Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62007CC0125

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Bot της 26ης Μαρτίου 2009.
Erste Group Bank AG (C-125/07 P), Raiffeisen Zentralbank Österreich AG (C-133/07 P), Bank Austria Creditanstalt AG (C-135/07 P) και Österreichische Volksbanken AG (C-137/07 P) κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Συμπράξεις - Καθορισμός επιτοκίων καταθέσεων και επιτοκίων χορηγήσεων από τις αυστριακές τράπεζες - "Όμιλος Lombard" - Επίδραση επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών - Υπολογισμός των προστίμων - Διαδοχή των επιχειρήσεων - Πραγματική επίπτωση στην αγορά - Θέση σε λειτουργία της συμπράξεως.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-125/07 P, C-133/07 P, C-135/07 P και C-137/07 P.

Συλλογή της Νομολογίας 2009 I-08681

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2009:192

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

YVES BOT

της 26ης Μαρτίου 2009 ( 1 )

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-125/07 P, C-133/07 P, C-135/07 P και C-137/07 P

Erste Group Bank AG, πρώην Erste Bank der österreichischen Sparkassen AG, κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Πίνακας περιεχομένων

 

I — Το νομικό πλαίσιο

 

II — Το πραγματικό πλαίσιο

 

III — Η προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

 

IV — Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

 

V — Οι λόγοι αναιρέσεως

 

Α — Οι προβαλλόμενοι από την Erste (C-125/07 P) λόγοι αναιρέσεως

 

B — Οι προβληθέντες από την RZB (C-133/07 P) λόγοι αναιρέσεως

 

Γ — Οι προβληθέντες από την BA-CA (C-135/07 P) λόγοι αναιρέσεως

 

Δ — Οι προβληθέντες από την ÖVAG (C-137/07 P) λόγοι αναιρέσεως

 

VI — Η συνεκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως και η εξέτασή τους στο πλαίσιο των προτάσεών μου

 

VII — Εισαγωγικές παρατηρήσεις

 

Α — Επί του ελέγχου του Δικαστηρίου στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως

 

Β — Το νομικό και πραγματικό πλαίσιο του ελέγχου των θιγουσών τον ανταγωνισμό πρακτικών και συμφωνιών

 

VIII — Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ

 

Α — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της προϋποθέσεως επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών

 

1. Επί του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από την εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά τη δυνατότητα συμπράξεως καλύπτουσας το σύνολο της εθνικής επικράτειας να επηρεάσει αισθητώς το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

2. Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου λόγω της συνολικής εξετάσεως των διασυνοριακών αποτελεσμάτων της συμπράξεως

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

i) Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή και εκτίμηση της κοινοτικής νομολογίας

 

— Όσον αφορά την προπαρατεθείσα απόφαση VGB κ.λπ. κατά Επιτροπής

 

— Όσον αφορά την προπαρατεθείσα απόφαση Bagnasco κ.λπ.

 

ii) Επί του εσφαλμένου, ανεπαρκούς και αντιφατικού χαρακτήρα της αναλύσεως του Πρωτοδικείου ως προς τον ορισμό της σχετικής αγοράς

 

— Επί του τρόπου με τον οποίο το Πρωτοδικείο εκτιμά τις αιτιάσεις που αντλούνται από εσφαλμένο ορισμό της σχετικής αγοράς

 

— Επί της ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας

 

— Επί της εσφαλμένης παραπομπής στην προπαρατεθείσα απόφαση SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής,

 

3. Επί του τρίτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από το γεγονός ότι δεν αποδείχτηκε ότι η σύμπραξη επηρεάζει αισθητώς το ενδοκοινοτικό εμπόριο

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

4. Επί του τετάρτου σκέλους του λόγου, που αντλείται από την ανυπαρξία αναλύσεως των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της συμπράξεως στην αγορά

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

Β — Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένο καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως

 

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

 

2. Εκτίμηση

 

IX — Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καθόσον η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και του βασικού ποσού του προστίμου πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο, εσφαλμένη αιτιολογία και προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας

 

Α — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως

 

1. Επί του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από μη συνάδουσα προς τις κατευθυντήριες γραμμές εκτίμηση

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

2. Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της «ίδιας φύσεως» της παραβάσεως

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

3. Επί του τρίτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την «πραγματική επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά»

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

i) Η προσέγγιση του κοινοτικού δικαστή

 

ii) Η άποψή μου

 

4. Επί του τετάρτου σκέλους του λόγου, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την «έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς»

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

5. Επί του πέμπτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου της επιδράσεως του επιλεκτικού χαρακτήρα των κυρώσεων και μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

6. Επί του έκτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από την ανυπαρξία συνολικής εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

7. Επί του εβδόμου σκέλους του λόγου, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την κατανομή των αναιρεσειουσών σε κατηγορίες

 

α) Οι προβληθείσες από τις αναιρεσείουσες αιτιάσεις

 

i) Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από τον μη σύννομο καταλογισμό των μεριδίων αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων στα κεντρικά ιδρύματα

 

— Επί της αρχής του καταλογισμού και των κριτηρίων εκτιμήσεως που χρησιμοποιούνται προς τον σκοπό αυτό

 

— Επί της παραβιάσεως του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, της αρχής της αναλογικότητας των κυρώσεων, της αρχής της προσωπικής ευθύνης για τις παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού και της αρχής της ισότητας

 

ii) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας

 

iii) Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του ρόλου και των καθηκόντων των κεντρικών ιδρυμάτων εντός των τραπεζικών ομίλων

 

iv) Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένο καθορισμό των μεριδίων αγοράς της Erste και του ομίλου των ταμιευτηρίων

 

v) Επί της πέμπτης αιτιάσεως, που αντλείται από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων

 

β) Εκτίμηση

 

i) Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από τον μη σύννομο καταλογισμό των μεριδίων αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων στα κεντρικά ιδρύματα

 

Β — Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, έλλειψη αιτιολογίας και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων

 

α) Επί του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς την παθητική συμπεριφορά της ÖVAG

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από την εσφαλμένη άσκηση της δικαστικής εξουσίας του Πρωτοδικείου

 

— Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από τη χρησιμοποίηση εσφαλμένου κριτηρίου εκτιμήσεως

 

— Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αντλείται από παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν στο Πρωτοδικείο

 

— Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που αντλείται από αντιφατική αιτιολογία

 

ii) Εκτίμηση

 

β) Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου όσον αφορά τη συμμετοχή των δημοσίων αρχών στους τραπεζικούς κύκλους διαπραγματεύσεων

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση

 

γ) Επί του τρίτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου όσον αφορά τον δημόσιο χαρακτήρα των συσκέψεων

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση

 

Γ — Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία όσον αφορά την εφαρμογή του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

 

1. Επί του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς την εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής και ως προς την άσκηση του δικαστικού του ελέγχου

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

2. Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

 

α) Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από τη χρησιμοποίηση εσφαλμένου κριτηρίου εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

 

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

ii) Εκτίμηση

 

β) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της εκτάσεως της συνεργασία των επιχειρήσεων, την παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και από ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία

 

i) Επί του πρώτου επιχειρήματος της RZB, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του οικειοθελούς χαρακτήρα των απαντήσεων στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών και παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση

 

ii) Επί του δευτέρου επιχειρήματος, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κοινού εγγράφου στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση

 

iii) Επί του τρίτου επιχειρήματος, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά το ότι η RZB παραδέχτηκε τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό της παραβάσεως και από προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση

 

iv) Επί του τετάρτου επιχειρήματος, που αντλείται από αντιστροφή του βάρους αποδείξεως όσον αφορά την αξία της συνεργασίας της RZB και προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση

 

v) Επί του πέμπτου επιχειρήματος, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο και αντιφατική αιτιολογία στο πλαίσιο της αναλύσεως του Πρωτοδικείου σχετικά με την αξία των συμπληρωματικών εγγράφων που προσκόμισε η BA-CA

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση

 

vi) Επί του έκτου επιχειρήματος, που αντλείται από το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι απαντήσεις της BA-CA στην ανακοίνωση των αιτιάσεων

 

— Επιχειρήματα των διαδίκων

 

— Εκτίμηση

 

3. Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά το δικαίωμα ακροάσεως

 

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

 

β) Εκτίμηση

 

Δ — Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας καθόσον περιλαμβάνουν το δικαίωμα ακροάσεως και από την υποχρέωση αιτιολογήσεως εκ μέρους του Πρωτοδικείου ως προς τις κρίσεις του επί των αιτήσεων με σκοπό μείωση των προστίμων

 

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

 

2. Εκτίμηση

 

X — Επί των συνεπειών της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

 

Α — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και του βασικού ποσού του προστίμου, λαμβανομένης υπόψη της μη αποδείξεως πραγματικής επιπτώσεως στην αγορά

 

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

 

2. Εκτίμηση

 

Β — Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την υπαγωγή σε κατηγορίες της Erste, της RZB και της ÖVAG για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως καθώς και τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

 

1. Περί της προσβαλλομένης αποφάσεως

 

2. Σύνοψη των επιχειρημάτων των διαδίκων

 

3. Εκτίμηση

 

XI — Επί των δικαστικών εξόδων

 

XII — Πρόταση

«Αίτηση αναιρέσεως — Συμπράξεις — Καθορισμός επιτοκίων καταθέσεων και επιτοκίων χορηγήσεων από τις αυστριακές τράπεζες — “Όμιλος Lombard” — Επίδραση επί του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών — Υπολογισμός των προστίμων — Διαδοχή των επιχειρήσεων — Πραγματική επίπτωση στην αγορά — Θέση σε λειτουργία της συμπράξεως»

1. 

Η υπό κρίση υπόθεση έχει αντικείμενο τις αιτήσεις αναιρέσεως που υπέβαλαν τέσσερις αυστριακές τράπεζες, ήτοι η Erste Bank der österreichischen Sparkassen AG ( 2 ) (C-125/07 P), η Raiffeisen Zentralbank Österreich AG ( 3 ) (C-133/07 P), η Bank Austria Creditanstalt AG ( 4 ) (C-135/07 P) και η Österreichische Volksbanken AG ( 5 ) (C-137/07 P) κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T-259/02 έως T-264/02 και T-271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 6 ).

2. 

Mε την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε, κατ’ ουσίαν, την απόφαση 2004/138/ΕΚ της Επιτροπής ( 7 ) η οποία διαπίστωνε τη συμμετοχή των επιχειρήσεων αυτών σε διάφορες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές στην αγορά τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών στην Αυστρία, οι οποίες αντίκεινται στο άρθρο 81 ΕΚ. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο, σε συνάρτηση με τον έλεγχό του των διαπιστώσεων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περί της διάρκειας της παραβάσεως και της συνεργασίας των τραπεζών με την Επιτροπή, τροποποίησε το επιβληθέν στην Österreichische Postsparkasse AG (στο εξής: PSK) πρόστιμο.

3. 

Με τις παρούσες αιτήσεις αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες αμφισβητούν την ανάλυση του Πρωτοδικείου σχετικά με τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και, μεταξύ άλλων, την προϋπόθεση σχετικά με την επίδραση στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Εξάλλου, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι παρέβη το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 του Συμβουλίου ( 8 ) εκτιμώντας, μεταξύ άλλων, εσφαλμένως, τη σοβαρότητα της παραβάσεως για τον υπολογισμό του προστίμου. Τέλος, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν πολλές αιτιάσεις κατά της εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου όσον αφορά την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων και την έκταση της συνεργασίας τους στη διαδικασία.

4. 

Με τις παρούσες προτάσεις, θα προτείνω στο Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση καθόσον το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε δύο νομικές πλάνες στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως για τον καθορισμό του ποσού του βασικού προστίμου.

5. 

Συγκεκριμένα, είμαι της γνώμης ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε μια πρώτη πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να βασισθεί στη λειτουργία της συμπράξεως για να κρίνει την ύπαρξη συγκεκριμένων επιπτώσεων της παραβάσεως στην αγορά. Περαιτέρω, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε δεύτερη πλάνη περί το δίκαιο αιτιολογώντας αντιφατικά και την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εφόσον έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και του υπολογισμού του ποσού του βασικού προστίμου, να αποδώσει στην Erste, στην RZB και στην ÖVAG, ως κεντρικά πιστωτικά ιδρύματα, τα μερίδια των αγορών των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων τους, ενώ δεν τους είχε καν καταλογίσει την παραβατική συμπεριφορά των τραπεζών αυτών.

6. 

Στο μέτρο που η διαφορά είναι, κατά την άποψή μου, ώριμη προς εκδίκαση, προτείνω στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, να αποφανθεί το ίδιο οριστικώς επί των δύο λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου. Κατόπιν αυτού, προτείνω στο Δικαστήριο να ακυρώσει το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως και να καθορίσει, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, το ποσό των επιβληθησομένων σε καθεμία από τις οικείες επιχειρήσεις προστίμων.

I — Το νομικό πλαίσιο

7.

Σύμφωνα με το άρθρο 81 ΕΚ απαγορεύονται «όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς».

8.

Σε περίπτωση παραβάσεως της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, «να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους [1000] μέχρις [1 εκατομμυρίου ευρώ], ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από μία των επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν συνεργήσει στην παράβαση».

9.

Για να διασφαλιστεί η διαφάνεια και ο αντικειμενικός χαρακτήρας των αποφάσεών της έναντι των επιχειρήσεων και του κοινοτικού δικαστή, η Επιτροπή δημοσίευσε, το 1998, κατευθυντήριες γραμμές με τις οποίες θέσπισε τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ( 9 ).

10.

Οι κατευθυντήριες γραμμές ορίζουν, στο σημείο 1, ότι, για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, το βασικό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με τα κριτήρια του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ήτοι τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως.

11.

Πρώτον, για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, η πραγματική της επίπτωση επί της αγοράς, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, καθώς και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς (σημείο 1, A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών). Στο πλαίσιο αυτό, οι παραβάσεις ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες, ήτοι οι «ελαφρές παραβάσεις», για τις οποίες το προβλεπόμενο ποσό των προστίμων είναι από 1000 έως 1 εκατομμύριο ευρώ, οι «σοβαρές παραβάσεις» για τις οποίες το ποσό αυτό μπορεί να κυμαίνεται από ένα εκατομμύριο έως 20 εκατομμύρια ευρώ, καθώς και οι «πολύ σοβαρές παραβάσεις», για τις οποίες το ποσό αυτό βαίνει άνω των 20 εκατομμυρίων ευρώ (σημείο 1, A, δεύτερο εδάφιο, πρώτη έως τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών).

12.

Δεύτερον, η σοβαρότητα της παραβάσεως αναλύεται σε σχέση με τα χαρακτηριστικά κάθε οικείας επιχειρήσεως. Εντός καθεμίας από τις κατηγορίες αυτές, η κλίμακα των επιβαλλομένων κυρώσεων καθιστά δυνατή τη διαφοροποίηση της μεταχειρίσεως που επιφυλάσσεται στις επιχειρήσεις αναλόγως της φύσεως των διαπραχθεισών παραβάσεων. Η Επιτροπή λαμβάνει συνεπώς υπόψη την πραγματική οικονομική δυνατότητα των οικείων επιχειρήσεων να προξενήσουν ζημία και καθορίζει το ύψος του προστίμου ώστε να έχει την ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα (σημείο 1, A, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών). Στο στάδιο αυτό, η Επιτροπή μπορεί να ταξινομήσει τις επιχειρήσεις σε διάφορες κατηγορίες και να σταθμίσει το βασικό ποσό του προστίμου για κάθε επιχείρηση.

13.

Τρίτον, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη διάρκεια της παραβάσεως.

14.

Δυνάμει των σημείων 2 και 3 των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή μπορεί, στη συνέχεια, να λάβει υπόψη ορισμένες επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις για να αυξήσει ή να μειώσει το βασικό ποσό.

15.

Εξάλλου, σύμφωνα με το σημείο 4 των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών, η Επιτροπή μπορεί να θέσει σε εφαρμογή την από 18 Ιουλίου 1996 ανακοίνωσή της σχετικά με τη μη επιβολή ή τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων ( 10 ). Με την ανακοίνωση αυτή καθορίζονται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται με την Επιτροπή κατά την έρευνά της σχετικά με σύμπραξη μπορούν να απαλλαγούν του προστίμου ή να τύχουν μειώσεως του προστίμου, το οποίο όφειλαν άλλως να καταβάλουν.

16.

Το τμήμα Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας έχει ως εξής:

«Αξιόλογη μείωση του ύψους του προστίμου

1.

Εφόσον επιχείρηση συνεργάζεται χωρίς να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που εκτίθενται στα τμήματα Β ή Γ, τυγχάνει μείωσης κατά 10 έως 50% του ύψους του προστίμου που θα της είχε υποβληθεί εάν δεν είχε συνεργαστεί.

2.

Αυτό μπορεί ιδίως να συμβεί εφόσον:

πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση παράσχει στην Επιτροπή πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της παραβάσεως,

μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν αμφισβητεί τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες της.»

17.

Ως γενική παρατήρηση, το σημείο 5, στοιχείο α’, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών διευκρινίζει ότι το τελικό ποσό του προστίμου δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 10% του παγκόσμιου κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

II — Το πραγματικό πλαίσιο

18.

Τα πραγματικά περιστατικά, όπως προκύπτουν από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, μπορούν να συνοψιστούν ως ακολούθως.

19.

Στις 30 Ιουνίου 1997, το πολιτικό κόμμα Freiheitliche Partei Österreichs (στο εξής: FPÖ) υπέβαλε καταγγελία κατά οκτώ αυστριακών πιστωτικών ιδρυμάτων για τα οποία υπήρχε η υπόνοια ότι συμμετείχαν σε συμφωνίες ή/και σε εναρμονισμένες πρακτικές που ήσαν αντίθετες προς το άρθρο 81 ΕΚ. Τον Ιούνιο του 1998, η Επιτροπή πραγματοποίησε αιφνιδιαστικούς ελέγχους στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων αυτών και κατόπιν, τον Σεπτέμβριο του 1998, τους απηύθυνε αίτηση παροχής πληροφοριών. Οι κυριότερες από τις οικείες τράπεζες προσέφεραν στην Επιτροπή τη «συνεργασία» τους κατά την εξέταση της υποθέσεως.

20.

Στις 13 Σεπτεμβρίου 1999, η Επιτροπή διαβίβασε σε οκτώ τράπεζες την ανακοίνωση των αιτιάσεων που εκδόθηκε στις 11 Σεπτεμβρίου 1999. Οι ως άνω τράπεζες είχαν πρόσβαση στον φάκελο και υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Επίσης, έγινε ακρόασή τους. Στη συνέχεια, η Επιτροπή απέστειλε, στις 22 Νοεμβρίου 2000, στις τράπεζες συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων, ως προς την οποία οι οικείες επιχειρήσεις υπέβαλαν γραπτές και προφορικές παρατηρήσεις. Η Επιτροπή προσήπτε κατ’ ουσίαν στις επιχειρήσεις αυτές ότι δεν έθεσαν σε εφαρμογή αυτό που αποκαλεί ως το «δίκτυο Lombard», δηλαδή ένα σύνολο τακτικών συναντήσεων στο πλαίσιο των οποίων συμφωνούσαν σε τακτά διαστήματα τη συμπεριφορά τους ως προς τις κύριες παραμέτρους του ανταγωνισμού στην αγορά των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών στην Αυστρία.

21.

Στις 11 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

22.

Η Επιτροπή χαρακτήρισε τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά ως σύνθετη παράβαση μεγάλης διάρκειας. Οι αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως επιχειρήσεις επελέγησαν με βάση τη συχνότητα της συμμετοχής τους στους κύριους κύκλους διαβουλεύσεων και τον ρόλο τους στην αυστριακή τραπεζική αγορά λόγω του μεγέθους τους.

23.

Η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ότι στην Αυστρία οι συμφωνίες μεταξύ τραπεζών, ιδίως όσον αφορά τα επιτόκια και τις προμήθειες, έχουν μακρά παράδοση, η οποία στηριζόταν, εν μέρει, σε εθνική νομοθεσία. Η νομοθεσία αυτή καταργήθηκε το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1994 όταν η Δημοκρατία της Αυστρίας προσχώρησε στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και άρχισε να ισχύει ο νόμος περί του τραπεζικού συστήματος (Bundesgesetz über das Bankwesen) ( 11 ). Ωστόσο, η Επιτροπή επισήμανε ότι τα πιστωτικά ιδρύματα εξακολούθησαν να συνάπτουν συμφωνίες στο πλαίσιο θεσμοθετημένου δικτύου, το οποίο ήταν στενά συνδεδεμένο με τους κύκλους των τραπεζικών διαβουλεύσεων.

24.

Η προσβαλλόμενη απόφαση παραθέτει με ποιον τρόπο αυτό το δίκτυο αυτό των ποικίλων και εκτεταμένων κύκλων διαβουλεύσεων είχε ως αποτέλεσμα τον τακτικό και συνεχή συντονισμό της συμπεριφοράς των συμμετεχόντων στο εν λόγω δίκτυο ιδρυμάτων εντός της αγοράς, ιδίως όσον αφορά τα επιτόκια και τις τραπεζικές προμήθειες.

25.

Ο «όμιλος Lombard» αποτελούσε την ανώτατη αρχή και αποτελούνταν από εκπροσώπους της διοικήσεως των μεγαλυτέρων αυστριακών τραπεζών. Στο χαμηλότερο επίπεδο υπήρχαν οι κύκλοι διαβουλεύσεων τεχνικού χαρακτήρα, οι οποίοι συνδέονταν με ειδικά προϊόντα (δάνεια, καταθέσεις ταμιευτηρίου) ή ειδικοί κύκλοι διαβουλεύσεων που ήσαν αφιερωμένοι στις συναλλαγές με επιχειρήσεις παραδείγματος χάρη, ο τομέας «ελευθέρια επαγγέλματα»), με ιδιώτες (παραδείγματος χάρη, «κύκλος διαβουλεύσεων σχετικά με τα ενυπόθηκα δάνεια») ή που ασχολούνταν με ζητήματα που ενδιαφέρουν τον ανταγωνισμό (παραδείγματος χάρη, ο τομέας «Εξαγωγές»). Υπήρχαν επίσης οι περιφερειακοί κύκλοι διαβουλεύσεων που ελάμβαναν χώρα στο σύνολο των αυστριακών Länder. Η Επιτροπή τονίζει τον ιδιαίτερο ρόλο που είχαν τα κεντρικά πιστωτικά ιδρύματα, που αποκαλούνται στην καθομιλουμένη «ηγετικές εταιρίες», από της απόψεως του συντονισμού και της εκπροσωπήσεως των αποκεντρωμένων τομέων τους, ήτοι, όσον αφορά την Erste, του τομέα των ταμιευτηρίων, όσον αφορά την RZB, του τομέα RZB και, όσον αφορά την ÖVAG, του τομέα των λαϊκών τραπεζών ( 12 ).

26.

Στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι οκτώ τράπεζες στις οποίες απευθύνεται η εν λόγω απόφαση διέπραξαν παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ως εκ του ότι συμμετείχαν σε συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές ως προς τις τιμές, τις τραπεζικές προμήθειες και άλλες παραμέτρους του ανταγωνισμού, που είχαν ως αντικείμενο, από την 1η Ιανουαρίου 1995 έως τις 24 Ιουνίου 1998, τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών εντός της Αυστρίας.

27.

To άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής υποχρεώνει στις επιχειρήσεις τις οποίες αναφέρει να παύσουν άμεσα την παράβαση.

28.

Δυνάμει του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο σε καθεμία από τις επιχειρήσεις αυτές, μεταξύ άλλων, πρόστιμο 37,69 εκατομμυρίων ευρώ στην Erste, 30,38 εκατομμυρίων ευρώ στην RZB, 30,38 εκατομμυρίων ευρώ στην Bank Austria AG και 7,59 εκατομμυρίων ευρώ στην ÖVAG.

29.

Τα πρόστιμα αυτά υπολογίσθηκαν βάσει της μεθοδολογίας που εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές, καθώς και βάσει της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

30.

Όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, η Επιτροπή χαρακτηρίζει τις συσκέψεις των τραπεζών ως «πολύ σοβαρή παράβαση» του άρθρου 81 ΕΚ, χωρίς το σχετικά περιορισμένο μέγεθος της οικείας γεωγραφικής αγοράς να μεταβάλει την εκτίμηση αυτή. Εν συνεχεία, κατανέμει τους μετέχοντες στις συμφωνίες, με βάση τα αντίστοιχα μερίδιά τους αγοράς, σε πέντε κατηγορίες. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή καταλογίζει στις ηγετικές εταιρίες τα μερίδια αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων τους.

31.

Όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1995 μέχρι τον Ιούνιο του 1998. Ενόψει της διάρκειας αυτής, η Επιτροπή προσαύξησε το αρχικό ποσό του προστίμου σε 35%.

32.

Η Επιτροπή δεν αναγνωρίζει καμία ελαφρυντική περίσταση στις τράπεζες. Αντιθέτως, χορηγεί, κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, μείωση 10% του προστίμου λόγω της «μη αμφισβητήσεως» των πραγματικών περιστατικών από τις αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

III — Η προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

33.

Η RZB, με προσφυγή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Αυγούστου 2002, κατόπιν η Erste, η BA-CA και η ÖVAG, με προσφυγές που κατέθεσαν στις 2 Σεπτεμβρίου 2002, καθώς και άλλες τράπεζες που ήσαν αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως άσκησαν προσφυγές ακυρώσεως της αποφάσεως αυτής.

34.

Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε τις προσφυγές των αναιρεσειουσών και τις καταδίκασε στα δικαστικά έξοδα.

IV — Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου και τα αιτήματα των διαδίκων

35.

Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η Erste, με αίτηση που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Μαρτίου 2007 και η RZB, η BA-CA και η ÖVAG, με αιτήσεις που κατέθεσαν στις 6 Μαρτίου 2007, άσκησαν αναίρεση κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

36.

Η Erste, η RZB, η BA-CA και η ÖVAG ζητούν από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση καθόσον απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησαν οι αναιρεσείουσες και να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση·

επικουρικώς, να μειώσει το πρόστιμο που τους επιβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 3 της αποφάσεως αυτής·

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, και

έτι επικουρικότερον, η Erste και η ÖVAG καλούν επίσης το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να αναπέμψει την απόφαση ενώπιον του Πρωτοδικείου.

37.

Η Επιτροπή, για όλες τις υποθέσεις, ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει πλήρως τις αιτήσεις αναιρέσεως των αναιρεσειουσών·

να επιβεβαιώσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, και

να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

V — Οι λόγοι αναιρέσεως

Α — Οι προβαλλόμενοι από την Erste (C-125/07 P) λόγοι αναιρέσεως

38.

Η Erste προβάλλει τρεις λόγους αναιρέσεως με τους οποίους σκοπεί την ακύρωση του συνόλου της προσβαλλομένης αποφάσεως ή μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε.

39.

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η Erste προβάλλει παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ο λόγος αυτός διαιρείται σε δύο σκέλη:

το πρώτο σκέλος του λόγου που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της προϋποθέσεως σχετικά με τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, και

το δεύτερο σκέλος του λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον καταλογισμό της παραβάσεως.

40.

Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, η Erste προβάλλει παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και του αρχικού ποσού του προστίμου. Προς στήριξη του λόγου αυτού, η Erste αμφισβητεί την ταξινόμηση σε κατηγορίες που έκανε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του προστίμου. Συναφώς, ο λόγος αυτός αποτελείται από δύο σκέλη:

το πρώτο σκέλος αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο λόγω του καταλογισμού στην Erste μεριδίων αγοράς του αποκεντρωμένου τομέα των ταμιευτηρίων, και

το δεύτερο σκέλος αντλείται από τον εσφαλμένο καθορισμό των μεριδίων αγοράς της Erste και του αποκεντρωμένου τομέα των ταμιευτηρίων.

41.

Τέλος, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, η Erste προβάλλει παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας, καθόσον η ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν ανέφερε την πρόθεση της Επιτροπής να της αποδώσει τα μερίδια αγοράς του αποκεντρωμένου τομέα των ταμιευτηρίων.

B — Οι προβληθέντες από την RZB (C-133/07 P) λόγοι αναιρέσεως

42.

Η RZB προβάλλει επίσης τρεις λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι σκοπούν, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση του συνόλου της προσβαλλομένης αποφάσεως ή μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε.

43.

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η RZB αμφισβητεί την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως της προϋποθέσεως σχετικά με τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών.

44.

Προς στήριξη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η RZB προβάλλει παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καθόσον η ανάλυση σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως είναι εσφαλμένη και ενέχει πλάνη περί το δίκαιο. Ο λόγος αυτός διαιρείται σε έξι σκέλη:

στο πλαίσιο των τριών πρώτων σκελών, η RZB υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθώς τη φύση της παραβάσεως, τον πραγματικό αντίκτυπό της στην αγορά και τη γεωγραφική έκτασή της, αντιστοίχως·

προς στήριξη του τέταρτου σκέλους, η RZB διατείνεται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη λαμβάνοντας υπόψη τον επιλεκτικό χαρακτήρα των διώξεων·

στο πλαίσιο του πέμπτου σκέλους, η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν ανέλυσε σφαιρικά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, και

προς στήριξη του έκτου λόγου αναιρέσεως, η RZB επικρίνει την ταξινόμηση σε κατηγορίες που έκανε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου. Αμφισβητεί το ότι της καταλογίστηκαν μερίδια αγοράς του αποκεντρωμένου τομέα της και προβάλλει, συναφώς, πέντε αιτιάσεις. Πρώτον, ο καταλογισμός αυτός στερείται νομικού ερείσματος. Δεύτερον, παραβιάζει την αρχή της προσαρμογής της κυρώσεως στη σοβαρότητα των πραγματικών περιστατικών, τρίτον, την αρχή του προσωποπαγούς χαρακτήρα των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού και, τέταρτον, την αρχή της ισότητας. Τέλος, η αιτιολογία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι συναφώς αντιφατική.

45.

Προς στήριξη του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η RZB προβάλλει ότι υπάρχει πλάνη περί το δίκαιο ως προς την εφαρμογή του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

το πρώτο σκέλος αντλείται από τη χρησιμοποίηση εσφαλμένου κριτηρίου εκτιμήσεως. Συναφώς, η RZB προβάλλει δύο αιτιάσεις αντλούμενες, πρώτον, από παραβίαση της αρχής της μη αναδρομικότητας και, δεύτερον, από παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

το δεύτερο σκέλος αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της σημασίας της συνεργασίας της RZB στη διαδικασία και διαιρείται σε τέσσερις αιτιάσεις:

οι τρεις πρώτες αιτιάσεις αντλούνται, πρώτον, από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά τον εκούσιο χαρακτήρα των απαντήσεων στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, δεύτερον, από πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της κοινής εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών και, τρίτον, από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την αναγνώριση από την RZB του αντιθέτου προς τον ανταγωνισμού σκοπού της παραβάσεως, και

προς στήριξη της τέταρτης αιτιάσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τη σημασία της συνεργασίας της και, επομένως, παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Γ — Οι προβληθέντες από την BA-CA (C-135/07 P) λόγοι αναιρέσεως

46.

Η BA-CA προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως, οι οποίοι σκοπούν σε μείωση του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

47.

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η BA-CA προβάλλει παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καθόσον η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, και μεταξύ άλλων του πραγματικού αντικτύπου της στην αγορά, είναι εσφαλμένη. Ο λόγος αυτός αποτελείται από δύο σκέλη:

το πρώτο αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την ύπαρξη των οικονομικών συνεπειών που προκλήθηκαν από τους τραπεζικούς κύκλους διαβουλεύσεων, και

το δεύτερο αντλείται από παραβίαση των αρχών της διεξαγωγής αποδείξεων.

48.

Προς στήριξη του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η BA-CA προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων. Ο λόγος αυτός διαιρείται σε δύο σκέλη:

με το πρώτο σκέλος, η BA-CA προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη τη συμμετοχή ορισμένων δημόσιων αρχών στις συσκέψεις, και

προς στήριξη του δεύτερου σκέλους, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο διέπραξε διάφορα νομικά σφάλματα μη λαμβάνοντας υπόψη τον δημόσιο χαρακτήρα των κύκλων διαβουλεύσεων.

49.

Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η BA-CA προβάλλει διάφορα νομικά σφάλματα, καθώς και παραβίαση θεμελιωδών αρχών όσον αφορά την εφαρμογή του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Ο λόγος αυτός διαιρείται σε τρία σκέλη.

προς στήριξη του πρώτου σκέλους, η BA-CA αμφισβητεί την ανάλυση του Πρωτοδικείου ως προς την εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής και ως προς την άσκηση του δικαστικού του ελέγχου·

το δεύτερο σκέλος αντλείται από τη χρησιμοποίηση εσφαλμένου κριτηρίου εκτιμήσεως και την προσβολή των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης·

το τρίτο σκέλος αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της σημασίας της συνεργασίας της BA-CA. Διαιρείται σε τέσσερις αιτιάσεις:

οι δύο πρώτες αιτιάσεις αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά, πρώτον, τη σημασία της κοινής εκθέσεως των πραγματικών περιστατικών και, δεύτερον, τη σημασία των συμπληρωματικών εγγράφων που προσκόμισε η αναιρεσείουσα,

με την τρίτη αιτίαση, η BA-CA προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη τις απαντήσεις της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, και

τέλος, η τέταρτη αιτίαση αντλείται από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως.

50.

Προς στήριξη του τέταρτου λόγου αναιρέσεως, η BA-CA διατείνεται ότι το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο των κρίσεών του επί των αιτήσεων με σκοπό μείωση των προστίμων, προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας καθόσον σε αυτά περιλαμβάνεται το δικαίωμα ακροάσεως.

Δ — Οι προβληθέντες από την ÖVAG (C-137/07 P) λόγοι αναιρέσεως

51.

Όπως η Erste και η RZB, η ÖVAG προβάλλει επίσης τρεις λόγους αναιρέσεως με σκοπό, κατ’ ουσία, την ακύρωση του συνόλου της προσβαλλομένης αποφάσεως ή μείωση του ποσού του προστίμου που της επέβαλε η Επιτροπή.

52.

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η ÖVAG αμφισβητεί την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως της προϋποθέσεως σχετικά με τις επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Ο λόγος αυτός διαιρείται σε τρία σκέλη:

το πρώτο σκέλος αφορά την πλάνη περί το δίκαιο και την εσφαλμένη αιτιολογία όσον αφορά τη δυνατότητα μιας αμιγώς εθνικής συμπράξεως να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο·

το δεύτερο σκέλος αφορά την πλάνη περί το δίκαιο του Πρωτοδικείου εκτιμώντας σφαιρικά τα διασυνοριακά αποτελέσματα της συμπράξεως. Συναφώς, η αναιρεσείουσα προβάλλει δύο αιτιάσεις, αντλούμενες, πρώτον, από εσφαλμένη εκτίμηση της κοινοτικής νομοθεσίας και, δεύτερον, από τον εσφαλμένο, ανεπαρκή και αντιφατικό χαρακτήρα της αναλύσεως σχετικά με τον καθορισμό της οικείας αγοράς, και

το τρίτο σκέλος αφορά τη μη απόδειξη, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της συμπράξεως στην αγορά.

53.

Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει την παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καθόσον η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, μεταξύ άλλων, της ταξινομήσεως σε κατηγορίες από την Επιτροπή, για τον υπολογισμό του προστίμου, είναι εσφαλμένη.

54.

Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου αναιρέσεως, η ÖVAG προβάλλει πλάνη περί το δίκαιο, έλλειψη αιτιολογίας και παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά την εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων.

VI — Η συνεκδίκαση των αιτήσεων αναιρέσεως και η εξέτασή τους στο πλαίσιο των προτάσεών μου

55.

Λόγω συναφείας, οι υπό κρίση υποθέσεις συνεκδικάζονται προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 43 του Κανονισμού Διαδικασίας. Καθόσον ορισμένοι από τους λόγους που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες συμπίπτουν, επέλεξα να τους εξετάσω από κοινού, τούτο δε για λόγους σαφήνειας.

56.

Για την ανάλυσή μας, θα εξετάσω, κατά πρώτον, τους λόγους που σκοπούν την αμφισβήτηση της νομιμότητας του συνόλου της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, θα αναλύσω τους λόγους που σκοπούν την αμφισβήτηση της υπάρξεως παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, την οποία αφορά το άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής.

57.

Κατά δεύτερον, θα εξετάσω τους λόγους που σκοπούν τη μείωση του προστίμου που καθόρισε η Επιτροπή με το άρθρο 3 της εν λόγω αποφάσεως. Συναφώς, θα εξετάσω τους λόγους που αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και της υπαγωγής των αναιρεσειουσών σε κατηγορίες. Στη συνέχεια, θα εξετάσω τους λόγους σχετικά με την εκτίμηση ελαφρυντικών περιστάσεων και τη συνεργασία των επιχειρήσεων στη διαδικασία. Τέλος, θα εξετάσω τον τελευταίο λόγο αναιρέσεως που προέβαλε η BA-CA, ο οποίος αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

58.

Πριν από την ανάλυση, επιθυμώ να διατυπώσω, εισαγωγικώς, ορισμένες παρατηρήσεις για να διαφωτίσω το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου το Δικαστήριο θα εξετάσει τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως.

VII — Εισαγωγικές παρατηρήσεις

59.

Οι παρατηρήσεις αυτές αφορούν, αφενός, τον δικαστικό έλεγχο του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας και, αφετέρου, το νομικό και πραγματικό πλαίσιο της έρευνας και της επιβολής κυρώσεων σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορές.

Α — Επί του ελέγχου του Δικαστηρίου στο πλαίσιο των υπό κρίση αιτήσεων αναιρέσεως

60.

Στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, το καθήκον του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εξέταση του αν το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την άσκηση του δικαστικού του ελέγχου.

61.

Σύμφωνα με τα άρθρα 225, παράγραφος 1, ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να περιορίζεται σε νομικά ζητήματα και να βασίζεται σε λόγους αντλούμενους από αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, πλημμέλειες κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία ή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 112, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο γ’, του Κανονισμού Διαδικασίας, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να διευκρινίζει τους προβαλλόμενους νομικούς λόγους και επιχειρήματα.

62.

Βάσει των διατάξεων αυτών, το Δικαστήριο διευκρίνισε τις προϋποθέσεις παραδεκτού των αιτήσεων αναιρέσεως κατά των αποφάσεων του Πρωτοδικείου.

63.

Πρώτον, το Δικαστήριο κρίνει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να αναφέρει επακριβώς τα επικρινόμενα στοιχεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν ειδικώς την αίτηση αυτή ( 13 ).

64.

Δεύτερον, το Δικαστήριο κρίνει ότι ένας αναιρεσείων δεν μπορεί να προβάλει για πρώτη φορά ενώπιον του Δικαστηρίου λόγο και επιχειρήματα που δεν είχε προβάλει ενώπιον του Πρωτοδικείου. Συγκεκριμένα, τούτο θα σήμαινε ότι ο διάδικος αυτός θα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει στην κρίση του Δικαστηρίου, του οποίου η αρμοδιότητα επί των αιτήσεων αναιρέσεως είναι περιορισμένη, διαφορά με ευρύτερο περιεχόμενο από τη διαφορά που εκδίκασε το Πρωτοδικείο ( 14 ).

65.

Τρίτον, το Δικαστήριο κρίνει ότι μια αίτηση αναιρέσεως δεν είναι παραδεκτή αν ο αναιρεσείων απλώς επαναλαμβάνει τους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου χωρίς να εξηγεί ή να διαπιστώνει τη πλάνη περί το δίκαιο την οποία ενδεχομένως πάσχει η απόφαση του Πρωτοδικείου. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο κρίνει, συγκεκριμένα, ότι μια τέτοια αίτηση αναιρέσεως συνιστά στην πραγματικότητα αίτηση απλής επανεξετάσεως της προσφυγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, η οποία δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Δικαστηρίου ( 15 ). Αντιθέτως, αν ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την αναιρετική διαδικασία. Πράγματι, σύμφωνα με το Δικαστήριο, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει την αναίρεσή του σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αναιρετική διαδικασία θα έχανε εν μέρει τη σημασία της ( 16 ).

66.

Από τις προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει επίσης ότι η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να στηρίζεται μόνο σε λόγους σχετικά με την παραβίαση κανόνων δικαίου. Οι λόγοι αναιρέσεως που αφορούν την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών κρίνονται, κατ’ αρχήν, απαράδεκτοι, εκτός δύο περιπτώσεων που αναφέρονται ρητώς στη νομολογία.

67.

Κατ’ αρχήν, το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να διαπιστώνει και να εκτιμά τα πραγματικά περιστατικά. Είναι επίσης αποκλειστικά αρμόδιο να εκτιμήσει την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία που του προσκομίσθηκαν, εφόσον οι αποδείξεις που δέχθηκε προς στήριξη των περιστατικών αυτών προέκυψαν νομοτύπως και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου, καθώς και οι εφαρμοστέοι δικονομικοί κανόνες περί της διεξαγωγής των αποδείξεων ( 17 ).

68.

Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ασκήσει, δυνάμει του άρθρου 225 ΕΚ, έλεγχο όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών αυτών περιστατικών και τις έννομες συνέπειες που έχει συναγάγει το Πρωτοδικείο ( 18 ).

69.

Έτσι, στο πλαίσιο, ειδικότερα, της εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, καθώς και του άρθρου 15 του κανονισμού 17, ο αναιρετικός έλεγχος του Δικαστηρίου έχει διπλό σκοπό. Αφενός, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει, με σωστό από νομικής απόψεως τρόπο, όλους τους ουσιώδεις παράγοντες για να αξιολογήσει τη σοβαρότητα μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπό το φως των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, καθώς και του άρθρου 15 του κανονισμού 17. Αφετέρου, το Δικαστήριο πρέπει να εξακριβώσει αν το Πρωτοδικείο απάντησε επαρκώς κατά νόμο στο σύνολο των επιχειρημάτων της αναιρεσείουσας για την εξαφάνιση ή μείωση του προστίμου ( 19 ). Αντιθέτως, δεν απόκειται στο Δικαστήριο να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, την κρίση του στην κρίση του Πρωτοδικείου αποφαινομένου, κατά πλήρη δικαιοδοσία, επί του ύψους των προστίμων που επιβάλλονται σε επιχειρήσεις ( 20 ).

70.

Όπως επισήμανα, υπάρχουν δύο περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί αιτιάσεων σχετικά με τη διαπίστωση και την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ( 21 ).

71.

Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η ανακρίβεια των διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου προκύπτει από στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως.

72.

Η δεύτερη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία το Πρωτοδικείο διαστρέβλωσε τα πραγματικά περιστατικά που του υποβλήθηκαν. Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο, το οποίο δεν είναι κατ’ αρχήν αρμόδιο να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που δέχθηκε το Πρωτοδικείο προς στήριξη των πραγματικών περιστατικών, μπορεί να προβεί σε δικαστικό έλεγχο. Επομένως, ο αναιρεσείων πρέπει να επισημάνει επακριβώς τα στοιχεία που διαστρέβλωσε το Πρωτοδικείο και να αποδείξει την πλάνη κατά την ανάλυση τα οποία, κατά τη γνώμη του, οδήγησαν το Πρωτοδικείο στη διαστρέβλωση αυτή. Κατά πάγια νομολογία, τέτοια παραμόρφωση πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα στοιχεία της δικογραφίας και να μη χρειάζεται να πραγματοποιηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων ( 22 ).

73.

Βάσει των στοιχείων αυτών θα εξετάσω το παραδεκτό των λόγων και επιχειρημάτων που προέβαλαν οι αναιρείουσες στις παρούσες αιτήσεις αναιρέσεως.

Β — Το νομικό και πραγματικό πλαίσιο του ελέγχου των θιγουσών τον ανταγωνισμό πρακτικών και συμφωνιών ( 23 )

74.

Η συμμετοχή επιχειρήσεως σε πρακτικές και σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες συνιστά οικονομική παράβαση με σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών της μέσω, συνήθως, εκούσιας μειώσεως της προσφοράς, τεχνητής κατανομής της αγοράς και τεχνικής μειώσεως των τιμών. Το αποτέλεσμα αυτών των πρακτικών ή συμφωνιών είναι ότι περιορίζεται ο ελεύθερος ανταγωνισμός και εμποδίζεται η πραγματοποίηση της κοινής αγοράς, μεταξύ άλλων, δυσχεραίνοντας το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Αυτό το είδος οριζόντιας συμπράξεως που επηρεάζει τα επιτόκια, δηλαδή, τελικώς, οι τιμές που καταβάλλουν οι τελικοί καταναλωτές, αποτελεί μία από τις σοβαρότερες πρακτικές που θίγουν τον ανταγωνισμό ( 24 ). Οι συμφωνίες σχετικά με τα χρεωστικά και πιστωτικά επιτόκια, όπως οι επίμαχες συμφωνίες των υπό κρίση υποθέσεων, είναι ένα από τα μέσα που διαθέτουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την ανάπτυξη ανταγωνισμού, προτείνοντας υψηλότερα επιτόκια για τον τοκισμό ορισμένων καταθέσεων ταμιευτηρίου ή χαμηλότερων επιτοκίων ως αντιστάθμιση χορηγηθέντων δανείων. Ωστόσο, η ύπαρξη συμπράξεων μεταξύ των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για τον καθορισμό των επιτοκίων αυτών εξαλείφει τον ανταγωνισμό, γεγονός που μετακυλίεται άμεσα στους καταναλωτές εφόσον αυτοί στερούνται του περιθωρίου ελιγμών τους και δεν μπορούν πλέον να ωφελούνται των πλεονεκτημάτων αυτών.

75.

Οι χορηγούμενες στην Επιτροπή με τον κανονισμό 17 εξουσίες σκοπούν να της καθιστούν δυνατή την εκπλήρωση της αποστολής της, που της ανατίθεται με το άρθρο 81 ΕΚ, να μεριμνά για την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από την προηγούμενη σκέψη, συνάδει προς το γενικό συμφέρον να αποφεύγονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες, να αποκαλύπτονται καθώς και να επιβάλλονται συναφώς κυρώσεις.

76.

Καθόσον τα πρόστιμα που δύναται να επιβληθούν στις επιχειρήσεις είναι σημαντικά, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται λαθραίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται οι θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές και συμφωνίες, να πραγματοποιούνται μυστικές συσκέψεις, το συνηθέστερο σε τρίτο κράτος, και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα.

77.

Ακόμη κι αν η Επιτροπή ανακαλύψει έγγραφα πιστοποιούντα ρητώς παράνομη επικοινωνία των επιχειρηματιών, όπως τα πρακτικά συσκέψεως, τα έγγραφα αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διασκορπισμένα, οπότε απαιτείται συχνά η αναπαραγωγή ορισμένων λεπτομερειών μέσω συνεκδοχών.

78.

Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συνάγεται από ορισμένες συμπτώσεις και στοιχεία τα οποία, εξεταζόμενα από κοινού, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης συνεκτικής εξηγήσεως, την απόδειξη παραβιάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού.

79.

Εξάλλου, όπως συμβαίνει στις υπό κρίση υποθέσεις, η Επιτροπή μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με δυσχέρειες εγγενείς των περίπλοκων δομών ορισμένων επιχειρηματιών, αναδιαρθρώσεων και μεταβολών της νομικής προσωπικότητας των επιχειρήσεων.

80.

Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 81 ΕΚ αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων. Για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, η μεταβολή της νομικής μορφής και της επωνυμίας μιας επιχειρήσεως δεν έχει οπωσδήποτε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέας επιχειρήσεως χωρίς καμία ευθύνη για τη θίγουσα τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της προηγούμενης επιχειρήσεως όταν, από οικονομικής απόψεως, οι δύο επιχειρήσεις ταυτίζονται ( 25 ).

81.

Η κοινοποίηση των αιτιάσεων πρέπει πάντως να διευκρινίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβητήσεως το νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και να απευθύνεται προς αυτό ( 26 ).

82.

Για να διατηρηθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της εξουσίας έρευνας που της χορηγεί το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 5, του κανονισμού 17, η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να υποχρεώσει, ενδεχομένως μέσω αποφάσεως, μια επιχείρηση να παράσχει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες σχετικά με πραγματικά περιστατικά που μπορεί να γνωρίζει και να της κοινοποιήσει, εν ανάγκη, τα συναφή έγγραφα που διαθέτει η επιχείρηση αυτή, ακόμη κι αν τα έγγραφα αυτά μπορεί να χρησιμεύσουν προς στοιχειοθέτηση, κατά της εν λόγω επιχειρήσεως ή κατά άλλης επιχειρήσεως, συμπεριφοράς θίγουσας τον ανταγωνισμό.

83.

O κανονισμός 17 επιβάλλει στην επιχείρηση που αποτελεί το αντικείμενο μέτρου έρευνας υποχρέωση ενεργού συνεργασίας, η οποία συνεπάγεται ότι θέτει στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα στοιχεία που αφορούν το αντικείμενο της έρευνας ( 27 ).

84.

Κατά την εκπλήρωση της αποστολής της, η Επιτροπή οφείλει, ωστόσο, να μεριμνά ώστε να μην προσβάλλονται τα δικαιώματα άμυνας στο πλαίσιο διαδικασιών προηγουμένης έρευνας, οι οποίες μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο για την εξακρίβωση στοιχείων σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα ενεργειών ορισμένων επιχειρήσεων, ικανών να επισύρουν την ευθύνη τους ( 28 ).

85.

Τα δικαιώματα άμυνας είναι θεμελιώδη δικαιώματα που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των γενικών αρχών του δικαίου, την τήρηση του οποίου διασφαλίζει το Δικαστήριο. Συναφώς, το Δικαστήριο εμπνέεται από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και από τα στοιχεία που παρέχουν οι διεθνείς πράξεις περί προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου στις οποίες τα κράτη μέλη συνεργάστηκαν ή προσχώρησαν, όπως η ευρωπαϊκή σύμβαση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 ( 29 ).

86.

Έτσι, η Επιτροπή δεν μπορεί, στο πλαίσιο αιτήσεως παροχής πληροφοριών, να επιβάλει σε επιχείρηση την υποχρέωση να δώσει απαντήσεις από τις οποίες θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η ίδια η Επιτροπή ( 30 ).

87.

Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει επίσης να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, η δυνατότητα να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων των οποίων γίνεται επίκληση καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι υπάρχει παράβαση της Συνθήκης ΕΚ ( 31 ).

88.

Υπό την έννοια αυτή, ο κανονισμός 17 προβλέπει ότι στους εμπλεκόμενους αποστέλλεται ανακοίνωση των αιτιάσεων η οποία πρέπει να αναφέρει σαφώς όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας. Ωστόσο, η μνεία των εν λόγω στοιχείων μπορεί να γίνει συνοπτικά, η δε απόφαση δεν χρειάζεται κατ’ ανάγκη να είναι αντίγραφο της εκθέσεως των αιτιάσεων ( 32 ), καθόσον η ανακοίνωση αυτή συνιστά προκαταρκτικό έγγραφο, του οποίου οι πραγματικές και νομικές εκτιμήσεις έχουν καθαρά προσωρινό χαρακτήρα ( 33 ). Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή μπορεί —και μάλιστα οφείλει— να λαμβάνει υπόψη της τα στοιχεία που προκύπτουν από τη διοικητική διαδικασία, για να αποσύρει, μεταξύ άλλων, αιτιάσεις που αποδείχθηκαν αβάσιμες ( 34 ).

89.

Υπό το πρίσμα των στοιχείων αυτών πρέπει να εξεταστούν οι διάφοροι λόγοι αναιρέσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως.

VIII — Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ

90.

Κατ’ ουσίαν, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν δύο λόγους, αντλούμενους, πρώτον, από εσφαλμένη εκτίμηση της προϋποθέσεως επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και, δεύτερον, από εσφαλμένο καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως.

Α — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της προϋποθέσεως επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών

91.

Σύμφωνα με το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, «[ε]ίναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς».

92.

Επομένως, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ είναι, πρώτον, ο επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και, δεύτερον, ο περιορισμός του ανταγωνισμού ( 35 ).

93.

Το κριτήριο του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών καθιστά δυνατό τον καθορισμό του πεδίου εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής του δικαίου των κρατών μελών ( 36 ).

94.

Το Δικαστήριο αποφάνθηκε πλειστάκις επί των αρχών που διέπουν την εκτίμηση του κριτηρίου αυτού.

95.

Το Δικαστήριο, σύμφωνα με καθιερωθείσα διατύπωση, θεωρεί ότι, για να είναι μια συμφωνία ή μια σύμπραξη ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, πρέπει, βάσει νομικών ή πραγματικών στοιχείων, να επιτρέπουν να θεωρηθεί με επαρκή βαθμό πιθανότητας ότι μπορούν να ασκήσουν επιρροή, άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική, στα εμπορικά ρεύματα μεταξύ κρατών μελών, δικαιολογώντας τον φόβο ότι μπορούν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση ενιαίας αγοράς μεταξύ κρατών μελών ( 37 ). Τούτο συμβαίνει ιδίως στεγανοποιώντας τις εθνικές αγορές, μεταστρέφοντας τον προσανατολισμό των εμπορικών ρευμάτων ή μεταβάλλοντας τη διαρθρωτική δομή του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς ( 38 ).

96.

Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η διαπίστωση επιπτώσεων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο προϋποθέτει εν γένει τη συνδρομή πολλών παραγόντων, οι οποίοι, εκτιμώμενοι μεμονωμένα, δεν θα ήταν κατ’ ανάγκη καθοριστικοί ( 39 ).

97.

Συναφώς, το Δικαστήριο θεωρεί ότι δεν απαιτείται να αποδεικνύεται ο αισθητός επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου και αρκεί να αποδεικνύεται ότι οι συμφωνίες αυτές είναι ικανές να έχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα ( 40 ).

98.

Αντιθέτως, ο επηρεασμός αυτός πρέπει να είναι αισθητός ( 41 ). Η Επιτροπή πρέπει να τον εκτιμήσει λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων, υπόψη τη θέση και τη σημασία των συμβαλλομένων στην αγορά των οικείων προϊόντων. Έτσι, ακόμη και μια συμφωνία αποκλειστικότητας με απόλυτη εδαφική προστασία εκφεύγει της απαγορεύσεως του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ, όταν δεν επηρεάζει την αγορά παρά μόνο σε ασήμαντο βαθμό, λαμβανομένης υπόψη της ασθενούς θέσεως που κατέχουν οι ενδιαφερόμενοι στην αγορά των σχετικών προϊόντων ( 42 ).

99.

Εξάλλου, όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ελάχιστη σημασία έχει το αν η επιρροή μιας συμπράξεως επί του εμπορίου είναι δυσμενής, ουδέτερη ή ευνοϊκή.

100.

Ενόψει των αρχών αυτών πρέπει να εκτιμηθεί η βασιμότητα των προβληθέντων από τις αναιρεσείουσες επιχειρημάτων.

101.

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι Erste, RZB και ÖVAG, αντιστοίχως, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο διέπραξε διάφορα νομικά σφάλματα κρίνοντας ότι οι συμφωνίες του «ομίλου Lombard» δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών υπό την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Υπό την επιφύλαξη ορισμένων ιδιαιτεροτήτων συνδεομένων με την αντίστοιχη κατάστασή τους, η επιχειρηματολογία τους ισοδυναμεί, κατ’ ουσίαν, με αμφισβήτηση των κριτηρίων επί των οποίων το Πρωτοδικείο βάσισε την εκτίμησή του.

102.

Κατέταξα τις διάφορες αιτιάσεις που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες σε τέσσερα σκέλη.

103.

Προς στήριξη του πρώτου σκέλους, η RZB και η ÖVAG υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι σύμπραξη καλύπτουσα το έδαφος κράτους μέλους δύναται να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Προς στήριξη του δεύτερου σκέλους, η ÖVAG προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι εξέτασε σφαιρικώς τα διασυνοριακά αποτελέσματα της συμπράξεως. Στη συνέχεια, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, η Erste υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν απέδειξε ότι η σύμπραξη αυτή μπορούσε να επηρεάσει αισθητώς το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Τέλος, προς στήριξη του τέταρτου σκέλους, η ÖVAG προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν ανέλυσε τις συγκεκριμένες επιπτώσεις της συμπράξεως στην αγορά.

1. Επί του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από την εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά τη δυνατότητα συμπράξεως καλύπτουσας το σύνολο της εθνικής επικράτειας να επηρεάσει αισθητώς το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

104.

Η RZB και η ÖVAG υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «υπάρχει […] ισχυρό τεκμήριο ( 43 ) ότι μια πρακτική που περιορίζει τον ανταγωνισμό και η οποία εφαρμόζεται στο σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους είναι ικανή να συμβάλει στη στεγανοποίηση των αγορών και να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο».

105.

Αφενός, η RZB φρονεί ότι το Πρωτοδικείο ερμηνεύει με απλουστευμένο τρόπο την προϋπόθεση του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών σχετικοποιώντας τη σημασία του κριτηρίου του αποτελέσματος της στεγανοποιήσεως των αγορών. Η ÖVAG προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο ερμηνεύει διασταλτικώς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

106.

Αφετέρου, η RZB φρονεί ότι η ικανότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών δεν προϋποθέτει μόνον ότι η σύμπραξη καλύπτει το σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους, αλλά απαιτείται και να συμβάλει στη στεγανοποίηση των αγορών. Η απόδειξη αυτή είναι αναγκαία. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του την κοινοτική νομολογία και, μεταξύ άλλων, με τις σκέψεις 182 έως 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τη σημασία της προπαρατεθείσας αποφάσεως Bagnasco κ.λπ., επιβεβαιώνοντας ότι το γεγονός και μόνον ότι ο κύκλος διαβουλεύσεων κάλυπτε το σύνολο του αυστριακού εδάφους αρκεί για να συναχθεί ότι επηρεάζεται το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Συναφώς, η αναιρεσείουσα τονίζει ότι η παροχή των υπηρεσιών τις οποίες αφορούσαν οι συσκέψεις των τραπεζών γινόταν, πρακτικώς χωρίς εξαίρεση, σε τοπικό επίπεδο και καμία αλλοδαπή τράπεζα δεν μετείχε στους κύκλους διαβουλεύσεων. Εξάλλου, όσον αφορά το βάρος αποδείξεως, κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να αποδείξει την ύπαρξη του αποτελέσματος στεγανοποιήσεως των αγορών όταν μια σύμπραξη καλύπτει το σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους. Έτσι, το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 181 και 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αντιστρέφοντας το βάρος αποδείξεως στις επιχειρήσεις.

107.

Η ÖVAG προσθέτει ότι οι επιχειρήσεις αυτές δεν έχουν τα μέσα για προσκομίσουν την απόδειξη αυτή. Εξάλλου, το γεγονός ότι μια σύμπραξη μπορεί να επεκταθεί στο σύνολο του εθνικού εδάφους δεν αποτελεί επαρκές κριτήριο και το Πρωτοδικείο έπρεπε να λάβει υπόψη του και άλλα κριτήρια, όπως τις ιδιαιτερότητες του τραπεζικού τομέα.

108.

Επιπλέον, η ÖVAG επισημαίνει τον αντιφατικό και ανεπαρκή χαρακτήρα της αιτιολογίας του Πρωτοδικείου. Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι το αποτέλεσμα της στεγανοποιήσεως των αγορών δεν είναι ισχυρός παράγων βάσει του οποίου μπορεί να συναχθεί ότι επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, ενώ, με τη σκέψη 181 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο έκρινε, αντιθέτως, ότι υφίσταται στενός σύνδεσμος μεταξύ του αποτελέσματος της στεγανοποιήσεως των αγορών μιας σύμπραξης και της ικανότητάς της να επηρεάσει το διασυνοριακό εμπόριο.

β) Εκτίμηση

109.

Είμαι της γνώμης ότι οι διάφορες αιτιάσεις που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες πρέπει να απορριφθούν.

110.

Συγκεκριμένα, θεωρώ ότι μια σύμπραξη, όπως η επίμαχη, που έχει οργανωθεί σε εθνικό επίπεδο μεταξύ των κυριοτέρων αυστριακών τραπεζών, της οποίας αντικείμενο είναι η συμφωνία επί των τιμών και των τραπεζικών προμηθειών δύναται, ως εκ της φύσεώς της, να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

111.

Όσον αφορά, πρώτον, την εκτίμηση του Πρωτοδικείου, η οποία εκτίθεται με τη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι υφίσταται τεκμήριο ότι συμφωνία που εφαρμόζεται στο σύνολο του εδάφους ενός κράτους μέλους είναι ικανή να συμβάλει στη στεγανοποίηση των αγορών και να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, θεωρώ ότι η συλλογιστική αυτή είναι ορθή, αν και η λέξη «τεκμήριο» δεν είναι, κατά την άποψή μου, κατάλληλη.

112.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το γεγονός ότι συνάπτεται συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων εγκατεστημένων σε ένα και μόνον κράτος μέλος και αφορά μόνον προϊόντα και υπηρεσίες που κυκλοφορούν στο εμπόριο εντός του κράτους αυτού δεν σημαίνει ωστόσο ότι δεν μπορεί να επηρεαστεί το εμπόριο εντός της εσωτερικής αγοράς ( 44 ). Σύμφωνα με το Δικαστήριο, αντιθέτως, η συμφωνία αυτή έχει, από την ίδια της τη φύση, ως αποτέλεσμα την εδραίωση στεγανοποιήσεων εθνικού χαρακτήρα και τη διασφάλιση προστασίας της εθνικής παραγωγής, εμποδίζοντας έτσι την οικονομική αλληλοδιείσδυση που επιδιώκεται από τη Συνθήκη ΕΚ και επηρεάζει κατά μείζονα λόγο το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο ( 45 ).

113.

Επομένως, ο επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου προκύπτει από την ίδια τη φύση της παραβάσεως και όχι από «τεκμήριο» που θέσπισε το Δικαστήριο.

114.

Κατά συνέπεια, και παρά τη χρήση της λέξης αυτής, θεωρώ ότι η συλλογιστική του Πρωτοδικείου, εκτεθείσα με τη σκέψη 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν πάσχει από καμία πλάνη περί το δίκαιο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η RZB και η ÖVAG.

115.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορώ να υποστηρίξω ότι το Πρωτοδικείο, ενεργώντας έτσι, ερμήνευσε διασταλτικώς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ ή ερμήνευσε απλουστευτικώς την προϋπόθεση του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

116.

Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τα επιχειρήματα που προέβαλαν συναφώς η RZB και η ÖVAG.

117.

Περαιτέρω, και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ÖVAG, είμαι της γνώμης ότι η συλλογιστική αυτή δεν αντιφάσκει με όσα υποστήριξε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 164 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, με τη σκέψη αυτή, το Πρωτοδικείο απλώς επισήμανε ότι τα αποτελέσματα της στεγανοποιήσεως των αγορών δεν είναι τα μόνα αποτελέσματα που μπορούσε να λάβει υπόψη της η Επιτροπή για να καταλήξει ότι η σύμπραξη μπορούσε να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

118.

Όσον αφορά, δεύτερον, την ύπαρξη του αποτελέσματος στεγανοποιήσεως των αγορών, θεωρώ ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν η RZB και η ÖVAG, το Πρωτοδικείο απέδειξε, επαρκώς από νομικής απόψεως και λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του τραπεζικού τομέα, ότι, πέραν του ότι η σύμπραξη κάλυπτε απλώς το έδαφος ενός κράτους μέλους, μπορούσε να καταλήξει σε στεγανοποίηση της αυστριακής αγοράς.

119.

Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο, αφού ανέφερε, με τη σκέψη 179 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η διαπιστωθείσα από την Επιτροπή σύμπραξη κάλυπτε το σύνολο του εθνικού εδάφους, επισήμανε, με τη σκέψη 183 της αποφάσεως αυτής, ότι στις συνεννοήσεις εντός του πλαισίου του «ομίλου Lombard» είχαν εμπλακεί όχι μόνο σχεδόν όλα τα πιστωτικά ιδρύματα στην Αυστρία αλλά και ένα πολύ ευρύ φάσμα τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών και, ως εκ τούτου, οι εν λόγω συνεννοήσεις «ήσαν ικανές να μεταβάλουν τους όρους του ανταγωνισμού στο σύνολο του ως άνω κράτους μέλους». Εξάλλου, το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 184 και 185 της αποφάσεως αυτής, επισήμανε ότι δεν μπορούσε να κριθεί η ανυπαρξία διασυνοριακού αποτελέσματος της συμπράξεως, καθόσον το δίκτυο μπορεί να συνέβαλλε στη διατήρηση των δομών της αυστριακής τραπεζικής αγοράς και, κατά συνέπεια, στη διατήρηση εμποδίων για την πρόσβαση στην αγορά. Οι διαπιστώσεις αυτές πρέπει να εκτιμηθούν και υπό το πρίσμα της αναλύσεως του Πρωτοδικείου, στις σκέψεις 111 έως 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία τονίζει, βάσει εγγράφων των οποίων την εξέταση δεν αμφισβητούν οι αναιρεσείουσες, τον επιδιωκόμενο από κάθε κύκλο διαβουλεύσεων σκοπό.

120.

Η διατήρηση εμποδίων για την είσοδο στην αγορά που επισημαίνει το Πρωτοδικείο αρκεί, κατά την άποψή μου, προς απόδειξη της υπάρξεως κινδύνου στεγανοποιήσεως της αυστριακής αγοράς.

121.

Πρώτον, πέραν των δομικών εμποδίων, οφειλομένων, μεταξύ άλλων, στα αποτελέσματα του δημιουργηθέντος από το καρτέλ δικτύου, οι αναιρεσείουσες έθεσαν και ενίσχυσαν στρατηγικά εμπόδια διοργανώνοντας συμφωνία τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και, σε ορισμένες περιοχές, σε τοπικό επίπεδο, στον τραπεζικό τομέα, στον οποίο δεν μετείχαν οι αλλοδαπές τράπεζες, όπως εξάλλου αναγνωρίζει η RZB με την αίτησή της αναιρέσεως ( 46 ).

122.

Δεύτερον, η φύση και ο λεπτομερής χαρακτήρας των ανταλλαγεισών μεταξύ των τραπεζών λεπτομερειών, που τονίζει το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 111 έως 121 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δημιουργούν, σε μια αγορά ήδη υψηλής συγκεντρώσεως, διαφανή δομή εμποδίζουσα κάθε συγκαλυμμένο ανταγωνισμό και ενισχύουσα τα εμπόδια για την πρόσβαση στην αγορά των επιχειρήσεων που δεν είναι μέλη του ομίλου ( 47 ).

123.

Τρίτον, οι εν λόγω τραπεζικές υπηρεσίες αφορούν οικονομικές δραστηριότητες που μπορεί να έχουν σημαντική επίδραση επί του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών και η παροχή αυτού του είδους υπηρεσιών είναι, κατά την άποψή μου, καθοριστικό στοιχείο για την είσοδο στη χρηματοπιστωτική αγορά ενός κράτους μέλους τραπεζών που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη. Οι αναιρεσείουσες, καθορίζοντας ιδιαίτερα χαμηλά χρεωστικά επιτόκια, μειώνοντας τα επιτόκια δανεισμού ή καθορίζοντας ιδιαίτερα υψηλά επιτόκια επί των αποταμιεύσεων, πέτυχαν να ελκύσουν την πελατεία μέσω συμπεφωνημένων μειώσεων και αυξήσεων των τιμών και, επομένως, μπόρεσαν να αποτρέψουν τις αλλοδαπές τράπεζες, οι οποίες δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν με τα επιτόκια αυτά, από την είσοδό τους στην αυστριακή αγορά ή, εν πάση περιπτώσει, κατέστησαν δυσχερέστερη ή καθυστέρησαν τη διείσδυσή τους στην εθνική αγορά ( 48 ).

124.

Τέταρτον, δεν θεωρώ λυσιτελές το επιχείρημα της RZB, το οποίο αντλείται από την αμιγώς εθνική φύση ορισμένων τραπεζικών υπηρεσιών που αφορούσε η συμφωνία.

125.

Συγκεκριμένα, η παγκοσμιοποίηση των τραπεζικών δραστηριοτήτων, η χρησιμοποίηση νέων τεχνολογιών στην παροχή χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και η εγκαθίδρυση ενιαίας τραπεζικής αγοράς διευκόλυναν την πραγματοποίηση των τραπεζικών συναλλαγών μεταξύ κρατών μελών ( 49 ). Έτσι, είναι δυνατόν ένας Γερμανός πελάτης να απευθυνθεί σε τράπεζα εγκατεστημένη στην Αυστρία για να συνάψει μαζί της άνοιγμα πιστώσεως τρεχούμενου λογαριασμού αν οι προσφερόμενες από την τράπεζα αυτή προϋποθέσεις του φαίνονται ευνοϊκότερες από τις προϋποθέσεις που εφαρμόζουν οι εγκατεστημένες στη Γερμανία τράπεζες. Ομοίως, τράπεζα άλλου κράτους μέλους μπορεί να επιθυμεί την παροχή τραπεζικών υπηρεσιών στην Αυστρία από το κράτος καταγωγής της ή μέσω θυγατρικών ή υποκαταστημάτων που θα ανοίξει επί του αυστριακού εδάφους. Η πλήρης υλοποίηση της εσωτερικής αγοράς, μέσω της ελευθερίας εγκαταστάσεως ( 50 ), της παροχής υπηρεσιών, της ελεύθερης κυκλοφορίας των κεφαλαίων ( 51 ), καθώς και στο πλαίσιο της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής, ευνοεί, κατά την άποψή μου, την κοινοτικοποίηση όλων των τραπεζικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ επομένως ότι είναι δυσχερές να γίνει δεκτό ότι συμφωνίες αφορώσες τραπεζικές υπηρεσίες αμιγώς εθνικής φύσεως δεν μπόρεσαν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

126.

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας με τη σκέψη 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η επίμαχη συμφωνία μπορούσε να έχει αποτελέσματα στεγανοποιήσεως των αγορών και ήταν ικανή να επηρεάσει το διακρατικό εμπόριο.

127.

Περαιτέρω, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικρίσεων ούτε το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο, με την ίδια σκέψη, έκρινε ότι οι αναιρεσείουσες δεν ανέστρεψαν το «τεκμήριο» ότι η σύμπραξη μπορεί να είχε τέτοια αποτελέσματα.

128.

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η RZB, το Πρωτοδικείο δεν ανέστρεψε το βάρος αποδείξεως στις αναιρεσείουσες. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεως παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, απόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να συγκροτήσει τα στοιχεία που αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη των πράξεων που συνιστούν παράβαση ( 52 ). Αντιθέτως, στην επιχείρηση κατά της οποίας στρέφεται η Επιτροπή απόκειται να αμυνθεί στο πλαίσιο της κατ’ αντιμωλία διαδικασίας και να αποδείξει ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Ωστόσο, όπως επισημαίνει το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 154 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε την ικανότητα του «δικτύου Lombard» να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο κρίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι η σύμπραξη τροποποιεί τις προϋποθέσεις του ανταγωνισμού σε όλη την Αυστρία και μπορούσε να επηρεάσει τις αποφάσεις των αλλοδαπών τραπεζών να εισέλθουν στην αγορά. Επομένως, το Πρωτοδικείο έκρινε μόνον ότι οι αναιρεσείουσες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι η διαπίστωση στην οποία κατέληξε η Επιτροπή ήταν εσφαλμένη.

129.

Καθόσον το Πρωτοδικείο, κατά την άποψή μου, δεν ανέστρεψε το βάρος αποδείξεως, θεωρώ ότι είναι αλυσιτελές το επιχείρημα της ÖVAG, που αντλείται από το γεγονός ότι οι αναιρεσείουσες δεν είχαν τα μέσα να αποδείξουν την ανυπαρξία στεγανοποιήσεως της αγοράς.

130.

Κατόπιν όλων αυτών των στοιχείων, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο ορθώς εκτίμησε την ικανότητα της επίμαχης συμπράξεως να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο και αιτιολόγησε επαρκώς τη συλλογιστική του επί του σημείου αυτού.

131.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως αβάσιμο.

2. Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου λόγω της συνολικής εξετάσεως των διασυνοριακών αποτελεσμάτων της συμπράξεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

132.

Η ÖVAG υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να εξετάσει σφαιρικώς τα διασυνοριακά αποτελέσματα των διαφόρων τραπεζικών κύκλων διαβουλεύσεων. Σύμφωνα με την ÖVAG, η ικανότητα επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου έπρεπε να εκτιμηθεί μεμονωμένα για κάθε κύκλο διαβουλεύσεων.

133.

Προς στήριξη του συμπεράσματος αυτού, η ÖVAG προβάλλει δύο αιτιάσεις.

134.

Η πρώτη αιτίαση αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή και εκτίμηση της κοινοτικής νομολογίας.

135.

Αφενός, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μην εξετάζοντας, μεμονωμένα, και σύμφωνα με την απόφαση VGB κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 53 ), τα αποτελέσματα επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου των κύκλων διαβουλεύσεων με χωριστή δραστηριότητα. Περαιτέρω, και στην περίπτωση που οι διάφοροι κύκλοι διαβουλεύσεων εμπίπτουν σε ενιαία παράβαση, η ÖVAG θεωρεί ότι δεν μπορεί να κριθεί η ύπαρξη άμεσου συνδέσμου μεταξύ των συνεννοήσεων που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο αυτών των κύκλων διαβουλεύσεων, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

136.

Αφετέρου, το Πρωτοδικείο εκτίμησε εσφαλμένως τη νομολογία του Δικαστηρίου από την απόφαση Bagnasco κ.λπ., προπαρατεθείσα, με τη σκέψη 171 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο εξέτασε χωριστά τις ρήτρες που αφορούν δύο διαφορετικές τραπεζικές συναλλαγές, οι οποίες περιέχονται σε ενοποιημένους τραπεζικούς όρους και αφορούν την ίδια τραπεζική υπηρεσία.

137.

Η δεύτερη αιτίαση αντλείται από εσφαλμένο καθορισμό της αγοράς των επίμαχων προϊόντων.

138.

Αφενός, η ÖVAG επικρίνει τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου, εκτεθείσα με τη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «ο ορισμός της σχετικής αγοράς δεν διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο ανάλογα με το αν πρόκειται να εφαρμοσθεί το άρθρο 81 ΕΚ ή το άρθρο 82 ΕΚ». Η συλλογιστική αυτή δεν είναι αιτιολογημένη και, εξάλλου, είναι εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι η οριοθέτηση της σχετικής αγοράς πρέπει να πραγματοποιηθεί δυνάμει των ιδίων κριτηρίων ανεξαρτήτως της διαδικασίας που ακολουθείται. Περαιτέρω, σύμφωνα με την αναιρεσείουσα, η αιτίαση που διατυπώθηκε κατά του επίμαχου ορισμού της αγοράς που δέχθηκε η Επιτροπή έχει αυτοτελή νομική διάσταση σε σχέση με τις αιτιάσεις που αφορούν τον επηρεασμό του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ. Με το επιχείρημα αυτό, η ÖVAG σκοπεί να αποδείξει ότι η Επιτροπή και το Πρωτοδικείο έπρεπε να εκτιμήσουν το αποτέλεσμα επί του εμπορίου των συνεννοήσεων στο πλαίσιο των διαφόρων κύκλων διαβουλεύσεων βάσει πιο συσταλτικού ορισμού των σχετικών αγορών.

139.

Αφετέρου, η ÖVAG επισημαίνει ότι την αντίφαση μεταξύ, πρώτον, της σκέψεως 174 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει ότι «οι διάφορες τραπεζικές παροχές υπηρεσιών τις οποίες αφορούν οι συμφωνίες δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αμοιβαίας αντικαταστάσεως» και, δεύτερον, της σκέψεως 175 της ίδιας αποφάσεως, με την οποία κρίνει ότι «η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει χωριστά τις αγορές των διαφόρων τραπεζικών προϊόντων που αφορούν οι κύκλοι διαβουλεύσεων για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου».

140.

Τέλος, η ÖVAG αμφισβητεί τη βασιμότητα του παραλληλισμού που έκανε το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1995, T-29/92, SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής ( 54 ), καθόσον, με την υπόθεση εκείνη, η προσφεύγουσα είχε προσδώσει τον ορισμό της σχετικής αγοράς, τον οποίο επανέλαβε η Επιτροπή.

β) Εκτίμηση

i) Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή και εκτίμηση της κοινοτικής νομολογίας

— Όσον αφορά την προπαρατεθείσα απόφαση VGB κ.λπ. κατά Επιτροπής

141.

Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στο Πρωτοδικείο ότι δεν εξέτασε μεμονωμένα, και σύμφωνα με την προπαρατεθείσα απόφαση VGB κ.λπ. κατά Επιτροπής, τα αποτελέσματα επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου των κύκλων διαβουλεύσεων που ανήκαν σε χωριστή δραστηριότητα.

142.

Θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή είναι αβάσιμη.

143.

Κατά πάγια νομολογία, ο επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου εκτιμάται βάσει ενός συνόλου αντικειμενικών πραγματικών ή νομικών στοιχείων, τα οποία, εξεταζόμενα μεμονωμένα, δεν είναι οπωσδήποτε αποφασιστικής σημασίας ( 55 ). Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τις ιδιαιτερότητες της συμφωνίας, δηλαδή τη φύση της, τα οικεία προϊόντα που αφορά η συμφωνία αυτή, καθώς και τη θέση και τη σημασία των συμβαλλομένων στην αγορά ( 56 ). Λαμβάνει επίσης υπόψη το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου τοποθετείται η συμφωνία αυτή και όπου μπορεί να έχει, με άλλες συμφωνίες, σωρευτικό αποτέλεσμα επί του ανταγωνισμού ( 57 ).

144.

Με την απόφαση Windsurfing International κατά Επιτροπής ( 58 ), το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν απαιτεί όλες οι ρήτρες μιας συμφωνίας, εξεταζόμενες καθεαυτές, να μπορούν να επηρεάσουν το ενδοκοινοτικό εμπόριο. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού εφαρμόζεται στις μεταξύ επιχειρήσεων συμφωνίες, οι οποίες δεν μπορούν να επηρεάσουν το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, μόνον όταν η συμφωνία, εξεταζόμενη στο σύνολό της, μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο πρέπει να εξετασθεί ποιες είναι οι ρήτρες της συμφωνίας που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού ( 59 ).

145.

Βάσει της νομολογίας αυτής, το Πρωτοδικείο έκρινε την υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως VGB κ.λπ. κατά Επιτροπής. Στην υπόθεση εκείνη, το Πρωτοδικείο καλούνταν να αποφανθεί επί του συμβατού με το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ των δύο ειδών συμφωνιών σχετικά με την προσφορά των προϊόντων ανθοκομίας, οι οποίες συνάπτονται από συνεταιριστική ένωση των Ολλανδών καλλιεργητών ανθέων.

146.

Το πρώτο είδος συμφωνιών αφορά τις εμπορικές συμβάσεις που συνάπτονται μεταξύ του συνεταιρισμού και των διανομέων που είναι εγκατεστημένοι εντός του περιβόλου της συνεταιριστικής αυτής ενώσεως, με σκοπό την εξαγωγή των προϊόντων ανθοκομίας των Κάτω Χωρών. Οι συμβάσεις αυτές συνάπτονταν βάσει κανονιστικής ρυθμίσεως θεσπισθείσας από τη συνεταιριστική ένωση και καθόριζαν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μισθωτή όσον αφορά την έκθεση και την πώληση των κομμένων ανθέων στο κτίριο της συνεταιριστικής ενώσεως. Οι συμβάσεις αυτές προέβλεπαν, μεταξύ άλλων, την καταβολή τελών και επέβαλλαν υποχρεώσεις αγοράς. Με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ότι οι συμβάσεις εντάσσονται σε σύνολο παρεμφερών αποφάσεων και συμφωνιών σχετικά με την προσφορά των προϊόντων ανθοκομίας, οι οποίες, από κοινού, περιορίζουν τον ανταγωνισμό, αντιθέτως προς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Συγκεκριμένα, οι αποφάσεις αυτές καθιστούν δυσχερέστερη τη διείσδυση στην εγχώρια ολλανδική αγορά των προερχομένων από άλλα κράτη μέλη ανταγωνιστών. Με την προπαρατεθείσα απόφαση VGB κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωση την προσέγγιση της Επιτροπής και έκρινε, βάσει της προπαρατεθείσας αποφάσεως Windsurfing International κατά Επιτροπής, ότι, εφόσον οι εμπορικές συμφωνίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της θεσπισθείσας από τη συνεταιριστική ένωση ρυθμίσεως, είναι αμελητέο αν, εξεταζόμενες μεμονωμένα, επηρεάζουν αρκούντως το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

147.

Το δεύτερο είδος συμφωνιών, ήτοι οι «συμφωνίες Cultra», αφορούσαν πέντε ατομικές συμβάσεις αποκλειστικής αγοράς που συνήφθησαν μεταξύ της συνεταιριστικής ενώσεως και πέντε Ολλανδών χονδρεμπόρων εγκατεστημένων εντός του περιβόλου της συνεταιριστικής αυτής ενώσεως. Οι χονδρέμποροι αυτοί δεσμεύονται να αγοράζουν αποκλειστικώς από τη συνεταιριστική ένωση ολλανδικά προϊόντα με σκοπό τη μεταπώλησή τους σε μικρούς λιανοπωλητές, οι οποίοι αποκλείονται των δημοπρασιών, με τη μορφή cash and carry. Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, οι συμφωνίες αυτές δεν είχαν άμεσο σύνδεσμο με τις άλλες πτυχές της ρυθμίσεως της συνεταιριστικής ενώσεως. Συγκεκριμένα, δεν αποτελούσαν ουσιώδες μέρος της ρυθμίσεως αυτής όσον αφορά τις δημοπρασίες ή τον άμεσο εφοδιασμό των διανομέων με σκοπό, μεταξύ άλλων, την εξαγωγή των οικείων προϊόντων, αλλά εμπίπτουν μάλλον σε συμπληρωματική και διαφορετική δραστηριότητα, δηλαδή τη μεταπώληση των προϊόντων της δημοπρασίας στους λιανοπωλητές με τη μέθοδο cash and carry. Στο πλαίσιο αυτό, και λαμβανομένης υπόψη της ιδιαιτερότητας των συμφωνιών αυτών, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι πρέπει να εκτιμηθεί η επίδρασή τους στο ενδοκοινοτικό εμπόριο μεμονωμένα και όχι στο πλαίσιο του συνόλου της θεσπισθείσας από τη συνεταιριστική ένωση ρυθμίσεως.

148.

Ενόψει των στοιχείων αυτών το Πρωτοδικείο μπόρεσε, ορθώς, να επισημάνει, με τη σκέψη 168 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «τα αποτελέσματα, επί του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου, των συμφωνιών μεταξύ των οποίων υφίσταται άμεσος σύνδεσμος και οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός συνόλου πρέπει να εξετάζονται από κοινού, ενώ συμφωνίες μεταξύ των οποίων δεν υφίσταται άμεσος σύνδεσμος και οι οποίες αφορούν διαφορετικές δραστηριότητες πρέπει να αποτελούν αντικείμενο χωριστής εξετάσεως». Η κρίση αυτή συνάδει πλήρως με την προπαρατεθείσα νομολογία.

149.

Επομένως, το ζήτημα είναι αν, όπως οι «συμφωνίες Cultra», το Πρωτοδικείο έπρεπε να εξετάσει τα αποτελέσματα επί του εμπορίου των συνεννοήσεων που έλαβαν χώρα σε συγκεκριμένους κύκλους διαπραγματεύσεων του «δικτύου Lombard».

150.

Δεν το νομίζω.

151.

Οι συμφωνίες που επήλθαν στους τεχνικούς ή εξειδικευμένους κύκλους διαπραγματεύσεων του «δικτύου Lombard» αφορούσαν πράγματι συγκεκριμένα τραπεζικά προϊόντα και συναλλαγές. Ωστόσο και αντιθέτως προς τις «συμφωνίες Cultra», τις οποίες αφορά η προπαρατεθείσα απόφαση VGB κ.λπ. κατά Επιτροπής, αυτοί οι κύκλοι διαβουλεύσεων εντάσσονται σε μια συνολική συμφωνία, στην οποία συμμετείχαν σχεδόν όλα τα αυστριακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και επεκτάθηκε για πολλά έτη καθώς και σε όλο το φάσμα των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρονται στην Αυστρία. Όπως διαπίστωσε το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 111 έως 125 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι συμφωνίες αυτές αποτελούν μέρος ενιαίας παραβάσεως και τούτο είναι, κατά την άποψή μου, καθοριστικής σημασίας. Οι συμφωνίες αυτές εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο, ήτοι στο «δίκτυο Lombard», το οποίο χαρακτηρίζεται από πολλές προσπάθειες διώκουσες έναν μόνον οικονομικό σκοπό, ήτοι την εξάλειψη του ανταγωνισμού στον τομέα των τραπεζικών υπηρεσιών. Η ÖVAG δεν το αμφισβητεί. Οι κύκλοι διαβουλεύσεων συνδέονταν πολύ στενά μεταξύ τους, όσον αφορά το περιεχόμενο και την οργάνωση, και ο «όμιλος Lombard» ελάμβανε τις ουσιαστικές αποφάσεις, που προετοίμαζαν αυτοί οι κύκλοι διαβουλεύσεων, και διευθετούσε τα προβλήματα πειθαρχίας όσον αφορά την τήρηση των συμφωνιών.

152.

Επομένως, στην περίπτωση που η σύμπραξη είχε χαρακτηρισθεί ως ενιαία παράβαση, θεωρώ ότι είναι εντελώς τεχνητή και ασυνεπής η υποδιαίρεση της συμπράξεως αυτής αναλόγως του συγκεκριμένου αντικειμένου καθενός κύκλου διαβουλεύσεων, και τούτο για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων που μπορεί να συνεπάγεται επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου. Στην υποθετική αυτή περίπτωση, η εν λόγω εκτίμηση πρέπει, κατά την άποψή μου, να πραγματοποιηθεί σφαιρικώς, λαμβανομένων υπόψη όλων των συνεννοήσεων που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο των κύκλων διαβουλεύσεων.

153.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορώ να μην συνταχθώ με τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου, εκτεθείσα με τη σκέψη 170 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι μεταξύ των συμφωνιών, που εμπίπτουν σε ενιαία παράβαση, υφίσταται σύνδεσμος που δικαιολογεί και απαιτεί συνολική εξέταση της ικανότητας επηρεασμού του ενδοκοινοτικού εμπορίου.

154.

Επομένως, κατά την άποψή μου, οι επικρίσεις που διατύπωσε συναφώς η ÖVAG πρέπει να απορριφθούν.

155.

Κατόπιν των ανωτέρω, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της προπαρατεθείσας αποφάσεως VGB κ.λπ. κατά Επιτροπής.

— Όσον αφορά την προπαρατεθείσα απόφαση Bagnasco κ.λπ.

156.

Η ÖVAG υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 171 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εφάρμοσε και ερμήνευσε εσφαλμένως την προπαρατεθείσα απόφαση Bagnasco κ.λπ.

157.

Με την υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο εκλήθη να αποφανθεί, με την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, επί του συμβατού με το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ ορισμένων ενοποιημένων τραπεζικών όρων τους οποίους η ένωση τραπεζών επέβαλε στα μέλη της στα πλαίσια των συμβάσεων για το άνοιγμα αλληλόχρεου λογαριασμού και της γενικής ρήτρας εγγυήσεως. Η πρώτη επίμαχη ρήτρα έδινε στις τράπεζες τη δυνατότητα, στις συμβάσεις για το άνοιγμα αλληλόχρεου λογαριασμού, να τροποποιούν ανά πάσα στιγμή τα επιτόκια λόγω των επελθουσών στην αγορά χρήματος αλλαγών, και τούτο μέσω ανακοινώσεως που αναρτάται στα καταστήματά τους. Η δεύτερη ρήτρα αφορούσε τις λεπτομέρειες εφαρμογής της γενικής ρήτρας εγγυήσεως για το άνοιγμα πίστεως σε αλληλόχρεο λογαριασμό. Το Δικαστήριο εξέτασε μεμονωμένα καθεμία από τις δύο αυτές ρήτρες.

158.

Με την αίτηση αναιρέσεώς της, η ÖVAG θεωρεί ότι η προβληθείσα από το Πρωτοδικείο ένσταση για να μην ακολουθήσει τη νομολογία αυτή είναι εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, με την προπαρατεθείσα απόφαση Bagnasco κ.λπ., δεν τίθεται το ζήτημα συνολικής εξετάσεως των διασυνοριακών αποτελεσμάτων των επίμαχων τραπεζικών όρων καθόσον, με την πρώτη ρήτρα, οι ενοποιημένοι τραπεζικοί όροι δεν είχαν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού, ενώ η δεύτερη ρήτρα που αφορούσε τη γενική ρήτρα εγγυήσεως δεν μπορούσε να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

159.

Θεωρώ ότι είναι εντελώς δικαιολογημένοι οι λόγοι που προέβαλε το Πρωτοδικείο για να απομακρυνθεί από τη νομολογία που προκύπτει από την προπαρατεθείσα απόφαση Bagnasco κ.λπ.

160.

Συγκεκριμένα, όπως επισήμανα με το σημείο 92 των προτάσεών μου, το κριτήριο του επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου είναι προϋπόθεση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και συστατικό στοιχείο της παραβάσεως για την οποία γίνεται λόγος στη διάταξη αυτή.

161.

Κατά συνέπεια, αν διαπιστωθεί ότι η μία από τις δύο ρήτρες δεν μπορεί να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, επομένως δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και δεν τίθεται, συνεπώς, το ζήτημα συνολικής εξετάσεως των διασυνοριακών αποτελεσμάτων των τραπεζικών όρων.

162.

Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη περί το δίκαιο κατά την ερμηνεία της προπαρατεθείσας αποφάσεως Bagnasco κ.λπ., και, κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την αιτίαση αυτή.

ii) Επί του εσφαλμένου, ανεπαρκούς και αντιφατικού χαρακτήρα της αναλύσεως του Πρωτοδικείου ως προς τον ορισμό της σχετικής αγοράς

— Επί του τρόπου με τον οποίο το Πρωτοδικείο εκτιμά τις αιτιάσεις που αντλούνται από εσφαλμένο ορισμό της σχετικής αγοράς

163.

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η ÖVAG αμφισβητεί τον τρόπο με τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής εκτιμά τις αιτιάσεις που προβλήθηκαν κατά του ορισμού της σχετικής αγοράς στον οποίο κατέληξε η Επιτροπή για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

164.

Η ÖVAG σκοπεί, μεταξύ άλλων, τη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Επικρίνει, κατ’ αρχάς, τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου ότι «ο ορισμός της σχετικής αγοράς δεν διαδραματίζει τον ίδιο ρόλο ανάλογα με το αν πρόκειται να εφαρμοσθεί το άρθρο 81 ΕΚ ή το άρθρο 82 ΕΚ». Στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί την ανάλυση του Πρωτοδικείου ότι «οι αιτιάσεις κατά του ορισμού της αγοράς στον οποίο κατέληξε η Επιτροπή δεν μπορούν να προσλάβουν αυτοτελή διάσταση σε σχέση με τις αιτιάσεις που αφορούν τον επηρεασμό του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου και τη βλάβη του ανταγωνισμού». Η συλλογιστική αυτή στερείται αιτιολογίας και πάσχει πλάνη περί το δίκαιο.

165.

Μολονότι συντάσσομαι, εν μέρει, με τη διατυπωθείσα από την ÖVAG επίκριση, θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή είναι αλυσιτελής, καθόσον δεν μπορεί να καταλήξει σε παρανομία της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

166.

Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο απλώς υπενθύμισε, εισαγωγικά, την κοινοτική νομοθεσία την οποία ακριβώς αμφισβητεί η αναιρεσείουσα. Πάντως, η υπενθύμιση της νομολογίας αυτής δεν είχε συνέπειες στη συνέχεια της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου εφόσον το Πρωτοδικείο εξέτασε, με τις σκέψεις 173 έως 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την αμφισβήτηση από την ÖVAG του ορισμού της αγοράς στον οποίο κατέληξε η Επιτροπή.

167.

Ωστόσο, επιθυμώ να διατυπώσω ορισμένες παρατηρήσεις επί της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου με τη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στον βαθμό που συντάσσομαι, εν μέρει, με τις επιφυλάξεις που διατύπωσε η αναιρεσείουσα.

168.

Συγκεκριμένα, μολονότι η συλλογιστική του Πρωτοδικείου βασίζεται σε πάγια νομολογία ( 60 ), θεωρώ ότι ο ορισμός της σχετικής αγοράς διαδραματίζει, αντιθέτως, τον ίδιο ρόλο ανεξαρτήτως του αν πρόκειται να εφαρμοσθεί το άρθρο 81 ΕΚ, που απαγορεύει τις αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμπράξεις, το άρθρο 82 ΕΚ, που απαγορεύει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, ή ακόμα ο κανονισμός (ΕΟΚ) 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων ( 61 ). Αλλάζει μόνον η φύση της συμπεριφοράς που εξετάζει η Επιτροπή και η σκοπιμότητα οριοθετήσεως της αγοράς.

169.

Στις τρεις αυτές διαδικασίες, ο ορισμός της σχετικής αγοράς δίνει τη δυνατότητα αναγνωρίσεως και καθορισμού της περιμέτρου εντός της οποίας ασκείται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων για την καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας της αγοράς. Ο καθορισμός αυτός, τόσο σε επίπεδο προϊόντων, όσο και σε επίπεδο γεωγραφικών διαστάσεων της σχετικής αγοράς, πρέπει να καθιστά δυνατό να καθορισθεί αν πράγματι υφίστανται ανταγωνιστές στην αγορά αυτή, ικανοί να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των επίμαχων επιχειρήσεων ή να τους εμποδίσουν να ενεργήσουν ανεξαρτήτως των πιέσεων που ασκεί ο αποτελεσματικός ανταγωνισμός.

170.

Επομένως, ο πρόσφορος καθορισμός της επίμαχης αγοράς αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την κρίση περί της φερομένης ως αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς ανεξαρτήτως του πλαισίου των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ ή του κανονισμού 4064/89 ( 62 ). Περαιτέρω, η Επιτροπή εξέθεσε τις βασικές αρχές και τα στοιχεία αξιολογήσεως επί των οποίων βασίζεται για τον καθορισμό της επίμαχης αγοράς με ανακοίνωση εκδοθείσα στις 9 Δεκεμβρίου 1997 ( 63 ). Με την ανακοίνωση αυτή, η Επιτροπή καθορίζει μια βασική μέθοδο και κριτήρια αξιολογήσεως που εφαρμόζονται, αδιακρίτως, στα τρία είδη διαδικασίας.

171.

Αντιθέτως, όπως προκύπτει από την εν λόγω ανακοίνωση για τον ορισμό της αγοράς, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τα κριτήρια αυτά με ευελιξία και πραγματισμό και να τα σταθμίζει αναλόγως της φύσεως του επίμαχου προβλήματος ανταγωνισμού, των χαρακτηριστικών των οικείων προϊόντων καθώς και των σκοπών που επιδιώκει ( 64 ). Έτσι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με το σημείο 25 της ανακοινώσεως για τον ορισμό της αγοράς, η απόφαση λαμβάνεται βάσει ορισμένου αριθμού διαφορετικών κριτηρίων και στοιχείων αξιολογήσεως, εφόσον, σε συγκεκριμένη περίπτωση, ορισμένα στοιχεία έχουν καθοριστική σημασία, λαμβανομένων ιδίως υπόψη των χαρακτηριστικών και των ιδιομορφιών του υπό εξέταση τομέα και προϊόντων ή υπηρεσιών, ενώ, σε άλλες περιπτώσεις, τα ίδια στοιχεία μπορεί να μην παρουσιάζουν κανένα ενδιαφέρον.

172.

Επομένως, ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή ορίζει την αγορά εξαρτάται από τη φύση του επίμαχου προβλήματος ανταγωνισμού και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ορισμένων αγορών. Συναφώς, ο ορισμός της αγοράς είναι ένας μηχανισμός βάσει του οποίου η Επιτροπή μπορεί να ασκεί τον έλεγχό της αναλόγως του αντικειμένου των άρθρων 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

173.

Στο πλαίσιο του άρθρου 82 ΕΚ, ο κοινοτικός δικαστής κρίνει ότι ο καθορισμός της σχετικής αγοράς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να εκτιμηθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως της επιχειρήσεως ( 65 ), η οποία απαιτείται προτού εξετασθεί η ύπαρξη καταχρήσεως.

174.

Αντιθέτως, στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, ο κοινοτικός δικαστής κρίνει ότι δεν επιβάλλεται προηγούμενος καθορισμός της σχετικής αγοράς όταν η επίμαχη συμφωνία έχει καθεαυτή αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, δηλαδή όταν η Επιτροπή ορθώς κατέληξε, χωρίς προηγούμενη οριοθέτηση της αγοράς, ότι η εν λόγω συμφωνία νοθεύει τον ανταγωνισμό και μπορεί να επηρεάζει αισθητά το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο ( 66 ). Στην περίπτωση αυτή, ο κοινοτικός δικαστής σκοπεί τις σοβαρότερες συμφωνίες, τις οποίες απαγορεύει ρητώς το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχεία α’ ή ε’, ΕΚ. Στην υποθετική αυτή περίπτωση, για την οποία γίνεται λόγος με τη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ο κοινοτικός δικαστής κρίνει ότι οι αιτιάσεις που αντλούνται από εσφαλμένο καθορισμό της σχετικής αγοράς είναι αλυσιτελείς και επ’ αυτού έγκειται, κατά την άποψή μου, η διαφορά με τη διαδικασία που ακολουθείται στο πλαίσιο του άρθρου 82 ΕΚ ( 67 ).

175.

Αντιθέτως, πέραν της υποθετικής αυτής περιπτώσεως, ο κοινοτικός δικαστής κρίνει ότι ο καθορισμός της αγοράς είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να καταστεί δυνατό στην Επιτροπή να καθορίσει αν η συμφωνία έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού και αν μπορεί να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο ( 68 ).

176.

Συγκεκριμένα, η οριοθέτηση της αγοράς καθιστά, μεταξύ άλλων, δυνατή την πληροφόρηση περί της φύσεως του επίμαχου προϊόντος και τον καθορισμό του μεριδίου αγοράς των οικείων επιχειρήσεων. Αφενός, τούτο καθιστά δυνατή την ανάλυση των αποτελεσμάτων που έχει μια συμφωνία επί του ανταγωνισμού. Επομένως, η Επιτροπή είναι σε θέση να γνωρίζει αν ο ανταγωνισμός περιορίζεται σημαντικά ή αν, αντιθέτως, η συμφωνία μπορεί να τύχει εξαιρέσεως βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 3, στοιχείο β’, ΕΚ ή διακανονισμού εξαιρέσεως ανά κατηγορίες ( 69 ) ή αν αποτελεί συμφωνία αμελητέας σημασίας ( 70 ). Αφετέρου, τούτο παρέχει τη δυνατότητα πληροφορήσεως περί της ικανότητας της συμφωνίας να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

177.

Εντός αυτού του πλαισίου, ο κοινοτικός δικαστής κρίνει, όπως προκύπτει από τη σκέψη 172 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αιτιάσεις που αντλούνται από εσφαλμένο καθορισμό της αγοράς δεν έχουν «αυτοτελή διάσταση» σε σχέση με τις αιτιάσεις που αφορούν τον επηρεασμό του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου και τη βλάβη του ανταγωνισμού ( 71 ). Με άλλα λόγια, τα επιχειρήματα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό της αγοράς λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως των επιχειρημάτων σχετικά με τη βλάβη του ανταγωνισμού και τον επηρεασμό του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου.

— Επί της ανεπαρκούς και αντιφατικής αιτιολογίας

178.

Η ÖVAG υποστηρίζει ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και, μεταξύ άλλων, οι σκέψεις 174 και 175 έχουν ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία.

179.

Συγκεκριμένα, ενώ, με τη σκέψη 174 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει ότι οι διάφορες τραπεζικές παροχές υπηρεσιών τις οποίες αφορούν οι συμφωνίες δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο αμοιβαίας αντικαταστάσεως, δέχεται, με τη σκέψη 175 της αποφάσεως αυτής, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει χωριστά τις αγορές των διαφόρων αυτών τραπεζικών προϊόντων.

180.

Θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι βάσιμη.

181.

Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο ορθώς εξήγησε τους λόγους για τους οποίους δεν έπρεπε να γίνει δεκτός ένας συσταλτικός ορισμός της αγοράς, με βάση μόνο τη δυνατότητα υποκαταστάσεως των επίμαχων προϊόντων. Όπως ορθώς επισήμανε, τέτοιος ορισμός θα ήταν τεχνητός σε αυτόν τον τομέα δραστηριοτήτων, καθόσον, αφενός, η πλειονότητα των πελατών ζητούν, από την τράπεζά τους, ένα σύνολο τραπεζικών υπηρεσιών και, αφετέρου, ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών δύναται να αφορά το σύνολο των υπηρεσιών αυτών. Είναι αληθές, όπως επισημαίνει η ÖVAG με την αίτησή της αναιρέσεως, ότι ορισμένοι πελάτες μπορούν να απευθυνθούν σε άλλη τράπεζα για να επιτύχουν την παροχή ειδικότερης υπηρεσίας, παραδείγματος χάρη, ένα δάνειο. Πάντως, στις περισσότερες περιπτώσεις, κάθε πρόσωπο διαθέτει λογαριασμό σε τράπεζα από τον οποίο του προσφέρονται πολλές υπηρεσίες, όπως η χορήγηση μέσων πληρωμής (τραπεζικές κάρτες, αναλήψεις και εμβάσματα), βάσει των οποίων ο πελάτης μπορεί να πραγματοποιεί συναλλαγές από τον λογαριασμό του (πιστώσεις ή χρεώσεις) μέσω των τόκων και των εξόδων που εφαρμόζει η τράπεζα. Επομένως, είναι σαφές, όπως τονίζει το Πρωτοδικείο, ότι χωριστή εξέταση δεν καθιστά δυνατή την πλήρη αναχαίτιση των αποτελεσμάτων της επίμαχης συμφωνίας.

182.

Ωστόσο, όπως εξέθεσα με το σημείο 171 των προτάσεών μου, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόζει τα κριτήρια που θεσπίστηκαν με την ανακοίνωση για τον ορισμό της αγοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η δυνατότητα υποκαταστάσεως των προϊόντων, με ευελιξία και πραγματισμό και να τα σταθμίζει αναλόγως της φύσεως του επίμαχου προβλήματος ανταγωνισμού, των χαρακτηριστικών των υπό εξέταση υπηρεσιών καθώς και των σκοπών που επιδιώκει ( 72 ).

183.

Ωστόσο, με τις υπό κρίση υποθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε η συμφωνία αυτή, είναι σαφές, κατά την άποψή μου, ότι χωριστή εξέταση των αγορών των διαφόρων τραπεζικών προϊόντων δεν θα καθιστούσε δυνατή την αναχαίτιση της εκτάσεως καθώς και της σημασίας της εν λόγω συμφωνίας και, προφανώς, δεν θα ελάμβανε υπόψη της την πραγματικότητα.

184.

Περαιτέρω, ενόψει της σημασίας και του φάσματος των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών που κάλυψε το «δίκτυο Lombard», δεν αποκλείεται, όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο, οι ενδοκοινοτικές επιπτώσεις να είναι έμμεσες και η αγορά επί της οποίας μπορεί να επέλθουν δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με την αγορά των τραπεζικών προϊόντων ή υπηρεσιών επί των οποίων συμφώνησαν οι συμβαλλόμενοι. Προκειμένου, παραδείγματος χάρη, για το συνολικό ετήσιο επιτόκιο που κάθε τράπεζα πρέπει να καθορίζει κατά την πρόταση ενός δανείου, το επιτόκιο αυτό δεν πρέπει να υπολογίζεται μόνο με βάση το χρεωστικό επιτόκιο, αλλά και με τα παρεπόμενα έξοδα, όπως τα έξοδα που συνδέονται με τη διαχείριση του φακέλου, τα έξοδα ασφαλίσεων και τα έξοδα που συνδέονται με τη χορήγηση κάρτας πληρωμών.

185.

Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο εξέθεσε επαρκώς από νομικής απόψεως τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν να εξετάσει χωριστά τις αγορές των διαφόρων τραπεζικών προϊόντων που αφορούν οι κύκλοι διαβουλεύσεων, μολονότι δεν υπάρχει δυνατότητα υποκαταστάσεων των επίμαχων προϊόντων. Στο πλαίσιο αυτό, θεωρώ ότι η αιτιολογία του Πρωτοδικείου, εκτεθείσα με τις σκέψεις 174 και 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο καμίας κριτικής.

— Επί της εσφαλμένης παραπομπής στην προπαρατεθείσα απόφαση SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής,

186.

Η ÖVAG αμφισβητεί τη βασιμότητα της αναλογίας εκ μέρους του Πρωτοδικείου, με τη σκέψη 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την προπαρατεθείσα απόφαση SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής, λαμβανομένου υπόψη ότι, με την υπόθεση αυτή, η Επιτροπή είχε δεχθεί τον προταθέντα από την προσφεύγουσα καθορισμό της αγοράς.

187.

Φρονώ ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι σε καμία περίπτωση λυσιτελής και, κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να την απορρίψει.

188.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, είμαι της γνώμης ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να εξετάσει συνολικώς το διασυνοριακό αποτέλεσμα των τραπεζικών κύκλων διαβουλεύσεων, δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη περί το δίκαιο και αιτιολόγησε, επαρκώς, και χωρίς καμία αντίφαση, τη συλλογιστική της.

189.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως ως αβάσιμο.

3. Επί του τρίτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από το γεγονός ότι δεν αποδείχτηκε ότι η σύμπραξη επηρεάζει αισθητώς το ενδοκοινοτικό εμπόριο

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

190.

Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, η Erste υπενθυμίζει ότι ο επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου δεν είναι η μόνη προϋπόθεση εφαρμογής της διατάξεως αυτής. Όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 167 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, είναι επίσης αναγκαίο να αποδειχθεί ότι το δυνητικό αποτέλεσμα της συμπράξεως επί του εμπορίου είναι αισθητό. Ωστόσο, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι το «δίκτυο Lombard» είχε δυνητικώς την ικανότητα να επηρεάσει το ενδοκοινοτικό εμπόριο, δεν αποδείχθηκε ότι ο επηρεασμός αυτός μπορεί να ήταν αισθητός. Σύμφωνα με την αναιρεσείουσα, μολονότι η συναφθείσα μεταξύ των τραπεζών συμφωνία είχε διασυνοριακά αποτελέσματα, τα αποτελέσματα αυτά είναι εξαιρετικώς περιορισμένα.

β) Εκτίμηση

191.

Το κριτήριο του επηρεασμού του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου περιλαμβάνει ένα ποσοτικό στοιχείο το οποίο περιορίζει τη δυνατότητα εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου μόνο στις συμφωνίες που μπορεί να έχουν αισθητά αποτελέσματα. Όταν οι συμφωνίες αυτές επηρεάζουν τις συναλλαγές μόνον επουσιωδώς, δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

192.

Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Erste προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν απέδειξε ότι το «δίκτυο Lombard» μπορούσε να επηρεάσει αισθητώς το ενδοκοινοτικό εμπόριο.

193.

Μολονότι είναι πράγματι λυπηρό ότι το Πρωτοδικείο δεν ανέφερε ρητώς ότι επρόκειτο για αισθητό επηρεασμό, θεωρώ πάντως ότι τούτο προκύπτει σαφέστατα από τη φύση της επίμαχης συμφωνίας και τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, που επισημαίνονται με τις σκέψεις 111 έως 121, 179 και 183 έως 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

194.

Κατά πάγια νομολογία και όπως προκύπτει από το σημείο 97 των προτάσεών μου, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν επιβάλλει μεν οι διαλαμβανόμενες στη διάταξη αυτή συμφωνίες να επηρεάζουν αισθητά το ενδοκοινοτικό εμπόριο (σύμφωνα με το Δικαστήριο, είναι δυσχερέστατο να προσκομισθεί, συγκεκριμένα, η απόδειξη αυτή), επιβάλλει όμως να αποδεικνύεται ότι οι συμφωνίες αυτές είναι ικανές να έχουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα ( 73 ). Έτσι, με την προπαρατεθείσα απόφαση Miller International Schallplaten κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο έκρινε επαρκές το γεγονός ότι η Επιτροπή απέδειξε, βάσει ορισμένων πραγματικών γεγονότων, ότι υπήρχε ο κίνδυνος ( 74 ) αισθητού επηρεασμού ( 75 ).

195.

Εξάλλου, όπως επισήμανα, οι επιπτώσεις επί του ενδοκοινοτικού εμπορίου μπορεί να προκύπτει από τη συνδρομή πολλών παραγόντων ( 76 ). Η εκτίμηση του αισθητού χαρακτήρα του επηρεασμού αυτού εξαρτάται από τις περιστάσεις κάθε περιπτώσεως και πρέπει να λαμβάνει υπόψη διάφορα στοιχεία, όπως το οικονομικό και νομικό πλαίσιο της συμπράξεως ( 77 ), τη φύση της, τα χαρακτηριστικά των οικείων προϊόντων και, τέλος, τη θέση καθώς και τη σημασία που κατέχουν οι ενδιαφερόμενοι στην επίμαχη αγορά.

196.

Ωστόσο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο επισήμανε, πλειστάκις, ότι η συμφωνία όχι μόνο συγκέντρωνε το σύνολο σχεδόν των αυστριακών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι μεγαλύτερες τράπεζες), αλλά κάλυπτε επίσης ευρύτατο φάσμα τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών, μεταξύ άλλων, τις καταθέσεις και τα δάνεια, και επεκτεινόταν στο σύνολο του εθνικού εδάφους, με τον κίνδυνο λοιπόν να μεταβάλει τους όρους του ανταγωνισμού στο σύνολο του κράτους μέλους. Πέραν όσων επισήμανα με τα σημεία 118 έως 126 των προτάσεών μου και, μεταξύ άλλων, ενόψει της ίδιας της φύσεως της εν λόγω συμφωνίας, θεωρώ ότι οι διαπιστώσεις αυτές επαρκούν για να αποδείξουν ότι η συμφωνία αυτή μπορούσε να επηρεάσει, σημαντικά, το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

197.

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι η διατυπωθείσα από την Erste επίκριση είναι αλυσιτελής και προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως.

4. Επί του τετάρτου σκέλους του λόγου, που αντλείται από την ανυπαρξία αναλύσεως των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων της συμπράξεως στην αγορά

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

198.

Η ÖVAG προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν ανέλυσε τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της συμπράξεως στην αγορά, ενώ μάλιστα επρόκειτο για «a posteriori εκτίμηση τελεσθείσας παραβάσεως». Η επικληθείσα από το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, νομολογία ότι τα δυνητικά αποτελέσματα μιας συμπράξεως επί του μεταξύ των κρατών μελών εμπορίου αρκούν για να εμπίπτει η σύμπραξη στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή. Επομένως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η απόδειξη δυνητικού αποτελέσματος της συμπράξεως αρκεί στις υπό κρίση υποθέσεις, ενώ ήταν απολύτως δυνατό να εξετάσει την ύπαρξη των προβαλλομένων αποτελεσμάτων. Αν το Πρωτοδικείο είχε πραγματοποιήσει την εξέταση αυτή, θα είχε διαπιστώσει ότι οι συμφωνίες δεν είχαν καμία επίδραση επί του διασυνοριακού εμπορίου.

β) Εκτίμηση

199.

Κατά την άποψή μου, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

200.

Συγκεκριμένα, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο επισήμανε, με τη σκέψη 166 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν επιβάλλει οι περιορισμοί να έχουν πράγματι επηρεάσει το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο, αλλά απαιτεί μόνον να αποδεικνύεται ότι οι συμφωνίες δύνανται να έχουν τέτοιο αποτέλεσμα ( 78 ).

201.

Η νομολογία δεν διακρίνει αναλόγως του αν πρόκειται να εξετασθεί η συμβατότητα συμφωνίας στο πλαίσιο ex post ελέγχου, που σκοπεί, στην περίπτωση αυτή, ήδη συναφθείσα ή εκτελεσθείσα συμφωνία, ή στο πλαίσιο ex ante ελέγχου, δηλαδή όταν η συμφωνία αυτή έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως στην Επιτροπή για τη χορήγηση εξαιρέσεως.

202.

Η αποδοχή της απόψεως της ÖVAG αντιστοιχεί στην υιοθέτηση διαφορετικής προσεγγίσεως και ελέγχου αναλόγως του αν πρόκειται για a priori ή a posteriori εκτίμηση μιας συμφωνίας. Εντούτοις, η νομολογία δεν προβλέπει την προσέγγιση αυτή.

203.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

204.

Κατά την άποψή μου, από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο ορθώς εκτίμησε την ικανότητα του «δικτύου Lombard» να επηρεάσει το μεταξύ των κρατών μελών εμπόριο και ορθώς αιτιολόγησε την ανάλυσή του.

205.

Επομένως, το Πρωτοδικείο καθώς και η Επιτροπή, με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μπόρεσαν θεμιτώς να κρίνουν ότι οι συναφθείσες μεταξύ των αναιρεσειουσών συμφωνίες αποτελούν παράβαση αντίθετη προς το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

206.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον πρώτο αυτό λόγο αναιρέσεως ως αβάσιμο.

Β — Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένο καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως

207.

Ο λόγος αυτός σκοπεί να αμφισβητήσει τον καθορισμό των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, μνεία των οποίων γίνεται στο άρθρο 1 της αποφάσεως αυτής.

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

208.

Η Erste υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και πεπλανημένη εκτίμηση κρίνοντας, με τις σκέψεις 327 επ. της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οφείλει να λογοδοτήσει για την παράβαση που διέπραξε η GiroCredit Bank der österreichischen Sparkassen AG (στο εξής: GiroCredit) για τη χρονική περίοδο πριν από την εξαγορά της.

209.

Πρώτον, η Erste προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθώς τους οικονομικούς και νομικούς δεσμούς που υφίστανται μεταξύ GiroCredit και του ομίλου Bank Austria. Συναφώς, η Erste υπενθυμίζει ότι, μέχρι να ανακτήσει την πλειοψηφία του κεφαλαίου της GiroCredit στις 20 Μαΐου 1997, ο όμιλος Bank Austria, ο οποίος συμμετείχε στον «όμιλο Lombard» κατείχε κατά πλειοψηφία την GiroCredit. Ο όμιλος αυτός δεν ήλεγχε την GiroCredit μόνο μέσω πλειοψηφούσας συμμετοχής το κεφάλαιό της, αλλά και μέσω του διορισμού των μελών του συμβουλίου εποπτείας και διευθύνσεως και της κατοχής των υψηλότερων διευθυντικών θέσεων της GiroCredit από μισθωτούς υπαλλήλους προερχόμενους από την Bank Austria AG. Κατά συνέπεια, η συμπεριφορά της GiroCredit έπρεπε να καταλογισθεί για την περίοδο αυτή στην BA-CA. Περαιτέρω, η διαπίστωση του Πρωτοδικείου ότι η GiroCredit ήταν το νομικό πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την εκμετάλλευση των τραπεζικών δραστηριοτήτων είναι εσφαλμένη από νομικής απόψεως, εφόσον ο όμιλος Bank Austria είχε επίσης τον έλεγχο και τη διεύθυνση της τελευταίας αυτής εταιρίας.

210.

Δεύτερον, η Erste υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο με τις σκέψεις 328 έως 336 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε την επιλογή να επιβάλει κυρώσεις είτε στη θυγατρική που μετείχε στην παράβαση, είτε στη μητρική εταιρία που την ήλεγχε κατά την περίοδο αυτή, και τούτο μάλιστα υποθέτοντας οικονομική διαδοχή.

211.

Η Επιτροπή τονίζει ότι πρέπει να γίνει σαφής διάκριση μεταξύ του καθορισμού του νομικού προσώπου που ήταν υπεύθυνο για την επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η συμπεριφορά θυγατρικής, με αυτοτελή νομική προσωπικότητα, μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική εταιρία. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσέγγισή της δεν συνεπάγεται καμία αδικία, στον βαθμό που η ίδια η Erste μετείχε στη σύμπραξη.

2. Εκτίμηση

212.

Με τον λόγο αυτό αναιρέσεως, η Erste προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε δικαίωμα να της καταλογίσει την ευθύνη της διαπραχθείσας από την GiroCredit παράβαση πριν από την εξαγορά της, ενώ η τελευταία αυτή εταιρία ανήκε, κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, στον όμιλο Bank Austria.

213.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει αν το γεγονός ότι άλλη μητρική εταιρία ήλεγχε την GiroCredit κατά τον χρόνο που διέπραξε την παράβαση αποκλείει τη δυνατότητα της Επιτροπής να καταλογίσει στην Erste, που είναι η νέα μητρική εταιρία, την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής αυτής.

214.

Δεν το νομίζω.

215.

Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζονται οι αρχές που θέσπισε το Δικαστήριο στον τομέα καταλογισμού των παραβάσεων σε περίπτωση διαδοχής επιχειρήσεων και στο πλαίσιο ομίλου εταιριών.

216.

Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του ( 79 ).

217.

Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η ευθύνη για τη διάπραξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ έχει προσωποπαγή χαρακτήρα, όχι μόνο λόγω της φύσεως της επίμαχης παραβάσεως αλλά και λόγω της φύσεως και του βαθμού της σοβαρότητας των κυρώσεων που επιβάλλονται συναφώς ( 80 ).

218.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κρίνει ότι για τη συμπεριφορά αυτήν ευθύνεται το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την οικεία επιχείρηση κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, έστω και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της περί διαπιστώσεως της παραβάσεως αποφάσεως, την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως έφερε άλλο πρόσωπο ( 81 ). Εφόσον το νομικό πρόσωπο που ευθυνόταν για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως υφίσταται, η ευθύνη εκ της παραβατικής συμπεριφοράς της επιχειρήσεως ακολουθεί το νομικό αυτό πρόσωπο, έστω και αν τα υλικά και τα ανθρώπινα στοιχεία που είχαν συμβάλει στη διάπραξη της παραβάσεως μεταβιβάστηκαν μετά το πέρας της παραβάσεως σε τρίτα πρόσωπα ( 82 ).

219.

Αντιθέτως, όταν οντότητα που παραβίασε τους κανόνες του ανταγωνισμού παύει να υφίσταται νομικώς ή οικονομικώς μετά τη διάπραξη της παραβάσεως, το Δικαστήριο εφαρμόζει το λεγόμενο κριτήριο «της οικονομικής συνέχειας» ( 83 ).

220.

Λόγω της εφαρμογής του κριτηρίου αυτού, οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αποφύγουν τις επιβαλλόμενες από την Επιτροπή κυρώσεις για τον απλό λόγο ότι η ταυτότητά τους άλλαξε λόγω αναδιαρθρώσεων, εκχωρήσεων ή άλλων νομικών ή οργανωτικών αλλαγών και επομένως διασφαλίζεται η αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού ( 84 ).

221.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο κρίνει ότι, όταν, μεταξύ του χρόνου διαπράξεως της παραβάσεως και του χρόνου κατά τον οποίο η οικεία επιχείρηση καλείται να υποστεί τις συνέπειες της παραβάσεως, το πρόσωπο που ευθυνόταν για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως αυτής έχει παύσει να υφίσταται νομικώς, πρέπει, κατά πρώτον, να εντοπιστεί το σύνολο των υλικών και των ανθρώπινων στοιχείων που συνέδραμαν στη διάπραξη της παραβάσεως για να εντοπιστεί, στη συνέχεια, το πρόσωπο που κατέστη υπεύθυνο της εκμεταλλεύσεως αυτού του συνόλου ( 85 ).

222.

Όσον αφορά, ειδικότερα, τον καταλογισμό των παραβάσεων εντός του πλαισίου ενός ομίλου εταιριών, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το γεγονός ότι μια θυγατρική εταιρία δύναται να έχει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλεισθεί η δυνατότητα καταλογισμού της συμπεριφοράς της στη μητρική εταιρία, μεταξύ άλλων όταν η θυγατρική δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας ( 86 ).

223.

Μετά την υπόμνηση των στοιχείων αυτών, πρέπει να εξετασθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των προβληθεισών από την αναιρεσείουσα αιτιάσεων.

224.

Προς στήριξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τις πραγματικές εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου. Αμφισβητεί τις κρίσεις της σκέψης 327 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η GiroCredit ήταν, κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως, το νομικό πρόσωπο που ευθυνόταν για την εκμετάλλευση των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Συναφώς, προσκομίζει ορισμένα στοιχεία με σκοπό να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να αποδοθεί στη μητρική εταιρία η ευθύνη για συμπεριφορά θυγατρικής εταιρίας, όσον αφορά την Bank Austria AG και τη GiroCredit.

225.

Φρονώ ότι τα επιχειρήματα αυτά δεν είναι παραδεκτά από απόψεως των αρχών που εξέθεσα με τα σημεία 65 έως 72 των προτάσεών μου. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, που εκτίθενται με τη σκέψη 327 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρόκειται για επί της ουσίας εκτιμήσεις που δεν δύνανται να συζητηθούν κατ’ αναίρεση. Στη συνέχεια, όσον αφορά τα στοιχεία που προσκομίζει η αναιρεσείουσα προς στήριξη των αποδείξεών της, δεν πρόκειται για κατά γράμμα επανάληψη των στοιχείων που προέβαλε ήδη ενώπιον του Πρωτοδικείου. Με την πρώτη αιτίαση, η αναιρεσείουσα σκοπεί να επιτύχει απλή επανεξέταση της υποβληθείσας ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγής της και νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, που εκφεύγουν της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

226.

Προς στήριξη της δεύτερης αιτιάσεώς της, η αναιρεσείουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ευθύνη της συμπεριφοράς της GiroCredit, πριν από τη μεταβίβασή της, πρέπει να καταλογισθεί στη νέα μητρική εταιρία, δηλαδή την Erste, και όχι στην πρώην μητρική εταιρίας, δηλαδή την Bank Austria AG.

227.

Θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι βάσιμη για τους ακόλουθους λόγους.

228.

Από απόψεως των αρχών που έχει θεσπίσει το Δικαστήριο, η GiroCredit ήταν υπεύθυνη για τις παραβάσεις που διέπραξε ατομικώς στην αγορά. Συγκεκριμένα, παρά την πλειοψηφούσα συμμετοχή του ομίλου Bank Austria ( 87 ), από την αιτιολογική σκέψη 479 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η εμπορική πολιτική της θυγατρικής αυτής δεν επηρεαζόταν από τη μητρική εταιρία και δεν καθοριζόταν από τρίτη επιχείρηση. Από την ίδια αιτιολογική σκέψη προκύπτει επίσης ότι η GiroCredit υπερασπιζόταν ανεξαρτήτως, με δική της ευθύνη και χωρίς να δέχεται καμία οδηγία, τα συμφέροντά της. Από απόψεως της προπαρατεθείσας νομολογίας, η πρώην μητρική εταιρία, επομένως, δεν έφερε υποχρεωτικώς ευθύνη για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της.

229.

Λόγω της εξαγοράς της από την Erste, το νομικό πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την εκμετάλλευση της GiroCredit έπαυσε να υφίσταται νομικώς και, κατ’ εφαρμογή του κριτηρίου της «οικονομικής συνέχειας», η Erste κατέστη το νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για το σύνολο των υλικών και ανθρώπινων στοιχείων, και μάλιστα των ιδίων με αυτά που συνέδραμαν στη διάπραξη της παραβάσεως. Επομένως, η εξαγορά της επιχειρήσεως αυτής είχε ως συνέπεια τη μεταβίβαση στην Erste όλων των ενεργητικών και παθητικών στοιχείων της επιχειρήσεως, περιλαμβανομένων των ευθυνών της λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου ( 88 ).

230.

Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η GiroCredit βρισκόταν υπό τον έλεγχο άλλης μητρικής εταιρίας κατά τον χρόνο που διέπραξε την παράβαση ατομικώς δεν καθιστά δυνατό να αποκλεισθεί ότι η Erste, η νέα μητρική εταιρία, φέρει υποχρεωτικώς την ευθύνη της συμπεριφοράς της θυγατρικής αυτής πριν από την εξαγορά της. Η αποδοχή του αντιθέτου αντιστοιχεί τελικώς με την αμφισβήτηση της αυτονομίας που είχε αναγνωρισθεί στην εν λόγω θυγατρική εταιρία.

231.

Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι δεν μπορεί να αποκλεισθεί ο καταλογισμός στην Erste της ευθύνης για τη διαπραχθείσα από την GiroCredit παράβαση, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι η GiroCredit ελεγχόταν από άλλη μητρική εταιρία κατά τον χρόνο διαπράξεως της παραβάσεως.

232.

Εξάλλου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Erste δεν μπορεί να αγνοούσε την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της GiroCredit κατά τον χρόνο της εξαγοράς της, καθόσον αμφότερες συμμετείχαν, περισσότερο από τρία έτη, στην παράβαση την οποία αφορά η προσβαλλομένη απόφαση ( 89 ). Επομένως, η αναιρεσείουσα ήταν εν γνώσει της καταστάσεως όταν εξαγόρασε την επιχείρηση αυτή.

233.

Κατόπιν των στοιχείων αυτών, θεωρώ ότι το προβληθέν από την Erste επιχείρημα, που αντλείται από εσφαλμένο καταλογισμό της ευθύνης της παραβάσεως, μπορεί να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών αιτιάσεων.

234.

Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προβληθέντες από τις αναιρεσείουσες λόγοι προς στήριξη του αιτήματός τους ακυρώσεως του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει, κατά την άποψή μου, να απορριφθούν στο σύνολό τους.

IX — Επί των λόγων αναιρέσεως που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καθόσον η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και του βασικού ποσού του προστίμου πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο, εσφαλμένη αιτιολογία και προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας

235.

Οι λόγοι αυτοί σκοπούν μείωση του ποσού των επιβληθέντων στις αναιρεσείουσες προστίμου με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σκοπούν να αμφισβητήσουν τις εκτιμήσεις του Πρωτοδικείου όσον αφορά, πρώτον, τη σοβαρότητα της παραβάσεως, δεύτερον, την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων και, τρίτον, τη συνεργασία των αναιρεσειουσών στη διαδικασία.

Α — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως

236.

Η BA-CA, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, καθώς και η Erste και η RZB, στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου, αμφισβητούν τη βασιμότητα των εκτιμήσεων του Πρωτοδικείου ως προς τη σοβαρότητα της παραβάσεως.

237.

Σύμφωνα με τη θεσπισθείσα με το σημείο 1 των κατευθυντηρίων γραμμών μέθοδο, το ποσό των προστίμων καθορίζεται σε συνάρτηση των αναφερομένων στο άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 κριτηρίων, ήτοι τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως ( 90 ).

238.

Το σημείο 1, A, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών έχει ως εξής:

«Για να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, ο πραγματικός αντίκτυπός της επί της αγοράς, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, καθώς και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς.

Με τον τρόπο αυτό οι παραβάσεις ταξινομούνται σε τρεις κατηγορίες και καθιερώνεται η διάκριση μεταξύ ελαφρών παραβάσεων, σοβαρών παραβάσεων και πολύ σοβαρών παραβάσεων.

ελαφρές παραβάσεις:

 

Τέτοιες μπορεί να είναι, επί παραδείγματι, οι περιορισμοί, το συνηθέστερο κάθετοι, οι οποίοι αποσκοπούν μεν στον περιορισμό των συναλλαγών, αλλά των οποίων η επίπτωση στην αγορά παραμένει περιορισμένος και αφορά αξιόλογο μεν, αλλά σχετικά μικρό τμήμα της κοινοτικής αγοράς.

Προβλεπόμενο ποσό: από 1000 έως 1 εκατομμύριο [ευρώ].

σοβαρές παραβάσεις:

 

Στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν τις περισσότερες φορές οριζόντιοι ή κάθετοι περιορισμοί, όμοιοι με αυτούς της προηγούμενης κατηγορίας, αλλά οι οποίοι εφαρμόζονται με μεγαλύτερη αυστηρότητα, έχουν πιο εκτεταμένες συνέπειες επί της αγοράς και είναι ικανοί να ασκήσουν επίδραση σε εκτεταμένες ζώνες της κοινής αγοράς […].

Προβλεπόμενο ποσό: από 1 εκατομμύριο έως 20 εκατομμύρια [ευρώ].

πολύ σοβαρές παραβάσεις:

 

Πρόκειται κατά βάση για οριζόντιους περιορισμούς, παραδείγματος χάρη, συνασπισμούς επιχειρήσεων με σκοπό τον έλεγχο των τιμών ή τον επιμερισμό των αγορών βάσει ποσοστώσεων, ή για άλλου είδους πρακτικές οι οποίες πλήττουν την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς […].

Προβλεπόμενο ποσό: άνω των 20 εκατομμυρίων [ευρώ].»

239.

Στη συνέχεια, η σοβαρότητα της παραβάσεως αναλύεται σε σχέση με τα χαρακτηριστικά κάθε οικείας επιχειρήσεως. Εντός καθεμίας από τις επιχειρήσεις αυτές, η κλιμάκωση των προβλεπόμενων κυρώσεων θα καταστήσει δυνατή τη διαφοροποίηση της μεταχείρισης που είναι σκόπιμο να επιφυλαχθεί στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ανάλογα με τον χαρακτήρα των παραβάσεων που αυτές έχουν διαπράξει. Επομένως, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την πραγματική οικονομική δυνατότητα των οικείων επιχειρήσεων να προκαλέσουν ζημία και καθορίζει το ύψος του προστίμου ώστε να έχει την ενδεδειγμένη αποτρεπτική χρησιμότητα. Στο στάδιο αυτό, η Επιτροπή μπορεί να κατατάξει τις επιχειρήσεις σε διάφορες κατηγορίες και να σταθμίσει το βασικό ποσό του προστίμου για καθεμία από αυτές.

240.

Μετά την υπενθύμιση των στοιχείων αυτών, πρέπει τώρα να εξετασθεί το σύνολο των αιτιάσεων που προέβαλαν η Erste, η RZB και η BA-CA, οι οποίες αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

241.

Όπως επισήμανα με το σημείο 69 των προτάσεών μου, ο έλεγχος του Δικαστηρίου έχει ως αντικείμενο να εξετάσει σε ποιο βαθμό το Πρωτοδικείο έλαβε ορθώς υπόψη του όλους τους παράγοντες για να αξιολογήσει τη σοβαρότητα μιας συγκεκριμένης συμπεριφοράς υπό το φως των άρθρων 81 ΕΚ και του άρθρου 15 του κανονισμού 17.

1. Επί του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από μη συνάδουσα προς τις κατευθυντήριες γραμμές εκτίμηση

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

242.

Η RZB προβάλλει ότι υπάρχει αντιφατική αιτιολογία στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Συγκεκριμένα, ενώ, με τη σκέψη 226 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να αποκλίνει από τη μέθοδο που εξέθεσε με τις κατευθυντήριες γραμμές, με τη σκέψη 237 της αποφάσεως αυτής, κρίνει ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή διευκρίνισε την προσέγγισή της όσον αφορά τη σοβαρότητα της παραβάσεως δεν απαγορεύει να εκτιμά την παράβαση αυτή σε συνάρτηση με στοιχεία, των οποίων δεν γίνεται μνεία με τις κατευθυντήριες γραμμές. Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι απέστη της εκτεθείσας με τις κατευθυντήριες γραμμές μεθόδου για τον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, το Πρωτοδικείο κακώς έκρινε ότι η εκτίμηση αυτή μπορεί να λαμβάνει υπόψη κριτήρια, των οποίων δεν γίνεται ρητώς μνεία με τις κατευθυντήριες γραμμές, ενώ οι γραμμές αυτές δημιουργούν θεμιτές προσδοκίες στις επιχειρήσεις.

243.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μολονότι πράγματι δεσμεύεται από τις κατευθυντήριες γραμμές που επέβαλε στον εαυτό της, τούτο δεν ισχύει για το Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας. Εξάλλου, προκύπτει σαφώς από τη νομολογία ότι οι κατευθυντήριες γραμμές καθορίζουν μόνον ένα «στοιχειώδες πρόγραμμα» το οποίο δεν απαριθμεί περιοριστικώς τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη. Είναι μάλιστα δυνατό να μη ληφθεί υπόψη το «πρόγραμμα» αυτό σε περιπτώσεις που δικαιολογούνται.

β) Εκτίμηση

244.

Θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή δεν είναι βάσιμη.

245.

Συγκεκριμένα, κρίνοντας ότι η περιγραφείσα από την Επιτροπή με τις κατευθυντήριες γραμμές μέθοδος δεν απαγορεύει να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία που δεν αναφέρονται ρητώς σε αυτές, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε, κατά την άποψή μου, σε καμία πλάνη περί το δίκαιο.

246.

Οι κατευθυντήριες γραμμές περιλαμβάνουν στοιχεία ελαστικότητας βάσει των οποίων η Επιτροπή δύναται να λάβει υπόψη διάφορα στοιχεία κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και εντός των τεθέντων με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 ορίων ( 91 ).

247.

Μεταξύ των στοιχείων αυτών, μνεία των οποίων γίνεται στο σημείο 1, A, των κατευθυντηρίων γραμμών, δεν απαριθμούνται μόνον αυτά που συνδέονται με τη φύση της παραβάσεως, αλλά και τα στοιχεία που συνδέονται με τα ίδια χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων και την ανάγκη διασφαλίσεως αποτρεπτικής δράσεως. Εκτιμώντας καθένα από τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή πρέπει οπωσδήποτε να λαμβάνει υπόψη τους παράγοντες που χαρακτηρίζουν την παράβαση, τους οποίους οι κατευθυντήριες γραμμές δεν μπορούν να απαριθμούν εξαντλητικώς ( 92 ).

248.

Συναφώς, η Επιτροπή μπορεί να βασισθεί σε διάφορα στοιχεία που προσδιόρισε το Δικαστήριο με τη νομολογία του ( 93 ).

249.

Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή μπορεί να εκτιμήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως και να λάβει υπόψη της το κανονιστικό και οικονομικό πλαίσιο της επικρινόμενης συμπεριφοράς. Εξετάζοντας τη φύση των επιβληθέντων στον ανταγωνισμό περιορισμό, η Επιτροπή δύναται να λάβει υπόψη το περιεχόμενο, τη διάρκεια, τον αριθμό, την ένταση και τη γεωγραφική έκταση της συμφωνίας καθώς και την αξία των προϊόντων που αφορά η συμφωνία. Δύναται επίσης να λάβει υπόψη τον αριθμό και τη σχετική σημασία των μερών της συμφωνίας στην αγορά εξετάζοντας, μεταξύ άλλων, το μερίδιό τους αγοράς, το μέγεθός τους, τη συμπεριφορά τους και τον ρόλο τους στη σύναψη της συμφωνίας. Η Επιτροπή δύναται επίσης να εξετάσει την κατάσταση στην αγορά κατά τον χρόνο διαπράξεως της συμβάσεως και να λάβει υπόψη της την επιδείνωση που υπέστη η οικονομική δημόσια τάξη. Τέλος, δύναται να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει η επίμαχη συμφωνία για τους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.

250.

Στο πλαίσιο αυτό, δεν θεωρώ ότι η Επιτροπή απέκλινε από τη μέθοδο που επέβαλε στον εαυτό της με τις κατευθυντήριες γραμμές και προσέβαλε την ασφάλεια δικαίου των οικείων επιχειρήσεων ( 94 ).

251.

Ενόψει των στοιχείων αυτών, θεωρώ ότι η ανάλυση του Πρωτοδικείου επί του σημείου αυτού πάσχει από πλάνη περί το δίκαιο και ενέχει αντιφατική αιτιολογία.

252.

Επομένως, κατά την άποψή μου, το πρώτο αυτό σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

2. Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της «ίδιας φύσεως» της παραβάσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

253.

Προς στήριξη του δεύτερου σκέλους, η RZB προβάλλει τέσσερις αιτιάσεις.

254.

Πρώτον, η RZB υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, με τη σκέψη 240 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει θεμελιώδη ρόλο για τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως πολύ σοβαρών, ενώ τα λοιπά κριτήρια, ήτοι η πραγματική επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά και η γεωγραφική έκταση της οικείας αγοράς, έχουν μικρότερη σημασία.

255.

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο βασίζοντας την εκτίμησή του επί στοιχείων που δεν περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές, ήτοι τη σημασία του τραπεζικού τομέα για την οικονομία, την ευρεία κλίμακα των τραπεζικών προϊόντων που αφορά η σύμπραξη και τη συμμετοχή της συντριπτικής πλειοψηφίας των αυστριακών τραπεζών στις διαβουλεύσεις.

256.

Τρίτον, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη την πολιτική της κυβερνήσεως για τη διατήρηση του τραπεζικού τομέα στην ελεύθερη αγορά. Εξάλλου, κακώς έκρινε ότι η παρέμβαση των κρατικών αρχών σε συμπεριφορές εμπίπτουσες στο άρθρο 81 ΕΚ είναι επιβαρυντική περίσταση για το πρόστιμο.

257.

Τέταρτον, η RZB προβάλλει ότι κακώς το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του το αποτρεπτικό αποτέλεσμα για να εξετάσει την εγγενή σοβαρότητα της παραβάσεως, ενώ τάσσεται υπέρ της συνολικής εκτιμήσεως.

β) Εκτίμηση

258.

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η φύση της παραβάσεως διαδραματίζει πράγματι θεμελιώδη ρόλο για τον χαρακτηρισμό των παραβάσεων ως πολύ σοβαρών.

259.

Από πάγια νομολογία προκύπτει, αφενός, ότι οι οριζόντιες συμπράξεις σε θέματα τιμών θεωρούνται πάντοτε ως αποτελούσες μέρος των πολύ σοβαρών παραβάσεων του κοινοτικού δικαίου, καθόσον συνεπάγονται άμεση παρέμβαση στις ουσιώδεις παραμέτρους του ανταγωνισμού ( 95 ). Εν προκειμένω, θεωρώ προφανές ότι σύμπραξη καθορισμού τιμών, όπως το «δίκτυο Lombard», τέτοιας εμβέλειας όπως της διαπιστωθείσας από την Επιτροπή, που αφορά τόσο σημαντικόν τομέα όπως ο τραπεζικός, δεν μπορεί να μη θεωρηθεί ως πολύ σοβαρή παράβαση.

260.

Εξάλλου, το Πρωτοδικείο, με την απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T-203/01, Michelin κατά Επιτροπής ( 96 ), έκρινε ότι η σοβαρότητα της παραβάσεως μπορεί να αποδειχθεί σε συνάρτηση με τη φύση και το αντικείμενο των καταχρηστικών συμπεριφορών και τα στοιχεία που αφορούν το αντικείμενο μιας συμπεριφοράς μπορεί να έχουν μεγαλύτερη σημασία για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου από εκείνα που αφορούν τα αποτελέσματά της ( 97 ). Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την προσέγγιση αυτή κρίνοντας ότι το αποτέλεσμα μιας αντικείμενης στον ανταγωνισμό πρακτικής δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για την εκτίμηση του προσήκοντος ύψους του προστίμου ( 98 ).

261.

Τέλος, και όπως ορθώς επισήμανε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 240 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από τις κατευθυντήριες γραμμές και, μεταξύ άλλων, από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων προκύπτει ότι συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αποσκοπούν στον καθορισμό των τιμών μπορούν να φέρουν, βάσει της φύσεώς τους και μόνον, τον χαρακτηρισμό πολύ σοβαρή, χωρίς η Επιτροπή να υποχρεούται να αποδείξει ότι έχουν ιδιαίτερη επίπτωση στην αγορά ή να αξιολογήσει το εύρος της οικείας γεωγραφικής αγοράς ( 99 ). Έτσι, λόγω της φύσεώς της, αυτό το είδος συμφωνίας μπορεί να αποτελέσει πολύ σοβαρή παράβαση, ανεξαρτήτως της πραγματικής επιπτώσεώς της στην αγορά και της γεωγραφικής εκτάσεώς της.

262.

Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε ότι τα τρία κριτήρια, για τα οποία γίνεται λόγος στο σημείο 1, A, των κατευθυντηρίων γραμμών, δεν έχουν την ίδια σημασία για την εκτίμηση της σοβαρότητας μιας παραβάσεως.

263.

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση, εξέθεσα ήδη με τα σημεία 245 έως 251 των προτάσεών μου ότι το Πρωτοδικείο μπορούσε να εκτιμήσει ορθώς τη σοβαρότητα της παραβάσεως λαμβάνοντας υπόψη άλλα κριτήρια εκτός αυτών τα οποία αναφέρουν ρητώς οι κατευθυντήριες γραμμές. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την αιτίαση αυτή ως αβάσιμη.

264.

Όσον αφορά την τρίτη και τέταρτη αιτίαση, η αναιρεσείουσα επικρίνει, κατ’ ουσίαν, τη στάθμιση των κριτηρίων, βάσει των οποίων κατέστη δυνατή η εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Από απόψεως του ρόλου του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, θεωρώ ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο ο έλεγχος αυτός. Κατά συνέπεια, καλώ το Δικαστήριο να κρίνει τις αιτιάσεις αυτές απαράδεκτες.

265.

Ενόψει του συνόλου των στοιχείων αυτών, είμαι της γνώμης ότι το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

3. Επί του τρίτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την «πραγματική επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά»

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

266.

Η RZB υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθιστώντας δυνατό στην Επιτροπή να συμπεράνει από την απλή «εφαρμογή» της συμπράξεως την ύπαρξη πραγματικής επιπτώσεως της παραβάσεως στην αγορά. Η εκτίμηση αυτή αντίκειται στη διατύπωση των κατευθυντηρίων γραμμών και αποδεικνύει ότι το Πρωτοδικείο συγχέει την «εφαρμογή» των συμφωνιών, που είναι προϋπόθεση της εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, με το αυστηρότερο κριτήριο της «πραγματικής επιπτώσεως στην αγορά», το οποίο είναι λυσιτελές για να δικαιολογήσει τη σοβαρότητα της παραβάσεως. Η προπαρατεθείσα απόφαση Cascades κατά Επιτροπής αντίκειται στη συλλογιστική του Πρωτοδικείου ( 100 ). Eξάλλου, η έκθεση οικονομικής πραγματογνωμοσύνης που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες αποδεικνύει ότι οι συμφωνίες για τα ουσιώδη προϊόντα δεν είχαν καμία επίπτωση στις πράγματι εφαρμοσθείσες προϋποθέσεις.

267.

Η BA-CA θεωρεί ότι οι συγκεκριμένες επιπτώσεις της παραβάσεως στην αγορά εκτιμήθηκαν εσφαλμένως. Συγκεκριμένα, η έκθεση οικονομικής πραγματογνωμοσύνης που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες αποδεικνύει ότι οι διαβουλεύσεις δεν είχαν τέτοια αποτελέσματα επί της αυστριακής αγοράς.

268.

Εξάλλου, σύμφωνα με την BA-CA, το Πρωτοδικείο προσέβαλε την αρχή της διεξαγωγής αποδείξεων στο πλαίσιο εξετάσεως της εκθέσεως οικονομικής πραγματογνωμοσύνης. Συγκεκριμένα, απαιτώντας από την έκθεση αυτή να περιλαμβάνει «το σύνολο των δυνητικών αποτελεσμάτων των συμφωνιών στην αγορά», το Πρωτοδικείο υπερέβη αυτό που είναι δυνατό να απαιτείται από έκθεση οικονομικής πραγματογνωμοσύνης για την απόδειξη της μη εφαρμογής των συμφωνιών και της ανυπαρξίας αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των τραπεζικών διαβουλεύσεων και του ανταγωνισμού στην αγορά.

269.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι η προσκομισθείσα από τις τράπεζες έκθεση οικονομικής πραγματογνωμοσύνης αφορούσε μόνο δύο τραπεζικά προϊόντα και δεν αφορούσε τα δυνητικά αποτελέσματα της συμφωνίας στην αγορά. Εν πάση περιπτώσει, η έστω μερική εφαρμογή συμφωνίας με αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα αρκεί για να απορριφθεί το ότι η εν λόγω συμφωνία δεν είχε καμία επίπτωση επί της αγοράς.

β) Εκτίμηση

270.

Κατά την άποψή μου, η προβληθείσα από τις αναιρεσείουσες αιτίαση είναι ένα από τα πιο λεπτά ζητήματα της δικογραφίας αυτής.

271.

Συγκεκριμένα, ούτε οι κατευθυντήριες γραμμές ούτε η κοινοτική νομολογία είναι ιδιαίτερα σαφείς ως προς την αναγκαιότητα και τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη το κριτήριο που αντλείται από τη συγκεκριμένη επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά.

272.

Το Δικαστήριο κρίνει ότι, για να εκτιμήσει τη συγκεκριμένη επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά, η Επιτροπή οφείλει να αναφερθεί στον ανταγωνισμό που θα υφίστατο υπό συνήθεις συνθήκες αν δεν είχε υπάρξει η παράβαση ( 101 ). Εξάλλου, όταν πρόκειται για εγγενώς σοβαρές παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, η Επιτροπή φρονεί ότι η επίπτωση αυτή δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για την εκτίμηση του προσήκοντος ύψους του προστίμου ( 102 ).

273.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το σημείο 1, A, των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή δύναται μόνο να λαμβάνει υπόψη την πραγματική επίπτωση της παραβάσεως επί της αγοράς, εφόσον αυτή είναι δυνατό να εκτιμηθεί. Με άλλα λόγια, αντιλαμβάνομαι ότι, αν η επίπτωση αυτή δεν μπορεί να εκτιμηθεί, η Επιτροπή δεν μπορεί να τη λάβει υπόψη στο πλαίσιο καθορισμού του ύψους του προστίμου.

274.

Αντιθέτως, όσον αφορά τις οριζόντιες συμπράξεις τιμών ή κατανομής της αγοράς, από τις κατευθυντήριες γραμμές και, μεταξύ άλλων, από την περιγραφή των πολύ σοβαρών παραβάσεων προκύπτει ότι οι συμπράξεις αυτές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως «πολύ σοβαρές», με βάση μόνο τη φύση τους, χωρίς η Επιτροπή να υποχρεούται να αποδείξει τη συγκεκριμένη επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά ή να εκτιμήσει την έκταση της οικείας γεωγραφικής αγοράς ( 103 ). Στην περίπτωση αυτή, η συγκεκριμένη επίπτωση της παραβάσεως αποτελεί ένα στοιχείο μεταξύ άλλων το οποίο, εφόσον μπορεί να εκτιμηθεί, μπορεί να δώσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα αυξήσεως του ποσού του προστίμου πέραν του κατωτάτου ορίου των 20 εκατομμυρίων ευρώ.

275.

Μολονότι βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών αποσαφηνίστηκε ο τρόπος με τον οποίο η Επιτροπή εκτιμά τη σοβαρότητα της παραβάσεως, υφίστανται παρ’ όλ’ αυτά πολλές αβεβαιότητες όσον αφορά αυτό που καλύπτει η έκφραση «είναι δυνατό να εκτιμηθεί». Μέχρι ποιου σημείου η Επιτροπή πρέπει να δύναται να εκτιμήσει τη συγκεκριμένη επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά ώστε να τη λάβει υπόψη για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου; Αρκεί η Επιτροπή, για τον υπολογισμό του προστίμου, να αποδεικνύει ότι τέθηκαν σε εφαρμογή συμφωνίες για να συναχθεί συγκεκριμένη επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, ή πρέπει να προσκομίζει άλλα στοιχεία;

276.

Θεωρώ ότι η απόφαση του κοινοτικού δικαστή δεν είναι σαφής επ’ αυτού, εφόσον εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνει υπόψη η Επιτροπή.

i) Η προσέγγιση του κοινοτικού δικαστή

277.

Κατά πάγια νομολογία, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εκφράσει αριθμητικώς την πραγματική επίπτωση της παραβάσεως με ακρίβεια ή να προσκομίσει αριθμητική αξιολόγηση ( 104 ). Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο επισημαίνει τις δυσχέρειες που μπορεί να αντιμετωπίσει η Επιτροπή, καθόσον, κατά την άποψη του Πρωτοδικείου, η «απόδειξη [των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων] μιας παραβάσεως στην αγορά μπορεί να είναι, σε ορισμένες περιπτώσεις, εξαιρετικά δύσκολη, λαμβανομένου υπόψη του ότι η απόδειξη αυτή συνεπάγεται σύγκριση της καταστάσεως η οποία προέκυψε από την παράβαση αυτή με την ως εκ της φύσεώς της υποθετική κατάσταση που θα είχε παρατηρηθεί αν δεν υπήρχε η παράβαση» ( 105 ).

278.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η πραγματική επίπτωση μιας συμπράξεως στην αγορά πρέπει να θεωρείται ότι έχει επαρκώς αποδειχθεί αν η Επιτροπή είναι σε θέση να παράσχει συγκεκριμένες και αξιόπιστες ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει, με εύλογη πιθανότητα, ότι η σύμπραξη είχε επίπτωση στην αγορά ( 106 ).

279.

Με βάση τη διαπίστωση αυτή, αναπτύχθηκαν στη συνέχεια δύο νομολογιακά ρεύματα.

280.

Σύμφωνα με το πρώτο ρεύμα, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η Επιτροπή μπορεί νομίμως να βασιστεί στη θέση σε εφαρμογή της συμπράξεως για να θεωρήσει ότι υπάρχει επίπτωση στην αγορά.

281.

Πρόκειται για την άποψη που υποστήριξε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, σύμφωνα με τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στις προπαρατεθείσες υποθέσεις Groupe Danone κατά Επιτροπής ( 107 ) και Brasserie nationale κατά Επιτροπής ( 108 ).

282.

Το Πρωτοδικείο σκοπεί να σχετικοποιήσει τη σημασία του κριτηρίου που αντλείται από την πραγματική επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά και τις απαιτήσεις σχετικά με την απόδειξή της καθόσον, στην περίπτωση συμφωνιών καθορισμού τιμών ή κατανομής των αγορών, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να τη λαμβάνει υπόψη, υπό την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών, για να χαρακτηρίσει την παράβαση αυτή ως πολύ σοβαρή ( 109 ).

283.

Στην περίπτωση συμπράξεως καθορισμού τιμών, όπως το «δίκτυο Lombard», το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η Επιτροπή μπορεί νομίμως να συναγάγει ότι η παράβαση είχε αποτελέσματα στην αγορά, για τον λόγο ότι τα μέλη της συμπράξεως έλαβαν μέτρα για την εφαρμογή των συμφωνηθεισών τιμών ( 110 ). Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι δεν είναι δυνατό να απαιτείται από την Επιτροπή, όταν στοιχειοθετείται η εφαρμογή μιας συμπράξεως, να αποδεικνύει συστηματικά ότι οι συμφωνίες όντως παρέσχον τη δυνατότητα στις οικείες επιχειρήσεις να επιτύχουν υψηλότερο επίπεδο τιμών των συναλλαγών από εκείνο που θα επικρατούσε χωρίς τη σύμπραξη, τούτο δε λόγω των σημαντικών πόρων που θα απαιτούνταν και της προσφυγής σε υποθετικούς υπολογισμούς ( 111 ).

284.

Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο αποδίδει αποφασιστική σημασία στη βούληση των μερών να προσδώσουν συγκεκριμένο αποτέλεσμα τις συμφωνίες τους. Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι «[Α]υτό που συνέβη κατόπιν, στο επίπεδο των τιμών της αγοράς που πράγματι επιτεύχθηκαν, μπορούσε να επηρεασθεί από άλλους παράγοντες, που ήσαν εκτός του ελέγχου των μελών της συμπράξεως» και ότι τα μέλη αυτά της συμπράξεως δεν μπορούν να επικαλούνται υπέρ αυτών εξωτερικούς παράγοντες που παρεμπόδισαν τις προσπάθειές τους ( 112 ).

285.

Το Πρωτοδικείο επαναλαμβάνει τη νομολογία αυτή σε αρκετές πρόσφατες αποφάσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2008, Hoechst κατά Επιτροπής ( 113 ) και Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα ( 114 ).

286.

Σύμφωνα με το δεύτερο νομολογιακό ρεύμα, το Πρωτοδικείο έχει περισσότερες απαιτήσεις από την Επιτροπή από την απλή απόδειξη της θέσεως σε εφαρμογή της συμπράξεως για να επιβεβαιώσει ότι η σύμπραξη είχε πραγματική επίπτωση στην αγορά.

287.

Με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T-410/03, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής ( 115 ), το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι «η θέση σε εφαρμογή μιας συμφωνίας δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι παράγει αληθή αποτελέσματα» στην αγορά ( 116 ). Με την υπόθεση εκείνη, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή, για τον καθορισμό του προστίμου, δεν μπορεί να βασιστεί αποκλειστικώς σε σχέση αιτίου-αιτιατού και απλώς να παρατηρήσει ότι η συμφωνία τέθηκε σε εφαρμογή για να συναγάγει ότι υπάρχει πραγματική επίπτωση στην αγορά.

288.

Εξάλλου, με τις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Roquettes Frères κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, και του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής ( 117 ), σχετικά με σύμπραξη στην αγορά του γλυκονικού νατρίου, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, «η πραγματική εφαρμογή μιας συμπράξεως, λόγω του χαρακτήρα της ως προϋποθέσεως του πραγματικού αντικτύπου της, συνιστά έναρξη ενδείξεως για την ύπαρξη πραγματικού αντικτύπου της συμπράξεως» ( 118 ). Μπορεί να πρόκειται για σημαντική ένδειξη υπό την προϋπόθεση πάντως ότι η Επιτροπή δεν περιορίζεται στην ανάλυση αυτή ( 119 ).

289.

Eπομένως, στις δύο υποθέσεις που οδήγησαν στην έκδοση των δύο αυτών προαναφερθεισών αποφάσεων, η Επιτροπή δεν επισήμανε μόνον την «επιμελή» εφαρμογή των συμφωνιών, αλλά απέδειξε επίσης σύμπτωση μεταξύ των καθορισθεισών με τη σύμπραξη τιμών και των τιμών που εφάρμοζαν πράγματι στην αγορά οι οικείες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή τόνισε επίσης τη σημασία του μεριδίου αγοράς που κατέχουν οι επιχειρήσεις στην οικεία αγορά καθώς και τις προσπάθειες που αφιέρωσαν στην οργάνωση, παρακολούθηση και εποπτεία των συμφωνιών ( 120 ).

290.

Εξάλλου, με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής και Archer Daniels Midland II, σχετικά με τη σύμπραξη του κιτρικού οξέος, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή εκτίμησε ορθώς την πραγματική επίπτωση της συμπράξεως στην αγορά αποδεικνύοντας την ύπαρξη «επιμελούς» εφαρμογής των συμφωνιών και σύμπτωση μεταξύ των καθορισθεισών με τη σύμπραξη τιμών και των τιμών που εφάρμοζαν πράγματι οι οικείες επιχειρήσεις, και τονίζοντας τη σημασία των μεριδίων τους αγοράς στην οικεία αγορά και τη διάρκεια της συμπράξεως ( 121 ).

291.

Τέλος, με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις της 8ης Ιουλίου 2008, Knauf Gips κατά Επιτροπής, BPB κατά Επιτροπής και Lafarge κατά Επιτροπής, σχετικά με τη σύμπραξη στην αγορά των γυψοσανίδων, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, πλην της σταθερότητας των μεριδίων αγοράς, η Επιτροπή είχε αρκούντως αποδείξει τα αποτελέσματα της παραβάσεως αποδεικνύοντας ότι οι μετέχοντες στη σύμπραξη κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της οικείας αγοράς, ότι οι συμφωνηθείσες μεταξύ των μελών διευθετήσεις είχαν εφαρμοστεί και αποσκοπούσαν να αυξήσουν τις τιμές σε ανώτερο επίπεδο εκείνου στο οποίο θα είχαν ανέλθει αν δεν υπήρχε η σύμπραξη. Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, όλες οι ενδείξεις σκοπούσαν να αποδείξουν ότι η παράβαση μπορούσε να επιφέρει ουσιώδη αποτελέσματα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό ( 122 ).

292.

Οι αποφάσεις αυτές είναι απλώς ένα παράδειγμα της νομολογίας του Πρωτοδικείου που σκοπεί να επιβάλει στην Επιτροπή την προσκόμιση περισσοτέρων αποδείξεων από την απόδειξη που αντλείται από την απλή θέση σε εφαρμογή της συμπράξεως. Με τις αποφάσεις αυτές, το Πρωτοδικείο είχε την ευκαιρία να διευκρινίσει τη σημασία που πρέπει να αποδοθεί σε καθένα από τα στοιχεία αυτά.

293.

Όσον αφορά το στοιχείο που αντλείται από τη θέση σε εφαρμογή της συμπράξεως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η βαρύτητα της ενδείξεως αυτής αυξάνει με τη διάρκεια της συμπράξεως. Το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι η εύρυθμη λειτουργία μιας πολύπλοκης συμπράξεως που αφορά, όπως εν προκειμένω, τον καθορισμό των τιμών, τον καταμερισμό των αγορών και την ανταλλαγή πληροφοριών συνεπάγεται ιδίως σημαντικά διοικητικά και διαχειριστικά έξοδα. Επομένως, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι είναι προφανώς εύλογο να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις διέπρατταν την παράβαση και εξασφάλιζαν την αποτελεσματικότητα της διοικητικής διαχειρίσεως της συμπράξεως για τόσο μεγάλη χρονική περίοδο, τούτο δε παρά τους κινδύνους που είναι εγγενείς σε τέτοιες παράνομες δραστηριότητες, καταδεικνύει ότι τα μέλη της συμπράξεως άντλησαν ορισμένο όφελος από τη σύμπραξη αυτή και, κατά συνέπεια, ότι αυτή είχε πραγματική επίπτωση στη σχετική αγορά ( 123 ).

294.

Όσον αφορά το στοιχείο που αντλείται από τη σημασία και τη σταθερότητα των μεριδίων αγοράς των επιχειρήσεων, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι μόνον ο παράγων αυτός δεν αρκεί για την απόδειξη πραγματικής επιπτώσεως στην αγορά. Συγκεκριμένα, το γεγονός ότι τα μέλη της συμπράξεως κατείχαν το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά αφορά, σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, το αντικείμενο της συμπράξεως και όχι τα αποτελέσματά της. Κατά συνέπεια, πρόκειται για ένδειξη που αποδεικνύει ότι η παράβαση ήταν ικανή να παραγάγει αποτελέσματα που θίγουν σημαντικά τον ανταγωνισμό και όχι ότι αυτό πράγματι συνέβη ( 124 ). Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή πρέπει συνεπώς να εκτιμήσει τον παράγοντα αυτό λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία σχετικά με την κατάσταση της οικείας αγοράς πριν από τη σύμπραξη. Εξάλλου, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι η βαρύτητα του στοιχείου αυτού αυξάνει με τη διάρκεια της συμπράξεως ( 125 ).

295.

Το Πρωτοδικείο υιοθέτησε δύο τρόπους προσεγγίσεως, όσον αφορά τα στοιχεία που αντλούνται από τη συντονισμένη εξέλιξη των τιμών.

296.

Με τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Jungbunzlauer κατά Επιτροπής και Archer Daniels Midland II, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, για να ελεγχθεί η εκτίμηση την οποία διατύπωσε η Επιτροπή όσον αφορά την πραγματική επίπτωση της συμπράξεως στην αγορά, «πρέπει να εξεταστεί κυρίως η εκτίμησή της όσον αφορά τα αποτελέσματα που είχε η σύμπραξη ως προς τις τιμές». Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή πρέπει να διαπιστώνει, με εύλογο βαθμό πιθανότητας, ότι οι επίμαχες συμφωνίες παρέσχον πράγματι τη δυνατότητα στα εμπλεκόμενα μέρη να φθάσουν σε ένα επίπεδο τιμών ανώτερο από εκείνο που θα επικρατούσε αν δεν υφίστατο η σύμπραξη. Στο πλαίσιο αυτό, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όλες τις αντικειμενικές συνθήκες της σχετικής αγοράς, συνεκτιμώντας το οικονομικό και ενδεχομένως κανονιστικό πλαίσιο που επικρατεί και να πρέπει να αποδείξει ότι, στο πλαίσιο της ελεύθερης λειτουργίας του ανταγωνισμού, το επίπεδο των τιμών δεν θα είχε εξελιχθεί όπως εξελίχθηκαν οι εφαρμοσθείσες τιμές ( 126 ).

297.

Στην υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσας, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η ύπαρξη διαρκούς ευθυγραμμίσεως μεταξύ των τιμών που καθόριζαν τα μέλη της συμπράξεως και εκείνων που πράγματι εφαρμόζονταν στους πελάτες «αποδεικνύει επαρκώς κατά νόμον ότι η σύμπραξη είχε πραγματική επίπτωση στην αγορά, η οποία, κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών, ήταν “δυνατό να εκτιμηθεί” διά της συγκρίσεως μεταξύ της υποθετικής τιμής που θα ίσχυε αν δεν υφίστατο η σύμπραξη και της τιμής που εφαρμόστηκε εν προκειμένω κατόπιν της συστάσεως της συμπράξεως» ( 127 ).

298.

Αντιθέτως, με την εκδοθείσα προσφάτως απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, όταν αποδειχθεί η εφαρμογή μιας συμπράξεως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδεικνύει συστηματικώς ότι, βάσει των συμφωνιών δόθηκε πράγματι στις οικείες επιχειρήσεις η δυνατότητα να επιτύχουν ανώτερο επίπεδο τιμών συναλλαγής εκείνου που θα επικρατούσε αν δεν υπήρχε η σύμπραξη. Σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, η απόδειξη αυτή απορροφά σημαντικούς πόρους και απαιτεί την προσφυγή σε υποθετικούς υπολογισμούς βάσει οικονομικών προτύπων, των οποίων η ακρίβεια μπορεί δυσκόλως να επαληθευθεί από τον δικαστή. Στην υπόθεση αυτή, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμο την πραγματική επίπτωση της συμπράξεως επί των τιμών, βασιζόμενη στη δημοσίευση καταλόγων τιμών και στον καθορισμό των τιμών, η οποία, έστω και ενδεικτικώς, επηρεάζει, σύμφωνα με το Πρωτοδικείο, τον ανταγωνισμό ( 128 ).

299.

Με την απόφαση Degussa κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι τα στοιχεία αυτά πρέπει, περαιτέρω, να βασίζονται σε αντικειμενικούς οικονομικούς παράγοντες και δεν πρέπει να στηρίζεται σε απλές εικασίες ( 129 ).

300.

Ενόψει των στοιχείων αυτών πρέπει να εξεταστεί η βασιμότητα της προβληθείσας από την RZB αιτιάσεως.

ii) Η άποψή μου

301.

Όπως επισήμανα, η αναιρεσείουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Πρωτοδικείο ότι έδωσε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να συναγάγει από την απλή εφαρμογή της συμπράξεως την ύπαρξη πραγματικής επιπτώσεως της παραβάσεως στην αγορά, τούτο δε για τον καθορισμό του προστίμου.

302.

Θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη.

303.

Συγκεκριμένα, θεωρώ ότι είναι σημαντικό να διατηρηθεί ένα υψηλό επίπεδο αποδείξεων που απαιτούνται από την Επιτροπή, όταν η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι μια σύμπραξη είχε επίπτωση στην αγορά για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

304.

Είναι αληθές ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου και τις κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη το αποτέλεσμα της παραβάσεως στην αγορά όταν πρόκειται για ιδιαίτερα σοβαρή παράβαση, όπως η επίμαχη συμφωνία.

305.

Πάντως, αν η Επιτροπή προβάλλει την ύπαρξη πραγματικής επιπτώσεως στην αγορά, τούτο της δίνει τη δυνατότητα να ενισχύει τη σοβαρότητα της παραβάσεως και να αυξάνει το βασικό ποσό του προστίμου πέραν του καθοριζομένου με τις κατευθυντήριες γραμμές ανωτάτου ορίου.

306.

Ωστόσο, θεωρώ ότι τα πρόστιμα που αφορά το άρθρο 15 του κανονισμού 17, ως εκ της φύσεώς τους και της σημασίας τους, εξομοιούνται με ποινική κύρωση μολονότι, υπό αυστηρή έννοια, έχουν χαρακτήρα διοικητικής κυρώσεως. Η παρέμβαση της Επιτροπής, η οποία είναι κυρίως κατασταλτική, πρέπει συνεπώς να τηρεί, τόσο από διαδικαστικής απόψεως όσο και επί της ουσίας, τις αρχές του ποινικού δικαίου και, επομένως, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει τα στοιχεία επί των οποίων βασίζεται για τον υπολογισμό του ύψους της κυρώσεως.

307.

Τούτο είναι κατά μείζονα λόγο σημαντικό στην περίπτωση πολύ σοβαρής παραβάσεως εφόσον η Επιτροπή δεσμεύεται μόνον από το ανώτατο όριο που καθορίζεται με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Αντιθέτως προς τις χαρακτηριζόμενες ως ελαφρές ή σοβαρές παραβάσεις, η Επιτροπή δύναται, πράγματι, να υπερβεί το όριο των 20 εκατομμυρίων ευρώ του σημείου 1, A, τρίτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, γεγονός που της αφήνει μεγάλο περιθώριο εκτιμήσεως.

308.

Στο πλαίσιο αυτό, αν η Επιτροπή επιλέξει να λάβει υπόψη της την πραγματική επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά για την εκτίμηση της σοβαρότητάς της και για τον καθορισμό του ύψους του συναφούς προστίμου, πρέπει τότε να είναι σε θέση να προσκομίζει συγκεκριμένα, αξιόπιστα και επαρκή στοιχεία αποδεικνύοντα την ύπαρξη πραγματικών αποτελεσμάτων της παραβάσεως στην αγορά καθώς και αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της αντίθετης προς τον ανταγωνισμό συμφωνίας και της μεταβολής της λειτουργίας του ανταγωνισμού στην αγορά.

309.

Ωστόσο, δεν είναι αυτή η προσέγγιση που δέχθηκε το Πρωτοδικείο με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.

310.

Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο, ακόμα κι αν ορθώς έκρινε, με τη σκέψη 288 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η Επιτροπή μπορούσε θεμιτώς να στηριχθεί στην εφαρμογή της συμπράξεως προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υφίστατο επίπτωση στην αγορά», κατά την άποψή μου, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η ανάλυση αυτή αρκούσε για να συναχθεί η ύπαρξη επιπτώσεως στην αγορά.

311.

Αφενός, όπως έκρινε το Πρωτοδικείο με την απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, θεωρώ ότι η εφαρμογή συμφωνίας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι παράγει πραγματικά αποτελέσματα στην αγορά. Κατά τη γνώμη μου, τα αποτελέσματα αυτά είναι ακόμη λιγότερο «μετρήσιμα» υπό την έννοια του σημείου 1, A, των κατευθυντηρίων γραμμών. Επομένως, η εφαρμογή μιας συμπράξεως αποτελεί σημαντική ένδειξη, εφόσον πρόκειται για προϋπόθεση της πραγματικής επιπτώσεως στην αγορά, αλλά, κατά την άποψή μου, συνιστά απλώς έναρξη ενδείξεως ( 130 ).

312.

Εξάλλου, θεωρώ ότι η Επιτροπή πρέπει να έχει τη δυνατότητα συλλογής των στοιχείων που αντλούνται από την εξέλιξη των τιμών ή των μεριδίων αγοράς των επιχειρήσεων, χωρίς τούτο να συνεπάγεται την προσφυγή σε σημαντικούς πόρους. Παραδείγματος χάρη, στο πλαίσιο συμφωνίας καθορισμού τιμών, όπως το «δίκτυο Lombard», νομίζω ότι είναι ουσιώδες και σε απόλυτη συνοχή με την απόδειξη που θεωρείται ότι πραγματοποιεί η Επιτροπή να εξετάζει, από απόψεως των αντικειμενικών όρων της οικείας αγοράς, τα αποτελέσματα της συμφωνίας επί των τιμών. Βάσει της αναλύσεως αυτής μπορεί να διαπιστωθεί αύξηση ή μείωση των τιμών κατόπιν της εφαρμογής των συμφωνιών, ή η ύπαρξη ευθυγραμμίσεως μεταξύ των καθορισθεισών με τη σύμπραξη τιμών και των πράγματι εφαρμοζομένων τιμών. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως αυτής και όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 284 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή πρέπει, για την εκτίμηση της πραγματικής επιπτώσεως παραβάσεως στην αγορά, να εξετάσει τη λειτουργία του ανταγωνισμού που θα υπήρχε υπό κανονικές συνθήκες, εάν δεν υπήρχε η σύμπραξη. Μολονότι είναι δυσχερές να απαιτείται από την Επιτροπή να προσκομίζει αριθμητικές εκτιμήσεις, θεωρώ ωστόσο ότι μπορεί, βάσει της συγκρίσεως μεταξύ της αγοράς πριν από τη διάπραξη της παραβάσεως και μετά την εφαρμογή της, να αποδείξει ορισμένες τάσεις.

313.

Κατά συνέπεια, δεν συντάσσομαι με τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 287 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία δεν απαιτείται να ληφθεί υπόψη το επίπεδο των πράγματι εφαρμοσθεισών τιμών αγοράς, εφόσον μπορεί να επηρεαστεί από άλλους παράγοντες, εκτός του ελέγχου των μελών της συμπράξεως. Συγκεκριμένα, δεν χρειάζεται να υπομνησθεί ότι το αντικείμενο του ελέγχου της Επιτροπής είναι η αξιολόγηση της πραγματικής επιπτώσεως της συμπράξεως στην αγορά, μεταξύ άλλων, επί των τιμών, τούτο δε όπως έκρινε το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το οικονομικό και κανονιστικό πλαίσιο.

314.

Τέλος, επιθυμώ απλώς να επισημάνω ότι, μολονότι συντάσσομαι με τον προβληματισμό του Πρωτοδικείου όσον αφορά τις δυσχέρειες που μπορεί να αντιμετωπίσει η Επιτροπή κατά την απόδειξη της πραγματικής επιπτώσεως της συμπράξεως ( 131 ), θεωρώ ότι τούτο δεν δύναται, εν προκειμένω, να δικαιολογήσει την ανεπαρκή απόδειξη εκ μέρους της Επιτροπής, ιδίως όταν στηρίζει την εκτίμησή της επί ενός μόνο στοιχείου, αντλούμενου από την εφαρμογή της συμφωνίας.

315.

Λαμβανομένων υπόψη όλων των στοιχείων, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, να βασιστεί στην εφαρμογή της συμφωνίας για να συναγάγει την ύπαρξη πραγματικής επιπτώσεως στην αγορά.

316.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι το τρίτο αυτό σκέλος του λόγου αναιρέσεως είναι βάσιμο.

4. Επί του τετάρτου σκέλους του λόγου, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την «έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς»

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

317.

Η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν εξέτασε, με τις σκέψεις 308 έως 313 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το επιχείρημα ότι το προδήλως και αδιαμφισβητήτως περιορισμένο μέγεθος του εδάφους της Δημοκρατίας της Αυστρίας απαγορεύει τον χαρακτηρισμό της διαπιστωθείσας παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής». Εξάλλου, η συλλογιστική αυτή αντίκειται στη διατύπωση των κατευθυντηρίων γραμμών και την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής.

β) Εκτίμηση

318.

Θεωρώ ότι το σκέλος αυτό δεν είναι βάσιμο.

319.

Αφενός και αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο εξέθεσε σαφώς και με επαρκή δικαιολογία, με τις σκέψεις 308 έως 313 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους η περιορισμένη έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς δεν απαγορεύει, κατά την άποψή του, τον χαρακτηρισμό της διαπιστωθείσας παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής».

320.

Επομένως, το Πρωτοδικείο ορθώς εξέθεσε, με τη σκέψη 240 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, και όπως επισήμανα με το σημείο 261 των προτάσεών μου, οι συμφωνίες καθορισμού τιμών, όπως οι επίμαχες συμφωνίες, μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, να συνιστούν «πολύ σοβαρή» παράβαση, ανεξαρτήτως της επιπτώσεώς τους στην αγορά και της γεωγραφικής εκτάσεως της σχετικής αγοράς.

321.

Εξάλλου, υπενθυμίζω ότι η πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο στα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού ( 132 ). Συγκεκριμένα, από πάγια νομολογία, προκύπτει ότι τα διδάγματα που αντλούνται από την πρακτική αυτή έχουν απλώς ενδεικτικό χαρακτήρα, καθόσον τα εμπεριστατωμένα στοιχεία των υποθέσεων, όπως οι αγορές, τα προϊόντα, οι χώρες, οι επιχειρήσεις και οι οικείες περίοδοι, δεν ταυτίζονται ( 133 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί προγενέστερες αποφάσεις που εξέθεσε η Επιτροπή.

322.

Τέλος, επιθυμώ να προσθέσω ότι βάσει της Συνθήκης ΕΚ, του κανονισμού 17, των κατευθυντηρίων γραμμών και της νομολογίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι μόνον οι περιορισμοί που αφορούν τις πολύ εκτεταμένες αγορές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πολύ σοβαρές παραβάσεις. Όπως ορθώς επισήμανε το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 312 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο κρίνει ότι το έδαφος ενός μόνον κράτους μέλους, ή ακόμη ένα περιορισμένο μέρος του εδάφους αυτού, μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδες μέρος της κοινής αγοράς. Εξάλλου, όπως είδαμε, η διαπιστωθείσα, εν προκειμένω, παράβαση δεν επηρεάζει μόνον τη Δημοκρατία της Αυστρίας, αλλά δύναται να επηρεάσει το μεταξύ κρατών μελών εμπόριο.

323.

Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι το τέταρτο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθεί.

5. Επί του πέμπτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου της επιδράσεως του επιλεκτικού χαρακτήρα των κυρώσεων και μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

324.

Προς στήριξη του πέμπτου σκέλους, η RZB προβάλλει δύο αιτιάσεις.

325.

Πρώτον, η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι απέρριψε το επιχείρημα ότι ο χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής» δεν συμβιβάζεται με την επιλογή της Επιτροπής να επιβάλει κυρώσεις μόνο σε μερικές επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση.

326.

Δεύτερον, η RZB υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν τήρησε την υποχρέωσή του αιτιολογίας μη απαντώντας στα επιχειρήματα σύμφωνα με τα οποία, αφενός, το υψηλό επίπεδο του προστίμου αντικρούει τον συμβολικό χαρακτήρα διαδικασίας στρεφομένης τελικώς κατά του συνόλου του αυστριακού τραπεζικού τομέα και, αφετέρου, καταλήγει σε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού εφόσον το πρόστιμο επιβάλλεται μόνο στο 10% των τραπεζών. Τέλος, ο χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως «πολύ σοβαρής» δεν συμβιβάζεται με την αιτίαση περί «αδικίας σε μεμονωμένες επιχειρήσεις».

β) Εκτίμηση

327.

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, θεωρώ, όπως και η Επιτροπή, ότι συνιστά απλώς την κατά γράμμα επανάληψη προβληθέντος ενώπιον του Πρωτοδικείου λόγου και δεν προσδιορίζει καμία πλάνη περί το δίκαιο. Σύμφωνα με τις υπομνησθείσες στην παράγραφο 65 των προτάσεών μου αρχές, προτείνω στο Δικαστήριο να την απορρίψει ως απαράδεκτη.

328.

Όσον αφορά τη δεύτερη αιτίαση περί ελλείψεως αιτιολογίας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, θεωρώ ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή ( 134 ).

329.

Υπενθυμίζω, κατ’ αρχάς, ότι, δυνάμει του άρθρου 36 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, εφαρμοστέου στο Πρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 53 του Οργανισμού αυτού, «[ο]ι αποφάσεις αιτιολογούνται».

330.

Κατά το Δικαστήριο, από την αιτιολογία μιας αποφάσεως πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του Πρωτοδικείου ώστε να παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίσουν τις αιτιολογικές σκέψεις της ληφθείσας αποφάσεως και στο Δικαστήριο να ασκήσει τον δικαστικό έλεγχό του ( 135 ). Στην περίπτωση προσφυγής που στηρίζεται στο άρθρο 230 ΕΚ, η απαίτηση αιτιολογήσεως συνεπάγεται προφανώς ότι το Πρωτοδικείο εξετάζει τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα και εκθέτει τους λόγους που το οδηγούν στην απόρριψη του ισχυρισμού ή του αιτήματος περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξεως. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της εφαρμογής των άρθρων 81 ΕΚ και 15 του κανονισμού 17, το Δικαστήριο εκτιμά ότι έχει την αρμοδιότητα να ελέγχει αν το Πρωτοδικείο απάντησε με επαρκείς νομικές κρίσεις στο σύνολο των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα προκειμένου να επιτύχει την κατάργηση ή τη μείωση του προστίμου ( 136 ).

331.

Ωστόσο, το Δικαστήριο έθεσε όρια στην υποχρέωση απαντήσεως στους προβληθέντες λόγους με την απόφαση Connolly κατά Επιτροπής ( 137 ). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αιτιολογία αποφάσεως πρέπει εκτιμηθεί ενόψει των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως ( 138 ) και το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να απαντά «λεπτομερώς σε κάθε προβαλλόμενο από τον διάδικο επιχείρημα, ειδικότερα αν δεν είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και δεν στηρίζεται σε πρόσφορα αποδεικτικά στοιχεία» ( 139 ).

332.

Ενόψει των στοιχείων αυτών, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούνταν να απαντήσει στα επίμαχα επιχειρήματα που προέβαλε η αναιρεσείουσα.

333.

Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 315 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι είναι εσφαλμένη η άποψη της αναιρεσείουσας ότι η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις στις επιχειρήσεις κατά επιλεκτικό και συμβολικό τρόπο. Το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, στην πραγματικότητα, η Επιτροπή επέλεξε τους αποδέκτες της αποφάσεως βάσει της συχνότητας της συμμετοχής τους στους σημαντικότερους κύκλους διαβουλεύσεων ( 140 ). Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούνταν να συνεχίσει την εξέταση των άλλων επιχειρημάτων που προέβαλε η αναιρεσείουσα βάσει της απόψεως αυτής.

334.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει το πέμπτο αυτό σκέλος απαράδεκτο και αβάσιμο.

6. Επί του έκτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από την ανυπαρξία συνολικής εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

335.

Η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν προέβη σε συνολική εκτίμηση της παραβάσεως, λαμβανομένων υπόψη όλων των πτυχών τις οποίες αναφέρουν οι κατευθυντήριες γραμμές (της φύσεως της παραβάσεως, της πραγματικής επιπτώσεως της παραβάσεως και της εκτάσεως της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς) καθώς και εξωγενών στοιχείων, ήτοι της οικονομικής σημασίας του αυστριακού οικονομικού τομέα, της μη υπάρξεως ανάγκης αποτρεπτικού αποτελέσματος και του επιλεκτικού χαρακτήρα των κυρώσεων. Αν το Πρωτοδικείο είχε προβεί στην ανάλυση αυτή, θα είχε επισημάνει ότι η επίμαχη παράβαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «πολύ σοβαρή».

β) Εκτίμηση

336.

Φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό δεν είναι βάσιμο. Συγκεκριμένα, κατά την εξέταση του πρώτου σκέλους του λόγου αυτού, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη άλλα στοιχεία πλην αυτών που αναφέρουν ρητώς οι κατευθυντήριες γραμμές και, μεταξύ άλλων, «εξωγενή» στοιχεία ( 141 ) για την εκτίμησή της περί της σοβαρότητας της παραβάσεως. Στην πραγματικότητα, η αναιρεσείουσα προβάλλει ένα σκέλος το οποίο, κατά την άποψή μου, αντιφάσκει αμιγώς και απλώς με όσα υποστήριξε στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του λόγου αυτού.

337.

Κατά συνέπεια, το έκτο αυτό σκέλος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

7. Επί του εβδόμου σκέλους του λόγου, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την κατανομή των αναιρεσειουσών σε κατηγορίες

338.

Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η αυστριακή τραπεζική αγορά χαρακτηρίζεται από την παρουσία τραπεζικών ομίλων με πολυεπίπεδη διάρθρωση, αποκαλούμενη «αποκεντρωμένη».

339.

Τα ταμιευτήρια καθώς και οι λαϊκές τράπεζες έχουν διάρθρωση δύο επιπέδων και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα κτηματικής πίστεως (τράπεζες Raiffeisen) τριών επιπέδων. Σε κάθε πολυεπίπεδη διάρθρωση (στο εξής: τομέας των ταμιευτηρίων, τομέας Raiffeisen και τομέας των λαϊκών τραπεζών και, από κοινού, αποκεντρωμένοι τομείς), ένα κεντρικό ίδρυμα, που ονομάζεται «ηγετική εταιρία» στην καθομιλουμένη, ασκεί καθήκοντα υποστηρίξεως και παροχής υπηρεσιών για τις τράπεζες του τομέα. Η Erste, η RZB και η ÖVAG είναι, αντιστοίχως, τα κεντρικά ιδρύματα του τομέα των ταμιευτηρίων, του τομέα Raiffeisen και του τομέα των λαϊκών τραπεζών.

340.

Δυνάμει του σημείου 1, A των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή μπορεί, όσον αφορά τις πολύ σοβαρές παραβάσεις, να προσαρμόζει το βασικό ποσό του προστίμου σε συνάρτηση με την πραγματική οικονομική δυνατότητα των αυτουργών των παραβάσεων να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

341.

Στις υπό κρίση υποθέσεις, η Επιτροπή θεώρησε, με την αιτιολογική σκέψη 515 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτό το είδος διαφορετικής μεταχειρίσεως επιβάλλεται καθόσον υφίστανται σημαντικές διαφορές μεγέθους μεταξύ των επιχειρήσεων και των τραπεζικών ομίλων που μετείχαν στο «δίκτυο Lombard».

342.

Επομένως, η Επιτροπή κατένειμε τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως σε πέντε κατηγορίες, σε συνάρτηση των διαθέσιμων στοιχείων για τα μερίδιά τους αγοράς. Όσον αφορά την Erste, την RZB και την ÖVAG, η Επιτροπή θεώρησε ότι, ως ηγετικές εταιρίες των αποκεντρωμένων τομέων, των ταμιευτηρίων, των τραπεζών Raiffeisen και των λαϊκών τραπεζών αντιστοίχως, έπρεπε να τους καταλογιστούν τα μερίδια αγοράς των αντιστοίχων τομέων τους για να εκτιμηθεί καλύτερα η οικονομική τους ισχύς στην αγορά. Συνεπώς, η Erste και η RZB κατατάχτηκαν στην πρώτη κατηγορία, ενώ η ÖVAG στην τρίτη.

α) Οι προβληθείσες από τις αναιρεσείουσες αιτιάσεις

343.

Πρώτον, με την επιφύλαξη ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών συνδεομένων με την αντίστοιχη κατάστασή τους, η Erste, η RZB και η ÖVAG θέτουν εν αμφιβόλω την αρχή του καταλογισμού αυτού. Θεωρούν ότι το Πρωτοδικείο δεν έλαβε υπόψη του, από νομικής απόψεως, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Επιτροπή μπορούσε να τους καταλογίσει, ως κεντρικά ιδρύματα των αποκεντρωμένων τομέων τους, τα μερίδια αγοράς των αντιστοίχων τομέων τους για την κατάταξη σε κατηγορίες. Συναφώς, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι ο καταλογισμός αυτός παραβαίνει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας των κυρώσεων, την αρχή της προσωπικής ευθύνης για τις παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού και την αρχή της ισότητας.

344.

Δεύτερον, η Erste, η RZB και η ÖVAG θεωρούν ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε τα δικαιώματά τους άμυνας.

345.

Τρίτον, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθώς τον ρόλο τους και τα καθήκοντά τους εντός των τραπεζικών ομίλων.

346.

Τέταρτον, η Erste προβάλλει ότι είναι εσφαλμένες οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου όσον αφορά το μερίδιο αγοράς του ομίλου των ταμιευτηρίων.

347.

Πέμπτον, η ÖVAG υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά στοιχεία που του προσκομίστηκαν.

i) Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από τον μη σύννομο καταλογισμό των μεριδίων αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων στα κεντρικά ιδρύματα

348.

Η Erste, η RZB και η ÖVAG προβάλλουν πολλά επιχειρήματα προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής.

— Επί της αρχής του καταλογισμού και των κριτηρίων εκτιμήσεως που χρησιμοποιούνται προς τον σκοπό αυτό

349.

Η Erste, η RZB και η ÖVAG υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τις σκέψεις 356 και 373 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, καταλογίζοντάς τους τα μερίδια αγοράς των αποκεντρωμένων τομέων τους για τον υπολογισμό του προστίμου, η Επιτροπή δεν τους καταλόγισε την παραβατική συμπεριφορά των τραπεζών αυτών και τους επέβαλε κυρώσεις μόνο «για τη δική τους συμπεριφορά».

350.

Σύμφωνα με τις αναιρεσείουσες, ο καταλογισμός αυτός αντιστοιχεί, στην πραγματικότητα, με τον καταλογισμό της ευθύνης για παραβάσεις που διέπραξαν οι τράπεζες των αποκεντρωμένων τομέων τους, εφόσον η θέση των τραπεζών αυτών στην αγορά λαμβάνεται απολύτως υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου. Επομένως, η Erste, η RZB και η ÖVAG θεωρούν ότι ο καταλογισμός αυτός έπρεπε να εκτιμηθεί βάσει των κριτηρίων που θέσπισε το Δικαστήριο ως προς τον καταλογισμό των παραβάσεων εντός ομίλου εταιριών, ήτοι της δυνατότητας ελέγχου της επιχειρήσεως και της υπάρξεως οικονομικής ενότητας.

351.

Η Επιτροπή και το Πρωτοδικείο, βασιζόμενοι στην ύπαρξη σταθερών σχέσεων εντός των τραπεζικών ομίλων και στα καθήκοντα υποστηρίξεως και παροχής υπηρεσιών που ασκούν τα κεντρικά ιδρύματα, παρέκαμψαν τις αυστηρές απαιτήσεις που θέτει η νομολογία.

352.

Η Επιτροπή προβάλλει ότι το αποφασιστικό κριτήριο για την κατανομή σε κατηγορίες είναι η σύγκριση της αληθούς ισχύος στην αγορά, που βασίζεται στις σταθερές σχέσεις των αποκεντρωμένων τραπεζών με τις ηγετικές εταιρίες τους.

— Επί της παραβιάσεως του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, της αρχής της αναλογικότητας των κυρώσεων, της αρχής της προσωπικής ευθύνης για τις παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού και της αρχής της ισότητας

353.

Η Erste υποστηρίζει ότι ο καταλογισμός στις ηγετικές εταιρίες (GiroCredit ou Erste) ( 142 ) των μεριδίων αγοράς 70 σχεδόν αυστριακών ταμιευτηρίων παραβιάζει το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 σε συνδυασμό με το σημείο 1, A, έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών. Συγκεκριμένα, βάσει της διατάξεως αυτής δεν μπορεί να καταλογιστεί σε επιχείρηση το μερίδιο αγοράς τρίτων επιχειρήσεων που είναι παρούσες στον ίδιο τομέα δραστηριοτήτων.

354.

Η Erste και η RZB υποστηρίζουν επίσης ότι ο καταλογισμός αυτός παραβιάζει την αρχή της προσωπικής ευθύνης για τη διάπραξη παραβιάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού καθώς και της αρχής της αναλογικότητας των κυρώσεων.

355.

Τέλος, η RZB και η ÖVAG ισχυρίζονται ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε επίσης την αρχή της ισότητας. Συναφώς, η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι εξομοίωσε τα κεντρικά ιδρύματα των αποκεντρωμένων τομέων με τις μεγάλες κεντρικές τράπεζες για την κατάταξη σε κατηγορίες. Σύμφωνα με την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο έπρεπε να εξετάσει αν ήταν πρόσφορο να δεχθεί ένα μέρος μόνον των μεριδίων αγοράς κάθε οικείου τομέα για να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι, όταν μετέχει σε διατραπεζικούς κύκλους διαβουλεύσεων, ένα κεντρικό ίδρυμα όπως η RZB περιορίζεται στη διαβίβαση πληροφοριών καθόσον δεν μπορεί να παρέμβει επ’ ονόματι των τραπεζών και δεν μπορεί να δώσει οδηγίες για την εφαρμογή ενδεχομένων συμφωνιών.

356.

Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι ο καταλογισμός μεριδίων αγοράς με την προσβαλλομένη απόφαση δεν βασίζεται σε συγκεκριμένες διαπιστώσεις σχετικά με την πραγματική συμμετοχή των αποκεντρωμένων τραπεζών στην παράβαση, αλλά μόνο στο γεγονός ότι η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις στις ηγετικές εταιρίες για τη δική τους συμπεριφορά. Διευκρινίζει ότι, εν προκειμένω, δεν καταλογίστηκε καμία συμπεριφορά τρίτου.

357.

Όσον αφορά τα επιχειρήματα της RZB, η Επιτροπή αναφέρει, κατ’ αρχάς, ότι τα επιβληθέντα στις ηγετικές εταιρίες πρόστιμα δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο του 10% του κύκλου εργασιών της επιχειρήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 15 του κανονισμού 17. Επομένως, τούτο διαφέρει από την κατάσταση όπου είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη ο συνολικός κύκλος εργασιών του ομίλου αν η ηγετική εταιρία και οι αποκεντρωμένες τράπεζες είχαν θεωρηθεί ως οικονομική ενότητα. Στη συνέχεια, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η αναιρεσείουσα δεν διευκρινίζει σε ποιον βαθμό διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίστηκαν με παρεμφερή τρόπο χωρίς πρόσφορη δικαιολογία.

358.

Τέλος, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι είναι απαράδεκτο το επιχείρημα με σκοπό να εξεταστεί η αναλογικότητα του προστίμου, διότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαθιστά με την κρίση του, για λόγους επιείκειας, την κρίση του Πρωτοδικείου.

ii) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας

359.

Ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Erste και η ÖVAG προσάπτουν στην Επιτροπή ότι δεν ανέφερε, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, την πρόθεσή της να καταλογίσει στα κεντρικά ιδρύματα τα μερίδια αγοράς των αντιστοίχων ομίλων τους για τον καθορισμό του προστίμου.

360.

Με τις αιτήσεις τους αναιρέσεως, η Erste και η ÖVAG, αντιστοίχως, υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο παραβίασε τα δικαιώματά τους άμυνας κρίνοντας, με τη σκέψη 369 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι αρκούσε η μνεία που περιλαμβανόταν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων ότι ήσαν οι ηγετικές εταιρίες του τομέα των ταμιευτηρίων και του τομέα των λαϊκών τραπεζών.

361.

Η Erste και η ÖVAG υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να αρκεστεί απλώς σε γενικό ισχυρισμό και έπρεπε να πληροφορήσει τις επιχειρήσεις για τα συμπεράσματα που επρόκειτο να αντλήσει από όλα τα πραγματικά περιστατικά σχετικά με την παράβαση.

iii) Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του ρόλου και των καθηκόντων των κεντρικών ιδρυμάτων εντός των τραπεζικών ομίλων

362.

Η Erste, η RZB και η ÖVAG προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν εκτίμησε ορθώς τον ρόλο τους και τα καθήκοντά τους εντός των τραπεζικών ομίλων.

363.

Η Erste αμφισβητεί την εκτίμηση του Πρωτοδικείου, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 401 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχε ως αποστολή να «εκπροσωπεί» τον τομέα των ταμιευτηρίων κατά τους τραπεζικούς κύκλους διαβουλεύσεων.

364.

Η ÖVAG επισημαίνει ότι, αντιθέτως προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο, δεν έχει καμία δυνατότητα να δεσμεύει τις αυτόνομες λαϊκές τράπεζες και δεν αποτελεί οικονομική ενότητα με αυτές.

365.

Η RZB προβάλλει ότι δεν διέθετε «περισσότερες ειδικές γνώσεις και καλύτερη πληροφόρηση» σε σχέση με τις τράπεζες του αποκεντρωμένου τομέα της, αντιθέτως προς όσα αναφέρει η σκέψη 405 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Εν πάση περιπτώσει, η RZB υποστηρίζει ότι οι διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου περί των δεσμών που διατηρεί με τον αποκεντρωμένο τομέα απαγορεύουν να της καταλογιστούν όλα τα μερίδια αγοράς του τομέα αυτού. Τέλος, η αναρεσείουσα επισημαίνει ότι δεν έχει ικανότητα συγκρίσιμη με την ικανότητα των ιεραρχικώς οργανωμένων μεγάλων τραπεζών να προκαλούν ζημίες σε ιδιώτες και τονίζει ότι δεν μπορεί περαιτέρω να ωφελείται των επίμαχων πρακτικών, εφόσον δεν έχει σημαντικό ατομικό μερίδιο αγοράς ή συμμετοχή στα κέρδη των τραπεζών του τομέα.

iv) Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που αντλείται από εσφαλμένο καθορισμό των μεριδίων αγοράς της Erste και του ομίλου των ταμιευτηρίων

366.

Η Erste υποστηρίζει ότι εσφαλμένως το Πρωτοδικείο δεν διαπίστωσε ότι η Επιτροπή βασίστηκε σε πολύ υψηλή εκτίμηση των μεριδίων αγοράς για να την κατατάξει σε μία από τις κατηγορίες. Συγκεκριμένα, τόσο πριν όσο και μετά τη συγχώνευσή της με την GiroCredit, το μερίδιο αγοράς της είναι σαφώς κατώτερο αυτού που δέχθηκε η Επιτροπή και επιβεβαίωσε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 455 και 458 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

367.

Επομένως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, με τη σκέψη 457 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι η Erste παραμένει στην κατάταξη της πρώτης κατηγορίας και, αν υποτεθεί ότι η αιτίαση αυτή είναι βάσιμη, δεν δύναται να θέσει εν αμφιβόλω το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας μη διακρίνοντας, ενόψει της κατατάξεως σε κατηγορίες, μεταξύ της κατοχής μεριδίου αγοράς 30% και μεριδίου αγοράς 17%.

368.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι έχει την εξουσία, ανεξαρτήτως του ακριβούς μεριδίου αγοράς, να κατατάξει την Erste στην πρώτη κατηγορία μετά τη συγχώνευση με την GiroCredit. Όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με το γεγονός ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη δις τα μερίδια αγοράς και τη συμπεριφορά της Erste Österreichische Spar-Casse-Bank AG (δηλαδή της Erste προτού συγχωνευθεί με την GiroCredit, στο εξής: EÖ), η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι είναι απαράδεκτο για τον λόγο ότι η Erste επιζητεί απλή επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών, γεγονός που εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου.

v) Επί της πέμπτης αιτιάσεως, που αντλείται από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών μέσων

369.

Η ÖVAG υποστηρίζει ότι η ανάλυση του Πρωτοδικείου προκύπτει από παραμόρφωση των αποδεικτικών μέσων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υποθέσεως. Συγκεκριμένα, οι ανταλλαγές πληροφοριών και οι δραστηριότητες της ÖVAG ως φερομένης συντονίστριας και εκπροσώπου των αποκεντρωμένων λαϊκών τραπεζών ουδέποτε αποδείχθηκαν (σκέψεις 401 έως 406 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, το Πρωτοδικείο κακώς επικαλέστηκε απόφαση του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου) (Αυστρία) της 23ης Ιουνίου 1993, για να δικαιολογήσει τον καταλογισμό των μεριδίων αγοράς των τραπεζών του τομέα (σκέψεις 392 έως 401 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως). Συγκεκριμένα, η ÖVAG επισημαίνει ότι δεν μετείχε στη διαδικασία αυτή και η απόφαση αυτή αφορά μόνο πτυχές συνδεόμενες με τα «αποθεματικά σε ρευστό». Επομένως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και, εξάλλου, υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που του έχει χορηγηθεί. Τέλος, η αναιρεσείουσα επισημαίνει ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε ρητώς την κατάστασή της, αντιθέτως προς όσα έπραξε ως προς την Erste και την RZB, καθώς και τις τράπεζες των αντιστοίχων τομέων τους.

370.

Η Επιτροπή επισημαίνει την ανυπαρξία εξηγήσεων εκ μέρους της αναιρεσείουσας και ζητεί την απόρριψη της αιτιάσεως αυτής. Όσον αφορά την πλάνη στην οποία υπέπεσε το Πρωτοδικείο με την παραπομπή στην απόφαση του Verfassungsgerichtshof, η Επιτροπή αμφισβητεί την ύπαρξη οιασδήποτε αλλοιώσεως. Συγκεκριμένα, ο αυστριακός δικαστής αποφάνθηκε τυπικώς και γενικώς επί των σχέσεων μεταξύ των «κεντρικών ιδρυμάτων» και των «πρωτοβάθμιων τραπεζών» τους, και η απόφαση αυτή αφορούσε ρητώς τις λαϊκές τράπεζες. Σύμφωνα με την Επιτροπή, η ÖVAG δεν ισχυρίζεται ότι ο ρόλος της ως ηγετικής εταιρίας διακρίνεται του ρόλου των ηγετικών εταιριών των άλλων τομέων.

β) Εκτίμηση

i) Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από τον μη σύννομο καταλογισμό των μεριδίων αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων στα κεντρικά ιδρύματα

371.

Κατά την άποψή μου, η αιτίαση αυτή εγείρει ένα άλλο ευαίσθητο ζήτημα του φακέλου της υποθέσεως. Αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή πρέπει να υπολογίσει το ύψος της κυρώσεως από απόψεως των ευθυνών που πρέπει να αναλάβει ο αυτουργός της παραβάσεως διαπράττοντάς την.

372.

Στις υπό κρίση υποθέσεις, η Επιτροπή υπολόγισε το ύψος του προστίμου που σκοπούσε να επιβάλει στην Erste, την RZB και την ÖVAG, ως ηγετικές εταιρίες, καταλογίζοντάς τους τα μερίδια αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων τους. Τούτο καθιστά δυνατή την εκτίμηση, βάσει του σημείου 1, A, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, της οικονομικής τους ισχύος.

373.

Με τις σκέψεις 356 και 373 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, με τον τρόπο αυτό, η Επιτροπή δεν τους καταλόγισε την παραβατική συμπεριφορά των τραπεζών των τομέων τους και τους «επέβαλε κυρώσεις λόγω της δικής τους συμπεριφοράς».

374.

Συναφώς, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και αιτιολόγησε αντιφατικώς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

375.

Συγκεκριμένα, με τη συλλογιστική αυτή, το Πρωτοδικείο ισχυρίζεται ότι η ηγετική εταιρία δεν είναι υπεύθυνη για παραβάσεις διαπραχθείσες από τις τράπεζες του αποκεντρωμένου τομέα της, αλλά ότι, για τον καθορισμό του προστίμου, μπορούν, παρ’ όλ’ αυτά να της καταλογιστούν τα μερίδια αγοράς του συνόλου του ομίλου.

376.

Η συλλογιστική αυτή δεν είναι εύλογη. Η Επιτροπή μπορεί είτε να καταλογίσει την ευθύνη της παραβάσεως στην ηγετική εταιρία, καθόσον η εταιρία αυτή αποτελεί οικονομική ενότητα με τον αποκεντρωμένο τομέα, και, μπορεί, στην περίπτωση αυτή, να λάβει υπόψη, για τον καθορισμό του προστίμου, την πραγματική οικονομική ισχύ του συνόλου του τομέα αυτού, είτε να επιβάλει κυρώσεις στην ηγετική εταιρία λόγω της ατομικής συμμετοχής της στην παράβαση και μπορεί να λάβει υπόψη, για τον καθορισμό του προστίμου, μόνον τα μερίδιά της αγοράς, ανεξαρτήτως των μεριδίων αγοράς του αποκεντρωμένου τομέα της.

377.

Επομένως, η προσέγγιση του Πρωτοδικείου δεν έχει συνοχή. Είναι προφανές ότι το γεγονός υπολογισμού του ύψους της κυρώσεως βάσει των μεριδίων αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων αντιστοιχεί στην «επιβολή κυρώσεων» στις ηγετικές εταιρίες για την παραβατική συμπεριφορά των τραπεζών αυτών.

378.

Ωστόσο, θεωρώ ότι, κατά τον υπολογισμό της κυρώσεως και, εν προκειμένω, ενός προστίμου, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη μόνον την πραγματική οικονομική ισχύ των επιχειρήσεων τις οποίες έκρινε υπεύθυνες για τη διαπραχθείσα στην αγορά παράβαση. Τούτο προκύπτει σαφώς από το σημείο 1, A, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών το οποίο αφορά ρητώς την «πραγματική οικονομική δυνατότητα του αυτουργού της παραβάσεως»  ( 143 ). Ωστόσο, με την προσβαλλομένη απόφαση, μόνον οι ηγετικές εταιρίες κρίθηκαν υπεύθυνες της παραβάσεως. Το Πρωτοδικείο επισημαίνει, με τη σκέψη 356 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όταν διευκρινίζει ότι η «[προσβαλλόμενη] απόφαση δεν στηρίζει τον συνυπολογισμό των μεριδίων αγοράς σε ειδικές διαπιστώσεις, που αφορούν την πραγματική συμμετοχή των αποκεντρωμένων τραπεζών στην παράβαση και ότι η «Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις στις ηγετικές εταιρίες για τη δική τους συμπεριφορά».

379.

Σε αυτό το στάδιο της εξετάσεως, φρονώ ότι η πρώτη αιτίαση, που αντλείται από τον μη σύννομο καταλογισμό στα κεντρικά ιδρύματα των μεριδίων αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων, είναι βάσιμη χωρίς να απαιτείται να εξετασθούν οι λοιπές αιτιάσεις που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες και πρέπει να γίνει δεκτό το έβδομο σκέλος του πρώτου αυτού λόγου αναιρέσεως.

380.

Βάσει των στοιχείων αυτών, θεωρώ ότι το τρίτο και το έβδομο σκέλος του πρώτου λόγου είναι βάσιμα. Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει τον λόγο αυτό, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση της βαρύτητας της παραβάσεως, βάσιμο και να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση καθόσον πάσχει από:

πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή μπορεί να συναγάγει από την απλή εφαρμογή της συμπράξεως την ύπαρξη πραγματικής επιπτώσεως της παραβάσεως στην αγορά, τούτο δε για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, καθώς και

πλάνη περί το δίκαιο και αντιφατική αιτιολογία, καθόσον το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, να καταλογίσει στην Erste, στην RZB και στην ÖVAG τα μερίδια αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων τους, ενώ δεν τους καταλόγισε την παραβατική συμπεριφορά των τραπεζών αυτών.

381.

Ωστόσο, προτείνω στο Δικαστήριο να εξακολουθήσει την εξέταση των λοιπών λόγων που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, καθόσον αφορούν επίσης μείωση του ύψους του επιβληθέντος από την Επιτροπή προστίμου.

Β — Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, έλλειψη αιτιολογίας και παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων όσον αφορά την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων

382.

Σύμφωνα με το σημείο 3 των κατευθυντηρίων γραμμών, ελαφρυντικές περιστάσεις μπορούν να αποτελέσουν οι εξής περιπτώσεις, εάν αποδεικνύονται:

ότι η επιχείρηση έχει παίξει αποκλειστικά παθητικό ρόλο στη διάπραξη της παραβάσεως ή μιμήθηκε απλώς τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων·

η μη ουσιαστική εφαρμογή των παράνομων συμφωνιών ή πρακτικών·

η παύση των παραβάσεων ταυτόχρονα με τις πρώτες ενέργειες της Επιτροπής·

ότι η επιχείρηση αμφέβαλε δικαιολογημένα σχετικά με τον παράνομο χαρακτήρα της περιοριστικής πρακτικής·

ότι η παράβαση διεπράχθη από αμέλεια και όχι εκ προθέσεως·

η ουσιαστική συνεργασία της επιχείρησης στο πλαίσιο της διαδικασίας, πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως περί συνεργασίας.

383.

Η Επιτροπή, με την προσβαλλομένη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 525 έως 542), και το Πρωτοδικείο, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση (σκέψεις 469 έως 511), δεν δέχθηκαν ότι συντρέχουν ελαφρυντικές περιστάσεις υπέρ των αναιρεσειουσών.

384.

Με τις υπό κρίση αιτήσεις αναιρέσεως, η ÖVAG προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν αναγνώρισε ως ελαφρυντική περίσταση την παθητική συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της παραβάσεως. Η BA-CA υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε επίσης σε πλάνη περί το δίκαιο μη λαμβάνοντας υπόψη τη συμμετοχή των δημοσίων αρχών στους τραπεζικούς κύκλους διαβουλεύσεων καθώς και τον δημόσιο χαρακτήρα τους.

α) Επί του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς την παθητική συμπεριφορά της ÖVAG

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

385.

Η ÖVAG επικρίνει, κατ’ ουσίαν, τον τρόπο με τον οποίο το Πρωτοδικείο εκτίμησε, ως ελαφρυντικές περιστάσεις, τη συμπεριφορά της κατά τη διάρκεια της παραβάσεως. Συναφώς, προβάλλει πολλές αιτιάσεις.

— Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από την εσφαλμένη άσκηση της δικαστικής εξουσίας του Πρωτοδικείου

386.

Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι αρκέστηκε στην επανάληψη του κειμένου των κατευθυντηρίων γραμμών χωρίς να εξετάσει τα περιστατικά της υποθέσεως και, μεταξύ άλλων, τον ιδιαίτερο ρόλο της ÖVAG εντός του «δικτύου Lombard».

— Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από τη χρησιμοποίηση εσφαλμένου κριτηρίου εκτιμήσεως

387.

Η αναιρεσείουσα θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, με τη σκέψη 483 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, βασίζοντας την εκτίμησή του στο κριτήριο συμμετοχής των τραπεζών στους κύκλους διαβουλεύσεων, το οποίο χρησιμοποιήθηκε επίσης στο πλαίσιο της κατανομής των τραπεζών σε κατηγορίες. Με τον τρόπο αυτό, το Πρωτοδικείο συνδέει το ζήτημα της κατανομής των τραπεζών αναλόγως της ισχύος τους στην αγορά με το ζήτημα της αναγνωρίσεως ελαφρυντικής περιστάσεως. Ωστόσο, σύμφωνα με την αναιρεσείουσα, η αναγνώριση ελαφρυντικής περιστάσεως δεν μπορεί να εξαρτάται από τον «σποραδικό» χαρακτήρα της συμμετοχής της επιχειρήσεως στις συσκέψεις. Συγκεκριμένα, οι κατευθυντήριες γραμμές επιβάλλουν στην Επιτροπή να προβαίνει σε διαχωρισμό των ρόλων κατά την εκτίμησή της και όχι σε μανιχαϊστική προσέγγιση του είδους «ή όλα ή τίποτα».

— Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αντλείται από παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν στο Πρωτοδικείο

388.

Σύμφωνα με την αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το έγγραφο και τα πραγματικά περιστατικά που προκύπτουν από τον φάκελο της υποθέσεως, σχετικά με τη συμμετοχή της στη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα ουδέποτε υποστήριξε ότι αποστασιοποιήθηκε από τη σύμπραξη, αλλά τόνιζε παγίως τον μετριοπαθή της ρόλο.

— Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που αντλείται από αντιφατική αιτιολογία

389.

Σύμφωνα με την ÖVAG, η ανάλυση του Πρωτοδικείου είναι αντιφατική καθόσον χαρακτηρίζεται ως «μεγάλη τράπεζα» και «εκπρόσωπος τομέα», ενώ μάλιστα η Επιτροπή δεν πραγματοποίησε κανέναν έλεγχο στις εγκαταστάσεις της, η αναιρεσείουσα δεν αποτελούσε μέρος του «περιορισμένου κύκλου τραπεζών» και έλαβε μέρος μόνο σε περιορισμένο αριθμό συναντήσεων.

390.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι οι αιτιάσεις αυτές είναι αλυσιτελείς για τον λόγο ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να υποκαθιστά, για λόγους επιείκειας, το Πρωτοδικείο.

ii) Εκτίμηση

391.

Φρονώ ότι το πρώτο σκέλος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

392.

Όσον αφορά την πρώτη αιτίαση, θεωρώ ότι ο τρόπος με τον οποίο το Πρωτοδικείο άσκησε τον δικαστικό του έλεγχο δεν επιδέχεται καμία κριτική. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο ασκεί περιορισμένο δικαστικό έλεγχο, κατά τον οποίο πρέπει να λαμβάνει υπόψη το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή για τον καθορισμό του ύψους των προστίμων. Επομένως, κατά την εξέταση των προβληθεισών από την ÖVAG αιτιάσεων, ο έλεγχος του Πρωτοδικείου περιοριζόταν στην εξέταση της τηρήσεως των δικονομικών κανόνων και της υποχρεώσεως αιτιολογίας, καθώς και στον έλεγχο της ουσιαστικής ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών και της ανυπαρξίας πλάνης περί το δίκαιο, πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και υπερβάσεως εξουσίας. Συναφώς, το Πρωτοδικείο ανέφερε, με τις σκέψεις 484 και 487 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα ή πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ή υπερέβη την εξουσία της, στο πλαίσιο της αναλύσεώς της.

393.

Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, το Πρωτοδικείο δεν αρκέστηκε σε απλή επανάληψη των κατευθυντηρίων γραμμών, εφόσον ανέφερε σαφώς, με τις σκέψεις 482 και 486 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την εφαρμοστέα νομολογία, προτού εξετάσει, με τις σκέψεις 483 έως 489 της αποφάσεως αυτής, τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη συμπεριφορά καθεμίας από τις επιχειρήσεις και, ειδικότερα, της ÖVAG, κατά τους τραπεζικούς κύκλους διαπραγματεύσεων.

394.

Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι η αιτίαση αυτή μπορεί ευκόλως να απορριφθεί ως αβάσιμη.

395.

Η δεύτερη αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί. Αφενός, το κριτήριο εκτιμήσεως που χρησιμοποίησε το Πρωτοδικείο για την εκτίμησή του, ήτοι το κριτήριο που αντλείται από τη συμμετοχή στις συσκέψεις των μελών της συμπράξεως, συνάδει με πάγια νομολογία, την οποία ρητώς αφορά η σκέψη 482 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Βάσει του κριτηρίου αυτού, μπορεί να ληφθεί υπόψη η ιδιαίτερη συμπεριφορά επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια της συμπράξεως. Αφετέρου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ÖVAG, το κριτήριο αυτό διαφέρει του κριτηρίου που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για την κατάταξη των αναιρεσειουσών σε κατηγορίες, βάσει μόνον της οικονομικής ισχύος των επιχειρήσεων.

396.

Όσον αφορά την τρίτη αιτίαση, θεωρώ ότι δεν είναι παραδεκτή, εφόσον τα επιχειρήματα της ÖVAG δεν περιλαμβάνουν κανένα σοβαρό στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει ότι το Πρωτοδικείο παραμόρφωσε το έγγραφό της στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά ή τα στοιχεία του φακέλου σχετικά με τη συμμετοχή της στη σύμπραξη. Εν πάση περιπτώσει, είναι προφανές, κατά την άποψή μου, ότι τονίζοντας τον μετριοπαθή ρόλο της εντός των τραπεζικών κύκλων διαπραγματεύσεων, η αναιρεσείουσα σκοπεί να αποδείξει την απόσταση που είχε λάβει με τα άλλα μέλη της συμπράξεως.

397.

Τέλος, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει, εκ προοιμίου, την τέταρτη αιτίαση ως αβάσιμη, εφόσον το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε αιφνιδιαστικό έλεγχο των εγκαταστάσεων της αναιρεσείουσας ουδαμώς αντιφάσκει το γεγονός ότι μπορεί να χαρακτηριστεί ως «μεγάλη τράπεζα» και ως «εκπρόσωπος του τομέα των λαϊκών τραπεζών».

398.

Κατόπιν όλων αυτών των στοιχείων, θεωρώ ότι το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και ως εν μέρει αβάσιμο.

β) Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου όσον αφορά τη συμμετοχή των δημοσίων αρχών στους τραπεζικούς κύκλους διαπραγματεύσεων ( 144 )

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

399.

Η BA-CA προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη τη συμμετοχή ορισμένων δημόσιων αρχών στις συσκέψεις ως ελαφρυντική περίσταση. Επομένως, το Πρωτοδικείο παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, καθόσον η BA-CA αντιμετωπίστηκε διαφορετικά σε σχέση με λοιπές επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής.

400.

Σύμφωνα με την αναιρεσείουσα, από την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής και τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ανοχή συμπεριφοράς από τον εθνικό νομοθέτη καθώς και η συμμετοχή των δημοσίων αρχών σε συσκέψεις συνιστούν ελαφρυντική περίσταση και δικαιολογούν τη μείωση του ύψους του προστίμου, τούτο δε ανεξαρτήτως του μεγέθους των οικείων επιχειρήσεων ( 145 ). Ειδικότερα, η BA-CA προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, με τη σκέψη 505 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η ανοχή της παραβάσεως εκ μέρους των αυστριακών αρχών δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη προς τούτο «λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των μέσων που διαθέτουν οι τράπεζες προκειμένου να λάβουν ακριβείς και ορθές νομικές πληροφορίες». Αφενός, η προϋπόθεση αυτή δεν συνάδει προς τη νομολογία του Δικαστηρίου και, μεταξύ άλλων, με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2003, C-198/01, CIF ( 146 ), σκέψη 57. Αφετέρου, η προϋπόθεση αυτή συνεπάγεται δυσμενή διάκριση σε βάρος ορισμένων επιχειρήσεων, σε συνάρτηση με τον εταιρικό τους σκοπό.

ii) Εκτίμηση

401.

Θεωρώ ότι οι επικρίσεις της BA-CA δεν είναι βάσιμες.

402.

Πρώτον, με τη σκέψη 505 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι τα στοιχεία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες δεν είναι επαρκή για να θεμελιώσουν την ύπαρξη εύλογης αμφιβολίας ως προς τον παραβατικό χαρακτήρα των κύκλων διαβουλεύσεων από απόψεως κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού. Κατά την άποψή μου, πρόκειται για εκτίμηση που δεν απόκειται στο Δικαστήριο να ελέγξει κατ’ αναίρεση, τούτο δε σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώθηκαν με τα σημεία 66 έως 68 των προτάσεών μου.

403.

Δεύτερον, το γεγονός ότι το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η έγκριση ή η ανοχή της παραβάσεως εκ μέρους των αυστριακών αρχών δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση δεν αντίκειται στην κοινοτική νομολογία και δεν παραβιάζει, κατά την άποψή μου, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

404.

Αφενός, θεωρώ ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί την απόφαση CIF, προπαρατεθείσα. Συγκεκριμένα, στην υπόθεση εκείνη, η σύμπραξη διευκολύνθηκε από εθνικό νόμο. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο κοινοτικός δικαστής έκρινε, με τη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «κατά τον προσδιορισμό του επιπέδου της ποινής, η συμπεριφορά των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων μπορεί να εκτιμάται υπό το φως της ελαφρυντικής περιστάσεως που συνιστούσε το εθνικό νομικό πλαίσιο». Ωστόσο, δεν βρισκόμαστε στην κατάσταση αυτή, εφόσον ο επίμαχος αυστριακός νόμος, βάσει του οποίου μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες τα τραπεζικά ιδρύματα, καταργήθηκε το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 1994, ήτοι ένα έτος πριν από την περίοδο της παραβάσεως την οποία καλύπτει η προσβαλλομένη απόφαση.

405.

Αφετέρου, θεωρώ ότι η BA-CA δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της ισότητας λόγω του γεγονότος ότι αντιμετωπίστηκε διαφορετικώς σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις τις οποίες αφορούσαν προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής.

406.

Υπενθυμίζω ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αποτελεί γενική αρχή του δικαίου, την οποία η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας βάσει του άρθρου 81 ΕΚ. Κατά πάγια νομολογία, η αρχή αυτή απαγορεύει παρόμοιες καταστάσεις να αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις να αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς ( 147 ). Στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ο κοινοτικός δικαστής αναγνώρισε ότι μια ορισμένη διαφοροποιημένη μεταχείριση μεταξύ των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά απόφαση της Επιτροπής είναι συμφυής με την εφαρμογή της μεθόδου που επελέγη από τις κατευθυντήριες γραμμές ( 148 ). Συγκεκριμένα, βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή μπορεί να εξατομικεύουν την κύρωση σε συνάρτηση με τις ενέργειες και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων για να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα των κοινοτικών κανόνων του ανταγωνισμού.

407.

Εξάλλου, από πάγια νομολογία την οποία υπενθύμισε το Δικαστήριο με την απόφαση JCB Service κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, προκύπτει ότι, «η προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και ότι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα όταν εξετάζεται η ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων» ( 149 ). Συγκεκριμένα, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, τα διδάγματα που αντλούνται από την πρακτική αυτή μπορούν να έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι οι περιστάσεις των υποθέσεων, όπως οι σχετικές αγορές, τα οικεία προϊόντα, οι οικείες χώρες, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα δεν είναι οι ίδιες ( 150 ).

408.

Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ ότι, στο πλαίσιο των υπό κρίση υποθέσεων, δεν μπορεί να γίνει επίκληση των διδαγμάτων που ενδεχομένως μπορούν να αντληθούν από προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής.

409.

Κατόπιν των στοιχείων αυτών, είμαι της γνώμης ότι το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

γ) Επί του τρίτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου όσον αφορά τον δημόσιο χαρακτήρα των συσκέψεων ( 151 )

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

410.

Η BA-CA υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο μη χορηγώντας καμία μείωση του προστίμου, ενώ ήταν δεδομένος ο δημόσιος χαρακτήρας των τραπεζικών κύκλων διαβουλεύσεων. Πρώτον, το Πρωτοδικείο αδίκως έκρινε ότι η σύμπραξη δεν είχε δημόσιο χαρακτήρα, σε όλη την εμβέλειά της, ενώ πολυάριθμα στοιχεία που προσκομίστηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής και, μεταξύ άλλων, τα άρθρα του Τύπου αποδεικνύουν ότι το κοινό είχε γνώση των θεμάτων των συναντήσεων και του άμεσου δεσμού μεταξύ των τραπεζικών κύκλων διαβουλεύσεων και της εξελίξεως των επιτοκίων. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο παραβίασε τις αρχές της διεξαγωγής αποδείξεων μη εξετάζοντας, επί της ουσίας, τα προσκομισθέντα από την αναιρεσείουσα έγγραφα. Δεύτερον, το Πρωτοδικείο υπερέβη αυτό που είναι δυνατό να απαιτείται κρίνοντας ότι η κοινή γνώμη πρέπει να γνωρίζει πλήρως τις συναντήσεις οπότε να είναι δυνατή η μείωση του προστίμου. Τρίτον, το Πρωτοδικείο επανέλαβε εσφαλμένως το έγγραφο της αναιρεσείουσας στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, καθόσον η αναιρεσείουσα δεν υποστήριξε επακριβώς ότι ο δημόσιος χαρακτήρας των συσκέψεων συνεπάγεται τη νομιμότητά τους.

411.

Η Επιτροπή απορρίπτει τους ισχυρισμούς αυτούς. Διευκρινίζει ότι δεν υφίσταται καμία νομολογία ότι οι μετέχοντες σε σύμπραξη μπορούν να θεωρήσουν ότι οι πρακτικές τους είναι θεμιτές λόγω του ότι οι πρακτικές τους έχουν δημόσιο χαρακτήρα. Αν επρόκειτο περί αυτού, θα αρκούσε να δημοσιοποιηθούν ορισμένες πρακτικές για να αποφεύγεται η επιβολή χρηματοοικονομικών κυρώσεων. Συναφώς, από την κρίση του Πρωτοδικείου προκύπτει σαφώς ότι ο δημόσιος χαρακτήρας δεν είναι αποφασιστικής σημασίας.

ii) Εκτίμηση

412.

Προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει, εκ προοιμίου, το σκέλος αυτό ως απαράδεκτο.

413.

Συγκεκριμένα, η BA-CA σκοπεί, κατ’ ουσίαν, να αμφισβητήσει ορισμένες πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 506 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η αναιρεσείουσα απλώς επικρίνει τις κρίσεις του Πρωτοδικείου χωρίς να αποδεικνύει την πλάνη που μπορεί να το οδήγησε σε παραμόρφωση των αποδεικτικών στοιχείων. Επομένως, η κριτική της αποτελεί απλώς απόπειρα να υποκαταστήσει την εκτίμηση του Πρωτοδικείου με τη δική εκδοχή περί των γεγονότων.

414.

Υπό τις συνθήκες αυτές, το τρίτο σκέλος του λόγου πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κριθεί απαράδεκτο.

415.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι ο δεύτερος λόγος σχετικά με την ανάλυση του Πρωτοδικείου όσον αφορά την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος και να τον απορρίψει.

Γ — Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία όσον αφορά την εφαρμογή του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

416.

Με την ανακοίνωση περί της συνεργασίας, η Επιτροπή καθόρισε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι επιχειρήσεις που συνεργάζονται μαζί της κατά τη διάρκεια του ελέγχου της ως προς σύμπραξη μπορούν να απαλλαγούν του προστίμου ή να τύχουν μειώσεως του ύψους του προστίμου, που θα έπρεπε να καταβάλουν σε διαφορετική περίπτωση (τμήμα Α, σημείο 3).

417.

Όσον αφορά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας στις αναιρεσείουσες, δεν αμφισβητείται ότι η συμπεριφορά τους πρέπει να εκτιμηθεί βάσει του τμήματος Δ της ανακοινώσεως αυτής, με τίτλο «Αξιόλογη μείωση του ύψους του προστίμου».

418.

Σύμφωνα με το τμήμα Δ, σημείο 1 της ανακοινώσεως αυτής, «[Ε]φόσον επιχείρηση συνεργάζεται χωρίς να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις που εκτίθενται στα τμήματα Β ή Γ, τυγχάνει μείωσης κατά 10 έως 50% του ύψους του προστίμου που θα της είχε υποβληθεί εάν δεν είχε συνεργαστεί».

419.

Το τμήμα Δ, σημείο 2, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας διευκρινίζει:

«Αυτό μπορεί ιδίως να συμβεί εφόσον:

πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση παράσχει στην Επιτροπή πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της παραβάσεως,

μετά την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση ενημερώσει την Επιτροπή ότι δεν αμφισβητεί τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται οι κατηγορίες της.»

420.

Όπως υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 530 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι μείωση του ύψους του προστίμου λόγω συνεργασίας κατά τη διοικητική διαδικασία δικαιολογείται μόνον αν η συμπεριφορά της επίμαχης επιχειρήσεως διευκόλυνε το έργο της Επιτροπής και της έδωσε τη δυνατότητα να διαπιστώσει την παράβαση με λιγότερες δυσχέρειες και, ενδεχομένως, να θέσει τέρμα στην παράβαση αυτή.

421.

Εξάλλου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, η Επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων που της έχουν ανατεθεί βάσει του άρθρου 81 ΕΚ, να συγκεντρώνει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες από τις επιχειρήσεις και τις ενώσεις επιχειρήσεων, οι οποίες υποχρεούνται, δυνάμει της παραγράφου 4 του άρθρου αυτού, να προσκομίζουν τις ζητηθείσες πληροφορίες. Αν μία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων δεν παρέχει τις αιτούμενες πληροφορίες εντός της καθορισμένης από την Επιτροπή προθεσμίας ή τις παρέχει κατά τρόπο ελλιπή, η Επιτροπή μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 17, να τις ζητήσει με απόφαση, και, επομένως, σε περίπτωση έμμονης αρνήσεως παροχής των πληροφοριών αυτών, μπορεί να επιβληθεί πρόστιμο ή χρηματικές ποινές στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων.

422.

Συναφώς, όπως ορθώς υπενθύμισε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 529 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η συνεργασία επιχειρήσεως στην έρευνα δεν δικαιολογεί καμία μείωση του προστίμου όταν η συνεργασία αυτή δεν υπερέβη αυτό που προκύπτει από τις υποχρεώσεις που υπέχει η επιχείρηση δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 4 και 5, του κανονισμού 17. Αντιθέτως, σε περίπτωση που η επιχείρηση προσκομίζει, απαντώντας σε αίτηση παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, περισσότερα πληροφοριακά στοιχεία βαίνοντα πέραν αυτών που μπορεί να απαιτήσει η Επιτροπή δυνάμει του άρθρου αυτού, η οικεία επιχείρηση μπορεί να τύχει μειώσεως του προστίμου.

423.

Υπό το φως των αρχών αυτών πρέπει να εξεταστεί αν η ανάλυση του Πρωτοδικείου σχετικά με τη μείωση του ύψους του προστίμου, χορηγηθείσα από την Επιτροπή στις αναιρεσείουσες σύμφωνα με το τμήμα Δ, στοιχείο 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας προκύπτει από εσφαλμένη εκτίμηση.

424.

Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε τη συνεργασία των τραπεζών από απόψεως του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Χορήγησε στις τράπεζες αυτές μείωση του 10% του προστίμου τους, σύμφωνα με το τμήμα Δ, σημείο 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως αυτής, για τον λόγο ότι δεν αμφισβήτησαν το υποστατό των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται με την ανακοίνωση των αιτιάσεων ( 152 ). Αντιθέτως, η Επιτροπή αρνήθηκε να τους χορηγήσει μείωση του προστίμου σύμφωνα με το τμήμα Δ, σημείο 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως αυτής, σύμφωνα με το οποίο το πρόστιμο μπορεί να μειωθεί αν, «πριν από την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η επιχείρηση παράσχει στην Επιτροπή πληροφορίες, έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που συμβάλλουν στην επιβεβαίωση της παραβάσεως».

425.

Όσον αφορά τις απαντήσεις στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών, η Επιτροπή θεώρησε ότι η κοινοποίηση των ημερομηνιών και των ονομάτων των μετεχόντων στους κύκλους διαβουλεύσεων καθώς και η κοινοποίηση συναφών δεν ήσαν οικειοθελή. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να χαρακτηρίσει ως «συνεργασία» τις κοινοποιήσεις αυτές ( 153 ).

426.

Όσον αφορά το προσκομισθέν από τις τράπεζες κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, η Επιτροπή έκρινε ότι το έγγραφο αυτό δεν είχε καμία προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα κατά νόμον απαιτούμενα. Η Επιτροπή αναγνώρισε ότι το έγγραφο αυτό έβαινε πέραν των αιτηθεισών πληροφοριών, περιγράφοντας λεπτομερώς το ιστορικό πλαίσιο του «δικτύου Lombard» και συνοψίζοντας το περιεχόμενο των διαφόρων κύκλων διαβουλεύσεων. Εν τούτοις, σύμφωνα με την Επιτροπή, το έγγραφο αυτό δεν χρησίμευσε για τη διευκρίνιση των πραγματικών περιστατικών, αλλά μάλλον για την υπεράσπιση των τραπεζών.

427.

Όσον αφορά τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν με το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι τράπεζες δεν ήσαν σε θέση να προσδιορίσουν, τη αιτήσει της, τα έγγραφα που περιέχουν νέα πραγματικά περιστατικά σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά που περιλαμβάνονται στα έγγραφα που συνελέγησαν κατά τους ελέγχους ή έπρεπε να προσκομισθούν κατόπιν των αιτήσεων παροχής πληροφοριών και κατέληξε ότι τα έγγραφα αυτά δεν είχαν καμία προστιθέμενη αξία ( 154 ).

428.

Με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε το σύνολο των λόγων που αντλούνται από παραβίαση της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Περαιτέρω, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της παραβάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η συνεργασία των αναιρεσειουσών δεν δικαιολογεί καμία συμπληρωματική μείωση του επιβληθέντος προστίμου.

429.

Στο πλαίσιο των αντιστοίχων αιτήσεών τους αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν εκτίμησε ορθώς την έκταση της συνεργασίας τους από απόψεως της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και παραβίασε, συναφώς, τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, κατ’ εφαρμογή του τμήματος Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, έπρεπε να τύχουν σημαντικότερης μειώσεως του προστίμου που τους επιβλήθηκε.

1. Επί του πρώτου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς την εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής και ως προς την άσκηση του δικαστικού του ελέγχου

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

430.

Η BA-CA υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν εκτίμησε ορθώς το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας καθώς τα όρια του δικαστικού του ελέγχου. Συγκεκριμένα, το τμήμα Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας δεν χορηγεί καμία εξουσία εκτιμήσεως στην Επιτροπή όσον αφορά, αφενός, το ζήτημα αν οι προσκομισθείσες από την επιχείρηση πληροφορίες διευκόλυναν το έργο της Επιτροπής και, αφετέρου, αν χορηγείται μείωση του προστίμου στην επιχείρηση που συνεργάστηκε. Ούτε η παραπομπή στην απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, δεν δύναται να δικαιολογήσει την ύπαρξη απεριόριστης εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής. Εξάλλου, και αντιθέτως προς όσα έκρινε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 532 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η εκτίμηση της συνεργασίας μιας επιχειρήσεως υπόκειται στην εξουσία πλήρους δικαιοδοσίας του Πρωτοδικείου. Συναφώς, η αναιρεσείουσα αναφέρει την απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, με την οποία το Πρωτοδικείο δέχθηκε να εξετάσει αν η μείωση του ύψους του προστίμου, που χορήγησε η Επιτροπή στην επιχείρηση σύμφωνα με τον τμήμα Δ, σημείο 2, πρώτη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, προκύπτει από εσφαλμένη εκτίμηση της εκτάσεως της συνεργασίας της επιχειρήσεως, μεταξύ άλλων από της απόψεως της πρακτικής λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής ( 155 ).

β) Εκτίμηση

431.

Δεν συντάσσομαι με την άποψη της αναιρεσείουσας ως προς το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

432.

Συγκεκριμένα, όπως επισήμανα, η Επιτροπή διαθέτει, κατά πάγια νομολογία, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Στο πλαίσιο αυτό, δύναται να λαμβάνει υπόψη πολλά στοιχεία, με την προϋπόθεση να παραμένει εντός των ορίων του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17. Όσον αφορά το ότι λαμβάνεται υπόψη η συνεργασία μιας επιχειρήσεως στη διαδικασία, το Δικαστήριο αναγνώρισε ρητώς με την απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα του [τμήματος Δ, σημείο 2, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας] και, ειδικότερα, από την εισαγωγική διατύπωση «Αυτό μπορεί ιδίως να συμβεί […]». Με την απόφαση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εντός των ορίων που χαράσσει η εν λόγω ανακοίνωση, η Επιτροπή απολαύει εξουσίας εκτιμήσεως προκειμένου να αξιολογήσει αν οι πληροφορίες ή τα έγγραφα, που παρασχέθηκαν οικειοθελώς από τις επιχειρήσεις, διευκόλυναν το έργο της και αν πρέπει να χορηγηθεί μείωση σε μια επιχείρηση δυνάμει της ως άνω ανακοινώσεως ( 156 ).

433.

Υπό τις συνθήκες αυτές και όπως επισημαίνει το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 532 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η εκτίμηση αυτή της Επιτροπής μπορεί, συνεπώς, να αποτελέσει το αντικείμενο μόνον περιορισμένου δικαστικού ελέγχου.

434.

Τέλος, επιθυμώ να τονίσω ότι, με την απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, το Πρωτοδικείο, εξέτασε αν η μείωση του ύψους του προστίμου, χορηγηθείσα από την Επιτροπή στην επίμαχη επιχείρηση σύμφωνα με το τμήμα Δ, σημείο 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, προκύπτει από εσφαλμένη εκτίμηση της εκτάσεως της συνεργασίας της και παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Ωστόσο, υπενθυμίζω στην αναιρεσείουσα ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 458 της αποφάσεως αυτής, αρνήθηκε να λάβει υπόψη του την προηγούμενη πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, θεωρώντας ότι «το γεγονός και μόνον ότι [η Επιτροπή] είχε χορηγήσει, κατά την προηγούμενη πρακτική των αποφάσεών της, ορισμένο ποσοστό μείωσης για συγκεκριμένη συμπεριφορά δεν σημαίνει ότι οφείλει να χορηγήσει το ίδιο ποσοστό μειώσεως κατά την εκτίμηση παρόμοιας συμπεριφοράς στο πλαίσιο μεταγενέστερης διοικητικής διαδικασίας».

435.

Συνεπώς, βάσει των στοιχείων αυτών, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το πρώτο αυτό σκέλος ως αβάσιμο.

2. Επί του δευτέρου σκέλους του λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

436.

Η RZB και η BA-CA προβάλλουν δύο αιτιάσεις προς στήριξη του σκέλους αυτού.

α) Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από τη χρησιμοποίηση εσφαλμένου κριτηρίου εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

i) Επιχειρήματα των διαδίκων

437.

Η RZB και η BA-CA υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορεί να απαιτεί «προστιθέμενη αξία» από τη συνεργασία για να καθίσταται δυνατή η μείωση του ύψους του προστίμου ( 157 ).

438.

Σύμφωνα με την BA-CA, το Πρωτοδικείο, χρησιμοποιώντας το κριτήριο αυτό, παραβίασε επίσης την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Αφενός, το Πρωτοδικείο έπρεπε να της χορηγήσει σημαντικότερη μείωση του ύψους του προστίμου της, καθόσον η συνεργασία της ήταν αδιαμφισβήτητα σημαντικότερη και ποιοτικώς ανώτερη σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις. Αφετέρου, το Πρωτοδικείο έκρινε εσφαλμένως, με τη σκέψη 534 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή έχει προβεί, στο πλαίσιο της προηγούμενης πρακτικής λήψεως των αποφάσεών της, σε μια ορισμένη μείωση λόγω συγκεκριμένης συμπεριφοράς δεν σημαίνει ότι υποχρεούται να προβεί στην ίδια αναλογική μείωση και κατά την εκτίμηση παρόμοιας συμπεριφοράς στο πλαίσιο μεταγενέστερης διοικητικής διαδικασίας.

ii) Εκτίμηση

439.

Όσον αφορά τα επιχειρήματα της RZB και της BA-CA περί της χρησιμοποιήσεως εσφαλμένου κριτηρίου εκτιμήσεως, προτείνω στο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατυπωθείσες στο σημείο 65 των προτάσεών μου αρχές, να τα απορρίψει εκ προοιμίου ως απαράδεκτα. Συγκεκριμένα, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι η RZB και η BA-CA απλώς επαναλαμβάνουν τα προβληθέντα ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχειρήματα.

440.

Θεωρώ ότι το επιχείρημα της BA-CA, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, δεν είναι βάσιμο.

441.

Όπως επισήμανα, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της συνεργασίας που έχουν παράσχει οι επιχειρήσεις, να αγνοήσει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ( 158 ). Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου, η οποία, κατά πάγια νομολογία, παραβιάζεται όταν παρόμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά τρόπο διαφορετικό ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

442.

Ωστόσο, στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ο κοινοτικός δικαστής έχει αναγνωρίσει ότι η σχετικά διαφοροποιημένη αντιμετώπιση των επιχειρήσεων τις οποίες αφορά απόφαση της Επιτροπής είναι συμφυής με την εφαρμογή της επιλεγείσας με τις κατευθυντήριες γραμμές μεθόδου ( 159 ). Επομένως, όσον αφορά τη συνεργασία επιχειρήσεως στη διαδικασία, το Πρωτοδικείο έκρινε, με την απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, ότι η διαφορετική μεταχείριση των εν λόγω επιχειρήσεων μπορεί να οφείλεται στους μη παρόμοιους βαθμούς συνεργασίας των επιχειρήσεων, ιδίως καθόσον οι πληροφορίες που παρασχέθηκαν ήταν διαφορετικές ή προσκομίστηκαν σε διαφορετικά στάδια της διοικητικής διαδικασίας ή υπό διαφορετικές περιστάσεις ( 160 ).

443.

Προς στήριξη της αιτιάσεώς της, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν της χορήγησε σημαντικότερη μείωση σύμφωνα με το τμήμα Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, καθόσον συνεργάστηκε περισσότερο στη διαδικασία από τις λοιπές οικείες τράπεζες. Θεωρώ ότι το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ελέγχου του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, εφόσον το Δικαστήριο δεν μπορεί να υποκαθιστά με την κρίση του την κρίση του Πρωτοδικείου.

444.

Εν πάση περιπτώσει, αν το Δικαστήριο κρίνει το επιχείρημα αυτό παραδεκτό, θεωρώ ότι, από της απόψεως του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή, το Πρωτοδικείο, ορθώς και άνευ πλάνης περί το δίκαιο δυναμένης να ελεγχθεί κατ’ αναίρεση, έκρινε ότι, εφόσον η συνεργασία της αναιρεσείουσας δύναται, κατ’ αρχήν, να εμπίπτει σε κατάσταση όπου είναι δυνατή μείωση του ύψους του προστίμου σύμφωνα με το τμήμα Δ της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, δεν έπρεπε οπωσδήποτε να ζητήσει από την Επιτροπή να της χορηγήσει σημαντικότερη μείωση του προστίμου.

445.

Τέλος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η BA-CA, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε καμία πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας, με τη σκέψη 534 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την προηγούμενη πρακτική της λήψεως αποφάσεων. Συγκεκριμένα, όπως ανέφερα με το σημείο 407 των προτάσεών μου, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και ότι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα όταν εξετάζεται η ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η BA-CA δεν μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως λόγω του ότι αντιμετωπίστηκε διαφορετικά σε σχέση με τις λοιπές επιχειρήσεις τις οποίες αφορούν προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής.

446.

Κατόπιν των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει την πρώτη αυτή αιτίαση εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη.

β) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση της εκτάσεως της συνεργασία των επιχειρήσεων, την παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχειρίσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας καθώς και από ανεπαρκή και αντιφατική αιτιολογία

447.

Την αιτίαση αυτή προέβαλαν η RZB και η BA-CA.

448.

Με την επιφύλαξη των ιδιαιτεροτήτων που αφορούν την κατάστασή τους αντιστοίχως, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του σχετικά με τη συνεργασία που παρείχαν στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας. Το Πρωτοδικείο δεν εφάρμοσε ορθώς το άρθρο 11 του κανονισμού 17 και δεν έλαβε υπόψη του την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής. Εξάλλου, παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας των αναιρεσειουσών. Τέλος, το Πρωτοδικείο αιτιολόγησε ανεπαρκώς και αντιφατικώς την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.

i) Επί του πρώτου επιχειρήματος της RZB, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του οικειοθελούς χαρακτήρα των απαντήσεων στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών και παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας

— Επιχειρήματα των διαδίκων

449.

Η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν χαρακτήρισε ως «οικειοθελείς» τις απαντήσεις της στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, γεγονός το οποίο, κατά την άποψή της, έπρεπε να συνεπιφέρει μείωση του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Με τον τρόπο αυτό, το Πρωτοδικείο έδωσε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να απευθύνει, από τη στιγμή που άρχισε να έχει αμφιβολίες περί των συναντήσεων μεταξύ των ανταγωνιστών, αιτήσεις παροχής πληροφοριών, με πολύ αόριστη διατύπωση και έχουσες συνέπειες για τις επιχειρήσεις που δεν απαντούσαν. Επομένως, η Επιτροπή ασκεί αφόρητη πίεση επί των επιχειρήσεων αυτών θέτοντάς τους απλές τυποποιημένες ερωτήσεις, οι οποίες τις οδηγούν σε μαρτυρία στρεφόμενη εναντίον τους. Η συλλογιστική αυτή προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας των επιχειρήσεων αυτών, όπως προσδιορίστηκαν με την απόφαση Orkem κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα ( 161 ).

450.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η RZB παραγνωρίζει το γεγονός ότι λαμβάνει υπόψη της τις πληροφορίες που προέρχονται από «οικειοθελή» συνεργασία, υπό την έννοια της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, μόνον αν διευκολύνουν το έργο της Επιτροπής κατά τη διαπίστωση και τη δίωξη της παραβάσεως, και αποτελούν ένδειξη πραγματικής συνεργασίας. Ωστόσο, οι παρασχεθείσες από την αναιρεσείουσα πληροφορίες περιέγραφαν μόνον το ιστορικό πλαίσιο του «δικτύου Lombard» και το περιεχόμενο των συσκέψεων, τα οποία είναι στοιχεία που διέθετε ήδη η Επιτροπή. Επομένως, δεν υπάρχει προστιθέμενη αξία. Περαιτέρω, η Επιτροπή τονίζει ότι είχε πληροφορηθεί ότι, κατά τον χρόνο που έθεσε ερωτήσεις στις αναιρεσείουσες, το σύνολο των τραπεζικών προϊόντων είχαν συζητηθεί σε πολλούς κύκλους διαβουλεύσεων, οι οποίοι εντάσσονταν σε δίκτυο, οπότε το πλαίσιο της παραβάσεως και, επομένως, το αντικείμενο της έρευνας είχαν προσδιοριστεί σαφώς, ιδίως όσον αφορά τις μετέχουσες επιχειρήσεις, τη φύση της παραβάσεως και το αντικείμενο των συμφωνιών. Τέλος, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι οι ερωτήσεις αφορούσαν το σύνολο των κύκλων διαβουλεύσεων που ελάμβαναν χώρα τακτικώς, οπότε οι επιχειρήσεις δεν έπρεπε να επιλέξουν ή να αξιολογήσουν τις συναντήσεις που μπορούσαν να αποτελούν παραβιάσεις του άρθρου 81 ΕΚ.

— Εκτίμηση

451.

Στις 21 Σεπτεμβρίου 1998, η Επιτροπή απηύθυνε αίτηση παροχής πληροφοριών σε πολλά τραπεζικά ιδρύματα, για τα οποία υπήρχαν υπόνοιες ότι μετείχαν σε αντίθετες προς τον ανταγωνισμό συμφωνίες ή πρακτικές, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 17.

452.

Η έκταση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που απηύθυνε η Επιτροπή στις διάφορες τράπεζες κυμαινόταν μεταξύ 30 ερωτήσεων (BA-CA) και 3 ερωτήσεων (ÖVAG και Bank der Österreichischen Postsparkasse AG, στο εξής: PSK-B). Οι ερωτήσεις που περιλαμβάνονταν στις λεπτομερέστερες αιτήσεις και στις οποίες απάντησαν οι τράπεζες σκοπούσαν, μεταξύ άλλων, τη συλλογή στοιχείων περί των συμμετεχόντων στους κύκλους διαβουλεύσεων (ονόματα, επιχειρήσεις όπου εργάζονται και καθήκοντα), της προσκομίσεως όλων των συναφών εσωτερικών εγγράφων, καθώς και την περιγραφή του περιεχομένου των συζητήσεων. Εξάλλου, οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών περιελάμβαναν ερωτήσεις ως εξής:

«Παρακαλείσθε να προσκομίσετε όλα τα πρακτικά, σημειώσεις των φακέλων, αλληλογραφία ή λοιπά έγγραφα που αναφέρονται σε συσκέψεις, [σε] συζητήσεις ή λοιπές επαφές της επιχειρήσεώς σας με άλλα αυστριακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στο πλαίσιο των κύκλων διαβουλεύσεων που αναφέρονται κατωτέρω ή ενδεχομένως λοιπών κύκλων διαβουλεύσεων που λαμβάνουν χώρα τακτικώς (ανεξαρτήτως του αν έχουν συνταχθεί πριν, κατά τη διάρκεια ή μετά τέτοιου είδους επαφές). Παρακαλείσθε να επισημάνετε τις ημερομηνίες, περιλαμβανομένης της πρώτης και της τελευταίας συσκέψεως και τους συμμετέχοντες (όνομα, επιχείρηση, καθήκοντα)» (ακολουθούσε κατάλογος ορισμένων κύκλων διαβουλεύσεων).

453.

Φρονώ ότι οι επικρίσεις αυτές δεν είναι βάσιμες.

454.

Συγκεκριμένα, θεωρώ ότι η αναιρεσείουσα συγχέει τις υποχρεώσεις που έχει στο πλαίσιο αιτήσεως παροχής πληροφοριών από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 και τα πλεονεκτήματα που της προσφέρονται στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

455.

Οι απαντήσεις της αναιρεσείουσας στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών από την Επιτροπή εντάσσονται στο πλαίσιο των εξουσιών ελέγχου που της αναγνωρίζονται.

456.

Σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφοι 1 έως 5, του κανονισμού 17 και όπως προκύπτει από την απόφαση Orkem κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, η Επιτροπή δικαιούται να υποχρεώνει μια επιχείρηση να παρέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά των οποίων έχει λάβει γνώση και να της προσκομίζουν, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που κατέχει ( 162 ). Τούτο ισχύει επίσης όταν τα έγγραφα αυτά χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί, σε βάρος της ιδίας ή άλλης επιχειρήσεως, συμπεριφορά που προσβάλλει τον ελεύθερο ανταγωνισμό», και μάλιστα εντός των ορίων του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας της επιχειρήσεως ( 163 ). Όπως επισημαίνει το Δικαστήριο, ο κανονισμός 17 επιβάλλει στην επιχείρηση υποχρέωση ενεργούς συνεργασίας, η οποία συνεπάγεται να θέτει στη διάθεση της Επιτροπής όλα τα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με το αντικείμενο της έρευνας ( 164 ). Επομένως, στην υπό κρίση υπόθεση, η αναιρεσείουσα δεν βρισκόταν στο πλαίσιο «οικειοθελούς» συνεργασίας σε διαδικασία δυνάμενη να εμπίπτει στις καταστάσεις τις οποίες αφορά η ανακοίνωση περί της συνεργασίας.

457.

Στην κατάσταση αυτή, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο μπορούσε δικαίως να αρνηθεί να χαρακτηρίσει ως αμιγώς «οικειοθελή» τη συμβολή της αναιρεσείουσας και να της χορηγήσει, βάσει της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, μείωση του ύψους του προστίμου.

458.

Εξάλλου, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου.

459.

Γνωρίζω ότι η ανάγκη διασφαλίσεως του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας συνιστά θεμελιώδη αρχή της κοινοτικής νομικής τάξεως, η οποία πρέπει να τηρείται στις διοικητικές διαδικασίες οι οποίες ενδέχεται να καταλήξουν στην επιβολή κυρώσεων ( 165 ). Όπως επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφαση Orkem κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, τα δικαιώματα αυτά δεν πρέπει να θίγονται από το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας, εφόσον αυτή μπορεί να έχει καθοριστικό χαρακτήρα για την απόδειξη παρανόμων ενεργειών των επιχειρήσεων που μπορούν να επισύρουν την ευθύνη τους ( 166 ).

460.

Το Δικαστήριο αναζητεί μια ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων σχετικά με την ανακάλυψη και εξάλειψη των αντιθέτων προς τον ανταγωνισμό συμπράξεων και των απαιτήσεων σχετικά με τον απαιτούμενο σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των επιχειρήσεων, τις οποίες αφορά η έρευνα της Επιτροπής.

461.

Η ισορροπία αυτή είναι προφανώς πολύ εύθραυστη όπως προκύπτει από τη διατύπωση του Δικαστηρίου στη σκέψη 34 της αποφάσεως Orkem κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, ότι «ναι μεν η Επιτροπή δικαιούται, για να διαφυλάξει την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 11, παράγραφοι 2 και 5, του κανονισμού αριθ. 17, να υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να παρέχουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που αναφέρονται σε πραγματικά περιστατικά των οποίων έχει λάβει γνώση και να της προσκομίζουν, εν ανάγκη, τα σχετικά έγγραφα που κατέχουν, έστω και αν αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αποδειχθεί, σε βάρος των ιδίων ή άλλων επιχειρήσεων, συμπεριφορά που προσβάλλει τον ελεύθερο ανταγωνισμό, δεν μπορεί όμως να θίγει τα δικαιώματα υπερασπίσεως των επιχειρήσεων με απόφαση περί αιτήσεως παροχής πληροφοριών ( 167 )». Τούτο σημαίνει, όπως κρίνει το Δικαστήριο με τη σκέψη 35 της αποφάσεως αυτής, ότι «η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλλει στις επιχειρήσεις την υποχρέωση να δίδουν σε ερωτήσεις απαντήσεις από τις οποίες θα αποδεικνυόταν η ύπαρξη παραβάσεως, με την απόδειξη της οποίας βαρύνεται η ίδια η Επιτροπή» ( 168 ).

462.

Η νομολογία αυτή, η οποία, νομίζω, ότι, από ορισμένες απόψεις, είναι αντιφατική, αποκαλύπτει τις δυσχέρειες που μπορεί να αντιμετωπίσει ο κοινοτικός δικαστής όταν ελέγχει τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας των επιχειρήσεων σε αυτό το είδος διαδικασίας.

463.

Ο έλεγχος αυτός πρέπει κατ’ ανάγκη να πραγματοποιηθεί ανά περίπτωση. Το ζήτημα που τίθεται αφορά ιδίως το είδος των πληροφοριών που δύνανται να αποκαλύψουν την αντίθετη προς τον ανταγωνισμό συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην αγορά.

464.

Συναφώς, οι υπό κρίση υποθέσεις δεν θέτουν προφανώς πραγματικές δυσχέρειες.

465.

Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι σχετικές με τις συναντήσεις παραγωγών ερωτήσεις, οι οποίες αποσκοπούν μόνο στη συγκέντρωση ουσιαστικών διευκρινίσεων περί της πραγματοποιήσεως αυτών των συναντήσεων και της ιδιότητας των συμμετασχόντων, καθώς και η παράδοση των σχετικών εγγράφων τα οποία είχε στην κατοχή της η προσφεύγουσα, δεν επιδέχονται μομφή ( 169 ).

466.

Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης ότι οι πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο και τη διεξαγωγή συσκέψεων στις οποίες αυτή μετείχε καθώς και τα αποτελέσματα ή τα συμπεράσματα των συσκέψεων αυτών είναι ασυμβίβαστα με τα δικαιώματα άμυνας, δεδομένου ότι τα εν λόγω αιτήματα μπορούν να υποχρεώσουν την οικεία επιχείρηση να ομολογήσει τη συμμετοχή της σε παράβαση ( 170 ).

467.

Στις υπό κρίση υποθέσεις, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι οι αιτήσεις της Επιτροπής αποσκοπούσαν στη συλλογή αμιγώς πληροφοριών περί των πραγματικών περιστατικών για το σύνολο των κύκλων διαβουλεύσεων, διαπίστωση η οποία, υπενθυμίζω, δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ελέγχου του Δικαστηρίου στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας.

468.

Κατά συνέπεια, και λαμβανομένης υπόψη της προπαρατεθείσας νομολογίας, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο μπορούσε, ορθώς, να κρίνει, με τις σκέψεις 541 και 544 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι τεθείσες από την Επιτροπή ερωτήσεις δεν μπορούσαν να προσβάλουν τα δικαιώματα άμυνας της αναιρεσείουσας.

469.

Κατόπιν των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι το πρώτο επιχείρημα της RZB, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση του οικειοθελούς χαρακτήρα των απαντήσεων στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

ii) Επί του δευτέρου επιχειρήματος, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κοινού εγγράφου στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά

— Επιχειρήματα των διαδίκων

470.

Η RZB και η BA-CA προβάλλουν το δεύτερο αυτό επιχείρημα.

471.

Πρώτον, οι δύο επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας με τη σκέψη 556 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι νοηματικές εξηγήσεις που αφορούν πρακτικές αντίθετες προς το δίκαιο του ανταγωνισμού δεν μπορούν να θεωρηθούν ως συνεργασία στη διαδικασία υπό την έννοια της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας για τον λόγο ότι μπορούν να αποτελέσουν αμυντικό ισχυρισμό των επιχειρήσεων. Σύμφωνα με την BA-CA, δεν υφίσταται κανένας κανόνας δικαίου ότι ένα έγγραφο που χρησιμοποιούν οι διάδικοι προς υπεράσπισή τους δεν μπορεί, ταυτοχρόνως, να παρέχει στην Επιτροπή πολύτιμες και χρήσιμες επί της ουσίας πληροφορίες, συμβάλλουσες στη διαπίστωση της παραβάσεως.

472.

Δεύτερον, η RZB προβάλλει ότι η ανάλυση του Πρωτοδικείου είναι εσφαλμένη, εφόσον η συλλογιστική της Επιτροπής αντίκειται στην πρακτική της περί λήψεως αποφάσεων. Συναφώς, η αναιρεσείουσα αναφέρει τα κεφάλαια ΙΙ, τίτλος Α, σημείο 9, στοιχείο α’, και IV της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας του 2006 ( 171 ).

473.

Τρίτον, η BA-CA υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να λάβει υπόψη, κατά την εκτίμηση της χρησιμότητας της οικειοθελούς συνεργασίας των τραπεζών, το γεγονός ότι οι τράπεζες δεν της προσκόμισαν, με το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, το «σύνολο των εγγράφων σχετικά με τους κύκλους διαβουλεύσεων». Κατά την άποψη της BA-CA, δεν υφίσταται κανένας κανόνας συναφώς. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της εκτάσεως της παραβάσεως, η BA-CA μπορούσε να προσκομίσει τα έγγραφα αυτά μόνον σταδιακά.

474.

Τέταρτον, η BA-CA ισχυρίζεται ότι η αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ενέχει αντιφάσεις. Συγκεκριμένα, ενώ το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά συνέβαλε στη διαπίστωση της παραβάσεως, το Πρωτοδικείο ουδόλως μείωσε το πρόστιμό της.

— Εκτίμηση

475.

Κατ’ ουσίαν, η RZB και η BA-CA προσάπτουν στο Πρωτοδικείο ότι δεν επέκρινε την εκτίμηση της Επιτροπής ότι οι τράπεζες χρησιμοποίησαν το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά ως μέσο άμυνας. Προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει, εκ προοιμίου, το επιχείρημα αυτό ως αβάσιμο, εφόσον απόκειται στην Επιτροπή αποκλειστικώς να εκτιμά τον βαθμό στον οποίο συνεργάστηκαν στη διαδικασία οι επιχειρήσεις, προσκομίζοντας κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά και το Πρωτοδικείο απλώς τήρησε το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει η Επιτροπή στον τομέα αυτό.

476.

Προτείνω επίσης στο Δικαστήριο να απορρίψει το δεύτερο επιχείρημα της RZB. Αφενός, όπως ανέφερα, η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την προηγούμενη πρακτική της λήψεως αποφάσεων. Αφετέρου, η RZB δεν μπορεί να επικαλεστεί το περιεχόμενο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας που εκδόθηκε από την Επιτροπή το 2006, ήτοι 4 έτη μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

477.

Πρέπει επίσης να απορριφθεί το τρίτο επιχείρημα της BA-CA. Ορθώς, το Πρωτοδικείο μπορούσε να βασιστεί στο περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει στον τομέα αυτόν η Επιτροπή για να αποφανθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της χρησιμότητας της συνεργασίας της επιχειρήσεως, να λάβει υπόψη της τον ατελή χαρακτήρα των παραρτημάτων του κοινού εγγράφου στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά.

478.

Βάσει των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι η ανάλυση του Πρωτοδικείου όσον αφορά το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και αντιφάσεις.

479.

Κατά συνέπεια, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το σύνολο των διατυπωθεισών συναφώς επικρίσεων της RZB και της BA-CA.

iii) Επί του τρίτου επιχειρήματος, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά το ότι η RZB παραδέχτηκε τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό της παραβάσεως και από προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

— Επιχειρήματα των διαδίκων

480.

Η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη του, με τη σκέψη 559 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, την ιδιαίτερη αξία της ομολογίας της, ενώ η Επιτροπή την ανέφερε ρητώς στο πλαίσιο της αναλύσεώς της. Η συλλογιστική του Πρωτοδικείου αντιτίθεται στη νομολογία εφόσον, με την απόφαση Krupp Thyssen Stainless κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, έκρινε ότι η παραδοχή εκ μέρους μιας επιχειρήσεως της υπάρξεως αθέμιτης συμπράξεως διευκολύνει το έργο της Επιτροπής. Εξάλλου, η ανάλυση αυτή αντιστοιχεί με προσβολή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, εφόσον, παρά τις ομολογίες της, η RZB αντιμετωπίστηκε όπως και οι λοιπές τράπεζες. Συνεπώς, η αναιρεσείουσα καλεί το Δικαστήριο να της χορηγήσει μείωση τουλάχιστον κατά 10% του προστίμου που της επιβλήθηκε.

481.

Η Επιτροπή προβάλλει ότι δεν συντρέχει η απαιτούμενη προϋπόθεση για μείωση του προστίμου άνω του 10%, διότι διέθετε ήδη τα απαιτούμενα προς διαπίστωση των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών έγγραφα. Η Επιτροπή εμμένει επί του γεγονότος ότι η ανακοίνωση περί της συνεργασίας αποτελεί αποδεικτικό μέτρο σε συνδυασμό με χρηματοοικονομικές παροτρύνσεις και όχι μέσο επιβραβεύσεως υπέρ των επιχειρήσεων που δέχονται να συνεργαστούν με την Επιτροπή, και υπενθυμίζει ότι διαθέτει διακριτική εξουσία ως προς το αν μια πληροφορία συμβάλλει στην επιβεβαίωση της παραβάσεως.

— Εκτίμηση

482.

Θεωρώ ότι πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα αυτό.

483.

Είναι αληθές ότι το Πρωτοδικείο αναγνώρισε, με την απόφαση Krupp Thyssen Stainless κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, ότι «το γεγονός της παραδοχής της υπάρξεως συμπράξεως διευκολύνει περισσότερο την εργασία της Επιτροπής κατά την έρευνά της από την απλή παραδοχή του υποστατού των περιστατικών» ( 172 ). Πρόκειται για αιτιολογία της αρχής, η οποία, εντούτοις, πρέπει να εφαρμόζεται σε κάθε περίπτωση, γεγονός που αναγνώρισε ρητώς το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 559 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη το περιθώριο εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή όσον αφορά την εκτίμηση της συνεργασίας των επιχειρήσεων στη διαδικασία. Επομένως, ορθώς, κατά την άποψή μου, και άνευ πλάνης περί το δίκαιο δυνάμενης να επικριθεί κατ’ αναίρεση, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι απόκειται στην Επιτροπή να εκτιμά, σε κάθε περίπτωση μεμονωμένα, αν η ομολογία αυτή διευκόλυνε πραγματικά το έργο της.

484.

Εξάλλου, δεν θεωρώ ότι μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της RZB περί προσβολής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον αντιμετωπίστηκε όπως και οι λοιπές τράπεζες, και μάλιστα παρά τις ομολογίες της.

485.

Συγκεκριμένα, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι οι ομολογίες της αναιρεσείουσας δεν διευκόλυναν το έργο της Επιτροπής, γεγονός το οποίο αποτελεί το κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να χορηγηθεί μείωση του προστίμου. Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ ότι το Πρωτοδικείο μπορεί να κρίνει ότι η Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται να διαφοροποιήσει την επιχείρηση αυτή από τις λοιπές, χορηγώντας της, συναφώς, συμπληρωματική μείωση του ποσού του προστίμου της.

iv) Επί του τετάρτου επιχειρήματος, που αντλείται από αντιστροφή του βάρους αποδείξεως όσον αφορά την αξία της συνεργασίας της RZB και προσβολή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

— Επιχειρήματα των διαδίκων

486.

Η RZB προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως κρίνοντας, με τις σκέψεις 546 έως 551 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα, για να της χορηγηθεί μείωση του προστίμου άνω του 10%, έπρεπε να αποδείξει ότι η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει την παράβαση χωρίς τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Αφενός, η ανάλυση αυτή αντιτίθεται στο τμήμα Δ, σημείο 2, δεύτερη περίπτωση, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και, κατά συνέπεια, προσβάλλει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αφετέρου, η ανάλυση αυτή δεν συμβιβάζεται με την υποχρέωση της Επιτροπής να αποδεικνύει, στις διοικητικές διαδικασίες, και τα ευνοϊκά και τα δυσμενή πραγματικά περιστατικά.

— Εκτίμηση

487.

Προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το επιχείρημα αυτό. Συγκεκριμένα, θεωρώ ότι η RZB προφανώς συγχέει εκ νέου τη διαδικασία του άρθρου 11 του κανονισμού 17, περί των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που μπορεί να διατυπώσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της έρευνάς της, και τις περιπτώσεις όπου μπορεί να τύχει μειώσεως του προστίμου στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

488.

Η RZB αμφισβητεί τη συλλογιστική του Πρωτοδικείου στη σκέψη 551 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η συλλογιστική αυτή εντάσσεται στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών που διατυπώνει η Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού 17. Επομένως, η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί παράβαση του κειμένου της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και, κατά μείζονα λόγο, προσβολή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

489.

Εξάλλου, η RZB δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι η ανάλυση του Πρωτοδικείου αντιτίθεται στους δικονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται σε θέματα βάρους αποδείξεως και διεξαγωγής αποδείξεων.

490.

Η ανακοίνωση περί της συνεργασίας είναι αποδεικτικό μέτρο βάσει του οποίου η Επιτροπή συλλέγει πληροφορίες σχετικά με προβαλλόμενη παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού, παροτρύνοντας με οικονομικά μέσα τις επιχειρήσεις να συνεργαστούν στη διαδικασία. Όπως ανέφερα με τα σημεία 420 και 422 των προτάσεών μου, όταν η συνεργασία επιχειρήσεως εντάσσεται στο πλαίσιο αιτήσεως παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, η επιχείρηση μπορεί να τύχει μειώσεως του προστίμου μόνον αν οι πληροφορίες που προσκομίζει στην Επιτροπή βαίνουν πέραν αυτών που μπορεί να απαιτήσει η Επιτροπή βάσει της διατάξεως αυτής. Η συμπεριφορά της εν λόγω επιχειρήσεως πρέπει να διευκολύνει το έργο της Επιτροπής και να της δίνει τη δυνατότητα διαπιστώσεως της παραβάσεως με λιγότερες δυσχέρειες.

491.

Υπό τις συνθήκες αυτές, και μολονότι απόκειται πράγματι στην Επιτροπή να αποδείξει την παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, την οποία διαπιστώνει ( 173 ), αντιθέτως, στην επιχείρηση που ζητεί μείωση του ύψους του προστίμου της απόκειται να αποδείξει ότι η συνεργασία της βοήθησε την Επιτροπή στην εκπλήρωση του έργου της.

492.

Επομένως, το Πρωτοδικείο, κρίνοντας, με τη σκέψη 551 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν προς απάντηση στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών ήσαν αναγκαία για να παρασχεθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα να προσδιορίσει το σύνολο των ουσιωδών κύκλων διαβουλεύσεων ούτε ότι, ελλείψει των ως άνω εγγράφων, τα αποδεικτικά στοιχεία που συνελέγησαν μέσω των ελέγχων θα ήσαν ανεπαρκή για να αποδειχθεί, κατ’ ουσίαν, η παράβαση και για να εκδοθεί απόφαση περί επιβολής προστίμων», ουδαμώς αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως στις επιχειρήσεις.

493.

Συνεπώς, φρονώ ότι το τέταρτο επιχείρημα που προέβαλε η RZB είναι αβάσιμο.

v) Επί του πέμπτου επιχειρήματος, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο και αντιφατική αιτιολογία στο πλαίσιο της αναλύσεως του Πρωτοδικείου σχετικά με την αξία των συμπληρωματικών εγγράφων που προσκόμισε η BA-CA

— Επιχειρήματα των διαδίκων

494.

Η BA-CA αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση του Πρωτοδικείου σχετικά με την αξία των 33 αρχειοθηκών, που περιελάμβαναν πλέον των 10000 σελίδων εγγράφων, τα οποία απέστειλε στην Επιτροπή.

495.

Πρώτον, η BA-CA υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υποτίμησε τη συνεργασία της αυξάνοντας διαρκώς τις απαιτήσεις που πρέπει να πληρούνται για να τύχει μειώσεως του προστίμου. Η αναιρεσείουσα επικρίνει, μεταξύ άλλων, τη σύγκριση στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο μεταξύ της αξίας που πρέπει να δοθεί στα έγγραφα αυτά και την αξία που πρέπει να δοθεί στο κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά.

496.

Δεύτερον, η αναιρεσείουσα προβάλλει ότι η επιχειρηματολογία του Πρωτοδικείου είναι αντιφατική διότι αρνείται, βάσει του κοινού εγγράφου στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά, να χορηγήσει μείωση του προστίμου ελλείψει νέων εγγράφων, ενώ στοιχειοθετείται ότι, στο πλαίσιο της οικειοθελούς προσκομίσεως εγγράφων, η αναιρεσείουσα προσκόμισε 10000 σελίδες νέων εγγράφων, μέρος των οποίων χρησιμοποιήθηκε αδιαμφισβήτητα στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

497.

Η Επιτροπή διατείνεται ότι το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο καθόσον επαναλαμβάνει προβληθέν ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχείρημα. Περαιτέρω, η Επιτροπή τονίζει ότι μόνον το γεγονός ότι τα έγγραφα είναι νέα, δηλαδή μη εισέτι προσκομισθέντα, δεν αρκεί ώστε τα εν λόγω έγγραφα να συμβάλουν λυσιτελώς στη συνεργασία.

— Εκτίμηση

498.

Με τη σκέψη 560 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η προσκόμιση συμπληρωματικών εγγράφων από μία εκ των οικείων τραπεζών μπορεί να δικαιολογήσει μεταγενέστερη μείωση του προστίμου της ατομικώς μόνον αν η συνεργασία αυτή συνέβαλε πράγματι με νέα και λυσιτελή στοιχεία σε σχέση με τα προσκομισθέντα στο πλαίσιο του κοινού εγγράφου στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που προσκόμισαν όλες οι επιχειρήσεις.

499.

Αφενός, φρονώ ότι η ανάλυση αυτή είναι απολύτως εύλογη και συνεκτική, καθόσον η αξία οικειοθελούς συνεργασίας εξαρτάται πριν από όλα από τη λυσιτέλεια των προσκομισθέντων εγγράφων και τη χρησιμότητά τους για τη διαπίστωση της παραβάσεως.

500.

Αφετέρου, δεν θεωρώ ότι η ανάλυση αυτή ενέχει αντίφαση. Συγκεκριμένα, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η BA-CA, το Πρωτοδικείο δεν αρνήθηκε να μειώσει το ποσό του προστίμου των αναιρεσειουσών επειδή το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά δεν περιείχε κανένα νέο στοιχείο. Το Πρωτοδικείο έκρινε απλώς ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 552 έως 558 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε καμία πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως μη χορηγώντας καμία συμπληρωματική μείωση για τον λόγο ότι το έγγραφο αυτό δεν διευκόλυνε το έργο της.

501.

Το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του ως προς το κοινό έγγραφο στο οποίο εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά ή στο πλαίσιο της εξετάσεως της αξίας των προσκομισθέντων από την BA-CA προσκομισθέντων εγγράφων, υιοθέτησε μια απολύτως συνεκτική συλλογιστική, βάσει ενός και μόνον κριτηρίου, ήτοι της χρησιμότητας για το έργο της Επιτροπής και της λυσιτέλειας των προσκομισθεισών από τις αναιρεσείουσες πληροφοριών.

502.

Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ ότι η ανάλυση του Πρωτοδικείου δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο οιασδήποτε επικρίσεως εκ μέρους της αναιρεσείουσας και προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει το πέμπτο αυτό επιχείρημα ως αβάσιμο.

vi) Επί του έκτου επιχειρήματος, που αντλείται από το γεγονός ότι δεν ελήφθησαν υπόψη οι απαντήσεις της BA-CA στην ανακοίνωση των αιτιάσεων

— Επιχειρήματα των διαδίκων

503.

Η BA-CA αμφισβητεί την εκτίμηση του Πρωτοδικείου, η οποία εκτίθεται στη σκέψη 564 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή δεν υποχρεούνταν, βάσει της συνεργασίας, να λάβει υπόψη την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Συγκεκριμένα, η αναιρεσείουσα, μέσω της απαντήσεως αυτής, προσκόμισε την απόδειξη της ανταλλαγής πληροφοριών εντός των αποκεντρωμένων τομέων, γεγονός το οποίο έδωσε στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διαπιστώσει την παράβαση. Εξάλλου, ουδόλως μπορεί να αποκλειστεί η συνεργασία επιχειρήσεως μετά την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων.

— Εκτίμηση

504.

Φρονώ ότι το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο, εφόσον η BA-CA απλώς επαναλαμβάνει κατά λέξη ένα προβληθέν ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχείρημα. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των αρχών που υπενθύμιση στο σημείο 65 των προτάσεών μου, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο ελέγχου του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

505.

Κατόπιν των προεκτεθέντων, θεωρώ ότι το δεύτερο σκέλος, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτο και εν μέρει αβάσιμο.

3. Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας όσον αφορά το δικαίωμα ακροάσεως

α) Επιχειρήματα των διαδίκων

506.

Η BA-CA υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε το περιεχόμενο του δικαιώματός της ακροάσεως αρνούμενο να εξετάσει μάρτυρα, εν προκειμένω έναν μόνιμο υπάλληλο της Επιτροπής, ο οποίος μπορεί να έδινε τη δυνατότητα στον κοινοτικό δικαστή να εκτιμήσει καλύτερα τη συνεργασία της αναιρεσείουσας στη διαδικασία μέσω των προσκομισθέντων από αυτή εγγράφων.

β) Εκτίμηση

507.

Είμαι της γνώμης ότι το σκέλος αυτό πρέπει να απορριφθεί.

508.

Με τη σκέψη 563 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο δεν έκανε δεκτό το αίτημα διεξαγωγή αυτής της αποδείξεως, για τον λόγο ότι «το ως άνω αποδεικτικό μέσο δεν είναι αμέσως λυσιτελές για την αξιολόγηση της χρησιμότητας των εν λόγω εγγράφων». Εισαγωγικώς, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι η χρησιμοποίηση εγγράφων δεν αποδεικνύει, καθεαυτή, ότι η προσκόμισή τους διευκόλυνε το έργο της Επιτροπής από ουσιαστικής απόψεως.

509.

Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη να συμπληρώσει τα πληροφοριακά στοιχεία που διαθέτει στις υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί. Ο αποδεικτικός χαρακτήρας των στοιχείων αυτών εμπίπτει στην κυριαρχική εκτίμησή του περί των πραγματικών περιστατικών. Σύμφωνα με το Δικαστήριο, η εκτίμηση αυτή εκφεύγει, επομένως, του ελέγχου του όταν κρίνει κατ’ αναίρεση, εκτός αν οι διάδικοι προβάλλουν παραμόρφωση των ενώπιον του Πρωτοδικείου προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων ή αν η ουσιαστική ανακρίβεια των διαπιστώσεων του Πρωτοδικείου προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας ( 174 ).

510.

Βάσει ουδενός στοιχείου προσκομισθέντος κατ’ αναίρεση από την BA-CA συνάγεται ότι πρόκειται περί αυτού στην υπό κρίση υπόθεση. Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι δεν έκανε δεκτό το αποδεικτικό στοιχείο της αναιρεσείουσας.

511.

Συνεπώς, είμαι της γνώμης ότι το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο και πρέπει να απορριφθεί.

512.

Βάσει όλων των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι ο τρίτος λόγος αναιρέσεως, σχετικά με την εκτίμηση του Πρωτοδικείου ως προς τη συνεργασία των επιχειρήσεων στη διαδικασία, είναι εν μέρει αβάσιμος και εν μέρει απαράδεκτος, και να τον απορρίψει.

Δ — Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας καθόσον περιλαμβάνουν το δικαίωμα ακροάσεως και από την υποχρέωση αιτιολογήσεως εκ μέρους του Πρωτοδικείου ως προς τις κρίσεις του επί των αιτήσεων με σκοπό μείωση των προστίμων

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

513.

Στο πλαίσιο της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η BA-CA επικρίνει τις γενικές κρίσεις του Πρωτοδικείου όσον αφορά το σύνολο των αιτήσεων με τις οποίες επιδιώκεται μείωση των προστίμων. Η BA-CA υποστηρίζει ότι, καθόσον το Πρωτοδικείο διατύπωσε τις κρίσεις του επί του ποσού των επιβληθέντων προστίμων, έπρεπε να γίνει δεκτό το δικαίωμά της ακροάσεως.

514.

Η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα εκτεθέντα στη σκέψη 566 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως στοιχεία είναι απλώς συμπληρωματικές και τελικές κρίσεις, εκθέτουσες την εκτίμηση του Πρωτοδικείου.

2. Εκτίμηση

515.

Με τη σκέψη 566 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο επισήμανε ότι, «λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της παραβάσεως, σε σχέση με την οποία το επίπεδο των καθορισθέντων από την Επιτροπή προστίμων δίδει την εντύπωση ότι είναι ελάχιστα υψηλό, το Πρωτοδικείο θεωρεί, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, ότι η συνεργασία των προσφευγουσών δεν δικαιολογεί, εν προκειμένω, καμία συμπληρωματική μείωση των επιβληθέντων σ’ αυτές προστίμων».

516.

Εξάλλου, στη σκέψη 570 της αποφάσεως αυτής, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλαν οι προσφεύγουσες και οι οποίοι αποσκοπούν στη μείωση των προστίμων στο πλαίσιο του ελέγχου της νομιμότητας πρέπει να απορριφθούν και δεν συντρέχει λόγος να μειωθούν τα πρόστιμα, στο πλαίσιο ασκήσεως της πλήρους δικαιοδοσίας του, για άλλους λόγους.

517.

Δεν φρονώ ότι το Πρωτοδικείο υποχρεούνταν, προτού εκθέσει τα συμπεράσματά του, να καλέσει την BA-CA να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Συγκεκριμένα, θεωρώ ότι η αναιρεσείουσα είχε τη δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς την άποψή της ως προς τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

518.

Πρώτον, τούτο προκύπτει από την προβληθείσα ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχειρηματολογία της BA-CA, δεύτερον, από τα υποβληθέντα από την BA-CA ερωτήματα και, τρίτον, από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση.

519.

Πρώτον, επισημαίνω ότι τέσσερις από τους έξι λόγους που προέβαλε η αναιρεσείουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου αφορούσαν τη μείωση του ύψους του επιβληθέντος προστίμου. Οι λόγοι αυτοί αφορούν, μεταξύ άλλων, τις εκτιμήσεις της Επιτροπής όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως, την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων και τη συνεργασία της αναιρεσείουσας στη διαδικασία.

520.

Δεύτερον, διαπιστώνω ότι το Πρωτοδικείο έθεσε πολλές ερωτήσεις, στις οποίες η αναιρεσείουσα έπρεπε να απαντήσει γραπτώς, σχετικά με την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων και τη συνεργασία της στη διαδικασία.

521.

Τρίτον, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των προβληθέντων ενώπιον του επιχειρημάτων, το Πρωτοδικείο εξέτασε, λεπτομερώς, το σύνολο των λυσιτελών στοιχείων περί του καθορισμού του ύψους του προστίμου.

522.

Επομένως, το Πρωτοδικείο εξέτασε, με τις σκέψεις 216 έως 571 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, όλες τις αιτήσεις με σκοπό τη μείωση των επιβληθέντων προστίμων. Κατ’ αρχάς, το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε, με τις σκέψεις 217 και επ. της αποφάσεως αυτής, τη δυνατότητα εφαρμογής των κατευθυντηρίων γραμμών και της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Στη συνέχεια, επιβεβαίωσε, με τη σκέψη 315 της εν λόγω αποφάσεως, τον πολύ σοβαρό χαρακτήρα της παραβάσεως που διέπραξαν οι αναιρεσείουσες. Βάσει αυτού, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε, στη σκέψη 463 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επί της υπαγωγής των επιχειρήσεων σε κατηγορίες, στην οποία είχε προβεί η Επιτροπή και, με τη σκέψη 468 της αποφάσεως αυτής, επί της πραγματοποιηθείσας από την Επιτροπή αυξήσεως του ύψους των προστίμων με βάση τη διάρκεια της παραβάσεως. Στη συνέχεια, το Πρωτοδικείο απέρριψε, με τη σκέψη 511 της εν λόγω αποφάσεως, το σύνολο των αιτιάσεων των αναιρεσειουσών περί της εκτιμήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων από την Επιτροπή, καθώς και, με τη σκέψη 565 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το σύνολο των λόγων που αντλούνται από τη μη τήρηση της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

523.

Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι η BA-CA είχε τη δυνατότητα να εκθέσει προσηκόντως την άποψή της ως προς το σύνολο των λυσιτελών στοιχείων για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

524.

Συνεπώς, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει τον τέταρτο αυτό λόγο καθόσον δεν είναι βάσιμος.

X — Επί των συνεπειών της αναιρέσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως

525.

Όπως ανέφερα, προτείνω στο Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση καθόσον το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε δύο πλάνες περί το δίκαιο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως για τον καθορισμό του βασικού ποσού των προστίμων.

526.

Συγκεκριμένα, φρονώ ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε στην πρώτη πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι η Επιτροπή μπορούσε να βασιστεί στην εφαρμογή της συμπράξεως για να συναγάγει την ύπαρξη πραγματικής επιπτώσεως της παραβάσεως στην αγορά. Εξάλλου, θεωρώ ότι υπέπεσε στη δεύτερη πλάνη περί το δίκαιο και αιτιολόγησε αντιφατικώς την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση κρίνοντας ότι η Επιτροπή, αν και καταλόγισε στην Erste, στην RZB και στην ÖVAG τα μερίδια αγοράς των αποκεντρωμένων τομέων τους, τους επέβαλε κυρώσεις μόνον για τη δική τους συμπεριφορά.

527.

Κατά την άποψή μου, καθόσον η διαφορά είναι ώριμη προς εκδίκαση, προτείνω στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 61, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, να κρίνει οριστικώς επί των δύο λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Α — Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και του βασικού ποσού του προστίμου, λαμβανομένης υπόψη της μη αποδείξεως πραγματικής επιπτώσεως στην αγορά

1. Επιχειρήματα των διαδίκων

528.

Με τις προσφυγές ακυρώσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, όλες οι οικείες τράπεζες αμφισβήτησαν τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή καθόρισε το βασικό ποσό των προστίμων ( 175 ). Ισχυρίζονται ότι η παράβαση κακώς χαρακτηρίστηκε ως πολύ σοβαρή. Οι αναιρεσείουσες προσάπτουν, μεταξύ άλλων, στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε την πραγματική επίπτωση της παραβάσεως στις οικείες αγοράς και απλώς έκρινε, βάσει του απλού ισχυρισμού της εφαρμογής της συμπράξεως, ότι η σύμπραξη είχε επίπτωση στην αγορά, χωρίς να εξετάσει τη σοβαρότητά της, τούτο δε κατά παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών. Κατά συνέπεια, είναι εσφαλμένος ο καθορισμός του βασικού ποσού του προστίμου.

2. Εκτίμηση

529.

Φρονώ ότι ο λόγος αυτός αναιρέσεως είναι βάσιμος για τους εξής λόγους.

530.

Με την προσβαλλομένη απόφαση, ο χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής προκύπτει από το γεγονός ότι ελήφθη υπόψη η φύση της παραβάσεως, η γεωγραφική της έκταση και η ύπαρξη αποτελεσμάτων της συμπράξεως στην αγορά. Το στοιχείο αυτό ελήφθη υπόψη για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως και, επομένως, για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Η άποψη αυτή ενισχύεται από την απλή κατά γράμμα διατύπωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

531.

Με την αιτιολογική σκέψη 430 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη πραγματικών αποτελεσμάτων στην τραπεζική αγορά απορρέοντα, εν προκειμένω, από την εφαρμογή των αθέμιτων συμφωνιών, μολονότι η Επιτροπή ισχυρίζεται στην αιτιολογική σκέψη 436 της αποφάσεως αυτής ότι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστούν αριθμητικώς με ακρίβεια, δηλαδή να καθοριστεί κάθε επιτόκιο και προμήθεια που θα είχαν εφαρμόσει οι τράπεζες ελλείψει συμφωνίας. Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα της συμπράξεως που ελήφθησαν υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου περιλαμβάνονται στα αιτιολογικές σκέψεις 508 έως 510 της αποφάσεως αυτής. Στις αιτιολογικές αυτές σκέψεις γίνεται παραπομπή στις αιτιολογικές σκέψεις 410, 430 έως 436 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου απλώς περιγράφεται, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, ο τρόπος με τον οποίο οι τράπεζες εφάρμοσαν τις επίμαχες συμφωνίες.

532.

Στην αιτιολογική σκέψη 431 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφέρονται συγκεκριμένα παραδείγματα εφαρμογής των αποφάσεων του καρτέλ, όπως η μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων ή η μεταβολή των επιτοκίων καταθέσεων ταμιευτηρίου. Στην αιτιολογική σκέψη 432 της αποφάσεως αυτής εξηγείται ότι οι τράπεζες χρησιμοποιούν, για τον σκοπό αυτό, πληροφορίες που συλλέγουν στους κύκλους διαβουλεύσεων και στην αιτιολογική σκέψη 433 της αποφάσεως αυτής εκτίθεται ότι οι τράπεζες αξιολογούν οι ίδιες τη συγκεκριμένη εφαρμογή των συμφωνιών τους. Στην αιτιολογική σκέψη 434 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, εάν οι συναντήσεις ήταν εντελώς άνευ σκοπιμότητας και αποτελέσματος, οι τράπεζες δεν θα συναντώνταν τόσο τακτικά και συχνά. Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 435 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα επιζήμια αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού που προκλήθηκαν από τις ανταλλαγές πληροφοριών περί των μεθόδων και των παραμέτρων υπολογισμού πρέπει να κριθούν σοβαρότερα ιδίως εν όψει των χαμηλών περιθωρίων των τραπεζικών επιτοκίων.

533.

Από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή επεδίωξε, στο μέτρο του δυνατού, να εξετάσει μεμονωμένα την εφαρμογή της συμπράξεως και την πραγματική επίπτωσή της στην αγορά. Φρονώ ότι η ανάλυσης της Επιτροπής δεν αναφέρει κανένα αντικειμενικό οικονομικό παράγοντα, βάσει του οποίου καθίσταται δυνατό να υπολογιστεί αριθμητικώς, υπό αυστηρή έννοια, η πραγματική επίπτωση της συμφωνίας στην αυστριακή αγορά των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, πουθενά δεν αναφέρεται η κατάσταση της αγοράς καθώς και οι τιμές και οι τραπεζικές προμήθειες που εφαρμόζονταν πριν διαπραχθεί η παράβαση και μετά την εφαρμογή της. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι πράγματι δυσχερές να αποδειχθεί σε ποιο βαθμό η εφαρμογή των συμφωνιών μπόρεσε συγκεκριμένα να επηρεάσει τη δομή της αγοράς ή το επίπεδο των τιμών που επεδίωκε ακριβώς να ελέγχει η επίμαχη σύμπραξη ( 176 ). Εξάλλου, το εκτεθέν στην αιτιολογική σκέψη 434 της προσβαλλομένης αποφάσεως στοιχείο, που αντλείται από τις τακτικές συναντήσεις των τραπεζών, κατά την άποψή μου, είναι απλή εικασία.

534.

Ενόψει των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς από νομικής απόψεως και για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου την πραγματική συνέπεια της συμπράξεως στην αγορά των τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών για την περίοδο από Ιανουάριο 1995 μέχρι Ιούλιο 1998.

535.

Πρέπει, τώρα, να αναλυθεί το περιεχόμενο του συμπεράσματος αυτού ως προς τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως και το βασικό ποσό του προστίμου που καθόρισε η Επιτροπή.

536.

Πρώτον, φρονώ ότι η πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής.

537.

Συγκεκριμένα, για τους λόγους που εξέθεσα με τα σημεία 259 έως 261 των προτάσεών μου, οι συμφωνίες καθορισμού τιμών, όπως οι επίδικες, μπορούν, ως εκ της φύσεώς τους, να αποτελέσουν πολύ σοβαρή παράβαση, ανεξαρτήτως της πραγματικής επιπτώσεώς τους στην αγορά και την έκταση της σχετικής γεωγραφικής αγοράς. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι συμφωνίες αυτές περιλαμβάνονται μεταξύ των παραδειγμάτων των συμπράξεων που κρίθηκαν ρητώς ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά με το άρθρο 81, παράγραφος 1, στοιχείο α’, ΕΚ. Πέραν της σοβαρής νοθεύσεως του ανταγωνισμού, την οποία συνεπάγονται, παρεμποδίζουν την είσοδο στην αγορά, υποσκάπτοντας με τον τρόπο αυτό την επίτευξη του κύριου σκοπού της Συνθήκης ΕΚ, ήτοι τη δημιουργία ενιαίας κοινοτικής αγοράς.

538.

Εξάλλου, φρονώ ότι η Επιτροπή δεν προσέδωσε στο κριτήριο της πραγματικής επιπτώσεως της παραβάσεως στην αγορά πρωταρχική σημασία κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Συγκεκριμένα, στήριξε την εκτίμησή της σε άλλα στοιχεία, ήτοι τη διαπίστωση ότι η παράβαση πρέπει να χαρακτηρισθεί ως πολύ σοβαρή εκ της φύσεώς της (αιτιολογικές σκέψεις 506 και 507 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και τον βαθμό στον οποίο οι οικείες επιχειρήσεις, λόγω της οικονομικής τους ισχύος, μπορούσαν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό (αιτιολογικές σκέψεις 515 έως 519 της ιδίας αποφάσεως).

539.

Συνεπώς, φρονώ ότι η Επιτροπή ορθώς μπορούσε να χαρακτηρίσει την παράβαση ως πολύ σοβαρή.

540.

Αντιθέτως, θεωρώ ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τα προβαλλόμενα αποτελέσματα της παραβάσεως στην αγορά διακυβεύει την εκτίμηση του βασικού ποσού του προστίμου, το οποίο καθορίστηκε σε συνάρτηση με τη σοβαρότητά της. Συγκεκριμένα, όπως εξέθεσα προηγουμένως, η Επιτροπή καθόρισε το βασικό ποσό του προστίμου σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η εν λόγω παράβαση είχε, κατά την άποψή της, αποτελέσματα στην αγορά, ενώ η επίπτωση αυτή δεν αποδείχθηκε κατά τη διάρκεια της συμπράξεως.

541.

Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί αυτόν τον λόγο αναιρέσεως και να τροποποιήσει, ασκώντας την πλήρη δικαιοδοσία του, το βασικό ποσό των προστίμων που καθόρισε η Επιτροπή για τις αναιρεσείουσες με την αιτιολογική σκέψη 520 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

542.

Προς τούτο, είναι απαραίτητο να επισημανθεί η μέθοδος την οποία ακολούθησε η Επιτροπή για τον καθορισμό του ποσού των προστίμων αυτών.

543.

Από τα αιτιολογικές σκέψεις 515 έως 519 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή στάθμισε το καθοριζόμενο με τις κατευθυντήριες γραμμές ύψος του προστίμου, για τις περιπτώσεις των πολύ σοβαρών παραβάσεων, σε 20 εκατομμύρια ευρώ, για να λάβει υπόψη της, αφενός, την πραγματική επίπτωση της παραβάσεως στην αγορά και, αφετέρου, την πραγματική οικονομική ισχύ κάθε επιχειρήσεως, καθώς και να διασφαλίσει τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του προστίμου ( 177 ).

544.

Για τον σκοπό αυτό, από την αιτιολογική σκέψη 519 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή κατέταξε τις επιχειρήσεις σε πέντε κατηγορίες, σε συνάρτηση με τα διαθέσιμα στοιχεία περί των μεριδίων τους αγοράς. Εξάλλου, όπως ανέφερε με την αιτιολογική σκέψη 143 του υπομνήματός της αντικρούσεως, η Επιτροπή καθόρισε για κάθε κατηγορία επιχειρήσεων κατευθυντήριες αξίες, γύρω από τις οποίες τοποθετούνται τα μερίδια αγοράς των οικείων επιχειρήσεων. Από την αιτιολογική σκέψη 520 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι καθόρισε επίσης ένα σταθερό ύψος προστίμου για καθεμία κατηγορία επιχειρήσεων.

545.

Συναφώς, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, κατά τη νομολογία, οι αποκλίσεις μεταξύ των κατευθυντηρίων αξιών έχουν συνοχή και δικαιολογούνται αντικειμενικώς όσον αφορά την πρώτη έως την τέταρτη κατηγορία ( 178 ). Ως προς την πέμπτη κατηγορία, το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 424 έως 427 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η Επιτροπή δεν υπερέβη το περιθώριό της εκτιμήσεως, κατατάσσοντας όλες τις επιχειρήσεις με μερίδιο αγοράς χαμηλότερο του 1% στην κατηγορία αυτή, παρά τις διαφορές μεγέθους τους.

546.

Η βάση υπολογισμού της Επιτροπής είναι η εξής:

 

Κατευθυντήριες αξίες των μεριδίων αγοράς

Βασικό ποσό του προστίμου (σε εκατομμύρια ευρώ)

Κατηγορία I (GiroCredit/Erste και RZB)

> 22%

25

Κατηγορία II (BA και CA)

11%

12,5

Κατηγορία III (Erste πριν από τη συγχώνευση με την GiroCredit, BAWAG και ÖVAG)

5,5%

6,25

Κατηγορία IV (PSK και PSK-B)

2,75%

3,13

Κατηγορία V (NÖ-Hypo και RBW/RLB)

< 1%

1,25

547.

Δεν γνωρίζω σε ποιο βαθμό η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το κριτήριο της συγκεκριμένης επιπτώσεως της παραβάσεως στην αγορά για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Αγνοώ το αντίστοιχο μέρος του κριτηρίου αυτού σε σχέση με τα δύο άλλα κριτήρια που αντλούνται από την οικονομική βαρύτητα της επιχειρήσεως και τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του προστίμου. Υπό τις συνθήκες αυτές, θεωρώ ότι η προσαύξηση στην οποία προέβη η Επιτροπή αποτελεί ένα άρρηκτο σύνολο.

548.

Πρώτον, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στην πρώτη κατηγορία, ήτοι την GiroCredit/Erste (μετά τη συγχώνευσή τους) και την RZB, διαπιστώνω ότι το βασικό ποσό που καθορίστηκε σε 20 εκατομμύρια ευρώ για τις πολύ σοβαρές παραβάσεις αυξήθηκε κατά 5 εκατομμύρια ευρώ για να ληφθούν υπόψη τα τρία αυτά κριτήρια. Για να αρθούν τα αποτελέσματα σχετικά με την προσαύξηση του προστίμου από το γεγονός ότι ελήφθη εσφαλμένως υπόψη το κριτήριο που αντλείται από την πραγματική επίπτωση της παραβάσεως και λαμβανομένων υπόψη των προηγουμένων αυτών παρατηρήσεών μου, προτείνω στο Δικαστήριο να μειώσει το ποσό αυτό σε 20 εκατομμύρια ευρώ, ήτοι στο ποσό που προβλέπεται για πολύ σοβαρή παράβαση.

549.

Δεύτερον, όσον αφορά τις επιχειρήσεις που εμπίπτουν στις λοιπές κατηγορίες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η BA-CA και η ÖVAG, διαπιστώνω ότι το κατώτατο αυτό όριο μειώθηκε ουσιαστικώς λόγω της αμελητέας οικονομικής βαρύτητας των επιχειρήσεων αυτών. Προτείνω στο Δικαστήριο να τους εφαρμόσει συντελεστή μειώσεως αντίστοιχο με αυτόν που προτείνω να εφαρμόσει για τις επιχειρήσεις της πρώτης κατηγορίας, ήτοι μείωση ενός πέμπτου του βασικού ποσού του προστίμου.

550.

Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να τροποποιήσει, λαμβανομένης υπόψη της ανυπαρξίας πραγματικής επιπτώσεως της παραβάσεως στην αγορά, τα βασικά ποσά των προστίμων που επέβαλε η Επιτροπή στην Erste, στην RZB, στην BA-CA και στην ÖVAG βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως ως εξής:

 

Αποδέκτριες της προσβαλλομένης αποφάσεως

Βασικό ποσό του προστίμου ελλείψει πραγματικής επιπτώσεως της παραβάσεως στην αγορά (σε εκατομμύρια ευρώ)

Κατηγορία I

GiroCredit/Erste (μετά τη συγχώνευση)

20

 

RZB

20

Κατηγορία ΙΙ

BA

10

 

CA

10

Κατηγορία ΙΙΙ

Erste (EÖ πριν από τη συγχώνευση με την GiroCredit)

5

 

ÖVAG

5

Β — Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση όσον αφορά την υπαγωγή σε κατηγορίες της Erste, της RZB και της ÖVAG για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως καθώς και τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

551.

Με την προσφυγή ακυρώσεως που άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου, η Erste, η RZB και η ÖVAG υποστήριξαν ότι η κατάταξή του σε κατηγορίες είναι παράνομη στον βαθμό που η Επιτροπή τους συνυπολόγισε, ως ηγετικές εταιρίες των αποκεντρωμένων τομέων των ταμιευτηρίων, των τραπεζών Raiffeisen και των λαϊκών τραπεζών, αντιστοίχως, τα μερίδια αγοράς του συνόλου των αντιστοίχων τομέων τους.

1. Περί της προσβαλλομένης αποφάσεως

552.

Η προσβαλλομένη απόφαση δικαιολογεί τον καταλογισμό, στα κεντρικά ιδρύματα, των μεριδίων αγοράς των αντιστοίχων αποκεντρωμένων τομέων τους με τα ακόλουθα στοιχεία:

«(515)

Εντός της κατηγορίας των πολύ σοβαρών παραβάσεων, όπως είναι κατά την Επιτροπή οι επίδικες, είναι δυνατή η διαφοροποιημένη αντιμετώπιση της κάθε εμπλεκόμενης επιχείρησης, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της κάθε μίας να νοθεύσει σημαντικά τον ανταγωνισμό […] [Η εν λόγω δυνατότητα κλιμάκωσης των επιβαλλόμενων προστίμων] παρέχει επίσης τη δυνατότητα επιβολής προστίμων που θα ανταποκρίνονται στον αποτρεπτικό τους ρόλο. Αυτή η διακριτική προσέγγιση ενδείκνυται ιδιαιτέρως στην προκειμένη περίπτωση, στην οποία παρατηρείται σημαντική ανισορροπία όσον αφορά το μέγεθος των εμπλεκόμενων στην παράβαση επιχειρήσεων ή ομίλων.

(516)

Στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της αυστριακής τραπεζικής αγοράς. Θα ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεδαφικό, να αναχθεί η σημασία των τραπεζών Εrste, RZB και ÖVAG στο πλαίσιο του δικτύου, καθώς και η πραγματική τους ικανότητα να περιορίζουν τον ανταγωνισμό εις βάρος των καταναλωτών, στην εκάστοτε επιχειρηματική τους δραστηριότητα ως εμπορικές τράπεζες.

(517)

Από την έρευνα των στοιχείων προκύπτει σαφώς ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις —ανάλογα με το ρόλο που διαδραματίζουν ως κεντρικά ιδρύματα του εκάστοτε ομίλου— συνέβαλλαν σημαντικά στην αποτελεσματικότητα του δικτύου σε ολόκληρη την Αυστρία, διαχέοντας πλήθος πληροφοριών εντός των ομίλων. Τα ιδρύματα αυτά δεν προωθούσαν μόνο τα δικά τους συμφέροντα, αλλά και τα συμφέροντα του ομίλου στον οποίο ανήκαν. Υπό αυτήν την έννοια, θεωρούνταν από τα λοιπά μέλη της σύμπραξης ως εκπρόσωποι του εκάστοτε ομίλου. Συνεπώς, οι διαβουλεύσεις δεν διεξάγονταν αποκλειστικά μεταξύ των παρευρισκόμενων ιδρυμάτων, αλλά και μεταξύ των ομίλων.

(518)

Συνεπώς, ενδεχόμενη παράβλεψη των ομίλων που εκπροσωπούνταν από τα κεντρικά ιδρύματα —τομέας τραπεζών καταθέσεων ταμιευτηρίου, τομέας Raiffeisen και τομέας λαϊκών τραπεζών— θα είχε ως αποτέλεσμα τον απρόσφορο και αλυσιτελή, όσον αφορά την οικονομική πραγματικότητα, καταλογισμό προστίμων που στερούνται αποτρεπτικού χαρακτήρα. Προκειμένου να διασφαλιστεί ο αποτρεπτικός ρόλος των προστίμων πρέπει αυτά με το ύψος τους να εξασφαλίζουν ότι τα εμπλεκόμενα κεντρικά πιστωτικά ιδρύματα θα απόσχουν μελλοντικά από την εκπροσώπηση των ομίλων στους οποίους ανήκουν κατά τη σύναψη συμφωνιών συμπράξεως.»

553.

Επομένως, με την αιτιολογική σκέψη 519 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή κατέταξε την GiroCredit/Erste καθώς και την RZB στην πρώτη κατηγορία και την ÖVAG στην τρίτη κατηγορία, και υπολόγισε κατά συνέπεια το βασικό ποσό του προστίμου τους.

2. Σύνοψη των επιχειρημάτων των διαδίκων ( 179 )

554.

Πρώτον, η Erste, η Raiffeisen και η ÖVAG ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, από νομικής απόψεως, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες γίνεται παραδεκτώς ο συνυπολογισμός μεριδίων αγοράς μιας επιχειρήσεως σε μιαν άλλη, για τον καθορισμό του προστίμου. Εκθέτουν ότι ο συνυπολογισμός, στα κεντρικά ιδρύματα, των μεριδίων αγοράς των τραπεζών που ανήκουν στους αντίστοιχους αποκεντρωμένους τομείς τους αντιστοιχεί με το να τους καταλογιστεί η συμπεριφορά του συνόλου των τραπεζών αυτών. Διατείνονται ότι ο καταλογισμός αυτός στερείται νομικού ερείσματος και αντίκειται στον προσωπικό χαρακτήρα της ευθύνης για τις παραβιάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι οι τομείς δεν μπορούν να θεωρηθούν ως οικονομικές ενότητες.

555.

Δεύτερον, η Erste και η ÖVAG ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας και δεν τήρησε την υποχρέωση αιτιολογίας. Η Erste προσάπτει στην Επιτροπή ότι προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας, καθόσον η ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν γνωστοποιούσε την πρόθεση της Επιτροπής να συνυπολογίσει τα μερίδια αγοράς των ομίλων στα κεντρικά ιδρύματα. Εξάλλου, η Erste και η ÖVAG διατείνονται ότι ούτε η προβαλλόμενη διαβίβαση πληροφοριών στις αποκεντρωμένες τράπεζες, ούτε η προβαλλόμενη εκπροσώπησή τους από τις ηγετικές εταιρίες μνημονεύονταν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

556.

Τρίτον, η Erste, η RZB και η ÖVAG αμφισβητούν τις ουσιαστικές διαπιστώσεις επί των οποίων βασίστηκε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει τον καταλογισμό των μεριδίων αγοράς και την εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της τη νομική και οικονομική εξάρτηση των αποκεντρωμένων τραπεζών, τονίζοντας ότι δεν μπορούν να δώσουν οδηγίες στα ιδρύματα των τομέων τους.

557.

Όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των ηγετικών εταιριών και των αποκεντρωμένων τομέων, η RZB δέχεται μεν ότι έλαβε χώρα τέτοιου είδους ανταλλαγή στον τομέα της, αλλά αμφισβητεί ότι δημιουργήθηκαν εσωτερικοί μηχανισμοί πληροφορήσεως και εκπροσωπήσεως ειδικώς για την εφαρμογή των συμφωνιών.

558.

Περαιτέρω, η RZB και η Erste αμφισβητούν τις διαπιστώσεις, που περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων στα αιτιολογικές σκέψεις 61 και 517 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά τις οποίες ήσαν «εκπρόσωποι» των αποκεντρωμένων τομέων τους και/ή θεωρούνταν ως τέτοιοι από τις άλλες τράπεζες. Τέλος, η Erste προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί τη φερομένη επιρροή των κύκλων διαβουλεύσεων της Βιέννης στους περιφερειακούς κύκλους για να δικαιολογήσει τον επίμαχο καταλογισμό.

559.

Η Επιτροπή ισχυρίζεται κυρίως ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ του καταλογισμού της παραβατικής συμπεριφοράς μιας επιχειρήσεως σε έτερη και η κατάταξη των επιχειρήσεων σε κατηγορίες για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, και διατείνεται ότι επέβαλε κυρώσεις σε καθεμία από τις ηγετικές εταιρίες μόνο για τη δική της συμπεριφορά, δηλαδή για τη συμβολή της στη λειτουργία της συμπράξεως επί του συνόλου του αυστριακού εδάφους μέσω διαβιβάσεως πληροφοριών προς τα ιδρύματα του αποκεντρωμένου τομέα της ή προερχομένων από αυτά. Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα που αντλούνται από την ανυπαρξία οικονομικής ενότητας και κανόνων εφαρμοστέων στις ενώσεις επιχειρήσεων δεν είναι λυσιτελή. Η Επιτροπή φρονεί ότι το γεγονός ότι ελήφθησαν υπόψη τα μερίδια αγοράς, από απόψεως των κατευθυντηρίων γραμμών, δικαιολογούνταν από την ανάγκη να ληφθεί υπόψη η πραγματική ικανότητα των ηγετικών εταιριών να θίξουν τον ανταγωνισμό. Τέλος, η Επιτροπή διατείνεται ότι οι ηγετικές εταιρίες αποτελούν, με τους ομίλους τους, ενότητες ασκούσες κοινή οικονομική δραστηριότητα, συγκρίσιμη προς τις οικονομικές ενότητες.

3. Εκτίμηση

560.

Φρονώ ότι η πρώτη προβληθείσα από την Erste, την RZB και την ÖVAG αιτίαση είναι βάσιμη.

561.

Συγκεκριμένα, θεωρώ ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να υπολογίσει το ύψος της κυρώσεως που επρόκειτο να επιβάλει στις επιχειρήσεις αυτές, ως ηγετικές εταιρίες, συνυπολογίζοντας τα μερίδια αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων τους, ενώ δεν τους καταλόγισε την παραβατική συμπεριφορά των τραπεζών αυτών.

562.

Σύμφωνα με το σημείο 1, A, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη της μόνον «την πραγματική οικονομική ικανότητα των αυτουργών της παραβάσεως» για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου.

563.

Ωστόσο, από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν επέβαλε κυρώσεις, βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, στις τράπεζες των αποκεντρωμένων τομέων, πλην της RLB, η οποία είναι μία από τις οκτώ περιφερειακές τράπεζες του τομέα Raiffeisen.

564.

Από την απόφαση αυτή προκύπτει επίσης ότι η Επιτροπή δεν σκοπούσε να καταλογίσει στις ηγετικές εταιρίες την ευθύνη των παραβάσεων που μπορεί να διέπραξαν οι τράπεζες των αποκεντρωμένων τομέων.

565.

Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή απευθύνεται μόνον στην Erste, στην RZB και στην OVÄG, ως κεντρικά ιδρύματα, αλλά δεν τις αφορά ως εκπροσώπους, ενεργούσες επ’ ονόματι και για λογαριασμό των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων τους.

566.

Μια απλή ανάγνωση της αιτιολογικής σκέψης 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που είναι αποδέκτες της εν λόγω αποφάσεως, αρκεί συναφώς προς απόδειξη:

«β)

[Erste]

Η Εrste είναι —μετά από τη συγχώνευσή της με την GiroCredit Bank Aktiengesellschaft der Sparkassen που πραγματοποιήθηκε την 4η Οκτωβρίου 1997(20)— το κεντρικό ίδρυμα του, αποτελούμενου από συνολικά 70 περίπου τράπεζες καταθέσεων ταμιευτηρίου, ομίλου τραπεζών καταθέσεων ταμιευτηρίου [μεταξύ των μελών του ομίλου τραπεζών καταθέσεων ταμιευτηρίου (τομέας Sparkassen) υφίστανται ιδιαίτεροι δεσμοί, οι οποίοι του προσδίδουν δομή παρόμοια με δομή ομίλου […] Υπό την ιδιότητά της ως κεντρικού ιδρύματος η Εrste υποχρεούται να προσφέρει διάφορες υπηρεσίες προς τις συνδεδεμένες με αυτήν τράπεζες καταθέσεων ταμιευτηρίου, όπως επίσης και να εκπληρώνει τα καθήκοντά της, διαφυλάσσοντας τα συμφέροντα των τραπεζών καταθέσεων ταμιευτηρίου. Από τα παραπάνω προκύπτει ένα πυκνό πλαίσιο αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων]. Το μερίδιο αγοράς του ομίλου τραπεζών καταθέσεων ταμιευτηρίου, συμπεριλαμβανομένης της Εrste, ανέρχεται σε περίπου 30% [Το μερίδιο αγοράς που κατέχει αυτοτελώς η Εrste ανέρχεται σε περίπου 7%] […]

γ)

[RZB]

Η RZB είναι το κεντρικό ίδρυμα του αυστριακού ομίλου αγροτικών συνεταιριστικών τραπεζών (τομέας Raiffeisen). Αυτός έχει διάρθρωση τριών βαθμίδων [η πρώτη βαθμίδα περιλαμβάνει περίπου 615 νομικά ανεξάρτητες τοπικές αγροτικές συνεταιριστικές τράπεζες […]. Ως δεύτερη βαθμίδα λειτουργούν στο επίπεδο των αυστριακών ομοσπονδιακών κρατιδίων οκτώ περιφερειακές αγροτικές συνεταιριστικές τράπεζες ομοσπονδιακών κρατιδίων (οι Raiffeisen Landesbanken). […] Στο τρίτο επίπεδο βρίσκεται η RZB, το 80% των μετοχών της οποίας κατέχουν οι περιφερειακές αγροτικές συνεταιριστικές τράπεζες. Οι περιφερειακές αγροτικές συνεταιριστικές τράπεζες, αποτελούν νομικά ανεξάρτητες μονάδες, οι οποίες δεν υπόκεινται στις εντολές των RLB ή/και της RZB]. Ο τομέας αγροτικών συνεταιριστικών τραπεζών κατέχει μερίδιο αγοράς περίπου 22% […]. Παράλληλα με το ρόλο της ως εκπροσώπου του ομίλου αγροτικών συνεταιριστικών τραπεζών, η RZB δραστηριοποιείται επίσης στον τομέα των τραπεζικών εργασιών με έμφαση στις δραστηριότητες εξωτερικού και την παροχή υπηρεσιών σε μεγάλους πελάτες [το μερίδιο αγοράς που κατέχει η RZB αυτοτελώς ανέρχεται σε περίπου 2%].

[…]

στ)

[ÖVAG]

Η ÖVAG είναι το κεντρικό ίδρυμα του διεπίπεδου ομίλου λαϊκών τραπεζών […], ο οποίος αποτελείται στο επίπεδο της πρώτης βαθμίδας από περίπου 60 ανεξάρτητων λαϊκών τραπεζών. Οι λαϊκές τράπεζες συνεργάζονται στενά σε σημαντικούς τομείς […], και από την πλευρά τους είναι μέτοχοι πλειοψηφίας της ÖVAG. Το μερίδιο αγοράς του ομίλου λαϊκών τραπεζών […] ανέρχεται σε περίπου 7% [το μερίδιο αγοράς που κατέχει η ÖVAG αυτοτελώς δεν υπερβαίνει το 1%] […].

[…]

η)

[RLB]

Το έτος 1997, η [RBW] συγχωνεύθηκε με την κύρια μέτοχό της, την RLB, μέσω συγχώνευσης από μετατροπή [προηγούμενα, η RLB δραστηριοποιούταν για λογαριασμό της σε πολύ περιορισμένο βαθμό]. Η RLB/RBW δραστηριοποιείται αποκλειστικά στη Βιέννη, όπου διαθέτει μερίδιο αγοράς περίπου 5%» ( 180 ).

567.

Η έκθεση αυτή μας παρέχει ενδείξεις όσον αφορά τις οντότητες στις οποίες σκοπούσε να επιβάλει κυρώσεις η Επιτροπή βάσει του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Η έκθεση αυτή διευκολύνει την κατανόηση της δομής των τραπεζικών ομίλων και αναφέρει σαφέστατα ότι ορισμένες τράπεζες των αποκεντρωμένων τομέων, εν προκειμένω οι τράπεζες που ανήκουν στον τομέα Raiffeisen, «αποτελούν νομικά ανεξάρτητες μονάδες, οι οποίες δεν υπόκεινται στις εντολές των RLB ή/και της RZB» ( 181 ).

568.

Από την έκθεση αυτή και από τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη συνέχεια της αναλύσεως της Επιτροπής δεν προκύπτει ότι οι ηγετικές εταιρίες αποτελούν με τις τράπεζες των αποκεντρωμένων τομέων τους οικονομική ενότητα και μπορούν, βάσει του ρόλου τους εντός των τραπεζικών ομίλων, να τις δεσμεύουν ( 182 ).

569.

Τούτο προκύπτει σαφέστερα από το ότι η Επιτροπή δίωξε ατομικώς την RLB, μία από τις περιφερειακές τράπεζες του τομέα Raiffeisen, για τη συμμετοχή της στο «δίκτυο Lombard» και της επέβαλε πρόστιμο το οποίο υπολόγισε βάσει των ιδίων μεριδίων αγοράς της επιχειρήσεως. Επομένως, όσον αφορά τον τομέα Raiffeisen, η Επιτροπή δίωξε συγκεκριμένα τράπεζα της δεύτερης βαθμίδας, ενεργούσα σε περιφερειακό επίπεδο, ήτοι την RLB, και μία τράπεζα της τρίτης βαθμίδας, την RZB.

570.

Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν είχε, κατά την άποψή μου, καμία δυνατότητα να λάβει υπόψη την πραγματική οικονομική δυνατότητα των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων και ακόμα λιγότερο να την καταλογίσει στις ηγετικές εταιρίες οι οποίες κρίθηκαν για τη δική τους συμπεριφορά.

571.

Το γεγονός που επισημαίνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 517 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Erste, η RZB και η ÖVAG, ως ηγετικές εταιρίες, συνέβαλαν στην αποτελεσματικότητα του δικτύου χάρη στις έντονες ανταλλαγές πληροφοριών εντός του ομίλου, δεν αποτελεί επαρκή λόγο, ούτε καν κριτήριο βάσει του οποίου η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να τους καταλογίσει τα μερίδια αγοράς όλου του ομίλου αυτού.

572.

Συγκεκριμένα, πρέπει να υφίσταται μια λογική και συνεκτική σχέση μεταξύ του καταλογισμού της ευθύνης της παραβάσεως και του καθορισμού της συναφούς κυρώσεως. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν πρόκειται για δύο διαφορετικές διαδικασίες, που πρέπει να εφαρμοστούν βάσει διαφορετικών κριτηρίων. Η μία συνεπάγεται την άλλη και το ύψος της κυρώσεως μπορεί να υπολογίζεται μόνο βάσει των στοιχείων που έχουν γίνει δεκτά σε βάρος αυτού που διέπραξε την παράβαση, όπως διευκρινίζονται, εν προκειμένω, με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ωστόσο, με τις υπό κρίση υποθέσεις, η Επιτροπή δεν απέδειξε και ούτε καν διαπίστωσε υπό το πρίσμα του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ τις ανταλλαγές πληροφοριών που μπορεί να πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των ηγετικών εταιριών και των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων τους. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις ανταλλαγές πληροφοριών στο στάδιο καθορισμού του προστίμου, η Επιτροπή δεν μεταβάλλει μόνο την προσαπτόμενη στις αναιρεσείουσες παράβαση, αλλά και επιδεινώνει την κατάστασή τους.

573.

Είναι προφανές ότι η συλλογιστική αυτή στερείται νομικού ερείσματος.

574.

Εξάλλου, η συλλογιστική αυτή ενέχει αντίφαση. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι η Επιτροπή εδίωξε, ατομικώς, την RLB, η οποία είναι μία από τις περιφερειακές τράπεζες του τομέα Raiffeisen. Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 519 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η RLB είχε καταταγεί στην πέμπτη κατηγορία, λαμβανομένου υπόψη του μεριδίου της αγοράς. Επομένως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, διττώς, τα μερίδια αγοράς της επιχειρήσεως αυτής, την πρώτη φορά όταν της καταλόγισε τα μερίδια αγοράς του συνόλου των τραπεζών του τομέα Raiffeisen, και, τη δεύτερη φορά, στο πλαίσιο υπαγωγής της RLB σε κατηγορία.

575.

Βάσει των στοιχείων αυτών, φρονώ ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε επομένως να καταλογίσει στην Erste, στην RZB και στην ÖVAG τα μερίδια αγοράς των αποκεντρωμένων τομέων, για την κατάταξή τους σε κατηγορίες. Συνεπώς, στην Erste, στην RZB και στην ÖVAG μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνον από της απόψεως της συμμετοχής τους στη σύμπραξη ως εμπορικές τράπεζες και όχι ως ιδρύματα επικεφαλής των αποκεντρωμένων τομέων τους.

576.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η κατάταξη της Erste και της RZB στην πρώτη κατηγορία και της ÖVAG στην τρίτη κατηγορία είναι εσφαλμένη και το ύψος των προστίμων που τους επέβαλε η Επιτροπή δεν είναι, συνεπώς, ορθό.

577.

Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να δεχθεί τους λόγους που προέβαλαν πρωτοδίκως οι τρεις αυτές επιχειρήσεις, οι οποίοι αντλούνται από εσφαλμένη εκτίμηση περί της υπαγωγής τους σε κατηγορίες για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Καλώ επίσης το Δικαστήριο να ακυρώσει το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή υπολόγισε το ύψος των επιβληθέντων στην Erste, στην RZB και στην ÖVAG προστίμων βάσει εσφαλμένου κριτηρίου.

578.

Απόκειται στο Δικαστήριο να εκτιμήσει την κατηγορία στην οποία υπάγεται καθεμία από τις τρεις αυτές επιχειρήσεις και να τροποποιήσει, ενδεχομένως, κατά την άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας του, το βασικό ποσό των προστίμων που τους επιβλήθηκαν.

579.

Προς τούτο, ο υπολογισμός αυτός πρέπει να βασιστεί στη μέθοδο αναλύσεως που δέχθηκε η Επιτροπή και να ληφθεί υπόψη η διόρθωση που πρότεινα, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε πραγματική επίπτωση της συμπράξεως στην αγορά.

580.

Ως προς τη μέθοδο αναλύσεως που δέχθηκε η Επιτροπή, υπενθυμίζω ότι η Επιτροπή διαίρεσε τις τράπεζες και τους οικείους τραπεζικούς τομείς σε πέντε κατηγορίες, σε συνάρτηση με τα διαθέσιμα στοιχεία περί των μεριδίων τους αγοράς. Όπως προκύπτει από τον πίνακα που παρουσίασα στο σημείο 546 των προτάσεών μου, η Επιτροπή καθόρισε επίσης για κάθε κατηγορία επιχειρήσεων κατευθυντήριες αξίες, γύρω από τις οποίες τοποθετούνται τα μερίδια αγοράς των οικείων επιχειρήσεων καθώς και ένα σταθερό ύψος προστίμου.

581.

Η πλειονότητα των μεριδίων αγοράς των οικείων επιχειρήσεων αναφέρονται στην υποσημείωση 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν τις εργασίες λιανικής και εταιρικής τραπεζικής (πιστωτικές και παθητικές) και προέρχονται από αποφάσεις της Επιτροπής σε θέματα τραπεζικών συγχωνεύσεων ( 183 ), από ετήσιες εκθέσεις, δημοσιεύσεις και άλλες δημόσια προσβάσιμες πηγές. Όπως προκύπτει από το σημείο 190 του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής, τα στοιχεία αυτά αφορούν τα έτη 1997 έως 1999.

582.

Αντιθέτως, η προσβαλλομένη απόφαση δεν αναφέρει ούτε το μερίδιο αγοράς του δικτύου των ταμιευτηρίων πριν από τη συγχώνευσή της με την Erste ούτε το μερίδιο αγοράς της GiroCredit πριν από τη συγχώνευση αυτή. Εντούτοις, από το σημείο 145 του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε το πρώτο μερίδιο αγοράς σε 23%. Εξάλλου, από τις απαντήσεις της Επιτροπής στο δωδέκατο ερώτημα, στοιχείο β’, που έθεσε το Πρωτοδικείο προκύπτει ότι το ατομικό μερίδιο αγοράς της GiroCredit εκτιμήθηκε σε 4,8% βάσει στοιχείων που περιλαμβάνονται στην απόφαση IV/M.873 της Επιτροπής, της 11ης Μαρτίου 1997, Bank Austria/Creditanstalt ( 184 ).

583.

Τα διαθέσιμα σε αυτό στο στάδιο αναλύσεως στοιχεία είναι τα εξής ( 185 ):

 

Μερίδια αγοράς

Ανάλυση της Επιτροπής

Διόρθωση υπ’ αριθ. 1

 

 

Μερίδια αγοράς που ελήφθησαν υπόψη

Κατηγορία

Πρόστιμο

Πρόστιμο ελλείψει πραγματικής επιπτώσεως

Erste/GiroCredit (μετά τη συγχώνευση)

Τομέας των ταμιευτηρίων, περιλαμβανομένης της Erste, μετά τη συγχώνευση: 30% — Erste: 7% Τομέας των ταμιευτηρίων, πριν από τη συγχώνευση, περιλαμβνομένης της GiroCredit: 23% — GiroCredit: 4,8%

30%

I

25

20

RZB

Τομέας Raiffeisen: 22% — RZB: 2%

22%

I

25

20

Erste (EÖ πριν από τη συγχώνευση)

7%

7%

III

6,25

5

ÖVAG

Τομέας των λαϊκών τραπεζών: 7% — ÖVAG: 1%

7%

III

6,25

5

584.

Στη συνέχεια, πρέπει να γίνει νέα υπαγωγή των αναιρεσειουσών σε κατηγορίες λαμβάνοντας υπόψη τα μερίδιά τους αγοράς (διόρθωση υπ’ αριθ. 2).

585.

Όσον αφορά την Erste/GiroCredit, θεωρώ ότι, κατόπιν της απορροφήσεως της GiroCredit τον Οκτώβριο του 1997, η Erste κατέστη υπεύθυνη για την παράβαση που διέπραξε η GiroCredit μετά την 1ης Ιανουαρίου 1995, ως εμπορική τράπεζα και όχι ως ηγετική εταιρία του τομέα των ταμιευτηρίων. Επομένως, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα μερίδια αγοράς της Erste και της GiroCredit που ανέρχονται, συνολικώς, σε 11,8%.

586.

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η Erste/GiroCredit, μετά τη συγχώνευση εμπίπτει, στο εξής, στη δεύτερη κατηγορία. Για την κατηγορία αυτή, η Επιτροπή καθόρισε πρόστιμο βασικού ποσού 12,5 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο, στη συνέχεια, διόρθωσα και μείωσα σε 10 εκατομμύρια ευρώ.

587.

Τα μερίδια αγοράς της RZB και της ÖVAG ανέρχονται σε 2% και 1%, αντιστοίχως. Κατά την άποψή μου, οι δύο αυτές επιχειρήσεις πρέπει να καταταγούν στην τέταρτη κατηγορία. Για την κατηγορία αυτή, η Επιτροπή καθόρισε πρόστιμο βασικού ποσού 3,13 εκατομμυρίων ευρώ, το οποίο, στη συνέχεια, διόρθωσα και μείωσα σε 2,5 εκατομμύρια ευρώ, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε πραγματική επίπτωση στην αγορά.

588.

Η νέα κατάταξη της Erste, της RZB και της ÖVAG και το βασικό ποσό του προστίμου, με βάση τη σοβαρότητα της παραβάσεως, που πρέπει, κατά την άποψή μου, να τους επιβληθεί είναι η εξής:

 

Μερίδια αγοράς τα οποία αφορά η προσβαλλομένη απόφαση

Διόρθωση υπ’ αριθ. 2

 

 

Μερίδια αγοράς που πρέπει να ληφθούν υπόψη

Κατηγορίες

Βασικό ποσό του προστίμου με βάση τη σοβαρότητα της παραβάσεως (σε εκατομμύρια ευρώ)

Erste/GiroCredit (μετά τη συγχώνευση)

Erste: 7% GiroCredit: 4,8%

11,8%

II

10

Erste (EÖ πριν από τη συγχώνευση)

7%

7%

III

5

RZB

2%

2%

IV

2,5

ÖVAG

1%

1%

IV

2,5

589.

Στη συνέχεια, πρέπει να καθοριστεί το οριστικό ποσό του επιβληθέντος στο σύνολο των αναιρεσειουσών προστίμου, λαμβάνοντας υπόψη, πρώτον, την αύξηση στην οποία προέβη η Επιτροπή λόγω της διάρκειας της παραβάσεως.

590.

Συναφώς, όλα τα βασικά ποσά που καθορίστηκαν βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως αυξήθηκαν κατά 35%, με εξαίρεση το πρόστιμο που αφορά την Erste πριν από τη συγχώνευσή της με την GiroCredit (EÖ). Στην περίπτωση της επιχειρήσεως αυτής, η Επιτροπή προέβη σε προσαύξηση μόνον 30%, καθόσον η διάρκεια της συμμετοχής της στη σύμπραξη, ως εμπορικής τράπεζας, ήταν μόνον τρία έτη ( 186 ).

591.

Δεύτερον, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ότι η Επιτροπή δεν δέχθηκε μεν καμία ελαφρυντική ή επιβαρυντική περίσταση ( 187 ), χορήγησε όμως μείωση 10% σε καθεμία επιχείρηση που ήταν αποδέκτρια της προσβαλλομένης αποφάσεως κατ’ εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας ( 188 ).

 

Βασικό ποσό του προστίμου βάσει της σοβαρότητας της παραβάσεως (σε εκατομμύρια ευρώ)

Βασικό ποσό του προστίμου βάσει της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως (σε εκατομμύρια ευρώ)

Ποσό του προστίμου λαμβανομένης υπόψη της συνεργασίας των επιχειρήσεων (σε εκατομμύρια ευρώ)

BA

10

13,5

12,15

Erste/GiroCredit (μετά τη συγχώνευση)

10

13,5

12,15

CA

10 M

13,5 M

12,15 M

Erste (EÖ πριν από τη συγχώνευση)

5

6,5

5,85

RZB

2,5

3,375

3,037

ÖVAG

2,5

3,375

3,037

592.

Ενόψει του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να καθορίσει το τελικό ποσό του επιβληθέντος στην BA-CA, στην Erste, στην RZB και στην ÖVAG ως εξής:

BA-CA: 24300000 ευρώ

Erste: 18000000 ευρώ

RZB: 3037000 ευρώ

ÖVAG: 3037000 ευρώ.

XI — Επί των δικαστικών εξόδων

593.

Κατά το άρθρο 122, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι βάσιμη και το Δικαστήριο κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, αποφαίνεται και επί των δικαστικών εξόδων.

594.

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, που εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 118 του Κανονισμού αυτού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

595.

Ωστόσο, κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ιδίου κανονισμού, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα δικαστικά έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων ή εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι.

596.

Στις υπό κρίση υποθέσεις, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος των αιτημάτων τους.

597.

Συγκεκριμένα, οι λόγοι αναιρέσεως που προέβαλαν, με τους οποίους διώκεται αναίρεση της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό της, πρέπει, κατά την άποψή μου, να απορριφθούν. Φρονώ ότι οι αναιρεσείουσες διέπραξαν σαφώς παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, όπως επισήμανε η Επιτροπή με το άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως. Οι λόγοι αναιρέσεως που προέβαλαν οι αναιρεσείουσες, με τους οποίους διώκεται μείωση του βασικού ποσού του προστίμου που καθόρισε η Επιτροπή με το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατέληξαν, πράγματι, κατά την ανάλυσή μου, σε αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και ακύρωση του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εντούτοις, το βασικό ποσό του προστίμου τροποποιήθηκε μόνο βάσει δύο κριτηρίων εκτιμήσεως.

598.

Το βασικό ποσό του προστίμου τροποποιήθηκε για τις τέσσερις αναιρεσείουσες, λαμβανομένου υπόψη του ότι δεν αποδείχθηκε πραγματική επίπτωση στην αγορά. Εξάλλου, η Erste, η RZB και η ÖVAG έτυχαν συμπληρωματικής μειώσεως του ύψους του προστίμου τους, λαμβανομένων υπόψη των σφαλμάτων της Επιτροπής στο πλαίσιο της υπαγωγής τους σε κατηγορίες για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως.

599.

Υπό τις συνθήκες αυτές, προτείνω στο Δικαστήριο να καταδικάσει την BA-CA στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στο 80% των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

600.

Όσον αφορά την Erste, την RZB και την ÖVAG, προτείνω στο Δικαστήριο να τις καταδικάσει στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και στο 70% των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή.

XII — Πρόταση

601.

Συνεπώς, κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να κρίνει ότι:

«1)

Αναιρεί την απόφαση του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T-259/02 έως T-264/02 και T-271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, καθόσον:

ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, στον βαθμό που το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μπορούσε να συναγάγει από την απλή εφαρμογή της συμπράξεως την ύπαρξη πραγματικής επιπτώσεως της συμπράξεως στην αγορά, τούτο δε για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, καθώς και

ενέχει πλάνη περί το δίκαιο και αντιφατική αιτιολογία, στον βαθμό που το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε ότι η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μπορούσε, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, να καταλογίσει στην Erste Bank der österreichischen Sparkassen AG, στην Raiffeisen Zentralbank Österreich AG και στην Österreichische Volksbanken AG τα μερίδια αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων τους, ενώ δεν του καταλόγισε την παραβατική συμπεριφορά των τραπεζών αυτών.

2)

Απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως κατά τα λοιπά.

3)

Οι προσφυγές ακυρώσεως που ασκήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με σκοπό την ακύρωση της αποφάσεως 2004/138/ΕΚ της Επιτροπής, της 11ης Ιουνίου 2002, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ — Υπόθεση COMP/36.571/D-1, Αυστριακές τράπεζες — «Όμιλος Lombard»), γίνονται δεκτές υπό την έννοια ότι:

η Erste Bank der österreichischen Sparkassen AG, η Raiffeisen Zentralbank Österreich AG, η Bank Austria Creditanstalt AG και η Österreichische Volksbanken AG ζητούν την ακύρωση του άρθρου 3 της αποφάσεως 2004/138/ΕΚ, καθόσον η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν απέδειξε την ύπαρξη πραγματικής επιπτώσεως της παραβάσεως στην αγορά για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και εκτίμησε, εσφαλμένως, το συναφές βασικό ποσό του προστίμου, και υπό την έννοια ότι

η Erste Bank der österreichischen Sparkassen AG, η Raiffeisen Zentralbank Österreich AG και η Österreichische Volksbanken AG ζητούν την ακύρωση του άρθρου 3 της αποφάσεως 2004/138/ΕΚ, καθόσον η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων τους καταλόγισε, για την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, το μερίδιο αγοράς των τραπεζών των αποκεντρωμένων τομέων τους.

4)

Το ποσό των προστίμων που καθορίζεται με το άρθρο 3 της αποφάσεως 2004/138/ΕΚ τροποποιείται ως εξής:

στην υπόθεση C-125/07 P, το ύψος του επιβληθέντος στην Erste Bank der österreichischen Sparkassen AG προστίμου καθορίζεται σε 18000000 ευρώ·

στην υπόθεση C-133/07 P, το ύψος του επιβληθέντος στην Raiffeisen Zentralbank Österreich AG προστίμου καθορίζεται σε 3037000 ευρώ·

στην υπόθεση C-135/07 P, το ύψος του επιβληθέντος στην Bank Austria Creditanstalt AG προστίμου καθορίζεται σε 24300000 ευρώ, και

στην υπόθεση C-137/07 P, το ύψος του επιβληθέντος στην Österreichische Volksbanken AG προστίμου καθορίζεται σε 3037000 ευρώ.

5)

Στις υποθέσεις C-125/07 P, C-133/07 P και C-137/07 P, η Erste Bank der österreichischen Sparkassen AG, η Raiffeisen Zentralbank Österreich AG και η Österreichische Volksbanken AG καταδικάζονται στα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και στο 70% των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Επιτροπή φέρει το 30% των δικαστικών της εξόδων.

6)

Στην υπόθεση C-135/07 P, η Bank Austria Creditanstalt AG καταδικάζεται στα δικαστικά της έξοδα και στο 80% των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Η Επιτροπή φέρει το 20% των δικαστικών της εξόδων.»


( 1 ) Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.

( 2 ) Στο εξής: Erste.

( 3 ) Στο εξής: RZB.

( 4 ) Στο εξής: BA-CA. Η BA-CA είναι πιστωτικό ίδρυμα που προήλθε από τη συγχώνευση, τον Σεπτέμβριο του 1998, της Bank Austria AG (BA) με την Creditanstalt AG (CA). Η εταιρική επωνυμία τροποποιήθηκε στις 13 Αυγούστου 2002.

( 5 ) Στο εξής: ÖVAG.

( 6 ) Συλλογή 2006, σ. II-5169 (στο εξής: αναιρεσιβαλλομένη απόφαση).

( 7 ) Απόφαση της 11ης Ιουνίου 2002, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ — Υπόθεση COMP/36.571/D-1, Αυστριακές τράπεζες — «Όμιλος Lombard») (ΕΕ 2004, L 56, σ. 1, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

( 8 ) Κανονισμός της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτος κανονισμός εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1216/1999 του Συμβουλίου, της 10ης Ιουνίου 1999 (ΕΕ L 148, σ. 5, στο εξής: κανονισμός 17). Επισημαίνεται ότι ο κανονισμός αυτός αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).

( 9 ) Κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65 παράγραφος 5, της Συνθήκης ΕΚΑΧ (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

( 10 ) ΕΕ C 207, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση περί της συνεργασίας.

( 11 ) BGBl. 3903/1993.

( 12 ) Όπως αναφέρει το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 6 αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην Αυστρία γίνεται διάκριση μεταξύ των τραπεζών με διάρθρωση ενός επιπέδου και των τραπεζικών τομέων με πολυεπίπεδη διάρθρωση και οι οποίοι ονομάζονται, επίσης, «αποκεντρωμένοι τομείς».

( 13 ) Απόφαση της 28ης Μαΐου 1998, C-7/95 P, Deere κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-3111, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 14 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C-167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-8935, σκέψη 114 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 15 ) Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, C-204/00 P, C-205/00 P, C-211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 16 ) Απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, C-229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2007, σ. I-439, σκέψη 32 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 17 ) Αποφάσεις JCB Service κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψη 107 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 10ης Μαΐου 2007, C-328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-3921, σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 18 ) Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσες αποφάσεις JCB Service κατά Επιτροπής (σκέψη 106 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) καθώς και SGL Carbon κατά Επιτροπής (σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 19 ) Βλ. αποφάσεις της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψη 128)· της 29ης Απριλίου 2004, C-359/01 P, British Sugar κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I-4933, σκέψη 47)· της 28ης Ιουνίου 2005, C-189/02 P, C-202/02 P, C-205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 244), καθώς και της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C-3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I-1331, σκέψη 69).

( 20 ) Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσες αποφάσεις Baustahlgewebe κατά Επιτροπής (σκέψη 129), British Sugar κατά Επιτροπής (σκέψη 48), και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 245).

( 21 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση PKK και KNK κατά Συμβουλίου (σκέψη 35).

( 22 ) Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσες αποφάσεις JCB Service κατά Επιτροπής (σκέψη 108 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) καθώς και PKK και KNK κατά Συμβουλίου (σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 23 ) Παραπέμπω, συναφώς, στα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 53 επ. της προπαρατεθείσας αποφάσεως Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής.

( 24 ) Βλ., συναφώς, απόφαση 2000-D-28 του Συμβουλίου περί του ανταγωνισμού, της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, για την κατάσταση του ανταγωνισμού στον τομέα των στεγαστικών δανείων (BOCCRF αριθ. 13, της 5ης Δεκεμβρίου 2000), και απόφαση του cour d’appel de Paris της 27ης Νοεμβρίου 2001, σχετικά με την προσφυγή που άσκησαν η SA Caisse nationale du crédit agricole, η SA Société générale, η SA BNP Paribas, η SA Crédit lyonnais, η Confédération nationale du crédit mutuel, η Fédération du crédit mutuel océan, η caisse régionale du Crédit agricole de la Loire-Atlantique, η SA Caisse nationale des caisses d’épargne et de prévoyance (CNCEP) και το Caisse d’épargne des Alpes κατά της αποφάσεως αριθ. 2000-D-28 του Συμβουλίου περί του ανταγωνισμού, της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, για την κατάσταση του ανταγωνισμού στον τομέα των στεγαστικών δανείων (BOCCRF αριθ. 2, της 31ης Ιανουαρίου 2002).

( 25 ) Βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Μαρτίου 1984, 29/83 και 30/83, Compagnie royale asturienne des mines και Rheinzink κατά Επιτροπής (Συλλογή 1984, σ. 1679, σκέψη 9).

( 26 ) Απόφαση της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-176/99 P, ARBED κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-10687, σκέψη 21).

( 27 ) Βλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 1989, 374/87, Orkem κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 3283, σκέψη 27).

( 28 ) Απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1989, 46/87 και 227/88, Hoechst κατά Επιτροπής (Συλλογή 1989, σ. 2859, σκέψη 15).

( 29 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 2000, C-7/98, Krombach (Συλλογή 2000, σ. I-1935, σκέψεις 25 και 26), καθώς και της 6ης Μαρτίου 2001, C-274/99 P, Connolly κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-1611, σκέψεις 37 και 38).

( 30 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Orkem κατά Επιτροπής (σκέψη 35).

( 31 ) Βλ. αποφάσεις της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 10), καθώς και της 6ης Απριλίου 1995, C-310/93 P, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. I-865, σκέψη 21).

( 32 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 14).

( 33 ) Βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 1987, 142/84 και 156/84 British American Tobacco και Reynolds κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 4487, σκέψη 70).

( 34 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 14).

( 35 ) Όσον αφορά τη δεύτερη αυτή προϋπόθεση, για να αντίκειται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, εναρμονισμένη συμφωνία ή πρακτική, απαιτείται να έχει «ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς». Επομένως, πρέπει να εξακριβώνεται, πρώτον, αν η συμφωνία ή η εναρμονισμένη πρακτική έχουν αντικείμενο θίγον τον ανταγωνισμό. Αν πρόκειται περί αυτού, όπως στις υπό κρίση υποθέσεις, ισχύει η απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, ανεξαρτήτως κάθε αποτελέσματος (αιτιολογικές σκέψεις 426 έως 429 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αν το αντικείμενο δεν είναι ο περιορισμός ή η νόθευση του ανταγωνισμού, πρέπει συνεπώς να πραγματοποιηθεί ανάλυση με σκοπό να στοιχειοθετηθεί αν προκύπτει τέτοιο αποτέλεσμα [βλ., ιδίως, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 1991, C-234/89, Δελημίτης (Συλλογή 1991, σ. I-935, σκέψη 13), καθώς και του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T-45/98 και T-47/98, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-3757, σκέψη 152)].

( 36 ) Απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 2006, C-238/05, Asnef-Equifax και Administración del Estado (Συλλογή 2006, σ. I-11125, σκέψη 33 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 37 ) Αποφάσεις της 28ης Απριλίου 1998, C-306/96, Javico (Συλλογή 1998, σ. I-1983, σκέψη 16) καθώς και Asnef-Equifax και Administración del Estado, προπαρατεθείσα (σκέψη 34). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980, σ. 207, σκέψη 170), καθώς και της 17ης Ιουλίου 1997, C-219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής (Συλλογή, σ. I-4411, σκέψη 20).

( 38 ) Όπ.π.

( 39 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado (σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 40 ) Αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 1978, 19/77, Miller International Schallplatten κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1978, σ. 131, σκέψη 15), και Ferriere Nord κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψη 19). Βλ., επίσης, απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 1999, C-215/96 και C-216/96 Bagnasco κ.λπ. (Συλλογή 1999, σ. I-135, σκέψη 48).

( 41 ) Βλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 1969, 5/69, Völk (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 91, σκέψη 5), καθώς και προπαρατεθείσες αποφάσεις Miller International Schallplatten κατά Επιτροπής (σκέψη 15) και Asnef-Equifax και Administración del Estado (σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 42 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Javico (σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 43 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 44 ) Αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1975, 73/74, Groupement des fabricants de papiers peints de Belgique κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975, σ. 457, σκέψη 25), και Asnef-Equifax και Administración del Estado, προπαρατεθείσα (σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 45 ) Αποφάσεις Groupement des fabricants de papiers peints de Belgique κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψη 26)· της 11ης Ιουλίου 1985, 42/84, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 2545, σκέψη 22)· της 18ης Ιουνίου 1998, C-35/96, Επιτροπή κατά Ιταλίας (Συλλογή 1998, σ. I-3851, σκέψη 48), και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, C-309/99, Wouters κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I-1577, σκέψη 95), καθώς και Asnef-Equifax και Administración del Estado, προπαρατεθείσα (σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 46 ) Σημείο 6.

( 47 ) Βλ. σκέψη 160 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 48 ) Βλ., ιδίως, τα διαγράμματα που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 431 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

( 49 ) Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η δεύτερη οδηγία 89/646/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Δεκεμβρίου 1989, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας πιστωτικού ιδρύματος και την τροποποίηση της οδηγίας 77/780/ΕΟΚ (ΕΕ L 386, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 95/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995 (ΕΕ L 168, σ. 7), διευκόλυνε την πρόσβαση των ευρωπαϊκών χωρών στις τραπεζικές αγορές των κρατών μελών εκτός από το κράτος καταγωγής τους, εναρμονίζοντας τις προϋποθέσεις ασκήσεως της τραπεζικής δραστηριότητας, θεσπίζοντας την αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως των αδειών ασκήσεως της τραπεζικής δραστηριότητας που χορηγούνται από τα κράτη μέλη στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και διοργανώνοντας τον έλεγχό τους μόνον από το κράτος μέλος καταγωγής.

( 50 ) Δυνάμει του άρθρου 43 ΕΚ, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα απολαύουν, όπως και όλοι οι επιχειρηματίες, της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

( 51 ) Και ο τραπεζικός τομέας απολαύει, δυνάμει του άρθρου 49 ΕΚ, της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών με τη δυνατότητα παροχής των υπηρεσιών αυτών σε πρόσωπα εγκατεστημένα σε άλλα κράτη μέλη χωρίς καμία διάκριση. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 2, ΕΚ, η ελευθέρωση των τραπεζικών και ασφαλιστικών υπηρεσιών που συνδέονται με κινήσεις κεφαλαίων πρέπει να πραγματοποιείται αρμονικά με την ελευθέρωση της κυκλοφορίας των κεφαλαίων.

( 52 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψη 58), και της 8ης Ιουλίου 1999, C-49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (Συλλογή 1999, σ. I-4125, σκέψη 86). Βλ., επίσης, άρθρο 2 του κανονισμού 1/2003, το οποίο διευκρινίζει ότι, σε όλες τις εθνικές και κοινοτικές διαδικασίες εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ, το βάρος αποδείξεως παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ απόκειται στον διάδικο ή στην αρχή που την προβάλλει.

( 53 ) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1997, T-77/94 (Συλλογή 1997, σ. II-759).

( 54 ) Συλλογή 1995, σ. II-289.

( 55 ) Αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-250/92, DLG (Συλλογή 1994, σ. Ι-5641, σκέψη 54), καθώς και προπαρατεθείσες αποφάσεις van Landewyck κατά Επιτροπής (σκέψη 170) και Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 22)· Ferriere Nord κατά Επιτροπής (σκέψη 20), Javico (σκέψη 16), Bagnasco κ.λπ. (σκέψη 47) και British Sugar κατά Επιτροπής (σκέψη 27).

( 56 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις της 25ης Νοεμβρίου 1971, 22/71, Béguelin Import (Συλλογή τόμος 1971, σ. 1001, σκέψη 18) και Javico, προπαρατεθείσα (σκέψη 17).

( 57 ) Απόφαση VGB κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψη 140).

( 58 ) Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1986, 193/83 (Συλλογή 1986, σ. 611).

( 59 ) Σκέψη 96.

( 60 ) Αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T-25/95, T-26/95, T-30/95 έως T-32/95, T-34/95 έως T-39/95, T-42/95 έως T-46/95, T-48/95, T-50/95 έως T-65/95, T-68/95 έως T-71/95, T-87/95, T-88/95, T-103/95 και T-104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. II-491, σκέψη 833)· της 6ης Ιουλίου 2000, T-62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής (Συλλογή, σ. II-2707, σκέψη 230), καθώς και της 11ης Δεκεμβρίου 2003, T-61/99, Adriatica di Navigazione κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-5349, σκέψη 27).

( 61 ) ΕΕ 1990, L 257, σ. 13.

( 62 ) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T-68/89, T-77/89 και T-78/89, SIV κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-1403, σκέψη 159).

( 63 ) Ανακοίνωση της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (ΕΕ 1997, C 372, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση για τον ορισμό της αγοράς).

( 64 ) Σημεία 10 και 25 της ανακοινώσεως για τον ορισμό της αγοράς.

( 65 ) Προπαρατεθείσα απόφαση SPO κ.λπ. κατά Επιτροπής.

( 66 ) Συγκεκριμένα, υπενθυμίζω ότι αντίθετη προς τον ανταγωνισμό πρακτική μπορεί επίσης, λόγω του αντικειμένου της και μόνον, να εμπίπτει στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Βλ., ως παράδειγμα, αποφάσεις Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψη 1094), και του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T-38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II-4407, σκέψη 99).

( 67 ) Φρονώ ότι η νομολογία αυτή μπορεί να αμφισβητηθεί από της απόψεως των δικαιωμάτων και της ασφάλειας δικαίου των επιχειρήσεων. Όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση με την οποία διαπιστώνει τη συμμετοχή επιχειρήσεων σε περίπλοκη, συλλογική και συνεχή παράβαση, όπως η εκδοθείσα στις υπό κρίση υποθέσεις, πρέπει, κατά την άποψή μου, να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση αυτή δύναται να συνεπιφέρει την προσωπική ευθύνη καθενός αποδέκτη, δεδομένης της συμμετοχής τους στην παράβαση, η οποία πρέπει να οριοθετηθεί αυστηρώς. Εφόσον η απόφαση αυτή δύναται να έχει επιπτώσεις, από απόψεως αστικού δικαίου, φρονώ ότι η Επιτροπή πρέπει να εξετάσει και να καθορίσει επακριβώς τη σχετική αγορά με την απόφασή της.

( 68 ) Διάταξη της 16ης Φεβρουαρίου 2006, C-111/04 P, Adriatica di Navigazione κατά Επιτροπής (σκέψη 31).

( 69 ) Βλ., ιδίως, κανονισμό (ΕΚ) 2659/2000 της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2000, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμφωνιών έρευνας και ανάπτυξης (ΕΕ L 304, σ. 7).

( 70 ) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις συμφωνίες ήσσονος σημασίας οι οποίες δεν περιορίζουν σημαντικά τον ανταγωνισμό σύμφωνα με το άρθρο 81, παράγραφος 1, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (de minimis) (ΕΕ 2001, C 368, σ. 13).

( 71 ) Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσα απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 834 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 72 ) Εξάλλου, η Επιτροπή αναγνωρίζει, με τη σκέψη 22 της ανακοινώσεως για τον ορισμό της αγοράς, ότι, σε ορισμένους τομείς, όπως στον τομέα του χαρτιού, όπου οι καταναλωτές θεωρούν ότι οι διαφορές ποιότητας δεν υποκαθίστανται, δεν καθορίζει διαφορετική αγορά για κάθε ποιότητα χαρτιού και για κάθε χρήση του. Στην περίπτωση αυτή, οι διάφορες ποιότητες χαρτιού συγκεντρώνονται σε μία ενιαία αγορά, και οι πωλήσεις τους υπολογίζονται σωρευτικώς για να αξιολογηθεί η σημασία της αγοράς.

( 73 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado (σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 74 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 75 ) Σκέψη 15 της αποφάσεως εκείνης.

( 76 ) Βλ. σημείο 96 των προτάσεών μου.

( 77 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Asnef-Equifax και Administración del Estado (σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 78 ) Βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις Ferriere Nord κατά Επιτροπής (σκέψη 19) καθώς και Bagnasco κ.λπ. (σκέψη 48).

( 79 ) Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., ιδίως, απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C-280/06, ETI κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I-10893, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 80 ) Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (σκέψη 78).

( 81 ) Βλ. αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-248/98 P, KNP BT κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-9641, σκέψη 71)· C-279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-9693, σκέψη 78)· C-286/98 P, Stora Kopparbergs Bergslags κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-9925, σκέψη 37), και C-297/98 P, SCA Holding κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-10101, σκέψη 25), καθώς και απόφαση ETI κ.λπ., προπαρατεθείσα (σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 82 ) Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσα απόφαση SCA Holding κατά Επιτροπής (σκέψη 25).

( 83 ) Βλ., ιδίως, προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (σκέψη 145).

( 84 ) Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο θεωρεί ότι ο σκοπός της καταστολής των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών και της αποτροπής της επανάληψής τους με την επιβολή αποτρεπτικών κυρώσεων με τον τρόπο αυτό θα αποτύγχανε (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση ETI κ.λπ., σκέψη 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 85 ) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T-305/94 έως T-307/94, T-313/94 έως T-316/94, T-318/94, T-325/94, T-328/94, T-329/94 και T-335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. II-931, σκέψη 953).

( 86 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C-294/98 P, Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-10065, σκέψη 27), και της 2ας Οκτωβρίου 2003, C-196/99 P, Aristrain κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-11005, σκέψη 96).

( 87 ) Από τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, εκτεθείσες με τη σκέψη 7 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι ο όμιλος Bank Austria κατείχε κατά πλειοψηφία τις μετοχές της GiroCredit.

( 88 ) Το Πρωτοδικείο εξέθεσε σαφώς τη νομολογία αυτή με τις σκέψεις 323 έως 326 και 330 έως 333 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 89 ) Οι επίμαχες πρακτικές ενέπιπταν στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ από 1ης Ιανουαρίου 1995. Η Erste εξαγόρασε την GiroCredit τον Μάιο του 1997. Οι δύο οντότητες συγχωνεύθηκαν τον Οκτώβριο του 1997.

( 90 ) Εκθέτω τη μέθοδο αυτή στα σημεία 9 έως 13 των προτάσεών μου.

( 91 ) Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 29ης Ιουνίου 2006, C-308/04 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. I-5977, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 92 ) Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο κρίνει παγίως ότι η σοβαρότητα των παραβάσεων πρέπει να αποδεικνύεται βάσει διαφόρων στοιχείων, τούτο δε χωρίς να υφίσταται δεσμευτικός ή εξαντλητικός κατάλογος κριτηρίων που πρέπει υποχρεωτικά να λαμβάνονται υπόψη [προπαρατεθείσες αποφάσεις Ferriere Nord κατά Επιτροπής (σκέψη 33) καθώς και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψεις 240 και 241)].

( 93 ) Βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397, σκέψη 176), και της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975, σ. 507, σκέψη 612), καθώς και προπαρατεθείσες αποφάσεις Ferriere Nord κατά Επιτροπής (σκέψη 38), Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψεις 90 και 91 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψεις 241 και 242 καθώς και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 94 ) Με τις σκέψεις 209 έως 213 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι οι κατευθυντήριες γραμμές κατοχυρώνουν την ασφάλεια δικαίου των οικείων επιχειρήσεων και καθιστά δυνατό να γνωρίζουν τις μεθόδους υπολογισμού που χρησιμοποίησε η Επιτροπή κατά την εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17.

( 95 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις του Δικαστηρίου 2ας Οκτωβρίου 2003, C-194/99 P, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-10821, σκέψη 118)· του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T-202/98, T-204/98 και T-207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-2035, σκέψη 103), και της 19ης Μαρτίου 2003, T-213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II-913, σκέψη 262).

( 96 ) Συλλογή 2003, σ. II-4071.

( 97 ) Σκέψεις 258 και 259.

( 98 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (σκέψη 118).

( 99 ) Βλ., επίσης, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2007, T-109/02, T-118/02, T-122/02, T-125/02, T-126/02, T-128/02, T-129/02, T-132/02 και T-136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II-947, σκέψη 447). Η απόφαση αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο αιτήσεων αναιρέσεως που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου (C-322/07 P, C-327/07 P και C-338/07 P). Ωστόσο, οι αιτήσεις αυτές αναιρέσεως δεν αφορούν το ζήτημα αυτό.

( 100 ) Σκέψεις 53 και 62.

( 101 ) Βλ. αποφάσεις Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψεις 619 και 620), καθώς και απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T-73/04, Carbone-Lorraine κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. Ι-2661, σκέψη 83 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 102 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Thyssen Stahl κατά Επιτροπής (σκέψη 118).

( 103 ) Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 447) και αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 240).

( 104 ) Αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T-322/01, Roquette Frères κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-3137, σκέψεις 71 έως 80, ιδίως σκέψη 75 καθώς και σκέψεις 133 έως 144)· T-43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-3435, σκέψεις 151 έως 163, ιδίως σκέψη 155)· T-59/02, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-3627, στο εξής: απόφαση Archer Daniels Midland II, σκέψεις 157 έως 168, ιδίως σκέψη 161)· της 8ης Ιουλίου 2008, T-52/03, Knauf Gips κατά Επιτροπής (σκέψεις 388 έως 415, ιδίως σκέψη 392), T-53/03, BPB κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. Ι-1333, σκέψεις 297 έως 322, ιδίως σκέψη 301), και T-54/03, Lafarge κατά Επιτροπής (σκέψεις 575 έως 604, ιδίως σκέψη 583).

( 105 ) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T-279/02, Degussa κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II-897, σκέψη 231).

( 106 ) Όπ.π.

( 107 ) Στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο δεν επιλήφθηκε του σημείου αυτού.

( 108 ) Απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουλίου 2005, T-49/02 έως T-51/02 (Συλλογή 2005, σ. II-3033).

( 109 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Groupe Danone κατά Επιτροπής (σκέψη 150) και Brasserie nationale κατά Επιτροπής (σκέψεις 178 και 179) καθώς και σκέψη 240 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 110 ) Αναιρεσιβαλλομένη απόφαση (σκέψη 285).

( 111 ) Όπ.π. (σκέψη 286 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 112 ) Όπ.π. (σκέψη 287 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 113 ) Υπόθεση Τ-410/03, σκέψεις 345 και 348.

( 114 ) Σκέψεις 84 έως 87.

( 115 ) Υπόθεση T-30/05. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως υποβληθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου (C-534/07 P).

( 116 ) Σκέψη 110.

( 117 ) Υπόθεση Τ-329/01, Συλλογή 2006, σ. II-3255, στο εξής: απόφαση Archer Daniels Midland I.

( 118 ) Σκέψεις 77 και 180, αντιστοίχως.

( 119 ) Σκέψεις 78 και 181, αντιστοίχως.

( 120 ) Σκέψεις 76 έως 78 και 179 έως 181, αντιστοίχως.

( 121 ) Σκέψεις 156 έως 159 και 162 έως 166, αντιστοίχως.

( 122 ) Σκέψεις 393 και 394, 302 και 303 καθώς και 585 και 586, αντιστοίχως.

( 123 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Roquette Frères κατά Επιτροπής (σκέψη 79) και Archer Daniels Midland I (σκέψη 182).

( 124 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Degussa κατά Επιτροπής (σκέψη 232).

( 125 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (σκέψη 159) καθώς και Archer Daniels Midland II (σκέψεις 165 και 166). Βλ., επίσης, προπαρατεθείσες αποφάσεις Knauf Gips κατά Επιτροπής (σκέψεις 395 και 403), BPB κατά Επιτροπής (σκέψεις 304 και 312), καθώς και Lafarge κατά Επιτροπής (σκέψεις 587 και 594).

( 126 ) Προπαρατεθείσες αποφάσεις Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (σκέψεις 177 έως 190, ιδίως σκέψη 179) και Archer Daniels Midland II (σκέψεις 180 έως 192, ιδίως σκέψη 182). Βλ., επίσης, την προσέγγιση του Πρωτοδικείου στην προπαρατεθείσα απόφαση Degussa κατά Επιτροπής (σκέψη 224).

( 127 ) Σκέψη 185 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

( 128 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής (σκέψεις 587 έως 593). Βλ., επίσης, προπαρατεθείσες αποφάσεις Knauf Gips κατά Επιτροπής (σκέψεις 396 έως 402) και BPB κατά Επιτροπής (σκέψεις 307 έως 311).

( 129 ) Σκέψη 240 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία.

( 130 ) Βλ. υποσημείωση 118.

( 131 ) Βλ. σκέψη 286 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 132 ) Προπαρατεθείσα απόφαση JCB Service κατά Επιτροπής (σκέψη 205). Βλ., επίσης, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουλίου 2005, T-241/01, Scandinavian Airlines System κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II-2917, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 133 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση JCB Service κατά Επιτροπής (σκέψη 201).

( 134 ) Υπενθυμίζω ότι, κατά πάγια νομολογία, το αν το Πρωτοδικείο απάντησε στα επιχειρήματα των διαδίκων και αιτιολόγησε νομοτύπως την απόφασή του αποτελεί νομικό ζήτημα δυνάμενο, καθεαυτό, να προβληθεί στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας (βλ., ιδίως, απόφαση της 7ης Μαΐου 1998, C-401/96 P, Somaco κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-2587, σκέψη 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 135 ) Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 14ης Μαΐου 1998, C-259/96 P, Συμβούλιο κατά de Nil και Impens (Συλλογή 1998, σ. I-2915, σκέψεις 32 έως 34), και της 17ης Μαΐου 2001, C-449/98 P, IECC κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. I-3875, σκέψη 70), καιθώς και διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ. (Συλλογή 1995, σ. I-2165, σκέψη 58), της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής (Συλλογή 1996, σ. I-4971, σκέψη 52), και της 25ης Ιουνίου 1998, C-159/98 P(R), Ολλανδικές Αντίλλες κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1998, σ. I-4147, σκέψη 70).

( 136 ) Βλ. τη νομολογία που παρατίθεται εκεί στην υποσημείωση 19 των παρουσών προτάσεων.

( 137 ) Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2001, C-274/99 P (Συλλογή 2001, σ. I-1611).

( 138 ) Σκέψη 120.

( 139 ) Σκέψη 121. Βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, C-197/99 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I-8461, σκέψη 81).

( 140 ) Αιτιολογική σκέψη 470 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

( 141 ) Σημεία 245 έως 251 των παρουσών προτάσεων.

( 142 ) Ο καταλογισμός αυτός αφορά την GiroCredit για την περίοδο μεταξύ 1995 και Οκτωβρίου 1997, όταν η εταιρία αυτή αποτελούσε την κεντρική επιχείρηση του τομέα, και αφορά την Erste για την περίοδο μεταξύ Οκτωβρίου 1997 και Ιουνίου 1998, όταν η εταιρία αυτή, κατόπιν της απορροφήσεως της GiroCredit, κατέστη η εταιρία λήψεως αποφάσεων του τομέα.

( 143 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 144 ) Σκέψεις 261 και 504 έως 506 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 145 ) Η αναιρεσείουσα αναφέρει τις αποφάσεις 77/327/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 19ης Απριλίου 1977, όσον αφορά διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 86 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/28.841 — ABG/Επιχειρήσεις πετρελαιοειδών που δρουν στις Κάτω Χώρες) (ΕΕ L 117, σ. 1), 92/204/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 1992, όσον αφορά διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (Υποθέσεις IV/31.572 και 32.571 — Βιομηχανία κατασκευών στις Κάτω Χώρες) (ΕΕ L 92, σ. 1) (βλ. αιτιολογική σκέψη 141 της αποφάσεως), και 1999/271/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (IV/34.466 — Ελληνικά Πορθμεία) (ΕΕ L 109, σ. 24), καθώς και την προπαρατεθείσα απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (σκέψη 88).

( 146 ) Συλλογή 2003, σ. I-8055.

( 147 ) Βλ., ιδίως, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T-311/94, BPB de Eendracht κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. II-1129, σκέψη 309), και Archer Daniels Midland I, προπαρατεθείσα (σκέψη 107).

( 148 ) Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (σκέψη 238).

( 149 ) Σκέψη 205. Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Scandinavian Airlines System κατά Επιτροπής (σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 150 ) Προπαρατεθείσα απόφαση JCB Service κατά Επιτροπής (σκέψη 201).

( 151 ) Σκέψη 506 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 152 ) Αιτιολογικές σκέψεις 558 και 559 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

( 153 ) Αιτιολογικές σκέψεις 545 και 546 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

( 154 ) Αιτιολογικές σκέψεις 547 έως 557 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

( 155 ) Σκέψη 456.

( 156 ) Σκέψεις 393 και 394.

( 157 ) Με την αίτησή της αναιρέσεως, BA-CA αναφέρει την έννοια της «πολύτιμης» συνεργασίας («Hilfreiche») της επιχειρήσεως. Η λέξη αυτή δεν περιλαμβάνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση.

( 158 ) Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Groupe Danone κατά Επιτροπής (σκέψη 453).

( 159 ) Βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (σκέψη 238).

( 160 ) Σκέψη 454.

( 161 ) Σκέψεις 32 επ.

( 162 ) Σκέψη 34.

( 163 ) Όπ.π.

( 164 ) Σκέψη 27.

( 165 ) Βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 9ης Νοεμβρίου 1983, 322/81, Michelin κατά Επιτροπής (Συλλογή 1983, σ. 3461, σκέψη 7), Hoechst κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψη 15), και Orkem κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα (σκέψεις 32 και 33).

( 166 ) Σκέψη 33.

( 167 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 168 ) Βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψεις 61 έως 65).

( 169 ) Προπαρατεθείσα απόφαση Orkem κατά Επιτροπής (σκέψη 37).

( 170 ) Βλ. τη νομολογία που παρατίθεται εκεί στη σκέψη 540 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και, ιδίως, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Φεβρουαρίου 2001, T-112/98, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής (Συλλογή 2001, σ. II-729, σκέψεις 71 έως 73 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 171 ) Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε υποθέσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2006, C 298, σ. 17).

( 172 ) Σκέψη 276.

( 173 ) Βλ., συναφώς, τις απόψεις μου στο σημείο 128 των προτάσεών μου.

( 174 ) Βλ., ιδίως, διάταξη της 12ης Δεκεμβρίου 2006, C-129/06 P, Autosalone Ispra κατά Επιτροπής (σκέψη 22 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

( 175 ) Πλην των αναιρεσειουσών, άσκησαν επίσης προσφυγή η Bank für Arbeit und Wirtschaft AG (στο εξής: BAWAG), η PSK, η Niederösterreichische Landesbank-Hypothekenbank AG (στο εξής: NÖ-Hypo) και η Raiffeisenlandesbank Niederösterreich-Wien AG (στο εξής: RLB). Η RLB απορρόφησε το 1997 τη Raiffeisen Wien AG (στο εξής: RBW).

( 176 ) Αιτιολογική σκέψη 426 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

( 177 ) Σημείο 1, A, πρώτο και τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών.

( 178 ) Η κατευθυντήρια αξία της δεύτερης έως την τέταρτη κατηγορία αντιστοιχεί, κάθε φορά, στο ήμισυ της αξίας της ανώτερης κατηγορίας και το ίδιο ισχύει όσον αφορά το αντίστοιχο ποσό εκκινήσεως (βλ. σκέψη 424 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως).

( 179 ) Παραπέμπω στην έκθεση των επιχειρημάτων των διαδίκων στις σκέψεις 339 έως 354 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

( 180 ) Η υπογράμμιση δική μου.

( 181 ) Αιτιολογική σκέψη 9, στοιχείο γ’, της προσβαλλόμενης αποφάσεως, παρατεθέν στην προηγουμένη παράγραφο των προτάσεών μου.

( 182 ) Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 58 έως 62, 358 έως 361 και 516 έως 518 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

( 183 ) Βλ. αποφάσεις της Επιτροπής της 7ης Νοεμβρίου 2000, COMP/M.2140, BAWAG/PSK (αιτιολογική σκέψη 9)· της 14ης Νοεμβρίου 2000, COMP/M.2125, HypoVereinsbank/Bank Austria (αιτιολογική σκέψη 21), και της 2ας Ιουλίου 2001, COMP/M.2402, Creditanstalt/RZB/JV (αιτιολογική σκέψη 15). Όλες αυτές οι αποφάσεις έχουν δημοσιευθεί στον δικτυακό τόπο http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases.

( 184 ) Η απόφαση αυτή διατίθεται επίσης στον δικτυακό τόπο http://ec.europa.eu/comm/competition/mergers/cases.

( 185 ) Το ποσόν των προστίμων υπολογίζεται σε εκατομμύρια ευρώ.

( 186 ) Αιτιολογικές σκέψεις 521 και 522 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

( 187 ) Αιτιολογικές σκέψεις 525 έως 542 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

( 188 ) Αιτιολογικές σκέψεις 543 έως 559 της προσβαλλόμενης αποφάσεως.

Top