Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61997CJ0052

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Μαΐου 1998.
    Epifanio Viscido (C-52/97), Mauro Scandella κ.λπ. (C-53/97) και Massimiliano Terragnolo κ.λπ. (C-54/97) κατά Ente Poste Italiane.
    Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura circondariale di Trento - Ιταλία.
    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Έννοια - Εθνικός νόμος προβλέπων ότι ένας μόνον οργανισμός δημοσίου συμφέροντος απαλλάσσεται από την τήρηση κανόνα γενικής εφαρμογής που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου.
    Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-52/97, C-53/97 και C-54/97.

    Συλλογή της Νομολογίας 1998 I-02629

    ECLI identifier: ECLI:EU:C:1998:209

    61997J0052

    Απόφαση του Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 7ης Μαΐου 1998. - Epifanio Viscido (C-52/97), Mauro Scandella κ.λπ. (C-53/97) και Massimiliano Terragnolo κ.λπ. (C-54/97) κατά Ente Poste Italiane. - Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Pretura circondariale di Trento - Ιταλία. - Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη μέλη - Έννοια - Εθνικός νόμος προβλέπων ότι ένας μόνον οργανισμός δημοσίου συμφέροντος απαλλάσσεται από την τήρηση κανόνα γενικής εφαρμογής που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. - Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-52/97, C-53/97 και C-54/97.

    Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1998 σελίδα I-02629


    Περίληψη
    Διάδικοι
    Σκεπτικό της απόφασης
    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
    Διατακτικό

    Λέξεις κλειδιά


    Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη - Έννοια - Μη υπαγωγή μιας επιχειρήσεως στη γενικής εφαρμογής κανονιστική ρύθμιση που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου - Πλεονέκτημα χορηγούμενο χωρίς μεταβίβαση δημοσίων πόρων - Δεν εμπίπτει

    (Συνθήκη ΕΚ, άρθρο 92 § 1)

    Περίληψη


    Εθνική διάταξη απαλλάσσουσα μία και μόνον επιχείρηση από την τήρηση της γενικής κανονιστικής ρυθμίσεως που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης, εφόσον η διάταξη αυτή δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων στην εν λόγω επιχείρηση.

    Πράγματι, ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, πρέπει να θεωρούνται μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται αμέσως ή εμμέσως με κρατικούς πόρους. Συναφώς, η διάκριση που γίνεται στη διάταξη αυτή μεταξύ των «ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη» και των «ενισχύσεων που χορηγούνται με κρατικούς πόρους» δεν σημαίνει ότι όλα τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται από τα κράτη συνιστούν ενισχύσεις, ανεξαρτήτως του αν χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους, αλλά σκοπό έχει να περιλάβει απλώς στην έννοια αυτή τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται απευθείας από το κράτος, καθώς και τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς τους οποίους έχει ορίσει ή ιδρύσει το κράτος αυτό.

    Διάδικοι


    Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C-52/97, C-53/97 και C-54/97,

    που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις της Pretura circondariale di Trento (Ιταλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

    Epifanio Viscido (C-52/97),

    Mauro Scandella κ.λπ. (C-53/97),

    Massimiliano Terragnolo κ.λπ. (C-54/97)

    και

    Ente Poste Italiane,

    η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 92, παράγραφος 1, και 93 της Συνθήκης ΕΚ,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (τέταρτο τμήμα),

    συγκείμενο από τους H. Ragnemalm, πρόεδρο τμήματος, J. L. Murray (εισηγητή), K. M. Ιωάννου, δικαστές,

    γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

    γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

    λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

    - η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Umberto Leanza, προϋστάμενο της υπηρεσίας διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Danilo Del Gaizo, avvocato dello Stato,

    - η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους Ernst Rφder, Ministerialrat στο Ομοσπονδιακό Υπουργείο Οικονομίας, και Bernd Kloke, Oberregierungsrat στο ίδιο υπουργείο,

    - η Επιτροπή των Ευρωπαϋκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Francisco Santaolalla, νομικό σύμβουλο, Δημήτρη Τριανταφύλλου, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, και Enrico Altieri, δημόσιο υπάλληλο κράτους μέλους αποσπασμένο στην υπηρεσία αυτή,

    έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

    αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της Ιταλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από τον Danilo Del Gazio, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τον Δημήτρη Τριανταφύλλου και τη Laura Pignataro, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, κατά τη συνεδρίαση της 29ης Ιανουαρίου 1998,

    αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Φεβρουαρίου 1998,

    εκδίδει την ακόλουθη

    Απόφαση

    Σκεπτικό της απόφασης


    1 Με τρεις διατάξεις της 3ης Φεβρουαρίου 1997, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 7 Φεβρουαρίου 1997, η Pretura Circondariale di Trento υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΚ, τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία των άρθρων 92, παράγραφος 1, και 93 της ίδιας Συνθήκης.

    2 Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο τριών ενδίκων διαφορών μεταξύ των Viscido, Scandella κ.λπ. και Terragnolo κ.λπ., μισθωτών εργαζομένων της Ente Poste Italiane (υπηρεσίας των ιταλικών ταχυδρομείων), και της υπηρεσίας αυτής.

    3 Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι ενάγοντες της κύριας δίκης προσάπτουν στην Ente Poste Italiane ότι τους προσέλαβε με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Ισχυρίζονται ότι οι συμβάσεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν ότι κατέστησαν συμβάσεις αορίστου χρόνου.

    4 Κατά την ιταλική κανονιστική ρύθμιση, η σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, το άρθρο 1 του νόμου 230, της 18ης Απριλίου 1962, ορίζει ότι, υπό την επιφύλαξη ορισμένων προβλεπομένων από τον νόμο εξαιρέσεων, οι συμβάσεις εργασίας θεωρούνται αορίστου χρόνου. Το άρθρο 5 του ιδίου νόμου ορίζει ότι ο απασχολούμενος με σύμβαση ορισμένου χρόνου εργαζόμενος τυγχάνει, αναλόγως του χρόνου που εργάστηκε, όλων των πλεονεκτημάτων που χορηγούνται εντός της επιχειρήσεως στους απασχολουμένους με συμβάσεις αορίστου χρόνου εργαζομένους, υπό την προϋπόθεση ότι τούτο δεν είναι αντικειμενικώς ασυμβίβαστο προς τη φύση της συμβάσεως ορισμένου χρόνου.

    5 Ο νόμος 56, της 20ής Φεβρουαρίου 1987, περί οργανώσεως της αγοράς εργασίας, θεσπίζει, όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες εργαζομένων, άλλες παρεκκλίσεις από την αρχή της απαγορεύσεως της συνάψεως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

    6 Το νομοθετικό διάταγμα 510, της 1ης Οκτωβρίου 1996, το οποίο κατέστη ο νόμος 608, της 28ης Νοεμβρίου 1996, και θεσπίζει επείγουσες διατάξεις στον τομέα των εργασιών κοινωνικής ωφελείας, των μέτρων υποστηρίξεως των εισοδημάτων και της κοινωνικής προνοίας, ορίζει, στο άρθρο 9, παράγραφος 21, τα εξής:

    «Οι εργαζόμενοι που έχουν απασχοληθεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου στην Ente Poste Italiane από την 1η Δεκεμβρίου 1994 απολαύουν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1996 δικαιώματος προτεραιότητας, κατ' εφαρμογήν των συμβατικών κανόνων και σε συμφωνία με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, σε περίπτωση προσλήψεως για αόριστο χρόνο από την Ente Poste Italiane σε θέση εργασίας με τον ίδιο χαρακτηρισμό και/ή για την άσκηση πανομοιότυπων καθηκόντων· οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι πρέπει να δηλώσουν τη βούλησή τους να ασκήσουν το δικαίωμα αυτό πριν από τις 30 Νοεμβρίου 1996. Οι προσλήψεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου, στις οποίες προέβη η Ente Poste Italiane από της ιδρύσεώς της και, εν πάση περιπτώσει, το αργότερο στις 30 Ιουνίου 1997, δεν μπορούν να μετατραπούν σε σχέσεις εργασίας αορίστου χρόνου και λύονται κατά τη λήξη της ισχύος κάθε συμβάσεως.»

    7 Στην ένδικη διαφορά με τους ενάγοντες της κύριας δίκης, η Ente Poste Italiane ισχυρίστηκε ότι, δυνάμει του άρθρου 9, παράγραφος 21, του νομοθετικού διατάγματος 510, οι επίμαχες συμβάσεις εργασίας δεν υπόκεινται στις διατάξεις των νόμων 230 και 56.

    8 Οι ενάγοντες της κύριας δίκης ισχυρίστηκαν ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη κανονιστική ρύθμιση αποτελούσε κρατική ενίσχυση και για τον λόγο αυτό έπρεπε να υποβληθεί στις διαδικασίες και στον έλεγχο του συμβατού που προβλέπουν τα άρθρα 92 και 93 της Συνθήκης.

    9 Η Pretura circondariale, κρίνοντας ότι η ερμηνεία των διατάξεων αυτών είναι αναγκαία για την επίλυση των ενώπιόν της διαφορών, αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα τέσσερα προδικαστικά ερωτήματα:

    «1) Εμπίπτει στην έννοια των "ενισχύσεων που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη μέλη ή με κρατικούς πόρους" μια διάταξη νόμου που απαλλάσσει συγκεκριμένο δημόσιο οικονομικό οργανισμό από την τήρηση της γενικής εφαρμογής κανονιστικής ρυθμίσεως που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου;

    2) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, έπρεπε μια τέτοιου είδους ενίσχυση να υποβληθεί στη διαδικασία προηγουμένου ελέγχου του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης;

    3) Εάν δεν ακολουθήθηκε η προαναφερθείσα διαδικασία, μπορεί η απαγόρευση τέτοιου είδους ενισχύσεως να θεωρηθεί ευθέως εφαρμοστέα στην έννομη τάξη του Ιταλικού Κράτους;

    4) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, χωρεί επίκληση μιας τέτοιας απαγορεύσεως στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του δημοσίου οικονομικού οργανισμού και ενός προσώπου που βάλλει κατά του ότι δεν εφαρμόστηκε στην περίπτωσή του η γενική κανονιστική ρύθμιση που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, ώστε να επιτύχει τη μετατροπή της εργασιακής του σχέσεως σε σχέση αορίστου χρόνου και/ή την αποκατάσταση της ζημίας του;»

    10 Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 1997, οι υποθέσεις C-52/97, C-53/97 και C-54/97 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής και της έγγραφης διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

    11 Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά κατ' ουσίαν αν εθνική διατάξη απαλλάσσουσα μία και μόνον επιχείρηση από την τήρηση της γενικής κανονιστικής ρυθμίσεως που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου συνιστά κρατική ενίσχυση υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    12 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι η Ente Poste Italiane δεν υποχρεούται να συνάπτει συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, έχει ευελιξία σε σχέση με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον ίδιο τομέα.

    13 Πρέπει συναφώς να υπομνηστεί ότι ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, πρέπει να θεωρούνται μόνον τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται αμέσως ή εμμέσως με κρατικούς πόρους. Συγκεκριμένα, η διάκριση που γίνεται στη διάταξη αυτή μεταξύ των «ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη» και των «ενισχύσεων που χορηγούνται με κρατικούς πόρους» δεν σημαίνει ότι όλα τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται από τα κράτη συνιστούν ενισχύσεις, ανεξαρτήτως του αν χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους, αλλά σκοπό έχει να περιλάβει απλώς στην έννοια αυτή τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται απευθείας από το κράτος, καθώς και τα πλεονεκτήματα που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς τους οποίους έχει ορίσει ή ιδρύσει το κράτος αυτό (βλ. αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 1978, 82/77, Van Tiggele, Συλλογή τόμος 1978, σ. 15, σκέψεις 24 και 25· της 17ης Μαρτίου 1993, C-72/91 και C-73/91, Sloman Neptun, Συλλογή 1993, σ. Ι-887, σκέψη 19, και της 30ής Νοεμβρίου 1993, C-189/91, Kirsammer-Hack, Συλλογή 1993, σ. Ι-6185, σκέψη 16).

    14 Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η μη υπαγωγή μιας και μόνον επιχειρήσεως στη γενικής εφαρμογής κανονιστική ρύθμιση που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων στην επιχείρηση αυτή.

    15 Επομένως, διάταξη όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη δεν συνιστά μέσο για την άμεση ή έμμεση χορήγηση πλεονεκτήματος από κρατικούς πόρους.

    16 Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι εθνική διάταξη απαλλάσσουσα μία και μόνον επιχείρηση από την τήρηση της γενικής εφαρμογής κανονιστικής ρυθμίσεως που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

    17 Ενόψει της απαντήσεως που δόθηκε στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο ερώτημα.

    Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


    Επί των δικαστικών εξόδων

    18 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Ιταλική και η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

    Διατακτικό


    Για τους λόγους αυτούς,

    ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

    (τέταρτο τμήμα),

    κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με διατάξεις της 3ης Φεβρουαρίου 1997 το Pretura circondariale di Trento, αποφαίνεται:

    Εθνική διάταξη απαλλάσσουσα μία και μόνον επιχείρηση από την τήρηση της γενικής κανονιστικής ρυθμίσεως που διέπει τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, της Συνθήκης ΕΚ.

    Top