EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0310

Απόφαση του Δικαστηρίου (πέμπτο τμήμα) της 27ης Μαΐου 1993.
Hugo Schmid κατά Bελγικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Βέλγο Υπουργό Κοινωνικών Υποθέσεων.
Αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Arbeidshof Brussel - Βέλγιο.
Κοινωνική ασφάλιση - Επίδομα υπέρ μειονεκτούντων ατόμων.
Υπόθεση C-310/91.

Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-03011

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:221

61991J0310

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΠΕΜΠΤΟ ΤΜΗΜΑ) ΤΗΣ 27ΗΣ ΜΑΪΟΥ 1993. - HUGO SCHMID ΚΑΤΑ ΒΕΛΓΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ. - ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ: ARBEIDSHOF BRUSSEL - ΒΕΛΓΙΟ. - ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ - ΕΠΙΔΟΜΑ ΧΟΡΗΓΟΥΜΕΝΟ ΣΕ ΜΕΙΟΝΕΚΤΟΥΝΤΑ ΑΤΟΜΑ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-310/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-03011


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Κοινωνική ασφάλιση των διακινουμένων εργαζομένων * Κοινοτική κανονιστική ρύθμιση * Προσωπικό πεδίο εφαρμογής * Μέλη της οικογενείας εργαζομένου * Παροχή χορηγούμενη λόγω άλλης ιδιότητας πλην εκείνης του μέλους της οικογενείας εργαζομένου * Ανεφάρμοστο του κανονισμού 1408/71

(Κανονισμός 1408/71 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 3)

2. Ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων * Εργαζόμενοι * Ίση μεταχείριση * Κοινωνικά πλεονεκτήματα * Έννοια * Επιδόματα υπέρ μειονεκτούντων ατόμων * Χορήγησή τους εκ μέρους του κράτους μέλους της κατοικίας του σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους, πρώην υπάλληλο διεθνούς οργανισμού, προς όφελος συντηρουμένου κατιόντος * Προϋπόθεση ιθαγενείας * Ανεπίτρεπτο

(Κανονισμός 1612/68 του Συμβουλίου, άρθρο 7 PAR 2)

Περίληψη


1. Τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού 1408/71 έχουν την έννοια ότι δεν μπορεί να γίνει επίκλησή τους εκ μέρους κατιόντος, συντηρουμένου από διακινούμενο εργαζόμενο, προκειμένου να στηριχθεί αξίωση για λήψη επιδόματος υπέρ μειονεκτούντος ατόμου που προβλέπει η εθνική νομοθεσία ως προσωποπαγές δικαίωμα και όχι λόγω της ιδιότητας του μέλους της οικογενείας εργαζομένου.

Πράγματι, τα μέλη της οικογενείας εργαζομένου μπορούν να αξιώνουν, βάσει του ανωτέρω κανονισμού, μόνον παρεπόμενα δικαιώματα, ήτοι όσα κτώνται λόγω της ιδιότητας του μέλους της οικογενείας εργαζομένου.

2. Η έννοια του κοινωνικού πλεονεκτήματος, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68, περιλαμβάνει όλα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται ή όχι με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικά στους ημεδαπούς εργαζομένους, λόγω της αντικειμενικής ιδιότητας των τελευταίων ως εργαζομένων ή λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στο εθνικό έδαφος, και των οποίων η χορήγηση κατ' επέκταση και στους εργαζομένους, υπηκόους άλλων κρατών μελών, εμφανίζεται, επομένως, ικανή να διευκολύνει την κινητικότητά τους εντός της Κοινότητας.

Επειδή τα επιδόματα υπέρ μειονεκτούντων ατόμων εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή, ο υπήκοος κράτους μέλους, πρώην υπάλληλος διεθνούς οργανισμού, μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα για ίση μεταχείριση που διασφαλίζει η ανωτέρω διάταξη προκειμένου να λάβει το προβλεπόμενο από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί, και το οποίο δεν είναι το κράτος καταγωγής του, επίδομα υπέρ ενηλίκου μειονεκτούντος ατόμου προς όφελος συντηρουμένου κατιόντος. Η προϋπόθεση ότι ο δικαιούχος πρέπει να έχει την ιθαγένεια του κράτους κατοικίας δεν μπορεί να του αντιταχθεί, επειδή, ακόμη και αν καταλαμβάνει και τους κατιόντες των ημεδαπών εργαζομένων, είναι ασυμβίβαστη προς την επιταγή περί ίσης μεταχειρίσεως στον βαθμό που πληρούται ευχερέστερα από τους κατιόντες ημεδαπών εργαζομένων παρά από τους κατιόντες διακινουμένων εργαζομένων.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-310/91,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του Arbeidshof te Brussel προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

Ηugo Schmid

και

Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Βέλγο Υπουργό Κοινωνικών Υποθέσεων,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και αναπροσαρμόστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ 1983 L 230, σ. 6),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους G. C. Rodriguez Iglesias, πρόεδρο τμήματος, R. Joliet, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse και D. A. O. Edward, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: C. O. Lenz

γραμματέας: L. Hewlett, υπάλληλος διοικήσεως,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

* ο Schmid, εκπροσωπούμενος από τον Hemmerechts, δικηγόρο Βρυξελλών,

* η Kυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την Cochrane του Treasury Solicitor' s Department,

* η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Drijber και την Πατακιά, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις του Hugo Schmid, του Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Verhaegen, αναπληρωτή σύμβουλο του Βέλγου Υπουργού Κοινωνικών Υποθέσεων, και τον Declayn, δικηγόρο Λουβαίν, και της Επιτροπής, κατά τη συνεδρίαση της 11ης Νοεμβρίου 1992,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιανουαρίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1991, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 2 Δεκεμβρίου 1991, το Arbeidshof te Brussel (πέμπτο τμήμα) υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, σειρά προδικαστικών ερωτημάτων ως προς την ερμηνεία των άρθρων 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και αναπροσαρμόστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983 (ΕΕ 1983 L 230, σ. 6).

2 Tα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του Hugo Schmid και του Βελγικού Δημοσίου, εκπροσωπουμένου από τον Βέλγο Υπουργό Κοινωνικών Υποθέσεων, με αντικείμενο το δικαίωμα λήψεως επιδόματος μειονεκτούντος ενηλίκου υπέρ της θυγατέρας του πρώτου Suzanne.

3 Η ratione temporis ισχύουσα εν προκειμένω βελγική κανονιστική ρύθμιση προβλέπει ότι ορισμένες κατηγορίες μειονεκτούντων ατόμων δικαιούνται τακτικού επιδόματος και άλλες ειδικού. 'Ολες οι κατηγορίες δικαιούνται επιδόματος υπό μορφή ενισχύσεως τρίτου προσώπου. Μεταξύ των προαπαιτουμένων προϋποθέσεων για τη λήψη των εν λόγω επιδομάτων συγκαταλέγονται η βελγική ιθαγένεια και κατοικία.

4 Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η Suzanne, θυγατέρα του Schmid, γερμανικής ιθαγένειας, όπως και ο πατέρας της, γεννήθηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1961. Είναι ανάπηρη εκ γενετής και, ως εκ τούτου, ουδέποτε εργάστηκε. Συντηρείται από τους γονείς της.

5 Το 1962 ο Schmid προσελήφθη από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια της Αεροπλοΐας (στο εξής: Eurocontrol) και εγκαταστάθηκε στο Βέλγιο όπου εξακολουθεί να κατοικεί. Ο Schmid υπαγόταν στο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως του εν λόγω οργανισμού. Σήμερα είναι συνταξιούχος.

6 Υπό την ιδιότητα του επιτρόπου της θυγατέρας του Suzanne, ο Schmid ζήτησε να του καταβληθούν επιδόματα υπέρ μειονεκτούντος ενηλίκου (ειδικό επίδομα και επίδομα προς ενίσχυση τρίτου προσώπου), κατ' εφαρμογή της βελγικής νομοθεσίας. Το αίτημα αυτό απορρίφθηκε από το Βελγικό Δημόσιο, εφεσίβλητο στην κύρια δίκη, με το αιτιολογικό ότι η θυγατέρα του Schmid ουδέποτε είχε υπαχθεί ως εργαζομένη στη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως, είτε στο Βέλγιο είτε σε άλλο κράτος μέλος και ότι είχε τη γερμανική ιθαγένεια. Ο Schmid άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του Arbeidsrechtbank te Leuven.

7 Το ανωτέρω εθνικό δικαστήριο επικύρωσε την απορριπτική απόφαση, προσθέτοντας ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 1408/71 ισχύει στην περίπτωση των υπαλλήλων, καθώς και στο εξομοιούμενο με αυτούς προσωπικό, όχι όμως και για τα μέλη των οικογενειών τους.

8 Ο Schmid άσκησε ενώπιον του Arbeidshof te Brussel έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως. Εκτιμώντας ότι η διαφορά εγείρει ζητήματα ερμηνείας του κοινοτικού δικαίου, το Arbeidshof ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα τρία προδικαστικά ερωτήματα:

"Έχουν τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 την έννοια ότι υπάγεται στις ευεργετικές διατάξεις της νομοθεσίας κράτους μέλους, περί του νομοθετικώς κατοχυρωμένου υπέρ των μειονεκτούντων ατόμων δικαιώματος λήψεως επιδομάτων, το έχον την ιθαγένεια κράτους μέλους μειονεκτούν θήλυ άτομο, το οποίο, χωρίς ποτέ να αποκτήσει την ιδιότητα του μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζομένου ούτε αυτή του δημοσίου υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 2 του εν λόγω κανονισμού, ελάμβανε προηγουμένως ορισμένες παροχές στο κράτος μέλος κατά του οποίου άσκησε προσφυγή και έφεση, κατ' εφαρμογήν του νόμου περί χορηγήσεως επιδομάτων στα μειονεκτούντα άτομα, αποκλειστικά όμως λόγω της αναπηρίας του και χωρίς ούτε το ίδιο ούτε ο πατέρας του να φέρει κάποια από τις υποχρεώσεις που προβλέπουν οι νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως που ισχύουν στο εν λόγω κράτος μέλος, και του οποίου ο πατέρας, έχων επίσης την ιθαγένεια κράτους μέλους, είχε την ιδιότητα του εργαζομένου ή του δημοσίου υπαλλήλου, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφοι 1 ή 3, του προαναφερθέντος κανονισμού, αλλ' ουδέποτε υπήχθη στις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις περί κοινωνικής ασφαλίσεως που ισχύουν στο κράτος μέλος όπου η μειονεκτούσα θυγατέρα του υπέβαλε σχετικό αίτημα ή σε οποιοδήποτε άλλο κράτος από τα αναφερόμενα στον κανονισμό;

Επικουρικώς και σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος:

1) Ποια έννοια πρέπει να αποδοθεί στον όρο 'δημόσιος υπάλληλος' του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71; Ειδικότερα, πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως ο δημόσιος υπάλληλος που υπηρετεί σε κράτος μέλος, έλαβε άδεια άνευ αποδοχών και απέκτησε την ιδιότητα του υπαλλήλου διεθνούς οργανισμού με ίδιο καθεστώς και ίδιο σύστημα κοινωνικής ασφαλίσεως, βάσει του οποίου ο ενδιαφερόμενος απαλλάσσεται από 'οποιαδήποτε υποχρεωτική εισφορά υπέρ των εθνικών ιδρυμάτων κοινωνικής προνοίας' ;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, η παρεχόμενη προστασία επεκτείνεται και στα μέλη της οικογενείας του, καθώς και στους επιζώντες, μολονότι στη σχετική διάταξη δεν προβλέπεται τίποτε συναφώς;

2) Με βάση την κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, ιδιότητα του μέλους της οικογενείας, μπορεί να προβληθεί σχετική αξίωση; Είναι αυτό δυνατό ακόμη και στην περίπτωση που η αιτούσα είναι τρόφιμος ενός επιδοτουμένου από ταμείο κοινωνικής προνοίας ιδρύματος, τη στιγμή κατά την οποία η νομοθεσία περί χορηγήσεως επιδομάτων στα μειονεκτούντα άτομα, η εφαρμογή της οποίας ζητείται, εξαρτά τη χορήγησή τους από προηγούμενη έρευνα ως προς τους πόρους που διαθέτει η ενδιαφερομένη και δεν λαμβάνει πλέον υπόψη (από την ενηλικίωσή της) τα εισοδήματα των γονέων της;"

9 Στην έκθεση ακροατηρίου αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, η ισχύουσα κανονιστική ρύθμιση, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι γραπτές παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

10 Καταρχήν, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, αφενός, τα επιδόματα υπέρ μειονεκτούντων ατόμων εμπίπτουν στο καθ' ύλη πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο β', όπου προβλέπονται ρητώς οι "παροχές αναπηρίας", αφετέρου, σύμφωνα με τα έγγραφα της δικογραφίας και την απόφαση της 8ης Ιουλίου 1992 στην υπόθεση Taghavi (C-243/91, Συλλογή 1992, σ. Ι-4401 σκέψη 8), τα προβλεπόμενα με την επίδικη εθνική νομοθεσία επιδόματα είναι προσωποπαγή και δεν χορηγούνται λόγω της ιδιότητας ως μέλους της οικογενείας εργαζομένου.

11 Το πρώτο από τα υποβληθέντα ερωτήματα του εθνικού δικαστηρίου άπτεται κατ' ουσίαν του ερωτήματος αν τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού 1408/71 έχουν την έννοια ότι μπορεί να γίνει επίκλησή τους από κατιόντα, συντηρούμενο από διακινούμενο εργαζόμενο, με σκοπό τη λήψη επιδόματος μειονεκτούντος ατόμου που προβλέπει η εθνική νομοθεσία ως προσωποπαγές δικαίωμα και όχι λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους της οικογενείας εργαζομένου.

12 Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 1408/71, οι διατάξεις του ισχύουν "για μισθωτούς ή μη μισθωτούς που υπάγονται ή υπήχθησαν στη νομοθεσία ενός ή περισσοτέρων από τα κράτη μέλη και είναι υπήκοοι ενός από τα κράτη μέλη (...) , καθώς και για τα μέλη της οικογενείας τους και για τους επιζώντες αυτών". Όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 23ης Νοεμβρίου 1976 στην υπόθεση Kermaschek (40/76, Συλλογή τόμος 1976, σ. 599), τα μέλη της οικογενείας εργαζομένου μπορούν να αξιώνουν, δυνάμει του κανονισμού 1408/71, μόνο παρεπόμενα δικαιώματα, ήτοι όσα κτώνται λόγω της ιδιότητας του μέλους της οικογενείας εργαζομένου.

13 Από τα ανωτέρω έπεται ότι ο κατιών διακινουμένου εργαζομένου δεν δικαιούται να λάβει, δυνάμει του κανονισμού 1408/71, επίδομα μειονεκτούντος ατόμου που προβλέπει η εθνική νομοθεσία ως προσωποπαγές δικαίωμα.

14 Κατόπιν αυτού, στο πρώτο ερώτημα προσήκει η απάντηση ότι τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού 1408/71 έχουν την έννοια ότι δεν μπορεί να γίνει επίκλησή τους εκ μέρους κατιόντος, συντηρουμένου από διακινούμενο εργαζόμενο, προκειμένου να στηριχθεί η αξίωσή του για τη λήψη επιδόματος μειονεκτούντος ατόμου που προβλέπει η εθνική νομοθεσία ως προσωποπαγές δικαίωμα και όχι λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους της οικογενείας εργαζομένου.

15 Δεδομένου ότι και τα λοιπά προδικαστικά ερωτήματα υποβλήθηκαν εν όψει της υποθετικής περιπτώσεως μιας καταφατικής απαντήσεως επί του πρώτου ερωτήματος, παρέλκει η απάντηση επ' αυτών.

16 Πάντως, προκειμένου να δοθεί λυσιτελής απάντηση στο εθνικό δικαστήριο, όπως άλλωστε προτείνει η Επιτροπή και η Kυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, πρέπει να εξεταστούν τα επιδόματα στα οποία το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται υπό το πρίσμα του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων στο εσωτερικό της Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 33).

17 Πράγματι, επειδή ο κανονισμός 1612/68 τυγχάνει γενικής εφαρμογής σε ζητήματα ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων, η εν λόγω διάταξη ενδέχεται να διέπει κοινωνικά πλεονεκτήματα που εμπίπτουν παράλληλα στο ειδικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1408/71 (απόφαση της 10ης Μαρτίου 1993 στην υπόθεση C-111/91, Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου, Συλλογή 1993, σ. Ι-817, σκέψη 21).

18 Σύμφωνα με την απόφαση της 27ης Μαρτίου 1985 στην υπόθεση Hoeckx (249/83, Συλλογή 1985, σ. 973, σκέψη 20), ως "κοινωνικά πλεονεκτήματα" νοούνται όλα εκείνα τα πλεονεκτήματα τα οποία, ανεξαρτήτως του αν συνδέονται ή όχι με σύμβαση εργασίας, αναγνωρίζονται γενικά στους ημεδαπούς εργαζομένους, λόγω κυρίως της αντικειμενικής ιδιότητας των τελευταίων ως εργαζομένων ή λόγω του ότι έχουν απλώς την κατοικία τους στο εθνικό έδαφος, και των οποίων η χορήγηση κατ' επέκταση και στους εργαζομένους, υπηκόους άλλων κρατών μελών, εμφανίζεται επομένως ικανή να διευκολύνει την κινητικότητά τους εντός της Κοινότητας. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των επιδομάτων υπέρ μειονεκτούντων ατόμων.

19 Δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 2, που προαναφέρθηκε, ο διακινούμενος εργαζόμενος απολαύει των αυτών κοινωνικών και φορολογικών πλεονεκτημάτων με εκείνα των ημεδαπών εργαζομένων.

20 Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι υπάλληλοι του Eurocontrol φέρουν την ιδιότητα του διακινουμένου εργαζομένου. Πράγματι, όπως αναγνώρισε το Δικαστήριο με την απόφαση της 15ης Μαρτίου 1989 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 389/87 και 390/87 (Echternach και Moritz, Συλλογή 1989, σ. 723, σκέψη 11), ο κοινοτικός υπήκοος που εργάζεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο της καταγωγής του δεν χάνει την ιδιότητα του εργαζομένου, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 1, της Συνθήκης, επειδή απασχολείται σε διεθνή οργανισμό, έστω και αν οι προϋποθέσεις εισόδου και διαμονής του στη χώρα όπου εργάζεται ρυθμίζονται ειδικά από διεθνή σύμβαση.

21 Κατά το άρθρο 7 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1251/70 της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 1970, περί του δικαιώματος των εργαζομένων να παραμένουν στην επικράτεια κράτους μέλους μετά την άσκηση σ' αυτό ορισμένης εργασίας (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 64), το δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως, όπως αυτό αναγνωρίζεται με τον προαναφερθέντα κανονισμό 1612/68, διατηρείται υπέρ των εργαζομένων οι οποίοι, όπως συμβαίνει με τον Schmid, απασχολήθηκαν στο έδαφος κράτους μέλους.

22 Επομένως, το ευρισκόμενο στην κατάσταση του Schmid πρόσωπο μπορεί να επικαλεστεί τις διατάξεις του κανονισμού 1612/68 και ιδίως το προαναφερθέν άρθρο 7, παράγραφος 2 αυτού.

23 Ο ενήλικος κατιών εργαζομένου, ο οποίος εξακολουθεί να συντηρείται από τον τελευταίο, μπορεί να επικαλεστεί το δικαίωμα της ίσης μεταχειρίσεως, το οποίο διασφαλίζει το προαναφερθέν άρθρο 7, παράγραφος 2, για να αξιώσει τη χορήγηση της προβλεπομένης από τη νομοθεσία του κράτους μέλους υποδοχής κοινωνικής παροχής, εφόσον αυτή συνιστά κοινωνικό πλεονέκτημα για τον εργαζόμενο.

24 Η κτήση συγκεκριμένης ιθαγενείας ως απαραίτητης προϋποθέσεως για τη λήψη του κοινωνικού αυτού πλεονεκτήματος, όπως προβλέπει η βελγική κανονιστική ρύθμιση, είναι ασυμβίβαστη προς το άρθρο 7, παράγραφος 2, ακόμη και αν η ρύθμιση καταλαμβάνει και τους κατιόντες των ημεδαπών εργαζομένων.

25 Πράγματι, αρκεί να αναγνωριστεί ότι η προϋπόθεση περί κτήσεως της ιθαγενείας του κράτους υποδοχής πληρούται ευχερέστερα όταν πρόκειται για κατιόντες ημεδαπών εργαζομένων παρά για κατιόντες διακινουμένων εργαζομένων.

26 Επομένως, στο εθνικό δικαστήριο επιβάλλεται να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1612/68 έχει την έννοια ότι μπορεί να το επικαλεστεί υπήκοος κράτους μέλους, πρώην υπάλληλος διεθνούς οργανισμού, προκειμένου να λάβει επίδομα υπέρ ενηλίκου μειονεκτούντος ατόμου, όπως προβλέπει η νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί, και το οποίο δεν είναι το κράτος καταγωγής του, προς όφελος κατιόντος τον οποίο συντηρεί, και ότι τυχόν προϋπόθεση αφορώσα την ιθαγένεια του δικαιούχου είναι ασυμβίβαστη προς την ανωτέρω διάταξη.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

27 Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε, με απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1991, το Arbeidshof te Brussel, αποφαίνεται:

1) Τα άρθρα 2 και 3 του κανονισμού (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1971, περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς, στους μη μισθωτούς και στα μέλη των οικογενειών τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, όπως τροποποιήθηκε και αναπροσαρμόστηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 2001/83 του Συμβουλίου, της 2ας Ιουνίου 1983, έχουν την έννοια ότι δεν μπορεί να τα επικαλεστεί κατιών, συντηρούμενος από ανιόντα που φέρει την ιδιότητα του διακινουμένου εργαζομένου, προκειμένου να αξιώσει την καταβολή επιδόματος υπέρ μειονεκτούντος ατόμου που προβλέπει η εθνική νομοθεσία ως προσωποπαγές δικαίωμα και όχι λόγω της ιδιότητάς του ως μέλους της οικογενείας του εργαζομένου.

2) Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Κοινότητας, έχει την έννοια ότι μπορεί να το επικαλεστεί υπήκοος κράτους μέλους, πρώην υπάλληλος διεθνούς οργανισμού, προκειμένου να λάβει το προβλεπόμενο από τη νομοθεσία του κράτους μέλους στο οποίο κατοικεί, και το οποίο δεν είναι το κράτος καταγωγής του, επίδομα υπέρ μειονεκτούντος ενηλίκου προς όφελος συντηρουμένου κατιόντος, και ότι τυχόν προϋπόθεση αφορώσα την ιθαγένεια του δικαιούχου είναι ασυμβίβαστη προς την ανωτέρω διάταξη.

Top