Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52022AB0025

    Γνωμη τησ Ευρωπαϊκησ Κεντρικησ Τραπεζασ της 28ης Ιουλίου 2022 σχετικά με πρόταση κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού για τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (CON/2022/25) 2022/C 367/03

    CON/2022/25

    ΕΕ C 367 της 26.9.2022, p. 3–9 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    26.9.2022   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 367/3


    ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ

    της 28ης Ιουλίου 2022

    σχετικά με πρόταση κανονισμού για την τροποποίηση του κανονισμού για τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων

    (CON/2022/25)

    (2022/C 367/03)

    Εισαγωγή και νομική βάση

    Στις 13 Απριλίου 2022 η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έλαβε αίτημα του Συμβουλίου για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 για τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων (1) (εφεξής ο «προτεινόμενος κανονισμός»).

    Η αρμοδιότητα της ΕΚΤ για τη διατύπωση γνώμης σχετικά με τον προτεινόμενο κανονισμό βασίζεται στο άρθρο 127 παράγραφος 4 και στο άρθρο 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), καθώς ο προτεινόμενος κανονισμός άπτεται: 1) του βασικού καθήκοντος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών (ΕΣΚΤ) όσον αφορά την προώθηση της ομαλής λειτουργίας των συστημάτων πληρωμών σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 2 τέταρτη περίπτωση ΣΛΕΕ και το άρθρο 3.1 του καταστατικού του ΕΣΚΤ και της ΕΚΤ (εφεξής το «καταστατικό του ΕΣΚΤ»), και 2) της συμβολής του ΕΣΚΤ στην εκ μέρους των αρμόδιων αρχών ομαλή άσκηση πολιτικών που αφορούν τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος σύμφωνα με το άρθρο 127 παράγραφος 5 ΣΛΕΕ και το άρθρο 3.3 του καταστατικού του ΕΣΚΤ. Η παρούσα γνώμη εκδόθηκε από το διοικητικό συμβούλιο, σύμφωνα με το άρθρο 17.5 πρώτη πρόταση του εσωτερικού κανονισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

    Γενικές παρατηρήσεις

    Η ΕΚΤ χαιρετίζει τον προτεινόμενο κανονισμό, ο οποίος υποστηρίζει τόσο τις προτεραιότητες της Ένωσης στους τομείς των κεφαλαιαγορών και των μετασυναλλακτικών υπηρεσιών όσο και μία από τις βασικές δράσεις στο σχέδιο δράσης της Επιτροπής για την Ένωση Κεφαλαιαγορών για το 2020 με σκοπό την ανάπτυξη υπηρεσιών διασυνοριακού διακανονισμού. Αυτό το επιτυγχάνει, μεταξύ άλλων, απλοποιώντας τη διαδικασία διαβατηρίου βάσει του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2) (εφεξής ο «κανονισμός για τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων» ή «CSDR») και ενισχύοντας τη συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων και σχετικών αρχών. Η ΕΚΤ υποστηρίζει σθεναρά τον γενικό στόχο της περαιτέρω διευκόλυνσης της ολοκλήρωσης των κεφαλαιαγορών με τη μείωση των εμποδίων στην παροχή υπηρεσιών διασυνοριακού διακανονισμού. Ο προτεινόμενος κανονισμός ευθυγραμμίζεται επίσης σε γενικές γραμμές με τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν διεθνώς στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης που εμφανίστηκε το 2008-2009, με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της αποτελεσματικότητας των βασικών, συστημικώς σημαντικών υποδομών της χρηματοπιστωτικής αγοράς —συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων διακανονισμού αξιογράφων— ως προϋπόθεση υγιών και εύρωστων κεφαλαιαγορών, καθώς και της προώθησης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (3).

    Ειδικές παρατηρήσεις

    1.   Καθεστώς συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού

    1.1

    Η ΕΚΤ χαιρετίζει τον στόχο του νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει ένα πιο στοχευμένο πεδίο εφαρμογής για το καθεστώς συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού του CSDR, ρυθμίζοντας συμπεριφορές της αγοράς που οδηγούν σε ανεπάρκειες του διακανονισμού, αλλά χωρίς να επιβάλλει αυτομάτως κύρωση για κάθε μεμονωμένη αδυναμία διακανονισμού ανεξάρτητα από το πλαίσιο και τα εμπλεκόμενα μέρη. Το πεδίο εφαρμογής και η λειτουργία του καθεστώτος συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού θα πρέπει να βασίζονται στην αρχή της αναλογικότητας. Αυτό απαιτεί, μεταξύ άλλων, τη διαφοροποίηση μεταξύ, αφενός, των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού με δυσμενείς οικονομικές συνέπειες για το συμβαλλόμενο μέρος χρηματοοικονομικής συναλλαγής που δεν αθέτησε τις υποχρεώσεις του και, αφετέρου, των περιπτώσεων που είτε δεν επιφέρουν αρνητικές οικονομικές συνέπειες είτε επηρεάζουν απλώς τα οικονομικά συμφέροντα του συμβαλλόμενου μέρους που αθέτησε τις υποχρεώσεις του. Η συμπερίληψη αυτών των τελευταίων περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού στο πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού θα ήταν ασυμβίβαστη με τη λογική του καθεστώτος. Ως εκ τούτου, η αναθεώρηση του καθεστώτος συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού θα πρέπει να λαμβάνει ως αφετηρία τον στόχο της επιβολής κυρώσεων μόνο για εκείνες τις περιπτώσεις αδυναμίας διακανονισμού που επιφέρουν αρνητικές οικονομικές συνέπειες για τον αντισυμβαλλόμενο του μέρους που αθετεί τις υποχρεώσεις του.

    1.2

    Στο ίδιο πνεύμα, η ΕΚΤ χαιρετίζει τις προτεινόμενες εξαιρέσεις από το καθεστώς συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού τόσο των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού οφειλόμενης σε παράγοντες που δεν μπορούν να αποδοθούν στους συμμετέχοντες στη συναλλαγή όσο και των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού στο πλαίσιο συναλλαγών που δεν περιλαμβάνουν «δύο μέρη διαπραγμάτευσης». Πάντως, η ΕΚΤ καλεί τον νομοθέτη της Ένωσης να εξετάσει το ενδεχόμενο αποσαφήνισης του πεδίου εφαρμογής της δεύτερης από αυτές τις δύο προτεινόμενες εξαιρέσεις, η οποία επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες. Κατά την ΕΚΤ, η εν λόγω προτεινόμενη εξαίρεση περιλαμβάνει μεταφορές αξιογράφων χωρίς πληρωμή (FOP) σε λογαριασμούς αξιογράφων σε κεντρικά αποθετήρια τίτλων (ΚΑΤ) στο πλαίσιο της παροχής ασφάλειας (ή απόσυρσής της) είτε αυτές οι μεταφορές πραγματοποιούνται μεταξύ ιδιωτών είτε μεταξύ μελών του ΕΣΚΤ και των αντισυμβαλλομένων τους. Η ΕΚΤ θα επικροτούσε μια ρητή διευκρίνιση προς τον σκοπό αυτό στον προτεινόμενο κανονισμό. Συναφώς, θα πρέπει να αποσαφηνιστεί περαιτέρω το πεδίο εφαρμογής της δεύτερης προτεινόμενης εξαίρεσης στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις της Επιτροπής, προκειμένου να προσδιοριστούν οι συναλλαγές που δεν θεωρείται ότι περιλαμβάνουν δύο μέρη διαπραγμάτευσης. Επί του παρόντος, τα ΚΑΤ ενδεχομένως να μην είναι σε θέση να εντοπίζουν εντολές διακανονισμού εξαιρετέες από το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού βάσει του προτεινόμενου κανονισμού. Προς διευκόλυνση του εντοπισμού τους θα ήταν ωφέλιμο οι κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις της Επιτροπής να περιλαμβάνουν ορισμούς που επιτρέπουν συγκεκριμένα τον εντοπισμό των προβλεπόμενων εξαιρέσεων, συνεπικουρώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα ΚΑΤ στην επίτευξη αυτοματοποιημένης διαδικασίας. Η ΕΚΤ είναι έτοιμη να στηρίξει τον νομοθέτη της Ένωσης κατά την επεξεργασία των εν λόγω διευκρινίσεων και επισημαίνει ότι κάθε σχέδιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξης της Επιτροπής θεωρείται «σχέδιο πράξης της Ένωσης» κατά την έννοια του άρθρου 127 παράγραφος 4 και του άρθρου 282 παράγραφος 5 της Συνθήκης, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να ζητείται η γνώμη της ΕΚΤ για κάθε σχέδιο πράξης της Ένωσης που εμπίπτει στο πεδίο της αρμοδιότητάς της (4).

    1.3

    Επιπλέον, οι εν λόγω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις της Επιτροπής οι οποίες προσδιορίζουν τις συναλλαγές που δεν πρέπει να θεωρείται ότι περιλαμβάνουν δύο μέρη διαπραγμάτευσης θα πρέπει να προβλέπουν επαρκή προθεσμία προκειμένου τα ΚΑΤ και οι συμμετέχοντες στη χρηματοπιστωτική αγορά να προσαρμόσουν τα συστήματά τους. Για παράδειγμα, όσον αφορά το TARGET2-Securities (T2S), εάν ορισμένες συναλλαγές πρόκειται να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του καθεστώτος συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού σε επίπεδο ΚΑΤ, θα ήταν σκόπιμος ένας διάλογος με την αγορά προκειμένου να συμβάλει στον εντοπισμό ενδεχόμενων ζητημάτων εφαρμογής και πιθανών λύσεων. Όταν οι σχετικές κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις της Επιτροπής συνεπάγονται ουσιαστικές αλλαγές στον σχεδιασμό του T2S, η υλοποίηση των αλλαγών αυτών απαιτεί σημαντικό χρόνο. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ συνιστά η περίοδος των 24 μηνών που προβλέπει ο προτεινόμενος κανονισμός μεταξύ της έκδοσης του αναθεωρημένου CSDR και της έναρξης ισχύος του τροποποιημένου πεδίου εφαρμογής του καθεστώτος συμμόρφωσης προς τη διαδικασία διακανονισμού (5) να αρχίζει αποκλειστικά από την έκδοση των οικείων κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων της Επιτροπής.

    1.4

    Η ύπαρξη υποχρεωτικών αγορών κάλυψης «buy-in» βάσει κανονιστικών ρυθμίσεων κωλύει σημαντικά την πραγματοποίηση των συναλλαγών αξιογράφων και τη λειτουργία των αγορών αξιογράφων. Λόγω των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η ανάπτυξη των υποχρεωτικών αυτών αγορών κάλυψης «buy-in» από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (όσον αφορά επίσης την ενδεχόμενη ανυπαρξία υπευθύνου αγοράς κάλυψης «buy-in»), θα ήταν προτιμότερο να απορριφθεί εντελώς η δυνατότητα τέτοιων υποχρεωτικών αγορών. Η επακόλουθη εξέταση τυχόν μεταγενέστερων τροποποιήσεων συναφώς θα πρέπει να εναπόκειται στον νομοθέτη της Ένωσης.

    1.5

    Εάν, ωστόσο, ο νομοθέτης της Ένωσης αποφασίσει να διατηρήσει τις προτεινόμενες διατάξεις σχετικά με την εκτελεστική πράξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ανάπτυξη του μηχανισμού υποχρεωτικών αγορών κάλυψης «buy-in», η ΕΚΤ θα ήθελε να επισημάνει τα ακόλουθα σημεία. Πρώτον, η ΕΚΤ χαιρετίζει τις αναθεωρήσεις του προτεινόμενου κανονισμού όσον αφορά τον μηχανισμό υποχρεωτικών αγορών κάλυψης «buy-in». Η εφαρμογή, μέσω εκτελεστικής πράξης, των προϋποθέσεων ενεργοποίησης του μηχανισμού υποχρεωτικών αγορών κάλυψης «buy-in» για ορισμένα χρηματοπιστωτικά μέσα ή κατηγορίες συναλλαγών θα πρέπει να σταθμίζεται έναντι του αντικτύπου των υποχρεωτικών αυτών αγορών στη λειτουργία των αγορών αξιογράφων. Επιπλέον, δεδομένου ότι μια τέτοια εκτελεστική πράξη θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις πιθανές συνέπειες του μηχανισμού υποχρεωτικών αγορών κάλυψης «buy-in» στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης και στην αποτελεσματικότητα του διακανονισμού στην Ένωση (6) (ζητήματα που θα πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν αμφότερα στους τομείς συμβουλευτικής αρμοδιότητας της ΕΚΤ), θα πρέπει να υποβληθεί για διαβούλευση με την ΕΚΤ πριν από την έκδοσή της. Θα πρέπει επίσης να παρέχει στους συμμετέχοντες στην αγορά επαρκή χρόνο για την εφαρμογή της, προκειμένου οι τελευταίοι να μπορούν να επιτύχουν επιχειρησιακή ετοιμότητα. Όσον αφορά τις απαιτήσεις που σχετίζονται με τις λεπτομέρειες που ισχύουν για την εκτέλεση των αγορών κάλυψης «buy-in», είναι σημαντικό το κόστος της εκτέλεσης να μην είναι δυσανάλογο σε σχέση με την αξία που ανταλλάσσεται κατά την υποκείμενη συναλλαγή. Επιπλέον, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, οι συμμετέχοντες στην αγορά στους οποίους εφαρμόζεται η αγορά κάλυψης «buy-in» σε δεδομένη περίπτωση, θα πρέπει να διαθέτουν ορισμένο βαθμό ευελιξίας. Θα πρέπει να εξεταστεί η προσέγγιση κατά την οποία, αντί της νομοθεσίας που καθορίζει την ακριβή μέθοδο εκτέλεσης των αγορών κάλυψης «buy-in», οι συμμετέχοντες στην αγορά απαιτείται να συμφωνήσουν μεταξύ τους συμβατικά ως προς τις εν λόγω λεπτομέρειες. Επιπλέον, θα μπορούσε να δοθεί η επιλογή στο μη μέρος που δεν βρίσκεται σε αθέτηση να αποφασίσει εάν θα ενεργοποιηθεί ή όχι η διαδικασία αγορών κάλυψης «buy-in». Αυτή η ευελιξία θα του επιτρέψει να αποφύγει τη δυσανάλογη επιβάρυνση όσον αφορά την υλοποίηση πολύπλοκων λειτουργικών, τεχνικών και νομικών μεταβολών που είναι απαραίτητες για τη χρήση των αγορών κάλυψης «buy-in».

    1.6

    Τέλος, η ΕΚΤ καλεί τον νομοθέτη της Ένωσης να εξετάσει το ενδεχόμενο εξαίρεσης των συναλλαγών χρηματοδότησης αξιογράφων από το πεδίο εφαρμογής τυχόν υποχρεωτικών αγορών κάλυψης «buy-in». Η συναλλαγή χρηματοδότησης αξιογράφων δεν δημιουργεί μια εντελώς ανοικτή θέση μεταξύ των μερών διαπραγμάτευσης, ώστε να δικαιολογείται η αγορά κάλυψης «buy-in» έναντι του μέρους που βρίσκεται σε αθέτηση. Συνεπώς, η εφαρμογή υποχρεωτικών αγορών κάλυψης «buy-in» στο πλαίσιο συναλλαγών χρηματοδότησης αξιογράφων δεν είναι ανάλογη με την πρόθεση του νομοθέτη να μειώσει τον αριθμό των περιπτώσεων αδυναμίας διακανονισμού μέσω των υποχρεωτικών αυτών αγορών.

    2.   Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και σχετικών αρχών: επανεξέταση και αξιολόγηση

    2.1

    Η ΕΚΤ χαιρετίζει την ενίσχυση του ρόλου των σχετικών αρχών τόσο στην αδειοδότηση των ΚΑΤ με τον προτεινόμενο κανονισμό όσον αφορά την παροχή βασικών υπηρεσιών και επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, όσο και στη διεξαγωγή της τακτικής επανεξέτασης και αξιολόγησης των ΚΑΤ, ως ρόλου που αναγνωρίζει δεόντως το έννομο συμφέρον των εν λόγω αρχών στην ομαλή λειτουργία των οικείων υποδομών. Στο ίδιο πνεύμα, η ΕΚΤ επικροτεί την ισορροπημένη προσέγγιση του προτεινόμενου κανονισμού όσον αφορά τη συχνότητα διεξαγωγής της επανεξέτασης και της αξιολόγησης των βασικών υπηρεσιών ΚΑΤ, καθώς και τη μεγαλύτερη προθεσμία εντός της οποίας οι σχετικές αρχές μπορούν να γνωμοδοτήσουν αιτιολογημένα σχετικά με την αδειοδότηση των ΚΑΤ να παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου. Προς διασφάλιση της συνέπειας, θα ήταν χρήσιμο να ευθυγραμμιστεί η προτεινόμενη ελάχιστη συχνότητα με την οποία οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν και αξιολογούν τη συμμόρφωση προς τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου του CSDR με τη συχνότητα της επανεξέτασης και της αξιολόγησης των βασικών υπηρεσιών ΚΑΤ.

    2.2

    Όσον αφορά την επανεξέταση και αξιολόγηση των βασικών υπηρεσιών ΚΑΤ, ο προτεινόμενος κανονισμός προβλέπει ότι η αρμόδια αρχή ζητεί τη γνώμη των σχετικών αρχών. Ωστόσο, δεν προβλέπεται αντίστοιχη διαδικασία όσον αφορά την επανεξέταση και αξιολόγηση των επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί η εν λόγω ασυνέπεια, η ΕΚΤ συνιστά να θεσπιστεί με τον προτεινόμενο κανονισμό αντίστοιχη διαδικασία διαβούλευσης για την επανεξέταση και την αξιολόγηση των επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου.

    2.3

    Για τα μέλη του ΕΣΚΤ που ενεργούν ως σχετική αρχή, η εν λόγω διαδικασία διαβούλευσης θα διευκολύνει την άσκηση του καθήκοντος του ΕΣΚΤ να διασφαλίζει αποτελεσματικά και υγιή συστήματα εκκαθάρισης εντός της Ένωσης. Επιπλέον, κατά την άσκηση των καθημερινών δραστηριοτήτων τους, τα ΚΑΤ τα οποία έχουν αδειοδοτηθεί ως πάροχοι επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις υπηρεσίες κεντρικής τράπεζας (7), γεγονός που δικαιολογεί περαιτέρω τη συμμετοχή των κεντρικών τραπεζών. Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα των διακανονισμών τοις μετρητοίς σε χρήμα εμπορικής τράπεζας είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τις κεντρικές τράπεζες έκδοσης, καθώς η ανεπαρκής διαχείριση των πιστωτικών κινδύνων και των κινδύνων ρευστότητας από τα ΚΑΤ που παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου θα μπορούσε να επηρεάσει την ομαλή λειτουργία των χρηματαγορών.

    2.4

    Στο πλαίσιο του ρόλου τους ως εποπτών των συστημάτων εκκαθάρισης και πληρωμών, οι κεντρικές τράπεζες διαθέτουν εκτεταμένη εμπειρογνωσία στον τομέα του διακανονισμού τοις μετρητοίς σε χρήμα κεντρικής τράπεζας και χρήμα εμπορικής τράπεζας (συμπεριλαμβανομένων των συναφών επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου), ιδίως από την άποψη της διαχείρισης των χρηματοοικονομικών κινδύνων. Κατά τη διεξαγωγή των εποπτικών δραστηριοτήτων τους, οι κεντρικές τράπεζες εφαρμόζουν ένα πλαίσιο το οποίο, ευθυγραμμιζόμενο με τα παγκόσμια πρότυπα, αντανακλά μια συστημική προοπτική. Ως εκ τούτου, είναι σκόπιμη η συμμετοχή τους ως σχετικών αρχών στο πλαίσιο του CSDR στην τακτική επανεξέταση και αξιολόγηση των επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου.

    3.   Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών και σχετικών αρχών: σύσταση σωμάτων

    3.1

    Η ΕΚΤ χαιρετίζει τη σύσταση σωμάτων εποπτών προκειμένου να ενισχυθεί η εποπτική σύγκλιση και να διευκολυνθεί η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των εμπλεκόμενων αρχών (8). Ωστόσο, η δομή των σωμάτων διαβατηρίου θα μπορούσε να επωφεληθεί από περαιτέρω προσαρμογές προκειμένου να διασφαλιστεί, αφενός, ότι καλύπτονται διάφορες μορφές διασυνοριακής δραστηριότητας και, αφετέρου, ότι η συνεργασία εντός του σώματος είναι αποτελεσματική και δεν δημιουργεί επιβάρυνση όταν απαιτείται συμμετοχή σε πολλαπλά σώματα. Η δραστηριότητα διαβατηρίου δεν περιλαμβάνει όλες τις υπηρεσίες ΚΑΤ με διασυνοριακή διάσταση. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ προτείνει να διευρυνθεί το πεδίο της εντολής των σωμάτων διαβατηρίου προκειμένου να καλύψει άλλες μορφές διασυνοριακών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένων του διακανονισμού σε σχετικά ξένα νομίσματα και της λειτουργίας διαλειτουργικών συνδέσεων, πλην των διαλειτουργικών συνδέσεων ΚΑΤ που προβαίνουν σε εξωτερική ανάθεση ορισμένων υπηρεσιών τους (σχετικών με τις συνδέσεις αυτές) σε δημόσια οντότητα κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 19 παράγραφος 5 του CSDR (9). Η ΕΚΤ προτείνει επίσης να μετονομαστούν τα σώματα διαβατηρίου σε σώματα διασυνοριακής δραστηριότητας. Επιπλέον, η συμμετοχή στα σώματα είναι ζωτικής σημασίας για τις αρχές των κρατών μελών στα οποία οι δραστηριότητες ενός ΚΑΤ είναι σημαντικές για τις αγορές τους. Ωστόσο, ενδέχεται να είναι λιγότερο σημαντική για τις αρχές των κρατών μελών στα οποία η δραστηριότητα ενός ΚΑΤ είναι περιορισμένη και δεν θα πρέπει να είναι υποχρεωτική.

    3.2

    Όσον αφορά τα σώματα ομίλου, η ΕΚΤ υποστηρίζει τη σύστασή τους και, ειδικότερα, τη δυνατότητα επιλογής που εισάγεται στον προτεινόμενο κανονισμό όσον αφορά τη συγχώνευση των σωμάτων σε ενιαίο σώμα. Επιπλέον, θα μπορούσε να εισαχθεί περαιτέρω ευελιξία με την παροχή της δυνατότητας στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να καλεί τις αρμόδιες και σχετικές αρχές από χώρες που δεν είναι κράτη μέλη ως παρατηρητές για τα σώματα διαβατηρίου και/ή τα σώματα ομίλου.

    4.   Επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου

    4.1

    Ο προτεινόμενος κανονισμός περιλαμβάνει τροποποιήσεις του CSDR οι οποίες επιτρέπουν τον διακανονισμό των πληρωμών τοις μετρητοίς σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που τελεί υπό τη διαχείριση ΚΑΤ μέσω άλλου ΚΑΤ το οποίο έχει λάβει άδεια να παρέχει επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου. Οι εν λόγω τροποποιήσεις, σε συνδυασμό με την προτεινόμενη αύξηση του ορίου διακανονισμού μέσω ορισθέντων πιστωτικών ιδρυμάτων, θα διευκολύνουν τον διακανονισμό σε ξένα νομίσματα και θα προωθήσουν τον διασυνοριακό διακανονισμό εντός της Ένωσης. Παράλληλα, θα είναι περιορισμένη η πιθανή προσφυγή στον διακανονισμό FOP κατά τον οποίο οι μεταφορές μετρητών και αξιογράφων δεν αλληλοεξαρτώνται και, ως τούτου, αυξάνουν τον κίνδυνο διακανονισμού.

    4.2

    Ωστόσο, η παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου από ΚΑΤ τα οποία έχουν λάβει άδεια για την παροχή τους (εφεξής τα «τραπεζικά ΚΑΤ») σε άλλα ΚΑΤ (εφεξής τα «ΚΑΤ χρήστες») θα έχει επιπτώσεις στο προφίλ χρηματοοικονομικού κινδύνου των τραπεζικών ΚΑΤ, καθώς και στους ισότιμους όρους ανταγωνισμού για τα ΚΑΤ και για τους συμμετέχοντες στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων που τελούν υπό τη διαχείριση των ΚΑΤ, καθώς και όσον αφορά τις συγκρούσεις συμφερόντων· όλες αυτές οι επιπτώσεις θα πρέπει περαιτέρω να αντιμετωπιστούν από τον νομοθέτη της Ένωσης. Ως εκ τούτου, ο προτεινόμενος κανονισμός θα μπορούσε να τροποποιηθεί προκειμένου να συμπεριλάβει τη δυνατότητα ανάπτυξης ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων που περιγράφονται στις παραγράφους 4.3 έως 4.8 κατωτέρω από την παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου από τραπεζικά ΚΑΤ σε ΚΑΤ χρήστες.

    4.3

    Το άρθρο 40 του CSDR απαιτεί από τα ΚΑΤ να διακανονίζουν το χρηματικό σκέλος της συναλλαγής αξιογράφων που υπόκεινται σε επεξεργασία στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων τους μέσω λογαριασμών τηρούμενων σε κεντρική τράπεζα ειδικά για συναλλαγές εκφρασμένες στο νόμισμα της χώρας στην οποία πραγματοποιείται ο διακανονισμός, όποτε αυτό είναι εφικτό και λειτουργικό. Οι τροποποιήσεις που προβλέπονται στον προτεινόμενο κανονισμό δεν θα πρέπει ούτε να οδηγήσουν σε ακούσια μετατόπιση από τον διακανονισμό σε χρήμα κεντρικής τράπεζας σε διακανονισμό σε χρήμα εμπορικής τράπεζας ούτε να αποθαρρύνουν τις προσπάθειες των ΚΑΤ να επιτύχουν διακανονισμό σε χρήμα κεντρικής τράπεζας. Συναφώς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι επί του παρόντος, πλην μίας εξαίρεσης, όλες οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών επιτρέπουν την πρόσβαση στον διακανονισμό σε χρήμα κεντρικής τράπεζας για τα μη εγχώρια ΚΑΤ της Ένωσης και τους συμμετέχοντες σε αυτά. Ωστόσο, ο διακανονισμός σε χρήμα κεντρικής τράπεζας για νομίσματα εκτός Ένωσης μπορεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί.

    4.4

    Παράλληλα με τον στόχο των τροποποιήσεων κατά τον προτεινόμενο κανονισμό να διευκολυνθεί ο διακανονισμός σε ξένα νομίσματα (10), προσφέρεται επίσης στα τραπεζικά ΚΑΤ η δυνατότητα απεριόριστης παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου στα ΚΑΤ χρήστες. Το εύρος των υπηρεσιών αυτών θα πρέπει να περιορίζεται σε υπηρεσίες παρεχόμενες για σκοπούς διακανονισμού σε ξένα νομίσματα. Ένας τέτοιος περιορισμός θα εμποδίσει τη συμμετοχή των τραπεζικών ΚΑΤ σε ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων και την ανάληψη υπερβολικών κινδύνων. Επιπλέον, θα αποθαρρύνει τα ΚΑΤ χρήστες να αναζητούν τις υπηρεσίες των τραπεζικών ΚΑΤ όταν σε σχέση με τα νομίσματα της ΕΕ είναι διαθέσιμος και ο διακανονισμός τοις μετρητοίς σε χρήμα κεντρικής τράπεζας.

    4.5

    Η παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου από τα ΚΑΤ σε ΚΑΤ χρήστες συνεπάγεται πρόσθετα ανοίγματα. Ειδικότερα, οι υπηρεσίες που θα μπορούσε να παρέχει ένα τραπεζικό ΚΑΤ σε ΚΑΤ χρήστες θα προκαλούσαν χρηματοοικονομικούς κινδύνους για τα ΚΑΤ (π.χ. επενδυτικούς, πιστωτικούς κινδύνους και/ή κινδύνους ρευστότητας) (11). Το μέγεθος των εν λόγω κινδύνων εξαρτάται από το εύρος των υπηρεσιών που χρησιμοποιούν τα ΚΑΤ χρήστες και την αξία της δραστηριότητάς τους στους λογαριασμούς που τηρούν στα τραπεζικά ΚΑΤ. Περαιτέρω, η συγκέντρωση του διακανονισμού σε ξένα νομίσματα σε ένα ή δύο τραπεζικά ΚΑΤ εντός της Ένωσης μπορεί να οδηγήσει σε κίνδυνο μετάδοσης. Οι απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας κατά τον CSDR θεσπίζουν ένα υγιές πλαίσιο προληπτικής εποπτείας και αντιμετωπίζουν τους κινδύνους που σχετίζονται με τις επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου. Ωστόσο, η θέσπιση μέτρων για τον έλεγχο των κινδύνων όταν ένα τραπεζικό ΚΑΤ παρέχει υπηρεσίες σε ΚΑΤ χρήστες μπορεί να αποδειχθεί πολύπλοκη σε ένα πλαίσιο στο οποίο οι συμμετέχοντες στο ΚΑΤ χρήστη, καθώς και η δραστηριότητα που δημιουργεί αυτούς τους κινδύνους και η εξέλιξη αυτών των κινδύνων, δεν τελούν υπό τον άμεσο έλεγχο του εν λόγω τραπεζικού ΚΑΤ. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης της Ένωσης ενδέχεται να πρέπει να εξετάσει το ενδεχόμενο θέσπισης απαίτησης τα τραπεζικά ΚΑΤ να αναπτύσσουν πλαίσιο που θα αναλύει τον τρόπο περιορισμού των κινδύνων από τη δραστηριότητα των ΚΑΤ χρηστών. Σε γενικές γραμμές, η ΕΚΤ τάσσεται υπέρ μιας ισορροπημένης προσέγγισης με σκοπό να διασφαλιστεί ότι η πιθανή επέκταση της εν λόγω δραστηριότητας από τα τραπεζικά ΚΑΤ (και, ως εκ τούτου, τα αυξημένα ανοίγματα σε κίνδυνο, η συγκέντρωση και ο ενδεχόμενος κίνδυνος μετάδοσης που απορρέει από την εν λόγω επέκταση) είναι ανάλογη με τον επιδιωκόμενο στόχο της διευκόλυνσης του διακανονισμού σε ξένα νομίσματα από ΚΑΤ χρήστες και δεν θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ευρωστία των τραπεζικών ΚΑΤ.

    4.6

    Σύμφωνα με τον προτεινόμενο κανονισμό, τα τραπεζικά ΚΑΤ θα μπορούσαν να παρέχουν υπηρεσίες εκκαθάρισης και διακανονισμού τοις μετρητοίς όχι μόνο στους συμμετέχοντες σε αυτά αλλά και στους συμμετέχοντες σε ΚΑΤ χρήστες. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε συγκρούσεις συμφερόντων με οποιοδήποτε τραπεζικό ΚΑΤ να λαμβάνει αποφάσεις ή να εφαρμόζει πολιτικές που ευνοούν τους συμμετέχοντες σε αυτό ή τα ΚΑΤ εντός του ίδιου ομίλου. Αυτό θα μπορούσε να ισχύει ιδίως σε κατάσταση κρίσης, για παράδειγμα, όταν ανακύπτουν απρόβλεπτες ελλείψεις ρευστότητας ή ακάλυπτες πιστωτικές ζημίες. Ως εκ τούτου, το κανονιστικό πλαίσιο θα πρέπει να περιλαμβάνει την απαίτηση να εφαρμόζουν τα ΚΑΤ σαφείς κανόνες και διαδικασίες για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων συγκρούσεων συμφερόντων και για τον μετριασμό του κινδύνου διακριτικής μεταχείρισης έναντι οποιουδήποτε ΚΑΤ χρήστη και των συμμετεχόντων σε αυτό.

    4.7

    Η παροχή από τα τραπεζικά ΚΑΤ επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου σε ΚΑΤ χρήστες θα επηρεάσει το προφίλ κινδύνου των εν λόγω τραπεζικών ΚΑΤ, ενώ ενδέχεται επίσης να συνεπάγεται πρόσθετο κόστος και λειτουργική πολυπλοκότητα. Ενδέχεται να μην είναι όλα τα τραπεζικά ΚΑΤ πρόθυμα ή ικανά να αυξήσουν τα ανοίγματά τους σε πιστωτικούς κινδύνους και κινδύνους ρευστότητας και να κατανείμουν πόρους προκειμένου να επιτρέψουν την επέκταση της δραστηριότητας διακανονισμού σε ξένα νομίσματα των ΚΑΤ χρηστών. Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι η παροχή επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου σε ΚΑΤ χρήστες παραμένει επιχειρηματική απόφαση κάθε τραπεζικού ΚΑΤ (σε αντίθεση με τη δημιουργία συνδέσεων και την ανοικτή πρόσβαση σε άλλα ΚΑΤ που θα πρέπει, ασφαλώς, να διασφαλίζονται (12)).

    4.8

    Επιπλέον, προκειμένου να ενισχυθεί η διαφάνεια σε σχέση με τους όρους και τις προϋποθέσεις παροχής επικουρικών υπηρεσιών τραπεζικού τύπου, τα όποια μελλοντικά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα θα πρέπει να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσιοποίησης που θα πρέπει να τηρούν τα τραπεζικά ΚΑΤ όσον αφορά το ελάχιστο εύρος των παρεχόμενων υπηρεσιών, καθώς επίσης τους όρους και τις προϋποθέσεις παροχής των εν λόγω υπηρεσιών και το κόστος και τους κινδύνους που σχετίζονται με αυτές. Με τον τρόπο αυτό θα αποφευχθεί το ενδεχόμενο τα ΚΑΤ που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με ένα τραπεζικό ΚΑΤ να απολαύουν προνομιακής μεταχείρισης και, ως εκ τούτου, να αποκτούν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων ΚΑΤ χρηστών όσον αφορά τις υπηρεσίες διακανονισμού σε ξένα νομίσματα.

    5.   Συμψηφισμός

    5.1

    Η ΕΚΤ επικροτεί την απαίτηση που θεσπίζει ο προτεινόμενος κανονισμός, τα τραπεζικά ΚΑΤ να παρακολουθούν και να διαχειρίζονται επαρκώς τυχόν κινδύνους από συμφωνίες συμψηφισμού σε σχέση με το σκέλος μετρητών του εφαρμοζόμενου μοντέλου διακανονισμού τους (13). Η ΕΚΤ αντιλαμβάνεται ότι υφίστανται ΚΑΤ τα οποία είναι εγκατεστημένα στην Ένωση και διαχειρίζονται συστήματα διακανονισμού αξιογράφων στα οποία διακανονίζονται σε καθαρή βάση μετρητά και/ή αξιόγραφα όσον αφορά συναλλαγές αξιογράφων. Τα εν λόγω ΚΑΤ δεν υπόκεινται επί του παρόντος σε ειδικές απαιτήσεις για την αντιμετώπιση των κινδύνων από τις συμφωνίες συμψηφισμού τους.

    5.2

    Οι κίνδυνοι που συνδέονται με τις συμφωνίες συμψηφισμού και οι απαιτήσεις που αποσκοπούν στην αντιμετώπισή τους αποτυπώνονται σε διάφορες αρχές που περιλαμβάνονται στη δημοσίευση με τίτλο «Principles for financial market infrastructures (PFMIs)» (Αρχές για τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών) και που εκδόθηκαν από την Επιτροπή Συστημάτων Πληρωμών και Διακανονισμού (CPSS) και τον Διεθνή Οργανισμό Επιτροπών Κινητών Αξιών (IOSCO) (14). Σημειώνεται ότι η απαίτηση του προτεινόμενου κανονισμού κατά την παράγραφο 5.1 ισχύει μόνο για τα τραπεζικά ΚΑΤ. Ωστόσο, θα πρέπει να ισχύει για όλα τα ΚΑΤ που διαχειρίζονται συστήματα διακανονισμού αξιογράφων και χρησιμοποιούν συμφωνίες συμψηφισμού, ανεξάρτητα από το εάν τα εν λόγω ΚΑΤ παρέχουν επικουρικές υπηρεσίες τραπεζικού τύπου ή όχι. Δεδομένου του τεχνικού χαρακτήρα της πρόσθετης απαίτησης που εφαρμόζεται στα εν λόγω συστήματα βάσει του προτεινόμενου κανονισμού, η απαίτηση αυτή θα μπορούσε να αναλυθεί περαιτέρω στα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα, στα οποία η ΕΚΤ είναι έτοιμη να συμβάλει.

    6.   Αθέτηση υποχρέωσης

    6.1

    Είναι σκόπιμο να διευρυνθεί το πεδίο εφαρμογής του ορισμού της αθέτησης υποχρέωσης στον CSDR (15), ο οποίος επί του παρόντος περιορίζεται στην κίνηση διαδικασίας αφερεγγυότητας έναντι συμμετέχοντος σε σύστημα διακανονισμού αξιογράφων που διαχειρίζεται ένα ΚΑΤ (εφεξής ο «συμμετέχων σε ΚΑΤ»). Για τον σκοπό αυτό, ο ορισμός θα μπορούσε να ευθυγραμμιστεί με τον ορισμό που περιλαμβάνεται στις PFMI (16) , (17), ο οποίος αφορά γεγονότα που συνιστούν αθέτηση υποχρέωσης κατά τους ορισμούς των εσωτερικών κανόνων του ΚΑΤ, συμπεριλαμβανομένων όσων αφορούν αδυναμία ολοκλήρωσης μεταφοράς στοιχείων ενεργητικού σύμφωνα με τους όρους και τους κανόνες του οικείου συστήματος.

    6.2

    Έχει μέγιστη σημασία, σε περίπτωση αδυναμίας συμμετέχοντος σε ΚΑΤ να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όταν αυτές καθίστανται ληξιπρόθεσμες για οποιονδήποτε λόγο, το οικείο ΚΑΤ να μπορεί να λάβει εγκαίρως μέτρα για την περιστολή των ζημιών και τον περιορισμό των πιέσεων ρευστότητας. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης της Ένωσης ενδέχεται να επιθυμεί να εξετάσει το ενδεχόμενο αποσαφήνισης της δυνατότητας ΚΑΤ να προσδιορίζει πρόσθετα γεγονότα που συνιστούν αθέτηση υποχρέωσης εκ μέρους συμμετέχοντος σε ΚΑΤ, όταν οι κανόνες και οι διαδικασίες διαχείρισης της αθέτησης υποχρέωσης κατά τον CSDR δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση ουσιωδών γεγονότων που ενδέχεται να επέλθουν σε ένα σύστημα.

    Στις περιπτώσεις που η ΕΚΤ συνιστά την τροποποίηση του προτεινόμενου κανονισμού, συγκεκριμένες προτάσεις διατύπωσης περιλαμβάνονται σε τεχνικό κείμενο εργασίας και συνοδεύονται από τη σχετική αιτιολογία. Το τεχνικό κείμενο εργασίας διατίθεται στην αγγλική γλώσσα στον δικτυακό τόπο EUR-Lex.

    Φρανκφούρτη, 28 Ιουλίου 2022.

    Η Πρόεδρος της ΕΚΤ

    Christine LAGARDE


    (1)  COM(2022) 120 final.

    (2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012 (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ 1).

    (3)  Η αναφορά αφορά το γόνιμο έργο του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας με τίτλο «Reducing the moral hazard posed by systemically important financial institutions - FSB Recommendations and Time Lines» («Μειώνοντας τον ηθικό κίνδυνο που προκαλείται από τα συστημικώς σημαντικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα — Συστάσεις και χρονοδιαγράμματα του FSB»), 20 Οκτωβρίου 2010, το οποίο είναι διαθέσιμο στον ιστότοπο του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (www.fsb.org).

    (4)  Βλέπε παράγραφο 4.1 της γνώμης CON/2017/39. Όλες οι γνώμες της ΕΚΤ είναι δημοσιευμένες στο EUR-Lex.

    (5)  Βλέπε άρθρο 2 του προτεινόμενου κανονισμού.

    (6)  Βλέπε άρθρο 1 παράγραφος 2 στοιχείο β) του προτεινόμενου κανονισμού.

    (7)  Για παράδειγμα, τα ΚΑΤ καταθέτουν τα μεγάλα υπόλοιπα σε μετρητά που διαθέτουν σε λογαριασμούς σε κεντρικές τράπεζες, οργανώνουν τη χρηματοδότηση και την απόσυρση της χρηματοδότησης της δραστηριότητας διακανονισμού τους με μεταφορές μέσω λογαριασμών σε συστήματα πληρωμών που τελούν υπό τη διαχείριση κεντρικών τραπεζών και καταφεύγουν σε πιστωτικές διευκολύνσεις κεντρικής τράπεζας ως βασική πηγή ρευστών διαθέσιμων που πληρούν τις προϋποθέσεις.

    (8)  Βλέπε άρθρο 1 σημείο 9) του προτεινόμενου κανονισμού.

    (9)  Το άρθρο 19 παράγραφος 5 του CSDR προβλέπει την ειδική μεταχείριση των εν λόγω διαλειτουργικών συνδέσεων.

    (10)  Βλέπε αιτιολογική σκέψη 25 του προτεινόμενου κανονισμού.

    (11)  Για παράδειγμα, οι ενδοημερήσιες καταθέσεις/καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας των συμμετεχόντων σε ΚΑΤ χρήστες σε λογαριασμούς σε τραπεζικό ΚΑΤ πρέπει να επανεπενδύονται, γεγονός που δημιουργεί ανοίγματα σε κίνδυνο. Η παράταση της ενδοημερήσιας πίστωσης θα μπορούσε να οδηγήσει σε πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο ρευστότητας σε περίπτωση που ένας ή περισσότεροι συμμετέχοντες σε μη τραπεζικά ΚΑΤ δεν επιστρέψουν τα ποσά κατά την ημερομηνία της αποπληρωμής τους. Οι πιστωτικές γραμμές που παρέχονται σε διάφορα νομίσματα από το τραπεζικό ΚΑΤ αποτελούν επίσης πηγή κινδύνου αγοράς, πιστωτικού κινδύνου και κινδύνου ρευστότητας. Οι πληρωμές τοκομεριδίων ή οι εξοφλήσεις αξιογράφων που εκδίδονται μέσω/τηρούνται στο ΚΑΤ χρήστη δημιουργούν επίσης ενδοημερήσια ανοίγματα ή ανοίγματα διάρκειας μίας ημέρας σε κίνδυνο για το τραπεζικό ΚΑΤ.

    (12)  Βλέπε κεφάλαιο III, τμήμα 2 του CSDR σχετικά με την πρόσβαση μεταξύ των ΚΑΤ.

    (13)  Βλέπε άρθρο 1 σημείο 19) στοιχείο α) σημείο iii) του προτεινόμενου κανονισμού.

    (14)  Βλέπε CPSS-IOSCO Principles for financial market infrastructures (Αρχές των CPSS-IOSCO για τις υποδομές των χρηματοπιστωτικών αγορών), οι οποίες είναι διαθέσιμες στον ιστότοπο της ΤΔΔ (www.bis.org).

    (15)  Βλέπε άρθρο 2 παράγραφος 1 σημείο 26) του CSDR.

    (16)  Σύμφωνα με το παράρτημα H των PFMIs, ως «default» (αθέτηση υποχρέωσης) νοείται γεγονός το οποίο στο πλαίσιο συμφωνίας ορίζεται ως αθέτηση υποχρέωσης. Εν γένει, τέτοια γεγονότα σχετίζονται με αδυναμία ολοκλήρωσης μεταφοράς κεφαλαίων ή τίτλων σύμφωνα με τους όρους και τους κανόνες του εν λόγω συστήματος.

    (17)  Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνεται ότι η αιτιολογική σκέψη 6 του CSDR υπογραμμίζει τη σημασία της διασφάλισης της συνοχής μεταξύ της σχετικής με τον CSDR νομοθεσίας και των διεθνών προτύπων.


    Top