Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52022PC0209

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών

COM/2022/209 final

Βρυξέλλες, 11.5.2022

COM(2022) 209 final

2022/0155(COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

{SEC(2022) 209 final} - {SWD(2022) 209 final} - {SWD(2022) 210 final}


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Αιτιολόγηση και στόχοι της πρότασης

Η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (UNCRC) και το άρθρο 24 παράγραφος 2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) 1 κατοχυρώνουν ως δικαιώματα την προστασία και τη φροντίδα του υπέρτατου συμφέροντος και της καλής διαβίωσης των παιδιών. Το 2021 η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού υπογράμμισε ότι τα δικαιώματα αυτά πρέπει να προστατεύονται εξίσου στο ψηφιακό περιβάλλον 2 . Η προστασία των παιδιών, τόσο εντός όσο και εκτός διαδικτύου, αποτελεί προτεραιότητα της Ένωσης.

Τουλάχιστον ένα στα πέντε παιδιά πέφτει θύμα σεξουαλικής βίας κατά τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας 3 . Σε παγκόσμια μελέτη του 2021 διαπιστώθηκε ότι περισσότερα από ένα στα τρία πρόσωπα που απάντησαν είχαν κληθεί να προβούν σε άσεμνες σεξουαλικές πράξεις στο διαδίκτυο κατά τη διάρκεια της παιδικής τους ηλικίας, και πάνω από τα μισά είχαν βιώσει κάποια μορφή διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών 4 . Τα παιδιά με αναπηρίες αντιμετωπίζουν ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο να υποστούν σεξουαλική βία: έως και το 68 % των κοριτσιών και το 30 % των αγοριών με διανοητικές ή αναπτυξιακές αναπηρίες υφίσταται σεξουαλική κακοποίηση πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του 5 . Το υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών είναι προϊόν σωματικής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ο εντοπισμός και η αναφορά του είναι απαραίτητα για την πρόληψη της παραγωγής και της διάδοσης του εν λόγω υλικού και αποτελούν μέσο ζωτικής σημασίας για τον εντοπισμό των θυμάτων του και την παροχή βοήθειας σ’ αυτά. Η πανδημία έχει εκθέσει τα παιδιά σε σημαντικά υψηλότερο βαθμό ανεπιθύμητων προσεγγίσεων στο διαδίκτυο, συμπεριλαμβανομένης της άγρας παιδιών με σκοπό τη σεξουαλική κακοποίηση. Παρά το γεγονός ότι η σεξουαλική κακοποίηση και η σεξουαλική εκμετάλλευση παιδιών και το υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών είναι ποινικοποιημένα σε ολόκληρη την ΕΕ με την οδηγία για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών 6 , η οποία εγκρίθηκε το 2011, είναι σαφές ότι η ΕΕ εξακολουθεί να μην προστατεύει τα παιδιά από το να πέφτουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, και ότι η διαδικτυακή διάσταση αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση.

Ως εκ τούτου, στις 24 Ιουλίου 2020 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη στρατηγική της ΕΕ για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών 7 , η οποία παραθέτει ολοκληρωμένη απάντηση στην αυξανόμενη απειλή της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών τόσο στο διαδίκτυο όσο και εκτός αυτού, βελτιώνοντας την πρόληψη, τη διερεύνηση και την παροχή βοήθειας στα θύματα. Περιλαμβάνει οκτώ πρωτοβουλίες για τη θέσπιση ισχυρού νομικού πλαισίου για την προστασία των παιδιών και για τη διευκόλυνση της συντονισμένης προσέγγισης μεταξύ των πολλών φορέων που συμμετέχουν στην προστασία και τη στήριξη των παιδιών. Οι πρωτοβουλίες αυτές έχουν ως στόχο να εντοπίσουν τα νομοθετικά κενά και να διασφαλίσουν ότι η νομοθεσία της ΕΕ επιτρέπει την αποτελεσματική αντίδραση, ενισχύει τις προσπάθειες επιβολής του νόμου σε εθνικό και σε ενωσιακό επίπεδο, επιτρέπει στις χώρες της ΕΕ να προστατεύουν καλύτερα τα παιδιά μέσω της πρόληψης, προωθεί τις προσπάθειες της βιομηχανίας για τη διασφάλιση της προστασίας των παιδιών κατά τη χρήση των υπηρεσιών που προσφέρει, και βελτιώνει την προστασία των παιδιών παγκοσμίως μέσω πολυμερούς συνεργασίας. Αυτή η ειδική στρατηγική συνοδεύεται από άλλες συμπληρωματικές προσπάθειες. Στις 24 Μαρτίου 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την ολοκληρωμένη στρατηγική της ΕΕ για τα δικαιώματα του παιδιού, στην οποία προτείνονται ενισχυμένα μέτρα για την προστασία των παιδιών από κάθε μορφή βίας, συμπεριλαμβανομένης της διαδικτυακής κακοποίησης. Επιπλέον, καλεί τις εταιρείες να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για τον εντοπισμό, την αναφορά και την αφαίρεση παράνομου διαδικτυακού περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένου υλικού διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, από τις πλατφόρμες και τις υπηρεσίες τους. Η προτεινόμενη ευρωπαϊκή διακήρυξη σχετικά με τα ψηφιακά δικαιώματα και τις ψηφιακές αρχές για την ψηφιακή δεκαετία 8 περιλαμβάνει επίσης δέσμευση για την προστασία όλων των παιδιών από παράνομο περιεχόμενο, εκμετάλλευση, χειραγώγηση και κακοποίηση στο διαδίκτυο, καθώς και για την πρόληψη της χρήσης του ψηφιακού χώρου για τη διάπραξη ή τη διευκόλυνση εγκλημάτων 9 .  

Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας ή διαπροσωπικών επικοινωνιών (στο εξής: πάροχοι) διαδραματίζουν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο. Η υπεύθυνη και επιμελής συμπεριφορά τους είναι απαραίτητη για ένα ασφαλές, προβλέψιμο και αξιόπιστο διαδικτυακό περιβάλλον και για την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη. Η κυκλοφορία εικόνων και βίντεο σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, η οποία έχει αυξηθεί δραματικά με την ανάπτυξη του ψηφιακού κόσμου, διαιωνίζει τη βλάβη που υφίστανται τα θύματα, ενώ επίσης οι δράστες έχουν βρει, μέσω αυτών των υπηρεσιών, νέες οδούς πρόσβασης σε παιδιά και εκμετάλλευσής τους.

Ορισμένοι πάροχοι ήδη χρησιμοποιούν οικειοθελώς στις υπηρεσίες τους τεχνολογίες για τον εντοπισμό, την αναφορά και την αφαίρεση υλικού διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ωστόσο, τα μέτρα που λαμβάνονται από τους παρόχους ποικίλλουν σε μεγάλο βαθμό, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των αναφορών προέρχεται από μικρό αριθμό παρόχων, ενώ σημαντικός αριθμός παρόχων δεν λαμβάνει μέτρα. Η ποιότητα και η συνάφεια των αναφορών που λαμβάνουν οι αρχές επιβολής του νόμου της ΕΕ από παρόχους διαφέρουν επίσης σημαντικά. Παρ’ όλ’ αυτά, οργανώσεις όπως το Εθνικό Κέντρο των ΗΠΑ για τα αγνοούμενα παιδιά και τα παιδιά που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης (NCMEC), στο οποίο οι πάροχοι των ΗΠΑ υποχρεούνται να υποβάλλουν αναφορές βάσει της νομοθεσίας των ΗΠΑ όταν υποπίπτει στην αντίληψή τους περίπτωση σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στις υπηρεσίες τους, έλαβαν πάνω από 21 εκατομμύρια αναφορές το 2020, εκ των οποίων πάνω από 1 εκατομμύριο αφορούσαν κράτη μέλη της ΕΕ. Το πλέον πρόσφατο αριθμητικό στοιχείο σχετικά με την υποβολή αναφορών για το 2021 δείχνει περαιτέρω αύξηση, που πλησιάζει το όριο των 30 εκατομμυρίων 10 .

Παρά τη σημαντική συμβολή ορισμένων παρόχων, οι εθελοντικές ενέργειες έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς για την αντιμετώπιση της κατάχρησης διαδικτυακών υπηρεσιών με σκοπό τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Κατά συνέπεια, αρκετά κράτη μέλη έχουν αρχίσει να καταρτίζουν και να θεσπίζουν εθνικούς κανόνες για την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Όπως καταδεικνύει η έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων που συνοδεύει την παρούσα πρόταση, αυτό έχει ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη αποκλινουσών εθνικών απαιτήσεων, οι οποίες με τη σειρά τους οδηγούν σε μεγαλύτερο κατακερματισμό της ψηφιακής ενιαίας αγοράς υπηρεσιών 11 . Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητοι ενιαίοι ενωσιακοί κανόνες για τον εντοπισμό, την αναφορά και την αφαίρεση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, προκειμένου να συμπληρωθεί ο νόμος για τις ψηφιακές υπηρεσίες και να αρθούν τα υφιστάμενα εμπόδια στην ψηφιακή ενιαία αγορά και να αποτραπεί η διάδοσή τους 12 . Η αντιμετώπιση του κινδύνου κατακερματισμού μέσω της παρούσας πρότασης πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ανάγκη διασφάλισης των θεμελιωδών δικαιωμάτων των παιδιών στη φροντίδα και την προστασία της καλής διαβίωσης, της ψυχικής υγείας και του υπέρτατου συμφέροντός τους, και να στηρίζει το γενικό δημόσιο συμφέρον για την αποτελεσματική πρόληψη, διερεύνηση και δίωξη της διάπραξης του σοβαρού εγκλήματος της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Ως εκ τούτου, για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων και σε ανταπόκριση στις εκκλήσεις του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η παρούσα πρόταση επιδιώκει τη θέσπιση σαφούς και εναρμονισμένου νομικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Επιδιώκει να παράσχει ασφάλεια δικαίου στους παρόχους όσον αφορά τις ευθύνες τους να αξιολογούν και να μετριάζουν τους κινδύνους και, όπου απαιτείται, να εντοπίζουν, να αναφέρουν και να αφαιρούν την εν λόγω κακοποίηση στις υπηρεσίες τους με τρόπο που να συνάδει με τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη και ως γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ. Στο πλαίσιο της καταπολέμησης της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών όπως εκδηλώνεται στο διαδίκτυο, διακυβεύονται σημαντικά δικαιώματα και συμφέροντα σε όλες τις πλευρές. Ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επιτευχθεί θεμιτή ισορροπία μεταξύ των μέτρων για την προστασία των παιδιών-θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους και, συνεπώς, να επιτευχθούν σημαντικοί στόχοι γενικού κοινωνικού συμφέροντος, και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των άλλων χρηστών και των παρόχων.

Επομένως, η παρούσα πρόταση καθορίζει στοχευμένα μέτρα τα οποία είναι αναλογικά προς τον κίνδυνο κατάχρησης μιας δεδομένης υπηρεσίας με σκοπό τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και υπόκεινται σε αυστηρές προϋποθέσεις και διασφαλίσεις. Επιδιώκει επίσης να διασφαλίσει ότι οι πάροχοι μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους, με τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (στο εξής: Κέντρο της ΕΕ), το οποίο θα διευκολύνει και θα στηρίζει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και, ως εκ τούτου, θα συμβάλλει στην άρση των εμποδίων στην εσωτερική αγορά, ιδίως σε σχέση με τις υποχρεώσεις των παρόχων δυνάμει του παρόντος κανονισμού να εντοπίζουν τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, να την αναφέρουν και να αφαιρούν το υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ειδικότερα, το Κέντρο της ΕΕ θα προβεί στη δημιουργία, τη συντήρηση και τη λειτουργία βάσεων δεδομένων με δείκτες για τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, τις οποίες οι πάροχοι θα πρέπει να χρησιμοποιούν για να συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις εντοπισμού. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω βάσεις δεδομένων θα πρέπει να είναι έτοιμες πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού. Για να διασφαλιστεί αυτό, η Επιτροπή έχει ήδη διαθέσει χρηματοδότηση στα κράτη μέλη για να βοηθήσει στην προετοιμασία των εν λόγω βάσεων δεδομένων. Το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει επίσης να εκτελεί ορισμένα συμπληρωματικά καθήκοντα, όπως η παροχή συνδρομής στις αρμόδιες εθνικές αρχές κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και η παροχή στήριξης στα θύματα σε σχέση με τις υποχρεώσεις των παρόχων. Θα πρέπει επίσης να χρησιμοποιεί την κεντρική του θέση για να διευκολύνει τη συνεργασία και την ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειρογνωσίας, μεταξύ άλλων για τους σκοπούς της τεκμηριωμένης χάραξης πολιτικής και της πρόληψης. Η πρόληψη αποτελεί προτεραιότητα στις προσπάθειες της Επιτροπής για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Συνέπεια με τις ισχύουσες διατάξεις στον τομέα πολιτικής

Η παρούσα πρόταση υλοποιεί τις δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν στο πλαίσιο της στρατηγικής της ΕΕ για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ιδίως να προτείνει νομοθεσία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, μεταξύ άλλων απαιτώντας από τους παρόχους να εντοπίζουν γνωστό υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, και να εργαστεί για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Το ισχύον νομικό πλαίσιο της ΕΕ στον τομέα αυτό αποτελείται από τη νομοθεσία της Ένωσης για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, όπως η οδηγία για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/1232 για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο 13 , ο οποίος εφαρμόζεται έως τις 3 Αυγούστου 2024 (στο εξής: προσωρινός κανονισμός).

Με τη θέσπιση της υποχρέωσης των παρόχων να εντοπίζουν, να αναφέρουν, να αποκλείουν την πρόσβαση σε και να αφαιρούν υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από τις υπηρεσίες τους, η πρόταση επιτρέπει τη βελτίωση του εντοπισμού, της διερεύνησης και της δίωξης αδικημάτων στο πλαίσιο της οδηγίας για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Η προτεινόμενη νομοθεσία συμπληρώνει τη νέα ευρωπαϊκή στρατηγική για ένα διαδίκτυο καλύτερα προσαρμοσμένο στα παιδιά 14 , η οποία αποσκοπεί στη δημιουργία ασφαλών ψηφιακών εμπειριών για τα παιδιά και στην προώθηση της ψηφιακής ενδυνάμωσης.

Το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να συνεργάζεται στενά με την Ευρωπόλ. Θα λαμβάνει τις αναφορές των παρόχων, θα τις ελέγχει με σκοπό την αποτροπή αναφοράς προφανών ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων και θα τις διαβιβάζει στην Ευρωπόλ, καθώς και στις εθνικές αρχές επιβολής του νόμου. Εκπρόσωπος της Ευρωπόλ θα συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου της ΕΕ. Με τη σειρά του, εκπρόσωπος του Κέντρου της ΕΕ μπορεί να συμμετέχει στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπόλ, ώστε να διασφαλίζεται περαιτέρω η αποτελεσματική συνεργασία και ο συντονισμός.

Η προτεινόμενη νομοθεσία συμβάλλει επίσης στην επίτευξη των στόχων που ορίζονται σε διάφορες πράξεις του διεθνούς δικαίου. Σχετικά με το θέμα αυτό συναφείς είναι η σύμβαση του Lanzarote του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης 15 , η οποία έχει κυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ και θεσπίζει ελάχιστες απαιτήσεις όσον αφορά το ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, την παροχή συνδρομής στα θύματα και τα προγράμματα παρέμβασης, καθώς και η Σύμβαση της Βουδαπέστης του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο 16 , η οποία έχει κυρωθεί από όλα σχεδόν τα κράτη μέλη της ΕΕ και απαιτεί από τα μέρη να ποινικοποιήσουν ορισμένες πράξεις που σχετίζονται με υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Συνέπεια με άλλες πολιτικές της Ένωσης

Η πρόταση βασίζεται στον γενικό κανονισμό για την προστασία δεδομένων 17 (ΓΚΠΔ). Στην πράξη, οι πάροχοι τείνουν να επικαλούνται διάφορους λόγους επεξεργασίας που προβλέπονται στον ΓΚΠΔ για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που είναι εγγενής στον οικειοθελή εντοπισμό και την αναφορά της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Η πρόταση θεσπίζει σύστημα στοχευμένων εντολών εντοπισμού και καθορίζει τις προϋποθέσεις για τον εντοπισμό, παρέχοντας μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου για τις εν λόγω ενέργειες. Όσον αφορά τις υποχρεωτικές ενέργειες εντοπισμού που περιλαμβάνουν επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η πρόταση, ιδίως οι εντολές εντοπισμού που εκδίδονται βάσει αυτής, καθορίζει, ως εκ τούτου, τον λόγο για την εν λόγω επεξεργασία που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του ΓΚΠΔ, το οποίο προβλέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση βάσει του δικαίου της Ένωσης ή του δικαίου κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας.

Η πρόταση καλύπτει, μεταξύ άλλων, τους παρόχους που προσφέρουν υπηρεσίες διαπροσωπικών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, ως εκ τούτου, υπόκεινται στις εθνικές διατάξεις για την εφαρμογή της οδηγίας για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες 18 και της προτεινόμενης αναθεώρησής της που βρίσκεται επί του παρόντος υπό διαπραγμάτευση 19 . Τα μέτρα που προβλέπονται στην πρόταση περιορίζουν από ορισμένες απόψεις το πεδίο εφαρμογής των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις σχετικές διατάξεις της εν λόγω οδηγίας, και συγκεκριμένα σε σχέση με τις δραστηριότητες που είναι απολύτως αναγκαίες για την εκτέλεση των εντολών εντοπισμού. Εν προκειμένω, η πρόταση συνεπάγεται την κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 15 παράγραφος 1 της εν λόγω οδηγίας.

Η πρόταση συνάδει επίσης με την οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο και την πρόταση πράξης για τις ψηφιακές υπηρεσίες 20 , επί των οποίων επιτεύχθηκε πρόσφατα προσωρινή πολιτική συμφωνία μεταξύ των συννομοθετών 21 . Ειδικότερα, η πρόταση θεσπίζει ειδικές απαιτήσεις για την καταπολέμηση συγκεκριμένων μορφών παράνομων δραστηριοτήτων που διεξάγονται και παράνομου περιεχομένου που ανταλλάσσεται στο διαδίκτυο, σε συνδυασμό με ένα σύνολο διασφαλίσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα συμπληρώνει το γενικό πλαίσιο που θα προβλέπει η πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες όταν εγκριθεί. Η πρόταση βασίζεται στο οριζόντιο πλαίσιο της πράξης για τις ψηφιακές υπηρεσίες, το χρησιμοποιεί ως βάση, όπου είναι δυνατόν, και προβλέπει πιο συγκεκριμένους κανόνες, όπου απαιτείται, ιδίως για την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Για παράδειγμα, ορισμένοι πάροχοι ενδέχεται να υπόκεινται σε γενικότερη υποχρέωση εκτίμησης των συστημικών κινδύνων που σχετίζονται με τη χρήση των υπηρεσιών τους στο πλαίσιο της πράξης για τις ψηφιακές υπηρεσίες, καθώς και σε συμπληρωματική υποχρέωση να διενεργούν ειδική εκτίμηση των κινδύνων διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο πλαίσιο της παρούσας πρότασης. Οι εν λόγω πάροχοι μπορούν να βασιστούν στη γενικότερη εκτίμηση κινδύνου κατά τη διενέργεια της ειδικότερης εκτίμησης κινδύνου και, με τη σειρά τους, οι ειδικοί κίνδυνοι που εντοπίζονται για τα παιδιά στις υπηρεσίες τους σύμφωνα με την ειδική εκτίμηση κινδύνου στο πλαίσιο της παρούσας πρότασης μπορούν να λαμβάνονται υπόψη στη λήψη γενικότερων μέτρων μετριασμού που θα χρησιμεύουν επίσης για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες.

Η οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο και η πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες απαγορεύουν στα κράτη μέλη να επιβάλλουν στους παρόχους ενδιάμεσων υπηρεσιών γενικές υποχρεώσεις παρακολούθησης ή ενεργού αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που υποδεικνύουν παράνομη δραστηριότητα. Ενώ το ακριβές πλαίσιο αυτής της απαγόρευσης που απευθύνεται στα κράτη μέλη καθίσταται σαφές μόνο σταδιακά, ο προτεινόμενος κανονισμός αποσκοπεί στη συμμόρφωση με την υποκείμενη απαίτηση δίκαιης εξισορρόπησης των διακυβευόμενων επίμαχων συγκρουόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων, η οποία αποτελεί τη βάση της εν λόγω απαγόρευσης, λαμβάνοντας υπόψη το ειδικό πλαίσιο της καταπολέμησης της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και τη σημασία του διακυβευόμενου δημόσιου συμφέροντος. Αυτό επιτυγχάνεται, ιδίως, με τη στόχευση του πεδίου εφαρμογής των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους παρόχους που διατρέχουν κίνδυνο και με τον καθορισμό ενός συνόλου σαφών και προσεκτικά ισορροπημένων κανόνων και διασφαλίσεων, μεταξύ άλλων μέσω σαφούς καθορισμού των επιδιωκόμενων στόχων, του είδους του οικείου υλικού και των οικείων δραστηριοτήτων, μιας προσέγγισης με βάση τον κίνδυνο, του πεδίου εφαρμογής και της φύσης των σχετικών υποχρεώσεων, των κανόνων που διέπουν την προσφυγή και των σχετικών μηχανισμών εποπτείας και διαφάνειας. Περιλαμβάνει επίσης ισχυρά μέτρα για τη διευκόλυνση και τη στήριξη της εφαρμογής και, ως συνέπεια, τη μείωση του φόρτου για τους παρόχους υπηρεσιών.

Για την επίτευξη των κύριων στόχων της, η πρόταση βοηθά επίσης τα θύματα. Ως εκ τούτου, ο προτεινόμενος κανονισμός συνάδει με την οδηγία για τα δικαιώματα των θυμάτων ως οριζόντια πράξη για τη βελτίωση της πρόσβασης των θυμάτων στα δικαιώματά τους 22 .

2.ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ

Νομική βάση

Η νομική βάση στην οποία στηρίζεται η ανάληψη δράσης στον εν λόγω τομέα είναι το άρθρο 114 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Το άρθρο προβλέπει τη θέσπιση μέτρων για τη διασφάλιση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Το άρθρο 114 αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση για έναν κανονισμό που επιδιώκει την εναρμόνιση των απαιτήσεων που επιβάλλονται στους παρόχους σχετικών διαδικτυακών υπηρεσιών στην ψηφιακή ενιαία αγορά. Όπως προαναφέρθηκε, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται φραγμοί στην ψηφιακή ενιαία αγορά υπηρεσιών μετά τη θέσπιση, από ορισμένα κράτη μέλη, διαφορετικών εθνικών κανόνων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Ο προτεινόμενος κανονισμός αποσκοπεί στην εξάλειψη των υφιστάμενων αποκλίσεων και αποτρέπει την εμφάνιση μελλοντικών εμποδίων που θα προέκυπταν από την περαιτέρω ανάπτυξη τέτοιων εθνικών κανόνων. Δεδομένου του εγγενούς διασυνοριακού χαρακτήρα της παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών, η έλλειψη δράσης της ΕΕ που θα άφηνε περιθώριο για ένα κανονιστικό πλαίσιο κατακερματισμένο σε εθνικό επίπεδο θα συνεπαγόταν επιβάρυνση για τους παρόχους που θα έπρεπε να συμμορφώνονται με αποκλίνοντα σύνολα εθνικών κανόνων και θα δημιουργούσε άνισους όρους για τους παρόχους σε ολόκληρη την ΕΕ, καθώς και πιθανά κενά.

Επικουρικότητα

Σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, δράση της ΕΕ μπορεί να αναληφθεί μόνον εάν οι επιδιωκόμενοι στόχοι δεν μπορούν να επιτευχθούν από τα κράτη μέλη αν αυτά ενεργούσαν μεμονωμένα, αλλά μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης.

Ο στόχος της διασφάλισης ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τους παρόχους σε ολόκληρη την ψηφιακή ενιαία αγορά, με παράλληλη λήψη μέτρων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, δεν μπορεί να επιτευχθεί από τα κράτη μέλη μεμονωμένα. Όπως αναφέρθηκε, τα κράτη μέλη έχουν αρχίσει να επιβάλλουν απαιτήσεις στους παρόχους για την αντιμετώπιση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ακόμη και τα κράτη μέλη που δεν έχουν ακόμη θεσπίσει τέτοιες απαιτήσεις εξετάζουν σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό το ενδεχόμενο λήψης εθνικών μέτρων για τον σκοπό αυτό. Ωστόσο, οι καλυπτόμενοι πάροχοι συνήθως δραστηριοποιούνται ή ενδέχεται να επιθυμούν να δραστηριοποιηθούν σε διασυνοριακό επίπεδο, συχνά σε επίπεδο ΕΕ. Ως εκ τούτου, οι εθνικές απαιτήσεις που επιβάλλονται στους εν λόγω παράγοντες της αγοράς για την αντιμετώπιση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αυξάνουν τον κατακερματισμό στην ψηφιακή ενιαία αγορά και συνεπάγονται σημαντικό κόστος συμμόρφωσης για τους παρόχους, ενώ δεν είναι επαρκώς αποτελεσματικές λόγω του διασυνοριακού χαρακτήρα των οικείων υπηρεσιών.

Μόνο η ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ μπορεί να επιτύχει τον στόχο της εξάλειψης των φραγμών στην ψηφιακή ενιαία αγορά για τις οικείες υπηρεσίες, της ενίσχυσης της ασφάλειας δικαίου για τους παρόχους και της μείωσης του κόστους συμμόρφωσης, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι οι απαιτήσεις που επιβάλλονται στους παράγοντες της αγοράς για την αντιμετώπιση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών είναι αποτελεσματικές λόγω της ομοιόμορφης εφαρμογής τους σε διασυνοριακό επίπεδο σε ολόκληρη την ΕΕ. Ως εκ τούτου, η δράση της ΕΕ είναι αναγκαία για την επίτευξη των στόχων του προτεινόμενου κανονισμού και παρουσιάζει σημαντική προστιθέμενη αξία σε σύγκριση με τη δράση σε εθνικό επίπεδο.

Αναλογικότητα

Η παρούσα πρόταση αποσκοπεί στην εξάλειψη των υφιστάμενων εμποδίων ως προς την παροχή σχετικών υπηρεσιών εντός της ψηφιακής ενιαίας αγοράς και στην πρόληψη της εμφάνισης πρόσθετων φραγμών, επιτρέποντας παράλληλα την αποτελεσματική καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των θιγόμενων μερών βάσει του δικαίου της ΕΕ. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, η πρόταση εισάγει στενά στοχευμένες και ομοιόμορφες υποχρεώσεις εκτίμησης και μετριασμού του κινδύνου, οι οποίες συμπληρώνονται, όπου απαιτείται, από εντολές εντοπισμού, αναφοράς και αφαίρεσης περιεχομένου σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Οι υποχρεώσεις αυτές εφαρμόζονται για τους σχετικούς παρόχους που προσφέρουν υπηρεσίες στην ψηφιακή ενιαία αγορά, ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο έχουν την κύρια εγκατάστασή τους.

Οι προτεινόμενοι κανόνες εφαρμόζονται μόνο σε παρόχους ορισμένων τύπων διαδικτυακών υπηρεσιών που έχουν αποδειχθεί ευάλωτες στην κατάχρηση με σκοπό τη διάδοση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή την άγρα παιδιών [γνωστή ως «προσεταιρισμός» (grooming)], κυρίως λόγω των τεχνικών χαρακτηριστικών τους ή της ηλικιακής σύνθεσης της συνήθους βάσης χρηστών τους. Το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων περιορίζεται σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων. Οι υποχρεώσεις συνοδεύονται από μέτρα για την ελαχιστοποίηση του φόρτου που επιβάλλεται στους εν λόγω παρόχους, καθώς και από τη θέσπιση σειράς διασφαλίσεων για την ελαχιστοποίηση της παρέμβασης στα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή των χρηστών των υπηρεσιών.

Μεταξύ άλλων, για τη μείωση του αριθμού των ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων και την πρόληψη εσφαλμένων αναφορών στις αρχές επιβολής του νόμου, καθώς και για την ελαχιστοποίηση του διοικητικού και οικονομικού φόρτου που επιβάλλεται στους παρόχους, η πρόταση δημιουργεί το Κέντρο της ΕΕ ως βασικό μέσο διευκόλυνσης της υλοποίησης των υποχρεώσεων που επιβάλλονται στους παρόχους. Μεταξύ άλλων καθηκόντων, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να διευκολύνει την πρόσβαση των παρόχων σε αξιόπιστες τεχνολογίες εντοπισμού· να καθιστά διαθέσιμους δείκτες που να έχουν δημιουργηθεί με βάση τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών όπως αυτή θα έχει επαληθευτεί από δικαστήρια ή ανεξάρτητες διοικητικές αρχές των κρατών μελών, για σκοπούς εντοπισμού· να παρέχει ορισμένη συνδρομή, κατόπιν αιτήματος, σε σχέση με τη διενέργεια εκτιμήσεων κινδύνου· και να παρέχει στήριξη στο πλαίσιο της επικοινωνίας με τις αρμόδιες εθνικές αρχές.

Τέλος, ο προτεινόμενος κανονισμός περιέχει διασφαλίσεις ώστε να εξασφαλίζεται ότι οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό, την αναφορά και την αφαίρεση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο πλαίσιο της συμμόρφωσης με εντολή εντοπισμού θα είναι οι λιγότερο επεμβατικές στην ιδιωτική ζωή και συνάδουν με την εξέλιξη της τεχνολογίας στον κλάδο, και ότι θα διενεργούν κάθε αναγκαία επανεξέταση ανώνυμα και θα προβαίνουν σε ενέργειες ταυτοποίησης χρήστη μόνο σε περίπτωση εντοπισμού πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Εγγυάται το θεμελιώδες δικαίωμα πραγματικής προσφυγής σε όλα τα στάδια των οικείων ενεργειών, από τον εντοπισμό έως την αφαίρεση, και περιορίζει τη διατήρηση του υλικού και των σχετικών δεδομένων που αφαιρούνται σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο για ορισμένους συγκεκριμένους σκοπούς. Ως εκ τούτου, ο προτεινόμενος κανονισμός περιορίζει την παρέμβαση στο δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των χρηστών και στο δικαίωμά τους στο απόρρητο των επικοινωνιών σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο για τη διασφάλιση της επίτευξης των στόχων του, δηλαδή τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων για την αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στην εσωτερική αγορά.

Επιλογή της νομικής πράξης

Το άρθρο 114 της ΣΛΕΕ επιτρέπει στον νομοθέτη της Ένωσης να εκδίδει κανονισμούς και οδηγίες. Δεδομένου ότι η πρόταση αποσκοπεί στη θέσπιση ενιαίων υποχρεώσεων για τους παρόχους υπηρεσιών, οι οποίοι συνήθως προσφέρουν ή ενδέχεται να επιθυμούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, μια οδηγία που θα άφηνε περιθώριο για αποκλίνουσα μεταφορά των κανόνων της ΕΕ στο εθνικό δίκαιο δεν θα ήταν κατάλληλη για την επίτευξη των σχετικών στόχων. Οι αποκλίνοντες εθνικοί κανόνες για τη μεταφορά των απαιτήσεων που επιβάλλονται στους παρόχους από την εν λόγω πράξη θα οδηγούσαν στην εξακολούθηση ή την επαναφορά των εν λόγω φραγμών στην ψηφιακή ενιαία αγορά υπηρεσιών, ενώ η παρούσα πρωτοβουλία αποσκοπεί στην εξάλειψή τους.

Σε αντίθεση με την οδηγία, ο κανονισμός διασφαλίζει ότι οι ίδιες υποχρεώσεις επιβάλλονται με ομοιόμορφο τρόπο σε ολόκληρη την ΕΕ. Ο κανονισμός είναι επίσης άμεσα εφαρμοστέος, παρέχει σαφήνεια και μεγαλύτερη ασφάλεια δικαίου και αποτρέπει την αποκλίνουσα μεταφορά στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Για τους λόγους αυτούς, η κατάλληλη πράξη που πρέπει να χρησιμοποιηθεί για την επίτευξη των στόχων της παρούσας πρωτοβουλίας είναι κανονισμός. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας λήξης ισχύος του προσωρινού κανονισμού, δεν θα υπήρχε επαρκής χρόνος για την έκδοση οδηγίας και στη συνέχεια για τη μεταφορά των κανόνων της σε εθνικό επίπεδο.

3.ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΚ ΤΩΝ ΥΣΤΕΡΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΕΩΝ, ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΚΤΙΜΗΣΕΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Διαβουλεύσεις με τα ενδιαφερόμενα μέρη

Η Επιτροπή ζήτησε τη γνώμη των οικείων ενδιαφερόμενων μερών σε διάστημα δύο ετών, προκειμένου να εντοπίσει προβλήματα και τρόπους για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, τόσο εντός όσο και εκτός διαδικτύου. Αυτό έγινε μέσω ερευνών, οι οποίες συνίστανται σε ανοικτές δημόσιες διαβουλεύσεις έως στοχευμένες έρευνες απευθυνόμενες στις αρχές επιβολής του νόμου. Διοργανώθηκαν πολλές συνεδριάσεις εμπειρογνωμόνων και διμερείς συναντήσεις μεταξύ της Επιτροπής και των οικείων ενδιαφερόμενων μερών για να συζητηθούν οι πιθανές επιπτώσεις της νομοθεσίας στον εν λόγω τομέα, και η Επιτροπή συμμετείχε σε σχετικά εργαστήρια, διασκέψεις και εκδηλώσεις για τα δικαιώματα του παιδιού.

Η Επιτροπή δημοσίευσε αρχική εκτίμηση επιπτώσεων τον Δεκέμβριο του 2020 με στόχο την ενημέρωση των πολιτών και των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με την προγραμματισμένη πρωτοβουλία και τη συγκέντρωση σχολίων σε αρχικό στάδιο. Τα σχόλια αυτά έδειξαν σημαντική υποστήριξη για τον στόχο της αντιμετώπισης της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ενώ η ολιστική προσέγγιση του δυνητικού Κέντρου και οι αναμενόμενες βελτιώσεις όσον αφορά τη νομική σαφήνεια ήταν ευπρόσδεκτες, ορισμένα ενδιαφερόμενα μέρη του κλάδου εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο του υποχρεωτικού εντοπισμού και αναφοράς της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Η Επιτροπή διεξήγαγε ανοικτή δημόσια διαβούλευση το 2021. Σκοπός της διαδικασίας αυτής ήταν η συγκέντρωση απόψεων από ευρύ φάσμα ενδιαφερόμενων μερών, όπως δημόσιες αρχές και ιδιώτες, η βιομηχανία και η κοινωνία των πολιτών. Παρά τις προσπάθειες για τη διασφάλιση ισόρροπης κατανομής των απαντήσεων, σημαντικό ποσοστό των απαντήσεων ελήφθησαν από ιδιώτες στη Γερμανία και αφορούσαν αποκλειστικά ερωτήματα σχετικά με το θέμα της κρυπτογράφησης. Επιπλέον, τα ζητήματα της βελτίωσης της συνεργασίας και του συντονισμού, καθώς και της επάρκειας των πόρων και της εμπειρογνωσίας για την αντιμετώπιση των συνεχώς αυξανόμενων όγκων παράνομου περιεχομένου είχαν εξέχουσα θέση στα σχόλια τόσο των δημόσιων αρχών όσο και της βιομηχανίας και της κοινωνίας των πολιτών. Υπήρξε επίσης ευρεία υποστήριξη από όλες τις ομάδες για την ταχεία αφαίρεση καταγγελλόμενου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, για την ανάληψη δράσης με σκοπό τη μείωση του προσεταιρισμού (άγρα παιδιών) και για τη βελτίωση των προσπαθειών πρόληψης και παροχής βοήθειας στα θύματα.

Όσον αφορά την πιθανή επιβολή νομικών υποχρεώσεων στους παρόχους να εντοπίζουν και να αναφέρουν διάφορα είδη διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στις υπηρεσίες τους, από τη διαβούλευση προέκυψε ισχυρή στήριξη από τις αρχές επιβολής του νόμου και τις οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των δικαιωμάτων των παιδιών, ενώ οι υπερασπιστές των δικαιωμάτων προστασίας της ιδιωτικής ζωής και οι παρατηρήσεις από ιδιώτες εξέφρασαν σε μεγάλο βαθμό αντίθεση ως προς τις υποχρεώσεις.

Συλλογή και χρήση εμπειρογνωσίας

Στοχοθετημένες έρευνες των αρχών επιβολής του νόμου στα κράτη μέλη αποκάλυψαν ότι οι αναφορές που υποβάλλονται από παρόχους των ΗΠΑ αποτελούν επί του παρόντος μία από τις σημαντικότερες πηγές αναφορών σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ωστόσο, η ποιότητα και η συνάφεια των εν λόγω αναφορών ποικίλλουν και διαπιστώνεται ότι ορισμένες αναφορές δεν αφορούν διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο.

Οι έρευνες αυτές προσδιόρισαν επίσης τα στοιχεία που είναι αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι μια αναφορά είναι «αξιοποιήσιμη», δηλαδή ότι η ποιότητα και η συνάφειά της επαρκούν ώστε η αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου να μπορεί να αναλάβει δράση. Για τον λόγο αυτό, οι εναρμονισμένες αναφορές σε επίπεδο ΕΕ, τις οποίες θα διευκολύνει το Κέντρο της ΕΕ, θα ήταν η καλύτερη στρατηγική για τη μεγιστοποίηση της χρήσης εμπειρογνωσίας για την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Εκτίμηση επιπτώσεων

Μετά από προηγούμενη πρώτη αρνητική γνώμη της επιτροπής ρυθμιστικού ελέγχου σχετικά με την εκτίμηση επιπτώσεων, τον Φεβρουάριο του 2022 η επιτροπή ρυθμιστικού ελέγχου εξέδωσε θετική γνώμη με επιφυλάξεις για την εκτίμηση επιπτώσεων και διατύπωσε διάφορες προτάσεις βελτίωσης. Η έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων αναθεωρήθηκε περαιτέρω ώστε να ληφθούν υπόψη οι σχετικές παρατηρήσεις, ιδίως αποσαφηνίζοντας τις περιγραφές των μέτρων που ελήφθησαν για τη διασφάλιση της συμβατότητας με τα θεμελιώδη δικαιώματα και με την απαγόρευση των γενικών υποχρεώσεων παρακολούθησης και παρέχοντας λεπτομερέστερες περιγραφές των επιλογών πολιτικής. Η τελική έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων εξετάζει και συγκρίνει διάφορες εναλλακτικές πολιτικές σε σχέση με τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και την πιθανή δημιουργία Κέντρου της ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Η εκτίμηση επιπτώσεων δείχνει ότι μόνες οι οικειοθελείς ενέργειες κατά της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, λόγω της ανάληψής τους από μικρό μόνο αριθμό παρόχων, των σημαντικών προκλήσεων που ανέκυψαν στο πλαίσιο της συνεργασίας ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στον τομέα αυτό, καθώς και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την πρόληψη του φαινομένου και την εξασφάλιση επαρκούς επιπέδου συνδρομής στα θύματα. Η κατάσταση αυτή οδήγησε στη θέσπιση διαφορετικών δεσμών μέτρων για την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στα διάφορα κράτη μέλη. Ελλείψει ενωσιακής δράσης, ο νομικός κατακερματισμός αναμένεται να αναπτυχθεί περαιτέρω, καθώς τα κράτη μέλη θεσπίζουν πρόσθετα μέτρα για την αντιμετώπιση του προβλήματος σε εθνικό επίπεδο, δημιουργώντας φραγμούς στη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών στην ψηφιακή ενιαία αγορά.

Δεδομένης της ανάγκης να αντιμετωπιστεί η κατάσταση και με σκοπό να διασφαλιστεί η καλή λειτουργία της ψηφιακής ενιαίας αγοράς υπηρεσιών, βελτιώνοντας παράλληλα τους μηχανισμούς για την πρόληψη, τον εντοπισμό, την αναφορά και την αφαίρεση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και διασφαλίζοντας επαρκή προστασία και στήριξη των θυμάτων, κρίθηκε αναγκαία η ανάληψη δράσης σε επίπεδο ΕΕ.

Εκτός από το βασικό σενάριο εξετάστηκαν πέντε κύριες επιλογές πολιτικής, με αυξανόμενα επίπεδα αποτελεσματικότητας όσον αφορά την επίτευξη των στόχων που καθορίζονται στην εκτίμηση επιπτώσεων και τον γενικό στόχο πολιτικής για τη διασφάλιση της καλής λειτουργίας της ψηφιακής ενιαίας αγοράς υπηρεσιών, διασφαλίζοντας παράλληλα τον εντοπισμό, την αναφορά και την αφαίρεση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών σε ολόκληρη την Ένωση, βελτιώνοντας έμμεσα την πρόληψη, διευκολύνοντας τις έρευνες και εξασφαλίζοντας επαρκή βοήθεια στα θύματα.

Όλες οι επιλογές επικεντρώθηκαν στον στόχο της διασφάλισης του εντοπισμού, της αφαίρεσης και της αναφοράς ήδη γνωστού αλλά και νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και προσεταιρισμού (υλικό πεδίο εφαρμογής) από τους οικείους παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών (προσωπικό πεδίο εφαρμογής) που είναι εγκατεστημένοι στην ΕΕ και σε τρίτες χώρες — στον βαθμό που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Ένωση (γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής).

Οι κύριες διαφορές μεταξύ των πέντε επιλογών αφορούν το πεδίο εφαρμογής των υποχρεώσεων των παρόχων και τον ρόλο και τη μορφή του Κέντρου της ΕΕ. Η επιλογή Α θα συνίστατο σε μη νομοθετικά, πρακτικά μέτρα για την ενίσχυση της πρόληψης, του εντοπισμού και της αναφοράς της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, καθώς και στην παροχή βοήθειας στα θύματα. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται πρακτικά μέτρα για την αύξηση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας εθελοντικών μέτρων από τους παρόχους για τον εντοπισμό και την αναφορά περιστατικών κακοποίησης, καθώς και η δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού Κέντρου για την πρόληψη και την παροχή βοήθειας στα θύματα με τη μορφή κόμβου συντονισμού τον οποίο να διαχειρίζεται η Επιτροπή.

Η επιλογή Β θα θέσπιζε σαφή νομική βάση για τον οικειοθελή εντοπισμό της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ακολουθούμενη από την υποχρεωτική αναφορά και αφαίρεσή της. Στο πλαίσιο της επιλογής Β, το Κέντρο της ΕΕ θα επιφορτιζόταν με τη διευκόλυνση του εντοπισμού, της αναφοράς και της αφαίρεσης και θα καθίστατο θεμελιώδης συνιστώσα της νομοθεσίας, λειτουργώντας ως βασική διασφάλιση για τους παρόχους υπηρεσιών, καθώς και ως μηχανισμός ελέγχου που να συμβάλλει στη διασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής της πρότασης. Μετά την εξέταση διαφόρων επιλογών σχετικά με τη μορφή που θα μπορούσε να λάβει το Κέντρο της ΕΕ, η εκτίμηση επιπτώσεων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ανάγκη ανεξαρτησίας, ιδίων πόρων, προβολής, προσωπικού και εμπειρογνωσίας που απαιτούνται για τη διεκπεραίωση των σχετικών καθηκόντων θα καλυφθεί καλύτερα με τη σύσταση του Κέντρου της ΕΕ ως αποκεντρωμένου οργανισμού της ΕΕ. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώθηκε και ενισχύθηκε σε σχέση με τις επιλογές Γ έως Ε, οι οποίες υιοθετούν σταδιακή προσέγγιση, βασιζόμενη η μία στην άλλη.

Οι επιλογές Γ και Δ, βασιζόμενες την επιλογή Β, θα επέβαλλαν νομικές υποχρεώσεις στους παρόχους να εντοπίζουν ορισμένες μορφές διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στις υπηρεσίες τους. Η επιλογή Γ θα απαιτούσε από τους παρόχους να εντοπίζουν γνωστό υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, δηλαδή αντίγραφα υλικού που έχει προηγουμένως επαληθευτεί αξιόπιστα ως υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Η επιλογή Δ θα απαιτούσε από τους παρόχους να εντοπίζουν όχι μόνο το «γνωστό» υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (υλικό που έχει επιβεβαιωθεί ότι συνιστά υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών), αλλά και το «νέο» υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών [υλικό που δυνητικά συνιστά υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, αλλά δεν έχει (ακόμη) επιβεβαιωθεί ως τέτοιο από κάποια αρχή].

Η επιλεγείσα επιλογή (επιλογή Ε) βασίζεται στην επιλογή Δ και απαιτεί από τους παρόχους να εντοπίζουν επίσης τον προσεταιρισμό (grooming), επιπλέον του γνωστού και του νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Η εκτίμηση επιπτώσεων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιλογή Ε είναι η προτιμώμενη επιλογή για διάφορους λόγους. Οι υποχρεώσεις εντοπισμού της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών είναι προτιμότερες από την εξάρτηση από οικειοθελείς ενέργειες των παρόχων (επιλογές Α και Β), όχι μόνο επειδή οι ενέργειες αυτές έχουν αποδειχθεί ανεπαρκείς μέχρι σήμερα για την αποτελεσματική καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, αλλά και επειδή μόνο οι ενιαίες απαιτήσεις που επιβάλλονται σε επίπεδο Ένωσης είναι κατάλληλες για την επίτευξη του στόχου της αποφυγής του κατακερματισμού της ψηφιακής ενιαίας αγοράς υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, απορρίφθηκαν οι επιλογές Α και Β.

Το επίπεδο του αντικτύπου στην εύρυθμη λειτουργία της ψηφιακής ενιαίας αγοράς υπηρεσιών και στην καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αυξάνεται σταδιακά σε συνάρτηση με τις αυξανόμενες υποχρεώσεις που θα επιβληθούν στο πλαίσιο κάθε επιλογής. Ενώ η υποχρέωση εντοπισμού γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (επιλογή Γ) θα συνέβαλλε στη μείωση της επανακυκλοφορίας γνωστού υλικού, μια τέτοια υποχρέωση θα είχε περιορισμένο μόνο αντίκτυπο όσον αφορά τον στόχο της πρόληψης της κακοποίησης και της παροχής βοήθειας στα θύματα συνεχιζόμενης κακοποίησης, δεδομένου ότι το υλικό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω υποχρέωσης θα μπορούσε να βρίσκεται ήδη σε κυκλοφορία για χρόνια. Η υποχρέωση εντοπισμού τόσο του γνωστού όσο και νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (επιλογή Δ) θα επέτρεπε τον εντοπισμό και τη διάσωση των θυμάτων από συνεχιζόμενη κακοποίηση, με βάση ενιαία κριτήρια που θα καθορίζονταν σε επίπεδο ΕΕ, εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό τη θέσπιση αποκλινόντων εθνικών μέτρων επί του σημείου αυτού. Ο υποχρεωτικός εντοπισμός και του προσεταιρισμού (επιλογή Ε) θα προχωρήσει περαιτέρω και θα προσφέρει το μεγαλύτερο περιθώριο για την πρόληψη επικείμενης κακοποίησης και τη διασφάλιση ισότιμων όρων στην ψηφιακή ενιαία αγορά υπηρεσιών.

Ως εκ τούτου, η επιλογή Ε θεωρήθηκε ως η επιλογή που επιτυγχάνει καλύτερα τον στόχο πολιτικής με αποτελεσματικό και αναλογικό τρόπο, διασφαλίζοντας παράλληλα την αναλογικότητα μέσω της θέσπισης αυστηρών ορίων και διασφαλίσεων, ώστε να εξασφαλίζεται, ιδίως, η απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Εκτός από τον θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία ο οποίος περιγράφεται ανωτέρω, η προτιμώμενη επιλογή αναμένεται να έχει οικονομικό αντίκτυπο στους θιγόμενους παρόχους ως αποτέλεσμα του κόστους που προκύπτει από τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις τους, καθώς και στις αρχές επιβολής του νόμου και σε άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές, ως αποτέλεσμα του αυξημένου όγκου αναφορών πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Το κόστος αυτό μειώνεται όσο το δυνατόν περισσότερο μέσω της παροχής ορισμένης στήριξης από το Κέντρο της ΕΕ.

Με τη σειρά της, η ίδρυση του Κέντρου αναμένεται επίσης να επισύρει εφάπαξ και τρέχουσες δαπάνες. Οι ποσοτικές εκτιμήσεις των οφελών και του κόστους καθεμίας από τις επιλογές πολιτικής αξιολογήθηκαν στην εκτίμηση επιπτώσεων με σκοπό τη σύγκρισή τους. Διαπιστώθηκε ότι η προτιμώμενη επιλογή θα αποφέρει τα μεγαλύτερα συνολικά οφέλη, λόγω της επακόλουθης βελτίωσης στη λειτουργία της ψηφιακής ενιαίας αγοράς και της μείωσης του κοινωνικού κόστους που συνδέεται με τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών.

Για να μπορέσει το Κέντρο της ΕΕ να επιτύχει όλους τους στόχους του, είναι καίριας σημασίας να συσταθεί στην ίδια τοποθεσία με τον πλησιέστερο εταίρο του, την Ευρωπόλ. Η συνεργασία μεταξύ του Κέντρου της ΕΕ και της Ευρωπόλ θα ευνοηθεί από την κοινή τοποθεσία, αρχής γενομένης από βελτιωμένες δυνατότητες ανταλλαγής δεδομένων έως μεγαλύτερες ευκαιρίες δημιουργίας κόμβου γνώσης για την καταπολέμηση του υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών μέσω της προσέλκυσης εξειδικευμένου προσωπικού και/ή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων. Το εν λόγω προσωπικό θα έχει επίσης περισσότερες ευκαιρίες σταδιοδρομίας χωρίς να χρειάζεται να μεταβεί σε διαφορετικό τόπο. Αυτό θα επιτρέψει επίσης στο Κέντρο της ΕΕ, μολονότι αποτελεί ανεξάρτητη οντότητα, να βασίζεται στις υπηρεσίες υποστήριξης της Ευρωπόλ (ανθρώπινοι πόροι, τεχνολογία των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνοασφάλειας, κτίρια, επικοινωνία). Η από κοινού χρήση αυτών των υποστηρικτικών υπηρεσιών είναι οικονομικά αποδοτικότερη και εξασφαλίζει μια πιο επαγγελματική υπηρεσία από ό,τι θα συνέβαινε σε περίπτωση αλληλεπικάλυψης στην περίπτωση που θα δημιουργούνταν εξαρχής και εκ του μηδενός για μια σχετικά μικρή οντότητα όπως θα είναι το Κέντρο της ΕΕ.

Η εκτίμηση επιπτώσεων ανέλυσε λεπτομερώς τις σχετικές επιπτώσεις, δηλαδή στα κοινωνικά, οικονομικά και θεμελιώδη δικαιώματα. Εξέτασε επίσης τον αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα και τις ΜΜΕ. Ο κανονισμός ενσωματώνει ορισμένα από τα μέτρα που αναφέρονται στην εκτίμηση επιπτώσεων σε σχέση με τις ΜΜΕ. Σ’ αυτά περιλαμβάνεται ιδίως η ανάγκη οι αρμόδιες εθνικές αρχές να λαμβάνουν υπόψη το μέγεθος και τις οικονομικές και τεχνολογικές ικανότητες του παρόχου κατά την επιβολή του κανονισμού, μεταξύ άλλων σε σχέση με την εκτίμηση κινδύνου, τις υποχρεώσεις εντοπισμού και τις κυρώσεις, καθώς και τη δυνατότητα των ΜΜΕ να ζητούν δωρεάν στήριξη από το Κέντρο της ΕΕ για τη διενέργεια της εκτίμησης κινδύνου.

Η εκτίμηση επιπτώσεων εξέτασε επίσης τη συνοχή με τη νομοθεσία για το κλίμα, την αρχή της «μη πρόκλησης σημαντικής βλάβης» και την αρχή «εξ ορισμού ψηφιακού χαρακτήρα». Η εκτίμηση επιπτώσεων ανέλυσε επίσης την εφαρμογή της αρχής «για κάθε θέσπιση, μία κατάργηση», σύμφωνα με την οποία κάθε νομοθετική πρόταση που δημιουργεί νέες επιβαρύνσεις θα πρέπει να απαλλάσσει τα πρόσωπα και τις επιχειρήσεις από ισοδύναμη υφιστάμενη επιβάρυνση σε επίπεδο ΕΕ στον ίδιο τομέα πολιτικής, καθώς και τις επιπτώσεις σε σχέση με τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών, όπου ο ΣΒΑ 5.2 (εξάλειψη όλων των μορφών βίας κατά των γυναικών και των κοριτσιών) και ο ΣΒΑ 16.2 (τερματισμός της κακοποίησης, της εκμετάλλευσης, της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και όλων των μορφών βίας που υφίστανται τα παιδιά) έχουν ιδιαίτερη σημασία για τον παρόντα κανονισμό.

Θεμελιώδη δικαιώματα

Σύμφωνα με το άρθρο 52 παράγραφος 1 του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών τρίτων.

Η πρόταση αποσκοπεί στην εναρμόνιση των κανόνων που εφαρμόζονται στην πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, η οποία αποτελεί ιδιαιτέρως σοβαρό έγκλημα 23 . Ως εκ τούτου, η πρόταση επιδιώκει στόχο γενικού ενδιαφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 52 παράγραφος 1 του Χάρτη 24 . Επιπλέον, η πρόταση αποσκοπεί στην προστασία των δικαιωμάτων τρίτων, και συγκεκριμένα των παιδιών. Αφορά ιδίως τα θεμελιώδη δικαιώματά τους στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και στην ακεραιότητα του προσώπου, την απαγόρευση της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, καθώς και τα δικαιώματα του παιδιού 25 . Η πρόταση λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι σε όλες τις ενέργειες που αφορούν τα παιδιά, είτε προβαίνουν σ’ αυτές δημόσιες αρχές είτε ιδιωτικοί οργανισμοί, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίνεται στο υπέρτατο συμφέρον του παιδιού. Επιπλέον, τα επίμαχα εν προκειμένω είδη σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών —ιδίως η ανταλλαγή φωτογραφιών ή βίντεο που απεικονίζουν τέτοια κακοποίηση— μπορούν επίσης να επηρεάσουν τα δικαιώματα των παιδιών στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα 26 . Όσον αφορά την καταπολέμηση των ποινικών αδικημάτων εις βάρος ανηλίκων, το Δικαστήριο της ΕΕ έχει επισημάνει ότι θετικές υποχρεώσεις που βαρύνουν τις αρμόδιες δημόσιες αρχές, συμπεριλαμβανομένου του νομοθέτη της ΕΕ, μπορεί να απορρέουν από τουλάχιστον ορισμένα από τα προαναφερθέντα θεμελιώδη δικαιώματα, και να τους επιβάλλουν τη λήψη νομικών μέτρων για την προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων 27 .

Ταυτόχρονα, τα μέτρα που περιέχονται στην πρόταση επηρεάζουν, καταρχάς, την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών των επίμαχων υπηρεσιών. Στα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα θεμελιώδη δικαιώματα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (συμπεριλαμβανομένου του απορρήτου των επικοινωνιών, στο πλαίσιο του ευρύτερου δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης 28 . Μολονότι είναι πολύ σημαντικά, κανένα από τα δικαιώματα αυτά δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο, αλλά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία του εντός της κοινωνίας 29 . Όπως προαναφέρθηκε, το άρθρο 52 παράγραφος 1 του Χάρτη επιτρέπει την επιβολή περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων αυτών, υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στη διάταξη αυτή.

Επιπλέον, χρειάζεται επίσης να λαμβάνεται υπόψη η επιχειρηματική ελευθερία των παρόχων που καλύπτονται από την πρόταση 30 . Σε γενικές γραμμές, αυτό το θεμελιώδες δικαίωμα εμποδίζει την επιβολή υπερβολικών επιβαρύνσεων στους οικονομικούς φορείς. Περιλαμβάνει την ελεύθερη επιλογή οικονομικού εταίρου και τη συμβατική ελευθερία. Ωστόσο, ούτε αυτό το δικαίωμα αποτελεί απόλυτο προνόμιο· επιτρέπει ευρύ φάσμα παρεμβάσεων δυναμένων να θέτουν, προς το γενικό συμφέρον, περιορισμούς στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας 31 . Ως εκ τούτου, η πρόταση αποσκοπεί στην επίτευξη του προαναφερόμενου στόχου γενικού συμφέροντος και στην προστασία των εν λόγω θεμελιωδών δικαιωμάτων των παιδιών, διασφαλίζοντας παράλληλα την αναλογικότητα και επιτυγχάνοντας δίκαιη ισορροπία μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των εμπλεκόμενων μερών. Για τον σκοπό αυτό, η πρόταση περιλαμβάνει σειρά ορίων και διασφαλίσεων, τα οποία διαφοροποιούνται ανάλογα με τη φύση και το επίπεδο του περιορισμού που επιβάλλεται στην άσκηση των οικείων θεμελιωδών δικαιωμάτων.

Ειδικότερα, η υποχρέωση εντοπισμού της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών τόσο σε υπηρεσίες «απευθυνόμενες προς το κοινό» όσο και σε «ιδιωτικές» υπηρεσίες, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, έχει ως αποτέλεσμα διαφορετικά επίπεδα παρεμβατικότητας όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα των χρηστών. Στην περίπτωση υλικού που είναι προσβάσιμο στο κοινό, ενώ υπάρχει παρέμβαση, ο αντίκτυπος, ιδίως στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, είναι γενικά μικρότερος, δεδομένου του ρόλου των εν λόγω υπηρεσιών ως «εικονικών δημόσιων χώρων» έκφρασης και οικονομικών συναλλαγών. Ο αντίκτυπος στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή σε σχέση με τις ιδιωτικές επικοινωνίες είναι μεγαλύτερος.

Επιπλέον, η πιθανή ή πραγματική αφαίρεση υλικού των χρηστών, ιδίως η εσφαλμένη αφαίρεση (βάσει εσφαλμένης υπόθεσης ότι πρόκειται για υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών), μπορεί δυνητικά να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα θεμελιώδη δικαιώματα των χρηστών, ιδίως στην ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης. Ταυτόχρονα, το υλικό διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που δεν ανιχνεύεται και δεν αφαιρείται μπορεί να έχει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στα προαναφερθέντα θεμελιώδη δικαιώματα των παιδιών, διαιωνίζοντας τη βλάβη για τα παιδιά και την κοινωνία γενικότερα. Άλλοι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο αυτό είναι η φύση του επίμαχου υλικού των χρηστών (κείμενο, φωτογραφίες, βίντεο), η ακρίβεια της σχετικής τεχνολογίας, καθώς και ο «απόλυτος» χαρακτήρας της απαγόρευσης ανταλλαγής υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (η οποία καταρχήν δεν υπόκειται σε εξαιρέσεις και δεν εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις).

Ως αποτέλεσμα των μέτρων που υποχρεώνουν τους παρόχους να εντοπίζουν και να καταγγέλλουν γνωστό και νέο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, η πρόταση θα έχει σημαντικά θετικό αντίκτυπο στα θεμελιώδη δικαιώματα των θυμάτων των οποίων οι εικόνες κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμά τους στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και το δικαίωμα στην ακεραιότητα του προσώπου.

Τα μέτρα αυτά θα μειώσουν σημαντικά την παραβίαση των δικαιωμάτων των θυμάτων η οποία είναι εγγενής στην κυκλοφορία υλικού που απεικονίζει την κακοποίησή τους. Οι υποχρεώσεις αυτές, και ιδίως η απαίτηση εντοπισμού του νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και του προσεταιρισμού, θα έχουν ως αποτέλεσμα τον εντοπισμό νέων θυμάτων και θα παράσχουν τη δυνατότητα διάσωσής τους από συνεχιζόμενη κακοποίηση, με αποτέλεσμα σημαντικό θετικό αντίκτυπο στα δικαιώματά τους και στην κοινωνία γενικότερα. Η παροχή σαφούς νομικής βάσης για τον υποχρεωτικό εντοπισμό και την αναφορά περιστατικών προσεταιρισμού θα επηρέαζε επίσης θετικά τα δικαιώματα αυτά. Οι αυξημένες και αποτελεσματικότερες προσπάθειες πρόληψης θα μειώσουν επίσης την εξάπλωση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, στηρίζοντας τα δικαιώματα των παιδιών καθώς θα αποτρέπουν τη θυματοποίησή τους. Τα μέτρα στήριξης των θυμάτων ως προς την αφαίρεση εικόνων και βίντεο θα διασφαλίζουν τα δικαιώματά τους στην προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής (ιδιωτικότητα) και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Όπως προαναφέρθηκε, η επιβολή υποχρεώσεων στους παρόχους υπηρεσιών θα θίξει το δικαίωμά τους στην επιχειρηματική ελευθερία, γεγονός που καταρχήν μπορεί να δικαιολογηθεί από τον επιδιωκόμενο σκοπό, λαμβανομένου επίσης υπόψη του ρόλου που διαδραματίζουν οι υπηρεσίες τους σε σχέση με την κακοποίηση. Ωστόσο, ο αντίκτυπος στα δικαιώματα των παρόχων πρέπει να περιορίζεται στον μέγιστο δυνατό βαθμό, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν υπερβαίνει τα απολύτως αναγκαία. Αυτό θα διασφαλιστεί, για παράδειγμα, με την παροχή ορισμένων μορφών στήριξης στους παρόχους για τη συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε αξιόπιστα σύνολα δεικτών διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, που να παρέχουν με τη σειρά τους μέσα για τη χρήση αξιόπιστων αυτοματοποιημένων τεχνολογιών εντοπισμού, καθώς και σε δωρεάν αυτοματοποιημένες τεχνολογίες εντοπισμού, μειώνοντας την επιβάρυνση των εν λόγω παρόχων. Επιπλέον, οι πάροχοι επωφελούνται από την υπαγωγή τους σε ένα μόνο σύνολο σαφών και ενιαίων κανόνων.

Η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των χρηστών με σκοπό τον εντοπισμό, την καταγγελία και την αφαίρεση υλικού διαδικτυακής κακοποίησης παιδιών έχει σημαντικό αντίκτυπο στα δικαιώματα των χρηστών και μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο λόγω της σημασίας που έχουν η πρόληψη και η καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ως εκ τούτου, η λήψη της απόφασης για την υλοποίηση των εν λόγω ενεργειών καταρχήν δεν μπορεί να λαμβάνεται από τους παρόχους· αντιθέτως, η λήψη της επαφίεται στον νομοθέτη. Ωστόσο, τυχόν υποχρεώσεις πρέπει να είναι στενά στοχευμένες τόσο στο προσωπικό όσο και στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής τους και να συνδυάζονται με κατάλληλες διασφαλίσεις, προκειμένου να μην επηρεάζεται η ουσία των δικαιωμάτων και να είναι αναλογικές. Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόταση θεσπίζει κανόνες που ανταποκρίνονται στις εν λόγω απαιτήσεις, καθορίζοντας όρια και διασφαλίσεις που διαφοροποιούνται ανάλογα με τον πιθανό αντίκτυπο στα διακυβευόμενα θεμελιώδη δικαιώματα, και που γενικά αυξάνονται αναλόγως με το είδος των οικείων υπηρεσιών και το κατά πόσον τα μέτρα αποσκοπούν στον εντοπισμό της διάδοσης γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, της διάδοσης νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή της άγρας παιδιών [«προσεταιρισμός» (grooming)].

Όπως προαναφέρθηκε, ο εντοπισμός του προσεταιρισμού θα είχε θετικό αντίκτυπο στα θεμελιώδη δικαιώματα των δυνητικών θυμάτων, ιδίως μέσω της συμβολής στην πρόληψη της κακοποίησης· εάν αναληφθεί ταχεία δράση, μπορεί ακόμη και να αποτρέψει την επέλευση βλάβης σε ένα παιδί. Ταυτόχρονα, η διαδικασία εντοπισμού είναι γενικά η πιο παρεμβατική για τους χρήστες (σε σύγκριση με τον εντοπισμό της διάδοσης γνωστού και νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών), δεδομένου ότι απαιτεί αυτόματη αναζήτηση σε κείμενα σε διαπροσωπικές επικοινωνίες. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι η εν λόγω αναζήτηση είναι συχνά ο μόνος δυνατός τρόπος εντοπισμού του προαναφερθέντος υλικού και ότι η τεχνολογία που χρησιμοποιείται δεν «κατανοεί» το περιεχόμενο των επικοινωνιών, αλλά αναζητά γνωστά, προκαθορισμένα μοτίβα που υποδηλώνουν πιθανό προσεταιρισμό. Οι τεχνολογίες εντοπισμού έχουν ήδη αποκτήσει υψηλό βαθμό ακρίβειας 32 , αν και εξακολουθούν να είναι απαραίτητα η εποπτεία και ο έλεγχος από άνθρωπο, και οι δείκτες προσεταιρισμού καθίστανται ολοένα και πιο αξιόπιστοι με την πάροδο του χρόνου, καθώς μαθαίνουν οι αλγόριθμοι.

Ωστόσο, οι επίμαχες παρεμβάσεις παραμένουν ιδιαίτερα ευαίσθητες. Ως εκ τούτου, ενώ εφαρμόζονται ήδη ισχυροί περιορισμοί και διασφαλίσεις για τον εντοπισμό γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, είναι πιο περιοριστικά για το νέο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και, ιδίως, για τον εντοπισμό του προσεταιρισμού. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται προσαρμοσμένα κριτήρια για την επιβολή των εντολών εντοπισμού, πιο περιορισμένη περίοδος εφαρμογής των εν λόγω εντολών και ενισχυμένες απαιτήσεις αναφοράς κατά την εν λόγω περίοδο. Επιπλέον, η πρόταση προβλέπει επίσης ισχυρούς μηχανισμούς εποπτείας, οι οποίοι περιλαμβάνουν απαιτήσεις σχετικά με την ανεξαρτησία και τις εξουσίες των εθνικών αρχών που είναι επιφορτισμένες με την έκδοση των εντολών και την εποπτεία της εκτέλεσής τους, καθώς και έναν ρόλο συνδρομής και παροχής συμβουλών για το Κέντρο της ΕΕ. Το Κέντρο της ΕΕ συμβάλλει επίσης με το να διαθέτει στους παρόχους ακριβείς και αξιόπιστους δείκτες, αλλά και κατάλληλες τεχνολογίες, καθώς και με την αξιολόγηση αναφορών που υποβάλλονται από παρόχους και αφορούν πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Με τον τρόπο αυτό, βοηθά το Κέντρο της ΕΕ να ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο εσφαλμένου εντοπισμού και αναφοράς. Επιπλέον, λαμβάνονται διάφορα μέτρα για τη διασφάλιση αποτελεσματικής προσφυγής τόσο για τους παρόχους όσο και για τους χρήστες.

Μολονότι είναι διαφορετικής φύσης και γενικά λιγότερο παρεμβατική, η νεοδημιουργηθείσα εξουσία έκδοσης εντολών αφαίρεσης γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών θίγει ασφαλώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως τα δικαιώματα των οικείων χρηστών τα οποία σχετίζονται με την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης. Σ’ αυτό το πλαίσιο, προβλέπεται επίσης ένα σύνολο ορίων και διασφαλίσεων, που κυμαίνονται από τον καθορισμό σαφών και τυποποιημένων κανόνων έως τη διασφάλιση της δυνατότητας προσφυγής και από τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας των αρχών έκδοσης έως τη διαφάνεια και την αποτελεσματική εποπτεία.

Όλες οι αναφορές του προτεινόμενου κανονισμού στα θεμελιώδη δικαιώματα πρέπει να νοούνται ως αναφορές αποκλειστικά στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται από το δίκαιο της ΕΕ, δηλαδή σε εκείνα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη και σε εκείνα που αναγνωρίζονται ως γενικές αρχές του δικαίου της ΕΕ 33 .

4.ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις της πρότασης θα καλυφθούν από τα κονδύλια που προβλέπονται στο πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ) 2021-27 στο πλαίσιο των χρηματοδοτικών κονδυλίων του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, όπως περιγράφεται λεπτομερώς στο νομοθετικό δημοσιονομικό δελτίο που συνοδεύει την παρούσα πρόταση κανονισμού, στον βαθμό που εμπίπτει στις τρέχουσες δημοσιονομικές προοπτικές. Επίσης, οι επιπτώσεις αυτές απαιτούν τον αναπρογραμματισμό του τομέα 7 της δημοσιονομικής προοπτικής.

Το νομοθετικό δημοσιονομικό δελτίο που συνοδεύει την παρούσα πρόταση κανονισμού καλύπτει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις του ίδιου του κανονισμού.

5.ΛΟΙΠΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Σχέδια εφαρμογής και ρυθμίσεις παρακολούθησης, αξιολόγησης και υποβολής εκθέσεων

Το πρόγραμμα για την παρακολούθηση των εκροών, των αποτελεσμάτων και των επιπτώσεων του προτεινόμενου κανονισμού καθορίζεται στο άρθρο 83 και περιγράφεται λεπτομερέστερα στην εκτίμηση επιπτώσεων. Το πρόγραμμα καθορίζει διάφορους δείκτες που χρησιμοποιούνται για την παρακολούθηση της επίτευξης των επιχειρησιακών στόχων και της εφαρμογής του κανονισμού.

Η Επιτροπή θα διενεργήσει αξιολόγηση και θα υποβάλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο το αργότερο πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού και στη συνέχεια ανά εξαετία. Με βάση τα πορίσματα της έκθεσης, ιδίως ως προς το αν ο κανονισμός αφήνει κενά που έχουν σημασία στην πράξη, και λαμβάνοντας υπόψη τις τεχνολογικές εξελίξεις, η Επιτροπή θα αξιολογήσει την ανάγκη προσαρμογής του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού. Αν παραστεί ανάγκη, η Επιτροπή θα υποβάλει προτάσεις για την προσαρμογή του κανονισμού.

Αναλυτική επεξήγηση των επιμέρους διατάξεων της πρότασης

Ο προτεινόμενος κανονισμός αποτελείται από δύο βασικά δομικά στοιχεία: πρώτον, επιβάλλει στους παρόχους υποχρεώσεις όσον αφορά τον εντοπισμό, την αναφορά, την αφαίρεση και τον αποκλεισμό γνωστού και νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, καθώς και της άγρας παιδιών, ανεξάρτητα από την τεχνολογία που χρησιμοποιείται στις διαδικτυακές ανταλλαγές, και, δεύτερον, ιδρύει το Κέντρο της ΕΕ κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ως αποκεντρωμένο οργανισμό για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή του νέου κανονισμού.

Στο κεφάλαιο I παρατίθενται γενικές διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων του αντικειμένου και του πεδίου εφαρμογής του κανονισμού (άρθρο 1) και των ορισμών βασικών όρων που χρησιμοποιούνται στον κανονισμό (άρθρο 2). Η αναφορά στο «υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών» βασίζεται στους σχετικούς όρους που ορίζονται στην οδηγία για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, δηλαδή την παιδική πορνογραφία και τις πορνογραφικές παραστάσεις, και έχει ως στόχο να συμπεριλάβει όλο το υλικό που καλύπτεται απ’ αυτή, στον βαθμό που το υλικό αυτό μπορεί να διαδοθεί μέσω των εν λόγω υπηρεσιών (στην πράξη, συνήθως με τη μορφή βίντεο και εικόνων). Ο ορισμός είναι σύμφωνος με τον ορισμό που περιέχεται στον προσωρινό κανονισμό. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον ορισμό της «άγρας παιδιών» και της «διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών». Ως προς διάφορους άλλους ορισμούς, η πρόταση βασίζεται σε ορισμούς που περιλαμβάνεται σε άλλες πράξεις του δικαίου της ΕΕ ή σε προτάσεις, ιδίως στον Ευρωπαϊκό Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών 34 και στην πρόταση για τις ψηφιακές υπηρεσίες.

Το κεφάλαιο II θεσπίζει ενιαίες υποχρεώσεις, οι οποίες εφαρμόζονται για όλους τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας ή διαπροσωπικών επικοινωνιών που προσφέρουν τέτοιες υπηρεσίες στην ψηφιακή ενιαία αγορά της ΕΕ, για τη διενέργεια εκτίμησης των κινδύνων κατάχρησης των υπηρεσιών τους με σκοπό τη διάδοση γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή την άγρα παιδιών (που από κοινού ορίζονται ως «διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών»). Περιλαμβάνει επίσης στοχευμένες υποχρεώσεις για ορισμένους παρόχους να εντοπίζουν τέτοιου είδους κακοποίηση, να την αναφέρουν μέσω του Κέντρου της ΕΕ, να αφαιρούν υλικό διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή να απενεργοποιούν ή να αποκλείουν την πρόσβαση σ’ αυτό, κατόπιν έκδοσης σχετικής εντολής.

Το τμήμα 1 θεσπίζει τις προαναφερθείσες υποχρεώσεις εκτίμησης κινδύνου για τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας ή διαπροσωπικών επικοινωνιών (άρθρο 3). Απαιτεί επίσης από τους παρόχους να λαμβάνουν προσαρμοσμένα και αναλογικά μέτρα για τον μετριασμό των εντοπισθέντων κινδύνων (άρθρο 4) και να υποβάλλουν έκθεση στις συντονιστικές αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη (άρθρο 5) σχετικά με το αποτέλεσμα της εκτίμησης κινδύνου και τα μέτρα μετριασμού που λαμβάνονται. Τέλος, επιβάλλει στοχευμένες υποχρεώσεις στα καταστήματα εφαρμογών λογισμικού, προκειμένου αυτά να αξιολογούν κατά πόσον οποιαδήποτε εφαρμογή για τη διάθεση της οποίας μεσολαβούν ενδέχεται να χρησιμοποιηθεί για σκοπούς άγρας και, σ’ αυτή την περίπτωση και εφόσον ο κίνδυνος είναι σημαντικός, να λαμβάνουν εύλογα μέτρα για την ταυτοποίηση των παιδιών-χρηστών και την αποτροπή της πρόσβασής τους στην εν λόγω εφαρμογή (άρθρο 6).

Το τμήμα 2 εξουσιοδοτεί τις συντονιστικές αρχές στων οποίων την αντίληψη έχουν υποπέσει —μέσω εκτίμησης κινδύνου ή με άλλα μέσα— στοιχεία που αποδεικνύουν ότι μια συγκεκριμένη υπηρεσία φιλοξενίας ή διαπροσωπικών επικοινωνιών ενέχει σημαντικό κίνδυνο κατάχρησης με σκοπό τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών να ζητούν από την αρμόδια δικαστική ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή να εκδώσει εντολή που να υποχρεώνει τον οικείο πάροχο να εντοπίσει το είδος της επίμαχης διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στην οικεία υπηρεσία (άρθρα 7 και 8). Περιλαμβάνει σειρά συμπληρωματικών μέτρων, όπως μέτρα που διασφαλίζουν ότι οι πάροχοι έχουν το δικαίωμα να προσβάλλουν τις εντολές που τους απευθύνονται (άρθρο 9). Επίσης, το τμήμα θεσπίζει απαιτήσεις και διασφαλίσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι ο εντοπισμός πραγματοποιείται αποτελεσματικά και, ταυτόχρονα, με ισορροπημένο και αναλογικό τρόπο (άρθρο 10). Τέλος, αναθέτει στην Επιτροπή την εξουσία να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 7 έως 10 (άρθρο 11).

Το τμήμα 3 υποχρεώνει τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας ή διαπροσωπικών επικοινωνιών οι οποίοι έχουν αντιληφθεί, ανεξαρτήτως τρόπου, οποιαδήποτε περίπτωση πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στις υπηρεσίες τους που παρέχονται στην Ένωση, να την αναφέρουν αμέσως στο Κέντρο της ΕΕ (άρθρο 12) και προσδιορίζει τις απαιτήσεις που πρέπει να πληροί η σχετική αναφορά (άρθρο 13).

Το τμήμα 4 εξουσιοδοτεί τις συντονιστικές αρχές να ζητούν από την αρμόδια δικαστική ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή να εκδίδει εντολή που να υποχρεώνει έναν πάροχο υπηρεσιών φιλοξενίας να αφαιρεί υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από τις υπηρεσίες του ή να απενεργοποιεί την πρόσβαση σ’ αυτό σε όλα τα κράτη μέλη, προσδιορίζοντας τις απαιτήσεις που πρέπει να πληροί η εντολή (άρθρο 14). Όταν οι πάροχοι εντοπίζουν διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, δεν υπέχουν υποχρέωση, βάσει του δικαίου της ΕΕ, να αφαιρέσουν το εν λόγω υλικό. Ωστόσο, δεδομένου του προδήλως παράνομου χαρακτήρα της πλειονότητας της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και του κινδύνου απώλειας της απαλλαγής από την ευθύνη που προβλέπεται στην οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο και στην πρόταση για τις ψηφιακές υπηρεσίες, οι πάροχοι θα επιλέγουν τακτικά να αφαιρούν το σχετικό υλικό (ή να απενεργοποιούν την πρόσβαση σ’ αυτό). Όταν ένας πάροχος δεν αφαιρεί με δική του πρωτοβουλία υλικό διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, οι συντονιστικές αρχές μπορούν να επιβάλουν την αφαίρεση με την έκδοση σχετικής εντολής. Το άρθρο απαιτεί επίσης από τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας που έχουν λάβει τέτοια εντολή να ενημερώνουν τον χρήστη που παρείχε το υλικό, με την επιφύλαξη εξαιρέσεων, ώστε να αποτρέπεται η παρεμβολή με ενέργειες που αποσκοπούν στην πρόληψη, τον εντοπισμό, τη διερεύνηση και τη δίωξη αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ρυθμίζονται επίσης και άλλα μέτρα, όπως η προσφυγή (άρθρο 15). Οι κανόνες που περιέχονται στο εν λόγω τμήμα εμπνέονται από τους κανόνες που περιέχονται στον κανονισμό για το τρομοκρατικό περιεχόμενο στο διαδίκτυο [κανονισμός (ΕΕ) 2021/784].

Το τμήμα 5 εξουσιοδοτεί τις συντονιστικές αρχές να ζητούν από την αρμόδια δικαστική ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή να εκδίδει εντολή που να υποχρεώνει έναν πάροχο υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο να απενεργοποιεί την πρόσβαση σε ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων (URL), αναφέροντας συγκεκριμένα στοιχεία υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που δεν μπορούν εύλογα να αφαιρεθούν στην πηγή (άρθρα 16 και 17). Το άρθρο 18 διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, ότι οι πάροχοι που έλαβαν μια τέτοια εντολή αποκλεισμού έχουν το δικαίωμα να την προσβάλουν και ότι διασφαλίζεται επίσης η δυνατότητα προσφυγής των χρηστών, μεταξύ άλλων μέσω αιτημάτων επαναξιολόγησης από τις συντονιστικές αρχές. Τα άρθρα αυτά, σε συνδυασμό με τις διατάξεις για τον αξιόπιστο εντοπισμό υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (άρθρο 36) και την ποιότητα των δεδομένων (άρθρο 46), καθορίζουν τις προϋποθέσεις και τις διασφαλίσεις για τις εν λόγω εντολές, διασφαλίζοντας ότι οι εν λόγω εντολές είναι αποτελεσματικές, ισορροπημένες και αναλογικές.

Το τμήμα 6 προβλέπει απαλλαγή από την ευθύνη για αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οι οποίοι προβαίνουν σε ενέργειες συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό (άρθρο 19). Σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι να αποτραπεί ο κίνδυνος απόδοσης ευθύνης στον πάροχο βάσει του εθνικού ποινικού δικαίου για ενέργειες που απαιτούνται βάσει του παρόντος κανονισμού.

Το τμήμα 6 θεσπίζει επίσης ειδικά δικαιώματα για τα θύματα, των οποίων οι εικόνες και τα βίντεο σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών μπορούν να κυκλοφορούν στο διαδίκτυο πολύ μετά το τέλος της σωματικής κακοποίησης. Το άρθρο 20 παρέχει στα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών το δικαίωμα να λαμβάνουν από το Κέντρο της ΕΕ, μέσω της συντονιστικής αρχής του τόπου διαμονής τους, πληροφορίες σχετικά με αναφορές γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που τα απεικονίζει. Το άρθρο 21 θεσπίζει το δικαίωμα των θυμάτων να ζητούν βοήθεια από τους οικείους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας ή, μέσω της συντονιστικής αρχής του τόπου διαμονής τους, τη στήριξη του Κέντρου της ΕΕ, όταν επιδιώκουν την αφαίρεση του εν λόγω υλικού ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτό.

Το εν λόγω τμήμα απαριθμεί επίσης εξαντλητικά τους σκοπούς για τους οποίους οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας ή διαπροσωπικών επικοινωνιών πρέπει να διατηρούν δεδομένα περιεχομένου και άλλα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε σχέση με τα μέτρα που λαμβάνονται για τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παράγονται μέσω της εν λόγω επεξεργασίας, καθορίζοντας μια σειρά διασφαλίσεων και εγγυήσεων, συμπεριλαμβανομένης μέγιστης περιόδου διατήρησης 12 μηνών (άρθρο 22).

Τέλος, θεσπίζει την υποχρέωση των παρόχων σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να δημιουργήσουν ενιαίο σημείο επαφής για τη διευκόλυνση της άμεσης επικοινωνίας με τις αρμόδιες δημόσιες αρχές (άρθρο 23), καθώς και την υποχρέωση των εν λόγω παρόχων που δεν διαθέτουν εγκατάσταση σε κανένα κράτος μέλος, αλλά προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην ΕΕ, να ορίσουν νόμιμο εκπρόσωπο στην ΕΕ, ώστε να διευκολύνεται η επιβολή της νομοθεσίας (άρθρο 24).

Το κεφάλαιο III περιέχει διατάξεις που αφορούν την εφαρμογή και την επιβολή του παρόντος κανονισμού. Το τμήμα 1 προβλέπει διατάξεις σχετικά με τις αρμόδιες εθνικές αρχές, ιδίως τις συντονιστικές αρχές, οι οποίες είναι οι βασικές εθνικές αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη για τη συνεπή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού (άρθρο 25). Οι συντονιστικές αρχές, όπως και άλλες ορισθείσες αρμόδιες αρχές, πρέπει να είναι ανεξάρτητες από κάθε άποψη, όπως ένα δικαστήριο, και να εκτελούν τα καθήκοντά τους αμερόληπτα, με διαφάνεια και εγκαίρως (άρθρο 26).

Το τμήμα 2 αναθέτει ειδικές εξουσίες έρευνας και επιβολής στις συντονιστικές αρχές σε σχέση με τους παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία του κράτους μέλους που όρισε τις συντονιστικές αρχές (άρθρα 27 έως 30). Οι διατάξεις αυτές εμπνέονται κυρίως από τις διατάξεις της πρότασης για τις ψηφιακές υπηρεσίες. Το εν λόγω τμήμα προβλέπει επίσης την εξουσία παρακολούθησης της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό μέσω της διενέργειας αναζήτησης υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (άρθρο 31) και υποβολής ειδοποιήσεων στους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας για την επισήμανση της παρουσίας γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στις υπηρεσίες τους (άρθρο 32).

Το τμήμα 3 περιλαμβάνει περαιτέρω διατάξεις σχετικά με την επιβολή και τις κυρώσεις, καθώς προβλέπει ότι τα κράτη μέλη στα οποία βρίσκεται η κύρια εγκατάσταση του παρόχου των οικείων υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας (ή του νόμιμου εκπροσώπου του) έχουν τη δικαιοδοσία να εφαρμόζουν και να επιβάλλουν τον παρόντα κανονισμό (άρθρο 33). Διασφαλίζει επίσης ότι οι συντονιστικές αρχές μπορούν να λαμβάνουν καταγγελίες κατά των εν λόγω παρόχων για εικαζόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεών τους που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό (άρθρο 34). Επιπλέον, τα κράτη μέλη πρέπει να θεσπίσουν κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων αυτών (άρθρο 35).

Το τμήμα 4 περιλαμβάνει διατάξεις σχετικά με τη συνεργασία μεταξύ των συντονιστικών αρχών σε επίπεδο ΕΕ. Θεσπίζει κανόνες σχετικά με την αξιολόγηση υλικού ή συνομιλιών, ώστε να επιβεβαιώνεται ότι αυτά συνιστούν διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, καθήκον που εμπίπτει στην αρμοδιότητα των συντονιστικών αρχών, άλλων εθνικών ανεξάρτητων διοικητικών αρχών ή εθνικών δικαστηρίων, καθώς και για την υποβολή των αποτελεσμάτων της εν λόγω αξιολόγησης στο Κέντρο της ΕΕ για την κατάρτιση δεικτών ή, όταν πρόκειται για ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων, την καταχώριση στον σχετικό κατάλογο (άρθρο 36). Περιέχει επίσης κανόνες για τη διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των συντονιστικών αρχών (άρθρο 37) και προβλέπει τη δυνατότητα διεξαγωγής κοινών ερευνών, κατά περίπτωση, με την υποστήριξη του Κέντρου της ΕΕ (άρθρο 38). Οι διατάξεις αυτές εμπνέονται επίσης από την πρόταση για τις ψηφιακές υπηρεσίες. Τέλος, το εν λόγω τμήμα προβλέπει γενικούς κανόνες για τη συνεργασία σε επίπεδο ΕΕ και για ένα αξιόπιστο και ασφαλές σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών για την υποστήριξη της επικοινωνίας μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών (άρθρο 39).

Το κεφάλαιο IV αφορά το Κέντρο της ΕΕ. Οι διατάξεις του βασίζονται στην κοινή προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς.

Το τμήμα 1 ιδρύει το Κέντρο της ΕΕ κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (EUCSA) ως αποκεντρωμένο κέντρο της ΕΕ (άρθρο 40) και ρυθμίζει το νομικό καθεστώς και την έδρα του Κέντρου της ΕΕ (άρθρα 41 και 42). Για να μπορέσει το Κέντρο της ΕΕ να επιτύχει όλους τους στόχους του, είναι καίριας σημασίας αυτό να συσταθεί στην ίδια τοποθεσία με τον πλησιέστερο εταίρο του, την Ευρωπόλ. Η συνεργασία μεταξύ του Κέντρου της ΕΕ και της Ευρωπόλ θα ευνοηθεί από την κοινή τοποθεσία, αρχής γενομένης από βελτιωμένες δυνατότητες ανταλλαγής δεδομένων έως μεγαλύτερες ευκαιρίες δημιουργίας κόμβου γνώσης για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών μέσω της προσέλκυσης εξειδικευμένου προσωπικού και/ή εξωτερικών εμπειρογνωμόνων. Το εν λόγω προσωπικό θα έχει επίσης περισσότερες ευκαιρίες σταδιοδρομίας χωρίς να χρειάζεται να μεταβεί σε διαφορετικό τόπο. Θα επιτρέψει επίσης στο Κέντρο της ΕΕ, μολονότι αποτελεί ανεξάρτητη οντότητα, να βασίζεται στις υπηρεσίες υποστήριξης της Ευρωπόλ (ανθρώπινοι πόροι, τεχνολογία των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνοασφάλειας, επικοινωνία). Η από κοινού χρήση αυτών των υποστηρικτικών υπηρεσιών είναι οικονομικά αποδοτικότερη και εξασφαλίζει μια πιο επαγγελματική υπηρεσία από ό,τι θα συνέβαινε σε περίπτωση αλληλεπικάλυψης στην περίπτωση που θα δημιουργούνταν εξαρχής και εκ του μηδενός για μια σχετικά μικρή οντότητα όπως θα είναι το Κέντρο της ΕΕ.

Στο τμήμα 2 προσδιορίζονται τα καθήκοντα του Κέντρου της ΕΕ βάσει του παρόντος κανονισμού. Σ’ αυτά περιλαμβάνονται η στήριξη των συντονιστικών αρχών, η διευκόλυνση των διαδικασιών εκτίμησης κινδύνου καθώς και εντοπισμού, αναφοράς, αφαίρεσης και αποκλεισμού, όπως και η διευκόλυνση της παραγωγής και της ανταλλαγής γνώσεων και εμπειρογνωσίας (άρθρο 43). Το Κέντρο της ΕΕ έχει εντολή να δημιουργεί και να διατηρεί βάσεις δεδομένων με δείκτες διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (άρθρο 44) και αναφορών (άρθρο 45) και να παρέχει στα ενδιαφερόμενα μέρη πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων δεικτών, όπως απαιτείται, συμμορφούμενο με τις προϋποθέσεις και τις διασφαλίσεις που καθορίζονται (άρθρο 46). Το τμήμα εξουσιοδοτεί επίσης την Επιτροπή να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού σε σχέση με τις εν λόγω βάσεις δεδομένων (άρθρο 47).

Επιπλέον, στο εν λόγω τμήμα διευκρινίζεται ότι το Κέντρο της ΕΕ προορίζεται να λειτουργεί ως ειδικός δίαυλος αναφορών για ολόκληρη την ΕΕ, και να λαμβάνει αναφορές σχετικά με πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από όλους τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας ή διαπροσωπικών επικοινωνιών, οι οποίες εκδίδονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού, καθώς και να τις αξιολογεί ώστε να διαπιστώνει αν οι αναφορές μπορεί να είναι προδήλως αβάσιμες, και να διαβιβάζει τις αναφορές που δεν είναι προδήλως αβάσιμες στην Ευρωπόλ και στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών (άρθρο 48). Τέλος, το εν λόγω τμήμα ορίζει ότι, για να διευκολυνθεί η παρακολούθηση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, το Κέντρο της ΕΕ μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να διενεργεί διαδικτυακές αναζητήσεις υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή να κοινοποιεί το εν λόγω υλικό στους οικείους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας, ζητώντας την αφαίρεσή του ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτό, για οικειοθελή εξέταση απ’ αυτούς (άρθρο 49). Το Κέντρο της ΕΕ έχει επίσης εντολή να καθιστά διαθέσιμες σχετικές τεχνολογίες για την εκτέλεση εντολών εντοπισμού και να ενεργεί ως κόμβος πληροφοριών και εμπειρογνωσίας, συλλέγοντας πληροφορίες, διεξάγοντας και υποστηρίζοντας την έρευνα και την ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (άρθρο 50).

Το τμήμα 3 επιτρέπει στο Κέντρο της ΕΕ να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού σύμφωνα με τους κανόνες σχετικά με την επεξεργασία των εν λόγω δεδομένων που καθορίζονται από τον παρόντα κανονισμό και με άλλες σχετικές πράξεις του δικαίου της ΕΕ (άρθρο 51).

Το τμήμα 4 θεσπίζει διαύλους συνεργασίας που θα συνδέουν το Κέντρο της ΕΕ με τις συντονιστικές αρχές, μέσω του ορισμού εθνικών υπευθύνων επαφής (άρθρο 52)· με την Ευρωπόλ (άρθρο 53)· και με πιθανούς οργανισμούς-εταίρους, όπως το δίκτυο ανοικτών τηλεφωνικών γραμμών INHOPE για την αναφορά υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (άρθρο 54).

Το τμήμα 5 καθορίζει τη διοικητική και διαχειριστική δομή του Κέντρου της ΕΕ (άρθρο 55), καθορίζοντας τη σύνθεση, τη δομή, τα καθήκοντα, τη συχνότητα των συνεδριάσεων και τους κανόνες ψηφοφορίας του διοικητικού συμβουλίου του (άρθρα 56 έως 60)· τη σύνθεση, τη διαδικασία διορισμού, τα καθήκοντα και τους κανόνες ψηφοφορίας του εκτελεστικού συμβουλίου του (άρθρα 61 έως 63)· καθώς και τη διαδικασία διορισμού και τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή του (άρθρα 64 και 65). Υπό το πρίσμα του τεχνικού χαρακτήρα και της ταχείας εξέλιξης των τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται από παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και για τη στήριξη της συμμετοχής του Κέντρου της ΕΕ στην παρακολούθηση και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού στο πλαίσιο αυτό, το εν λόγω τμήμα θεσπίζει επιτροπή τεχνολογίας στο πλαίσιο του Κέντρου της ΕΕ, η οποία απαρτίζεται από τεχνικούς εμπειρογνώμονες και ασκεί συμβουλευτικό ρόλο (άρθρο 66).

Το τμήμα 6 προβλέπει την κατάρτιση και τη διάρθρωση του προϋπολογισμού (άρθρο 67), τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο Κέντρο της ΕΕ (άρθρο 68), τους κανόνες για την παρουσίαση, την εκτέλεση και τον έλεγχο του προϋπολογισμού του Κέντρου της ΕΕ (άρθρο 69), καθώς και την απόδοση λογαριασμών και την απαλλαγή από ευθύνη (άρθρο 70).

Τα τμήματα 7 και 8 περιλαμβάνουν καταληκτικές διατάξεις σχετικά με τη σύνθεση και το καθεστώς του προσωπικού του Κέντρου της ΕΕ, το γλωσσικό καθεστώς, τη διαφάνεια και την επικοινωνία σχετικά με τις δραστηριότητές του, τα μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης, τη συμβατική και εξωσυμβατική ευθύνη, τη δυνατότητα διεξαγωγής διοικητικών ερευνών, τη συμφωνία για την έδρα και τους όρους λειτουργίας, καθώς και την έναρξη των δραστηριοτήτων του Κέντρου της ΕΕ (άρθρα 71 έως 82).

Το κεφάλαιο V καθορίζει τις υποχρεώσεις συλλογής δεδομένων και υποβολής εκθέσεων σχετικά με τη διαφάνεια. Απαιτεί από το Κέντρο της ΕΕ, τις συντονιστικές αρχές και τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας, διαπροσωπικών επικοινωνιών και πρόσβασης στο διαδίκτυο να συλλέγουν συγκεντρωτικά δεδομένα σχετικά με τις δραστηριότητές τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και να θέτουν τις σχετικές πληροφορίες στη διάθεση του Κέντρου της ΕΕ (άρθρο 83), καθώς και να υποβάλλουν ετησίως έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές τους στο ευρύ κοινό και στην Επιτροπή (άρθρο 84).

Το κεφάλαιο VI περιέχει τις τελικές διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Αυτές αφορούν την περιοδική αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού και των δραστηριοτήτων του Κέντρου της ΕΕ (άρθρο 85)· την έκδοση κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 290 και 291 της ΣΛΕΕ, αντίστοιχα (άρθρα 86 και 87)· την κατάργηση του προσωρινού κανονισμού [κανονισμός (ΕΕ) 2021/1232] (άρθρο 88) και, τέλος, την έναρξη ισχύος και την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού (άρθρο 89).

2022/0155 (COD)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής 35 ,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών 36 ,

Έχοντας υπόψη τη γνωμοδότηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων και του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων 37 ,

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)Οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας έχουν καταστεί πολύ σημαντικές για την επικοινωνία, την έκφραση, τη συλλογή πληροφοριών και πολλές άλλες πτυχές της σημερινής ζωής, μεταξύ άλλων για τα παιδιά αλλά και για τους δράστες αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Τα αδικήματα αυτά, τα οποία υπόκεινται σε ελάχιστους κανόνες που καθορίζονται σε επίπεδο Ένωσης, είναι πολύ σοβαρές αξιόποινες πράξεις που πρέπει να προλαμβάνονται και να καταπολεμούνται αποτελεσματικά προκειμένου να προστατεύονται τα δικαιώματα και η καλή διαβίωση των παιδιών, όπως απαιτείται από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), και να προστατεύεται η κοινωνία γενικότερα. Οι χρήστες των εν λόγω υπηρεσιών που παρέχονται στην Ένωση θα πρέπει να είναι σε θέση να μπορούν να νιώθουν σίγουροι ότι οι εν λόγω υπηρεσίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν με ασφάλεια, ιδίως από παιδιά.

(2)Δεδομένης της κεντρικής σημασίας των σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, οι στόχοι αυτοί μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη διασφάλιση ότι οι πάροχοι που προσφέρουν τέτοιες υπηρεσίες στην Ένωση συμπεριφέρονται υπεύθυνα και λαμβάνουν εύλογα μέτρα για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου κατάχρησης των υπηρεσιών τους με σκοπό τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, καθώς οι εν λόγω πάροχοι είναι συχνά οι μόνοι που είναι σε θέση να αποτρέψουν και να καταπολεμήσουν την εν λόγω κακοποίηση. Τα μέτρα που λαμβάνονται θα πρέπει να είναι στοχευμένα, προσεκτικά ισορροπημένα και αναλογικά, ώστε να αποφεύγονται τυχόν αδικαιολόγητες αρνητικές συνέπειες για όσους χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες για νόμιμους σκοπούς, ιδίως για την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους που προστατεύονται από το δίκαιο της Ένωσης, δηλαδή αυτών που κατοχυρώνονται στον Χάρτη και αναγνωρίζονται ως γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, και προκειμένου να αποφεύγεται η επιβολή υπερβολικών επιβαρύνσεων στους παρόχους των υπηρεσιών.

(3)Τα κράτη μέλη, σε ολοένα και αυξανόμενο βαθμό, θεσπίζουν ή εξετάζουν το ενδεχόμενο να θεσπίσουν εθνικούς νόμους για την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ιδίως με την επιβολή απαιτήσεων για τους παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας. Λαμβανομένου υπόψη του εγγενώς διασυνοριακού χαρακτήρα του διαδικτύου και της εν λόγω παροχής υπηρεσιών, οι οικείες αποκλίνουσες εθνικές νομοθεσίες έχουν άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στην εσωτερική αγορά. Για να αυξηθεί η ασφάλεια δικαίου, να εξαλειφθούν τα εμπόδια που προκύπτουν στην παροχή των υπηρεσιών και να εξασφαλιστούν ισότιμοι όροι ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά, θα πρέπει να καθοριστούν οι αναγκαίες εναρμονισμένες απαιτήσεις σε επίπεδο Ένωσης.

(4)Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να συμβάλει στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με τη θέσπιση σαφών, ενιαίων και ισορροπημένων κανόνων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών κατά τρόπο αποτελεσματικό και με σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Δεδομένου του ταχέως μεταβαλλόμενου χαρακτήρα των οικείων υπηρεσιών και των τεχνολογιών που χρησιμοποιούνται για την παροχή τους, οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει να θεσπιστούν με τεχνολογικά ουδέτερο και βιώσιμο τρόπο, ώστε να μην παρεμποδίζεται η καινοτομία.

(5)Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να καλύπτει τους παρόχους υπηρεσιών που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά με σκοπό τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Δεδομένου ότι οι υπηρεσίες αυτές αποτελούν ολοένα και περισσότερο αντικείμενο κατάχρησης για τον σκοπό αυτό, οι εν λόγω υπηρεσίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών, όπως υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων και διαδικτυακές υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στον βαθμό που οι εν λόγω υπηρεσίες είναι διαθέσιμες στο κοινό. Δεδομένου ότι διατρέχουν εξίσου κίνδυνο κατάχρησης οι υπηρεσίες που επιτρέπουν την άμεση διαπροσωπική και διαδραστική ανταλλαγή πληροφοριών απλώς ως δευτερεύον στοιχείο το οποίο συνδέεται άρρηκτα με άλλη υπηρεσία, όπως δυνατότητα διαδικτυακής συνομιλίας και παρόμοιες λειτουργίες στο πλαίσιο ηλεκτρονικών παιχνιδιών, ανταλλαγής εικόνων και φιλοξενίας βίντεο, οι υπηρεσίες αυτές θα πρέπει επίσης να καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό. Ωστόσο, δεδομένων των εγγενών διαφορών μεταξύ των διαφόρων σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό και των σχετικών ποικίλων κινδύνων κατάχρησης των εν λόγω υπηρεσιών με σκοπό τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, καθώς και της διαφορετικής ικανότητας των οικείων παρόχων να προλαμβάνουν και να καταπολεμούν την εν λόγω κακοποίηση, οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται στους παρόχους των εν λόγω υπηρεσιών θα πρέπει να διαφοροποιούνται με κατάλληλο τρόπο.

(6)Η διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών συχνά συνδέεται με την κατάχρηση των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που προσφέρονται στην Ένωση από παρόχους εγκατεστημένους σε τρίτες χώρες. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίζονται στον παρόντα κανονισμό και ισότιμοι όροι ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, οι εν λόγω κανόνες θα πρέπει να εφαρμόζονται σε όλους τους παρόχους, ανεξάρτητα από τον τόπο εγκατάστασης ή διαμονής τους, που προσφέρουν υπηρεσίες στην Ένωση, όπως αποδεικνύεται από ουσιώδη σύνδεση με την Ένωση.

(7)Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει τους κανόνες που απορρέουν από άλλες πράξεις της Ένωσης, ιδίως την οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 38 , την οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 39 και τον κανονισμό (ΕΕ) .../... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 40 [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ], την οδηγία 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 41 , , τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 42 , και την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 43 .

(8)Ο παρών κανονισμός θα πρέπει να θεωρείται lex specialis σε σχέση με το γενικά εφαρμοστέο πλαίσιο που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) .../... [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ] για τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων σχετικά με την παροχή ορισμένων υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας στην εσωτερική αγορά. Οι κανόνες που ορίζονται στον κανονισμό (ΕΕ) .../... [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ] εφαρμόζονται σε σχέση με ζητήματα που δεν καλύπτονται καθόλου ή δεν καλύπτονται πλήρως από τον παρόντα κανονισμό.

(9)Το άρθρο 15 παράγραφος 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν το πεδίο εφαρμογής των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται σε ορισμένες ειδικές διατάξεις της εν λόγω οδηγίας σχετικά με το απόρρητο των επικοινωνιών, όταν ο περιορισμός αυτός συνιστά αναγκαίο, κατάλληλο και αναλογικό μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, μεταξύ άλλων με σκοπό την πρόληψη, τη διερεύνηση, τη διαπίστωση και τη δίωξη ποινικών αδικημάτων, υπό την προϋπόθεση ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της συμμόρφωσης με τον Χάρτη. Εφαρμόζοντας κατ’ αναλογία τις απαιτήσεις της εν λόγω διάταξης, ο παρών κανονισμός θα πρέπει να περιορίζει την άσκηση των δικαιωμάτων και την ανάληψη των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3 και στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ στον βαθμό που είναι απολύτως αναγκαίο για την εκτέλεση εντολών εντοπισμού που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

(10)Για λόγους σαφήνειας και συνέπειας, οι ορισμοί που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό θα πρέπει, όπου είναι εφικτό και σκόπιμο, να βασίζονται σε και να ευθυγραμμίζονται με τους σχετικούς ορισμούς που περιέχονται σε άλλες πράξεις του ενωσιακού δικαίου, όπως ο κανονισμός (ΕΕ) .../... [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ].

(11)Μια τέτοια ουσιώδης σύνδεση με την Ένωση θα πρέπει να θεωρείται ότι υφίσταται όταν ο οικείος πάροχος υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας διαθέτει εγκατάσταση στην Ένωση ή, ελλείψει αυτής, με βάση την ύπαρξη σημαντικού αριθμού χρηστών σε ένα ή περισσότερα κράτη μέλη ή τη στόχευση δραστηριοτήτων προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη. Η στόχευση δραστηριοτήτων προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίζεται με βάση όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων όπως η χρήση γλώσσας ή νομίσματος που χρησιμοποιείται γενικά στο οικείο κράτος μέλος ή η δυνατότητα παραγγελίας προϊόντων ή υπηρεσιών, ή χρήσης εθνικών τομέων ανωτάτου επιπέδου. Η στόχευση δραστηριοτήτων προς ένα κράτος μέλος θα μπορούσε επίσης να συναχθεί από τη διαθεσιμότητα μιας εφαρμογής λογισμικού στο σχετικό εθνικό κατάστημα εφαρμογών λογισμικού, από την παροχή τοπικών διαφημίσεων ή διαφημίσεων στη γλώσσα που χρησιμοποιείται στο εν λόγω κράτος μέλος ή από τον χειρισμό των σχέσεων με τους πελάτες, όπως η εξυπηρέτηση πελατών στη γλώσσα που χρησιμοποιείται γενικά στο εν λόγω κράτος μέλος. Θα πρέπει επίσης να εικάζεται ουσιώδης σύνδεση όταν ένας πάροχος υπηρεσιών κατευθύνει τις δραστηριότητές του προς ένα ή περισσότερα κράτη μέλη όπως προβλέπεται στο άρθρο 17 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 44 . Η απλή τεχνική προσβασιμότητα ενός ιστοτόπου από την Ένωση δεν θα πρέπει, από μόνη της, να θεωρείται ότι δημιουργεί ουσιώδη σύνδεση με την Ένωση.

(12)Για λόγους συνέπειας και τεχνολογικής ουδετερότητας, ο όρος «υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών» θα πρέπει, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, να ορίζεται ως αναφερόμενος σε κάθε είδους υλικό που συνιστά παιδική πορνογραφία ή πορνογραφική παράσταση κατά την έννοια της οδηγίας 2011/93/ΕΕ, το οποίο μπορεί να διαδοθεί μέσω της χρήσης υπηρεσιών φιλοξενίας ή διαπροσωπικών επικοινωνιών. Επί του παρόντος, το υλικό αυτό αποτελείται συνήθως από εικόνες ή βίντεο, χωρίς ωστόσο να αποκλείεται να λαμβάνει άλλες μορφές, ιδίως ενόψει μελλοντικών τεχνολογικών εξελίξεων.

(13)Ο όρος «διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών» θα πρέπει να καλύπτει όχι μόνο τη διάδοση υλικού που έχει προηγουμένως εντοπιστεί και επιβεβαιωθεί ότι συνιστά υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών («γνωστό» υλικό), αλλά και υλικού που δεν έχει εντοπιστεί προηγουμένως και το οποίο είναι πιθανό να συνιστά υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, αλλά δεν έχει ακόμη επιβεβαιωθεί ως τέτοιο («νέο» υλικό), καθώς και δραστηριότητες που συνιστούν άγρα παιδιών [«προσεταιρισμό» (grooming)]. Αυτό είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση όχι μόνο της παρελθούσας κακοποίησης και της εκ νέου θυματοποίησης και της παραβίασης των δικαιωμάτων των θυμάτων που έπονται, όπως η παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, αλλά και για την αντιμετώπιση της πρόσφατης, συνεχιζόμενης και επικείμενης κακοποίησης, ώστε αυτή να προλαμβάνεται όσο το δυνατόν περισσότερο, να προστατεύονται αποτελεσματικά τα παιδιά και να αυξάνεται η πιθανότητα διάσωσης των θυμάτων και εμποδισμού των δραστών.

(14)Με σκοπό την ελαχιστοποίηση του κινδύνου κατάχρησης των υπηρεσιών τους για τη διάδοση γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή την άγρα παιδιών, οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών θα πρέπει να αξιολογούν τον εν λόγω κίνδυνο για καθεμία από τις υπηρεσίες που προσφέρουν στην Ένωση. Θα πρέπει να παρέχεται μη εξαντλητικός κατάλογος των στοιχείων που θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με σκοπό να τροφοδοτείται η εκτίμηση κινδύνου. Για να είναι δυνατή η πλήρης συνεκτίμηση των ειδικών χαρακτηριστικών των υπηρεσιών που προσφέρουν, οι πάροχοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να λαμβάνουν υπόψη πρόσθετα στοιχεία, κατά περίπτωση. Καθώς οι κίνδυνοι εξελίσσονται με την πάροδο του χρόνου, σε συνάρτηση με εξελίξεις όπως αυτές που σχετίζονται με την τεχνολογία και τους τρόπους με τους οποίους προσφέρονται και χρησιμοποιούνται οι εν λόγω υπηρεσίες, είναι σκόπιμο να διασφαλιστεί ότι η εκτίμηση κινδύνου επικαιροποιείται τακτικά και όταν απαιτείται για συγκεκριμένους λόγους.

(15)Ορισμένοι από τους εν λόγω παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος κανονισμού ενδέχεται επίσης να υπόκεινται σε υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης κινδύνου βάσει του κανονισμού (ΕΕ) .../... [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ] όσον αφορά τις πληροφορίες που αποθηκεύουν και διαδίδουν στο κοινό. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι εν λόγω πάροχοι μπορούν να βασιστούν στην εν λόγω εκτίμηση κινδύνου και να τη συμπληρώσουν με πιο συγκεκριμένη εκτίμηση των κινδύνων από τη χρήση των υπηρεσιών τους για τους σκοπούς της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, όπως απαιτείται από τον παρόντα κανονισμό.

(16)Για την αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών θα πρέπει να λαμβάνουν εύλογα μέτρα για τον μετριασμό του κινδύνου κατάχρησης των υπηρεσιών τους για τέτοιου είδους κακοποίηση, όπως προσδιορίζεται μέσω της εκτίμησης κινδύνου. Οι πάροχοι που υπόκεινται σε υποχρέωση θέσπισης μέτρων μετριασμού σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) .../... [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ] μπορούν επίσης να εξετάσουν σε ποιο βαθμό τα μέτρα μετριασμού που θεσπίζονται για τη συμμόρφωση με την εν λόγω υποχρέωση, τα οποία μπορεί να περιλαμβάνουν στοχευμένα μέτρα για την προστασία των δικαιωμάτων του παιδιού, συμπεριλαμβανομένων εργαλείων επαλήθευσης της ηλικίας και γονικού ελέγχου, μπορούν επίσης να χρησιμεύσουν για την αντιμετώπιση του κινδύνου που προσδιορίζεται στην ειδική εκτίμηση κινδύνου σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, και σε ποιο βαθμό ενδέχεται να απαιτούνται περαιτέρω στοχευμένα μέτρα μετριασμού για τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό.

(17)Για να καταστεί δυνατή η καινοτομία και να διασφαλιστεί η αναλογικότητα και η τεχνολογική ουδετερότητα, δεν θα πρέπει να καταρτιστεί εξαντλητικός κατάλογος των υποχρεωτικών μέτρων μετριασμού. Αντ’ αυτού, οι πάροχοι θα πρέπει να διαθέτουν έναν βαθμό ευελιξίας όσον αφορά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή μέτρων προσαρμοσμένων στον εντοπισθέντα κίνδυνο και στα χαρακτηριστικά των υπηρεσιών που παρέχουν, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιούνται οι εν λόγω υπηρεσίες. Ειδικότερα, οι πάροχοι είναι ελεύθεροι να σχεδιάζουν και να εφαρμόζουν, σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης, μέτρα με βάση τις υφιστάμενες πρακτικές τους για τον εντοπισμό διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στις υπηρεσίες τους και να αναφέρουν, στο πλαίσιο της αναφοράς κινδύνων, την προθυμία και την ετοιμότητά τους να εκδώσουν τελικά εντολή εντοπισμού δυνάμει του παρόντος κανονισμού, εφόσον κριθεί αναγκαίο από την αρμόδια εθνική αρχή.

(18)Προκειμένου να διασφαλιστεί η επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, η ευελιξία αυτή θα πρέπει να υπόκειται στην ανάγκη συμμόρφωσης με το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού σχετικά με τα μέτρα μετριασμού. Ως εκ τούτου, οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών θα πρέπει, κατά τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των μέτρων μετριασμού, να δίνουν σημασία όχι μόνο στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητάς τους, αλλά και στην αποφυγή τυχόν αδικαιολόγητων αρνητικών συνεπειών για άλλα θιγόμενα μέρη, ιδίως για την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αναλογικότητα, κατά τον καθορισμό των μέτρων μετριασμού που θα πρέπει εύλογα να ληφθούν σε μια δεδομένη περίπτωση, θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη οι οικονομικές και τεχνολογικές δυνατότητες και το μέγεθος του οικείου παρόχου. Κατά την επιλογή κατάλληλων μέτρων μετριασμού, οι πάροχοι θα πρέπει τουλάχιστον να εξετάζουν δεόντως τα πιθανά μέτρα που απαριθμούνται στον παρόντα κανονισμό, καθώς και, κατά περίπτωση, άλλα μέτρα, όπως εκείνα που βασίζονται στις βέλτιστες πρακτικές του κλάδου, μεταξύ άλλων μέσω συνεργασίας αυτορρύθμισης, και εκείνα που περιέχονται στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής. Όταν δεν έχει εντοπιστεί κίνδυνος μετά από επιμελώς διενεργηθείσα ή επικαιροποιημένη εκτίμηση κινδύνου, οι πάροχοι δεν θα πρέπει να υποχρεούνται να λαμβάνουν μέτρα μετριασμού.

(19)Λαμβανομένου υπόψη του ρόλου τους ως μεσαζόντων που διευκολύνουν την πρόσβαση σε εφαρμογές λογισμικού που ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν καταχρηστικά για διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, οι πάροχοι καταστημάτων εφαρμογών λογισμικού θα πρέπει να υπόκεινται στην υποχρέωση να λαμβάνουν ορισμένα εύλογα μέτρα για την εκτίμηση και τον μετριασμό του εν λόγω κινδύνου. Οι πάροχοι θα πρέπει να διενεργούν την εκτίμηση αυτή με επιμέλεια, καταβάλλοντας προσπάθειες που είναι εύλογες υπό τις δεδομένες συνθήκες, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τη φύση και την έκταση του εν λόγω κινδύνου, καθώς και τις οικονομικές και τεχνολογικές τους δυνατότητες και το μέγεθός τους, και συνεργαζόμενοι, όταν είναι δυνατόν, με τους παρόχους των υπηρεσιών που προσφέρονται μέσω της εφαρμογής λογισμικού.

(20)Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική πρόληψη και καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, όταν τα μέτρα μετριασμού κρίνονται ανεπαρκή για τον περιορισμό του κινδύνου κατάχρησης μιας συγκεκριμένης υπηρεσίας με σκοπό τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, οι συντονιστικές αρχές που ορίζονται από τα κράτη μέλη δυνάμει του παρόντος κανονισμού θα πρέπει να έχουν την εξουσία να ζητούν την έκδοση εντολών εντοπισμού. Προκειμένου να αποφευχθεί κάθε αδικαιολόγητη παρέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα και να διασφαλιστεί η αναλογικότητα, η εξουσία αυτή θα πρέπει να υπόκειται σε προσεκτικά ισορροπημένο σύνολο ορίων και διασφαλίσεων. Για παράδειγμα, δεδομένου ότι το υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών τείνει να διαδίδεται μέσω υπηρεσιών φιλοξενίας και διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, και ότι η άγρα παιδιών πραγματοποιείται κυρίως σε διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών, θα πρέπει να είναι δυνατόν να απευθύνονται εντολές εντοπισμού μόνο σε παρόχους των εν λόγω υπηρεσιών.

(21)Επιπλέον, ως μέρος των εν λόγω ορίων και διασφαλίσεων, οι εντολές εντοπισμού θα πρέπει να εκδίδονται μόνο μετά από επιμελή και αντικειμενική αξιολόγηση που να οδηγεί στη διαπίστωση σημαντικού κινδύνου κατάχρησης της συγκεκριμένης υπηρεσίας για συγκεκριμένο είδος διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που καλύπτεται από τον παρόντα κανονισμό. Ένα από τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο αυτό είναι η πιθανότητα η υπηρεσία να χρησιμοποιείται σε σημαντικό βαθμό, δηλαδή, πέραν μεμονωμένων και σχετικά σπάνιων περιπτώσεων, με σκοπό την εν λόγω κακοποίηση. Τα κριτήρια θα πρέπει να ποικίλλουν ώστε να λαμβάνονται υπόψη τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των διαφόρων ειδών διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και τα διαφορετικά χαρακτηριστικά των υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την εν λόγω κακοποίηση, καθώς και ο σχετικός διαφορετικός βαθμός παρεμβατικότητας των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού.

(22)Ωστόσο, η διαπίστωση ενός τέτοιου σημαντικού κινδύνου θα πρέπει από μόνη της να μην επαρκεί για να δικαιολογήσει την έκδοση εντολής εντοπισμού, δεδομένου ότι σε μια τέτοια περίπτωση η εντολή ενδέχεται να έχει δυσανάλογες αρνητικές συνέπειες για τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα άλλων θιγόμενων μερών, ιδίως για την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των χρηστών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι εντολές εντοπισμού μπορούν να εκδίδονται μόνον αφού οι συντονιστικές αρχές και η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή έχουν αξιολογήσει, προσδιορίσει και σταθμίσει αντικειμενικά και επιμελώς, κατά περίπτωση, όχι μόνο την πιθανότητα και τη σοβαρότητα των πιθανών συνεπειών της κατάχρησης της υπηρεσίας για το συγκεκριμένο είδος διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, αλλά και την πιθανότητα και τη σοβαρότητα τυχόν αρνητικών συνεπειών για άλλα θιγόμενα μέρη. Προκειμένου να αποφευχθεί η επιβολή υπερβολικών επιβαρύνσεων, η αξιολόγηση θα πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις οικονομικές και τεχνολογικές δυνατότητες και το μέγεθος του οικείου παρόχου.

(23)Επιπλέον, για να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη παρέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα και να διασφαλίζεται η αναλογικότητα, όταν διαπιστώνεται ότι πληρούνται οι εν λόγω απαιτήσεις και πρόκειται να εκδοθεί εντολή εντοπισμού, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι η εντολή εντοπισμού είναι στοχευμένη και προσδιορισμένη, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι εν λόγω αρνητικές συνέπειες για τα θιγόμενα μέρη δεν υπερβαίνουν τα απολύτως αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του σημαντικού κινδύνου που έχει εντοπιστεί. Αυτό θα πρέπει να αφορά, ιδίως, περιορισμό σε αναγνωρίσιμο μέρος ή συνιστώσα της υπηρεσίας, όπου είναι δυνατόν, με την επιφύλαξη της αποτελεσματικότητας του μέτρου, όπως ειδικοί τύποι διαύλων μιας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας διαπροσωπικών επικοινωνιών, ή περιορισμό σε συγκεκριμένους χρήστες ή συγκεκριμένες ομάδες χρηστών, στον βαθμό που αυτά μπορούν να απομονωθούν με σκοπό τον εντοπισμό, καθώς και τον καθορισμό πρόσθετων διασφαλίσεων πέραν εκείνων που ήδη ορίζονται ρητά στον παρόντα κανονισμό, όπως ο ανεξάρτητος έλεγχος, η παροχή πρόσθετων πληροφοριών ή η πρόσβαση σε δεδομένα, ή η ενισχυμένη ανθρώπινη εποπτεία και επανεξέταση, και ο περαιτέρω περιορισμός της διάρκειας εφαρμογής της εντολής εντοπισμού που η συντονιστική αρχή κρίνει αναγκαία. Για την αποφυγή αδικαιολόγητων ή δυσανάλογων αποτελεσμάτων, οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να καθορίζονται μετά από αντικειμενική και επιμελή αξιολόγηση που θα διενεργείται κατά περίπτωση.

(24)Η αρμόδια δικαστική αρχή ή η αρμόδια ανεξάρτητη διοικητική αρχή, κατά περίπτωση σύμφωνα με τους λεπτομερείς διαδικαστικούς κανόνες που καθορίζονται από το οικείο κράτος μέλος, θα πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με αιτήματα για την έκδοση εντολών εντοπισμού. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τη διασφάλιση της αναγκαίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των διακυβευόμενων θεμελιωδών δικαιωμάτων και μιας συνεκτικής προσέγγισης, ιδίως όσον αφορά τις εντολές εντοπισμού της άγρας παιδιών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προβλεφθεί διαδικασία που θα επιτρέπει στους οικείους παρόχους, στο Κέντρο της ΕΕ κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που ιδρύεται με τον παρόντα κανονισμό (στο εξής: Κέντρο της ΕΕ) και, όπου προβλέπεται στον παρόντα κανονισμό, στην αρμόδια αρχή προστασίας δεδομένων που έχει οριστεί βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 να διατυπώνουν τις απόψεις τους σχετικά με τα εν λόγω μέτρα. Θα πρέπει να το πράττουν το συντομότερο δυνατόν, λαμβάνοντας υπόψη τον διακυβευόμενο σημαντικό στόχο δημόσιας πολιτικής και την ανάγκη ανάληψης δράσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση για την προστασία των παιδιών. Ειδικότερα, οι αρχές προστασίας δεδομένων θα πρέπει να καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποφύγουν την παράταση της προθεσμίας που ορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 για τη διατύπωση της γνώμης τους κατόπιν προηγούμενης διαβούλευσης. Επιπλέον, θα πρέπει κανονικά να είναι σε θέση να διατυπώνουν τη γνώμη τους εντός της εν λόγω προθεσμίας σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων έχει ήδη εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις τεχνολογίες τις οποίες ο πάροχος προτίθεται να αναπτύξει και να θέσει σε λειτουργία για την εκτέλεση εντολής εντοπισμού που απευθύνεται σ’ αυτόν δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(25)Όταν πρόκειται για νέες υπηρεσίες, δηλαδή υπηρεσίες που δεν είχαν προηγουμένως προσφερθεί στην Ένωση, τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανή κατάχρηση της υπηρεσίας κατά τους τελευταίους 12 μήνες είναι κατά κανόνα ανύπαρκτα. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του παρόντος κανονισμού, η συντονιστική αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να αντλεί στοιχεία από συγκρίσιμες υπηρεσίες όταν αξιολογεί αν θα ζητήσει την έκδοση εντολής εντοπισμού όσον αφορά μια τέτοια νέα υπηρεσία. Μια υπηρεσία θα πρέπει να θεωρείται συγκρίσιμη όταν παρέχει λειτουργικό ισοδύναμο της οικείας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών γεγονότων και περιστάσεων, ιδίως των κύριων χαρακτηριστικών και λειτουργιών της, του τρόπου με τον οποίο προσφέρεται και χρησιμοποιείται, της βάσης χρηστών, των εφαρμοστέων όρων και προϋποθέσεων και των μέτρων μετριασμού του κινδύνου, καθώς και του συνολικού προφίλ εναπομένοντος κινδύνου.

(26)Τα μέτρα που λαμβάνουν οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών για την εκτέλεση εντολών εντοπισμού που απευθύνονται σ’ αυτούς θα πρέπει να παραμένουν αυστηρά περιορισμένα σε ό,τι ορίζεται στον παρόντα κανονισμό και στις εντολές εντοπισμού που εκδίδονται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, να προβλεφθούν προσαρμοσμένες λύσεις, να παραμείνουν τεχνολογικά ουδέτερα και να αποφευχθεί η καταστρατήγηση των υποχρεώσεων εντοπισμού, τα μέτρα αυτά θα πρέπει να λαμβάνονται ανεξάρτητα από τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούν οι οικείοι πάροχοι σε σχέση με την παροχή των υπηρεσιών τους. Ως εκ τούτου, ο παρών κανονισμός αφήνει στον οικείο πάροχο την επιλογή των τεχνολογιών που θα χρησιμοποιηθούν για την αποτελεσματική συμμόρφωση με τις εντολές εντοπισμού και δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι ενθαρρύνει ή αποθαρρύνει τη χρήση οποιασδήποτε τεχνολογίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι τεχνολογίες και τα συνοδευτικά μέτρα πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού. Αυτό συμπεριλαμβάνει τη χρήση τεχνολογίας διατερματικής κρυπτογράφησης, που αποτελεί σημαντικό εργαλείο για τη διασφάλιση της προστασίας και του απορρήτου των επικοινωνιών των χρηστών, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών. Κατά την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού, οι πάροχοι θα πρέπει να λαμβάνουν όλα τα διαθέσιμα μέτρα διασφάλισης για να εξασφαλίζουν ότι οι τεχνολογίες που χρησιμοποιούν δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν από τους ίδιους ή τους υπαλλήλους τους για σκοπούς άλλους από τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, ούτε από τρίτους, έτσι ώστε να αποτραπεί η υπονόμευση της ασφάλειας και του απορρήτου των επικοινωνιών των χρηστών.

(27)Προκειμένου να διευκολυνθεί η συμμόρφωση των παρόχων με τις υποχρεώσεις εντοπισμού, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να θέτει στη διάθεση των παρόχων τεχνολογίες εντοπισμού τις οποίες να μπορούν να επιλέξουν να χρησιμοποιήσουν, δωρεάν, με μοναδικό σκοπό την εκτέλεση των εντολών εντοπισμού που τους απευθύνονται. Θα πρέπει να ζητείται η γνώμη του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων σχετικά με τις εν λόγω τεχνολογίες και τον καλύτερο τρόπο χρήσης τους, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τους εφαρμοστέους κανόνες του ενωσιακού δικαίου για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Οι συμβουλές του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το Κέντρο της ΕΕ κατά την κατάρτιση των καταλόγων των διαθέσιμων τεχνολογιών, καθώς και από την Επιτροπή κατά την κατάρτιση κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με την εφαρμογή των υποχρεώσεων εντοπισμού. Οι πάροχοι μπορούν να χρησιμοποιούν τις τεχνολογίες που διατίθενται από το Κέντρο της ΕΕ ή από άλλους ή τις τεχνολογίες που έχουν αναπτύξει οι ίδιοι, εφόσον αυτές πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(28)Με σκοπό τη συνεχή αξιολόγηση των επιδόσεων των τεχνολογιών εντοπισμού και τη διασφάλιση της επαρκούς αξιοπιστίας τους, καθώς και τον εντοπισμό ψευδώς θετικών αποτελεσμάτων και την αποφυγή, στον βαθμό που είναι εφικτό, της υποβολής εσφαλμένων αναφορών στο Κέντρο της ΕΕ, οι πάροχοι θα πρέπει να διασφαλίζουν ανθρώπινη εποπτεία και, όπου απαιτείται, ανθρώπινη παρέμβαση, προσαρμοσμένες στο είδος των τεχνολογιών εντοπισμού και στο είδος της επίμαχης διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Η εν λόγω εποπτεία θα πρέπει να περιλαμβάνει τακτική αξιολόγηση των ποσοστών ψευδώς αρνητικών και θετικών αποτελεσμάτων που παράγονται από τις τεχνολογίες, βάσει ανάλυσης ανωνυμοποιημένων αντιπροσωπευτικών δειγμάτων δεδομένων. Ειδικότερα, όσον αφορά τον εντοπισμό της άγρας παιδιών σε διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών, οι πάροχοι υπηρεσιών θα πρέπει να διασφαλίζουν τακτική, ειδική και λεπτομερή ανθρώπινη εποπτεία και επαλήθευση των συνομιλιών που προσδιορίζονται από τις τεχνολογίες ως περιλαμβάνουσες δυνητική άγρα παιδιών.

(29)Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών βρίσκονται σε μοναδική θέση για τον εντοπισμό πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο πλαίσιο των υπηρεσιών τους. Οι πληροφορίες που μπορούν να αποκτήσουν κατά την παροχή των υπηρεσιών τους είναι συχνά απαραίτητες για την αποτελεσματική διερεύνηση και δίωξη αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να υποχρεούνται να αναφέρουν πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στις υπηρεσίες τους, όταν λαμβάνουν γνώση αυτών, δηλαδή όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι μια συγκεκριμένη δραστηριότητα ενδέχεται να συνιστά διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Όταν υπάρχουν τέτοιοι βάσιμοι λόγοι, τυχόν αμφιβολίες σχετικά με την ηλικία του πιθανού θύματος δεν θα πρέπει να εμποδίζουν τους εν λόγω παρόχους να υποβάλλουν αναφορές. Για λόγους αποτελεσματικότητας, θα πρέπει να είναι άνευ σημασίας ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνουν γνώση. Η γνώση αυτή θα μπορούσε, για παράδειγμα, να λαμβάνεται μέσω της εκτέλεσης εντολών εντοπισμού, μέσω πληροφοριών που επισημαίνονται από χρήστες ή οργανισμούς που ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή μέσω ενεργειών στις οποίες προβαίνουν με δική τους πρωτοβουλία. Οι εν λόγω πάροχοι θα πρέπει να αναφέρουν έναν ελάχιστο αριθμό πληροφοριών, όπως ορίζεται στον παρόντα κανονισμό, ώστε οι αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου να είναι σε θέση να αξιολογήσουν κατά πόσον θα κινήσουν έρευνα, κατά περίπτωση, και θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι αναφορές είναι όσο το δυνατόν πληρέστερες πριν από την υποβολή τους.

(30)Για να διασφαλιστεί ότι το υλικό διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αφαιρείται το συντομότερο δυνατόν μετά τον εντοπισμό του, οι συντονιστικές αρχές του τόπου εγκατάστασης θα πρέπει να έχουν την εξουσία να ζητούν από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές ή τις ανεξάρτητες διοικητικές αρχές να εκδίδουν εντολή αφαίρεσης που να απευθύνεται σε παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας. Δεδομένου ότι η αφαίρεση του οικείου υλικού ή η απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτό μπορεί να επηρεάσει το δικαίωμα των χρηστών που το έχουν παράσχει, οι πάροχοι θα πρέπει να ενημερώνουν τους εν λόγω χρήστες για τους λόγους της αφαίρεσης, ώστε οι χρήστες να μπορούν να ασκήσουν το δικαίωμα τους προσφυγής, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που απαιτούνται για να αποφευχθεί η παρέμβαση σε δραστηριότητες για την πρόληψη, τον εντοπισμό, τη διερεύνηση και τη δίωξη αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

(31)Οι κανόνες του παρόντος κανονισμού δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι επηρεάζουν τις απαιτήσεις σχετικά με τις εντολές αφαίρεσης που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ) .../... [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ].

(32)Οι υποχρεώσεις του παρόντος κανονισμού δεν εφαρμόζονται σε παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας που δεν προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην Ένωση. Ωστόσο, οι υπηρεσίες αυτές μπορούν παρ’ όλ’ αυτά να χρησιμοποιούνται για τη διάδοση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών προς ή από χρήστες στην Ένωση, προκαλώντας βλάβη στα παιδιά και την κοινωνία γενικότερα, ακόμη και αν οι δραστηριότητες των παρόχων δεν στοχεύουν τα κράτη μέλη και ο συνολικός αριθμός των χρηστών των εν λόγω υπηρεσιών στην Ένωση είναι περιορισμένος. Για νομικούς και πρακτικούς λόγους, ενδέχεται να μην είναι ευλόγως δυνατόν οι εν λόγω πάροχοι να αφαιρούν το υλικό ή να απενεργοποιούν την πρόσβαση σ’ αυτό, ούτε καν μέσω συνεργασίας με τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένοι. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις υφιστάμενες πρακτικές σε διάφορα κράτη μέλη, θα πρέπει να είναι δυνατόν να απαιτείται από τους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο να λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να αποκλείουν την πρόσβαση στο υλικό για χρήστες στην Ένωση.

(33)Για λόγους συνέπειας, αποδοτικότητας και αποτελεσματικότητας και για να ελαχιστοποιηθεί ο κίνδυνος καταστρατήγησης, οι εν λόγω εντολές αποκλεισμού θα πρέπει να βασίζονται στον κατάλογο ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων (URL), που να οδηγούν σε συγκεκριμένα στοιχεία επαληθευμένης σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, τα οποία να συγκεντρώνονται και να παρέχονται κεντρικά από το Κέντρο της ΕΕ βάσει επιμελώς επαληθευμένων υποβολών από τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Προκειμένου να αποφευχθεί η λήψη αδικαιολόγητων ή δυσανάλογων μέτρων, κυρίως μέτρων που θα επηρέαζαν αδικαιολόγητα τα διακυβευόμενα θεμελιώδη δικαιώματα, ιδίως, εκτός από τα δικαιώματα των παιδιών, την ελευθερία έκφρασης και πληροφόρησης των χρηστών και την επιχειρηματική ελευθερία των παρόχων, θα πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλα όρια και διασφαλίσεις. Ιδίως, θα πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι επιβαρύνσεις που επιβάλλονται στους οικείους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο δεν είναι παράλογες, ότι η αναγκαιότητα και η αναλογικότητα των εντολών αποκλεισμού θα αξιολογούνται επιμελώς και μετά την έκδοση των εντολών, και ότι τόσο οι πάροχοι όσο και οι χρήστες που θίγονται θα διαθέτουν αποτελεσματικά μέσα δικαστικής και εξωδικαστικής προσφυγής.

(34)Λαμβάνοντας υπόψη ότι η απόκτηση, η κατοχή, η εν γνώσει απόκτηση πρόσβασης και η μετάδοση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών συνιστούν ποινικά αδικήματα σύμφωνα με την οδηγία 2011/93/ΕΕ, είναι αναγκαίο να εξαιρεθούν οι πάροχοι σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας από την ποινική ευθύνη όταν εμπλέκονται σε τέτοιες δραστηριότητες, στον βαθμό που οι δραστηριότητές τους περιορίζονται αυστηρά σε ό,τι είναι αναγκαίο για τον σκοπό της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις τους βάσει του παρόντος κανονισμού και ενεργούν καλή τη πίστει.

(35)Η διάδοση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αποτελεί ποινικό αδίκημα που επηρεάζει τα δικαιώματα των θυμάτων που απεικονίζονται. Ως εκ τούτου, τα θύματα θα πρέπει να έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν, κατόπιν αιτήματος, από το Κέντρο της ΕΕ, αλλά μέσω των συντονιστικών αρχών, σχετικές πληροφορίες εάν αναφέρεται, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, από παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας ή παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, γνωστό υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που τα απεικονίζει.

(36)Δεδομένου του αντικτύπου στα δικαιώματα των θυμάτων που απεικονίζονται στο εν λόγω γνωστό υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και της συνήθους ικανότητας των παρόχων υπηρεσιών φιλοξενίας να περιορίζουν τον εν λόγω αντίκτυπο συμβάλλοντας στο να διασφαλίζεται ότι το υλικό δεν θα είναι πλέον διαθέσιμο στις υπηρεσίες τους, οι εν λόγω πάροχοι θα πρέπει να συνδράμουν τα θύματα που ζητούν την αφαίρεση του εν λόγω υλικού ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτό. Η εν λόγω συνδρομή θα πρέπει να περιορίζεται σε ό,τι μπορεί εύλογα να ζητηθεί από τον οικείο πάροχο υπό τις δεδομένες περιστάσεις, λαμβανομένων υπόψη παραγόντων όπως το περιεχόμενο και το εύρος του αιτήματος, οι ενέργειες που απαιτούνται για τον εντοπισμό των σχετικών γνωστών στοιχείων υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και τα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο πάροχος. Η συνδρομή θα μπορούσε να συνίσταται, για παράδειγμα, στην παροχή βοήθειας για τον εντοπισμό των στοιχείων, τη διενέργεια ελέγχων και την αφαίρεση ή απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτά. Δεδομένου ότι η πραγματοποίηση των ενεργειών που απαιτούνται για την εν λόγω αφαίρεση υλικού ή για την απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτό μπορεί να είναι επώδυνη ή ακόμη και τραυματική αλλά και πολύπλοκη, τα θύματα θα πρέπει επίσης να έχουν το δικαίωμα να επικουρούνται από το Κέντρο της ΕΕ στο πλαίσιο αυτό, μέσω των Συντονιστικών Αρχών.

(37)Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματική διαχείριση των εν λόγω λειτουργιών υποστήριξης των θυμάτων, τα θύματα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να έρχονται σε επαφή με τη συντονιστική αρχή που είναι περισσότερο προσβάσιμη γι’ αυτά και να βασίζονται σ’ αυτή, ενώ η εν λόγω συντονιστική αρχή θα πρέπει να λειτουργεί ως δίαυλος για κάθε επικοινωνία μεταξύ των θυμάτων και του Κέντρου της ΕΕ.

(38)Για να διευκολυνθεί η άσκηση, από τα θύματα, του δικαιώματός τους ενημέρωσης και η παροχή συνδρομής και στήριξης για την αφαίρεση του υλικού ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτό, τα θύματα θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποδεικνύουν το σχετικό στοιχείο ή στοιχεία υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για τα οποία επιδιώκουν να λάβουν πληροφορίες ή των οποίων επιθυμούν την αφαίρεση ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης, είτε παρέχοντας την ίδια την εικόνα ή τις εικόνες ή το ίδιο το ή τα βίντεο, είτε παρέχοντας ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων που να οδηγούν στο συγκεκριμένο στοιχείο ή στοιχεία υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ή μέσω οποιασδήποτε άλλης αναπαράστασης που να επιτρέπει την αδιαμφισβήτητη ταυτοποίηση του εν λόγω στοιχείου ή στοιχείων.

(39)Για να αποφευχθούν δυσανάλογες παρεμβάσεις στα δικαιώματα των χρηστών στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα δεδομένα που σχετίζονται με περιπτώσεις πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών δεν θα πρέπει να διατηρούνται από παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, παρά μόνο για έναν ή περισσότερους από τους σκοπούς που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό και για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το αναγκαίο, και με την επιφύλαξη κατάλληλης μέγιστης χρονικής διάρκειας. Δεδομένου ότι οι εν λόγω απαιτήσεις διατήρησης αφορούν μόνο τον παρόντα κανονισμό, δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι επηρεάζουν τη δυνατότητα αποθήκευσης σχετικών δεδομένων περιεχομένου και δεδομένων κίνησης σύμφωνα με την οδηγία 2002/58/ΕΚ ή την εφαρμογή οποιασδήποτε νομικής υποχρέωσης διατήρησης δεδομένων που ισχύει για τους παρόχους βάσει άλλων πράξεων του ενωσιακού δικαίου ή βάσει του εθνικού δικαίου που συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης.

(40)Για να διευκολυνθεί η απρόσκοπτη και αποτελεσματική επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα —μεταξύ άλλων, κατά περίπτωση, με επιβεβαίωση της παραλαβής της— αναφορικά με θέματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, οι πάροχοι σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας θα πρέπει να υποχρεούνται να ορίζουν ενιαίο σημείο επαφής και να δημοσιεύουν σχετικές μ’ αυτό πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των γλωσσών που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην εν λόγω επικοινωνία. Σε αντίθεση με τον νόμιμο εκπρόσωπο του παρόχου, το σημείο επαφής θα πρέπει να εξυπηρετεί επιχειρησιακούς σκοπούς και δεν θα πρέπει να διαθέτει υποχρεωτικά φυσική παρουσία. Θα πρέπει να προβλεφθούν κατάλληλοι όροι όσον αφορά τις γλώσσες επικοινωνίας που θα καθοριστούν, ώστε να διασφαλιστεί ότι η απρόσκοπτη επικοινωνία δεν θα είναι αδικαιολόγητα περίπλοκη. Για τους παρόχους που υπόκεινται στην υποχρέωση να συγκροτήσουν υπηρεσία συμμόρφωσης και να ορίσουν υπευθύνους συμμόρφωσης σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) .../... [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ], ένας από τους εν λόγω υπεύθυνους συμμόρφωσης μπορεί να οριστεί ως σημείο επαφής βάσει του παρόντος κανονισμού, προκειμένου να διευκολυνθεί η συνεκτική εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από αμφότερα τα πλαίσια.

(41)Προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική εποπτεία και, όπου είναι αναγκαίο, η επιβολή του παρόντος κανονισμού, οι πάροχοι σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που δεν είναι εγκατεστημένοι σε τρίτη χώρα και προσφέρουν υπηρεσίες στην Ένωση θα πρέπει να έχουν νόμιμο εκπρόσωπο στην Ένωση και να ενημερώνουν το κοινό και τις αρμόδιες αρχές για τον τρόπο επικοινωνίας με τον εν λόγω νόμιμο εκπρόσωπο. Για να καταστεί εφικτή η εφαρμογή ευέλικτων λύσεων όπου χρειάζεται και παρά τους διαφορετικούς σκοπούς τους στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να είναι δυνατόν, εάν ο οικείος πάροχος το έχει καταστήσει σαφές, ο νόμιμος εκπρόσωπός του να λειτουργεί επίσης ως σημείο επαφής, υπό την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι σχετικές απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

(42)Κατά περίπτωση και όπου κρίνεται σκόπιμο, με την επιφύλαξη της επιλογής του παρόχου των σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και της ανάγκης εκπλήρωσης των σχετικών εφαρμοστέων νομικών απαιτήσεων, οι εν λόγω πάροχοι θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ορίσουν ενιαίο σημείο επαφής και ενιαίο νόμιμο εκπρόσωπο για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) .../... [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ] και του παρόντος κανονισμού.

(43)Προς το συμφέρον της αποτελεσματικής εφαρμογής και, όπου είναι αναγκαίο, της επιβολής του παρόντος κανονισμού, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να ορίσει τουλάχιστον μία υφιστάμενη ή νεοσυσταθείσα αρχή αρμόδια για τη διασφάλιση της εν λόγω εφαρμογής και επιβολής όσον αφορά τους παρόχους των σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία του ορίζοντος κράτους μέλους.

(44)Προκειμένου να υπάρξει σαφήνεια και να καταστεί δυνατός ο αποτελεσματικός, αποδοτικός και συνεκτικός συντονισμός και συνεργασία τόσο σε εθνικό όσο και σε ενωσιακό επίπεδο, όταν ένα κράτος μέλος ορίζει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές για την εφαρμογή και την επιβολή του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ορίσει μία επικεφαλής αρχή ως συντονιστική αρχή, ενώ η ορισθείσα αρχή θα πρέπει αυτομάτως να θεωρείται η συντονιστική αρχή όταν ένα κράτος μέλος ορίζει μόνο μία αρχή. Για τους λόγους αυτούς, η συντονιστική αρχή θα πρέπει να ενεργεί ως ενιαίο σημείο επαφής για όλα τα θέματα που σχετίζονται με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, με την επιφύλαξη των εξουσιών επιβολής άλλων εθνικών αρχών.

(45)Λαμβανομένης υπόψη της ιδιαίτερης εμπειρογνωσίας και της κομβικής θέσης του Κέντρου της ΕΕ σε σχέση με την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, οι συντονιστικές αρχές θα πρέπει να μπορούν να ζητούν τη συνδρομή του Κέντρου της ΕΕ κατά την εκτέλεση ορισμένων καθηκόντων τους. Η συνδρομή αυτή θα πρέπει να παρέχεται με την επιφύλαξη τόσο των αντίστοιχων καθηκόντων και εξουσιών των συντονιστικών αρχών που ζητούν βοήθεια και του Κέντρου της ΕΕ όσο και των απαιτήσεων που ισχύουν για την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους και την άσκηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

(46)Δεδομένης της σημασίας των καθηκόντων τους και του δυνητικού αντικτύπου της χρήσης των εξουσιών τους στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων των θιγόμενων μερών, είναι σημαντικό οι συντονιστικές αρχές να είναι πλήρως ανεξάρτητες. Για τον σκοπό αυτό, οι κανόνες και οι διαβεβαιώσεις που εφαρμόζονται στις συντονιστικές αρχές θα πρέπει να είναι παρόμοια με εκείνα που εφαρμόζονται στα δικαστήρια, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι αποτελούν ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και ότι μπορούν από κάθε άποψη να ενεργούν ως τέτοιες.

(47)Η συντονιστική αρχή καθώς και άλλες αρμόδιες αρχές διαδραματίζουν καίριο ρόλο στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που ορίζονται στον παρόντα κανονισμό και στην επίτευξη των στόχων του. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι οι εν λόγω αρχές διαθέτουν όχι μόνο τις αναγκαίες εξουσίες έρευνας και επιβολής αλλά και τους αναγκαίους οικονομικούς, ανθρώπινους, τεχνολογικούς και άλλους πόρους για την επαρκή εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, δεδομένου ότι οι πάροχοι σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας είναι ποικίλοι και χρησιμοποιούν προηγμένη τεχνολογία για την παροχή των υπηρεσιών τους, είναι σημαντικό η συντονιστική αρχή καθώς και άλλες αρμόδιες αρχές να διαθέτουν τον αναγκαίο αριθμό προσωπικού, συμπεριλαμβανομένων εμπειρογνωμόνων με εξειδικευμένες δεξιότητες. Οι πόροι των συντονιστικών αρχών θα πρέπει να καθορίζονται με βάση το μέγεθος, την πολυπλοκότητα και τον δυνητικό κοινωνικό αντίκτυπο των παρόχων των σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία του ορίζοντος κράτους μέλους, καθώς και με βάση την εμβέλεια των υπηρεσιών τους σε ολόκληρη την Ένωση.

(48)Δεδομένης της ανάγκης να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα των επιβαλλόμενων υποχρεώσεων, θα πρέπει να ανατεθούν στις συντονιστικές αρχές εξουσίες επιβολής για την αντιμετώπιση περιπτώσεων παράβασης του παρόντος κανονισμού. Οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνουν την εξουσία να περιορίζεται προσωρινά η πρόσβαση των χρηστών της υπηρεσίας την οποία αφορά η παράβαση ή, μόνο όταν αυτό δεν είναι τεχνικά εφικτό, η πρόσβαση στη διαδικτυακή διεπαφή του παρόχου στην οποία πραγματοποιείται η παράβαση. Η εν λόγω εξουσία, επειδή συνεπάγεται υψηλό επίπεδο παρέμβασης στα δικαιώματα των παρόχων υπηρεσιών, θα πρέπει να ασκείται μόνο εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Σ’ αυτές θα πρέπει να περιλαμβάνεται η προϋπόθεση ότι η παράβαση έχει ως αποτέλεσμα την τακτική και διαρθρωτική διευκόλυνση αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, η οποία θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως αναφερόμενη σε μια κατάσταση στην οποία είναι προφανές από όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία ότι η εν λόγω διευκόλυνση έλαβε χώρα σε μεγάλη κλίμακα και για μεγάλο χρονικό διάστημα.

(49)Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον τηρούνται αποτελεσματικά στην πράξη οι κανόνες του παρόντος κανονισμού, ιδίως οι κανόνες για τα μέτρα μετριασμού και για την εκτέλεση των εντολών εντοπισμού, των εντολών αφαίρεσης ή των εντολών αποκλεισμού που εκδόθηκαν βάσει αυτού, κάθε συντονιστική αρχή θα πρέπει να είναι σε θέση να διενεργεί αναζητήσεις, χρησιμοποιώντας τους σχετικούς δείκτες που παρέχει το Κέντρο της ΕΕ, με σκοπό τον εντοπισμό της διάδοσης γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών μέσω δημόσια διαθέσιμου υλικού στις υπηρεσίες φιλοξενίας των οικείων παρόχων.

(50)Για να διασφαλιστεί ότι οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας είναι ενήμεροι για την κατάχρηση των υπηρεσιών τους και για να τους δοθεί η δυνατότητα να αναλάβουν ταχεία δράση προκειμένου να αφαιρέσουν το υλικό ή να απενεργοποιήσουν την πρόσβαση σ’ αυτό οικειοθελώς, οι συντονιστικές αρχές εγκατάστασης θα πρέπει να είναι σε θέση να ενημερώνουν τους εν λόγω παρόχους για την παρουσία γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στις υπηρεσίες τους και να ζητούν από τους παρόχους να εξετάσουν, σε εθελοντική βάση, την αφαίρεση του εν λόγω υλικού ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτό. Οι εν λόγω δραστηριότητες ενημέρωσης θα πρέπει να διακρίνονται σαφώς από τις εξουσίες που έχουν οι συντονιστικές αρχές δυνάμει του παρόντος κανονισμού να ζητούν την έκδοση εντολών αφαίρεσης, οι οποίες επιβάλλουν στον οικείο πάροχο τη δεσμευτική νομική υποχρέωση να αφαιρεί το εν λόγω υλικό ή να απενεργοποιεί την πρόσβαση σ’ αυτό εντός καθορισμένης προθεσμίας.

(51)Για να υπάρξει σαφήνεια και για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική επιβολή του παρόντος κανονισμού, ο πάροχος σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας θα πρέπει να υπάγεται στη δικαιοδοσία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η κύρια εγκατάστασή του, δηλαδή του κράτους μέλους στο οποίο ο πάροχος έχει τα κεντρικά γραφεία ή την καταστατική του έδρα όπου ασκούνται οι κύριες χρηματοοικονομικές λειτουργίες και ο επιχειρησιακός έλεγχος. Όσον αφορά τους παρόχους που δεν έχουν εγκατάσταση στην Ένωση αλλά προσφέρουν υπηρεσίες στην Ένωση, δικαιοδοσία θα πρέπει να έχει το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει ή είναι εγκατεστημένος ο ορισθείς νόμιμος εκπρόσωπός τους, λαμβανομένης υπόψη της λειτουργίας των νόμιμων εκπροσώπων δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

(52)Για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική επιβολή και η προάσπιση των δικαιωμάτων των χρηστών βάσει του παρόντος κανονισμού, είναι σκόπιμο να διευκολυνθεί η υποβολή καταγγελιών σε περίπτωση εικαζόμενης μη συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις των παρόχων σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας βάσει του παρόντος κανονισμού. Η διευκόλυνση αυτή θα πρέπει να επιτευχθεί με την παροχή της δυνατότητας στους χρήστες να υποβάλλουν τέτοιες καταγγελίες στη συντονιστική αρχή στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο διαμένουν ή είναι εγκατεστημένοι, ανεξάρτητα από το ποιο κράτος μέλος έχει δικαιοδοσία όσον αφορά τον οικείο πάροχο. Για τους σκοπούς της υποβολής καταγγελιών, οι χρήστες μπορούν να αποφασίσουν να βασιστούν σε οργανισμούς που ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ωστόσο, προκειμένου να μη διακυβευθεί ο στόχος της δημιουργίας σαφούς και αποτελεσματικού συστήματος εποπτείας και για να αποφευχθεί ο κίνδυνος μη συνεκτικών αποφάσεων, η συντονιστική αρχή εγκατάστασης θα πρέπει να παραμείνει η μόνη αποκλειστικά υπεύθυνη να ασκεί στη συνέχεια οποιαδήποτε από τις εξουσίες της για έρευνα ή επιβολή, κατά περίπτωση, όσον αφορά την καταγγελλόμενη συμπεριφορά με την επιφύλαξη της αρμοδιότητας άλλων εποπτικών αρχών στο πλαίσιο της εντολής τους.

(53)Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό επιβάλλονται κυρώσεις που είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές, με βάση στοιχεία όπως η φύση, η σοβαρότητα, η επανάληψη και η διάρκεια της παράβασης, λαμβανομένων υπόψη του επιδιωκόμενου δημόσιου συμφέροντος, του πεδίου εφαρμογής και του είδους των ασκούμενων δραστηριοτήτων, καθώς και της οικονομικής ικανότητας του οικείου παρόχου των σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

(54)Οι κανόνες του παρόντος κανονισμού για την εποπτεία και την επιβολή δεν θα πρέπει να θεωρείται ότι επηρεάζουν τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες που έχουν οι αρχές προστασίας δεδομένων δυνάμει του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679.

(55)Για την ορθή λειτουργία του συστήματος υποχρεωτικού εντοπισμού και αποκλεισμού της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, το οποίο θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό, είναι σημαντικό το Κέντρο της ΕΕ να λαμβάνει, μέσω των συντονιστικών αρχών, υλικό που έχει διαπιστωθεί ότι συνιστά υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή απομαγνητοφώνηση συνομιλιών που έχει διαπιστωθεί ότι συνιστούν άγρα παιδιών, όπως μπορεί να έχει διαπιστωθεί για παράδειγμα κατά τη διάρκεια ποινικών ερευνών, ούτως ώστε το υλικό ή οι συνομιλίες να μπορούν να χρησιμεύσουν ως ακριβής και αξιόπιστη βάση προκειμένου το Κέντρο της ΕΕ να δημιουργήσει δείκτες για τέτοιες περιπτώσεις κακοποίησης. Για την επίτευξη αυτού του στόχου, ο προσδιορισμός θα πρέπει να πραγματοποιείται έπειτα από επιμελή αξιολόγηση, στο πλαίσιο διαδικασίας που εγγυάται δίκαιο και αντικειμενικό αποτέλεσμα, είτε από τις ίδιες τις συντονιστικές αρχές είτε από δικαστήριο ή άλλη ανεξάρτητη διοικητική αρχή εκτός της συντονιστικής αρχής. Μολονότι η ταχύτητα της αξιολόγησης, του εντοπισμού και της υποβολής τέτοιου υλικού είναι σημαντική και σε άλλα πλαίσια, είναι καίριας σημασίας σε σχέση με το νέο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και την άγρα παιδιών που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, δεδομένου ότι το υλικό αυτό μπορεί να οδηγήσει στον εντοπισμό συνεχιζόμενης ή επικείμενης κακοποίησης και στη διάσωση των θυμάτων. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να καθοριστούν συγκεκριμένες προθεσμίες για την αναφορά των εν λόγω περιστατικών.

(56)Για να διασφαλιστεί ότι οι δείκτες που αναπτύσσονται από το Κέντρο της ΕΕ για τον σκοπό του εντοπισμού είναι όσο το δυνατόν πληρέστεροι, η υποβολή του σχετικού υλικού και των απομαγνητοφωνήσεων θα πρέπει να γίνεται προδραστικά από τις συντονιστικές αρχές. Ωστόσο, για τους σκοπούς αυτούς, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει επίσης να έχει το δικαίωμα να εφιστά την προσοχή των συντονιστικών αρχών σε συγκεκριμένο υλικό ή συνομιλίες.

(57)Ορισμένοι πάροχοι σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε πολλά ή ακόμη και σε όλα τα κράτη μέλη, ενώ, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, μόνο ένα κράτος μέλος έχει δικαιοδοσία επί συγκεκριμένου παρόχου. Ως εκ τούτου, είναι επιτακτική ανάγκη, αφενός, η οριζόμενη από το κράτος μέλος που έχει δικαιοδοσία συντονιστική αρχή να λαμβάνει υπόψη τα συμφέροντα όλων των χρηστών στην Ένωση κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της και κατά την άσκηση των εξουσιών της, χωρίς να κάνει διάκριση με βάση στοιχεία όπως ο τόπος ή η ιθαγένεια των χρηστών, και, αφετέρου, οι συντονιστικές αρχές να συνεργάζονται μεταξύ τους με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο. Για να διευκολυνθεί η συνεργασία αυτή, θα πρέπει να προβλεφθούν οι αναγκαίοι μηχανισμοί και συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών. Η συνεργασία αυτή δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβλέπουν τακτικές ανταλλαγές απόψεων με άλλες δημόσιες αρχές, όταν αυτό είναι σκόπιμο για την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω άλλων αρχών και της συντονιστικής αρχής.

(58)Ειδικότερα, προκειμένου να διευκολυνθεί η συνεργασία που απαιτείται για την ορθή λειτουργία των μηχανισμών που θεσπίζονται με τον παρόντα κανονισμό, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να δημιουργήσει και να διατηρεί τα αναγκαία συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών. Για τη δημιουργία και τη διατήρηση αυτών των συστημάτων, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να συνεργάζεται με τον Οργανισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (στο εξής: Ευρωπόλ) και τις εθνικές αρχές, αξιοποιώντας τα υφιστάμενα συστήματα και βέλτιστες πρακτικές, κατά περίπτωση.

(59)Το Κέντρο της ΕΕ, για να υποστηρίξει την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και για να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του, θα πρέπει να λειτουργεί ως κεντρικός διαμεσολαβητής, εκτελώντας μια σειρά ειδικών καθηκόντων. Για την εκτέλεση των εν λόγω καθηκόντων το Κέντρο της ΕΕ πρέπει να έχει ακλόνητες εγγυήσεις ανεξαρτησίας, ιδίως από τις αρχές επιβολής του νόμου, καθώς και δομή διακυβέρνησης που να διασφαλίζει την αποτελεσματική, αποδοτική και συνεκτική εκτέλεση των διαφόρων καθηκόντων του, και νομική προσωπικότητα, ώστε να είναι σε θέση να αλληλεπιδρά αποτελεσματικά με όλα τα σχετικά ενδιαφερόμενα μέρη. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να συσταθεί ως αποκεντρωμένος οργανισμός της Ένωσης.

(60)Για λόγους ασφάλειας δικαίου και αποτελεσματικότητας, τα καθήκοντα του Κέντρου της ΕΕ θα πρέπει να παρατίθενται με σαφή και ολοκληρωμένο τρόπο. Προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, τα καθήκοντα αυτά θα πρέπει να αφορούν ιδίως τη διευκόλυνση των υποχρεώσεων εντοπισμού, αναφοράς και αποκλεισμού που επιβάλλονται στους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας, στους παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών και στους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο. Ωστόσο, για τον ίδιο λόγο, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει επίσης να είναι επιφορτισμένο με ορισμένα άλλα καθήκοντα, ιδίως εκείνα που αφορούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεων εκτίμησης και μετριασμού του κινδύνου οι οποίες βαρύνουν τους παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, την αφαίρεση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτό, από παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας, την παροχή βοήθειας στις συντονιστικές αρχές, καθώς και την παραγωγή και ανταλλαγή γνώσεων και εμπειρογνωσίας σχετικά με τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών.

(61)Το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να παρέχει αξιόπιστες πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες που μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι συνιστούν διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, ώστε να καθίσταται δυνατός ο εντοπισμός και ο αποκλεισμός τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό. Δεδομένης της φύσης του υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, οι εν λόγω αξιόπιστες πληροφορίες πρέπει να παρέχονται χωρίς διαμοιρασμό του ίδιου του υλικού. Για τον λόγο αυτό, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να αναπτύξει ακριβείς και αξιόπιστους δείκτες, με βάση εντοπισμένο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και πράξεις άγρας παιδιών που του υποβάλλονται από τις συντονιστικές αρχές σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις του παρόντος κανονισμού. Οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να δίνουν τη δυνατότητα στις τεχνολογίες να εντοπίζουν τη διάδοση είτε του ίδιου υλικού (γνωστού υλικού) είτε διαφορετικού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (νέου υλικού), ή της άγρας παιδιών, κατά περίπτωση.

(62)Για την ορθή λειτουργία του συστήματος που θεσπίζεται με τον παρόντα κανονισμό, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να είναι επιφορτισμένο με τη δημιουργία βάσεων δεδομένων για καθένα από αυτά τα τρία είδη διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, καθώς και με τη συντήρηση και τη λειτουργία των εν λόγω βάσεων δεδομένων. Για να διασφαλίζεται η λογοδοσία και για να καθίστανται εφικτές τυχόν αναγκαίες διορθώσεις, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να τηρεί αρχεία των υποβαλλόμενων στοιχείων και της διαδικασίας που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία των δεικτών.

(63)Για να διασφαλίζεται η ιχνηλασιμότητα της διαδικασίας υποβολής αναφορών και των τυχόν ενεργειών παρακολούθησης που αναλαμβάνονται με βάση τις αναφορές, καθώς και η δυνατότητα ανατροφοδότησης σχετικά με την υποβολή αναφορών στους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας και στους παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, η παραγωγή στατιστικών σχετικά με τις αναφορές, και η αξιόπιστη και ταχεία διαχείριση και διεκπεραίωση των αναφορών, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να δημιουργήσει ειδική βάση δεδομένων για τις εν λόγω αναφορές. Για να είναι σε θέση να επιτύχει τους ανωτέρω σκοπούς, η βάση δεδομένων θα πρέπει επίσης να περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις εν λόγω αναφορές, όπως τους δείκτες που αποτυπώνουν το υλικό και τις βοηθητικές ετικέτες, οι οποίες πληροφορίες μπορεί να υποδεικνύουν, για παράδειγμα, το γεγονός ότι εικόνα ή βίντεο που είναι αντικείμενο αναφοράς αποτελεί μέρος μιας σειράς εικόνων και βίντεο που απεικονίζουν το ίδιο θύμα ή τα ίδια θύματα.

(64)Δεδομένου του ευαίσθητου χαρακτήρα των οικείων δεδομένων και προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν σφάλματα και πιθανές καταχρήσεις, είναι αναγκαίο να θεσπιστούν αυστηροί κανόνες για την πρόσβαση στις εν λόγω βάσεις δεδομένων των δεικτών και των αναφορών, για τα δεδομένα που περιέχονται σ’ αυτές και για την ασφάλειά τους. Ειδικότερα, τα οικεία δεδομένα δεν θα πρέπει να αποθηκεύονται για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το απολύτως αναγκαίο. Για τους ανωτέρω λόγους, πρόσβαση στη βάση δεδομένων των δεικτών θα πρέπει να παρέχεται μόνο στα μέρη και για τους σκοπούς που καθορίζονται στον παρόντα κανονισμό, με την επιφύλαξη των ελέγχων από το Κέντρο της ΕΕ, και να περιορίζεται ως προς τον χρόνο και το πεδίο εφαρμογής στο απολύτως αναγκαίο για τους σκοπούς αυτούς.

(65)Για να αποφευχθεί η εσφαλμένη αναφορά διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών βάσει του παρόντος κανονισμού και για να δοθεί η δυνατότητα στις αρχές επιβολής του νόμου να επικεντρωθούν στα βασικά ερευνητικά τους καθήκοντα, οι αναφορές θα πρέπει να διαβιβάζονται μέσω του Κέντρου της ΕΕ. Το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να αξιολογεί τις εν λόγω αναφορές προκειμένου να εντοπίζει εκείνες που είναι προδήλως αβάσιμες, δηλαδή όταν είναι αμέσως προφανές, χωρίς ουσιαστική νομική ή πραγματολογική ανάλυση, ότι οι δραστηριότητες που αποτελούν αντικείμενο αναφοράς δεν συνιστούν διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών. Όταν η αναφορά είναι προδήλως αβάσιμη, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να παρέχει ανατροφοδότηση στον αναφέροντα πάροχο υπηρεσιών φιλοξενίας ή πάροχο διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, προκειμένου να καταστεί δυνατή η βελτίωση των χρησιμοποιούμενων τεχνολογιών και διαδικασιών και η λήψη άλλων κατάλληλων μέτρων, όπως η επαναφορά υλικού που αφαιρέθηκε εσφαλμένα. Δεδομένου ότι κάθε αναφορά θα μπορούσε να αποτελέσει σημαντικό μέσο για την έρευνα και τη δίωξη των σχετικών αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και για τη διάσωση του θύματος από την κακοποίηση, οι αναφορές θα πρέπει να διεκπεραιώνονται το συντομότερο δυνατόν.

(66)Για να συμβάλει στην αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και στην προστασία των δικαιωμάτων των θυμάτων, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να είναι σε θέση, κατόπιν αιτήματος, να στηρίζει τα θύματα και να βοηθά τις αρμόδιες αρχές με τη διεξαγωγή αναζητήσεων στις υπηρεσίες φιλοξενίας για τη διάδοση γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που είναι προσβάσιμο στο κοινό, χρησιμοποιώντας τους αντίστοιχους δείκτες. Όταν εντοπίζει τέτοιο υλικό μετά τη διεξαγωγή της εν λόγω έρευνας, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει επίσης να είναι σε θέση να ζητήσει από τον πάροχο της οικείας υπηρεσίας φιλοξενίας να αφαιρέσει το επίμαχο στοιχείο ή τα επίμαχα στοιχεία ή να απενεργοποιήσει τη σχετική πρόσβαση, δεδομένου ότι ο πάροχος ενδέχεται να μη γνωρίζει την παρουσία τους και μπορεί να είναι πρόθυμος να προβεί στη ζητούμενη ενέργεια οικειοθελώς.

(67)Δεδομένης της κομβικής θέσης του που απορρέει από την εκτέλεση των πρωταρχικών του καθηκόντων δυνάμει του παρόντος κανονισμού, και δεδομένων των πληροφοριών και της εμπειρογνωσίας που μπορεί να συγκεντρώσει για τον σκοπό αυτό, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει επίσης να συμβάλει στην επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού λειτουργώντας ως κόμβος γνώσης, εμπειρογνωσίας και έρευνας σε θέματα που σχετίζονται με την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Ως προς αυτό, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να συνεργάζεται με σχετικούς ενδιαφερόμενους φορείς τόσο εντός όσο και εκτός της Ένωσης και να δίνει τη δυνατότητα στα κράτη μέλη να επωφελούνται από τις γνώσεις και την εμπειρογνωσία που έχουν συγκεντρωθεί, συμπεριλαμβανομένων των βέλτιστων πρακτικών και των διδαγμάτων.

(68)Η επεξεργασία και η αποθήκευση ορισμένων δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι αναγκαία για την εκτέλεση των καθηκόντων του Κέντρου της ΕΕ δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Προκειμένου να διασφαλιστεί η επαρκής προστασία των εν λόγω δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να επεξεργάζεται και να αποθηκεύει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μόνο αν αυτό είναι απολύτως αναγκαίο για τους σκοπούς που περιγράφονται λεπτομερώς στον παρόντα κανονισμό. Θα πρέπει να το πράττει με ασφαλή τρόπο και να περιορίζει την αποθήκευση σε ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο για την εκτέλεση των σχετικών καθηκόντων.

(69)Προκειμένου να καταστεί δυνατή η αποτελεσματική και αποδοτική εκτέλεση των καθηκόντων του, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να συνεργάζεται στενά με τις συντονιστικές αρχές, την Ευρωπόλ και τους σχετικούς οργανισμούς-εταίρους, όπως το Εθνικό Κέντρο των ΗΠΑ για τα αγνοούμενα παιδιά και τα παιδιά που πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης ή το δίκτυο ανοικτών τηλεφωνικών γραμμών του Διεθνούς Συνδέσμου Ανοικτών Γραμμών στο Διαδίκτυο (INHOPE) για την αναφορά υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, εντός των ορίων που θέτει ο παρών κανονισμός και άλλες νομικές πράξεις που ρυθμίζουν τις αντίστοιχες δραστηριότητές τους. Για να διευκολυνθεί η συνεργασία αυτή, θα πρέπει να γίνουν οι απαραίτητες ρυθμίσεις, μεταξύ άλλων να οριστούν υπεύθυνοι επαφής από τις συντονιστικές αρχές και να συναφθούν μνημόνια συμφωνίας με την Ευρωπόλ και, κατά περίπτωση, με έναν ή περισσότερους από τους σχετικούς οργανισμούς-εταίρους.

(70)Η μακροχρόνια στήριξη της Ένωσης τόσο προς τον INHOPE όσο και προς τις ανοικτές γραμμές επικοινωνίας που είναι μέλη του αναγνωρίζει ότι οι ανοικτές γραμμές επικοινωνίας βρίσκονται στην πρώτη γραμμή για την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να αξιοποιήσει το δίκτυο των ανοικτών γραμμών και να ενθαρρύνει την αποτελεσματική συνεργασία τους με τις συντονιστικές αρχές, τους παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και τις αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών. Η εμπειρογνωσία και η πείρα των ανοικτών τηλεφωνικών γραμμών αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών για τον έγκαιρο εντοπισμό κοινών απειλών και λύσεων, καθώς και για τις διαφορές σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο σε ολόκληρη την Ένωση.

(71)Δεδομένης της εντολής της Ευρωπόλ και της πείρας της στον εντοπισμό των αρμόδιων εθνικών αρχών σε ασαφείς περιπτώσεις, και λαμβανομένης υπόψη της βάσης δεδομένων της με πληροφορίες για εγκληματικές δραστηριότητες η οποία μπορεί να συμβάλει στον εντοπισμό συνδέσμων με έρευνες σε άλλα κράτη μέλη, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να συνεργάζεται στενά με την Ευρωπόλ, ιδίως προκειμένου να διασφαλίζεται ο ταχύς εντοπισμός των αρμόδιων εθνικών αρχών επιβολής του νόμου σε περιπτώσεις όπου αυτό δεν είναι σαφές ή όταν ενδέχεται να θίγονται περισσότερα του ενός κράτη μέλη.

(72)Δεδομένου ότι είναι αναγκαία η εντατική συνεργασία του Κέντρου της ΕΕ με την Ευρωπόλ, η έδρα του Κέντρου της ΕΕ θα πρέπει να βρίσκεται πλησίον της Ευρωπόλ, η οποία βρίσκεται στη Χάγη των Κάτω Χωρών. Ο ιδιαίτερα ευαίσθητος χαρακτήρας των αναφορών που κοινοποιούνται στην Ευρωπόλ από το Κέντρο της ΕΕ και οι τεχνικές απαιτήσεις, όπως για ασφαλείς συνδέσεις δεδομένων, εξυπηρετούνται από μια κοινή τοποθεσία του Κέντρου της ΕΕ και της Ευρωπόλ. Θα επιτρέψει επίσης στο Κέντρο της ΕΕ, μολονότι θα αποτελεί ανεξάρτητη οντότητα, να βασίζεται στις υποστηρικτικές υπηρεσίες της Ευρωπόλ, ιδίως σε εκείνες που αφορούν τη διαχείριση των ανθρώπινων πόρων, την τεχνολογία των πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένης της κυβερνοασφάλειας, τα κτίρια και τις επικοινωνίες. Η από κοινού χρήση αυτών των υποστηρικτικών υπηρεσιών είναι οικονομικά αποδοτικότερη και εξασφαλίζει μεγαλύτερο επαγγελματισμό απ’ ό,τι η αναπαραγωγή τους με τη δημιουργία νέων υπηρεσιών.

(73)Για να εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία του, θα πρέπει να θεσπιστούν οι αναγκαίοι κανόνες σχετικά με την οργάνωση του Κέντρου της ΕΕ. Για λόγους συνέπειας, οι κανόνες αυτοί θα πρέπει να ευθυγραμμίζονται με την κοινή προσέγγιση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς.

(74)Λόγω της ανάγκης τεχνικής εμπειρογνωσίας για την εκτέλεση των καθηκόντων του, ιδίως του καθήκοντος που έγκειται στην κατάρτιση καταλόγου των τεχνολογιών που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον εντοπισμό, το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να διαθέτει επιτροπή τεχνολογίας αποτελούμενη από εμπειρογνώμονες με συμβουλευτικό ρόλο. Ειδικότερα, η επιτροπή τεχνολογίας μπορεί να παρέχει εμπειρογνωσία προς στήριξη του έργου που επιτελεί το Κέντρο της ΕΕ, εντός του πεδίου της εντολής της, όσον αφορά θέματα που σχετίζονται με τον εντοπισμό της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ώστε να στηρίζει το κέντρο της ΕΕ στη συμβολή του σε υψηλού επιπέδου τεχνικά πρότυπα και διασφαλίσεις στην τεχνολογία εντοπισμού.

(75)Για λόγους διαφάνειας και λογοδοσίας και για να καταστεί δυνατή η αξιολόγηση και, όπου είναι αναγκαίο, τυχόν προσαρμογές, οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας, οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, οι συντονιστικές αρχές και το Κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να υποχρεούνται να συλλέγουν, να καταγράφουν και να αναλύουν πληροφορίες, με βάση ανωνυμοποιημένη συλλογή δεδομένων μη προσωπικού χαρακτήρα, και να δημοσιεύουν ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τις δραστηριότητές τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Οι συντονιστικές αρχές θα πρέπει να συνεργάζονται με την Ευρωπόλ και με τις αρχές επιβολής του νόμου και άλλες αρμόδιες εθνικές αρχές του κράτους μέλους που όρισε την εν λόγω συντονιστική αρχή για τη συλλογή των εν λόγω πληροφοριών.

(76)Για λόγους χρηστής διακυβέρνησης και με βάση τα στατιστικά στοιχεία και τις πληροφορίες που συλλέγονται και τους μηχανισμούς υποβολής εκθέσεων σχετικά με τη διαφάνεια που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργήσει αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του και, στη συνέχεια, ανά πενταετία.

(77)Η αξιολόγηση θα πρέπει να βασίζεται στα κριτήρια της αποτελεσματικότητας, της αναγκαιότητας, της αποδοτικότητας, της αναλογικότητας, της συνάφειας, της συνοχής και της ενωσιακής προστιθέμενης αξίας. Θα πρέπει να αξιολογεί τη λειτουργία των διάφορων επιχειρησιακών και τεχνικών μέτρων που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, μεταξύ άλλων την αποτελεσματικότητα των μέτρων για την ενίσχυση του εντοπισμού, της αναφοράς και της αφαίρεσης της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών διασφάλισης, καθώς και τις επιπτώσεις στα δυνητικώς θιγόμενα θεμελιώδη δικαιώματα, την επιχειρηματική ελευθερία, το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η Επιτροπή θα πρέπει επίσης να αξιολογεί τον αντίκτυπο σε δυνητικώς θιγόμενα συμφέροντα τρίτων μερών.

(78)Ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/1232 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 45 προβλέπει προσωρινή λύση όσον αφορά τη χρήση τεχνολογιών από ορισμένους παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών με σκοπό την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, εν αναμονή της εκπόνησης και της θέσπισης μακροπρόθεσμου νομικού πλαισίου. Ο παρών κανονισμός προβλέπει αυτό ακριβώς το μακροπρόθεσμο νομικό πλαίσιο. Συνεπώς, ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/1232 θα πρέπει να καταργηθεί.

(79)Προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι του παρόντος κανονισμού, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 της Συνθήκης, ώστε να τροποποιεί τα παραρτήματα του παρόντος κανονισμού και να τον συμπληρώνει θεσπίζοντας λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη δημιουργία, το περιεχόμενο και την πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων τις οποίες διαχειρίζεται το Κέντρο της ΕΕ, όσον αφορά τη μορφή, το ακριβές περιεχόμενο και άλλες λεπτομέρειες των αναφορών και τη διαδικασία υποβολής αναφορών, σχετικά με τον καθορισμό και τη χρέωση των δαπανών που βαρύνουν το Κέντρο της ΕΕ για τη στήριξη των παρόχων στην εκτίμηση κινδύνου, καθώς και σχετικά με τις τεχνικές απαιτήσεις για τα συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών που υποστηρίζουν τις επικοινωνίες μεταξύ των συντονιστικών αρχών, της Επιτροπής, του Κέντρου της ΕΕ, άλλων σχετικών οργανισμών της Ένωσης και των παρόχων σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

(80)Είναι σημαντικό η Επιτροπή, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες για κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις, να διεξάγει τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων μέσω ανοικτών δημόσιων διαβουλεύσεων και σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, και οι διαβουλεύσεις αυτές να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου 46 . Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(81)Προκειμένου να εξασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την υλοποίηση του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 47 .

(82)Για να δοθεί σε όλα τα θιγόμενα μέρη επαρκής χρόνος ώστε να λάβουν τα αναγκαία μέτρα για τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, θα πρέπει να προβλεφθεί κατάλληλο χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας έναρξης ισχύος του και της ημερομηνίας εφαρμογής του.

(83)Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, δηλαδή η συμβολή στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς με τη θέσπιση σαφών, ενιαίων και ισόρροπων κανόνων για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών κατά τρόπο αποτελεσματικό και στο πλαίσιο του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη αλλά μπορεί, λόγω της κλίμακας και των συνεπειών του, να επιτευχθεί καλύτερα σε ενωσιακό επίπεδο, η Ένωση δύναται να θεσπίσει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(84)Ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων, σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 48 , οι οποίοι γνωμοδότησαν στις […],

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

ΚΕΦΑΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.Ο παρών κανονισμός θεσπίζει ενιαίους κανόνες προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάχρηση σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας για σκοπούς διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στην εσωτερική αγορά.

    Ειδικότερα, καθορίζει τα εξής:

α)την υποχρέωση των παρόχων σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο κατάχρησης των υπηρεσιών τους για σκοπούς διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

β)την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών φιλοξενίας και των παρόχων υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών να εντοπίζουν και να αναφέρουν περιστατικά διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

γ)την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών φιλοξενίας να αφαιρούν από τις υπηρεσίες τους υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή να απενεργοποιούν την πρόσβαση σ’ αυτό·

δ)την υποχρέωση των παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο να απενεργοποιούν την πρόσβαση σε υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

ε)κανόνες σχετικά με την εφαρμογή και την επιβολή του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον ορισμό και τη λειτουργία των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών, το Κέντρο της ΕΕ κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών το οποίο θεσπίζεται με το άρθρο 40 (στο εξής: Κέντρο της ΕΕ), καθώς και τη συνεργασία και τη διαφάνεια.

2.Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται στους παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που προσφέρουν τέτοιες υπηρεσίες στην Ένωση, ανεξάρτητα από τον τόπο της κύριας εγκατάστασής τους.

3.Ο παρών κανονισμός δεν θίγει τους κανόνες που θεσπίζονται με τις ακόλουθες νομικές πράξεις:

α)την οδηγία 2011/93/ΕΕ σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου· 

β)την οδηγία 2000/31/ΕΚ και τον κανονισμό (ΕΕ) …/… [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ

γ)την οδηγία 2010/13/ΕΕ·

δ)τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679, την οδηγία (ΕΕ) 2016/680, τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725 και, με την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου, την οδηγία 2002/58/ΕΚ.

4.Ο παρών κανονισμός περιορίζει την άσκηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3 και στο άρθρο 6 παράγραφος 1 της οδηγίας 2002/58/ΕΚ στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των εντολών εντοπισμού που εκδίδονται σύμφωνα με το κεφάλαιο 1 τμήμα 2 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

α)«υπηρεσία φιλοξενίας»: υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) τρίτη περίπτωση του κανονισμού (ΕΕ) …/… [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ

β)«υπηρεσία διαπροσωπικών επικοινωνιών»: διαθέσιμη στο κοινό υπηρεσία όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 5) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που παρέχουν τη δυνατότητα άμεσης διαπροσωπικής και διαδραστικής ανταλλαγής πληροφοριών απλώς ως δευτερεύον στοιχείο ήσσονος σημασίας που συνδέεται άρρηκτα με άλλη υπηρεσία·

γ)«εφαρμογή λογισμικού»: ψηφιακό προϊόν ή υπηρεσία όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 13) του κανονισμού (ΕΕ) …/… [σχετικά με διεκδικήσιμες και δίκαιες αγορές στον ψηφιακό τομέα (πράξη για τις ψηφιακές αγορές)

δ)«κατάστημα εφαρμογών λογισμικού»: υπηρεσία όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 12) του κανονισμού (ΕΕ) …/… [σχετικά με διεκδικήσιμες και δίκαιες αγορές στον ψηφιακό τομέα (πράξη για τις ψηφιακές αγορές)

ε)«υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο»: υπηρεσία όπως ορίζεται στο άρθρο 2 δεύτερο εδάφιο σημείο 2) του κανονισμού (ΕΕ) 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 49 ·

στ)«σχετικές υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας»: όλες οι ακόλουθες υπηρεσίες:

i) υπηρεσία φιλοξενίας·

ii) υπηρεσία διαπροσωπικών επικοινωνιών·

iii) κατάστημα εφαρμογών λογισμικού·

iv) υπηρεσία πρόσβασης στο διαδίκτυο·

ζ)«προσφορά υπηρεσιών στην Ένωση»: προσφορά υπηρεσιών στην Ένωση όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΕ) …/… [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ

η)«χρήστης»: κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί σχετική υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας·

θ)«παιδί»: κάθε φυσικό πρόσωπο ηλικίας κάτω των 18 ετών·

ι)«παιδί-χρήστης»: φυσικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί σχετική υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας και είναι ηλικίας κάτω των 17 ετών·

ια)«πολύ μικρή, μικρή και μεσαία επιχείρηση»: επιχείρηση όπως ορίζεται στη σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων 50 ·

ιβ)«υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών»: υλικό που συνιστά παιδική πορνογραφία ή πορνογραφική παράσταση, κατά το άρθρο 2 στοιχεία γ) και ε), αντίστοιχα, της οδηγίας 2011/93/ΕΕ·

ιγ)«γνωστό υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών»: υλικό πιθανής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που εντοπίζεται με τη χρήση των δεικτών που περιέχονται στη βάση δεδομένων δεικτών η οποία αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 στοιχείο α)·

ιδ)«νέο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών»: υλικό πιθανής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που εντοπίζεται με τη χρήση των δεικτών που περιέχονται στη βάση δεδομένων δεικτών η οποία αναφέρεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 στοιχείο β)·

ιε)«άγρα παιδιών»: η άγρα παιδιών για σεξουαλικούς σκοπούς όπως αναφέρεται στο άρθρο 6 της οδηγίας 2011/93/ΕΕ·

ιστ)«διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών»: διαδικτυακή διάδοση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και άγρα παιδιών·

ιζ)«αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών»: αδικήματα όπως ορίζονται στα άρθρα 3 έως 7 της οδηγίας 2011/93/ΕΕ·

ιη)«σύστημα συστάσεων»: το σύστημα που ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιε) του κανονισμού (ΕΕ) …/… [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ

ιθ)«δεδομένα περιεχομένου»: δεδομένα όπως ορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 10) του κανονισμού (ΕΕ)... [σχετικά με την ευρωπαϊκή εντολή υποβολής και την ευρωπαϊκή εντολή διατήρησης ηλεκτρονικών αποδεικτικών στοιχείων σε ποινικές υποθέσεις (κανονισμός …/… για τα ηλεκτρονικά αποδεικτικά στοιχεία)

κ)«έλεγχος περιεχομένου»: οι δραστηριότητες που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο ιστ) του κανονισμού (ΕΕ) …/… [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ

κα)«συντονιστική αρχή εγκατάστασης»: η συντονιστική αρχή για θέματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 25 από το κράτος μέλος στο οποίο ο πάροχος υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας έχει την κύρια εγκατάστασή του ή, κατά περίπτωση, στο οποίο διαμένει ή είναι εγκατεστημένος ο νόμιμος εκπρόσωπός του·

κβ)«όροι και προϋποθέσεις»: οι όροι και προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο ιζ) του κανονισμού (ΕΕ) …/… [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ

κγ)«κύρια εγκατάσταση»: η εταιρική ή καταστατική έδρα του παρόχου σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας εντός της οποίας ασκούνται οι κύριες χρηματοοικονομικές λειτουργίες και ο επιχειρησιακός έλεγχος.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ II

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΣΧΕΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ

Τμήμα 1

Υποχρεώσεις εκτίμησης και μετριασμού του κινδύνου

Άρθρο 3

Εκτίμηση κινδύνου

1.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών εντοπίζουν, αναλύουν και αξιολογούν, για κάθε τέτοια υπηρεσία που προσφέρουν, τον κίνδυνο χρήσης της υπηρεσίας για τον σκοπό της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

2.Κατά τη διενέργεια εκτίμησης κινδύνου, ο πάροχος λαμβάνει υπόψη, ιδίως:

α)τυχόν περιπτώσεις χρήσης των υπηρεσιών του για σκοπούς διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών οι οποίες έχουν εντοπιστεί προηγουμένως·

β)την ύπαρξη και εφαρμογή πολιτικής από τον πάροχο και τη διαθεσιμότητα λειτουργικών δυνατοτήτων για την αντιμετώπιση του κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, μεταξύ άλλων με:

απαγορεύσεις και περιορισμούς που προβλέπονται στους όρους και τις προϋποθέσεις·

μέτρα που λαμβάνονται για την επιβολή των εν λόγω απαγορεύσεων και περιορισμών·

λειτουργίες που καθιστούν εφικτή την επαλήθευση της ηλικίας·

λειτουργίες που δίνουν τη δυνατότητα στους χρήστες να επισημαίνουν στον πάροχο διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών χρησιμοποιώντας εργαλεία που είναι εύκολα προσβάσιμα και ηλικιακά κατάλληλα·

γ)τον τρόπο με τον οποίο οι χρήστες χρησιμοποιούν την υπηρεσία και τον αντίκτυπό του στον εν λόγω κίνδυνο·

δ)τον τρόπο με τον οποίο ο πάροχος σχεδίασε και εκμεταλλεύεται την υπηρεσία, συμπεριλαμβανομένων του επιχειρηματικού μοντέλου, της διακυβέρνησης και των σχετικών συστημάτων και διαδικασιών, καθώς και τον αντίκτυπό του στον εν λόγω κίνδυνο·

ε)ως προς τον κίνδυνο άγρας παιδιών:

i) τον βαθμό στον οποίο η υπηρεσία χρησιμοποιείται ή είναι πιθανό να χρησιμοποιηθεί από παιδιά·

ii) όταν η υπηρεσία χρησιμοποιείται από παιδιά, τις διαφορετικές ηλικιακές ομάδες των παιδιών-χρηστών και τον κίνδυνο άγρας παιδιών σε σχέση με τις εν λόγω ηλικιακές ομάδες·

iii) τη διαθεσιμότητα λειτουργικών δυνατοτήτων που δημιουργούν ή ενισχύουν τον κίνδυνο άγρας παιδιών, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων λειτουργιών:

της δυνατότητας των χρηστών να αναζητούν άλλους χρήστες και, ιδίως, ενήλικων χρηστών να αναζητούν παιδιά-χρήστες·

της δυνατότητας των χρηστών να έρχονται απευθείας σε επαφή με άλλους χρήστες, ιδίως μέσω ιδιωτικών επικοινωνιών·

της δυνατότητας των χρηστών να διαμοιράζονται εικόνες ή βίντεο με άλλους χρήστες, ιδίως μέσω ιδιωτικών επικοινωνιών.

3.Ο πάροχος μπορεί να ζητήσει από το Κέντρο της ΕΕ να διενεργήσει ανάλυση αντιπροσωπευτικών, ανωνυμοποιημένων δειγμάτων δεδομένων προκειμένου να εντοπίσει πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, με σκοπό την υποστήριξη της εκτίμησης κινδύνου.

Τα έξοδα στα οποία υποβάλλεται το Κέντρο της ΕΕ για τη διενέργεια της εν λόγω ανάλυσης βαρύνουν τον αιτούντα πάροχο. Ωστόσο, το Κέντρο της ΕΕ αναλαμβάνει τα εν λόγω έξοδα όταν ο πάροχος είναι πολύ μικρή, μικρή ή μεσαία επιχείρηση, υπό την προϋπόθεση ότι το αίτημα είναι ευλόγως αναγκαίο για την υποστήριξη της εκτίμησης κινδύνου.

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 86 προκειμένου να συμπληρώνεται ο παρών κανονισμός με τους αναγκαίους λεπτομερείς κανόνες για τον προσδιορισμό και τη χρέωση των εν λόγω εξόδων, καθώς και για την εφαρμογή της απαλλαγής για τις πολύ μικρές, τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις.

4.Ο πάροχος διενεργεί την πρώτη εκτίμηση κινδύνου έως τις [ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού + 3 μήνες] ή, εάν ο πάροχος δεν προσέφερε την υπηρεσία στην Ένωση, έως τις [ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού], εντός τριών μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο πάροχος άρχισε να προσφέρει την υπηρεσία στην Ένωση.

Στη συνέχεια, ο πάροχος επικαιροποιεί την εκτίμηση κινδύνου, εάν είναι αναγκαίο και τουλάχιστον μία φορά ανά τριετία από την ημερομηνία κατά την οποία διενήργησε ή επικαιροποίησε τελευταία την εκτίμηση κινδύνου. Ωστόσο:

α)για υπηρεσία που υπόκειται σε εντολή εντοπισμού η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 7, ο πάροχος επικαιροποιεί την εκτίμηση κινδύνου το αργότερο δύο μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου εφαρμογής της εντολής εντοπισμού·

β)η συντονιστική αρχή εγκατάστασης μπορεί να απαιτήσει από τον πάροχο να επικαιροποιήσει την εκτίμηση κινδύνου σε εύλογη νωρίτερη ημερομηνία από την ημερομηνία που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, όταν υπάρχουν στοιχεία που υποδεικνύουν πιθανή ουσιαστική μεταβολή του κινδύνου να χρησιμοποιηθεί η υπηρεσία για σκοπούς διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

5.Η εκτίμηση κινδύνου περιλαμβάνει εκτίμηση κάθε δυνητικού εναπομείναντος κινδύνου να χρησιμοποιηθεί η υπηρεσία για σκοπούς διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, μετά τη λήψη των μέτρων μετριασμού του άρθρου 4.

6.Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τις συντονιστικές αρχές και το Κέντρο της ΕΕ και μετά τη διεξαγωγή δημόσιας διαβούλευσης, μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των παραγράφων 1 έως 5, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη ιδίως τις σχετικές τεχνολογικές εξελίξεις και τον τρόπο με τον οποίο προσφέρονται και χρησιμοποιούνται οι υπηρεσίες που καλύπτονται από τις εν λόγω διατάξεις.

Άρθρο 4

Μετριασμός κινδύνου

1.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών λαμβάνουν εύλογα μέτρα μετριασμού, προσαρμοσμένα στον κίνδυνο που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3, με σκοπό την ελαχιστοποίηση του εν λόγω κινδύνου. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ορισμένες ή όλες τις ακόλουθες ενέργειες:

α)την προσαρμογή, μέσω κατάλληλων τεχνικών και επιχειρησιακών μέτρων και στελέχωσης, των συστημάτων ελέγχου περιεχομένου ή συστάσεων του παρόχου, των διαδικασιών του για τη λήψη αποφάσεων, της λειτουργίας ή των λειτουργικών δυνατοτήτων της υπηρεσίας, ή του περιεχομένου ή της επιβολής των όρων και προϋποθέσεών της·

β)την ενίσχυση των εσωτερικών διαδικασιών του παρόχου ή της εσωτερικής εποπτείας της λειτουργίας της υπηρεσίας·

γ)την έναρξη ή την προσαρμογή της συνεργασίας, σύμφωνα με το δίκαιο περί ανταγωνισμού, με άλλους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας ή παρόχους υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, δημόσιες αρχές, οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ή, κατά περίπτωση, οντότητες στις οποίες έχει χορηγηθεί καθεστώς αξιόπιστων πηγών επισήμανσης παράνομου περιεχομένου σύμφωνα με το άρθρο 19 του κανονισμού (ΕΕ) …/… [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ].

2.Τα μέτρα μετριασμού:

α)είναι αποτελεσματικά για τον μετριασμό του εντοπισθέντος κινδύνου·

β)είναι στοχευμένα και αναλογικά προς τον εν λόγω κίνδυνο, με βάση ιδίως τη σοβαρότητα του κινδύνου καθώς και τις οικονομικές και τεχνολογικές ικανότητες του παρόχου και τον αριθμό των χρηστών·

γ)εφαρμόζονται με επιμέλεια και χωρίς διακρίσεις, λαμβανομένων δεόντως υπόψη, σε κάθε περίπτωση, των πιθανών συνεπειών τους στην άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των θιγόμενων μερών·

δ)εισάγονται, επανεξετάζονται, αναστέλλονται ή επεκτείνονται, κατά περίπτωση, κάθε φορά που διενεργείται ή επικαιροποιείται η εκτίμηση κινδύνου σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία που αναφέρεται εκεί.

3.Οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών οι οποίοι έχουν εντοπίσει, βάσει της εκτίμησης κινδύνου που διενεργείται ή επικαιροποιείται σύμφωνα με το άρθρο 3, κίνδυνο χρήσης των υπηρεσιών τους για την άγρα παιδιών λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα επαλήθευσης της ηλικίας και υπολογισμού της ηλικίας με σκοπό την αξιόπιστη ταυτοποίηση των παιδιών-χρηστών στις υπηρεσίες τους, κάτι που τους δίνει τη δυνατότητα να λαμβάνουν τα μέτρα μετριασμού.

4.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών περιγράφουν σαφώς στους όρους και τις προϋποθέσεις τους τα μέτρα μετριασμού που έχουν λάβει. Η περιγραφή αυτή δεν περιλαμβάνει πληροφορίες που ενδέχεται να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των μέτρων μετριασμού.

5.Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τις συντονιστικές αρχές και το Κέντρο της ΕΕ και μετά τη διεξαγωγή δημόσιας διαβούλευσης, μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των παραγράφων 1, 2, 3 και 4, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη ιδίως τις σχετικές τεχνολογικές εξελίξεις και τον τρόπο με τον οποίο προσφέρονται και χρησιμοποιούνται οι υπηρεσίες που καλύπτονται από τις εν λόγω διατάξεις.

Άρθρο 5

Έκθεση σχετικά με τον κίνδυνο

1.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 4, διαβιβάζουν στη συντονιστική αρχή εγκατάστασης έκθεση στην οποία προσδιορίζονται τα εξής:

α)η διαδικασία και τα αποτελέσματα της εκτίμησης κινδύνου που διενεργήθηκε ή επικαιροποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 3, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης οποιουδήποτε δυνητικού εναπομένοντος κινδύνου που αναφέρεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5·

β)τυχόν μέτρα μετριασμού που έχουν ληφθεί βάσει του άρθρου 4.

2.Εντός τριών μηνών από την παραλαβή της έκθεσης, η συντονιστική αρχή εγκατάστασης την αξιολογεί και καθορίζει, στη βάση αυτή και λαμβάνοντας υπόψη τυχόν άλλες σχετικές πληροφορίες που έχει στη διάθεσή της, κατά πόσον έχει διενεργηθεί ή επικαιροποιηθεί η εκτίμηση κινδύνου και έχουν ληφθεί τα μέτρα μετριασμού σύμφωνα με τις απαιτήσεις των άρθρων 3 και 4.

3.Εάν είναι αναγκαίο για την αξιολόγηση, η συντονιστική αρχή μπορεί να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από τον πάροχο, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που ορίζεται από την εν λόγω συντονιστική αρχή. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν υπερβαίνει τις δύο εβδομάδες.

Το χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο αναστέλλεται έως ότου παρασχεθούν οι εν λόγω περαιτέρω πληροφορίες.

4.Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 και των άρθρων 27 έως 29, όταν δεν πληρούνται οι απαιτήσεις των άρθρων 3 και 4, η συντονιστική αρχή απαιτεί από τον πάροχο είτε να διενεργήσει εκ νέου ή να επικαιροποιήσει την εκτίμηση κινδύνου είτε να εισαγάγει, να επανεξετάσει, να αναστείλει ή να επεκτείνει, κατά περίπτωση, τα μέτρα μετριασμού, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που ορίζεται από την εν λόγω συντονιστική αρχή. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα.

5.Οι πάροχοι, κατά τη διαβίβαση της έκθεσης στη συντονιστική αρχή εγκατάστασης σύμφωνα με την παράγραφο 1, διαβιβάζουν την έκθεση και στο Κέντρο της ΕΕ.

6.Οι πάροχοι, κατόπιν αιτήματος, διαβιβάζουν την έκθεση στους παρόχους καταστημάτων εφαρμογών λογισμικού, στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτίμηση που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2. Εάν είναι αναγκαίο, μπορούν να αφαιρούν εμπιστευτικές πληροφορίες από τις εκθέσεις.

Άρθρο 6

Υποχρεώσεις για τα καταστήματα εφαρμογών λογισμικού

1.Οι πάροχοι καταστημάτων εφαρμογών λογισμικού:

α)καταβάλλουν εύλογες προσπάθειες για να αξιολογούν, εάν είναι δυνατόν από κοινού με τους παρόχους εφαρμογών λογισμικού, κατά πόσον κάθε υπηρεσία που προσφέρεται μέσω των εφαρμογών λογισμικού για τις οποίες διαμεσολαβούν ενέχει τον κίνδυνο να χρησιμοποιηθεί για την άγρα παιδιών·

β)λαμβάνουν εύλογα μέτρα προκειμένου να εμποδίζουν την πρόσβαση παιδιών-χρηστών στις εφαρμογές λογισμικού για τις οποίες έχουν εντοπίσει σημαντικό κίνδυνο χρήσης της οικείας υπηρεσίας για τον σκοπό της άγρας παιδιών·

γ)λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα επαλήθευσης της ηλικίας και υπολογισμού της ηλικίας με σκοπό την αξιόπιστη ταυτοποίηση των παιδιών-χρηστών στις υπηρεσίες τους, κάτι που τους δίνει τη δυνατότητα να λαμβάνουν τα μέτρα που αναφέρονται στο στοιχείο β).

2.Κατά την εκτίμηση του κινδύνου που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ο πάροχος λαμβάνει υπόψη όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων της εκτίμησης κινδύνου που διενεργήθηκε ή επικαιροποιήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 3.

3.Οι πάροχοι καταστημάτων εφαρμογών λογισμικού δημοσιοποιούν πληροφορίες που περιγράφουν τη διαδικασία και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την εκτίμηση κινδύνου, καθώς και τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Η περιγραφή αυτή δεν περιλαμβάνει πληροφορίες που ενδέχεται να μειώσουν την αποτελεσματικότητα της αξιολόγησης αυτών των μέτρων.

4.Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τις συντονιστικές αρχές και το Κέντρο της ΕΕ και μετά τη διεξαγωγή δημόσιας διαβούλευσης, μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των παραγράφων 1, 2 και 3, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη ιδίως τις σχετικές τεχνολογικές εξελίξεις και τον τρόπο με τον οποίο προσφέρονται και χρησιμοποιούνται οι υπηρεσίες που καλύπτονται από τις εν λόγω διατάξεις.

Τμήμα 2

Υποχρεώσεις εντοπισμού

Άρθρο 7

Έκδοση εντολών εντοπισμού

1.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης έχει την εξουσία να ζητήσει από την αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους που την όρισε ή από άλλη ανεξάρτητη διοικητική αρχή του εν λόγω κράτους μέλους να εκδώσει εντολή εντοπισμού με την οποία να καλείται ο πάροχος υπηρεσιών φιλοξενίας ή ο πάροχος υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών που υπάγεται στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους να λάβει τα μέτρα που προσδιορίζονται στο άρθρο 10 με σκοπό τον εντοπισμό διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών σε συγκεκριμένη υπηρεσία.

2.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης, πριν ζητήσει την έκδοση εντολής εντοπισμού, διενεργεί τις έρευνες και εκτιμήσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 4.

Για τον σκοπό αυτό, μπορεί, κατά περίπτωση, να απαιτήσει από τον πάροχο να υποβάλει τις αναγκαίες πληροφορίες, επιπλέον της έκθεσης και των περαιτέρω πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφοι 1 και 3, αντίστοιχα, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που ορίζεται από την εν λόγω συντονιστική αρχή, ή να ζητήσει από το Κέντρο της ΕΕ, από άλλη δημόσια αρχή ή σχετικούς εμπειρογνώμονες ή οντότητες να παράσχουν τις αναγκαίες περαιτέρω πληροφορίες.

3.Όταν η συντονιστική αρχή εγκατάστασης κρίνει προκαταρκτικά ότι πληρούνται οι όροι της παραγράφου 4:

α)καταρτίζει σχέδιο αίτησης για την έκδοση εντολής εντοπισμού, στο οποίο προσδιορίζονται τα κύρια στοιχεία του περιεχομένου της εντολής εντοπισμού την οποία προτίθεται να ζητήσει και οι λόγοι αίτησής της·

β)υποβάλλει το σχέδιο αίτησης στον πάροχο και στο Κέντρο της ΕΕ·

γ)δίνει στον πάροχο τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις για το σχέδιο αίτησης, εντός εύλογης προθεσμίας που ορίζεται από τη συντονιστική αρχή·

δ)καλεί το Κέντρο της ΕΕ να γνωμοδοτήσει επί του σχεδίου αίτησης, εντός προθεσμίας τεσσάρων εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής του σχεδίου αίτησης.

Όταν, λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων του παρόχου και της γνώμης του Κέντρου της ΕΕ, η εν λόγω συντονιστική αρχή εξακολουθεί να θεωρεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4, υποβάλλει εκ νέου στον πάροχο το σχέδιο αίτησης, προσαρμοσμένο κατά περίπτωση. Στην περίπτωση αυτή, ο πάροχος προβαίνει, εντός εύλογης προθεσμίας που ορίζεται από τη συντονιστική αρχή, σε όλες τις ακόλουθες ενέργειες:

α)καταρτίζει σχέδιο υλοποίησης στο οποίο καθορίζονται τα μέτρα που προτίθεται να λάβει προκειμένου να εκτελέσει τη σκοπούμενη εντολή εντοπισμού, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με τις προβλεπόμενες τεχνολογίες και διασφαλίσεις·

β)όταν το προσχέδιο υλοποίησης αφορά σκοπούμενη εντολή εντοπισμού σχετικά με την άγρα παιδιών άλλη από την ανανέωση προηγουμένως εκδοθείσας εντολής εντοπισμού χωρίς ουσιαστικές αλλαγές, διενεργεί εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων και διαδικασία προηγούμενης διαβούλευσης, όπως αναφέρεται στα άρθρα 35 και 36, αντίστοιχα, του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 σε σχέση με τα μέτρα που καθορίζονται στο σχέδιο υλοποίησης·

γ)όταν εφαρμόζεται το στοιχείο β), ή όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 35 και 36 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, προσαρμόζει το προσχέδιο υλοποίησης, εάν είναι αναγκαίο με βάση το αποτέλεσμα της εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων και προκειμένου να ληφθεί υπόψη η γνώμη της αρχής προστασίας δεδομένων που παρασχέθηκε στο πλαίσιο της προηγούμενης διαβούλευσης·

δ)υποβάλλει στη συντονιστική αρχή το σχέδιο υλοποίησης, επισυνάπτοντας, κατά περίπτωση, τη γνώμη της αρμόδιας αρχής προστασίας δεδομένων και προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο το σχέδιο υλοποίησης προσαρμόστηκε με βάση το αποτέλεσμα της εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων και την εν λόγω γνώμη.

Όταν, λαμβανομένων υπόψη του σχεδίου υλοποίησης του παρόχου και της γνώμης της αρχής προστασίας δεδομένων, η συντονιστική αρχή εξακολουθεί να θεωρεί ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4, υποβάλλει εκ νέου στην αρμόδια δικαστική αρχή ή την ανεξάρτητη διοικητική αρχή την αίτηση για την έκδοση εντολής εντοπισμού, προσαρμοσμένη κατά περίπτωση. Επισυνάπτει στην εν λόγω αίτηση το σχέδιο υλοποίησης του παρόχου και τις γνώμες του Κέντρου της ΕΕ και της αρχής προστασίας δεδομένων.

4.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης ζητεί την έκδοση της εντολής εντοπισμού και η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή εκδίδει την εντολή εντοπισμού εάν κρίνει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)υπάρχουν αποδείξεις ότι συντρέχει σημαντικός κίνδυνος να χρησιμοποιηθεί η υπηρεσία για τον σκοπό της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, κατά την έννοια των παραγράφων 5, 6 και 7, κατά περίπτωση·

β)οι λόγοι για την έκδοση της εντολής εντοπισμού υπερκεράζουν τις αρνητικές συνέπειες για τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα όλων των θιγόμενων μερών, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η χρυσή τομή μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εν λόγω μερών.

Όταν αξιολογείται κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου, λαμβάνονται υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις της υπό εξέταση περίπτωσης, και ιδίως:

α)η εκτίμηση κινδύνου που διενεργήθηκε ή επικαιροποιήθηκε και τα τυχόν μέτρα μετριασμού που έλαβε ο πάροχος σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4, συμπεριλαμβανομένων τυχόν μέτρων μετριασμού που εισήχθησαν, επανεξετάστηκαν, ανεστάλησαν ή επεκτάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4, κατά περίπτωση·

β)τυχόν περαιτέρω πληροφορίες που ελήφθησαν σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή οποιεσδήποτε άλλες σχετικές πληροφορίες που διαθέτει, ιδίως όσον αφορά τη χρήση, τον σχεδιασμό και τη λειτουργία της υπηρεσίας, τις οικονομικές και τεχνολογικές δυνατότητες και το μέγεθος του παρόχου, καθώς και τις πιθανές συνέπειες των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού σε όλα τα άλλα θιγόμενα μέρη·

γ)οι απόψεις και το σχέδιο υλοποίησης του παρόχου που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 3·

δ)οι γνώμες του Κέντρου της ΕΕ και της αρχής προστασίας δεδομένων που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

Όσον αφορά το δεύτερο εδάφιο στοιχείο δ), όταν η εν λόγω συντονιστική αρχή αποκλίνει σημαντικά από τη γνώμη του Κέντρου της ΕΕ, ενημερώνει σχετικά το Κέντρο της ΕΕ και την Επιτροπή, προσδιορίζοντας τα σημεία και τους κύριους λόγους της απόκλισης.

5.Όσον αφορά τις εντολές εντοπισμού σχετικά με τη διάδοση γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ο σημαντικός κίνδυνος που αναφέρεται στην παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) θεωρείται ότι υφίσταται όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)είναι πιθανό, παρά τα μέτρα μετριασμού που ενδέχεται να έχει λάβει ή πρόκειται να λάβει ο πάροχος, η υπηρεσία να χρησιμοποιείται σε σημαντικό βαθμό για τη διάδοση γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

β)υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η υπηρεσία, ή ανάλογη υπηρεσία εάν η υπηρεσία δεν έχει ακόμη προσφερθεί στην Ένωση κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για την έκδοση της εντολής εντοπισμού, έχει χρησιμοποιηθεί κατά τους τελευταίους 12 μήνες και σε σημαντικό βαθμό για τη διάδοση γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

6.Όσον αφορά τις εντολές εντοπισμού σχετικά με τη διάδοση νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ο σημαντικός κίνδυνος που αναφέρεται στην παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) θεωρείται ότι υφίσταται όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)είναι πιθανό, παρά τα μέτρα μετριασμού που ενδέχεται να έχει λάβει ή πρόκειται να λάβει ο πάροχος, η υπηρεσία να χρησιμοποιείται σε σημαντικό βαθμό για τη διάδοση νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

β)υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η υπηρεσία, ή ανάλογη υπηρεσία εάν η υπηρεσία δεν έχει ακόμη προσφερθεί στην Ένωση κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για την έκδοση της εντολής εντοπισμού, έχει χρησιμοποιηθεί κατά τους τελευταίους 12 μήνες και σε σημαντικό βαθμό για τη διάδοση νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

γ)για υπηρεσίες άλλες από εκείνες που επιτρέπουν τη ζωντανή μετάδοση πορνογραφικών παραστάσεων, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 2 στοιχείο ε) της οδηγίας 2011/93/ΕΕ:

1)έχει εκδοθεί σε σχέση με την υπηρεσία εντολή εντοπισμού σχετικά με τη διάδοση γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

2)ο πάροχος υπέβαλε σημαντικό αριθμό αναφορών σχετικά με γνωστό υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, το οποίο ανιχνεύθηκε μέσω των μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού που αναφέρεται στο σημείο 1), σύμφωνα με το άρθρο 12.

7.Όσον αφορά τις εντολές εντοπισμού σχετικά με την άγρα παιδιών, ο σημαντικός κίνδυνος που αναφέρεται στην παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο α) θεωρείται ότι υφίσταται όταν πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)ο πάροχος πληροί τους όρους για να χαρακτηριστεί πάροχος υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών·

β)είναι πιθανό, παρά τα μέτρα μετριασμού που ενδέχεται να έχει λάβει ή πρόκειται να λάβει ο πάροχος, η υπηρεσία να χρησιμοποιείται σε σημαντικό βαθμό για την άγρα παιδιών·

γ)υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με τα οποία η υπηρεσία, ή ανάλογη υπηρεσία εάν η υπηρεσία δεν έχει ακόμη προσφερθεί στην Ένωση κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για την έκδοση της εντολής εντοπισμού, έχει χρησιμοποιηθεί κατά τους τελευταίους 12 μήνες και σε σημαντικό βαθμό για την άγρα παιδιών.

Οι εντολές εντοπισμού σχετικά με την άγρα παιδιών εφαρμόζονται στις διαπροσωπικές επικοινωνίες μόνο όταν ένας από τους χρήστες είναι παιδί-χρήστης.

8.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης, όταν ζητεί την έκδοση εντολής εντοπισμού, και η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή, όταν εκδίδει την εντολή εντοπισμού, μεριμνούν ώστε η εντολή να είναι στοχευμένη και προσδιορισμένη κατά τρόπο ώστε οι αρνητικές συνέπειες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 πρώτο εδάφιο στοιχείο β) να περιορίζονται στο απολύτως αναγκαίο για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του σημαντικού κινδύνου που αναφέρεται στο στοιχείο α) του εν λόγω εδαφίου.

Για τον σκοπό αυτό, λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές παραμέτρους, μεταξύ άλλων της διαθεσιμότητας επαρκώς αξιόπιστων τεχνολογιών εντοπισμού, υπό την έννοια ότι περιορίζουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό το ποσοστό σφαλμάτων όσον αφορά τον εντοπισμό, και της καταλληλότητας και αποτελεσματικότητάς τους για την επίτευξη των στόχων του παρόντος κανονισμού, καθώς και τον αντίκτυπο των μέτρων στα δικαιώματα των θιγόμενων χρηστών, και απαιτούν τη λήψη των λιγότερο παρεμβατικών μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 10, μεταξύ πολλών εξίσου αποτελεσματικών μέτρων.

Ειδικότερα, διασφαλίζουν ότι:

α)όταν ο εν λόγω κίνδυνος περιορίζεται σε εντοπίσιμο μέρος ή σκέλος μιας υπηρεσίας, τα απαιτούμενα μέτρα εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με το εν λόγω μέρος ή σκέλος·

β)εάν είναι αναγκαίο, ιδίως για τον περιορισμό των εν λόγω αρνητικών συνεπειών, προβλέπονται αποτελεσματικές και αναλογικές διασφαλίσεις επιπλέον εκείνων που παρατίθενται στο άρθρο 10 παράγραφοι 4, 5 και 6·

γ)με την επιφύλαξη της παραγράφου 9, η περίοδος εφαρμογής περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο.

9.Η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή προσδιορίζει στην εντολή εντοπισμού την περίοδο εφαρμογής της, αναφέροντας την ημερομηνία έναρξης και την ημερομηνία λήξης.

Η ημερομηνία έναρξης καθορίζεται λαμβανομένου υπόψη του χρόνου που εύλογα απαιτείται προκειμένου ο πάροχος να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να προετοιμάσει την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού. Δεν ορίζεται νωρίτερα από τρεις μήνες από την ημερομηνία κατά την οποία ο πάροχος έλαβε την εντολή εντοπισμού ούτε αργότερα από 12 μήνες από την εν λόγω ημερομηνία.

Η περίοδος εφαρμογής των εντολών εντοπισμού σχετικά με τη διάδοση γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών δεν υπερβαίνει τους 24 μήνες και η περίοδος εφαρμογής των εντολών εντοπισμού σχετικά με την άγρα παιδιών δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες.

Άρθρο 8

Πρόσθετοι κανόνες σχετικά με τις εντολές εντοπισμού

1.Η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή εκδίδει τις εντολές εντοπισμού που αναφέρονται στο άρθρο 7 χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα I. Οι εντολές εντοπισμού περιλαμβάνουν:

α)πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν για την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού, συμπεριλαμβανομένων των δεικτών που πρέπει να χρησιμοποιηθούν και των διασφαλίσεων που πρέπει να προβλεφθούν, μεταξύ άλλων των απαιτήσεων αναφοράς που ορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 και, κατά περίπτωση, τυχόν πρόσθετων διασφαλίσεων που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 8·

β)στοιχεία ταυτοποίησης της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εκδίδει την εντολή εντοπισμού και επαλήθευση της γνησιότητας της εντολής εντοπισμού από την εν λόγω δικαστική ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή·

γ)το όνομα του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του·

δ)τη συγκεκριμένη ειδική υπηρεσία για την οποία εκδίδεται η εντολή εντοπισμού και, κατά περίπτωση, το μέρος ή το σκέλος της θιγόμενης υπηρεσίας, όπως αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 8·

ε)κατά πόσον η εκδοθείσα εντολή εντοπισμού αφορά τη διάδοση γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή την άγρα παιδιών·

στ)την ημερομηνία έναρξης και την ημερομηνία λήξης της εντολής εντοπισμού·

ζ)επαρκώς λεπτομερή αιτιολόγηση της έκδοσης της εντολής εντοπισμού·

η)μνεία στον παρόντα κανονισμό ως νομική βάση της εντολής εντοπισμού·

θ)την ημερομηνία, τη χρονοσφραγίδα και την ηλεκτρονική υπογραφή της δικαστικής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εκδίδει την εντολή εντοπισμού·

ι)εύληπτες πληροφορίες σχετικά με τα ένδικα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο αποδέκτης της εντολής εντοπισμού, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την προσφυγή σε δικαστήριο και τις προθεσμίες που ισχύουν για την εν λόγω προσφυγή.

2.Η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εκδίδει την εντολή εντοπισμού την απευθύνει στην κύρια εγκατάσταση του παρόχου ή, κατά περίπτωση, στον νόμιμο εκπρόσωπό του που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 24.

Η εντολή εντοπισμού διαβιβάζεται στο σημείο επαφής του παρόχου το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, στη συντονιστική αρχή εγκατάστασης και στο Κέντρο της ΕΕ, μέσω του συστήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2.

Η εντολή εντοπισμού συντάσσεται στη γλώσσα που δηλώνει ο πάροχος σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 3.

3.Ο πάροχος, εάν δεν μπορεί να εκτελέσει την εντολή εντοπισμού επειδή αυτή έχει πρόδηλα σφάλματα ή δεν περιέχει επαρκείς πληροφορίες για την εκτέλεσή της, ζητεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις αναγκαίες διευκρινίσεις από τη συντονιστική αρχή εγκατάστασης, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα II.

4.Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 86 προκειμένου να τροποποιούνται τα παραρτήματα I και ΙΙ, όταν είναι αναγκαίο για τη βελτίωση των υποδειγμάτων με βάση τις σχετικές τεχνολογικές εξελίξεις ή την πρακτική πείρα που έχει αποκτηθεί.

Άρθρο 9

Ένδικα μέσα, ενημέρωση, υποβολή εκθέσεων και τροποποίηση των εντολών εντοπισμού

1.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών που έχουν λάβει εντολή εντοπισμού, καθώς και οι χρήστες που επηρεάζονται από τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την εκτέλεσή της, έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα προσβολής της εντολής εντοπισμού ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εξέδωσε την εντολή εντοπισμού.

2.Όταν η εντολή εντοπισμού καταστεί οριστική, η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εξέδωσε την εντολή εντοπισμού διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αντίγραφό της στη συντονιστική αρχή εγκατάστασης. Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης διαβιβάζει στη συνέχεια, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικό αντίγραφο σε όλες τις άλλες συντονιστικές αρχές μέσω του συστήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η εντολή εντοπισμού καθίσταται οριστική μετά τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση ένδικου μέσου, εάν δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή μετά την επιβεβαίωση της εντολής εντοπισμού κατόπιν ένδικου μέσου.

3.Όταν η περίοδος εφαρμογής της εντολής εντοπισμού υπερβαίνει τους 12 μήνες, ή τους έξι μήνες στην περίπτωση εντολής εντοπισμού που αφορά την άγρα παιδιών, η συντονιστική αρχή εγκατάστασης απαιτεί από τον πάροχο να της υποβάλει έκθεση σχετικά με την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού τουλάχιστον μία φορά, στα μέσα της περιόδου εφαρμογής.

Οι εν λόγω εκθέσεις περιλαμβάνουν λεπτομερή περιγραφή των μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού, συμπεριλαμβανομένων των παρεχόμενων διασφαλίσεων, και πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία στην πράξη των εν λόγω μέτρων, ιδίως σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους στον εντοπισμό της διάδοσης γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή της άγρας παιδιών, κατά περίπτωση, και σχετικά με τις συνέπειες των εν λόγω μέτρων στα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα όλων των θιγόμενων μερών.

4.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης, όσον αφορά τις εντολές εντοπισμού που εξέδωσε η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή κατόπιν αιτήματός της, αξιολογεί, εάν είναι αναγκαίο και, σε κάθε περίπτωση, μετά την παραλαβή των εκθέσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 3, κατά πόσον επήλθαν ουσιώδεις αλλαγές στους λόγους έκδοσης των εντολών εντοπισμού και, ιδίως, κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 7 παράγραφος 4. Ως προς αυτό, συνυπολογίζει πρόσθετα μέτρα μετριασμού τα οποία μπορεί να λάβει ο πάροχος για την αντιμετώπιση του σημαντικού κινδύνου που εντοπίστηκε κατά τον χρόνο έκδοσης της εντολής εντοπισμού.

Η εν λόγω συντονιστική αρχή ζητεί από την αρμόδια δικαστική αρχή ή την ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εξέδωσε την εντολή εντοπισμού την τροποποίηση ή την ανάκληση της εντολής, εάν είναι αναγκαίο βάσει του αποτελέσματος της εν λόγω εκτίμησης. Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στις αιτήσεις αυτές.

Άρθρο 10

Τεχνολογίες και διασφαλίσεις

1.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών που έχουν λάβει εντολή εντοπισμού την εκτελούν με την εγκατάσταση και τη χρήση τεχνολογιών για τον εντοπισμό της διάδοσης γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή της άγρας παιδιών, κατά περίπτωση, χρησιμοποιώντας τους αντίστοιχους δείκτες που παρέχονται από το Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 46.

2.Ο πάροχος έχει το δικαίωμα να αγοράζει, να εγκαθιστά και να θέτει σε λειτουργία, δωρεάν, τεχνολογίες που διατίθενται από το Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 1, με αποκλειστικό σκοπό την εκτέλεση της εντολής ανίχνευσης. Ο πάροχος δεν υποχρεούται να χρησιμοποιεί συγκεκριμένη τεχνολογία, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που διατίθενται από το Κέντρο της ΕΕ, στον βαθμό που πληρούνται οι απαιτήσεις του παρόντος άρθρου. Η χρήση των τεχνολογιών που διατίθενται από το Κέντρο της ΕΕ δεν θίγει την ευθύνη του παρόχου να συμμορφώνεται με τις εν λόγω απαιτήσεις ούτε τυχόν αποφάσεις που μπορεί να λάβει σε σχέση με τη χρήση των τεχνολογιών ή ως αποτέλεσμα αυτής.

3.Οι τεχνολογίες:

α)είναι αποτελεσματικές για τον εντοπισμό της διάδοσης γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή την άγρα παιδιών, κατά περίπτωση·

β)δεν είναι σε θέση να εξάγουν άλλες πληροφορίες από τις σχετικές επικοινωνίες πέραν των πληροφοριών που είναι απολύτως αναγκαίες για τον εντοπισμό, με τη χρήση των δεικτών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, μοτίβων που υποδεικνύουν τη διάδοση γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή την άγρα παιδιών, κατά περίπτωση·

γ)συμβαδίζουν με τις τεχνολογικές εξελίξεις στον συγκεκριμένο τομέα και είναι οι λιγότερο παρεμβατικές όσον αφορά τον αντίκτυπο στα δικαιώματα των χρηστών στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή, συμπεριλαμβανομένου του απορρήτου των επικοινωνιών, και στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

δ)είναι επαρκώς αξιόπιστες, με την έννοια ότι περιορίζουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό το ποσοστό σφαλμάτων όσον αφορά τον εντοπισμό.

4.Ο πάροχος:

α)λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσει ότι οι τεχνολογίες και οι δείκτες, καθώς και η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και άλλων σχετικών δεδομένων χρησιμοποιούνται με αποκλειστικό σκοπό τον εντοπισμό της διάδοσης γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή της άγρας παιδιών, κατά περίπτωση, στον βαθμό που είναι απολύτως αναγκαίο για την εκτέλεση των εντολών εντοπισμού που απευθύνονται σ’ αυτόν·

β)θεσπίζει αποτελεσματικές εσωτερικές διαδικασίες για την πρόληψη και, κατά περίπτωση, τον εντοπισμό και την άρση κάθε κατάχρησης των τεχνολογιών, των δεικτών και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και άλλων δεδομένων που αναφέρονται στο στοιχείο α), συμπεριλαμβανομένης της μη εξουσιοδοτημένης πρόσβασης στα εν λόγω δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και άλλα δεδομένα, καθώς και της άνευ αδείας διαβίβασής τους·

γ)διασφαλίζει τακτική ανθρώπινη εποπτεία στον βαθμό που είναι αναγκαία προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι τεχνολογίες λειτουργούν με επαρκώς αξιόπιστο τρόπο και, όπου χρειάζεται, ανθρώπινη παρέμβαση, ιδίως όταν εντοπίζονται πιθανά σφάλματα και πιθανή άγρα παιδιών·

δ)θεσπίζει και θέτει σε λειτουργία προσβάσιμο, ηλικιακά κατάλληλο και εύχρηστο μηχανισμό που επιτρέπει στους χρήστες να υποβάλλουν, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, καταγγελίες σχετικά με εικαζόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεών του βάσει του παρόντος τμήματος, καθώς και με τυχόν αποφάσεις που μπορεί να έχει λάβει ο πάροχος σε σχέση με τη χρήση των τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένης της αφαίρεσης υλικού που παρέχουν οι χρήστες ή της απενεργοποίησης της πρόσβασης σ’ αυτό, του αποκλεισμού των λογαριασμών των χρηστών ή της αναστολής ή διακοπής της παροχής της υπηρεσίας στους χρήστες, και τη διεκπεραίωση των εν λόγω καταγγελιών με αντικειμενικό, αποτελεσματικό και έγκαιρο τρόπο·

ε)ενημερώνει τη συντονιστική αρχή, το αργότερο έναν μήνα πριν από την ημερομηνία έναρξης που ορίζεται στην εντολή εντοπισμού, σχετικά με την εφαρμογή των προβλεπόμενων μέτρων που ορίζονται στο σχέδιο υλοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 7 παράγραφος 3·

στ)επανεξετάζει τακτικά τη λειτουργία των μέτρων που αναφέρονται στα στοιχεία α), β), γ) και δ) της παρούσας παραγράφου και τα προσαρμόζει όταν είναι αναγκαίο ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούνται οι απαιτήσεις που ορίζονται σ’ αυτά, τεκμηριώνει τη διαδικασία επανεξέτασης και τα αποτελέσματά της και περιλαμβάνει τις πληροφορίες αυτές στην έκθεση του άρθρου 9 παράγραφος 3.

5.Ο πάροχος ενημερώνει τους χρήστες με σαφή, ευδιάκριτο και κατανοητό τρόπο σχετικά με τα εξής:

α)το γεγονός ότι χρησιμοποιεί τεχνολογίες για τον εντοπισμό διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών προκειμένου να εκτελέσει την εντολή εντοπισμού, τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιεί τις εν λόγω τεχνολογίες και τον αντίκτυπο στο απόρρητο των επικοινωνιών των χρηστών·

β)το γεγονός ότι, σύμφωνα με το άρθρο 12, υποχρεούται να αναφέρει στο Κέντρο της ΕΕ πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών·

γ)το δικαίωμα των χρηστών σε ένδικη προσφυγή κατά το άρθρο 9 παράγραφος 1 και το δικαίωμά τους να υποβάλλουν καταγγελίες στον πάροχο μέσω του μηχανισμού της παραγράφου 4 στοιχείο δ) και στη συντονιστική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 34.

Ο πάροχος δεν παρέχει στους χρήστες πληροφορίες που ενδέχεται να μειώσουν την αποτελεσματικότητα των μέτρων εκτέλεσης της εντολής εντοπισμού.

6.Όταν πάροχος εντοπίζει πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών μέσω των μέτρων που λαμβάνονται για την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού, ενημερώνει τους οικείους χρήστες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αφού η Ευρωπόλ ή η εθνική αρχή επιβολής του νόμου κράτους μέλους που έλαβε την αναφορά σύμφωνα με το άρθρο 48 επιβεβαιώσει ότι οι πληροφορίες προς τους χρήστες δεν θα παρεμπόδιζαν δραστηριότητες για την πρόληψη, τον εντοπισμό, τη διερεύνηση και τη δίωξη αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Άρθρο 11

Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις υποχρεώσεις εντοπισμού

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τις συντονιστικές αρχές και το Κέντρο της ΕΕ και μετά τη διεξαγωγή δημόσιας διαβούλευσης, μπορεί να εκδίδει κατευθυντήριες γραμμές για την εφαρμογή των άρθρων 7 έως 10, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη ιδίως τις σχετικές τεχνολογικές εξελίξεις και τον τρόπο με τον οποίο προσφέρονται και χρησιμοποιούνται οι υπηρεσίες που καλύπτονται από τις εν λόγω διατάξεις.

Τμήμα 3

Υποχρεώσεις αναφοράς

Άρθρο 12

Υποχρεώσεις αναφοράς

1.Όταν πάροχος υπηρεσιών φιλοξενίας ή πάροχος υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών λαμβάνει γνώση, με οποιονδήποτε τρόπο πλην της εντολής αφαίρεσης που εκδίδεται σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, τυχόν πληροφορίας που υποδεικνύει πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στις υπηρεσίες του, υποβάλλει αμέσως σχετική αναφορά στο Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 13. Η υποβολή γίνεται μέσω του συστήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2.

2.Όταν ο πάροχος υποβάλλει αναφορά σύμφωνα με την παράγραφο 1, ενημερώνει τον οικείο χρήστη, παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με το κύριο περιεχόμενο της αναφοράς, σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο ο πάροχος έλαβε γνώση της οικείας πιθανής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, σχετικά με τη συνέχεια που δόθηκε στην αναφορά στον βαθμό που οι πληροφορίες αυτές είναι διαθέσιμες στον πάροχο, και σχετικά με τις δυνατότητες του χρήστη να χρησιμοποιήσει ένδικα μέσα, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υποβολής καταγγελίας στη συντονιστική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 34.

Ο πάροχος ενημερώνει τον οικείο χρήστη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, είτε αφού λάβει κοινοποίηση από το Κέντρο της ΕΕ στην οποία αναφέρεται ότι θεωρεί την αναφορά προδήλως αβάσιμη κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 48 παράγραφος 2, είτε μετά τη λήξη προθεσμίας τριών μηνών από την ημερομηνία της αναφοράς χωρίς να έχει λάβει κοινοποίηση από το Κέντρο της ΕΕ στην οποία να αναφέρεται ότι οι πληροφορίες δεν πρέπει να παρασχεθούν, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 48 παράγραφος 6 στοιχείο α), ανάλογα με το ποιο από τα δύο συμβεί πρώτο.

Εάν, εντός της τρίμηνης προθεσμίας που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο, ο πάροχος λάβει τέτοια κοινοποίηση από το Κέντρο της ΕΕ στην οποία να αναφέρεται ότι οι πληροφορίες δεν πρέπει να παρασχεθούν, ενημερώνει τον οικείο χρήστη, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μετά τη λήξη της προθεσμίας που ορίζεται στην εν λόγω κοινοποίηση.

3.Ο πάροχος εγκαθιστά και θέτει σε λειτουργία προσβάσιμο, ηλικιακά κατάλληλο και εύχρηστο μηχανισμό που επιτρέπει στους χρήστες να επισημαίνουν στον πάροχο πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών στην υπηρεσία του.

Άρθρο 13

Ειδικές απαιτήσεις αναφοράς

1.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών υποβάλλουν την αναφορά του άρθρου 12 χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα III. Η αναφορά περιλαμβάνει:

α)στοιχεία ταυτοποίησης του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του·

β)την ημερομηνία, τη χρονοσφραγίδα και την ηλεκτρονική υπογραφή του παρόχου·

γ)όλα τα δεδομένα περιεχομένου, συμπεριλαμβανομένων εικόνων, βίντεο και κειμένου·

δ)όλα τα διαθέσιμα δεδομένα εκτός από τα δεδομένα περιεχομένου που σχετίζονται με την πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών·

ε)κατά πόσον η πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών αφορά τη διάδοση γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή την άγρα παιδιών·

στ)πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική θέση που σχετίζεται με την πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, όπως η διεύθυνση πρωτοκόλλου διαδικτύου·

ζ)πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα κάθε χρήστη που εμπλέκεται σε πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών·

η)κατά πόσον ο πάροχος έχει επίσης αναφέρει ή θα αναφέρει την πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών σε δημόσια αρχή ή σε άλλη οντότητα αρμόδια για την παραλαβή τέτοιων αναφορών που υποβάλλονται από τρίτη χώρα και, αν ναι, σε ποια αρχή ή οντότητα·

θ)όταν η πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών αφορά τη διάδοση γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή την άγρα παιδιών, κατά πόσον ο πάροχος έχει αφαιρέσει το υλικό ή έχει απενεργοποιήσει την πρόσβαση σ’ αυτό·

ι)κατά πόσον ο πάροχος θεωρεί ότι η αναφορά απαιτεί επείγουσα δράση·

ια)μνεία στον παρόντα κανονισμό ως νομική βάση της εντολής εντοπισμού.

2.Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 86 προκειμένου να τροποποιείται το παράρτημα III για τη βελτίωση του υποδείγματος όταν είναι αναγκαία με βάση τις σχετικές τεχνολογικές εξελίξεις ή την πρακτική πείρα που έχει αποκτηθεί.

Τμήμα 4

Υποχρεώσεις αφαίρεσης

Άρθρο 14

Εντολές αφαίρεσης

1.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης έχει την εξουσία να ζητήσει από την αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους που την έχει ορίσει ή από άλλη ανεξάρτητη διοικητική αρχή του εν λόγω κράτους μέλους να εκδώσει εντολή αφαίρεσης που να απαιτεί από πάροχο υπηρεσιών φιλοξενίας ο οποίος υπάγεται στη δικαιοδοσία του κράτους μέλους που όρισε την εν λόγω συντονιστική αρχή να αφαιρέσει ή να απενεργοποιήσει σε όλα τα κράτη μέλη την πρόσβαση σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα στοιχεία υλικού τα οποία, έπειτα από επιμελή αξιολόγηση, έχει διαπιστωθεί από τη συντονιστική αρχή ή τα δικαστήρια ή άλλες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1 ότι συνιστούν υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

2.Ο πάροχος εκτελεί την εντολή αφαίρεσης το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση εντός 24 ωρών από την παραλαβή της.

3.Η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή εκδίδει τις εντολές αφαίρεσης χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα IV. Οι εντολές αφαίρεσης περιλαμβάνουν:

α)στοιχεία ταυτοποίησης της δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εκδίδει την εντολή αφαίρεσης και επαλήθευση της γνησιότητας της εντολής αφαίρεσης από την εν λόγω αρχή·

β)το όνομα του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του·

γ)τη συγκεκριμένη υπηρεσία για την οποία εκδίδεται η εντολή αφαίρεσης·

δ)επαρκώς λεπτομερή αιτιολόγηση της έκδοσης της εντολής αφαίρεσης και ιδίως τους λόγους για τους οποίους το υλικό συνιστά υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

ε)ακριβή ομοιόμορφο εντοπιστή πόρων (URL) και, όπου είναι αναγκαίο, πρόσθετες πληροφορίες για τον προσδιορισμό του υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

στ)κατά περίπτωση, τις πληροφορίες σχετικά με τη μη δημοσιοποίηση κατά τη διάρκεια συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4 στοιχείο γ)·

ζ)μνεία στον παρόντα κανονισμό ως νομική βάση της εντολής αφαίρεσης·

η)την ημερομηνία, τη χρονοσφραγίδα και την ηλεκτρονική υπογραφή της δικαστικής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εκδίδει την εντολή αφαίρεσης·

θ)εύληπτες πληροφορίες σχετικά με τα ένδικα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο αποδέκτης της εντολής αφαίρεσης, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την προσφυγή σε δικαστήριο και τις προθεσμίες που ισχύουν για την εν λόγω προσφυγή.

4.Η δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εκδίδει την εντολή αφαίρεσης την απευθύνει στην κύρια εγκατάσταση του παρόχου ή, κατά περίπτωση, στον νόμιμο εκπρόσωπό του που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 24.

Διαβιβάζει την εντολή αφαίρεσης στο σημείο επαφής που αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1 με ηλεκτρονικά μέσα ικανά να χρησιμεύσουν ως γραπτή απόδειξη υπό συνθήκες που επιτρέπουν την επαλήθευση της ταυτότητας του αποστολέα, συμπεριλαμβανομένης της ακρίβειας της ημερομηνίας και της ώρας αποστολής και παραλαβής της εντολής, στη συντονιστική αρχή εγκατάστασης και στο Κέντρο της ΕΕ, μέσω του συστήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2.

Συντάσσει την εντολή αφαίρεσης στη γλώσσα που δηλώνει ο πάροχος σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 3.

5.Εάν ο πάροχος δεν μπορεί να εκτελέσει την εντολή αφαίρεσης για λόγους ανωτέρας βίας ή πραγματικής αδυναμίας για την οποία δεν ευθύνεται ο ίδιος, μεταξύ άλλων για αντικειμενικά αιτιολογημένους τεχνικούς ή επιχειρησιακούς λόγους, ενημερώνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τη συντονιστική αρχή εγκατάστασης σχετικά με τους λόγους αυτούς, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα V.

Η προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 1 αρχίζει να τρέχει μόλις παύσουν να υφίστανται οι λόγοι που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

6.Ο πάροχος, εάν δεν μπορεί να εκτελέσει την εντολή αφαίρεσης επειδή αυτή έχει πρόδηλα σφάλματα ή δεν περιέχει επαρκείς πληροφορίες για την εκτέλεσή της, ζητεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις αναγκαίες διευκρινίσεις από τη συντονιστική αρχή εγκατάστασης, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα V.

Η προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 1 αρχίζει να τρέχει μόλις ο πάροχος λάβει τις αναγκαίες διευκρινίσεις.

7.Ο πάροχος ενημερώνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα VI, τη συντονιστική αρχή εγκατάστασης και το Κέντρο της ΕΕ σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής αφαίρεσης, αναφέροντας, ιδίως, αν ο πάροχος αφαίρεσε το υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή απενεργοποίησε την πρόσβαση σ’ αυτό σε όλα τα κράτη μέλη, καθώς και την ημερομηνία και την ώρα των ενεργειών αυτών.

8.Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 86 προκειμένου να τροποποιούνται τα παραρτήματα IV, V και VI, όταν είναι αναγκαίο για τη βελτίωση των υποδειγμάτων με βάση τις σχετικές τεχνολογικές εξελίξεις ή την πρακτική πείρα που έχει αποκτηθεί.

Άρθρο 15

Ένδικα μέσα και παροχή πληροφοριών

1.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας που έχουν λάβει εντολή αφαίρεσης η οποία έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 14, καθώς και οι χρήστες που παρείχαν το υλικό, έχουν δικαίωμα πραγματικής προσφυγής. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα προσβολής της εντολής αφαίρεσης ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εξέδωσε την εντολή αφαίρεσης.

2.Όταν η εντολή αφαίρεσης καταστεί οριστική, η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εξέδωσε την εντολή αφαίρεσης διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αντίγραφό της στη συντονιστική αρχή εγκατάστασης. Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης διαβιβάζει στη συνέχεια, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικό αντίγραφο σε όλες τις άλλες συντονιστικές αρχές μέσω του συστήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η εντολή αφαίρεσης καθίσταται οριστική μετά τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση ένδικου μέσου, εάν δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή μετά την επιβεβαίωση της εντολής αφαίρεσης κατόπιν ένδικου μέσου.

3.Όταν πάροχος αφαιρεί υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή απενεργοποιεί την πρόσβαση σ’ αυτό κατόπιν εντολής αφαίρεσης που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 14, ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση τον χρήστη που παρείχε το υλικό σχετικά με τα εξής:

α)το γεγονός ότι αφαίρεσε το υλικό ή απενεργοποίησε την πρόσβαση σ’ αυτό·

β)τους λόγους της αφαίρεσης ή της απενεργοποίησης, παρέχοντας αντίγραφο της εντολής αφαίρεσης κατόπιν αιτήματος του χρήστη·

γ)το δικαίωμα των χρηστών να ασκούν ένδικη προσφυγή κατά την παράγραφο 1, και το δικαίωμα υποβολής καταγγελίας στη συντονιστική αρχή κατά το άρθρο 34.

4.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης μπορεί, όταν απευθύνει αίτημα στη δικαστική αρχή ή την ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εκδίδει την εντολή αφαίρεσης και κατόπιν διαβούλευσης με τις αρμόδιες δημόσιες αρχές, να ζητεί από τον πάροχο να μην αποκαλύπτει πληροφορίες σχετικά με την αφαίρεση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σ’ αυτό, στις περιπτώσεις και στον βαθμό που είναι αναγκαίο για να αποφευχθεί η παρέμβαση σε δραστηριότητες για την πρόληψη, τον εντοπισμό, τη διερεύνηση και τη δίωξη αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Στην περίπτωση αυτή:

α)η δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εκδίδει την εντολή αφαίρεσης ορίζει τη σχετική περίοδο σε χρονικό διάστημα που δεν είναι μεγαλύτερο του αναγκαίου και δεν υπερβαίνει τις έξι εβδομάδες, κατά τη διάρκεια του οποίου ο πάροχος δεν πρέπει να αποκαλύπτει τις εν λόγω πληροφορίες·

β)οι υποχρεώσεις που ορίζονται στην παράγραφο 3 δεν εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου·

γ)η εν λόγω δικαστική αρχή ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή ενημερώνει τον πάροχο για την απόφασή της, προσδιορίζοντας την εφαρμοστέα χρονική περίοδο.

Η εν λόγω δικαστική αρχή ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή μπορεί να αποφασίσει να παρατείνει τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο στοιχείο α) για περαιτέρω διάστημα έξι εβδομάδων κατ’ ανώτατο όριο, στις περιπτώσεις και στον βαθμό που η μη δημοσιοποίηση εξακολουθεί να είναι αναγκαία. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, η εν λόγω δικαστική αρχή ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή ενημερώνει τον πάροχο για την απόφασή της, προσδιορίζοντας την εφαρμοστέα χρονική περίοδο. Στην εν λόγω απόφαση εφαρμόζεται το άρθρο 14 παράγραφος 3.

Τμήμα 5

Υποχρεώσεις αποκλεισμού

Άρθρο 16

Εντολές αποκλεισμού

1.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης έχει την εξουσία να ζητήσει από την αρμόδια δικαστική αρχή του κράτους μέλους που την όρισε ή από ανεξάρτητη διοικητική αρχή του εν λόγω κράτους μέλους να εκδώσει εντολή αποκλεισμού με την οποία να καλείται ο πάροχος υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο που υπάγεται στη δικαιοδοσία του εν λόγω κράτους μέλους να λάβει εύλογα μέτρα για να αποτρέψει την πρόσβαση των χρηστών σε γνωστό υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών το οποίο υποδεικνύεται από όλους τους ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων (URL) του καταλόγου ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων που περιλαμβάνεται στη βάση δεδομένων δεικτών, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 στοιχείο β) και παρέχεται από το Κέντρο της ΕΕ.

2.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης, πριν ζητήσει την έκδοση εντολής αποκλεισμού, διενεργεί όλες τις έρευνες και εκτιμήσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 4.

Για τον σκοπό αυτό, κατά περίπτωση:

α)επαληθεύει ότι, όσον αφορά το σύνολο ή ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα των ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο της παραγράφου 1, πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο β), μεταξύ άλλων διενεργώντας ελέγχους προκειμένου να επαληθευθεί, σε συνεργασία με το Κέντρο της ΕΕ, ότι ο κατάλογος είναι πλήρης, ακριβής και επικαιροποιημένος·

β)απαιτεί από τον πάροχο να υποβάλει, εντός εύλογης προθεσμίας που ορίζεται από την εν λόγω συντονιστική αρχή, τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως όσον αφορά την πρόσβαση ή την απόπειρα πρόσβασης των χρηστών στο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που υποδεικνύεται από τους ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων, σχετικά με την πολιτική του παρόχου για την αντιμετώπιση του κινδύνου διάδοσης του υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και σχετικά με τις οικονομικές και τεχνολογικές ικανότητες και το μέγεθος του παρόχου·

γ)ζητεί από το Κέντρο της ΕΕ να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες, ιδίως εξηγήσεις και διαβεβαιώσεις σχετικά με την ακρίβεια των ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων όσον αφορά την υπόδειξη υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, σχετικά με την ποσότητα και τη φύση του εν λόγω υλικού και σχετικά τόσο με τις επαληθεύσεις από το Κέντρο της ΕΕ όσο και με τους ελέγχους που αναφέρονται στο άρθρο 36 παράγραφος 2 και στο άρθρο 46 παράγραφος 7, αντίστοιχα·

δ)ζητεί από κάθε άλλη αρμόδια δημόσια αρχή ή σχετικούς εμπειρογνώμονες ή οντότητες να παράσχουν τις αναγκαίες πληροφορίες.

3.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης, πριν ζητήσει την έκδοση της εντολής αποκλεισμού, ενημερώνει τον πάροχο για την πρόθεσή της να ζητήσει την έκδοση εντολής αποκλεισμού, προσδιορίζοντας τα κύρια στοιχεία του περιεχομένου της σκοπούμενης εντολής αποκλεισμού και τους λόγους αίτησής της. Παρέχει στον πάροχο τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις για την εν λόγω ενημέρωση, εντός εύλογης προθεσμίας που ορίζεται από τη συντονιστική αρχή.

4.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης ζητεί την έκδοση της εντολής αποκλεισμού και η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή εκδίδει την εντολή αποκλεισμού εάν κρίνει ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α)υπάρχουν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η υπηρεσία χρησιμοποιήθηκε κατά τους τελευταίους 12 μήνες, σε αξιόλογο βαθμό, για την πρόσβαση ή την απόπειρα πρόσβασης σε υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που υποδεικνύεται από τους ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων·

β)η εντολή αποκλεισμού είναι αναγκαία για την πρόληψη της διάδοσης του υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στους χρήστες στην Ένωση, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της ποσότητας και της φύσης του εν λόγω υλικού, της ανάγκης προστασίας των δικαιωμάτων των θυμάτων και της ύπαρξης και εφαρμογής από τον πάροχο μιας πολιτικής για την αντιμετώπιση του κινδύνου αυτής της διάδοσης·

γ)οι ομοιόμορφοι εντοπιστές πόρων υποδεικνύουν, με επαρκώς αξιόπιστο τρόπο, υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

δ)οι λόγοι για την έκδοση της εντολής αποκλεισμού υπερκεράζουν τις αρνητικές συνέπειες για τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα όλων των θιγόμενων μερών, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η χρυσή τομή μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων των εν λόγω μερών, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης τόσο της ελευθερίας έκφρασης και πληροφόρησης των χρηστών όσο και της επιχειρηματικής ελευθερίας του παρόχου.

Όταν αξιολογείται κατά πόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του πρώτου εδαφίου, λαμβάνονται υπόψη όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις της εκάστοτε περίπτωσης, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πληροφοριών που λαμβάνονται σύμφωνα με την παράγραφο 2, καθώς και των απόψεων του παρόχου που υποβάλλονται σύμφωνα με την παράγραφο 3.

5.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης, όταν ζητεί την έκδοση εντολών αποκλεισμού, και η αρμόδια δικαστική ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή, όταν εκδίδουν την εντολή αποκλεισμού:

α)καθορίζουν αποτελεσματικά και αναλογικά όρια και διασφαλίσεις που είναι απαραίτητα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι τυχόν αρνητικές συνέπειες που αναφέρονται στην παράγραφο 4 στοιχείο δ) περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία·

β)με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, διασφαλίζουν ότι η περίοδος εφαρμογής περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο.

6.Η συντονιστική αρχή προσδιορίζει στην εντολή αποκλεισμού την περίοδο εφαρμογής της, αναφέροντας την ημερομηνία έναρξης και την ημερομηνία λήξης.

Η περίοδος εφαρμογής των εντολών αποκλεισμού δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη.

7.Η συντονιστική αρχή, όσον αφορά τις εντολές αποκλεισμού που εξέδωσε η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή κατόπιν αιτήματός της, αξιολογεί, εάν είναι αναγκαίο και, σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον μία φορά ετησίως, κατά πόσον επήλθαν ουσιώδεις αλλαγές στους λόγους έκδοσης των εντολών αποκλεισμού και, ιδίως, κατά πόσον εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 4.

Η εν λόγω συντονιστική αρχή ζητεί από την αρμόδια δικαστική αρχή ή την ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εξέδωσε την εντολή αποκλεισμού να τροποποιήσει ή να ανακαλέσει την εντολή, εάν είναι αναγκαίο βάσει του αποτελέσματος της εν λόγω εκτίμησης, ή να λάβει υπόψη τα δικαιολογημένα αιτήματα ή τις εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 18 παράγραφοι 5 και 6, αντίστοιχα. Οι διατάξεις του παρόντος τμήματος εφαρμόζονται κατ’ αναλογία στα αιτήματα αυτά.

Άρθρο 17

Πρόσθετοι κανόνες σχετικά με τις εντολές αποκλεισμού

1.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης εκδίδει τις εντολές αποκλεισμού που αναφέρονται στο άρθρο 16 χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα VII. Οι εντολές αποκλεισμού περιλαμβάνουν:

α)τα στοιχεία αναφοράς στον κατάλογο ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων, που παρέχεται από το Κέντρο της ΕΕ, και τις διασφαλίσεις που πρέπει να προβλέπονται, συμπεριλαμβανομένων των ορίων και των διασφαλίσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 5 και, κατά περίπτωση, των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 6·

β)τα στοιχεία ταυτοποίησης της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εκδίδει την εντολή αποκλεισμού και επαλήθευση της γνησιότητας της εντολής αποκλεισμού από την εν λόγω αρχή·

γ)το όνομα του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του·

δ)τη συγκεκριμένη υπηρεσία για την οποία εκδίδεται η εντολή αποκλεισμού·

ε)την ημερομηνία έναρξης και την ημερομηνία λήξης της εντολής αποκλεισμού·

στ)επαρκώς λεπτομερή αιτιολόγηση της έκδοσης της εντολής αποκλεισμού·

ζ)μνεία στον παρόντα κανονισμό ως νομική βάση της εντολής αποκλεισμού·

η)την ημερομηνία, τη χρονοσφραγίδα και την ηλεκτρονική υπογραφή της δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εκδίδει την εντολή αποκλεισμού·

θ)εύληπτες πληροφορίες σχετικά με τα ένδικα μέσα που έχει στη διάθεσή του ο αποδέκτης της εντολής αποκλεισμού, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την προσφυγή σε δικαστήριο και τις προθεσμίες που ισχύουν για την εν λόγω προσφυγή.

2.Η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εκδίδει την εντολή αποκλεισμού την απευθύνει στην κύρια εγκατάσταση του παρόχου ή, κατά περίπτωση, στον νόμιμο εκπρόσωπό του που ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 24.

3.Η εντολή αποκλεισμού διαβιβάζεται στο σημείο επαφής του παρόχου το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 23 παράγραφος 1, στη συντονιστική αρχή εγκατάστασης και στο Κέντρο της ΕΕ, μέσω του συστήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2.

4.Η εντολή αποκλεισμού συντάσσεται στη γλώσσα που δηλώνει ο πάροχος σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 3.

5.Ο πάροχος, εάν δεν μπορεί να εκτελέσει την εντολή αποκλεισμού επειδή αυτή έχει πρόδηλα σφάλματα ή δεν περιέχει επαρκείς πληροφορίες για την εκτέλεσή της, ζητεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις αναγκαίες διευκρινίσεις από τη συντονιστική αρχή εγκατάστασης, χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα VIII.

6.Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 86 προκειμένου να τροποποιούνται τα παραρτήματα VII και VIII, όταν είναι αναγκαίο για τη βελτίωση των υποδειγμάτων με βάση τις σχετικές τεχνολογικές εξελίξεις ή την πρακτική πείρα που έχει αποκτηθεί.

Άρθρο 18

Ένδικα μέσα, ενημέρωση και υποβολή εκθέσεων σχετικά με τις εντολές αποκλεισμού

1.Οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο που έχουν λάβει εντολή αποκλεισμού, καθώς και οι χρήστες που είτε παρείχαν συγκεκριμένο στοιχείο υλικού που υποδείχθηκε από τους ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων στο πλαίσιο εκτέλεσης της εν λόγω εντολής είτε εμποδίστηκε η πρόσβασή τους σ’ αυτό, έχουν δικαίωμα σε πραγματική προσφυγή. Το δικαίωμα αυτό περιλαμβάνει το δικαίωμα προσβολής της εντολής αποκλεισμού ενώπιον των δικαστηρίων του κράτους μέλους της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εξέδωσε την εντολή αποκλεισμού.

2.Όταν η εντολή αποκλεισμού καταστεί οριστική, η αρμόδια δικαστική αρχή ή η ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εξέδωσε την εντολή αποκλεισμού διαβιβάζει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, αντίγραφό της στη συντονιστική αρχή εγκατάστασης. Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης διαβιβάζει στη συνέχεια, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, σχετικό αντίγραφο σε όλες τις άλλες συντονιστικές αρχές μέσω του συστήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου, η εντολή αποκλεισμού καθίσταται οριστική μετά τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση ένδικου μέσου, εάν δεν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο ή μετά την επιβεβαίωση της εντολής αποκλεισμού κατόπιν ένδικου μέσου.

3.Ο πάροχος εγκαθιστά και θέτει σε λειτουργία προσβάσιμο, ηλικιακά κατάλληλο και εύχρηστο μηχανισμό που επιτρέπει στους χρήστες να υποβάλλουν σ’ αυτόν, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, καταγγελίες σχετικά με εικαζόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεων που υπέχει δυνάμει του παρόντος τμήματος. Διεκπεραιώνει τις καταγγελίες αυτές με αντικειμενικό, αποτελεσματικό και έγκαιρο τρόπο.

4.Όταν πάροχος εμποδίζει τους χρήστες να έχουν πρόσβαση στους ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων βάσει εντολής αποκλεισμού που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 17, λαμβάνει εύλογα μέτρα για να ενημερώσει τους χρήστες σχετικά με τα εξής:

α)το γεγονός ότι προβαίνει στη συγκεκριμένη ενέργεια βάσει εντολής αποκλεισμού·

β)την αιτιολόγηση της ενέργειάς του, παρέχοντας, κατόπιν αιτήματος, αντίγραφο της εντολής αποκλεισμού·

γ)το δικαίωμα των χρηστών σε ένδικη προσφυγή που αναφέρεται στην παράγραφο 1, το δικαίωμά τους να υποβάλλουν καταγγελίες στον μεν πάροχο μέσω του μηχανισμού της παραγράφου 3, στη δε συντονιστική αρχή σύμφωνα με το άρθρο 34, καθώς και το δικαίωμά τους να υποβάλλουν τα αιτήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 5.

5.Ο πάροχος και οι χρήστες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν από τη συντονιστική αρχή που αιτήθηκε την έκδοση της εντολής αποκλεισμού να αξιολογήσει κατά πόσον οι χρήστες εμποδίζονται αδικαιολόγητα κατά την πρόσβασή τους σε συγκεκριμένο στοιχείο υλικού που υποδείχθηκε από τους ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων στο πλαίσιο εκτέλεσης της εντολής αποκλεισμού. Ο πάροχος έχει επίσης το δικαίωμα να ζητήσει τροποποίηση ή ανάκληση της εντολής αποκλεισμού, εάν το κρίνει αναγκαίο ως συνέπεια ουσιωδών αλλαγών στους λόγους έκδοσης της εντολής αποκλεισμού οι οποίες επήλθαν μετά την έκδοσή της, ιδίως λόγω ουσιωδών αλλαγών που δεν επιτρέπουν στον πάροχο να λάβει τα απαιτούμενα εύλογα μέτρα για την εκτέλεση της εντολής αποκλεισμού.

Η συντονιστική αρχή αξιολογεί επιμελώς, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τα αιτήματα αυτά και ενημερώνει σχετικά με το αποτέλεσμα τον πάροχο ή τον χρήστη που υπέβαλε το αίτημα. Εάν κρίνει ότι το αίτημα είναι δικαιολογημένο, ζητεί τροποποίηση ή ανάκληση της εντολής αποκλεισμού σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 7 και ενημερώνει το Κέντρο της ΕΕ.

6.Όταν η περίοδος εφαρμογής της εντολής αποκλεισμού υπερβαίνει τους 24 μήνες, η συντονιστική αρχή εγκατάστασης απαιτεί από τον πάροχο να της υποβάλει έκθεση σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για την εκτέλεση της εντολής αποκλεισμού, συμπεριλαμβανομένων των προβλεπόμενων διασφαλίσεων, τουλάχιστον μία φορά, στα μέσα της περιόδου εφαρμογής.

Τμήμα 6

Συμπληρωματικές διατάξεις

Άρθρο 19

Ευθύνη των παρόχων

Οι πάροχοι σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας δεν φέρουν ευθύνη για αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αποκλειστικά και μόνο επειδή ασκούν, καλή τη πίστει, τις αναγκαίες δραστηριότητες προκειμένου να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, ιδίως δραστηριότητες που αποσκοπούν στον εντοπισμό, την ταυτοποίηση, την αφαίρεση, την απενεργοποίηση της πρόσβασης, τον αποκλεισμό ή την αναφορά διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών σύμφωνα με τις εν λόγω απαιτήσεις.

Άρθρο 20

Δικαίωμα των θυμάτων στην ενημέρωση

1.Τα πρόσωπα που διαμένουν στην Ένωση έχουν το δικαίωμα να λαμβάνουν, κατόπιν αίτησής τους, από τη συντονιστική αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο διαμένουν, πληροφορίες σχετικά με τυχόν περιπτώσεις αναφοράς στο Κέντρο της ΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 12, της διάδοσης γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που τα απεικονίζει. Τα άτομα με αναπηρία έχουν το δικαίωμα να ζητούν και να λαμβάνουν τις πληροφορίες αυτές κατά τρόπο προσπελάσιμο από αυτά.

Η εν λόγω συντονιστική αρχή διαβιβάζει την αίτηση στο Κέντρο της ΕΕ μέσω του συστήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2 και κοινοποιεί τα αποτελέσματα που λαμβάνει από το Κέντρο της ΕΕ στο πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση.

2.Η αίτηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνει τα εξής:

α)το σχετικό στοιχείο ή στοιχεία γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

β)κατά περίπτωση, το πρόσωπο ή την οντότητα που πρόκειται να λάβει τις πληροφορίες εξ ονόματος του προσώπου που υποβάλλει την αίτηση·

γ)επαρκή στοιχεία για την απόδειξη της ταυτότητας του προσώπου που υποβάλλει την αίτηση.

3.Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν:

α)τα στοιχεία του παρόχου που υπέβαλε την αναφορά·

β)την ημερομηνία της αναφοράς·

γ)κατά πόσον το Κέντρο της ΕΕ διαβίβασε την αναφορά σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 3 και, εάν ναι, σε ποιες αρχές·

δ)κατά πόσον ο πάροχος ανέφερε ότι έχει αφαιρέσει το υλικό ή απενεργοποιήσει την πρόσβαση σ’ αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο θ).

Άρθρο 21

Δικαίωμα των θυμάτων για συνδρομή και υποστήριξη με σκοπό την αφαίρεση υλικού

1.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας παρέχουν, κατόπιν αιτήματος, εύλογη συνδρομή σε πρόσωπα που διαμένουν στην Ένωση και επιδιώκουν την αφαίρεση ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που τα απεικονίζουν ή την απενεργοποίηση από τον πάροχο της πρόσβασης στο εν λόγω υλικό.

2.Τα πρόσωπα που διαμένουν στην Ένωση έχουν το δικαίωμα, κατόπιν αίτησής τους, να λαμβάνουν από τη συντονιστική αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο διαμένουν, υποστήριξη από το Κέντρο της ΕΕ όταν επιδιώκουν πάροχος υπηρεσιών φιλοξενίας να αφαιρέσει ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα στοιχεία γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που τα απεικονίζει ή να απενεργοποιήσει την πρόσβαση στο εν λόγω υλικό. Τα άτομα με αναπηρία έχουν το δικαίωμα να ζητούν και να λαμβάνουν κάθε πληροφορία σχετικά με αυτή την υποστήριξη, κατά τρόπο προσπελάσιμο από αυτά.

Η εν λόγω συντονιστική αρχή διαβιβάζει την αίτηση στο Κέντρο της ΕΕ μέσω του συστήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2 και κοινοποιεί τα αποτελέσματα που λαμβάνει από το κέντρο της ΕΕ στο πρόσωπο που υποβάλλει την αίτηση.

3.Οι αιτήσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 αναφέρουν το σχετικό στοιχείο ή στοιχεία υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

4.Η στήριξη του κέντρου της ΕΕ που αναφέρεται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνει, κατά περίπτωση, τα εξής:

α)υποστήριξη σε σχέση με το αίτημα συνδρομής από τον πάροχο το οποίο αναφέρεται στην παράγραφο 1·

β)επαλήθευση του κατά πόσον ο πάροχος αφαίρεσε το εν λόγω στοιχείο ή τα εν λόγω στοιχεία ή απενεργοποίησε τη σχετική πρόσβαση, μεταξύ άλλων διενεργώντας τις έρευνες που αναφέρονται στο άρθρο 49 παράγραφος 1·

γ)κοινοποίηση στον πάροχο του στοιχείου ή των στοιχείων γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που απεικονίζει το πρόσωπο, και αίτηση αφαίρεσης ή απενεργοποίησης της πρόσβασης, σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 2·

δ)κατά περίπτωση, ενημέρωση της συντονιστικής αρχής εγκατάστασης για την παρουσία του εν λόγω στοιχείου ή των εν λόγω στοιχείων στην υπηρεσία, με σκοπό την έκδοση εντολής αφαίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 14.

Άρθρο 22

Διατήρηση των πληροφοριών

1.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών διατηρούν τα δεδομένα περιεχομένου και άλλα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε σχέση με τα μέτρα που λαμβάνονται για τη συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό, καθώς και τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που παράγονται μέσω της εν λόγω επεξεργασίας, μόνο για έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους σκοπούς, κατά περίπτωση:

α)την εκτέλεση εντολής εντοπισμού που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 7, ή εντολής αφαίρεσης που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 14·

β)την αναφορά πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 12·

γ)τον αποκλεισμό του λογαριασμού του οικείου χρήστη ή την αναστολή ή διακοπή της παροχής της υπηρεσίας σ’ αυτόν·

δ)τον χειρισμό των καταγγελιών των χρηστών προς τον πάροχο ή τη συντονιστική αρχή, ή την άσκηση του δικαιώματος των χρηστών σε διοικητική ή ένδικη προσφυγή, όσον αφορά εικαζόμενες παραβάσεις του παρόντος κανονισμού·

ε)την απάντηση σε αιτήματα που υποβάλλονται από αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου και δικαστικές αρχές σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο, με σκοπό να τους παρέχονται οι αναγκαίες πληροφορίες για την πρόληψη, τον εντοπισμό, τη διερεύνηση ή τη δίωξη αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, στον βαθμό που τα δεδομένα περιεχομένου και άλλα δεδομένα σχετίζονται με αναφορά που έχει υποβάλει ο πάροχος στο Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 12.

Όσον αφορά το πρώτο εδάφιο στοιχείο α), ο πάροχος μπορεί επίσης να διατηρεί τις πληροφορίες με σκοπό τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας και της ακρίβειας των τεχνολογιών για τον εντοπισμό διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο πλαίσιο εκτέλεσης εντολής εντοπισμού που του έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 7. Ωστόσο, δεν αποθηκεύει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για τον σκοπό αυτό.

2.Οι πάροχοι διατηρούν τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει το αναγκαίο για τον επιδιωκόμενο σκοπό και, σε κάθε περίπτωση, δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες από την ημερομηνία της αναφοράς ή της αφαίρεσης ή απενεργοποίησης της πρόσβασης, ανάλογα με το ποια ενέργεια επέλθει πρώτη.

Κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας εθνικής αρχής ή δικαστηρίου, διατηρούν τις πληροφορίες για περαιτέρω καθορισμένο χρονικό διάστημα, το οποίο ορίζεται από την εν λόγω αρχή ή δικαστήριο, όταν και στον βαθμό που είναι αναγκαίο για εν εξελίξει διαδικασίες διοικητικής ή ένδικης προσφυγής, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 στοιχείο δ).

Οι πάροχοι διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 διατηρούνται με ασφαλή τρόπο και ότι η διατήρηση υπόκειται σε κατάλληλες τεχνικές και οργανωτικές διασφαλίσεις. Οι εν λόγω διασφαλίσεις εγγυώνται, ιδίως, ότι η πρόσβαση στις πληροφορίες και η επεξεργασία τους είναι δυνατή μόνο για τον σκοπό για τον οποίο διατηρούνται, ότι επιτυγχάνεται υψηλό επίπεδο ασφάλειας και ότι οι πληροφορίες διαγράφονται μετά τη λήξη των εφαρμοστέων προθεσμιών διατήρησης. Οι πάροχοι επανεξετάζουν τακτικά τις εν λόγω διασφαλίσεις και τις προσαρμόζουν όταν είναι αναγκαίο.

Άρθρο 23

Σημεία επαφής

1.Οι πάροχοι σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας δημιουργούν ενιαίο σημείο επαφής που καθιστά εφικτή την άμεση επικοινωνία, με ηλεκτρονικά μέσα, με τις συντονιστικές αρχές, άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, την Επιτροπή και το Κέντρο της ΕΕ, με σκοπό την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

2.Οι πάροχοι κοινοποιούν στο Κέντρο της ΕΕ και δημοσιοποιούν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την ευχερή εύρεση και επικοινωνία με τα ενιαία σημεία επαφής τους, συμπεριλαμβανομένων των ονομάτων, των διευθύνσεων, των διευθύνσεων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και των αριθμών τηλεφώνου τους.

3.Οι πάροχοι προσδιορίζουν στις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 την επίσημη γλώσσα ή τις επίσημες γλώσσες της Ένωσης που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επικοινωνία με τα σημεία επαφής τους.

Οι καθοριζόμενες γλώσσες περιλαμβάνουν τουλάχιστον μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η κύρια εγκατάσταση του παρόχου ή, κατά περίπτωση, στο οποίο διαμένει ή είναι εγκατεστημένος ο νόμιμος εκπρόσωπός του.

Άρθρο 24

Νόμιμος εκπρόσωπος

1.Οι πάροχοι σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που δεν έχουν την κύρια εγκατάστασή τους στην Ένωση ορίζουν, γραπτώς, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ως νόμιμο εκπρόσωπό τους στην Ένωση.

2.Ο νόμιμος εκπρόσωπος κατοικεί ή είναι εγκατεστημένος σε ένα από τα κράτη μέλη όπου ο πάροχος προσφέρει τις υπηρεσίες του.

3.Ο πάροχος δίνει εντολή στους νόμιμους εκπροσώπους του να είναι, επιπλέον ή αντί του παρόχου, εκείνοι στους οποίους απευθύνονται οι συντονιστικές αρχές, άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και η Επιτροπή σχετικά με κάθε ζήτημα που είναι αναγκαίο για την παραλαβή, τη συμμόρφωση και την εκτέλεση των αποφάσεων που εκδίδονται σε σχέση με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων των εντολών εντοπισμού, των εντολών αφαίρεσης και των εντολών αποκλεισμού.

4.Ο πάροχος παρέχει στον νόμιμο εκπρόσωπό του τις αναγκαίες εξουσίες και πόρους για να συνεργάζεται με τις συντονιστικές αρχές, άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών και την Επιτροπή και για να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 3.

5.Ο ορισθείς νόμιμος εκπρόσωπος μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος για τη μη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του παρόχου οι οποίες απορρέουν από τον παρόντα κανονισμό, με την επιφύλαξη της ευθύνης και των νομικών ενεργειών οι οποίες θα μπορούσαν να αναληφθούν κατά του παρόχου.

6.Ο πάροχος κοινοποιεί το όνομα, τη διεύθυνση, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τον αριθμό τηλεφώνου του νόμιμου εκπροσώπου του που ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 στη συντονιστική αρχή του κράτους μέλους στο οποίο διαμένει ή είναι εγκατεστημένος ο εν λόγω νόμιμος εκπρόσωπος και στο Κέντρο της ΕΕ. Διασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες αυτές είναι επικαιροποιημένες και διαθέσιμες στο κοινό.

7.Ο ορισμός νόμιμου εκπροσώπου εντός της Ένωσης σύμφωνα με την παράγραφο 1 δεν ισοδυναμεί με εγκατάσταση στην Ένωση.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΠΟΠΤΕΙΑ, ΕΠΙΒΟΛΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

Τμήμα 1

Συντονιστικές αρχές για θέματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών

Άρθρο 25

Συντονιστικές αρχές για θέματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και άλλες αρμόδιες αρχές

1.Τα κράτη μέλη ορίζουν, έως τις [ημερομηνία — δύο μήνες από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού], μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές ως υπεύθυνες για την εφαρμογή και την επιβολή του παρόντος κανονισμού (στο εξής: αρμόδιες αρχές).

2.Τα κράτη μέλη ορίζουν, έως την ημερομηνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, μία από τις αρμόδιες αρχές ως τη συντονιστική αρχή τους για θέματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (στο εξής: συντονιστική αρχή).

Η συντονιστική αρχή είναι υπεύθυνη για όλα τα ζητήματα που αφορούν την εφαρμογή και την επιβολή του παρόντος κανονισμού στο οικείο κράτος μέλος, εκτός εάν το εν λόγω κράτος μέλος έχει αναθέσει ορισμένα ειδικά καθήκοντα ή τομείς σε άλλες αρμόδιες αρχές.

Η συντονιστική αρχή είναι σε κάθε περίπτωση υπεύθυνη για τη διασφάλιση του συντονισμού σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά τα ζητήματα αυτά, καθώς και για τη συμβολή στην αποτελεσματική, αποδοτική και συνεπή εφαρμογή και επιβολή του παρόντος κανονισμού σε ολόκληρη την Ένωση.

3.Όταν ένα κράτος μέλος ορίζει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές επιπροσθέτως της συντονιστικής αρχής, διασφαλίζει τον σαφή προσδιορισμό των αντίστοιχων καθηκόντων των εν λόγω αρχών και της συντονιστικής αρχής, καθώς και τη στενή και αποτελεσματική συνεργασία τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Το οικείο κράτος μέλος κοινοποιεί στο Κέντρο της ΕΕ και στην Επιτροπή το όνομα των άλλων αρμόδιων αρχών καθώς και τα αντίστοιχα καθήκοντά τους.

4.Εντός μίας εβδομάδας από τον ορισμό των συντονιστικών αρχών και κάθε άλλης αρμόδιας αρχής σύμφωνα με την παράγραφο 1, τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν και κοινοποιούν στην Επιτροπή και στο Κέντρο της ΕΕ το όνομα της συντονιστικής αρχής τους. Τα κράτη μέλη φροντίζουν για την επικαιροποίηση των εν λόγω πληροφοριών.

5.Κάθε κράτος μέλος μεριμνά ώστε να ορίζεται ή να δημιουργείται σημείο επαφής εντός του γραφείου της συντονιστικής αρχής, για τη διεκπεραίωση των αιτημάτων παροχής διευκρινίσεων, ανατροφοδότησης και άλλων επικοινωνιών για όλα τα θέματα που σχετίζονται με την εφαρμογή και την επιβολή του παρόντος κανονισμού στο εν λόγω κράτος μέλος. Τα κράτη μέλη δημοσιοποιούν τις πληροφορίες σχετικά με το σημείο επαφής και τις κοινοποιούν στο Κέντρο της ΕΕ. Τα κράτη μέλη φροντίζουν για την επικαιροποίηση των εν λόγω πληροφοριών.

6.Εντός δύο εβδομάδων από τον ορισμό των συντονιστικών αρχών σύμφωνα με την παράγραφο 2, το Κέντρο της ΕΕ καταρτίζει ηλεκτρονικό μητρώο στο οποίο απαριθμούνται οι συντονιστικές αρχές και τα σημεία επαφής τους. Το Κέντρο της ΕΕ δημοσιεύει τακτικά κάθε σχετική τροποποίηση.

7.Οι συντονιστικές αρχές μπορούν, εφόσον απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, να ζητούν τη συνδρομή του Κέντρου της ΕΕ κατά την εκτέλεση των καθηκόντων αυτών, ιδίως ζητώντας από το Κέντρο της ΕΕ:

α)να παρέχει ορισμένες πληροφορίες ή τεχνική εμπειρογνωσία σε θέματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό·

β)να βοηθά στην αξιολόγηση, σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 2, της εκτίμησης κινδύνου που διενεργείται ή επικαιροποιείται ή των μέτρων μετριασμού που λαμβάνονται από πάροχο υπηρεσιών φιλοξενίας ή διαπροσωπικών επικοινωνιών υπό τη δικαιοδοσία του κράτους μέλους που όρισε την αιτούσα συντονιστική αρχή·

γ)να επαληθεύει την ενδεχόμενη ανάγκη να ζητηθεί από τις αρμόδιες εθνικές αρχές να εκδώσουν εντολή εντοπισμού, εντολή αφαίρεσης ή εντολή αποκλεισμού σε σχέση με υπηρεσία που υπάγεται στη δικαιοδοσία του κράτους μέλους που όρισε την εν λόγω συντονιστική αρχή·

δ)να επαληθεύει την αποτελεσματικότητα της εντολής εντοπισμού ή της εντολής αφαίρεσης που εκδίδεται κατόπιν αιτήματος της αιτούσας συντονιστικής αρχής.

8.Το Κέντρο της ΕΕ παρέχει τη συνδρομή αυτή δωρεάν και σύμφωνα με τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις του βάσει του παρόντος κανονισμού και στον βαθμό που το επιτρέπουν οι πόροι και οι προτεραιότητές του.

9.Οι εφαρμοστέες απαιτήσεις για τις συντονιστικές αρχές, όπως ορίζονται στα άρθρα 26, 27, 28, 29 και 30, εφαρμόζονται επίσης σε κάθε άλλη αρμόδια αρχή που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με την παράγραφο 1.

Άρθρο 26

Απαιτήσεις για συντονιστικές αρχές

1.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι συντονιστικές αρχές που έχουν ορίσει εκτελούν τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού με αντικειμενικό, αμερόληπτο, διαφανή και έγκαιρο τρόπο, με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των θιγόμενων μερών. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε οι συντονιστικές αρχές τους να διαθέτουν επαρκείς τεχνικούς, χρηματοδοτικούς και ανθρώπινους πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

2.Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και την άσκηση των εξουσιών τους σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, οι συντονιστικές αρχές ενεργούν με απόλυτη ανεξαρτησία. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ιδίως ότι οι συντονιστικές αρχές:

α)είναι νομικά και λειτουργικά ανεξάρτητες από οποιαδήποτε άλλη δημόσια αρχή·

β)έχουν καθεστώς που τους επιτρέπει να ενεργούν αντικειμενικά και αμερόληπτα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

γ)είναι απαλλαγμένες από εξωτερικές επιρροές, άμεσες ή έμμεσες·

δ)δεν ζητούν ούτε δέχονται οδηγίες από οποιαδήποτε άλλη δημόσια αρχή ή από οποιονδήποτε ιδιώτη·

ε)δεν είναι επιφορτισμένες με καθήκοντα που σχετίζονται με την πρόληψη ή την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, εκτός από τα καθήκοντά τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

3.Η παράγραφος 2 δεν εμποδίζει την εποπτεία των συντονιστικών αρχών σύμφωνα με το εθνικό συνταγματικό δίκαιο, στον βαθμό που η εποπτεία αυτή δεν θίγει την ανεξαρτησία τους, όπως απαιτείται βάσει του παρόντος κανονισμού.

4.Οι συντονιστικές αρχές διασφαλίζουν ότι τα αρμόδια μέλη του προσωπικού διαθέτουν τα απαιτούμενα προσόντα, πείρα και τεχνικές δεξιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

5.Η διοίκηση και το λοιπό προσωπικό της συντονιστικής αρχής δεσμεύονται, σύμφωνα με το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο, από το επαγγελματικό απόρρητο τόσο κατά τη διάρκεια της θητείας τους όσο και μετά το πέρας αυτής, όσον αφορά τις εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες περιήλθαν σε γνώση τους κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η διοίκηση και το λοιπό προσωπικό υπόκεινται σε κανόνες που εγγυώνται ότι μπορούν να εκτελούν τα καθήκοντά τους με αντικειμενικό, αμερόληπτο και ανεξάρτητο τρόπο, ιδίως όσον αφορά τον διορισμό, την απόλυση, τις αποδοχές και τις προοπτικές σταδιοδρομίας τους.

Τμήμα 2

Εξουσίες των συντονιστικών αρχών

Άρθρο 27

Εξουσίες έρευνας

1.Όπου απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι συντονιστικές αρχές διαθέτουν τις ακόλουθες εξουσίες έρευνας όσον αφορά τους παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία του κράτους μέλους που τις έχει ορίσει:

α)την εξουσία να απαιτούν από τους εν λόγω παρόχους, καθώς και από κάθε άλλο πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς που σχετίζονται με την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική τους δραστηριότητα και το οποίο μπορεί ευλόγως να γνωρίζει πληροφορίες σχετικά με εικαζόμενη παράβαση του παρόντος κανονισμού, να παρέχουν τις πληροφορίες αυτές εντός εύλογου χρονικού διαστήματος·

β)την εξουσία να διενεργούν επιτόπιες επιθεωρήσεις οποιωνδήποτε εγκαταστάσεων που χρησιμοποιούν οι εν λόγω πάροχοι ή τα άλλα πρόσωπα που αναφέρονται στο στοιχείο α) για σκοπούς που αφορούν τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές τους δραστηριότητες, ή να ζητούν από άλλες δημόσιες αρχές τη διενέργειά τους, προκειμένου να εξετάσουν, να κατάσχουν, να λάβουν ή να αποκτήσουν αντίγραφα πληροφοριών σχετικών με εικαζόμενη παράβαση του παρόντος κανονισμού σε οποιαδήποτε μορφή, ανεξάρτητα από το μέσο αποθήκευσης·

γ)την εξουσία να ζητούν από οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού ή εκπρόσωπο των εν λόγω παρόχων ή των άλλων προσώπων που προβλέπονται στο στοιχείο α) εξηγήσεις για κάθε πληροφορία σχετικά με εικαζόμενη παράβαση του παρόντος κανονισμού και να καταγράφουν τις απαντήσεις·

δ)την εξουσία να ζητούν πληροφορίες, μεταξύ άλλων για να αξιολογούν κατά πόσον τα μέτρα που λαμβάνονται για την εκτέλεση εντολής εντοπισμού, εντολής αφαίρεσης ή εντολής αποκλεισμού συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού.

2.Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν στις συντονιστικές αρχές πρόσθετες εξουσίες έρευνας.

Άρθρο 28

Εξουσίες επιβολής

1.Όπου απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι συντονιστικές αρχές διαθέτουν τις ακόλουθες εξουσίες επιβολής όσον αφορά τους παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία του κράτους μέλους που τις έχει ορίσει:

α)την εξουσία να αποδέχονται τις δεσμεύσεις που παρέχουν οι εν λόγω πάροχοι σε σχέση με τη συμμόρφωσή τους με τον παρόντα κανονισμό και να καθιστούν τις δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές·

β)την εξουσία να διατάσσουν την παύση των παραβάσεων του παρόντος κανονισμού και να επιβάλλουν, κατά περίπτωση, διορθωτικά μέτρα αναλογικά με την παράβαση και αναγκαία για την παύση της παράβασης·

γ)την εξουσία να επιβάλλουν πρόστιμα ή να ζητούν από δικαστική αρχή στο κράτος μέλος τους να το πράξει, σύμφωνα με το άρθρο 35 για παραβάσεις του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένης της μη συμμόρφωσης με οποιαδήποτε από τις εντολές που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 27 και του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου·

δ)την εξουσία να επιβάλλουν περιοδική χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 35, ώστε να διασφαλίζεται ότι παύει η παράβαση του παρόντος κανονισμού σε συμμόρφωση με εντολή που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το στοιχείο β) της παρούσας παραγράφου ή για μη συμμόρφωση με οποιαδήποτε από τις εντολές που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 27 και του στοιχείου β) της παρούσας παραγράφου·

ε)την εξουσία να θεσπίζουν προσωρινά μέτρα για την αποφυγή κινδύνου σοβαρής βλάβης.

2.Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν στις συντονιστικές αρχές πρόσθετες εξουσίες επιβολής.

3.Όσον αφορά την παράγραφο 1 στοιχεία γ) και δ), οι συντονιστικές αρχές διαθέτουν τις εξουσίες επιβολής που ορίζονται στα εν λόγω στοιχεία και έναντι των άλλων προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 27, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με οποιαδήποτε από τις εντολές που τους έχουν εκδοθεί δυνάμει του εν λόγω άρθρου.

4.Ασκούν τις εν λόγω εξουσίες επιβολής μόνον αφού έχουν παράσχει εγκαίρως στα εν λόγω άλλα πρόσωπα όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τις εντολές αυτές, συμπεριλαμβανομένων της εφαρμοστέας χρονικής περιόδου, των προστίμων ή των περιοδικών χρηματικών ποινών που ενδέχεται να επιβληθούν λόγω μη συμμόρφωσης, και των δυνατοτήτων προσφυγής.

Άρθρο 29

Πρόσθετες εξουσίες επιβολής

1.Όπου απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, οι συντονιστικές αρχές διαθέτουν τις πρόσθετες εξουσίες επιβολής που προβλέπονται στην παράγραφο 2 όσον αφορά τους παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία του κράτους μέλους που τις έχει ορίσει, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)έχουν εξαντληθεί όλες οι άλλες εξουσίες δυνάμει των άρθρων 27 και 28 για την παύση παράβασης του παρόντος κανονισμού·

β)η παράβαση εξακολουθεί·

γ)η παράβαση προκαλεί σοβαρή βλάβη η οποία δεν μπορεί να αποφευχθεί με την άσκηση άλλων εξουσιών που προβλέπονται από το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο.

2.Οι συντονιστικές αρχές διαθέτουν τις πρόσθετες εξουσίες επιβολής να λαμβάνουν τα ακόλουθα μέτρα:

α)να απαιτούν από το διοικητικό όργανο των παρόχων να εξετάσει την κατάσταση εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και:

i)να εγκρίνει και να υποβάλει σχέδιο δράσης στο οποίο καθορίζονται τα αναγκαία μέτρα για την παύση της παράβασης·

ii)να διασφαλίσει ότι ο πάροχος λαμβάνει τα εν λόγω μέτρα·

iii)να υποβάλει έκθεση σχετικά με τα ληφθέντα μέτρα·

β)να ζητούν από την αρμόδια δικαστική αρχή ή την ανεξάρτητη διοικητική αρχή του κράτους μέλους που όρισε τη συντονιστική αρχή να διατάξει τον προσωρινό περιορισμό της πρόσβασης των χρηστών στην υπηρεσία την οποία αφορά η παράβαση ή, όταν αυτό δεν είναι τεχνικά εφικτό, στη διαδικτυακή διεπαφή του παρόχου στην οποία πραγματοποιείται η παράβαση, όταν η συντονιστική αρχή κρίνει ότι:

i)ο πάροχος δεν έχει συμμορφωθεί επαρκώς με τις απαιτήσεις του στοιχείου α)·

ii)η παράβαση συνεχίζεται και προκαλεί σοβαρή βλάβη·

iii)η παράβαση έχει ως αποτέλεσμα την τακτική και διαρθρωτική διευκόλυνση των αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

3.Η συντονιστική αρχή, πριν υποβάλει το αίτημα που προβλέπεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β), καλεί τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που ορίζεται από την οικεία συντονιστική αρχή γραπτές παρατηρήσεις σχετικά με την πρόθεσή της να υποβάλει το εν λόγω αίτημα. Το χρονικό αυτό διάστημα δεν είναι μικρότερο από δύο εβδομάδες.

Η πρόσκληση για υποβολή γραπτών παρατηρήσεων:

α)περιγράφει τα μέτρα που προτίθεται να ζητήσει·

β)προσδιορίζει τον σκοπούμενο αποδέκτη ή αποδέκτες.

Ο πάροχος, ο σκοπούμενος αποδέκτης ή αποδέκτες και κάθε άλλος τρίτος που διαθέτει αποδεδειγμένο έννομο συμφέρον έχει δικαίωμα να συμμετέχει στη διαδικασία σχετικά με το αίτημα.

4.Κάθε μέτρο που διατάσσεται κατόπιν αιτήματος που προβλέπεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β) είναι ανάλογο προς τη φύση, τη σοβαρότητα, την επανάληψη και τη διάρκεια της παράβασης, χωρίς να περιορίζει αδικαιολόγητα την πρόσβαση των χρηστών της οικείας υπηρεσίας σε νόμιμες πληροφορίες.

Ο προσωρινός περιορισμός ισχύει για περίοδο τεσσάρων εβδομάδων, με την επιφύλαξη της δυνατότητας της αρμόδιας δικαστικής αρχής να επιτρέψει, με την εντολή της, στη συντονιστική αρχή να παρατείνει την εν λόγω περίοδο για περαιτέρω περιόδους ίδιας διάρκειας, με την επιφύλαξη μέγιστου αριθμού παρατάσεων τον οποίο ορίζει η εν λόγω δικαστική αρχή.

Η συντονιστική αρχή παρατείνει την περίοδο μόνο όταν κρίνει ότι πληρούνται και οι δύο ακόλουθες προϋποθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα όλων των μερών που θίγονται από τον περιορισμό και όλα τα σχετικά πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πληροφοριών που μπορεί να της παράσχει ο πάροχος, ο αποδέκτης ή οι αποδέκτες και κάθε άλλος τρίτος που διαθέτει αποδεδειγμένο έννομο συμφέρον:

α)ο πάροχος δεν έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα για την παύση της παράβασης·

β)ο προσωρινός περιορισμός δεν περιορίζει αδικαιολόγητα την πρόσβαση των χρηστών της υπηρεσίας σε νόμιμες πληροφορίες, λαμβανομένου υπόψη του αριθμού των χρηστών που θίγονται και κατά πόσον υπάρχουν επαρκείς και εύκολα προσβάσιμες εναλλακτικές.

Όταν η συντονιστική αρχή θεωρεί ότι πληρούνται οι δύο αυτές προϋποθέσεις, αλλά δεν μπορεί να παρατείνει περαιτέρω την περίοδο σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο, υποβάλλει στην αρμόδια δικαστική αρχή νέο αίτημα, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 2 στοιχείο β).

Άρθρο 30

Κοινές διατάξεις σχετικά με τις εξουσίες έρευνας και επιβολής

1.Τα μέτρα που λαμβάνονται από τις συντονιστικές αρχές κατά την άσκηση των εξουσιών έρευνας και επιβολής που προβλέπονται στα άρθρα 27, 28 και 29 είναι αποτελεσματικά, αποτρεπτικά και αναλογικά, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της φύσης, της σοβαρότητας, της επανάληψης και της διάρκειας της παράβασης του παρόντος κανονισμού ή της εικαζόμενης παράβασης στην οποία αναφέρονται τα εν λόγω μέτρα, καθώς και της οικονομικής, τεχνικής και επιχειρησιακής ικανότητας του οικείου παρόχου σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, κατά περίπτωση.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε άσκηση των εξουσιών έρευνας και επιβολής που προβλέπονται στα άρθρα 27, 28 και 29 υπόκειται σε επαρκείς διασφαλίσεις που ορίζονται στο εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο για τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων όλων των θιγόμενων μερών. Ειδικότερα, τα μέτρα αυτά λαμβάνονται μόνο σύμφωνα με το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και των δικαιωμάτων υπεράσπισης, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων ακρόασης και πρόσβασης στον φάκελο, και με την επιφύλαξη του δικαιώματος πραγματικής δικαστικής προσφυγής όλων των θιγόμενων μερών.

Άρθρο 31

Αναζητήσεις για την επαλήθευση της συμμόρφωσης

Οι συντονιστικές αρχές έχουν την εξουσία να πραγματοποιούν αναζητήσεις σε προσβάσιμο στο κοινό υλικό σε υπηρεσίες φιλοξενίας για τον εντοπισμό της διάδοσης γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, χρησιμοποιώντας τους δείκτες που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων που προβλέπονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), όπου απαιτείται, προκειμένου να επαληθεύουν κατά πόσον οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία του κράτους μέλους που όρισε τις συντονιστικές αρχές συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 32

Κοινοποίηση γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών

Οι συντονιστικές αρχές έχουν την εξουσία να ενημερώνουν τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία του κράτους μέλους που τις έχει ορίσει σχετικά με την παρουσία στην υπηρεσία τους ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και να ζητούν από τους παρόχους να εξετάσουν, σε εθελοντική βάση, την αφαίρεση ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης στο εν λόγω στοιχείο ή στα εν λόγω στοιχεία.

Στο αίτημα αναφέρονται σαφώς τα στοιχεία ταυτοποίησης της συντονιστικής αρχής που υποβάλλει το αίτημα και οι πληροφορίες σχετικά με το σημείο επαφής της που προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 5, οι απαραίτητες πληροφορίες για την ταυτοποίηση του στοιχείου ή των στοιχείων γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, καθώς και οι λόγοι υποβολής του αιτήματος. Στο αίτημα αναφέρεται επίσης σαφώς ότι εξετάζεται από τον πάροχο σε εθελοντική βάση.

Τμήμα 3

Άλλες διατάξεις σχετικά με την επιβολή

Άρθρο 33

Δικαιοδοσία

1.Δικαιοδοσία για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού έχει το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η κύρια εγκατάσταση του παρόχου σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

2.Πάροχος σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που δεν έχει εγκατάσταση στην Ένωση θεωρείται ότι υπάγεται στη δικαιοδοσία του κράτους μέλους που διαμένει ή είναι εγκατεστημένος ο νόμιμος εκπρόσωπός του.

Όταν ένας πάροχος δεν έχει ορίσει νόμιμο εκπρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 24, όλα τα κράτη μέλη έχουν δικαιοδοσία. Όταν ένα κράτος μέλος αποφασίζει να ασκήσει δικαιοδοσία δυνάμει του παρόντος εδαφίου, ενημερώνει όλα τα άλλα κράτη μέλη και διασφαλίζει την τήρηση της αρχής ne bis in idem.

Άρθρο 34

Δικαίωμα των χρηστών της υπηρεσίας να υποβάλουν καταγγελία

1.Οι χρήστες έχουν το δικαίωμα να υποβάλουν στην συντονιστική αρχή που ορίζεται από το κράτος μέλος στο οποίο διαμένει ή είναι εγκατεστημένος ο χρήστης καταγγελία κατά παρόχων σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας για παράβαση του παρόντος κανονισμού η οποία τους θίγει.

2.Οι συντονιστικές αρχές παρέχουν φιλικούς προς τα παιδιά μηχανισμούς για την υποβολή καταγγελίας δυνάμει του παρόντος άρθρου και υιοθετούν προσέγγιση με γνώμονα τα παιδιά κατά τη διεκπεραίωση καταγγελιών που υποβάλλονται από παιδιά, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη την ηλικία, την ωριμότητα, τις απόψεις, τις ανάγκες και τις ανησυχίες του παιδιού.

3.Η συντονιστική αρχή που λαμβάνει την καταγγελία αξιολογεί την καταγγελία και, κατά περίπτωση, τη διαβιβάζει στη συντονιστική αρχή εγκατάστασης.

Εάν η καταγγελία εμπίπτει στην αρμοδιότητα άλλης αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που όρισε τη συντονιστική αρχή που λαμβάνει την καταγγελία, η εν λόγω συντονιστική αρχή τη διαβιβάζει στην εν λόγω άλλη αρμόδια αρχή.

Άρθρο 35

Κυρώσεις

1.Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των υποχρεώσεων δυνάμει των κεφαλαίων ΙΙ και V του παρόντος κανονισμού από παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους, και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους.

Οι κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν τους εν λόγω κανόνες και τα εν λόγω μέτρα στην Επιτροπή έως την [ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού] και την ενημερώνουν αμελλητί σχετικά με κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

2.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το μέγιστο ποσό των κυρώσεων που επιβάλλονται για παράβαση του παρόντος κανονισμού δεν υπερβαίνει το 6 % του ετήσιου εισοδήματος ή του συνολικού κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους του παρόχου.

3.Οι κυρώσεις για την παροχή ανακριβών, ελλιπών ή παραπλανητικών πληροφοριών, τη μη απάντηση ή τη μη διόρθωση ανακριβών, ελλιπών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή τη μη υποβολή σε επιτόπιο έλεγχο δεν υπερβαίνουν το 1 % του ετήσιου εισοδήματος ή του συνολικού κύκλου εργασιών του προηγούμενου οικονομικού έτους του παρόχου ή του άλλου προσώπου που προβλέπεται στο άρθρο 27.

4.Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε το μέγιστο ποσό περιοδικής χρηματικής ποινής να μην υπερβαίνει το 5 % του μέσου ημερήσιου συνολικού κύκλου εργασιών του παρόχου ή του άλλου προσώπου που προβλέπεται στο άρθρο 27 κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος ανά ημέρα, υπολογιζόμενο από την ημερομηνία που ορίζεται στη σχετική απόφαση.

5.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με την επιβολή κύρωσης και κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου της κύρωσης, λαμβάνονται υπόψη όλες οι σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων:

α)της φύσης, της βαρύτητας και της διάρκειας της παράβασης·

β)του αν η παράβαση έγινε εκ προθέσεως ή εξ αμελείας·

γ)τυχόν προηγούμενων παραβάσεων του παρόχου ή του άλλου προσώπου·

δ)της οικονομικής ευρωστίας του παρόχου ή του άλλου προσώπου·

ε)του βαθμού συνεργασίας του παρόχου ή του άλλου προσώπου·

στ)της φύσης και του μεγέθους του παρόχου ή του άλλου προσώπου, ιδίως εάν πρόκειται για πολύ μικρή, μικρή ή μεσαία επιχείρηση·

ζ)του βαθμού υπαιτιότητας του παρόχου ή άλλου προσώπου, λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών και οργανωτικών μέτρων που έλαβε για να συμμορφωθεί με τον παρόντα κανονισμό.

Τμήμα 4

Συνεργασία

Άρθρο 36 

Εντοπισμός της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και σχετική υποβολή 

1.Οι συντονιστικές αρχές υποβάλλουν στο Κέντρο της ΕΕ, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και μέσω του συστήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2:

α)συγκεκριμένα στοιχεία υλικού και απομαγνητοφώνηση συνομιλιών που οι συντονιστικές αρχές ή οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ή άλλες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές κράτους μέλους έχουν προσδιορίσει, μετά από επιμελή αξιολόγηση, ότι συνιστούν υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή άγρα παιδιών, κατά περίπτωση, ώστε το Κέντρο της ΕΕ να παραγάγει δείκτες σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3·

β)τους ακριβείς ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων (URL) που υποδεικνύουν συγκεκριμένα στοιχεία υλικού τα οποία οι συντονιστικές αρχές ή οι αρμόδιες δικαστικές αρχές ή άλλες ανεξάρτητες διοικητικές αρχές κράτους μέλους έχουν προσδιορίσει, μετά από επιμελή αξιολόγηση, ότι συνιστούν υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, το οποίο φιλοξενείται από παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας που δεν προσφέρουν υπηρεσίες στην Ένωση, τα οποία δεν μπορούν να αφαιρεθούν λόγω της άρνησης των εν λόγω παρόχων να τα αφαιρέσουν ή να απενεργοποιήσουν την πρόσβαση σ’ αυτά και της έλλειψης συνεργασίας από τις αρμόδιες αρχές της τρίτης χώρας που έχει δικαιοδοσία, προκειμένου το Κέντρο της ΕΕ να καταρτίσει τον κατάλογο ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3.

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίσουν ότι οι συντονιστικές αρχές που όρισαν λαμβάνουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, το υλικό που προσδιορίζεται ως υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, τις απομαγνητοφωνήσεις των συνομιλιών που προσδιορίζονται ως άγρα παιδιών, και τους ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων, που εντοπίζονται από αρμόδια δικαστική αρχή ή άλλη ανεξάρτητη διοικητική αρχή πλην της συντονιστικής αρχής, προς υποβολή στο Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο.

2.Κατόπιν αιτήματος του Κέντρου της ΕΕ όταν είναι αναγκαίο να διασφαλίζεται ότι τα δεδομένα που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων που προβλέπονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 είναι πλήρη, ακριβή και επικαιροποιημένα, οι συντονιστικές αρχές επαληθεύουν ή παρέχουν διευκρινίσεις ή πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με το κατά πόσον πληρούνται και, κατά περίπτωση, εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1 στοιχεία α) και β), όσον αφορά συγκεκριμένη υποβολή στο Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο.

3.Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν οι αρχές επιβολής του νόμου λαμβάνουν αναφορά σχετικά με τη διάδοση νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή σχετικά με την άγρα παιδιών, η οποία τους διαβιβάζεται από το Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 3, διενεργείται επιμελής αξιολόγηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 και, εάν διαπιστωθεί ότι το υλικό ή η συνομιλία συνιστά υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή άγρα παιδιών, η συντονιστική αρχή υποβάλλει το υλικό στο Κέντρο της ΕΕ, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, εντός ενός μηνός από την ημερομηνία παραλαβής της αναφοράς ή, εάν η αξιολόγηση είναι ιδιαίτερα περίπλοκη, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία αυτή.

4.Διασφαλίζουν επίσης ότι, όταν από την επιμελή αξιολόγηση προκύπτει ότι το υλικό δεν συνιστά υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή άγρα παιδιών, η συντονιστική αρχή ενημερώνεται για το αποτέλεσμα αυτό και στη συνέχεια ενημερώνει σχετικά το Κέντρο της ΕΕ, εντός των προθεσμιών που ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.

Άρθρο 37

Διασυνοριακή συνεργασία μεταξύ των συντονιστικών αρχών

1.Όταν μια συντονιστική αρχή που δεν είναι η συντονιστική αρχή εγκατάστασης έχει λόγους να εικάζει ότι πάροχος σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας παρέβη τον παρόντα κανονισμό, ζητεί από τη συντονιστική αρχή εγκατάστασης να αξιολογήσει το θέμα και να λάβει τα αναγκαία μέτρα έρευνας και επιβολής για την εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό.

Όταν η Επιτροπή έχει λόγους να εικάζει ότι πάροχος σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας παρέβη τον παρόντα κανονισμό κατά τρόπο που εμπλέκει τουλάχιστον τρία κράτη μέλη, μπορεί να προτείνει να αξιολογήσει το ζήτημα η συντονιστική αρχή εγκατάστασης και να λάβει τα αναγκαία μέτρα έρευνας και επιβολής για τη εξασφάλιση της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό.

2.Στο αίτημα ή στη σύσταση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 αναφέρονται τουλάχιστον τα εξής:

α)το σημείο επαφής του παρόχου, όπως ορίζεται στο άρθρο 23·

β)περιγραφή των σχετικών γεγονότων, των σχετικών διατάξεων του παρόντος κανονισμού και των λόγων για τους οποίους η συντονιστική αρχή που έστειλε το αίτημα ή η Επιτροπή εικάζει ότι ο πάροχος παρέβη τον παρόντα κανονισμό·

γ)κάθε άλλη πληροφορία την οποία η συντονιστική αρχή που απέστειλε το αίτημα ή η Επιτροπή θεωρεί χρήσιμη, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν με δική της πρωτοβουλία και των προτάσεων για τη λήψη ειδικών μέτρων έρευνας ή επιβολής.

3.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης αξιολογεί την εικαζόμενη παράβαση, λαμβάνοντας ιδιαιτέρως υπόψη το αίτημα ή τη σύσταση που προβλέπεται στην παράγραφο 1.

Εάν κρίνει ότι διαθέτει ανεπαρκείς πληροφορίες για να αξιολογήσει την εικαζόμενη παράβαση ή για να ενεργήσει κατόπιν του αιτήματος ή της σύστασης, και έχει λόγους να θεωρεί ότι η συντονιστική αρχή που απέστειλε το αίτημα ή η Επιτροπή θα μπορούσε να παράσχει πρόσθετες πληροφορίες, μπορεί να ζητήσει τις εν λόγω πληροφορίες. Η προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 4 αναστέλλεται έως ότου παρασχεθούν οι εν λόγω πρόσθετες πληροφορίες.

4.Η συντονιστική αρχή εγκατάστασης κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και σε κάθε περίπτωση το αργότερο εντός δύο μηνών από την παραλαβή του αιτήματος ή της σύστασης που προβλέπεται στην παράγραφο 1, στη συντονιστική αρχή που απέστειλε το αίτημα ή στην Επιτροπή το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της εικαζόμενης παράβασης ή της αξιολόγησης οποιασδήποτε άλλης αρμόδιας αρχής σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο όπου αρμόζει, και, κατά περίπτωση, επεξήγηση των μέτρων έρευνας ή επιβολής που έχουν ληφθεί ή προβλέπεται να ληφθούν σε σχέση με την παράβαση για να εξασφαλιστεί η συμμόρφωση με τον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 38

Κοινές έρευνες 

1.Οι συντονιστικές αρχές μπορούν να συμμετέχουν σε κοινές έρευνες, οι οποίες μπορούν να συντονίζονται με την υποστήριξη του Κέντρου της ΕΕ, για θέματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, σχετικά με παρόχους σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε διάφορα κράτη μέλη.

Οι εν λόγω κοινές έρευνες δεν θίγουν τα καθήκοντα και τις εξουσίες των συμμετεχουσών συντονιστικών αρχών και τις εφαρμοστέες απαιτήσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

2.Οι συμμετέχουσες συντονιστικές αρχές θέτουν τα αποτελέσματα των κοινών ερευνών στη διάθεση άλλων συντονιστικών αρχών, της Επιτροπής και του Κέντρου της ΕΕ, μέσω του συστήματος που θεσπίζεται σύμφωνα με το άρθρο 39 παράγραφος 2, για την εκπλήρωση των αντίστοιχων καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 39

Γενικό σύστημα συνεργασίας και ανταλλαγής πληροφοριών

1.Οι συντονιστικές αρχές συνεργάζονται μεταξύ τους, με οποιεσδήποτε άλλες αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους που όρισε τη συντονιστική αρχή, με την Επιτροπή, το Κέντρο της ΕΕ και άλλους σχετικούς οργανισμούς της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπόλ, για να διευκολύνουν την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και να διασφαλίσουν την αποτελεσματική, αποδοτική και συνεπή εφαρμογή και επιβολή του.

2.Το Κέντρο της ΕΕ δημιουργεί και διατηρεί ένα ή περισσότερα αξιόπιστα και ασφαλή συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών που υποστηρίζουν την επικοινωνία μεταξύ των συντονιστικών αρχών, της Επιτροπής, του Κέντρου της ΕΕ, άλλων σχετικών οργανισμών της Ένωσης και παρόχων σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.

3.Οι συντονιστικές αρχές, η Επιτροπή, το Κέντρο της ΕΕ, άλλοι σχετικοί οργανισμοί της Ένωσης και οι πάροχοι σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας χρησιμοποιούν τα συστήματα ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 για όλες τις σχετικές επικοινωνίες δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν τις πρακτικές και επιχειρησιακές ρυθμίσεις για τη λειτουργία των συστημάτων ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και τη διαλειτουργικότητά τους με άλλα συναφή συστήματα. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη συμβουλευτική διαδικασία στην οποία παραπέμπει το άρθρο 87.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV

ΚΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΕΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ

Τμήμα 1

Αρχές

Άρθρο 40

Σύσταση και πεδίο δράσης του Κέντρου της ΕΕ

1.Ιδρύεται οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, το Κέντρο της ΕΕ κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

2.Το Κέντρο της ΕΕ συμβάλλει στην επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού υποστηρίζοντας και διευκολύνοντας την εφαρμογή των διατάξεών του σχετικά με τον εντοπισμό, την καταγγελία, την αφαίρεση ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης, καθώς και τον αποκλεισμό της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, και τη συλλογή και ανταλλαγή πληροφοριών και εμπειρογνωσίας, και διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των σχετικών δημόσιων και ιδιωτικών φορέων σε σχέση με την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ιδίως στο διαδίκτυο.

Άρθρο 41

Νομικό καθεστώς

1.Το Κέντρο της ΕΕ αποτελεί όργανο της Ένωσης με νομική προσωπικότητα.

2.Το Κέντρο της ΕΕ έχει σε κάθε κράτος μέλος την ευρύτερη δυνατή νομική ικανότητα που αναγνωρίζεται από τις εθνικές νομοθεσίες στα νομικά πρόσωπα. Δύναται ιδίως να αποκτά και να διαθέτει κινητή και ακίνητη περιουσία και να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίου.

3.Το Κέντρο της ΕΕ εκπροσωπείται από τον εκτελεστικό διευθυντή του.

Άρθρο 42

Έδρα

Η έδρα του Κέντρου της ΕΕ είναι η Χάγη στις Κάτω Χώρες. 

Τμήμα 2

Καθήκοντα

Άρθρο 43

Καθήκοντα του Κέντρου της ΕΕ

Το Κέντρο της ΕΕ:

1)διευκολύνει τη διαδικασία εκτίμησης κινδύνου που προβλέπεται στο τμήμα 1 του κεφαλαίου II:

α)με την υποστήριξη της Επιτροπής κατά την εκπόνηση των κατευθυντήριων γραμμών που προβλέπονται στο άρθρο 3 παράγραφος 8, στο άρθρο 4 παράγραφος 5, στο άρθρο 6 παράγραφος 4 και στο άρθρο 11, μεταξύ άλλων με τη συλλογή και την παροχή σχετικών πληροφοριών, εμπειρογνωσίας και βέλτιστων πρακτικών, λαμβάνοντας υπόψη τις συμβουλές της επιτροπής τεχνολογίας που προβλέπεται στο άρθρο 66·

β)κατόπιν αιτήματος παρόχου σχετικών υπηρεσιών πληροφοριών, παρέχοντας ανάλυση ανωνυμοποιημένων δειγμάτων δεδομένων για τον σκοπό που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 3·

2)διευκολύνει τη διαδικασία εντοπισμού που προβλέπεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου II:

α)με την παροχή γνώμης σχετικά με σκοπούμενες εντολές εντοπισμού που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ)·

β)με τη διατήρηση και τη λειτουργία των βάσεων δεδομένων δεικτών που προβλέπονται στο άρθρο 44·

γ)παρέχοντας στους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας και στους παρόχους υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών που έλαβαν εντολή εντοπισμού πρόσβαση στις σχετικές βάσεις δεδομένων δεικτών σύμφωνα με το άρθρο 46·

δ)με τη διάθεση τεχνολογιών σε παρόχους για την εκτέλεση εντολών εντοπισμού που τους έχουν εκδοθεί, σύμφωνα με το άρθρο 50 παράγραφος 1·

3)διευκολύνει τη διαδικασία υποβολής αναφορών που προβλέπεται στο τμήμα 3 του κεφαλαίου II:

α)με τη διατήρηση και τη λειτουργία των βάσεων δεδομένων αναφορών που προβλέπονται στο άρθρο 45·

β)με την αξιολόγηση, την επεξεργασία και, όπου απαιτείται, τη διαβίβαση των εκθέσεων και την παροχή σχετικής ανατροφοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 48·

4)διευκολύνει τη διαδικασία αφαίρεσης που προβλέπεται στο τμήμα 4 του κεφαλαίου ΙΙ και τις άλλες διεργασίες που προβλέπονται στα τμήματα 5 και 6 του εν λόγω κεφαλαίου:

α)με την παραλαβή των εντολών αφαίρεσης που του διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 4, προκειμένου να εκπληρώσει τη λειτουργία επαλήθευσης που προβλέπεται στο άρθρο 49 παράγραφος 1·

β)συνεργαζόμενο με τις συντονιστικές αρχές και ανταποκρινόμενο σ’ αυτές σε σχέση με σκοπούμενες εντολές αποκλεισμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2·

γ)με τη λήψη και επεξεργασία των εντολών αποκλεισμού που του διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3·

δ)με την παροχή ενημέρωσης και υποστήριξης στα θύματα σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21·

ε)με την τήρηση επικαιροποιημένων αρχείων των σημείων επαφής και των νόμιμων εκπροσώπων των παρόχων σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως προβλέπονται σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 και το άρθρο 24 παράγραφος 6·

5)υποστηρίζει τις συντονιστικές αρχές και την Επιτροπή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού και διευκολύνει τη συνεργασία, τον συντονισμό και την επικοινωνία σε θέματα που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό:

α)με τη δημιουργία και την τήρηση ηλεκτρονικού μητρώου στο οποίο καταχωρίζονται οι συντονιστικές αρχές και τα σημεία επαφής τους που προβλέπονται στο άρθρο 25 παράγραφος 6·

β)με την παροχή συνδρομής στις συντονιστικές αρχές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 7·

γ)επικουρώντας την Επιτροπή, κατόπιν αιτήματός της, σε σχέση με τα καθήκοντά της στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 37·

δ)με τη δημιουργία, τη διατήρηση και τη λειτουργία του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 39·

ε)επικουρώντας την Επιτροπή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση και εκτελεστικών πράξεων και των κατευθυντήριων γραμμών που εκδίδει η Επιτροπή δυνάμει του παρόντος κανονισμού·

στ)με την παροχή πληροφοριών στις συντονιστικές αρχές, κατόπιν αιτήματός τους ή με δική του πρωτοβουλία, σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού, μεταξύ άλλων ενημερώνοντας τη συντονιστική αρχή για τη διαπίστωση πιθανών παραβάσεων που εντοπίζονται κατά την εκτέλεση των άλλων καθηκόντων του Κέντρου της ΕΕ·

6)διευκολύνει την παραγωγή και ανταλλαγή γνώσεων με άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, τις συντονιστικές αρχές ή άλλες αρμόδιες αρχές των κρατών μελών, ώστε να συμβάλει στην επίτευξη του στόχου του παρόντος κανονισμού:

α)με τη συλλογή, καταγραφή, ανάλυση και παροχή πληροφοριών, την παροχή ανάλυσης με βάση τη συλλογή ανωνυμοποιημένων και μη προσωπικών δεδομένων και την παροχή εμπειρογνωσίας σε θέματα που αφορούν την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, σύμφωνα με το άρθρο 51·

β)με τη στήριξη της ανάπτυξης και της διάδοσης έρευνας και εμπειρογνωσίας σχετικά με τα εν λόγω θέματα και την παροχή βοήθειας στα θύματα, μεταξύ άλλων λειτουργώντας ως κόμβος εμπειρογνωσίας για την υποστήριξη τεκμηριωμένης χάραξης πολιτικής·

γ)με την κατάρτιση της ετήσιας έκθεσης που προβλέπεται στο άρθρο 84.

Άρθρο 44

Βάσεις δεδομένων δεικτών

1.Το Κέντρο της ΕΕ δημιουργεί, διατηρεί και διαχειρίζεται βάσεις δεδομένων με τους ακόλουθους τρεις τύπους δεικτών διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών:

α)δείκτες για τον εντοπισμό της διάδοσης υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που είχε προηγουμένως εντοπιστεί και προσδιοριστεί ως υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1·

β)δείκτες για τον εντοπισμό της διάδοσης υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που δεν είχε προηγουμένως εντοπιστεί και προσδιοριστεί ως υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1·

γ)δείκτες για τον εντοπισμό της άγρας παιδιών.

2.Οι βάσεις δεδομένων δεικτών περιέχουν αποκλειστικά:

α)σχετικούς δείκτες, αποτελούμενους από ψηφιακά αναγνωριστικά στοιχεία που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον εντοπισμό της διάδοσης γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή της άγρας παιδιών, κατά περίπτωση, για υπηρεσίες φιλοξενίας και υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών, οι οποίοι παράγονται από το Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με την παράγραφο 3·

β)όσον αφορά την παράγραφο 1 στοιχείο α), οι σχετικοί δείκτες περιλαμβάνουν κατάλογο ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων (URL) που καταρτίζει το Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με την παράγραφο 3·

γ)τις απαραίτητες πρόσθετες πληροφορίες για τη διευκόλυνση της χρήσης των δεικτών σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, συμπεριλαμβανομένων των αναγνωριστικών που επιτρέπουν τη διάκριση μεταξύ εικόνων, βίντεο και, κατά περίπτωση, άλλων ειδών υλικού για τον εντοπισμό της διάδοσης γνωστού και νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, και αναγνωριστικών γλώσσας για τον εντοπισμό της άγρας παιδιών.

3.Το Κέντρο της ΕΕ δημιουργεί τους δείκτες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχείο α), αποκλειστικά με βάση το υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και την άγρα παιδιών που προσδιορίζονται ως τέτοια από τις συντονιστικές αρχές ή τα δικαστήρια ή άλλες ανεξάρτητες αρχές των κρατών μελών, που του υποβάλλονται από τις συντονιστικές αρχές σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο α).

Το Κέντρο της ΕΕ καταρτίζει τον κατάλογο των ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων που προβλέπονται στην παράγραφο 2 στοιχείο β), αποκλειστικά με βάση τους ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων που του υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1 στοιχείο β).

4.Το Κέντρο της ΕΕ τηρεί αρχεία των υποβαλλόμενων στοιχείων και της διαδικασίας που εφαρμόζεται για τη δημιουργία των δεικτών και καταρτίζει τον κατάλογο που προβλέπεται στο πρώτο και δεύτερο εδάφιο. Τηρεί τα αρχεία αυτά για όσο διάστημα οι δείκτες, συμπεριλαμβανομένων των ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων, στους οποίους αντιστοιχούν περιλαμβάνονται στις βάσεις δεδομένων δεικτών που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

Άρθρο 45

Βάση δεδομένων αναφορών

1.Το Κέντρο της ΕΕ δημιουργεί, διατηρεί και λειτουργεί βάση δεδομένων για τις αναφορές που υποβάλλονται σ’ αυτό από παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας και παρόχους υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1, και αξιολογούνται και υποβάλλονται σε επεξεργασία σύμφωνα με το άρθρο 48.

2.Η βάση δεδομένων αναφορών περιέχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)την αναφορά·

β)εάν το Κέντρο της ΕΕ έκρινε την αναφορά προδήλως αβάσιμη, τους λόγους και την ημερομηνία και ώρα ενημέρωσης του παρόχου σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 2·

γ)εάν το Κέντρο της ΕΕ διαβίβασε την αναφορά σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 3, την ημερομηνία και την ώρα της εν λόγω διαβίβασης και το όνομα της αρμόδιας αρχής ή αρχών επιβολής του νόμου στις οποίες διαβίβασε την αναφορά ή, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τους λόγους διαβίβασης της αναφοράς αποκλειστικά στην Ευρωπόλ για περαιτέρω ανάλυση·

δ)κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τα αιτήματα και την παροχή πρόσθετων πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 48 παράγραφος 5·

ε)εφόσον υπάρχουν, πληροφορίες που υποδεικνύουν ότι ο πάροχος που υπέβαλε αναφορά σχετικά με τη διάδοση γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αφαίρεσε το υλικό ή απενεργοποίησε την πρόσβαση σ’ αυτό·

στ)κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με το αίτημα του Κέντρου της ΕΕ προς τη συντονιστική αρχή εγκατάστασης να εκδώσει εντολή αφαίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 14 σε σχέση με το ή τα στοιχεία υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών τα οποία αφορά η καταγγελία·

ζ)σχετικούς δείκτες και βοηθητικές ετικέτες που συνδέονται με το υλικό πιθανής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για το οποίο υποβλήθηκε αναφορά.

Άρθρο 46

Πρόσβαση, ακρίβεια και ασφάλεια

1.Με την επιφύλαξη των παραγράφων 2 και 3, μόνο το προσωπικό του Κέντρου της ΕΕ και οι δεόντως εξουσιοδοτημένοι από τον εκτελεστικό διευθυντή ελεγκτές έχουν πρόσβαση και δικαίωμα επεξεργασίας των δεδομένων που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων που προβλέπονται στα άρθρα 44 και 45.

2.Το Κέντρο της ΕΕ παρέχει στους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας, στους παρόχους υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών και στους παρόχους υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων δεικτών που προβλέπονται στο άρθρο 44, όταν και στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των εντολών εντοπισμού ή αποκλεισμού που έλαβαν σύμφωνα με τα άρθρα 7 ή 16. Λαμβάνει μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η πρόσβαση αυτή περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο για την περίοδο εφαρμογής των σχετικών εντολών εντοπισμού ή αποκλεισμού και ότι η πρόσβαση αυτή δεν θέτει σε κίνδυνο την ορθή λειτουργία των εν λόγω βάσεων δεδομένων και την ακρίβεια και την ασφάλεια των δεδομένων που περιέχονται σ’ αυτές.

3.Το Κέντρο της ΕΕ παρέχει στις συντονιστικές αρχές πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων δεικτών που προβλέπονται στο άρθρο 44, όταν και στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους δυνάμει του παρόντος κανονισμού.

4.Το Κέντρο της ΕΕ παρέχει στην Ευρωπόλ και στις αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου των κρατών μελών πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων δεικτών που προβλέπονται στο άρθρο 44, όταν και στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους διερεύνησης εικαζόμενων αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

5.Το Κέντρο της ΕΕ παρέχει στην Ευρωπόλ πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων αναφορών που προβλέπονται στο άρθρο 45, όταν και στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους υποστήριξης των ερευνών για εικαζόμενα αδικήματα σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

6.Το Κέντρο της ΕΕ παρέχει την πρόσβαση που αναφέρεται στις παραγράφους 2, 3, 4 και 5 μόνο μετά την παραλαβή αιτήματος, προσδιορίζοντας τον σκοπό του αιτήματος, τις λεπτομέρειες της ζητούμενης πρόσβασης και τον βαθμό πρόσβασης που απαιτείται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Τα αιτήματα πρόσβασης που προβλέπονται στην παράγραφο 2 περιλαμβάνουν επίσης παραπομπή στην εντολή εντοπισμού ή στην εντολή αποκλεισμού, κατά περίπτωση.

Το Κέντρο της ΕΕ αξιολογεί επιμελώς τα εν λόγω αιτήματα και χορηγεί πρόσβαση μόνον εφόσον κρίνει ότι η αιτούμενη πρόσβαση είναι αναγκαία και αναλογική προς τον καθορισμένο σκοπό.

7.Το Κέντρο της ΕΕ επαληθεύει τακτικά ότι τα δεδομένα που περιέχονται στις βάσεις δεδομένων που προβλέπονται στα άρθρα 44 και 45 είναι, από κάθε άποψη, πλήρη, ακριβή και επικαιροποιημένα, και εξακολουθούν να είναι αναγκαία για τους σκοπούς της υποβολής αναφοράς, του εντοπισμού και του αποκλεισμού σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, καθώς και για τη διευκόλυνση και την παρακολούθηση τεχνολογιών και διαδικασιών ακριβούς εντοπισμού. Ειδικότερα, όσον αφορά τους ομοιόμορφους εντοπιστές πόρων που περιέχονται στη βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 στοιχείο α), το Κέντρο της ΕΕ, εφόσον απαιτείται σε συνεργασία με τις συντονιστικές αρχές, επαληθεύει τακτικά ότι εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 36 παράγραφος 1 στοιχείο β). Οι εν λόγω επαληθεύσεις περιλαμβάνουν, κατά περίπτωση, ελέγχους. Εφόσον είναι αναγκαίο υπό το πρίσμα των εν λόγω επαληθεύσεων, συμπληρώνει, προσαρμόζει ή διαγράφει αμέσως τα δεδομένα.

8.Το Κέντρο της ΕΕ διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που προβλέπονται στα άρθρα 44 και 45 αποθηκεύονται με ασφαλή τρόπο και ότι η αποθήκευση υπόκειται σε κατάλληλες τεχνικές και οργανωτικές διασφαλίσεις. Οι εν λόγω διασφαλίσεις εξασφαλίζουν, ιδίως, ότι η επεξεργασία των δεδομένων και η πρόσβαση σ’ αυτά είναι δυνατές μόνο από δεόντως εξουσιοδοτημένα πρόσωπα για τον σκοπό για τον οποίο έχουν εξουσιοδοτηθεί, και ότι επιτυγχάνεται υψηλό επίπεδο ασφάλειας. Το Κέντρο της ΕΕ επανεξετάζει τακτικά τις εν λόγω διασφαλίσεις και τις προσαρμόζει όταν είναι αναγκαίο.

Άρθρο 47

Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σχετικά με τις βάσεις δεδομένων

Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 86, για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τους αναγκαίους λεπτομερείς κανόνες σχετικά με:

α)τα είδη, το ακριβές περιεχόμενο, τη διάρθρωση και τη λειτουργία των βάσεων δεδομένων δεικτών που προβλέπονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένων των δεικτών και των αναγκαίων πρόσθετων πληροφοριών που πρέπει να περιέχονται σ’ αυτές και προβλέπονται στο άρθρο 44 παράγραφος 2·

β)την επεξεργασία των υποβαλλόμενων στοιχείων από τις συντονιστικές αρχές, τη δημιουργία των δεικτών, την κατάρτιση του καταλόγου των ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων και την τήρηση αρχείων, που προβλέπονται στο άρθρο 44 παράγραφος 3·

γ)το ακριβές περιεχόμενο, τη διάρθρωση και τη λειτουργία των βάσεων δεδομένων αναφορών που προβλέπονται στο άρθρο 45 παράγραφος 1·

δ)την πρόσβαση στις βάσεις δεδομένων που προβλέπονται στα άρθρα 44 και 45, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών της πρόσβασης που προβλέπεται στο άρθρο 46 παράγραφοι 1 έως 5, το περιεχόμενο, την επεξεργασία και την αξιολόγηση των αιτημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 46 παράγραφος 6, τα διαδικαστικά θέματα που σχετίζονται με τα εν λόγω αιτήματα και τα αναγκαία μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 46 παράγραφος 6·

ε)τις τακτικές επαληθεύσεις και ελέγχους για να διασφαλίζεται ότι τα δεδομένα που περιέχονται στις εν λόγω βάσεις δεδομένων είναι πλήρη, ακριβή και επικαιροποιημένα, όπως προβλέπεται στο άρθρο 46 παράγραφος 7, και την ασφάλεια της αποθήκευσης των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων των τεχνικών και οργανωτικών διασφαλίσεων και της τακτικής επανεξέτασης που προβλέπονται στο άρθρο 46 παράγραφος 8.

Άρθρο 48

Υποβολή αναφορών

1.Το Κέντρο της ΕΕ αξιολογεί και επεξεργάζεται ταχέως τις αναφορές που υποβάλλουν οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών σύμφωνα με το άρθρο 12, προκειμένου να καθορίσει αν οι αναφορές είναι προδήλως αβάσιμες ή πρέπει να διαβιβαστούν.

2.Όταν το Κέντρο της ΕΕ κρίνει ότι η αναφορά είναι προδήλως αβάσιμη, ενημερώνει τον πάροχο που υπέβαλε την αναφορά, διευκρινίζοντας τους λόγους για τους οποίους θεωρεί την αναφορά αβάσιμη.

3.Όταν το Κέντρο της ΕΕ κρίνει ότι η αναφορά δεν είναι προδήλως αβάσιμη, διαβιβάζει την αναφορά, μαζί με τυχόν πρόσθετες σχετικές πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του, στην Ευρωπόλ και στην αρμόδια αρχή ή αρχές επιβολής του νόμου του κράτους μέλους που ενδέχεται να έχει δικαιοδοσία για τη διερεύνηση ή τη δίωξη της ενδεχόμενης σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών την οποία αφορά η αναφορά.

Όταν η εν λόγω αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου ή οι εν λόγω αρμόδιες αρχές επιβολής του νόμου δεν μπορούν να προσδιοριστούν με επαρκή βεβαιότητα, το Κέντρο της ΕΕ διαβιβάζει την αναφορά, μαζί με τυχόν πρόσθετες σχετικές πληροφορίες που έχει στη διάθεσή του, στην Ευρωπόλ, για περαιτέρω ανάλυση και επακόλουθη παραπομπή από την Ευρωπόλ στην αρμόδια αρχή ή αρχές επιβολής του νόμου.

4.Όταν ο πάροχος που υπέβαλε την αναφορά υποδεικνύει ότι η αναφορά απαιτεί επείγουσα δράση, το Κέντρο της ΕΕ αξιολογεί και επεξεργάζεται την εν λόγω αναφορά κατά προτεραιότητα και, εάν διαβιβάσει την αναφορά σύμφωνα με την παράγραφο 3 και κρίνει ότι η αναφορά απαιτεί επείγουσα δράση, εξασφαλίζει ότι η διαβιβαζόμενη αναφορά φέρει αντίστοιχη επισήμανση.

5.Εάν η αναφορά δεν περιέχει όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται βάσει του άρθρου 13, το Κέντρο της ΕΕ μπορεί να ζητήσει από τον πάροχο που υπέβαλε την αναφορά να παράσχει τις ελλείπουσες πληροφορίες.

6.Εφόσον αυτό ζητηθεί από αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου κράτους μέλους προκειμένου να αποφευχθεί η παρέμβαση σε δραστηριότητες πρόληψης, εντοπισμού, διερεύνησης και δίωξης αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, το Κέντρο της ΕΕ:

α)γνωστοποιεί στον πάροχο που υπέβαλε την αναφορά ότι δεν πρέπει να ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο χρήστη, προσδιορίζοντας το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο πάροχος δεν πρέπει να το πράξει·

β)όταν ο πάροχος που υπέβαλε την αναφορά είναι πάροχος υπηρεσιών φιλοξενίας και η αναφορά αφορά την πιθανή διάδοση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, γνωστοποιεί στον πάροχο ότι δεν πρέπει να αφαιρέσει το υλικό ή να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σ’ αυτό, προσδιορίζοντας το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο πάροχος δεν πρέπει να το πράξει.

7.Τα χρονικά διαστήματα που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο στοιχεία α) και β) είναι εκείνα που καθορίζονται στο αίτημα της αρμόδιας αρχής επιβολής του νόμου προς το Κέντρο της ΕΕ, υπό την προϋπόθεση ότι περιορίζονται στα αναγκαία για την αποφυγή παρεμβάσεων στις σχετικές δραστηριότητες και δεν υπερβαίνουν τους 18 μήνες.

8.Το Κέντρο της ΕΕ επαληθεύει κατά πόσον ένας πάροχος υπηρεσιών φιλοξενίας που υπέβαλε αναφορά σχετικά με την πιθανή διάδοση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αφαίρεσε το υλικό ή απενεργοποίησε την πρόσβαση σ’ αυτό, εφόσον το υλικό είναι προσβάσιμο στο κοινό. Εάν κρίνει ότι ο πάροχος δεν αφαίρεσε το υλικό ή δεν απενεργοποίησε την πρόσβαση σ’ αυτό άμεσα, το Κέντρο της ΕΕ ενημερώνει σχετικά τη συντονιστική αρχή εγκατάστασης.

Άρθρο 49

Αναζητήσεις και κοινοποίηση

1.Το Κέντρο της ΕΕ έχει την εξουσία να διενεργεί αναζητήσεις σε υπηρεσίες φιλοξενίας σχετικά με τη διάδοση προσβάσιμου στο κοινό υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, χρησιμοποιώντας τους σχετικούς δείκτες από τη βάση δεδομένων δεικτών που προβλέπεται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β), στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α)εφόσον ζητηθεί για την υποστήριξη θύματος, επαληθεύοντας αν ο πάροχος υπηρεσιών φιλοξενίας έχει αφαιρέσει ή απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε ένα ή περισσότερα συγκεκριμένα στοιχεία γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που απεικονίζουν το θύμα, σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 4 στοιχείο γ)·

β)εφόσον ζητηθεί για την παροχή συνδρομής σε συντονιστική αρχή, επαληθεύοντας την ενδεχόμενη ανάγκη έκδοσης εντολής εντοπισμού ή εντολής αφαίρεσης όσον αφορά συγκεκριμένη υπηρεσία ή την αποτελεσματικότητα εντολής εντοπισμού ή εντολής αφαίρεσης που εξέδωσε η συντονιστική αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 25 παράγραφος 7 στοιχεία γ) και δ), αντίστοιχα.

2.Το Κέντρο της ΕΕ έχει την εξουσία να ενημερώνει, μετά τη διενέργεια των αναζητήσεων που προβλέπονται στην παράγραφο 1, τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας σχετικά με την παρουσία στην υπηρεσία τους ενός ή περισσότερων συγκεκριμένων στοιχείων γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, και να ζητά από τους παρόχους να εξετάσουν, σε εθελοντική βάση, την αφαίρεση ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης στο εν λόγω στοιχείο ή τα εν λόγω στοιχεία.

Στο αίτημα αναφέρονται σαφώς τα στοιχεία ταυτοποίησης του Κέντρου της ΕΕ και ενός σημείου επαφής, οι απαραίτητες πληροφορίες για τον εντοπισμό του στοιχείου ή των στοιχείων, καθώς και οι λόγοι υποβολής του αιτήματος. Στο αίτημα αναφέρεται επίσης σαφώς ότι αυτό εξετάζεται από τον πάροχο σε εθελοντική βάση.

3.Εφόσον ζητηθεί από αρμόδια αρχή επιβολής του νόμου κράτους μέλους προκειμένου να αποφευχθεί η παρέμβαση σε δραστηριότητες πρόληψης, εντοπισμού, διερεύνησης και δίωξης αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, το Κέντρο της ΕΕ δεν υποβάλλει ειδοποίηση για όσο διάστημα είναι αναγκαίο για την αποφυγή τέτοιας παρέμβασης, το οποίο όμως δεν υπερβαίνει τους 18 μήνες.

Άρθρο 50

Τεχνολογίες, πληροφορίες και εμπειρογνωσία

1.Το Κέντρο της ΕΕ καθιστά διαθέσιμες τεχνολογίες τις οποίες οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας και οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών μπορούν να αποκτήσουν, να εγκαταστήσουν και να θέσουν σε λειτουργία δωρεάν, κατά περίπτωση, υπό εύλογους όρους αδειοδότησης, για την εκτέλεση εντολών εντοπισμού σύμφωνα με το άρθρο 10 παράγραφος 1.

Προς τον σκοπό αυτό, το Κέντρο της ΕΕ καταρτίζει καταλόγους των εν λόγω τεχνολογιών, λαμβάνοντας υπόψη τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού και ιδίως εκείνες του άρθρου 10 παράγραφος 2.

Προτού συμπεριλάβει συγκεκριμένες τεχνολογίες στους καταλόγους αυτούς, το Κέντρο της ΕΕ ζητεί τη γνώμη της οικείας επιτροπής τεχνολογίας και του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Προστασίας Δεδομένων. Η επιτροπή τεχνολογίας και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων διατυπώνουν τις αντίστοιχες γνώμες τους εντός οκτώ εβδομάδων. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παραταθεί κατά έξι ακόμα εβδομάδες, κατά περίπτωση, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας του αντικειμένου. Η επιτροπή τεχνολογίας και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Προστασίας Δεδομένων ενημερώνουν το Κέντρο της ΕΕ για την ενδεχόμενη παράταση εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αίτησης για διαβούλευση καθώς και για τους λόγους της καθυστέρησης.

2.Το Κέντρο της ΕΕ συλλέγει, καταγράφει, αναλύει και καθιστά διαθέσιμες συναφείς, αντικειμενικές, αξιόπιστες και συγκρίσιμες πληροφορίες για θέματα που αφορούν την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, και ιδίως:

α)πληροφορίες που λαμβάνονται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό σχετικά με τον εντοπισμό, την υποβολή αναφοράς, την αφαίρεση ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σε διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, καθώς και τον αποκλεισμό της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

β)πληροφορίες που προκύπτουν από τις έρευνες κάθε είδους και τις μελέτες που προβλέπονται στην παράγραφο 3·

γ)πληροφορίες που προκύπτουν από έρευνα ή άλλες δραστηριότητες που διεξάγονται από τις αρχές των κρατών μελών, άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, διεθνείς οργανισμούς, ερευνητικά κέντρα και οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών.

3.Όταν είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το Κέντρο της ΕΕ διεξάγει, συμμετέχει σε ή προωθεί έρευνες κάθε είδους και μελέτες, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις προτεραιότητες και το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του, κατόπιν αιτήματος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου ή της Επιτροπής.

4.Το Κέντρο της ΕΕ παρέχει τις πληροφορίες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 και τις πληροφορίες που προκύπτουν από τις έρευνες κάθε είδους και τις μελέτες που προβλέπονται στην παράγραφο 3, συμπεριλαμβανομένης της δικής του ανάλυσης, καθώς και τις γνώμες του για θέματα που αφορούν την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, σε άλλα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης, στις συντονιστικές αρχές, σε άλλες αρμόδιες αρχές και άλλες δημόσιες αρχές των κρατών μελών, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε κατόπιν αιτήματος της σχετικής αρχής. Κατά περίπτωση, το Κέντρο της ΕΕ καθιστά τις πληροφορίες αυτές διαθέσιμες στο κοινό.

5.Το Κέντρο της ΕΕ αναπτύσσει στρατηγική επικοινωνίας και προωθεί τον διάλογο με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας ή διαπροσωπικών επικοινωνιών για την ευαισθητοποίηση του κοινού σχετικά με τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, και μέτρα για την πρόληψη και την καταπολέμηση της κακοποίησης αυτής.

Τμήμα 3

Επεξεργασία πληροφοριών

Άρθρο 51

Δραστηριότητες επεξεργασίας και προστασία δεδομένων

1.Στον βαθμό που είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το Κέντρο της ΕΕ μπορεί να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

2.Το Κέντρο της ΕΕ επεξεργάζεται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που είναι απολύτως αναγκαία για σκοπούς:

α)γνωμοδότησης σχετικά με σκοπούμενες εντολές εντοπισμού που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3·

β)συνεργασίας με τις συντονιστικές αρχές και ανταπόκρισης στα αιτήματά τους σε σχέση με σκοπούμενες εντολές αποκλεισμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 2·

γ)λήψης και επεξεργασίας των εντολών αποκλεισμού που του διαβιβάζονται σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3·

δ)συνεργασίας με τις συντονιστικές αρχές σύμφωνα με τα άρθρα 20 και 21 σχετικά με τα καθήκοντα που σχετίζονται με τα δικαιώματα των θυμάτων για ενημέρωση και παροχή συνδρομής·

ε)τήρησης επικαιροποιημένων αρχείων των σημείων επαφής και των νόμιμων εκπροσώπων των παρόχων σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως προβλέπονται σύμφωνα με το άρθρο 23 παράγραφος 2 και το άρθρο 24 παράγραφος 6·

στ)δημιουργίας και τήρησης ηλεκτρονικού μητρώου στο οποίο καταχωρίζονται οι συντονιστικές αρχές και τα σημεία επαφής τους, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 6·

ζ)παροχής συνδρομής στις συντονιστικές αρχές, όπως προβλέπεται στο άρθρο 25 παράγραφος 7·

η)παροχής συνδρομής στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματός της, σε σχέση με τα καθήκοντά της στο πλαίσιο του μηχανισμού συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 37·

θ)δημιουργίας, διατήρησης και λειτουργίας των βάσεων δεδομένων δεικτών που προβλέπονται στο άρθρο 44·

ι)δημιουργίας διατήρησης και λειτουργίας των βάσεων δεδομένων αναφορών που προβλέπονται στο άρθρο 45·

ια)παροχής και παρακολούθησης της πρόσβασης στις βάσεις δεδομένων δεικτών και αναφορών σύμφωνα με το άρθρο 46·

ιβ)εφαρμογής μέτρων ελέγχου της ποιότητας των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 7·

ιγ)αξιολόγησης και επεξεργασίας αναφορών πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών σύμφωνα με το άρθρο 48·

ιδ)συνεργασίας με την Ευρωπόλ και τους οργανισμούς-εταίρους σύμφωνα με τα άρθρα 53 και 54, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων που σχετίζονται με τον εντοπισμό των θυμάτων·

ιε)παραγωγής στατιστικών σύμφωνα με το άρθρο 83.

3.Το Κέντρο της ΕΕ αποθηκεύει τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στην παράγραφο 2 μόνο όταν και για όσο διάστημα είναι απολύτως αναγκαίο για τους εφαρμοστέους σκοπούς που απαριθμούνται στην παράγραφο 2.

4.Εξασφαλίζει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποθηκεύονται με ασφαλή τρόπο και ότι η αποθήκευση υπόκειται σε κατάλληλες τεχνικές και οργανωτικές διασφαλίσεις. Οι εν λόγω διασφαλίσεις εγγυώνται, ιδίως, ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και η πρόσβαση σ’ αυτά είναι δυνατές μόνο για τον σκοπό για τον οποίο αποθηκεύονται τα δεδομένα, ότι επιτυγχάνεται υψηλό επίπεδο ασφάλειας και ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα διαγράφονται όταν δεν είναι πλέον απολύτως αναγκαία για τους εφαρμοστέους σκοπούς. Το Κέντρο της ΕΕ επανεξετάζει τακτικά τις εν λόγω διασφαλίσεις και τις προσαρμόζει όταν είναι αναγκαίο.

Τμήμα 4

Συνεργασία

Άρθρο 52

Υπεύθυνοι επαφής

1.Κάθε συντονιστική αρχή ορίζει τουλάχιστον έναν υπεύθυνο επαφής, ο οποίος αποτελεί το κύριο σημείο επαφής για το Κέντρο της ΕΕ στο οικείο κράτος μέλος. Οι υπεύθυνοι επαφής μπορούν να αποσπώνται στο Κέντρο της ΕΕ. Όταν ορίζονται περισσότεροι του ενός υπεύθυνοι επαφής, η συντονιστική αρχή ορίζει έναν εξ αυτών ως κύριο υπεύθυνο επαφής.

2.Οι υπεύθυνοι επαφής βοηθούν στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ του Κέντρου της ΕΕ και των συντονιστικών αρχών που τους όρισαν. Όταν το Κέντρο της ΕΕ λαμβάνει αναφορές που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 12 σχετικά με την πιθανή διάδοση νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή την ενδεχόμενη άγρα παιδιών, οι υπεύθυνοι επαφής που έχουν οριστεί από το αρμόδιο κράτος μέλος διευκολύνουν τη διαδικασία διαπίστωσης του παράνομου χαρακτήρα του υλικού ή της συνομιλίας, σύμφωνα με το άρθρο 36 παράγραφος 1.

3.Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των υπευθύνων επαφής έναντι του Κέντρου της ΕΕ. Οι υπεύθυνοι επαφής απολαύουν των αναγκαίων προνομίων και ασυλιών για την εκτέλεση των καθηκόντων τους.

4.Όταν οι υπεύθυνοι επαφής αποσπώνται στο Κέντρο της ΕΕ, το Κέντρο της ΕΕ καλύπτει τις δαπάνες για την παροχή των αναγκαίων χώρων εντός του κτιρίου και την επαρκή υποστήριξη των υπευθύνων επαφής για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Όλες οι άλλες δαπάνες που προκύπτουν σε σχέση με τον ορισμό των υπευθύνων επαφής και την εκτέλεση των καθηκόντων τους βαρύνουν τη συντονιστική αρχή που τους όρισε.

Άρθρο 53

Συνεργασία με την Ευρωπόλ

1.Όταν είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων του δυνάμει του παρόντος κανονισμού, το Κέντρο της ΕΕ συνεργάζεται με την Ευρωπόλ στο πλαίσιο των αντίστοιχων εντολών τους.

2.Η Ευρωπόλ και το Κέντρο της ΕΕ παρέχουν αμοιβαία την πληρέστερη δυνατή πρόσβαση στις σχετικές πληροφορίες και συστήματα πληροφοριών, εφόσον απαιτείται για την εκτέλεση των αντίστοιχων καθηκόντων τους και σύμφωνα με τις πράξεις του ενωσιακού δικαίου που διέπουν την πρόσβαση αυτή.

Με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του εκτελεστικού διευθυντή, το Κέντρο της ΕΕ μεγιστοποιεί την αποτελεσματικότητα μέσω διαμοιρασμού των διοικητικών καθηκόντων με την Ευρωπόλ, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων που αφορούν τη διαχείριση του προσωπικού, την τεχνολογία των πληροφοριών (ΤΠ) και την εκτέλεση του προϋπολογισμού.

3.Οι όροι συνεργασίας και οι ρυθμίσεις συνεργασίας καθορίζονται σε μνημόνιο συμφωνίας.

Άρθρο 54

Συνεργασία με οργανισμούς-εταίρους

1.Όταν είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων του βάσει του παρόντος κανονισμού, το Κέντρο της ΕΕ μπορεί να συνεργάζεται με οργανισμούς και δίκτυα με πληροφορίες και εμπειρογνωσία σε θέματα που σχετίζονται με την πρόληψη και την καταπολέμηση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, συμπεριλαμβανομένων οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και ημιδημόσιων οργανώσεων.

2.Το Κέντρο της ΕΕ μπορεί να συνάπτει μνημόνια συμφωνίας με τους οργανισμούς που προβλέπονται στην παράγραφο 1, στα οποία καθορίζονται οι όροι συνεργασίας.

Τμήμα 5

Οργανισμός

Άρθρο 55

Διοικητική και διαχειριστική δομή

Η διοικητική και διαχειριστική δομή του Κέντρου της ΕΕ περιλαμβάνει:

α)διοικητικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που καθορίζονται στο άρθρο 57·

β)εκτελεστικό συμβούλιο, το οποίο ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 62·

γ)εκτελεστικό διευθυντή του Κέντρου της ΕΕ, ο οποίος ασκεί τις αρμοδιότητες που ορίζονται στο άρθρο 64·

δ)επιτροπή τεχνολογίας ως συμβουλευτική ομάδα, η οποία ασκεί τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 66.

Μέρος 1: Διοικητικό συμβούλιο

Άρθρο 56

Σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου

1.Το διοικητικό συμβούλιο απαρτίζεται από έναν εκπρόσωπο από κάθε κράτος μέλος και από δύο εκπροσώπους της Επιτροπής, όλοι ως μέλη με δικαίωμα ψήφου.

2.Το διοικητικό συμβούλιο περιλαμβάνει επίσης έναν ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα-παρατηρητή που ορίζεται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

Η Ευρωπόλ δύναται να ορίζει εκπρόσωπο για να παρίσταται στις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου ως παρατηρητής για θέματα που αφορούν την Ευρωπόλ, κατόπιν αιτήματος του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου.

3.Για όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου προβλέπονται αναπληρωματικά μέλη. Το αναπληρωματικό μέλος εκπροσωπεί το τακτικό μέλος σε περίπτωση απουσίας του.

4.Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και οι αναπληρωτές τους διορίζονται με βάση τα γνωστικά προσόντα τους στον τομέα της καταπολέμησης της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, συνεκτιμώντας τις σχετικές δεξιότητές τους στους τομείς της διαχείρισης, της διοίκησης και του προϋπολογισμού. Τα κράτη μέλη διορίζουν εκπρόσωπο της συντονιστικής αρχής τους εντός τεσσάρων μηνών από την [ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού]. Όλα τα μέρη που εκπροσωπούνται στο διοικητικό συμβούλιο καταβάλλουν προσπάθειες ώστε να περιορίζεται η εναλλαγή των εκπροσώπων τους, προκειμένου να εξασφαλίζεται η συνέχεια των εργασιών του συμβουλίου. Όλα τα μέρη επιδιώκουν την επίτευξη ισόρροπης εκπροσώπησης ανδρών και γυναικών στο διοικητικό συμβούλιο.

5.Η διάρκεια της θητείας των τακτικών και των αναπληρωματικών μελών είναι τέσσερα έτη. Η εν λόγω θητεία μπορεί να ανανεωθεί.

Άρθρο 57

Αρμοδιότητες του διοικητικού συμβουλίου

1.Το διοικητικό συμβούλιο:

α)παρέχει τις γενικές κατευθύνσεις για τις δραστηριότητες του Κέντρου της ΕΕ·

β)συμβάλλει στη διευκόλυνση της αποτελεσματικής συνεργασίας με τις συντονιστικές αρχές και μεταξύ αυτών·

γ)θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων όσον αφορά τα μέλη του, καθώς και τα μέλη της επιτροπής τεχνολογίας και κάθε άλλης συμβουλευτικής ομάδας που μπορεί να συγκροτεί, και δημοσιεύει ετησίως στον ιστότοπό του τη δήλωση συμφερόντων των μελών του διοικητικού συμβουλίου·

δ)εγκρίνει την αξιολόγηση των επιδόσεων του εκτελεστικού συμβουλίου που προβλέπεται στο άρθρο 61 παράγραφος 2·

ε)εγκρίνει και καθιστά διαθέσιμο στο κοινό τον εσωτερικό κανονισμό του·

στ)διορίζει τα μέλη της επιτροπής τεχνολογίας, καθώς και κάθε άλλης συμβουλευτικής ομάδας που μπορεί να συγκροτήσει·

ζ)εκδίδει τις γνώμες σχετικά με σκοπούμενες εντολές εντοπισμού που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 4, βάσει σχεδίου γνωμοδότησης του εκτελεστικού διευθυντή·

η)εγκρίνει και επικαιροποιεί τακτικά τα σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που προβλέπονται στο άρθρο 77 παράγραφος 3, βάσει ανάλυσης των αναγκών.

Άρθρο 58

Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου

1.Το διοικητικό συμβούλιο εκλέγει μεταξύ των μελών του πρόεδρο και αναπληρωτή πρόεδρο. Ο πρόεδρος και ο αναπληρωτής πρόεδρος εκλέγονται από πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

Ο αναπληρωτής πρόεδρος αντικαθιστά αυτομάτως τον πρόεδρο σε περίπτωση που αυτός αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του.

2.Η θητεία του προέδρου και του αναπληρωτή προέδρου είναι τετραετής. Η θητεία τους μπορεί να ανανεωθεί άπαξ. Ωστόσο, εάν απωλέσουν την ιδιότητα του μέλους του διοικητικού συμβουλίου οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της θητείας τους, η θητεία τους λήγει αυτομάτως την ίδια ημερομηνία.

Άρθρο 59

Συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου

1.Ο πρόεδρος συγκαλεί τις συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου.

2.Ο εκτελεστικός διευθυντής συμμετέχει στις συζητήσεις, χωρίς δικαίωμα ψήφου.

3.Το διοικητικό συμβούλιο συνέρχεται σε τακτική συνεδρίαση τουλάχιστον δύο φορές ετησίως. Επιπλέον, συνέρχεται με πρωτοβουλία του προέδρου του, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήματος του ενός τρίτου τουλάχιστον των μελών του.

4.Το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να προσκαλεί οποιοδήποτε πρόσωπο του οποίου η γνώμη ενδέχεται να παρουσιάζει ενδιαφέρον προκειμένου να παραστεί στις συνεδριάσεις του ως παρατηρητής.

5.Τα τακτικά και τα αναπληρωματικά μέλη του διοικητικού συμβουλίου μπορούν, με την επιφύλαξη του εσωτερικού του κανονισμού, να επικουρούνται κατά τις συνεδριάσεις από συμβούλους ή εμπειρογνώμονες.

6.Το Κέντρο της ΕΕ παρέχει γραμματειακή υποστήριξη στο διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 60

Κανόνες ψηφοφορίας του διοικητικού συμβουλίου

1.Εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα κανονισμό, το διοικητικό συμβούλιο λαμβάνει αποφάσεις με απόλυτη πλειοψηφία των μελών του.

2.Κάθε μέλος διαθέτει μία ψήφο. Σε περίπτωση απουσίας ενός μέλους, το δικαίωμα ψήφου του δικαιούται να ασκήσει ο αναπληρωτής του.

3.Ο εκτελεστικός διευθυντής δεν συμμετέχει στην ψηφοφορία.

4.Λεπτομερέστερες ρυθμίσεις σχετικά με την ψηφοφορία, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα μέλος μπορεί να ενεργεί εξ ονόματος άλλου μέλους, καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου.

Μέρος 2: Εκτελεστικό συμβούλιο

Άρθρο 61

Σύνθεση και διορισμός του εκτελεστικού συμβουλίου

1.Το εκτελεστικό συμβούλιο απαρτίζεται από τον πρόεδρο και τον αναπληρωτή πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, δύο άλλα μέλη που διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο μεταξύ των μελών του, τα οποία διαθέτουν δικαίωμα ψήφου, και δύο εκπροσώπους της Επιτροπής στο διοικητικό συμβούλιο. Του εκτελεστικού συμβουλίου προεδρεύει ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου.

Ο εκτελεστικός διευθυντής συμμετέχει στις συνεδριάσεις του εκτελεστικού συμβουλίου χωρίς δικαίωμα ψήφου.

2.Η διάρκεια της θητείας των μελών του εκτελεστικού συμβουλίου είναι τετραετής. Κατά τη διάρκεια των 12 μηνών πριν από τη λήξη της τετραετούς θητείας του προέδρου και πέντε μελών του εκτελεστικού συμβουλίου, το διοικητικό συμβούλιο ή μια μικρότερη επιτροπή που επιλέγεται μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένου ενός εκπροσώπου της Επιτροπής, διενεργεί αξιολόγηση των επιδόσεων του εκτελεστικού συμβουλίου. Κατά την αξιολόγηση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι επιδόσεις των μελών του εκτελεστικού συμβουλίου και τα μελλοντικά καθήκοντα και προκλήσεις του Κέντρου της ΕΕ. Βάσει της αξιολόγησης, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να παρατείνει τη θητεία τους άπαξ.

Άρθρο 62

Καθήκοντα του εκτελεστικού συμβουλίου

1.Το εκτελεστικό συμβούλιο είναι υπεύθυνο για τον συνολικό προγραμματισμό και την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στο Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 43. Το εκτελεστικό συμβούλιο εκδίδει όλες τις αποφάσεις του Κέντρου της ΕΕ, με εξαίρεση τις αποφάσεις που λαμβάνει το διοικητικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 57.

2.Επιπλέον, το εκτελεστικό συμβούλιο έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)εγκρίνει, έως τις 30 Νοεμβρίου κάθε έτους, βάσει πρότασης του εκτελεστικού διευθυντή, το σχέδιο ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού και το διαβιβάζει προς ενημέρωση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Επιτροπή έως τις 31 Ιανουαρίου του επόμενου έτους, καθώς και οποιαδήποτε άλλη επικαιροποιημένη έκδοση του εγγράφου·

β)εγκρίνει το σχέδιο ετήσιου προϋπολογισμού του Κέντρου της ΕΕ και ασκεί άλλες αρμοδιότητες σε σχέση με τον προϋπολογισμό του Κέντρου της ΕΕ·

γ)αξιολογεί και εγκρίνει την ενοποιημένη ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων του Κέντρου της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της επισκόπησης της εκτέλεσης των καθηκόντων του, και τη διαβιβάζει, το αργότερο έως την 1η Ιουλίου κάθε έτους, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ελεγκτικό Συνέδριο και τη δημοσιοποιεί·

δ)θεσπίζει στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης, ανάλογη προς τους κινδύνους απάτης, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος και τα οφέλη των μέτρων που πρόκειται να εφαρμοστούν, στρατηγική συνεργειών και βελτίωσης της αποτελεσματικότητας, στρατηγική συνεργασίας με τρίτες χώρες και/ή διεθνείς οργανισμούς, και στρατηγική για τα συστήματα οργανωτικής διαχείρισης και εσωτερικού ελέγχου·

ε)θεσπίζει κανόνες για την πρόληψη και τη διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων στις οποίες εμπλέκονται τα μέλη του·

στ)θεσπίζει τον εσωτερικό κανονισμό του·

ζ)ασκεί, έναντι του προσωπικού του Κέντρου της ΕΕ, τις εξουσίες που ανατίθενται βάσει του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, καθώς και βάσει του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό στο Κέντρο της ΕΕ για τη σύναψη συμβάσεων πρόσληψης 51 (στο εξής: εξουσίες της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής)·

η)εγκρίνει κατάλληλους εκτελεστικούς κανόνες για τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης·

θ)διορίζει τον εκτελεστικό διευθυντή και τον απαλλάσσει από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με το άρθρο 65·

ι)διορίζει υπόλογο, ο οποίος μπορεί να είναι ο υπόλογος της Επιτροπής, υπάγεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης και στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, και ο οποίος είναι απολύτως ανεξάρτητος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του·

ια)μεριμνά για τη δέουσα συνέχεια στα πορίσματα και στις συστάσεις που προκύπτουν από τις διάφορες εσωτερικές ή εξωτερικές εκθέσεις ελέγχου και αξιολογήσεις, καθώς και από τις έρευνες της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF)·

ιβ)εγκρίνει τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στο Κέντρο της ΕΕ·

ιγ)λαμβάνει όλες τις αποφάσεις σχετικά με τη δημιουργία των εσωτερικών δομών του Κέντρου της ΕΕ και, όταν κρίνεται αναγκαίο, την τροποποίησή τους·

ιδ)διορίζει υπεύθυνο προστασίας δεδομένων·

ιε)εκδίδει εσωτερικές κατευθυντήριες γραμμές που διευκρινίζουν περαιτέρω τις διαδικασίες για την επεξεργασία των πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 51, κατόπιν διαβούλευσης με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων·

ιστ)εγκρίνει τη σύναψη μνημονίων συμφωνίας που προβλέπονται στο άρθρο 53 παράγραφος 3 και στο άρθρο 54 παράγραφος 2.

3.Όσον αφορά τις εξουσίες που αναφέρονται στην παράγραφο 2 στοιχεία ζ) και η), το εκτελεστικό συμβούλιο εκδίδει, σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 2 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης, απόφαση βάσει του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και του άρθρου 6 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, με την οποία αναθέτει σχετικές εξουσίες αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής στον εκτελεστικό διευθυντή. Ο εκτελεστικός διευθυντής εξουσιοδοτείται να μεταβιβάζει περαιτέρω τις εν λόγω εξουσίες.

4.Σε εξαιρετικές περιστάσεις, το εκτελεστικό συμβούλιο δύναται, με απόφασή του, να αναστείλει προσωρινά την ανάθεση στον εκτελεστικό διευθυντή των αρμοδιοτήτων της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, καθώς και των αρμοδιοτήτων που ο εκτελεστικός διευθυντής έχει μεταβιβάσει περαιτέρω, και να τις ασκήσει το ίδιο ή να τις αναθέσει σε κάποιο από τα μέλη του ή σε άλλο μέλος του προσωπικού πλην του εκτελεστικού διευθυντή.

5.Όταν καθίσταται απαραίτητο λόγω έκτακτης ανάγκης, το εκτελεστικό συμβούλιο δύναται να λάβει ορισμένες προσωρινές αποφάσεις εξ ονόματος του διοικητικού συμβουλίου, ιδίως σε θέματα διοικητικής διαχείρισης, συμπεριλαμβανομένης της αναστολής της μεταβίβασης εξουσιών αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, καθώς και σε θέματα προϋπολογισμού.

Άρθρο 63

Κανόνες ψηφοφορίας του εκτελεστικού συμβουλίου

1.Το εκτελεστικό συμβούλιο λαμβάνει αποφάσεις με απλή πλειοψηφία των μελών του. Κάθε μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου διαθέτει μία ψήφο. Η ψήφος του προέδρου υπερισχύει σε περίπτωση ισοψηφίας.

2.Οι εκπρόσωποι της Επιτροπής έχουν δικαίωμα ψήφου όποτε συζητούνται θέματα που αφορούν το άρθρο 62 παράγραφος 2 στοιχεία α) έως ιβ) και ιστ) και λαμβάνονται σχετικές αποφάσεις. Για τους σκοπούς της λήψης των αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 62 παράγραφος 2 στοιχεία στ) και ζ) οι εκπρόσωποι της Επιτροπής διαθέτουν από μία ψήφο έκαστος. Οι αποφάσεις που προβλέπονται στο άρθρο 62 παράγραφος 2 στοιχεία β) έως ε), η) έως ιβ) και ιστ) μπορούν να λαμβάνονται μόνον εάν η ψήφος των εκπροσώπων της Επιτροπής είναι θετική. Για τους σκοπούς της λήψης των αποφάσεων που προβλέπονται στο άρθρο 62 παράγραφος 2 στοιχείο α), απαιτείται η συγκατάθεση των εκπροσώπων της Επιτροπής μόνο για τα στοιχεία της απόφασης που δεν σχετίζονται με το ετήσιο και το πολυετές πρόγραμμα εργασίας του Κέντρου της ΕΕ.

Λεπτομερέστερες ρυθμίσεις σχετικά με την ψηφοφορία, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένα μέλος μπορεί να ενεργεί εξ ονόματος άλλου μέλους, καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του εκτελεστικού συμβουλίου.

Μέρος 3: Εκτελεστικός διευθυντής

Άρθρο 64

Αρμοδιότητες του εκτελεστικού διευθυντή

1.Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι αρμόδιος για τη διαχείριση του Κέντρου της ΕΕ. Ο εκτελεστικός διευθυντής λογοδοτεί στο διοικητικό συμβούλιο.

2.Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του κατόπιν σχετικού αιτήματος. Το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει από τον εκτελεστικό διευθυντή να υποβάλει έκθεση σχετικά με την εκτέλεση των καθηκόντων του.

3.Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του Κέντρου της ΕΕ.

4.Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στο Κέντρο της ΕΕ δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Ο εκτελεστικός διευθυντής είναι ιδίως υπεύθυνος για:

α)την καθημερινή διοίκηση του Κέντρου της ΕΕ·

β)την προετοιμασία των αποφάσεων που πρόκειται να ληφθούν από το διοικητικό συμβούλιο·

γ)την υλοποίηση των αποφάσεων που λαμβάνονται από το διοικητικό συμβούλιο·

δ)την κατάρτιση του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή του στο εκτελεστικό συμβούλιο, κατόπιν διαβούλευσης με την Επιτροπή·

ε)την εφαρμογή του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού και την υποβολή εκθέσεων στο εκτελεστικό συμβούλιο σχετικά με την εφαρμογή του·

στ)την κατάρτιση της ενοποιημένης ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων του Κέντρου της ΕΕ και την υποβολή της στο εκτελεστικό συμβούλιο προς αξιολόγηση και έγκριση·

ζ)την κατάρτιση σχεδίου δράσης σε συνέχεια των συμπερασμάτων εσωτερικών ή εξωτερικών εκθέσεων ελέγχου και αξιολογήσεων, καθώς και ερευνών από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία (EPPO), και την υποβολή έκθεσης προόδου δύο φορές ετησίως στην Επιτροπή και τακτικά στο διοικητικό συμβούλιο και στο εκτελεστικό συμβούλιο·

η)την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης μέσω της εφαρμογής προληπτικών μέτρων κατά της απάτης, της διαφθοράς και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας, χωρίς να διακυβεύεται η ερευνητική αρμοδιότητα της OLAF και της EPPO, μέσω αποτελεσματικών ελέγχων και, σε περίπτωση που εντοπίζονται παρατυπίες, μέσω της ανάκτησης αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών και, εάν ενδείκνυται, μέσω της επιβολής αποτελεσματικών, αναλογικών και αποτρεπτικών διοικητικών και οικονομικών κυρώσεων·

θ)την εκπόνηση στρατηγικής για την καταπολέμηση της απάτης, στρατηγικής συνεργειών και βελτίωσης της αποτελεσματικότητας, στρατηγικής συνεργασίας με τρίτες χώρες και/ή διεθνείς οργανισμούς και στρατηγικής για τα συστήματα οργανωτικής διαχείρισης και εσωτερικού ελέγχου του Κέντρου της ΕΕ, και την υποβολή τους στο εκτελεστικό συμβούλιο προς έγκριση·

ι)την κατάρτιση σχεδίου των δημοσιονομικών κανόνων που εφαρμόζονται στο Κέντρο της ΕΕ·

ια)την κατάρτιση του σχεδίου κατάστασης προβλέψεων των εσόδων και δαπανών του Κέντρου της ΕΕ και εκτέλεση του προϋπολογισμού του·

ιβ)την κατάρτιση και εφαρμογή στρατηγικής ασφάλειας ΤΠ, με τη διασφάλιση κατάλληλης διαχείρισης κινδύνων για όλες τις υποδομές, τα συστήματα και τις υπηρεσίες ΤΠ που αναπτύσσει ή προμηθεύεται το Κέντρο της ΕΕ, καθώς και εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης της ασφάλειας ΤΠ·

ιγ)την υλοποίηση του ετήσιου προγράμματος εργασίας του Κέντρου της ΕΕ υπό τον έλεγχο του εκτελεστικού συμβουλίου·

ιδ)την κατάρτιση σχεδίου κατάστασης προβλέψεων εσόδων και δαπανών του Κέντρου της ΕΕ στο πλαίσιο του ενιαίου εγγράφου προγραμματισμού του Κέντρου της ΕΕ και την εκτέλεση του προϋπολογισμού του Κέντρου της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 67·

ιε)την κατάρτιση σχεδίου έκθεσης όπου περιγράφονται όλες οι δραστηριότητες του Κέντρου της ΕΕ, με μια ενότητα για οικονομικά και διοικητικά θέματα·

ιστ)την προώθηση της πρόσληψης κατάλληλα ειδικευμένου και έμπειρου προσωπικού για το Κέντρο της ΕΕ, με παράλληλη διασφάλιση της ισόρροπης εκπροσώπησης των φύλων.

5.Όταν το απαιτούν εξαιρετικές περιστάσεις, ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να αποφασίσει να τοποθετήσει ένα ή περισσότερα μέλη του προσωπικού σε άλλο κράτος μέλος με σκοπό την άσκηση των καθηκόντων του Κέντρου της ΕΕ με πιο αποδοτικό, αποτελεσματικό και συνεκτικό τρόπο. Προτού λάβει απόφαση για εγκαθίδρυση τοπικού γραφείου, ο εκτελεστικός διευθυντής λαμβάνει εκ των προτέρων τη συγκατάθεση της Επιτροπής, του διοικητικού συμβουλίου και του οικείου κράτους μέλους. Η απόφαση βασίζεται σε κατάλληλη ανάλυση κόστους-οφέλους, η οποία καταδεικνύει ιδίως την προστιθέμενη αξία της εν λόγω απόφασης και προσδιορίζει το πεδίο των δραστηριοτήτων που πρόκειται να εκτελεστούν στο τοπικό γραφείο κατά τρόπο ώστε να αποφεύγονται οι περιττές δαπάνες και η επικάλυψη διοικητικών καθηκόντων του Κέντρου της ΕΕ. Μπορεί να συναφθεί συμφωνία για την έδρα με το οικείο ή τα οικεία κράτη μέλη.

Άρθρο 65

Εκτελεστικός διευθυντής

1.Ο εκτελεστικός διευθυντής προσλαμβάνεται ως έκτακτος υπάλληλος του Κέντρου της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο α) του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

2.Ο εκτελεστικός διευθυντής διορίζεται από το εκτελεστικό συμβούλιο, από κατάλογο υποψηφίων που προτείνει η Επιτροπή, κατόπιν ανοικτής και διαφανούς διαδικασίας επιλογής.

3.Για τη σύναψη της σύμβασης με τον εκτελεστικό διευθυντή, το Κέντρο της ΕΕ εκπροσωπείται από τον πρόεδρο του εκτελεστικού συμβουλίου.

4.Η διάρκεια της θητείας του εκτελεστικού διευθυντή είναι πενταετής. Έξι μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του εκτελεστικού διευθυντή, η Επιτροπή ολοκληρώνει αξιολόγηση στην οποία λαμβάνονται υπόψη οι επιδόσεις του εκτελεστικού διευθυντή και τα μελλοντικά καθήκοντα και προκλήσεις του Κέντρου της ΕΕ.

5.Το εκτελεστικό συμβούλιο, ενεργώντας κατόπιν πρότασης της Επιτροπής στην οποία λαμβάνεται υπόψη η αξιολόγηση της παραγράφου 3, μπορεί να παρατείνει άπαξ τη θητεία του εκτελεστικού διευθυντή για μέγιστο διάστημα πέντε ετών.

6.Εκτελεστικός διευθυντής του οποίου η θητεία έχει παραταθεί δεν μπορεί να συμμετάσχει σε άλλη διαδικασία επιλογής για την ίδια θέση στο τέλος της συνολικής περιόδου.

7.Ο εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να απαλλαχθεί από τα καθήκοντά του μόνο με απόφαση του εκτελεστικού συμβουλίου κατόπιν πρότασης της Επιτροπής.

8.Το εκτελεστικό συμβούλιο λαμβάνει αποφάσεις σχετικά με τον διορισμό, την παράταση της θητείας ή την παύση του εκτελεστικού διευθυντή με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του με δικαίωμα ψήφου.

Υποτμήμα 5: Επιτροπή τεχνολογίας

Άρθρο 66

Σύσταση και καθήκοντα της επιτροπής τεχνολογίας

1.Η επιτροπή τεχνολογίας αποτελείται από τεχνικούς εμπειρογνώμονες που διορίζονται από το διοικητικό συμβούλιο με γνώμονα την αριστεία και την ανεξαρτησία τους, μετά τη δημοσίευση πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

2.Οι διαδικασίες που αφορούν τον διορισμό των μελών της επιτροπής τεχνολογίας και τη λειτουργία της καθορίζονται στον εσωτερικό κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου και δημοσιοποιούνται.

3.Τα μέλη της επιτροπής είναι ανεξάρτητα και ενεργούν προς το δημόσιο συμφέρον. Ο κατάλογος των μελών της επιτροπής δημοσιεύεται και ενημερώνεται από το Κέντρο της ΕΕ στον ιστότοπό του.

4.Μέλος το οποίο δεν πληροί πλέον τα κριτήρια ανεξαρτησίας ενημερώνει το διοικητικό συμβούλιο. Εξάλλου, το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να διαπιστώνει, βάσει πρότασης τουλάχιστον ενός τρίτου των μελών του ή της Επιτροπής, την έλλειψη ανεξαρτησίας συγκεκριμένου προσώπου και να ανακαλεί τον διορισμό του. Το διοικητικό συμβούλιο ορίζει νέο μέλος για το υπόλοιπο της θητείας σύμφωνα με τη διαδικασία που ισχύει για τα τακτικά μέλη.

5.Η διάρκεια της θητείας των μελών της επιτροπής τεχνολογίας είναι τετραετής. Η θητεία αυτή είναι ανανεώσιμη άπαξ.

6.Η επιτροπή τεχνολογίας:

α)συμβάλλει στις γνώμες του Κέντρου της ΕΕ που προβλέπονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 πρώτο εδάφιο στοιχείο δ)·

β)συμβάλλει στη συνδρομή που παρέχει το Κέντρο της ΕΕ στις συντονιστικές αρχές, το διοικητικό συμβούλιο, το εκτελεστικό συμβούλιο και τον εκτελεστικό διευθυντή, όσον αφορά θέματα που σχετίζονται με τη χρήση της τεχνολογίας·

γ)παρέχει εσωτερικά, κατόπιν αιτήματος, εμπειρογνωσία σε θέματα που σχετίζονται με τη χρήση τεχνολογίας για τους σκοπούς της πρόληψης και του εντοπισμού διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Τμήμα 6

Κατάρτιση και διάρθρωση του προϋπολογισμού

Υποτμήμα 1

Ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού

Άρθρο 67

Κατάρτιση και εκτέλεση του προϋπολογισμού

1.Κάθε έτος ο εκτελεστικός διευθυντής καταρτίζει σχέδιο κατάστασης προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών του Κέντρου της ΕΕ για το επόμενο οικονομικό έτος, το οποίο περιλαμβάνει και πίνακα προσωπικού, και το διαβιβάζει στο εκτελεστικό συμβούλιο.

2.Βάσει του εν λόγω σχεδίου κατάστασης προβλέψεων, το εκτελεστικό συμβούλιο εγκρίνει προσωρινό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών του Κέντρου της ΕΕ για το επόμενο οικονομικό έτος και το διαβιβάζει στην Επιτροπή μέχρι τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους.

3.Το εκτελεστικό συμβούλιο διαβιβάζει το τελικό σχέδιο προβλέψεων των εσόδων και των δαπανών του Κέντρου της ΕΕ, το οποίο περιλαμβάνει σχέδιο του πίνακα προσωπικού, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή, μέχρι τις 31 Μαρτίου κάθε έτους.

4.Η Επιτροπή διαβιβάζει την κατάσταση προβλέψεων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο μαζί με το σχέδιο του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.Βάσει της κατάστασης προβλέψεων, η Επιτροπή εγγράφει στο σχέδιο γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης τις προβλέψεις που θεωρεί αναγκαίες για τον πίνακα προσωπικού και το ποσό της συνεισφοράς που προστίθεται στο γενικό προϋπολογισμό, τα οποία υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σύμφωνα με τα άρθρα 313 και 314 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

6.Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τις πιστώσεις για τη συνεισφορά από την Ένωση στο Κέντρο της ΕΕ.

7.Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εγκρίνουν τον πίνακα προσωπικού του Κέντρου της ΕΕ.

8.Ο προϋπολογισμός του Κέντρου της ΕΕ εγκρίνεται από το εκτελεστικό συμβούλιο. Καθίσταται οριστικός ύστερα από την οριστική έγκριση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης. Εάν κριθεί αναγκαίο, αναπροσαρμόζεται δεόντως.

9.Ο προϋπολογισμός του Κέντρου της ΕΕ εκτελείται από τον εκτελεστικό διευθυντή.

10.Ο εκτελεστικός διευθυντής διαβιβάζει ετησίως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο όλες τις πληροφορίες σχετικά με τα πορίσματα οποιασδήποτε διαδικασίας αξιολόγησης.

Άρθρο 68

Δημοσιονομικοί κανόνες

Οι δημοσιονομικοί κανόνες στους οποίους υπόκειται το Κέντρο της ΕΕ θεσπίζονται από το εκτελεστικό συμβούλιο, αφού ζητηθεί η γνώμη της Επιτροπής. Οι εν λόγω κανόνες δεν παρεκκλίνουν από τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2019/715 52 παρά μόνον εάν η παρέκκλιση επιβάλλεται για λόγους λειτουργίας του Κέντρου της ΕΕ και εφόσον έχει προηγουμένως συμφωνήσει η Επιτροπή.

1.

Υποτμήμα 2

Παρουσίαση, εκτέλεση, και έλεγχος του προϋπολογισμού

Άρθρο 69

Προϋπολογισμός

1.Για κάθε οικονομικό έτος, το οποίο αντιστοιχεί στο ημερολογιακό έτος, καταρτίζονται προβλέψεις για όλα τα έσοδα και τις δαπάνες του Κέντρου της ΕΕ και εγγράφονται στον προϋπολογισμό του Κέντρου της ΕΕ, ο οποίος είναι ισοσκελισμένος ως προς τα έσοδα και τις δαπάνες.

2.Με την επιφύλαξη άλλων πόρων, τα έσοδα του Κέντρου της ΕΕ περιλαμβάνουν συνεισφορά της Ένωσης, η οποία εγγράφεται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης.

3.Το Κέντρο της ΕΕ δύναται να επωφελείται της χρηματοδότησης της Ένωσης στο πλαίσιο συμφωνιών εξουσιοδότησης ή ad hoc επιχορηγήσεων σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες του κατά το άρθρο 68 και σύμφωνα με τις διατάξεις των συναφών νομικών πράξεων που πλαισιώνουν τις πολιτικές της Ένωσης.

4.Οι δαπάνες του Κέντρου της ΕΕ περιλαμβάνουν τις αμοιβές του προσωπικού, τις διοικητικές δαπάνες και τις δαπάνες υποδομής, καθώς και τις λειτουργικές δαπάνες.

5.Οι δημοσιονομικές δεσμεύσεις για δράσεις στο πλαίσιο σχεδίων μεγάλης κλίμακας που εκτείνονται πέραν του ενός οικονομικού έτους, δύνανται να κατανεμηθούν σε πλείονες ετήσιες δόσεις.

Άρθρο 70

Απόδοση λογαριασμών και απαλλαγή

1.Ο υπόλογος του Κέντρου της ΕΕ αποστέλλει τους προσωρινούς λογαριασμούς για το οικονομικό έτος (έτος Ν) στον υπόλογο της Επιτροπής και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι την 1η Μαρτίου του επόμενου οικονομικού έτους (έτος Ν + 1).

2.Το Κέντρο της ΕΕ διαβιβάζει έκθεση σχετικά με τη δημοσιονομική και οικονομική διαχείριση για το έτος Ν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι τις 31 Μαρτίου του έτους N + 1.

3.Ο υπόλογος της Επιτροπής διαβιβάζει τους προσωρινούς λογαριασμούς του Κέντρου της ΕΕ για το έτος Ν, αφού τους έχει ενοποιήσει με τους λογαριασμούς της Επιτροπής, στο Ελεγκτικό Συνέδριο μέχρι τις 31 Μαρτίου του έτους N + 1.

4.Το διοικητικό συμβούλιο γνωμοδοτεί σχετικά με τους οριστικούς λογαριασμούς του Κέντρου της ΕΕ για το έτος Ν.

5.Ο υπόλογος του Κέντρου της ΕΕ διαβιβάζει, έως την 1η Ιουλίου του έτους Ν + 1, τους οριστικούς λογαριασμούς για το έτος Ν στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και τα εθνικά κοινοβούλια, μαζί με τη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου.

6.Οι οριστικοί λογαριασμοί για το έτος Ν δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 15 Νοεμβρίου του έτους Ν + 1.

7.Ο εκτελεστικός διευθυντής αποστέλλει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του έτους N + 1, απάντηση στις παρατηρήσεις που αυτό διατυπώνει στην ετήσια έκθεσή του. Αποστέλλει επίσης την απάντηση αυτή στο διοικητικό συμβούλιο.

8.Ο εκτελεστικός διευθυντής υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατόπιν αιτήματος του τελευταίου, κάθε πληροφορία που απαιτείται για την ομαλή εφαρμογή της διαδικασίας απαλλαγής για το έτος Ν.

9.Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έπειτα από σύσταση του Συμβουλίου που αποφασίζει με ειδική πλειοψηφία, απαλλάσσει τον εκτελεστικό διευθυντή, πριν από τις 15 Μαΐου του έτους Ν + 2, από την ευθύνη σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού για το έτος Ν.

Τμήμα 7

Προσωπικό

Άρθρο 71

Γενικές διατάξεις

1.Ο κανονισμός υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων και το καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, καθώς και οι κανόνες που εκδίδονται με συμφωνία μεταξύ των οργάνων της Ένωσης για την εφαρμογή τους, εφαρμόζονται στο Κέντρο της ΕΕ για όλα τα θέματα που δεν καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό.

2.Το εκτελεστικό συμβούλιο, σε συμφωνία με την Επιτροπή, θεσπίζει τα αναγκαία μέτρα εφαρμογής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 110 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης.

3.Το προσωπικό του κέντρου της ΕΕ, ιδίως εκείνο που εργάζεται σε τομείς που σχετίζονται με τον εντοπισμό, την αναφορά και την αφαίρεση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, έχει πρόσβαση σε κατάλληλες υπηρεσίες παροχής συμβουλών και υποστήριξης.

Άρθρο 72

Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες και λοιπό προσωπικό

1.Το Κέντρο της ΕΕ μπορεί να χρησιμοποιεί αποσπασμένους εθνικούς εμπειρογνώμονες ή άλλο προσωπικό που δεν απασχολείται από το Κέντρο της ΕΕ.

2.Το εκτελεστικό συμβούλιο θεσπίζει κανόνες σχετικά με το προσωπικό από τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένων των υπευθύνων επαφής που προβλέπονται στο άρθρο 52, το οποίο πρόκειται να αποσπαστεί στο Κέντρο της ΕΕ, και επικαιροποιεί τους κανόνες κατά περίπτωση. Οι εν λόγω κανόνες περιλαμβάνουν, ειδικότερα, τις οικονομικές ρυθμίσεις που σχετίζονται με τις αποσπάσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλισης και της επιμόρφωσης. Στους κανόνες αυτούς λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι το προσωπικό είναι αποσπασμένο και ότι αποστέλλεται ως προσωπικό του Κέντρου της ΕΕ. Περιλαμβάνονται διατάξεις σχετικά με τους όρους της εν λόγω αποστολής. Κατά περίπτωση, το εκτελεστικό συμβούλιο επιδιώκει τη διασφάλιση της συνέπειας με τους κανόνες που ισχύουν για την επιστροφή των εξόδων αποστολής του μόνιμου προσωπικού.

Άρθρο 73

Προνόμια και ασυλίες

Στο Κέντρο της ΕΕ και το προσωπικό του εφαρμόζεται το πρωτόκολλο αριθ. 7 περί προνομίων και ασυλιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα προνόμια και οι ασυλίες των υπευθύνων επαφής και των μελών των οικογενειών τους υπόκεινται σε συμφωνία μεταξύ του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα του Κέντρου της ΕΕ και των άλλων κρατών μελών. Η συμφωνία αυτή προβλέπει τα προνόμια και τις ασυλίες που απαιτούνται για την προσήκουσα εκτέλεση των καθηκόντων των υπευθύνων επαφής.

Άρθρο 74

Υποχρέωση τήρησης επαγγελματικού απορρήτου

1.Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και του εκτελεστικού συμβουλίου και όλα τα μέλη του προσωπικού του Κέντρου της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων οι οποίοι έχουν αποσπαστεί προσωρινά από τα κράτη μέλη και όλων των λοιπών προσώπων που εκτελούν καθήκοντα για το Κέντρο της ΕΕ βάσει συμβάσεως, υπόκεινται στις απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου σύμφωνα με το άρθρο 339 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμη και μετά την παύση των καθηκόντων τους.

2.Το εκτελεστικό συμβούλιο διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που παρέχουν οποιαδήποτε υπηρεσία, άμεσα ή έμμεσα, σε μόνιμη βάση ή περιστασιακά, η οποία σχετίζεται με τα καθήκοντα του Κέντρου της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων υπαλλήλων και άλλων προσώπων που εξουσιοδοτούνται από το εκτελεστικό συμβούλιο ή διορίζονται από τις συντονιστικές αρχές για τον σκοπό αυτό, υπόκεινται σε απαιτήσεις τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου που είναι ισοδύναμες με τις απαιτήσεις της παραγράφου 1.

3.Το Κέντρο της ΕΕ θεσπίζει πρακτικές ρυθμίσεις για την εφαρμογή των κανόνων εμπιστευτικότητας που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 2.

4.Το Κέντρο της ΕΕ εφαρμόζει την απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής 53 .

Άρθρο 75

Κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών

1.Το Κέντρο της ΕΕ θεσπίζει δικούς του κανόνες ασφαλείας που είναι ισοδύναμοι των κανόνων ασφαλείας της Επιτροπής για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΠΕΕ) και των ευαίσθητων μη διαβαθμισμένων πληροφοριών, όπως προβλέπεται στις αποφάσεις (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 54 και 2015/444 της Επιτροπής. Οι κανόνες ασφαλείας του Κέντρου της ΕΕ καλύπτουν, μεταξύ άλλων, τις διατάξεις περί ανταλλαγής, επεξεργασίας και αποθήκευσης τέτοιων πληροφοριών. Το εκτελεστικό συμβούλιο θεσπίζει τους κανόνες ασφαλείας του Κέντρου της ΕΕ, κατόπιν έγκρισης της Επιτροπής.

2.Κάθε διοικητική ρύθμιση σχετικά με την ανταλλαγή διαβαθμισμένων πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτης χώρας ή, σε περίπτωση απουσίας τέτοιας ρύθμισης, κάθε έκτακτη ad hoc κοινοποίηση ΔΠΕΕ στις εν λόγω αρχές υπόκειται σε προηγούμενη έγκριση από την Επιτροπή.

Τμήμα 8

Γενικές διατάξεις

Άρθρο 76

Γλωσσικό καθεστώς

Το Κέντρο της ΕΕ υπόκειται στις διατάξεις του κανονισμού αριθ. 1 55 . Οι μεταφραστικές υπηρεσίες που απαιτούνται για τη λειτουργία του Κέντρου της ΕΕ παρέχονται από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 77

Διαφάνεια και επικοινωνία

1.Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 56 εφαρμόζεται στα έγγραφα που έχει στην κατοχή του το Κέντρο της ΕΕ. Το διοικητικό συμβούλιο, εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασής του, θεσπίζει τους λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής του εν λόγω κανονισμού.

2.Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από το Κέντρο της ΕΕ υπόκειται στον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1725. Εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της πρώτης συνεδρίασής του, το διοικητικό συμβούλιο θεσπίζει μέτρα για την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού από το Κέντρο της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τον διορισμό υπεύθυνου προστασίας δεδομένων του Κέντρου της ΕΕ. Τα μέτρα αυτά θεσπίζονται κατόπιν διαβουλεύσεων με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων.

3.Το Κέντρο της ΕΕ μπορεί να αναλαμβάνει δραστηριότητες επικοινωνίας με δική του πρωτοβουλία εντός του πεδίου των αρμοδιοτήτων του. Οι δραστηριότητες επικοινωνίας διεξάγονται σύμφωνα με τα συναφή σχέδια επικοινωνίας και διάδοσης που εγκρίνονται από το διοικητικό συμβούλιο.

Άρθρο 78

Μέτρα για την καταπολέμηση της απάτης

1.Για να καταπολεμηθούν η απάτη, η διαφθορά και άλλες παράνομες δραστηριότητες, εφαρμόζονται οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 57 .

2.Το Κέντρο της ΕΕ προσχωρεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τις εσωτερικές έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF εντός έξι μηνών από την [ημερομηνία έναρξης λειτουργίας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 82] και εκδίδει τις κατάλληλες διατάξεις που εφαρμόζονται για το προσωπικό του χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα που παρατίθεται στο παράρτημα της εν λόγω συμφωνίας.

3.Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο έχει την εξουσία να ελέγχει, βάσει παραστατικών και επιτόπιων ελέγχων, όλους τους δικαιούχους επιχορηγήσεων, τους εργολάβους και τους υπεργολάβους που έλαβαν κονδύλια της Ένωσης από το Κέντρο της ΕΕ.

4.Η OLAF μπορεί να διενεργεί έρευνες, συμπεριλαμβανομένων επιτόπιων ελέγχων και εξακριβώσεων, για τη διαπίστωση τυχόν απάτης, διαφθοράς ή οποιασδήποτε άλλης παράνομης ενέργειας εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης σε σχέση με επιχορήγηση ή σύμβαση χρηματοδοτούμενη από το Κέντρο της ΕΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις και τις διαδικασίες που προβλέπονται στον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 και στον κανονισμό (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου 58 .

5.Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1, 2, 3 και 4, οι συμφωνίες συνεργασίας με τρίτες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, οι συμβάσεις, οι συμφωνίες επιχορήγησης και οι αποφάσεις επιχορήγησης του Κέντρου της ΕΕ περιέχουν διατάξεις με τις οποίες παρέχεται ρητώς στο Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο και την OLAF εξουσία διενέργειας των εν λόγω ελέγχων και ερευνών, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αρμοδιότητές τους.

Άρθρο 79

Ευθύνη

1.Η συμβατική ευθύνη του Κέντρου της ΕΕ διέπεται από το δίκαιο που εφαρμόζεται στη σχετική σύμβαση.

2.Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι αρμόδιο να αποφαίνεται δυνάμει τυχόν ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται σε σύμβαση που συνάπτει το Κέντρο της ΕΕ.

3.Στο πεδίο της εξωσυμβατικής ευθύνης, το Κέντρο της ΕΕ υποχρεούται, σύμφωνα με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών, να αποκαθιστά τη ζημία που προξενούν οι υπηρεσίες ή οι υπάλληλοί του κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

4.Αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών αποζημίωσης που προβλέπονται στην παράγραφο 3 είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

5.Η προσωπική ευθύνη των μελών του προσωπικού έναντι του Κέντρου της ΕΕ διέπεται από τις διατάξεις του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ή του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

Άρθρο 80

Διοικητικές έρευνες

Οι δραστηριότητες του Κέντρου της ΕΕ αποτελούν επίσης αντικείμενο των ερευνών του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 81

Συμφωνία για την έδρα και προϋποθέσεις λειτουργίας

1.Οι απαραίτητες ρυθμίσεις σχετικά με τη στέγαση του Κέντρου της ΕΕ στο κράτος μέλος που βρίσκεται η έδρα του Κέντρου της ΕΕ και τις εγκαταστάσεις που πρέπει να θέσει στη διάθεσή του το εν λόγω κράτος μέλος, καθώς και οι ειδικοί κανόνες που ισχύουν στο οικείο κράτος μέλος όσον αφορά τον εκτελεστικό διευθυντή, τα μέλη του εκτελεστικού συμβουλίου, το προσωπικό του Κέντρου της ΕΕ και τα μέλη των οικογενειών τους, καθορίζονται στο πλαίσιο συμφωνίας για την έδρα η οποία συνάπτεται μεταξύ του Κέντρου της ΕΕ και του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται η έδρα του Κέντρου της ΕΕ, μόλις ληφθεί η έγκριση του εκτελεστικού συμβουλίου και σε κάθε περίπτωση το αργότερο έως τις [2 έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού].

2.Το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η έδρα του Κέντρου της ΕΕ εξασφαλίζει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για την εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία του Κέντρου της ΕΕ, στις οποίες περιλαμβάνονται πολύγλωσση σχολική εκπαίδευση με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και κατάλληλες συγκοινωνιακές συνδέσεις.

Άρθρο 82

Έναρξη των δραστηριοτήτων του Κέντρου της ΕΕ

1.Η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για τη σύσταση και την αρχική λειτουργία του Κέντρου της ΕΕ έως ότου ο εκτελεστικός διευθυντής αναλάβει τα καθήκοντά του μετά τον διορισμό του από το εκτελεστικό συμβούλιο σύμφωνα με το άρθρο 65 παράγραφος 2. Για τον σκοπό αυτό:

α)η Επιτροπή μπορεί να ορίσει υπάλληλο της Επιτροπής ο οποίος θα ενεργεί ως προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής και θα ασκεί τα καθήκοντα του εκτελεστικού διευθυντή·

β)κατά παρέκκλιση από το άρθρο 62 παράγραφος 2 στοιχείο ζ) και έως την έκδοση της απόφασης που προβλέπεται στο άρθρο 62 παράγραφος 4, ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής ασκεί εξουσία αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής·

γ)η Επιτροπή μπορεί να προσφέρει βοήθεια στο Κέντρο της ΕΕ, ιδίως με την απόσπαση υπαλλήλων της Επιτροπής για την εκτέλεση των δραστηριοτήτων του Κέντρου της ΕΕ υπό την ευθύνη του προσωρινού εκτελεστικού διευθυντή ή του εκτελεστικού διευθυντή·

δ)ο προσωρινός εκτελεστικός διευθυντής μπορεί να εγκρίνει όλες τις πληρωμές που καλύπτονται από τις πιστώσεις που προβλέπονται στον προϋπολογισμό του Κέντρου της ΕΕ μετά την έγκρισή τους από το εκτελεστικό συμβούλιο, και μπορεί να συνάπτει συμβάσεις, περιλαμβανομένων των συμβάσεων για την πρόσληψη προσωπικού, έπειτα από την έγκριση του πίνακα προσωπικού του Κέντρου της ΕΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ V

ΣΥΛΛΟΓΗ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΗ ΕΚΘΕΣΕΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ

Άρθρο 83

Συλλογή δεδομένων

1.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας, οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών και οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο συλλέγουν δεδομένα σχετικά με τα ακόλουθα θέματα και θέτουν τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση του Κέντρου της ΕΕ κατόπιν αιτήματος:

α)όταν ο πάροχος έχει αποτελέσει αντικείμενο εντολής εντοπισμού που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 7:

τα μέτρα που ελήφθησαν για τη συμμόρφωση με την εντολή, συμπεριλαμβανομένων των τεχνολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτό και των παρασχεθεισών διασφαλίσεων·    

τα ποσοστά σφάλματος των τεχνολογιών που χρησιμοποιήθηκαν για τον εντοπισμό της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και τα μέτρα που ελήφθησαν για την πρόληψη ή την αποκατάσταση τυχόν σφαλμάτων·

όσον αφορά τις καταγγελίες και τις υποθέσεις που υποβάλλονται από χρήστες σε σχέση με τα μέτρα που λαμβάνονται για τη συμμόρφωση με την εντολή, τον αριθμό των καταγγελιών που υποβλήθηκαν απευθείας στον πάροχο, τον αριθμό των υποθέσεων που παραπέμφθηκαν ενώπιον δικαστικής αρχής, τη βάση των εν λόγω καταγγελιών και υποθέσεων, τις αποφάσεις που ελήφθησαν σχετικά με τις εν λόγω καταγγελίες και στις εν λόγω υποθέσεις, τον μέσο χρόνο που απαιτήθηκε για τη λήψη των εν λόγω αποφάσεων και τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες οι αποφάσεις αυτές στη συνέχεια ανακλήθηκαν·

β)τον αριθμό των εντολών αφαίρεσης που εκδόθηκαν προς τον πάροχο σύμφωνα με το άρθρο 14 και τον μέσο χρόνο που απαιτήθηκε για την αφαίρεση ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης στο εν λόγω στοιχείο ή στοιχεία υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

γ)τον συνολικό αριθμό στοιχείων υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που ο πάροχος αφαίρεσε ή στα οποία απενεργοποίησε την πρόσβαση, με ανάλυση του κατά πόσον τα στοιχεία αφαιρέθηκαν ή η πρόσβαση σ’ αυτά απενεργοποιήθηκε σύμφωνα με εντολή αφαίρεσης ή σύμφωνα με ειδοποίηση που υποβλήθηκε από αρμόδια αρχή, το Κέντρο της ΕΕ ή τρίτο μέρος, ή με πρωτοβουλία του παρόχου·

δ)τον αριθμό των εντολών αποκλεισμού που εκδόθηκαν προς τον πάροχο σύμφωνα με το άρθρο 16·

ε)τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες ο πάροχος επικαλέστηκε το άρθρο 8 παράγραφος 3, το άρθρο 14 παράγραφος 5 ή 6 ή το άρθρο 17 παράγραφος 5, καθώς και τους σχετικούς λόγους·

2.Οι συντονιστικές αρχές συλλέγουν δεδομένα σχετικά με τα ακόλουθα θέματα και θέτουν τις πληροφορίες αυτές στη διάθεση του Κέντρου της ΕΕ κατόπιν αιτήματος:

α)τη συνέχεια που δόθηκε στις αναφορές για πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών τις οποίες διαβίβασε το Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 3, προσδιορίζοντας για κάθε αναφορά:

κατά πόσον η αναφορά οδήγησε στην έναρξη ποινικής έρευνας, συνέβαλε σε υπό εξέλιξη έρευνα, οδήγησε στην ανάληψη οποιασδήποτε άλλης δράσης ή οδήγησε στη μη ανάληψη δράσης·

όταν η αναφορά οδήγησε στην έναρξη ποινικής έρευνας ή συνέβαλε σε υπό εξέλιξη έρευνα, την τρέχουσα κατάσταση ή το αποτέλεσμα της έρευνας, συμπεριλαμβανομένου του κατά πόσον η υπόθεση περατώθηκε στο στάδιο της προδικασίας, κατά πόσον η υπόθεση οδήγησε στην επιβολή κυρώσεων, κατά πόσον τα θύματα εντοπίστηκαν και διασώθηκαν και, εάν ναι, τον αριθμό τους με ανάλυση ανά φύλο και ηλικία, και κατά πόσον συνελήφθησαν ύποπτοι και καταδικάστηκαν δράστες και, εάν ναι, τον αριθμό τους·

όταν η αναφορά οδήγησε σε οποιαδήποτε άλλη δράση, το είδος της δράσης, την κατάσταση ή το αποτέλεσμα της εν λόγω δράσης και τους λόγους για τους οποίους αναλήφθηκε·

όταν δεν αναλήφθηκε καμία δράση, τους λόγους για τους οποίους δεν αναλήφθηκε καμία δράση·

β)τους σημαντικότερους και επαναλαμβανόμενους κινδύνους διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, όπως αναφέρονται από τους παρόχους υπηρεσιών φιλοξενίας και τους παρόχους υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών σύμφωνα με το άρθρο 3 ή εντοπίζονται μέσω άλλων πληροφοριών που είναι διαθέσιμες στη συντονιστική αρχή·

γ)κατάλογο των παρόχων υπηρεσιών φιλοξενίας και των παρόχων υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών στους οποίους η συντονιστική αρχή απηύθυνε εντολή εντοπισμού σύμφωνα με το άρθρο 7·

δ)τον αριθμό των εντολών εντοπισμού που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7, με ανάλυση ανά πάροχο και ανά είδος διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, και τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες ο πάροχος επικαλέστηκε το άρθρο 8 παράγραφος 3·

ε)κατάλογο των παρόχων υπηρεσιών φιλοξενίας στους οποίους η συντονιστική αρχή εξέδωσε εντολή αφαίρεσης σύμφωνα με το άρθρο 14·

στ)τον αριθμό των εντολών αφαίρεσης που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 14, με ανάλυση ανά πάροχο, τον χρόνο που απαιτήθηκε για την αφαίρεση ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης στο εν λόγω στοιχείο ή στοιχεία υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, και τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες ο πάροχος επικαλέστηκε το άρθρο 14 παράγραφοι 5 και 6·

ζ)τον αριθμό των εντολών αποκλεισμού που εκδόθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 16, με ανάλυση ανά πάροχο, και τον αριθμό των περιπτώσεων στις οποίες ο πάροχος επικαλέστηκε το άρθρο 17 παράγραφος 5·

η)κατάλογο των σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας στις οποίες η συντονιστική αρχή απηύθυνε απόφαση που ελήφθη σύμφωνα με τα άρθρα 27, 28 ή 29, το είδος της ληφθείσας απόφασης και τους λόγους για τους οποίους ελήφθη·

θ)τις περιπτώσεις στις οποίες η γνώμη του Κέντρου της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 4 στοιχείο δ) απέκλινε σημαντικά από τη γνώμη της συντονιστικής αρχής, προσδιορίζοντας τα σημεία στα οποία απέκλινε και τους κύριους λόγους της απόκλισης.

3.Το Κέντρο της ΕΕ συλλέγει δεδομένα και παράγει στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον εντοπισμό, την αναφορά, την αφαίρεση ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σε διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Τα δεδομένα αφορούν ιδίως τα ακόλουθα θέματα:

α)τον αριθμό των δεικτών στις βάσεις δεδομένων δεικτών που αναφέρονται στο άρθρο 44 και την εξέλιξη του αριθμού αυτού σε σύγκριση με τα προηγούμενα έτη·

β)τον αριθμό των υποβολών υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και άγρας παιδιών που προβλέπονται στο άρθρο 36 παράγραφος 1, με ανάλυση ανά κράτος μέλος που όρισε τις συντονιστικές αρχές που προέβησαν στη σχετική υποβολή, και, στην περίπτωση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, τον αριθμό των δεικτών που παράχθηκαν βάσει αυτού και τον αριθμό των ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων (URL) που περιλήφθηκαν στον κατάλογο ομοιόμορφων εντοπιστών πόρων σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 3·

γ)τον συνολικό αριθμό των αναφορών που υποβλήθηκαν στο Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 12, με ανάλυση ανά πάροχο υπηρεσιών φιλοξενίας και πάροχο υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών που υπέβαλε την αναφορά και ανά κράτος μέλος στην αρμόδια αρχή του οποίου το Κέντρο της ΕΕ διαβίβασε τις αναφορές σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 3·

δ)τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών την οποία αφορούν οι αναφορές, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού των στοιχείων πιθανού γνωστού και νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και των περιπτώσεων πιθανής άγρας παιδιών, του κράτους μέλους στην αρμόδια αρχή του οποίου το Κέντρο της ΕΕ διαβίβασε τις αναφορές σύμφωνα με το άρθρο 48 παράγραφος 3 και του είδους της σχετικής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας που προσφέρει ο πάροχος που υποβάλει την αναφορά·

ε)τον αριθμό των αναφορών που το Κέντρο της ΕΕ έκρινε προδήλως αβάσιμες, όπως προβλέπεται στο άρθρο 48 παράγραφος 2·

στ)τον αριθμό των αναφορών σχετικά με πιθανό νέο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και άγρας παιδιών που αξιολογήθηκαν ότι δεν συνιστούν υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών για το οποίο το Κέντρο της ΕΕ ενημερώθηκε δυνάμει του άρθρου 36 παράγραφος 3, με ανάλυση ανά κράτος μέλος·

ζ)τα αποτελέσματα των αναζητήσεων σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 1, συμπεριλαμβανομένου του αριθμού εικόνων, βίντεο και διευθύνσεων URL ανά κράτος μέλος όπου φιλοξενείται το υλικό·

η)όταν το ίδιο στοιχείο πιθανού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών αναφέρθηκε περισσότερες από μία φορές στο Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 12 ή εντοπίστηκε περισσότερες από μία φορές μέσω των αναζητήσεων σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 1, τον αριθμό των περιπτώσεων αναφοράς ή εντοπισμού του εν λόγω στοιχείου με τον τρόπο αυτό.

θ)τον αριθμό των ειδοποιήσεων και τον αριθμό των παρόχων υπηρεσιών φιλοξενίας που ειδοποιήθηκαν από το Κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 49 παράγραφος 2·

ι)τον αριθμό των θυμάτων διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που λαμβάνουν συνδρομή από το κέντρο της ΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 21 παράγραφος 2 και τον αριθμό των θυμάτων αυτών που ζήτησαν να λάβουν την εν λόγω συνδρομή κατά τρόπο προσβάσιμο σ’ αυτά λόγω αναπηρίας.

4.Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας, οι πάροχοι υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών και οι πάροχοι υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο, οι συντονιστικές αρχές και το Κέντρο της ΕΕ διασφαλίζουν ότι τα δεδομένα που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, αντίστοιχα, δεν αποθηκεύονται για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το αναγκαίο για την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τη διαφάνεια που προβλέπεται στο άρθρο 84. Τα δεδομένα που αποθηκεύονται δεν περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

5.Εξασφαλίζουν ότι τα δεδομένα αποθηκεύονται με ασφαλή τρόπο και ότι η αποθήκευση υπόκειται σε κατάλληλες τεχνικές και οργανωτικές διασφαλίσεις. Με τις εν λόγω διασφαλίσεις εξασφαλίζεται, ιδίως, ότι η επεξεργασία των δεδομένων και η πρόσβαση σ’ αυτά είναι δυνατές μόνο για τον σκοπό για τον οποίο αποθηκεύονται τα δεδομένα, ότι επιτυγχάνεται υψηλό επίπεδο ασφάλειας και ότι οι πληροφορίες διαγράφονται όταν δεν είναι πλέον αναγκαίες για τον οικείο σκοπό. Επανεξετάζουν τακτικά τις εν λόγω διασφαλίσεις και τις προσαρμόζουν όταν είναι αναγκαίο.

Άρθρο 84

Υποβολή εκθέσεων σχετικά με τη διαφάνεια

1.Κάθε πάροχος σχετικών υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας συντάσσει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω έκθεση συγκεντρώνει τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 83 παράγραφος 1. Έως τις 31 Ιανουαρίου κάθε έτους που έπεται του έτους στο οποίο αναφέρεται η έκθεση, οι πάροχοι θέτουν την έκθεση στη διάθεση του κοινού και την κοινοποιούν στη συντονιστική αρχή εγκατάστασης, στην Επιτροπή και στο Κέντρο της ΕΕ.

2.Κάθε συντονιστική αρχή συντάσσει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές της δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω έκθεση συγκεντρώνει τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 83 παράγραφος 2. Έως τις 31 Μαρτίου κάθε έτους που έπεται του έτους στο οποίο αναφέρεται η έκθεση, θέτει την έκθεση στη διάθεση του κοινού και την κοινοποιεί στην Επιτροπή και στο Κέντρο της ΕΕ.

3.Όταν ένα κράτος μέλος έχει ορίσει περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές σύμφωνα με το άρθρο 25, διασφαλίζει ότι η συντονιστική αρχή συντάσσει ενιαία έκθεση η οποία καλύπτει τις δραστηριότητες όλων των αρμόδιων αρχών δυνάμει του παρόντος κανονισμού και ότι η συντονιστική αρχή λαμβάνει από τις άλλες αρμόδιες αρχές όλες τις σχετικές πληροφορίες και τη στήριξη που απαιτείται για τον σκοπό αυτό.

4.Το Κέντρο της ΕΕ, σε στενή συνεργασία με τις συντονιστικές αρχές, συντάσσει ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του δυνάμει του παρόντος κανονισμού. Η εν λόγω έκθεση συγκεντρώνει και αναλύει επίσης τις πληροφορίες που περιέχονται στις εκθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 2 και 3. Έως τις 30 Ιουνίου κάθε έτους που έπεται του έτους στο οποίο αναφέρεται η έκθεση, το Κέντρο της ΕΕ θέτει την έκθεση στη διάθεση του κοινού και την κοινοποιεί στην Επιτροπή.

5.Οι ετήσιες εκθέσεις σχετικά με τη διαφάνεια που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 δεν περιλαμβάνουν πληροφορίες που ενδέχεται να βλάψουν τις εν εξελίξει δραστηριότητες παροχής βοήθειας στα θύματα ή πρόληψης, εντοπισμού, διερεύνησης ή δίωξης αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Επίσης, δεν περιέχουν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.

6.Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις σύμφωνα με το άρθρο 86 για τη συμπλήρωση του παρόντος κανονισμού με τα αναγκαία υποδείγματα και λεπτομερείς κανόνες σχετικά με τη μορφή, το ακριβές περιεχόμενο και άλλες λεπτομέρειες των εκθέσεων και τη διαδικασία υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2 και 3.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ VI

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 85

Αξιολόγηση

1.Έως [πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού], και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή αξιολογεί τον παρόντα κανονισμό και υποβάλλει έκθεση σχετικά με την εφαρμογή του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο.

2.Έως [πέντε έτη μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού] και στη συνέχεια ανά πενταετία, η Επιτροπή διασφαλίζει ότι διενεργείται αξιολόγηση, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, όσον αφορά τις επιδόσεις του Κέντρου της ΕΕ σε σχέση με τους στόχους, την εντολή, τα καθήκοντα, τη διακυβέρνηση και την τοποθεσία του. Στην αξιολόγηση εξετάζονται, ιδίως, η ενδεχόμενη ανάγκη τροποποίησης των καθηκόντων του Κέντρου, καθώς και οι δημοσιονομικές επιπτώσεις τυχόν τροποποίησης.

3.Σε κάθε δεύτερη αξιολόγηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2, αξιολογούνται τα αποτελέσματα που έχουν επιτευχθεί από το Κέντρο της ΕΕ έναντι των σκοπών και των καθηκόντων του, συμπεριλαμβανομένης αξιολόγησης του κατά πόσον η συνέχιση της λειτουργίας του Κέντρου της ΕΕ εξακολουθεί να δικαιολογείται σε σχέση με τους σκοπούς και τα καθήκοντά του.

4.Η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο τα πορίσματα της αξιολόγησης της παραγράφου 3. Τα πορίσματα της αξιολόγησης δημοσιοποιούνται.

5.Για τους σκοπούς της διενέργειας των αξιολογήσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, οι συντονιστικές αρχές και τα κράτη μέλη και το Κέντρο της ΕΕ παρέχουν πληροφορίες στην Επιτροπή κατόπιν αιτήματός της.

6.Κατά τη διενέργεια των αξιολογήσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή της.

7.Ανάλογα με την περίπτωση, οι εκθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 και 4 συνοδεύονται από νομοθετικές προτάσεις.

Άρθρο 86

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.Η προβλεπόμενη στα άρθρα 3, 8, 13, 14, 17, 47 και 84 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για αόριστο χρονικό διάστημα από την [ημερομηνία έκδοσης του κανονισμού].

3.Η εξουσιοδότηση που αναφέρεται στα άρθρα 3, 8, 13, 14, 17, 47 και 84 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σ’ αυτή. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.Πριν εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 3, 8, 13, 14, 17, 47 και 84 τίθεται σε ισχύ μόνο αν δεν διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα κοινοποίησης της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 87

Διαδικασία επιτροπής

1.Για τους σκοπούς της έκδοσης των εκτελεστικών πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 39 παράγραφος 4, η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Η εν λόγω επιτροπή αποτελεί επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 88

Κατάργηση

Ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/1232 καταργείται από την [ημερομηνία εφαρμογής του παρόντος κανονισμού].

Άρθρο 89

Έναρξη ισχύος και εφαρμογή

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Εφαρμόζεται 6 μήνες μετά την έναρξη ισχύος του.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο    Για το Συμβούλιο

Η Πρόεδρος    Ο Πρόεδρος

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1.    ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

1.1.    Τίτλος της πρότασης/πρωτοβουλίας

1.2.    Σχετικός τομέας πολιτικής

1.3.    Η πρόταση αφορά

1.4.    Στόχοι

1.5.    Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας

1.6.    Διάρκεια και δημοσιονομικές επιπτώσεις της πρότασης/πρωτοβουλίας

1.7.    Προβλεπόμενοι τρόποι διαχείρισης

2.    ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

2.1.    Κανόνας παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων

2.2.    Συστήματα διαχείρισης και ελέγχου

2.3.    Μέτρα για την πρόληψη περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας

3.    ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

3.1.    Τομείς του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμές των δαπανών του προϋπολογισμού

3.2.    Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις δαπάνες

3.3.    Εκτιμώμενες επιπτώσεις στα έσοδα

ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

1.ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

1.1.Τίτλος της πρότασης/πρωτοβουλίας

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών

1.2.Σχετικοί τομείς πολιτικής

Τομέας πολιτικής: Ασφάλεια

Δραστηριότητα: Στρατηγική της ΕΕ για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών 59

1.3.Η πρόταση αφορά

 νέα δράση

 νέα δράση έπειτα από δοκιμαστικό σχέδιο / προπαρασκευαστική ενέργεια 60  

 την παράταση υφιστάμενης δράσης 

 συγχώνευση μίας ή περισσότερων δράσεων προς άλλη/νέα δράση 

1.4.Στόχοι

Γενικοί στόχοι 

Γενικός στόχος είναι η βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς με τη θέσπιση εναρμονισμένων κανόνων της ΕΕ με σκοπό τον καλύτερο εντοπισμό, προστασία και στήριξη των θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική πρόληψη και διευκολύνοντας τις έρευνες, ιδίως μέσω της αποσαφήνισης του ρόλου και των αρμοδιοτήτων των παρόχων υπηρεσιών διαδικτύου όσον αφορά τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών.

Ο στόχος αυτός συμβάλλει άμεσα στην επίτευξη των πλέον συναφών στόχων βιώσιμης ανάπτυξης (ΣΒΑ) για την παρούσα πρωτοβουλία, του ΣΒΑ 5.2. «Εξάλειψη όλων των μορφών βίας κατά όλων των γυναικών και κοριτσιών» και του ΣΒΑ 16.2. «Τερματισμός της κακοποίησης, της εκμετάλλευσης, της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και όλων των μορφών βίας και βασανιστηρίων που υφίστανται τα παιδιά», και αντιμετωπίζει εν μέρει τον ΣΒΑ 17 όσον αφορά τη συλλογή δεδομένων σχετικά με τα παιδιά με αναπηρία, ζητώντας πληροφορίες και βοήθεια από το Κέντρο της ΕΕ.

Ειδικοί στόχοι

Ειδικός στόχος αριθ.

1. διασφάλιση αποτελεσματικού εντοπισμού, αναφοράς και αφαίρεσης της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών,

2. βελτίωση της ασφάλειας δικαίου, της διαφάνειας και της λογοδοσίας, και διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων,

3. μείωση της διάδοσης και των επιπτώσεων της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών μέσω καλύτερου συντονισμού.


Αναμενόμενα αποτελέσματα και επιπτώσεις

Οι πάροχοι υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας αναμένεται να επωφεληθούν από την ασφάλεια δικαίου των εναρμονισμένων κανόνων της ΕΕ για τον εντοπισμό, την αναφορά και την αφαίρεση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, καθώς και από υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης όταν οι υπηρεσίες τους επιδεικνύουν μεγαλύτερη λογοδοσία μέσω της υιοθέτησης εκ σχεδιασμού ασφαλέστερων μεθόδων, και μέσω βελτιωμένης και τυποποιημένης υποβολής εκθέσεων σχετικά με τη διαφάνεια.

Όλοι οι χρήστες του διαδικτύου, και ιδίως τα παιδιά-χρήστες, αναμένεται να επωφεληθούν από μια πιο διαρθρωμένη προσέγγιση για την πρόληψη, τον εντοπισμό, την αναφορά και την αφαίρεση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών σε ολόκληρη την Ένωση, την οποία θα διευκολύνει το Κέντρο της ΕΕ, καθώς και από υψηλότερα επίπεδα εμπιστοσύνης στις υπηρεσίες διαδικτύου που υιοθετούν εκ σχεδιασμού ασφαλέστερες μεθόδους.

Οι εθνικές αρχές αναμένεται να επωφεληθούν από το γεγονός ότι το Κέντρο της ΕΕ θα διευκολύνει τη διαδικασία εντοπισμού, αναφοράς και αφαίρεσης, και ιδίως από τη συμβολή του στη διασφάλιση ότι οι αναφορές σχετικά με τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών που λαμβάνονται από τις εθνικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου είναι συναφείς και περιέχουν επαρκείς πληροφορίες ώστε να μπορούν οι αρχές επιβολής του νόμου να ενεργούν. Οι εθνικές αρχές θα επωφεληθούν επίσης από τη διευκόλυνση του διαμοιρασμού εμπειρογνωσίας που παρέχει το Κέντρο της ΕΕ όσον αφορά την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και διδαγμάτων σε ολόκληρη την ΕΕ και παγκοσμίως σχετικά με την πρόληψη και την παροχή βοήθειας στα θύματα.

Δείκτες επιδόσεων 

Στην έκθεση εκτίμησης επιπτώσεων που συνοδεύει την πρόταση περιγράφεται ειδικό πλαίσιο παρακολούθησης, που περιλαμβάνει διάφορους δείκτες σύμφωνα με τους ειδικούς στόχους.

Επιπλέον, στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του Κέντρου της ΕΕ θα καθοριστούν λεπτομερείς στόχοι και αναμενόμενα αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων δεικτών επιδόσεων, ενώ στο πολυετές πρόγραμμα εργασίας θα καθοριστούν οι συνολικοί στρατηγικοί στόχοι, τα αναμενόμενα αποτελέσματα και δείκτες επιδόσεων.

1.5.Αιτιολόγηση της πρότασης/πρωτοβουλίας

1.5.1.Βραχυπρόθεσμη ή μακροπρόθεσμη κάλυψη αναγκών, συμπεριλαμβανομένου λεπτομερούς χρονοδιαγράμματος για τη σταδιακή υλοποίηση της πρωτοβουλίας

Η πρόταση βασίζεται στο άρθρο 114 της ΣΛΕΕ και επικεντρώνεται στην εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Η επιλογή της νομικής βάσης αντικατοπτρίζει τους κύριους στόχους και το πεδίο εφαρμογής της πρωτοβουλίας, δεδομένου ότι το διαδίκτυο έχει εκ φύσεως διασυνοριακό χαρακτήρα. Το άρθρο 114 αποτελεί την κατάλληλη νομική βάση για την αντιμετώπιση των διαφορών μεταξύ διατάξεων των νομοθεσιών των κρατών μελών που είναι ικανές να παρεμποδίσουν τις θεμελιώδεις ελευθερίες και να έχουν, ως εκ τούτου, άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, καθώς και για την αποτροπή της εμφάνισης μελλοντικών εμποδίων στο εμπόριο λόγω διαφορών στον τρόπο με τον οποίο έχουν αναπτυχθεί οι εθνικές νομοθεσίες.

Η πρωτοβουλία αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση κοινών κανόνων που δημιουργούν τις βέλτιστες συνθήκες για τη διατήρηση ασφαλούς διαδικτυακού περιβάλλοντος με συμπεριφορά των παρόχων υπηρεσιών που χαρακτηρίζεται από υπευθυνότητα και λογοδοσία. Ταυτόχρονα, η παρέμβαση προβλέπει την κατάλληλη εποπτεία των σχετικών παρόχων υπηρεσιών και τη συνεργασία μεταξύ των αρχών σε επίπεδο ΕΕ, με τη συμμετοχή και την υποστήριξη του Κέντρου της ΕΕ, κατά περίπτωση. Ως εκ τούτου, η πρωτοβουλία θα πρέπει να αυξήσει την ασφάλεια δικαίου, την εμπιστοσύνη, την καινοτομία και την ανάπτυξη στην ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών.

Προβλέπεται πενταετής προθεσμία από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της νομοθεσίας για να επιτευχθεί η πλήρης επιχειρησιακή ικανότητα του προτεινόμενου Κέντρου της ΕΕ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου προσαρμογής θα διατεθούν επίσης πόροι της Επιτροπής για τη στήριξη της σύστασης του Κέντρου.

1.5.2.Προστιθέμενη αξία της ενωσιακής παρέμβασης (που μπορεί να προκύπτει από διάφορους παράγοντες, π.χ. οφέλη από τον συντονισμό, ασφάλεια δικαίου, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα ή συμπληρωματικότητα). Για τους σκοπούς του παρόντος σημείου, «προστιθέμενη αξία της ενωσιακής παρέμβασης» είναι η αξία που απορρέει από την ενωσιακή παρέμβαση και η οποία προστίθεται στην αξία που θα είχε δημιουργηθεί αν τα κράτη μέλη ενεργούσαν μεμονωμένα.

Λόγοι για ανάληψη δράσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο

Ικανοποιητική βελτίωση όσον αφορά τους κανόνες που ισχύουν για τους σχετικούς παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου που δραστηριοποιούνται στην εσωτερική αγορά, με στόχο την ενίσχυση της καταπολέμησης της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη όταν αυτά ενεργούν μεμονωμένα ή με ασυντόνιστο τρόπο. Ειδικότερα, ένα μόνο κράτος μέλος δεν μπορεί να αποτρέψει ή να σταματήσει αποτελεσματικά την κυκλοφορία στο διαδίκτυο μιας εικόνας ή ενός βίντεο σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ή τον διαδικτυακό προσεταιρισμό παιδιών, εάν δεν μπορεί να συνεργαστεί και να συντονιστεί με τις ιδιωτικές οντότητες που παρέχουν υπηρεσίες σε πολλά (αν όχι σε όλα τα) κράτη μέλη.

Ελλείψει δράσης σε επίπεδο ΕΕ, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεχίσουν να θεσπίζουν επιμέρους εθνικούς νόμους για την αντιμετώπιση των σημερινών και των αναδυόμενων προκλήσεων, κάτι που έχει ως πιθανή συνέπεια τον κατακερματισμό και την ύπαρξη αποκλινόντων νόμων που ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την εσωτερική αγορά, ιδίως όσον αφορά τους παρόχους υπηρεσιών διαδικτύου που δραστηριοποιούνται σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη.

Αναμενόμενη προστιθέμενη αξία για την Ένωση 

Η αναμενόμενη προστιθέμενη αξία της πρωτοβουλίας για την Ένωση περιλαμβάνει τα εξής:

   Μείωση του κατακερματισμού και του κόστους συμμόρφωσης/λειτουργίας, βελτιώνοντας τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Το Κέντρο της ΕΕ θα συμβάλει κυρίως διευκολύνοντας την εφαρμογή των υποχρεώσεων των παρόχων υπηρεσιών να εντοπίζουν, να αναφέρουν και να αφαιρούν τη διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, καθώς και τη δράση των αρχών επιβολής του νόμου για την παρακολούθηση των εν λόγω αναφορών.

   Διευκόλυνση και στήριξη της δράσης των κρατών μελών για την πρόληψη και την παροχή βοήθειας στα θύματα με σκοπό την αύξηση της αποδοτικότητας και της αποτελεσματικότητας. Το Κέντρο της ΕΕ θα συμβάλει κυρίως διευκολύνοντας την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών και λειτουργώντας ως κόμβος γνώσης για τα κράτη μέλη.

   Μείωση της εξάρτησης από τρίτες χώρες και διευκόλυνση της συνεργασίας με τις χώρες αυτές. Το Κέντρο της ΕΕ θα συμβάλει κυρίως με την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών με τρίτες χώρες και θα διευκολύνει την πρόσβαση των κρατών μελών στην εμπειρογνωσία και στα διδάγματα που αντλήθηκαν από δράσεις για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών σε ολόκληρο τον κόσμο.

1.5.3.Διδάγματα από ανάλογες εμπειρίες του παρελθόντος

Η παρούσα πρόταση βασίζεται σε δύο τομεακές νομοθετικές πράξεις που αφορούν τον τομέα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Η πρώτη είναι η οδηγία 2011/93/ΕΕ σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας, και, πιο πρόσφατα, ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/1232 περί προσωρινής παρεκκλίσεως από ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ όσον αφορά τη χρήση τεχνολογιών από παρόχους υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών για την επεξεργασία προσωπικών και άλλων δεδομένων, προς καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο.

Η οδηγία του 2011, η οποία αποτέλεσε τότε σημαντικό βήμα προόδου, πρέπει να μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών επειγόντως. Η Επιτροπή θα συνεχίσει να χρησιμοποιεί τις εξουσίες επιβολής που διαθέτει βάσει των Συνθηκών μέσω των διαδικασιών επί παραβάσει για τη διασφάλιση της ταχείας εφαρμογής. Παράλληλα, και όπως αναφέρεται στη στρατηγική της ΕΕ για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, η Επιτροπή έχει δρομολογήσει μελέτη για την προετοιμασία της αξιολόγησης της οδηγίας του 2011 και της πιθανής μελλοντικής αναθεώρησής της.

Σκοπός του κανονισμού (ΕΕ) 2021/1232 (στο εξής: προσωρινός κανονισμός) ήταν να δώσει τη δυνατότητα σε ορισμένες υπηρεσίες διαδικτυακών επικοινωνιών να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν τεχνολογίες για τον εντοπισμό και την αναφορά περιστατικών διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και την αφαίρεση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών από τις υπηρεσίες τους. Έχει περιορισμένη διάρκεια, και το πεδίο εφαρμογής του περιορίζεται στις εθελοντικές δραστηριότητες ορισμένων διαδικτυακών υπηρεσιών κατά τη διάρκεια μεταβατικής περιόδου 3 ετών κατ’ ανώτατο όριο, η οποία θα λήξει τον Αύγουστο του 2024.

Η παρούσα πρόταση βασίζεται στην οδηγία του 2011, ιδίως όσον αφορά τον ορισμό των αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, και στον προσωρινό κανονισμό, ιδίως όσον αφορά τις διασφαλίσεις για τον εντοπισμό της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

1.5.4.Συμβατότητα με το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο και ενδεχόμενες συνέργειες με άλλα κατάλληλα μέσα

Η στρατηγική της ΕΕ για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών του 2020 καθόρισε οκτώ πρωτοβουλίες που τονίζουν τη σημασία μιας ολιστικής αντιμετώπισης αυτού του τομέα εγκληματικότητας. Η νομοθεσία αποτελεί ένα απ’ αυτά τα στοιχεία. Ως εκ τούτου, η παρούσα πρόταση αποσκοπεί στην ανάπτυξη και την εφαρμογή κατάλληλου νομικού πλαισίου, στην ενίσχυση της απόκρισης των αρχών επιβολής του νόμου και στην προώθηση μιας συντονισμένης πολυμερούς δράσης όσον αφορά την πρόληψη, την εξιχνίαση, καθώς και την παροχή βοήθειας στα θύματα.

Η παρούσα πρόταση αντικατοπτρίζεται στον τίτλο «Προώθηση του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής μας» στο πρόγραμμα εργασίας της Επιτροπής για το 2021.

Η παρούσα πρόταση θα βασιστεί στην αναγκαιότητα της προτεινόμενης πράξης για τις ψηφιακές υπηρεσίες προκειμένου να διασφαλιστούν οι βέλτιστες συνθήκες για την ανάπτυξη καινοτόμων διασυνοριακών ψηφιακών υπηρεσιών στην ΕΕ σε όλα τα εθνικά εδάφη και, ταυτόχρονα, προκειμένου να διατηρηθεί ένα ασφαλές διαδικτυακό περιβάλλον για όλους τους πολίτες της ΕΕ.

Στόχος της παρούσας πρότασης είναι η δημιουργία ειδικού πλαισίου της ΕΕ για την καταπολέμηση και την πρόληψη της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, με στοιχεία παρόμοια με εκείνα του κανονισμού για το τρομοκρατικό περιεχόμενο στο διαδίκτυο, και με βάση τις διατάξεις της πράξης για τις ψηφιακές υπηρεσίες, ώστε να δημιουργηθεί μια εναρμονισμένη βάση αναφοράς για την αντιμετώπιση του συνόλου του παράνομου περιεχομένου μέσω της στόχευσης της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης και του προσεταιρισμού παιδιών ειδικότερα.

Το Κέντρο της ΕΕ, θεμελιώδες στοιχείο για τη στήριξη της εφαρμογής των υποχρεώσεων των παρόχων υπηρεσιών όσον αφορά τον εντοπισμό, την αναφορά και την αφαίρεση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, αναμένεται να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα για τα κράτη μέλη διευκολύνοντας τη συνεργασία τους και καθιστώντας αμοιβαία την αξιοποίηση των πόρων για τεχνική βοήθεια σε επίπεδο ΕΕ.

1.5.5.Αξιολόγηση των διαφόρων διαθέσιμων επιλογών χρηματοδότησης, συμπεριλαμβανομένων των δυνατοτήτων ανακατανομής

Κεντρικό στοιχείο για την αξιολόγηση των διαφόρων επιλογών χρηματοδότησης ήταν η ανάγκη το προτεινόμενο Κέντρο της ΕΕ να είναι ανεξάρτητο προκειμένου να διευκολύνει το έργο των παρόχων υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας όσον αφορά τον εντοπισμό, την αναφορά και την αφαίρεση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, καθώς και το έργο των αρχών επιβολής του νόμου όσον αφορά την παρακολούθηση των εν λόγω αναφορών από παρόχους υπηρεσιών.

Στη συνοδευτική εκτίμηση επιπτώσεων εξετάστηκαν και άλλες επιλογές για το Κέντρο της ΕΕ, και, π.χ. όσον αφορά την ενσωμάτωση του Κέντρου της ΕΕ στον Οργανισμό Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA), διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι αυτό θα οδηγούσε σε σημαντική ανισορροπία στην εντολή του FRA: διότι ο οργανισμός θα διπλασιαζόταν σε μέγεθος· ο μισός θα αφιερωνόταν στη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών και ο άλλος μισός στα τρέχοντα καθήκοντά του, γεγονός το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα περαιτέρω επιπλοκές που συνδέονται με την αναδιαμόρφωση της διακυβέρνησης του FRA και της υποκείμενης νομοθεσίας.

Ως εκ τούτου, προκειμένου να υποστηριχθεί περαιτέρω η ανεξαρτησία του Κέντρου, προτείνεται το Κέντρο να είναι οικονομικά ανεξάρτητο και να χρηματοδοτείται από την ΕΕ.

Το Κέντρο θα πρέπει επίσης να είναι ανεξάρτητο από τις εθνικές δημόσιες οντότητες του κράτους μέλους που θα το φιλοξενεί, προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος προσπαθειών να δοθεί προτεραιότητα ή προτίμηση στο συγκεκριμένο κράτος μέλος. Αυτό ισχύει με την επιφύλαξη της δυνατότητας αξιοποίησης της εμπειρογνωσίας των κρατών μελών και των οργανισμών της ΕΕ στον τομέα της δικαιοσύνης και των εσωτερικών υποθέσεων, που θα συμβάλει στη δημιουργία κρίσιμης μάζας εμπειρογνωμοσύνης εντός του προτεινόμενου Κέντρου της ΕΕ.

1.6.Διάρκεια και δημοσιονομικές επιπτώσεις της πρότασης/πρωτοβουλίας

 περιορισμένη διάρκεια

   Πρόταση/πρωτοβουλία με ισχύ από [ΗΗ/MM]ΕΕΕΕ έως [ΗΗ/MM]ΕΕΕΕ

   Δημοσιονομικές επιπτώσεις από το ΕΕΕΕ έως το ΕΕΕΕ

 απεριόριστη διάρκεια

Υλοποίηση με πενταετή περίοδο σταδιακής εφαρμογής από το 2025 και εξής,

και στη συνέχεια πλήρης εφαρμογή.

1.7.Προβλεπόμενοι τρόποι διαχείρισης 61  

 Άμεση διαχείριση από την Επιτροπή μέσω

   εκτελεστικών οργανισμών

 Επιμερισμένη διαχείριση με τα κράτη μέλη

 Έμμεση διαχείριση με ανάθεση καθηκόντων εκτέλεσης του προϋπολογισμού:

 σε διεθνείς οργανισμούς και στις οργανώσεις τους (να προσδιοριστούν)

στην ΕΤΕπ και στο Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων

 στους οργανισμούς που αναφέρονται στα άρθρα 70 και 71

 σε οργανισμούς δημοσίου δικαίου

 σε οργανισμούς που διέπονται από ιδιωτικό δίκαιο και έχουν αποστολή δημόσιας υπηρεσίας, στον βαθμό που παρέχουν επαρκείς οικονομικές εγγυήσεις

 σε οργανισμούς που διέπονται από το ιδιωτικό δίκαιο κράτους μέλους, στους οποίους έχει ανατεθεί η εκτέλεση σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και οι οποίοι παρέχουν επαρκείς οικονομικές εγγυήσεις

◻ σε πρόσωπα επιφορτισμένα με την εφαρμογή συγκεκριμένων δράσεων στην ΚΕΠΠΑ βάσει του τίτλου V της ΣΕΕ και τα οποία προσδιορίζονται στην αντίστοιχη βασική πράξη.

Παρατηρήσεις

Το επίπεδο της συνεισφοράς της ΕΕ στο Κέντρο κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών προσδιορίστηκε με βάση την εκτίμηση επιπτώσεων που διενεργήθηκε. 

2.ΜΕΤΡΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

2.1.Κανόνες παρακολούθησης και υποβολής εκθέσεων

Η εφαρμογή και η λειτουργία του κανονισμού θα επανεξετάζεται και θα αξιολογείται περιοδικά μέσω υποβολής εκθέσεων.

Για την παρακολούθηση της εφαρμογής του κανονισμού, το Κέντρο της ΕΕ (μαζί με τους παρόχους υπηρεσιών και τις συντονιστικές αρχές) συλλέγει και αναλύει δεδομένα σχετικά με τη μέτρηση της αποτελεσματικότητας των υποχρεώσεων εντοπισμού, αναφοράς και αφαίρεσης. Οι συντονιστικές αρχές και οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας ή διαπροσωπικών επικοινωνιών θα συμβάλλουν στη συλλογή δεδομένων και την αναφορά σχετικά με πτυχές που εμπίπτουν στην αρμοδιότητά τους. Τα δεδομένα που συλλέγονται από το κέντρο της ΕΕ θα πρέπει να τίθενται στη διάθεση των συντονιστικών αρχών και της Επιτροπής, ώστε να είναι δυνατή η αξιολόγηση της εφαρμογής.

Το Κέντρο της ΕΕ δημοσιεύει ετήσιες εκθέσεις διαφάνειας. Οι εκθέσεις αυτές, οι οποίες θα πρέπει να δημοσιοποιούνται και να κοινοποιούνται στην Επιτροπή, θα πρέπει να συγκεντρώνουν και να αναλύουν τις πληροφορίες που περιέχονται στις ετήσιες εκθέσεις των σχετικών παρόχων υπηρεσιών πληροφοριών και των συντονιστικών αρχών, σε συνδυασμό με άλλες σχετικές πηγές, και να περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητες του Κέντρου.

Με βάση τα στατιστικά στοιχεία και τις πληροφορίες που συλλέγονται και τους μηχανισμούς διαφάνειας που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, η Επιτροπή θα πρέπει να διενεργήσει αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού εντός πέντε ετών από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του και, στη συνέχεια, ανά πενταετία. Η Επιτροπή θα υποβάλει εκθέσεις όσον αφορά τα πορίσματα της αξιολόγησης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

Όλοι οι οργανισμοί της Ένωσης λειτουργούν υπό αυστηρό σύστημα παρακολούθησης που συγκροτείται από συντονιστή εσωτερικού ελέγχου, την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου της Επιτροπής, το διοικητικό συμβούλιο, την Επιτροπή, το Ελεγκτικό Συνέδριο και την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή. Το σύστημα αυτό αντικατοπτρίζεται και καθορίζεται στο κεφάλαιο 4 του προτεινόμενου κανονισμού για τη σύσταση του Κέντρου της ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Σύμφωνα με την κοινή δήλωση για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς της ΕΕ, το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του Κέντρου περιλαμβάνει λεπτομερείς στόχους και αναμενόμενα αποτελέσματα, καθώς και δείκτες επιδόσεων. Το Κέντρο θα περιλαμβάνει στις δραστηριότητές του που περιέχονται στο ετήσιο πρόγραμμα εργασίας του βασικούς δείκτες επιδόσεων. Οι δραστηριότητες του Κέντρου θα μετριούνται στη συνέχεια με βάση αυτούς τους δείκτες στην ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων.

Το ετήσιο πρόγραμμα εργασίας συνάδει με το πολυετές πρόγραμμα εργασίας και αμφότερα περιλαμβάνονται σε ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού το οποίο υποβάλλεται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή.

Το διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου της ΕΕ θα είναι υπεύθυνο για τον γενικό προσανατολισμό των δραστηριοτήτων του Κέντρου της ΕΕ. Το εκτελεστικό συμβούλιο θα είναι υπεύθυνο για την αποδοτική και αποτελεσματική διοικητική, δημοσιονομική και λειτουργική διαχείριση του Κέντρου της ΕΕ και θα εγκρίνει εκτίμηση του προϋπολογισμού του Κέντρου πριν από τη διαβίβασή του στην Επιτροπή.

2.2.Συστήματα διαχείρισης και ελέγχου

2.2.1.Αιτιολόγηση των τρόπων διαχείρισης, των μηχανισμών εκτέλεσης της χρηματοδότησης, των όρων πληρωμής και της προτεινόμενης στρατηγικής ελέγχου

Δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης στο πλαίσιο της παρούσας πρότασης αφορά τη δημιουργία νέου Κέντρου της ΕΕ, η χρηματοδότηση από τον προϋπολογισμό της ΕΕ θα εκτελείται μέσω έμμεσης διαχείρισης.

Θα θεσπιστεί κατάλληλη στρατηγική εσωτερικού ελέγχου για να διασφαλιστεί ότι ο προϋπολογισμός αυτός εκτελείται με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο.

Όσον αφορά τους εκ των υστέρων ελέγχους, το Κέντρο της ΕΕ, ως αποκεντρωμένος οργανισμός, υπόκειται:

— σε εσωτερικό έλεγχο από την Υπηρεσία Εσωτερικού Λογιστικού Ελέγχου της Επιτροπής·

— στην έκδοση ετήσιων εκθέσεων από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, οι οποίες περιλαμβάνουν δήλωση αξιοπιστίας όσον αφορά τους ετήσιους λογαριασμούς, καθώς και δήλωση σχετικά με τη νομιμότητα και την κανονικότητα των πράξεων στις οποίες βασίζονται οι λογαριασμοί·

— σε ετήσια απαλλαγή που χορηγείται από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο·

— σε πιθανές έρευνες που διεξάγει η OLAF για να διασφαλίσει, ιδίως, την ορθή χρήση των πόρων που διατίθενται στους οργανισμούς.

Ως οργανισμός του τομέα δικαιοσύνης και εσωτερικών υποθέσεων που θα είναι εταίρος της ΓΔ HOME, το Κέντρο της ΕΕ θα υπόκειται στη στρατηγική ελέγχου της ΓΔ HOME για τους αποκεντρωμένους οργανισμούς, ώστε να διασφαλίζεται η αξιόπιστη υποβολή εκθέσεων στο πλαίσιο της ετήσιας έκθεσης δραστηριοτήτων του. Παρά το γεγονός ότι οι αποκεντρωμένοι οργανισμοί έχουν πλήρη ευθύνη για την εκτέλεση του προϋπολογισμού τους, η ΓΔ HOME είναι υπεύθυνη για την τακτική καταβολή των ετήσιων συνεισφορών που καθορίζονται από την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή.

Οι δραστηριότητες του Κέντρου αποτελούν επίσης αντικείμενο των ερευνών του Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, σύμφωνα με το άρθρο 228 της Συνθήκης.

2.2.2.Πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που έχουν εντοπιστεί και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου που έχουν δημιουργηθεί για τον μετριασμό τους

Δεδομένου ότι το Κέντρο θα είναι ένα νέο Κέντρο της ΕΕ, υπάρχει κίνδυνος η διαδικασία προσλήψεων να μην είναι εντός χρονοδιαγράμματος και να επηρεάσει την επιχειρησιακή ικανότητα του Κέντρου. Εν προκειμένω, η υποστήριξη της αρμόδιας ΓΔ είναι ζωτικής σημασίας όσον αφορά τους ρόλους του διατάκτη και την άσκηση των αρμοδιοτήτων που ανατίθενται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) 62 έως ότου το Κέντρο επιτύχει πλήρη διοικητική αυτονομία.

Θα απαιτούνται συχνές συνεδριάσεις και τακτικές επαφές μεταξύ της αρμόδιας ΓΔ και του Κέντρου καθ’ όλη τη διάρκεια της πενταετούς εναρκτήριας φάσης, ώστε να διασφαλίζεται ότι το Κέντρο είναι αυτόνομο και λειτουργεί όπως έχει προγραμματιστεί.

Ο κίνδυνος για την αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας πρότασης λαμβάνει υπόψη τον ρυθμιστικό στόχο της βελτίωσης και της ενίσχυσης του εντοπισμού, της αναφοράς και της αφαίρεσης της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών σε ολόκληρη την Ένωση, και στις περιπτώσεις όπου η ευρύτερη εφαρμογή του κανονισμού θα οδηγούσε σε σημαντική αύξηση του όγκου και της ποιότητας των αναφορών. Ενώ η εκτίμηση επιπτώσεων παρείχε εκτιμήσεις σχετικά με τον αριθμό των αναμενόμενων αναφορών, ο πραγματικός αριθμός των αναφορών που θα λαμβάνει το Κέντρο και, ως εκ τούτου, ο φόρτος εργασίας του, μπορεί να διαφέρει από τις εκτιμήσεις.

Το Κέντρο της ΕΕ θα κληθεί να εφαρμόσει ένα πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου σύμφωνα με το πλαίσιο εσωτερικού ελέγχου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στις ετήσιες εκθέσεις του Κέντρου θα περιλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με τους εσωτερικούς ελέγχους του Κέντρου της ΕΕ.

Θα συσταθεί κλιμάκιο εσωτερικού ελέγχου που θα λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους που αφορούν ειδικά τη λειτουργία του Κέντρου της ΕΕ και θα εφαρμόζει συστηματική και πειθαρχημένη προσέγγιση για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των διαδικασιών διαχείρισης κινδύνων, ελέγχου και διακυβέρνησης, καθώς και θα εκδίδει συστάσεις για τη βελτίωσή τους.

Η ΓΔ HOME πραγματοποιεί ετήσια άσκηση διαχείρισης κινδύνων για τον εντοπισμό και την αξιολόγηση δυνητικών υψηλών κινδύνων που σχετίζονται με τις πράξεις των οργανισμών. Οι κίνδυνοι που θεωρούνται κρίσιμης σημασίας επισημαίνονται στο ετήσιο σχέδιο διαχείρισης της ΓΔ HOME και συνοδεύονται από σχέδιο δράσης που καθορίζει τη δράση μετριασμού.

2.2.3.Εκτίμηση και αιτιολόγηση της οικονομικής αποδοτικότητας των ελέγχων (λόγος του κόστους του ελέγχου προς την αξία των σχετικών κονδυλίων που αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης) και αξιολόγηση του εκτιμώμενου επιπέδου κινδύνου σφάλματος (κατά την πληρωμή και κατά το κλείσιμο)

Ο λόγος του κόστους του ελέγχου προς την αξία των σχετικών κονδυλίων που αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης δηλώνεται από την Επιτροπή. Στην ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων της ΓΔ HOME για το 2020 αναφέρεται ότι ο λόγος αυτός ανέρχεται σε 0,16 % για τις εντεταλμένες οντότητες και αποκεντρωμένους οργανισμούς έμμεσης διαχείρισης.

2.3.Μέτρα για την πρόληψη περιπτώσεων απάτης και παρατυπίας

Τα ισχύοντα μέτρα πρόληψης περιπτώσεων απάτης που εφαρμόζονται στην Επιτροπή θα καλύπτουν τις πρόσθετες πιστώσεις που είναι αναγκαίες για τον παρόντα κανονισμό.

Όσον αφορά το προτεινόμενο Κέντρο της ΕΕ, η ΓΔ HOME έχει αναπτύξει και επικαιροποιεί τακτικά εσωτερική στρατηγική για την καταπολέμηση της απάτης η οποία αναφέρεται σε εκείνη που παρέχει η OLAF.

Το προτεινόμενο κέντρο της ΕΕ, το οποίο έχει συσταθεί ως αποκεντρωμένος οργανισμός, θα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω στρατηγικής.

Η ΓΔ HOME, στην ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων της για το 2020 , κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διαδικασίες πρόληψης και εντοπισμού της απάτης παρείχαν εύλογη βεβαιότητα σχετικά με την επίτευξη των στόχων του εσωτερικού ελέγχου.

3.ΕΚΤΙΜΩΜΕΝΕΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ/ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑΣ

3.1.Τομείς του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμές δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται

Νέες γραμμές του προϋπολογισμού των οποίων έχει ζητηθεί η δημιουργία

Κατά σειρά τομέων του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου και γραμμών του προϋπολογισμού

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Γραμμή του προϋπολογισμού

Είδος δαπάνης

Συμμετοχή

Αριθμός

ΔΠ/ΜΔΠ

χωρών ΕΖΕΣ

υποψηφίων για ένταξη χωρών

τρίτων χωρών

κατά την έννοια του άρθρου 21 παράγραφος 2 στοιχείο β) του δημοσιονομικού κανονισμού

5

12 10 04 Κέντρο της ΕΕ για την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών

ΜΔΠ

ΝΑΙ/ΟΧΙ

ΝΑΙ/ΟΧΙ

ΝΑΙ/ΟΧΙ

ΝΑΙ/ΟΧΙ

3.2.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις δαπάνες *

3.2.1.Συνοπτική παρουσίαση των εκτιμώμενων επιπτώσεων στις δαπάνες

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

5

Ασφάλεια και άμυνα

Σεξουαλική κακοποίηση παιδιών

2022

2023

2024

2025 63

2026

2027

ΣΥΝΟΛΟ ΠΔΠ 2021-2027

2028

2029

2030

Τίτλος 1:

Αναλήψεις υποχρεώσεων

(1)

11,122

10,964

16,497

38,583

22,269

26,694

28,477

Πληρωμές

(2)

11,122

10,964

16,497

38,583

22,269

26,694

28,477

Τίτλος 2:

Αναλήψεις υποχρεώσεων

(1α)

Πληρωμές

(2α)

Τίτλος 3:

Αναλήψεις υποχρεώσεων

(3α)

Πληρωμές

(3β)

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων για τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών

Αναλήψεις υποχρεώσεων

=1+1α+3α

11,122

10,964

16,497

38,583

22,269

26,694

28,477

Πληρωμές

=2+2α+3β

11,122

10,964

16,497

38,583

22,269

26,694

28,477

* Σημείωση : Όλοι οι υπολογισμοί έγιναν με βάση τις Βρυξέλλες, καθώς η έδρα του Κέντρου της ΕΕ δεν έχει ακόμη καθοριστεί. Η περίοδος σταδιακής εφαρμογής για την ίδρυση του Κέντρου της ΕΕ εκτιμήθηκε ότι θα διαρκέσει πέντε έτη, αρχής γενομένης από το 2025, η δε πλήρης επιχειρησιακή ικανότητα θα επιτευχθεί τέλος του 2029, ενώ οι συνολικές δαπάνες του Κέντρου θα ανέλθουν σε 28,477 εκατ. EUR το 2030, έτος κατά το οποίο θα καταστεί πληρωτέα η πρώτη πλήρης ετήσια δαπάνη προσωπικού με πλήρη στελέχωση. Ο συνολικός προϋπολογισμός του Κέντρου αυξάνεται κατά 2 % ετησίως για την κάλυψη του πληθωρισμού.




Τομέας του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

7

«Διοικητικές δαπάνες»

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

2022

2023

2024

2025

2026

2027

ΣΥΝΟΛΟ

ΓΔ: HOME

□ Ανθρώπινοι πόροι

0,201

0,780

1,174

1,197

1,221

1,245

5,818

□ Άλλες διοικητικές δαπάνες

0,660

0,660

0,330

1,650

ΣΥΝΟΛΟ ΓΔ HOME

Πιστώσεις

0,201

1,440

1,834

1,527

1,221

1,245

7,468

2022

2023

2024

2025

2026

2027

ΣΥΝΟΛΟ

ΓΔ: HOME

• Ανθρώπινοι πόροι

0,201

0,780

1,174

1,197

1,221

1,245

5,818

• Άλλες διοικητικές δαπάνες

0,660

0,660

0,330

1,650

ΣΥΝΟΛΟ ΓΔ HOME

Πιστώσεις

0,201

1,440

1,834

1,527

1,221

1,245

7,468

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων του ΤΟΜΕΑ 7 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 

(Σύνολο αναλήψεων υποχρεώσεων = Σύνολο πληρωμών)

0,201

1,440

1,834

1,527

1,221

1,245

7,468

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

2022

2023

2024

2025

2026

2027

ΣΥΝΟΛΟ

ΣΥΝΟΛΟ πιστώσεων των ΤΟΜΕΩΝ 1 έως 7 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 

Αναλήψεις υποχρεώσεων

0,201

1,440

1,834

12,649

12,185

17,742

46,051

Πληρωμές

0,201

1,440

1,834

12,649

12,185

17,742

46,051

3.2.2.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στις πιστώσεις του οργανισμού κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση επιχειρησιακών πιστώσεων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

Πιστώσεις ανάληψης υποχρεώσεων σε εκατ. EUR

Να προσδιοριστούν οι στόχοι και τα αποτελέσματα

 

Έτος

Έτος

Έτος

Σύνολο ΠΔΠ 2021-27

Έτος

Έτος

Έτος

2025

2026

2027

2028

2029 

2030

Είδος

Μέσο κόστος

Αριθ.

Κόστος

Αριθ.

Κόστος

Αριθ.

Κόστος

Αριθ.

Κόστος

Αριθ.

Κόστος

Αριθ.

Κόστος

Αριθ.

Κόστος

 

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ αριθ. 1

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αποτελεσματικός εντοπισμός, αναφορά και αφαίρεση της διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών

- Αποτέλεσμα

Υπηρεσίες και υποστήριξη σε δημόσιες αρχές και παρόχους υπηρεσιών

 

 

1,919

 

3,741

 

5,835

 

11,494

 

8,017

 

9,700

10,448

- Αποτέλεσμα

Δραστηριότητες επικοινωνίας και διευκόλυνσης

 

 

0,411

 

0,802

 

1,250

 

2,463

 

1,718

 

2,079

2,239

- Αποτέλεσμα

Δραστηριότητες έρευνας, ελέγχου και διερεύνησης

 

 

0,411

 

0,802

 

1,250

 

2,463

 

1,718

 

2,079

2,239

Μερικό σύνολο για τον ειδικό στόχο αριθ. 1

 

2,741

 

5,344

 

8,335

 

16,420

 

11,453

 

13,857

14,926

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ αριθ. 2

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Βελτίωση της ασφάλειας δικαίου με διασφάλιση της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της διαφάνειας και της λογοδοσίας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

- Αποτέλεσμα

Υπηρεσίες και υποστήριξη για την υποβοήθηση της εφαρμογής του κανονισμού

 

 

0,582

 

1,136

 

1,771

 

3,489

 

2,434

 

2,944

 

3,172

- Αποτέλεσμα

Δραστηριότητες επικοινωνίας και διευκόλυνσης

 

 

0,103

 

0,200

 

0,313

 

0,616

 

0,429

 

0,520

 

0,560

Μερικό σύνολο για τον ειδικό στόχο αριθ. 2

 

0,685

 

1,336

 

2,084

 

4,105

 

2,863

 

3,464

 

3,732

ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΤΟΧΟΣ αριθ. 3

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μείωση της διάδοσης και των επιπτώσεων της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών μέσω αυξημένου συντονισμού των προσπαθειών

- Αποτέλεσμα

Υπηρεσίες και υποστήριξη σε δημόσιες αρχές, παρόχους και εμπειρογνώμονες

 

 

6,887

 

2,999

 

4,255

 

14,141

 

5,567

 

6,561

 

6,873

- Αποτέλεσμα

Δραστηριότητες επικοινωνίας και διευκόλυνσης

 

 

0,404

 

0,643

 

0,912

 

1,959

 

1,193

 

1,406

 

1,473

- Αποτέλεσμα

Έρευνα και αξιολόγηση — Βοήθεια των θυμάτων και πρόληψη

 

 

0,404

 

0,643

 

0,912

 

1,959

 

1,193

 

1,406

 

1,473

Μερικό σύνολο για τον ειδικό στόχο αριθ. 3

 

7,696

 

4,284

 

6,078

 

18,058

 

7,953

 

9,373

 

9,819

ΣΥΝΟΛΟ

 

11,122

 

10,964

 

16,497

 

38,583

 

22,269

 

26,694

 

28,477

3.2.3.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στους ανθρώπινους πόρους του οργανισμού κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών

Συνοπτική παρουσίαση

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα, όπως εξηγείται κατωτέρω:

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

2025

2026

2027

Σύνολο ΠΔΠ 2021-27

2028

2029

2030

Έκτακτοι υπάλληλοι (βαθμοί AD)

1,166

3,229

5,547

9,942

7,956

9,919

11,037

Έκτακτοι υπάλληλοι (βαθμοί AST)

0,500

1,445

2,687

4,631

3,978

4,779

5,151

Συμβασιούχοι υπάλληλοι

0,226

0,690

1,173

2,089

1,675

2,197

2,490

Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες

ΣΥΝΟΛΟ

1,892

5,363

9,407

16,662

13,610

16,895

18,677

Απαιτήσεις σε προσωπικό (σε μονάδα ισοδυνάμου πλήρους απασχόλησης: ΙΠΑ):

2025

2026

2027

Σύνολο ΠΔΠ 2021-27

2028

2029

2030

Έκτακτοι υπάλληλοι (βαθμοί AD)

14

24

40

60

50

60

60

Έκτακτοι υπάλληλοι (βαθμοί AST)

6

11

20

20

25

28

28

Συμβασιούχοι υπάλληλοι

5

10

15

15

20

25

25

Αποσπασμένοι εθνικοί εμπειρογνώμονες

ΣΥΝΟΛΟ

25

45

75

75

95

113

113

Για τις νέες προσλήψεις, εφαρμόστηκε υπολογισμός 50 % των δαπανών προσωπικού για το έτος 2022 και 50 % των πρόσθετων δαπανών προσωπικού για τα επόμενα έτη.

3.2.4.Εκτιμώμενες ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους για την αρμόδια ΓΔ HOME

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων.

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

Εκτίμηση η οποία πρέπει να εκφράζεται σε ακέραιο αριθμό (ή το πολύ με ένα δεκαδικό ψηφίο)

2022

2023

2024

2025

2026

2027

·Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού (θέσεις μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων)

20 01 02 01 και 20 01 02 02 (στην έδρα και στις αντιπροσωπείες της Επιτροπής)

2

5

5

5

5

5

20 01 02 03 (αντιπροσωπείες της ΕΕ)

01 01 01 01 (έμμεση έρευνα)

10 01 05 01 (άμεση έρευνα)

Εξωτερικό προσωπικό (σε μονάδα ισοδυνάμου πλήρους απασχόλησης: ΙΠΑ) 64

20 02 01 (AC, END, INT από το συνολικό κονδύλιο)

1

4

4

4

4

4

20 02 03 (AC, AL, END, INT και JPD στις αντιπροσωπείες της ΕΕ)

Γραμμές του προϋπολογισμού (να προσδιοριστούν)  65

- στην έδρα 66

- στις αντιπροσωπείες της ΕΕ

01 01 01 02 (AC, END, INT — έμμεση έρευνα)

10 01 05 02 (AC, END, INT — άμεση έρευνα)

Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού (να προσδιοριστούν)

ΣΥΝΟΛΟ

3

9

9

9

9

9

Οι ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους θα καλυφθούν από το προσωπικό της ΓΔ που έχει ήδη διατεθεί για τη διαχείριση της δράσης και/ή έχει ανακατανεμηθεί στο εσωτερικό της ΓΔ, το οποίο θα συμπληρωθεί, αν χρειαστεί, με τυχόν πρόσθετους πόρους που μπορεί να διατεθούν στην αρμόδια για τη διαχείριση ΓΔ στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας κατανομής και λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων δημοσιονομικών περιορισμών.



Περιγραφή των προς εκτέλεση καθηκόντων:

Μόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι

Το προσωπικό της Επιτροπής που προέρχεται από τη ΓΔ HOME θα εργαστεί 1) για την προετοιμασία του εδάφους για τη σύσταση του Κέντρου, συμπεριλαμβανομένης της ανάπτυξης του προγράμματος εργασίας και της υποβολής εκθέσεων δραστηριοτήτων, 2) για την εκπόνηση κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις επιχειρησιακές διαδικασίες που σχετίζονται με τις υποχρεώσεις κινδύνου, εντοπισμού, αναφοράς και αφαίρεσης που απορρέουν από τη νομοθεσία, 3) για τη συνέχιση της προώθησης των σχετικών με το Κέντρο δραστηριοτήτων στους τομείς της πρόληψης και της παροχής βοήθειας στα θύματα, 4) για την παροχή διοικητικής υποστήριξης για τη σύσταση του Κέντρου, 5) για την παροχή γραμματειακής υποστήριξης στο διοικητικό συμβούλιο του Κέντρου, όπως έχει συσταθεί.

Εξωτερικό προσωπικό

Το εξωτερικό προσωπικό που προσλαμβάνεται σταδιακά στο Κέντρο της ΕΕ, όπως ορίζεται, θα αναλαμβάνει ορισμένες αρμοδιότητες από το προσωπικό της Επιτροπής και θα καθιστά λειτουργικά τα συστήματα και τις διαδικασίες του Κέντρου που σχετίζονται με τις διαδικασίες εντοπισμού, αναφοράς και αφαίρεσης. Το προσωπικό του Κέντρου θα αρχίσει επίσης να βοηθά στη δημιουργία δικτύων εμπειρογνωσίας σε όλο το εύρος των αρμοδιοτήτων του. Λεπτομέρειες σχετικά με τα καθήκοντα του Κέντρου της ΕΕ περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο 4 τμήμα 2 του ανωτέρω προτεινόμενου κανονισμού.

Περιγραφή του υπολογισμού του κόστους των θέσεων που εκφράζονται σε μονάδες ισοδύναμου πλήρους απασχόλησης (ΙΠΑ), οι οποίες περιλαμβάνονται στο τμήμα 4 του κατωτέρω παραρτήματος.

3.2.5.Συμβατότητα με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο

   Η πρόταση/πρωτοβουλία είναι συμβατή με το ισχύον πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο.

   Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί αναπρογραμματισμό του σχετικού τομέα του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου.

Η πρόταση περιλαμβάνει πρόσθετους οικονομικούς και ανθρώπινους πόρους για το Κέντρο κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών. Οι δημοσιονομικές επιπτώσεις των πρόσθετων οικονομικών πόρων σχετικά με τη σεξουαλική κακοποίηση παιδιών θα αντιμετωπιστούν μέσω αντισταθμιστικής μείωσης των προγραμματισμένων δαπανών του τομέα 5.

   Η πρόταση/πρωτοβουλία απαιτεί τη χρησιμοποίηση του μηχανισμού ευελιξίας ή την αναθεώρηση του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου 67 .

3.2.6.Συμμετοχή τρίτων στη χρηματοδότηση

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν προβλέπει συγχρηματοδότηση από τρίτους.

Η πρόταση/πρωτοβουλία προβλέπει τη συγχρηματοδότηση που εκτιμάται κατωτέρω:

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Έτος Ν

Έτος N+1

Έτος N+2

Έτος N+3

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να εμφανίζεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. σημείο 1.6)

Σύνολο

Προσδιορισμός του φορέα συγχρηματοδότησης 

ΣΥΝΟΛΟ συγχρηματοδοτούμενων πιστώσεων

3.3.Εκτιμώμενες επιπτώσεις στα έσοδα

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν έχει δημοσιονομικές επιπτώσεις στα έσοδα.

   Η πρόταση/πρωτοβουλία έχει τις δημοσιονομικές επιπτώσεις που περιγράφονται κατωτέρω:

   στους ιδίους πόρους

   στα λοιπά έσοδα

να αναφερθεί αν τα έσοδα προορίζονται για γραμμές δαπανών

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Γραμμή εσόδων του προϋπολογισμού:

Διαθέσιμες πιστώσεις για το τρέχον οικονομικό έτος

Επιπτώσεις της πρότασης/πρωτοβουλίας 68

Έτος Ν

Έτος N+1

Έτος N+2

Έτος N+3

Να εγγραφούν όσα έτη απαιτούνται, ώστε να εμφανίζεται η διάρκεια των επιπτώσεων (βλ. Σημείο 1.6)

Άρθρο ………….

Ως προς τα έσοδα «για ειδικό προορισμό», να προσδιοριστούν οι γραμμές δαπανών του προϋπολογισμού που επηρεάζονται.

[…]

Να προσδιοριστεί η μέθοδος υπολογισμού των επιπτώσεων στα έσοδα.

[…]

1.Παράρτημα του νομοθετικού δημοσιονομικού δελτίου

Ονομασία της πρότασης/πρωτοβουλίας:

Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών

1.ΑΡΙΘΜΟΣ και ΚΟΣΤΟΣ των ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΠΟΡΩΝ ΠΟΥ ΚΡΙΝΟΝΤΑΙ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟΙ

2.ΚΟΣΤΟΣ ΑΛΛΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ

3.ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΑΠΑΝΩΝ

4.ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΜΕΝΕΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΤΟΥΣ

4.1.Ανθρώπινοι πόροι

4.2.Άλλες διοικητικές δαπάνες

Το παρόν παράρτημα πρέπει να συνοδεύει το νομοθετικό δημοσιονομικό δελτίο κατά την έναρξη της διαβούλευσης μεταξύ των υπηρεσιών.

Οι πίνακες δεδομένων χρησιμοποιούνται ως πηγή για τους πίνακες που περιλαμβάνονται στο νομοθετικό δημοσιονομικό δελτίο. Προορίζονται αποκλειστικά για εσωτερική χρήση στο πλαίσιο της Επιτροπής.



1. Κόστος των ανθρώπινων πόρων που κρίνονται απαραίτητοι

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση ανθρώπινων πόρων, όπως εξηγείται κατωτέρω:

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

ΤΟΜΕΑΣ 7

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

2022

2023

2024

2025

2026

2027

ΣΥΝΟΛΟ

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού (θέσεις μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων)

20 01 02 01 — Έδρα και αντιπροσωπείες της Επιτροπής

AD

2

0,157

5

0,560

5

0,817

5

0,833

5

0,850

5

0,867

 

 

5

4,084

AST

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

20 01 02 03 — Αντιπροσωπείες της Ένωσης

AD

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

AST

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Εξωτερικό προσωπικό 69

20 02 01 και 20 02 02 — Εξωτερικό προσωπικό — Έδρα και αντιπροσωπείες της Επιτροπής

AC

0

0,000

3

0,130

3

0,265

3

0,271

3

0,276

3

0,282

 

 

3

1,224

END

1

0,044

1

0,090

1

0,092

1

0,093

1

0,095

1

0,097

 

 

1

0,511

INT

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

20 02 03 — Εξωτερικό προσωπικό — Αντιπροσωπείες της Ένωσης

AC

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

AL

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

END

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

INT

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

JPD

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού που σχετίζονται με τους ανθρώπινους πόρους (να προσδιοριστούν)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μερικό σύνολο για ανθρώπινους πόρους — ΤΟΜΕΑΣ 7

 

3

0,201

9

0,780

9

1,174

9

1,197

9

1,221

9

1,245

 

 

9

5,818

Οι ανάγκες σε ανθρώπινους πόρους θα καλυφθούν από το προσωπικό της ΓΔ που έχει ήδη διατεθεί για τη διαχείριση της δράσης και/ή έχει ανακατανεμηθεί στο εσωτερικό της ΓΔ, το οποίο θα συμπληρωθεί, αν χρειαστεί, με τυχόν πρόσθετους πόρους που μπορεί να διατεθούν στην αρμόδια για τη διαχείριση ΓΔ στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας κατανομής και λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων δημοσιονομικών περιορισμών.

Εκτός του ΤΟΜΕΑ 7

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

2022

2023

2024

2025

2026

2027

ΣΥΝΟΛΟ

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού (θέσεις μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων)

01 01 01 01 Έμμεση έρευνα 70

01 01 01 11 Άμεση έρευνα

Άλλο (να διευκρινιστεί)

AD

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

AST

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Εξωτερικό προσωπικό 71

Εξωτερικό προσωπικό που καλύπτεται από επιχειρησιακές πιστώσεις (πρώην γραμμές «BA»).

- στην έδρα

AC

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

END

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

INT

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

- σε αντιπροσωπείες της Ένωσης

AC

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

AL

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

END

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

INT

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

JPD

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

01 01 01 02 Έμμεση έρευνα

01 01 01 12 Άμεση έρευνα

Άλλο (να διευκρινιστεί) 72

AC

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

END

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

INT

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού που σχετίζονται με τους ανθρώπινους πόρους (να προσδιοριστούν)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μερικό σύνολο για ανθρώπινους πόρους — εκτός του ΤΟΜΕΑ 7

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σύνολο για ανθρώπινους πόρους (όλοι οι τομείς του ΠΔΠ)

3

0,201

9

0,780

9

1,174

9

1,197

9

1,221

9

1,245

 

 

9

5,818

Εκτός του ΤΟΜΕΑ 7

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

2022

2023

2024

2025

2026

2027

ΣΥΝΟΛΟ

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

ΙΠΑ

Πιστώσεις

Θέσεις απασχόλησης του πίνακα προσωπικού (θέσεις μόνιμων και έκτακτων υπαλλήλων)

01 01 01 01 Έμμεση έρευνα 73

01 01 01 11 Άμεση έρευνα

Άλλο (να διευκρινιστεί)

AD

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

AST

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 Εξωτερικό προσωπικό 74

Εξωτερικό προσωπικό που καλύπτεται από επιχειρησιακές πιστώσεις (πρώην γραμμές «BA»).

- στην έδρα

AC

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

END

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

INT

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

- σε αντιπροσωπείες της Ένωσης

AC

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

AL

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

END

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

INT

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

JPD

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

01 01 01 02 Έμμεση έρευνα

01 01 01 12 Άμεση έρευνα

Άλλο (να διευκρινιστεί) 75

AC

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

END

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

INT

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού που σχετίζονται με τους ανθρώπινους πόρους (να προσδιοριστούν)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μερικό σύνολο για ανθρώπινους πόρους — εκτός του ΤΟΜΕΑ 7

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σύνολο για ανθρώπινους πόρους (όλοι οι τομείς του ΠΔΠ)

3

0,201

9

0,780

9

1,174

9

1,197

9

1,221

9

1,245

 

 

9

5,818

2. Κόστος άλλων διοικητικών δαπανών

   Η πρόταση/πρωτοβουλία δεν συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα

   Η πρόταση/πρωτοβουλία συνεπάγεται τη χρησιμοποίηση πιστώσεων διοικητικού χαρακτήρα, όπως εξηγείται κατωτέρω:

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

ΤΟΜΕΑΣ 7

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

2022

2023

2024

2025

2026

2027

Σύνολο

Στην έδρα ή στο έδαφος της ΕΕ:

 

 

 

 

 

 

 

20 02 06 01 — Έξοδα αποστολών και παράστασης

0,000

0,200

0,200

0,100

0,000

0,000

0,500

20 02 06 02 — Έξοδα διασκέψεων και συνεδριάσεων

0,000

0,460

0,460

0,230

0,000

0,000

1,150

20 02 06 03 — Επιτροπές 76

 

 

 

 

 

 

 

20 02 06 04 Μελέτες και διαβουλεύσεις

 

 

 

 

 

 

 

20 04 — Δαπάνες ΤΠ (εταιρικές) 77  

 

 

 

 

 

 

 

Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού που δεν σχετίζονται με τους ανθρώπινους πόρους (να προσδιοριστούν όπου χρειάζεται)

 

 

 

 

 

 

 

Σε αντιπροσωπείες της Ένωσης

 

 

 

 

 

 

 

20 02 07 01 — Έξοδα αποστολών, διασκέψεων και παράστασης

 

 

 

 

 

 

 

20 02 07 02 — Περαιτέρω επιμόρφωση του προσωπικού

 

 

 

 

 

 

 

20 03 05 — Υποδομές και υλικοτεχνική υποστήριξη

 

 

 

 

 

 

 

Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού που δεν σχετίζονται με τους ανθρώπινους πόρους (να προσδιοριστούν όπου χρειάζεται)

 

 

 

 

 

 

 

Μερικό σύνολο για λοιπά — ΤΟΜΕΑΣ 7

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

0,000

0,660

0,660

0,330

0,000

0,000

1,650

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Εκτός του ΤΟΜΕΑ 7

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

2022

2023

2024

2025

2026

2027

Σύνολο

Δαπάνες τεχνικής και διοικητικής βοήθειας (μη συμπεριλαμβανομένου του εξωτερικού προσωπικού) βάσει επιχειρησιακών πιστώσεων (πρώην γραμμές «BA»):

 

 

 

 

 

 

 

- στην έδρα

 

 

 

 

 

 

 

- σε αντιπροσωπείες της Ένωσης

 

 

 

 

 

 

 

Άλλες διαχειριστικές δαπάνες για έρευνα

 

 

 

 

 

 

 

Δαπάνες πολιτικών ΤΠ για επιχειρησιακά προγράμματα 78  

Εταιρικές δαπάνες ΤΠ για επιχειρησιακά προγράμματα 79

Άλλες γραμμές του προϋπολογισμού που δεν σχετίζονται με τους ανθρώπινους πόρους (να προσδιοριστούν όπου χρειάζεται)

 

 

 

 

 

 

 

Μερικό σύνολο για λοιπά — Εκτός του ΤΟΜΕΑ 7

του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

 

 

 

 

 

 

 

Σύνολο άλλων διοικητικών δαπανών (όλοι οι τομείς του ΠΔΠ)

0,000

0,660

0,660

0,330

0,000

0,000

1,650



3. Σύνολο διοικητικών δαπανών (όλοι οι τομείς του ΠΔΠ)

σε εκατ. EUR (με τρία δεκαδικά ψηφία)

Συνοπτική παρουσίαση

2022

2023

2024

2025

2026

2027

Σύνολο

Τομέας 7 — Ανθρώπινοι πόροι

0,201

0,780

1,174

1,197

1,221

1,245

5,818

Τομέας 7 — Άλλες διοικητικές δαπάνες

0,660

0,660

0,330

1,650

Μερικό σύνολο του τομέα 7

Εκτός του τομέα 7 — Ανθρώπινοι πόροι

Εκτός του τομέα 7 — Άλλες διοικητικές δαπάνες

Μερικό σύνολο άλλων τομέων

ΣΥΝΟΛΟ

ΤΟΜΕΑΣ 7 και εκτός του ΤΟΜΕΑ 7

0,201

1,440

1,834

1,527

1,221

1,245

7,468

Οι ανάγκες σε διοικητικές πιστώσεις θα καλυφθούν από τις πιστώσεις που έχουν ήδη διατεθεί για τη διαχείριση της δράσης και/ή έχουν ανακατανεμηθεί και θα συμπληρωθούν, εάν χρειαστεί, από πρόσθετους πόρους που μπορεί να διατεθούν στην αρμόδια για τη διαχείριση της δράσης ΓΔ, στο πλαίσιο της ετήσιας διαδικασίας κατανομής και λαμβανομένων υπόψη των υφιστάμενων δημοσιονομικών περιορισμών.

4. Χρησιμοποιούμενες μέθοδοι υπολογισμού για την εκτίμηση του κόστους

4.1 Ανθρώπινοι πόροι

Στο παρόν τμήμα καθορίζεται η χρησιμοποιούμενη μέθοδος υπολογισμού για την εκτίμηση των ανθρώπινων πόρων που θεωρούνται απαραίτητοι [παραδοχές φόρτου εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών θέσεων εργασίας (προφίλ εργασιών του συστήματος διαχείρισης προσωπικού SYSPER 2), των κατηγοριών προσωπικού και του αντίστοιχου μέσου κόστους]

ΤΟΜΕΑΣ 7 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το μέσο κόστος για κάθε κατηγορία προσωπικού στην έδρα είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο BudgWeb:

https://myintracomm.ec.europa.eu/budgweb/EN/pre/legalbasis/Pages/pre-040-020_preparation.aspx

ŸΜόνιμοι και έκτακτοι υπάλληλοι

Οι δαπάνες για τους υπαλλήλους στην αρμόδια ΓΔ HOME υπολογίστηκαν με βάση το ακόλουθο μέσο κόστος: 157 000 EUR ετησίως [παραπομπή: εγκύκλιος της ΓΔ BUDGET προς το RUF, Ares(2021)7378761 της 30/11/2021] με την εφαρμογή αύξησης του πληθωρισμού κατά 2 % ετησίως από το 2023.

Στο νομοθετικό δημοσιονομικό δελτίο προτείνεται να χρησιμοποιηθούν πρόσθετοι ανθρώπινοι πόροι στην αρμόδια ΓΔ (ΓΔ HOME), δηλαδή 9 επιπλέον ΙΠΑ επιπλέον εκείνων που εργάζονται ήδη στον τομέα πολιτικής «Ασφάλεια στην ψηφιακή εποχή» για την ευρύτερη στρατηγική της ΕΕ για την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και τη διοικητική υποστήριξη.

Οι ανθρώπινοι πόροι κατανέμονται ως εξής (σε ΙΠΑ):

* 5 AD

ŸΕξωτερικό προσωπικό

Οι δαπάνες για τον αποσπασμένο εθνικό εμπειρογνώμονα και τους συμβασιούχους υπαλλήλους στην αρμόδια ΓΔ υπολογίστηκαν με βάση το ακόλουθο μέσο κόστος: 88 000 EUR και 85 000 EUR ετησίως [παραπομπή: εγκύκλιος της ΓΔ BUDGET προς το RUF, Ares(2021)7378761 της 30/11/2021], με την εφαρμογή αύξησης του πληθωρισμού κατά 2 % ετησίως από το 2023.

Οι ανθρώπινοι πόροι κατανέμονται ως εξής (σε ΙΠΑ):

* 1 SNE και 3 AC

Εκτός του ΤΟΜΕΑ 7 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Μόνον οι θέσεις που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό για την έρευνα 

Εξωτερικό προσωπικό

Εκτός του ΤΟΜΕΑ 7 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Μόνον οι θέσεις που χρηματοδοτούνται από τον προϋπολογισμό για την έρευνα 

Εξωτερικό προσωπικό

4.2 Άλλες διοικητικές δαπάνες

Να αναφερθεί λεπτομερώς η χρησιμοποιούμενη μέθοδος υπολογισμού για κάθε γραμμή του προϋπολογισμού και να επισημανθούν ειδικότερα οι υποκείμενες παραδοχές (π.χ. αριθμός συνεδριάσεων ετησίως, μέσο κόστος κ.λπ.)

ΤΟΜΕΑΣ 7 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

Οι δαπάνες αυτές θα καλύπτουν: επιχειρησιακές δραστηριότητες (π.χ. τεχν. συνεδριάσεις με ενδιαφερόμενα μέρη)· υποστήριξη δικτύων εμπειρογνωμόνων (συντονισμός δραστηριοτήτων, συνεδριάσεις)· μετάφραση και διερμηνεία· δημοσίευση και διάδοση της έρευνας· επικοινωνία (συμπ. εκστρατειών).

Εκτός του ΤΟΜΕΑ 7 του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου

(1)    Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2012/C 326/02 , 26 Οκτωβρίου 2012.
(2)     Γενικό Σχόλιο των Ηνωμένων Εθνών αριθ. 25 (2021) σχετικά με τα δικαιώματα του παιδιού σε σχέση με το ψηφιακό περιβάλλον.
(3)    Εκστρατεία One in Five , Συμβούλιο της Ευρώπης, 2010-2015.
(4)    Έρευνα Economist Impact σε περισσότερα από 5 000 πρόσωπα ηλικίας 18-20 ετών σε 54 χώρες, που δημοσιεύτηκε στην Παγκόσμια Αξιολόγηση Απειλών, παγκόσμια συμμαχία WeProtect, 2021 .
(5)    Ειδικός εκπρόσωπος του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ για τη βία κατά των παιδιών, Παιδιά με αναπηρία .
(6)    Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου.
(7)     Στρατηγική της ΕΕ για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών [COM(2020) 607 final της 24ης Ιουλίου 2020, σ. 2].
(8)    Προτεινόμενη ευρωπαϊκή διακήρυξη σχετικά με τα ψηφιακά δικαιώματα και τις ψηφιακές αρχές για την ψηφιακή δεκαετία [ COM(2022) 28 της 26ης Ιανουαρίου 2022].
(9)     Στρατηγική της ΕΕ για τα δικαιώματα του παιδιού [COM(2021) 142 final της 24ης Μαρτίου 2021].
(10)    Το αριθμητικό στοιχείο σχετικά με την υποβολή αναφορών για το 2021 που ανέρχεται σε περίπου 29,4 εκατομμύρια αντιστοιχεί σε ετήσια αύξηση 35 %, στιγμιότυπο δεδομένων από τη γραμμή υποβολής πληροφοριών του NCMEC για την ΕΕ, προσπέλαση στις 11 Μαρτίου 2022.
(11)    Όπως καταδεικνύεται από τη σύσταση διαφορετικών νέων ή υφιστάμενων αρχών αρμόδιων για την παρακολούθηση και την επιβολή διαφορετικών υποχρεώσεων που εφαρμόζονται για διάφορες κατηγορίες παρόχων υπηρεσιών, όπως περιορίζονται από την εθνική νομοθεσία των κρατών μελών. Βλ. τμήμα 3 του παραρτήματος 5 της έκθεσης εκτίμησης επιπτώσεων που συνοδεύει την παρούσα πρόταση για περισσότερες λεπτομέρειες.
(12)    Βλ. τμήμα 4, Fragmentation of rules for digital services, στο έγγραφο  Business Journeys on the Single Market: Practical Obstacles and Barriers [SWD(2020) 54 της 10ης Μαρτίου 2020].
(13)     Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1232 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 2021, περί προσωρινής παρεκκλίσεως από ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ όσον αφορά τη χρήση τεχνολογιών από παρόχους υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών για την επεξεργασία προσωπικών και άλλων δεδομένων, προς καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ).
(14)    COM(2022) 212 της 11ης Μαΐου 2022.
(15)    Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των παιδιών κατά της γενετήσιας εκμετάλλευσης και κακοποίησης, CETS αριθ. 201, 25 Οκτωβρίου 2007.
(16)    Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για το έγκλημα στον κυβερνοχώρο, ETS αριθ. 185, 23 Νοεμβρίου 2001.
(17)     Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων).
(18)     Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά.
(19)     Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες).
(20)    Πρόταση κανονισμού σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών ( πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες ) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ [COM(2020) 825 final της 15ης Δεκεμβρίου 2020].
(21)    https://ec.europa.eu/commission/presscorner/detail/el/IP_22_2545
(22)     Οδηγία 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας και για την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου.
(23)    Επίσης, το υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών είναι το μόνο είδος παράνομου περιεχομένου του οποίου είναι παράνομη και μόνη η κατοχή του.
(24)    Πρβλ. π.χ. ΔΕΕ, Digital Rights Ireland, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-293/12 και C-594/12, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-511/18, C-512/18 και C-520/18 , σκέψη 42.
(25)    Άρθρα 1, 3, 4 και 24 του Χάρτη , αντίστοιχα.
(26)    Άρθρα 7 και 8 του Χάρτη , αντίστοιχα.
(27)    Βλέπε ιδίως ΔΕΕ, La Quadrature du Net , συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-511/18, C-512/18 και C-520/18, σκέψη 126.
(28)    Άρθρα 7, 8 και 11 του Χάρτη , αντίστοιχα.
(29)    Πρβλ., π.χ., ΔΕΕ, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-511/18, C-512/18 και C-520/18 , σκέψη 120.
(30)    Άρθρο 16 του Χάρτη .
(31)    Πρβλ. π.χ. ΔΕΕ, Sky Österreich , υπόθεση C-283/11, σκέψεις 45 και 46.
(32)    Για παράδειγμα, η Microsoft αναφέρει ότι η ακρίβεια του εργαλείου της εντοπισμού προσεταιρισμού ανέρχεται σε 88 %, γεγονός που σημαίνει ότι από τις 100 συνομιλίες που επισημαίνονται ως πιθανή εγκληματική άγρα παιδιών, οι 12 μπορούν να αποκλειστούν κατόπιν ελέγχου και δεν αναφέρονται στις αρχές επιβολής του νόμου· βλ. παράρτημα 8 της εκτίμησης επιπτώσεων.
(33)    Βλ. άρθρο 6 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ).
(34)     Οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών.
(35)    ΕΕ C της , σ. .
(36)    ΕΕ C της , σ. .
(37)    ΕΕ C της , σ. .
(38)    Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 335 της 17.12.2011, σ. 1).
(39)    Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ L 178 της 17.7.2000, σ. 1).
(40)    Κανονισμός (ΕΕ) .../... του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ (ΕΕ L ...).
(41)    Οδηγία 2010/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2010, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών οπτικοακουστικών μέσων (οδηγία για τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων) (ΕΕ L 95 της 15.4.2010, σ. 1).
(42)    Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).
(43)    Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).
(44)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ L 351 της 20.12.2012, σ. 1).
(45)    Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1232 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουλίου 2021, περί προσωρινής παρεκκλίσεως από ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 2002/58/ΕΚ όσον αφορά τη χρήση τεχνολογιών από παρόχους υπηρεσιών διαπροσωπικών επικοινωνιών ανεξαρτήτως αριθμών για την επεξεργασία προσωπικών και άλλων δεδομένων, προς καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο διαδίκτυο (ΕΕ L 274 της 30.7.2021, σ. 41).
(46)    Διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1).
(47)    Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).
(48)    Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).
(49)    Κανονισμός (ΕΕ) 2015/2120 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, για τη θέσπιση μέτρων σχετικά με την πρόσβαση στο ανοικτό διαδίκτυο και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/22/ΕΚ για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 531/2012 για την περιαγωγή σε δημόσια δίκτυα κινητών επικοινωνιών εντός της Ένωσης (ΕΕ L 310 της 26.11.2015, σ. 1).
(50)    Σύσταση της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36). 
(51)    Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) αριθ. 259/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και περί θεσπίσεως ειδικών μέτρων προσωρινώς εφαρμοστέων στους υπαλλήλους της Επιτροπής (ΕΕ L 56 της 4.3.1968, σ. 1).
(52)    ΕΕ L 122 της 10.5.2019, σ. 1.
(53)    Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/444 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με τους κανόνες ασφαλείας για την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών της ΕΕ (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 53).
(54)    Απόφαση (ΕΕ, Ευρατόμ) 2015/443 της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 2015, σχετικά με την ασφάλεια στην Επιτροπή (ΕΕ L 72 της 17.3.2015, σ. 41).
(55)    Κανονισμός αριθ. 1 περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ 17 της 6.10.1958, σ. 385/58).
(56)    Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, (ΕΕ L 145 της 31.5.2001, σ. 43).
(57)    Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ L 248 της 18.9.2013, σ. 1).
(58)    Κανονισμός (Ευρατόμ, ΕΚ) αριθ. 2185/96 του Συμβουλίου, της 11ης Νοεμβρίου 1996, σχετικά με τους ελέγχους και εξακριβώσεις που διεξάγει επιτοπίως η Επιτροπή με σκοπό την προστασία των οικονομικών συμφερόντων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από απάτες και λοιπές παρατυπίες (ΕΕ L 292 της 15.11.1996, σ. 2).
(59)    Στρατηγική της ΕΕ για αποτελεσματικότερη καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών [COM(2020) 607 της 24ης Ιουλίου 2020].
(60)    Όπως αναφέρεται στο άρθρο 58 παράγραφος 2 στοιχείο α) ή β) του δημοσιονομικού κανονισμού.
(61)    Οι λεπτομέρειες σχετικά με τους τρόπους διαχείρισης, καθώς και οι παραπομπές στον δημοσιονομικό κανονισμό είναι διαθέσιμες στον ιστότοπο BudgWeb :
(62)    C(2013) 3288 final της 4ης Ιουνίου 2013.
(63)    Το έτος 1 περιλαμβάνει 5 εκατ. EUR αρχικό κόστος έναρξης για υποδομές (δηλ. βάση δεδομένων δεικτών και κτιριακές εγκαταστάσεις)
(64)    AC = Συμβασιούχος υπάλληλος· AL = Τοπικός υπάλληλος· END = Αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας· INT = Προσωρινό προσωπικό· JPD = Νέος επαγγελματίας σε αντιπροσωπεία της ΕΕ.
(65)    Επιμέρους ανώτατο όριο εξωτερικού προσωπικού που καλύπτεται από επιχειρησιακές πιστώσεις (πρώην γραμμές «BA»).
(66)    Κυρίως για τα ταμεία πολιτικής συνοχής της ΕΕ, το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας, Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας (ΕΤΘΑΥ).
(67)    Βλ. άρθρα 12 και 13 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 2093/2020 του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2020, για τον καθορισμό του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου για τα έτη 2021 έως 2027.
(68)    Όσον αφορά τους παραδοσιακούς ιδίους πόρους (δασμούς, εισφορές ζάχαρης), τα αναγραφόμενα ποσά πρέπει να είναι καθαρά ποσά, δηλ. τα ακαθάριστα ποσά μετά την αφαίρεση του 20 % για έξοδα είσπραξης.
(69)    AC = Συμβασιούχος υπάλληλος· AL = Τοπικός υπάλληλος· END = Αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας· INT = Προσωρινό προσωπικό· JPD = Νέος επαγγελματίας σε αντιπροσωπεία της ΕΕ.
(70)    Να επιλεγεί η σχετική γραμμή του προϋπολογισμού ή να προσδιοριστεί άλλη, εάν είναι απαραίτητο· σε περίπτωση που πρόκειται για περισσότερες γραμμές του προϋπολογισμού, το προσωπικό θα πρέπει να διαφοροποιείται για κάθε σχετική γραμμή του προϋπολογισμού
(71)    AC = Συμβασιούχος υπάλληλος· AL = Τοπικός υπάλληλος· END = Αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας· INT = Προσωρινό προσωπικό· JPD = Νέος επαγγελματίας σε αντιπροσωπεία της ΕΕ.
(72)    Να επιλεγεί η σχετική γραμμή του προϋπολογισμού ή να προσδιοριστεί άλλη, εάν είναι απαραίτητο· σε περίπτωση που πρόκειται για περισσότερες γραμμές του προϋπολογισμού, το προσωπικό θα πρέπει να διαφοροποιείται για κάθε σχετική γραμμή του προϋπολογισμού
(73)    Να επιλεγεί η σχετική γραμμή του προϋπολογισμού ή να προσδιοριστεί άλλη, εάν είναι απαραίτητο· σε περίπτωση που πρόκειται για περισσότερες γραμμές του προϋπολογισμού, το προσωπικό θα πρέπει να διαφοροποιείται για κάθε σχετική γραμμή του προϋπολογισμού
(74)    AC = Συμβασιούχος υπάλληλος· AL = Τοπικός υπάλληλος· END = Αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμονας· INT = Προσωρινό προσωπικό· JPD = Νέος επαγγελματίας σε αντιπροσωπεία της ΕΕ.
(75)    Να επιλεγεί η σχετική γραμμή του προϋπολογισμού ή να προσδιοριστεί άλλη, εάν είναι απαραίτητο· σε περίπτωση που πρόκειται για περισσότερες γραμμές του προϋπολογισμού, το προσωπικό θα πρέπει να διαφοροποιείται για κάθε σχετική γραμμή του προϋπολογισμού
(76)    Να προσδιοριστεί το είδος της επιτροπής και η ομάδα στην οποία ανήκει.
(77)    Απαιτείται η γνώμη της ΓΔ DIGIT — Ομάδα επενδύσεων ΤΠ [βλ. κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοδότηση των ΤΠ, C(2020) 6126 final της 10ης Σεπτεμβρίου 2020, σ. 7].
(78)    Απαιτείται η γνώμη της ΓΔ DIGIT — Ομάδα επενδύσεων ΤΠ [βλ. κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοδότηση των ΤΠ, C(2020) 6126 final της 10ης Σεπτεμβρίου 2020, σ. 7].
(79)    Το στοιχείο αυτό περιλαμβάνει τοπικά διοικητικά συστήματα και συνεισφορές για τη συγχρηματοδότηση εταιρικών συστημάτων ΤΠ [βλ. κατευθυντήριες γραμμές για τη χρηματοδότηση των ΤΠ, C(2020) 6126 final της 10ης Σεπτεμβρίου 2020].
Top

Βρυξέλλες, 11.5.2022

COM(2022) 209 final

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

της

πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών














{SEC(2022) 209 final} - {SWD(2022) 209 final} - {SWD(2022) 210 final}


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I:

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΕΝΤΟΛΩΝ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ

αναφερόμενο στο άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) .../… [για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών]

ΕΝΤΟΛΗ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΕ) …/… ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ (ΣΤΟ ΕΞΗΣ: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ)

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Αρχές που ζήτησαν και εξέδωσαν την εντολή εντοπισμού:

Ονομασία της συντονιστικής αρχής που ζήτησε την έκδοση της εντολής εντοπισμού:

(Κείμενο)

Ονομασία της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εξέδωσε την εντολή εντοπισμού:

(Κείμενο)

Στοιχεία αναφοράς της εντολής εντοπισμού:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 2: Αποδέκτης της εντολής εντοπισμού:

Όνομα του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Σημείο επαφής του παρόχου:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: Οικεία υπηρεσία, στόχευση και προσδιορισμός

Η εντολή εντοπισμού αφορά την ακόλουθη υπηρεσία που παρέχεται από τον πάροχο στην Ένωση:

(Κείμενο)

Περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τη στόχευση και τον προσδιορισμό της εντολής εντοπισμού, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 7 του κανονισμού:

(Κείμενο) 

ΕΝΟΤΗΤΑ 4: Μέτρα για την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού, συμπεριλαμβανομένων πρόσθετων διασφαλίσεων

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 του κανονισμού, ο πάροχος πρέπει να λαμβάνει τα μέτρα που προσδιορίζονται στο άρθρο 10 του κανονισμού προκειμένου να εκτελέσει την εντολή εντοπισμού, συμπεριλαμβανομένων των διασφαλίσεων που καθορίζονται σε αυτήν.

Ο πάροχος πρέπει να λαμβάνει τα εν λόγω μέτρα για να εντοπίσει τα εξής:

☐ τη διάδοση γνωστού υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιγ) του κανονισμού·

☐ τη διάδοση νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιδ) του κανονισμού·

☐ την άγρα παιδιών, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιε) του κανονισμού.

Η εντολή εντοπισμού, όταν αφορά την άγρα παιδιών, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 7 τελευταίο εδάφιο του κανονισμού, εφαρμόζεται μόνο στις διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες διαπροσωπικών επικοινωνιών στις οποίες ένας από τους χρήστες είναι παιδί, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο θ) του κανονισμού.

Ο πάροχος πρέπει να εκτελεί την εντολή εντοπισμού χρησιμοποιώντας τους ακόλουθους δείκτες που διατίθενται από το Κέντρο της ΕΕ κατά της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών (στο εξής: Κέντρο της ΕΕ), σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού:

☐ τους δείκτες που περιέχονται στη βάση δεδομένων και αναφέρονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού·

☐ τους δείκτες που περιέχονται στη βάση δεδομένων και αναφέρονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 στοιχείο β) του κανονισμού·

☐ τους δείκτες που περιέχονται στη βάση δεδομένων και αναφέρονται στο άρθρο 44 παράγραφος 1 στοιχείο γ) του κανονισμού.

Ο πάροχος, για να αποκτήσει πρόσβαση στους σχετικούς δείκτες, πρέπει να επικοινωνήσει με το Κέντρο της ΕΕ στην ακόλουθη διεύθυνση:

(Στοιχεία επικοινωνίας και σημείο επαφής του Κέντρου της ΕΕ)

Κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με τις πρόσθετες διασφαλίσεις που πρέπει να εφαρμόζει ο πάροχος, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 8 του κανονισμού:

(Κείμενο)

Κατά περίπτωση, πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να λάβει ο πάροχος για την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 5: Αιτιολόγηση, περίοδος εφαρμογής και υποβολή αναφορών

Οι λόγοι για την έκδοση της εντολής εντοπισμού είναι οι εξής:

(Επαρκώς λεπτομερής αιτιολόγηση για την έκδοση της εντολής εντοπισμού)

Η εντολή εντοπισμού ισχύει από …….. (ημερομηνία) έως ……. (ημερομηνία).

Ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις αναφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 3 του κανονισμού:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 6: Στοιχεία επικοινωνίας για παρακολούθηση

Στοιχεία επικοινωνίας της συντονιστικής αρχής που ζήτησε την έκδοση της εντολής εντοπισμού για παρατηρήσεις σχετικά με την εκτέλεση της εντολής εντοπισμού ή περαιτέρω διευκρινίσεις, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 7: Πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα προσφυγής

Αρμόδιο δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να προσβληθεί η εντολή εντοπισμού, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 1 του κανονισμού:

(Κείμενο)

Προθεσμίες για την προσβολή της εντολής εντοπισμού (υπολογιζόμενες σε ημέρες/μήνες από):

(Κείμενο)

Αναφορές ή σύνδεσμοι σε διατάξεις του εθνικού δικαίου που αφορούν την προσφυγή:

(Κείμενο)

Κατά περίπτωση, πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την προσφυγή:

(Κείμενο)

Η μη συμμόρφωση με την παρούσα εντολή εντοπισμού μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού.

ΕΝΟΤΗΤΑ 8: Ημερομηνία, χρονοσφραγίδα και υπογραφή

Ημερομηνία έκδοσης της εντολής εντοπισμού:

(Κείμενο)

Χρονοσφραγίδα:

(Κείμενο)

Ηλεκτρονική υπογραφή της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εξέδωσε την εντολή εντοπισμού:

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II:

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΕΝΤΟΠΙΣΜΟΥ 
αναφερόμενο στο άρθρο 8 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) .../… [για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών]

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Αποδέκτης της εντολής εντοπισμού:

Όνομα του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Σημείο επαφής του παρόχου:

(Κείμενο)

Στοιχεία επικοινωνίας του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Στοιχεία αναφοράς του φακέλου του παρόχου:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 2: Πληροφορίες σχετικά με την εντολή εντοπισμού

Όνομα της συντονιστικής αρχής που ζήτησε την έκδοση της εντολής εντοπισμού:

(Κείμενο)

Όνομα της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εξέδωσε την εντολή εντοπισμού:

(Κείμενο)

Στοιχεία αναφοράς της εντολής εντοπισμού:

(Κείμενο)

Ημερομηνία και ώρα παραλαβής της εντολής εντοπισμού, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης ώρας:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: Μη εκτέλεση

Ο πάροχος δεν μπορεί να εκτελέσει την εντολή εντοπισμού εντός της υποχρεωτικής προθεσμίας για τους ακόλουθους λόγους (σημειώστε το/τα σχετικό/-ά τετραγωνίδιο/-α):

☐ Η εντολή εντοπισμού περιέχει ένα ή περισσότερα πρόδηλα σφάλματα·

☐ Η εντολή εντοπισμού δεν περιέχει επαρκείς πληροφορίες.

Προσδιορίστε το/τα πρόδηλο/-α σφάλμα/-τα και/ή τις περαιτέρω αναγκαίες πληροφορίες ή διευκρινίσεις, κατά την περίπτωση:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 4: Ημερομηνία, ώρα και υπογραφή

Ημερομηνία και ώρα, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης ώρας:

(Κείμενο)

Υπογραφή:

(Κείμενο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III:

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΑΝΑΦΟΡΩΝ 
αναφερόμενο στο άρθρο 13 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) .../… [για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών]

ΑΝΑΦΟΡΑ ΠΙΘΑΝΗΣ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ Η ΟΠΟΙΑ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΕ) …/… ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ (ΣΤΟ ΕΞΗΣ: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ)

 

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Αναφέρων πάροχος

Όνομα του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Σημείο επαφής του παρόχου:

(Κείμενο)

Στοιχεία επικοινωνίας του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 2: Πληροφορίες σχετικά με την αναφορά

1)Απαιτεί η αναφορά την ανάληψη επείγουσας δράσης, ιδίως λόγω επικείμενης απειλής για τη ζωή ή την ασφάλεια του παιδιού ή των παιδιών που φέρεται να έχουν πέσει θύματα της πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών:

☐ Ναι

☐ Όχι

2)Είδος της πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που αποτελεί αντικείμενο της αναφοράς:

☐ γνωστό υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιγ) του κανονισμού·

☐ νέο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιδ) του κανονισμού·

☐ άγρα παιδιών, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιε) του κανονισμού.

3)Δεδομένα περιεχομένου που σχετίζονται με την αναφορά πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, συμπεριλαμβανομένων εικόνων, βίντεο και κειμένων, κατά περίπτωση:

(Κείμενο — Επισυνάψτε δεδομένα εάν χρειάζεται)

4)Άλλα διαθέσιμα δεδομένα που σχετίζονται με την αναφορά πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, συμπεριλαμβανομένων των μεταδεδομένων που συνδέονται με αρχεία πολυμέσων (ημερομηνία, ώρα, ζώνη ώρας):

(Κείμενο — Επισυνάψτε δεδομένα εάν χρειάζεται)

5)Πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική θέση που σχετίζεται με την πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών:

— Διεύθυνση IP μεταφόρτωσης, με τη σχετική ημερομηνία και ζώνη ώρας, και αριθμό θύρας:

(Κείμενο)

— Τυχόν άλλες πληροφορίες σχετικά με τη γεωγραφική θέση (ταχυδρομικός κώδικας, δεδομένα GPS των αρχείων πολυμέσων κ.λπ.):

(Κείμενο)

6)Πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα χρήστη ο οποίος εμπλέκεται σε πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών, συμπεριλαμβανομένων των εξής:

— Όνομα χρήστη:

(Κείμενο)

— Email:

(Κείμενο)

— Αριθμός τηλεφώνου:

(Κείμενο)

— Άλλες πληροφορίες (ταχυδρομική διεύθυνση, πληροφορίες για το προφίλ, άλλες ηλεκτρονικές διευθύνσεις, άλλοι αριθμοί τηλεφώνου, πληροφορίες τιμολόγησης, ημερομηνία τελευταίας σύνδεσης, άλλες πληροφορίες χρήστη ή μοναδικός κωδικός αναγνώρισης χρήστη):

(Κείμενο)

7)Είδος υπηρεσίας που παρέχεται από τον πάροχο:

☐ υπηρεσία φιλοξενίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο α) του κανονισμού

υπηρεσία διαπροσωπικών επικοινωνιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο β) του κανονισμού 

Επιπλέον πληροφορίες σχετικά με την υπηρεσία, μεταξύ άλλων ιστοσελίδα/URL:

(Κείμενο)

8)Τρόπος με τον οποίο ο πάροχος έλαβε γνώση της πιθανής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών:

☐ Μέτρα που ελήφθησαν για την εκτέλεση εντολής εντοπισμού που έχει εκδοθεί σύμφωνα με το άρθρο 7 του κανονισμού

☐ Κοινοποίηση από δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένης κοινοποίησης από τη συντονιστική αρχή εγκατάστασης σύμφωνα με το άρθρο 32 του κανονισμού

☐ Ενημέρωση από ανοικτή τηλεφωνική γραμμή, συμπεριλαμβανομένης αξιόπιστης πηγής επισήμανσης παράνομου περιεχομένου κατά την έννοια του άρθρου 19 του κανονισμού (ΕΕ) …/… [σχετικά με την ενιαία αγορά ψηφιακών υπηρεσιών (πράξη για τις ψηφιακές υπηρεσίες) και την τροποποίηση της οδηγίας 2000/31/ΕΚ]

☐ Επισήμανση από χρήστη

☐ Μέτρα που ελήφθησαν αυτεπαγγέλτως από τον πάροχο

☐ Άλλος τρόπος

Σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1 του κανονισμού, οι πάροχοι δεν πρέπει να αναφέρουν πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών η οποία εντοπίζεται στο πλαίσιο εντολής αφαίρεσης που έχει εκδοθεί σύμφωνα με τον κανονισμό.

Λεπτομερέστερος προσδιορισμός του τρόπου με τον οποίο ο πάροχος έλαβε γνώση, όπως αναφέρεται ανωτέρω:

(Κείμενο)

9)Έχει αναφέρει ή θα αναφέρει ο πάροχος την πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών σε δημόσια αρχή ή σε άλλη οντότητα αρμόδια για την παραλαβή τέτοιων αναφορών που υποβάλλονται από τρίτη χώρα;

☐ Ναι

☐ Όχι

Εάν ναι, αναφέρατε τα ακόλουθα:

— όνομα της δημόσιας αρχής ή άλλης οντότητας:

(Κείμενο)

— αριθμός αναφοράς της υπόθεσης που αναφέρθηκε στη δημόσια αρχή ή σε άλλη οντότητα:

(Κείμενο)

10)Εάν η αναφορά αφορά τη διάδοση πιθανού γνωστού ή νέου υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ο πάροχος έχει αφαιρέσει το εν λόγω υλικό ή απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό;

☐ Ναι

☐ Όχι

11)Έχει λάβει ο πάροχος τυχόν απόφαση που αφορά τον χρήστη ή τους χρήστες που εμπλέκονται στην πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών (αποκλεισμός λογαριασμού, αναστολή ή διακοπή της παροχής της υπηρεσίας);

☐ Ναι

☐ Όχι

   Εάν ναι, προσδιορίστε την απόφαση:

(Κείμενο)

12)Κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με το παιδί ή τα παιδιά που φέρεται να έχουν πέσει θύματα της πιθανής διαδικτυακής σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών:

— Όνομα χρήστη:

(Κείμενο)

— Email:

(Κείμενο)

— Αριθμός τηλεφώνου:

(Κείμενο)

— Άλλες πληροφορίες (ταχυδρομική διεύθυνση, πληροφορίες για το προφίλ, άλλες ηλεκτρονικές διευθύνσεις, άλλοι αριθμοί τηλεφώνου, πληροφορίες τιμολόγησης, ημερομηνία τελευταίας σύνδεσης, άλλες πληροφορίες χρήστη ή μοναδικός κωδικός αναγνώρισης χρήστη):

(Κείμενο)

13)Κατά περίπτωση, άλλες πληροφορίες σχετικά με την πιθανή διαδικτυακή σεξουαλική κακοποίηση παιδιών:

(Κείμενο — Επισυνάψτε δεδομένα εάν χρειάζεται)

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: Ημερομηνία, ώρα και υπογραφή

Ημερομηνία και ώρα υποβολής της αναφοράς, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης ώρας:

(Κείμενο)

Χρονοσφραγίδα:

(Κείμενο)

Υπογραφή:

(Κείμενο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV:

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΕΝΤΟΛΩΝ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ  
αναφερόμενο στο άρθρο 14 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΕ) .../… [για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών]

ΕΝΤΟΛΗ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΕ) …/… ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ (ΣΤΟ ΕΞΗΣ: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ)

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Αρχές που ζήτησαν και εξέδωσαν την εντολή αφαίρεσης:

Όνομα της συντονιστικής αρχής που ζήτησε την έκδοση της εντολής αφαίρεσης:

(Κείμενο)

Όνομα της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εξέδωσε την εντολή αφαίρεσης:

(Κείμενο)

Στοιχεία αναφοράς της εντολής αφαίρεσης:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 2: Παραλήπτης της εντολής αφαίρεσης και οικεία υπηρεσία

Όνομα του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Σημείο επαφής:

(Κείμενο)

Συγκεκριμένη υπηρεσία για την οποία εκδίδεται η εντολή αφαίρεσης:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: Οικείο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και προσωρινή μη δημοσιοποίηση

Το συντομότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση εντός 24 ωρών από την παραλαβή της παρούσας εντολής αφαίρεσης, ο πάροχος πρέπει να αφαιρέσει το ακόλουθο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή να απενεργοποιήσει την πρόσβαση σε αυτό σε όλα τα κράτη μέλη:

(Ακριβής διεύθυνση URL και, εάν είναι αναγκαίο, πρόσθετες πληροφορίες)

Το υλικό συνιστά υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 στοιχείο ιβ) του κανονισμού, δεδομένου ότι συνιστά υλικό που πληροί ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα στοιχεία του ορισμού της παιδικής πορνογραφίας και/ή του ορισμού των πορνογραφικών παραστάσεων, κατά το άρθρο 2 στοιχεία γ) και ε), αντίστοιχα, της οδηγίας 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 1 (σημειώστε το/τα σχετικό/-ά τετραγωνίδιο/-α):

 κάθε υλικό στο οποίο απεικονίζεται παιδί να επιδίδεται σε πραγματική ή προσομοιωμένη πράξη σαφούς σεξουαλικού χαρακτήρα·

☐ κάθε απεικόνιση των γεννητικών οργάνων παιδιού πρωτίστως για σεξουαλικούς σκοπούς·

☐ κάθε υλικό στο οποίο απεικονίζεται πρόσωπο εμφανιζόμενο ως παιδί που επιδίδεται σε πραγματική ή προσομοιωμένη πράξη σαφούς σεξουαλικού χαρακτήρα ή κάθε απεικόνιση των γεννητικών οργάνων οποιουδήποτε προσώπου εμφανίζεται ως παιδί, πρωτίστως για σεξουαλικούς σκοπούς·

☐ ρεαλιστικές εικόνες παιδιού στις οποίες απεικονίζεται να επιδίδεται σε πράξη σαφούς σεξουαλικού χαρακτήρα ή ρεαλιστικές εικόνες των γεννητικών οργάνων παιδιού, πρωτίστως για σεξουαλικούς σκοπούς·

 υλικό στο οποίο απεικονίζεται προοριζόμενη για ακροατήριο απευθείας έκθεση παιδιού που επιδίδεται σε πραγματική ή προσομοιωμένη πράξη σαφούς σεξουαλικού χαρακτήρα·

 υλικό στο οποίο απεικονίζεται προοριζόμενη για ακροατήριο απευθείας έκθεση των γεννητικών οργάνων παιδιού πρωτίστως για σεξουαλικούς σκοπούς.

Σημειώστε, κατά περίπτωση:

☐ Για την αποφυγή παρεμβολών σε δραστηριότητες που αποσκοπούν στην πρόληψη, τον εντοπισμό, τη διερεύνηση και τη δίωξη αδικημάτων σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών, ο πάροχος δεν πρέπει να αποκαλύπτει πληροφορίες σχετικά με την αφαίρεση υλικού σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών ή την απενεργοποίηση της πρόσβασης σε αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 4 του κανονισμού, κατά το ακόλουθο χρονικό διάστημα:

(Κείμενο) 

ΕΝΟΤΗΤΑ 4: Στοιχεία επικοινωνίας για παρακολούθηση

Στοιχεία επικοινωνίας της συντονιστικής αρχής που ζήτησε την έκδοση της εντολής αφαίρεσης για παρατηρήσεις σχετικά με την εκτέλεση της εντολής αφαίρεσης ή περαιτέρω διευκρινίσεις, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών που αναφέρονται στο άρθρο 14 παράγραφοι 5, 6 και 7 του κανονισμού:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 5: Αιτιολόγηση

Οι λόγοι για την έκδοση της εντολής αφαίρεσης είναι οι εξής:

(Επαρκώς λεπτομερής αιτιολόγηση για την έκδοση της εντολής αφαίρεσης)

ΕΝΟΤΗΤΑ 6: Πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα προσφυγής

Αρμόδιο δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να προσβληθεί η εντολή αφαίρεσης, σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 1 του κανονισμού:

(Κείμενο)

Προθεσμίες για την προσβολή της εντολής αφαίρεσης (υπολογιζόμενες σε ημέρες/μήνες από):

(Κείμενο)

Αναφορές ή σύνδεσμοι σε διατάξεις του εθνικού δικαίου που αφορούν την προσφυγή:

(Κείμενο)

Κατά περίπτωση, πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την προσφυγή:

(Κείμενο)

Η μη συμμόρφωση με την παρούσα εντολή αφαίρεσης μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού.

ΕΝΟΤΗΤΑ 7: Ημερομηνία, χρονοσφραγίδα και ηλεκτρονική υπογραφή

Ημερομηνία έκδοσης της εντολής αφαίρεσης:

(Κείμενο)

Χρονοσφραγίδα:

(Κείμενο)

Ηλεκτρονική υπογραφή της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εξέδωσε την εντολή αφαίρεσης:

(Κείμενο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V:

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ 
αναφερόμενο στο άρθρο 14 παράγραφοι 5 και 6 του κανονισμού (ΕΕ) .../… [για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών]

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Αποδέκτης της εντολής αφαίρεσης

Όνομα του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Σημείο επαφής:

(Κείμενο)

Στοιχεία επικοινωνίας του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Στοιχεία αναφοράς του φακέλου του παρόχου:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 2: Πληροφορίες σχετικά με την εντολή αφαίρεσης

Όνομα της συντονιστικής αρχής που ζήτησε την έκδοση της εντολής αφαίρεσης:

(Κείμενο)

Όνομα της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εξέδωσε την εντολή αφαίρεσης:

(Κείμενο)

Στοιχεία αναφοράς της εντολής αφαίρεσης:

(Κείμενο)

Ημερομηνία και ώρα παραλαβής της εντολής αφαίρεσης, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης ώρας:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: Μη εκτέλεση

Ο πάροχος δεν μπορεί να εκτελέσει την εντολή αφαίρεσης εντός της υποχρεωτικής προθεσμίας για τους ακόλουθους λόγους (σημειώστε το/τα σχετικό/-ά τετραγωνίδιο/-α):

☐ ανωτέρα βία ή πραγματική αδυναμία που δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα του παρόχου υπηρεσιών φιλοξενίας, περιλαμβανομένων αντικειμενικών τεχνικών ή επιχειρησιακών λόγων·

☐ η εντολή αφαίρεσης περιέχει ένα ή περισσότερα πρόδηλα σφάλματα·

☐ η εντολή αφαίρεσης δεν περιέχει επαρκείς πληροφορίες.

Αναφέρατε περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τους λόγους μη εκτέλεσης, διευκρινίζοντας τους λόγους ανωτέρας βίας ή πραγματικής αδυναμίας, το ή τα πρόδηλα σφάλματα και/ή τις περαιτέρω πληροφορίες ή διευκρινίσεις που απαιτούνται, κατά περίπτωση:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 4: Ημερομηνία, ώρα και υπογραφή

Ημερομηνία και ώρα, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης ώρας:

(Κείμενο)

Υπογραφή:

(Κείμενο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI:

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΑΦΑΙΡΕΣΗΣ 
αναφερόμενο στο άρθρο 14 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΕ) .../… [για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών]

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Αποδέκτης της εντολής αφαίρεσης

Όνομα του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Σημείο επαφής:

(Κείμενο)

Στοιχεία επικοινωνίας του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Στοιχεία αναφοράς του φακέλου του παρόχου:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 2: Πληροφορίες σχετικά με την εντολή αφαίρεσης

Όνομα της συντονιστικής αρχής που ζήτησε την έκδοση της εντολής αφαίρεσης:

(Κείμενο)

Αρμόδια δικαστική αρχή ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εξέδωσε την εντολή αφαίρεσης:

(Κείμενο)

Στοιχεία αναφοράς της εντολής αφαίρεσης:

(Κείμενο)

Ημερομηνία και ώρα παραλαβής της εντολής αφαίρεσης, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης ώρας:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: Μέτρα που ελήφθησαν για την εκτέλεση της εντολής αφαίρεσης

Για την εκτέλεση της εντολής αφαίρεσης, ο πάροχος έλαβε το ακόλουθο μέτρο (σημειώστε το αντίστοιχο τετραγωνίδιο):

☐ αφαίρεσε το υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών·

☐ απενεργοποίησε σε όλα τα κράτη μέλη την πρόσβαση στο υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών.

Ημερομηνία και ώρα λήψης του μέτρου, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης ώρας:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 4: Ημερομηνία, ώρα και υπογραφή

Ημερομηνία και ώρα, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης ώρας:

(Κείμενο)

Υπογραφή:

(Κείμενο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII:

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΕΝΤΟΛΩΝ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ 
αναφερόμενο στο άρθρο 17 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) .../… [για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών]

ΕΝΤΟΛΗ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ ΠΟΥ ΕΚΔΙΔΕΤΑΙ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ (ΕΕ) …/… ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΠΙΣΗ ΚΑΝΟΝΩΝ ΜΕ ΣΚΟΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΛΗΨΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΠΑΙΔΙΩΝ (ΣΤΟ ΕΞΗΣ: ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ)

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Αρχές που ζήτησαν και εξέδωσαν την εντολή αποκλεισμού:

Όνομα της συντονιστικής αρχής που ζήτησε την έκδοση της εντολής αποκλεισμού:

(Κείμενο)

Όνομα της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εξέδωσε την εντολή αποκλεισμού:

(Κείμενο)

Στοιχεία αναφοράς της εντολής αποκλεισμού:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 2: Αποδέκτης της εντολής αποκλεισμού

Όνομα του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Σημείο επαφής:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: Μέτρα για την εκτέλεση της εντολής αποκλεισμού, συμπεριλαμβανομένων πρόσθετων διασφαλίσεων

Ο πάροχος πρέπει να λάβει τα αναγκαία μέτρα για να εμποδίσει τους χρήστες στην Ένωση να έχουν πρόσβαση στο γνωστό υλικό σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών που υποδεικνύεται με τις ακόλουθες διευθύνσεις URL:

(Κείμενο)

Η εντολή αποκλεισμού αφορά την ακόλουθη υπηρεσία που παρέχεται από τον πάροχο στην Ένωση:

(Κείμενο)

Κατά την εκτέλεση της εντολής αποκλεισμού, ο πάροχος οφείλει να τηρεί τα ακόλουθα όρια και/ή να προβλέπει τις ακόλουθες διασφαλίσεις, όπως αναφέρεται στο άρθρο 16 παράγραφος 5 του κανονισμού:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 4: Αιτιολόγηση, περίοδος εφαρμογής και υποβολή αναφοράς

Οι λόγοι για την έκδοση της εντολής αποκλεισμού είναι οι εξής:

(Επαρκώς λεπτομερής αιτιολόγηση για την έκδοση της εντολής αποκλεισμού)

Η εντολή αποκλεισμού ισχύει από... (ημερομηνία) έως....... (ημερομηνία).

Ισχύουν οι ακόλουθες απαιτήσεις αναφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 6 του κανονισμού:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 5: Στοιχεία επικοινωνίας για παρακολούθηση

Στοιχεία επικοινωνίας της συντονιστικής αρχής που ζήτησε την έκδοση της εντολής αποκλεισμού για παρατηρήσεις σχετικά με την εκτέλεση της εντολής αποκλεισμού ή περαιτέρω διευκρινίσεις, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειών που αναφέρονται στο άρθρο 17 παράγραφος 5 του κανονισμού:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 6: Πληροφορίες σχετικά με τη δυνατότητα προσφυγής

Αρμόδιο δικαστήριο ενώπιον του οποίου μπορεί να προσβληθεί η εντολή αποκλεισμού, σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 1 του κανονισμού:

(Κείμενο)

Προθεσμίες για την προσβολή της εντολής αποκλεισμού (υπολογιζόμενες σε ημέρες/μήνες από):

(Κείμενο)

Αναφορές ή σύνδεσμοι σε διατάξεις του εθνικού δικαίου που αφορούν την προσφυγή:

(Κείμενο)

Κατά περίπτωση, πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με την προσφυγή:

(Κείμενο)

Η μη συμμόρφωση με την παρούσα εντολή αποκλεισμού μπορεί να οδηγήσει στην επιβολή κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 35 του κανονισμού.

ΕΝΟΤΗΤΑ 7: Ημερομηνία, ώρα και ηλεκτρονική υπογραφή

Ημερομηνία έκδοσης της εντολής αποκλεισμού:

(Κείμενο)

Χρονοσφραγίδα:

(Κείμενο)

Ηλεκτρονική υπογραφή της αρμόδιας δικαστικής αρχής ή της ανεξάρτητης διοικητικής αρχής που εξέδωσε την εντολή αποκλεισμού:

(Κείμενο)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII:

ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΝΤΟΛΗΣ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΟΥ

αναφερόμενο στο άρθρο 17 παράγραφος 5 του κανονισμού (ΕΕ) .../… [για τη θέσπιση κανόνων με σκοπό την πρόληψη και την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών]

ΕΝΟΤΗΤΑ 1: Αποδέκτης της εντολής αποκλεισμού

Όνομα του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Σημείο επαφής:

(Κείμενο)

Στοιχεία επικοινωνίας του παρόχου και, κατά περίπτωση, του νόμιμου εκπροσώπου του:

(Κείμενο)

Στοιχεία φακέλου του αποδέκτη:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 2: Πληροφορίες σχετικά με την εντολή αποκλεισμού

Όνομα της συντονιστικής αρχής που ζήτησε την έκδοση της εντολής αποκλεισμού:

(Κείμενο)

Αρμόδια δικαστική αρχή ή ανεξάρτητη διοικητική αρχή που εξέδωσε την εντολή αποκλεισμού:

(Κείμενο)

Στοιχεία αναφοράς της εντολής αποκλεισμού:

(Κείμενο)

Ημερομηνία και ώρα παραλαβής της εντολής αποκλεισμού, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης ώρας:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 3: Μη εκτέλεση

Ο πάροχος δεν μπορεί να εκτελέσει την εντολή αποκλεισμού εντός της υποχρεωτικής προθεσμίας για τους ακόλουθους λόγους (σημειώστε το/τα σχετικό/-ά τετραγωνίδιο/-α):

☐ η εντολή αποκλεισμού περιέχει ένα ή περισσότερα πρόδηλα σφάλματα·

☐ η εντολή αποκλεισμού δεν περιέχει επαρκείς πληροφορίες.

Προσδιορίστε το/τα πρόδηλο/-α σφάλμα/-τα και/ή τις περαιτέρω αναγκαίες πληροφορίες ή διευκρινίσεις, κατά την περίπτωση:

(Κείμενο)

ΕΝΟΤΗΤΑ 4: Ημερομηνία, ώρα και υπογραφή

Ημερομηνία και ώρα, συμπεριλαμβανομένης της ζώνης ώρας:

(Κείμενο)

Υπογραφή:

(Κείμενο)

(1)    Οδηγία 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 335 της 17.12.2011, σ. 1).
Top