EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 61977CJ0009

Απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1977.
Bavaria Fluggesellschaft Schwabe & Co. KG και Germanair Bedarfsluftfahrt GmbH & Co. KG κατά Eurocontrol.
Αιτήσεις για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως: Bundesgerichtshof - Γερμανία.
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις 9 και 10/77.

Αγγλική ειδική έκδοση 1977 00457

ECLI identifier: ECLI:EU:C:1977:132

ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 14ης Ιουλίου 1977 ( *1 )

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 9/77 και 10/77,

που έχουν ως αντικείμενο αιτήσεις του Bundesgerichtshof, τμήμα VIII, προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογή του άρθρου 3 του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 για την ερμηνεία από το Δικαστήριο της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, με τις οποίες ζητείται, στο πλαίσιο των διαφορών που εκκρεμούν ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ:

1)

Bavaria Fluggesellschaft Schwabe & Co. KG, Μόναχο, υπόθεση 9/77,

2)

Germanair Bedarfsluftfahrt GmbH & Co. KG, Φρανκφούρτη επί του Μάιν, υπόθεση 10/77,

κατά

Ευρωπαϊκής Οργανώσεως για την Ασφάλεια της Αεροπλοΐας (Eurocontrol),

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 27 Σεπτεμβρίου 1968,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους Η. Kutscher, πρόεδρο, Α. Μ. Donner και P. Pescatore προέδρους τμήματος, J. Mertens de Wilmars, Μ. Sørensen, Α. J. Mackenzie Stuart, A. O'Keeffe, G. Bosco και A. Touffait, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Η. Mayras

γραμματέας: Α. Van Houtte

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

(το μέρος που περιέχει τα περιστατικά παραλείπεται)

Σκεπτικό

1

Το Bundesgerichtshof, με Διάταξη της 22ας Δεκεμβρίου 1976, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 25 Ιανουαρίου 1977, υπέβαλε κατά το άρθρο 3 του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971«για την ερμηνεία από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (εφεξής: Σύμβαση) το ερώτημα αν κατά το άρθρο 56 της Συμβάσεως, οι συνθήκες και οι συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 55 συνεχίζουν να παράγουν αποτελέσματα ως προς αποφάσεις, οι οποίες, χωρίς να εμπίπτουν στο άρθρο 1, παράγραφος 2 της Συμβάσεως, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της.

2

Το ερώτημα ανέκυψε στο πλαίσιο δύο διαδικασιών, στις οποίες πρόκειται για την εκτέλεση δύο αποφάσεων του Tribunal de commerce de Bruxelles στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας· οι αποφάσεις αφορούν αξιώσεις πληρωμής που προβάλλει η Eurocontrol κατά της Bavaria και της Germanair λόγω τελών που οφείλουν για τη χρησιμοποίηση εγκαταστάσεων και υπηρεσιών της Eurocontrol. Στην απόφασή του της 14ης Οκτωβρίου 1976 στην υπόθεση 29/76 (Lufttransport-Unternehmen GmbH & Co. KG κατά Eurocontrol, Slg. 1976, σ. 1541) το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί προδικαστικού ερωτήματος του Oberlandesgericht Düsseldorf (του Ντύσελντορφ), που ανέκυψε στο πλαίσιο εκκρεμούσας διαφοράς ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου με αντικείμενο απαίτηση της ίδιας φύσεως όπως η εν προκειμένω, ως εξής:

«1.

Ο όρος αστικές και εμπορικές υποθέσεις ως προς την εφαρμογή της Συμβάσεως της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ιδίως του τίτλου III, δεν πρέπει να ερμηνεύεται κατά το δίκαιο οιουδήποτε των συμβαλλομένων κρατών, αλλ' αντιθέτως πρέπει εν προκειμένω να λαμβάνονται υπόψη οι σκοποί και η οικονομία της Σύμβασης, καθώς και οι γενικές αρχές του δικαίου που απορρέουν από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων.

2.

Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως οι δικαστικές αποφάσεις που εκδίδονται στο πλαίσιο διαφορών μεταξύ δημοσίων αρχών και ιδιωτών, στις οποίες η δημόσια αρχή ενεργεί σε συνάρτηση με την άσκηση δημόσιας εξουσίας.»

Το Bundesgerichtshof υπέβαλε το ερώτημά του ενόψει ιδίως αυτής της αποφάσεως του Δικαστηρίου και της συμβάσεως μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Βασιλείου του Βελγίου που υπογράφηκε στη Βόννη στις 30 Ιουνίου 1958«για την αμοιβαία αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, διαιτητικών αποφάσεων και δημόσιων εγγράφων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Ζητείται προπάντων να διευκρινιστεί αν και κατά πόσο οι νομικές έννοιες που διευκρίνισε το Δικατήριο στο πλαίσιο της Συμβάσεως είναι ενδεχομένως δεσμευτικές για τα εθνικά δικαστήρια κατά την εφαρμογή διμερούς συμβάσεως, όπως της αμέσως προαναφερθείσας, σε θέματα που εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως. Από τις Διατάξεις περί παραπομπής συνάγεται ότι στο γερμανικό δίκαιο το ζήτημα αν μια διαφορά αφορά αστική ή εμπορική υπόθεση, προκειμένου να αναγνωριστεί και να εκτελεστεί αλλοδαπή απόφαση, κρίνεται παραδοσιακά βάσει του δικαίου του κράτους της αποφάσεως.

3

Η Σύμβαση, κατά το άρθρο της 55, «αντικαθιστά τις (…) μεταξύ δύο ή περισσότερων συμβαλλομένων κρατών συμβάσεις». Μεταξύ αυτών των συμβάσεων αναφέρει η εν λόγω διάταξη στην έκτη περίπτωση την προαναφερθείσα γερμανοβελγική σύμβαση της 30ής Ιουνίου 1958. Το άρθρο 56, παράγραφος 1 της Συμβάσεως διευκρινίζει εντούτοις σαφώς ότι οι συμβάσεις αυτές «συνεχίζουν να παράγουν αποτελέσματα στα θέματα στα οποία η παρούσα σύμβαση δεν εφαρμόζεται». Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, «η Σύμβαση εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις»· αντιθέτως η γερμανοβελγική σύμβαση της 30ής Ιουνίου 1958, όπως ορίζεται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, ρυθμίζει την αναγνώριση των «αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» βάσει του ιδιαίτερου συστήματος αυτής της συμβάσεως.

4

Το Δικαστήριο καθόρισε στην ήδη αναφερθείσα απόφασή του της 14ης Οκτωβρίου 1976 το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως ως προς αποφάσεις αυτού του είδους, θεωρώντας την έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις» ως αυτοτελή έννοια και όχι ως παραπομπή στο εσωτερικό δίκαιο ενός οποιουδήποτε από τα κράτη μέλη. Με την ερμηνεία αυτή επιδιώκεται να διασφαλιστεί στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου το ότι από τη Σύμβαση συνάγονται για τα κράτη μέλη και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα ίδια και ενιαία δικαιώματα και υποχρεώσεις. Η αρχή της ασφάλειας δικαίου στην κοινοτική έννομη τάξη και οι στόχοι της Συμβάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 220 της Συνθήκης που αποτελεί το έρεισμά της, απαιτούν την σε όλα τα κράτη μέλη ενιαία εφαρμογή των νομικών εννοιών και νομικών χαρακτηρισμών που διαμορφώνει το Δικαστήριο στο πλαίσιο της Συμβάσεως.

5

Για το λόγο αυτό τα εθνικά δικαστήρια δεν πρέπει να εφαρμόζουν τη Σύμβαση για να αναγνωρίσουν ή να εκτελέσουν αποφάσεις οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της, όπως αυτό έχει καθοριστεί από το Δικαστήριο. Αντιθέτως δεν υφίσταται κώλυμα για να εφαρμοστεί στις ίδιες αυτές αποφάσεις μία από τις ιδιαίτερες συμβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 55 της Συμβάσεως, η οποία ενδεχομένως ρυθμίζει την αναγνώριση και εκτέλεση αυτών των αποφάσεων. Οι συμβάσεις αυτές συνεχίζουν, όπως αναγνωρίζει το άρθρο 56, παράγραφος 1, της Συμβάσεως, να παράγουν αποτελέσματα ως προς αποφάσεις, στις οποίες δεν εφαρμόζεται η Σύμβαση. Δεδομένου ότι κατά το άρθρο 1 του πρωτοκόλλου της 3ης Ιουνίου 1971 στο Δικαστήριο παρασχέθηκε μόνο η αρμοδιότητα περί ερμηνείας της Συμβάσεως, αποτελεί αποκλειστικώς έργο των εθνικών δικαστηρίων να αποφαίνονται επί της εκτάσεως εφαρμογής των συμβάσεων αυτών ως προς αποφάσεις, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως. Η αρμοδιότητα που έχει εν προκειμένω αφεθεί στα εθνικά δικαστήρια δικαιολογείται ακόμη περισσότερο καθόσον η συμπληρωματική εφαρμογή των διμερών αυτών συμβάσεων συντελεί στην επίτευξη του επιδιωκόμενου από την Σύμβαση στόχου να διευκολυνθεί η αναγνώριση και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών.

6

Η απάντηση επομένως που πρέπει να δοθεί έχει ως εξής: Το άρθρο 56, παράγραφος 1 της Συμβάσεως δεν αποτελεί εμπόδιο, ώστε διμερής σύμβαση, όπως η αναφερόμενη στο άρθρο 55, έκτη περίπτωση, γερμανοβελγική σύμβαση να εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα ως προς αποφάσεις, οι οποίες χωρίς να εμπίπτουν στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της Συμβάσεως, δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως.

7

Το συμπέρασμα αυτό μπορεί βεβαίως να έχει ως συνέπεια ότι η ίδια διατύπωση στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση και σε μια διμερή σύμβαση μπορεί να ερμηνευτεί κατά διαφορετικό τρόπο, αυτό όμως πρέπει να αναχθεί στις διαφορετικές συστηματικές αλληλουχίες, στο πλαίσιο των οποίων χρησιμοποιείται η έκφραση «αστικές και εμπορικές υποθέσεις». Στο πλαίσιο μιας τέτοιας διμερούς συμβάσεως μπορεί η αποδοχή του χαρακτηρισμού, στον οποίο προέβη το δικαστήριο που αποφάνθηκε πρώτο από τα δικαστήρια άλλου κράτους να οδηγήσει πρακτικώς σε ορθά αποτελέσματα ενόψει της αμοιβαίας ανεξαρτησίας των εθνικών δικαστηρίων.

Αντιθέτως, στο πλαίσιο ενός συστήματος όπως αυτό της Συμβάσεως, η ερμηνεία της οποίας έχει ανατεθεί σε δικαιοδοτικό όργανο που είναι κοινό για όλα τα μέρη, η μέθοδος αυτή θα είχε ως συνέπεια ανεπιθύμητες αποκλίσεις.

 

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε το Bundesgerichtshof με Διατάξεις της 22ας Δεκεμβρίου 1976, αποφαίνεται:

 

Το άρθρο 56, παράγραφος 1, της Συμβάσεως δεν αποτελεί εμπόδιο, ώστε διμερής σύμβαση, όπως η αναφερόμενη στο άρθρο 55, έκτη περίπτωση, γερμανοβελγική σύμβαση, να εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα ως προς αποφάσεις, οι οποίες χωρίς να εμπίπτουν στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της Συμβάσεως, δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως.

 

Kutscher

Donner

Pescatore

Mertens de Wilmars

Sørensen

Mackenzie Stuart

O'Keeffe

Bosco

Touffait

Κρίθηκε από το Δικαστήριο στο Λουξεμβούργο στις 14 Ιουλίου 1977.

Δημοσιεύτηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Ιουλίου 1977.

Kutscher

Donner

Pescatore

Mertens de Wilmars

Sørensen

Mackenzie Stuart

O'Keeffe

Bosco

Touffait

Ο γραμματέας

Α. Van Houtte

Ο Πρόεδρος

Η. Kutscher


( *1 ) Γλώοσα διαδικασίας: η γερμανική.

Top