Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61989CJ0034

Απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 1990.
Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.
Εκκαθάριση των λογαριασμών ΕΓΤΠΕ - Οικονομικό έτος 1986 - Αναζήτηση ενισχύσεων που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως.
Υπόθεση C-34/89.

Συλλογή της Νομολογίας 1990 I-03603

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1990:353

ΈΚΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠ' ΑΚΡΟΑΤΗΡΊΟΥ ΣΥΖΉΤΗΣΗ

στην υπόθεση C-34/89 ( *1 )

Ι — Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία

1. Νομικό πλαίσιο

α) Το σύστημα χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, αφορά τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93 ). Το άρθρο 1 προβλέπει ότι το τμήμα Εγγυήσεων του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (στο εξής: ΕΓΤΠΕ) χρηματοδοτεί τις επιστροφές κατά την εξαγωγή προς τρίτες χώρες και τις παρεμβάσεις για τη ρύθμιση των γεωργικών αγορών. Οι παρεμβάσεις αυτές επιχειρούνται, κατά το άρθρο 3 του κανονισμού, σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών.

Το άρθρο 4 ορίζει ότι τα κράτη μέλη υποδεικνύουν τις υπηρεσίες και τους οργανισμούς που εξουσιοδοτούν να πληρώνουν τις δαπάνες που προβλέπονται στο άρθρο 3. Οι ετήσιοι λογαριασμοί των υπηρεσιών και των οργανισμών αυτών, που διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη στην Επιτροπή, εκκαθαρίζονται από αυτήν κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β ). Τα κράτη μέλη της διαβιβάζουν επίσης τα αναγκαία για την εκκαθάριση αυτή έγγραφα.

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, επιβάλλει στα κράτη την υποχρέωση να λαμβάνουν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές τους διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να εξασφαλίσουν την πραγματοποίηση και την κανονικότητα των χρηματοδοτουμένων από το ταμείο πράξεων, να προλάβουν και να διώξουν πλημμέλειες και να ανακτήσουν τα απολεσθέντα εξαιτίας πλημμελειών ή αμελειών ποσά. Τα κράτη μέλη οφείλουν, εξάλλου, να ενημερώνουν την Επιτροπή για τα ληφθέντα προς τον σκοπό αυτό μέτρα και, ιδίως, για την πορεία των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 8 διευκρινίζεται ότι, σε περίπτωση μη πλήρους ανακτήσεως, οι οικονομικές συνέπειες των πλημμελειών ή αμελειών αναλαμβάνονται από την Κοινότητα, εκτός εκείνων που προκύπτουν από πλημμέλειες ή αμέλειες καταλογιστέες στα διοικητικά όργανα ή οργανισμούς των κρατών μελών. Τα ανακτηθέντα ποσά καταβάλλονται στις υπηρεσίες ή οργανισμούς που ενεργούν πληρωμές και οι οποίοι τα εγγράφουν ως απομείωση των χρηματοδοτουμένων από το ΕΓΤΠΕ δαπανών.

Ο κανονισμός ( ΕΟΚ ) 1723/72 της Επιτροπής, της 26ης Ιουλίου 1972, περί της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του τμήματος εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ (JO L 186, σ. 1), καθορίζει τις λεπτομέρειες σχετικά με τους ετήσιους λογαριασμούς που πρέπει να διαβιβάζονται στην Επιτροπή, ώστε να μπορέσει αυτή να εκδώσει την απόφαση περί εκκαθαρίσεως κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β), του κανονισμού 729/70. Το άρθρο 8, στοιχείο α ), του κανονισμού 1723/72 διευκρινίζει ότι η απόφαση αυτή πρέπει να περιέχει καθορισμό του ύψους των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν σε κάθε κράτος μέλος κατά τη διάρκεια του οικείου έτους και οι οποίες επιβαρύνουν το ΕΓΤΠΕ, τμήμα εγγυήσεων.

β) Οι ενισχύσεις για την παραγωγή ελαιολάδου

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 1562/78 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1978, περί τροποποιήσεως του κανονισμού 136/66/ΕΟΚ περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/021, σ. 248 ), θεσπίζει νέο σύστημα ενισχύσεων για την παραγωγή και την κατανάλωση ελαιολάδου εντός της Κοινότητας. Το άρθρο 5 του κανονισμού 136/66/ΕΟΚ αφορά την ενίσχυση για την παραγωγή. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού η ενίσχυση καθορίζεται κάθε έτος προ της 1ης Αυγούστου για την περίοδο εμπορίας που αρχίζει το επόμενο έτος. Η παράγραφος 4 ορίζει ότι το Συμβούλιο καθορίζει τους γενικούς κανόνες εφαρμογής του άρθρου 5.

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 2753/78 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1978, θεσπίζει τους γενικούς κανόνες σχετικά με την ενίσχυση για την παραγωγή ελαιολάδου για την περίοδο 1978/1979. Κατά το άρθρο 12 του κανονισμού 2753/78, τα κράτη μέλη μπορούν να καταβάλλουν, από της υποβολής της αιτήσεως ενισχύσεως, προκαταβολή στις οργανώσεις παραγωγών η προκαταβολή αυτή δεν μπορεί να υπερβαίνει το 70 ο/ο του ύψους της ζητούμενης ενισχύσεως. Ανάλογες διατάξεις περιέχονται στους κανονισμούς που εφαρμόστηκαν στις περιόδους 1979/1980, 1980/1981, 1981/1982, 1982/1983 και 1983/1984 [βλέπε, αντίστοιχα, τους κανονισμούς ( ΕΟΚ ) 2378/79 (JO L 274, σ. 3), (ΕΟΚ) 2529/80 ( JO L 259, σ. 3 ), ( ΕΟΚ ) 2990/81 ( ΕΕ L 299, σ. 17 ), ( ΕΟΚ ) 2959/82 ( ΕΕ L 309, σ.30 ) και ( ΕΟΚ ) 2893/83 ( ΕΕ L 285, σ.13 ) ].

2. Τα πραγματικά περιονατικά

Ο ιταλικός οργανισμός παρεμβάσεως ΑΙΜΑ κατέβαλε προκαταβολές επί της ενισχύσεως για την παραγωγή ελαιολάδου για τις περιόδους 1978/1979 μέχρι 1983/1984. Αποδείχθηκε ότι, για τις περιόδους αυτές, οι προκαταβολές ήταν ανώτερες από τις πράγματι οφειλόμενες ενισχύσεις, συνεπεία μειώσεως των ποσοτήτων λαδιού που μπορούσαν να τύχουν ενισχύσεως. Το ποσό που καταβλήθηκε αχρεωστήτως ανερχόταν σε 10410055894 ιταλικές λίρες (LIT) και αφορούσε μεγάλο αριθμό αιτήσεων (94094), πολλές από τις οποίες αφορούσαν ασήμαντα ποσά. Λόγω του πλήθους των αιτήσεων, ο ΑΙΜΑ αντιμετώπισε δυσκολίες κατά την αναζήτηση του εν λόγω ποσού, έτσι ώστε να καθυστερήσει η κίνηση των διαδικασιών αναζητήσεως.

Στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως των λογαριασμών για το οικονομικό έτος 1983 οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν ελέγχους στον ΑΙΜΑ στα τέλη του 1985. Οι υπηρεσίες αυτές διαπίστωσαν ότι ο υπολογισμός και η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών ενισχύσεων δεν ήταν ικανοποιητικοί. Με τηλέτυπο της 29ης Ιουλίου 1986 η Επιτροπή κάλεσε τις ιταλικές αρχές να της παράσχουν πληροφορίες συναφώς.

Τα υπόλοιπα που έπρεπε να αναζητηθούν αποτέλεσαν επίσης αντικείμενο υπηρεσιακού εγγράφου της Επιτροπής της 15ης Απριλίου 1988 σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών του τμήματος Εγγυήσεων του ΕΓΤΠΕ για το οικονομικό έτος 1986. Στο έγγραφο αυτό,που απευθυνόταν προς τις ιταλικές αρχές, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διαπιστώνουν ότι οι οικείοι παραγωγοί δεν ειδοποιήθηκαν ακόμη για τα ποσά που πρέπει να επιστρέψουν και γνωστοποιούν ότι επιφυλάσσονται να προτείνουν στην Επιτροπή διόρθωση της εκκαθαρίσεως. Η στάση αυτή αντικατοπτρίζεται στη συνοπτική έκθεση της 15ης Ιουνίου 1988, που αποκλείει την επιβάρυνση του ΕΓΤΠΕ με τα ποσά που πρέπει να αναζητηθούν.

Το Ιταλικό Υπουργείο Γεωργίας απάντησε με έγγραφο της 18ης Ιουνίου 1988 στο έγγραφο της Επιτροπής της 15ης Απριλίου 1988. Στο έγγραφό του αναφέρει ότι οι διαδικασίες αναζητήσεως είχαν εν τω μεταξύ κινηθεί. Από τις 20 μέχρι τις 22 Ιουνίου 1988 οι ιταλικές αρχές άνοιξαν, πράγματι, τρέχοντα λογαριασμό για την αποστολή 94094 συστημένων επιστολών προς τους παραγωγούς. Οι επιστολές αυτές απεστάλησαν πράγματι στο τέλος του εν λόγω μήνα. Το Ιταλικό Υπουργείο Γεωργίας ενημέρωσε την Επιτροπή για την αποστολή αυτή με έγγραφα της 28ης και της 30ής Ιουνίου 1988.

Οι απαντήσεις αυτές δεν οδήγησαν, ωστόσο, την Επιτροπή σε τροποποίηση της συνοπτικής εκθέσεως της 15ης Ιουνίου 1988 προς την επιθυμούμενη από τις ιταλικές αρχές κατεύθυνση. Η απόφαση 88/630/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών που αφορούν τις δαπάνες που έχουν χρηματοδοτηθεί από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1986 (ΕΕ L 353, σ. 30) αποκλείει, συνεπώς, την επιβάρυνση του ΕΓΤΠΕ με τις 10410055894 LIT που αντιστοιχούν στα ποσά που πρέπει να αναζητηθούν.

Οι διαδικασίες αναζητήσεως στην Ιταλία κατέληξαν, εν τω μεταξύ, στην επιστροφή 2 δισεκατομμυρίων LIT. Μεγάλος αριθμός δικών εκκρεμεί, ωστόσο, κατόπιν των αμφισβητήσεων που διατυπώθηκαν από πολλούς ενδιαφερομένους.

II — Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Φεβρουαρίου 1989 η Ιταλική Κυβέρνηση άσκησε την παρούσα προσφυγή κατά της αποφάσεως 88/630.

Η προσφυγή είχε ως σκοπό, καταρχάς, τη μερική ακύρωση αυτής της αποφάσεως, κατά το μέτρο που αποκλείει την επιβάρυνση του ΕΓΤΠΕ όχι μόνο με το ποσό των 10410055894 LIT, ως προς τα ποσά που έπρεπε να αναζητηθούν στον τομέα του ελαιολάδου, αλλά επίσης και με το ποσό των 54186548420 ιταλικών λιρετών, ως προς ορισμένα αντισταθμίσματα σε οργανώσεις παραγωγών στον τομέα των οπωρολαχανικών. Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 1989 η Ιταλική Κυβέρνηση γνωστοποίησε ότι παραιτείται από το δεύτερο σκέλος της προσφυγής της που αφορά τα αντισταθμίσματα. Κατά τα λοιπά, η διαδικασία διεξήχθη κανονικά.

Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή και μετά από ακρόαση του γενικού εισαγγελέα το Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία χωρίς προηγούμενη διεξαγωγή αποδείξεων.

Η Ιταλική Κυβέρνηση ζητεί από το Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση 88/630 της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών που αφορούν τις δαπάνες που έχουν χρηματοδοτηθεί από το ΕΓΤΠΕ, τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1986, κατά το μέτρο που αποκλείει την επιβάρυνση του εν λόγω ταμείου με το ποσό των 10410055894 LIT, κατά την εκκαθάριση των λογαριασμών που διαβιβάστηκαν από την Ιταλική Δημοκρατία για τις δαπάνες του οικονομικού έτους 1986 ή με ποσό κατώτερο θεωρούμενο ως ορθό'

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη'

να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

III — Λόγοι ακυρώσεως και επιχειρήματα των διαδίκων

Η Ιταλική Κυβέρνηοη θεωρεί ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής είναι αντίθετη προς το άρθρο 8 του προαναφερθέντος κανονισμού 729/70. Το εν λόγω άρθρο παραπέμπει στις εθνικές διατάξεις για την αναζήτηση των ποσών που απολέσθηκαν συνεπεία πλημμελειών ή αμελειών. Οι ισχύουσες στην Ιταλία εθνικές διατάξεις επιτρέπουν στις ιταλικές αρχές να ενεργήσουν την αναζήτηση των κακώς εισπραχθέντων ποσών εντός της συνήθους δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση οι προθεσμίες αυτές ασφαλώς δεν είχαν παρέλθει κατά τον χρόνο συντάξεως της συνοπτικής εκθέσεως και αποστολής των συστημένων επιστολών.

Ουδείς κοινοτικός κανόνας υποχρεώνει τις εθνικές αρχές να κινούν διαδικασίες αναζητήσεως σε διάστημα συντομότερο από το προβλεπόμενο στις ισχύουσες εθνικές διατάξεις. Από την απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Νοεμβρίου 1987, Ιταλική Δημοκρατία κατά Επιτροπής (343/85, Συλλογή 1987, σ. 4711) δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη τέτοιου κανόνα. Η Ιταλική Κυβέρνηση γνωρίζει ότι κατά την απόφαση αυτή, έλεγχοι που δεν πραγματοποιήθηκαν εμπροθέσμως μπορούν να καταστούν αδύνατοι μετά από ορισμένο χρόνο, λόγω περιστάσεων όπως η παύση της ( επιχειρηματικής ) δραστηριότητας ή η απώλεια λογιστικών εγγράφων. Η διαπίστωση αυτή δεν έχει, ωστόσο, σημασία εν προκειμένω. Τα περιστατικά που έδωσαν αφορμή στην προαναφερθείσα απόφαση αφορούν, πράγματι, κοινοτική ρύθμιση επιβάλλουσα προθεσμία, ενώ, εν προκειμένω, η κοινοτική ρύθμιση παραπέμπει ακριβώς στις εθνικές διατάξεις.

Η παραπομπή στο άρθρο 190 της κανονιστικής αποφάσεως περί διαχειρίσεως της περιουσίας και περί γενικού λογιστηρίου του κράτους ( regolamento per Ι' amministrazione del patrimonio e per la contabilità generale dello Stato RD 827 της 23ης Μαΐου 1924, Suppi. GU 129 της 3.6.1924) στερείται επίσης σημασίας εν προκειμένω. Η διάταξη αυτή, που επιβάλλει στους εφόρους την τήρηση μηνιαίας προθεσμίας από την πάροδο της προθεσμίας εξοφλήσεως του χρέους αφορά την ευθύνη των δημοσίων υπαλλήλων. Δεν υφίσταται, επομένως, καμμιά σχέση μεταξύ του άρθρου 190 της ανωτέρω κανονιστικής αποφάσεως και της παρούσας υποθέσεως.

Η Ιταλική Κυβέρνηση παρατηρεί, τέλος, ότι, εν πάση περιπτώσει, τήρησε την προθεσμία της 30ής Ιουνίου 1988 που όρισε η Επιτροπή για την κοινοποίηση της αποδείξεως περί της πραγματικής αποστολής των συστημένων επιστολών. Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα έγγραφα που της διαβιβάστηκαν πριν από την πάροδο της προθεσμίας αυτής.

Η Επιτροπή θεωρεί ότι η καθυστέρηση επί τέσσερα ώς δέκα έτη της κινήσεως των διαδικασιών αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών κατά τις περιόδους 1978/1979 μέχρι 1983/1984 συνιστούν αμέλεια της οποίας οι χρηματοοικονομικές συνέπειες επιβαρύνουν το κράτος. Η πραγματική αναζήτηση των ποσών αυτών κατέστη περίπλοκη ή αδύνατη μετά τη σώρευση των καθυστερήσεων αυτών. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε συναφώς στην προαναφερθείσα απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1987.

Η Ιταλική Κυβέρνηση δεν μπορεί, εξάλλου, να δικαιολογήσει την αμέλεια της, επικαλούμενη τις προθεσμίες παραγραφής που ισχύουν στην Ιταλία. Το άρθρο 190 της ανωτέρω κανονιστικής αποφάσεως RD 827 της.23ης Μαΐου 1924, ακόμη και αν δεν εφαρμόζεται άμεσα εν προκειμένω, δείχνει ότι στην ιταλική έννομη τάξη ισχύουν προθεσμίες συντομότερες από τις προθεσμίες παραγραφής.

Η Επιτροπή θεωρεί, εξάλλου, ότι η έννοια της αμέλειας που περιέχεται στο άρθρο 8 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 729/70 πρέπει να καθορίζεται ανεξάρτητα από την παράβαση συγκεκριμένου νομικού κανόνα. Η έννοια αυτή πρέπει να εκτιμηθεί σε σχέση με τη συμπεριφορά του « συνετού οικογενειάρχη ». Ο επιμελής δανειστής δεν περιμένει, όμως, την τελευταία ημέρα της προθεσμίας παραγραφής για να ζητήσει την εξόφληση του χρέους.

Ρ. J. G. Kapteyn

εισηγητής δικαστής


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΊΟΥ

της 11ης Οκτωβρίου 1990 ( *1 )

Στην υπόθεση C-34/89,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον καθηγητή Luigi Ferrari Bravo, προϊστάμενο του τμήματος διπλωματικών διαφορών του Υπουργείου των Εξωτερικών, επικουρούμενο από τον Oscar Fiumara, avvocato dello Stato, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο την πρεσβεία της Ιταλίας, 5, rue Marie-Adélaïde,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον νομικό της σύμβουλο Giuliano Marenco, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον Guido Berardis, μέλος της νομικής της υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 88/630/ΕΟΚ, της 29ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών που αφορούν τις δαπάνες που έχουν χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων ( ΕΓΤΠΕ ), τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1986 (ΕΕ L 353, σ. 30),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Ο. Due, Πρόεδρο, G. F. Mancini, Τ. F. O'Higgins, J. C. Moitinho de Almeida και Diez de Velasco, προέδρους τμήματος, F. Α. Schockvveiler, F. Grévisse, M. Zuleeg και P. J. G. Kapteyn, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs

γραμματέας: D. Louterman, κύρια υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Ιουνίου 1990, κατά την οποία η Ιταλική Δημοκρατία εκπροσωπήθηκε από τον Oscar Fiumara, avvocato delo Stato, και η Επιτροπή από τον Giuliano Marenco, νομικό σύμβουλο,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 12ης Ιουλίου 1990,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1

Με δικόγραφο που κατέθεσε στη γραμματεία του Δικαστηρίου στις 9 Φεβρουαρίου 1989, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε, δυνάμει του άρθρου 173, πρώτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ, προσφυγή με την οποία ζητεί τη μερική ακύρωση της αποφάσεως 88/630/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 1988, σχετικά με την εκκαθάριση των λογαριασμών των κρατών μελών που αφορούν τις δαπάνες που έχουν χρηματοδοτηθεί από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων ( ΕΓΤΠΕ ), τμήμα Εγγυήσεων, για το οικονομικό έτος 1986 ( ΕΕ L 353, σ. 30 ), κατά το μέτρο που η απόφαση αυτή αποκλείει την επιβάρυνση του ΕΓΤΠΕ με το ποσό των 10410055894 ιταλικών λιρών ( LIT) που καταβλήθηκε από τις ιταλικές αρχές σε ορισμένους παραγωγούς ελαιολάδου υπό μορφή προκαταβολών επί της ενισχύσεως για την παραγωγή κατά τα έτη 1978 μέχρι 1984.

2

Με την προσφυγή ζητήθηκε, καταρχάς, η ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως κατά το μέτρο που απέκλεισε επίσης την επιβάρυνση του ΕΓΤΠΕ με το ποσό των 54186548420 LIT που αφορούσε ορισμένα αντισταθμίσματα για τις οργανώσεις παραγωγών στον τομέα των οπωρολαχανικών. Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 1989 η Ιταλική Κυβέρνηση γνωστοποίησε ότι παραιτείται από το κεφάλαιο της προσφυγής σχετικά με τις αντισταθμίσεις.

3

Ο κανονισμός 136/66/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Σεπτεμβρίου 1966, περί δημιουργίας κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (JO 172, σ. 3025), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό ( ΕΟΚ ) 1562/78 του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1978 ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/021, σ. 248 ), θεσπίζει σύστημα ενισχύσεων για την παραγωγή και κατανάλωση ελαιολάδου εντός της Κοινότητας. Το άρθρο 5 του κανονισμού 136/66/ΕΟΚ προβλέπει ότι η ενίσχυση για την παραγωγή καθορίζεται κάθε έτος προ της 1ης Αυγούστου για την περίοδο εμπορίας που αρχίζει το επόμενο έτος. Το άρθρο 12 του κανονισμού ( ΕΟΚ ) 2753/78 του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 1978, με τον οποίο θεσπίστηκαν για την περίοδο 1978/1979 οι γενικοί κανόνες για την ενίσχυση για την παραγωγή ελαιολάδου (JO L 331, σ. 10), επιτρέπει στα κράτη μέλη να καταβάλλουν στις οργανώσεις παραγωγών προκαταβολή μη υπερβαίνουσα το 70 ο/ο του ύψους της ενισχύσεως που ζητήθηκε. Ανάλογες διατάξεις περιέχονταν στους κανονισμούς που εφαρμόστηκαν στις περιόδους 1979/1980, 1980/1981, 1981/1982, 1982/1983 και 1983/1984.

4

Ο ιταλικός οργανισμός παρεμβάσεως ΑΙΜΑ κατέβαλε, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, προκαταβολές επί της ενισχύσεως για την παραγωγή ελαιολάδου για τις περιόδους 1978/1979 μέχρι 1983/1984. Αποδείχθηκε ότι για τις περιόδους αυτές οι προκαταβολές υπερέβαιναν τις πράγματι οφειλόμενες ενισχύσεις, λόγω της μειώσεως των ποσοτήτων ελαιολάδου που μπορούσαν να τύχουν ενισχύσεως. Το άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής ( ΕΕ ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93 ), επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση αναζητήσεως της διαφοράς μεταξύ της προκαταβολής και της πράγματι οφειλομένης ενισχύσεως. Οι δύο πρώτες παράγραφοι του άρθρου αυτού έχουν ως εξής:

« 1.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν, σύμφωνα με τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις, τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να:

εξασφαλίσουν την πραγματοποίηση και την κανονικότητα των χρηματοδοτούμενων από το ταμείο πράξεων,

προλάβουν και διώξουν ανωμαλίες,

ανακτήσουν τα απολεσθέντα εξαιτίας πλημμελειών ή αμελειών ποσά.

Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή για τα ληφθέντα μέτρα προς τον σκοπό αυτό και ιδίως για την πορεία των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών.

2.

Σε περίπτωση μη πλήρους ανακτήσεως, οι οικονομικές συνέπειες των πλημμελειών ή αμελειών αναλαμβάνονται από την Κοινότητα, εκτός εκείνων που προκύπτουν από πλημμέλειες ή αμέλειες καταλογιστέες στα διοικητικά όργανα ή οργανισμούς των κρατών μελών.

Τα ανακτηθέντα ποσά καταβάλλονται στις υπηρεσίες ή οργανισμούς που ενεργούν πληρωμές, οι οποίοι τα εγγράφουν ως απομείωση των χρηματοδοτουμενων από το ταμείο δαπανών. »

5

Κατά τους ελέγχους που διενεργήθηκαν στον ΑΙΜΑ το 1985 οι υπηρεσίες της Επιτροπής οδηγήθηκαν στη διαπίστωση ότι ο υπολογισμός και η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών της ενισχύσεως δεν ήταν ικανοποιητικοί. Η Επιτροπή πληροφόρησε σχετικά τις ιταλικές αρχές με τηλετύπημα της 29ης Ιουλίου 1986, καλώντας τες να παράσχουν επειγόντως πληροφορίες συναφώς. Οι εν λόγω αρχές ανταποκρίθηκαν, στις 28 Ιουνίου 1988, πληροφορώντας την Επιτροπή ότι άρχιζε η αποστολή επιστολών σχετικών με την αναζήτηση των υπερβολικών ενισχύσεων προς τους δικαιούχους των ενισχύσεων. Εν τω μεταξύ η Επιτροπή είχε ωστόσο συντάξει τη συνοπτική της έκθεση της 15ης Ιουνίου 1988 για το οικονομικό έτος 1986, όπου προτεινόταν να μην επιβαρυνθεί το ΕΓΤΠΕ με τα ποσά που έπρεπε να αναζητηθούν, διότι οι καθυστερήσεις της διαδικασίας αναζητήσεως ήταν απαράδεκτες. Η στάση της Επιτροπής συγκεκριμενοποιήθηκε τελικά με την επίδικη απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 1988.

6

Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία, καθώς και οι λόγοι ακυρώσεως και οι ισχυρισμοί των διαδίκων. Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται κατωτέρω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για τη συλλογιστική του Δικαστηρίου.

7

Η Ιταλική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ουδείς κοινοτικός κανόνας υποχρεώνει τις εθνικές αρχές να κινούν διαδικασίες αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθέντων εντός προθεσμίας συντομότερης της συνήθους προθεσμίας παραγραφής που προβλέπεται από τις ισχύουσες εθνικές διατάξεις, η οποία, εν προκειμένω, είναι δεκαετής. Κατά την Ιταλική Κυβέρνηση η προθεσμία αυτή δεν είχε παρέλθει, όταν απεστάλησαν οι επιστολές σχετικά με την αναζήτηση στα τέλη Ιουνίου 1988.

8

Η Επιτροπή θεωρεί, αντίθετα, ότι καθυστερήσεις τεσσάρων μέχρι δέκα ετών για την κίνηση των διαδικασιών αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών για τις περιόδους 1978/1979 και 1983/1984 συνιστούν αμέλεια κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 729/70, της οποίας οι χρηματοοικονομικές συνέπειες επιβαρύνουν το κράτος.

9

Πρέπει να υπογραμμιστεί συναφώς ότι το άρθρο 8 του κανονισμού 729/70 διακρίνει, στις δύο πρώτες παραγράφους, δύο είδη σχέσεων. Η πρώτη, που αφορά τις σχέσεις μεταξύ των οργανισμών παρεμβάσεως και των συναλλασσομένων, διέπεται, κατά την πρώτη πρόταση της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, από το εθνικό δίκαιο, εντός των ορίων που επιβάλλει η τήρηση του κοινοτικού δικαίου ( βλέπε, ιδίως, απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1983, Deutsche Milchkontor κατά Γερμανίας, 205/82 έως 215/82, Συλλογή 1983, σ. 2633 ).

10

Το δεύτερο είδος σχέσεων που ενδιαφέρει εν προκειμένω αφορά τις σχέσεις μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής. Οι σχέσεις αυτές δεν αφορούν τη χορήγηση ενισχύσεων ούτε την αναζήτηση υπερβολικών καταβολών αυτές καθεαυτές, αλλά το ζήτημα αν η αντίστοιχη χρηματοοικονομική επιβάρυνση επιβαρύνει το οικείο κράτος μέλος ή την Κοινότητα. Η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα, που έχει άμεσες συνέπειες στον κοινοτικό προϋπολογισμό, δεν μπορεί να καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο, που διαφέρει στα κράτη μέλη, αλλά πρέπει να προσφέρεται από το κοινοτικό δίκαιο. Θα ήταν, πράγματι, αντίθετο προς τον ενιαίο χαρακτήρα της κοινής γεωργικής πολιτικής και προς τον κοινοτικό προϋπολογισμό να μπορούν τα κράτη μέλη να μεταβάλλουν τις χρηματοοικονομικές συνέπειες αυτής της πολιτικής ανάλογα με τους εθνικούς τους κανόνες, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων περί προθεσμιών.

11

Από αυτό συνάγεται ότι η ευθύνη για τις αμέλειες κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 729/70, στο πλαίσιο των σχέσεων μεταξύ κρατών μελών και Επιτροπής, πρέπει να καθορίζεται από το κοινοτικό δίκαιο. Το δίκαιο αυτό επιβάλλει διάφορες υποχρεώσεις στα κράτη μέλη και την Επιτροπή, όσον αφορά τις ρυθμίσεις που μπορούν να έχουν χρηματοοικονομικές συνέπειες.

12

Τα κράτη μέλη πρέπει, καταρχάς, να τηρούν τη γενική υποχρέωση επιμέλειας του άρθρου 5 της Συνθήκης ΕΟΚ, όπως συγκεκριμενοποιείται στις δύο πρώτες παραγράφους του προαναφερθέντος άρθρου 8, όσον αφορά τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής. Η υποχρέωση αυτή συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη πρέπει να λαμβάνουν αμελλητί μέτρα προς αποκατάσταση των πλημμελειών. Πράγματι, μετά την πάροδο ορισμένου χρόνου, υπάρχει κίνδυνος η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών να καταστεί περίπλοκη ή αδύνατη, λόγω ορισμένων περιστάσεων, όπως, ιδίως, η παύση των (επιχειρηματικών) δραστηριοτήτων ή η απώλεια λογιστικών εγγράφων. Το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί συναφώς σε διαφορετικό πλαίσιο ( βλέπε απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 1987, Ιταλία κατά Επιτροπής, 343/85, Συλλογή 1987, σ. 4711 ).

13

Οι συνθήκες αυτές ανακύπτουν, ιδίως, όταν ένα κράτος μέλος αναμένει, όπως εν προκειμένω, τέσσερα έως δέκα έτη μέχρι να κινήσει τις διαδικασίες αναζητήσεως των αχρεωστήτως καταβληθέντων. Είναι, επομένως, φανερό ότι οι ιταλικές αρχές δεν ενήργησαν με τη δέουσα επιμέλεια.

14

Ο βέβαιος και προβλεπτός χαρακτήρας των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ Επιτροπής και κρατών μελών συνιστά, κατά παγία νομολογία (βλέπε, τελευταία, την απόφαση της 27ης Μαρτίου 1990, Ιταλία κατά Επιτροπής, C-10/88, Συλλογή 1990, σ. I-1229 ), τη δεύτερη απαίτηση. Αν η Επιτροπή θέλει να προσδώσει χρηματοοικονομικά αποτελέσματα στην αδράνεια ή την παράλειψη των εθνικών αρχών κατά την εκτέλεση των κοινοτικών τους υποχρεώσεων, όπως επιβάλλονται με το άρθρο 8 του κανονισμού 729/70, η βεβαιότητα και το προβλεπτό των χρηματοοικονομικών σχέσεων απαιτούν από την Επιτροπή να αναφέρει σαφώς αυτό που τους προσάπτει και να συναγάγει τις χρηματοοικονομικές συνέπειες της παραβάσεως μόνο μετά πάροδο εύλογης προθεσμίας.

15

Δεν μπορεί να προσαφθεί, εν προκειμένω, στην Επιτροπή ότι παραβίασε τις αρχές αυτές της χρηστής διοικήσεως. Πράγματι, από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής είχαν ήδη επισημάνει καθυστερήσεις στις διαδικασίες αναζητήσεως κατά τους ελέγχους στον ΑΙΜΑ το 1985 και ότι, ήδη πριν από τη σύνταξη της συνοπτικής εκθέσεως, η Επιτροπή είχε ειδοποιήσει τις ιταλικές αρχές, με έγγραφο της 15ης Απριλίου 1988, για την πρόθεση της να μην επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το επίδικο ποσό των 10410055894 LIT.

16

Πρέπει να παρατηρηθεί, τέλος, ότι οι ιταλικές αρχές λογικά δεν μπορούσαν να αγνοούν ότι η αδράνεια τους μπορούσε να έχει χρηματοοικονομικές επιπτώσεις.

17

Από τις προαναφερθείσες σκέψεις προκύπτει ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε η Ιταλική Δημοκρατία είναι αβάσιμοι και ότι, επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Επί των δικαστικών εξόδων

18

Κατά το άρθρο 69, παράγραφος 2, του κανονισμού διαδικασίας ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Επειδή η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε κατά κύριο λόγο, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, εκτός εκείνων που αντιστοιχούν στην αιτίαση από την οποία παραιτήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης και ως προς την οποία οι διάδικοι συμφώνησαν να φέρει ο καθένας τα δικαστικά του έξοδα.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ

αποφασίζει:

 

1)

Απορρίπτει την προσφυγή.

 

2)

Καταδικάζει την Ιταλική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα, εκτός αυτών που αντιστοιχούν στην αιτίαση από την οποία παραιτήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης.

 

Due

Mancini

O'Higgins

Moitinho de Almeida

Diez de Velasco

Schockweiler

Grévisse

Zuleeg

Kapteyn

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Οκτωβρίου 1990.

Ο γραμματέας

J.-G. Giraud

Ο Πρόεδρος

Ο. Due


( *1 ) Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.

Top