EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62004CC0274

Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Léger της 29ης Σεπτεμβρίου 2005.
ED & F Man Sugar Ltd κατά Hauptzollamt Hamburg-Jonas.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Finanzgericht Hamburg - Γερμανία.
Γεωργία - Κανονισμός (ΕΟΚ) 3665/87 - Επιστροφές κατά την εξαγωγή - Επιβολή κυρώσεως κατόπιν αποφάσεως που κατέστη απρόσβλητη περί αναζητήσεως της επιστροφής - Δυνατότητα επανεξετάσεως της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως.
Υπόθεση C-274/04.

Συλλογή της Νομολογίας 2006 I-03269

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:584



ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

PHILIPPE LÉGER

της 29ης Σεπτεμβρίου 2005 1(1)

Υπόθεση C‑274/04

ED & F Man Sugar Ltd

κατά

Hauptzollamt Hamburg-Jonas

[αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία)]

«Γεωργία – Επιστροφές κατά την εξαγωγή – Απόδοση αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών – Κύρωση – Προϋποθέσεις εφαρμογής – Αιτηθείσα επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη – Έλλειψη αμφισβητήσεως της αιτήσεως αποδόσεως των επιστροφών κατά την εξαγωγή – Αμφισβήτηση της κυρώσεως»





1.     Όταν οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια επιλαμβάνονται διοικητικής ενστάσεως ή προσφυγής που στρέφεται κατά αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως, μπορούν να εξακριβώνουν αν ο εξαγωγέας ζήτησε επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη παρά το ό,τι η απόφαση περί επιστροφής του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού κατέστη οριστική; Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, όταν η νομιμότητα της αιτήσεως επιστροφής στηρίζεται σε ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου η οποία αναιρέθηκε από το Δικαστήριο με απόφαση εκδοθείσα μεταγενέστερα, επιβάλλεται να δοθεί διαφορετική απάντηση;

2.     Αυτά είναι, κατ’ ουσίαν, τα ερωτήματα που υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg (Γερμανία) στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της εταιρίας ED & F Man Sugar Ltd (στο εξής: προσφεύγουσα) και του Hauptzollamt Hamburg-Jonas (στο εξής: Hauptzollamt), σχετικά με την επιβολή στην εταιρία αυτή της κυρώσεως που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (2).

3.     Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο καλείται να διευκρινίσει τις προϋποθέσεις εφαρμογής της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως, καθώς και τη διάρθρωσή της με την αίτηση επιστροφής που απαιτείται βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 3665/87.

I –    Το νομικό πλαίσιο

 Α – Το κοινοτικό δίκαιο

1.      Το καθεστώς των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα

4.     Ο κανονισμός 3665/87 θεσπίζει τις κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή και καθορίζει, ειδικότερα, τους ουσιαστικούς και διαδικαστικούς κανόνες για τη λήψη των επιδοτήσεων αυτών.

5.     Ο τίτλος 2 του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει, στο πρώτο του κεφάλαιο, με επικεφαλίδα «Δικαίωμα επιστροφής», τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν οι επιχειρηματίες προκειμένου να απολαύουν ενός τέτοιου δικαιώματος. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών περιλαμβάνεται η καθοριζόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού, που ορίζει:

«Το έγγραφο που χρησιμοποιείται κατά την εξαγωγή για τη χορήγηση επιστροφής πρέπει να περιλαμβάνει όλα τα αναγκαία στοιχεία για τον υπολογισμό του ποσού της επιστροφής και ιδίως:

α)      την ονομασία των προϊόντων σύμφωνα με την ονοματολογία που χρησιμοποιείται για τις επιστροφές,

β)      την καθαρή μάζα αυτών των προϊόντων ή, κατά περίπτωση, την ποσότητα εκφρασμένη στη μονάδα μετρήσεως που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της επιστροφής,

γ)      εφόσον αυτό χρειασθεί για τον υπολογισμό της επιστροφής, τη σύνθεση των εν λόγω προϊόντων ή μια αναφορά σ’ αυτήν τη σύνθεση,

[…]»

6.     Όταν ο εξαγωγέας επιθυμεί να λάβει προκαταβολή της επιστροφής στην περίπτωση μεταποιήσεως του εμπορεύματος ή αποθεματοποιήσεως πριν την εξαγωγή, οφείλει να υποβάλει στις τελωνειακές αρχές δήλωση πληρωμής η οποία περιλαμβάνει την ονομασία και την ποσότητα των προϊόντων βάσεως, καθώς και το ποσοστό αποδόσεως, σύμφωνα με το άρθρο 25, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87.

7.     Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει:

«Η καταβολή της διαφοροποιημένης ή μη διαφοροποιημένης επιστροφής εξαρτάται όχι μόνο από το αν το προϊόν έχει εγκαταλείψει το τελωνειακό έδαφος της Κοινότητας, αλλά επίσης, εκτός αν έχει χαθεί κατά τη μεταφορά λόγω ανωτέρας βίας, από το αν έχει εισαχθεί σε τρίτη χώρα και, κατά περίπτωση, σε δεδομένη τρίτη χώρα μέσα στους δώδεκα μήνες που έπονται της ημερομηνίας αποδοχής της διασάφησης εξαγωγής:

α)      όταν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τον πραγματικό προορισμό του προϊόντος

ή

β)      όταν υπάρχει πιθανότητα να επανεισαχθεί το προϊόν στην Κοινότητα,

[…]»

8.     Το άρθρο 11 του κανονισμού 3665/87 προβλέπει σύστημα επιστροφών και κυρώσεων προκειμένου να καταπολεμηθούν αποτελεσματικότερα οι παρατυπίες και οι απάτες που διαπιστώνονται κατά τη χορήγηση των επιστροφών κατά την εξαγωγή. Η πρώτη, τρίτη και πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2945/94 έχουν ως εξής:

«Εκτιμώντας:

ότι η ισχύουσα κοινοτική [νομοθεσία] προβλέπει τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή βάσει μόνο αντικειμενικών κριτηρίων, ιδίως όσον αφορά την ποσότητα, το είδος και τα χαρακτηριστικά του εξαγόμενου προϊόντος καθώς επίσης και τον γεωγραφικό προορισμό του· ότι, βάσει της κτηθείσας εμπειρίας, πρέπει να ενισχυθεί η καταπολέμηση των παρατυπιών και, ιδίως, της απάτης που επιβαρύνουν τον κοινοτικό προϋπολογισμό· ότι, για το σκοπό αυτό, πρέπει να προβλεφθεί η ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών καθώς επίσης και η επιβολή κυρώσεων με τέτοιο τρόπο που να παρακινεί τους εξαγωγείς να τηρούν σε μεγαλύτερο βαθμό την κοινοτική νομοθεσία·

[…]

ότι, εάν ένας εξαγωγέας έχει δώσει εσφαλμένα στοιχεία, τα εν λόγω εσφαλμένα στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αχρεωστήτως καταβληθείσες επιστροφές εάν το λάθος δεν αποκαλυφθεί· ότι, στην περίπτωση που το λάθος αποκαλυφθεί, επιβάλλεται ως κύρωση στον εξαγωγέα η καταβολή ποσού αναλόγου του ποσού που θα είχε αχρεωστήτως εισπράξει αν δεν είχε αποκαλυφθεί το λάθος· ότι, στην περίπτωση που τα εσφαλμένα στοιχεία παρασχέθηκαν εκ προθέσεως, επιβάλλονται ανάλογα μεγαλύτερες κυρώσεις·

[…]

ότι η κτηθείσα πείρα και οι παρατυπίες και, ιδίως, οι απάτες που έχουν ήδη διαπιστωθεί στο πλαίσιο αυτό δείχνουν ότι το εν λόγω μέτρο είναι αναγκαίο, δεν είναι υπερβολικά αυστηρό, είναι αρκούντως αποτρεπτικό και πρέπει να εφαρμόζεται ομοιόμορφα σε όλα τα κράτη μέλη.»

9.     Το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87 έχει ως εξής:

«Όταν διαπιστωθεί ότι, για τη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή, ένας εξαγωγέας έχει ζητήσει επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη, η οφειλόμενη επιστροφή για τις σχετικές εξαγωγές θα αντιστοιχεί στην επιστροφή που εφαρμόζεται για το προϊόν που εξήχθη πράγματι, μειωμένη κατά ποσό που αντιστοιχεί:

α)      στο ήμισυ της διαφοράς μεταξύ της ζητηθείσας επιστροφής και της επιστροφής που εφαρμόζεται στο πραγματικώς εξαχθέν προϊόν·

β)      στο διπλάσιο της διαφοράς μεταξύ της ζητηθείσας επιστροφής και της επιστροφής που εφαρμόζεται, εφόσον ο εξαγωγέας παρέσχε εκ προθέσεως ψευδή στοιχεία.

Ως ζητηθείσα επιστροφή θεωρείται το ποσό που υπολογίζεται συναρτήσει των στοιχείων που παρέχονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3 ή του άρθρου 25, παράγραφος 2. Όταν το ποσό της επιστροφής ποικίλλει ανάλογα με τον προορισμό το διαφοροποιημένο μέρος της επιστροφής υπολογίζεται βάσει των στοιχείων που παρέχονται σε εφαρμογή του άρθρου 47.»

10.   Το άρθρο 11, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87 διευκρινίζει:

«Με την επιφύλαξη της υποχρέωσης πληρωμών αρνητικών ποσών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, τέταρτο εδάφιο, σε περίπτωση αχρεωστήτως καταβληθείσας επιστροφής, ο δικαιούχος υποχρεούται να αποδώσει τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά –στα οποία περιλαμβάνεται η κύρωση που προβλέπεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο– τα οποία προσαυξάνονται με τόκους που υπολογίζονται ανάλογα με το χρονικό διάστημα μεταξύ της καταβολής και της απόδοσης […]»

2.      Ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95

11.   Προς αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της απάτης που θίγει τα οικονομικά συμφέροντα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, το Συμβούλιο εξέδωσε τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 (3). Ο κανονισμός αυτός δημιουργεί ένα κοινό νομικό πλαίσιο σε όλους τους τομείς που καλύπτονται από τις κοινοτικές πολιτικές (4). Θεσπίζει μια γενική κανονιστική ρύθμιση σχετικά με τα διοικητικά μέτρα και κυρώσεις που εφαρμόζονται σε περίπτωση παρατυπιών που διαπράττονται βάσει του κοινοτικού δικαίου (5).

12.   Κατά την ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού, «τα κοινοτικά μέτρα και κυρώσεις που θεσπίζονται για την επίτευξη των στόχων της κοινής γεωργικής πολιτικής αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των καθεστώτων ενίσχυσης […] [και] έχουν αυτοτελή σκοπό».

13.   Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 2988/95, αυτά τα διοικητικά μέτρα και οι κυρώσεις «πρέπει να εξασφαλίζουν αποτελεσματική, σύμμετρη και αποτρεπτική προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Κοινοτήτων».

14.   Εξάλλου, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι κάθε παρατυπία συνεπάγεται την αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους, ειδικότερα, την υποχρέωση καταβολής των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού απαριθμεί, επιπλέον, τις διοικητικές κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν σε περίπτωση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παρατυπιών. Μεταξύ των κυρώσεων αυτών περιλαμβάνεται, ειδικότερα, η «πληρωμή ποσού το οποίο να υπερβαίνει τα αδικαιολογήτως εισπραχθέντα ή κακώς μη καταβληθέντα ποσά» (6).

 Β – Το εθνικό δίκαιο

15.   Το άρθρο 48 του νόμου περί της διοικητικής διαδικασίας (Verwaltungsverfahrensgesetz), της 25ης Μαΐου 1976 (7), αφορά την ανάκληση των παράτυπων διοικητικών πράξεων. Τούτο έχει ως εξής:

«Ακόμη και αφού καταστεί οριστική, μια παράνομη διοικητική πράξη μπορεί να ανακληθεί για το μέλλον ή αναδρομικώς, εξ ολοκλήρου ή μερικώς. Μια διοικητική πράξη, συστατική ή αναγνωριστική δικαιώματος ή πλεονεκτήματος νομικής φύσεως (διοικητική πράξη γενεσιουργός δικαιωμάτων), μπορεί να ανακληθεί μόνο υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 4.

[…]»

16.   Το άρθρο 51 του εν λόγω νόμου, σχετικό με την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας, έχει ως εξής:

«Οι αρχές πρέπει κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου να αποφασίσουν για την εξαφάνιση ή τροποποίηση μιας οριστικής διοικητικής πράξεως αν

1.      η πραγματική ή νομική κατάσταση στην οποία βασίζεται η διοικητική πράξη τροποποιήθηκε εκ των υστέρων υπέρ του ενδιαφερομένου·

2.      υπάρχουν νέα αποδεικτικά μέσα, τα οποία θα οδηγούσαν σε ευνοϊκότερη για τον ενδιαφερόμενο απόφαση·

3.      συντρέχουν λόγοι αναψηλαφήσεως σύμφωνα με το άρθρο 580 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.»

II – Τα περιστατικά και η διαδικασία της κύριας δίκης

17.   Στις 12 και 13 Φεβρουαρίου 1998, η προσφεύγουσα υπέβαλε στο αρμόδιο γραφείο των γερμανικών τελωνείων τέσσερις διασαφήσεις εξαγωγής σχετικά με αποστολή προς την Πολωνία 100 τόνων λευκής ζάχαρης για τους οποίους είχε ζητήσει τη χορήγηση επιστροφών κατά την εξαγωγή.

18.   Με τέσσερις αποφάσεις στις 6 Απριλίου 1998, το Hauptzollamt της χορήγησε τις επιστροφές κατά την εξαγωγή ποσού 84 831,16 γερμανικών μάρκων (DEM).

19.   Αφού οι έρευνες που διενήργησε το Zollkriminalamt Köln (τελωνειακή αστυνομία της Κολωνίας) έφεραν εις φως στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η λευκή ζάχαρη που επρόκειτο να εξαχθεί προς την Πολωνία, τη Δημοκρατία της Τσεχίας και την Ελβετία δεν έφθασε στην τρίτη χώρα πρoορισμού, το Hauptzollamt, στο πλαίσιο εξετάσεως των εγγράφων που υπέβαλε η προσφεύγουσα τα οποία πιστοποιούσαν την άφιξη των εμπορευμάτων, διαπίστωσε ότι τα έγγραφα αυτά δεν τεκμηρίωναν τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία των εμπορευμάτων που είχαν εξαχθεί στην Πολωνία, αλλά αποκλειστικά την υπαγωγή τους υπό καθεστώς τελειοποιήσεως.

20.   Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε την απόδειξη της εισαγωγής του οικείου προϊόντος στην τρίτη χώρα προορισμού, που απαιτείται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3665/87, το Hauptzollamt, με τέσσερις αποφάσεις της 17ης Απριλίου 2000 οι οποίες εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, ζήτησε την πλήρη απόδοση των επιστροφών που είχαν καταβληθεί. Η προσφεύγουσα απέδωσε το απαιτηθέν ποσό χωρίς να ασκήσει προσφυγή κατά των αποφάσεων περί αποδόσεως, οι οποίες κατέστησαν οριστικές. Στη συνέχεια, με τέσσερις αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2000, το Hauptzollamt βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3665/87 επέβαλε στην προσφεύγουσα κυρώσεις ποσού 42 415,60 DEM.

21.   Αφού το Hauptzollamt απέρριψε την ένσταση που άσκησε κατά αυτών των αποφάσεων περί επιβολής κυρώσεων, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή ενώπιον του Finanzgericht Hamburg, με την οποία προβάλλει την έλλειψη νομιμότητας των εν λόγω αποφάσεων που εξέδωσε το Hauptzollamt. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η νομιμότητά τους εξαρτάται από εκείνην των αποφάσεων περί αποδόσεως που εκδόθηκαν ορισμένες εβδομάδες προηγουμένως. Όμως, κατά την προσφεύγουσα, η νομιμότητα των εν λόγω αποφάσεων περί αποδόσεως αμφισβητείται λόγω της ερμηνείας που το Δικαστήριο έδωσε στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3665/87 με την απόφαση Emsland-Stärke (8), εκδοθείσα στις 14 Δεκεμβρίου 2000, αφού οι εν λόγω αποφάσεις περί αποδόσεως κατέστησαν οριστικές. Πράγματι, βάσει της νομολογίας αυτής, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το Hauptzollamt δεν είχε το δικαίωμα να απαιτήσει την απόδειξη που προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του εν λόγω κανονισμού, μετά την καταβολή της επιστροφής. Επομένως, υποστηρίζει ότι η αίτηση περί αποδόσεως είναι παράνομη και, κατά συνέπεια, το Hauptzollamt δεν είχε πλέον το δικαίωμα να της επιβάλει την κύρωση που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3665/87.

22.   Το Hauptzollamt υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα όφειλε να είχε προβάλει ενωρίτερα τις αντιρρήσεις που προβάλλει ενώπιον του Finanzgericht Hamburg με την άσκηση προσφυγής κατά των αποφάσεων περί αποδόσεως. Δεδομένου ότι οι αποφάσεις αυτές κατέστησαν οριστικές, δεν αμφισβητείται, κατ’ αυτό, ότι η προσφεύγουσα ζήτησε υψηλότερη από την οφειλόμενη επιστροφή.

III – Τα προδικαστικά ερωτήματα

23.   Λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις που προέβαλαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, το Finanzgericht Hamburg αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής δύο προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Δικαιούνται οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια, στο πλαίσιο διαδικασίας προσφυγής κατά αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως που βασίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87, να εξετάσουν αν ο εξαγωγέας ζήτησε επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη, όταν η απόφαση περί επιστροφής κατά το άρθρο 11, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού κατέστη οριστική πριν από την έκδοση της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως;

2)      Σε περίπτωση που δοθεί αρνητική απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα: επιτρέπεται να εξετασθεί στο πλαίσιο προσφυγής κατά αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87, υπό τις αναφερόμενες στην παρούσα διάταξη περιστάσεις, αν ο εξαγωγέας ζήτησε μεγαλύτερη από την οφειλομένη σ’ αυτόν επιστροφή κατά την εξαγωγή, για να ληφθεί υπόψη μια εν τω μεταξύ δοθείσα ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου;»

IV – Ανάλυση

 Α – Επί του περιεχομένου των προδικαστικών ερωτημάτων

24.   Προκειμένου να αρθεί κάθε αμφισημία ως προς τη σημασία και το περιεχόμενο των προδικαστικών ερωτημάτων, θεωρώ αναγκαίο να κάνω δύο παρατηρήσεις.

25.   Η πρώτη αφορά τις βάσεις των αποφάσεων περί αποδόσεως και επιβολής κυρώσεων που εξέδωσε το Hauptzollamt, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφοι 1 και 3, του κανονισμού 3665/87. Πράγματι, για να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο εθνικό δικαστήριο, θεωρώ ότι επιβάλλεται να εξετασθούν τα προδικαστικά ερωτήματα ενόψει των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης.

26.   Έτσι, από τη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι το Hauptzollamt αιτιολόγησε την απόδοση των επιστροφών κατά την εξαγωγή από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει την απόδειξη της θέσεως σε ελεύθερη κυκλοφορία της εξαχθείσας στην Πολωνία ζάχαρης, που απαιτεί το άρθρο 5, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3665/87 (9).

27.   Όσον αφορά την απόφαση περί επιβολής κυρώσεως, φαίνεται ότι το Hauptzollamt έκρινε ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της κυρώσεως συνέτρεχαν στο μέτρο που, εφόσον ο εξαγωγέας δεν αμφισβήτησε την αίτηση περί αποδόσεως, δέχθηκε σιωπηρά ότι ζήτησε μεγαλύτερη από την οφειλόμενη επιστροφή (10). Εξάλλου, όπως επανειλημμένα διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, ότι ο εξαγωγέας παρέσχε ακριβείς ενδείξεις με τις διασαφήσεις εξαγωγής (11), νομίζω ότι η θεμελίωση της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως δεν είναι σαφής.

28.   Η δεύτερη παρατήρηση αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η αίτηση περί αποδόσεως που εξέδωσε το Hauptzollamt είναι παράνομη, βάσει της αποφάσεως Emsland-Stärke, προπαρατεθείσα, που εκδόθηκε μεταγενέστερα.

29.   Επιβάλλεται να σημειωθεί ότι, καίτοι το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση αυτή ότι η απαίτηση της αποδείξεως ως προς τη θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία του οικείου προϊόντος στην αγορά της τρίτης χώρας εισαγωγής, που προβλέπει το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2730/79 (12), μπορεί να επιβληθεί μόνον πριν τη χορήγηση της επιστροφής κατά την εξαγωγή (13), το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η επιστροφή πρέπει να αποδοθεί αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές διαπιστώσουν ότι η εξαγωγή στοιχειοθετεί καταχρηστική πρακτική προκύπτουσα από τη βούληση του εξαγωγέα να αποκομίσει όφελος, αντλούμενο από την εφαρμογή της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως, δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις για τη λήψη του οφέλους αυτού (14).

30.   Λαμβάνοντας υπόψη τις συγκεκριμένες περιστάσεις της επίδικης στην κύρια δίκη πράξεως, θεωρώ ότι στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει, αν συντρέχει περίπτωση και σύμφωνα με τους εθνικούς διαδικαστικούς κανόνες, τη νομιμότητα αυτής της αιτήσεως αποδόσεως, με βάση και την ερμηνεία της ασκούσας επιρροή διατάξεως που δέχθηκε στο μεταξύ το Δικαστήριο (15).

31.   Αφού εξέθεσα τα στοιχεία αυτά, θα εξετάσω κατ’ αρχάς το πρώτο ερώτημα και στη συνέχεια, αν συντρέχει περίπτωση, το δεύτερο.

 Β – Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

32.   Με το πρώτο του ερώτημα, το Finanzgericht Hamburg ερωτά αν οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια δικαιούνται να εξετάζουν, στο πλαίσιο προσφυγής ή ενστάσεως που στρέφεται κατά αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως η οποία στηρίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87, αν ο εξαγωγέας ζήτησε επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη, όταν η απόφαση περί αποδόσεως, εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού, στηρίζεται στην έλλειψη αποδείξεως σχετικά με την εισαγωγή του προϊόντος στην τρίτη χώρα προορισμού, που απαιτείται κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, και κατέστη απρόσβλητη πριν την έκδοση της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως.

33.   Το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να πληροφορηθεί αν ο εξαγωγέας δικαιούται να προσβάλει την απόφαση περί επιβολής κυρώσεως που στηρίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87, όταν η απόφαση αυτή λήφθηκε κατόπιν αιτήσεως αποδόσεως των επιστροφών κατά την εξαγωγή που στηρίζεται στην έλλειψη αποδείξεως σχετικά με τη διάθεση στο εμπόριο του προϊόντος στην τρίτη χώρα προορισμού, απόδοση την οποία ο εξαγωγέας δεν αμφισβήτησε.

34.   Με άλλα λόγια, το Finanzgericht Hamburg ερωτά αν η απόφαση περί αποδόσεως των επιστροφών κατά την εξαγωγή, μη αμφισβητηθείσα, αποδεικνύει την ύπαρξη των προϋποθέσεων εφαρμογής της εν λόγω κυρώσεως, που προβλέπει το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87.

35.   Νομίζω ότι δεν είναι δυνατόν να εξαχθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα και ότι επιβάλλεται να δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα.

36.   Συγκεκριμένα, φρονώ ότι η απόφαση περί επιβολής κυρώσεως δεν μπορεί να εκδοθεί στην περίπτωση, όπως η εν προκειμένω, κατά την οποία ο επιχειρηματίας δεν προσκόμισε την απόδειξη ότι το προϊόν τέθηκε σε ελεύθερη κυκλοφορία στην τρίτη χώρα προορισμού, που απαιτείται κατά την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87.

37.   Συνάγω επομένως ότι, όταν η απόφαση περί αποδόσεως εκδόθηκε λόγω της παραβάσεως του άρθρου 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, η προϋπόθεση εφαρμογής της κυρώσεως, κατά την οποία ο εξαγωγέας ζήτησε μεγαλύτερη από την οφειλόμενη επιστροφή, δεν κατέστη δυνατό να εξεταστεί. Εξάλλου, θεωρώ ότι τέτοια προϋπόθεση δεν μπορεί να συναχθεί από το απλό γεγονός ότι ο επιχειρηματίας δεν αμφισβήτησε αυτή την αίτηση περί αποδόσεως.

38.   Φρονώ επομένως ότι, σε περίπτωση όπως η επίδικη στην κύρια δίκη, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξετάσουν αν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της κυρώσεως συντρέχουν και, ειδικότερα, αν ο εξαγωγέας ζήτησε μεγαλύτερη από την οφειλόμενη επιστροφή.

39.   Αυτήν την εκτίμηση τη στηρίζω, αφενός, στο περιεχόμενο του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87 και, αφετέρου, στον στόχο που επιδιώκεται με τον εν λόγω κανονισμό.

1.      Το περιεχόμενο του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87

40.   Επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87 προβλέπει την επιβολή κυρώσεως «[ό]ταν διαπιστωθεί ότι, για τη χορήγηση επιστροφής κατά την εξαγωγή, ένας εξαγωγέας έχει ζητήσει επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη […]». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η εν λόγω οφειλόμενη επιστροφή κατά την εξαγωγή μειώνεται είτε κατά το ήμισυ της διαφοράς μεταξύ της ζητηθείσας επιστροφής και της επιστροφής που εφαρμόζεται στο πραγματικώς εξαχθέν προϊόν (16) είτε στο διπλάσιο αυτής της διαφοράς εφόσον ο εξαγωγέας παρέσχε εκ προθέσεως ψευδή στοιχεία (17).

41.   Αντίθετα προς την αίτηση περί αποδόσεως η οποία αποβλέπει απλώς στην αφαίρεση του αδικαιολογήτως αποκτηθέντος οφέλους, η απόφαση περί επιβολής κυρώσεως μεταφράζεται επομένως είτε στη σημαντική μείωση του ύψους της οφειλόμενης επιστροφής είτε στην πληρωμή προστίμου (18). Κατά συνέπεια, η κύρωση αυτή μπορεί να επιβάλλει οικονομική επιβάρυνση ιδιαίτερα βαριά για την επιχείρηση, ικανή, σε ορισμένες περιπτώσεις, να διακυβεύσει τη βιωσιμότητά της (19).

42.   Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, θεωρώ ουσιώδες να διασφαλίζεται επαρκής έννομη προστασία στον επιχειρηματία ερμηνεύοντας στενά τη διατύπωση του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87, σύμφωνα με τις αρχές της νομιμότητας και της ασφαλείας δικαίου. Πράγματι, όπως επανειλημμένως έκρινε το Δικαστήριο, η επιταγή περί της ασφαλείας δικαίου πρέπει να εφαρμόζεται με κάθε αυστηρότητα όταν η επίμαχη κανονιστική ρύθμιση μπορεί να συνεπάγεται οικονομικές συνέπειες για τον επιχειρηματία (20).

43.   Πρώτον, από τους όρους που χρησιμοποιούνται στη διατύπωση του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 προκύπτει ότι το πεδίο εφαρμογής του συστήματος κυρώσεων περιορίζεται στην περίπτωση που διαπιστωθεί ότι «ένας εξαγωγέας έχει ζητήσει επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη» (21).

44.   Αυτή η προϋπόθεση εφαρμογής, που επαναλαμβάνεται αυτούσια από το αιτούν δικαστήριο στα προδικαστικά ερωτήματά του, έχει ίδιο ορισμό.

45.   Συγκεκριμένα, η έννοια «ζητηθείσα επιστροφή» καθορίζεται στο δεύτερο εδάφιο της προαναφερόμενης διατάξεως ως «το ποσό που υπολογίζεται συναρτήσει των στοιχείων που παρέχονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 ή του άρθρου 25, παράγραφος 2 [του κανονισμού 3665/87]». Σύμφωνα με τα άρθρα αυτά, οι πληροφορίες είναι εκείνες που περιλαμβάνονται στο έγγραφο που χρησιμοποιείται κατά την εξαγωγή προς χορήγηση της επιστροφής και αφορούν, ειδικότερα, την ονομασία των προϊόντων, τη μάζα και τη σύνθεσή τους (22). Έτσι, όπως παρατήρησε το Δικαστήριο με την απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Käserei Champignon Hofmeister, «το ή τα έγγραφα με τα στοιχεία που προβλέπονται στα εν λόγω άρθρα 3 ή 25, παράγραφος 2, βάσει των οποίων υπολογίζεται το ποσό της επιστροφής, αποτελούν την αίτηση που επισύρει, λόγω των εσφαλμένων στοιχείων, την επιβολή της κυρώσεως που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο 11, παράγραφος 1» (23).

46.   Υπό το πνεύμα αυτό η τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2945/94 αναφέρει, ως ηχώ του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87, ότι, «εάν ένας εξαγωγέας έχει δώσει εσφαλμένα στοιχεία, τα εν λόγω εσφαλμένα στοιχεία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αχρεωστήτως καταβληθείσες επιστροφές εάν το λάθος δεν αποκαλυφθεί· ότι, στην περίπτωση που το λάθος αποκαλυφθεί, επιβάλλεται ως κύρωση στον εξαγωγέα η καταβολή ποσού αναλόγου του ποσού που θα είχε αχρεωστήτως εισπράξει αν δεν είχε αποκαλυφθεί το λάθος· ότι, στην περίπτωση που τα εσφαλμένα στοιχεία παρασχέθηκαν εκ προθέσεως, επιβάλλονται ανάλογα μεγαλύτερες κυρώσεις». Έτσι, ο κοινοτικός νομοθέτης επιβάλλει στον εξαγωγέα, ως τον τελευταίο παρεμβαίνοντα στην αλυσίδα παραγωγής, μεταποιήσεως και εξαγωγής των γεωργικών προϊόντων, την υποχρέωση ακριβούς δηλώσεως.

47.   Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι το πεδίο εφαρμογής της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως περιορίζεται στην περίπτωση κατά την οποία ο εξαγωγέας παρέχει, από λάθος ή εκ προθέσεως, ανακριβείς ενδείξεις με τη δήλωση εξαγωγής. Με άλλα λόγια, δεν νομίζω ότι μια τέτοια κύρωση μπορεί να επιβληθεί στην περίπτωση κατά την οποία, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης, ο επιχειρηματίας δεν κατόρθωσε να προσκομίσει την απόδειξη σχετικά με την εκπλήρωση των τελωνειακών διατυπώσεων εισαγωγής του προϊόντος στην τρίτη χώρα προορισμού που απαιτείται κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87. Το να γίνει δεκτό το αντίθετο, κατ’ εμέ, θα δημιουργούσε αρκετές δυσχέρειες.

48.   Πρώτον, όπως ήδη υπογράμμισα, αυτή η ερμηνεία είναι προφανώς αντίθετη προς τις αρχές της νομιμότητας και της ασφαλείας δικαίου. Πράγματι, αυτή θα ισοδυναμούσε με προσθήκη διατάξεων στη διατύπωση του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87 και θα προσέδιδε στο εν λόγω άρθρο πολύ ευρύτερο περιεχόμενο από εκείνο που αναμφίβολα θέλησε ο κοινοτικός νομοθέτης. Όμως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι «μια κύρωση, έστω και αν δεν έχει ποινικό χαρακτήρα, μπορεί να επιβληθεί μόνον αν θεμελιώνεται σε σαφή και μη διφορούμενη νομική βάση» (24). Κατά συνέπεια, αν ο κοινοτικός νομοθέτης επιθυμούσε να εφαρμόσει την κύρωση σε άλλες περιπτώσεις, αυτός θα φρόντιζε πιθανότατα να διασαφηνίσει υπό το πνεύμα αυτό το άρθρο 11, παράγραφος 1, αυτού του κανονισμού καθόσον αυτό το κείμενο συνιστά μια από τις βασικές διατάξεις του συστήματος που θεσπίζει ο εν λόγω κανονισμός.

49.   Δεύτερον, νομίζω ότι μια τέτοια ερμηνεία εμπεριέχει τον κίνδυνο να προσκρούσει στην αρχή της αναλογικότητας της κυρώσεως, που μνημονεύεται όχι μόνο στην πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2945/94 και στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/95 αλλά και στη νομολογία του Δικαστηρίου (25). Πράγματι, το τελευταίο επανειλημμένως υπογράμμισε τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν οι εξαγωγείς για να λάβουν τα τελωνειακά έγγραφα εκ μέρους των αρχών τρίτου κράτους εισαγωγής, επί των οποίων δεν διαθέτουν κανένα μέσο πιέσεως (26). Κατά συνέπεια, η επιβολή κυρώσεως στην περίπτωση αυτή θα είναι απρόσφορη, κατά τη γνώμη μου, λόγω των δυσχερειών που αντιμετωπίζουν οι επιχειρηματίες στην εξασφάλιση των αποδείξεων που απαιτούνται βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87.

50.   Τέλος, η ερμηνεία αυτή εμπεριέχει τον κίνδυνο, κατ’ εμέ, να παραβιάζει την αρχή της ενιαίας εφαρμογής της κυρώσεως, που μνημονεύει η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2945/94, στο μέτρο που το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε μεγάλες διαφορές μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις εξακριβώσεις και την αποδοχή των αποδείξεων αφίξεως στον προορισμό (27).

51.   Κατά συνέπεια, από τη διατύπωση του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87 προκύπτει ότι η κύρωση δεν μπορεί να επιβληθεί στην περίπτωση που ο επιχειρηματίας δεν προσκόμισε την απαιτούμενη απόδειξη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές θεωρώ ότι η αρμόδια εθνική αρχή δεν μπορεί να εξετάσει αν ο εξαγωγέας ζήτησε μεγαλύτερη από την οφειλόμενη επιστροφή στο πλαίσιο αιτήσεως αποδόσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

52.   Δεύτερον, δεν νομίζω ότι οι προϋποθέσεις εφαρμογής της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως μπορούν να συναχθούν από το απλό γεγονός ότι ο επιχειρηματίας δεν αμφισβήτησε την προαναφερθείσα αίτηση αποδόσεως.

53.   Πράγματι, το γεγονός ότι η αίτηση αποδόσεως δεν έδωσε λαβή για την άσκηση προσφυγής εκ μέρους του εξαγωγέα και κατέστη έτσι απρόσβλητη δεν σημαίνει ωστόσο ότι ο επιχειρηματίας αυτός ζήτησε μεγαλύτερη από την οφειλόμενη επιστροφή κατά το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87.

54.   Εξάλλου, η μη άσκηση προσφυγής κατά της αποφάσεως αποδόσεως δεν μπορεί, κατ’ εμέ, να συνεπάγεται αυτομάτως την εφαρμογή της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως. Πράγματι, επιβάλλεται να υπογραμμιστεί ότι η κύρωση σχεδιάστηκε κατά τρόπο που να μπορεί να εφαρμόζεται αυτοτελώς, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αίτηση αποδόσεως, οπότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή παρεπόμενη πράξη.

55.   Επίσης, από το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87 προκύπτει ότι η αρμόδια εθνική αρχή μπορεί να εκδώσει απόφαση περί επιβολής κυρώσεως μόλις «διαπιστωθεί» ότι ο εξαγωγέας ζήτησε μεγαλύτερη από την οφειλόμενη επιστροφή.

56.   Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, η κύρωση μπορεί να επιβληθεί πριν την καταβολή στον επιχειρηματία οποιασδήποτε επιστροφής κατά την εξαγωγή. Όπως υπογράμμισε ήδη το Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο της ερμηνείας της ίδιας αυτής διατάξεως, από τη διατύπωση του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87 προκύπτει ότι «ο κοινοτικός νομοθέτης επιδίωκε την επιβολή της κυρώσεως […], όχι μετά την επέλευση οικονομικής ζημίας για τον κοινοτικό προϋπολογισμό λόγω της αχρεώστητης καταβολής επιστροφής κατά την εξαγωγή, αλλά σε προηγούμενο στάδιο, όταν δηλαδή ο εξαγωγέας καταχωρίζει, χωρίς πρόθεση έστω, εσφαλμένα στοιχεία στην αίτηση επιστροφής» (28).

57.   Πάντως, η απόφαση περί επιβολής κυρώσεως μπορεί επίσης να ληφθεί μετά την καταβολή της επιστροφής κατά την εξαγωγή. Σε μια τέτοια υπόθεση, δύο περιπτώσεις μπορούν να εμφανιστούν.

58.   Στην πρώτη, η αρμόδια εθνική αρχή μπορεί να διαπιστώσει την ύπαρξη εσφαλμένων πληροφοριών και να αποφασίσει όχι μόνο να απαιτήσει την απόδοση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, αλλά και να επιβάλει κύρωση. Η περίπτωση αυτή προβλέπεται ρητά στο άρθρο 11, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87, το οποίο προβλέπει, το υπενθυμίζω, ότι, «σε περίπτωση αχρεωστήτως καταβληθείσας επιστροφής, ο δικαιούχος υποχρεούται να αποδώσει τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά –στα οποία περιλαμβάνεται η κύρωση που προβλέπεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο– […]» (29). Η χρήση της φράσεως «στα οποία περιλαμβάνεται» σημαίνει, κατ’ εμέ, ότι η αίτηση αποδόσεως και η απόφαση περί επιβολής κυρώσεως μπορούν να εφαρμοστούν σωρευτικά στην περίπτωση αυτή.

59.   Όμως, τίποτα στη διατύπωση του άρθρου 11, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87 δεν αναφέρει πώς τα συστήματα αποδόσεως και επιβολής κυρώσεως διαρθρώνονται υπό τις περιστάσεις αυτές. Διαπιστώνω απλώς ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στο γράμμα της διατάξεως αυτής που να δείχνει ότι η απόφαση αποδόσεως ενέχει τη σημασία κύριας αποφάσεως παρεπόμενη της οποίας είναι η απόφαση περί επιβολής κυρώσεως.

60.   Σε μια τέτοια κατάσταση, νομίζω επομένως ότι απόκειται σε κάθε αρμόδια εθνική αρχή, σύμφωνα με τη διαδικαστική αυτοτέλεια που τους έχει χορηγηθεί στην εφαρμογή του καθεστώτος επιστροφών κατά την εξαγωγή, να εκδίδουν τις αποφάσεις αυτές κατά τέτοιο τρόπο ώστε τα δικαιώματα και οι εγγυήσεις που παρέχονται στον εξαγωγέα να διαφυλάσσονται.

61.   Στη δεύτερη περίπτωση, η αρμόδια εθνική αρχή μπορεί να επιβάλει κύρωση επειδή υπάρχει ανακριβής διασάφηση, ενώ έχει ζητηθεί ήδη η απόδοση για άλλο λόγο. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, πρόκειται, κατ’ εμέ, για δύο διακριτές πράξεις οι οποίες πρέπει, ως διακριτές, να μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ελέγχου της νομιμότητας εκ μέρους των εθνικών αρχών και των εθνικών δικαστηρίων.

62.   Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το περιεχόμενο του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87 εμποδίζει να εξετάζεται η προϋπόθεση εφαρμογής της κυρώσεως, κατά την οποία ο εξαγωγέας ζήτησε μεγαλύτερη από την οφειλόμενη επιστροφή, στο πλαίσιο αιτήσεως αποδόσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού ή να συνάγεται από το απλό γεγονός ότι ο εξαγωγέας δεν αμφισβήτησε αυτή την απόφαση αποδόσεως.

63.   Η ανάλυση αυτή νομίζω ότι επιβεβαιώνεται αν ληφθεί υπόψη ο στόχος που επιδιώκεται με τον κανονισμό 3665/87.

2.      Ο στόχος που επιδιώκεται από τον κανονισμό 3665/87

64.   Προκύπτει σαφώς από τον σκοπό του κανονισμού 3665/87, όπως εκφράζεται στην επικεφαλίδα και στην πρώτη, δεύτερη και πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2945/94, ότι αυτός έχει ως σκοπό να καταπολεμήσει τις παρατυπίες και τις απάτες που διαπιστώνονται στον τομέα των επιστροφών κατά την εξαγωγή, με τη θέσπιση, αφενός, ενός συστήματος αποδόσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, αφετέρου, ενός συστήματος επιβολής κυρώσεων (30). Σύμφωνα με την ένατη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2988/95, ο κοινοτικός νομοθέτης προσέδωσε σε καθένα από τα εργαλεία αυτά «αυτοτελή σκοπό».

65.   Πρώτον, από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2945/94 προκύπτει ότι η θέσπιση διοικητικής κυρώσεως ανταποκρίνεται στην ειδική φροντίδα του κοινοτικού νομοθέτη να καταπολεμήσει αποτελεσματικότερα τις παρατυπίες και τις αμέλειες που διαπιστώνουν οι αρχές στις διασαφήσεις εξαγωγής. Πράγματι, όπως υπογράμμισα ήδη, βάσει του εγγράφου αυτού οι αρμόδιες εθνικές αρχές εξετάζουν την ύπαρξη δικαιώματος επιστροφής και υπολογίζουν το ποσό του δικαιώματος αυτού. Δεδομένου ότι οι αιτήσεις επιδοτήσεως είναι πολυάριθμες για να υποβάλλονται σε συστηματικούς και πλήρεις ελέγχους και αφού η αύξηση των υφισταμένων εξακριβώσεων είναι πάρα πολύ δυσχερής, ο κοινοτικός νομοθέτης επέβαλε, επομένως, στον επιχειρηματία την υποχρέωση ακριβούς διασαφήσεως, επ’ απειλή οικονομικής κυρώσεως.

66.   Δεύτερον, νομίζω ότι η απόφαση περί επιβολής κυρώσεως σχεδιάστηκε κατά τρόπο που να μπορεί να εφαρμόζεται αυτοτελώς.

67.   Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός νομοθέτης διαπίστωσε ότι η απλή απόδοση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών δεν προστατεύει αποτελεσματικά τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας. Αφενός, η απόδοση δεν επιτρέπει να αποφεύγεται όπως τα οικονομικά της Κοινότητας υφίστανται ζημία αφού, εξ ορισμού, η απόδοση μπορεί να αποφασιστεί μόνο μετά την καταβολή της επιστροφής. Αφετέρου, δεν επιτρέπει να αποτρέπονται οι επιχειρηματίες από την υιοθέτηση μη σώφρονος ή επιλήψιμης συμπεριφοράς.

68.   Η θέσπιση συστήματος επιβολής κυρώσεων ανταποκρίνεται επομένως σε αυτές τις δύο ανησυχίες. Πρώτον, επιτρέπει να προστατεύονται καλύτερα τα οικονομικά συμφέροντα της Κοινότητας καθόσον, όπως ανέφερα ήδη, η κύρωση μπορεί να επιβληθεί από τη στιγμή που οι εσφαλμένες πληροφορίες είναι ικανές να προκαλέσουν ζημία, δηλαδή, πολύ πριν τη χορήγηση της επιστροφής στον επιχειρηματία.

69.   Δεύτερον, όπως αναφέρουν η δεύτερη και η πέμπτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2945/94, η κύρωση αυτή πρέπει να είναι «αποτρεπτική». Έτσι, αντίθετα από την αίτηση αποδόσεως, η εφαρμογή κυρώσεως δεν αποβλέπει στην επαναφορά καταστάσεως σύμφωνης προς το δίκαιο ούτε στην αποκατάσταση ζημίας ή στην εξάλειψη των συνεπειών της παράνομης πράξεως, αλλά στο να καταδικάσει συμπεριφορά αντίθετη προς το δίκαιο, ανεξαρτήτως του αν αυτή οφείλεται σε αμέλεια ή πρόθεση.

70.   Λαμβάνοντας υπόψη τον σκοπό του κανονισμού 3665/87 και τους χωριστούς και αυτοτελείς στόχους που επιδιώκονται με την αίτηση αποδόσεως και την απόφαση περί επιβολής κυρώσεως, είναι κατ’ εμέ προφανές ότι η κύρωση, επιβαλλόμενη σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής πράξη εφαρμογής η οποία, στο πλαίσιο του συστήματος που θέτει σε εφαρμογή αυτή η κανονιστική ρύθμιση, διασφαλίζει πλήρως την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Το να θεωρηθεί η απόφαση περί επιβολής κυρώσεως ως απλή παρεπόμενη πράξη της αποφάσεως αποδόσεως μπορεί επομένως να στερήσει την απόφαση από την πλήρη αποτελεσματικότητά της, πράγμα που αντιβαίνει προς τον επιδιωκόμενο από τον κοινοτικό νομοθέτη στόχο.

71.   Κατά συνέπεια, θεωρώ ότι ο επιδιωκόμενος με τον κανονισμό 3665/87 στόχος εμποδίζει όπως η προϋπόθεση εφαρμογής της κυρώσεως, κατά την οποία ο εξαγωγέας ζήτησε μεγαλύτερη από την οφειλόμενη επιστροφή, εξετάζεται στο πλαίσιο αιτήσεως αποδόσεως που στηρίζεται στην παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, του ίδιου αυτού κανονισμού ή συνάγεται από το απλό γεγονός ότι ο εξαγωγέας δεν άσκησε προσφυγή κατ’ αυτής της αποφάσεως αποδόσεως.

72.   Βάσει των προεκτεθέντων, θεωρώ επομένως ότι τίποτε δεν εμποδίζει όπως, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως, οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια εξετάζουν αν ο εξαγωγέας όντως ζήτησε μεγαλύτερη από την οφειλόμενη επιστροφή, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 1, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87.

73.   Ως συμπέρασμα του συνόλου των προεκτεθέντων, θεωρώ ότι οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια δικαιούνται, στο πλαίσιο διαδικασίας προσφυγής κατά αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως που βασίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87, να εξετάζουν αν ο εξαγωγέας ζήτησε επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη, όταν η απόφαση περί αποδόσεως, στηριζόμενη στην έλλειψη αποδείξεως σχετικά με την εισαγωγή του οικείου προϊόντος στην τρίτη χώρα προορισμού, όπως αυτή απαιτείται κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, κατέστη οριστική πριν την έκδοση της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως.

 Γ – Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

74.   Το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε το ερώτημα αυτό μόνο στην περίπτωση κατά την οποία θα δοθεί αρνητική απάντηση στο πρώτο ερώτημα. Λαμβάνοντας υπόψη την απάντηση που προτείνω να δώσει το Δικαστήριο στο ερώτημα αυτό, νομίζω ότι δεν είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

V –    Πρόταση

75.   Βάσει των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Finanzgericht Hamburg:

«Οι εθνικές αρχές και τα εθνικά δικαστήρια δικαιούνται να εξετάζουν, στο πλαίσιο διαδικασίας προσφυγής κατά αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως που βασίζεται στο άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΟΚ) 3665/87 της Επιτροπής, της 27ης Νοεμβρίου 1987, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1994, για τροποποίηση του κανονισμού 3665/87 όσον αφορά την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και τις κυρώσεις, αν ο εξαγωγέας ζήτησε επιστροφή μεγαλύτερη από την οφειλόμενη, όταν η απόφαση περί αποδόσεως, εκδοθείσα σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2945/94, βασίζεται στην έλλειψη αποδείξεως σχετικά με την εισαγωγή του προϊόντος στην τρίτη χώρα προορισμού που απαιτείται κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, και κατέστη οριστική πριν την έκδοση της αποφάσεως περί επιβολής κυρώσεως.»


1 – Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 – ΕΕ L 351, σ. 1, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2945/94 της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 1994, για τροποποίηση του κανονισμού 3665/87 όσον αφορά την ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και τις κυρώσεις (ΕΕ L 310, σ. 57, στο εξής: κανονισμός 3665/87). Ο κανονισμός αυτός καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 800/1999 της Επιτροπής, της 15ης Απριλίου 1999, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ L 102, σ. 11), μεταγενέστερου των επίδικων περιστατικών και που δεν έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση.


3 – Κανονισμός του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1).


4 – Βλ. τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού αυτού.


5 – Συνιστά «παρατυπία», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2988/95, «κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου που προκύπτει από πράξη ή παράλειψη ενός οικονομικού φορέα, με πραγματικό ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα να ζημιωθεί ο γενικός προϋπολογισμός των Κοινοτήτων ή προϋπολογισμός διαχειριζόμενος από τις Κοινότητες, είτε με τη μείωση ή ματαίωση εσόδων που προέρχονται από ίδιους πόρους που εισπράττονται απευθείας για λογαριασμό της Κοινότητας είτε με αδικαιολόγητη δαπάνη».


6 – Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2988/95.


7 – BGBl., I σ. 1253.


8 – Απόφαση C‑110/99 (Συλλογή 2000, σ. I‑11569).


9 – Βλ. απόφαση περί παραπομπής, σ. 3 της ελληνικής μεταφράσεως.


10 – Όπ.π., σ. 4.


11 – Όπ.π., σ. 9 και 10.


12 – Κανονισμός της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1979, για κοινές λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος των επιστροφών κατά την εξαγωγή για τα γεωργικά προϊόντα (ΕΕ ειδ. έκδ. 03/027, σ. 70), που ίσχυε κατά τον χρόνο των περιστατικών της διαφοράς και του οποίου το άρθρο 10, παράγραφος 1, αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 3665/87.


13 – Βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Emsland-Stärke (σκέψεις 48 και 49).


14 – Όπ.π. (σκέψεις 50 έως 54).


15 – Βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2004, C‑453/00, Kühne & Heitz (Συλλογή 2004, σ. I‑837), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, «βάσει της αρχής της συνεργασίας που απορρέει από το άρθρο 10 ΕΚ, ένα διοικητικό όργανο στο οποίο υποβλήθηκε σχετική αίτηση υποχρεούται να εξετάσει εκ νέου μία διοικητική απόφαση που κατέστη απρόσβλητη, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η, εν τω μεταξύ δοθείσα από το Δικαστήριο, ερμηνεία της κρίσιμης διατάξεως του κοινοτικού δικαίου, όταν


– θέτει, κατά το εθνικό δίκαιο, την εξουσία να εξετάσει εκ νέου την απόφαση αυτή·


– η απόφαση αυτή κατέστη απρόσβλητη κατόπιν αποφάσεως εθνικού δικαστηρίου που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό·


– η εν λόγω απόφαση του εθνικού δικαστηρίου στηρίχθηκε σε ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου η οποία, βάσει μεταγενέστερης αποφάσεως του Δικαστηρίου, αποδείχθηκε εσφαλμένη και υιοθετήθηκε από το εθνικό δικαστήριο, χωρίς αυτό να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο, κατά τους όρους του άρθρου 234, παράγραφος 3, ΕΚ, και


– ο ενδιαφερόμενος απευθύνθηκε στο διοικητικό όργανο αμέσως μόλις έλαβε γνώση της εν λόγω νομολογίας του Δικαστηρίου.»


16 – Βλ. άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3665/87.


17 – Όπ.π., στοιχείο β΄.


18 – Βλ. άρθρα 2, 4 και 5 του κανονισμού 2988/95 ως προς τους γενικούς κανόνες σχετικά με τα διοικητικά μέτρα (όπως η απόδοση) και τις διοικητικές κυρώσεις.


19 – Βλ. άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχεία α΄ και β΄, του κανονισμού 3665/87.


20 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1981, 169/80, Gondrand Frères και Garancini (Συλλογή 1981, σ. 1931, σκέψη 17)· της 15ης Δεκεμβρίου 1987, 326/85, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 1987, σ. 5091, σκέψη 24)· της 22ας Φεβρουαρίου 1989, 92/87 και 93/87, Επιτροπή κατά Γαλλίας και Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 1989, σ. 405, σκέψη 22)· της 13ης Φεβρουαρίου 1996, C‑143/93, Van Es Douane Agenten (Συλλογή 1996, σ. I‑431, σκέψη 27), και της 23ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑78/01, BGL (Συλλογή 2003, σ. I‑9543, σκέψεις 71 έως 73).


21 – Η υπογράμμιση δική μου.


22 – Βλ. άρθρα 3, παράγραφος 5, πρώτο εδάφιο, και 25, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 3665/87.


23 – Απόφαση C‑385/03, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή (σκέψη 22).


24 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 1984, 117/83, Könecke (Συλλογή 1984, σ. 3291, σκέψη 11), και της 11ης Ιουλίου 2002, C‑210/00, Käserei Champignon Hofmeister (Συλλογή 2002, σ. I‑6453, σκέψη 52).


25 – Βλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, Käserei Champignon Hofmeister, προπαρατεθείσα (σκέψεις 59 έως 68). Στην υπόθεση αυτή, το Δικαστήριο αναγνώρισε τον αναλογικό χαρακτήρα κυρώσεως που επιβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3665/87 και που εφαρμόζεται σε περίπτωση ανακρίβειας της δηλώσεως.


26 – Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 1990, C‑155/89, Philipp Brothers (Συλλογή 1990, σ. I‑3265, σκέψη 27), και της 19ης Ιουνίου 2003, C‑467/01, Eribrand (Συλλογή 2003, σ. I‑6471, σκέψη 41).


27 – Ειδική έκθεση 7/2001 σχετικά με τις επιστροφές κατά την εξαγωγή – Προορισμός και διάθεση στην αγορά, συνοδευόμενη από τις απαντήσεις της Επιτροπής (ΕΕ 2001, C 314, σ. 1, σημεία 9 έως 13). Το Ελεγκτικό Συνέδριο διευκρινίζει ότι μπορούν να γίνουν δεκτά πολλά είδη εγγράφων ως αποδείξεις σχετικές με την εκπλήρωση των τελωνειακών διατυπώσεων διαθέσεως στην κατανάλωση, όμως, όπως υπογραμμίζει, δεν υπάρχει καμία εναρμόνιση σε επίπεδο αποδοχής τους.


28 – Βλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Käserei Champignon Hofmeister, προπαρατεθείσα (σκέψη 34).


29 – Η υπογράμμιση δική μου.


30 – Βλ. προπαρατεθείσες αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2002, Käserei Champignon Hofmeister (σκέψη 60), και της 14ης Απριλίου 2005, Käserei Champignon Hofmeister (σκέψη 27).

Top