EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 62001TJ0307

Απόφαση του Πρωτοδικείου (πέμπτο τμήμα) της 10ης Ιουνίου 2004.
Jean-Paul François κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Υπάλληλοι - Πειθαρχικό καθεστώς - Υποβιβασμός κατά κλιμάκιο - Σύμβαση φυλάξεως των κτιρίων της Επιτροπής - Εύλογη προθεσμία - Ποινική διαδικασία - Αγωγή αποζημιώσεως.
Υπόθεση T-307/01.

Συλλογή της Νομολογίας 2004 II-01669;FP-I-A-00183
Συλλογή της Νομολογίας – Υπαλληλικές Υποθέσεις 2004 II-00823

ECLI identifier: ECLI:EU:T:2004:180

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 10ης Ιουνίου 2004

Υπόθεση T-307/01

Jean-Paul François

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι ─ Πειθαρχικό καθεστώς ─ Υποβιβασμός κατά κλιμάκιο ─ Σύμβαση φυλάξεως των κτιρίων της Επιτροπής ─ Εύλογη προθεσμία ─ Ποινική διαδικασία ─ Αγωγή αποζημιώσεως»

Πλήρες κείμενο στη γαλλική γλώσσα II - 0000

Αντικείμενο:         Προσφυγή με αντικείμενο, αφενός, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 5ης Απριλίου 2001 περί επιβολής στον προσφεύγοντα-ενάγοντα της πειθαρχικής κυρώσεως του υποβιβασμού κατά ένα κλιμάκιο και, αφετέρου, αίτημα αποζημιώσεως προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας και προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ο προσφεύγων-ενάγων θεωρεί ότι υπέστη.

Απόφαση:         Η απόφαση της 5ης Απριλίου 2001 της Επιτροπής περί επιβολής στον προσφεύγοντα-ενάγοντα της πειθαρχικής κυρώσεως του υποβιβασμού κατά ένα κλιμάκιο ακυρώνεται. Η Επιτροπή υποχρεώνεται να καταβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα ποσό 8 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη. Η Επιτροπή φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.     Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Προθεσμίες που προβλέπονται από το άρθρο 7 του παραρτήματος IX – Υποχρέωση της διοικήσεως να ενεργήσει εντός εύλογης προθεσμίας – Μη τήρηση – Συνέπειες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 7)

2.     Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας – Προθεσμία παραγραφής – Δεν προβλέπεται – Υποχρέωση της διοικήσεως να ενεργήσει εντός εύλογης προθεσμίας – Μη τήρηση – Συνέπειες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 86 έως 89· παράρτημα IX)

3.     Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία –Ταυτόχρονη κίνηση πειθαρχικών και ποινικών διαδικασιών για τις ίδιες πράξεις – Υποχρέωση της διοικήσεως να μη ρυθμίσει οριστικά την κατάσταση του υπαλλήλου παρά μόνο μετά την αμετάκλητη απόφαση του ποινικού δικαστηρίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 88, εδ. 5·παράρτημα IX, άρθρο 7, εδ. 2)

4.     Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Ταυτόχρονη κίνηση πειθαρχικών και ποινικών διαδικασιών για τις ίδιες πράξεις – Σκοπός της αναστολής της πειθαρχικής διαδικασίας – Υποχρέωση συμμορφώσεως με τις διαπιστώσεις του ποινικού δικαστηρίου επί των πραγματικών περιστατικών – Δυνατότητα χαρακτηρισμού τους με γνώμονα την έννοια του πειθαρχικού παραπτώματος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 88, εδ. 5)

5.     Υπάλληλοι – Δικαιώματα και υποχρεώσεις – Καταχρηστική χρησιμοποίηση συμβάσεως φυλάξεως για την πρόσληψη συνεργάτη επιφορτισμένου με διοικητικά καθήκοντα – Γενικευμένη πρακτική μη έχουσα αυτή καθ’ εαυτήν δόλιο χαρακτήρα – Μη επισήμανση ή μη αποτροπή – Παράβαση υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ΚΥΚ – Δεν υφίσταται ως προς υπάλληλο της κατηγορίας B

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 11)

6.     Υπάλληλοι – Προσφυγή – Αγωγή αποζημιώσεως – Ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως μη εξασφαλίζουσα επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης – Ηθική βλάβη προκαλούμενη από παράτυπη πειθαρχική διαδικασία

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

1.     Καίτοι αληθεύει ότι οι αυστηρές προθεσμίες που προβλέπει το άρθρο 7 του παραρτήματος IX του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (ΚΥΚ) για τη διεξαγωγή της πειθαρχικής διαδικασίας δεν είναι αποκλειστικές, εκφράζουν ωστόσο κανόνα χρηστής διοικήσεως σκοπός του οποίου είναι να αποφεύγεται, προς το συμφέρον τόσο της διοικήσεως όσο και των υπαλλήλων, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη της αποφάσεως που τερματίζει την πειθαρχική διαδικασία. Ως εκ τούτου, οι πειθαρχικές αρχές υποχρεούνται να διεξάγουν με επιμέλεια την πειθαρχική διαδικασία και να ενεργούν κατά τρόπο ώστε κάθε διωκτική πράξη να συντελείται εντός εύλογης προθεσμίας σε σχέση με την προηγούμενη πράξη. Η μη τήρηση της εν λόγω προθεσμίας, που μπορεί να εκτιμηθεί μόνο σε σχέση με τις ειδικές περιστάσεις της υποθέσεως, μπορεί να επισύρει την ακυρότητα της πράξεως που εκδόθηκε εκπροθέσμως.

(βλ. σκέψη 47)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 4 Φεβρουαρίου 1970, 13/69, Van Eick κατά Επιτροπής, Συλλογή 1970, σ. 3· ΔΕΚ, 29 Ιανουαρίου 1985, 228/83, F κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 275· ΔΕΚ, 19 Απριλίου 1988, 175/86 και 209/86, M κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 1891· ΠΕΚ, 17 Οκτωβρίου 1991, T-26/89, de Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1991, σ. II-781, σκέψη 88· ΠΕΚ, 26 Ιανουαρίου 1995, T-549/93, D κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I-A-13 και II-43, σκέψη 25· ΠΕΚ, 30 Μαΐου 2002, T-197/00, Onidi κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-69 και II-325, σκέψη 91

2.     Έστω και ελλείψει προθεσμίας παραγραφής, όπως προβλέπεται από τον ΚΥΚ στα άρθρα 86 έως 89 και στο παράρτημα IX αυτού, οι πειθαρχικές αρχές υποχρεούνται, ιδίως από το χρονικό σημείο κατά το οποίο η διοίκηση έλαβε γνώση των πραγματικών περιστατικών και της συμπεριφοράς που μπορούν να συνιστούν παράβαση των υποχρεώσεων ενός υπαλλήλου που απορρέουν από τον ΚΥΚ, να ενεργούν κατά τρόπο ώστε η κίνηση της διαδικασίας η οποία οδηγεί στην επιβολή κυρώσεως να συντελείται εντός εύλογης προθεσμίας. Η μη τήρηση της προθεσμίας αυτής, που αποτελεί συνάρτηση των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως, μπορεί να συνεπάγεται την έλλειψη νομιμότητας της πειθαρχικής διαδικασίας που κίνησε η διοίκηση με υπερβολική καθυστέρηση και, ως εκ τούτου, να επισύρει την ακυρότητα της κυρώσεως που επιβλήθηκε μετά την περάτωση της εν λόγω διαδικασίας.

Η αρχή της ασφαλείας δικαίου θα διακυβευόταν αν η διοίκηση επιδείκνυε υπερβολική καθυστέρηση ως προς την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, τόσο η εκ μέρους της διοικήσεως εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και της συμπεριφοράς που μπορούν να συνιστούν πειθαρχικό παράπτωμα όσο και η εκ μέρους του υπαλλήλου άσκηση των δικαιωμάτων του άμυνας μπορούν να αποδειχθούν ιδιαιτέρως δυσχερείς αν έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ του χρονικού σημείου κατά το οποίο τα ως άνω πραγματικά περιστατικά και η ως άνω συμπεριφορά έλαβαν χώρα και της ενάρξεως της πειθαρχικής έρευνας.

(βλ. σκέψεις 48 και 49)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 27 Νοεμβρίου 2001, C-270/99 P, Z κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2001, σ. I-9197, σκέψεις 43 και 44· ΠΕΚ, 19 Ιουνίου 2003, T-78/02, Voigt κατά ΕΚΤ, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 64· de Compte κατά Κοινοβουλίου, όπ.π., σκέψη 88· D κατά Επιτροπής, όπ.π., σκέψη 25

3.     Το άρθρο 88, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ απαγορεύει στην Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή να ρυθμίζει οριστικά, από πειθαρχικής απόψεως, την κατάσταση του ενδιαφερομένου υπαλλήλου με το να αποφαίνεται επί πράξεων που αποτελούν συγχρόνως αντικείμενο ποινικής διαδικασίας, επί όσο χρόνο η εκδοθείσα από το επιληφθέν ποινικό δικαστήριο απόφαση δεν έχει καταστεί αμετάκλητη. Επομένως, το άρθρο αυτό δεν παρέχει διακριτική εξουσία στην εν λόγω Αρχή, σε αντίθεση με το άρθρο 7, δεύτερο εδάφιο, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, σύμφωνα με το οποίο το πειθαρχικό συμβούλιο δύναται να αποφασίσει, στην περίπτωση ποινικής διώξεως, ότι αναβάλλει την έκδοση αποφάσεως μέχρις ότου εκδοθεί η απόφαση του δικαστηρίου.

(βλ. σκέψη 59)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 19 Μαρτίου 1998, T-74/96, Τζοάνος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-129 και II-343, σκέψεις 32 και 33· ΠΕΚ, 13 Μαρτίου 2003, T-166/02, Pessoa e Costa κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 45

4.     Το άρθρο 88, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ έχει διττό λόγο υπάρξεως. Αφενός, η εν λόγω διάταξη ανταποκρίνεται στην ανάγκη να μην επηρεάζεται η θέση του εν λόγω υπαλλήλου στο πλαίσιο της ποινικής διώξεως που έχει ασκηθεί εναντίον του λόγω πράξεων για τις οποίες έχει επίσης κινηθεί πειθαρχική διαδικασία εντός του οικείου οργάνου. Αφετέρου, η αναστολή της πειθαρχικής διαδικασίας εν αναμονή της περατώσεως της ποινικής διαδικασίας επιτρέπει να ληφθούν υπόψη, στο πλαίσιο της ως άνω πειθαρχικής διαδικασίας, διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνονται στην απόφαση του ποινικού δικαστηρίου που έχει καταστεί απρόσβλητη. Ειδικότερα, το άρθρο 88, πέμπτο εδάφιο, του ΚΥΚ καθιερώνει την αρχή κατά την οποία «εκκρεμούσης της ποινικής δίκης αναστέλλεται η πειθαρχική διαδικασία», η οποία δικαιολογείται, ιδίως, από το γεγονός ότι τα εθνικά ποινικά δικαστήρια διαθέτουν μεγαλύτερη εξουσία έρευνας απ’ ό,τι η Αρμόδια για τους Διορισμούς Αρχή. Επομένως, στην περίπτωση που τα ίδια πραγματικά περιστατικά μπορούν να συνιστούν ποινικό αδίκημα και παράβαση των υποχρεώσεων του υπαλλήλου που απορρέουν από τον ΚΥΚ, η διοίκηση δεσμεύεται από τις διαπιστώσεις επί των πραγματικών περιστατικών που περιλαμβάνονται στην απόφαση του ποινικού δικαστηρίου. Αφού το εν λόγω δικαστήριο διαπιστώσει την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών της προκειμένης περιπτώσεως, η διοίκηση δύναται, εν συνεχεία, να προβεί στον νομικό χαρακτηρισμό τους με γνώμονα την έννοια του πειθαρχικού παραπτώματος, εξετάζοντας ιδίως αν τα ως άνω περιστατικά συνιστούν παραβάσεις των υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ΚΥΚ.

(βλ. σκέψη 75)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 21 Νοεμβρίου 2000, T-23/00, A κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I-A-263 και II-1211, σκέψεις 35 και 37

5.     Είναι αδικαιολόγητο να προσαφθεί σε υπάλληλο της κατηγορίας Β, του οποίου τα καθήκοντα, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, είναι καθήκοντα εφαρμογής και πλαισιώσεως, αλλά όχι διευθύνσεως, τα οποία ανταποκρίνονται σε εκείνα που αντιστοιχούν στους υπαλλήλους της κατηγορίας Α, ότι παρέβη τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον ΚΥΚ απλώς λόγω του ότι, αφενός, δεν επισήμανε ότι ένας συνεργάτης ο οποίος ασκούσε αμιγώς διοικητικά καθήκοντα ελάμβανε αμοιβή από την εταιρία υπέρ της οποίας είχε κατακυρωθεί διαγωνισμός σχετικά με τη σύμβαση φυλάξεως, ή, αφετέρου, ότι δεν απέτρεψε την πράξη αυτή με τα κατάλληλα μέσα, εφόσον η συγκεκριμένη πρακτική είχε οργανωθεί από τις διάφορες υπηρεσίες του θεσμικού οργάνου, ήταν γενικευμένη, ελάμβανε χώρα με την προτροπή της ιεραρχίας του οργάνου αυτού και, αν και παράτυπη, δεν είχε, αυτή καθ’ εαυτήν, δόλιο χαρακτήρα.

(βλ. σκέψεις 92 και 93)

6.     Πλην ειδικών περιστάσεων, η ακύρωση της προσβαλλομένης από υπάλληλο αποφάσεως αποτελεί, αυτή καθ’ εαυτήν, προσήκουσα και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο ως άνω υπάλληλος.

Αντιθέτως, όταν, στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας, με τις διάφορες διοικητικές γνώμες και αποφάσεις που εκδόθηκαν διατυπώθηκαν κατηγορίες κατά του προσφεύγοντος οι οποίες αποδείχθηκαν ανακριβείς, το θεσμικό όργανο κίνησε την πειθαρχική διαδικασία κατά παραβίαση της αρχής της εύλογης προθεσμίας, η διαδικασία αυτή παρατάθηκε, επιπλέον, για περίοδο περίπου τριών ετών μέχρι την επιβολή κυρώσεως και δεν ανεστάλη εν αναμονή της περατώσεως της ποινικής διαδικασίας που είχε κινηθεί κατά του προσφεύγοντος, πρέπει να θεωρηθεί ότι το σύνολο των ως άνω περιστάσεων προκάλεσε προσβολή της υπολήψεως του προσφεύγοντος και διαταράξεις της ιδιωτικής ζωής του και περιήγαγε τον προσφεύγοντα σε κατάσταση παρατεταμένης αβεβαιότητας, προξενώντας σε αυτόν ηθική βλάβη που δεν ικανοποιείται προσηκόντως με την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, εφόσον η βλάβη αυτή δεν μπορεί να εξαλειφθεί αναδρομικώς με την ακύρωση αυτή.

(βλ. σκέψη 110)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 27 Φεβρουαρίου 1992, T-165/89, Plug κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-367, σκέψη 118· ΠΕΚ, 28 Σεπτεμβρίου 1999, T-140/97, Hautem κατά ΕΤΕπ., Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I-A-171 και II-897, σκέψη 82· ΠΕΚ, 11 Σεπτεμβρίου 2002, T-89/01, Willeme κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I-A-153 και II-803, σκέψη 97

Top