EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62002CJ0276

Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 14ης Σεπτεμβρίου 2004.
Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Κρατικές ενισχύσεις - Έννοια - Μη καταβολή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους μιας επιχειρήσεως - Συμπεριφορά των εθνικών αρχών κατόπιν δηλώσεως παύσεως πληρωμών.
Υπόθεση C-276/02.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 I-08091

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2004:521

Υπόθεση C-276/02

Βασίλειο της Ισπανίας

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

 

«Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια – Μη καταβολή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους μιας επιχειρήσεως – Συμπεριφορά των εθνικών αρχών κατόπιν δηλώσεως παύσεως πληρωμών»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Έννοια – Παρέμβαση συνεπαγόμενη την ελάφρυνση των επιβαρύνσεων μιας επιχειρήσεως

(Άρθρο 87 § 1 ΕΚ)

2.        Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Απόφαση της Επιτροπής – Εκτίμηση της νομιμότητας βάσει των διαθεσίμων κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως πληροφοριών

(Άρθρο 87 ΕΚ)

1.        Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ καθορίζει τις κρατικές ενισχύσεις που ρυθμίζονται κανονιστικώς από τη Συνθήκη ως τις ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως διότι δεν περιλαμβάνει μόνον τις θετικές παροχές όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως.

(βλ. σκέψη 24)

2.        Η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση.

(βλ. σκέψη 31)




ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 14ης Σεπτεμβρίου 2004 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Έννοια – Μη καταβολή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους μιας επιχειρήσεως – Συμπεριφορά των εθνικών αρχών κατόπιν δηλώσεως παύσεως πληρωμών»

Στην υπόθεση C-276/02,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ,

ασκηθείσα στις 23 Ιουλίου 2002,

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον S. Ortiz Vaamonde, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγον,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους V. Kreuschitz και J. L. Buendía Sierra, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. W. A. Timmermans, πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, J.-P. Puissochet (εισηγητή), J. N. Cunha Rodrigues και F. Macken, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Μ. Poiares Maduro

γραμματέας: R. Grass

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του στη συνεδρίαση της 1ης Απριλίου 2004,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή του, το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως 2002/935/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 2002, σχετικά με ενίσχυση υπέρ του Grupo de Empresas Álvarez (EE L 329, σ. 1, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

 Το πραγματικό πλαίσιο και η προσβαλλομένη απόφαση

2        Ο Grupo de Empresas Álvarez SA (στο εξής: GEA), ο οποίος ήταν από τους κυριότερους Ισπανούς κατασκευαστές και πωλητές επιτραπέζιων σκευών και πορσελάνης, ενέγραψε σημαντικές ζημίες μετά την ιδιωτικοποίησή του το 1991.

3        Στην επιχείρηση χορηγήθηκαν κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων και άμεσης εισφοράς, τις οποίες ενέκρινε η Επιτροπή με την απόφαση 98/634/ΕΚ, της 15ης Ιουλίου 1997 (ΕΕ C 336, σ. 6), με την προϋπόθεση ότι οι ισπανικές αρχές δεν θα χορηγήσουν καμία άλλη νέα ενίσχυση και θα εφαρμόσουν πλήρως το σχέδιο αναδιαρθρώσεως που είχαν κοινοποιήσει.

4        Πάντως, κατά τη διάρκεια των τριών ετών που ακολούθησαν την έγκριση αυτή, η GEA και η θυγατρική της Vidrios Automáticos del Noroeste SA (στο εξής: Vanosa) δεν τήρησαν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και τις υποχρεώσεις τους καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως.

5        Αφού κηρύχθηκαν οι παύσεις πληρωμών της GEA και της Vanosa τη αιτήσει τους, στις 19 Νοεμβρίου 1997 για την πρώτη και στις 14 Νοεμβρίου 1997 για τη δεύτερη, η Agencia Estatal de Administración Tributaria (κρατικές φορολογικές αρχές, στο εξής: φορολογικές αρχές) συνήψε ιδιαίτερη συμφωνία με κάθε μία από τις δύο εταιρίες, στις 14 Απριλίου 1998.

6        Σύμφωνα με τις συμφωνίες αυτές, διαγράφηκαν σχεδόν τα δύο τρίτα του υφισταμένου φορολογικού χρέους και αναστολή, καθώς και μακροχρόνια αναδιάταξη, ήτοι δύο έτη αποχής ακολουθούμενα από τριμηνιαίες πληρωμές κατά τη διάρκεια δέκα ετών, η πρώτη από τον Ιανουάριο 2000, συμφωνήθηκαν για την καταβολή του υπολοίπου του χρέους αυτού, με την προϋπόθεση ότι οι δύο επιχειρήσεις θα τηρούσαν το χρονοδιάγραμμα και θα κατέβαλλαν επακριβώς τις μεταγενέστερες φορολογικές οφειλές τους. Οι προϋποθέσεις αυτές έπρεπε να τηρηθούν επί ποινή καταγγελίας των συμφωνιών και, κατά συνέπεια, της αναβιώσεως του συνόλου του αρχικού χρέους.

7        Στις 6 Νοεμβρίου 1998, η Tesorería General de la Seguridad Social (στο εξής: κοινωνική ασφάλιση) συνήψε επίσης ιδιαίτερη συμφωνία με την Vanosa, όμοιας φύσεως με τις συμφωνίες της 14ης Απριλίου 1998, η δε πρώτη μηνιαία δόση που προβλεπόταν στην αναδιάταξη καθίστατο απαιτητή τον Ιανουάριο του 2000. Αντιθέτως, η GEA δεν κατέληξε σε παρεμφερή συμφωνία με την κοινωνική ασφάλιση.

8        Κατά τη διάρκεια των δύο ετών που ακολούθησαν τη σύναψη των συμφωνιών με τις φορολογικές αρχές και την κοινωνική ασφάλιση, η GEA και η Vanosa συνέχισαν να μην καταβάλλουν τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως και τους φόρους τους που κατέστησαν ληξιπρόθεσμοι, με εξαίρεση ορισμένες συγκεκριμένες καταβολές. Από την αρχή του έτους 2000, οι επιχειρήσεις αυτές δεν κατέβαλαν ούτε τις καθυστερούμενες οφειλές σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που προβλέπονταν στις εν λόγω συμφωνίες.

9        Στις 7 Φεβρουαρίου 2001, κατόπιν πολλών ανεπιτυχών οχλήσεων, οι φορολογικές αρχές, σύμφωνα με την Ισπανική Κυβέρνηση, κατήγγειλαν τις συναφθείσες με τις GEA και Vanosa συμφωνίες της 14ης Απριλίου 1998. Στις 20 Δεκεμβρίου 2001, η κοινωνική ασφάλιση κατήγγειλε τη συναφθείσα με την Vanosa στις 6 Νοεμβρίου 1998 συμφωνία.

10      Περαιτέρω, σύμφωνα πάντοτε με την Ισπανική Κυβέρνηση, ακόμη και μετά την κήρυξη παύσεως πληρωμών, η κοινωνική ασφάλιση και οι φορολογικές αρχές συνέχισαν να διατάσσουν διάφορες κατασχέσεις που αποτελούσαν συνέχεια των προηγουμένων της κηρύξεως αυτής κατασχέσεων και έλαβαν και άλλα μέτρα εκτελέσεως. Έτσι, οι φορολογικές αρχές προέβησαν μεταξύ άλλων σε κατάσχεση 96 κοινωνικών κατοικιών (στις 23 Δεκεμβρίου 1999), εμπορικών σημάτων του ομίλου GEA (στις 22 Αυγούστου 2000), απαιτήσεων των κυρίων πελατών των επιδίκων επιχειρήσεων (μεταξύ Οκτωβρίου 2000 και Απριλίου 2001), και του εργοστασίου της Vanosa (στις 5 Ιουνίου 2002), ενώ η κοινωνική ασφάλιση πέτυχε την κάλυψη ορισμένων ποσών (παραδείγματος χάριν 42 767 950 ESP τον Νοέμβριο του 1998) και ζήτησε την κατάσχεση τραπεζικών λογαριασμών (τον Ιανουάριο 2001), καθώς και απαιτήσεως επί του Δημοσίου (τον Απρίλιο 2001). Οι πράξεις αυτές είχαν τελικώς ως συνέπεια το κλείσιμο των επιχειρήσεων κατά τη διάρκεια της ανοίξεως του 2001, εφόσον τα έσοδα που μπορούσαν να προέλθουν από τη δραστηριότητά τους κατέληγαν κατά το μεγαλύτερο μέρος τους στους δημόσιους πιστωτές.

11      Η Επιτροπή, επιληφθείσα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2001 δύο καταγγελιών με τις οποίες καταγγέλλονταν μεταξύ άλλων άρνηση των ισπανικών αρχών να ανακτήσουν τους φόρους και τις εισφορές κοινωνικής ασφαλίσεως όσον αφορά την GEA και την Vanosa, απηύθυνε πολλές αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις αρχές αυτές. Η Επιτροπή, μετά από ανταλλαγή αλληλογραφίας με τις ισπανικές αρχές, κίνησε στις 19 Σεπτεμβρίου 2001 την προβλεπόμενη στο άρθρο 18, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία και πληροφόρησε συναφώς τις ισπανικές αρχές με έγγραφο της ιδίας ημέρας, το οποίο στη συνέχεια δημοσίευσε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, καλώντας το σύνολο των ενδιαφερομένων να υποβάλουν παρατηρήσεις (ΕΕ 2001, C 336, σ. 6).

12      Οι ισπανικές αρχές υπέβαλαν παρατηρήσεις οι οποίες περιήλθαν στην Επιτροπή στις 4 Δεκεμβρίου 2001. Κανένα άλλο κράτος μέλος ή άλλος ενδιαφερόμενος δεν υπέβαλαν παρατηρήσεις. Στις 14 Μαΐου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση.

13      Στις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή εκθέτει ότι η συστηματική μη καταβολή εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και φόρων εκ μέρους της GEA και της Vanosa, τουλάχιστον μεταξύ του Νοεμβρίου 1997, χρονική στιγμή της παύσεως πληρωμών, και του Ιανουαρίου 2001, αντιστοιχεί σε μεταβίβαση κρατικών πόρων στις επιχειρήσεις αυτές, και συνιστά ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

14      Η μεταβίβαση αυτή χορήγησε πράγματι στις εν λόγω επιχειρήσεις ανταγωνιστικό πλεονέκτημα καθόσον, αντίθετα με τους ανταγωνιστές τους, οι επιχειρήσεις αυτές δεν επιβαρύνονταν με τις δαπάνες των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και τους φόρους, όπως συνήθως συμβαίνει. Το πλεονέκτημα αυτό προκύπτει από τη μη εφαρμογή των προβλεπομένων από την ισπανική νομοθεσία μέτρων, ήτοι την κίνηση χωριστών εκτελεστικών διαδικασιών για τα μεταγενέστερα της παύσεως πληρωμών χρέη, με την οποία θα είχε αποφευχθεί να εξακολουθήσουν τις δραστηριότητες τους οι επίδικες επιχειρήσεις χωρίς να τηρούν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και τις υποχρεώσεις τους καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως.

15      Με αυτόν τον τρόπο, οι ισπανικές αρχές δεν υιοθέτησαν συμπεριφορά συγκρίσιμη με τη συμπεριφορά επιμελούς ιδιώτη πιστωτή ο οποίος επιδιώκει να ανακτήσει τουλάχιστον ένα μικρό μέρος των οφειλομένων φόρων και εισφορών. Η παθητικότητά τους είχε ως συνέπεια σημαντική αύξηση των καθυστερουμένων φορολογικών οφειλών και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως συνεπαγόμενη την κατάφωρη μη τήρηση του σχεδίου αναδιαρθρώσεως επί του οποίου βασιζόταν η απόφαση της 15ης Ιουλίου 1997.

16      Στη συνέχεια, η Επιτροπή εκθέτει ότι για τη συγκεκριμένη ενίσχυση δεν μπορεί να εφαρμοστεί καμία από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ παρεκκλίσεις, και ότι, συγκεκριμένα, δεν πληροί τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί με την ανακοίνωση (1999/C 288/02) για τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 1999, C 288, σ.  2).

17      Τέλος, η Επιτροπή αποφάσισε ότι «η ενίσχυση υπό μορφή συνεχούς μη καταβολής φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως από [την GEA και την Vanosa], αφού κηρύχθηκαν σε παύση πληρωμών (στις 19 Δεκεμβρίου 1997 η GEA και στις 14 Νοεμβρίου 1997 η Vanosa) μεταξύ των ημερομηνιών αυτών και του Ιανουαρίου 2001, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά». Περαιτέρω, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει να λάβει «όλα τα απαιτούμενα μέτρα για την ανάκτηση από τον δικαιούχο της [επίδικης] ενισχύσεως η οποία του χορηγήθηκε παράνομα».

 Επί της προσφυγής

18      Η Ισπανική Κυβέρνηση προβάλλει μεταξύ άλλων ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθώς και πλάνη περί τα πράγματα κατά την εφαρμογή του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Πρώτον, πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι αυτοί.

 Επί του λόγου που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο

 Επιχειρήματα των διαδίκων

19      Η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η προσβαλλομένη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ καθόσον η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως υπό την έννοια της διατάξεως αυτής δεν στοιχειοθετείται υπό περιστάσεις όπως στην παρούσα υπόθεση.

20      Σύμφωνα με την Ισπανική Κυβέρνηση, οι αρμόδιες αρχές συνήψαν μόνο συμφωνίες διαγραφής και αναδιατάξεως του χρέους με την GEA και την Vanosa, καθώς τους επέτρεπε η εθνική νομοθεσία, η οποία είναι εφαρμοστέα σε θέματα παύσεως πληρωμών των επιχειρήσεων, όπως θα είχαν πράξει με οποιαδήποτε εταιρία ευρισκομένη στην ίδια κατάσταση. Η απλή σύναψη τέτοιων συμφωνιών, στο πλαίσιο διαδικασίας παύσεως πληρωμών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνεπάγεται κρατική ενίσχυση.

21      Αν γίνει δεκτή η συλλογιστική της Επιτροπής, σύμφωνα με την οποία συνιστά κρατική ενίσχυση το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις συνήψαν συμφωνίες οι οποίες κατέστησαν δυνατή την εξακολούθηση των δραστηριοτήτων τους, ενώ οι δημόσιοι πιστωτές μπορούσαν να έχουν προκαλέσει την άμεση εκκαθάρισή τους, ισοδυναμεί με το να θεωρηθεί ότι κάθε διαδικασία παύσεως πληρωμών ενέχει στοιχεία ενισχύσεως και ότι οι διαδικασίες προλήψεως της πτωχεύσεως που έχουν θεσπιστεί στα κράτη μέλη είναι καθαυτές αντίθετες προς τους κοινοτικούς κανόνες σε θέματα κρατικών ενισχύσεων.

22      Η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται επίσης ότι εν προκειμένω, η Επιτροπή ούτε απέδειξε ούτε ισχυρίστηκε ότι οι συναφθείσες μεταξύ των δημοσίων πιστωτών και της GEA και της Vanosa συμφωνίες ήσαν διαφορετικές ή ευνοϊκότερες από αυτές που συνήθως συνάπτονται στις διαδικασίες παύσεως πληρωμών.

23      Αντιθέτως, η Επιτροπή τονίζει ότι οι συμφωνίες διαγραφής και αναδιατάξεως των χρεών έναντι των δημοσίων πιστωτών δεν δημιούργησαν καθαυτές την κρατική ενίσχυση, αλλά η παθητικότητα που επέδειξε η κοινωνική ασφάλιση και οι φορολογικές αρχές μετά τη σύναψη των συμφωνιών αυτών. Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η Ισπανική Κυβέρνηση, η Επιτροπή ουδέποτε υποστήριξε στην παρούσα υπόθεση ότι οι εν λόγω συμφωνίες συνεπάγονται κρατική ενίσχυση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

24      Το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ καθορίζει τις κρατικές ενισχύσεις που ρυθμίζονται κανονιστικώς από τη Συνθήκη ΕΚ ως τις ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές. Η έννοια της κρατικής ενισχύσεως υπό την έννοια της διατάξεως αυτής είναι ευρύτερη από την έννοια της επιδοτήσεως διότι δεν περιλαμβάνει μόνον τις θετικές παροχές όπως είναι οι επιδοτήσεις, αλλά και τις παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικώς βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχειρήσεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 1961, 30/59, De Gezamenlijke Steenkolenmijnen in Limburg κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 541, σκέψη 39· της 15ης Μαρτίου 1994, C-387/92, Banco Exterior de España, Συλλογή 1994, σ. I-877, σκέψη 13· της 29ης Ιουνίου 1999, C‑256/97, DM Transport, Συλλογή 1999, σ. I-3913, σκέψη 19, και της 12ης Δεκεμβρίου 2002, C-5/01, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I-11991, σκέψη 32).

25      Εν προκειμένω, με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή δεν θέτει εν αμφιβόλω τη σύναψη των συμφωνιών διαγραφής χρεών και αναδιατάξεως που συνάφθηκαν με την GEA και την Vanosa. Αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται η Ισπανική Κυβέρνηση, η Επιτροπή δεν συνάγει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως από τη σύναψη τέτοιων συμφωνιών με τους δημόσιους πιστωτές στο πλαίσιο διαδικασίας παύσεως πληρωμών.

26      Στις αιτιολογικές σκέψεις και στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή σκοπεί πράγματι ρητώς τη συνεχή μη τήρηση εκ μέρους των δύο επιχειρήσεων των υποχρεώσεών τους καταβολής φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως. Σύμφωνα με την προσβαλλομένη απόφαση, ιδίως τις παραγράφους 44 και 47 των αιτιολογικών της σκέψεων, το πλεονέκτημα που αντλείται από τη συστηματική μη καταβολή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως τουλάχιστον μεταξύ Ιανουαρίου 1997 και Ιανουαρίου 2001, δηλαδή για χρονική περίοδο συγχρόνως προγενέστερη και μεταγενέστερη της κηρύξεως παύσεως πληρωμών και της συνάψεως των συμφωνιών, συνιστά κρατική ενίσχυση. Το πλεονέκτημα αυτό προέρχεται από το γεγονός ότι οι αρμόδιες αρχές δεν κίνησαν χωριστές εκτελεστικές διαδικασίες μέσω των οποίων θα είχε αποφευχθεί η συνέχιση των δραστηριοτήτων των δύο επιχειρήσεων, ιδίως μετά τη σύναψη των συμφωνιών, χωρίς να τηρούν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους και τις υποχρεώσεις καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως, συγκεκριμένα χωρίς να καταβάλουν τα μεταγενέστερα της παύσεως πληρωμών χρέη τα οποία δεν περιλαμβάνονταν στη διαγραφή χρέους και στο χρονοδιάγραμμα που προβλεπόταν με τις συμφωνίες. Στην παράγραφο 53 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, διευκρινίζεται ότι, με τη συμπεριφορά αυτή, οι δημόσιοι πιστωτές δεν ενήργησαν ως ιδιώτες επενδυτές που επιδιώκουν να ανακτήσουν τουλάχιστον μικρό μέρος των οφειλομένων φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως.

27      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως της Ισπανικής Κυβερνήσεως, ο οποίος στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου που αντλείται από πλάνη περί τα πράγματα

 Επιχειρήματα των διαδίκων

28      Η Ισπανική Κυβέρνηση ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η προσβαλλομένη απόφαση πάσχει από πλάνη περί τα πράγματα, εφόσον η Επιτροπή θεώρησε ότι οι ισπανικές αρχές παρέμειναν αδρανείς μετά την παύση πληρωμών της GEA και της Vanosa, η οποία κηρύχθηκε τον Νοέμβριο 1997.

29      Αντίθετα προς ό,τι γίνεται δεκτό στην προσβαλλομένη απόφαση, τόσο η κοινωνική ασφάλιση όσο και οι φορολογικές αρχές χρησιμοποίησαν όλα τα μέσα που διέθεταν, συγκεκριμένα χωριστές εκτελεστικές διαδικασίες, για να διασφαλίσουν την ανάκτηση των οφειλών που δημιουργήθηκαν μετά τη σύναψη των συμφωνιών διαγραφής χρέους και αναδιατάξεως. Η Ισπανική Κυβέρνηση παραπέμπει στις πράξεις που μνημονεύονται στη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως.

30      Αντιθέτως, σύμφωνα με την Επιτροπή, οι ισπανικές αρχές δεν απέδειξαν επαρκή επιμέλεια όσον αφορά τη μη τήρηση των φορολογικών υποχρεώσεών τους και των υποχρεώσεών τους καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως εκ μέρους των εν λόγω επιχειρήσεων. Πράγματι, η κοινωνική ασφάλιση και οι φορολογικές αρχές παρέμειναν αδρανείς μετά τη σύναψη των συμφωνιών διαγραφής και αναδιατάξεως του 1998, πράγμα το οποίο είχε ως συνέπεια να αυξηθεί σημαντικώς το μεταγενέστερο χρέος.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

31      Η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριών που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 1986, 234/84, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986, σ. 2263, σκέψη 16, και της 26ης Σεπτεμβρίου 1996, C‑241/94, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. Ι‑4551, σκέψη 33).

32      Όσον αφορά τη θεμελίωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως αναφέρεται στη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως, η Επιτροπή θεωρεί ότι η κρατική ενίσχυση προκύπτει από το γεγονός ότι οι ισπανικές αρχές δεν κίνησαν χωριστές εκτελεστικές διαδικασίες και δεν ενήργησαν ως ιδιώτες επενδυτές που επιδιώκουν να ανακτήσουν τουλάχιστον μικρό μέρος των απαιτήσεών τους.

33      Πάντως, από την ανταλλαγείσα μεταξύ των διαδίκων κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας αλληλογραφία προκύπτει ότι οι ισπανικές αρχές επισήμαναν ότι είχαν πραγματοποιηθεί διαβήματα κατά τη διάρκεια της χρονικής περιόδου από τον Ιανουάριο 1997 έως τον Ιανουάριο 2001 για να ανακτηθεί μέρος των δημοσίων οφειλών για την GEA και την Vanosa και για να τις προτρέψουν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους. Βεβαίως, οι παρασχεθείσες στην Επιτροπή πληροφορίες στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας ήταν λιγότερο πλήρεις από τις προβληθείσες από την Ισπανική Κυβέρνηση στην παρούσα προσφυγή και ορισμένες φορές ανακριβείς, αλλά η Επιτροπή δεν μπορούσε βάσει αυτών να συναγάγει ότι τα προβλεπόμενα στην ισπανική νομοθεσία μέτρα (χωριστές εκτελεστικές διαδικασίες) προκειμένου να αποφευχθεί η συνέχιση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων χωρίς να τηρούν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και τις υποχρεώσεις καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως ουδόλως είχαν τεθεί σε εφαρμογή και ότι επομένως οι δημόσιοι πιστωτές δεν είχαν ενεργήσει ως ιδιώτες πιστωτές που επιδιώκουν να ανακτήσουν τουλάχιστον ένα μικρό μέρος των απαιτήσεών τους.

34      Οι ισπανικές αρχές, στην απάντησή τους σε αίτηση παροχής πληροφοριών εκ μέρους της Επιτροπής, η οποία περιήλθε στην Επιτροπή στις 5 Ιουλίου 2001, ανάφεραν βεβαίως μόνον τις κατασχέσεις ακινήτων ανηκόντων στην GEA και στην Vanosa εκ μέρους της κοινωνικής ασφαλίσεως, χωρίς να διευκρινίζουν την ημερομηνία των κατασχέσεων αυτών και χωρίς να παράσχουν στοιχεία για ενδεχόμενες ενέργειες των φορολογικών αρχών. Βάσει αυτού, η Επιτροπή, στο έγγραφό της με το οποίο τις πληροφορούσε περί της αποφάσεώς της να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ διαδικασία, διευκρίνισε ότι οι εν λόγω αρχές δεν είχαν αναφέρει ότι έκαναν χρήση ορισμένων νομικών μέσων του εθνικού τους δικαίου, όπως η θέση σε εφαρμογή της διαδικασίας πτωχεύσεως ή χωριστών εκτελεστικών διαδικασιών, για να θέσουν τέλος στη μη εκτέλεση εκ μέρους των επιχειρήσεων των υποχρεώσεών τους όσον αφορά την κοινωνική ασφάλιση και τους φόρους.

35      Οι ισπανικές αρχές, απαντώντας με παρατηρήσεις, οι οποίες περιήλθαν στην Επιτροπή στις 4 Δεκεμβρίου 2001, ανέφεραν ότι εφόσον η GEA και η Vanosa δεν είχαν τηρήσει τις συμφωνίες της 14ης Απριλίου 1998, οι φορολογικές αρχές κατήγγειλαν τις συμφωνίες αυτές στις 7 Φεβρουαρίου 2001 και είχαν κινηθεί ορισμένα εκτελεστικά μέτρα. Οι ισπανικές αρχές απαρίθμησαν συναφώς κατασχέσεις απαιτήσεων πελατών, κοινοτικών σημάτων, μετοχών θυγατρικών εταιριών και ακινήτων. Οι ισπανικές αρχές γνωστοποίησαν επίσης την εγγραφή πρώτης υποθήκης επί ακινήτου. Τα στοιχεία αυτά νοούνται υπό την έννοια ότι οι αναφερθείσες εκτελεστικές διαδικασίες κινήθηκαν μόνο μετά την περίοδο που σκοπεί η προσβαλλομένη απόφαση η οποία έληξε τον Ιανουάριο του 2001. Οι ισπανικές αρχές αναφέρθηκαν όμως επίσης σε έκθεση και τεκμηρίωση της κοινωνικής ασφαλίσεως που επισυνάπτονται στην απάντησή τους, όπου περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων διάφορες κατασχέσεις ακινήτων, τραπεζικών λογαριασμών και απαιτήσεων των δύο επιχειρήσεων επί άλλων επιχειρήσεων ή επί του Δημοσίου. Από την εξέταση της καταστάσεως αυτής προκύπτει ότι διάφορες κατασχέσεις ακινήτων που είχαν αρχίσει μεταξύ 1993 και 1996 κινήθηκαν εκ νέου μεταξύ Οκτωβρίου 1997 και Νοεμβρίου 1998, ότι την 1η Φεβρουαρίου 2001 η κατάσχεση τραπεζικού λογαριασμού της GEA κοινοποιήθηκε στην εν λόγω τράπεζα, πράγμα το οποίο προϋποθέτει προετοιμασία του μέτρου αυτού κατά τη διάρκεια των προηγούμενων εβδομάδων και ότι στις 9 Απριλίου 2001 κατασχέθηκε επίσης απαίτηση επί του Δημοσίου.

36      Λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες αυτές, η Επιτροπή δεν μπορούσε να εκτιμήσει γενικώς ότι «το Βασίλειο της Ισπανίας δεν έλαβε τα προβλεπόμενα από την ισπανική νομοθεσία μέτρα (χωριστές εκτελεστικές διαδικασίες) για να αποφευχθεί η συνέχιση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων χωρίς την τήρηση των φορολογικών υποχρεώσεών τους και των υποχρεώσεών τους καταβολής εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως», και να συμπεράνει εξ αυτού ότι «η συμπεριφορά του κράτους ουδόλως επιτρέπει να συναχθεί ότι ενήργησε ως ιδιώτης πιστωτής που επιδιώκει να ανακτήσει τουλάχιστον μικρό μέρος των οφειλομένων φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως».

37      Χωρίς να προδικάζεται η ύπαρξη ή η μη ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων στην παρούσα υπόθεση, διαπιστώνεται συνεπώς ότι το συμπέρασμα της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η «συνεχής μη καταβολή φόρων και εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως από [GEA και Vanosa] αφού κηρύχθηκαν σε παύση πληρωμών τον Νοέμβριο 1997 και μέχρι τον Ιανουάριο 2001 [συνιστά κρατική ενίσχυση ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά]» στηρίζεται σε εσφαλμένες περί τα πράγματα προϋποθέσεις. Επομένως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι ή επιχειρήματα που προέβαλε η Ισπανική Κυβέρνηση, πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη απόφαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

38      Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε συναφές αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η Ισπανική Κυβέρνηση ζήτησε την καταδίκη της Επιτροπής και η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2002/935/ΕΚ της Επιτροπής, της 14ης Μαΐου 2002, σχετικά με κρατική ενίσχυση υπέρ του Grupo de Empresas Álvarez.

2)      Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.

Top