This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 62002CO0204(01)
Order of the Court (Third Chamber) of 10 December 2003. # Colin Joynson v Commission of the European Communities. # Appeal - Agreements - Standard leases for public houses - Appeal manifestly inadmissible and manifestly unfounded. # Case C-204/02 P.
Διάταξη του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 10ης Δεκεμβρίου 2003.
Colin Joynson κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Τυποποιημένες συμβάσεις μισθώσεως καταστημάτων πωλήσεως ποτών - Αίτηση αναιρέσεως προδήλως απαράδεκτη και προδήλως αβάσιμη.
Υπόθεση C-204/02 P.
Διάταξη του Δικαστηρίου (τρίτο τμήμα) της 10ης Δεκεμβρίου 2003.
Colin Joynson κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Αίτηση αναιρέσεως - Τυποποιημένες συμβάσεις μισθώσεως καταστημάτων πωλήσεως ποτών - Αίτηση αναιρέσεως προδήλως απαράδεκτη και προδήλως αβάσιμη.
Υπόθεση C-204/02 P.
Συλλογή της Νομολογίας 2003 I-14763
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2003:660
«Αναίρεση – Συμβάσεις – Τυποποιημένες συμβάσεις μισθώσεως καταστημάτων πωλήσεως ποτών – Αίτηση αναιρέσεως προδήλως απαράδεκτη και προδήλως αβάσιμη»
|
||||
(Άρθρο 225 ΕΚ· Oργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1)
(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 113 § 2)
ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)
της 10ης Δεκεμβρίου 2003(*)
«Αίτηση αναιρέσεως - Τυποποιημένες συμβάσεις μισθώσεως καταστημάτων πωλήσεως ποτών - Αίτηση αναιρέσεως προδήλως απαράδεκτη και προδήλως αβάσιμη»
Στην υπόθεση C-204/02 P,
Colin Joynson, κάτοικος Manchester (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενος από την S. Ferdinand, solicitor,
αναιρεσείων,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 21 Μαρτίου 2002 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (τρίτο τμήμα) στην υπόθεση T-231/99, Joynson κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002 σ. ΙΙ-2085), με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής,
όπου οι λοιποί διάδικοι είναι
η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον K. Wiedner, επικουρούμενο από τον N. Khan, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
καθής πρωτοδίκως
η Six Continents plc, πρώην Bass plc, με έδρα το Λονδίνο (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τις J. Block και J. Baxter, solicitors, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,
παρεμβαίνουσα πρωτοδίκως,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),
συγκείμενο από τους C. Gulmann (εισηγητή), προεδρεύοντα του τρίτου τμήματος, J. N. Cunha Rodrigues και J.-P. Puissochet, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed
γραμματέας: R. Grass
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα,
εκδίδει την ακόλουθη
Διάταξη
1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 30 Μα.ου 2002, ο C. Joynson άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Κανονισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου, της 21ης Μαρτίου 2002, Τ-231/99, Joynson κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002 σ. ΙΙ-2085, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση), με την οποία το Πρωτοδικείο απέρριψε το αίτημα για την ακύρωση της αποφάσεως 1999/473/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Ιουνίου 1999, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση IV/36.081/F3 - Bass, ΕΕ L 186, σ. 1, στο εξής: επίδικη απόφαση), δυνάμει της οποίας χορηγήθηκε ατομική απαλλαγή περιορισμένης διάρκειας για τις τυποποιημένες συμβάσεις μισθώσεως που συνάπτει η Six Continents plc, πρώην Bass plc (στο εξής: Bass), με τους μισθωτές των καταστημάτων πωλήσεως ποτών ιδιοκτησίας της, καθώς και για την υποχρέωση αποκλειστικής αγοράς και την υποχρέωση μη ασκήσεως ανταγωνισμού (beer-tie), που περιλαμβάνονται στις συμβάσεις αυτές.
Ιστορικό της διαφοράς
2 Το ιστορικό της διαφοράς εκτίθεται στις σκέψεις 1 έως 13 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως ως εξής:
«1 Η Bass plc (στο εξής: Bass) είναι μία εταιρία της οποίας οι μετοχές έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Ο όμιλος Bass είναι ένας διεθνής όμιλος που δραστηριοποιείται στον ξενοδοχειακό τομέα, καθώς και στον τομέα οργανώσεως ψυχαγωγικών εκδηλώσεων και παρασκευής ποτών, μεταξύ άλλων μπύρας, στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες και σε άλλες χώρες.
2 Τον Ιούνιο του 1996, ο όμιλος Bass ήταν κύριος περίπου 4 182 καταστημάτων καταναλώσεως ποτών στο Ηνωμένο Βασίλειο, από τα οποία τα 2 736 διαχειριζόταν ένας μισθωτός του ομίλου και τα 1 446 είχαν εκμισθωθεί σε εκμεταλλευόμενους καταστήματα καταναλώσεως ποτών [...].
3 Κατά τη διάρκεια του έτους 1998, ο όμιλος Bass πώλησε προοδευτικά ένα μεγάλο μέρος των μισθωμένων καταστημάτων του, διατηρώντας μόνο περίπου είκοσι καταστήματα καταναλώσεως ποτών.
4 Οι συμβατικές σχέσεις μεταξύ του ομίλου Bass και της πλειονότητας των συνδεομένων με αυτήν πωλητών διεπόταν από μια τυποποιημένη σύμβαση μισθώσεως, δυνάμει της οποίας μία από τις εταιρίες του ομίλου Bass έθετε στη διάθεση του συμβεβλημένου πωλητή ποτών ένα κατάστημα για το οποίο υφίστατο άδεια, μαζί με τον εξοπλισμό και την απαραίτητη διαρρύθμιση για την εκμετάλλευσή του, ως αντιπαροχή της καταβολής μισθώματος και της δεσμεύσεως αγοράς από την Bass, ή από προμηθευτή καθοριζόμενο από αυτή, της μπύρας που αναφέρεται στη σύμβαση μισθώσεως.
5 Στην τυποποιημένη σύμβαση μισθώσεως προβλεπόταν επομένως μια υποχρέωση αποκλειστικής αγοράς και μια υποχρέωση μη ασκήσεως ανταγωνισμού.
6 Η υποχρέωση αποκλειστικής αγοράς υποχρέωνε τον δεσμευμένο λιανοπωλητή να αγοράζει αποκλειστικά από τον αντισυμβαλλόμενό του ή από πρόσωπο καθοριζόμενο από αυτόν τις αναφερόμενες στη σύμβαση μπύρες, με τη δυνατότητα πάντως να αγοράζει μπύρα προερχόμενη από άλλο ζυθοποιό δυνάμει μιας διατάξεως της εθνικής νομοθεσίας που αποκαλείται κοινώς Guest Beer Provision.
7 Η υποχρέωση μη ασκήσεως ανταγωνισμού απαγόρευε στον δεσμευμένο λιανοπωλητή να πωλεί ή να προσφέρει προς πώληση εντός του καταστήματός του ή να παραλαμβάνει στο εν λόγω κατάστημα προς σκοπό πωλήσεως οποιαδήποτε μπύρα του ίδιου τύπου με την καθορισμένη μπύρα, που δεν προμήθευε όμως ο αντισυμβαλλόμενος ή πρόσωπο υποδεδειγμένο από αυτόν, ή οποιαδήποτε άλλη μπύρα, εκτός αν πρόκειται για μπύρα σε φιάλη, σε κουτί ή προσφερόμενη εντός άλλης μικρής συσκευασίας, ή μπύρας βαρελιού αν αυτή πωλείται συνήθως υπ' αυτή τη μορφή ή αν αυτό δικαιολογείται από επαρκή ζήτηση της πελατείας του καταστήματος πωλήσεως ποτών.
8 Τον Φεβρουάριο του 1995, η Office of Fair Trading (υπηρεσία ανταγωνισμού, στο εξής: OFT) άρχισε μια έρευνα, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, για την πολιτική των τιμών που εφαρμόζουν οι βρετανικές εταιρίες ζυθοποιίας στον τομέα της χονδρικής πωλήσεως. Κατόπιν των αποτελεσμάτων αυτών της έρευνας, η οποία αφορούσε μεταξύ άλλων την Bass, η OFT ενέκρινε τον Μάιο του 1995 μια έκθεση που επιγράφεται .κθεση για την τιμολογιακή πολιτική των εταιριών ζυθοποιίας στον τομέα της χονδρικής πωλήσεως και εξέδωσε ανακοινωθέν Τύπου για την έκθεση αυτή στις 16 Μα.ου 1995.
9 Στις 11 Ιουνίου 1996, η Bass Holdings Ltd και The Bass Lease Company Ltd, θυγατρικές κατά 100 % της Bass, κοινοποίησαν, σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων [81] και [82] της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25), την τυποποιημένη σύμβαση μισθώσεως που έχει εφαρμογή σε κατάστημα πωλήσεως ποτών για τα οποία υφίσταται άδεια πωλήσεως οινοπνευματωδών ποτών προς επιτόπια κατανάλωση, στην Αγγλία και την Ουαλία. Ζήτησαν αρνητική πιστοποίηση ή, άλλως, τη διαβεβαίωση εκ μέρους της Επιτροπής ότι οι συμβάσεις μπορούν να τύχουν της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 1984/83 της Επιτροπής, της 22ας Ιουνίου 1983, για την εφαρμογή του άρθρου [81], παράγραφος 3, της Συνθήκης σε κατηγορίες συμβάσεων αποκλειστικής προμήθειας (ΕΕ L 173, σ. 5), όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 1582/97 της Επιτροπής, της 30ής Ιουλίου 1997 (ΕΕ L 214, σ. 7), ή ατομικής απαλλαγής, δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ αναδρομικώς από την ημερομηνία συνάψεως των συμβάσεων. Ο κανονισμός 1984/83 περιέχει, στον τίτλο του ΙΙ, ειδικές διατάξεις για τις συμφωνίες προμήθειας μπύρας.
10 [...]
11 [...]
12 [...] η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση [...]
13 Ο C. Joynson εκμεταλλευόταν, από τον Ιούλιο του 1992 και δυνάμει τυποποιημένης συμβάσεως μισθώσεως, ένα κατάστημα λιανικής πωλήσεως ποτών που βρίσκεται στο Bolton (Ηνωμένο Βασίλειο) και ανήκει στην Bass Holdings. Η σύμβαση έληξε όταν η Bass Holdings πώλησε το κατάστημα λιανικής πωλήσεως ποτών τον Φεβρουάριο του 1998 [...]»
Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση
3 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Οκτωβρίου 1999, ο C. Joynson ζήτησε από το Πρωτοδικείο την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως.
4 Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Πρωτοδικείο απέρριψε την εν λόγω αίτηση ακυρώσεως.
5 Το Πρωτοδικείο υπενθύμισε καταρχάς ότι ο ασκούμενος από τον κοινοτικό δικαστή έλεγχος επί των περιπλόκων οικονομικής φύσεως εκτιμήσεων στις οποίες προβαίνει η Επιτροπή κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως που της απονέμει το άρθρο 81, παράγραφος 3, EK, ως προς καθεμία από τις τέσσερις προϋποθέσεις που το εν λόγω άρθρο περιέχει, περιορίζεται κατ' ανάγκη στην εξέταση του αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, καθώς και του αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν υποστατά και δεν συνέτρεχε προδήλως πλάνη εκτιμήσεως ή κατάχρηση εξουσίας.
6 Το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή επ' ουδενί υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, όσον αφορά τη λήψη υπόψη της αποδοτικότητας των συνδεδεμένων με την Bass καταστημάτων λιανικής πωλήσεως ποτών, της αξιολογήσεως της διαφοράς τιμών, της επιδοτήσεως μισθώματος και ορισμένων άλλων αντισταθμιστικών πλεονεκτημάτων.
7 .κρινε, μεταξύ άλλων, ότι δεν αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την ανάλυση της αποδοτικότητας των συνδεδεμένων με την Bass καταστημάτων λιανικής πωλήσεως σε σχέση με τα αποτελέσματα ενδεχόμενης δυσμενούς διακρίσεως που επιβάλλει η Bass μέσω της τιμολογιακής πολιτικής και σε σχέση με τα πλεονεκτήματα που θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν μια τέτοια δυσμενή διάκριση.
8 Ομοίως, κατά το Πρωτοδικείο, δεν αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, μη προβαίνοντας σε αξιολόγηση της διαφοράς μεταξύ της μέσης τιμής στην οποία η μπύρα είναι διαθέσιμη στην ελεύθερη αγορά γενικώς και αυτής στην οποία η μπύρα πωλείται από την Bass στους συνδεδεμένους με αυτήν λιανοπωλητές, και περιλαμβάνοντας στην κατηγορία αναφοράς, βάσει της οποίας διενεργήθηκε η αξιολόγηση της διαφοράς τιμών, μόνον ανεξάρτητα, μεμονωμένα καταστήματα λιανικής πωλήσεως.
9 Το Πρωτοδικείο έκρινε επίσης ότι η αξιολόγηση της Επιτροπής ως προς την επιδότηση μισθώματος και η εκτίμησή της ως προς τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε ο αναιρεσείων δεν είναι προδήλως εσφαλμένες, το ίδιο δε ισχύει και για τον τρόπο με τον οποίο έγινε η αξιολόγηση των αντισταθμιστικών πλεονεκτημάτων.
Η αίτηση αναιρέσεως
10 Με την αίτηση αναιρέσεως, προς στήριξη της οποίας επικαλείται οκτώ λόγους αναιρέσεως, ο C. Joynson ζητεί από το Δικαστήριο να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να δεχθεί τα αιτήματα που είχε προβάλει πρωτοδίκως. Επικουρικώς, ζητεί από το Δικαστήριο να αναπέμψει την υπόθεση στο Πρωτοδικείο και, σε κάθε περίπτωση, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.
11 Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει τον C. Joynson στα δικαστικά έξοδα.
12 Η Bass ζητεί από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και, παρεπιμπτόντως, να αποφανθεί ότι η επιβολή, βάσει της μισθωτικής συμβάσεως, υποχρεώσεων ανά τύπο μπύρας είναι συμβατή με τον κανονισμό 1984/83, καθώς και να καταδικάσει τον C. Joynson στα δικαστικά έξοδα.
13 Πρέπει, καταρχάς, να υπομνηστεί ότι, δυνάμει του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Δικαστήριο, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, μπορεί σε κάθε στάση της δίκης να την απορρίψει με αιτιολογημένη διάταξη.
Επί του πρώτου λόγου αναιρέσεως
14 Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο C. Joynson ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη, απορρίπτοντας την άποψή του ότι η Επιτροπή, προκειμένου να εκτιμήσει εάν το σύστημα των δεσμευτικών μισθωτικών συμβάσεων συμβάλλει στη βελτίωση της διανομής, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, όφειλε να εξετάσει μήπως το εν λόγω σύστημα οδηγεί σε ελαχιστοποίηση της αποδοτικότητας των συνδεδεμένων καταστημάτων λιανικής πωλήσεως σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους, και τούτο ανεξαρτήτως των επιπτώσεων της διαφοράς τιμών για την προμήθεια μπύρας, διαφοράς που οφείλεται στην τιμολογιακή πολιτική που ακολουθεί η Bass έναντι των συνδεδεμένων με αυτή λιανοπωλητών, σε σχέση με τους όρους προμήθειας που ισχύουν για τους ως άνω ανταγωνιστές.
15 Ωστόσο, όσον αφορά τη σημασία του ζητήματος που εγείρει ο αναιρεσείων σχετικά με την επίδραση του συστήματος των τυποποιημένων μισθωτικών συμβάσεων της Bass επί της αποδοτικότητας των καταστημάτων λιανικής πωλήσεως που συνδέονται με την εν λόγω ζυθοποιία, δεν προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο, δεχόμενο τη σχετική εκτίμηση της Επιτροπής, υπέπεσε σε νομική πλάνη.
16 Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.
Επί του δευτέρου λόγου αναιρέσεως
17 Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, ο C. Joynson υποστηρίζει κατ' ουσίαν ότι, με τη σκέψη 58 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε πλάνη, κρίνοντας ότι, δεδομένων των ιδιαιτεροτήτων της βρετανικής αγοράς της επιτοπίως καταναλισκόμενης μπύρας, το γεγονός ότι η ρήτρα περί μη ασκήσεως ανταγωνισμού αφορά τύπους και όχι σήματα ή επωνυμίες μπύρας δεν αποκλείει οι εν λόγω συμβάσεις να τύχουν απαλλαγής βάσει εκτιμήσεων παρόμοιων με αυτές που ισχύουν για τις συμβάσεις διανομής μπύρας που τυγχάνουν απαλλαγής βάσει του κανονισμού 1984/83.
18 Αυτός ο λόγος αναιρέσεως οδηγεί στην αμφισβήτηση της από οικονομική άποψη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, στην οποία προέβη η Επιτροπή με τη σκέψη 171 της προσβαλλόμενης αποφάσεως και την οποία επικύρωσε το Πρωτοδικείο. Ωστόσο, σύμφωνα με τα άρθρα 225 ΕΚ και 58, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως περιορίζεται επί νομικών ζητημάτων και πρέπει να στηρίζεται σε λόγους αντλούμενους από την αναρμοδιότητα του Πρωτοδικείου, από πλημμέλειες κατά την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία θίγουσες τα συμφέροντα του αναιρεσείοντος ή από παράβαση του κοινοτικού δικαίου από το Πρωτοδικείο. Το Πρωτοδικείο είναι το μόνον αρμόδιο αφενός για να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά, εκτός των περιπτώσεων όπου η ουσιαστική ανακρίβεια των διαπιστώσεών του προκύπτει από στοιχεία της δικογραφίας που του υποβλήθηκαν, και αφετέρου για την εκτίμηση των εν λόγω περιστατικών.
19 Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.
Επί του τρίτου λόγου αναιρέσεως
20 Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, ο C. Joynson υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, διότι ερμήνευσε τον κανονισμό 1984/83 κατά τρόπον που να επιτρέπεται να συναχθεί ότι οι συμβάσεις αποκλειστικής προμήθειας μπύρας, ακόμη κι αν δεν ανταποκρίνονται σε όλες τις προϋποθέσεις που θέτει ο εν λόγω κανονισμός, δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση της αποδοτικότητας των συδεδεμένων καταστημάτων λιανικής πωλήσεως σε βαθμό που να υπονομεύεται η βελτίωση της διανομής που θα μπορούσε να προκύψει από τέτοιου είδους συμβάσεις.
21 Αυτός ο λόγος αναιρέσεως αποτελεί, απλώς, περαιτέρω ανάπτυξη του πρώτου λόγου αναιρέσεως και, επομένως, επιβάλλεται η απόρριψή του ως προδήλως αβασίμου για τον ίδιο λόγο που εκτέθηκε στη σκέψη 15 της παρούσας διατάξεως.
Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως
22 Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, ο C. Joynson προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε και σε άλλη νομική πλάνη. Αντιθέτως προς τα συναγόμενα από τις σκέψεις 59 και 61 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, η εξέταση της δυνατότητας χορηγήσεως ατομικής απαλλαγής υπέρ συμβάσεως προμήθειας μπύρας, δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, δεν μπορεί να περιοριστεί στην εφαρμογή του συστήματος αναλύσεως που παρέχει ο κανονισμός 1984/83.
23 Προκύπτει, ωστόσο, ότι το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε μόνον εάν η Επιτροπή εφάρμοσε το σύστημα αναλύσως που παρέχει ο κανονισμός 1984/83. Με τις σκέψεις 63 έως 66 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, πράγματι, ότι η Επιτροπή είχε αναλύσει επίσης τα στοιχεία που προσιδιάζουν στη βρετανική αγορά μπύρας και ενέκρινε την ανάλυση αυτή.
24 Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως δεν βρίσκει έρεισμα στα πραγματικά περιστατικά και είναι, συνεπώς, αβάσιμος.
Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως
25 Ο C. Joynson υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε μία ακόμη νομική πλάνη στις σκέψεις 74, 75 και 78 έως 80 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, διότι δεν απέρριψε την ερμηνεία του άρθρου 14, στοιχείο γ´, σημείο 2, του κανονισμού 1984/83, που προέκρινε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών που τέθηκαν υπόψη της. Πράγματι, η προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 81, παράγραφος 3, ΕΚ, σχετικά με τη συμβολή στη βελτίωση της διανομής, δεν πληρούται, εάν, για διαρθρωτικούς λόγους, μία συμφωνία αποκλειστικής προμήθειας μπύρας περιορίζει σημαντικά τη δυνατότητα ενός προμηθευτή, συνδεδεμένου με κάποιον ζυθοποιό, να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις τους ανταγωνιστές του, που δραστηριοποιούνται στο ίδιο επίπεδο διανομής. Εν προκειμένω, η διαφορά τιμής και η κατηγορία αναφοράς, βάσει των οποίων μετράται η διαφορά αυτή, δεν μπορούν να είναι τα μοναδικά στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη.
26 Αυτός ο λόγος αναιρέσεως είναι κατ' ουσίαν όμοιος με τον πρώτο και πρέπει, επομένως, για τον ίδιο λόγο που εκτέθηκε στη σκέψη 15, να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμος.
Επί του έκτου λόγου αναιρέσεως
27 Με τον έκτο λόγο αναιρέσεως, ο αναιρεσείων προβάλλει ότι το Πρωτοδικείο κακώς επικύρωσε, με τις σκέψεις 98, 103 και 146 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, τη χρησιμοποίηση από την Επιτροπή της μεθόδου του κύκλου εργασιών για τον προσδιορισμό της επιδοτήσεως μισθώματος.
28 Με το πρώτο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου ως προς τη μέθοδο του κύκλου εργασιών είναι νομικώς εσφαλμένο και προδήλως αντίθετο προς τις διατάξεις του κανονισμού 1984/83, ειδικότερα δε προς το άρθρο 6, παράγραφος 1, κατά το οποίο η υποχρέωση αποκλειστικής αγοράς δεν μπορεί να τύχει απαλλαγής, παρά μόνον εάν η υποχρέωση αυτή αποτελεί αντάλλαγμα οικονομικών ή χρηματοδοτικών πλεονεκτημάτων. Θεωρεί εσφαλμένη τη συλλογιστική που ακολούθησε το Πρωτοδικείο στη σκέψη 98 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως σχετικά με την αποδοτικότητα, ότι δηλαδή δεν υπήρχαν «επαρκείς λόγοι για να εκτιμηθεί το μοναδικό ενδεχομένως καίριο ζήτημα, πλην όμως διαφορετικό, αν το σύστημα των τυποποιημένων συμβάσεων μισθώσεως της Bass συρρικνώνει την αποδοτικότητα των καταστημάτων λιανικής πωλήσεως ποτών που συνδέονται με αυτόν τον ζυθοποιό μέχρι τέτοιου σημείου ώστε να θίγεται σοβαρά η ικανότητά τους διανομής της μπύρας». Επιπλέον, η συλλογιστική αυτή αντιφάσκει προς τη σκέψη 146 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Εάν εφαρμόζονταν οι αρχές που απορρέουν από τον κανονισμό 1984/83, το ζήτημα της αποδοτικότητας αφενός θα ετίθετο με όρους ίσης ή και μεγαλύτερης αποδοτικότητας και αφετέρου θα εξεταζόταν βάσει μεθόδου η οποία θα επετρέπε να διαφανεί εάν, για παράδειγμα, ο λιανοπωλητής κερδίζει επαρκώς τα προς το ζην ή εάν κερδίζει λιγότερα από το ελάχιστο εισόδημα σε συνάρτηση με τους κανόνες περί μέγιστης εβδομαδιαίας εργασίας, πράγμα το οποίο θα διαφαινόταν με τη μέθοδο του κέρδους και όχι με αυτή του κύκλου εργασιών.
29 Με το δεύτερο σκέλος αυτού του λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι το Πρωτοδικείο υπέπεσε σε νομική πλάνη, δεχόμενο τη μέθοδο του κύκλου εργασιών και μη λαμβάνοντας υπόψη την πραγματική κατάσταση, αφού η μέθοδος που χρησιμοποιείται στην πράξη είναι αυτή του καθαρού κέρδους.
30 Με το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως, ο αναιρεσείων υποστηρίζει ότι η μέθοδος του κύκλου εργασιών ουδόλως επιτρέπει την αντιμετώπιση των ολέθριων επιπτώσεων που συνεπάγεται η πτωτική τάση των πωλήσεων σε συνδυασμό με την αύξηση των μισθωμάτων. Το μίσθωμα αυξάνει αναλογικά, διότι εκφράζεται σε ποσοστό επί του κύκλου εργασιών. Προκειμένου να γίνει αποδεκτή, η μέθοδος του κύκλου εργασιών θα έπρεπε να επιτρέπει τη μείωση του μισθώματος, πράγμα που θα ήταν, ωστόσο, αντίθετο προς τη σύμβαση μισθώσεως.
31 Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία που ο C. Joynson προέβαλε πρωτοδίκως, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή όφειλε να χρησιμοποιήσει, για την αποτίμηση της επιδοτήσεως του μισθώματος, τη μέθοδο που ο ίδιος είχε προτείνει και όχι αυτήν που η Επιτροπή πράγματι προέκρινε, απορρίφθηκε από το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 100 έως 103 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, λόγω ελλείψεως στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι η μέθοδος αυτή θα ήταν πλέον κατάλληλη σε σχέση με αυτή που χρησιμοποίησε η Επιτροπή.
32 Ο έκτος λόγος αναιρέσεως αποσκοπεί, όμως, στην αμφισβήτηση της εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου ως προς την αξιοπιστία της μεθόδου που είχε προτείνει ο αναιρεσείων και, επομένως, αφορα την εκτίμηση των πραγματικών περιστάτικών. Για τον λόγο που αναφέρθηκε στη σκέψη 18 της παρούσας διατάξεως, επιβάλλεται, συνεπώς, η απόρριψή του ως προδήλως απαράδεκτου.
Επί του εβδόμου λόγου αναιρέσεως
33 Με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, ο C. Joynson υποστηρίζει ότι το πρότυπο συμβάσεως μισθώσεως που υποβλήθηκε στην Επιτροπή και στο Πρωτοδικείο περιλαμβάνει «ρήτρα αναπροσαρμογής των μισθωμάτων μόνον προς τα πάνω». Προβάλλει ότι η ύπαρξη τέτοιας ρήτρας συνιστά καθαυτή λόγο απορρίψεως της ατομικής απαλλαγής.
34 Συναφώς, επιβάλλεται να αναφερθεί ότι ο αναιρεσείων δεν προέβαλε αυτόν τον λόγο πρωτοδίκως.
35 .μως, το άρθρο 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου απαγορεύει την προβολή, κατά στο στάδιο της αναιρέσεως, νέων ισχυρισμών που αφορούν την επίδικη απόφαση.
36 Επομένως, ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτός.
Επί του ογδόου λόγου αναιρέσεως
37 Με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, ο C. Joynson προβάλλει ότι το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 150 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι τα μη συμβατικά πλεονεκτήματα που φέρεται να παρέχει η Bass αντισταθμίζουν τις διαφορές τιμής, αντιφάσκει προδήλως προς τις διατάξεις του κανονισμού 1984/83, ειδικότερα δε προς αυτές του άρθρου 6, παράγραφος 1, κατά το οποίο η υποχρέωση αποκλειστικής αγοράς δεν μπορεί να τύχει απαλλαγής, παρά μόνον εάν αντισταθμίζεται από οικονομικά ή χρηματοδοτικά πλεονεκτήματα. Το συμπέρασμα που περιέχεται στη σκέψη 150 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως αντιφάσκει επίσης προς προηγούμενο συμπερασμα του Πρωτοδικείου, στη σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή ορθώς στήριξε την απόφασή της στον κανονισμό 1984/83.
38 Αφενός, δεν είναι δυνατό να αντιταχθεί ότι το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου, ότι τα μη συμβατικά πλεονεκτήματα που φέρεται να παρέχει η Bass είναι ικανά να αντισταθμίσουν τις διαφορές τιμών, αντιφάσκει προς τις διατάξεις του κανονισμού 1984/83. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 57 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, οι τυποποιημένες συμβάσεις μισθώσεως της Bass δεν έτυχαν της απαλλαγής κατά κατηγορία που προβλέπει ο κανονισμός 1984/83, αλλά ατομικής απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ, διότι επιβάλλουν, σε αντίθεση προς τις προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 6 του κανονισμού, την εξειδίκευση της υποχρεώσεως αγοράς μπύρας με βάση τον τύπο της μπύρας και όχι με βάση το σήμα ή την επωνυμία.
39 Αφετέρου, ουδεμία αντίφαση υπάρχει μεταξύ των σκέψεων 150 και 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως. Πράγματι, το Πρωτοδικείο δεν έκρινε, με την σκέψη 56 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή στήριξε την επίδικη απόφαση στον κανονισμό 1984/83. Υπό το πρίσμα των σκέψεων 63 έως 66 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, συνάγεται ότι το Πρωτοδικείο διαπίστωσε μόνον ότι η Επιτροπή, ορθώς κατ' αυτήν, έλαβε μεν υπόψη μεταξύ άλλων κριτήρια ανάλογα προς αυτά του κανονισμου 1984/83, πλην όμως έλαβε επίσης υπόψη και άλλα στοιχεία, προκειμένου να εκτιμήσει την αποδοτικότητα των καταστημάτων λιανικής πωλήσεως που είναι συνδεδεμένα με την Bass.
40 Κατά συνέπεια, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως είναι προδήλως αβάσιμος.
41 Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προέβαλε ο C. Joynson προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως είναι είτε προδήλως απαράδεκτοι είτε προδήλως αβάσιμοι. Επομένως, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί, κατ' εφαρμογή του άρθρου 119 του Κανονισμού Διαδικασίας.
Επί των δικαστικών εξόδων
42 Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία της αιτήσεως αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118 του ίδιου κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη του C. Joynson, ο δε τελευταίος ηττήθηκε ως προς το σύνολο των λόγων της αναιρέσεως, επιβάλλεται η καταδίκη του στα δικαστικά έξοδα.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)
διατάσσει:
1) Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.
2) Καταδικάζει τον C. Joynson στα δικαστικά έξοδα.
Λουξεμβούργο, 10 Δεκεμβρίου 2003.
|
Ο Γραμματέας |
Ο Πρόεδρος |
|
R. Grass |
Β. Σκουρής |
* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική..