This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 61998CJ0402
Judgment of the Court (Sixth Chamber) of 6 July 2000. # Agricola Tabacchi Bonavicina Snc di Mercati Federica (ATB) and Others v Ministero per le Politiche Agricole, Azienda di Stato per gli interventi nel mercato agricolo (AIMA) and Mario Pittaro. # Reference for a preliminary ruling: Tribunale amministrativo regionale del Lazio - Italy. # Common organisation of the market - Raw tobacco - Validity of Council Regulation (EC) No 711/95 and of Commission Regulations (EC) Nos 1066/95 and 1067/95. # Case C-402/98.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 2000.
Agricola Tabacchi Bonavicina Snc di Mercati Federica (ATB) κ.λπ. κατά Ministero per le Politiche Agricole, Azienda di Stato per gli interventi nel mercato agricolo (AIMA) και Mario Pittaro.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale amministrativo regionale del Lazio - Ιταλία.
Κοινή οργάνωση αγορών - Ακατέργαστος καπνός - Κύρος των κανονισμών (ΕΚ) 711/95 του Συμßουλίου και 1066/95 και 1067/95 της Επιτροπής.
Υπόθεση C-402/98.
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 2000.
Agricola Tabacchi Bonavicina Snc di Mercati Federica (ATB) κ.λπ. κατά Ministero per le Politiche Agricole, Azienda di Stato per gli interventi nel mercato agricolo (AIMA) και Mario Pittaro.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale amministrativo regionale del Lazio - Ιταλία.
Κοινή οργάνωση αγορών - Ακατέργαστος καπνός - Κύρος των κανονισμών (ΕΚ) 711/95 του Συμßουλίου και 1066/95 και 1067/95 της Επιτροπής.
Υπόθεση C-402/98.
Συλλογή της Νομολογίας 2000 I-05501
ECLI identifier: ECLI:EU:C:2000:366
Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 6ης Ιουλίου 2000. - Agricola Tabacchi Bonavicina Snc di Mercati Federica (ATB) κ.λπ. κατά Ministero per le Politiche Agricole, Azienda di Stato per gli interventi nel mercato agricolo (AIMA) και Mario Pittaro. - Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Tribunale amministrativo regionale del Lazio - Ιταλία. - Κοινή οργάνωση αγορών - Ακατέργαστος καπνός - Κύρος των κανονισμών (ΕΚ) 711/95 του Συμßουλίου και 1066/95 και 1067/95 της Επιτροπής. - Υπόθεση C-402/98.
Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 2000 σελίδα I-05501
Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό
1. ροδικαστικά ερωτήματα - Υποβολή στο Δικαστήριο - Καθορισμός των προς υποβολή ερωτημάτων - Αποκλειστική αρμοδιότητα του εθνικού δικαστηρίου
[Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 177 (νυν άρθρο 234 ΕΚ)]
2. Κοινοτικό δίκαιο - Αρχές - ροστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης - Όρια - Τροποποίηση της κανονιστικής ρυθμίσεως περί κοινής οργανώσεως αγορών - Τροποποίηση του συστήματος πριμοδοτήσεων στον τομέα του ακατέργαστου καπνού - Εξουσία εκτιμήσεως των κοινοτικών οργάνων
3. Γεωργία - Κοινή οργάνωση αγορών - Ακατέργαστος καπνός - Αντικατάσταση ενός συστήματος ποσοστώσεων μεταποιήσεως με ένα σύστημα ποσοστώσεων παραγωγής κατά τη διάρκεια του έτους παραγωγής - Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης - αραβίαση - Δεν υφίσταται
(Κανονισμός 711/95 του Συμβουλίου· κανονισμός 1066/95 της Επιτροπής)
1. Το άρθρο 177 της Συνθήκης (νυν άρθρο 234 ΕΚ) προβλέπει μια άμεση συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, μέσω διαδικασίας όπου ελλείπει η αντιδικία και ανεξάρτητης από κάθε πρωτοβουλία των διαδίκων, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτοί προσκαλούνται μόνο να εκθέσουν τις απόψεις τους. Κατά τη διάταξη αυτή, εναπόκειται μόνο στο εθνικό δικαστήριο και όχι στους διαδίκους της κύριας δίκης να φέρουν το ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι η δυνατότητα καθορισμού των προς υποβολή στο Δικαστήριο ερωτημάτων παρέχεται μόνο στο εθνικό δικαστήριο, οι διάδικοι δεν μπορούν να αλλάζουν το περιεχόμενό τους.
( βλ. σκέψη 29 )
2. Μολονότι η τήρηση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες για τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα, και τούτο ιδίως σε τομείς όπως οι κοινές οργανώσεις αγορών, ο σκοπός των οποίων απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις μεταβολές της οικονομικής καταστάσεως. Συνεπώς, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να επικαλούνται την ύπαρξη κεκτημένου δικαιώματος προς διατήρηση ενός πλεονεκτήματος που απορρέει γι' αυτούς από τη θέσπιση κοινής οργανώσεως αγορών, του οποίου επωφελήθηκαν σε δεδομένη στιγμή. Κάτι τέτοιο συμβαίνει όσον αφορά τον καθορισμό των πριμοδοτήσεων τις οποίες καταβάλλει η επιχείρηση μεταποιήσεως κατά την εκ μέρους των παραδοσιακών παραγωγών παράδοση του καπνού, οι οποίες μπορούν να μειώνονται από έτος σε έτος.
( βλ. σκέψεις 37, 53 )
3. Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο κοινής οργανώσεως της αγοράς του ακατέργαστου καπνού, το σύστημα ποσοστώσεων μεταποιήσεως αντικαταστάθηκε από ένα σύστημα ποσοστώσεων παραγωγής κατά τη διάρκεια του έτους παραγωγής, δυνάμει του κανονισμού 711/95, για την τροποποίηση του κανονισμού 2075/92 σχετικά με την κοινή οργάνωση αγοράς του ακατέργαστου καπνού, δεν συνιστά προσβολή της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε των αρχών στις οποίες στηρίζεται η εν λόγω κοινή οργάνωση αγορών εφόσον, από τις 30 Ιουλίου 1992, ημερομηνία δημοσιεύσεως του τελευταίου αυτού κανονισμού, οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες είχαν γνώση της εφαρμογής του συστήματος των ποσοστώσεων παραγωγής στην εσοδεία του 1995, καθώς και των διαθεσίμων ποσοτήτων όσον αφορά τις καλιεργούμενες στην Ιταλία ποικιλιών για την εν λόγω εσοδεία πριν από τη μεταφύτευση των νεαρών φυτών, η οποία πραγματοποιείται στο κράτος μέλος αυτό στο τέλος Απριλίου.
Επιπλέον, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των παραγωγών καπνού δεν προσβλήθηκε ούτε με τις τροποποιήσεις που επέφερε ο κανονισμός 1066/95, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 2075/92 όσον αφορά το καθεστώς ποσοστώσεων στον τομέα του ακατέργαστου καπνού, για τις περιόδους συγκομιδής 1995, 1996 και 1997, στη μέθοδο υπολογισμού των ατομικών ποσοστώσεων που χορηγούνταν στους τελευταίους, εφόσον οι ως άνω τροποποιήσεις περιορίζονται στην προσαρμογή προς το σύστημα των ποσοστώσεων παραγωγής το οποίο εισήχθη οριστικά με τον κανονισμό 711/95 των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής της εν λόγω μεθόδου υπολογισμού, η οποία εξακολουθεί να στηρίζεται στον μέσον όρο των ποσοτήτων που παραδόθηκαν κατά τα τρία έτη που προηγούνται του έτους της τελευταίας συγκομιδής, κατανεμημένων ανά ομάδα ποικιλιών, εξαιρουμένης ωστόσο της εσοδείας 1992.
( βλ. σκέψεις 42, 45, 47, 49, 51 )
Στην υπόθεση C-402/98,
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Tribunale amministrativo regionale del Lazio (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ
Agricola Tabacchi Bonavicina Snc di Mercati Federica (ATB) κ.λπ.
και
Ministero per le Politiche Agricole,
Azienda di Stato per gli interventi nel mercato agricolo (AIMA),
Mario Pittaro,
η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς το κύρος των κανονισμών (ΕΚ) 711/95 του Συμβουλίου, της 27ης Μαρτίου 1995, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2075/92 σχετικά με την κοινή οργάνωση αγοράς του ακατέργαστου καπνού (ΕΕ L 73, σ. 13), 1066/95 της Επιτροπής, της 12ης Μα_ου 1995, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2075/92 του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς ποσοστώσεων στον τομέα του ακατέργαστου καπνού, για τις περιόδους συγκομιδής 1995, 1996 και 1997 (ΕΕ L 108, σ. 5), και 1067/95 της Επιτροπής, της 12ης Μα_ου 1995, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3478/92 σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος πριμοδοτήσεων που προβλέπεται στον τομέα του ακατέργαστου καπνού (ΕΕ L 108, σ. 11),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
συγκείμενο από τους J. C. Moitinho de Almeida (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, C. Gulmann, J.-P. Puissochet, Β. Σκουρή και F. Macken, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: D. Ruiz-Jarabo Colomer
γραμματέας: H. A. Rühl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,
λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:
- οι Agricola Tabacchi Bonavicina Snc di Mercati Federica (ATB) κ.λπ., εκπροσωπούμενοι από τους E. Cappelli, P. de Caterini και A. Bandini, δικηγόρους Ρώμης,
- η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή U. Leanza, προϊστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον D. Del Gaizo, avvocato dello Stato,
- το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενο από τους Ι. Díez Parra και A. Tanca, νομικούς συμβούλους,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον F. P. Ruggeri Laderchi, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, επικουρούμενο από τον A. Cevese, δικηγόρο στην πόλη Vicenza,
έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,
αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις των Agricola Tabacchi Bonavicina Snc di Mercati Federica (ATB) κ.λπ., της Ιταλικής Κυβερνήσεως, του Συμβουλίου και της Επιτροπής κατά τη συνεδρίαση της 20ής Ιανουαρίου 2000,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Φεβρουαρίου 2000,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Με διάταξη της 11ης Μαρτίου 1998, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Νοεμβρίου 1998, το Tribunale amministrativo regionale del Lazio υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 234 ΕΚ), ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος των κανονισμών (ΕΚ) 711/95 του Συμβουλίου, της 27ης Μαρτίου 1995, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2075/92 σχετικά με την κοινή οργάνωση αγοράς του ακατέργαστου καπνού (ΕΕ L 73, σ. 13), 1066/95 της Επιτροπής, της 12ης Μα_ου 1995, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2075/92 του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς ποσοστώσεων στον τομέα του ακατέργαστου καπνού, για τις περιόδους συγκομιδής 1995, 1996 και 1997 (ΕΕ L 108, σ. 5), και 1067/95 της Επιτροπής, της 12ης Μα_ου 1995, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3478/92 σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος πριμοδοτήσεων που προβλέπεται στον τομέα του ακατέργαστου καπνού (ΕΕ L 108, σ. 11).
2 Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ, αφενός, της εταιρίας Agricola Tabacchi Bonavicina Snc di Mercati Federica (ΑΤΒ) και 23 άλλων παραγωγών καπνού της περιφερείας της Βενετίας (στο εξής: ΑΤΒ κ.λπ.) και, αφετέρου, του Ministero per le Politiche Agricole (ιταλικού Υπουργείου Γεωργίας), της Azienda di Stato per gli interventi nel mercato Agricolo (ΑIMA) (κρατικού οργανισμού παρεμβάσεως στην αγορά γεωργικών προϊόντων) και του Μ. Pittaro, κατόπιν χορηγήσεως στους ΑΤΒ κ.λπ. ποσοστώσεων παραγωγής για την εσοδεία 1995, κατ' εφαρμογήν των κανονισμών 711/95, 1066/95 και 1067/95.
Η εφαρμοστέα κοινοτική κανονιστική ρύθμιση
3 Αποσκοπώντας στη σταθεροποίηση των αγορών και στη διασφάλιση δικαίου βιοτικού επιπέδου για τους αγρότες στον τομέα του ακατέργαστου καπνού, ο οποίος χαρακτηρίζεται από μια έλλειψη προσαρμογής της προσφοράς προς τη ζήτηση, ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2075/92 του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1992, για την κοινή οργάνωση αγοράς του ακατέργαστου καπνού (ΕΕ L 215, σ. 70), τροποποίησε το κοινοτικό σύστημα που διείπε την κοινή οργάνωση αγοράς στον τομέα αυτό (στο εξής: ΚΟΑ ακατέργαστου καπνού). Ο ως άνω κανονισμός απλοποίησε τους μηχανισμούς διαχειρίσεως της αγοράς, εξασφαλίζοντας παράλληλα τον έλεγχο της παραγωγής, για να την προσαρμόσει τόσο προς τις ανάγκες της αγοράς όσο και προς τις απαιτήσεις του προϋπολογισμού, και ενισχύοντας τα μέσα ελέγχου, έτσι ώστε να διασφαλιστεί ότι οι μηχανισμοί διαχειρίσεως θα επιτυγχάνουν πλήρως τους στόχους της ΚΟΑ ακατέργαστου καπνού.
4 Ο κανονισμός 2075/92 διατήρησε το σύστημα των πριμοδοτήσεων υπέρ των παραδοσιακών παραγωγών, τις οποίες κατέβαλλε η επιχείρηση μεταποιήσεως κατά την παράδοση του καπνού. Εντούτοις, για να περιορίσει την παραγωγή κοινοτικού καπνού και να αποθαρρύνει συγχρόνως την παραγωγή ποικιλιών καπνού οι οποίες παρουσιάζουν δυσκολίες διαθέσεως, ο εν λόγω κανονισμός καθόρισε ένα μέγιστο συνολικό κατώφλι εγγυήσεως για το σύνολο της Κοινότητας, κατανεμόμενο σε ειδικά κατώφλια εγγυήσεως για κάθε ομάδα ποικιλιών.
5 Κατά την όγδοη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2075/92:
«για να διασφαλιστεί η τήρηση των κατωφλίων εγγυήσεως, είναι αναγκαίο να θεσπιστεί για μια περιορισμένη περίοδο ένα καθεστώς ποσοστώσεων μεταποίησης· (...) εναπόκειται στα κράτη μέλη να κατανέμουν μεταβατικώς, εντός του ορίου των καθορισθέντων κατωφλίων εγγυήσεως, τις ποσοστώσεις μεταποίησης μεταξύ των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων, δεδομένου ότι οι κοινοτικοί κανόνες που έχουν θεσπιστεί για τον σκοπό αυτό αποσκοπούν στη διασφάλιση της δίκαιης χορήγησης, με βάση τις ποσότητες που μεταποιήθηκαν κατά το παρελθόν δίχως, ωστόσο, να λαμβάνονται υπόψη οι διαπιστωθείσες μη κανονικές παραγωγές· (...) θα ληφθούν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου μεταγενέστερα η κατανομή των ποσοστώσεων στους παραγωγούς να γίνει με ικανοποιητικές συνθήκες· (...) τα κράτη μέλη, που έχουν στη διάθεσή τους τα αναγκαία δεδομένα, θα μπορούν να κατανείμουν τις ποσοστώσεις στους παραγωγούς με βάση τα ληφθέντα στο παρελθόν αποτελέσματα».
6 Το άρθρο 9 του κανονισμού 2075/92, που περιλαμβάνεται στον τίτλο ΙΙ, «Σύστημα ελέγχου της παραγωγής», ορίζει, στις παραγράφους 3 και 4, τα ακόλουθα:
«3. Με βάση τις ποσότητες που καθορίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 2 και με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 5, τα κράτη μέλη κατανέμουν τις ποσοστώσεις μεταποίησης, μεταβατικώς για τις συγκομιδές 1993 και 1994, μεταξύ των επιχειρήσεων πρώτης μεταποίησης κατ' αναλογίαν προς τον μέσο όρο των ποσοτήτων που παραδόθησαν για μεταποίηση στη διάρκεια των τριών ετών που προηγούνται του έτους της τελευταίας συγκομιδής, κατανεμημένες ανά ομάδα ποικιλιών. Εντούτοις η παραγωγή του 1992 και οι παραδόσεις από τη συγκομιδή αυτή δεν θα ληφθούν υπόψη. Η κατανομή αυτή δεν προδικάζει τις λεπτομέρειες κατανομής των ποσοστώσεων μεταποιήσεως για τις επόμενες συγκομιδές.
(...)
4. Εντούτοις, τα κράτη μέλη μπορεί να κατανέμουν τις ποσοστώσεις απευθείας στους παραγωγούς εάν διαθέτουν τα αναγκαία ακριβή στοιχεία για την παραγωγή όλων των καλλιεργειών για τις τρεις συγκομιδές που προηγούνται της τελευταίας, σε σχέση με τις ποικιλίες και τις ποσότητες που παρήχθησαν και παραδόθηκαν σε μεταποιητές.»
7 Οι κανονισμοί (ΕΟΚ) 3477/92 και 3478/92 της Επιτροπής, της 1ης Δεκεμβρίου 1992 (ΕΕ L 351, σ. 11 και σ. 17, αντιστοίχως), καθόρισαν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 2075/92, ο μεν πρώτος όσον αφορά το σύστημα των ποσοστώσεων στον τομέα του ακατέργαστου καπνού για τις εσοδείες 1993 και 1994 και ο δεύτερος όσον αφορά το προβλεπόμενο για τον ίδιο τομέα σύστημα πριμοδοτήσεων.
8 Η δέκατη έβδομη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3477/92 ορίζει ειδικότερα τα ακόλουθα:
«(...) τα κράτη μέλη πρέπει να λάβουν τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να εξοπλιστούν με τα μέσα που απαιτούνται για την απευθείας κατανομή των ποσοστώσεων στους παραγωγούς από τη συγκομιδή 1995».
9 Το άρθρο 20 του ίδιου κανονισμού ορίζει ότι:
«Τα κράτη μέλη συγκροτούν πληροφορική βάση δεδομένων στην οποία καταγράφονται, για κάθε επιχείρηση μεταποίησης και για κάθε παραγωγό, οι ενδείξεις εκείνες που καθιστούν δυνατή την αναγνώριση των εγκαταστάσεών τους ή των εκμεταλλεύσεών τους, οι ποσοστώσεις ή ποσότητες που αναγράφονται στα πιστοποιητικά καλλιέργειας που έχουν χορηγηθεί, καθώς και κάθε άλλη ένδειξη που είναι χρήσιμη για τον έλεγχο του καθεστώτος των ποσοστώσεων και της απευθείας κατανομής των ποσοστώσεων στους παραγωγούς από τη συγκομιδή 1995.»
10 Ο κανονισμός 711/95 τροποποίησε τον κανονισμό 2075/92 και επέβαλε τη λήξη του μεταβατικού συστήματος χορηγήσεως ποσοστώσεων στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως. Το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού τροποποιεί ιδίως το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2075/92, το οποίο έχει πλέον ως εξής:
«Με βάση τις ποσότητες που καθορίζονται δυνάμει της παραγράφου 2 και με την επιφύλαξη της εφαρμογής της παραγράφου 4, τα κράτη μέλη κατανέμουν τις ποσοστώσεις παραγωγής στους παραγωγούς κατ' αναλογία προς τον μέσο όρο των ποσοτήτων που παραδόθηκαν για μεταποίηση κατά τη διάρκεια των τριών ετών που προηγούνται του έτους της τελευταίας συγκομιδής, κατανεμημένων ανά ομάδα ποικιλιών. Εντούτοις, η παραγωγή του 1992 και οι παραδόσεις που προέρχονται από τη συγκομιδή αυτή δεν θα ληφθούν υπόψη και θα αντικατασταθούν από τις παραδόσεις του 4ου έτους πριν την τελευταία συγκομιδή. Η κατανομή αυτή δεν προδικάζει τους κανόνες κατανομής των ποσοστώσεων παραγωγής για τις επόμενες συγκομιδές.»
11 Το άρθρο 2 του κανονισμού 711/95 ορίζει τα εξής:
«Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Εφαρμόζεται από τη συγκομιδή του 1995 (...)».
12 Δημοσιευθείς την 1η Απριλίου 1995, ο κανονισμός 711/95 τέθηκε σε ισχύ στις 2 Απριλίου 1995. Η πρόταση της Επιτροπής σχετικά με τον κανονισμό αυτό είχε δημοσιευθεί στις 23 Φεβρουαρίου 1995 [έγγραφο COM(94) 555 τελικό, ΕΕ C 46, σ. 6].
13 Στις 4 Απριλίου 1995 η Επιτροπή δημοσίευσε μια «Ανακοίνωση προς τους παραγωγούς καπνού της Κοινότητας» (ΕΕ C 82, σ. 3), κατά την οποία:
«Οι παραγωγοί καπνού πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι το δικαίωμά τους να παράγουν καπνό για τον οποίο λαμβάνουν κοινοτική επιδότηση θα συνεχίσει να υπόκειται σε περιορισμούς με τη μορφή ποσοστώσεων για την εσοδεία του 1995.
Η πρόταση της Επιτροπής στο Συμβούλιο για την τροποποίηση του βασικού κανονισμού στον εν λόγω τομέα [κανονισμός (ΕΟΚ) 2075/92 όπου δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων C 46 της 23ης Φεβρουαρίου 1995, σ. 6] προβλέπει, μεταξύ άλλων, την κατανομή ποσοστώσεων μόνο στους παραγωγούς και όχι στις επιχειρήσεις πρώτης μεταποίησης (βάσει του υφισταμένου συστήματος, τα κράτη μέλη μπορούσαν να επιλέξουν την εφαρμογή συστήματος κατανομής των ποσοστώσεων στις επιχειρήσεις πρώτης μεταποίησης ή στους παραγωγούς). Για την εσοδεία του έτους 1995, οι ποσοστώσεις αυτές πρέπει να βασίζονται στον μέσο όρο των ποσοτήτων που παραδόθηκαν προς μεταποίηση από τις εσοδείες του 1990, 1991 και 1993. Μόλις τροποποιηθεί ο κανονισμός του Συμβουλίου μετά από διαβούλευση με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Επιτροπή σκοπεύει να τροποποιήσει τις λεπτομέρειες εφαρμογής του ώστε να ληφθούν υπόψη οι αλλαγές που εισήχθησαν στον κανονισμό του Συμβουλίου. Ειδικότερα, θα υπάρξει μετάβαση από ένα σύστημα ποσοστώσεων που κατανέμονται σε επίπεδο επιχειρήσεων πρώτης μεταποίησης προς ένα σύστημα ποσοστώσεων που κατανέμονται σε επίπεδο παραγωγών. Η παραγωγή της εσοδείας του 1995 θα επηρεαστεί από την αλλαγή αυτή.
Επιπλέον, οι παραγωγοί πρέπει να λάβουν υπόψη τους ότι η Επιτροπή πρότεινε στο Συμβούλιο, στο πλαίσιο του πακέτου τιμών του 1995, την ακόλουθη κατανομή ποσοστώσεων.
(...)».
14 Η ως άνω ανακοίνωση περιλαμβάνει στη συνέχεια έναν πίνακα που ανακεφαλαιώνει, ανά ποικιλία καπνού και ανά κράτος μέλος, την κατανομή των ποσοστώσεων που πρότεινε η Επιτροπή στο Συμβούλιο για την εσοδεία 1995.
15 Όσον αφορά την κατανομή των ποσοστώσεων παραγωγής, το άρθρο 3 του κανονισμού 1066/95 ορίζει:
«(...)
Τα κράτη μέλη εκδίδουν [χορηγούν] στους εν λόγω παραγωγούς τις βεβαιώσεις ποσοστώσεων, το αργότερο στις 31 Ιανουαρίου του έτους της συγκομιδής.
(...)
Για τη συγκομιδή 1995, επιτρέπεται στα κράτη μέλη να παρατείνουν την προθεσμία που αναφέρεται στο παρόν άρθρο, μέχρι τις 31 Μα_ου.»
16 Το άρθρο 20 του κανονισμού 1066/95 έχει ως εξής:
«Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»
17 Δημοσιευθείς στις 13 Μα_ου 1995, ο κανονισμός 1066/95 τέθηκε σε ισχύ στις 14 Μα_ου 1995.
18 Ο κανονισμός 1067/95 ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τις συμβάσεις καλλιέργειας, τα συστήματα καταβολής των πριμοδοτήσεων, τους ελέγχους και τις κυρώσεις.
19 Κατά το άρθρο 2 του κανονισμού αυτού:
«Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Εφαρμόζεται από τη συγκομιδή 1995 (...)».
20 Δημοσιευθείς στις 13 Μα_ου 1995, ο κανονισμός 1067/95 τέθηκε σε ισχύ στις 14 Μα_ου 1995.
21 Επιπλέον, ο κανονισμός (ΕΚ) 1550/95 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1995 (ΕΕ L 148, σ. 39), καθόρισε, για την εσοδεία 1995, τις πριμοδοτήσεις και τα κατώφλια εγγυήσεως για τον καπνό σε φύλλα κατά ομάδα ποικιλιών καπνού. Δυνάμει του άρθρου 3, ο κανονισμός αυτός τέθηκε σε ισχύ την ημέρα της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ήτοι στις 30 Ιουνίου 1995.
Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
22 Οι ΑΤΒ κ.λπ. ζήτησαν από το Tribunale amministrativo regionale del Lazio την ακύρωση των πράξεων και των διατάξεων τις οποίες εξέδωσαν ή θέσπισαν οι αρμόδιοι ιταλικοί οργανισμοί για την κατανομή της εθνικής ποσοστώσεως παραγωγής καπνού για την εσοδεία 1995 και οι οποίες αφορούσαν τη χορήγηση των ατομικών τους ποσοστώσεων. Στηρίζουν την προσφυγή τους στο ανίσχυρο των κανονισμών 711/95, 1066/95 και 1067/95.
23 Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι ο καπνός σπείρεται τον Φεβρουάριο και ότι οι βλαστοί μεταφυτεύονται στον αγρό τον Απρίλιο. Όμως, ο κανονισμός 711/95 τέθηκε σε ισχύ στις 2 Απριλίου 1995. Οι διατάξεις εφαρμογής του, οι οποίες περιλαμβάνονται στους κανονισμούς 1066/95 και 1067/95, έγιναν γνωστές μόλις την ημερομηνία δημοσιεύσεως των κανονισμών, ήτοι στις 13 Μα_ου 1995. Τέλος, τα συνολικά κατώφλια εγγυήσεως για κάθε ποικιλία καπνού, που είναι απαραίτητα για τον οριστικό καθορισμό της χορηγούμενης σε κάθε παραγωγό ποσοστώσεως, προσδιορίστηκαν για την εσοδεία του 1995 μόλις με την έκδοση του κανονισμού 1550/95, δηλαδή στις 29 Ιουνίου 1995. Κατά συνέπεια, οι παραγωγοί καπνού αναγκάστηκαν να προβούν στις σχετικές με την παραγωγή επιλογές τους με βάση στοιχεία προκύπτοντα, ως επί το πλείστον, από τις εσοδείες 1993 και 1994 και άρχισαν να λαμβάνουν τις πρώτες σοβαρές ενδείξεις μόνον αφού είχε ήδη αρχίσει η συγκομιδή, ενώ οι οριστικές πληροφορίες περιήλθαν σε γνώση τους μετά το πέρας αυτής.
24 Το αιτούν δικαστήριο συνάγει εξ αυτού ότι δεν δόθηκε η δυνατότητα στους ΑΤΒ κ.λπ. να προσαρμόσουν την παραγωγή τους για την εσοδεία 1995 προς τα κριτήρια των κανονισμών 711/95, 1066/95 και 1067/95, καθόσον η νέα κοινοτική ρύθμιση θεσπίστηκε σε ημερομηνία κατά την οποία οι οικονομικές επιλογές είχαν ήδη πραγματοποιηθεί και η φύτευση στους αγρούς σχετικά με την ως άνω εσοδεία είχε ολοκληρωθεί.
25 Το εθνικό δικαστήριο σημειώνει ότι οι ΑΤΒ κ.λπ. δεν επικρίνουν το νέο σύστημα εφαρμογής των κατωφλίων εγγυήσεως, αλλά βάλλουν κατά της βραδύτητας θεσπίσεως της κοινοτικής ρυθμίσεως, η οποία περιήλθε σε γνώση τους σε στιγμή κατά την οποία η παραγωγή καπνού για την εσοδεία 1995 βρισκόταν ήδη στο τελικό στάδιο. Κατά το εθνικό δικαστήριο, οι ποσοστώσεις παραγωγής για το 1995 τροποποιούν το προγενέστερο σύστημα ποσοστώσεων μεταποιήσεως, με αποτέλεσμα να προκαλείται στους παραγωγούς αναπανόρθωτη απώλεια, ίση με τη διαφορά μεταξύ των ποσοστώσεων μεταποιήσεως και των ποσοστώσεων παραγωγής.
26 Η μη πρόβλεψη μεταβατικών διατάξεων προσαρμογής ή η μη μετάθεση στην επόμενη συγκομιδή των αποτελεσμάτων του νέου συστήματος, του αποκαλουμένου «συστήματος κατωφλίων εγγυήσεως», που στηρίζεται στις ποσοστώσεις παραγωγής, συνιστά, κατά τους ΑΤΒ κ.λπ., συγκεκριμένη προσβολή των θεμελιωδών αρχών που διέπουν την ΚΟΑ ακατέργαστου καπνού, καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Αφενός, ο επιδιωκόμενος με την εισαγωγή ποσοστώσεως παραγωγής σκοπός δεν μπορεί να επιτευχθεί με κανονισμούς δημοσιευόμενους σε χρόνο κατά τον οποίο οι επιχειρηματίες έχουν ήδη λάβει τις αποφάσεις τους και τις έχουν θέσει σε εφαρμογή. Αφετέρου, η προαναφερθείσα αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλει μέτρα περιοριστικά της παραγωγής να θεσπίζονται και να καθίστανται γνωστά σε εύθετο χρόνο, ώστε να μην έχουν επιπτώσεις επί των επενδύσεων των παραγωγών.
27 Υπό τις συνθήκες αυτές το Tribunale amministrativo regionale del Lazio αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«αραβιάζουν τις αρχές της σύννομης οργανώσεως της κοινής αγοράς στον τομέα του καπνού, καθώς και την αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι διατάξεις του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) 711/95 του Συμβουλίου, της 27ης Μαρτίου 1995, καθώς και του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) 1066/95 της Επιτροπής, της 12ης Μα_ου 1995, και του άρθρου 2 του κανονισμού (ΕΚ) 1067 της Επιτροπής, της 12ης Μα_ου 1995, εισάγοντας νέο τρόπο ρυθμίσεως του συστήματος των πριμοδοτήσεων για την παραγωγή καπνού, τη στιγμή κατά την οποία η φύτευση έχει ήδη πραγματοποιηθεί και οι παραγωγοί έχουν επενδύσει σύμφωνα με κριτήρια εύλογης αξιολογήσεως, στηριζομένης στην ισχύουσα κατά τον χρόνο της σποράς και της μεταφυτεύσεως στον αγρό κοινοτικής ρυθμίσεως;»
28 ρέπει να σημειωθεί εκ προοιμίου ότι οι ΑΤΒ κ.λπ., καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση, αμφισβητούν επίσης το κύρος του κανονισμού 1550/95, ο οποίος καθόρισε συνολικά κατώφλια εγγυήσεως για κάθε ποικιλία καπνού.
29 Συναφώς πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 177 της Συνθήκης προβλέπει μια άμεση συνεργασία μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, μέσω διαδικασίας όπου ελλείπει η αντιδικία και ανεξάρτητης από κάθε πρωτοβουλία των διαδίκων, κατά τη διάρκεια της οποίας αυτοί προσκαλούνται μόνο να εκθέσουν τις απόψεις τους. Κατά τη διάταξη αυτή, εναπόκειται μόνο στο εθνικό δικαστήριο και όχι στους διαδίκους της κύριας δίκης να φέρουν το ζήτημα ενώπιον του Δικαστηρίου. Δεδομένου ότι η δυνατότητα καθορισμού των προς υποβολή στο Δικαστήριο ερωτημάτων παρέχεται μόνο στο εθνικό δικαστήριο, οι διάδικοι δεν μπορούν να αλλάζουν το περιεχόμενό τους (βλ. μεταξύ άλλων την απόφαση της 9ης Δεκεμβρίου 1965, 44/65, Singer, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 201).
30 Όμως, όπως ορθά σημειώνει η Επιτροπή, το Tribunale amministrativo regionale del Lazio δεν έχει υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα ως προς το κύρος του κανονισμού 1550/95.
31 Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει να εξεταστεί το κύρος του κανονισμού αυτού.
Επί του κύρους των κανονισμών 711/95, 1066/95 και 1067/95
32 Οι ΑΤΒ κ.λπ., καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση, υποστηρίζουν ότι οι κανονισμοί 711/95, 1066/95 και 1067/95 εισήγαγαν σημαντικές καινοτομίες όσον αφορά την εφαρμογή της ρυθμίσεως περί του συστήματος πριμοδοτήσεων για την παραγωγή καπνού, προβλέποντας ένα οριστικό σύστημα, εφαρμοστέο από την εσοδεία 1995, στο πλαίσιο του οποίου η τήρηση του κατωφλίου εγγυήσεως που καθορίζεται κατ' έτος για κάθε ποικιλία εξασφαλίζεται με τη χορήγηση ποσοστώσεων παραγωγής απευθείας στους διάφορους παραγωγούς και όχι πλέον στις μεταποιητικές επιχειρήσεις.
33 Διατείνονται ότι προσβλήθηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους, καθόσον τα μέτρα που μπορούσαν να έχουν συνέπειες για τις επενδύσεις τους δεν τους κοινοποιήθηκαν σε εύθετο χρόνο, εφόσον οι ως άνω κανονισμοί ισχύουν για την εσοδεία 1995, έστω και αν δημοσιεύθηκαν μεσούσης της γεωργικής περιόδου. Επίσης, οι κανονισμοί αυτοί εκδόθηκαν κατά παραβίαση των αρχών στις οποίες στηρίζεται η ΚΟΑ ακατέργαστου καπνού και, ειδικότερα, της αρχής ότι οι προθεσμίες για την κατανομή των ποσοστώσεων πρέπει να ορίζονται αρκετά ενωρίς, ώστε να παρέχεται στους παραγωγούς η δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη, στο μέτρο του δυνατού, τα στοιχεία αυτά κατά την παραγωγή του καπνού. Η αρχή αυτή προκύπτει από την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 3477/92 και τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1066/95, καθώς και από το άρθρο 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1066/95, που επιβάλλει στις εθνικές αρχές την υποχρέωση να χορηγούν στους παραγωγούς τις βεβαιώσεις των ποσοστώσεων το αργότερο μέχρι τις 31 Ιανουαρίου του έτους της εσοδείας, έστω και αν για την εσοδεία 1995 και μόνον η διάταξη αυτή παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα παρατάσεως του χρονικού αυτού ορίου μέχρι τις 31 Μα_ου.
34 Με τον τρόπο αυτό, ο κανονισμός 711/95, καθώς και οι κανονισμοί εφαρμογής του, ήτοι οι κανονισμοί 1066/95 και 1067/95, έχουν αναδρομική εφαρμογή, πράγμα το οποίο δεν επιβάλλεται από τον σκοπό του κανονισμού 711/95. ράγματι, ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στη βελτίωση του προσανατολισμού της παραγωγής, ενόψει της κτηθείσας πείρας, παρέχοντας στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να καταβάλλουν απευθείας τις πριμοδοτήσεις στους παραγωγούς.
35 Οι ΤΑΒ κ.λπ., καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση, υπενθυμίζουν σχετικά ότι, κατά τη σκέψη 18 της αποφάσεως της 11ης Ιουλίου 1991, C-368/89, Crispoltoni (Συλλογή 1991, σ. Ι-3695, στο εξής: απόφαση Crispoltoni Ι), ο σκοπός που επιδιώκει το κοινοτικό όργανο με την καθιέρωση ποσοστώσεως παραγωγής δεν μπορεί να επιτυγχάνεται αν τα σχετικά μέτρα λαμβάνονται καθυστερημένα, ενώ οι αποφάσεις όσον αφορά την επέκταση των προς καλλιέργεια αγρών έχουν ήδη ληφθεί και η σχετική φύτευση έχει ολοκληρωθεί.
36 Ισχυρίζονται επίσης ότι η καθυστέρηση στην έκδοση των κανονισμών 711/95, 1066/95 και 1067/95 υποχρέωσε πολλούς παραγωγούς καπνού να υπολογίσουν οι ίδιοι τις ατομικές τους ποσοστώσεις με βάση τη μέθοδο που είχε χρησιμοποιηθεί στις προηγούμενες εσοδείες για τον καθορισμό των ποσοστώσεων μεταποιήσεως. Όμως, ο κανονισμός 1066/95 τροποποίησε, με εντελώς απρόβλεπτο τρόπο, τη μέθοδο υπολογισμού των ποσοστώσεων αυτών.
37 ρέπει να υπενθυμιστεί εκ προοιμίου ότι, μολονότι η τήρηση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές της Κοινότητας, οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες για τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα, και τούτο ιδίως σε τομείς όπως οι κοινές οργανώσεις αγορών, ο σκοπός των οποίων απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις μεταβολές της οικονομικής καταστάσεως. Συνεπώς, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να επικαλούνται την ύπαρξη κεκτημένου δικαιώματος προς διατήρηση ενός πλεονεκτήματος που απορρέει γι' αυτούς από τη θέσπιση κοινής οργανώσεως αγορών, του οποίου επωφελήθηκαν σε δεδομένη στιγμή (βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1994, C-133/93, C-300/93 και C-362/93, Crispoltoni κ.λπ., Συλλογή 1994, σ. Ι-4863, σκέψεις 57 και 58, και της 17ης Σεπτεμβρίου 1998, C-372/96, Pontillo, Συλλογή 1998, σ. Ι-5091, σκέψεις 22 και 23).
38 Το ίδιο ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περιπτώσεις όπως αυτές της κύριας δίκης, όπου ο εφαρμοστέος κοινοτικός κανόνας, ήτοι το άρθρο 9 του κανονισμού 2075/92, προέβλεπε ότι όλα τα κράτη μέλη έπρεπε να εφαρμόσουν το νέο σύστημα της απευθείας χορηγήσεως των ποσοστώσεων στους παραγωγούς το αργότερο για την εσοδεία 1995, ενώ τα κράτη αυτά μπορούσαν να συνεχίσουν τη χορήγηση ποσοστώσεων στις μεταποιητικές επιχειρήσεις μόνο στο πλαίσιο μεταβατικής ρυθμίσεως, για τις εσοδείες 1993 και 1994 (επί του τελευταίου αυτού σημείου βλ. την απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 1996, C-254/94, C-255/94 και C-269/94, Fattoria autonoma tabacchi κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. Ι-4235, σκέψη 36).
39 Ασφαλώς, με τις σκέψεις 20 και 21 της αποφάσεως Crispoltoni Ι, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι κανονισμοί (ΕΟΚ) 1114/88 του Συμβουλίου, της 25ης Απριλίου 1988, που τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΟΚ) 727/70 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του ακατέργαστου καπνού (EE L 110, σ. 35), και 2268/88 του Συμβουλίου, της 19ης Ιουλίου 1988, για τον καθορισμό, για τη συγκομιδή 1988, των τιμών στόχου, των τιμών παρέμβασης και των πριμοδοτήσεων που χορηγούνται στους αγοραστές καπνού σε φύλλα, των παραγώγων τιμών παρέμβασης του δεματοποιημένου καπνού, των ποιοτήτων αναφοράς των ζωνών παραγωγής καθώς και των μέγιστων εγγυημένων ποσοτήτων, και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1975/87 (ΕΕ L 199, σ. 20), ήταν ανίσχυροι καθόσον προέβλεπαν μια μέγιστη εγγυημένη ποσότητα για τον καπνό ποικιλίας Bright συγκομιδής 1988· συναφώς, το Δικαστήριο τόνισε ότι, ναι μεν οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες όφειλαν να λαμβάνουν υπόψη το ενδεχόμενο της λήψεως μέτρων αποσκοπούντων στον περιορισμό κάθε αυξήσεως της παραγωγής καπνού στην Κοινότητα και στην αποθάρρυνση της παραγωγής ποικιλιών που διατίθενται δυσχερώς στην αγορά, έπρεπε όμως να έχουν και τη δυνατότητα να λάβουν έγκαιρα γνώση των ενδεχόμενων μέτρων που θα είχαν επιπτώσεις επί των επενδύσεών τους.
40 Κάτι τέτοιο δεν συνέβη προκειμένου για τους επίμαχους κανονισμούς στην υπόθεση που οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως Crispoltoni Ι. ράγματι, με τις σκέψεις 14 έως 16 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι κανονισμοί 1114/88 και 2268/88 είχαν αναδρομική ισχύ, καθόσον επέβαλλαν μείωση των τιμών παρεμβάσεως, καθώς και των πριμοδοτήσεων, σε περίπτωση υπερβάσεως της μέγιστης εγγυημένης ποσότητας για τον καπνό ποικιλίας Bright εσοδείας 1988 και καθόσον οι κανονισμοί αυτοί είχαν δημοσιευθεί, αντίστοιχα, στο τέλος των μηνών Απριλίου και Ιουλίου 1988, δηλαδή σε χρόνο κατά τον οποίο, αφενός, η σπορά για το τρέχον έτος είχε ήδη πραγματοποιηθεί και, αφετέρου, η μεταφύτευση στον αγρό των νεαρών φυτών είχε επίσης ολοκληρωθεί.
41 Εντούτοις, όπως διευκρίνισε στη σκέψη 45 της αποφάσεως της 26ης Μαρτίου 1998, C-324/96, ετρίδη (Συλλογή 1998, σ. Ι-1333), με την απόφαση Crispoltoni Ι το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της αναδρομικής εφαρμογής, στην εσοδεία καπνού 1988, του συστήματος των μέγιστων εγγυημένων ποσοστήτων, το οποίο ήταν άγνωστο στους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες όσον αφορά τόσο τη φύση των νέων μέτρων οργανώσεως της αγοράς καπνού στην Κοινότητα όσο και τον χρόνο θέσεώς τους σε ισχύ.
42 Αντιθέτως, η έκδοση του κανονισμού 711/95 πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο διαφορετικών δεδομένων. ράγματι, από τις 30 Ιουλίου 1992, ημερομηνία δημοσιεύσεως του κανονισμού 2075/92, οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες γνώριζαν ότι το σύστημα των ποσοστώσεων μεταποιήσεως είχε διατηρηθεί στην Ιταλία μόνον ως μεταβατική ρύθμιση και ότι το νέο σύστημα πσοσοστώσεων θα εφαρμοζόταν από την εσοδεία 1995.
43 Επομένως, ο δημοσιευθείς την 1η Απριλίου 1995 κανονισμός 711/95 απλώς επιβεβαίωσε την εφαρμογή του συστήματος πσοσοστώσεων παραγωγής στην εσοδεία 1995, ενώ η πρόταση της Επιτροπής σχετικά με τον κανονισμό αυτό είχε υποβληθεί ήδη από τις 23 Φεβρουαρίου 1995.
44 Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με μιαν ανακοίνωση δημοσιευθείσα στις 4 Απριλίου 1995, η Επιτροπή επέστησε την προσοχή των παραγωγών καπνού επί της αλλαγής από το σύστημα των ποσοστώσεων μεταποιήσεως στο σύστημα των ποσοστώσεων παραγωγής και επί του γεγονότος ότι η αλλαγή αυτή θα επηρέαζε τις καλλιέργειες της εσοδείας 1995. Η εν λόγω ανακοίνωση περιελάμβανε επίσης πίνακα αναφέροντα τη μεταξύ των κρατών μελών κατανομή των ποσοτήτων που ήταν διαθέσιμες ανά ομάδα ποικιλιών, την οποία η Επιτροπή πρότεινε στο Συμβούλιο για την εσοδεία 1995, ο οποίος ανέφερε, όσον αφορά τις καλλιεργούμενες στην Ιταλία ποικιλίες, ποσότητες οι οποίες ταυτίζονταν με τις προβλεπόμενες στον κανονισμό 1550/95.
45 Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες είχαν γνώση της εφαρμογής του συστήματος των ποσοστώσεων παραγωγής στην εσοδεία του 1995, καθώς και των διαθεσίμων ποσοτήτων όσον αφορά τις καλιεργούμενες στην Ιταλία ποικιλίες για την εν λόγω εσοδεία πριν από τη μεταφύτευση των νεαρών φυτών, η οποία πραγματοποιείται στην Ιταλία στο τέλος Απριλίου. Αυτή όμως η μεταφύτευση είναι η δραστηριότητα που συνεπάγεται τις μεγαλύτερες δαπάνες στην καλλιέργεια του καπνού, οπότε οι παραγωγοί πρέπει να λαμβάνουν τις αποφάσεις τους για την έκταση των προς καλλιέργεια αγρών όταν αυτή πρόκειται να πραγματοποιηθεί.
46 Υπό τις συνθήκες αυτές ο κανονισμός 711/95 δεν προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των παραγωγών καπνού ούτε τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η ΚΟΑ ακατέργαστου καπνού.
47 Επιπλέον, σε αντίθεση με όσα διατείνονται οι ΑΤΒ κ.λπ., καθώς και η Ιταλική Κυβέρνηση, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των παραγωγών καπνού δεν προσβλήθηκε ούτε με τις τροποποιήσεις που επέφεραν οι κανονισμοί 1066/95 και 1067/95 στις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού 2075/92 όσον αφορά το σύστημα των ποσοστώσεων και των πριμοδοτήσεων στον τομέα του ακατέργαστου καπνού.
48 Συναφώς, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, του κανονισμού 2075/95 επέβαλλε τον υπολογισμό των ποσοστώσεων μεταποιήσεως κατ' αναλογία προς τον μέσο όρο των ποσοτήτων οι οποίες παραδόθηκαν προς μεταποίηση τα τρία έτη που προηγούνταν του έτους της τελευταίας συγκομιδής, κατανεμημένων ανά ομάδα ποικιλιών, εξαιρουμένης ωστόσο της εσοδείας 1992. Το ίδιο σύστημα θα εφαρμοζόταν για τον προσδιορισμό των ποσοστώσεων παραγωγής εντός των κρατών μελών τα οποία θα αποφάσιζαν να μην κάνουν χρήση του μεταβατικού συστήματος των ποσοστώσεων μεταποιήσεως.
49 Όπως ορθά παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας με τα σημεία 25 έως 29 των προτάσεών του, από σύγκριση των διατάξεων του κανονισμού 3477/92, ο οποίος καθόρισε τις λεπτομέρειες εφαρμογής του συστήματος των ποσοστώσεων στον τομέα του ακατέργαστου καπνού για τις εσοδείες 1993 και 1994, προς τις διατάξεις του κανονισμού 1066/95, ο οποίος καθόρισε τις λεπτομέρειες αυτές για τις εσοδείες 1995, 1996 και 1997, προκύπτει ότι τα ουσιώδη στοιχεία της μεθόδου υπολογισμού των ατομικών ποσοστώσεων δεν τροποποιήθηκαν. ράγματι, η μέθοδος αυτή εξακολουθεί να στηρίζεται στον μέσον όρο των ποσοτήτων που παραδόθηκαν κατά τα τρία έτη που προηγούνται του έτους της τελευταίας συγκομιδής, κατανεμημένων ανά ομάδα ποικιλιών, εξαιρουμένης ωστόσο της εσοδείας 1992. Οι τροποποιήσεις που επέφερε ο κανονισμός 1066/95 περιορίζονται στην προσαρμογή των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής της εν λόγω μεθόδου υπολογισμού προς το σύστημα των ποσοστώσεων παραγωγής το οποίο εισήχθη οριστικά με τον κανονισμό 711/95.
50 Εξάλλου, από τις παρατηρήσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως προκύπτει ότι η εν λόγω προσαρμογή της μεθόδου υπολογισμού των ποσοστώσεων δεν εμπόδισε την ιταλική διοίκηση να χορηγήσει προσωρινά στους παραγωγούς καπνού, με εγκύκλιο της 28ης Φεβρουαρίου 1995, ποσοστώσεις για την εσοδεία 1995 και να τις επιβεβαιώσει με εγκύκλιο της 24ης Μα_ου 1995, ήτοι ένδεκα μόνον ημέρες απο της δημοσιεύσεως του κανονισμού 1066/95.
51 Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η βάσει του κανονισμού 1066/95 προσαρμογή της μεθόδου υπολογισμού των χορηγούμενων στους παραγωγούς καπνού ατομικών ποσοστώσεων δεν προσέβαλε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους ούτε τις αρχές στις οποίες στηρίζεται η ΚΟΑ ακατέργαστου καπνού.
52 ρέπει να προστεθεί σχετικά ότι, όπως ορθά σημείωσε η Επιτροπή, το σύστημα των ποσοστώσεων παραγωγής περιορίζει τους κινδύνους μειώσεως των ατομικών ποσοστώσεων των παραγωγών για λόγους ανεξάρτητους από τη βούλησή τους, εφόσον, δυνάμει του συστήματος αυτού και σε αντίθεση με το προηγούμενο σύστημα των ποσοστώσεων μεταποιήσεως, οι παραγωγοί καπνού δεν μπορούν πλέον να υφίστανται μειώσεις των ποσοστώσεών τους ανάλογες με εκείνες που επιβάλλονται στις επιχειρήσεις μεταποιήσεως, για λόγους αφορώντες μόνον τις επιχειρήσεις αυτές.
53 Έστω και αν υποτεθεί ότι οι τροποποιήσεις που επέφερε ο κανονισμός 1067/95 προκάλεσαν μείωση των χορηγηθεισών στους ΑΤΒ κ.λπ. πριμοδοτήσεων, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως υπενθυμίστηκε με τη σκέψη 37 της παρούσας αποφάσεως, οι επιχειρηματίες δεν δικαιολογούνται να τρέφουν προσδοκίες για τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κοινοτικά όργανα, και τούτο ιδίως σε τομείς όπως οι κοινές οργανώσεις αγορών, ο σκοπός των οποίων απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις μεταβολές της οικονομικής καταστάσεως. Κάτι τέτοιο συμβαίνει όσον αφορά τον καθορισμό των πριμοδοτήσεων, οι οποίες μπορούν να μειώνονται από έτος σε έτος (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση Pontillo, σκέψη 28).
54 Υπό τις συνθήκες αυτές, στο αιτούν δικαστήριο πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι από την εξέταση του υποβληθέντος ερωτήματος δεν ανέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος των κανονισμών 711/95, 1066/95 και 1067/95.
Επί των δικαστικών εξόδων
55 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ιταλική Κυβέρνηση, καθώς και το Συμβούλιο και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.
Για τους λόγους αυτούς,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),
κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με διάταξη της 11ης Μαρτίου 1998 το Tribunale amministrativo regionale del Lazio, αποφαίνεται:
Από την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος δεν ανέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος:
- του κανονισμού (ΕΚ) 711/95 του Συμβουλίου, της 27ης Μαρτίου 1995, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 2075/92 σχετικά με την κοινή οργάνωση αγοράς του ακατέργαστου καπνού·
- του κανονισμού (ΕΚ) 1066/95 της Επιτροπής, της 12ης Μα_ου 1995, σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2075/92 του Συμβουλίου όσον αφορά το καθεστώς ποσοστώσεων στον τομέα του ακατέργαστου καπνού, για τις περιόδους συγκομιδής 1995, 1996 και 1997, και
- του κανονισμού (ΕΚ) 1067/95 της Επιτροπής, της 12ης Μα_ου 1995, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 3478/92 σχετικά με τις λεπτομέρειες εφαρμογής του καθεστώτος πριμοδοτήσεων που προβλέπεται στον τομέα του ακατέργαστου καπνού.