Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61991CJ0183

Απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουνίου 1993.
Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας.
Κρατικές ενισχύσεις - Απαλλαγή από την εισφορά επί των εσόδων από τις εξαγωγές - Αναζήτηση.
Υπόθεση C-183/91.

Συλλογή της Νομολογίας 1993 I-03131

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1993:233

61991J0183

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ 10ΗΣ ΙΟΥΝΙΟΥ 1993. - ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΚΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ. - ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ - ΑΠΑΛΛΑΓΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΦΟΡΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΞΑΓΩΓΕΣ - ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ. - ΥΠΟΘΕΣΗ C-183/91.

Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1993 σελίδα I-03131


Περίληψη
Διάδικοι
Σκεπτικό της απόφασης
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Διατακτικό

Λέξεις κλειδιά


++++

1. Προσφυγή λόγω παραβάσεως * Μη τήρηση αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με κρατική ενίσχυση * Απόφαση κατά της οποίας δεν ασκήθηκε προσφυγή ακυρώσεως * Αμυντικοί ισχυρισμοί * Αμφισβήτηση της νομιμότητας της αποφάσεως * Απαράδεκτο * Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως * Παραδεκτό

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 93 PAR 2, εδ. 1 και 2, και 173, εδ. 3)

2. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη * Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως * Ενίσχυση χορηγηθείσα υπό τη μορφή φορολογικής απαλλαγής * Δυνατότητα αναζητήσεως υπό μορφή διαφορετική της αντίθετης προς τις γενικές αρχές του συνταγματικού δικαίου αναδρομικής φορολογικής επιβαρύνσεως * Απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως * Δεν υφίσταται

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 93 PAR 2, εδ. 1)

3. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη * Αναζήτηση παράνομης ενισχύσεως * Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των προβλεπομένων στο άρθρο 93 της Συνθήκης κανόνων διαδικασίας * Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ενδεχομένως των αποδεκτών * Προστασία * Προϋποθέσεις και όρια

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρο 93 PAR 2, εδ. 1)

4. Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη * Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται ότι δεν συμβιβάζεται η ενίσχυση με την κοινή αγορά * Δυσχέρειες εκτελέσεως * Υποχρέωση συνεργασίας της Επιτροπής και του κράτους μέλους για την εξεύρεση λύσεως τηρουμένης της Συνθήκης

(Συνθήκη ΕΟΚ, άρθρα 5 και 93 PAR 2, εδ. 1)

Περίληψη


1. Μετά τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στο άρθρο 173, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης, κράτος μέλος δεν μπορεί πλέον να αμφισβητήσει το κύρος αποφάσεως που του απευθύνθηκε βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης, στο πλαίσιο της προσφυγής που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της ίδιας αυτής διατάξεως.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο μόνος αμυντικός ισχυρισμός που θα μπορούσε ακόμα να προβάλει κράτος μέλος κατά της προσφυγής λόγω παραβάσεως είναι ο ισχυρισμός της απόλυτης αδυναμίας ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως.

2. Η υποχρέωση αναζητήσεως κρατικής ενισχύσεως που έχει κηρυχθεί άκυρη αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της από την Επιτροπή, η οποία, κατά συνέπεια, αυτή καθ' εαυτή, δεν μπορεί να εξαρτάται από τη μορφή υπό την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση.

'Οταν ενίσχυση χορηγείται με τη μορφή φορολογικής απαλλαγής της οποίας έχει δεόντως διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας, το κράτος μέλος που υποχρεούται να προβεί στην αναζήτηση της ενισχύσεως αυτής δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η εν λόγω αναζήτηση προσκρούει σε απόλυτη αδυναμία λόγω του ότι πρέπει κατ' ανάγκη να λάβει τη μορφή αναδρομικής φορολογίας η οποία θα αντέβαινε στις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Πράγματι, το κράτος μέλος έχει απλώς την υποχρέωση να λάβει μέτρα, επιτάσσοντας τις επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν από την ενίσχυση, να καταβάλουν ποσά των οποίων το ύψος αντιστοιχεί προς το ποσό της φορολογικής απαλλαγής που τους χορηγήθηκε παρανόμως.

3. Καίτοι είναι αληθές ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα του αποδέκτη μιας παράνομης ενισχύσεως να επικαλεστεί εξαιρετικές περιστάσεις που γέννησαν δικαιολογημένα την εμπιστοσύνη του στον νόμιμο χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής, αντιθέτως, ένα κράτος μέλος, οι αρχές του οποίου χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 93 της Συνθήκης, δεν μπορεί να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων για να αποφύγει την υποχρέωση να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής που το διατάσσει να αναζητήσει την ενίσχυση. Πράγματι, μία τέτοια δυνατότητα θα απέληγε να αφαιρέσει από τις διατάξεις των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα, εφόσον οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν έτσι να στηριχθούν στη δική τους παράνομη συμπεριφορά για να εμποδίσουν την αποτελεσματικότητα των αποφάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή βάσει αυτών των διατάξεων της Συνθήκης.

4. Κράτος μέλος το οποίο, κατά την εκτέλεση αποφάσεως με την οποία διαπιστώθηκε ότι δεν συμβιβάζεται μία ενίσχυση με την κοινή αγορά, συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν έχει υπολογίσει η Επιτροπή μπορεί να θέτει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της εν λόγω αποφάσεως. Σε μία τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν, σύμφωνα με τον κανόνα που επιβάλλει στα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα το αμοιβαίο καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας, από το οποίο διαπνέεται συγκεκριμένα το άρθρο 5 της Συνθήκης, να συνεργαστούν καλόπιστα για να υπερκερασθούν οι δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις.

Διάδικοι


Στην υπόθεση C-183/91,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους Ξενοφώντα Α. Γιαταγάνα και Michel Nolin, μέλη της Νομικής Υπηρεσίας, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Nicola Annecchino, εκπρόσωπο της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

προσφεύγουσα,

κατά

Ελληνικής Δημοκρατίας, εκπροσωπούμενης από τον Φωκίωνα Π. Γεωργακόπουλο, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την Πρεσβεία της Ελλάδος, 177, Val-Ste-Croix,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή με την οποία ζητείται να αναγνωρισθεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, επειδή δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση 89/659/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 1989, περί των ενισχύσεων στις εξαγωγικές επιχειρήσεις υπό μορφή απαλλαγής από την έκτακτη εφάπαξ εισφορά επί του τμήματος των κερδών που αφορούν τα έσοδα από τις εξαγωγές (ΕΕ L 394, σ. 1), εισφορά που επιβλήθηκε με την υπουργική απόφαση Ε.3789/128, της 15ης Μαρτίου 1988, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Κ. Ν. Κακούρη, προεδρεύοντα, G. C. Rodriguez Iglesias, M. Zuleeg, προέδρους τμήματος, R. Joliet, J. C. Moitinho de Almeida, F. Grevisse, M. Diez de Velasco, P. J. G. Kapteyn και D. A. O. Edward, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: W. Van Gerven

γραμματέας: H. A. Ruehl, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των εκπροσώπων των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 2ας Φεβρουαρίου 1993,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Φεβρουαρίου 1993,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

Σκεπτικό της απόφασης


1 Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 15 Ιουλίου 1991, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων άσκησε, δυνάμει του άρθρου 93, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί να αναγνωριστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία, επειδή δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση 89/659/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 1989, περί των ενισχύσεων στις εξαγωγικές επιχειρήσεις υπό μορφή απαλλαγής από την έκτακτη εφάπαξ εισφορά επί του τμήματος των κερδών που αφορούν τα έσοδα από τις εξαγωγές (ΕΕ L 394, σ. 1), εισφορά που επιβλήθηκε με την υπουργική απόφαση Ε.3789/128, της 15ης Μαρτίου 1988, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

2 Με την απόφαση Ε.3789/128, που εκδόθηκε από τον Υπουργό Οικονομικών της Ελληνικής Δημοκρατίας στις 15 Μαρτίου 1988, επιβλήθηκε έκτακτη εφάπαξ εισφορά επί του συνολικού εισοδήματος ορισμένων επιχειρήσεων για το οικονομικό έτος 1987. Εντούτοις, το μέρος των κερδών που προερχόταν από εξαγωγές απαλλασσόταν δυνάμει του άρθρου 1, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως αυτής.

3 Με την προαναφερθείσα απόφαση 89/659 διαπιστώθηκε ο παράνομος χαρακτήρας των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 93, παράγραφος 3, της Συνθήκης, καθώς και το ασυμβίβαστό τους με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, και διατάχθηκε η άμεση τροποποίηση του καθεστώτος της έκτακτης εφάπαξ εισφοράς (άρθρο 1). Ομοίως, η Επιτροπή απαίτησε την αναζήτηση των ενισχύσεων από τις επιχειρήσεις που τις είχαν λάβει διά καταβολής του μέρους της εισφοράς που δεν είχε εισπραχθεί (άρθρο 2) καθώς και την ενημέρωσή της σχετικά με τα μέτρα που θα ελαμβάνοντο για συμμόρφωση με την απόφαση, καθώς και την υποβολή εκθέσεως για τα ποσά των ενισχύσεων και για τις επιχειρήσεις που υποχρεούνταν να προβούν στην επιστροφή (άρθρο 3).

4 Η Ελληνική Κυβέρνηση δεν προσέβαλε την απόφαση αυτή. Ούτε προέβη σε αναζήτηση των εν λόγω ενισχύσεων. Σε απάντηση στα διαδοχικά ερωτήματα της Επιτροπής σχετικά με την εκτέλεση της αποφάσεως, οι ελληνικές αρχές, με έγγραφα της 25ης Μαρτίου 1989 και της 19ης Μαρτίου 1990, γνωστοποίησαν στην Επιτροπή ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τον έκτακτο χαρακτήρα του καθεστώτος και την απόλυτη αδυναμία εφαρμογής της αποφάσεως. Μετά από πολλές συναντήσεις μεταξύ Επιτροπής και Ελληνικής Κυβερνήσεως, η Επιτροπή άσκησε την παρούσα προσφυγή.

5 Στην έκθεση ακροατηρίου εκτίθενται διεξοδικώς το ιστορικό της διαφοράς, η εξέλιξη της διαδικασίας, καθώς και οι ισχυρισμοί και τα επιχειρήματα των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

6 Η Επιτροπή προβάλλει την έλλειψη κάθε μέτρου εκτελέσεως της αποφάσεως και, κατά συνέπεια, τον αναμφισβήτητο χαρακτήρα της παραβάσεως.

7 Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η απόφαση της Επιτροπής είναι παράνομη και ότι υφίσταται απόλυτη αδυναμία εκτελέσεώς της.

8 Δεν αμφισβητείται ότι κανένα μέτρο δεν ελήφθη από την Ελληνική Δημοκρατία για την αναζήτηση της ενισχύσεως, όπως απαιτείται με την απόφαση 89/659.

9 Δεν αμφισβητείται επίσης ότι ούτε η Ελληνική Κυβέρνηση ούτε οι επιχειρήσεις που έτυχαν της απαλλαγής άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως, δυνάμει του άρθρου 173 της Συνθήκης, η οποία επομένως έχει καταστεί απρόσβλητη.

10 Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί πλέον να αμφισβητήσει το κύρος αποφάσεως που της απευθύνθηκε βάσει του άρθρου 93, παράγραφος 2, της Συνθήκης, μετά τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 173, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης (βλ. τις αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 1978, 156/77, Επιτροπή κατά Βελγίου, Rec. 1978, σ. 1881, και της 15ης Ιανουαρίου 1986, 52/84, Συλλογή 1986, σ. 89). Από την τελευταία αυτή ιδίως απόφαση προκύπτει ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, ο μόνος αμυντικός ισχυρισμός που θα μπορούσε ακόμα να προβάλει κράτος μέλος κατά της προσφυγής λόγω παραβάσεως είναι ο ισχυρισμός της απόλυτης αδυναμίας ορθής εκτελέσεως της αποφάσεως.

11 Συναφώς, η Ελληνική Κυβέρνηση προβάλλει κυρίως ότι η αναζήτηση θα ελάμβανε κατ' ανάγκη τη μορφή αναδρομικής φορολογικής επιβαρύνσεως, πράγμα που θα ήταν ασυμβίβαστο προς το άρθρο 78, παράγραφος 2, του Ελληνικού Συντάγματος. Κατά την Ελληνική Κυβέρνηση, το άρθρο αυτό αποτελεί έκφραση των γενικών αρχών που διέπουν τόσο την εσωτερική έννομη τάξη όσο και την κοινοτική τάξη, ειδικότερα δε των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

12 Η Ελληνική Κυβέρνηση υποστηρίζει επιπλέον ότι η ελάχιστη οικονομική σημασία της απαλλαγής, οι διοικητικές δυσκολίες προς διαχωρισμό των κερδών που προέρχονται από το ενδοκοινοτικό εμπόριο και αυτών που προέρχονται από τις εξαγωγές προς τις τρίτες χώρες, καθώς και το δυσανάλογο κόστος των μέτρων αναζητήσεως της ενισχύσεως καθιστούν αντιοικονομική και μη ορθολογική την ανάκτηση της εισφοράς.

13 Στο μέτρο που η Ελληνική Κυβέρνηση προβάλλει ότι η αναζήτηση της ενισχύσεως, όπως διατάχθηκε με την απόφαση της Επιτροπής, προσκρούει σε γενικές αρχές του δικαίου που αναγνωρίζονται από την κοινοτική έννομη τάξη, θέτει κατ' ανάγκη εκ νέου υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής. 'Ομως, όπως υπογραμμίζεται στη σκέψη 10 της παρούσας αποφάσεως, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να αμφισβητήσει το κύρος της αποφάσεως αυτής.

14 Κατά τα λοιπά, τα επιχειρήματα που προβάλλει συναφώς δεν είναι εν πάση περιπτώσει βάσιμα.

15 Πράγματι, προβάλλοντας ότι η αναζήτηση της ενισχύσεως δεν μπορεί παρά να λάβει τη μορφή αναδρομικής φορολογίας, αντίθετης προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, η Ελληνική Κυβέρνηση δεν λαμβάνει υπόψη τις συνέπειες που συνεπάγεται ο νομικός χαρακτηρισμός της επίμαχης φορολογικής απαλλαγής ως παράνομης ενισχύσεως.

16 'Οπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, η κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως διά της αναζητήσεώς της αποτελεί τη λογική συνέπεια της διαπιστώσεως του παρανόμου χαρακτήρα της (βλ., ιδίως, την απόφαση της 21ης Μαρτίου 1990, C-142/87, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-259, σκέψη 66). 'Ομως, η συνέπεια αυτή δεν μπορεί να εξαρτάται από τη μορφή υπό την οποία χορηγήθηκε η ενίσχυση.

17 'Οταν πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για ενίσχυση που χορηγείται με τη μορφή φορολογικής απαλλαγής της οποίας έχει δεόντως διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός, όπως προβάλλεται από την καθής κυβέρνηση, ότι η αναζήτηση της εν λόγω ενισχύσεως πρέπει κατ' ανάγκη να λάβει τη μορφή αναδρομικής φορολογίας η οποία, λόγω του χαρακτήρα της αυτού, προσκρούει σε απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως ενόψει ιδίως των γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου. Βάσει της προαναφερθείσας αποφάσεως 89/659, εναπόκειται απλώς στις ελληνικές αρχές να λάβουν μέτρα, επιτάσσοντας τις επιχειρήσεις που επωφελήθηκαν από την ενίσχυση να καταβάλουν ποσά των οποίων το ύψος αντιστοιχεί προς το ποσό της φορολογικής απαλλαγής που τους χορηγήθηκε παρανόμως.

18 Πρέπει να υπομνησθεί ακόμη ότι, καίτοι είναι αληθές ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η δυνατότητα του αποδέκτη μιας παράνομης ενισχύσεως να επικαλεστεί εξαιρετικές περιστάσεις που γέννησαν δικαιολογημένα την εμπιστοσύνη του στον νόμιμο χαρακτήρα της ενισχύσεως αυτής, αντιθέτως, ένα κράτος μέλος, οι αρχές του οποίου χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 93, δεν μπορεί να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων για να αποφύγει την υποχρέωση να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση αποφάσεως της Επιτροπής που το διατάσσει να αναζητήσει την ενίσχυση. Πράγματι, μία τέτοια δυνατότητα θα απέληγε να αφαιρέσει από τις διατάξεις των άρθρων 92 και 93 της Συνθήκης κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα, εφόσον οι εθνικές αρχές θα μπορούσαν έτσι να στηριχθούν στη δική τους παράνομη συμπεριφορά για να εμποδίσουν την αποτελεσματικότητα των αποφάσεων που εξέδωσε η Επιτροπή βάσει αυτών των διατάξεων της Συνθήκης (βλ. την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, C-5/89, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1990, σ. Ι-3437, σκέψεις 16 και 17).

19 Τέλος, όσον αφορά τα λοιπά επιχειρήματα που επικαλείται η Ελληνική Κυβέρνηση, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι το γεγονός ότι το κράτος προς το οποίο απευθύνεται η απόφαση δεν μπορεί να προβάλει, κατά προσφυγής όπως η παρούσα, άλλους ισχυρισμούς εκτός από την απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως δεν εμποδίζει το κράτος μέλος, το οποίο κατά την εκτέλεση μιας τέτοιας αποφάσεως συναντά δυσχέρειες που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν ή αντιλαμβάνεται ότι θα υπάρξουν συνέπειες που δεν έχει υπολογίσει η Επιτροπή, να θέτει τα προβλήματα αυτά στην κρίση της Επιτροπής, προτείνοντας κατάλληλες τροποποιήσεις της εν λόγω αποφάσεως. Σε μία τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή και το κράτος μέλος οφείλουν, σύμφωνα με τον κανόνα που επιβάλλει στα κράτη μέλη και τα κοινοτικά όργανα το αμοιβαίο καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας, από το οποίο διαπνέεται συγκεκριμένα το άρθρο 5 της Συνθήκης, να συνεργαστούν καλόπιστα για να υπερκερασθούν οι δυσκολίες, τηρουμένων πλήρως των διατάξεων της Συνθήκης, ιδίως δε εκείνων που αφορούν τις ενισχύσεις (βλ. την προαναφερθείσα απόφαση 52/84, Επιτροπή κατά Βελγίου, και της 2ας Φεβρουαρίου 1989, 94/87, Επιτροπή κατά Γερμανίας, Συλλογή 1989, σ. 175).

20 Εν προκειμένω, η καθής κυβέρνηση περιορίστηκε να ανακοινώσει στην Επιτροπή δυσκολίες νομικής και πρακτικής φύσεως που παρουσίαζε η εφαρμογή της αποφάσεως, χωρίς να προβεί σε καμία ενέργεια προς τις οικείες επιχειρήσεις, προκειμένου να ανακτήσει την ενίσχυση και χωρίς να προτείνει στην Επιτροπή εναλλακτικούς τρόπους εφαρμογής της αποφάσεως που θα καθιστούσαν δυνατή την υπερπήδηση των προβαλλομένων δυσχερειών.

21 Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η καθής κυβέρνηση δεν μπορεί βασίμως να προβάλει απόλυτη αδυναμία εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.

22 Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι πρέπει να διαπιστωθεί η παράβαση κατά το αίτημα της Επιτροπής.

Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα


Επί των δικαστικών εξόδων

23 Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι η καθής ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Διατακτικό


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

1) Η Ελληνική Δημοκρατία, επειδή δεν συμμορφώθηκε προς την απόφαση 89/659/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 1989, περί των ενισχύσεων στις εξαγωγικές επιχειρήσεις υπό μορφή απαλλαγής από την έκτακτη εφάπαξ εισφορά επί του τμήματος των κερδών που αφορούν τα έσοδα από τις εξαγωγές, εισφορά που επιβλήθηκε με την υπουργική απόφαση Ε. 3789/128, της 15ης Μαρτίου 1988, παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από τη Συνθήκη ΕΟΚ.

2) Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Top