοδικείο ανέφερε, στη σκέψη 17 της αποφάσεώς του, ότι το τέλος που καταβάλλεται από τις επιχειρήσεις που προσχωρούν στο σύστημα DSD προορίζεται αποκλειστικά, κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 2 και 3, της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου, για την κάλυψη του κόστους της αποκομιδής, της διαλογής και της ανακυκλώσεως, καθώς και των σχετικών διοικητικών εξόδων.

    112.

    Από τα ανωτέρω συνάγω ότι το Πρωτοδικείο προσδιόρισε με σαφήνεια, με βάση το περιεχόμενο της εν λόγω συμβάσεως, τις υποχρεώσεις της DSD καθώς και την αντιπαροχή που οφείλεται από τον παραγωγό ή τον διανομέα και καταβάλλεται με τη μορφή του επιδίκου τέλους. Αυτό που προσάπτεται στην DSD είναι η δυσαναλογία μεταξύ του εν λόγω τέλους που υποχρεούνται να καταβάλλουν οι υπαγόμενες στο σύστημα επιχειρήσεις και της πράγματι παρεχομένης υπηρεσίας, αφού, ακόμη και όταν ορισμένες συσκευασίες διατίθενται μέσω συστήματος ανταγωνιστρίας επιχειρήσεως, η DSD, με βάση τη σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου, επιβάλλει την καταβολή τέλους για τις συσκευασίες αυτές, τέλους το οποίο, επαναλαμβάνω, χρησιμεύει αποκλειστικά για την κάλυψη του κόστους της αποκομιδής, της διαλογής και της αξιοποιήσεως, καθώς και των διοικητικών εξόδων.

    113.

    Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, το Πρωτοδικείο δεν δέχθηκε ότι η σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου στην ουσία παρέχει άδεια χρήσεως του λογοτύπου Der Grüne Punkt στις υπαγόμενες στο σύστημα DSD επιχειρήσεις για τις συσκευασίες που δεν αναλαμβάνονται ούτε αξιοποιούνται μέσω του εν λόγω συστήματος.

    114.

    Όπως τόνισε η Επιτροπή, ο λογότυπος Der Grüne Punkt δεν έχει σχέση με τη σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου παρά μόνο στο βαθμό που ο λογότυπος αυτός χρησιμεύει ως μέσο αναγνωρίσεως της συσκευασίας. Η αναιρεσείουσα υποστήριξε το ίδιο ενώπιον του Πρωτοδικείου. Στη σκέψη 124 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε πράγματι τα επιχειρήματα της DSD κατά τα οποία «το σήμα Der Grüne Punkt επιτρέπει, συγχρόνως, να φαίνεται ποιες είναι οι συσκευασίες που διοχετεύονται στην DSD […] και να επισημαίνεται στον καταναλωτή αυτό που πρέπει να πράξει».

    115.

    Επομένως, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο εκκίνησε, ορθώς, από την ακόλουθη υπόθεση. Η σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου έχει ως σκοπό να απαλλάξει τις επιχειρήσεις που έχουν προσχωρήσει στο σύστημα DSD από την υποχρέωσή τους για ανάληψη και αξιοποίηση των συσκευασιών. Σε αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες αυτές, οι εν λόγω επιχειρήσεις υποχρεούνται να καταβάλλουν τέλος στην DSD για όλες τις κοινοποιούμενες συσκευασίες, ανεξαρτήτως του αν οι συσκευασίες αυτές αναλαμβάνονται όντως από το σύστημα DSD ή όχι, ο δε λογότυπος χρησιμεύει, στο πλαίσιο αυτό, για την αναγνώριση των κοινοποιηθεισών συσκευασιών.

    116.

    Επομένως, φρονώ ότι και ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Γ — Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ο οποίος ερείδεται στην έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας και στην παρερμηνεία του διατάγματος για τις συσκευασίες, σε σχέση με την απαγόρευση διεκδικήσεως αποκλειστικότητας επί του λογοτύπου Der Grüne Punkt

    117.

    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την εκτίμησή του ότι δεν μπορεί να της αναγνωριστεί δικαίωμα αποκλειστικότητας επί του σήματος Der Grüne Punkt και ότι, καταλήγοντας στο συμπέρασμα αυτό, παρερμήνευσε το διάταγμα για τις συσκευασίες και παραβίασε το δίκαιο περί εμπορικών σημάτων.

    118.

    Προς υποστήριξη του λόγου αυτού, η αναιρεσείουσα προβάλλει πλείονες ισχυρισμούς.

    119.

    Πρώτον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η DSD δεν μπορούσε να διεκδικήσει την αποκλειστικότητα επί του σήματος Der Grüne Punkt, βασιζόμενο μόνο στα διαμειφθέντα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και, κατά συνέπεια, δεν αιτιολόγησε επαρκώς την εκτίμησή του.

    120.

    Δεύτερον, η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι η θέση του Πρωτοδικείου κατά την οποία ο παραγωγός ή ο διανομέας συσκευασιών μεταβιβάζει στην DSD ποσότητα υλικού αντίκειται στις διατάξεις της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου, στις διατάξεις του διατάγματος για τις συσκευασίες καθώς και στην απορρέουσα από το δίκαιο περί εμπορικών σημάτων ανάγκη δυνατότητας αναγνωρίσεως των συσκευασιών που υπάγονται στο σύστημα DSD.

    121.

    Με τον τρίτο, τον τέταρτο και τον πέμπτο ισχυρισμό της, η DSD προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παρερμήνευσε το διάταγμα για τις συσκευασίες δεχόμενο, πρώτον, ότι μία συσκευασία μπορεί να υπάγεται συγχρόνως στο σύστημα DSD και σε άλλο συλλογικό σύστημα, δεύτερον, ότι ένας διανομέας που έχει προσχωρήσει σε ορισμένο συλλογικό σύστημα μπορεί, εκ των υστέρων, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του για ανάληψη και αξιοποίηση των συσκευασιών μέσω συστήματος ατομικής διαθέσεως και, τρίτον, ότι ένας διανομέας ο οποίος εκπληροί τις εν λόγω υποχρεώσεις με τη χρήση συστήματος ατομικής διαθέσεως μπορεί να προσχωρήσει, εκ των υστέρων, σε συλλογικό σύστημα.

    122.

    Έκτον, η DSD θεωρεί ότι η διαπίστωση του Πρωτοδικείου, κατά την οποία μπορεί να επικολλάται ο λογότυπος Der Grüne Punkt στις συσκευασίες που δεν διατίθενται μέσω του συστήματος DSD, στερεί από τον λογότυπο τη διακριτική του φύση και παραβιάζει κατάφωρα την αρχή περί διαφάνειας που εξαγγέλλεται στο διάταγμα για τις συσκευασίες.

    123.

    Τέλος, με τον έβδομο ισχυρισμό της, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η άρνηση του Πρωτοδικείου να της αναγνωρίσει την αποκλειστικότητα επί του λογοτύπου Der Grüne Punkt δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο περί εμπορικών σημάτων.

    1. Επί του πρώτου ισχυρισμού που αφορά την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    124.

    Η DSD θεωρεί ότι η διαπίστωση που περιέχεται στη σκέψη 161 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία δεν μπορεί να αναγνωριστεί η διεκδικούμενη αποκλειστικότητα επί του σήματος Der Grüne Punkt, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Η αναιρεσείουσα προσάπτει ιδίως στο Πρωτοδικείο ότι στηρίχθηκε στα όσα διαμείφθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ενώ, από το κείμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ή από τα πρακτικά της συζητήσεως, δεν είναι δυνατό να συναχθεί ποιο ήταν το αντικείμενο των λεχθέντων στο πλαίσιο αυτό.

    125.

    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εκτίμηση του Πρωτοδικείου σχετικά με τους αναγόμενους στο δίκαιο περί εμπορικών σημάτων λόγους που επικαλέστηκε στην απόφασή της δεν στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο στα στοιχεία που προβλήθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

    β) Εκτίμηση

    126.

    Συμφωνώ με την Επιτροπή ότι ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    127.

    Πράγματι, το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ανέφερε ότι τα στοιχεία που προέκυψαν από την κατ’ αντιμωλία συζήτηση που χώρησε στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου διαδικασίας τού επέτρεψαν να προβεί στην ακόλουθη διαπίστωση. «[Ο] παραγωγός ή ο διανομέας συσκευασιών δεν μεταβιβάζει στην DSD συγκεκριμένο αριθμό συσκευασιών προκειμένου να επικολληθεί σε αυτές ο λογότυπος Der Grüne Punkt, αλλά μάλλον ποσότητα υλικού που ο παραγωγός αυτός ή ο διανομέας αυτός θα διαθέσει στο εμπόριο στη Γερμανία και του οποίου την ανάληψη και την ανακύκλωση θα αναθέσει στο σύστημα DSD. Επομένως, είναι πιθανόν για τον παραγωγό ή τον διανομέα συσκευασιών να προσφύγει σε μικτά συστήματα προκειμένου να συμμορφωθεί με τα ποσοστά ανακυκλώσεως που καθορίζει το διάταγμα [για τις συσκευασίες]».

    128.

    Εκκινώντας από τη διαπίστωση αυτή, το Πρωτοδικείο εξέτασε τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας που στρέφονταν κατά της αναλύσεως που περιεχόταν στην προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής και, ιδίως, τους αναγόμενους στο δίκαιο των εμπορικών σημάτων ισχυρισμούς που προέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να δικαιολογήσει το περιεχόμενο της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου.

    129.

    Στις σκέψεις 103 έως 114 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε στα επιχειρήματα που προέβαλαν οι διάδικοι στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας και αφορούσαν το αν οι επίμαχες ρήτρες της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου μπορούσαν να δικαιολογηθούν με βάση το δίκαιο περί εμπορικών σημάτων.

    130.

    Κατόπιν, στη σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο ανέφερε ότι από την απόφαση του Kammergericht Berlin της 14ης Ιουνίου 1994 προκύπτει ότι «[το σήμα Der Grüne Punkt] “περιορίζεται στο να υποδηλώσει, για τη συγκεκριμένη υπηρεσία, ότι το προϊόν το οποίο φέρει το σήμα μπορεί να διατεθεί μέσω του συστήματος DSD” χωρίς να παρέχει ένδειξη ως προς την ποιότητα της προτεινόμενης υπηρεσίας». Το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι, «σε περίπτωση αναθέσεως μέρους των συσκευασιών σε ανταγωνιστή της DSD, ο καταναλωτής είναι ελεύθερος να αποφασίσει αν θα ανακυκλώσει τη συσκευασία μέσω του συστήματος DSD ή μέσω ανταγωνιστικού συστήματος».

    131.

    Το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα, στη σκέψη 157 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «εφόσον η λειτουργία του λογοτύπου Der Grüne Punkt είναι να εξακριβώνει τη δυνατότητα διαθέσεως της οικείας συσκευασίας μέσω του συστήματος DSD και ο λογότυπος αυτός μπορεί να επικολληθεί από κοινού με άλλα σημεία ή άλλους μηχανισμούς που επιτρέπουν να εξακριβώνεται άλλη δυνατότητα διαθέσεως μέσω ενός συστήματος [ατομικής] διάθεσης ή ανταγωνιστικού συλλογικού συστήματος, δεν μπορεί να προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά δυσανάλογη προσβολή του δικαιώματος επί του σήματος ή, σε κάθε περίπτωση, προσβολή η οποία δεν δικαιολογείται από την ανάγκη να αποφεύγεται καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ».

    132.

    Εξάλλου, το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 158 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απάντησε στο επιχείρημα της τότε προσφεύγουσας με το οποίο επικρινόταν η θέση που υιοθετήθηκε στην απόφαση της Επιτροπής και σύμφωνα με την οποία μπορεί να συναχθεί από την απόφαση του Kammergericht Berlin ότι η ουσιώδης αποστολή του λογοτύπου Der Grüne Punkt εκπληρώνεται εφόσον μεταφέρει στον καταναλωτή το μήνυμα ότι έχει τη δυνατότητα να διαθέσει τη συσκευασία μέσω του συστήματος DSD. Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το επιχείρημα αυτό δεν ασκεί επιρροή, επειδή «περιορίζεται στο να επισημάνει το ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η απόφαση […] χωρίς, ωστόσο, να αναιρεί το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή, ότι δηλαδή μπορούν να εμφαίνονται στη συσκευασία πλείονες ενδείξεις που πληροφορούν τον καταναλωτή ως προς τη συμπεριφορά που πρέπει να επιδείξει όσον αφορά τα διάφορα συστήματα που μπορούν να αναλάβουν και να ανακυκλώσουν την εν λόγω συσκευασία».

    133.

    Ακολούθως, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε στη σκέψη 159 της αποφάσεώς του, ότι τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων τα οποία επικαλείται η νυν αναιρεσείουσα και τα οποία, κατά τη γνώμη της, επιβεβαιώνουν τη διακριτική λειτουργία του σήματος, δεν αναιρούν τη συλλογιστική που εκτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής. Το Πρωτοδικείο επισήμανε στο πλαίσιο αυτό ότι «είναι λογικό ότι οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται τον λογότυπο Der Grüne Punkt που επικολλάται στη συσκευασία ως ένδειξη ότι αυτή μπορεί να αποτεθεί σε εγκαταστάσεις συλλογής που βρίσκονται πλησίον της κατοικίας τους. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να προσδιοριστούν οι αντιδράσεις αυτών των καταναλωτών ενώπιον συσκευασίας επί της οποίας έχουν επικολληθεί περισσότεροι λογότυποι που αντιπροσωπεύουν συλλογικά συστήματα. Όμως, η Επιτροπή και οι παρεμβαίνοντες διάδικοι αναφέρουν, συναφώς, αυτό που επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι δηλαδή οι εγκαταστάσεις συλλογής που χρησιμοποιούν τα συστήματα αυτά είναι γενικώς ίδιες και, τις περισσότερες φορές, ο καταναλωτής αποθέτει τις συσκευασίες στις εγκαταστάσεις αυτές ανάλογα με το χρησιμοποιηθέν υλικό και όχι ανάλογα με τον λογότυπο που φέρει η συσκευασία».

    134.

    Η προσφεύγουσα υποστήριξε επίσης ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι το γεγονός ότι επικολλάται το σήμα Der Grüne Punkt στη συσκευασία που διατίθεται μέσω ανταγωνιστικού συστήματος θίγει τη διακριτική λειτουργία του σήματος αυτού, αφού οι καταναλωτές παραπλανώνται σε όλες τις περιπτώσεις που περιγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής. Σε περίπτωση προσφυγής σε περισσότερα συστήματα, κατά την προσφεύγουσα, 48,4% περίπου των καταναλωτών δεν αντιλαμβάνονται τις αντιφατικές πληροφορίες που παρουσιάζονται, αφενός, με την ένδειξη της αναλήψεως στο κατάστημα και, αφετέρου, με την ένδειξη που εκφράζεται με τον λογότυπο Der Grüne Punkt για ανάληψη σε χώρο πλησίον της κατοικίας, μέσω του συστήματος DSD ( 11 ).

    135.

    Απαντώντας στο επιχείρημα αυτό, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 160 της αποφάσεώς του, ότι «το [εν λόγω] επιχείρημα σχετικά με την παραπλάνηση του κοινού στο οποίο απευθύνεται το σήμα, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει […], δεδομένου ότι η σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου αφορά μόνον τους χρήστες αυτού του λογοτύπου, δηλαδή τους παραγωγούς και τους διανομείς συσκευασιών οι οποίοι προσφεύγουν στο σύστημα DSD και όχι τους καταναλωτές».

    136.

    Το Πρωτοδικείο ολοκληρώνει την ανάλυσή του διευκρινίζοντας, στη σκέψη 161 της αποφάσεώς του, «ότι η αποδοχή της αποκλειστικότητας που διεκδικεί η προσφεύγουσα δεν θα είχε άλλο αποτέλεσμα παρά να εμποδίσει τους παραγωγούς και διανομείς συσκευασιών να προσφεύγουν σε μικτό σύστημα και να νομιμοποιήσει τη δυνατότητα, για την προσφεύγουσα, να αμείβεται για υπηρεσία την οποία, ωστόσο, οι ενδιαφερόμενοι απέδειξαν ότι δεν παρέσχε στην πραγματικότητα, αφού η εν λόγω υπηρεσία ανατέθηκε σε άλλο συλλογικό σύστημα ή σε σύστημα ίδιας διάθεσης σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που ορίζει το άρθρο 1 της [προσβαλλόμενης] αποφάσεως».

    137.

    Έχοντας υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία, θεωρώ ότι το σκεπτικό που περιέλαβε το Πρωτοδικείο στην απόφασή του για να θεμελιώσει τη διαπίστωση ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως προς το σήμα Der Grüne Punkt το δικαίωμα αποκλειστικότητας που διεκδικεί η νυν αναιρεσείουσα δεν στηρίχθηκε κατά κύριο λόγο, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η ίδια, στα όσα διαμείφθηκαν κατά την κατ’ αντιμωλία συζήτηση που διεξήχθη στο πλαίσιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και δεν είναι σε καμία περίπτωση ανεπαρκής.

    138.

    Κατά συνέπεια, φρονώ ότι ο πρώτος ισχυρισμός που προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    2. Επί του δευτέρου ισχυρισμού που προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως ως προς το ότι συντρέχει παραβίαση των στοιχείων της δικογραφίας και παράβαση του κοινοτικού δικαίου περί εμπορικών σημάτων

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    139.

    Κατά την DSD, η διαπίστωση στην οποία προβαίνει το Πρωτοδικείο στη σκέψη 139 της αποφάσεώς του, κατά την οποία «ο παραγωγός ή ο διανομέας συσκευασιών δεν [της] μεταβιβάζει […] συγκεκριμένο αριθμό συσκευασιών προκειμένου να επικολληθεί σε αυτές ο λογότυπος Der Grüne Punkt, αλλά μάλλον ποσότητα υλικού που ο παραγωγός αυτός ή ο διανομέας αυτός θα διαθέσει στο εμπόριο στη Γερμανία και του οποίου την ανάληψη και την ανακύκλωση θα αναθέσει στο σύστημα DSD», αντιφάσκει προφανώς προς τις διατάξεις της συμβάσεως για τη χρήση του λογοτύπου που αφορούν την κοινοποίηση και τη χορήγηση των αδειών, προς τις διατάξεις του διατάγματος για τις συσκευασίες που αφορούν την απαλλαγή από την υποχρέωση αναλήψεως των επιστρεφομένων συσκευασιών, προς την διαφάνεια που απαιτεί το εν λόγω διάταγμα και, τέλος, προς την απαίτηση που απορρέει από το δίκαιο περί σημάτων και επιβάλλει να μπορεί να γίνεται αντιληπτό ποιες συσκευασίες υπάγονται στο σύστημα DSD.

    β) Εκτίμηση

    140.

    Όπως επισήμανε η Επιτροπή, η αναιρεσείουσα, με τον δεύτερο ισχυρισμό της στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, παραπέμπει απλώς στις παρατηρήσεις της που αφορούν το εθνικό νομοθετικό πλαίσιο, χωρίς να συνδέει το νομοθετικό αυτό πλαίσιο με τις αιτιάσεις της που αναφέρονται στις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου τις οποίες επικρίνει με τον εν λόγω ισχυρισμό. Η αναιρεσείουσα δεν προβάλλει στο πλαίσιο του ισχυρισμού αυτού κανένα νομικό επιχείρημα καταδεικνύον νομικό σφάλμα του Πρωτοδικείου.

    141.

    Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι, κατά τα άρθρα 225 ΕΚ, 51, πρώτο εδάφιο του Οργανισμού του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παρατίθενται επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό ( 12 ).

    142.

    Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι ο δεύτερος ισχυρισμός που προβάλλεται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

    3. Επί του τρίτου, τετάρτου και πέμπτου ισχυρισμού στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως ως προς την παρερμηνεία του διατάγματος για τις συσκευασίες

    143.

    Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παρερμήνευσε το διάταγμα για τις συσκευασίες καθόσον δέχθηκε, πρώτον, ότι μια συσκευασία μπορεί να υπάγεται συγχρόνως στο σύστημα DSD και σε άλλο συλλογικό σύστημα, δεύτερον, ότι ένας διανομέας ο οποίος έχει προσχωρήσει σε συλλογικό σύστημα μπορεί, εκ των υστέρων, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του μέσω συστήματος ατομικής διαθέσεως, και, τρίτον, ότι ένας διανομέας ο οποίος εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του μέσω συστήματος ατομικής διαθέσεως μπορεί να προσχωρήσει, εκ των υστέρων, σε συλλογικό σύστημα.

    α) Επί του τρίτου ισχυρισμού στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    i) Επιχειρήματα των διαδίκων

    144.

    Η DSD υποστηρίζει ότι οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 129 και 154 της αποφάσεώς του, κατά τις οποίες μία συσκευασία, η διάθεση της οποίας έχει ανατεθεί στην DSD, μπορεί να υπάγεται συγχρόνως σε άλλο σύστημα αναλήψεως και αξιοποιήσεως, είναι προϊόν παρερμηνείας του διατάγματος για τις συσκευασίες.

    145.

    Η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι οι διαπιστώσεις αυτές αντίκεινται κατάφωρα στην αρχή της διέπουσας τις συσκευασίες νομοθεσίας, κατά την οποία συγκεκριμένη συσκευασία είτε υπόκειται στην υποχρέωση αναλήψεως είτε έχει απαλλαγεί της υποχρεώσεως αυτής. Θεωρεί, επομένως, ότι μια συσκευασία δεν είναι δυνατόν, σε αντίθεση με τα γενόμενα δεκτά από το Πρωτοδικείο, να καλύπτεται από δύο ή περισσότερα συστήματα διαθέσεως.

    146.

    Η αναιρεσείουσα αναφέρεται στο παράδειγμα που παρέθεσε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 134 της αποφάσεώς του. Το Πρωτοδικείο εξήγησε ότι, στην περίπτωση αλυσίδας ταχυφαγείων, «όταν ο τελικός καταναλωτής αγοράζει ένα σάντουιτς το οποίο πωλείται σε συσκευασία προοριζόμενη να διατηρήσει τη θερμότητα, ο καταναλωτής αυτός μπορεί ελεύθερα να αποφασίσει να καταναλώσει το προϊόν επί τόπου και να αποθέσει τη συσκευασία στα δοχεία απορριμμάτων που τοποθέτησε η αλυσίδα ταχυφαγείων, στο πλαίσιο του συστήματός της [ατομικής] διάθεσης, ή να μεταφέρει το προϊόν αυτό στην οικία του προκειμένου να αποθέσει στη συνέχεια τη συσκευασία στις εγκαταστάσεις συλλογής της DSD που βρίσκονται πλησίον της κατοικίας του». Το Πρωτοδικείο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «[η] συσκευασία αυτή μπορεί, επομένως, να αποτεθεί στα δύο συστήματα συλλογής και ανακυκλώσεως που προτείνει η αλυσίδα ταχυφαγείων προς εκπλήρωση των υποχρεώσεων που προβλέπει το διάταγμα [για τις συσκευασίες]».

    147.

    Η DSD εκτιμά ότι, ακόμη και στο χώρο της ταχυφαγείας, μια συσκευασία δεν μπορεί να υπάγεται συγχρόνως σε δύο συστήματα διαθέσεως, σε αντίθεση με τα όσα δέχθηκε το Πρωτοδικείο. Κατά τη γνώμη της, ναι μεν μπορεί να συμβεί να επιστραφεί η συσκευασία επί τόπου στο πλαίσιο συστήματος ατομικής διαθέσεως ή να αναληφθεί μέσω συλλογικού συστήματος, αλλά στην περίπτωση αυτή θα πρόκειται οπωσδήποτε για λάθος του καταναλωτή. Η αναιρεσείουσα τονίζει στο πλαίσιο αυτό πόσο σημαντικό είναι να αναγράφεται σαφώς ποια είναι η μέθοδος διαθέσεως που έχει προβλεφθεί για κάθε συσκευασία.

    148.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι, στο πλαίσιο μιας μικτής μεθόδου, όπου χρησιμοποιούνται δύο συλλογικά συστήματα, ο παραγωγός ή ο διανομέας συσκευασιών έχει υποχρέωση να εξασφαλίζει διαφάνεια σε σχέση με αμφότερα τα συστήματα. Συνεπώς, οι συσκευασίες θα πρέπει να φέρουν δύο διαφορετικές ενδείξεις που γνωστοποιούν στον χρήστη ποιο είναι το καθένα από τα συστήματα αυτά. Η Επιτροπή θεωρεί ότι μια τέτοια λύση είναι εφικτή, καθότι τα εν λόγω συστήματα έχουν ευθύνη για τις φέρουσες την οικεία ένδειξη συσκευασίες μόνο σε ποσοτική βάση. Η Επιτροπή αναφέρει επίσης ότι, σε περίπτωση υπάρξεως πλειόνων ανταγωνιστικών συστημάτων, οι συσκευασίες συλλέγονται στους ίδιους κάδους.

    ii) Εκτίμηση

    149.

    Φρονώ ότι η διαπίστωση του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 154 της αποφάσεώς του, σύμφωνα με την οποία μια συσκευασία που έχει υπαχθεί στο σύστημα της DSD είναι δυνατόν να υπάγεται σε διάφορα συστήματα διαθέσεως, δεν είναι αποτέλεσμα παρερμηνείας του διατάγματος για τις συσκευασίες.

    150.

    Θα τονίσω ευθύς εξαρχής ότι, στη σκέψη 10 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι «με τις παρατηρήσεις τους της 24ης Μαΐου 2000, που κοινοποίησαν στην Επιτροπή στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας […], οι γερμανικές αρχές ανέφεραν ότι το διάταγμα για τις συσκευασίες επέτρεπε στον διανομέα να συνδυάσει την ανάληψη σε χώρο πλησίον του καταστήματος, στο πλαίσιο ενός συστήματος [ατομικής] διάθεσης, και την αποκομιδή από χώρο πλησίον του τελικού καταναλωτή, στο πλαίσιο ενός συλλογικού συστήματος, συμμετέχοντας στο συλλογικό σύστημα μόνο για ένα μέρος των συσκευασιών που είχε διαθέσει στην αγορά».

    151.

    Επίσης, το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, υπενθύμισε ότι «[στην] προσβαλλόμενη απόφαση υπογραμμίζεται επίσης ότι από προγενέστερη απάντηση των γερμανικών αρχών προκύπτει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, του διατάγματος δεν συνεπάγεται ότι μόνον η προσφυγή σε ένα και μοναδικό σύστημα είναι δυνατή. Έτσι, οι γερμανικές αρχές δεν είχαν ποτέ την πρόθεση να επιτρέψουν την εφαρμογή ενός και μόνο συλλογικού συστήματος σε ολόκληρη τη χώρα ή σε κάθε ομόσπονδο κράτος».

    152.

    Το Πρωτοδικείο στηρίχθηκε στις διαπιστώσεις αυτές για να δεχθεί στη σκέψη 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και ορθώς κατά τη γνώμη μου, ότι, κατά το παράρτημα Ι του άρθρου 6 του διατάγματος για τις συσκευασίες, τα ποσοστά ανακυκλώσεως υπολογίζονται ως ποσοστά του όγκου του διατιθεμένου στο εμπόριο υλικού, το οποίο όντως αναλαμβάνεται και αξιοποιείται, και ότι, στο σημείο 1, παράγραφος 2, του παραρτήματος αυτού, διευκρινίζεται ότι οι σχετικές ποσότητες συσκευασιών προσδιορίζονται ως «ποσοστό του όγκου του υλικού».

    153.

    Κατόπιν αυτού, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε, στις σκέψεις 132 έως 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εφόσον τα ποσοστά ανακυκλώσεως υπολογίζονται με αναφορά στο προβλεπόμενο από τη νομοθεσία ποσοστό του συνολικού όγκου των προς διάθεση υλικών, η κατανομή μεταξύ πλειόνων συστημάτων είναι δυνατή χωρίς να είναι απαραίτητο να καθορίζονται εκ των προτέρων συγκεκριμένες απόλυτες ποσότητες συσκευασιών. Το Πρωτοδικείο χρησιμοποίησε, για να καταστήσει σαφέστερα τα λεγόμενά του, ένα παράδειγμα αναφερόμενο σε αλυσίδα εστιατορίων ταχυφαγείας. Έτσι, κατέδειξε ότι, στο πλαίσιο τέτοιων αλυσίδων, επιβάλλεται να συνδυάζεται με το σύστημα DSD ένα σύστημα ατομικής διαθέσεως, καθότι ο πελάτης έχει τη δυνατότητα να καταναλώσει το προϊόν επί τόπου ή να το πάρει μαζί του. Το Πρωτοδικείο στη συνέχεια διευκρίνισε ότι «αυτό που προέχει, στη συμβατική σχέση μεταξύ της προσφεύγουσας και του παραγωγού ή του διανομέα συσκευασιών, είναι να διασφαλίζεται ότι οι ποσότητες υλικού προς ανακύκλωση που διατίθενται στην αγορά αναλαμβάνονται όντως και ανακυκλώνονται ώστε να συμπληρώνονται τα ποσοστά που προβλέπει το διάταγμα [για τις συσκευασίες]».

    154.

    Στις σκέψεις 136 έως 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι υπάρχουν μηχανισμοί διορθώσεως οι οποίοι επιτρέπουν να εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις που επιβάλλει το εν λόγω διάταγμα. Το Πρωτοδικείο ανέφερε, ιδίως, ότι, αν το σύστημα ατομικής διαθέσεως δεν δέχεται επαρκείς ποσότητες για να καλυφθούν τα προβλεπόμενα ποσοστά αξιοποιήσεως, τότε ο παραγωγός ή ο διανομέας των συσκευασιών μπορεί να εξαγοράσει τις ποσότητες που λείπουν από συλλογικό σύστημα.

    155.

    Κατά τα λοιπά, το ίδιο το διάταγμα για τις συσκευασίες προτείνει τη λύση αυτή στο άρθρο 6, παράγραφος 1, διευκρινίζοντας ότι, αν ένας διανομέας δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του αναλήψεως και ανακυκλώσεως μέσω συστήματος ατομικής διάθεσης, οφείλει να πράξει τούτο μέσω συλλογικού συστήματος ( 13 ).

    156.

    Με βάση το σύνολο των προεκτεθέντων, φρονώ ότι και ο τρίτος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    β) Επί του τετάρτου και του πέμπτου ισχυρισμού στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως

    i) Επιχειρήματα των διαδίκων

    157.

    Η DSD υποστηρίζει περαιτέρω ότι η τοποθέτηση του Πρωτοδικείου με τη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία ένας διανομέας ο οποίος έχει προσχωρήσει σε συλλογικό σύστημα μπορεί να επωμισθεί εκ των υστέρων ο ίδιος την ανάληψη και την αξιοποίηση των συσκευασιών, παραμορφώνει τα στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία. Η τοποθέτηση αυτή αντίκειται, ιδίως, στη βασική αρχή του διατάγματος για τις συσκευασίες, κατά την οποία η συμμετοχή σε συλλογικό σύστημα το οποίο αναλαμβάνει την υποχρέωση αξιοποιήσεως συνεπάγεται την απαλλαγή από τις υποχρεώσεις διαθέσεως των συσκευασιών. Κατά την DSD, δεν είναι δυνατό να διατεθούν εκ των υστέρων μέσω συστήματος ατομικής διαθέσεως οι συσκευασίες που έχουν υπαχθεί σε συλλογικό σύστημα.

    158.

    Ομοίως, η DSD παρατηρεί ότι η τοποθέτηση αυτή του Πρωτοδικείου, κατά την οποία ένας διανομέας ο οποίος αποφάσισε να κάνει χρήση του συστήματος ατομικής διαθέσεως για ορισμένες συσκευασίες μπορεί να επιλέξει εκ των υστέρων να εκπληρώσει τις εκ του διατάγματος υποχρεώσεις του εξαγοράζοντας τις υπολειπόμενες ποσότητες από συλλογικό σύστημα, παρερμηνεύει το περιεχόμενο του διατάγματος για τις συσκευασίες.

    159.

    Η Επιτροπή εκτιμά ότι το Πρωτοδικείο δεν εκκινεί από την υπόθεση ότι είναι δυνατό να εκπληρώνονται εκ των υστέρων οι υποχρεώσεις αναλήψεως και αξιοποιήσεως, αλλά επισημαίνει ότι είναι δυνατή η μείωση του τέλους που οφείλεται στο συλλογικό σύστημα σε περίπτωση που οι συλλεγείσες ποσότητες δεν αντιστοιχούν στο επιβαλλόμενο ποσοστό.

    ii) Εκτίμηση

    160.

    Θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο δεν παραμόρφωσε τα στοιχεία της δικογραφίας δεχόμενο, στην σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι μια αλυσίδα εστιατορίων ταχυφαγείας μπορεί να ζητήσει τη μείωση του τέλους που οφείλει στο οικείο συλλογικό σύστημα όταν η εν λόγω αλυσίδα αποδεικνύει ότι ανέλαβε μέσω του συστήματος ατομικής διαθέσεως τις ποσότητες συσκευασιών που είχαν υπαχθεί στο σύστημα αυτό.

    161.

    Πράγματι, σε αντίθεση με τα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, φρονώ ότι, στο παράδειγμα αυτό, δεν πρόκειται για χρήση, εκ των υστέρων, συστήματος ατομικής διαθέσεως για την ανάληψη και την αξιοποίηση των συσκευασιών. Υπενθυμίζω ότι το Πρωτοδικείο, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, εκκινεί από την υπόθεση ότι η αλυσίδα εστιατορίων ταχυφαγείας συνδυάζει εξ αρχής σύστημα ατομικής διαθέσεως με συλλογικό σύστημα.

    162.

    Εκκινώντας από την υπόθεση αυτή, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι ο ενδιαφερόμενος διανομέας μπορεί να κάνει χρήση μηχανισμών διορθώσεως, οσάκις το σύστημα ατομικής διαθέσεως δεν αρκεί για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του ή, αντίθετα, επιτυγχάνει να συλλέξει μέσω του συστήματος αυτού τις ορισθείσες ποσότητες. Στη δεύτερη περίπτωση, το Πρωτοδικείο διευκρινίζει ότι «η αλυσίδα εστιατορίων ταχυφαγείας μπορεί να ζητήσει τη μείωση του τέλους που οφείλει στο οικείο συλλογικό σύστημα, εφόσον η αλυσίδα αυτή αποδείξει ότι ανέλαβε και ανακύκλωσε η ίδια [τις ποσότητες] που είχαν ανατεθεί [στο συλλογικό σύστημα]».

    163.

    Άλλωστε, η ίδια η νυν αναιρεσείουσα είχε εξετάσει το ενδεχόμενο αυτό. Πράγματι, στις αιτιολογικές σκέψεις 60 και 61 της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής, αναφέρεται ότι η DSD είχε αναλάβει, πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής, την υποχρέωση να μη χρεώνει με τέλη αδείας μέρος των ποσοτήτων συσκευασιών πωλήσεως που αναλαμβάνονταν μέσω συστήματος ατομικής διαθέσεως στις περιπτώσεις όπου ο παραγωγός ή ο διανομέας των συσκευασιών είχε αποφασίσει να συνδυάσει το σύστημα DSD με σύστημα ατομικής διαθέσεως.

    164.

    Όσον αφορά τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, κατά τον οποίο το Πρωτοδικείο παρερμήνευσε το διάταγμα για τις συσκευασίες δεχόμενο ότι ένας διανομέας ο οποίος έχει αποφασίσει να κάνει χρήση συστήματος ατομικής διαθέσεως μπορεί, εκ των υστέρων, να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του εξαγοράζοντας τις ποσότητες που του λείπουν από συλλογικό σύστημα, πρέπει επίσης, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί.

    165.

    Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, στη σκέψη 9 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «το άρθρο 6, παράγραφος 1, ένατο εδάφιο, του διατάγματος ορίζει ότι, αν ένας διανομέας δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του αναλήψεως και ανακυκλώσεως μέσω συστήματος [ατομικής] διάθεσης, οφείλει να πράξει τούτο μέσω συλλογικού συστήματος».

    166.

    Κατά συνέπεια, φρονώ ότι πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι ο τέταρτος καθώς και ο πέμπτος ισχυρισμός της αναιρεσείουσας στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως.

    4. Επί του έκτου ισχυρισμού που προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ως προς το ότι παραβιάζεται το διάταγμα για τις συσκευασίες

    α) Επιχειρήματα των διαδίκων

    167.

    Η DSD υποστηρίζει ότι η σκέψη 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως πάσχει πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι είναι δυνατό να τίθεται ο λογότυπος Der Grüne Punkt στις συσκευασίες που δεν διατίθενται μέσω του συστήματος DSD. Η DSD εκτιμά ότι η δυνατότητα αυτή στερεί τον λογότυπο της διακριτικής του φύσεως και αντίκειται προφανώς στην αρχή του διατάγματος για τις συσκευασίες κατά την οποία οι καταναλωτές και οι αρχές πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνονται σαφώς αν μία συσκευασία υπόκειται στην υποχρέωση αναλήψεως στο σημείο πωλήσεως ή όχι.

    168.

    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η DSD αντιμετωπίζει εσφαλμένως το εν λόγω διάταγμα κατά τρόπο που η προσοχή επικεντρώνεται στη συσκευασία θεωρούμενη ατομικά. Κατά την Επιτροπή, η προσέγγιση αυτή δεν ανταποκρίνεται στις οικονομικές συνθήκες που περιβάλλουν τις μικτές λύσεις, οι οποίες ενθαρρύνονται προκειμένου ακριβώς να μπορεί να λειτουργεί ο ανταγωνισμός.

    β) Εκτίμηση

    169.

    Φρονώ ότι και ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί.

    170.

    Πράγματι, το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει, στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι ο λογότυπος Der Grüne Punkt επιτρέπει, όπως επισημαίνει η DSD, να διευκρινίζεται ποιες είναι οι συσκευασίες που μεταβιβάζονται σ’ αυτήν και να επισημαίνεται στον καταναλωτή αυτό που πρέπει να πράξει, πράγμα που επιτρέπει να διασφαλίζεται η εκπλήρωση της αποστολής που ανέθεσε στην DSD η επιχείρηση που προσχώρησε στο σύστημά της.

    171.

    Στη σκέψη 153 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι «οι διάφοροι τρόποι δημοσιότητας που προβλέπει το διάταγμα [για τις συσκευασίες] –δηλαδή η επικόλληση ετικέτας ή κάθε άλλο πρόσφορο μέσο για τα συλλογικά συστήματα (σημείο 4, παράγραφος 2, του παραρτήματος Ι του άρθρου 6 του διατάγματος) και η επισήμανση της δυνατότητας επιστροφής της συσκευασίας στο σημείο πωλήσεως για τα συστήματα [ατομικής] διάθεσης (άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, του [αυτού] διατάγματος)– επιτρέπουν να πληροφορείται ο τελικός καταναλωτής τις διάφορες δυνατότητες επιστροφής που προτείνονται για την οικεία συσκευασία χωρίς, ωστόσο, να επικυρώνουν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας, ότι η επικόλληση του λογοτύπου Der Grüne Punkt στη συσκευασία θα είχε ως αποτέλεσμα να εμποδίζει την ανάληψη και την ανακύκλωση από άλλο σύστημα εκτός του συστήματος DSD».

    172.

    Κατόπιν, στη σκέψη 154 της αποφάσεώς του, το Πρωτοδικείο αναφέρει ότι «[σ]το διάταγμα [για τις συσκευασίες] δεν ορίζεται ότι ο λογότυπος Der Grüne Punkt δεν μπορεί να εμφαίνεται στις συσκευασίες οι οποίες συλλέγονται στο πλαίσιο ενός ανταγωνιστικού συλλογικού συστήματος ή συστήματος [ατομικής] διάθεσης, εφόσον τα συστήματα αυτά τηρούν, κατά τα άλλα, τις προϋποθέσεις που επιβάλλει το [εν λόγω] διάταγμα προς εξακρίβωση της ταυτότητας του συστήματος που χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το σύστημα DSD. Τέτοιες ενδείξεις μπορούν να τίθενται σωρευτικώς και μια συσκευασία μπορεί έτσι να εμπίπτει συγχρόνως σε πλείονα συστήματα. Η Επιτροπή ερμηνεύει, ορθώς, υπό το πνεύμα αυτό, το περιεχόμενο της υποχρεώσεως διαφάνειας που περιγράφουν οι γερμανικές αρχές στις παρατηρήσεις τους, κατά τις οποίες πρέπει να καθορίζεται σαφώς, τόσο προς γνώση των καταναλωτών όσο και προς γνώση των αρχών, ποιες είναι οι συσκευασίες που υπόκεινται στην υποχρέωση αναλήψεως στα σημεία πωλήσεως ή σε άμεσα γειτνιάζοντες προς αυτά χώρους και ποιες είναι οι συσκευασίες που δεν υπόκεινται στην υποχρέωση αυτή».

    173.

    Σε αντίθεση προς τα υποστηριζόμενα από την αναιρεσείουσα, το ζητούμενο δεν είναι να δοθεί σε συστήματα ανταγωνιστριών επιχειρήσεων η δυνατότητα να θέτουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt σε συσκευασίες που δεν διατίθενται μέσω του συστήματος DSD. Το Πρωτοδικείο στηρίζεται, κατά τη γνώμη μου, στην υπόθεση ότι ο παραγωγός ή ο διανομέας συσκευασιών έχει προσχωρήσει στο σύστημα DSD και σε ένα άλλο σύστημα, συλλογικό ή ατομικής διαθέσεως. Κατά συνέπεια, για να τηρηθεί η υποχρέωση γνωστοποιήσεως ως προς την ανάληψη της χρησιμοποιημένης συσκευασίας, την οποία επιβάλλει το διάταγμα για τις συσκευασίες, πρέπει να μπορεί να τεθεί επί της συσκευασίας ένδειξη προσδιορίζουσα το σύστημα μέσω του οποίου αναλαμβάνεται η συσκευασία, προκειμένου να ενημερώνεται ο καταναλωτής ποιες δυνατότητες έχει αφού χρησιμοποιήσει τη συσκευασία. Παραδείγματος χάριν, η υποχρέωση μπορεί να τηρηθεί με τη θέση επί μιας φιάλης του λογοτύπου Der Grüne Punkt και ενός άλλου λογοτύπου, γεγονός που δηλώνει ότι η εν λόγω φιάλη μπορεί να αναληφθεί επίσης από ένα άλλο σύστημα, ή, με την ανάρτηση ενδείξεως στο σημείο πωλήσεως, κατά την οποία η φιάλη μπορεί να επιστραφεί στο εν λόγω σημείο πωλήσεως.

    174.

    Λαμβανομένων υπόψη των προβλεπομένων στο διάταγμα για τις συσκευασίες, νομίζω ότι το Πρωτοδικείο δεν παρερμήνευσε το περιεχόμενο του εν λόγω διατάγματος δεχόμενο ότι ο λογότυπος Der Grüne Punkt μπορεί να συνυπάρξει, επί της αυτής συσκευασίας, με άλλη επισήμανση. Υπενθυμίζεται ότι το εν λόγω διάταγμα, αφενός, παρέχει τη δυνατότητα σε έναν παραγωγό ή διανομέα να προσχωρήσει σε πλείονα συστήματα και, αφετέρου, απαιτεί να γνωστοποιείται με κατάλληλη σήμανση με ποιόν τρόπο μπορεί να επιστραφεί η συσκευασία.

    175.

    Επομένως, φρονώ ότι ο έκτος ισχυρισμός που προβάλλεται στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    5. Επί του εβδόμου ισχυρισμού, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, ως προς το ότι παραβιάζεται η νομοθεσία περί εμπορικών σημάτων

    176.

    Επικρίνοντας επίσης τη σκέψη 161 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η DSD παρατηρεί ότι η διαπίστωση ότι η αποκλειστικότητα την οποία διεκδικεί δεν μπορεί να αναγνωριστεί, επειδή το μόνο αποτέλεσμά της είναι να εμποδίζει τους παραγωγούς και τους διανομείς συσκευασιών να προσφεύγουν σε μικτό σύστημα, δεν συμβιβάζεται με το δίκαιο περί εμπορικών σημάτων. Η DSD επισημαίνει, σχετικώς, ότι, σύμφωνα με τη γερμανική νομολογία και όπως προκύπτει από τις δημοσκοπήσεις, ο λογότυπος Der Grüne Punkt, ως καταχωρισμένο εμπορικό σήμα, παραπέμπει αποκλειστικά στην DSD και στις προσφερόμενες από αυτήν υπηρεσίες. Το δίκαιο περί εμπορικών σημάτων παραβιάζεται αν αφαιρεθεί από τον λογότυπο Der Grüne Punkt η εν λόγω αποκλειστικότητα μόνο για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα προσφυγής σε μικτό σύστημα.

    177.

    Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα, με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, επικαλείται επίσης την εκ μέρους του Πρωτοδικείου παράβαση του κοινοτικού δικαίου περί εμπορικών σημάτων, φρονώ ότι ενδείκνυται να εξεταστεί ο ισχυρισμός αυτός στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως.

    Δ — Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως ο οποίος ερείδεται σε παράβαση του κοινοτικού δικαίου περί εμπορικών σημάτων

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    178.

    Στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η DSD ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε το κοινοτικό δίκαιο περί εμπορικών σημάτων, καθόσον το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 161 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι δεν μπορούσε να αναγνωριστεί για το σήμα Der Grüne Punkt η αποκλειστικότητα την οποία διεκδικούσε η τότε προσφεύγουσα. Η DSD επισημαίνει ότι, κατά το άρθρο 5 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων ( 14 ), το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα που του επιτρέπει να απαγορεύει σε τρίτους τη χρήση του σήματος για προϊόντα ή για υπηρεσίες πανομοιότυπες ή παρεμφερείς με εκείνες που καλύπτει το καταχωρισμένο σήμα.

    179.

    Η Επιτροπή εκτιμά ότι η αποκλειστικότητα την οποία περιγράφει το άρθρο 5 της οδηγίας 89/104 δεν έχει καμία σχέση με την αποκλειστικότητα στην οποία αναφέρεται η σκέψη 161 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Πρωτοδικείο συνάγει απλώς τα συμπεράσματα εκ της συλλογιστικής που περιέχεται στις σκέψεις 156 και 157 της εν λόγω αποφάσεως, κατά την οποία το σήμα Der Grüne Punkt περιορίζεται στο να υποδηλώσει, για τη συγκεκριμένη υπηρεσία, ότι το προϊόν το οποίο φέρει το σήμα μπορεί να διατεθεί μέσω του συστήματος DSD, χωρίς να παρέχει ένδειξη ως προς την ποιότητα της προτεινόμενης υπηρεσίας.

    180.

    Η Επιτροπή προσθέτει ότι η προσβαλλόμενη απόφασή της δεν συνεπάγεται αντικανονική χρήση του σήματος, ήτοι χρήση από πρόσωπα με τα οποία η DSD δεν συνδέεται συμβατικά.

    181.

    Η Vfw αναφέρει ότι ο λογότυπος δεν είναι εμπορικό σήμα κατά την κλασσική έννοια του όρου. Θεωρεί ότι ένα σήμα προσδιορίζει την ταυτότητα προϊόντων και υπηρεσιών που είναι πανομοιότυπες ή παρεμφερείς με αυτές για τις οποίες έχει καταχωριστεί το σήμα. Όμως, προκειμένου για τον λογότυπο Der Grüne Punkt, κάθε παραγωγός χρησιμοποιεί τα δικά του σήματα για να προσδιορίσει τα οικεία προϊόντα. Ο λογότυπος χρησιμεύει απλώς για να δηλώσει τη συμμετοχή σε συλλογικό σύστημα και όχι για να προσδιορίσει την ταυτότητα πανομοιοτύπων ή παρεμφερών προϊόντων ή υπηρεσιών.

    182.

    Κατά την Landbell και την BellandVision, ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι απαράδεκτος και σε κάθε περίπτωση αβάσιμος.

    2. Εκτίμηση

    183.

    Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο έσφαλε δεχόμενο ότι δεν μπορεί να της αναγνωριστεί η διεκδικούμενη αποκλειστικότητα επί του σήματος Der Grüne Punkt και, κατά συνέπεια, παρέβη το κοινοτικό δίκαιο περί εμπορικών σημάτων.

    184.

    Όπως εξέθεσε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η DSD θεωρεί ότι το σήμα Der Grüne Punkt επιτρέπει, συγχρόνως, να διευκρινίζεται ποιες είναι οι συσκευασίες που μεταβιβάζονται στο σύστημα DSD και να επισημαίνεται στον καταναλωτή αυτό που πρέπει να πράξει, πράγμα που επιτρέπει να διασφαλίζεται η εκπλήρωση της αποστολής που ανέθεσε στην DSD ο παραγωγός ή ο διανομέας συσκευασιών που έχει προσχωρήσει στο εν λόγω σύστημα. Κατά συνέπεια, κατά την DSD, μόνον οι συσκευασίες για τις οποίες χρησιμοποιείται το σύστημα DSD πρέπει να επισημαίνονται με τον λογότυπο Der Grüne Punkt.

    185.

    Ωστόσο, στις σκέψεις 156 έως 161 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το γεγονός ότι επί της συσκευασίας συνυπάρχουν ο εν λόγω λογότυπος και η ένδειξη ενός «πρόσφορου μέσου» που υποδεικνύει άλλο συλλογικό σύστημα ή τη δυνατότητα επιστροφής στο κατάστημα δεν θίγει την κυριότερη λειτουργία του σήματος, ήτοι την επισήμανση ότι είναι δυνατή η διάθεση της συσκευασίας για την οποία πρόκειται μέσω του συστήματος DSD. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο θεώρησε ότι, αφού η θέση του λογοτύπου επί των συσκευασιών μαζί με άλλες ενδείξεις ή άλλα μέσα που επιτρέπουν τη γνωστοποίηση μιας άλλης δυνατότητας διαθέσεως της συσκευασίας μέσω συστήματος ατομικής διάθεσης ή ανταγωνιστικού συλλογικού συστήματος δεν θίγει την κυριότερη λειτουργία του εμπορικού σήματος, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί παράβαση του δικαίου περί εμπορικών σημάτων.

    186.

    Εξάλλου, το Πρωτοδικείο επισημαίνει, στη σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου αφορά μόνον τους χρήστες αυτού του λογοτύπου, δηλαδή τους παραγωγούς και τους διανομείς συσκευασιών οι οποίοι προσφεύγουν στο σύστημα DSD και όχι τους καταναλωτές».

    187.

    Δεχόμενο, στη σκέψη 161 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορούσε να αναγνωριστεί στην τότε προσφεύγουσα η διεκδικούμενη αποκλειστικότητα επί του λογοτύπου, αφού αυτό θα υπήρχε κίνδυνος να στερήσει από του παραγωγούς και του διανομείς συσκευασιών τη δυνατότητα να κάνουν χρήση άλλου μικτού συστήματος και να νομιμοποιήσει το ενδεχόμενο να αμείβεται η προσφεύγουσα για υπηρεσία την οποία δεν παρέχει, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο δεν παρέβη το κοινοτικό δίκαιο περί εμπορικών σημάτων.

    188.

    Πράγματι, οφείλω να υπενθυμίσω ότι, κατά πάγια νομολογία, το ειδικό αντικείμενο του δικαιώματος επί του σήματος συνίσταται κυρίως στην παροχή στον δικαιούχο του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσεως του σήματος για την πρώτη θέση σε κυκλοφορία του προϊόντος και, επομένως, στην προστασία του έναντι των ανταγωνιστών που θα ήθελαν να εκμεταλλευθούν τη θέση και τη φήμη του σήματος, πωλώντας προϊόντα επί των οποίων έχει τεθεί παρανόμως το εν λόγω σήμα ( 15 ).

    189.

    Για τον λόγο αυτόν, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/104 ορίζει ότι το καταχωρισμένο εμπορικό σήμα παρέχει στον κάτοχό του αποκλειστικό δικαίωμα και ότι ο δικαιούχος μπορεί να απαγορεύει σε οποιονδήποτε τρίτο να κάνει χρήση, χωρίς τη συγκατάθεσή του, στις συναλλαγές, σημείου πανομοιοτύπου με το εμπορικό σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες παρομοιότυπες με αυτές που καλύπτονται από το καταχωρισμένο σήμα.

    190.

    Εν προκειμένω, φρονώ ότι οι επιχειρήσεις οι οποίες προσχωρούν στο σύστημα DSD για μέρος μόνο των συσκευασιών τους (πρώτη και δεύτερη περίπτωση) ή για συσκευασίες που διατίθενται στην αγορά άλλου κράτους μέλους (τρίτη περίπτωση) δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ανταγωνίστριες της DSD ή ως τρίτοι που πωλούν παρανόμως προϊόντα φέροντα τον λογότυπο Der Grüne Punkt.

    191.

    Όντως, στην πρώτη και στη δεύτερη περίπτωση, οι παραγωγοί και οι διανομείς έχουν συμβληθεί με την DSD για την ανάληψη και την αξιοποίηση ορισμένων συσκευασιών. Στην τρίτη περίπτωση, οι παραγωγοί και οι διανομείς είναι κάτοχοι, στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, αδείας χρήσεως του λογοτύπου Der Grüne Punkt.

    192.

    Όμως, το σύστημα αυτό, στο πλαίσιο του οποίου πρέπει να τίθεται επί όλων των συσκευασιών ο εν λόγω λογότυπος, έστω και αν ορισμένες από τις συσκευασίες αυτές δεν αναληφθούν από το σύστημά της, το οργάνωσε η ίδια η DSD. Επομένως, οι εν λόγω παραγωγοί και διανομείς δεν χρησιμοποιούν παρανόμως το σήμα Der Grüne Punkt, αλλ’ εκπληρώνουν απλώς την υποχρέωσή τους για θέση του λογοτύπου επί του συνόλου των συσκευασιών, είτε αναλαμβάνονται από το σύστημα DSD είτε όχι.

    193.

    Εξάλλου, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε, και ορθώς, στη σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η βασική λειτουργία του σήματος Der Grüne Punkt είναι να καταστήσει γνωστό ότι η συσκευασία επί της οποίας έχει τεθεί το εν λόγω σήμα μπορεί να αναληφθεί από το σύστημα DSD.

    194.

    Εφόσον ο λογότυπος Der Grüne Punkt εμφαίνεται επί της συσκευασίας, επιτελείται η ουσιώδης λειτουργία του σήματος, αφού ο καταναλωτής ενημερώνεται για τη δυνατότητα να αποθέσει τη συσκευασία στους κάδους της DSD. Συνεπώς, σε αντίθεση με τα υποστηριχθέντα από την αναιρεσείουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν υφίσταται «καταστροφή του εμπορικού σήματος».

    195.

    Άλλωστε, θεωρώ ότι το σήμα Der Grüne Punkt δεν μπορεί να υπαχθεί στο κλασσικό καθεστώς του δικαίου περί εμπορικών σημάτων.

    196.

    Όντως, ένα εμπορικό σήμα βοηθεί τον καταναλωτή να επιλέξει μετά γνώσεως το προϊόν ή την υπηρεσία που καλύπτεται από το εν λόγω σήμα. Αν, παραδείγματος χάριν, ο καταναλωτής αγόρασε ένα προϊόν ή μία υπηρεσία κατά το παρελθόν και έμεινε ευχαριστημένος, ιδίως επειδή το εν λόγω προϊόν ή η υπηρεσία ήταν καλής ποιότητας, το εμπορικό σήμα θα του χρησιμεύσει ως σημείο αναφοράς για τις αγορές του στο μέλλον των αυτών προϊόντων ή υπηρεσιών. Συνεπώς, το εμπορικό σήμα προσανατολίζει τον καταναλωτή όταν κάνει την επιλογή του.

    197.

    Ωστόσο, στο πλαίσιο του συστήματος DSD, ο ρόλος του σήματος Der Grüne Punkt δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, να προσανατολίσει τον καταναλωτή προκειμένου να επιλέξει το προϊόν που θα αγοράσει. Όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 156 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το εν λόγω σήμα χρησιμεύει για να γίνεται γνωστό ποιες συσκευασίες μπορούν να διατεθούν μέσω του συστήματος DSD.

    198.

    Κατά τη γνώμη μου, όταν ένας καταναλωτής αγοράζει ένα προϊόν το οποίο φέρει τον λογότυπο Der Grüne Punkt, ο εν λόγω καταναλωτής επιλέγει το προϊόν αυτό, παραδείγματος χάριν, για την ποιότητα που εγγυάται και όχι επειδή γνωρίζει ότι είναι δυνατόν να διατεθεί μέσω του συστήματος DSD. Μπορώ κάλλιστα να φανταστώ, παραδείγματος χάριν, ότι ένας καταναλωτής θα αγοράσει αυγά βιολογικής παραγωγής, επειδή η μέθοδος παραγωγής τους αποκλείει τη χρήση φυτοφαρμάκων και χημικών λιπασμάτων και, συνεπώς, εγγυάται την ποιότητα που αναζητεί ο εν λόγω καταναλωτής, και όχι επειδή η συσκευασία τους φέρει τον λογότυπο Der Grüne Punkt ο οποίος καθιστά γνωστό ότι η συσκευασία αυτή είναι δυνατό να διατεθεί μέσω του συστήματος DSD.

    199.

    Φρονώ ότι δεν θα ίσχυε το ίδιο αν ο λογότυπος Der Grüne Punkt δήλωνε ότι το οικείο προϊόν ή η συσκευασία του μπορεί να ανακυκλωθεί ή προέρχεται από ανακύκλωση. Πράγματι, μπορεί ευλόγως να υποτεθεί ότι ορισμένοι καταναλωτές, επειδή μεριμνούν για την προστασία του περιβάλλοντος, θα προτιμήσουν να αγοράσουν τα προϊόντα, η συσκευασία των οποίων μπορεί να ανακυκλωθεί ή προέρχεται από ανακύκλωση. Στην περίπτωση αυτή, ο λογότυπος που δηλώνει ότι η συσκευασία του πωλουμένου προϊόντος προέρχεται από ανακύκλωση ασκεί αναμφισβήτητα κάποια επιρροή στην επιλογή του καταναλωτή. Αυτό ισχύει, παραδείγματος χάριν, προκειμένου για δεσμίδα χάρτου, η οποία φέρει λογότυπο που γνωστοποιεί στον καταναλωτή ότι το χαρτί αυτό προέρχεται από ανακύκλωση. Στην περίπτωση αυτή, ο καταναλωτής επιλέγει υπακούοντας σε ορισμένη ιδεολογία.

    200.

    Όμως, στην προκειμένη περίπτωση, ο λογότυπος Der Grüne Punkt δεν δηλώνει ότι η συσκευασία είναι ανακυκλώσιμη. Δηλώνει μόνον ότι η συσκευασία θα διατεθεί ενδεχομένως μέσω του συστήματος DSD το οποίο θα προβεί στη διαλογή και την αξιοποίησή του, εφόσον αυτό είναι δυνατό ( 16 ).

    201.

    Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο δέχθηκε ορθώς, στις σκέψεις 156 και 160 της αποφάσεώς του, ότι, αφενός, «το σήμα «περιορίζεται στο να υποδηλώσει, για τη συγκεκριμένη υπηρεσία, ότι το προϊόν το οποίο φέρει το σήμα μπορεί να διατεθεί μέσω του συστήματος DSD», χωρίς να παρέχει ένδειξη ως προς την ποιότητα της προτεινόμενης υπηρεσίας», και, αφετέρου, «η σύμβαση για τη χρήση του λογοτύπου αφορά μόνον τους χρήστες αυτού του λογοτύπου, δηλαδή τους παραγωγούς και τους διανομείς συσκευασιών οι οποίοι προσφεύγουν στο σύστημα DSD, και όχι τους καταναλωτές».

    202.

    Επομένως, κατά τη γνώμη μου, το Πρωτοδικείο δεν παρέβη το κοινοτικό δίκαιο περί εμπορικών σημάτων δεχόμενο, στη σκέψη 161 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορεί να αναγνωριστεί για τον λογότυπο Der Grüne Punkt η αποκλειστικότητα την οποία διεκδικεί η αναιρεσείουσα.

    203.

    Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Ε — Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως ο οποίος ερείδεται σε παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    204.

    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, η DSD ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 82 ΕΚ.

    205.

    Κατά την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν αιτιολόγησε επαρκώς το σκεπτικό του και, επιπλέον, παραμόρφωσε τα περιεχόμενα στη δικογραφία στοιχεία, δεχόμενο ότι η DSD επέδειξε καταχρηστική συμπεριφορά χορηγώντας άδειες για τη χρήση του λογοτύπου Der Grüne Punkt ανεξάρτητα από την πραγματική χρησιμοποίηση του συστήματος DSD και απαιτώντας την καταβολή τέλους για την κατοχή της αδείας, ακόμη και στην περίπτωση που ο κάτοχος της αδείας αποδεικνύει ότι δεν έκανε χρήση του συστήματος DSD.

    206.

    Εξάλλου, κατά την DSD, η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής την υποχρέωνε στην ουσία να χορηγεί άδειες στις επιχειρήσεις που προσχωρούν στο σύστημά της για τις συσκευασίες που δεν αναλαμβάνονται ούτε αξιοποιούνται από το εν λόγω σύστημα. Ωστόσο, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να χορηγηθεί υποχρεωτική άδεια, όπως προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν πληρούνται εν προκειμένω. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο, καθόσον δεν εξήγησε γιατί η άρνηση χορηγήσεως υποχρεωτικής αδείας συνιστά κατάχρηση δικαιώματος, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

    207.

    Επικουρικώς, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν χορηγούσε στις προσχωρούσες στο σύστημα επιχειρήσεις άδεια για χρήση του λογοτύπου και μόνο, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση θα επέτρεπε τη συμμετοχή στο σύστημα DSD για μια πολύ μικρή ποσότητα συσκευασιών, χωρίς να δίδει στην DSD τη δυνατότητα να απαιτήσει, ως αντάλλαγμα, επαρκές τέλος ούτε να ελέγξει τη νομιμότητα μιας τέτοιας μεθόδου. Ιδίως, η αναιρεσείουσα δεν θα μπορούσε να ελέγξει αν συντρέχουν όντως οι λόγοι οι οποίοι, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, καθιστούν αναγκαία τη θέση του σήματος Der Grüne Punkt επί όλων των συσκευασιών (ιδίως λαμβανομένου υπόψη του προσθέτου κόστους που συνεπάγεται η επιλεκτική επισήμανση).

    208.

    Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, η Επιτροπή θεωρεί ότι η αναιρεσείουσα δεν εξήγησε γιατί οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένες, αντίκεινται προς τα περιεχόμενα στη δικογραφία στοιχεία και στρεβλώνουν τις εφαρμοστέες εθνικές διατάξεις.

    209.

    Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα, η Επιτροπή θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο εξέτασε το επιχείρημα της αναιρεσείουσας σχετικά με την επιβολή χορηγήσεως υποχρεωτικής αδείας και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της Επιτροπής δεν επέβαλε στην DSD την υποχρέωση να χορηγήσει τέτοιου είδους άδεια.

    210.

    Όσον αφορά το επικουρικώς προβληθέν επιχείρημα της DSD, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, στην εξεταζόμενη περίπτωση, δεν πρόκειται για υποχρεωτική άδεια. Επισημαίνει ότι, όπως επιβεβαίωσε το Πρωτοδικείο, η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής ορίζει ότι, εφόσον μια επιχείρηση μετέχει στο σύστημα DSD για μικρές ποσότητες συσκευασιών, το εισπραττόμενο τέλος δεν μπορεί παρά να είναι ανάλογο της μικρής αυτής συμμετοχής.

    211.

    Οι Landbell και BellandVision υπενθυμίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Πρωτοδικείου δεν στηρίζονται στην υπόθεση της χορηγήσεως αδείας για τη χρήση του λογοτύπου Der Grüne Punkt ανεξάρτητα από τη χρήση του συστήματος DSD, αλλά ενδιαφέρονται για το ύψος του τέλους που συνδέεται με τις παρεχόμενες υπηρεσίες.

    212.

    Κατά την Vfw, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως στηρίζεται σε εσφαλμένη αντίληψη ως προς το αντικείμενο της διαφοράς, αφού η Επιτροπή δεν επιδιώκει να υποχρεώσει την DSD να χορηγήσει την άδεια, αλλά μόνο να την εμποδίσει να χρησιμοποιεί την δεσπόζουσα θέση της για να αποκλείει τον προερχόμενο από άλλα συστήματα ανταγωνισμό.

    213.

    Η Interseroh παρατηρεί ότι το Πρωτοδικείο δεν αφήνει να εννοηθεί σε κανένα σημείο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η DSD πρέπει να χορηγήσει άδεια για τη χρήση του λογοτύπου Der Grüne Punkt ανεξάρτητα από τη χρήση του συστήματός της. Ούτε επιβάλλει η εν λόγω απόφαση στην DSD την υποχρέωση να χορηγεί άδειες. Η εκ μέρους του Πρωτοδικείου διαπίστωση υπάρξεως καταχρήσεως εδράζεται ακριβώς στο γεγονός ότι η DSD δεν παρέχει άδειες για χρήση του λογοτύπου αυτού παρά μόνο σε συνδυασμό με την υποχρέωση καταβολής τέλους για τη χρησιμοποίηση των υπηρεσιών της, ακόμη και αν η υπαγόμενη στο σύστημα επιχείρηση δεν έκανε χρήση του συστήματος DSD για ορισμένες συσκευασίες που φέρουν τον λογότυπο.

    2. Εκτίμηση

    α) Επί του πρώτου ισχυρισμού στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

    214.

    Συμφωνώντας με την Επιτροπή, φρονώ ότι ο πρώτος ισχυρισμός που προβάλλεται στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    215.

    Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα περιορίζεται στο να δηλώσει ότι το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 82 ΕΚ, δεχόμενο, χωρίς να παρέχει επαρκή αιτιολογία, αντιφάσκοντας προς τα στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία και στρεβλώνοντας το εθνικό δίκαιο, ότι η αναιρεσείουσα επέδειξε καταχρηστική συμπεριφορά. Η αναιρεσείουσα δεν προβάλλει κανένα νομικό επιχείρημα προς θεμελίωση του ισχυρισμού της αυτού και απλώς παραπέμπει, με μία υποσημείωση, στο σημείο 20 της αιτήσεως αναιρέσεως, όπου αναφέρεται ότι «[ο]ι διαπιστώσεις της [αναιρεσιβαλλομένης] αποφάσεως είναι, επομένως, προφανώς αντιφατικές. Το Πρωτοδικείο τελικώς δεν αποφαίνεται επί του ζητήματος αν η επίμαχη συμπεριφορά συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως».

    216.

    Όμως, κατά τη νομολογία που υπενθυμίζεται στο σημείο 141 των παρουσών προτάσεων, στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παρατίθενται επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό.

    217.

    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτό δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση. Φρονώ, επομένως, ότι ο πρώτος ισχυρισμός που προβάλλεται στο πλαίσιο το πέμπτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

    β) Επί του δευτέρου ισχυρισμού στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως

    218.

    Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση του Πρωτοδικείου την υποχρεώνουν να παρέχει άδεια χρήσεως στις προσχωρούσες στο σύστημά της επιχειρήσεις για τις συσκευασίες που δεν αναλαμβάνονται ούτε αξιοποιούνται μέσω του εν λόγω συστήματος. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο, καθόσον δεν εξηγεί γιατί η άρνηση χορηγήσεως υποχρεωτικής αδείας συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, υπέπεσε σε νομική πλάνη.

    219.

    Κατά τη γνώμη μου, η αναιρεσείουσα σφάλλει όσον αφορά τη στοιχειοθέτηση της καταχρηστικής συμπεριφοράς που της προσάπτεται. Πράγματι, φρονώ ότι, όπως προκύπτει από την ανάλυσή του, το Πρωτοδικείο δεν θεμελίωσε την ύπαρξη καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως στο γεγονός ότι η DSD αρνούνταν την παροχή υποχρεωτικών αδειών και εξέθεσε ορθώς για ποιους λόγους προσάπτεται στην DSD ότι εκμεταλλεύεται καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα θέση της.

    220.

    Επισημαίνεται ότι το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 176 έως 183 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απάντησε στον ισχυρισμό που προέβαλε η τότε προσφεύγουσα ενώπιόν του στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, κατά τον οποίο τα άρθρα 3 και 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως της Επιτροπής εισάγουν δυσανάλογα επαχθή μέτρα, αφού υποχρεώνουν την DSD να χορηγεί άδεια χρήσεως του σήματος Der Grüne Punkt, ακόμη και στις περιπτώσεις που η οικεία επιχείρηση δεν μετέχει του συστήματος DSD.

    221.

    Με τον τρόπο αυτό, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε για ποιους λόγους θεώρησε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής, με τα άρθρα 3 και 4, παράγραφος 1, δεν υποχρέωνε την DSD να χορηγεί άδειες στις προσχωρούσες στο σύστημά της επιχειρήσεις για τις συσκευασίες που δεν αναλαμβάνονται από το εν λόγω σύστημα, αλλά είχε ως σκοπό να θέσει τέλος στην καταχρηστική συμπεριφορά καλώντας την να μην απαιτεί την καταβολή τέλους για υπηρεσία την οποία δεν παρέχει.

    222.

    Πράγματι, στη σκέψη 178 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ότι η καταλογιζόμενη στην DSD κατάχρηση συνίστατο, κατά την απόφαση της Επιτροπής, στο ότι η DSD απαιτούσε την καταβολή τέλους εκμεταλλεύσεως για το σύνολο των συσκευασιών που διακινούνταν στη Γερμανία με τον λογότυπο Der Grüne Punkt. Το Πρωτοδικείο αναφέρει στη συνέχεια ότι «[κ]ατά την απόφαση [αυτή], το τέλος εκμεταλλεύσεως δεν μπορεί να απαιτείται όταν οι παραγωγοί και διανομείς συσκευασιών που προσφεύγουν στο σύστημα DSD για μέρος μόνον των συσκευασιών που διακινούνται στη Γερμανία αποδεικνύουν ότι εκπλήρωσαν τις υποχρεώσεις αναλήψεως και ανακυκλώσεως που επιβάλλει το διάταγμα [για τις συσκευασίες] μέσω ανταγωνιστικών συλλογικών συστημάτων ή συστημάτων ίδιας διάθεσης ([περίπτωση 3])».

    223.

    Έχοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, το Πρωτοδικείο έκρινε, στη σκέψη 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, συνεπώς, οι υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλουν τα άρθρα 3 και 4, παράγραφος 1, της αποφάσεως της Επιτροπής δεν αφορούν τρίτους αλλά τους παραγωγούς ή τους διανομείς συσκευασιών οι οποίοι είναι αντισυμβαλλόμενοι της DSD και οι οποίοι είναι κάτοχοι αδείας χρήσεως του σήματος Der Grüne Punkt σε άλλο κράτος μέλος, στο πλαίσιο συστήματος αναλήψεως και ανακυκλώσεως που χρησιμοποιεί τον λογότυπο που αντιστοιχεί στο σήμα αυτό.

    224.

    Στη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι «οι υποχρεώσεις αυτές δεν έχουν ως σκοπό να επιβάλουν στην DSD να χορηγήσει άδεια χωρίς χρονικό περιορισμό για τη χρήση του σήματος Der Grüne Punkt, αλλά μόνο να υποχρεώσουν την DSD να μην εισπράττει τέλη εκμεταλλεύσεως για το σύνολο των συσκευασιών που φέρουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt, όταν αποδεικνύεται ότι το σύνολο ή μέρος μόνον των συσκευασιών αυτών αναλαμβάνεται και αξιοποιείται μέσω άλλου συστήματος».

    225.

    Το Πρωτοδικείο, στη σκέψη 182 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, «εφόσον οι χρήστες του λογοτύπου Der Grüne Punkt αποδεικνύουν ότι οι ποσότητες συσκευασιών για τις οποίες δεν προσφεύγουν στο σύστημα DSD όντως έχουν αναληφθεί και ανακυκλωθεί από το ή τα συλλογικά συστήματα ή συστήματα ίδιας διάθεσης στα οποία συμμετέχουν, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει ότι θα είναι δυσανάλογο να της ζητείται να μην αμείβεται για υπηρεσία την οποία δεν παρέχει».

    226.

    Από την ανάλυση αυτή προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, ότι το Πρωτοδικείο ορθώς θεώρησε ότι υφίστατο η προσαπτόμενη στην αναιρεσείουσα κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως και εξήγησε ορθώς ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής δεν επιβλήθηκε η χορήγηση υποχρεωτικής αδείας στις συμβεβλημένες επιχειρήσεις αλλά τέθηκε τέλος στην κατάχρηση στις περιπτώσεις που αποδείχθηκε ότι οι φέρουσες τον λογότυπο Der Grüne Punkt συσκευασίες είχαν αναληφθεί από άλλο σύστημα και όχι από το σύστημα DSD.

    227.

    Επομένως, φρονώ ότι ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και πρέπει επίσης να απορριφθεί.

    ΣΤ — Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως ο οποίος ερείδεται σε παράβαση του άρθρου 3 του κανονισμού 17 και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    228.

    Προς υποστήριξη του έκτου λόγου αναιρέσεως, η DSD προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς τα συμπεράσματά του και ότι η ανάλυσή του αντιφάσκει προς τα στοιχεία της δικογραφίας, καθώς και ότι αντίκειται στο άρθρο 3 του κανονισμού 17 και στην αρχή της αναλογικότητας. Η DSD αναφέρει, πρώτον, ότι το διάταγμα για τις συσκευασίες και το δίκαιο περί εμπορικών σημάτων δεν επιτρέπουν να υποχρεωθεί να παράσχει άδεια χρήσεως του λογοτύπου Der Grüne Punkt. Όμως, τα μέτρα που επιβάλλουν τα άρθρα 3 και επόμενα της αποφάσεως της Επιτροπής, τα οποία δεν λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι η DSD δεν παρέχει άδειες για τη χρήση του λογοτύπου και μόνο, στην ουσία επιβάλλουν ακριβώς αυτή την υποχρέωση στην αναιρεσείουσα.

    229.

    Δεύτερον, η DSD παρατηρεί ότι το εν λόγω διάταγμα και το δίκαιο περί εμπορικών σημάτων δεν επιτρέπουν να στερείται η DSD τη δυνατότητα να απαιτεί από τους πελάτες της να θέτουν επί των συσκευασιών που φέρουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt, αλλά οι οποίες δεν διατίθενται μέσω του συστήματος DSD, ένδειξη ικανή να εξουδετερώνει το διακριτικό αποτέλεσμα του λογοτύπου αυτού. Απορρίπτοντας, στη σκέψη 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τον ισχυρισμό της DSD κατά τον οποίο οι συσκευασίες που φέρουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt και διατίθενται μέσω του συστήματος DSD πρέπει να είναι δυνατό να διακρίνονται από τις συσκευασίες οι οποίες φέρουν μεν τον ίδιο λογότυπο αλλά δεν διατίθενται μέσω του εν λόγω συστήματος, το Πρωτοδικείο παρέλειψε να αναγνωρίσει ότι το άρθρο 3 της προβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής παραβιάζει το άρθρο 3 του κανονισμού 17 καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.

    230.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο πρώτος ισχυρισμός της DSD ότι το διάταγμα για τις συσκευασίες και το δίκαιο περί εμπορικών σημάτων δεν επιτρέπουν να υποχρεωθεί να παράσχει άδεια χρήσεως του λογοτύπου Der Grüne Punkt στηρίζεται σε εσφαλμένη υπόθεση, ήτοι στο ότι το Πρωτοδικείο αναφερόταν σε ιδιαίτερη άδεια αφορώσα τη χρήση του εν λόγω λογοτύπου και μόνο.

    231.

    Περαιτέρω, όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό, η Επιτροπή θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο ορθώς διαπίστωσε ότι ούτε το διάταγμα για τις συσκευασίες ούτε το δίκαιο περί εμπορικών σημάτων επιβάλλουν την επισήμανση των διαφόρων συσκευασιών εν όψει της υπαγωγής τους στο σύστημα DSD ή σε άλλο σύστημα.

    232.

    Η Vfw εκτιμά ότι η DSD δεν θεμελίωσε επαρκώς τους ισχυρισμούς που προέβαλε στο πλαίσιο του παρόντος λόγου αναιρέσεως.

    233.

    Κατά την Landbell και την BellandVision, ο λόγος αυτός προβάλλεται απαραδέκτως, καθόσον στην αίτηση αναιρέσεως πρέπει να παρατίθενται επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό.

    2. Εκτίμηση

    234.

    Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό που προβλήθηκε στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως, κατά τον οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής υποχρεώνει την αναιρεσείουσα να παράσχει άδεια για τη χρήση του σήματος Der Grüne Punkt, ο οποίος ισχυρισμός είναι παρεμφερής με αυτόν που προβλήθηκε στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, παραπέμπω στα όσα εξέθεσα στο πλαίσιο εξετάσεως του πέμπτου αυτού λόγου.

    235.

    Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι ο πρώτος ισχυρισμός που προβλήθηκε στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    236.

    Με τον δεύτερο ισχυρισμό της, η DSD προσάπτει στο Πρωτοδικείο το ότι δεν δέχθηκε ότι οι φέρουσες τον λογότυπο Der Grüne Punkt συσκευασίες οι οποίες διατίθενται μέσω του συστήματος DSD πρέπει να είναι δυνατό να διακρίνονται από τις συσκευασίες που φέρουν τον ίδιο λογότυπο αλλά δεν διατίθενται μέσω του εν λόγω συστήματος. Η ανάλυση του Πρωτοδικείου ήταν, κατά την αναιρεσείουσα, ανεπαρκής και αντίθετη προς τα στοιχεία της δικογραφίας και παραβιάζει το άρθρο 3 του κανονισμού 17 καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.

    237.

    Αντιλαμβάνομαι ως εκ τούτου ότι, η DSD θεωρεί ότι το να απαιτείται απλώς μία αποτελεσματική επεξηγηματική ένδειξη επιτρέπουσα την εξουδετέρωση της διακριτικής δυνάμεως του σήματος Der Grüne Punkt επί των συσκευασιών που δεν αναλαμβάνονται από το σύστημα DSD θα αποτελούσε καταλληλότερο μέσο, μη δυσανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και σύμφωνο με το άρθρο 3 του κανονισμού 17.

    238.

    Κατά τη γνώμη μου, το Πρωτοδικείο ορθώς απέρριψε την αιτίαση περί δυσαναλόγου χαρακτήρα του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως της Επιτροπής, καθόσον αυτό δεν προβλέπει τη δυνατότητα επιθέσεως επεξηγηματικών ενδείξεων.

    239.

    Συγκεκριμένα, στη σκέψη 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο εξηγεί «[τ]έτοιες επεξηγηματικές ενδείξεις στηρίζονται […] στην ιδέα ότι είναι δυνατό να διακρίνονται οι συσκευασίες που φέρουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt, οι οποίες υπάγονται στο σύστημα DSD, από εκείνες στις οποίες έχει επικολληθεί ο λογότυπος [αυτός] αλλά δεν υπάγονται στο σύστημα DSD και, επομένως, θα πρέπει να φέρουν μια ένδειξη προοριζόμενη να ελκύσει την προσοχή του καταναλωτή. Όμως, όπως εξηγήθηκε (βλ. σκέψεις 131 έως 138 [της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως], η λειτουργία των μικτών συστημάτων δεν στηρίζεται στην εξακρίβωση της ταυτότητας των συσκευασιών εκ μέρους των καταναλωτών, οι οποίοι παραμένουν ελεύθεροι να αποφασίζουν σε ποιο σύστημα θα εναποθέσουν τη συσκευασία, αλλά στην κατανομή του όγκου του προς αξιοποίηση υλικού».

    240.

    Η ανάλυση αυτή του Πρωτοδικείου δεν αντιφάσκει, κατά τη γνώμη μου, προς τα γενόμενα δεκτά στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Όπως ανέφερα στο σημείο 48 των παρουσών προτάσεων, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί εκ των προτέρων ποια θα είναι η πορεία μιας συσκευασίας. Μία πλαστική φιάλη μπορεί κάλλιστα να αγοραστεί στη γερμανική αγορά και στη συνέχεια να αποτεθεί σε κάδο στη Γαλλία, ανήκοντα σε ανταγωνίστρια της DSD επιχείρηση. Όπως επισήμανε η Επιτροπή, η συμπεριφορά του καταναλωτή δεν είναι δυνατόν να προβλεφθεί. Επομένως, μια επεξηγηματική ένδειξη επί των συσκευασιών που φέρουν τον λογότυπο Der Grüne Punkt και διατίθενται μέσω συστήματος ανταγωνιστρίας της DSD δεν θα μπορούσε να αποφέρει το προεξοφλούμενο αποτέλεσμα, αφού είναι αδύνατος ο διαχωρισμός των προϊόντων που φέρουν τον λογότυπο αυτόν και αναλαμβάνονται από την DSD και των προϊόντων που φέρουν τον ίδιο αυτό λογότυπο αλλά αναλαμβάνονται από ανταγωνιστικό σύστημα.

    241.

    Σημειωτέον, εξάλλου, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Landbell ανέφερε ότι, στην πράξη, η συλλογή, η διαλογή και η αξιοποίηση χωρούν ανεξαρτήτως του αν η εκάστοτε συσκευσία φέρει ένδειξη εμφαίνουσα σε ποιο σύστημα υπάγεται. Αυτό που κατανέμεται μεταξύ των διαφόρων συστημάτων είναι ποσότητες υλικού. Η DSD δεν αμφισβήτησε την πρακτική αυτή.

    242.

    Κατά συνέπεια, φρονώ ότι ο έκτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Ζ — Επί του εβδόμου λόγου αναιρέσεως ο οποίος ερείδεται σε διαδικαστική πλημμέλεια

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    243.

    Με τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι συντρέχει διαδικαστική πλημμέλεια. Υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υποκατέστησε με τη δική του αιτιολογία την αιτιολογία της Επιτροπής. Η αναιρεσείουσα θεωρεί, επίσης, ότι κάθε προσθήκη νέων διαπιστώσεων από το Πρωτοδικείο συνιστά προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως.

    244.

    Προς υποστήριξη του λόγου αυτού αναιρέσεως, η DSD προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι προέβη σε νέες διαπιστώσεις, που στηρίχθηκαν στα λεχθέντα από τους διαδίκους κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως. Πρόκειται για απαντήσεις σε λεπτομερείς ερωτήσεις τις οποίες είχε υποβάλει το Πρωτοδικείο, είτε μόλις τρεις εβδομάδες πριν από τη συζήτηση στο ακροατήριο είτε κατά τη διάρκεια της συζητήσεως αυτής, χωρίς να αποκαλύψει ποιο σκοπό θα εξυπηρετούσαν ούτε ποια σχέση υπήρχε μεταξύ των ερωτήσεων αυτών και των διαπιστώσεων της αποφάσεως της Επιτροπής. Στηριζόμενο στις εν λόγω ερωτήσεις και απαντήσεις, το Πρωτοδικείο προέβη σε νέες σημαντικές διαπιστώσεις σχετικά με τον τρόπο λειτουργίας των μικτών συστημάτων, οι οποίες δεν εμφανίζονταν στην προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής και στις οποίες δεν είχαν αναφερθεί ούτε η Επιτροπή ούτε η αναιρεσείουσα.

    245.

    Η DSD αναφέρεται ιδίως σε δύο διαπιστώσεις, ήτοι, αφενός, στη διαπίστωση ότι οι συσκευασίες, η διάθεση των οποίων ανατίθεται στην DSD, είναι δυνατό να υπάγονται συγχρόνως σε συλλογικό σύστημα και σε σύστημα ατομικής διαθέσεως και, αφετέρου, στη διαπίστωση ότι το διάταγμα για τις συσκευασίες προβλέπει πλείονες μηχανισμούς διορθώσεως που επιτρέπουν στους παραγωγούς και στους διανομείς να εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το εν λόγω διάταγμα υπάγοντας εκ των υστέρων τις συσκευασίες σε σύστημα ατομικής διαθέσεως ή σε συλλογικό σύστημα.

    246.

    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Vfw, την Landbell και την BellandVision, θεωρεί ότι οι σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στις οποίες αναφέρεται ο εδώ εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως δεν προσθέτουν τίποτα καινούργιο σε σχέση με τα ζητήματα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας και στο πλαίσιο της έγγραφης διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.

    2. Εκτίμηση

    247.

    Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι προέβη σε νέες διαπιστώσεις οι οποίες δεν περιέχονταν στην προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής και ότι, με τον τρόπο αυτό, υποκατέστησε με τη δική του αιτιολογία την αιτιολογία της Επιτροπής. Πρόκειται, κατά την DSD, για τη διαπίστωση ότι είναι δυνατό μία επιχείρηση να κάνει παράλληλα χρήση ενός συλλογικού συστήματος και ενός συστήματος ατομικής διαθέσεως, καθώς και για τη διαπίστωση ότι το διάταγμα για τις συσκευασίες προβλέπει πλείονες μηχανισμούς διορθώσεως οι οποίοι επιτρέπουν στους παραγωγούς και στους διανομείς να εκπληρώνουν τις απορρέουσες από το διάταγμα υποχρεώσεις τους υπάγοντας εκ των υστέρων συσκευασίες τους σε σύστημα ατομικής διαθέσεως ή σε συλλογικό σύστημα.

    248.

    Φρονώ ότι και ο λόγος αυτός αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

    249.

    Υπενθυμίζω, πράγματι, ότι το Πρωτοδικείο, στις σκέψεις 44 έως 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, παρέθεσε το περιεχόμενο του μέρους της προσβαλλόμενης αποφάσεως που αφορούσε τη δυνατότητα συνδυασμού πλειόνων συστημάτων αναλήψεως και αξιοποιήσεως των απορριμμάτων.

    250.

    Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο ανέφερε, στη σκέψη 45 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[σ]την προσβαλλόμενη απόφαση εκτίθενται αρκετά στοιχεία που επιτρέπουν να καταδειχθεί η δυνατότητα προσφυγής στα μικτά συστήματα. Έτσι, η [εν λόγω] απόφαση αναφέρει ότι προκύπτει από τις παρατηρήσεις των γερμανικών αρχών (αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλόμενης αποφάσεως) ότι το διάταγμα [για τις συσκευασίες] επιτρέπει να συνδυάζεται ένα σύστημα ίδιας διάθεσης και ένα συλλογικό σύστημα με συμμετοχή στο συλλογικό σύστημα μόνο για την ανάληψη μέρους των συσκευασιών που έχουν διατεθεί στο εμπόριο. […] Στην προσβαλλόμενη απόφαση υπογραμμίζεται επίσης ότι από προγενέστερη απάντηση των γερμανικών αρχών προκύπτει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 3, του [εν λόγω] διατάγματος δεν συνεπάγεται ότι μόνον η προσφυγή σε ένα και μοναδικό σύστημα είναι δυνατή. Έτσι, οι γερμανικές αρχές δεν είχαν ποτέ την πρόθεση να επιτρέψουν την εφαρμογή ενός και μοναδικού συλλογικού συστήματος σε ολόκληρη τη χώρα ή σε κάθε ομόσπονδο κράτος (αιτιολογική σκέψη 23 της προσβαλλόμενης αποφάσεως)».

    251.

    Το Πρωτοδικείο επισήμανε, επίσης, στη σκέψη 46 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί, στην παρούσα υπόθεση, τη δυνατότητα για τον παραγωγό ή τον διανομέα συσκευασιών να προσφύγει σε μικτό σύστημα».

    252.

    Όσον αφορά τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου που περιέχονται στις σκέψεις 137 και 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες το διάταγμα για τις συσκευασίες επιτρέπει στους ενδιαφερομένους να καταφεύγουν σε μηχανισμούς διορθώσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι, μολονότι το Πρωτοδικείο δεν παρέθεσε ρητώς τα σημεία της προσβαλλομένης αποφάσεως στα οποία αναφερόταν, αφενός, επισήμανε, στη σκέψη 9 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «το άρθρο 6, παράγραφος 1, ένατο εδάφιο, του [εν λόγω] διατάγματος ορίζει ότι, αν ένας διανομέας δεν εκπληρώνει την υποχρέωσή του αναλήψεως και αξιοποιήσεως μέσω ενός συστήματος ίδιας διάθεσης, οφείλει να πράξει τούτο μέσω συλλογικού συστήματος», αφετέρου δε, η σχετική αναφορά περιέχεται στην 21η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως.

    253.

    Συνεπώς, διαπιστώνοντας, στη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, εφόσον δεν αξιοποιηθούν επαρκείς ποσότητες μέσω του συστήματος ατομικής διαθέσεως, ο παραγωγός ή ο διανομέας μπορεί να εξαγοράσει την ποσότητα συσκευασιών που απαιτείται για να συμπληρώσει τον απαιτούμενο όγκο, το Πρωτοδικείο δεν υποκατέστησε με τη δική του την αιτιολογία της Επιτροπής, αφού το στοιχείο αυτό προκύπτει, με σαφέστατο τρόπο, από την προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής.

    254.

    Η αναιρεσείουσα προσάπτει επίσης στο Πρωτοδικείο ότι προέβη σε μια νέα διαπίστωση, δεχόμενο ότι οι παραγωγοί και οι διανομείς έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώνουν τις εκ του διατάγματος υποχρεώσεις τους υπάγοντας εκ των υστέρων συσκευασίες σε σύστημα ατομικής διαθέσεως.

    255.

    Όπως ανέφερα στα σημεία 160 έως 163 των παρουσών προτάσεων, η αναιρεσείουσα παρερμηνεύει, κατά τη γνώμη μου, τη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, το Πρωτοδικείο, στην ανάλυσή του που περιέχεται στις σκέψεις 134 έως 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βασίζεται στην υπόθεση ότι ένας διανομέας θα υπάγεται σε δύο συστήματα, ένα ατομικής διαθέσεως και ένα συλλογικό. Επομένως, δεν αναφέρεται σε εκ των υστέρων χρήση συστήματος ατομικής διαθέσεως αλλά σε διόρθωση των ποσοτήτων υλικού που κατανέμονται μεταξύ των διαφόρων συστημάτων, η οποία επιτρέπει στον διανομέα που συνδυάζει ένα σύστημα ατομικής διαθέσεως και ένα συλλογικό σύστημα να απαιτεί από το τελευταίο την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος τέλους το οποίο αντιστοιχεί στις συσκευασίες που διατέθηκαν μέσω του συστήματος ατομικής διαθέσεως.

    256.

    Κατά τα λοιπά, το Πρωτοδικείο διευκρίνισε, στη σκέψη 138 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι δυνατότητες αυτές διορθώσεως έχουν συγκεκριμενοποιηθεί με συμφωνία συμψηφισμού, για την οποία έγινε λόγος κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία επιτρέπει στους διάφορους διαχειριστές συστημάτων διαθέσεως να κατανέμουν τις ποσότητες υλικού που ανακυκλώνουν οι επιχειρήσεις συλλογής στις οποίες προσφεύγουν ανάλογα με τις ποσότητες υλικού για τις οποίες έχουν την ευθύνη βάσει των συμβάσεων που έχουν συνάψει με τους παραγωγούς και τους διανομείς συσκευασιών».

    257.

    Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    Η — Επί του ογδόου λόγου αναιρέσεως ο οποίος ερείδεται στην παραβίαση του δικαιώματος για περάτωση της διαδικασίας εντός ευλόγου χρόνου

    1. Επιχειρήματα των διαδίκων

    258.

    Στο πλαίσιο του ογδόου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε διαδικαστική πλημμέλεια και προσέβαλε τα δικαιώματά της καθόσον παραβίασε το θεμελιώδες δικαίωμα της περαιώσεως μιας υποθέσεως εντός ευλόγου προθεσμίας, το οποίο αναγνωρίζεται από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη, στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), και από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που υιοθετήθηκε με τη Διακήρυξη της 7ης Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ C 364, σ. 1).

    259.

    Κατά την αναιρεσείουσα, η διαδικασία, η οποία διήρκεσε πέντε έτη και εννέα μήνες, φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι ήταν μακροσκελής. Επικαλείται, σχετικώς, την απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής ( 17 ). Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι τέτοια διάρκεια μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον εφόσον συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, κατά την έννοια της αποφάσεως της 17ης Δεκεμβρίου 1998, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής ( 18 ), πράγμα που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

    260.

    Κατά συνέπεια, η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα με τα άρθρα 58, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, και 61, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

    261.

    Θα αναφερθώ, στο πλαίσιο της εξετάσεως του λόγου αυτού, στα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα για τη θεμελίωσή του.

    262.

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμη και αν η διάρκεια της διαδικασίας ήταν υπερβολικά μεγάλη, εφόσον δεν είχε επίπτωση στην έκβαση της διαφοράς, δεν μπορεί να επιφέρει την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ( 19 ). Κατά τη γνώμη της, η διάρκεια της διαδικασίας ουδόλως επηρέασε την έκβαση της δίκης και η εξαφάνιση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου θα συνεπαγόταν περαιτέρω παράταση της διαρκείας της διαδικασίας.

    263.

    Η Vfw παρατηρεί ότι η DSD δεν υπέστη δυσμενείς συνέπειες λόγω της διαρκείας της διαδικασίας, καθόσον εξακολούθησε να ασκεί τις δραστηριότητές της και η θέση της στην αγορά δεν εξασθένισε σημαντικά. Εξάλλου, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι εθίγησαν τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας, η εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θα συνιστούσε δυσανάλογο μέτρο.

    264.

    Η Landbell και η BellandVision υπενθυμίζουν ότι το αν η διάρκεια της διαδικασίας είναι εύλογη ή όχι πρέπει να εκτιμηθεί λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης διαφοράς. Εν προκειμένω, η DSD περιέπλεξε σημαντικά το ζήτημα με μακροσκελείς αγορεύσεις, στρεβλωτικές της ουσίας, οι οποίες μάλιστα περιείχαν ψευδείς ισχυρισμούς επί ουσιωδών ζητημάτων όσον αφορά το δίκαιο των εμπορικών σημάτων.

    2. Εκτίμηση

    265.

    Γίνεται παγίως δεκτό στη νομολογία ότι, όσον αφορά τις ενδεχόμενες διαδικαστικές πλημμέλειες, κατά τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται σε νομικά ζητήματα. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να στηρίζεται σε λόγους συνιστάμενους στην αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, σε πλημμέλειες κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία που θίγουν τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος, καθώς και σε παράβαση του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους του Πρωτοδικείου ( 20 ).

    266.

    Συνεπώς, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ελέγξει αν κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία υπήρξαν πλημμέλειες θίγουσες τα συμφέροντα της αναιρεσείουσας και οφείλει να εξακριβώσει ότι έχουν τηρηθεί οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου και οι διαδικαστικοί κανόνες που διέπουν το βάρος και τη διεξαγωγή των αποδείξεων ( 21 ).

    267.

    Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα η υπόθεσή του να δικαστεί δικαίως, δημοσίως και εντός ευλόγου προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, νομίμως λειτουργούν, το οποίο θα αποφασίσει είτε επί των αμφισβητήσεων επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του αστικής φύσεως, είτε επί του βασίμου πάσης εναντίον του κατηγορίας ποινικού χαρακτήρα ( 22 ).

    268.

    Η γενική αρχή κοινοτικού δικαίου κατά την οποία κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα για μια δίκαιη δίκη, αρχή που εμπνέεται από τα θεμελιώδη αυτά δικαιώματα, και, ειδικότερα, το δικαίωμα για μια δίκη εντός ευλόγου προθεσμίας, έχει εφαρμογή στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής κατά αποφάσεως της Επιτροπής επιβάλλουσας σε επιχείρηση πρόστιμα λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού ( 23 ). Συνεπώς, εναπόκειται στο Δικαστήριο, στο στάδιο της αναιρέσεως, να εξετάζει τέτοιους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως αφορώντες τη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου ( 24 ).

    269.

    Το χρονικό σημείο ενάρξεως της δίκης εντοπίζεται στον χρόνο καταθέσεως από την προσφεύγουσα και νυν αναιρεσείουσα, στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου, της προσφυγής ακυρώσεως, στις 5 Ιουλίου 2001, και το σημείο περαιώσεως, στις 24 Μαΐου 2007, ημερομηνία δημοσιεύσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου διήρκεσε περίπου πέντε έτη και εννέα μήνες.

    270.

    Εμπνεόμενο από τα κριτήρια που έχει υιοθετήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, το Δικαστήριο έκρινε, στην προπαρατεθείσα απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, ότι ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας της δίκης πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν κάθε υπόθεση και, ειδικότερα, με τα συμφέροντα του διαδίκου που διακυβεύονται στη δίκη, την περιπλοκότητα της υποθέσεως, καθώς και τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος ενώπιον του Πρωτοδικείου και εκείνη των αρμοδίων αρχών ( 25 ).

    271.

    Στη συνέχεια θα εξετάσω διαδοχικά καθένα από τα τρία αυτά κριτήρια υπό το φως της προαναφερθείσης αποφάσεως Baustahlgewebe κατά Επιτροπής.

    α) Το διακύβευμα της διαφοράς

    272.

    Το Δικαστήριο έκρινε ότι, σε περίπτωση διαφοράς ως προς την ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, η θεμελιώδης απαίτηση ασφαλείας δικαίου που πρέπει να απολαύουν οι επιχειρηματίες, καθώς και ο στόχος εξασφαλίσεως του ανόθευτου ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά εμφανίζουν σημαντικό ενδιαφέρον όχι μόνο για την ίδια την αναιρεσείουσα και τους ανταγωνιστές της, αλλά και για τους τρίτους, λόγω του μεγάλου αριθμού ενδιαφερομένων προσώπων και των οικονομικών συμφερόντων που διακυβεύονται ( 26 ).

    273.

    Επομένως, το ότι διακυβεύονται σημαντικά συμφέροντα και ιδίως οικονομικά συμφέροντα της εμπλεκομένης επιχειρήσεως επιβάλλει την ταχεία εκδίκαση της υποθέσεως. Προκειμένου, παραδείγματος χάριν, για μία επιχείρηση η οποία θα υποχρεωθεί, δυνάμει της αποφάσεως της Επιτροπής, να δημοσιοποιήσει πληροφορίες σχετικές με ένα από τα προϊόντα της ώστε να μπορέσουν οι ανταγωνίστριες επιχειρήσεις να αναπτύξουν τα δικά τους ομοειδή προϊόντα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η εν λόγω απόφαση και η διαδικασία που θα κινηθεί από την επιχείρηση θα έχουν συνέπειες για τη δραστηριότητά της, λαμβανομένου υπόψη ότι η άσκηση προσφυγής κατά των αποφάσεων της Επιτροπής δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

    274.

    Το αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίζει να επιβάλει πρόστιμο στην επιχείρηση την οποία θεωρεί υπεύθυνη για την διαπιστωθείσα παράβαση.

    275.

    Επομένως, το ερώτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν τα συμφέροντα που διακυβεύονταν στη δίκη ήσαν πράγματι τόσο ζωτικής σημασίας για την DSD ώστε να τίθεται σε κίνδυνο η οικονομική της επιβίωση. Δεν το πιστεύω.

    276.

    Σε αντίθεση με την επιχείρηση την οποία αφορούσε η προπαρατεθείσα απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, στην DSD δεν επιβλήθηκε κανένα πρόστιμο από την Επιτροπή. Η Επιτροπή υπενθυμίζει στο απαντητικό υπόμνημά της ότι εξέθεσε με πληρότητα τη θέση της στο σημείο 148 της κοινοποιήσεως των αιτιάσεων ( 27 ) και ότι δεν προτίθεται, άλλωστε, να επιβάλει ούτε χρηματική ποινή.

    277.

    Εξάλλου, η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής δεν θα μπορούσε κατά τη γνώμη μου να απειλήσει τη συνέχιση της δραστηριότητας της νυν αναιρεσείουσας. Η εν λόγω απόφαση σκοπεί να θέσει τέλος σε μία καταχρηστική συμπεριφορά η οποία συνίσταται στην είσπραξη τέλους για το σύνολο των συσκευασιών που διατίθενται στην αγορά από τις υπαγόμενες στο σύστημα της DSD επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των συσκευασιών που δεν αναλαμβάνονται από το σύστημα DSD. Για αυτόν ακριβώς το λόγο ορίζεται στην εν λόγω απόφαση ότι, εφόσον αποδεικνύεται ότι οι συσκευασίες αυτές δεν αναλαμβάνονται από το εν λόγω σύστημα, το τέλος που τους αντιστοιχεί δεν πρέπει να καταβάλλεται.

    278.

    Συνεπώς, δεν αμφισβητείται το κύρος των συμβάσεων τις οποίες έχει υπογράψει η DSD με τις υπαγόμενες στο σύστημά της επιχειρήσεις και η δραστηριότητά της μπορεί να συνεχιστεί κανονικά. Απλώς ζητείται από την DSD να μην εισπράττει τέλος για υπηρεσία την οποία δεν παρέχει.

    279.

    Επομένως, κατά τη γνώμη μου, διακυβεύονται όντως συμφέροντα της DSD, αφού η απόφαση έχει οπωσδήποτε επιπτώσεις γι αυτήν, αλλά οι επιπτώσεις αυτές δεν είναι θεμελιώδους σημασίας, αφού δεν θέτουν σε κίνδυνο την οικονομική της επιβίωση.

    280.

    Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται να στερηθεί η αναιρεσείουσα του δικαιώματός της για δίκαιη δίκη εντός ευλόγου προθεσμίας, ιδίως, λαμβανομένου υπόψη ότι, όπως θα καταδειχθεί στη συνέχεια, η υπόθεση δεν ήταν, κατά τη γνώμη μου, τόσο πολύπλοκη ώστε να δικαιολογεί διάρκεια της διαδικασίας εκτεινόμενη σε πέντε έτη και εννέα μήνες.

    β) Ο περίπλοκος χαρακτήρας της υποθέσεως

    281.

    Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθώς και από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η περιπλοκότητα μιας υποθέσεως προσδιορίζεται με βάση μια δέσμη παραγόντων.

    282.

    Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι ο οικονομικός χαρακτήρας των παραβάσεων και μόνον δεν καθιστά τη διαδικασία ιδιαιτέρως περίπλοκη. Επισήμανε επίσης ότι η τροποποίηση του νόμου που βρισκόταν στο επίκεντρο της κύριας δίκης διευκόλυνε το έργο του ανακριτή. Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σημείωσε ότι η κύρια δίκη αφορούσε τέσσερα πρόσωπα, ενεργούντα στο πλαίσιο επιχειρήσεων που υπάγονται στον ίδιο τομέα δραστηριότητας, και ότι δεν προέκυψε η ύπαρξη αρκετά περίπλοκων νομικών κατασκευών ώστε να δυσχεράνουν σημαντικά το έργο των προσώπων που διεξήγαγαν τις έρευνες. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η πολυπλοκότητα της υποθέσεως δεν δικαιολογούσε την μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας ( 28 ).

    283.

    Στην προπαρατεθείσα απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο, για να εκτιμήσει την πολυπλοκότητα της υποθέσεως, έλαβε ιδίως υπόψη τον αριθμό των προσώπων που αφορούσε η απόφαση της Επιτροπής και το γεγονός ότι η προσφυγή που άσκησε η αναιρεσείουσα ήταν μία από έντεκα προσφυγές, συνταχθείσες σε τρεις διαφορετικές γλώσσες διαδικασίας, προσφυγές που συνενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας ( 29 ). Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η διαδικασία που αφορούσε την αναιρεσείουσα επέβαλλε εμπεριστατωμένη εξέταση εγγράφων που ήσαν σχετικώς ογκώδη, καθώς και πραγματικών και νομικών ζητημάτων που εμφάνιζαν ορισμένη περιπλοκότητα ( 30 ).

    284.

    Στην απόφασή του της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής ( 31 ), το Δικαστήριο ανέφερε ότι η πολύ μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου μπορεί να εξηγηθεί σε μεγάλο βαθμό από μια συγκυρία αντικειμενικών περιστάσεων που αφορούν τον αριθμό παραλλήλων υποθέσεων που εισήχθησαν διαδοχικά ενώπιον του Πρωτοδικείου, καθώς και τη σπουδαιότητα των νομικών ζητημάτων που τέθηκαν με τις εν λόγω υποθέσεις ( 32 ).

    285.

    Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί ότι η DSD, την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής, είναι η μοναδική προσφεύγουσα. Επιπλέον, η διαδικασία διεξήχθη σε μία μόνο γλώσσα, τη γερμανική.

    286.

    Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το Πρωτοδικείο καλείται να επιληφθεί, στο πλαίσιο των υποθέσεων που υποβάλλονται ενώπιόν του, περίπλοκων πραγματικών και νομικών ζητημάτων.

    287.

    Ωστόσο, φρονώ ότι η παρούσα υπόθεση δεν παρουσίαζε τέτοιες νομικές δυσχέρειες που να δικαιολογούν την επί πέντε έτη και εννέα μήνες διάρκεια της δίκης.

    288.

    Πράγματι, καίτοι ομολογουμένως το σύστημα που καθιερώνει το διάταγμα για τις συσκευασίες και το σύστημα που έθεσε σε λειτουργία η DSD είναι ίσως δύσκολο να γίνουν αντιληπτά εξ αρχής είναι επίσης γεγονός ότι τα πραγματικά περιστατικά της παρούσας υποθέσεως δεν παρουσιάζουν την πολυπλοκότητα των πραγματικών περιστατικών που καλείται ενδεχομένως να εξετάσει το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο, παραδείγματος χάριν, υποθέσεων συμπράξεων επιχειρήσεων και συντονισμένων πρακτικών.

    289.

    Εξάλλου, το νομικό ζήτημα στην παρούσα υπόθεση περιορίζεται στο αν υφίσταται καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, ενώ δεν αμφισβητείται το ότι η νυν αναιρεσείουσα κατέχει δεσπόζουσα θέση. Όμως, η εκτίμηση του αν μια επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση είναι συχνά δύσκολο και περίπλοκο εγχείρημα, ιδίως επειδή απαιτεί τη μελέτη οικονομικών δεδομένων που είναι με τη σειρά τους περίπλοκα.

    290.

    Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η πολυπλοκότητα της παρούσας υποθέσεως δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη διάρκεια πέντε ετών και εννέα μηνών της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

    γ) Η συμπεριφορά της τότε προσφεύγουσας και των αρμοδίων αρχών

    291.

    Η συμπεριφορά της προσφεύγουσας διαρκούσης της ένδικης διαδικασίας μπορεί να συντείνει στην παράταση της διαρκείας της εν λόγω διαδικασίας. Επομένως, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει τη συμπεριφορά αυτή, προκειμένου να λάβει υπόψη την ευθύνη εκάστου μέρους όσον αφορά τη διάρκεια της διαδικασίας.

    292.

    Προκειμένου να κρίνει τη συμπεριφορά της τότε προσφεύγουσας, το Δικαστήριο εξέτασε, στην προπαρατεθείσα απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, αν η Baustahlgewebe GmbH ζήτησε παράταση της προθεσμίας που είχε προβλεφθεί αρχικά για την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως, ώστε να προσδιορίσει αν η εν λόγω εταιρεία συνέτεινε ουσιωδώς στην παράταση της διαρκείας της διαδικασίας.

    293.

    Στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από τα περιεχόμενα στον φάκελλο της δικογραφίας διαδικαστικά έγγραφα, η DSD ζήτησε πράγματι να παραταθεί η προθεσμία καταθέσεως του υπομνήματος απαντήσεώς της, αίτημα που έγινε δεκτό με απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2001.

    294.

    Ωστόσο, το αίτημα αυτό για παράταση της προθεσμίας καταθέσεως του υπομνήματος απαντήσεως δεν συνέτεινε ουσιωδώς, κατά τη γνώμη μου, στην παράταση της διάρκειας της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας.

    295.

    Συγκεκριμένα, όσον αφορά τη συμπεριφορά της αρμόδιας αρχής, ήτοι του Πρωτοδικείου, πρέπει να επισημανθεί ότι, από την κοινοποίηση στους διαδίκους του πέρατος της έγγραφης διαδικασίας, στις 9 Σεπτεμβρίου 2002 μέχρι την κλήση στην επ’ακροατηρίου συζήτηση, που κοινοποιήθηκε στους διαδίκους στις 8 Ιουνίου 2006, μεσολάβησαν τρία έτη και εννέα μήνες. Φρονώ ότι η μεσολάβηση τόσο μακρού χρόνου, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υποθέσεως και της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας, δεν δικαιολογείται.

    296.

    Το Δικαστήριο έκρινε σχετικώς, στην απόφασή του Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, ότι η δομή του κοινοτικού δικαιοδοτικού συστήματος δικαιολογεί, υπό ορισμένες επόψεις, το ότι το Πρωτοδικείο, το οποίο έχει την ευθύνη να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά και να προβαίνει στην ουσιαστική εξέταση της διαφοράς, μπορεί να διαθέτει σχετικώς περισσότερο χρόνο για την εκδίκαση των προσφυγών που απαιτούν εμπεριστατωμένη εξέταση περίπλοκων περιστατικών. Ωστόσο, προσθέτει το Δικαστήριο, η αποστολή αυτή δεν απαλλάσσει το κοινοτικό δικαιοδοτικό όργανο που δημιουργήθηκε ειδικά γι' αυτόν τον σκοπό από την υποχρέωση να εκδικάζει τις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται εντός ευλόγου χρόνου ( 33 ).

    297.

    Το Δικαστήριο εξέτασε επίσης αν ελήφθησαν, κατά το διάστημα μεταξύ του πέρατος της έγγραφης διαδικασίας και της αποφάσεως περί ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας, μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων ( 34 ).

    298.

    Το Δικαστήριο επισήμανε ότι παρήλθαν 32 μήνες μεταξύ του πέρατος της έγγραφης διαδικασίας και της αποφάσεως περί ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας και 22 μήνες μεταξύ του πέρατος της προφορικής διαδικασίας και της δημοσιεύσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου. Κατά το Δικαστήριο, ένα τέτοιο χρονικό διάστημα μπορεί να δικαιολογηθεί μόνον από εξαιρετικές περιστάσεις. Έκρινε ότι, ελλείψει οποιασδήποτε αναστολής της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου, ειδικότερα δυνάμει των άρθρων 77 και 78 του Κανονισμού Διαδικασίας, έπρεπε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν συνέτρεχαν τέτοιες περιστάσεις στην εξεταζόμενη υπόθεση ( 35 ).

    299.

    Υπενθυμίζω ότι, στην παρούσα υπόθεση, παρήλθαν 45 μήνες μεταξύ του πέρατος της έγγραφης διαδικασίας και της αποφάσεως περί ενάρξεως της προφορικής διαδικασίας και ότι, κατά την περίοδο αυτή, δεν ελήφθη κανένα ιδιαίτερο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων.

    300.

    Κατά συνέπεια, με βάση το σύνολο των προεκτεθέντων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι, μολονότι η εξεταζόμεη διαδικασία δεν απειλούσε την ίδια τη συνέχιση της δραστηριότητας και την οικονομική επιβίωση της DSD, η περιπλοκότητα της υποθέσεως καθώς και η συμπεριφορά της προσφεύγουσας δεν δικαιολογούν το γεγονός ότι η διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου διήρκεσε πέντε έτη και εννέα μήνες. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η διάρκεια αυτή πρέπει να θεωρηθεί υπερβολικά μακρά.

    3. Οι συνέπειες της μη τηρήσεως της ευλόγου διαρκείας της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας

    301.

    Η αναιρεσείουσα εκτιμά ότι η μη τήρηση του κανόνα της ευλόγου διαρκείας της διαδικασίας από το Πρωτοδικείο έθιξε τα συμφέροντά της κατά την έννοια του άρθρου 58, πρώτο εδάφιο, δεύτερη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Η παράβαση αυτή δικαιολογεί, κατά τη γνώμη της, την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ανεξαρτήτως των ενδεχομένων συνεπειών της για την έκβαση της δίκης, σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του Οργανισμού του Δικαστηρίου.

    302.

    Φρονώ ότι ο όγδοος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

    303.

    Μολονότι, κατά τη γνώμη μου, η διάρκεια της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας δεν ανταποκρίνεται στον ορισμό της ευλόγου διαρκείας, πιστεύω ότι η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να συνεπάγεται ως κύρωση την εξαφάνιση της αποφάσεως.

    304.

    Η συνέπεια την οποία προέβλεψε σχετικώς το Δικαστήριο στην προπαρατεθείσα απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής ήταν απλώς αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την μη εύλογη διάρκεια της διαδικασίας.

    305.

    Στην εδώ εξεταζόμενη υπόθεση, η εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως θα σήμαινε ότι θα επιτρεπόταν στην DSD να επαναφέρει μια παραβατική συμπεριφορά την οποία καταδίκασε η προσβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής για λόγους που θεώρησα ήδη βασίμους.

    306.

    Η κύρωση για την παράβαση του κανόνα της ευλόγου διαρκείας δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να συνεπάγεται τη συνέχιση από την επιχείρηση ή την εκ νέου υιοθέτηση μιας συμπεριφοράς που κρίθηκε αντίθετη προς τους κοινοτικούς κανόνες.

    307.

    Κατά συνέπεια, η παράβαση του κανόνα της ευλόγου διαρκείας της διαδικασίας δεν μπορεί να επισύρει παρά, ενδεχομένως, αγωγή αποζημιώσεως για αποκατάσταση της προκληθείσης ζημίας.

    308.

    Όσον αφορά τη φύση της ζημίας αυτής, δεν πρόκειται, στην παρούσα υπόθεση, για περίπτωση όπου μια επιχείρηση υπέστη οικονομική ζημία λόγω της υπερβολικής διαρκείας της διαδικασίας. Συνεπώς, κατά τη γνώμη μου, δεν έχει προκληθεί οικονομική ζημία.

    309.

    Η ζημία την οποία υπέστη η αναιρεσείουσα συνίσταται στην παράβαση, στην οποία συνέτεινε και η ίδια, μιας γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, ήτοι του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, συστατικό της οποίας είναι η εύλογη διάρκεια της διαδικασίας ( 36 ).

    310.

    Υπενθυμίζεται σχετικώς ότι στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΕ ορίζεται ότι «[η] Ένωση σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται με την [ΕΣΔΑ]».

    311.

    Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα θεμελιώδη δικαιώματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση των οποίων διασφαλίζει το Δικαστήριο, εμπνεόμενο από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και από τις κατευθύνσεις που παρέχουν οι διεθνείς συμβάσεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, για τις οποίες έχουν συνεργαστεί ή στις οποίες έχουν προσχωρήσει τα κράτη μέλη ( 37 ).

    312.

    Η ΕΣΔΑ έχει στο πλαίσιο αυτό ιδιαίτερη σημασία ( 38 ).

    313.

    Το εν λόγω δικαίωμα κάθε προσώπου για εκδίκαση της υποθέσεώς του εντός ευλόγου προθεσμίας έχει, κατά τη γνώμη μου, τόσο μεγάλη σημασία ώστε το γεγονός και μόνο ότι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο στερείται του δικαιώματος αυτού συνιστά αυτοτελή ζημία.

    314.

    Όσον αφορά τις διάφορες πιθανές μορφές αποκαταστάσεως της ζημίας, οι τρόποι που έχουν υποδειχθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να βρουν εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση. Συγκεκριμένα, η αναγνώριση της παραβάσεως της ως άνω αρχής συνιστά, κατά τη γνώμη μου, «δίκαιη ικανοποίηση» κατάλληλη να επανορθώσει από μόνη της, μη υπαρχούσης υλικής ζημίας, τη ζημία που υπέστη η αναιρεσείουσα. Πράγματι, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει δεχθεί ότι «η διαπίστωση [ότι ένα κράτος παραβίασε το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ] συνιστά από μόνη της […] δίκαιη ικανοποίηση υπό τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τη διαφορά» ( 39 ).

    315.

    Ωστόσο, αν η DSD εκτιμά ότι η απλή αναγνώριση της παραβιάσεως της αρχής της ευλόγου διαρκείας της διαδικασίας δεν αποτελεί δίκαιη ικανοποίηση, μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να ασκήσει ενώπιον του αρμοδίου κοινοτικού δικαστηρίου αγωγή αποζημιώσεως σύμφωνα με τους κανόνες του κοινού δικαίου. Πράγματι, σύμφωνα με το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΚ, «[σ]το πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, η Ένωση υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν τα θεσμικά όργανα ή οι υπάλληλοί της κατά την άσκηση των καθηκόντων τους».

    316.

    Ποιο θα ήταν τότε το αρμόδιο όργανο για την εκδίκαση μιας τέτοιας αγωγής;

    317.

    Τα κοινοτικά κείμενα δεν περιέχουν ειδικές διατάξεις σχετικά με τις αγωγές για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε ενδεχομένως από τη λειτουργία του κοινοτικού δικαστικού συστήματος.

    318.

    Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, ο γενικός εισαγγελέας Léger ανέφερε ότι, κατά τη γνώμη του, το Δικαστήριο παρέμενε αρμόδιο να εκδικάζει τέτοιου είδους διαφορές, εφόσον αφορούσαν δικαστικές πράξεις εκδοθείσες από το ίδιο το Πρωτοδικείο.

    319.

    Έτσι, η προταθείσα λύση ήταν η εξής. Λαμβανομένου υπόψη ότι ήταν αδιανόητο να ανατεθεί σε ένα δικαστήριο η αποστολή να αποφανθεί επί του υπαίτιου ή παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς αυτού του ιδίου, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου δεν συμπεριλάμβανε την εκδίκαση αγωγών αποζημιώσεως αφορωσών δικαστικές πράξεις που είχε εκδώσει αυτό το ίδιο. Επομένως, κατά τον γενικό εισαγγελέα Léger, το Δικαστήριο ήταν αρμόδιο να εκδικάσει τέτοιου είδους αγωγές.

    320.

    Κατά τον χρόνο εκδόσεως της προπαρατεθείσας αποφάσεως Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, η προταθείσα αυτή λύση δεν προσέκρουε σε ανυπέρβλητο κώλυμα, αφού οι αρμοδιότητες του Πρωτοδικείου, που δεν καθορίζονταν στη Συνθήκη, ορίζονταν με απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σύμφωνα με ειδική διαδικασία ( 40 ).

    321.

    Ωστόσο, μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Νίκαιας, το Πρωτοδικείο έχει, πλέον, δυνάμει διατάξεων πρωτογενούς δικαίου, αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφαίνεται επί διαφορών που αφορούν την αποκατάσταση ζημιών που προκαλούνται από τα κοινοτικά όργανα ή από τους υπαλλήλους της Κοινότητας κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

    322.

    Επομένως, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του πρωτογενούς κοινοτικού δικαίου, δεν νομίζω ότι υπάρχει νομικό έρεισμα δυνάμει του οποίου θα μπορούσε το Δικαστήριο να επιληφθεί τέτοιου είδους αγωγών, πράγμα που θα απαιτούσε τη θέσπιση ενός νέου ενδίκου βοηθήματος.

    323.

    Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο εξακολουθεί να είναι αρμόδιο για την εκδίκαση αγωγής αποζημιώσεως για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από τη μη τήρηση του κανόνα της ευλόγου διαρκείας της ενώπιον κοινοτικού δικαστηρίου διαδικασίας.

    324.

    Άλλωστε, κατά τη γνώμη μου, η λύση αυτή δεν προσκρούει στην αρχή του αμερόληπτου δικαστή. Πράγματι, θεωρώ ότι η έννοια της αμεροληψίας την οποία έχει υιοθετήσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συνάδει με τη λύση την οποία προτείνω.

    325.

    Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ διακρίνει δύο όψεις της εννοίας της αμεροληψίας, μία υποκειμενική και μία αντικειμενική ( 41 ).

    326.

    Η υποκειμενική προσέγγιση συνίσταται στο να προσδιοριστεί η βαθύτερη σκέψη του συγκεκριμένου δικαστή στην συγκεκριμένη περίπτωση και, συνεπώς, η συζήτηση ανάγεται στην ίδια την προσωπικότητα του δικαστή. Η υποκειμενική αμεροληψία τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου ( 42 ). Συνεπώς, είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί.

    327.

    Για τον λόγο ακριβώς αυτόν, η αντικειμενική αμεροληψία είναι καθοριστικής σημασίας. Η αντικειμενική προσέγγιση συνίσταται στο να προσδιοριστεί αν, ανεξάρτητα από την προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου δικαστή, ορισμένα δυνάμενα να ελεγχθούν πραγματικά περιστατικά επιτρέπουν να υπάρξουν υποψίες ως προς την αμεροληψία του εν λόγω δικαστή ( 43 ). Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διευκρινίζει, σχετικώς, ότι ακόμη και τα φαινόμενα μπορεί να έχουν σημασία ( 44 ).

    328.

    Από τη νομολογία του εν λόγω δικαστηρίου προκύπτει ότι η ανάλυσή του όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία είναι συνάρτηση της εκάστοτε περιπτώσεως. Όπως άλλωστε διευκρίνισε στην προπαρατεθείσα απόφασή του Morel κατά Γαλλίας, η απάντηση στο ερώτημα αν ένα δικαστήριο είναι αντικειμενικά αμερόληπτο διαφέρει ανάλογα με τις περιστάσεις της κάθε διαφοράς ( 45 ).

    329.

    Ωστόσο, όλες οι υποθέσεις που υποβλήθηκαν στο ΕΔΔΑ έχουν ειρμό ο οποίος έγκειται στο ότι αποφασιστικός παράγοντας είναι το αν οι υποψίες του ενδιαφερομένου μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικά δικαιολογημένες ( 46 ).

    330.

    Βασιζόμενο στο κριτήριο αυτό, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε σε ορισμένες περιπτώσεις ότι η σώρευση των δικαστικών καθηκόντων, καθώς και η σώρευση δικαστικών και μη δικαστικών καθηκόντων δεν αντέκειντο στην αρχή της αντικειμενικώς θεωρουμένης αμεροληψίας, ενώ σε άλλες περιπτώσεις καταδίκασε τις σωρεύσεις αυτές.

    331.

    Έτσι, παραδείγματος χάριν, στην υπόθεση Gubler κατά Γαλλίας ( 47 ), ο C. Gubler αμφισβήτησε την αμεροληψία του πειθαρχικού τμήματος του Εθνικού Συμβουλίου του Ιατρικού Συλλόγου. Το όργανο αυτό είχε υποβάλει καταγγελία εις βάρος του και είχε αποφανθεί επί της εν λόγω καταγγελίας. Ο C. Gubler ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω όργανο ήταν συγχρόνως δικαστής και διάδικος.

    332.

    Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έκρινε ότι, εφόσον τα μέλη του πειθαρχικού τμήματος τα οποία μετείχαν του οργάνου το οποίο απεφάνθη επί της καταγγελίας κατά του C. Gubler ήσαν ξένα προς την απόφαση του Εθνικού Συμβουλίου για υποβολή της καταγγελίας, οι αμφιβολίες του προσφεύγοντος ως προς την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των μελών του πειθαρχικού τμήματος δεν ήσαν αντικειμενικά δικαιολογημένες ( 48 ).

    333.

    Στην υπόθεση Procola κατά Λουξεμβούργου ( 49 ), η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την αμεροληψία του διοικητικού δικαστηρίου που λειτουργεί στο πλαίσιο του conseil d’État [Συμβούλιο Επικρατείας] του Λουξεμβούργου, κατά την εκδίκαση προσφυγής για την ακύρωση ενός εθνικού κανονισμού. Τέσσερα από τα πέντε μέλη του εν λόγω δικαστηρίου είχαν αρχικώς γνωμοδοτήσει επί του σχεδίου του κανονισμού αυτού στο πλαίσιο του συμβουλευτικών αρμοδιοτήτων τους.

    334.

    Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θεώρησε ότι στο πρόσωπο των τεσσάρων Συμβούλων Επικρατείας υπήρξε σύγχυση των συμβουλευτικών και των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων. Έκρινε ότι το γεγονός και μόνο ότι ορισμένα πρόσωπα ασκούν διαδοχικά, ως προς τις αυτές αποφάσεις, και τα δύο είδη καθηκόντων αρκεί για να γεννήσει αμφιβολίες ως προς την δομική αμεροληψία του εν λόγω οργάνου, δικαιολογώντας έτσι τις αμφιβολίες της προσφεύγουσας ( 50 ).

    335.

    Εξάλλου, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διευκρίνισε ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ επιβάλλει σε κάθε εθνικό δικαστήριο την υποχρέωση να ελέγχει αν, λαμβανομένης υπόψη της συνθέσεώς του, είναι ένα αμερόληπτο δικαστήριο ( 51 ).

    336.

    Η νομολογία αυτή πρέπει να συνδυάζεται επίσης με την εφαρμογή άλλων, επίσης θεμελιωδών αρχών, όπως είναι η αρχή της εξασφαλίσεως προσβάσεως σε δικαστήριο και η αρχή της υπάρξεως δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

    337.

    Λαμβανομένου υπόψη ότι τα αρμόδια να αποφανθούν επί αγωγής για αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε στο πλαίσιο της λειτουργίας της κοινοτικής δικαιοσύνης κοινοτικά δικαιοδοτικά όργανα, το ένα πρωτοδίκως και το δεύτερο κατόπιν αναιρέσεως, είναι μόνο δύο τον αριθμό, βρίσκω λογικό να θεωρηθούν αρμόδια, υπό την ρητή επιφύλαξη ότι η σύνθεση του δικαστηρίου που θα δικάσει την αγωγή θα είναι διαφορετική από τη σύνθεση του δικαστηρίου που εξέδωσε την πράξη στην οποία αποδίδεται η ζημία της οποίας ζητείται η αποκατάσταση.

    338.

    Είναι αλήθεια ότι η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου επί της υποθέσεως Mihalkov κατά Βουλγαρίας ( 52 ) μπορεί να γεννήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα του Πρωτοδικείου να επιληφθεί αγωγής αποζημιώσεως για την αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε κοινοτικό δικαστήριο. Πράγματι, στην εν λόγω υπόθεση, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι, ακόμη και αν δεν υπήρχε κανένας λόγος αμφιβολίας ως προς την προσωπική αμεροληψία των δικαστών του δικαστηρίου της πόλεως της Σόφιας, ο επαγγελματικός δεσμός τους με έναν από τους διαδίκους (αφού επρόκειτο για την ευθύνη του δικαστηρίου της πόλεως της Σόφιας) μπορούσε αφεαυτού να γεννήσει θεμιτές αμφιβολίες στον ενάγοντα όσον αφορά την αμεροληψία των δικαστών και την ανεξαρτησία τους σε σχέση με τον αντίδικο ( 53 ). Περαιτέρω, οι αμφιβολίες του ενάγοντος μπορούσαν να ενταθούν από το γεγονός ότι, με βάση τους εφαρμοστέους δημοσιονομικούς κανόνες, η καταβολή της αποζημιώσεως που θα του επιδικαζόταν σε περίπτωση που θα δικαιωνόταν, θα έπρεπε να βαρύνει τον προϋπολογισμό του δικαστηρίου της πόλεως της Σόφιας ( 54 ).

    339.

    Πρέπει, ωστόσο, να τονίσω ότι η συγκεκριμένη αυτή απόφαση δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο της εξεταζομένης εν προκειμένω διαφοράς. Δεδομένου ότι τα δικαστήρια των κρατών μελών είναι πολυάριθμα, μια ανάλογη αγωγή θα μπορούσε εύκολα να ανατεθεί σε δικαστήρια ξένα προς την διαφορά και, συνεπώς, υπεράνω πάσης υποψίας ως προς την αμεροληψία τους. Αυτό δεν ισχύει στο κοινοτικό επίπεδο, όπως μόλις καταδείχθηκε.

    340.

    Αν υιοθετηθεί η συλλογιστική του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην παρούσα υπόθεση, τότε ούτε το Πρωτοδικείο ούτε το Δικαστήριο, αν επικρινόταν η δική του συμπεριφορά, θα μπορούσε να επιληφθεί αγωγής αποζημιώσεως για την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από κοινοτικό δικαστήριο. Συνεπώς, θα συνέτρεχε περίπτωση αρνησιδικίας.

    341.

    Όλα αυτά τα στοιχεία συνηγορούν, κατά τη γνώμη μου, υπέρ της διατηρήσεως της αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου για την εκδίκαση τέτοιου είδους αγωγών.

    342.

    Για τους λόγους αυτούς και υπό τους προαναφερθέντες όρους, φρονώ ότι η μόνη διαδικασία που μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω είναι η κοινή διαδικασία επί αγωγών αποζημιώσεως.

    VII — Συμπέρασμα

    343.

    Με βάση τις σκέψεις που εκτέθηκαν ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο:

    1)

    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της και

    2)

    να καταδικάσει την Der Grüne Punkt — Duales System Deutschland GmbH στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.


    ( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

    ( 2 ) Υπόθεση T-151/01, Συλλογή 2007, σ. II-1607 (στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

    ( 3 ) Οι όροι «αξιοποίηση» και «ανακύκλωση» απορριμμάτων δεν είναι συνώνυμοι. Η ανακύκλωση είναι μια διαδικασία επεξεργασίας των απορριμμάτων η οποία επιτρέπει την εκ νέου εισαγωγή στον κύκλο παραγωγής ενός προϊόντος των υλικών που το συνθέτουν. Τα απορρίμματα αξιοποιούνται όταν χρησιμοποιούνται ως πρώτη ύλη.

    ( 4 ) Υπόθεση COMP D3/34493 — DSD (ΕΕ L 166, σ. 1, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

    ( 5 ) Πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25).

    ( 6 ) BGBl. 1991 I, σ. 1234.

    ( 7 ) Υποθέσεις COMP/34493 — DSD, COMP/37366 — Hofmann + DSD, COMP/37299 — Edelhoff + DSD, COMP/37291 — Rethmann + DSD, COMP/37288 — ARGE και πέντε άλλες επιχειρήσεις + DSD, COMP/37287 — AWG και πέντε άλλες επιχειρήσεις + DSD, COMP/37526 — Feldhaus + DSD, COMP/37254 — Nehlsen + DSD, COMP/37252 — Schönmakers + DSD, COMP/37250 — Altvater + DSD, COMP/37246 — DASS + DSD, COMP/37245 — Scheele + DSD, COMP/37244 — SAK + DSD, COMP/37243 — Fischer + DSD, COMP/37242 — Trienekens + DSD, COMP/37267 — Interseroh + DSD (ΕΕ L 319, σ. 1).

    ( 8 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 4, 58 και 59 της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής.

    ( 9 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 7, 60 και 61 της προσβαλλόμενης αποφάσεως της Επιτροπής.

    ( 10 ) Βλ. αιτιολογική σκέψη 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως της Επιτροπής. Βλ., επίσης, την από 24 Μαΐου 2000 επιστολή της γερμανικής κυβερνήσεως προς την Επιτροπή (παράρτημα K 21 του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης). Η γερμανική κυβέρνηση αναφέρει, ιδίως, ότι «μία ατομικώς διαθέτουσα τις χρησιμοποιημένες συσκευασίες επιχείρηση μπορεί, ωστόσο, κάλλιστα να συνδυάσει την ανάληψη “σε χώρο πλησίον της επιχειρήσεως” και συλλογή σε χώρο ευρισκόμενο πλησίον του τελικού καταναλωτή, μετέχοντας στο διττό σύστημα που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 3, του [Διατάγματος] για τις συσκευασίες για ένα μέρος μόνο των συσκευασιών που έχει διαθέσει στην αγορά».

    ( 11 ) Βλ. σκέψη 111 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 12 ) Βλ., ιδίως, την απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 426).

    ( 13 ) Βλ. σκέψη 9 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

    ( 14 ) ΕΕ 1989, L 40, σ. 1.

    ( 15 ) Βλ., ιδίως, την απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 2003, C-115/02, Rioglass και Transremar (Συλλογή 2003, σ. I-12705, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

    ( 16 ) Βλ. τον ιστοχώρο της Eco-Emballages, κατόχου της αδείας χρήσεως του λογοτύπου Der Grüne Punkt στη Γαλλία (http://www.ecoemballages.fr).

    ( 17 ) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-403/04 P και C-405/04 P (Συλλογή 2007, σ. I-729, σκέψεις 118 και 119).

    ( 18 ) Υπόθεση C-185/95 P (Συλλογή 1995, σ. I-8417).

    ( 19 ) Η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα, σκέψη 49).

    ( 20 ) Απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα, σκέψη 18).

    ( 21 ) Όπ.π., σκέψη 19.

    ( 22 ) Όπ.π., σκέψη 20.

    ( 23 ) Όπ.π., σκέψη 21.

    ( 24 ) Όπ.π., σκέψη 22.

    ( 25 ) Όπ.π., σκέψη 29.

    ( 26 ) Όπ.π., σκέψη 30. Βλ., επίσης, ΕΔΔΑ, απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 1991, Kemmache κατά Γαλλίας, σειρά A αριθ. 218, § 60.

    ( 27 ) Παράρτημα R 24 της αιτήσεως αναιρέσεως.

    ( 28 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση της 25ης Μαρτίου 1999, Pélissier και Sassi κατά Γαλλίας, Recueil des arrêts et décisions, 1999 - II, § 71.

    ( 29 ) Απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα, σκέψη 35).

    ( 30 ) Όπ.π., σκέψη 36.

    ( 31 ) Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-120/06 P και C-121/06 P (Συλλογή 2008, σ. Ι-6513).

    ( 32 ) Σκέψη 213.

    ( 33 ) Απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (προπαρατεθείσα, σκέψη 42).

    ( 34 ) Όπ.π., σκέψη 45.

    ( 35 ) Όπ.π., σκέψεις 45 και 46.

    ( 36 ) Βλ. σημείο 268 των παρουσών προτάσεων.

    ( 37 ) Βλ., ιδίως, την απόφαση της 12ης Ιουνίου 2003, C-112/00, Schmidberger (Συλλογή 2003, σ. I-5659, σκέψη 71).

    ( 38 ) Όπ.π.

    ( 39 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Hauschildt κατά Δανίας, της 24ης Μαΐου 1989, σειρά A αριθ. 154, § 58.

    ( 40 ) Οι αρμοδιότητες του Πρωτοδικείου θα ορίζονταν από το Συμβούλιο, μετά από σχετική αίτηση του Δικαστηρίου και μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Επιτροπή. Έτσι, η απόφαση 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, για την ίδρυση Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 319, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 93/350/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 1993 (ΕΕ L 144, σ. 21), προέβλεπε, στο άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, ότι το Πρωτοδικείο ήταν αρμόδιο να αποφαίνεται σε πρώτο βαθμό επί των αγωγών που αφορούν την εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας για ζημίες προκληθείσες από τα θεσμικά της όργανα.

    ( 41 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Piersack κατά Βελγίου, της 1ης Οκτωβρίου 1982, σειρά A αριθ. 53, § 30.

    ( 42 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Hauschildt κατά Δανίας, προπαρατεθείσα, § 47.

    ( 43 ) Όπ.π., § 48. Βλ., επίσης, ΕΔΔΑ, απόφαση Morel κατά Γαλλίας, της 18ης Οκτωβρίου 2000, § 42.

    ( 44 ) Όπ.π.

    ( 45 ) Παράγραφος 45.

    ( 46 ) Βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Hauschildt κατά Δανίας, προπαρατεθείσα, παράγραφος 48, και Hirschhorn κατά Ρουμανίας, της 26 ης Οκτωβρίου 2007, παράγραφος 73.

    ( 47 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Gubler κατά Γαλλίας, της 27ης Ιουλίου 2006.

    ( 48 ) Όπ.π., παράγραφοι 28 και 30. Για μερικά παραδείγματα αποφάσεων όπου το ΕΔΔΑ δεν καταδίκασε την σώρευση δικαιοδοτικών καθηκόντων, βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Nortier κατά Κάτω Χωρών, της 24ης Αυγούστου 1993, σειρά A, αριθ. 267, και Depiets κατά Γαλλίας, της 10ης Φεβρουαρίου 2004.

    ( 49 ) Βλ. Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, απόφαση Procola κατά Λουξεμβούργου, της 28ης Σεπτεμβρίου 1995, σειρά A αριθ. 326.

    ( 50 ) Όπ.π., § 45. Για παραδείγματα αποφάσεων που καταδίκασαν τη σώρευση των δικαστικών αρμοδιοτήτων, βλ. ΕΔΔΑ, αποφάσεις Findlay κατά Ηνωμένου Βασιλείου, της 25ης Φεβρουαρίου 1997, Recueil des arrêts et décisions, 1997-I, και Tierce κ.λπ. κατά Saint-Marin, της 25ης Ιουλίου 2000.

    ( 51 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Remli κατά Γαλλίας, της 23ης Απριλίου 1996, Recueil des arrêts et décisions, 1996-II, σ. 574, § 48.

    ( 52 ) Βλ. ΕΔΔΑ, απόφαση Milhalkov κατά Βουλγαρίας, της 10ης Ιουλίου 2008.

    ( 53 ) Όπ.π., παράγραφος 47.

    ( 54 ) Όπ.π., παράγραφος 48.

    Top