This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62005CJ0443
Judgment of the Court (Second Chamber) of 13 September 2007. # Common Market Fertilizers SA v Commission of the European Communities. # Appeal - Anti-dumping duties - Article 239 of the Customs Code - Remission of import duties - First paragraph of Article 907 of Regulation (EEC) No 2454/93 - Interpretation - Legality - Commission decision - Group of experts meeting in the framework of the Customs Code Committee - Distinct entity in functional terms - Articles 2 and 5(2) of Council Decision 1999/468/EC - Article 4 of the rules of procedure of the Customs Code Committee - Conditions for the application of Article 239 of the Customs Code - No obvious negligence. # Case C-443/05 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 13ης Σεπτεμβρίου 2007.
Common Market Fertilizers SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Δασμοί αντιντάμπινγκ - Άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα - Διαγραφή τελωνειακών δασμών - Άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 - Ερμηνεία - Νομιμότητα - Απόφαση της Επιτροπής - Ομάδα εμπειρογνωμόνων που συνεδριάζει στο πλαίσιο της επιτροπής τελωνειακού κώδικα - Διακριτή λειτουργική οντότητα - Άρθρα 2 και 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου - Άρθρο 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα - Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα - Έλλειψη πρόδηλης αμέλειας.
Υπόθεση C-443/05 P.
Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 13ης Σεπτεμβρίου 2007.
Common Market Fertilizers SA κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Δασμοί αντιντάμπινγκ - Άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα - Διαγραφή τελωνειακών δασμών - Άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 - Ερμηνεία - Νομιμότητα - Απόφαση της Επιτροπής - Ομάδα εμπειρογνωμόνων που συνεδριάζει στο πλαίσιο της επιτροπής τελωνειακού κώδικα - Διακριτή λειτουργική οντότητα - Άρθρα 2 και 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου - Άρθρο 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα - Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα - Έλλειψη πρόδηλης αμέλειας.
Υπόθεση C-443/05 P.
Συλλογή της Νομολογίας 2007 I-07209
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2007:511
Υπόθεση C-443/05 P
Common Market Fertilizers SA
κατά
Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων
«Αίτηση αναιρέσεως — Δασμοί αντιντάμπινγκ — Άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα — Διαγραφή εισαγωγικών δασμών — Άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 — Ερμηνεία — Νομιμότητα — Απόφαση της Επιτροπής — Ομάδα εμπειρογνωμόνων που συνεδριάζει στο πλαίσιο της επιτροπής τελωνειακού κώδικα — Διακριτή λειτουργική οντότητα — Άρθρα 2 και 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου — Άρθρο 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα — Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα — Έλλειψη πρόδηλης αμέλειας»
Περίληψη της αποφάσεως
1. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών
(Κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρο 907, εδ. 1 και 2)
2. Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων — Επιστροφή ή διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών
(Κανονισμός 2454/93 της Επιτροπής, άρθρο 907)
3. Κοινή εμπορική πολιτική — Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ — Προϋποθέσεις εφαρμογής του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3319/94
(Κανονισμός 3319/94 του Συμβουλίου, άρθρο 1 § 3, εδ. 2)
4. Τελωνειακή ένωση — Διαδικασίες εκτελωνισμού — Προσφυγή στις υπηρεσίες εκτελωνιστή
(Κανονισμός 2913/92 του Συμβουλίου, άρθρα 4, σημείο 18, 5 § 2 και 201 § 3)
1. Στο άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 2454/93, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, η έκφραση «στο πλαίσιο της επιτροπής» αποδίδει το γεγονός ότι η κατά το άρθρο αυτό επιτροπή εμπειρογνωμόνων συνιστά μια λειτουργικώς διακριτή οντότητα σε σχέση με την επιτροπή του τελωνειακού κώδικα. Η ερμηνεία αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 906, δεύτερο εδάφιο, του ιδίου κανονισμού. Πράγματι, το εν λόγω άρθρο 906, δεύτερο εδάφιο, έχει την έννοια ότι η επιτροπή τελωνειακού κώδικα αποφαίνεται όχι υπό την ιδιότητά της αυτή, προκειμένου να εκδώσει γνωμοδότηση, αλλά ως όργανο στο πλαίσιο του οποίου η ομάδα εμπειρογνωμόνων, διακριτή από το όργανο αυτό, διατυπώνει την άποψή της.
(βλ. σκέψεις 99-102)
2. Με το άρθρο 239 του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, το Συμβούλιο ανέθεσε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ, εκτελεστικές αρμοδιότητες προς καθορισμό, αφενός, των περιπτώσεων στις οποίες χωρεί επιστροφή ή διαγραφή δασμών, και, αφετέρου, της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται προς τούτο.
Δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο δεν υποχρέωνε την Επιτροπή να προσφύγει σε μια ειδική διαδικασία στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εξετάσεως των αιτήσεων επιστροφής ή διαγραφής δασμών, είχε εκ του νόμου τη δυνατότητα, όπως έπραξε και με το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα, να ορίσει ότι θα ασκεί την εξουσία λήψεως αποφάσεως κατόπιν γνωμοδοτήσεως ομάδας εμπειρογνωμόνων λειτουργικώς διακριτής από την επιτροπή τελωνειακού κώδικα και να μην εξαρτήσει τη γνωμοδότηση της ομάδας εμπειρογνωμόνων από την επίτευξη ειδικής πλειοψηφίας.
(βλ. σκέψεις 124, 134-135)
3. Το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3319/94, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μείγματος ουρίας και νιτρικού αμμωνίου σε υδατικά ή αμμωνιακά διαλύματα καταγωγής Βουλγαρίας και Πολωνίας, εξαγομένων από εταιρίες που δεν εξαιρούνται του δασμού, και για την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών που επιβλήθηκαν, προβλέπει, ως μοναδικές προϋποθέσεις για την επιβολή ειδικού δασμού αντιντάμπινγκ, την ύπαρξη έμμεσης τιμολογήσεως και την εισαγωγή ενός προϊόντος από τη επιχείρηση ZAP, χωρίς να απαιτεί να αποδειχθεί ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να παρακάμψει τον δασμό αντιντάμπινγκ.
(βλ. σκέψεις 178-179)
4. Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 5, παράγραφος 2, 4, σημείο 18, και 201, παράγραφος 3, του κανονισμού 2913/92, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα, προκύπτει ότι ο επιχειρηματίας ο οποίος προσφεύγει σε εκτελωνιστή, στο πλαίσιο είτε άμεσης είτε έμμεσης αντιπροσωπεύσεως, είναι εν πάση περιπτώσει οφειλέτης της τελωνειακής οφειλής έναντι των τελωνειακών αρχών.
(βλ. σκέψεις 184-186)
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)
της 13ης Σεπτεμβρίου 2007 (*)
«Αίτηση αναιρέσεως – Δασμοί αντιντάμπινγκ – Άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα – Διαγραφή τελωνειακών δασμών – Άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 – Ερμηνεία – Νομιμότητα – Απόφαση της Επιτροπής – Ομάδα εμπειρογνωμόνων που συνεδριάζει στο πλαίσιο της επιτροπής τελωνειακού κώδικα – Διακριτή λειτουργική οντότητα – Άρθρα 2 και 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου – Άρθρο 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα – Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα – Έλλειψη πρόδηλης αμέλειας»
Στην υπόθεση C-443/05 P,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που ασκήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 2005,
Common Market Fertilizers SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους A. Sutton, barrister, και N. Flandin, δικηγόρο,
προσφεύγουσα,
όπου ο έτερος διάδικος είναι:
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον X. Lewis, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, J. Klučka, J. Makarczyk, Γ. Αρέστη και L. Bay Larsen (εισηγητή), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: P. Mengozzi
γραμματέας: M. Ferreira, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 5ης Οκτωβρίου 2006,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 1ης Μαρτίου 2007,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Common Market Fertilizers SA (στο εξής: CMF) ζητεί την αναίρεση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 27ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑134/03 και T‑135/03, Common Market Fertilizers κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑3923, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε τις προσφυγές της με τις οποίες είχε ζητηθεί η ακύρωση των αποφάσεων C(2002) 5217 τελικό και C(2002) 5218 τελικό της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2002 (στο εξής: προσβαλλόμενες αποφάσεις), με τις οποίες διαπιστώθηκε ότι δεν εδικαιολογείτο η διαγραφή των τελωνειακών δασμών που ζήτησε η CMF.
Το νομικό πλαίσιο
2 Το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 3319/94 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές μείγματος ουρίας και νιτρικού αμμωνίου σε υδατικά ή αμμωνιακά διαλύματα καταγωγής Βουλγαρίας και Πολωνίας, εξαγομένων από εταιρίες που δεν εξαιρούνται του δασμού, και για την οριστική είσπραξη των προσωρινών δασμών που επιβλήθηκαν (ΕΕ L 350, σ. 20), επιβάλλει τον ακόλουθο ειδικό δασμό αντιντάμπινγκ:
«Για τις εισαγωγές που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία οι οποίες δεν τιμολογούνται απευθείας από έναν από τους ανωτέρω εξαγωγείς ή παραγωγούς που ευρίσκονται στην Πολωνία προς τον μη συνδεδεμένο εισαγωγέα καθορίζεται ο ακόλουθος ειδικός δασμός:
για το προϊόν καταγωγής Πολωνίας […] που πιστοποιείται ότι παράγεται από την εταιρία Zaklady Azotowe Pulawy […] ο ειδικός δασμός είναι 19 Εcu ανά τόνο προϊόντος […]».
3 Το άρθρο 239 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (EE L 302, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 2700/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2000 (EE L 311, σ. 17, στο εξής: τελωνειακός κώδικας), ορίζει:
«1. Η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών είναι δυνατή σε περιπτώσεις διαφορετικές από εκείνες που αναφέρονται στα άρθρο 236, 237 και 238, οι οποίες:
– καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής,
– προκύπτουν από περιστάσεις που δεν συνεπάγονται ούτε δόλο ούτε πρόδηλη αμέλεια εκ μέρους του ενδιαφερόμενου. Οι καταστάσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή, καθώς και οι λεπτομέρειες της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής. Η επιστροφή ή η διαγραφή είναι δυνατόν να υπόκειται σε ειδικούς όρους.
2. Η επιστροφή ή η διαγραφή δασμών για τους λόγους που αναφέρονται στην παράγραφο 1 παραχωρείται κατόπιν υποβολής αιτήσεως στο αρμόδιο τελωνείο […]».
4 Το άρθρο 4 του τελωνειακού κώδικα ορίζει:
«Κατά την έννοια του παρόντος κώδικα, νοούνται ως:
[…]
24) διαδικασία της επιτροπής: η διαδικασία που προβλέπεται ή αναφέρεται στα άρθρα 247 και 247α είτε στα άρθρα 248 και 248α.»
5 Το άρθρο 247 του τελωνειακού κώδικα ορίζει:
«τα απαιτούμενα μέτρα για την εφαρμογή του παρόντος κώδικα, […] θεσπίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής που αναφέρεται στο άρθρο 247α, παράγραφος 2 […]».
6 Το άρθρο 247α του τελωνειακού κώδικα ορίζει:
«1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή τελωνειακού κώδικα, εφεξής αποκαλούμενη “επιτροπή”.
2. Όταν γίνεται αναφορά στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζονται τα άρθρα 5 και 7 της απόφασης 1999/468/ΕΚ [του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή (ΕΕ L 184, σ. 23), στο εξής: απόφαση περί επιτροπών)]
[…]
3. Η επιτροπή θεσπίζει τον εσωτερικό της κανονισμό.»
7 Το άρθρο 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα ορίζει:
«1. Η σύγκληση, η ημερήσια διάταξη, καθώς και τα σχέδια των προτεινομένων μέτρων επί των οποίων ζητείται η γνωμοδότηση της επιτροπής, καθώς και τα λοιπά έγγραφα εργασίας, διαβιβάζονται από τον πρόεδρο στις μόνιμες αντιπροσωπείες και στα μέλη της επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, συνήθως δεκατέσσερις ημερολογιακές ημέρες, το βραδύτερο, πριν από την ημερομηνία συνεδριάσεως της επιτροπής.
2. Σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν τα ληπτέα μέτρα πρέπει να τύχουν άμεσης εφαρμογής, ο πρόεδρος έχει τη δυνατότητα, κατόπιν αιτήσεως ενός μέλους της επιτροπής ή εξ ιδίας πρωτοβουλίας, να συντομεύσει την προβλεπόμενη στην ανωτέρω παράγραφο προθεσμία διαβιβάσεως έως πέντε ημερολογιακές ημέρες πριν από την ημερομηνία συνεδριάσεως της επιτροπής.
3. Σε ιδιαίτερα επείγουσες περιπτώσεις, ο πρόεδρος έχει τη δυνατότητα να παρεκκλίνει από τις προθεσμίες που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2. Σε περίπτωση που προτείνεται η εγγραφή ζητήματος στην ημερήσια διάταξη μιας συνεδριάσεως, κατά τη διάρκειά της, απαιτείται η έγκριση της απλής πλειοψηφίας των μελών της επιτροπής.»
8 Το άρθρο 905, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του κανονισμού 2913/92 (EE L 253, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EK) 1677/98 της Επιτροπής, της 29ης Ιουλίου 1998 (EE L 212, σ. 18, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής), ορίζει:
«Όταν η τελωνειακή αρχή απόφασης, στην οποία έχει υποβληθεί αίτηση επιστροφής ή διαγραφής βάσει του άρθρου 239, παράγραφος 2, του κώδικα, δεν είναι σε θέση να αποφασίσει, με βάση το άρθρο 899, και η αίτηση συνοδεύεται από αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να αποτελέσουν ειδική κατάσταση που προκύπτει από περιστάσεις για τις οποίες δεν υπήρξε δόλος ή προφανής αμέλεια εκ μέρους του ενδιαφερομένου, το κράτος μέλος, στο οποίο υπάγεται η αρχή, διαβιβάζει τον φάκελο στην Επιτροπή για να ληφθεί απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπουν τα άρθρα 906 έως 909.
Ωστόσο, εκτός από περίπτωση αμφιβολίας της τελωνειακής αρχής που λαμβάνει την απόφαση, η εν λόγω αρχή δύναται να αποφασίσει από μόνη της την επιστροφή ή τη διαγραφή των δασμών όταν θεωρεί ότι πληρούνται οι όροι που αναφέρονται στο άρθρο 239, παράγραφος 1, του κώδικα και καθόσον το ποσό που αφορά κάθε οικονομικό παράγοντα, ως συνέπεια της αυτής ειδικής κατάστασης και το οποίο ενδεχομένως αναφέρεται σε πολλαπλές πράξεις εισαγωγών και εξαγωγών, είναι μικρότερο από 50 000 Ecu.
Ο όρος “ενδιαφερόμενος” θεωρείται ότι έχει την έννοια που έχει και στο άρθρο 899.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η τελωνειακή αρχή απόφασης απορρίπτει την αίτηση.»
9 Το άρθρο 906 του κανονισμού εφαρμογής ορίζει:
«Η Επιτροπή, εντός 15 ημερών από την ημερομηνία παραλαβής του φακέλου που αναφέρεται στο άρθρο 905, παράγραφος 2, διαβιβάζει αντίγραφό του στα κράτη μέλη.
Η εξέταση του εν λόγω φακέλου εγγράφεται το συντομότερο δυνατόν στην ημερήσια διάταξη κάποιας συνεδρίασης της επιτροπής, που προβλέπεται στο άρθρο 247 του κώδικα.»
10 Σε χρόνο μεταγενέστερο των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υποθέσεως, το άρθρο 906, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής τροποποιήθηκε ως ακολούθως με τον κανονισμό (ΕΚ) 1335/2003 της Επιτροπής, της 25ης Ιουλίου 2003, για την τροποποίηση του κανονισμού 2454/93 (ΕΕ L 187, σ. 16):
«Η εξέταση του εν λόγω φακέλου εγγράφεται το συντομότερο δυνατόν στην ημερήσια διάταξη συνεδρίασης της ομάδας εμπειρογνωμόνων, που προβλέπεται στο άρθρο 907.»
11 Το άρθρο 906α του κανονισμού εφαρμογής ορίζει:
«Ανά πάσα στιγμή κατά την εφαρμογή της διαδικασίας που προβλέπεται στα άρθρα 906 έως 907, όταν η Επιτροπή προτίθεται να λάβει αρνητική απόφαση για τον αιτούντα την επιστροφή ή τη διαγραφή, του κοινοποιεί τις αντιρρήσεις της γραπτώς, καθώς και όλα τα έγγραφα στα οποία βασίζει τις εν λόγω αντιρρήσεις. Ο αιτών την επιστροφή ή τη διαγραφή εκφράζει την άποψή του γραπτώς εντός ενός μηνός που υπολογίζεται από την ημερομηνία αποστολής των εν λόγω αντιρρήσεων. Σε περίπτωση που δεν έχει κοινοποιήσει την άποψή του εντός της εν λόγω προθεσμίας, θεωρείται ότι το άτομο αυτό παραιτείται της δυνατότητας να εκφράσει τη θέση του.»
12 Το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής ορίζει:
«Ύστερα από διαβουλεύσεις με ομάδα εμπειρογνωμόνων που απαρτίζεται από αντιπροσώπους όλων των κρατών μελών που συνέρχονται στο πλαίσιο της επιτροπής για να εξετάσουν τη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή αποφασίζει είτε ότι η εκάστοτε εξεταζόμενη περίπτωση δικαιολογεί την επιστροφή ή τη διαγραφή είτε ότι δεν την δικαιολογεί.»
13 Το άρθρο 5 της αποφάσεως περί επιτροπών, υπό τον τίτλο «Διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής», ορίζει:
«1. Η Επιτροπή επικουρείται από κανονιστική επιτροπή την οποία αποτελούν αντιπρόσωποι των κρατών μελών και της οποίας προεδρεύει ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής.
2. Ο αντιπρόσωπος της Επιτροπής υποβάλει στην εν λόγω επιτροπή σχέδιο των ληπτέων μέτρων. Η επιτροπή διατυπώνει τη γνώμη της επί του σχεδίου αυτού εντός προθεσμίας που μπορεί να ορίσει ο πρόεδρος ανάλογα με το επείγον του θέματος. Η γνώμη δίδεται με την πλειοψηφία που προβλέπεται στο άρθρο 205, παράγραφος 2, της Συνθήκης στην περίπτωση αποφάσεων τις οποίες καλείται να εγκρίνει το Συμβούλιο μετά από πρόταση της Επιτροπής. Οι ψήφοι των αντιπροσώπων των κρατών μελών στην επιτροπή σταθμίζονται με τον τρόπο που ορίζεται στο άρθρο εκείνο. Ο πρόεδρος δεν λαμβάνει μέρος στην ψηφοφορία.
3. Η Επιτροπή, με την επιφύλαξη του άρθρου 8, εγκρίνει τα σχεδιαζόμενα μέτρα εφόσον αυτά είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής.
4. Εάν τα σχεδιαζόμενα μέτρα δεν είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής ή ελλείψει γνώμης, η Επιτροπή υποβάλει αμελλητί στο Συμβούλιο πρόταση σχετικά με τα ληπτέα μέτρα και ενημερώνει σχετικά το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
[…]»
Το ιστορικό της διαφοράς
14 Η CMF, εταιρία με έδρα το Βέλγιο, εμπορεύεται χονδρικώς χημικά προϊόντα, ιδίως αζωτούχα διαλύματα (ουρία και νιτρική αμμωνία). Ο όμιλός της περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τις εταιρίες Rellmann GmbH (στο εξής: Rellmann), με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία), θυγατρική κατά 100 % της CMF, και Agro Baltic GmbH (στο εξής: Agro Baltic), με έδρα το Rostock (Γερμανία), θυγατρική κατά 100 % της Rellmann. Το 1989, εξαγόρασε την εταιρία Champagne Fertilisants, που την εκπροσωπεί φορολογικώς για όλες τις εμπορικές της πράξεις στη Γαλλία.
15 Η πολωνική επιχείρηση Zaklady Azotowe Pulawy (στο εξής: ZAP) εξάγει προϊόντα και τα πωλεί στην Agro Baltic. Εντός του ομίλου της προσφεύγουσας της κύριας δίκης, η Agro Baltic μεταπωλεί τα προϊόντα της Rellmann, η οποία, με τη σειρά της, τα μεταπωλεί στη CMF. Για τις πράξεις αυτές εκδίδονται τιμολόγια.
16 Όσον αφορά την υπόθεση T-134/03, η Agro Baltic αγόρασε από την ZAP, κατά την περίοδο μεταξύ Μαρτίου και Σεπτεμβρίου 1997, τρία φορτία μίγματος ουρίας και νιτρικού αμμωνίου. Τα φορτία αυτά ακολούθησαν το κύκλωμα εμπορίας που εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη.
17 Η Cogema, εγκεκριμένη εταιρία εκτελωνισμού, έλαβε εντολή να προβεί στις δέουσες διαδικασίες προκειμένου να τεθούν σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας προϊόντα επ’ ονόματι της Agro Baltic και σε καθεστώς καταναλώσεως επ’ ονόματι της CMF.
18 Τα προϊόντα τέθηκαν, αρχικώς, σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας επ’ ονόματι της Agro Baltic, με διασάφηση EU0 στην οποία επισυνάφθηκαν τα τιμολόγια που εξέδωσε η ZAP επ’ ονόματι της Agro Baltic και τα πιστοποιητικά EUR.1, τα οποία βεβαίωναν την πολωνική καταγωγή των εμπορευμάτων. Τα εμπορεύματα τέθηκαν αλληλοδιαδόχως σε καθεστώς αποταμιεύσεως και, μετ’ ολίγα λεπτά, σε καθεστώς καταναλώσεως επ’ ονόματι της Champagne Fertilisants.
19 Στην υπόθεση T-135/03, η Agro Baltic αγόρασε από τη ZAP φορτίο κατά τη διάρκεια του Ιανουαρίου του 1995, το οποίο, στη συνέχεια, ακολούθησε το κύκλωμα εμπορίας που εκτέθηκε στη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως.
20 Η Agro Baltic έδωσε εντολή στην εταιρία SCAC Rouen, εγκεκριμένη εταιρία εκτελωνισμού, να προβεί στα δέοντα προκειμένου να τεθούν σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας εμπορεύματα επ’ ονόματι της Agro Baltic και σε καθεστώς καταναλώσεως επ’ ονόματι της CMF. Για το ίδιο εμπόρευμα κατατέθηκαν δύο τελωνειακές διασαφήσεις εισαγωγής, στο ίδιο τελωνείο, με αναγραφή δύο χωριστών αποδεκτών, ώστε να γίνει δυνατή η διάκριση μεταξύ καταβολής δασμών και καταβολής φόρου προστιθεμένης αξίας.
21 Η SCAC Rouen ακολούθησε απλουστευμένη διαδικασία εκτελωνισμού για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία και κατανάλωση επ’ ονόματι μόνον της CMF. Προς τούτο κατέθεσε διασάφηση IM4 επ’ ονόματι της CMF, στην οποία επισυνάφθηκε το τιμολόγιο της Rellmann και πιστοποιητικό EUR.1 που πιστοποιούσε την πολωνική καταγωγή των εμπορευμάτων.
22 Στις δύο υποθέσεις T-134/03 και T-135/03, οι αρμόδιες γαλλικές αρχές δέχθηκαν αρχικώς τις διασαφήσεις, χορήγησαν απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς βάσει των πιστοποιητικών EUR.1 και δεν ζήτησαν την καταβολή δασμών αντιντάμπινγκ.
23 Κατόπιν μεταγενεστέρου ελέγχου οι εν λόγω αρχές έκριναν ότι ο ανά τόνο ειδικός δασμός ύψους 19 Ecu που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3319/94 θα έπρεπε να επιβληθεί σε όλα τα φορτία. Πράγματι, κατά την άποψή τους πραγματικός εισαγωγέας των εμπορευμάτων ήταν η CMF, προς την οποία δεν είχε γίνει απευθείας τιμολόγηση εκ μέρους της ZAP, ενώ τα προϊόντα για τα οποία επρόκειτο είχαν πιστοποιηθεί από τη δεύτερη.
24 Όσον αφορά τα φορτία περί των οποίων επρόκειτο στην υπόθεση T-134/03, οι αρμόδιες γαλλικές αρχές έκριναν ότι η αποταμίευση των προϊόντων που είχε μεσολαβήσει αποτελούσε πλασματική νομική πράξη, λόγω της εξαιρετικά περιορισμένης της διάρκειας, και ότι η CMF είχε ήδη αποκτήσει την κυριότητα των εμπορευμάτων στις τρεις σχετικές εμπορικές πράξεις, προ της καταθέσεως των διασαφήσεων για τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία επ’ ονόματι της Agro Baltic. Κατά συνέπεια επέβαλαν στη CMF δασμούς και φόρους ύψους 3 911 497 γαλλικών φράγκων (FRF) (564 855 ευρώ).
25 Όσον αφορά τα φορτία περί των οποίων επρόκειτο στην υπόθεση T‑135/03, οι εν λόγω αρχές διαπίστωσαν ότι κατατέθηκε μία μόνο διασάφηση για τη θέση σε καθεστώς ελεύθερης κυκλοφορίας και σε καθεστώς καταναλώσεως επ’ ονόματι της CMF. Υπό τις συνθήκες αυτές, επέβαλαν στη CMF δασμούς και φόρους ύψους 840 271 FRF (128 098 ευρώ).
26 Κατά τους Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 1999, η CMF υπέβαλε αιτήσεις διαγραφής δασμών στις αρμόδιες γαλλικές τελωνειακές αρχές, βάσει του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα. Στις 14 Φεβρουαρίου 2002, οι εν λόγω αρχές διαβίβασαν τις αιτήσεις στην Επιτροπή.
27 Με επιστολές της 9ης και 10ης Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα της κύριας δίκης ότι προτίθεται να εκδώσει απορριπτική απόφαση στις δύο αυτές υποθέσεις.
28 Κατά τον Νοέμβριο του 2002, η ομάδα εμπειρογνωμόνων REM/REC συνήλθε στο πλαίσιο της επιτροπής του τελωνειακού κώδικα, τμήμα επιστροφών. Η τελική ψηφοφορία που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της ομάδας αυτής κατέληξε στο εξής αποτέλεσμα ως προς τις δύο αυτές υποθέσεις: «έξι αντιπροσωπείες ψηφίζουν υπέρ της προτάσεως της Επιτροπής, τέσσερις αντιπροσωπείες απέχουν και πέντε αντιπροσωπείες ψηφίζουν κατά της προτάσεως της Επιτροπής».
29 Στις 20 Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή, κρίνοντας ότι η CMF είχε επιδείξει πρόδηλη αμέλεια και ότι δεν συντρέχει ειδική περίπτωση, και ότι, κατά συνέπεια, συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα, εξέδωσε τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Κοινοποίησε τις αποφάσεις αυτές στην αρμόδια γαλλική τελωνειακή αρχή, η οποία, στη συνέχεια, τις διαβίβασε στη CMF στις 10 Φεβρουαρίου 2003.
Η ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
30 Με δικόγραφα που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Απριλίου 2003, τα οποία πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς T-134/03 και T-135/03, η CMF ζήτησε την ακύρωση των προσβαλλομένων αποφάσεων.
31 Προς στήριξη της προσφυγής της προέβαλε τρεις λόγους.
32 Ο πρώτος λόγος, που αντλείται από παράβαση ουσιωδών τύπων και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, διαιρείται σε πέντε σκέλη:
– παράβαση των άρθρων 7 ΕΚ και 5 της αποφάσεως περί επιτροπών·
– παράβαση του άρθρου 906, παράγραφος 1, του κανονισμού εφαρμογής·
– παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα·
– παράβαση του άρθρου 3 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (EE ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14)·
– προσβολή δικαιωμάτων άμυνας.
33 Ο δεύτερος λόγος, που αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα, περιλαμβάνει τρία σκέλη:
– άρνηση της Επιτροπής να δεχθεί ότι συντρέχει ειδική κατάσταση·
– έλλειψη δόλου εκ μέρους της CMF·
– άρνηση της Επιτροπής να δεχθεί την έλλειψη πρόδηλης αμέλειας εκ μέρους της CMF.
34 Ο τρίτος λόγος αντλείται από αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 253 ΕΚ.
35 Οι δύο υποθέσεις T‑134/03 και T-135/03 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και έκδοση κοινής αποφάσεως.
36 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση το Πρωτοδικείο απέρριψε τις προσφυγές και καταδίκασε την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.
Τα αιτήματα των διαδίκων
37 Η CMF ζητεί από το Δικαστήριο:
– να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·
– να δεχθεί τα αιτήματα που διατύπωσε πρωτοδίκως·
– να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα τόσο της διαδικασίας αναιρέσεως όσο και της διαδικασίας ενώπιον του Πρωτοδικείου.
38 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:
– να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως·
– να καταδικάσει την αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα.
Επί της αναιρέσεως
39 Η CMF προβάλλει τέσσερις λόγους αναιρέσεως:
– ελλιπής παρουσίαση του νομικού πλαισίου·
– παραμόρφωση πραγματικών περιστατικών·
– πεπλανημένη ερμηνεία της έννοιας της παραβάσεως ουσιωδών τύπων·
– πεπλανημένη εφαρμογή του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα.
Επί του λόγου που αντλείται από ελλιπή παρουσίαση του νομικού πλαισίου
Επιχειρήματα των διαδίκων
– Επιχειρήματα της αναιρεσείουσας
40 Διαχωρίζοντας τον λόγο αυτόν σε δύο σκέλη, η αναιρεσείουσα αιτιάται το Πρωτοδικείο ότι κατά την παρουσίαση του νομικού πλαισίου της υποθέσεως δεν αναφέρθηκε:
– στην τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3319/94, κατά την οποία «[…] λόγω της ύπαρξης αριθμού εισαγωγικών κυκλωμάτων μέσω εταιριών τρίτων χωρών, θεωρείται σκόπιμο να επιβληθεί μεταβλητός δασμός στο επίπεδο το οποίο θα επιτρέψει στην κοινοτική βιομηχανία να αυξήσει τις τιμές της σε αποδοτικά επίπεδα για τις εισαγωγές που τιμολογούνται απευθείας από τους Βούλγαρους ή Πολωνούς παραγωγούς ή από μέρη τα οποία έχουν εξαγάγει το εν λόγω προϊόν κατά την περίοδο της έρευνας και ένας ειδικός δασμός πάνω στην ίδια βάση για όλες τις άλλες εισαγωγές για να αποτραπεί η καταστρατήγηση των μέτρων αντιντάμπινγκ»·
– στο άρθρο 2 της αποφάσεως περί επιτροπών, το οποίο ορίζει:
«Η επιλογή διαδικασίας για την έγκριση των εκτελεστικών μέτρων διαπνέεται από τα ακόλουθα κριτήρια:
α) τα μέτρα διαχείρισης, όπως εκείνα που αφορούν την κοινή γεωργική και αλιευτική πολιτική, ή την εκτέλεση προγραμμάτων με ουσιαστικές δημοσιονομικές επιπτώσεις, θα πρέπει να εγκρίνονται με τη διαδικασία της διαχειριστικής επιτροπής·
β) τα γενικά μέτρα που αφορούν την εφαρμογή των ουσιαστικών στοιχείων μιας βασικής πράξης και τα μέτρα που αφορούν την προστασία της υγείας ή την ασφάλεια ανθρώπων, ζώων, ή φυτών, θα πρέπει να εγκρίνονται με τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής·
Όταν η βασική πράξη ορίζει ότι μη ουσιαστικά στοιχεία της πράξης αυτής μπορούν να προσαρμοσθούν ή να ενημερωθούν με εκτελεστικά μέτρα, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να εγκρίνονται με τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής·
γ) με την επιφύλαξη των στοιχείων α΄ και β΄, η διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής πρέπει να χρησιμοποιείται σε κάθε περίπτωση στην οποία κρίνεται ως η πλέον ενδεδειγμένη.»
41 Παραλείποντας να μνημονεύσει την τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3319/94, το Πρωτοδικείο παρέλειψε, ως μη όφειλε, να συνδέσει με την αιτιολογική αυτή σκέψη την εκ μέρους του ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού. Εάν το είχε πράξει, θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι σε περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, δεν παραβιάστηκε στην πράξη η νομοθεσία αντιντάμπινγκ, δεν μπορεί να επιβληθεί ειδικός δασμός.
42 Παραλείποντας να μνημονεύσει το άρθρο 2 της αποφάσεως περί επιτροπών, διάταξη η οποία προβλέπει μη δεσμευτικά κριτήρια για την επιλογή της ακολουθητέας διαδικασίας, το Πρωτοδικείο πεπλανημένως αποφάνθηκε με τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι η διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί παρά μόνο για τη λήψη μέτρων γενικής ισχύος.
– Επιχειρήματα της Επιτροπής
43 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν απαιτείται η προσφυγή στην τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3319/94 για την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, ο οποίος προβλέπει την επιβολή ειδικού δασμού όταν συντρέχουν δύο αντικειμενικές προϋποθέσεις, δηλαδή περίπτωση έμμεσης τιμολογήσεως και εισαγωγή προϊόντος εκ μέρους της ZAP.
44 Όσον αφορά το άρθρο 2 της αποφάσεως περί επιτροπών, αμφισβητεί τον ισχυρισμό της CMF κατά τον οποίο το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής μπορεί να ακολουθηθεί μόνο για τη λήψη μέτρων γενικής ισχύος.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
45 Τα δύο σκέλη του εξετασθέντος λόγου, επομένως δε και ο λόγος στο σύνολό του, δεν έχουν αυτοτελή υπόσταση.
46 Πράγματι, με τα δύο αυτά σκέλη, τα οποία εμφανίζονται να διατυπώνουν απλώς την αιτίαση της τυπικής παραλείψεως, κατά την παρουσίαση του νομικού πλαισίου της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, της μνείας μιας αιτιολογικής σκέψεως κανονισμού και ενός άρθρου αποφάσεως, η αναιρεσείουσα προβάλλει, στην πράξη, την παράλειψη λήψεως υπόψη των δύο αυτών διατάξεων εκ μέρους του Πρωτοδικείου κατά το στάδιο της ερμηνείας των κρισίμων κανόνων δικαίου, δηλαδή κατά το στάδιο της νομικής αναλύσεως.
47 Όπως, όμως, υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 41 των προτάσεών του, τα δύο σκέλη του εξετασθέντος λόγου προβάλλονται ειδικότερα στο πλαίσιο, αντιστοίχως, του τετάρτου και τρίτου λόγου αναιρέσεως, που αμφισβητούν ακριβώς την ορθότητα της νομικής αναλύσεως του Πρωτοδικείου.
48 Επομένως, συγχέονται με τους λόγους αυτούς.
49 Κατόπιν αυτού, παρέλκει η χωριστή εξέτασή τους.
Επί του λόγου που αντλείται από παραμόρφωση πραγματικών περιστατικών
Επιχειρήματα των διαδίκων
– Επιχειρήματα της αναιρεσείουσας
50 Η CMF υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, με τις σκέψεις 14 έως 28 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως, υιοθέτησε την εντελώς πλασματική νομική κατασκευή των αρμόδιων εθνικών αρχών ως προς την ύπαρξη έμμεσης τιμολογήσεως.
51 Η παρουσίαση αυτή είναι ελλιπής και πεπλανημένη, συνεπαγόμενη παραμόρφωση πραγματικών περιστατικών. Ως εκ τούτου, το Πρωτοδικείο πεπλανημένως έκρινε ότι υφίστατο πράγματι κατάσταση έμμεσης τιμολογήσεως και πεπλανημένως εφάρμοσε το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3319/94.
– Επιχειρήματα της Επιτροπής
52 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο προβληθείς λόγος είναι απρόσφορος και αλυσιτελής.
53 Πράγματι, η διαφορά μεταξύ της CMF και της Επιτροπής δεν αφορά, ούτε μπορούσε να αφορά, το ζήτημα αν οφείλονται πράγματι οι δασμοί. Αφορούσε μόνον το αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις διαγραφής οφειλής.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
54 Αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας, το Πρωτοδικείο δεν αποφάνθηκε επί του αν υφίσταται εν προκειμένω έμμεση τιμολόγηση ούτε, επομένως, επί του αν υφίσταται τελωνειακή οφειλή.
55 Με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις απορρίφθηκαν αιτήσεις διαγραφής τελωνειακών οφειλών, το υποστατό των οποίων δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση και οι οποίες στηρίζονταν στο άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα.
56 Το Πρωτοδικείο επελήφθη λόγου αντλούμενου από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εφαρμογή του άρθρου αυτού, την οποία εξέτασε με τις σκέψεις 135 έως 150 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.
57 Στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του, εξέτασε τη μία από τις σωρευτικώς απαιτούμενες κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις, δηλαδή την έλλειψη πρόδηλης αμέλειας εκ μέρους του ενδιαφερομένου.
58 Καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν συνέτρεχε η προϋπόθεση αυτή, απέρριψε τον λόγο.
59 Επομένως ο εξετασθείς λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.
Επί του λόγου που αντλείται από πεπλανημένη ερμηνεία της έννοιας της παραβιάσεως ουσιωδών τύπων
Επιχειρήματα των διαδίκων
– Επιχειρήματα της αναιρεσείουσας
60 Η CMF αιτιάται το Πρωτοδικείο ότι ερμήνευσε πεπλανημένως το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής αποφαινόμενο ότι το άρθρο αυτό παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αποφασίζει μόνη της σχετικά με τη διαγραφή ή την επιστροφή δασμών.
61 Υποστηρίζει ότι η ερμηνεία αυτή συνεπάγεται τον παράνομο χαρακτήρα της διατάξεως αυτής.
62 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, περιλαμβάνεται σε κανονισμό εφαρμογής του βασικού κανονισμού, που είναι ο τελωνειακός κώδικας.
63 Υπογραμμίζει ότι το άρθρο 247 του τελωνειακού κώδικα ορίζει ότι τα απαιτούμενα για την εφαρμογή του εν λόγω κώδικα μέτρα λαμβάνονται κατά τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής του άρθρου 247α, παράγραφος 2, του εν λόγω κώδικα.
64 Επομένως, ο κανονισμός εφαρμογής δεν μπορεί να περιλαμβάνει εκτελεστικά μέτρα.
65 Επομένως, η αρμοδιότητα που περιβλήθηκε η Επιτροπή να αποφασίζει μόνη της σχετικά με τη διαγραφή και την επιστροφή δασμών και την ex nihilo συγκρότηση ομάδας εμπειρογνωμόνων δεν αποτελεί εκτελεστικό μέτρο του βασικού κανονισμού.
66 Επομένως, το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής δεν μπορεί να αποτελέσει νομική βάση για μια τέτοια εξουσιοδότηση. Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο δεν έπρεπε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή ενήργησε στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της βάσει αυτής της διατάξεως.
67 Επιπροσθέτως, η Συνθήκη ΕΚ δεν προβλέπει ρητώς την αρμοδιότητα αυτή.
68 Συντρέχει, επομένως, παράβαση του άρθρου 7 ΕΚ, δυνάμει του οποίου τα θεσμικά όργανα ενεργούν εντός των ορίων των εξουσιών που τους παρέχει η Συνθήκη.
69 Η CMF υποστηρίζει ότι προέβαλε ενώπιον του Πρωτοδικείου ένσταση απαραδέκτου του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής.
70 Προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι με τη σκέψη 51 της ελλείψεως νομιμότητας της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως έκρινε απαράδεκτη την ένσταση αυτή επειδή προβλήθηκε στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, χωρίς να στηρίζεται σε κανένα νομικό και πραγματικό στοιχείο που να έχει προκύψει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.
71 Δέχεται ότι τη συζήτηση περί του παράνομου χαρακτήρα του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής προκάλεσε η εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία του άρθρου αυτού στο υπόμνημά της αντικρούσεως, κατά την οποία η ομάδα εμπειρογνωμόνων που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν αποτελεί επιτροπή διεπόμενη από την απόφαση περί επιτροπών.
72 Υποστηρίζει, πάντως, ότι αυτή η ερμηνεία της Επιτροπής συνιστά νομικό στοιχείο που προέκυψε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
73 Στη συνέχεια, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε, με τη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν υποχρεούται να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως της εξετάσεως του παράνομου χαρακτήρα του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής με το πεπλανημένο κατά την άποψή της σκεπτικό ότι ο λόγος αυτός δεν είναι δημοσίας τάξεως.
74 Η CMF υποστηρίζει, επίσης, ότι, για τον καθορισμό της νομικής φύσεως της Επιτροπής τη γνώμη της οποίας ζήτησε η Επιτροπή, το Πρωτοδικείο προέβη, με τη σκέψη 55 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε πεπλανημένη ερμηνεία των κριτηρίων επιλογής μεταξύ της διαδικασίας της επιτροπής διαχειρίσεως και της διαδικασίας της κανονιστικής επιτροπής του άρθρου 2 της αποφάσεως περί επιτροπών (βλ. σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως), αποφαινόμενο ότι η διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής χρησιμοποιείται για τη λήψη μέτρων γενικής ισχύος που έχουν ως αντικείμενο την εφαρμογή ουσιαστικών διατάξεων των βασικών πράξεων.
75 Κατά την άποψή της, το κριτήριο των «μέτρων γενικής ισχύος» δεν αποτελεί το μοναδικό κριτήριο για την προσφυγή στη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής.
76 Επίσης, τα κριτήρια του άρθρου 2 της αποφάσεως περί επιτροπών δεν είναι δεσμευτικού χαρακτήρα. Επομένως, το Συμβούλιο δικαίως προέβλεψε ότι, προκειμένου περί μέτρων διαγραφής ή επιστροφής δασμών, πρέπει να ακολουθείται η διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής.
77 Επιπροσθέτως, η ερμηνεία που έδωσε το Πρωτοδικείο με τη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία οι επίμαχες αποφάσεις είναι ατομικές αποφάσεις στερούμενες γενικής ισχύος, είναι πεπλανημένη. Πράγματι, οι εν λόγω αποφάσεις έχουν επίσης γενική ισχύ, καθόσον, όσον αφορά την τελωνειακή οφειλή, άπτονται άμεσα των ιδίων πόρων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
78 Η CMF υποστηρίζει ότι εκφρασθείσα με το άρθρο 239, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα πρόθεση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν να επιβάλει τη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής προκειμένου περί αποφάσεων σχετικών με την επιστροφή ή διαγραφή δασμών.
79 Επισημαίνει ότι το άρθρο 239, παράγραφος 1, αναφέρεται δύο φορές στη «διαδικασία της επιτροπής», την πρώτη σε σχέση με τις «περιπτώσεις […] οι οποίες καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής», και τη δεύτερη όταν ορίζει ότι «οι καταστάσεις στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή, καθώς και οι λεπτομέρειες της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται καθορίζονται σύμφωνα με τη διαδικασία της επιτροπής».
80 Η πρώτη μνεία αφορά τη λήψη αποφάσεως, επί της ουσίας, περί επιστροφής ή διαγραφής. Η δεύτερη αφορά τις διατάξεις εφαρμογής του άρθρου 239, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα που πρέπει να θεσπιστούν με τον κανονισμό εφαρμογής. Οποιαδήποτε διαφορετική εξήγηση της διπλής αυτής μνείας θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο κοινοτικός νομοθέτης προέβη σε μια άνευ λόγου επανάληψη.
81 Η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν δέχθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εκείνο που η ίδια είχε υπογραμμίσει, ότι δηλαδή η ομάδα εμπειρογνωμόνων που κλήθηκε να γνωμοδοτήσει λειτουργούσε στην πράξη επί έτη χωρίς να έχει προβλεφθεί οποιοδήποτε κονδύλιο στον προϋπολογισμό. Κατά την άποψή της, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις αντιβαίνουν, ως εκ τούτου, ευθέως προς την κοινοτική νομοθεσία περί προϋπολογισμού. Η αντίθεση αυτή συνδυάζεται με την έλλειψη νομικής βάσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων και ενισχύει το συμπέρασμα περί εκδόσεώς τους εκτός παντός πλαισίου νομιμότητας.
82 Η CMF προσάπτει, επίσης, στο Πρωτοδικείο ότι, με τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποφάνθηκε ότι η προβλεπόμενη από το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής ομάδα εμπειρογνωμόνων αποτελεί χωριστή λειτουργική οντότητα σε σχέση με την επιτροπή του τελωνειακού κώδικα, χωρίς να προσδιορίσει την ακριβή φύση αυτής της οντότητας. Επομένως, παραλείποντας να εξετάσει βάσει ποιάς νομικής βάσεως δημιουργήθηκε αυτή η ομάδα εμπειρογνωμόνων, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.
83 Τέλος, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, με τις σκέψεις 78 και 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, αποφάνθηκε ότι τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα δεν μπορούν να επικαλεστούν φερόμενη παράβαση του άρθρου 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα.
84 Κατά την άποψή της, το Πρωτοδικείο όφειλε να λάβει υπόψη του τη νομολογία που συνιστούν οι αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1994, C‑137/92 P, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. I‑2555), και της 10ης Φεβρουαρίου 1998, C‑263/95, Γερμανία κατά Επιτροπής (Συλλογή 1998, σ. I-441, σκέψεις 31 και 32), τις οποίες επικαλέστηκε ενώπιόν του.
85 Η CMF υποστηρίζει ότι η τήρηση της προθεσμίας των δεκατεσσάρων ημερών που προβλέπει το άρθρο 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα έχει ιδιαίτερη σημασία. Δεδομένου ότι το Πρωτοδικείο, με τη σκέψη 77 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι τα μέλη της ομάδας εμπειρογνωμόνων είχαν στη διάθεσή τους δεκατρείς ημερολογιακές ημέρες προκειμένου να λάβουν γνώση της απαντήσεως της αναιρεσείουσας, όφειλε να διαπιστώσει ότι συντρέχει παράβαση ουσιωδών τύπων.
– Επιχειρήματα της Επιτροπής
86 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής έχει την έννοια ότι η ομάδα εμπειρογνωμόνων που προβλέπει η εν λόγω διάταξη δεν αποτελεί κανονιστική επιτροπή κατά την έννοια του άρθρου 5 της αποφάσεως περί επιτροπών. Το νομικό καθεστώς της δεν προκύπτει από αρμοδιότητα εκχωρηθείσα από το Συμβούλιο, αλλά από διάταξη, το άρθρο 907 του κανονισμού εφαρμογής, θεσπισθείσα από την Επιτροπή.
87 Επομένως, η Επιτροπή είχε αρμοδιότητα να εκδώσει τις προσβαλλόμενες αποφάσεις βάσει της διατάξεως αυτής.
88 Ακολούθως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής παρέσχε στην Επιτροπή την αρμοδιότητα εκδόσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων.
89 Η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της διατάξεως αυτής, που προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου, διακρίνεται από τον αρχικώς προβληθέντα με το δικόγραφο της προσφυγής λόγο. Το Πρωτοδικείο ορθώς αποφάνθηκε ότι, εφόσον προβλήθηκε στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως, είναι απαράδεκτη και ότι, καθόσον ο προβαλλόμενος παράνομος χαρακτήρας δεν ήταν δημοσίας τάξεως, το συγκεκριμένο ζήτημα δεν εξετάστηκε αυτεπαγγέλτως.
90 Επί της ουσίας, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις συνιστούν ατομικές αποφάσεις, ανεξαρτήτως των συνεπειών τους για τον προϋπολογισμό.
91 Κατά την άποψή της, το άρθρο 907 του κανονισμού εφαρμογής, που θεσπίστηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα, έπρεπε να είχε θεσπιστεί, όπως πράγματι έγινε, κατόπιν γνωμοδοτήσεως της επιτροπής του τελωνειακού κώδικα, και όχι οι ατομικές αποφάσεις που εκδόθηκαν στη συνέχεια βάσει αυτού του άρθρου 907. Επομένως, το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα.
92 Όσον αφορά την επί σειρά ετών λειτουργία της ομάδας εμπειρογνωμόνων χωρίς ειδικό κονδύλιο στον προϋπολογισμό, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι την πληροφορία αυτή την παρέσχε η ίδια απαντώντας σε γραπτές ερωτήσεις του Πρωτοδικείου ενόψει της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.
93 Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η αναιρεσείουσα έθεσε ως εκ περισσού το ζήτημα του κονδυλίου στον προϋπολογισμό προς ενίσχυση του κύριου λόγου ακυρώσεως που είχε προβάλει, κατά τον οποίο η ομάδα εμπειρογνωμόνων αποτελούσε, στην πραγματικότητα, κανονιστική επιτροπή.
94 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, καθόσον η CMF φρονεί ότι η προβαλλόμενη έλλειψη κονδυλίου στον προϋπολογισμό συνιστά χωριστό λόγο, αυτός θα πρέπει να κριθεί απαράδεκτος διότι δεν προβλήθηκε με τα εισαγωγικά δικόγραφα της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου.
95 Εξάλλου, στερούμενος λυσιτέλειας, ο λόγος αυτός δεν ασκεί επιρροή. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν αφορούν δαπάνες πραγματοποιούμενες από την Επιτροπή κατόπιν γνωμοδοτήσεως της ομάδας εμπειρογνωμόνων. Όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το ότι το Πρωτοδικείο δεν προσδιόρισε την ακριβή φύση της ομάδας εμπειρογνωμόνων, αφού προηγουμένως έκρινε ότι πρόκειται για χωριστή οντότητα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν χρειαζόταν μια τέτοια διευκρίνιση, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν κλήθηκε να αποφανθεί αν η ομάδα εμπειρογνωμόνων αποτελούσε ή όχι κανονιστική επιτροπή.
96 Όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά BASF κ.λπ. δεν έχει σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, καθόσον το Δικαστήριο υπογράμμισε στην υπόθεση εκείνη ότι η κύρωση περί της οποίας επρόκειτο εξυπηρετούσε τον ειδικό και συγκεκριμένο σκοπό της διασφαλίσεως της ασφάλειας δικαίου για τον αποδέκτη της πράξεως.
97 Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο εξέτασε τη φύση του τύπου που επιβάλλει το άρθρο 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα, καταλήγοντας ότι ο τύπος αυτός σκοπούσε στη διασφάλιση της εσωτερικής λειτουργίας της επιτροπής και όχι στην προστασία των συμφερόντων του αποδέκτη της εκδοθησόμενης πράξεως.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
98 Ο εξεταζόμενος λόγος αναιρέσεως περιλαμβάνει πέντε σκέλη:
– πεπλανημένη ερμηνεία του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής, καθόσον το Πρωτοδικείο δέχθηκε ότι, κατ’ εφαρμογήν αυτής της διατάξεως, η Επιτροπή μπορούσε να εκδώσει μόνη της τις προσβαλλόμενες αποφάσεις χωρίς να υποχρεούται να ζητήσει προηγουμένως τη γνώμη της επιτροπής τελωνειακού κώδικα αποφαινόμενης κατά την πλειοψηφία που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, της αποφάσεως περί επιτροπών, το οποίο παραπέμπει στην πλειοψηφία που προβλέπει το άρθρο 205, παράγραφος 2, ΕΚ·
– παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, καθόσον το Πρωτοδικείο έκρινε απαράδεκτη την ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής που προέβαλε η αναιρεσείουσα·
– μη αποδοχή του δημοσίας τάξεως χαρακτήρα της παρανομίας που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα κατ’ ένσταση, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν διαπίστωσε αυτεπαγγέλτως τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής·
– παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας περί του προϋπολογισμού, καθόσον οι προσβαλλόμενες αποφάσεις εκδόθηκαν κατόπιν γνωμοδοτήσεως ομάδας εμπειρογνωμόνων η οποία λειτουργούσε χωρίς να υπάρχει σχετικό κονδύλιο στον προϋπολογισμό·
– παράβαση του άρθρου 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα, καθόσον το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι οι ιδιώτες δεν μπορούν να επικαλεστούν τη διάταξη αυτή,
τα οποία πρέπει να εξεταστούν με τη σειρά που προεκτέθηκαν.
– Επί του πρώτου σκέλους που αντλείται από πεπλανημένη ερμηνεία του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής
99 Το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής προβλέπει ότι η Επιτροπή συμβουλεύεται «ομάδα εμπειρογνωμόνων που απαρτίζεται από αντιπροσώπους όλων των κρατών μελών που συνέρχονται στο πλαίσιο της επιτροπής».
100 Βάσει του γράμματος αυτής της διατάξεως, το Πρωτοδικείο ορθώς αποφάνθηκε, με τη σκέψη 59 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η έκφραση “στο πλαίσιο της επιτροπής” αποδίδει το γεγονός ότι η κατά το άρθρο 907 επιτροπή εμπειρογνωμόνων συνιστά μια λειτουργικώς διακριτή οντότητα σε σχέση με την επιτροπή του τελωνειακού κώδικα».
101 Η ερμηνεία αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 906, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής, κατά το οποίο «η εξέταση του εν λόγω φακέλου εγγράφεται το συντομότερο δυνατόν στην ημερήσια διάταξη κάποιας συνεδρίασης της επιτροπής, που προβλέπεται στο άρθρο 247 του κώδικα».
102 Πράγματι, το εν λόγω άρθρο 906, δεύτερο εδάφιο, έχει την έννοια ότι η επιτροπή τελωνειακού κώδικα αποφαίνεται όχι υπό την ιδιότητά της αυτή, προκειμένου να εκδώσει γνωμοδότηση, αλλά ως όργανο στο πλαίσιο του οποίου η ομάδα εμπειρογνωμόνων, διακριτή από το όργανο αυτό, διατυπώνει την άποψή της.
103 Επομένως, κακώς η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν δέχθηκε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις έπρεπε να είχαν εκδοθεί κατόπιν γνωμοδοτήσεως της επιτροπής τελωνειακού κώδικα.
104 Δεν μπορεί να προσαφθεί λυσιτελώς στο Πρωτοδικείο ότι δεν διευκρίνισε την ακριβή φύση της ομάδας εμπειρογνωμόνων. Πράγματι, το Πρωτοδικείο όφειλε απλώς να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η ομάδα εμπειρογνωμόνων αποτελούσε ή όχι κανονιστική επιτροπή.
105 Επομένως, το πρώτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου
106 Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, «απαγορεύεται κατά τη διάρκεια της δίκης η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία».
107 Δεν αμφισβητείται ότι, ενώπιον του Πρωτοδικείου, η αναιρεσείουσα προέβαλε τον παράνομο χαρακτήρα του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής μετά την υποβολή του υπομνήματος αντικρούσεως της Επιτροπής.
108 Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει, η ερμηνεία της διατάξεως αυτής που έδωσε η Επιτροπή με το εν λόγω υπόμνημά της δεν συνιστά, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, νομικό στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.
109 Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο έκρινε, με τις σκέψεις 51 και 53 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απαράδεκτη την προβληθείσα ένσταση ελλείψεως νομιμότητας.
110 Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από το γεγονός ότι αγνοήθηκε ο δημοσίας τάξεως χαρακτήρας της προβληθείσας εκ μέρους της αναιρεσείουσας ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας, καθόσον το Πρωτοδικείο δεν διαπίστωσε αυτεπαγγέλτως την έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής
111 Με τη σκέψη 52 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε, βεβαίως, ότι ο τυχόν παράνομος χαρακτήρας του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής δεν είναι δημοσίας τάξεως, προσθέτοντας, στη συνέχεια, ότι από τη νομολογία δεν προκύπτει ότι πρέπει αυτεπαγγέλτως να εξετάσει αν η Επιτροπή, θεσπίζοντας το εν λόγω άρθρο το οποίο αποτελεί νομική βάση των προσβαλλομένων αποφάσεων, υπερέβη τα όρια των αρμοδιοτήτων της.
112 Πάντως, με την ίδια σκέψη της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ότι:
«[…] δεν χωρεί αμφιβολία, εν προκειμένω, ότι η Επιτροπή ενήργησε εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων της εκδίδοντας τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Πράγματι, οι αποφάσεις αυτές εκδόθηκαν βάσει του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής, το οποίο θεσπίστηκε σύμφωνα με τη γνωμοδότηση της επιτροπής τελωνειακού κώδικα […]»
113 Επομένως, ορθώς το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής δεν πάσχει από την προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας, κρίνοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι μόνη η θέσπιση αυτής της διατάξεως και όχι η έκδοση, στη συνέχεια, ατομικών αποφάσεων εκ μέρους της Επιτροπής υπόκειται στη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής.
114 Επιβάλλεται σχετικώς να τονισθεί ότι το άρθρο 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ εξουσιοδοτεί το Συμβούλιο να απονέμει στην Επιτροπή, με τις πράξεις που εκδίδει, αρμοδιότητες εκτέλεσης των κανόνων που θεσπίζει, εξαρτώντας, ενδεχομένως, την άσκηση αυτών των αρμοδιοτήτων από ορισμένους όρους ή διατηρώντας το δικαίωμα να ασκεί απευθείας εκτελεστικές αρμοδιότητες σε ειδικές περιπτώσεις.
115 Η έννοια της «εκτελέσεως» κατά το άρθρο αυτό περιλαμβάνει τόσο την κατάρτιση των κανόνων εφαρμογής όσο και την εφαρμογή των κανόνων αυτών σε ειδικές περιπτώσεις διά της εκδόσεως ατομικών πράξεων (απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, C-122/04, Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I-2001, σκέψη 37 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
116 Βάσει του άρθρου 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση περί επιτροπών η οποία καθορίζει τον τρόπο ασκήσεως των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στην Επιτροπή.
117 Το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής (βλ. σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως) θέτει τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να γίνεται επιλογή μεταξύ τριών τύπων διαδικασίας, δηλαδή της διαδικασίας της επιτροπής διαχειρίσεως, της διαδικασίας της κανονιστικής επιτροπής και της διαδικασίας της συμβουλευτικής επιτροπής.
118 Οι προβλεπόμενες τρεις διαδικασίες καθορίζονται με τα άρθρα 3 έως 5 της ίδιας αποφάσεως.
119 Από το γράμμα του άρθρου 2 της αποφάσεως περί επιτροπών προκύπτει ότι τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει να γίνεται η επιλογή της επιτροπής δεν είναι δεσμευτικά, όπως ρητώς τονίζεται στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη αυτής της αποφάσεως.
120 Επομένως, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης προσφυγής στη διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής, μέτρα γενικής ισχύος ενδέχεται να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, στοιχεία α΄ και β΄, της αποφάσεως περί επιτροπών (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 38).
121 Ενδέχεται να εμπίπτουν στη διαδικασία της διαχειριστικής επιτροπής στην περίπτωση που συνδέονται στενώς με ατομικά μέτρα και εντάσσονται σε πλαίσιο επαρκώς ρυθμιζόμενο από την ίδια την πράξη (βλ. προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 41).
122 Αντιθέτως, επίσης υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης προσφυγής στη διαδικασία της συμβουλευτικής επιτροπής, ατομικά μέτρα ενδέχεται να εμπίπτουν αποκλειστικώς στο άρθρο 2, στοιχείο α΄, της αποφάσεως περί επιτροπών (προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, σκέψη 38).
123 Στην υπό κρίση υπόθεση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα περιέχεται σε πράξη του Συμβουλίου.
124 Με τη διάταξη αυτή, το Συμβούλιο ανέθεσε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ, εκτελεστικές αρμοδιότητες προς καθορισμό, αφενός, των περιπτώσεων στις οποίες χωρεί επιστροφή ή διαγραφή δασμών, και, αφετέρου, της διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται προς τούτο.
125 Λαμβανομένων υπόψη των άρθρων 4, σημείο 24, 247 και 247α, του τελωνειακού κώδικα, η παραπομπή του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα στη διαδικασία της επιτροπής συνεπάγεται την προσφυγή στη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής, η οποία ακολουθείται στην περίπτωση μέτρων γενικής ισχύος.
126 Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η αναιρεσείουσα, η σχετική με την επιστροφή ή τη διαγραφή δασμών απόφαση της Επιτροπής δεν είναι γενικής ισχύος, παρά το γεγονός ότι έχει συνέπειες για τους ίδιους πόρους της Κοινότητας.
127 Όπως ακριβώς μια απόφαση της Επιτροπής που επιβάλλει πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού, η οποία επίσης έχει τέτοιες συνέπειες, δεν συνιστά ατομική απόφαση.
128 Το Συμβούλιο, επίσης, για να την εκδώσει, δεν μπορούσε παρά να ακολουθήσει τη διαδικασία της επιτροπής διαχειρίσεως, διαδικασία η οποία δεν ακολουθήθηκε ως προς τα άρθρα 239, 247 και 247α του τελωνειακού κώδικα.
129 Επομένως, κακώς η αναιρεσείουσα υποστηρίζει, αφενός, ότι το Συμβούλιο μπορούσε να επιβάλει προσφυγή στη διαδικασία της κανονιστικής επιτροπής για την έκδοση αποφάσεων που αφορούν ιδιώτες επιχειρηματίες και, αφετέρου, ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε πεπλανημένα τα κριτήρια επιλογής μεταξύ της διαδικασίας της επιτροπής διαχειρίσεως και της διαδικασίας της κανονιστικής επιτροπής που προβλέπει το άρθρο 2 της αποφάσεως περί επιτροπών.
130 Στο πλαίσιο μιας ερμηνείας, τόσο γραμματικής όσο και συστηματικής, του άρθρου 239, παράγραφος 1, του τελωνειακού κώδικα, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι ο όρος «περιπτώσεις» αναφέρεται, στα δύο αυτά σημεία που χρησιμοποιείται, σε καταστάσεις οριζόμενες κατά τρόπο αφηρημένο και όχι σε καταστάσεις ιδιωτών επιχειρηματιών οι οποίες αποτελούν αντικείμενο συγκεκριμένης εκτιμήσεως στο πλαίσιο εκδόσεως ατομικών αποφάσεων.
131 Το συμπέρασμα αυτό συνάδει με τη μνεία, στη δεύτερη φράση του ιδίου άρθρου, των «καταστάσεων στις οποίες μπορεί να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή» και της «διαδικασίας που πρέπει να ακολουθείται», φράσεις που παραπέμπουν σε μέτρα γενικής ισχύος.
132 Θεσπίζοντας μέτρο γενικής ισχύος, όπως είναι το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής, η Επιτροπή άσκησε την εκτελεστική αρμοδιότητα που της έχει αναθέσει το άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα όσον αφορά την ακολουθητέα διαδικασία.
133 Δεν αμφισβητείται ότι, προς τούτο, η Επιτροπή τακτικώς ζητούσε τη γνώμη της επιτροπής τελωνειακού κώδικα.
134 Δεδομένου ότι το άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα δεν την υποχρέωνε να προσφύγει σε μια ειδική διαδικασία στο πλαίσιο της συγκεκριμένης εξετάσεως των αιτήσεων επιστροφής ή διαγραφής δασμών, είχε εκ του νόμου τη δυνατότητα:
– να ορίσει ότι θα ασκεί την εξουσία λήψεως αποφάσεως κατόπιν γνωμοδοτήσεως ομάδας εμπειρογνωμόνων λειτουργικώς διακριτής από την επιτροπή τελωνειακού κώδικα ή να αναγνωρίσει ότι έχει την εξουσία αυτή και ότι δύναται να την ασκήσει χωρίς τη συνδρομή μιας τέτοιας ομάδας, σύμφωνα, εξάλλου, με τον κανόνα που θέσπισε με το άρθρο 905, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής, κατά τον οποίο η τελωνειακή αρχή μπορεί να αποφασίσει μόνη της να προβεί στην επιστροφή ή στη διαγραφή δασμών όταν η σχετική αίτηση αφορά ποσό μικρότερο ενός ορισμένου ορίου·
– να μην εξαρτήσει τη γνωμοδότηση της ομάδας εμπειρογνωμόνων από την επίτευξη ειδικής πλειοψηφίας.
135 Συνεπώς, το άρθρο 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα, το οποίο έχει θεσπισθεί σύμφωνα με το άρθρο 202, τρίτη περίπτωση, ΕΚ.
136 Επομένως, δεν αντιβαίνει ούτε προς το άρθρο 7 ΕΚ.
137 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση που διατύπωσε η αναιρεσείουσα κατά του σημείου εκείνου του σκεπτικού της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι ο ενδεχόμενος παράνομος χαρακτήρας του άρθρου 907, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού εφαρμογής δεν είναι δημοσίας τάξεως στρέφεται κατά αιτιολογίας που παρατίθεται ως εκ περισσού στην απόφαση του Πρωτοδικείου οπότε, ως αλυσιτελής, να μη συνεπάγεται την αναίρεσή της (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 28ης Οκτωβρίου 2004, C-164/01 P, Van den Berg κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-10225, σκέψη 60, καθώς και της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C-202/02 P, C‑205/02 P έως C-208/02 P και C-213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-5425, σκέψη 148).
138 Πράγματι, το ζήτημα αν είναι δημοσίας τάξεως το παράνομο μιας πράξεως δεν είναι κρίσιμο όταν το Πρωτοδικείο, ορθώς, κρίνει ότι η πράξη δεν επηρεάζεται από την έλλειψη νομιμότητας και, κατά συνέπεια, δεν θέτει αυτεπαγγέλτως ζήτημα νομιμότητας.
139 Επομένως, το τρίτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του τέταρτου σκέλους που αντλείται από παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας περί προϋπολογισμού
140 Χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί το ζήτημα αν η αναιρεσείουσα προέβαλε πράγματι ενώπιον του Πρωτοδικείου, ως λόγο ακυρώσεως των προσβαλλομένων αποφάσεων, παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας περί προϋπολογισμού, αρκεί να τονιστεί ότι η υπό κρίση υπόθεση δεν αφορά δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε η Επιτροπή προς διασφάλιση της λειτουργίας της ομάδας εμπειρογνωμόνων.
141 Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η ύπαρξη ή μη κονδυλίου στον προϋπολογισμό δεν επηρεάζει τη νομιμότητα των προσβαλλομένων αποφάσεων, οι οποίες αφορούν αιτήσεις διαγραφής δασμών.
142 Επομένως, το εν πάση περιπτώσει αλυσιτελές, τέταρτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του πέμπτου σκέλους που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα
143 Το άρθρο 4 του εσωτερικού κανονισμού της επιτροπής τελωνειακού κώδικα προβλέπει ότι, μεταξύ άλλων, τα σχέδια μέτρων επί των οποίων ζητείται η γνώμη της επιτροπής, καθώς και οποιοδήποτε άλλο έγγραφο εργασίας, διαβιβάζονται στα μέλη της επιτροπής, κατά κανόνα, δεκατέσσερις ημερολογιακές ημέρες πριν από την ημερομηνία συνεδριάσεώς της, προθεσμία η οποία είναι δυνατόν να περιοριστεί σε πέντε ημερολογιακές ημέρες σε περίπτωση επείγοντος ή, ακόμα περισσότερο, σε περίπτωση εξαιρετικώς επείγοντος.
144 Το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε με τη σκέψη 79 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ότι σκοπός της διατάξεως αυτής είναι η διασφάλιση της εσωτερικής λειτουργίας της επιτροπής τελωνειακού κώδικα, τηρουμένων απολύτως των προνομίων των μελών της.
145 Επισήμανε, ακολούθως, ότι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα δεν μπορούν να επικαλούνται ενδεχόμενη παράβαση αυτού του κανόνα, ο οποίος δεν αποβλέπει την προστασία ιδιωτών (βλ., υπ’ αυτήν την έννοια απόφαση της 7ης Μαΐου 1991, C-69/89, Nakajima κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I-2069, σκέψεις 49 και 50).
146 Προεχόντως, μετά τη διαπίστωση ότι η ομάδα εμπειρογνωμόνων δεν αποτελούσε κανονιστική επιτροπή και ότι, εξάλλου, η αναιρεσείουσα αποτελούσε τρίτο πρόσωπο, ορθώς το Πρωτοδικείο απέκλεισε την εφαρμογή της απορρέουσας από την προαναφερθείσα απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής νομολογίας, η οποία, εκδοθείσα επί προσφυγής κράτους μέλους σχετικής με μόνιμη επιτροπή τεχνικών έργων απαρτιζόμενης από εκπροσώπους των κρατών μελών, ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω μη τηρήσεως της προθεσμίας που προβλέπει ο εσωτερικός κανονισμός αυτής της επιτροπής για την αποστολή εγγράφων στα μέλη της.
147 Ορθώς, επίσης, από νομικής απόψεως το Πρωτοδικείο δεν εφάρμοσε, κατ’ αναλογία, τη νομολογία που απορρέει από την προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., τη σχετική με το άρθρο 12, πρώτο εδάφιο, του ισχύοντος τότε εσωτερικού κανονισμού της Επιτροπής, δυνάμει του οποίου οι πράξεις που εγκρίνει η Επιτροπή κατά τις συνεδριάσεις της βάσει της έγγραφης διαδικασίας πρέπει να κυρώνονται στις γλώσσες στις οποίες είναι αυθεντικές, με την υπογραφή τους από τον πρόεδρο και τον εκτελεστικό γραμματέα.
148 Πράγματι, με τις σκέψεις 75 έως 78 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο δέχθηκε λόγο αναιρέσεως που είχε αντλήσει νομικό πρόσωπο από παράβαση του άρθρου 12, πρώτο εδάφιο, του εσωτερικού κανονισμού με αιτιολογία, μη ισχύουσα αναλογικώς στην υπό κρίση υπόθεση, ότι η κύρωση των πράξεων που προβλέπει η διάταξη αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση βεβαιότητας δικαίου παγιώνοντας, στις αυθεντικές γλώσσες, το κείμενο που εγκρίθηκε από την ολομέλεια, καθώς και ότι, κατά συνέπεια, η κύρωση αυτή συνιστά ουσιώδη τύπο.
149 Υπό τις συνθήκες αυτές, το πέμπτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.
150 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.
Επί του λόγου που αντλείται από πεπλανημένη εφαρμογή του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα
Επιχειρήματα των διαδίκων
– Επιχειρήματα της αναιρεσείουσας
151 Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο ερμήνευσε πεπλανημένως το άρθρο 239 του τελωνειακού κώδικα αποφαινόμενο ότι δεν συντρέχει η προϋπόθεση της ελλείψεως πρόδηλης πλάνης.
152 Ο λόγος αναιρέσεως διαιρείται σε τρία σκέλη.
153 Με το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου, η CMF προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι πεπλανημένως έκρινε, παραπέμποντας στην απόφασή του της 21ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑104/02, Gondrand Frères κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. II-3211, σκέψη 66), ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3319/94 δεν παρουσίαζε αξιόλογη ερμηνευτική δυσχέρεια, καθόσον η διάταξη αυτή θεσπίστηκε προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος παρακάμψεως των μέτρων αντιντάμπινγκ διά της προσφυγής σε τριγωνικά εισαγωγικά κυκλώματα συνεπαγόμενα τεκμήριο κινδύνου παρακάμψεως τέτοιων μέτρων σε περίπτωση που δεν εκδίδονται απευθείας τιμολόγια για τις εισαγωγές από τον παραγωγό ή τον εξαγωγέα προς τον μη δεσμευόμενο εισαγωγέα.
154 Το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, όμως, του κανονισμού 3319/94 δεν προβλέπει την επιβολή ειδικού δασμού σε περίπτωση κινδύνου παρακάμψεως μέτρων αντιντάμπινγκ. Αν το Πρωτοδικείο είχε ερμηνεύσει το άρθρο αυτό σε συνδυασμό με την τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη του ίδιου κανονισμού (βλ. σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως), θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ειδικός δασμός οφείλεται μόνο σε περίπτωση που αποδειχθεί η παράκαμψη.
155 Η ερμηνεία του Πρωτοδικείου αποδεικνύει τη δυσχέρεια ερμηνείας της διατάξεως αυτής.
156 Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε ότι δεν μπορούσε να απαλλαγεί της ευθύνης της για τα σφάλματα των εκτελωνιστών της και ότι είχε αρκετή επαγγελματική πείρα στον συγκεκριμένο τομέα.
157 Υποστηρίζει ότι η επαγγελματική ευθύνη των εκτελωνιστών έχει αναγνωριστεί στο κοινοτικό δίκαιο (απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 1984, 98/83 και 230/83, Van Gend & Loos και Expeditiebedrijf Wim Bosman κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3763, σκέψη 16).
158 Υποστηρίζει, επίσης, όσον αφορά την επαγγελματική της πείρα, ότι ασκεί τη δραστηριότητα του χονδρεμπόρου χημικών προϊόντων και ειδών για τη γεωργία, ιδίως διαλυμάτων αζώτου και ότι, κατά συνέπεια, αγοράζει συχνά τα προϊόντα που αφορά ο κανονισμός 3319/94, τα οποία πολλές φορές είναι προελεύσεως Πολωνίας και Λιθουανίας.
159 Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι ειδικεύεται στη διαδικασία εκτελωνισμού των προϊόντων αυτών στη Γαλλία. Για τον λόγο αυτόν, ακριβώς, προσφεύγει σε Γάλλους τελωνειακούς εμπειρογνώμονες προς διεκπεραίωση των περίπλοκων διαδικασιών εκτελωνισμού.
160 Συνεπώς, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως έμπειρη επιχείρηση στον τομέα των εισαγωγών και εξαγωγών διαλυμάτων αζώτου, όχι όμως ως έμπειρη επιχείρηση στον τομέα των διαδικασιών εκτελωνισμού.
161 Κατά συνέπεια, τα σφάλματα στα οποία υπέπεσαν οι εκτελωνιστές δεν θεμελιώνουν τη δική της ευθύνη.
162 Με το τρίτο σκέλος του λόγου, η CMF υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο, στηριζόμενο σε πεπλανημένη ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών, αποφάνθηκε εσφαλμένως ότι η αναιρεσείουσα δεν επέδειξε την απαιτούμενη επιμέλεια.
163 Με τις σκέψεις 143 και 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πεπλανημένως έκρινε ότι ουδέποτε ζήτησε τη συμβουλή των εκτελωνιστών της και ότι τα τιμολόγιά της περιείχαν σφάλματα.
164 Η αναιρεσείουσα υπογραμμίζει ότι, με επιστολή της 7ης Μαρτίου 2000, ζήτησε από τη γαλλική τελωνειακή αρχή διευκρινίσεις για τον κανονισμό 3319/94.
165 Επίσης, τα εσφαλμένα τιμολόγια, στα οποία αορίστως αναφέρεται το Πρωτοδικείο, αφορούσαν, στην πράξη, μόνον την υπόθεση T-134/03 και μάλιστα ένα μόνον από τα φορτία που αφορούσε η υπόθεση αυτή.
166 Το ένα από τα δύο σφάλματα, το οποίο αμέσως διορθώθηκε, αφορούσε τιμολόγιο που εκδόθηκε σε γαλλικά φράγκα αντί σε δολάρια, το δε άλλο την παράλειψη λογιστικής εγγραφής των εξόδων φορτώσεως.
167 Τα σφάλματα αυτά απαντώνται συχνά σε τέτοιου είδους εμπορικές πράξεις. Δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν έλλειψη επιμέλειας της αναιρεσείουσας.
– Επιχειρήματα της Επιτροπής
168 Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως κρίνοντας ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3319/94 δεν παρουσίαζε αξιόλογη ερμηνευτική δυσχέρεια. Πράγματι, η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει υποκειμενικό στοιχείο συνεπαγόμενο έρευνα της βουλήσεως του συγκεκριμένου επιχειρηματία. Η εφαρμογή του απαιτούσε απλώς τη συνδρομή των δύο αντικειμενικών προϋποθέσεων που προβλέπει.
169 Όσον αφορά τα σφάλματα που καταλογίζει η αναιρεσείουσα στους εκτελωνιστές της, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ενδεχόμενη ευθύνη τους δεν αποκλείει την ευθύνη της αναιρεσείουσας, στην οποία εναπόκειται να ζητήσει, ενδεχομένως, αναγνώριση της ευθύνης των εκτελωνιστών.
170 Όσον αφορά την επαγγελματική πείρα του επιχειρηματία, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτή πρέπει να εκτιμάται όχι αναλόγως της πείρας του ως προς τις διαδικασίες εκτελωνισμού, αλλά αναλόγως της πείρας του ως προς τις εμπορικές δραστηριότητες εισαγωγής και εξαγωγής (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 1999, C-48/98, Söhl & Söhlke, Συλλογή 1999, σ. I‑7877, σκέψη 57).
171 Όσον αφορά το ζήτημα της επιμέλειας της CMF, τονίζει, πρώτον, ότι η εταιρία αυτή ζήτησε διευκρινίσεις από την εθνική αρχή σε χρόνο μεταγενέστερο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως.
172 Υποστηρίζει, στη συνέχεια, ότι η αμφισβήτηση της εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτιμήσεως των σχετικών με τα τιμολόγια σφαλμάτων είναι απαράδεκτη, καθόσον αμφισβητεί εκτίμηση πραγματικών περιστατικών, η οποία, πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως των προσκομισθέντων στοιχείων, δεν συνιστά νομικό ζήτημα υποκείμενο στον αναιρετικό έλεγχο του Δικαστηρίου.
173 Εν πάση περιπτώσει, η αμφισβήτηση αφορά μέρος μόνον των πραγματικών περιστατικών που εξέτασε το Πρωτοδικείο. Επιπροσθέτως, η αναιρεσείουσα παρέσχε στους εκτελωνιστές της ακριβείς οδηγίες μη δυνάμενες όμως να εφαρμοστούν, ζήτησε δε καθυστερημένα διευκρινίσεις από την αρμόδια εθνική αρχή.
Εκτίμηση του Δικαστηρίου
174 Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ακριβώς, με τη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί αν υφίσταται πρόδηλη αμέλεια, κατά την έννοια του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη ιδίως η περιπλοκότητα των διατάξεων των οποίων η παράβαση οδηγεί στη γένεση τελωνειακής οφειλής, καθώς και η επαγγελματική πείρα και η επιμέλεια της επιχειρήσεως (αποφάσεις Söhl & Söhlke, προαναφερθείσα, σκέψη 56, και της 13ης Μαρτίου 2003, C-156/00, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-2527, σκέψη 92).
175 Ορθώς, επίσης, υπενθύμισε με τη σκέψη 136 της ιδίας αποφάσεως ότι η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, η οποία παρέχεται υπό ορισμένες προϋποθέσεις και σε ειδικώς προβλεπόμενες περιπτώσεις, συνιστά εξαίρεση από το κανονικό σύστημα εισαγωγών και εξαγωγών και, κατά συνέπεια, οι προβλέπουσες μια τέτοια επιστροφή διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς (προαναφερθείσα απόφαση Söhl & Söhlke, σκέψη 52).
– Επί του πρώτου σκέλους που αντλείται από τον περίπλοκο χαρακτήρα του άρθρου 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3319/94
176 Με τη σκέψη 137 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε, παραπέμποντας στην προαναφερθείσα απόφασή του Gondrand Frères κατά Επιτροπής (σκέψη 66), ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3319/94 δεν παρουσίαζε μεγάλη ερμηνευτική δυσχέρεια.
177 Προς τούτο, προέβη σε νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να καθορίσει αν η συγκεκριμένη τελωνειακή ρύθμιση μπορούσε να θεωρηθεί ως «περίπλοκη», στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 3ης Μαρτίου 2005, C‑499/03 P, Biegi Nahrungsmittel και Commonfood κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I-1751, σκέψεις 42 και 43).
178 Επιβάλλεται σχετικώς η διαπίστωση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3319/94 προβλέπει, ως μοναδικές προϋποθέσεις για την επιβολή ειδικού δασμού, την ύπαρξη έμμεσης τιμολογήσεως και την εισαγωγή ενός προϊόντος από τη ZAP.
179 Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να παρακάμψει τον δασμό αντιντάμπινγκ.
180 Η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3319/94 δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση αυτή. Θέτει ως σκοπό την «αποτροπή» της παρακάμψεως των μέτρων αντιντάμπινγκ. Η επιδίωξη αυτή συνιστά σαφώς γενικό προληπτικό σκοπό και ουδόλως αποβλέπει στον προσδιορισμό καταστάσεων στις οποίες πρέπει να θεωρείται ως αποδειχθείσα η παράκαμψη δασμών αντιντάμπινγκ.
181 Αποφαινόμενο ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3319/94, καθόσον αποσκοπεί στην «αποτροπή του κινδύνου παρακάμψεως», δεν παρουσίαζε μεγάλη ερμηνευτική δυσχέρεια, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη ως προς τον νομικό χαρακτηρισμό στοιχείων δυναμένων να αποτελέσουν τη μία από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα.
182 Επομένως, το πρώτο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του δευτέρου σκέλους που αντλείται, αφενός, από μη αναγνώριση απαλλαγής από την ευθύνη λόγω σφαλμάτων που διέπραξαν οι εκτελωνιστές και, αφετέρου, από τη συνεκτίμηση της επαρκούς επαγγελματικής πείρας της αναιρεσείουσας στον συγκεκριμένο τομέα
183 Με τη σκέψη 139 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η αναιρεσείουσα δεν μπορεί να απαλλαγεί από τη δική της ευθύνη επικαλούμενη σφάλματα, υπαρκτά ή μη, των εκτελωνιστών της.
184 Πρέπει συναφώς να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, του τελωνειακού κώδικα, για τη διεκπεραίωση πράξεων και διατυπώσεων που προβλέπονται από την τελωνειακή νομοθεσία, η εκπροσώπηση ενός επιχειρηματία μπορεί να είναι είτε άμεση, στην περίπτωση κατά την οποία ο εκπρόσωπος ενεργεί εξ ονόματος και για λογαριασμό της, είτε έμμεση, όταν ο αντιπρόσωπος ενεργεί ιδίω ονόματι, αλλά για λογαριασμό τρίτου.
185 Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι:
– κατά το άρθρο 4, σημείο 18, του τελωνειακού κώδικα, ο διασαφητής είναι το πρόσωπο που καταθέτει στο όνομά του την τελωνειακή διασάφηση ή εκείνος στο όνομα του οποίου κατατίθεται μια τελωνειακή διασάφηση·
– κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 201, παράγραφος 3, του ιδίου κώδικα, ο οφειλέτης τελωνειακής οφειλής είναι ο διασαφητής, σε περίπτωση δε έμμεσης αντιπροσωπεύσεως, το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου κατατίθεται η διασάφηση.
186 Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτει ότι ο επιχειρηματίας ο οποίος προσφεύγει σε εκτελωνιστή, στο πλαίσιο είτε άμεσης είτε έμμεσης αντιπροσωπεύσεως, είναι εν πάση περιπτώσει οφειλέτης της τελωνειακής οφειλής έναντι των τελωνειακών αρχών.
187 Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αποκλείοντας οποιαδήποτε απαλλαγή από την ευθύνη της αναιρεσείουσας λόγω σφαλμάτων που διέπραξαν οι εκτελωνιστές της, καθόσον η ενδεχόμενη ευθύνη αυτών έναντι της CMF αφορά αποκλειστικώς τις συμβατικές τους σχέσεις με αυτή.
188 Όσον αφορά τη σχετική με την επαγγελματική πείρα της επιχειρήσεως προϋπόθεση, το Πρωτοδικείο ορθώς υπενθύμισε, με τη σκέψη 140 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι πρέπει να εξετάζεται αν πρόκειται ή όχι για επιχείρηση της οποίας η επαγγελματική δραστηριότητα συνίσταται, ουσιαστικώς, στην πραγματοποίηση εισαγωγών και εξαγωγών και αν έχει αποκτήσει ήδη κάποια πείρα στον τομέα αυτόν (προαναφερθείσα απόφαση Söhl & Söhlke, σκέψη 57).
189 Αφού, στη συνέχεια, διαπίστωσε, με τη σκέψη 141 της ιδίας αποφάσεως, ότι η ίδια η προσφεύγουσα δέχεται ότι είχε ορισμένη πείρα στον τομέα εισαγωγής των εμπιπτόντων στον κανονισμό 3319/94 αζωτούχων προϊόντων, στοιχείο που επιβεβαίωσε και με την αίτησή της αναιρέσεως (βλ. σκέψη 160 της υπό κρίση υποθέσεως), ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή βασίμως έκρινε ότι η αναιρεσείουσα είχε την απαιτούμενη επαγγελματική πείρα.
190 Επομένως, το δεύτερο σκέλος του εξετασθέντος λόγου πρέπει να απορριφθεί.
– Επί του τρίτου σκέλους, του αντλούμενου από πλάνη κατά την εξέταση της σχετικής με την επιμέλεια του επιχειρηματία προϋποθέσεως
191 Με τη σκέψη 142 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε ότι εναπόκειται κυρίως στον επιχειρηματία, σε περίπτωση που έχει αμφιβολίες ως προς την ακριβή εφαρμογή των διατάξεων από τη μη εκτέλεση των οποίων μπορεί να γεννηθεί τελωνειακή οφειλή, να ενημερωθεί και να αναζητήσει κάθε δυνατή διευκρίνιση ώστε να μην παραβεί τις σχετικές διατάξεις (προαναφερθείσα απόφαση Söhl & Söhlke, σκέψη 58).
192 Στη συνέχεια υπογράμμισε, με τη σκέψη 143 της ιδίας αποφάσεως, ότι η αναιρεσείουσα, μολονότι επικαλέστηκε εγγενείς δυσχέρειες κατά την εφαρμογή του κανονισμού 3319/94, όχι μόνον δεν ζήτησε τη συμβουλή των εκτελωνιστών της, αλλ’ αντιθέτως τους έδωσε ακριβείς οδηγίες.
193 Με τη σκέψη 144 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπογράμμισε: «Επιπροσθέτως, τα σφάλματα της προσφεύγουσας κατά την τιμολόγηση συνηγορούν, επίσης, υπέρ της ελλείψεως επιμέλειας εκ μέρους της».
194 Με τη σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η συμπεριφορά της αναιρεσείουσας κατά τη διεξαγωγή των συγκεκριμένων πράξεων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αρκούντως επιμελής.
195 Επιβάλλεται σχετικώς να τονισθεί, πρώτον, ότι, προς τούτο, προέβη σε νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών προκειμένου να αποφανθεί αν συντρέχει η προϋπόθεση της «επιμέλειας» (βλ., κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα απόφαση Biegi Nahrungsmittel και Commonfood κατά Επιτροπής, σκέψεις 42 και 43). Επομένως, αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της Επιτροπής, παραδεκτώς προβάλλεται η σχετική με τα σφάλματα κατά την τιμόλογηση αμφισβήτηση της αναιρεσείουσας.
196 Εντούτοις, επισημαίνεται ότι το συμπέρασμα που διατυπώνεται δικαιολογείται αρκούντως από τη διαπίστωση ότι η CMF παρέλειψε να ζητήσει οποιαδήποτε πληροφορία ή διευκρίνιση από τους συγκεκριμένους εκτελωνιστές, μολονότι προβάλλει την «περιπλοκότητα» του κανονισμού 3319/94.
197 Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος του άρθρου 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, η αναιρεσείουσα δεν μπορούσε να μην έχει αμφιβολίες ως προς την ενδεχόμενη επιβολή ειδικού δασμού επί ενός σχήματος εισαγωγής, που η ίδια επέλεξε, το οποίο ενέπλεκε δύο εταιρίες μεταξύ του Πολωνού εξαγωγέα και της ίδιας.
198 Υπό τις συνθήκες αυτές, αν η CMF θεωρούσε ότι η τριακοστή ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3319/94 έθετε, αντί ενός γενικού σκοπού προλήψεως, προϋπόθεση περί του πότε θεωρείται αποδεδειγμένο ότι συντρέχει παράκαμψη μέτρων αντιντάμπινγκ, επιπροσθέτως των δύο μόνον προϋποθέσεων που θέτει το άρθρο 1, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του ιδίου κανονισμού, θα μπορούσε προφανώς να ενημερωθεί και να ζητήσει κάθε δυνατή διευκρίνιση πριν από τον συγκεκριμένο εκτελωνισμό, και όχι κατά το έτος 2000, όπως προέβαλε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.
199 Επομένως, ακόμα και αν κριθεί βάσιμη, η αιτίαση της αναιρεσείουσας περί σφαλμάτων κατά την τιμολόγηση, τα οποία το Πρωτοδικείο έκρινε μάλλον ως πρόσθετα στοιχεία αναλύσεως, δεν αρκεί ώστε να θεωρηθεί ως νομικώς πεπλανημένο το συμπέρασμα που διατυπώνεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση αναφορικά με την προϋπόθεση της επιμέλειας του επιχειρηματία.
200 Τελικώς, δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως δεν είναι βάσιμος, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.
Επί των δικαστικών εξόδων
201 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία της αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ιδίου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η αναιρεσείουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:
1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2) Καταδικάζει την Common Market Fertilizers SA στα δικαστικά έξοδα.
(υπογραφές)
* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.