Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62003CJ0433

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2005.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
    Παράβαση κράτους μέλους - Διαπραγμάτευση, σύναψη, κύρωση και θέση σε ισχύ διμερών συμφωνιών εκ μέρους κράτους μέλους -Μεταφορές εμπορευμάτων ή προσώπων διά πλωτής οδού - Εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας - Άρθρο 10 ΕΚ - Κανονισμοί (ΕΟΚ) 3921/91 και (ΕΚ) 1356/96.
    Υπόθεση C-433/03.

    Συλλογή της Νομολογίας 2005 I-06985

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:2005:462

    Υπόθεση C-433/03

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

    κατά

    Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας

    «Παράβαση κράτους μέλους — Διαπραγμάτευση, σύναψη, κύρωση και θέση σε ισχύ διμερών συμφωνιών εκ μέρους κράτους μέλους — Μεταφορές εμπορευμάτων ή προσώπων διά πλωτής οδού — Εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας — Άρθρο 10 ΕΚ — Κανονισμοί (ΕΟΚ) 3921/91 και (ΕΚ) 1356/96»

    Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα A. Tizzano της 10ης Μαρτίου 2005 

    Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Ιουλίου 2005 

    Περίληψη της αποφάσεως

    1.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Αντικείμενο της διαφοράς — Καθορισμός κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία — Μεταγενέστερη μεταβολή περιορίζουσα το αντικείμενο της διαφοράς — Επιτρέπεται

    (Άρθρο 226 EΚ)

    2.     Προσφυγή λόγω παραβάσεως — Εξέταση του βασίμου από το Δικαστήριο — Κατάσταση που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη — Κατάσταση κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας

    (Άρθρο 226 EΚ)

    3.              Διεθνείς συμφωνίες — Αρμοδιότητα της Κοινότητας — Δημιουργία αποκλειστικής εξωτερικής αρμοδιότητας της Επιτροπής λόγω της ασκήσεως της εσωτερικής της αρμοδιότητας — Προϋποθέσεις — Μεταφορά διά πλωτής οδού — Κανονισμός 3921/91 — Ανεπάρκεια της κοινοτικής κανονιστικής ρυθμίσεως για μεταβίβαση της αποκλειστικής εξωτερικής αρμοδιότητας στην Κοινότητα

    (Άρθρα 71 § 1 EΚ και 80 § 1 EΚ· κανονισμός 3921/91 του Συμβουλίου)

    4.     Διαδικασία — Εισαγωγικό δικόγραφο — Αντικείμενο της διαφοράς — Καθορισμός — Μεταβολή κατά τη διάρκεια της δίκης — Απαγορεύεται

    5.              Κράτη μέλη — Υποχρεώσεις — Υποχρέωση συνεργασίας — Απόφαση που εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να διαπραγματευθεί πολυμερή συμφωνία εξ ονόματος της Κοινότητας — Καθήκοντα των κρατών μελών — Καθήκον για δράση και αποχή — Περιεχόμενο

    (Άρθρο 10 EΚ)

    1.     Μολονότι είναι αληθές ότι το αντικείμενο της ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ προσφυγής οριοθετείται κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που προβλέπει η εν λόγω διάταξη και ότι, συνεπώς, η αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και η προσφυγή της πρέπει να βασίζονται στις ίδιες αιτιάσεις, η επιταγή αυτή δεν δύναται να βαίνει έως το σημείο επιβολής, εν πάση περιπτώσει, του όρου περί απόλυτης συμπτώσεως των διατυπώσεών τους, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν διευρύνεται ή δεν μεταβάλλεται, αλλά, αντιθέτως, απλώς περιορίζεται.

    (βλ. σκέψη 28)

    2.     Η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή είχε κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και οι εν συνεχεία επελθούσες μεταβολές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο.

    (βλ. σκέψη 32)

    3.     Η Κοινότητα αποκτά αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα λόγω της ασκήσεως της εσωτερικής της αρμοδιότητας, όταν οι διεθνείς δεσμεύσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κοινών κανόνων ή, εν πάση περιπτώσει, σε πεδίο καλυπτόμενο σε μεγάλο βαθμό από τους κανόνες αυτούς, ακόμη και αν δεν υφίσταται καμία αντίφαση μεταξύ των κανόνων αυτών και των εν λόγω δεσμεύσεων.

    Συνεπώς, όταν η Κοινότητα έχει περιλάβει στις εσωτερικές νομοθετικές πράξεις της ρήτρες σχετικές με τη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή έχει απονείμει ρητώς στα όργανά της αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τις τρίτες χώρες, αποκτά αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα τα όρια της οποίας καθορίζονται από τις πράξεις αυτές.

    Το ίδιο ισχύει και όταν, ελλείψει ρητής ρήτρας περί εξουσιοδοτήσεως των κοινοτικών οργάνων για διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τρίτες χώρες, η Κοινότητα έχει προβεί σε πλήρη εναρμόνιση σε ορισμένο τομέα, διότι οι κοινοί κανόνες που έχουν θεσπιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να θιγούν, αν τα κράτη μέλη διατηρούσαν ελευθερία διαπραγματεύσεως με τις τρίτες χώρες.

    Όσον αφορά τον καθορισμό των προϋποθέσεων υπό τις οποίες μπορούν να γίνουν δεκτοί μη κοινοτικοί μεταφορείς στις εσωτερικές μεταφορές διά πλωτής οδού, η Κοινότητα δεν απέκτησε αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα. Πράγματι, ο κανονισμός 3921/91, για τον καθορισμό των όρων αποδοχής των μεταφορέων των μη εγκατεστημένων σε κράτος μέλος στις εθνικές πλωτές του μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων, δεν ρυθμίζει το καθεστώς των εν λόγω μεταφορέων, καθόσον αφορά αποκλειστικά τους μεταφορείς οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος της Κοινότητας και καθόσον η πραγματοποιηθείσα με τον εν λόγω κανονισμό εναρμόνιση δεν είναι πλήρης.

    (βλ. σκέψεις 44-48, 50, 52-53)

    4.     Ένας διάδικος δεν μπορεί, κατά τη διάρκεια της δίκης, να μεταβάλει το ίδιο το αντικείμενο της διαφοράς και, συνεπώς, το βάσιμο της προσφυγής πρέπει να εξετάζεται μόνον ως προς τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο.

    (βλ. σκέψη 61)

    5.     Το επιβαλλόμενο από το άρθρο 10 ΕΚ καθήκον αγαστής συνεργασίας είναι γενικής εφαρμογής και δεν εξαρτάται ούτε από τον αποκλειστικό ή μη χαρακτήρα της οικείας κοινοτικής αρμοδιότητας ούτε από ενδεχόμενο δικαίωμα των κρατών μελών να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις έναντι τρίτων χωρών.

    Ειδικότερα, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τηρούν ιδιαίτερες υποχρεώσεις δράσεως και αποχής στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή έχει υποβάλει στο Συμβούλιο προτάσεις οι οποίες, μολονότι δεν έχουν υιοθετηθεί από το Συμβούλιο, αποτελούν το σημείο αφετηρίας για συντονισμένη κοινοτική δράση.

    Επομένως, η έκδοση, εκ μέρους του Συμβουλίου, αποφάσεως η οποία εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να διαπραγματευθεί πολυμερή συμφωνία εξ ονόματος της Κοινότητας και σηματοδοτεί την έναρξη συντονισμένης κοινοτικής δράσεως σε διεθνές επίπεδο, συνεπάγεται, ως τέτοια, αν όχι καθήκον αποχής εκ μέρους των κρατών μελών, τουλάχιστον υποχρέωση στενής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων, προκειμένου να διευκολυνθεί η εκπλήρωση της αποστολής της Κοινότητας, καθώς και να διασφαλισθεί η ενότητα και η συνοχή της διεθνούς της δράσεως και εκπροσωπήσεως.

    (βλ. σκέψεις 64-66)




    ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

    της 14ης Ιουλίου 2005 (*)

    «Παράβαση κράτους μέλους – Διαπραγμάτευση, σύναψη, κύρωση και θέση σε ισχύ διμερών συμφωνιών εκ μέρους κράτους μέλους – Μεταφορές εμπορευμάτων ή προσώπων διά πλωτής οδού – Εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας – Άρθρο 10 ΕΚ – Κανονισμοί (ΕΟΚ) 3921/91 και (ΕΚ) 1356/96»

    Στην υπόθεση C-433/03,

    με αντικείμενο προσφυγή του άρθρου 226 ΕΚ λόγω παραβάσεως, ασκηθείσα στις 10 Οκτωβρίου 2003,

    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την C. Schmidt καθώς και από τους W. Wils και A. Manville, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

    προσφεύγουσα,

    κατά

    Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, εκπροσωπούμενης από τον W.-D. Plessing, επικουρούμενο από τον G. Schohe, Rechtsanwalt,

    καθής,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

    συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta (εισηγήτρια), C. Gulmann, J. Makarczyk και P. Kūris, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. Tizzano

    γραμματέας: R. Grass

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Μαρτίου 2005,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    1       Με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζητεί από το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας:

    α)      έχοντας μονομερώς διαπραγματευθεί, συνάψει, κυρώσει και θέσει σε ισχύ:

    –       τη συμφωνία μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβερνήσεως της Ρουμανίας στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, η οποία υπογράφηκε στη Βόννη στις 22 Οκτωβρίου 1991 (BGBl. 1993 II, σ. 770, στο εξής: συμφωνία με τη Ρουμανία),

    –       τη συμφωνία μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβερνήσεως της Πολωνίας στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, η οποία υπογράφηκε στη Βαρσοβία στις 8 Νοεμβρίου 1991 (BGBl. 1993 II, σ. 779, στο εξής: συμφωνία με την Πολωνία), και

    –       τη συμφωνία μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβερνήσεως της Ουκρανίας στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, η οποία υπογράφηκε στη Βόννη στις 14 Ιουλίου 1992 (BGBl. 1994 II, σ. 258, στο εξής: συμφωνία με την Ουκρανία), και

    β)      αρνούμενη να καταγγείλει τις ως άνω συμφωνίες, καθώς και:

    –       τη συμφωνία μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβερνήσεως της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Τσεχοσλοβακίας στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, η οποία υπογράφηκε στην Πράγα στις 26 Ιανουαρίου 1988 (BGBl. 1989 II, σ. 1035, στο εξής: συμφωνία με την Τσεχοσλοβακία), και

    –       τη συμφωνία μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβερνήσεως της Λαϊκής Δημοκρατίας της Ουγγαρίας στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, η οποία υπογράφηκε στη Βουδαπέστη στις 15 Ιανουαρίου 1988 (BGBl. 1989 II, σ. 1026, στο εξής: συμφωνία με την Ουγγαρία),

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ και από τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3921/91 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 1991, για τον καθορισμό των όρων αποδοχής των μεταφορέων των μη εγκατεστημένων σε κράτος μέλος στις εθνικές πλωτές του μεταφορές επιβατών ή εμπορευμάτων (ΕΕ L 373, σ. 1), ως προς τις μνημονευθείσες στο στοιχείο α΄ συμφωνίες, καθώς και από τον κανονισμό (ΕΚ) 1356/96 του Συμβουλίου, της 8ης Ιουλίου 1996, σχετικά με τους κοινούς κανόνες που εφαρμόζονται στις μεταφορές εμπορευμάτων ή προσώπων μέσω εσωτερικών πλωτών οδών μεταξύ των κρατών μελών, ενόψει της καθιέρωσης στις μεταφορές αυτές της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (ΕΕ L 175, p. 7), ως προς τις μνημονευθείσες στο στοιχείο β΄ συμφωνίες.

     Το νομικό πλαίσιο

     Η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση

     Οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ

    2       Το άρθρο 10 EΚ ορίζει τα εξής:

    «Τα κράτη μέλη λαμβάνουν κάθε γενικό ή ειδικό μέτρο κατάλληλο να εξασφαλίσει την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα Συνθήκη ή προκύπτουν από πράξεις των οργάνων της Κοινότητας. Διευκολύνουν την Κοινότητα στην εκτέλεση της αποστολής της.

    Απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την πραγματοποίηση των σκοπών της παρούσας Συνθήκης».

    3       Ως προς τον τομέα των μεταφορών, το άρθρο 70 ΕΚ ορίζει ότι τα κράτη μέλη επιδιώκουν την επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης στο πλαίσιο κοινής πολιτικής.

    4       Το άρθρο 71, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει:

    «Για την εφαρμογή του άρθρου 70 και λαμβάνοντας υπόψη την ιδιομορφία των μεταφορών, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με τη διαδικασία του άρθρου 251 και μετά από διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, θεσπίζει:

    α)       κοινούς κανόνες εφαρμοστέους στις διεθνείς μεταφορές που εκτελούνται από ή προς την επικράτεια ενός κράτους μέλους ή που διέρχονται από την επικράτεια ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών·

    β)      τους όρους υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί στις εθνικές μεταφορές ενός κράτους μέλους μεταφορείς μη εγκατεστημένοι σ’ αυτό·

    γ)      μέτρα για τη βελτίωση της ασφάλειας των μεταφορών·

    δ)      κάθε άλλη χρήσιμη διάταξη».

    5       Βάσει της τελευταίας αυτής διατάξεως, το Συμβούλιο εξέδωσε τους κανονισμούς 3921/91 και 1356/96.

     Ο κανονισμός 3921/91

    6       Κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3921/91, επιτρέπεται στους μη εγκατεστημένους στο κράτος μέλος μεταφορείς η εκτέλεση εσωτερικών μεταφορών εμπορευμάτων ή προσώπων διά πλωτής οδού υπό όρους ίδιους με αυτούς που το συγκεκριμένο κράτος μέλος επιβάλλει στους δικούς του μεταφορείς.

    7       Προς τούτο, το άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού αυτού ορίζει ότι, από 1ης Ιανουαρίου 1993, επιτρέπεται σε κάθε μεταφορέα εμπορευμάτων ή επιβατών διά πλωτής οδού η εκτέλεση εσωτερικών μεταφορών εμπορευμάτων ή επιβατών διά πλωτής οδού για λογαριασμό τρίτου εντός κράτους μέλους διαφορετικού από αυτό στο οποίο είναι εγκατεστημένος, πρακτική καλούμενη «ενδομεταφορά», υπό τον όρον ότι ο μεταφορέας είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού και έχει, εφόσον απαιτείται, στο εν λόγω κράτος μέλος άδεια να εκτελεί διεθνείς μεταφορές εμπορευμάτων ή προσώπων διά πλωτής οδού. Το δεύτερο εδάφιο του ιδίου άρθρου ορίζει ότι, εφόσον ο μεταφορέας πληροί τους όρους αυτούς, μπορεί να ασκεί προσωρινά δραστηριότητες ενδομεταφορών εντός του συγκεκριμένου κράτους μέλους, χωρίς να διαθέτει στο κράτος αυτό έδρα ή άλλη εγκατάσταση.

    8       Επιπλέον, το άρθρο 2, παράγραφος 1, του ιδίου κανονισμού ορίζει ότι, προκειμένου να του επιτραπεί η εκτέλεση ενδομεταφορών, ο μεταφορέας μπορεί να χρησιμοποιεί μόνον πλοία ανήκοντα σε φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος καθώς και την ιθαγένεια κράτους μέλους ή σε νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος και ανήκουν κατά πλειοψηφία σε υπηκόους των κρατών μελών.

    9       Τέλος, κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 3921/91, οι διατάξεις του κανονισμού αυτού δεν θίγουν τα δικαιώματα που πηγάζουν από την αναθεωρημένη σύμβαση για τη ναυσιπλοΐα του Ρήνου, η οποία υπογράφηκε στο Mannheim στις 17 Οκτωβρίου 1868 (στο εξής: σύμβαση του Mannheim).

     Ο κανονισμός 1356/96

    10     Όπως προκύπτει από τον τίτλο και από τη δεύτερη αιτιολογική του σκέψη, ο κανονισμός 1356/96 έχει ως σκοπό την πραγμάτωση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των πλωτών μεταφορών εμπορευμάτων ή προσώπων μεταξύ των κρατών μελών, με την κατάργηση όλων των περιορισμών που επιβάλλονται στους παρέχοντες υπηρεσίες λόγω της ιθαγένειάς τους ή του γεγονότος ότι είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο εντός του οποίου πρέπει να παρασχεθεί η υπηρεσία.

    11     Τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού αυτού προβλέπουν ότι επιτρέπεται σε κάθε μεταφορέα εμπορευμάτων ή προσώπων διά πλωτής οδού η εκτέλεση μεταφορικών εργασιών μεταξύ και διαμέσου των κρατών μελών, αδιακρίτως της ιθαγένειας ή του τόπου εγκαταστάσεώς του. Το άρθρο 2 ορίζει επίσης τις προϋποθέσεις χορηγήσεως αυτής της δυνατότητας.

    12     Κατά το άρθρο 3 του ιδίου κανονισμού, οι διατάξεις του «δεν θίγουν τα υπάρχοντα δικαιώματα για μεταφορείς τρίτων χωρών που απορρέουν από την αναθεωρημένη σύμβαση ναυσιπλοΐας στον Ρήνο (σύμβαση του Mannheim), τη σύμβαση ναυσιπλοΐας στον Δούναβη (σύμβαση του Βελιγραδίου), ούτε τα δικαιώματα που απορρέουν από τις διεθνείς υποχρεώσεις της Κοινότητας».

     Οι διμερείς συμφωνίες που συνήψε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας

    13     Οι συμφωνίες που μνημονεύονται στη σκέψη 1 της παρούσας αποφάσεως (στο εξής, ομού: διμερείς συμφωνίες) περιλαμβάνουν διατάξεις σχετικές με την αμοιβαία χρήση των πλωτών οδών από πλοία των συμβαλλόμενων μερών για τις μεταφορές προσώπων και εμπορευμάτων.

    14     Οι συμφωνίες αυτές προβλέπουν, μεταξύ άλλων, ότι οι μεταφορές προσώπων και/ή εμπορευμάτων από πλοία του ενός συμβαλλομένου μεταξύ λιμένων του αντισυμβαλλομένου (ενδομεταφορές) και οι μεταφορές προσώπων και/ή εμπορευμάτων από πλοία του ενός συμβαλλομένου μεταξύ λιμένων του αντισυμβαλλομένου και λιμένων τρίτου κράτους (διακίνηση με τις τρίτες χώρες) προϋποθέτουν ειδική άδεια των αρμοδίων αρχών των οικείων συμβαλλόμενων μερών.

    15     Οι συμφωνίες με την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία κυρώθηκαν με δύο νόμους της 14ης Δεκεμβρίου 1989 και τέθηκαν σε ισχύ, αντιστοίχως, στις 31 Ιανουαρίου και στις 4 Μαΐου 1990. Οι συμφωνίες με τη Ρουμανία και την Πολωνία κυρώθηκαν με δύο νόμους της 19ης Απριλίου 1993 και τέθηκαν σε ισχύ, αντιστοίχως, την 9η Ιουλίου και την 1η Νοεμβρίου 1993. Η συμφωνία με την Ουκρανία κυρώθηκε με νόμο της 2ας Φεβρουαρίου 1994 και τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 1994.

     Το ιστορικό της διαφοράς και η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

    16     Στις 28 Ιουνίου 1991 η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο εισήγηση για απόφαση σχετική με την έναρξη διαπραγματεύσεων για τη σύναψη πολυμερούς συμφωνίας μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών στον τομέα των πλωτών μεταφορών επιβατών και εμπορευμάτων.

    17     Με απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 1992, το Συμβούλιο «εξουσιοδότησε την Επιτροπή να διαπραγματευθεί πολυμερή συμφωνία σχετικά με τους κανόνες που ισχύουν για τις εσωτερικές πλωτές μεταφορές εμπορευμάτων και επιβατών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Πολωνίας και των συμβαλλομένων κρατών της Σύμβασης του Δουνάβεως (Ουγγαρίας, Τσεχοσλοβακίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, πρώην ΕΣΣΔ, πρώην Γιουγκοσλαβίας και Αυστρίας)» (στο εξής: απόφαση του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1992).

    18     Κατόπιν της αποφάσεως αυτής του Συμβουλίου, η Επιτροπή, με έγγραφο της 20ής Απριλίου 1993, ζήτησε από διάφορα κράτη μέλη, μεταξύ των οποίων και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, «να απόσχουν από οποιαδήποτε πρωτοβουλία δυνάμενη να θέσει σε κίνδυνο την ομαλή πορεία των διαπραγματεύσεων που είχαν αρχίσει σε κοινοτικό επίπεδο και, ειδικότερα, να μην προβούν στην κύρωση των συμφωνιών που είχαν ήδη μονογραφεί ή υπογραφεί, ούτε στην έναρξη νέων διαπραγματεύσεων στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας με τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης».

    19     Στις 8 Απριλίου 1994, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι προτεραιότητα έπρεπε να δοθεί στην ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με την Τσεχική Δημοκρατία, τη Δημοκρατία της Ουγγαρίας, τη Δημοκρατία της Πολωνίας και τη Σλοβακική Δημοκρατία.

    20     Οι πολυμερείς διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε η Επιτροπή είχαν ως έκβαση τη μονογραφή, στις 5 Αυγούστου 1996, ενός σχεδίου πολυμερούς συμφωνίας, βάσει του οποίου η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο, στις 13 Δεκεμβρίου 1996, πρόταση απoφάσεως σχετικής με τη σύναψη συμφωνίας καθορίζουσας τους όρους των εμπορευματικών και επιβατικών μεταφορών διά πλωτής οδού μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αφενός, και της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας, αφετέρου.

    21     Εντούτοις, η Κοινότητα δεν έχει, έως σήμερα, συνάψει καμία πολυμερή συμφωνία με τις εν λόγω χώρες.

    22     Με έγγραφο οχλήσεως της 10ης Απριλίου 1995 και συμπληρωματικό έγγραφο οχλήσεως της 24ης Νοεμβρίου 1998, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως του άρθρου 226 ΕΚ και κάλεσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να καταγγείλει τις διμερείς συμφωνίες.

    23     Δεδομένου ότι η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβήτησε, με τις απαντήσεις της 23ης Ιουνίου 1995 και της 26ης Φεβρουαρίου 1999, ότι η σύναψη των διμερών συμφωνιών συνιστούσε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου, η Επιτροπή απηύθυνε, στις 28 Φεβρουαρίου 2000, αιτιολογημένη γνώμη με την οποία κάλεσε την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί προς την αιτιολογημένη αυτή γνώμη εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της.

    24     Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η κατάσταση εξακολουθούσε να μην είναι ικανοποιητική, αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή.

     Επί του παραδεκτού

    25     Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, καταρχάς, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη καθό μέρος αφορά τις συμφωνίες που συνήφθησαν με την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία. Συγκεκριμένα, κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, οι συμφωνίες αυτές δεν εξετάστηκαν με την αιτιολογημένη γνώμη.

    26     Συναφώς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, ως προς την αιτίαση που αφορά το ασυμβίβαστο των διμερών συμφωνιών με τον κανονισμό 1356/96, η αιτιολογημένη γνώμη περιλαμβάνει σαφείς και επανειλημμένες αναφορές στις συμφωνίες με την Ουγγαρία και την Τσεχοσλοβακία και ότι, με το σημείο 2 της απαντήσεώς της στην αιτιολογημένη γνώμη, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας έλαβε ρητώς θέση επί του ζητήματος αυτού.

    27     Η Γερμανική Κυβέρνηση αμφισβητεί, εν συνεχεία, το παραδεκτό της προσφυγής, καθόσον η Επιτροπή αναφέρεται στις αποκαλούμενες «open skies» αποφάσεις της 5ης Νοεμβρίου 2002, C-466/98, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου (Συλλογή 2002, σ. I‑9427)· C‑467/98, Επιτροπή κατά Δανίας (Συλλογή 2002, σ. I‑9519)· C‑468/98, Επιτροπή κατά Σουηδίας (Συλλογή 2002, σ. I‑9575)· C‑469/98, Επιτροπή κατά Φινλανδίας (Συλλογή 2002, σ. I‑9627)· C‑471/98, Επιτροπή κατά Βελγίου (Συλλογή 2002, σ. Ι-9681)· C‑472/98, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου (Συλλογή 2002, σ. I‑9741)· C‑475/98, Επιτροπή κατά Αυστρίας (Συλλογή 2002, σ. I‑9797), και C‑476/98, Επιτροπή κατά Γερμανίας (Συλλογή 2002, σ. I‑9855), οι οποίες, ωστόσο, εκδόθηκαν μετά το πέρας της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας. Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η Επιτροπή όφειλε, προ της ασκήσεως της προσφυγής λόγω παραβάσεως, να απευθύνει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας νέα αιτιολογημένη γνώμη η οποία να αναφέρεται σε αυτό το νέο νομολογιακό πλαίσιο.

    28     Μολονότι είναι αληθές ότι το αντικείμενο της ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ προσφυγής οριοθετείται κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που προβλέπει η εν λόγω διάταξη και ότι, συνεπώς, η αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής και η προσφυγή της πρέπει να βασίζονται στις ίδιες αιτιάσεις, η επιταγή αυτή δεν δύναται να βαίνει έως το σημείο επιβολής, εν πάση περιπτώσει, του όρου περί απόλυτης συμπτώσεως των διατυπώσεών τους, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν διευρύνεται ή δεν μεταβάλλεται, αλλά, αντιθέτως, απλώς περιορίζεται (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, C-279/94, Επιτροπή κατά Ιταλίας, Συλλογή 1997, σ. Ι-4743, σκέψεις 24 και 25· της 25ης Απριλίου 2002, C-52/00, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2002, σ. I-3827, σκέψη 44, και της 11ης Ιουλίου 2002, C-139/00, Επιτροπή κατά Ισπανίας, Συλλογή 2002, σ. I-6407, σκέψεις 18 και 19).

    29     Πρόθεση της Επιτροπής, η οποία, με το δικόγραφο της προσφυγής της, αναφέρθηκε στις προμνησθείσες αποφάσεις open skies, ήταν να προβεί σε απλή μνεία της πλέον πρόσφατης νομολογίας σχετικά με τις αρχές που διέπουν την αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας και όχι να διευρύνει, να μεταβάλει ή, έστω, να περιορίσει το αντικείμενο της διαφοράς, όπως αυτό είχε οριοθετηθεί με την αιτιολογημένη γνώμη της 28ης Φεβρουαρίου 2000.

    30     Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

     Επί της προσφυγής

    31     Εκ προοιμίου, η Γερμανική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο να διαπιστώσει ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου ως προς τις συμφωνίες με την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία και την Πολωνία, λόγω της προσχωρήσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την 1η Μαΐου 2004, της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατία της Πολωνίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας.

    32     Συναφώς, αρκεί η υπόμνηση ότι, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με την κατάσταση του κράτους μέλους όπως αυτή είχε κατά την εκπνοή της ταχθείσας με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμίας και ότι οι εν συνεχεία επελθούσες μεταβολές δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Δικαστήριο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Οκτωβρίου 2001, C-110/00, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-7545, σκέψη 13, και της 19ης Φεβρουαρίου 2004, C-310/03, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 2004, σ. Ι-1969, σκέψη 7).

    33     Εν προκειμένω, η ταχθείσα με την αιτιολογημένη γνώμη προθεσμία εξέπνευσε στις 28 Απριλίου 2000 και, ως εκ τούτου, η προσχώρηση της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ασκεί επιρροή στην παρούσα υπόθεση.

    34     Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή διατυπώνει τρεις αιτιάσεις. Καταρχάς, η Επιτροπή προσάπτει στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας παραβίαση της αποκλειστικής εξωτερικής αρμοδιότητας της Κοινότητας κατά την έννοια της αποφάσεως της 31ης Μαρτίου 1971, 22/70, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, αποκαλούμενης AETR (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 729). Η δεύτερη αιτίαση αντλείται από παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ. Με την τρίτη αιτίαση η Επιτροπή υποστηρίζει ότι οι διμερείς συμφωνίες είναι ασυμβίβαστες με τον κανονισμό 1356/96.

     Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αντλείται από παραβίαση της αποκλειστικής εξωτερικής αρμοδιότητας της Κοινότητας

     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    35     Με την πρώτη της αιτίαση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, έχοντας διαπραγματευθεί, συνάψει, κυρώσει και θέσει σε ισχύ τις συμφωνίες με την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία, παραβίασε την αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα της Κοινότητας για τη σύναψη διεθνών συνθηκών κατά την έννοια της προμνησθείσας αποφάσεως AETR. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, οι συμφωνίες αυτές θίγουν τους κοινούς κανόνες που υιοθέτησε η Κοινότητα με τον κανονισμό 3921/91.

    36      Ειδικότερα, η Επιτροπή εκτιμά ότι οι εν λόγω συμφωνίες, επιτρέποντας, κατόπιν ειδικής άδειας, στους μεταφορείς των συγκεκριμένων τρίτων χωρών την πρόσβαση στις ενδομεταφορές της Γερμανίας, θίγουν τους κοινούς κανόνες του κανονισμού 3921/91, καθόσον οι κανόνες αυτοί εναρμονίζουν πλήρως, από 1ης Ιανουαρίου 1993, τους όρους περί ενδομεταφοράς στα κράτη μέλη της Κοινότητας.

    37     Η Επιτροπή υποστηρίζει, συναφώς, ότι ο κανονισμός 3921/91 δεν αφορά μόνον τους κοινοτικούς μεταφορείς, αλλά και τους μεταφορείς τρίτων χωρών, εφόσον το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού αναγνωρίζει τα δικαιώματα προσβάσεως που έχουν οι Ελβετοί μεταφορείς δυνάμει της συμβάσεως του Mannheim.

    38     Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι διατάξεις των συμφωνιών με την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 3921/91 ή σε πεδίο καλυπτόμενο σε μεγάλο βαθμό από τον κανονισμό αυτό και, ως εκ τούτου, οι συμφωνίες αυτές δεν θίγουν τους κοινούς κανόνες που υιοθέτησε η Κοινότητα με τον εν λόγω κανονισμό.

    39     Συγκεκριμένα, η Γερμανική Κυβέρνηση εκτιμά ότι ο κανονισμός 3921/91 είναι αμιγώς εσωτερικής φύσεως. Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, ο κανονισμός αυτός οργανώνει την εκτέλεση ενδομεταφορών στις πλωτές οδούς ενός κράτους μέλους από μεταφορείς εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη και δεν περιλαμβάνει καμία ρήτρα σχετική με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται στους μεταφορείς τρίτων χωρών η παροχή υπηρεσιών ενδομεταφοράς στις πλωτές οδούς της Κοινότητας.

    40     Συναφώς, η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 6 του κανονισμού 3921/91 παραπομπή στη σύμβαση του Mannheim δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ρήτρα σχετική με τη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών. Η διάταξη αυτή αφορά μόνον την Ελβετία και επικυρώνει απλώς τα δικαιώματα που απορρέουν υπέρ αυτής από την εν λόγω σύμβαση.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    41     Πρέπει να επισημανθεί ότι, μολονότι η Συνθήκη δεν απονέμει ρητώς στην Κοινότητα εξωτερική αρμοδιότητα στον τομέα των μεταφορών διά πλωτής οδού, τα άρθρα 71, παράγραφος 1, ΕΚ και 80, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέπουν εξουσία δράσεως της Κοινότητας στον εν λόγω τομέα.

    42     Με τις σκέψεις 16 έως 18 και 22 της προμνησθείσας αποφάσεως AETR, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρμοδιότητα της Κοινότητας για τη σύναψη διεθνών συμφωνιών μπορεί να απορρέει όχι μόνον από ρητές διατάξεις της Συνθήκης, αλλά και από άλλες διατάξεις της Συνθήκης και των πράξεων που εκδίδουν, στο πλαίσιο αυτών των διατάξεων, τα όργανα της Κοινότητας. Ειδικότερα, οσάκις, για την εφαρμογή μιας προβλεπόμενης από τη Συνθήκη κοινής πολιτικής, η Κοινότητα θεσπίζει διατάξεις περιέχουσες, με οποιαδήποτε μορφή, κοινούς κανόνες, τα κράτη μέλη δεν έχουν πλέον το δικαίωμα, ανεξαρτήτως του ατομικού ή συλλογικού χαρακτήρα της δράσεώς τους, να αναλαμβάνουν έναντι τρίτων χωρών υποχρεώσεις που θίγουν αυτούς τους κανόνες. Συγκεκριμένα, με την προοδευτική θέσπιση των κοινών αυτών κανόνων, μόνον η Κοινότητα είναι σε θέση να αναλαμβάνει και να εκτελεί, στο σύνολο του πεδίου εφαρμογής της κοινοτικής έννομης τάξεως, τις υποχρεώσεις που έχουν αναληφθεί έναντι τρίτων χωρών. Εφόσον για την επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης εκδίδονται κοινοτικοί κανόνες, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αναλαμβάνουν, εκτός του πλαισίου των κοινών οργάνων, δεσμεύσεις που δύνανται να θίγουν τους κανόνες αυτούς ή να αλλοιώνουν το περιεχόμενό τους.

    43     Πράγματι, αν τα κράτη μέλη διατηρούσαν τη ελευθερία να αναλαμβάνουν διεθνείς δεσμεύσεις που θίγουν τους κοινούς κανόνες, η επίτευξη του επιδιωκόμενου από τους κανόνες αυτούς σκοπού, καθώς και η εκπλήρωση της αποστολής της Κοινότητας και η επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης θα ετίθεντο σε κίνδυνο (απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, C-266/03, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 41).

    44     Το Δικαστήριο υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, με τις προμνησθείσες αποφάσεις open skies, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να θιγεί ή να αλλοιωθεί το περιεχόμενο των κοινών κανόνων από διεθνείς δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη μέλη και, συνεπώς, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες η Κοινότητα αποκτά αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα λόγω της ασκήσεως της εσωτερικής της αρμοδιότητας.

    45     Αυτό συμβαίνει όταν οι διεθνείς αυτές δεσμεύσεις εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των κοινών κανόνων ή, εν πάση περιπτώσει, σε πεδίο καλυπτόμενο σε μεγάλο βαθμό από τους κανόνες αυτούς, ακόμη και αν δεν υφίσταται καμία αντίφαση μεταξύ των κανόνων αυτών και των εν λόγω δεσμεύσεων (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 108).

    46     Συνεπώς, όταν η Κοινότητα έχει περιλάβει στις εσωτερικές νομοθετικές πράξεις της ρήτρες σχετικές με τη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή έχει απονείμει ρητώς στα όργανά της αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τις τρίτες χώρες, αποκτά αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα τα όρια της οποίας καθορίζονται από τις πράξεις αυτές (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 109).

    47     Το ίδιο ισχύει και όταν, ελλείψει ρητής ρήτρας περί εξουσιοδοτήσεως των κοινοτικών οργάνων για διεξαγωγή διαπραγματεύσεων με τρίτες χώρες, η Κοινότητα έχει προβεί σε πλήρη εναρμόνιση σε ορισμένο τομέα, διότι οι κοινοί κανόνες που έχουν θεσπιστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσαν να θιγούν κατά την έννοια της προαναφερθείσας αποφάσεως AETR, αν τα κράτη μέλη διατηρούσαν ελευθερία διαπραγματεύσεως με τις τρίτες χώρες (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Γερμανίας, σκέψη 110).

    48     Όπως προκύπτει από τον τίτλο του και από τα άρθρα του 1 και 2, ο κανονισμός 3921/91 καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να γίνουν δεκτοί στις εσωτερικές μεταφορές εμπορευμάτων ή προσώπων διά πλωτής οδού εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους οι κοινοτικοί μόνο μεταφορείς. Συγκεκριμένα, οι διατάξεις αυτές αφορούν αποκλειστικά τους μεταφορείς εμπορευμάτων ή προσώπων διά πλωτής οδού οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε κράτος μέλος της Κοινότητας και χρησιμοποιούν πλοία ανήκοντα σε φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος και την ιθαγένεια κράτους μέλους ή σε νομικά πρόσωπα που έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος και ανήκουν κατά πλειοψηφία σε υπηκόους κρατών μελών (προπαρατεθείσα απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 46).

    49     Η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 6 του κανονισμού 3921/91 αναφορά στα δικαιώματα που πηγάζουν από τη σύμβαση του Mannheim δεν μπορεί να οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα, καθόσον, με την εν λόγω διάταξη, η Κοινότητα λαμβάνει απλώς υπόψη τα δικαιώματα που απορρέουν υπέρ της Ελβετίας από τη σύμβαση αυτή (προπαρατεθείσα απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 47).

    50     Επομένως, ο κανονισμός 3921/91 δεν καθορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να γίνουν δεκτοί μη κοινοτικοί μεταφορείς στις εσωτερικές μεταφορές εμπορευμάτων ή προσώπων διά πλωτής οδού εντός συγκεκριμένου κράτους μέλους.

    51     Δεδομένου ότι οι συμφωνίες με την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία δεν εμπίπτουν σε τομέα που καλύπτεται από τον κανονισμό 3921/91, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι θίγουν τον κανονισμό αυτό για τον λόγο που προβάλλει η Επιτροπή.

    52     Επιπλέον, το γεγονός ότι ο κανονισμός 3921/91 δεν ρυθμίζει το καθεστώς των εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες μεταφορέων που δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό της Κοινότητας αποδεικνύει ότι η πραγματοποιηθείσα με τον εν λόγω κανονισμό εναρμόνιση δεν είναι πλήρης.

    53     Συνεπώς, η Επιτροπή δεν δύναται να υποστηρίζει ότι η Κοινότητα απέκτησε αποκλειστική εξωτερική αρμοδιότητα, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας αποφάσεως AETR, στον τομέα που διέπουν οι συμφωνίες με την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία.

    54     Υπό τις συνθήκες αυτές, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

     Επί της δευτέρας αιτιάσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 10 ΕΚ

     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    55     Με τη δεύτερη αιτίαση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, κυρώνοντας και θέτοντας σε ισχύ τις συμφωνίες με την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία, μετά την έκδοση της αποφάσεως του Συμβουλίου, της 7ης Δεκεμβρίου 1992, περί εξουσιοδοτήσεως της Επιτροπής για τη διαπραγμάτευση συμφωνίας εξ ονόματος της Κοινότητας, και αφότου κλήθηκε, με το έγγραφο της 20ής Απριλίου 1993, να μην προβεί στην κύρωση των συμφωνιών αυτών, έθεσε σε κίνδυνο την υλοποίηση αυτής της αποφάσεως και παρέβη, ως εκ τούτου, τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η παρεμβολή των μονομερών πρωτοβουλιών ενός κράτους μέλους δυσχεραίνει τη διαπραγμάτευση, από την Επιτροπή, πολυμερούς συμφωνίας εξ ονόματος της Κοινότητας, καθώς και την επακόλουθη σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας από το Συμβούλιο.

    56     Με το υπόμνημά της απαντήσεως, η Επιτροπή προσθέτει ότι η διατήρηση σε ισχύ, με ανακοίνωση της 24ης Μαρτίου 1993, που δημοσιεύθηκε στις 22 Απριλίου 1993 στο Bundesgesetzblatt (BGBl. 1993 II, σ. 762), της συμφωνίας με την Τσεχοσλοβακία συνιστά ομοίως παράβαση του άρθρου 10 EΚ.

    57     Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν μπορεί, δυνάμει της αρχής της αγαστής συνεργασίας, να επιβληθεί στα κράτη μέλη η υποχρέωση καταγγελίας των διμερών συμφωνιών που έχουν συνάψει με τρίτες χώρες για τον λόγο ότι η Κοινότητα έχει αρχίσει διαπραγματεύσεις στον ίδιο με τον καλυπτόμενο από τις εν λόγω συμφωνίες τομέα. Συγκεκριμένα, καθόσον η έκβαση αυτών των διαπραγματεύσεων και η σύναψη πολυμερούς συμφωνίας εξ ονόματος της Κοινότητας είναι, εκ φύσεως, αβέβαιες, μια τέτοια καταγγελία θα είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία καταστάσεως νομικού κενού έως την έναρξη ισχύος ενδεχόμενης πολυμερούς συμφωνίας.

    58     Εν πάση περιπτώσει, η εν λόγω Κυβέρνηση εκτιμά ότι συμμορφώθηκε προς τις επιταγές του άρθρου 10 ΕΚ καθόσον, αφού διαβουλεύθηκε με την Επιτροπή κατά τη διαπραγμάτευση των διμερών συμφωνιών, δεσμεύθηκε να τις καταγγείλει άμα τη συνάψει κοινοτικής συμφωνίας και περιόρισε σε έξι μήνες την προθεσμία καταγγελίας τους.

    59     Η Γερμανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται, επίσης, ότι οι διμερείς συμφωνίες υπογράφηκαν προ της εκδόσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1992.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    60     Όσον αφορά, καταρχάς, το παραδεκτό της αιτιάσεως σχετικά με τη διατήρηση σε ισχύ της συμφωνίας με την Τσεχοσλοβακία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή διατύπωσε την αιτίαση αυτή με το υπόμνημά της απαντήσεως και ότι, ως εκ τούτου, η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο. Πράγματι, η Επιτροπή δεν περιέλαβε την εν λόγω αιτίαση στο εισαγωγικό δικόγραφο (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 14ης Ιουλίου 1988, 298/86, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1988, σ. 4343, σκέψη 8).

    61     Κατά πάγια νομολογία, ένας διάδικος δεν μπορεί, κατά τη διάρκεια της ο δίκης, να μεταβάλει το ίδιο το αντικείμενο της διαφοράς και, συνεπώς, το βάσιμο της προσφυγής πρέπει να εξετάζεται μόνον ως προς τα αιτήματα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό δικόγραφο (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Σεπτεμβρίου 1979, 232/78, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή τόμος 1979/ΙΙ, σ. 323, σκέψη 3, και της 6ης Απριλίου 2000, C-256/98, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2000, σ. I-2487, σκέψη 31).

    62     Κατά συνέπεια, καθό μέρος αφορά τη διατήρηση σε ισχύ της συμφωνίας με την Τσεχοσλοβακία, η αιτίαση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

    63     Δεύτερον, όσον αφορά το βάσιμο της εν λόγω αιτιάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 10 ΕΚ επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διευκολύνουν την Κοινότητα στην εκπλήρωση της αποστολής της και να απέχουν από κάθε μέτρο που δύναται να θέσει σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης.

    64     Επιβάλλεται, ομοίως, η υπόμνηση ότι αυτό το καθήκον αγαστής συνεργασίας είναι γενικής εφαρμογής και δεν εξαρτάται ούτε από τον αποκλειστικό ή όχι χαρακτήρα της οικείας κοινοτικής αρμοδιότητας ούτε από ενδεχόμενο δικαίωμα των κρατών μελών να αναλαμβάνουν υποχρεώσεις έναντι τρίτων χωρών (προπαρατεθείσα απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 58).

    65     Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τηρούν ιδιαίτερες υποχρεώσεις δράσεως και αποχής στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή έχει υποβάλει στο Συμβούλιο προτάσεις οι οποίες, μολονότι δεν έχουν υιοθετηθεί από το Συμβούλιο, αποτελούν το σημείο αφετηρίας για συντονισμένη κοινοτική δράση (βλ. απόφαση της 5ης Μαΐου 1981, 804/79, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου, Συλλογή 1981, σ. I-1045, σκέψη 28, και προπαρατεθείσα απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 59).

    66     Η έκδοση μιας αποφάσεως η οποία εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να διαπραγματευθεί πολυμερή συμφωνία εξ ονόματος της Κοινότητας σηματοδοτεί την έναρξη συντονισμένης κοινοτικής δράσεως σε διεθνές επίπεδο και συνεπάγεται, ως τέτοια, αν όχι καθήκον αποχής εκ μέρους των κρατών μελών, τουλάχιστον υποχρέωση στενής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων, προκειμένου να διευκολυνθεί η εκπλήρωση της αποστολής της Κοινότητας, καθώς και να διασφαλισθεί η ενότητα και η συνοχή της διεθνούς της δράσεως και εκπροσωπήσεως (απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 60).

    67     Εν προκειμένω, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας με το σημείο 92 των προτάσεών του, η έκδοση της αποφάσεως του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1992 επέφερε ουσιώδη μεταβολή του νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονταν οι συμφωνίες με την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία και κατέστησε αναγκαία μια στενότερη συνεργασία και διαβούλευση με την Επιτροπή προ της κυρώσεως και θέσεως σε ισχύ των εν λόγω συμφωνιών.

    68     Όπως υπογράμμισε εξάλλου ο γενικός εισαγγελέας με τις σκέψεις 90 και 91 των προτάσεών του, μολονότι οι διαβουλεύσεις μεταξύ της Γερμανικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής έλαβαν χώρα κατά τον χρόνο της διαπραγματεύσεως και της υπογραφής των συμφωνιών με την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία, ήτοι προ της εκδόσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1992, είναι αληθές ότι, μετά την ημερομηνία αυτή, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας προέβη στην κύρωση και θέση σε ισχύ των εν λόγω συμφωνιών χωρίς προηγούμενη συνεργασία ή διαβούλευση με την Επιτροπή.

    69     Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, το εν λόγω κράτος μέλος έθεσε σε κίνδυνο την εφαρμογή της αποφάσεως του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1992 και, ως εκ τούτου, την εκπλήρωση της αποστολής της Κοινότητας και την υλοποίηση των σκοπών της Συνθήκης.

    70     Η διαβούλευση με την Επιτροπή ήταν επιβεβλημένη κατά μείζονα λόγο διότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο είχαν συμφωνήσει να εφαρμόσουν, ως προς τη διαδικασία διαπραγματεύσεως της πολυμερούς συμφωνίας εξ ονόματος της Κοινότητας, τους κανόνες συμπεριφοράς που περιλαμβάνονται σε συμφωνία κυρίων, η οποία προσαρτάται στην εξουσιοδότηση για διαπραγμάτευση της 7ης Δεκεμβρίου 1992, και προβλέπουν στενή συνεργασία μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών. Συναφώς, ο τίτλος II, σημείο 3, στοιχείο δ΄, της συμφωνίας κυρίων ορίζει ότι «[κ]ατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, η Επιτροπή εκφράζεται εξ ονόματος της Κοινότητας, ενώ οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών παρεμβαίνουν μόνον εάν τους ζητηθεί από την Επιτροπή» και ότι «οι αντιπρόσωποι των κρατών μελών αποφεύγουν κάθε ενέργεια που ενδέχεται να παρεμποδίσει την Επιτροπή στο έργο της».

    71     Μολονότι, όπως επισημαίνει η Γερμανική Κυβέρνηση, οι διμερείς συμφωνίες υπογράφηκαν προ της εκδόσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου της 7ης Δεκεμβρίου 1992, οι συμφωνίες με την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία κυρώθηκαν και τέθηκαν σε ισχύ μετά την ημερομηνία αυτή.

    72     Τέλος, το γεγονός ότι η Γερμανική Κυβέρνηση δεσμεύθηκε να καταγγείλει τις διμερείς συμφωνίες άμα τη συνάψει πολυμερούς συμφωνίας εξ ονόματος της Κοινότητας δεν αποδεικνύει την τήρηση της επιβαλλόμενης από το άρθρο 10 ΕΚ υποχρεώσεως περί αγαστής συνεργασίας. Πράγματι, μια τέτοια καταγγελία, η οποία θα γινόταν μετά τη διαπραγμάτευση και σύναψη της εν λόγω συμφωνίας, δεν θα είχε κανένα πρακτικό αποτέλεσμα καθόσον ουδόλως θα διευκόλυνε τις πολυμερείς διαπραγματεύσεις που διεξήγε η Επιτροπή.

    73     Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, έχοντας κυρώσει και θέσει σε ισχύ, χωρίς προηγούμενη συνεργασία ή διαβούλευση με την Επιτροπή, τις συμφωνίες που συνήψε με την Πολωνία, τη Ρουμανία και την Ουκρανία, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

    74      Επομένως, η δεύτερη αιτίαση είναι βάσιμη καθό μέρος επισημάνθηκε με την προηγούμενη σκέψη.

     Επί της τρίτης αιτιάσεως, που αντλείται από το ασυμβίβαστο των διμερών συμφωνιών με τον κανονισμό 1356/96

     Επιχειρηματολογία των διαδίκων

    75     Με την τρίτη της αιτίαση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η διατήρηση σε ισχύ, μετά την έκδοση του κανονισμού 1356/96, των διατάξεων των διμερών συμφωνιών που προβλέπουν τη δυνατότητα των νηολογημένων στις εν λόγω τρίτες χώρες πλοίων να παρέχουν, κατόπιν ειδικής άδειας της αρμόδιας αρχής, υπηρεσίες μεταφοράς διά πλωτής οδού μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και άλλων κρατών μελών της Κοινότητας είναι ασυμβίβαστη με τα άρθρα 1 και 2 του εν λόγω κανονισμού, καθώς και με τον γενικό σκοπό του.

    76     Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, οι διμερείς συμφωνίες, επιτρέποντας τη μονομερή χορήγηση, εκ μέρους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, δικαιωμάτων προσβάσεως ή, έστω, τη διατήρηση, εκ μέρους του εν λόγω κράτους μέλους, του δικαιώματος να χορηγεί μονομερώς δικαιώματα προσβάσεως, σε πλωτές οδούς της Κοινότητας, σε μεταφορείς που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του κανονισμού 1356/96, τροποποιούν, μονομερώς και χωρίς τον έλεγχο της Κοινότητας, τη φύση και το περιεχόμενο των καθοριζόμενων από το κοινοτικό δίκαιο κανόνων περί ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μεταφοράς διά πλωτής οδού μεταξύ των κρατών μελών. Κατά την Επιτροπή, είναι σαφές ότι οι μεταφορείς και οι ναυτιλιακές επιχειρήσεις της Τσεχίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Ρουμανίας, της Σλοβακίας και της Ουκρανίας στις οποίες μπορούσε, κατ’ εφαρμογήν αυτών των συμφωνιών, να χορηγείται άδεια για την εκτέλεση μεταφορών μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των λοιπών κρατών μελών της Κοινότητας δεν πληρούν καμία από τις ως άνω προϋποθέσεις.

    77     Η Γερμανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι οι διμερείς συμφωνίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1356/96 ή σε πεδίο που καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό από τον κανονισμό αυτό.

    78     Συγκεκριμένα, κατά την εν λόγω Κυβέρνηση, ο κανονισμός 1356/96 έχει ως αποκλειστικό σκοπό την οργάνωση της εσωτερικής αγοράς μέσω του καθορισμού των κοινών κανόνων που θα ισχύουν για τις πλωτές μεταφορές εμπορευμάτων ή προσώπων μεταξύ των κρατών μελών και δεν περιλαμβάνει καμία διάταξη ρυθμίζουσα την πρόσβαση των επιχειρήσεων τρίτων χωρών στις υπηρεσίες μεταφοράς προσώπων ή εμπορευμάτων διά πλωτής οδού εντός της Κοινότητας.

     Εκτίμηση του Δικαστηρίου

    79     Πρέπει να υπομνησθεί ότι κύριος σκοπός του κανονισμού 1356/96 είναι η πραγμάτωση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στον τομέα των πλωτών μεταφορών εμπορευμάτων ή προσώπων μεταξύ των κρατών μελών, με την κατάργηση όλων των περιορισμών ή διακρίσεων που υφίσταται ο μεταφορέας λόγω της ιθαγένειας ή του τόπου εγκαταστάσεώς του.

    80     Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού 1356/96, κάθε μεταφορέας απολαύει αυτού του καθεστώτος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μεταφοράς εμπορευμάτων ή προσώπων διά πλωτής οδού, εφόσον:

    –      είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος σύμφωνα με τη νομοθεσία του κράτους αυτού,

    –      έχει στο εν λόγω κράτος μέλος άδεια να εκτελεί διεθνείς μεταφορές εμπορευμάτων ή προσώπων διά πλωτής οδού,

    –      χρησιμοποιεί για τις μεταφορικές αυτές εργασίες πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας που είναι νηολογημένα σε κράτος μέλος ή διαθέτουν, στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι νηολογημένα, έγγραφο που πιστοποιεί ότι ανήκουν στον στόλο κράτους μέλους, και

    –      πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 2 του κανονισμού 3921/91, ήτοι χρησιμοποιεί πλοία που ανήκουν σε φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν την κατοικία τους σε κράτος μέλος καθώς και την ιθαγένεια κράτους μέλους ή σε νομικά πρόσωπα τα οποία έχουν την έδρα τους σε κράτος μέλος και ανήκουν κατά πλειοψηφία σε υπηκόους των κρατών μελών.

    81     Μολονότι ο κανονισμός 1356/96 οργανώνει, υπέρ των εγκατεστημένων σε κράτος μέλος μεταφορέων, ένα καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών μεταφοράς διά πλωτής οδού μεταξύ των κρατών μελών της Κοινότητας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το καθιερωθέν από τον κανονισμό σύστημα δεν έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα να απαγορεύει στους εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες μεταφορείς ή στα νηολογημένα σε τρίτες χώρες πλοία την παροχή τέτοιων υπηρεσιών μεταξύ κρατών μελών της Κοινότητας (προπαρατεθείσα απόφαση της 2ας Ιουνίου 2005, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, σκέψη 73).

    82     Εξάλλου, οι διμερείς συμφωνίες δεν καθιερώνουν ένα καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών πλωτών μεταφορών εμπορευμάτων ή προσώπων μεταξύ κρατών μελών υπέρ των μεταφορέων της Τσεχίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας, της Σλοβακίας, της Ρουμανίας και της Ουκρανίας, αλλά προβλέπουν απλώς τη δυνατότητα των νηολογημένων στις τρίτες αυτές χώρες πλοίων να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και άλλων κρατών μελών της Κοινότητας, κατόπιν ειδικής άδειας των αρμοδίων αρχών των μερών των εν λόγω συμφωνιών.

    83     Επομένως, εν αντιθέσει προς την άποψη της Επιτροπής, οι διατάξεις των διμερών συμφωνιών δεν τροποποίησαν ούτε τη φύση ούτε το περιεχόμενο των διατάξεων του κανονισμού 1356/96.

    84     Υπό τις συνθήκες αυτές, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

    85     Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, επιβάλλεται, αφενός, να αναγνωριστεί ότι η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, έχοντας κυρώσει και θέσει σε ισχύ τις επίμαχες διμερείς συμφωνίες χωρίς προηγούμενη συνεργασία ή διαβούλευση με την Επιτροπή, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ και, αφετέρου, να απορριφθεί η προσφυγή κατά τα λοιπά.

    Επί των δικαστικών εξόδων

    86     Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων, το Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Δεδομένου ότι η προσφυγή της Επιτροπής έγινε εν μέρει μόνο δεκτή, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

    Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

    1)      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, έχοντας κυρώσει και θέσει σε ισχύ, χωρίς προηγούμενη συνεργασία ή διαβούλευση με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων:

    –       τη συμφωνία μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβερνήσεως της Ρουμανίας στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, η οποία υπογράφηκε στη Βόννη στις 22 Οκτωβρίου 1991,

    –       τη συμφωνία μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβερνήσεως της Πολωνίας στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, η οποία υπογράφηκε στη Βαρσοβία στις 8 Νοεμβρίου 1991, και

    –       τη συμφωνία μεταξύ της Κυβερνήσεως της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβερνήσεως της Ουκρανίας στον τομέα της εσωτερικής ναυσιπλοΐας, η οποία υπογράφηκε στη Βόννη στις 14 Ιουλίου 1992,

    παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 10 ΕΚ.

    2)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

    3)      Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

    (υπογραφές)


    * Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.

    Top