EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61999CJ0212

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 26ης Ιουνίου 2001.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας.
Παράβαση κράτους μέλους - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Πρώην λέκτορες ξένων γλωσσών - Aναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων.
Υπόθεση C-212/99.

Συλλογή της Νομολογίας 2001 I-04923

ECLI identifier: ECLI:EU:C:2001:357

61999J0212

Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 26ης Ιουνίου 2001. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιταλικής Δημοκρατίας. - Παράβαση κράτους μέλους - Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων - Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων - Πρώην λέκτορες ξένων γλωσσών - Aναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων. - Υπόθεση C-212/99.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2001 σελίδα I-04923


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων - Εργαζόμενοι - Ισότητα μεταχειρίσεως - Όροι εργασίας - Διοικητική και συμβατική πρακτική που εφαρμόζουν ορισμένα δημόσια πανεπιστήμια τα οποία δεν αναγνωρίζουν τα κεκτημένα δικαιώματα των πρώην λεκτόρων ξένων γλωσσών - Δυσμενής διάκριση - Δεν επιτρέπεται

[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 48 (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ)]

Περίληψη


$$Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, της οποίας το άρθρο 48 της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ) αποτελεί ειδική έκφραση, απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως, η οποία, κατ' εφαρμογήν άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα.

Oδηγούν σε καταστάσεις δυσμενούς διακρίσεως διοικητικές και συμβατικές πρακτικές που εφαρμόζουν ορισμένα δημόσια πανεπιστήμια κράτους μέλους, τα οποία δεν αναγνωρίζουν τα κεκτημένα δικαιώματα των πρώην λεκτόρων ξένων γλωσσών, νυν γλωσσικών συνεργατών, ενώ η αναγνώριση αυτή εξασφαλίζεται στο σύνολο των ημεδαπών εργαζομένων. Το οικείο κράτος μέλος, μη εξασφαλίζοντας την αναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων στους εν λόγω λέκτορες, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 48 της Συνθήκης.

( βλ. σκέψεις 24, 31, 36 και διατακτ. )

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-212/99,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον P. J. Kuijper και τον E. Traversa, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από το

Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο από τον J. E. Collins, επικουρούμενο από τον C. Lewis, barrister, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

παρεμβαίνον,

κατά

Ιταλικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον U. Leanza, επικουρούμενο από τον G. Aiello, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο να αναγνωρίσει ότι η Ιταλική Δημοκρατία, λόγω της διοικητικής και συμβατικής πρακτικής που εφαρμόζουν ορισμένα δημόσια πανεπιστήμια, πρακτικής η οποία συνεπάγεται τη μη αναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων των πρώην λεκτόρων ξένων γλωσσών, ενώ η αναγνώριση αυτή εξασφαλίζεται στο σύνολο των λοιπών ημεδαπών εργαζομένων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους C. Gulmann, πρόεδρο τμήματος, J.-P. Puissochet, F. Macken, N. Colneric και J. N. Cunha Rodrigues (εισηγητή), δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: L. A. Geelhoed

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 11ης Ιανουαρίου 2001,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου 2001,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 4 Ιουνίου 1999, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 226 ΕΚ, η προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ιταλική Δημοκρατία, λόγω της διοικητικής και συμβατικής πρακτικής που εφαρμόζουν ορισμένα δημόσια πανεπιστήμια, πρακτικής η οποία συνεπάγεται τη μη αναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων των πρώην λεκτόρων ξένων γλωσσών, ενώ η αναγνώριση αυτή εξασφαλίζεται στο σύνολο των λοιπών ημεδαπών εργαζομένων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ).

2 Με διάταξη του ροέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1999, επετράπη η παρέμβαση του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

Το εθνικό νομικό πλαίσιο

3 Η Ιταλική Δημοκρατία, κατόπιν των αποφάσεων της 30ής Μα_ου 1989, 33/88, Allué και Coonan (Συλλογή 1989, σ. 1591), και της 2ας Αυγούστου 1993, C-259/91, C-331/91 και C-332/91, Allué κ.λπ. (Συλλογή 1993, σ. Ι-4309), καθώς και μιας πρώτης διαδικασίας λόγω παραβάσεως (αριθ. 92/4660) που κίνησε η Επιτροπή βάσει του άρθρου 169 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 226 ΕΚ), εξέδωσε τον νόμο 236, της 21ης Ιουνίου 1995 (GURI αριθ. 143, της 21ης Ιουνίου 1995, σ. 9, στο εξής: νόμος 236), αντικείμενο του οποίου ήταν η μεταρρύθμιση της διδασκαλίας ξένων γλωσσών στα ιταλικά πανεπιστήμια.

4 Ο νόμος 236 προέβλεψε τέσσερις ουσιώδεις κανόνες:

α) η θέση του λέκτορα ξένων γλωσσών καταργείται και αντικαθίσταται από αυτή του «γλωσσικού συνεργάτη και ειδικού μητρικής γλώσσας» (στο εξής: γλωσσικός συνεργάτης)·

β) οι γλωσσικοί συνεργάτες προσλαμβάνονται από τα πανεπιστήμια με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου (και όχι πλέον με ελεύθερη σύμβαση) αορίστου χρόνου και, κατ' εξαίρεση, ορισμένου χρόνου, προκειμένου να καλυφθούν πρόσκαιρες ανάγκες·

γ) η πρόσληψη των γλωσσικών συνεργατών πραγματοποιείται κατόπιν δημόσιας διαδικασίας επιλογής, οι όροι της οποίας καθορίζονται από τα πανεπιστήμια σύμφωνα με τους αντίστοιχους κανονισμούς τους·

δ) τα πρόσωπα που άσκησαν προηγουμένως τα καθήκοντα λέκτορα ξένων γλωσσών απολαύουν προτιμησιακού δικαιώματος προσλήψεως και διατηρούν επιπλέον, βάσει του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, του νόμου 236, τα κεκτημένα δικαιώματα στο πλαίσιο των προηγουμένων σχέσεων εργασίας.

5 Δεδομένης της αυτονομίας των ιταλικών πανεπιστημίων, το νομικό καθεστώς των γλωσσικών συνεργατών διέπεται σήμερα από τις ακόλουθες διατάξεις:

α) τον νόμο 236 και, γενικότερα, τον νόμο 230, της 18ης Απριλίου 1962, περί ρυθμίσεως της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου (στο εξής: νόμος 230), το άρθρο 2 του οποίου προβλέπει ότι, «αν η σχέση εργασίας συνεχιστεί μετά την ημερομηνία λήξεως που αρχικώς προβλέφθηκε ή που μεταγενεστέρως παρατάθηκε, η σύμβαση εργασίας θεωρείται ως σύμβαση αορίστου χρόνου από την ημερομηνία της πρώτης προσλήψεως του εργαζομένου»·

β) τη συλλογική σύμβαση εργασίας του πανεπιστημιακού τομέα («Contratto collettivo di lavoro del comparto dell'Università»)·

γ) τη συλλογική σύμβαση κάθε πανεπιστημίου («Contratto collettivo d'Ateneo»)· και

δ) την ατομική σύμβαση εργασίας μεταξύ κάθε πανεπιστημίου και γλωσσικού συνεργάτη.

Η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

6 Μετά τη θέση σε ισχύ του νόμου 236, διάφορες καταγγελίες πρώην λεκτόρων ξένων γλωσσών υποβλήθηκαν στην Επιτροπή, που κατήγγειλαν τη διακριτική μεταχείριση που εφαρμόζουν τα ιταλικά πανεπιστήμια επ' ευκαιρία της μεταβάσεως στο καθεστώς που εισήγαγε η νέα αυτή ρύθμιση.

7 Η Επιτροπή, μετά τις καταγγελίες αυτές, κίνησε διαδικασία λόγω παραβάσεως κατά της Ιταλικής Δημοκρατίας, απευθύνοντάς της στις 23 Δεκεμβρίου 1996 έγγραφο οχλήσεως. Η Ιταλική Κυβέρνηση απάντησε με έγγραφο της 12ης Μαρτίου 1997.

8 Η Επιτροπή, μη μένοντας ικανοποιημένη από την απάντηση της Ιταλικής Δημοκρατίας, εξέδωσε στις 16 Μα_ου 1997 αιτιολογημένη γνώμη. Κατόπιν των εξηγήσεων και των πληροφοριών που παρέσχον οι ιταλικές αρχές με το απαντητικό τους έγγραφο της 21ης Αυγούστου 1997, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ιταλική Κυβέρνηση, με έγγραφο της 9ης Ιουλίου 1998, συμπληρωματική αίτηση παρατηρήσεων, προκειμένου να εξηγήσει και αναδιατυπώσει την αιτίασή της σχετικά με τη μη αναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων των γλωσσικών συνεργατών που είχαν εργαστεί σε ορισμένα ιταλικά πανεπιστήμια ως λέκτορες ξένων γλωσσών πριν από το 1995.

9 Δεδομένης της απαντήσεως των ιταλικών αρχών στις 11 Αυγούστου και 11 Δεκεμβρίου 1998, η Επιτροπή εξέδωσε στις 28 Ιανουαρίου 1999 συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη και κάλεσε την Ιταλική Δημοκρατία να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθεί προς τη γνώμη αυτή εντός προθεσμίας ενός μήνα από της κοινοποιήσεώς της.

10 Η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η παραβίαση της Συνθήκης εξακολουθούσε, αποφάσισε να ασκήσει την παρούσα προσφυγή ενώπιον του Δικαστηρίου.

Επί της ουσίας

11 Σύμφωνα με την Επιτροπή, τα πανεπιστήμια της Basilicata, του Μιλάνου, του αλέρμου, της ίζας, «La Sapienza» της Ρώμης και το ανατολικό πανεπιστημιακό ινστιτούτο της Νάπολης (Ιταλία) δεν αναγνώρισαν στους γλωσσικούς συνεργάτες, όσον αφορά τις αποδοχές και το καθεστώς κοινωνικής ασφαλίσεως, την πριν από τη θέση σε ισχύ του νόμου 236 προϋπηρεσία τους ως λεκτόρων ξένων γλωσσών.

12 Η Επιτροπή ισχυρίζεται συναφώς ότι οι συλλογικές συμβάσεις και οι ατομικές συμβάσεις εργασίας των πανεπιστημίων αυτών δεν προέβλεψαν την αναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων του καθενός πρώην λέκτορα σε σχέση με την ειδική και προσωπική προϋπηρεσία του. Συγκεκριμένα:

α) Στο πανεπιστήμιο της Basilicata οι γλωσσικοί συνεργάτες που είχαν ασκήσει προηγουμένως καθήκοντα λέκτορα ξένων γλωσσών λαμβάνουν την ίδια αμοιβή με τον νεοπροσλαμβανόμενο γλωσσικό συνεργάτη. Το γεγονός ότι η αμοιβή αυτή είναι ανώτερη από την προβλεπόμενη στην εθνική συλλογική σύμβαση εργασίας δεν σημαίνει, κατά τη γνώμη της Επιτροπής, ότι το πανεπιστήμιο αναγνώρισε δεόντως την ατομική προϋπηρεσία του καθενός πρώην λέκτορα.

β) Στο πανεπιστήμιο του Μιλάνου καμία ρήτρα της συλλογικής συμβάσεως του πανεπιστημίου δεν κάνει αναφορά στα κεκτημένα δικαιώματα και οι αποδοχές των πρώην λεκτόρων δεν διαφέρουν με βάση την προϋπηρεσία τους.

γ) Το ανατολικό πανεπιστημιακό ινστιτούτο της Νάπολης συνήψε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου με τους πρώην λέκτορες μόλις από το 1996. Τους επέβαλε ταυτόχρονα μείωση της αμοιβής, καθότι, παρά την αύξηση των συνολικών ετησίων αποδοχών, ο αριθμός των ετησίων ωρών που πρέπει να διδάξουν οι γλωσσικοί συνεργάτες σχεδόν τριπλασιάστηκε.

δ) Το πανεπιστήμιο του αλέρμου προσέλαβε πρώην λέκτορες χωρίς να αναγνωρίσει τα έτη προϋπηρεσίας προς καθορισμό των συνθηκών εργασίας. Συνεπώς, τριάντα οκτώ γλωσσικοί συνεργάτες προσέβαλαν ενώπιον δικαστηρίου επιλύσεως εργατικών διαφορών το ύψος των αμοιβών που πρότεινε το πανεπιστήμιο.

ε) Στο πανεπιστήμιο της ίζας η κατάσταση είναι πανομοιότυπη με αυτήν του πανεπιστημίου της Basilicata, καθότι οι συμβάσεις εργασίας των πρώην λεκτόρων και των νεοπροσλαμβανομένων γλωσσικών συνεργατών προβλέπουν την ίδια αμοιβή.

στ) Στο πανεπιστήμιο «La Sapienza» της Ρώμης η εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση δεν περιέχει καμία ρήτρα σχετική με τη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων. Το πανεπιστήμιο αυτό εφάρμοσε συνεπώς, όπως τα πανεπιστήμια της ίζας και της Basilicata, τις ίδιες βασικές αποδοχές στους πρώην λέκτορες και στους νεοπροσλαμβανομένους γλωσσικούς συνεργάτες.

13 Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι το γεγονός απλώς ότι η αμοιβή ορισμένων γλωσσικών συνεργατών είναι υψηλότερη από αυτή που ελάμβαναν στο παρελθόν, ως λέκτορες ξένων γλωσσών, ή από αυτή των νεοπροσλαμβανομένων γλωσσικών συνεργατών δεν αρκεί προς απόδειξη του ότι η προϋπηρεσία τους αναγνωρίστηκε.

14 Κατά την Επιτροπή, οι δυσμενείς διακρίσεις θα συνεχίσουν να υφίστανται εφόσον οι συλλογικές συμβάσεις και οι συμβάσεις εργασίας των οικείων πανεπιστημίων δεν περιέχουν ρήτρα περί αναγνωρίσεως των κεκτημένων δικαιωμάτων καθενός πρώην λέκτορα, με βάση την ειδική και προσωπική σωρευθείσα προϋπηρεσία πριν από την πρόσληψη ως γλωσσικού συνεργάτη.

15 Η Επιτροπή καταλήγει ότι η Ιταλική Δημοκρατία ευθύνεται για δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγενείας, διάκριση που αντίκειται στο άρθρο 48 της Συνθήκης. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται, αφενός, στη διαπίστωση ότι τα πανεπιστήμια αυτά δεν αναγνώρισαν, με τις συλλογικές συμβάσεις και τις συμβάσεις εργασίας που εφαρμόζονται στους γλωσσικούς συνεργάτες, τα προηγούμενα έτη προϋπηρεσίας ως λεκτόρων ξένων γλωσσών, παρά το γράμμα του άρθρου 4, τρίτο εδάφιο, του νόμου 236, και, αφετέρου, στην εκτίμηση ότι ο νόμος 230, που εφαρμόζεται στο σύνολο των ημεδαπών εργαζομένων η σχέση εργασίας των οποίων διέπεται από συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, προβλέπει, σε περίπτωση καταχρήσεως, αν δηλαδή η σχέση εργασίας συνεχιστεί μετά την αρχικώς καθορισθείσα λήξη, την αυτόματη μετατροπή της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου «από την ημερομηνία της πρώτης προσλήψεως του εργαζομένου».

16 Η Ιταλική Κυβέρνηση, με τα υπομνήματά της, ισχυρίζεται πρώτον ότι η αναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων των πρώην λεκτόρων ξένων γλωσσών εξασφαλίζεται στα οικεία πανεπιστήμια, δεδομένου ότι αυτοί απολαύουν ευνοϊκότερων αποδοχών από αυτές των νεοπροσλαμβανομένων γλωσσικών συνεργατών.

17 Στη συνέχεια, η Ιταλική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι η αναφορά της Επιτροπής στον νόμο 230, ο οποίος λαμβάνεται ως βάση συγκρίσεως προς εκτίμηση του χαρακτήρα δυσμενούς διακρίσεως των αμοιβών των πρώην λεκτόρων, είναι αλυσιτελής.

18 Συγκεκριμένα, αντίθετα με τον νόμο 230 περί συμβάσεων ορισμένου χρόνου, που εφαρμόζεται στο σύνολο των ημεδαπών εργαζομένων, ο νόμος 236 δεν προβλέπει, όσον αφορά τους πρώην λέκτορες ξένων γλωσσών, αυτόματη μετατροπή των σχέσεων εργασίας, εφόσον οι λέκτορες αυτοί μπορούν να αναλάβουν νέα καθήκοντα γλωσσικών συνεργατών μόνο στον βαθμό που πέτυχαν στις δοκιμασίες επιλογής.

19 Εξάλλου, η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι το πρόβλημα της αναγνωρίσεως των κεκτημένων δικαιωμάτων εντάσσεται σε ένα νομικό συμβατικό πλαίσιο. Συνεπώς, το πρόβλημα αυτό δεν μπορεί να επιλυθεί ούτε μονομερώς από τους δημόσιους οργανισμούς, πολλώ δε μάλλον, με τους τρόπους που προτείνει η Επιτροπή.

20 Τέλος, σύμφωνα με την Ιταλική Κυβέρνηση, η Επιτροπή πρότεινε, όσον αφορά την πραγματική αναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων κάθε γλωσσικού συνεργάτη, «τη χορήγηση αμοιβής υψηλότερης από τη βασική, στον βαθμό που περιλαμβάνει ειδικό επιπλέον μισθολογικό κλιμάκιο [...] ή [...] την εφ' άπαξ καταβολή ποσού, ως καθυστερούμενων μισθών, ανάλογου των ετών προϋπηρεσίας ως λέκτορα», ενώ οι επιλογές αυτές νομοθετικής πολιτικής εμπίπτουν, στην πραγματικότητα, στην κυριαρχία κάθε κράτους μέλους.

Εκτίμηση του Δικαστηρίου

21 Επιβάλλεται να τονιστεί εκ προοιμίου ότι, όταν ένας εργαζόμενος του οποίου η σχέση εργασίας διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο και απολαύει, βάσει του νόμου 230, της μετατροπής της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, όλα τα κεκτημένα δικαιώματά του εξασφαλίζονται από την ημερομηνία της πρώτης προσλήψεώς του. Η εγγύηση αυτή έχει επιπτώσεις όχι μόνον από πλευράς μισθολογικών αυξήσεων, αλλά επίσης όσον αφορά την αρχαιότητα και την καταβολή από τον εργοδότη εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως.

22 Επομένως, όταν ένας λέκτορας ξένων γλωσσών, υπήκοος άλλου κράτους μέλους, που συνδεόταν με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, απολαύει της μετατροπής της συμβάσεως αυτής σε σύμβαση αορίστου χρόνου, που διέπεται επίσης από το ιδιωτικό δίκαιο, οι ιταλικές αρχές πρέπει να εξασφαλίσουν ότι αυτός διατηρεί όλα τα κεκτημένα δικαιώματά του από την ημερομηνία της πρώτης προσλήψεώς του, ειδάλλως υφίσταται δυσμενής διάκριση λόγω ιθαγενείας, αντίθετη προς το άρθρο 48 της Συνθήκης.

23 Συγκεκριμένα, όπως έκρινε το Δικαστήριο στη σκέψη 12 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Allué και Coonan, το γεγονός ότι το 25 % μόνον των λεκτόρων ξένων γλωσσών έχει ιταλική ιθαγένεια συνεπάγεται ότι το μέτρο που ελήφθη για τους λέκτορες αφορά κυρίως τους εργαζομένους υπηκόους άλλων κρατών μελών και μπορεί να αποτελέσει συνεπώς, ελλείψει αιτιολογίας, έμμεση μορφή δυσμενούς διακρίσεως.

24 Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, της οποίας το άρθρο 48 της Συνθήκης αποτελεί ειδική έκφραση, απαγορεύει όχι μόνον τις εμφανείς διακρίσεις λόγω ιθαγενείας, αλλά και κάθε μορφή συγκεκαλυμμένης διακρίσεως, η οποία, κατ' εφαρμογήν άλλων κριτηρίων διακρίσεως, καταλήγει στην πράξη στο ίδιο αποτέλεσμα (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 15ης Ιανουαρίου 1986, 41/84, Pinna, Συλλογή 1986, σ. 1, σκέψη 23, και της 23ης Μα_ου 1996, C-237/94, O'Flynn, Συλλογή 1996, σ. Ι-2617, σκέψη 17).

25 Συνεπώς, ο νόμος 230, που έχει εφαρμογή στο σύνολο των ημεδαπών εργαζομένων η σχέση εργασίας των οποίων διέπεται από συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου, πρέπει να χρησιμεύσει ως βάση συγκρίσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το νέο καθεστώς που εφαρμόζεται στα άτομα που άσκησαν καθήκοντα λέκτορα ξένων γλωσσών είναι ανάλογο με το γενικό καθεστώς των ημεδαπών εργαζομένων ή αν, αντιθέτως, τους χορηγεί κατώτερο επίπεδο προστασίας.

26 ρέπει συναφώς να υπομνηστεί ότι το Δικαστήριο, στη σκέψη 19 της προπαρατεθείσας αποφάσεως Allué και Coonan, έκρινε ότι μια διάταξη εθνικού δικαίου που προβλέπει ανώτατη διάρκεια της σχέσεως εργασίας μεταξύ των πανεπιστημίων και των λεκτόρων ξένων γλωσσών αντίκειται στο κοινοτικό δίκαιο, εφόσον για τους λοιπούς εργαζομένους δεν υφίσταται, κατ' αρχήν, τέτοιο όριο. Το Δικαστήριο έδωσε συνεπώς αυτή την απάντηση στην Pretura unificata di Venezia (Ιταλία) που είχε υποβάλει το ερώτημα, μεταξύ άλλων, αν το μέτρο αυτό που είχε εφαρμογή μόνο στους λέκτορες αντέκειτο στο άρθρο 48 της Συνθήκης, «σε αντίθεση προς τη σταθερότητα που εγγυάται γενικά ο νόμος 230 της 18ης Απριλίου 1962 στο προσωπικό του Δημοσίου». Ένα από τα ερωτήματα στο οποίο το Δικαστήριο έδωσε απάντηση με την προπαρατεθείσα απόφαση Allué κ.λπ., που είχε παρόμοιο αντικείμενο, έκανε επίσης αναφορά στον νόμο 230.

27 Ο νόμος 230 χρησιμοποιήθηκε συνεπώς, τόσο από τα αιτούντα δικαστήρια όσο και από το Δικαστήριο, ως μέσο συγκρίσεως, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η επαγγελματική κατάσταση των λεκτόρων ξένων γλωσσών περιείχε δυσμενή διάκριση σε σχέση με αυτή των ημεδαπών εργαζομένων.

28 Στο επιχείρημα της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι η αναφορά στον νόμο 230 είναι αλυσιτελής, εφόσον ο νόμος αυτός καθιερώνει την αυτεπάγγελτη μετατροπή των συμβάσεων, αντίθετα προς το καθεστώς του νόμου 236, που προβλέπει νέα διαδικασία δημόσιας επιλογής για τους πρώην λέκτορες ξένων γλωσσών, πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι περισσότερη έμφαση πρέπει να δοθεί στην ουσία και τους στόχους των δύο αυτών νομικών καθεστώτων και λιγότερη στον τύπο και τις λεπτομέρειες εφαρμογής. Μόνο με ανάλυση που επικεντρώνεται στην ουσία και όχι στον τύπο των νομικών αυτών καθεστώτων θα διαπιστωθεί αν η πραγματική εφαρμογή τους σε διαφορετικές κατηγορίες εργαζομένων, που τελούν σε συγκρίσιμες νομικές καταστάσεις, οδηγεί σε καταστάσεις που συνάδουν ή όχι προς τη θεμελιώδη αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας.

29 Αμφότεροι όμως οι νόμοι προβλέπουν, όσον αφορά την αναγνώριση της προϋπηρεσίας των εργαζομένων, την αντικατάσταση των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, εγγυώμενοι συγχρόνως τη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων στο πλαίσιο των προηγούμενων σχέσεων εργασίας.

30 Συνεπώς, αν οι εργαζόμενοι απολαύουν, βάσει του νόμου 230, της αποκαταστάσεως της σταδιοδρομίας τους, από πλευράς μισθολογικών αυξήσεων, αρχαιότητας και καταβολής από τον εργοδότη εισφορών κοινωνικής ασφάλειας, από την ημερομηνία της πρώτης προσλήψεώς τους, και οι πρώην λέκτορες ξένων γλωσσών, νυν γλωσσικοί συνεργάτες, πρέπει να απολαύουν ανάλογης αποκαταστάσεως από την ημερομηνία της πρώτης προσλήψεώς τους.

31 Από την εξέταση του εθνικού νομικού πλαισίου προκύπτει ότι, βεβαίως, το άρθρο 4, τρίτο εδάφιο, του νόμου 236 προβλέπει ρητώς τη διατήρηση των κεκτημένων δικαιωμάτων των πρώην λεκτόρων ξένων γλωσσών στο πλαίσιο των προηγούμενων σχέσεων εργασίας. Ωστόσο, η αξιολόγηση των διοικητικών και συμβατικών πρακτικών που εφαρμόζουν ορισμένα ιταλικά δημόσια πανεπιστήμια καταλήγει στη διαπίστωση υπάρξεως δυσμενούς διακρίσεως.

32 ροκύπτει έτσι ότι στα πανεπιστήμια της Basilicata και «La Sapienza» της Ρώμης οι πρώην λέκτορες ξένων γλωσσών, νυν γλωσσικοί συνεργατές, και οι νεοπροσλαμβανόμενοι γλωσσικοί συνεργάτες λαμβάνουν την ίδια αμοιβή και η προϋπηρεσία των πρώην λεκτόρων δεν αναγνωρίζεται. Στα πανεπιστήμια του Μιλάνου, του αλέρμου και, από της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 1994, της ίζας, οι πρώην λέκτορες, νυν γλωσσικοί συνεργάτες, κατατάσσονται όλοι στο ίδιο μισθολογικό επίπεδο, ανεξαρτήτως των αντιστοίχων ετών προϋπηρεσίας. Τριάντα οκτώ πρώην λέκτορες του πανεπιστημίου του αλέρμου προσέβαλαν το ύψος της αμοιβής αυτής ενώπιον δικαστηρίου επιλύσεως εργατικών διαφορών, το οποίο δέχθηκε την προσφυγή τους. Τέλος, καίτοι η αμοιβή των πρώην λεκτόρων του ανατολικού πανεπιστημιακού ινστιτούτου της Νάπολης αυξήθηκε, ο ετήσιος αριθμός ωρών εργασίας αυξήθηκε επίσης, γεγονός που συνεπάγεται τη μείωση του ύψους της ωριαίας αμοιβής τους.

33 Είναι αληθές ότι το Ανατολικό πανεπιστημιακό Ινστιντούτο της Νάπολης προβλέπει, από την έκδοση της αποφάσεως της 14ης Ιουλίου 1999, τρία είδη αρχαιότητας για τους πρώην λέκτορες, νυν γλωσσικούς συνεργάτες, και ότι στα πανεπιστήμια της Basilicata, του αλέρμου και «La Sapienza» της Ρώμης οι πανεπιστημιακές αρχές επιβεβαίωσαν τη θέλησή τους να επιλύσουν το πρόβλημα των κεκτημένων δικαιωμάτων των πρώην λεκτόρων. Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, η ύπαρξη παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται κατά τη λήξη της προθεσμίας που έταξε η αιτιολογημένη γνώμη (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 1999, C-166/97, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 1999, σ. Ι-1719, σκέψη 18, και της 14ης Φεβρουαρίου 2001, C-219/99, Επιτροπή κατά Γαλλίας, Συλλογή 2001, σ. Ι-1093, σκέψη 7). Εν προκειμένω, η συμπληρωματική αιτιολογημένη γνώμη που εξέδωσε η Επιτροπή στις 28 Ιανουαρίου 1999 παρέσχε στην Ιταλική Δημοκρατία, για να συμμορφωθεί προς αυτήν, προθεσμία δύο μηνών από της κοινοποιήσεώς της.

34 ρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι, όπως επανειλημμένα έκρινε το Δικαστήριο, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται διατάξεις, την ακολουθούμενη πρακτική ή καταστάσεις της εσωτερικής έννομης τάξης του, προκειμένου να δικαιολογήσει τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο (βλ., υπ' αυτήν την έννοια, μεταξύ άλλων, την προπαρατεθείσα απόφαση της 18ης Μαρτίου 1999, Επιτροπή κατά Γαλλίας, σκέψη 13, και την απόφαση της 15ης Μαρτίου 2001, C-83/00, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών, Συλλογή 2001, σ. Ι-2351, σκέψη 10).

35 Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η δικαιολογία της Ιταλικής Κυβερνήσεως ότι το πρόβλημα της αναγνωρίσεως των κεκτημένων δικαιωμάτων είναι συμβατικής καθαρά φύσεως και ότι δεν θα μπορούσε να επιλυθεί μονομερώς από τους οικείους δημόσιους οργανισμούς. ρέπει επίσης να απορριφθεί, πολλώ δε μάλλον, το επιχείρημά της ότι η έλλειψη οριστικής ρυθμίσεως του νομικού καθεστώτος των πρώην λεκτόρων ξένων γλωσσών οφείλεται στην ειδική οργάνωση του ιταλικού πανεπιστημιακού συστήματος.

36 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Ιταλική Δημοκρατία, μη εξασφαλίζοντας την αναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων στους πρώην λέκτορες ξένων γλωσσών, νυν γλωσσικών συνεργατών, ενώ η αναγνώριση αυτή εξασφαλίζεται στο σύνολο των λοιπών ημεδαπών εργαζομένων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 48 της Συνθήκης.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

37 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη της Ιταλικής Δημοκρατίας και η τελευταία ηττήθηκε, επιβάλλεται να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Το Ηνωμένο Βασίλειο, που παρενέβη στη διαφορά, φέρει τα δικαστικά έξοδά του, κατ' εφαρμογή του άρθρου 69, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1) Η Ιταλική Δημοκρατία, μη εξασφαλίζοντας την αναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων στους πρώην λέκτορες ξένων γλωσσών, νυν γλωσσικών συνεργατών και ειδικών μητρικής γλώσσας, ενώ η αναγνώριση αυτή εξασφαλίζεται στο σύνολο των ημεδαπών εργαζομένων, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 39 ΕΚ).

2) Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

3) Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Top