Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61997CJ0209

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 18ης Νοεμßρίου 1999.
    Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμßουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
    Κανονισμός (ΕΚ) 515/97 - Νομική ßάση - Άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 308 ΕΚ) ή άρθρο 100 Α της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 ΕΚ).
    Υπόθεση C-209/97.

    Συλλογή της Νομολογίας 1999 I-08067

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1999:559

    61997J0209

    Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 18ης Νοεμßρίου 1999. - Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Συμßουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. - Κανονισμός (ΕΚ) 515/97 - Νομική ßάση - Άρθρο 235 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 308 ΕΚ) ή άρθρο 100 Α της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 ΕΚ). - Υπόθεση C-209/97.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα I-08067


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Ίδιοι πόροι των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων - Προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας - Καταπολέμηση της απάτης - Κανονισμός 515/97 περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων - Νομική βάση - Άρθρο 235 της Συνθήκης (νυν άρθρο 308 ΕΚ)

    [Συνθήκη ΕΚ, άρθρα 100 Α και 209 Α (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρα 95 ΕΚ και 280 ΕΚ) και άρθρο 235 (νυν άρθρο 308 ΕΚ)· κανονισμός 515/97 του Συμβουλίου]

    Περίληψη


    $$Ο κανονισμός 515/97, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων, εκδόθηκε εγκύρως βάσει του άρθρου 235 της Συνθήκης (νυν άρθρου 308 ΕΚ), δεδομένου ότι το άρθρο 100 Α της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 ΕΚ) δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

    Πράγματι, το νομοθέτημα αυτό θεσπίζει, στους τομείς τους οποίους αφορά, κανονιστική ρύθμιση η οποία, στο σύνολό της, έχει ως συγκεκριμένο σκοπό και περιεχόμενο την καταπολέμηση της απάτης και, επομένως, αποβλέπει στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Η προστασία αυτή δεν απορρέει από την υλοποίηση της τελωνειακής ενώσεως, αλλ' αποτελεί αυτοτελή στόχο ο οποίος, στο πλαίσιο του συστήματος της Συνθήκης, εντάχθηκε στον τίτλο ΙΙ (δημοσιονομικές διατάξεις) του πέμπτου μέρους που αφορά τα όργανα της Κοινότητας και όχι στο τρίτο μέρος που αφορά τις πολιτικές της Κοινότητας, όπου εμπίπτουν η τελωνειακή ένωση και η γεωργία. Δεδομένου ότι το άρθρο 209 Α της Συνθήκης (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 280 ΕΚ), όπως ίσχυε κατά τη θέσπιση του προπαρατεθέντος κανονισμού, καθόριζε τον επιδιωκόμενο σκοπό, χωρίς ωστόσο να απονέμει στην Επιτροπή την αρμοδιότητα να δημιουργήσει ένα σύστημα όπως το επίμαχο, η χρήση του άρθρου 235 της Συνθήκης ήταν δικαιολογημένη.

    Εξάλλου, μολονότι είναι αληθές ότι ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει τη δημιουργία ενός αυτοματοποιημένου συστήματος πληροφοριών, το οποίο καλείται «τελωνειακό σύστημα πληροφοριών», το γεγονός και μόνον ότι το σύστημα αυτό δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή χωρίς να ισχύουν στο εθνικό επίπεδο εναρμονισμένες σε κοινοτικό επίπεδο αρχές όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα δεν αρκεί για να στηρίξει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 100 Α της Συνθήκης, δεδομένου ότι η προσέγγιση αυτή των εθνικών νομοθεσιών αποτελεί παρακολουθηματικού και μόνον χαρακτήρα αποτέλεσμα της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως.

    Διάδικοι


    Στην υπόθεση C-209/97,

    Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους M. Nolin και P. van Nuffel, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gσmez de la Cruz, μέλος της ίδιας υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

    προσφεύγουσα,

    υποστηριζόμενη από το

    Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τους J. Schoo, προϋστάμενο τμήματος στη Νομική Υπηρεσία, και J.-L. Rufas Quintana, κύριο υπάλληλο διοικήσεως στην ίδια υπηρεσία, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο τη Γενική Γραμματεία του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου, Κirchberg,

    παρεμβαίνον,

    κατά

    Συμβουλίου της Ευρωπαϋκής Ενώσεως, εκπροσωπουμένου από τον B. Hoff-Nielsen, προϋστάμενο τμήματος στη Νομική Υπηρεσία, την M. C. Giorgi, νομικό σύμβουλο, και τον F. Anton, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον A. Morbilli, γενικό διευθυντή της διευθύνσεως νομικών υποθέσεων της Ευρωπαϋκής Τράπεζας Επενδύσεων, 100, boulevard Konrad Adenauer,

    καθού,

    υποστηριζομένου από τη

    Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους M. Perrin de Brichambaut, διευθυντή νομικών υποθέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών, και F. Pascal, attachι d'administration centrale στο ίδιο υπουργείο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Γαλλίας, 8 B, boulevard Joseph II,

    παρεμβαίνουσα,

    που έχει ως αντικείμενο την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 82, σ. 1),

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (έκτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn, προεδρεύοντα του έκτου τμήματος, G. Hirsch (εισηγητή) και H. Ragnemalm, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: A. Saggio

    γραμματέας: R. Grass

    έχοντας υπόψη την έκθεση τoυ εισηγητή δικαστή,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Μαρτίου 1999,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 2 Ιουνίου 1997, η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων ζήτησε, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 230 ΕΚ), την ακύρωση του κανονισμού (ΕΚ) 515/97 του Συμβουλίου, της 13ης Μαρτίου 1997, περί της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών και της συνεργασίας των αρχών αυτών με την Επιτροπή με σκοπό τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων (ΕΕ L 82, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

    2 Ο προσβαλλόμενος κανονισμός καταργεί, με το άρθρο του 52, τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1468/81 του Συμβουλίου, της 19ης Μαου 1981 (ΕΕ L 144, σ. 1), o οποίος βασιζόταν στα άρθρα 43 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 37 ΕΚ) και 235 της Συνθήκης ΕΟΚ (νυν άρθρο 308 ΕΚ).

    3 Ο κανονισμός 1468/81 τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 945/87 του Συμβουλίου, της 30ής Μαρτίου 1987 (ΕΕ L 90, σ. 3), ο οποίος είχε επίσης ως νομική βάση τα άρθρα 43 και 235 της Συνθήκης.

    4 Από την τρίτη και την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλομένου κανονισμού προκύπτει ότι, μολονότι οι κοινοτικός νομοθέτης θεωρούσε ότι το θεσπισθέν με τον κανονισμό 1468/81 σύστημα αποδείχθηκε αποτελεσματικό, έκρινε παρά ταύτα αναγκαίο, λαμβανομένης υπόψη της κτηθείσας πείρας, να το αντικαταστήσει ολοσχερώς.

    5 Προς τούτο, η Επιτροπή υπέβαλε στο Συμβούλιο στις 23 Δεκεμβρίου 1992 πρόταση κανονισμού που είχε ως νομική βάση τα άρθρα 43, 100 Α της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 95 ΕΚ) και 113 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 133 ΕΚ). Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο πλαίσιο του Συμβουλίου, η Επιτροπή παραιτήθηκε του άρθρου 113 της Συνθήκης, δεδομένου ότι η διάταξη της προτάσεως που δικαιολογούσε τη χρήση του άρθρου αυτού απαλείφθηκε. Όσον αφορά το άρθρο 100 Α της Συνθήκης, το Συμβούλιο αποφάσισε ομοφώνως, αφού συμβουλεύθηκε το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο, να το απαλείψει και να το αντικαταστήσει με το άρθρο 235 της Συνθήκης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 189 Α, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 250, παράγραφος 1, ΕΚ). Συνεπώς, το Συμβούλιο δέχθηκε ως νομική βάση του προσβαλλομένου κανονισμού τα άρθρα 43 και 235 της Συνθήκης.

    6 Σύμφωνα με το άρθρο του 1, ο προσβαλλόμενος κανονισμός προσδιορίζει τους όρους σύμφωνα με τους οποίους οι διοικητικές αρχές που είναι επιφορτισμένες στα κράτη μέλη με την εφαρμογή των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων συνεργάζονται μεταξύ τους καθώς και με την Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εφαρμογή των εν λόγω ρυθμίσεων, στα πλαίσια κοινοτικού μηχανισμού.

    7 Προς τούτο, ο προσβαλλόμενος κανονισμός προβλέπει, στους τίτλους Ι και ΙΙ, κανόνες σχετικούς με τη συνδρομή κατόπιν αιτήσεως (άρθρα 4 έως 12) και την αυτεπάγγελτη συνδρομή (άρθρα 13 έως 16). Οι τίτλοι ΙΙΙ και IV αφορούν αντιστοίχως τις σχέσεις μεταξύ των αρμοδίων αρχών των κρατών μελών και της Επιτροπής (άρθρα 17 και 18) και τις σχέσεις με τις τρίτες χώρες (άρθρα 19 έως 22).

    8 Ο τίτλος V (άρθρα 23 έως 41) διαιρείται σε οκτώ κεφάλαια. Το κεφάλαιο 1 προβλέπει τη δημιουργία ενός αυτοματοποιημένου συστήματος πληροφοριών, το οποίο καλείται «τελωνειακό σύστημα πληροφοριών» (στο εξής: ΤΣΠ), το οποίο ανταποκρίνεται στις ανάγκες των διοικητικών αρχών που είναι υπεύθυνες για την εφαρμογή των τελωνειακών ή γεωργικών ρυθμίσεων, καθώς και στις ανάγκες της Επιτροπής (άρθρο 23, παράγραφος 1). Σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του προσβαλλομένου κανονισμού, σκοπός του ΤΣΠ «είναι να συμβάλει στην πρόληψη, την έρευνα και τη δίωξη των πράξεων που είναι ή φαίνονται αντίθετες προς τις τελωνειακές ή γεωργικές ρυθμίσεις, ενισχύοντας, χάρη στην ταχύτερη διαβίβαση των πληροφοριών, την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών συνεργασίας και ελέγχου των αρμόδιων αρχών». Κατά την παράγραφο 3 της διατάξεως αυτής, οι τελωνειακές αρχές των κρατών μελών μπορούν να χρησιμοποιούν την υλική υποδομή του ΤΣΠ στο πλαίσιο της τελωνειακής συνεργασίας την οποία αφορά το άρθρο Κ.1, σημείο 8, της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση (τα άρθρα Κ έως Κ.9 της Συνθήκης για την Ευρωπαϋκή Ένωση αντικαταστάθηκαν από τα άρθρα 29 ΕΕ έως 42 ΕΕ). Τέλος, η παράγραφος 6 ορίζει ότι τα κράτη μέλη και η Επιτροπή μετέχουν στο ΤΣΠ ως «οι εταίροι του ΤΣΠ».

    9 Τα κεφάλαια 2 έως 8 του τίτλου V του προσβαλλομένου κανονισμού περιέχουν κανόνες σχετικούς με την οργάνωση και τη λειτουργία του ΤΣΠ. Έτσι, κατά το άρθρο 24, το ΤΣΠ αποτελείται από μια κεντρική βάση δεδομένων, στην οποία η πρόσβαση επιτυγχάνεται μέσω τερματικών που τοποθετούνται σε κάθε κράτος μέλος και στην Επιτροπή, περιλαμβάνει δε αποκλειστικά τα δεδομένα, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία είναι αναγκαία για την εκπλήρωση του σκοπού του, όπως αυτός εκτίθεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2. Σύμφωνα με το άρθρο 29 παράγραφος 1, η άμεση πρόσβαση στα δεδομένα του ΤΣΠ επιτρέπεται μόνο στις εθνικές αρχές που ορίζονται από κάθε κράτος μέλος, καθώς και στις υπηρεσίες που ορίζονται από την Επιτροπή.

    10 Το κεφάλαιο 5 του τίτλου V αφορά ειδικώς την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Κατά το άρθρο 34, παράγραφος 1, του προσβαλλομένου κανονισμού, κάθε εταίρος του ΤΣΠ που προτίθεται να λάβει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από το ΤΣΠ ή να τα εισαγάγει στο ΤΣΠ πρέπει, το αργότερο μέχρι την έναρξη εφαρμογής του κανονισμού αυτού, να θεσπίσει εθνική νομοθεσία ή ισχύοντες για την Επιτροπή εσωτερικούς κανόνες που να εξασφαλίζουν την προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των ατόμων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

    11 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1997, επετράπη στη Γαλλική Κυβέρνηση να παρέμβει υπέρ του Συμβουλίου. Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 1ης Δεκεμβρίου 1997, επετράπη στο Κοινοβούλιο να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής.

    12 Προς στήριξη της προσφυγής της, η Επιτροπή επικαλείται έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, αντλούμενο από το απρόσφορο της επιλεγείσας νομικής βάσεως. Κατ' αυτήν, το Συμβούλιο έπρεπε να στηρίξει τον προσβαλλόμενο κανονισμό στα άρθρα 43 και 100 Α της Συνθήκης και όχι στα άρθρα 43 και 235.

    13 Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι, κατά παγία νομολογία, στο πλαίσιο του συστήματος αρμοδιοτήτων της Κοινότητας, η επιλογή της νομικής βάσεως μιας πράξεως πρέπει να στηρίζεται σε δεκτικά δικαστικού ελέγχου αντικειμενικά στοιχεία. Μεταξύ των στοιχείων αυτών περιλαμβάνονται, ιδίως, ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 11ης Ιουνίου 1991, C-300/89, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, καλούμενη «διοξείδιο του τιτανίου», Συλλογή 1991, σ. I-2867, σκέψη 10, και της 25ης Φεβρουαρίου 1999, C-164/97 και C-165/97, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1999, σ. Ι-1139, σκέψη 12).

    14 Όσον αφορά τον σκοπό του προσβαλλομένου κανονισμού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο κανονισμός αυτός σκοπεί στην εύρυθμη λειτουργία της τελωνειακής ενώσεως και, συνεπώς, της εσωτερικής αγοράς, πράγμα το οποίο δικαιολογεί τη χρήση του άρθρου 100 Α της Συνθήκης. Εξάλλου, η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, υπό την έννοια του άρθρου 209 Α της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 280 ΕΚ), και συνεπώς η καταπολέμηση της απάτης, δεν αποτελεί αυτοτελή στόχο, αλλ' απορρέει από την υλοποίηση της τελωνειακής ενώσεως.

    15 Το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός βαίνει πέραν της απλής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Συγκεκριμένα, από πολλές απόψεις, η αιτιολογία αφορά την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς υπό την έννοια του άρθρου 100 Α της Συνθήκης.

    16 Όσον αφορά το περιεχόμενο του προσβαλλομένου κανονισμού, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αυτό περιλαμβάνει, αφενός, τη βελτίωση της αμοιβαίας συνδρομής μεταξύ των κρατών μελών και της Επιτροπής προκειμένου να διασφαλισθεί η ορθή εφαρμογή της τελωνειακής και της γεωργικής κανονιστικής ρυθμίσεως και, αφετέρου, η δημιουργία, στο πλαίσιο του ΤΣΠ, μιας κεντρικής βάσεως δεδομένων στην οποία να έχουν πρόσβαση τα κράτη μέλη και οι αρμόδιες υπηρεσίες της Επιτροπής. Κατ' αυτήν, η νομική βάση για την ενισχυμένη συνεργασία απορρέει από το άρθρο 100 Α της Συνθήκης, δεδομένου ότι η συνεργασία αυτή απαιτεί την αληθή προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών. Όσον αφορά τη δημιουργία του ΤΣΠ, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, αν το ΤΣΠ δεν αποσκοπεί, αφ' εαυτού, στην προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών, ωστόσο δεν αμφισβητείται ότι το σύστημα αυτό δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει χωρίς εναρμόνιση αυτών.

    17 Επικουρικώς, η Επιτροπή φρονεί ότι, αν κρινόταν αναγκαία η χρήση του άρθρου 235 της Συνθήκης, λαμβανομένης υπόψης της δημιουργίας του ΤΣΠ, οι διατάξεις που αφορούν την αμοιβαία συνδρομή κατόπιν αιτήσεως ή την αυτεπάγγελτη αμοιβαία συνδρομή θα έπρεπε παρά ταύτα να βασιστούν στο άρθρο 100 Α. Επομένως, θα ετίθετο το ζήτημα μιας ενδεχόμενης διττής νομικής βάσεως. Σύμφωνα με την απόφαση «διοξείδιο του τιτανίου», σε μια τέτοια περίπτωση θα είχε εφαρμογή μόνον το άρθρο 100 Α.

    18 Κατά το Κοινοβούλιο, το γεγονός ότι ένας κανονισμός, ο οποίος καθιερώνει ένα βοήθημα (βάση δεδομένων) τιθέμενο στην υπηρεσία της αμοιβαίας συνδρομής που εντάσσεται στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, χρησιμεύει επίσης για την καταπολέμηση της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας δεν μπορεί να τροποποιήσει τη νομική βάση, η οποία είναι το άρθρο 100 Α της Συνθήκης.

    19 Το Συμβούλιο ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως προς τον προσβαλλόμενο κανονισμό, ο κανονισμός 1468/81 σκοπούσε στην εύρυθμη λειτουργία της τελωνειακής ενώσεως και της κοινής γεωργικής πολιτικής, πράγμα που απαιτούσε στενή συνεργασία μεταξύ των εθνικών διοικητικών αρχών. Αντιθέτως, ο προσβαλλόμενος κανονισμός στοχεύει στην καταπολέμηση της απάτης στο πλαίσιο της τελωνειακής ενώσεως και της κοινής γεωργικής πολιτικής, η οποία απαιτεί συνεργασία μεταξύ των ίδιων αυτών διοικητικών αρχών. Το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, την οποία καθιερώνει το άρθρο 209 Α της Συνθήκης, δεν απορρέει από την υλοποίηση της τελωνειακής ενώσεως, αλλ' αποτελεί αυτοτελή στόχο.

    20 Όσον αφορά το περιεχόμενο του προσβαλλομένου κανονισμού, το Συμβούλιο φρονεί ότι το περιεχόμενο αυτό ανταποκρίνεται στον στόχο που συνίσταται στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, δεδομένου ότι ο εν λόγω κανονισμός θεσπίζει κανόνες που οργανώνουν ένα σύστημα καταπολεμήσεως της απάτης το οποίο σέβεται επίσης τις δημόσιες ελευθερίες, δεδομένου ότι οι δύο αυτές πτυχές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Όσον αφορά την καταπολέμηση της απάτης, το νέο σύστημα είναι διοικητικής φύσεως, αποτελεί κοινοτική οντότητα και έχει ως αντικείμενο την ενίσχυση της λειτουργικότητας της τελωνειακής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών. Δεδομένου ότι το σύστημα αυτό βαίνει πέραν της απλής τελωνειακής συνεργασίας, επιβαλλόταν η χρήση του άρθρου 235 της Συνθήκης, αφού η αρμοδιότητα την οποία απονέμει στην Κοινότητα το άρθρο 209 Α, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο θεσπίσεως του προσβαλλομένου κανονισμού, δεν επαρκούσε για τη θεμελίωση ενός τέτοιου νομοθετήματος.

    21 Η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν σκοπεί στην προσέγγιση εθνικών διατάξεων, αλλά στην καταπολέμηση της απάτης στο πλαίσιο της τελωνειακής ενώσεως και της κοινής γεωργικής πολιτικής. Κατ' αυτήν, αν η καθιέρωση του ΤΣΠ συνεπάγεται τη θέσπιση ορισμένων ειδικών κανόνων στον τομέα της προστασίας των δεδομένων, τούτο δεν σημαίνει ωστόσο ότι το αντικείμενο του προσβαλλομένου κανονισμού συνίσταται στην εναρμόνιση της προστασίας των δεδομένων εντός της Κοινότητας.

    22 Για τον καθορισμό του σκοπού του προσβαλλομένου κανονισμού πρέπει, εν προκειμένω, να ληφθεί υπόψη η εξέλιξη των διατάξεων αφότου θεσπίσθηκε ο κανονισμός 1468/81 μέχρι την έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού.

    23 Συναφώς, επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι στόχος του κανονισμού 1468/81 ήταν η εύρυθμη λειτουργία της τελωνειακής ενώσεως και της κοινής γεωργικής πολιτικής. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, ο εν λόγω κανονισμός θέσπισε κανόνες σχετικούς με την αμοιβαία διοικητική συνδρομή, κυρίως για την πρόληψη και την πάταξη των παραβιάσεων της τελωνειακής και της γεωργικής κανονιστικής ρυθμίσεως και για την έρευνα κάθε συμπεριφοράς που ήταν ή φαινόταν αντίθετη προς τις ρυθμίσεις αυτές.

    24 Στη συνέχεια, η τροποποίηση του κανονισμού 1468/81 με τον κανονισμό 945/87 στηρίχτηκε στη σκέψη ότι η σπουδαιότητα της καταπολεμήσεως της απάτης που εξαπλώνεται σε πολλά κράτη μέλη δικαιολογούσε την ενίσχυση των δυνατοτήτων ενεργείας εκ μέρους της Επιτροπής και των κρατών μελών στον τομέα αυτόν (δεύτερη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 945/87).

    25 Τέλος, στην πρώτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλομένου κανονισμού εκτίθεται «ότι, για να καταπολεμηθεί το φαινόμενο της απάτης στα πλαίσια της τελωνειακής ένωσης και της κοινής γεωργικής πολιτικής, απαιτείται στενή συνεργασία μεταξύ των διοικητικών αρχών κάθε κράτους μέλους στις οποίες έχει ανατεθεί η εκτέλεση των διατάξεων που θεσπίζονται στους δύο αυτούς τομείς· ότι επίσης απαιτεί κατάλληλη συνεργασία μεταξύ των εθνικών αυτών αρχών και της Επιτροπής, στην οποία έχει ανατεθεί η μέριμνα για την εφαρμογή της Συνθήκης και των διατάξεων που θεσπίζονται δυνάμει αυτής· ότι μια αποτελεσματική συνεργασία σ' αυτό τον τομέα μπορεί να ενδυναμώσει την προστασία των δημοσιονομικών συμφερόντων της Κοινότητας».

    26 Κατά τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλομένου κανονισμού, «κατά συνέπεια, πρέπει να οριστούν οι κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους οι διοικητικές αρχές των κρατών μελών οφείλουν να παρέχουν μεταξύ τους αμοιβαία συνδρομή και να συνεργάζονται με την Επιτροπή για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών και γεωργικών ρυθμίσεων και της νομικής προστασίας των δημοσιονομικών συμφερόντων της Κοινότητας, ιδίως με την πρόληψη και την έρευνα των παραβάσεων των ρυθμίσεων αυτών και όλων των ενεργειών που είναι ή εμφανίζονται αντίθετες προς τις ρυθμίσεις αυτές».

    27 Από τη σύγκριση μεταξύ των κανονισμών 1468/81, 945/87 και του προσβαλλομένου κανονισμού προκύπτει ότι, μολονότι ο τίτλος παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητος, ο σκοπός της ρυθμίσεως εξελίχθηκε σταδιακά. Συγκεκριμένα, ενώ η συνεργασία είχε αρχικώς ως σκοπό κυρίως τη λειτουργία της τελωνειακής και της γεωργικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η ενισχυμένη συνεργασία την οποία θέσπισε, πιο πρόσφατα, ο προσβαλλόμενος κανονισμός σκοπεί κατά προτεραιότητα στην καταπολέμηση της απάτης και αποβλέπει έτσι στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας.

    28 Στην αλληλουχία αυτή, επιβάλλεται η επισήμανση ότι, στο πλαίσιο της Συνθήκης, οι σχετικές διατάξεις εξελίχθηκαν επίσης. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 209 Α της Συνθήκης, το οποίο προστέθηκε με τη Συνθήκη για την Ευρωπαϋκή Ένωση, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα ίδια μέτρα καταπολεμήσεως της απάτης κατά των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας με εκείνα που λαμβάνουν για την καταπολέμηση της απάτης κατά των δικών τους οικονομικών συμφερόντων.

    29 Αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της Επιτροπής, η προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας δεν απορρέει από την υλοποίηση της τελωνειακής ενώσεως, αλλ' αποτελεί αυτοτελή στόχο ο οποίος, στο πλαίσιο του συστήματος της Συνθήκης, εντάχθηκε στον τίτλο ΙΙ (δημοσιονομικές διατάξεις) του πέμπτου μέρους που αφορά τα όργανα της Κοινότητας και όχι στο τρίτο μέρος που αφορά τις πολιτικές της Κοινότητας, όπου εμπίπτουν η τελωνειακή ένωση και η γεωργία.

    30 Από την έναρξη ισχύος του άρθρου 209 Α της Συνθήκης, ο στόχος της οικονομικής προστασίας της Κοινότητας συγκεκριμενοποιήθηκε με κανονισμούς όπως ο κανονισμός (ΕΚ, Ευρατόμ) 2988/95 του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 1995, σχετικά με την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 312, σ. 1), ή με κανονισμούς οι οποίοι σκοπούν στη θέσπιση ειδικών κανόνων που έχουν εφαρμογή μόνο σε συγκεκριμένους τομείς.

    31 Στην κατηγορία αυτή εντάσσεται ο προσβαλλόμενος κανονισμός, δεδομένου ότι το Συμβούλιο έκρινε ότι, στο πλαίσιο της τελωνειακής ενώσεως και της κοινής γεωργικής πολιτικής, η προστασία των οικονομικών συμφερόντων απαιτούσε τη θέσπιση ειδικών κανόνων επιπλέον της γενικώς εφαρμοστέας κανονιστικής ρυθμίσεως.

    32 Όσον αφορά το περιεχόμενο του νομοθετήματος, ο κανονισμός αυτός προβλέπει σύστημα συνεργασίας τόσο μεταξύ των διοικητικών αρχών των κρατών μελών, όσο και μεταξύ των αρχών αυτών και της Επιτροπής, σύστημα στο πλαίσιο του οποίου οι διοικητικές αυτές αρχές παρέχουν αμοιβαία συνδρομή, γνωστοποιώντας, σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζει ο προσβαλλόμενος κανονισμός, πληροφορίες σχετικές με ενέργειες που είναι ή φαίνονται αντίθετες προς την εφαρμογή της τελωνειακής ή της γεωργικής κανονιστικής ρυθμίσεως ή διεξάγοντας τις κατάλληλες διοικητικές έρευνες (τίτλοι Ι έως ΙΙΙ του προσβαλλομένου κανονισμού). Εξάλλου, ειδική υποδομή, δηλαδή το ΤΣΠ, τα ουσιώδη στοιχεία του οποίου περιγράφονται στις σκέψεις 8 έως 10 της παρούσας αποφάσεως, επιτρέπει την ταχεία και συστηματική ανταλλαγή των πληροφοριών που γνωστοποιούνται στην Επιτροπή.

    33 Από την κανονιστική αυτή ρύθμιση προκύπτει ότι, στο σύνολό της, έχει ως συγκεκριμένο σκοπό και περιεχόμενο την καταπολέμηση της απάτης στο πλαίσιο της κοινής γεωργικής πολιτικής και, επομένως, αποβλέπει στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Δεδομένου ότι το άρθρο 209 Α της Συνθήκης, όπως ίσχυε κατά τη θέσπιση του προσβαλλομένου κανονισμού, καθόριζε τον επιδιωκόμενο σκοπό, χωρίς ωστόσο να απονέμει στην Κοινότητα την αρμοδιότητα να δημιουργήσει ένα σύστημα όπως το επίμαχο, η χρήση του άρθρου 235 της Συνθήκης ήταν δικαιολογημένη.

    34 Διευκρινίζεται συναφώς ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου, το άρθρο 100 Α της Συνθήκης δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

    35 Κατά παγία νομολογία, η χρήση του άρθρου 100 Α της Συνθήκης ως νομικής βάσεως δεν δικαιολογείται όταν η εναρμόνιση των όρων της αγοράς εντός της Κοινότητας αποτελεί παρακολουθηματικού και μόνον χαρακτήρα αποτέλεσμα της προς έκδοση πράξεως (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 1991, C-70/88, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1991, σ. I-4529, σκέψη 17, και της 17ης Μαρτίου 1993, C-155/91, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1993, σ. I-939, σκέψη 19).

    36 Μολονότι είναι αληθές ότι, κατά τη δέκατη πέμπτη αιτιολογική σκέψη του προσβαλλομένου κανονισμού, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν νομοθεσία σχετικά με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των ατόμων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προκειμένου να μπορούν να μετάσχουν στο ΤΣΠ, και ότι οφείλουν, έως ότου εφαρμοστούν τα εθνικά μέτρα για τη μεταφορά της οδηγίας 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϋκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ L 281, σ. 31), να εξασφαλίσουν επίπεδο προστασίας βασιζόμενα στις αρχές που περιέχει η οδηγία αυτή, είναι επίσης πρόδηλο, όπως θεώρησε η Γαλλική Κυβέρνηση και αναγνώρισε η Επιτροπή, ότι το ΤΣΠ δεν σκοπεί, αφ' εαυτού, στην προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών.

    37 Πράγματι, το γεγονός και μόνον ότι το ΤΣΠ δεν μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή χωρίς να ισχύουν στο εθνικό επίπεδο εναρμονισμένες σε κοινοτικό επίπεδο αρχές όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ότι τα κράτη μέλη και η Επιτροπή πρέπει να διασφαλίσουν επίπεδο προστασίας βασιζόμενα στις αρχές που περιέχει η προπαρατεθείσα οδηγία 95/46 δεν αρκεί για να στηρίξει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 100 Α της Συνθήκης, δεδομένου ότι η προσέγγιση αυτή των εθνικών νομοθεσιών αποτελεί παρακολουθηματικού και μόνον χαρακτήρα αποτέλεσμα της κανονιστικής αυτής ρυθμίσεως.

    38 Συνεπώς, δεδομένου ότι το άρθρο 235 της Συνθήκης αποτελεί την ορθή βάση για τη θέσπιση του προσβαλλομένου κανονισμού, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    39 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Επειδή η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα. Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, το Κοινοβούλιο και η Γαλλική Δημοκρατία φέρουν τα δικά τους έξοδα.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (έκτο τμήμα)

    αποφασίζει:

    1) Απορρίπτει την προσφυγή.

    2) Καταδικάζει την Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων στα δικαστικά έξοδα. Το Ευρωπαϋκό Κοινοβούλιο και η Γαλλική Δημοκρατία φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

    Top