Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52021XC0803(03)

    Δημοσίευση του ενιαίου εγγράφου που τροποποιήθηκε ύστερα από την έγκριση τροποποίησης ήσσονος σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012 2021/C 311/07

    C/2021/5724

    ΕΕ C 311 της 3.8.2021, p. 18–23 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    3.8.2021   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 311/18


    Δημοσίευση του ενιαίου εγγράφου που τροποποιήθηκε ύστερα από την έγκριση τροποποίησης ήσσονος σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 53 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1151/2012

    (2021/C 311/07)

    Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε την παρούσα τροποποίηση ήσσονος σημασίας σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 τρίτο εδάφιο του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 664/2014 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2013 (1).

    Η αίτηση έγκρισης της παρούσας τροποποίησης ήσσονος σημασίας είναι διαθέσιμη στη βάση δεδομένων eAmbrosia της Επιτροπής.

    ΕΝΙΑΙΟ ΕΓΓΡΑΦΟ

    «MELOCOTÓN DE CALANDA»

    Αριθ. ΕΕ: PDO-ES-0103-AM02 - 16 Οκτωβρίου 2020

    ΠΟΠ (X) ΠΓΕ ( )

    1.   Ονομασία/-ες

    «Melocotón de Calanda»

    2.   Κράτος μέλος ή τρίτη χώρα

    Ισπανία

    3.   Περιγραφή του γεωργικού προϊόντος ή του τροφίμου

    3.1.   Τύπος προϊόντος

    Κλάση 1.6 Φρούτα, λαχανικά και δημητριακά νωπά ή μεταποιημένα

    3.2.   Περιγραφή του προϊόντος για το οποίο ισχύει η ονομασία υπό 1

    Η ονομασία «Melocotón de Calanda» καλύπτει τα νωπά ροδάκινα του είδους Prunus persica Sieb. και Zucc., προερχόμενα από την αυτόχθονη ποικιλία που είναι γνωστή με την ονομασία «Amarillo tardío» (κίτρινη όψιμη), τα οποία καλλιεργούνται με χρήση είτε των παραδοσιακών ποικιλιών Jesca, Evaisa και Calante είτε υβριδίων τους, στα οποία τουλάχιστον μία εκ των γονικών σειρών ανήκει στην εν λόγω αυτόχθονη ποικιλία, σύμφωνα με την παραδοσιακή τεχνική της ενσάκωσης των φρούτων στο δέντρο.

    Προστατευόμενες ποικιλίες: τα ροδάκινα που καλύπτονται από την προστατευόμενη ονομασία προέλευσης «Melocotón de Calanda» προέρχονται από την αυτόχθονη ποικιλία της περιοχής, πιο γνωστή με την ονομασία «Amarillo tardío» (κίτρινη όψιμη), και καλλιεργούνται με χρήση είτε των παραδοσιακών ποικιλιών Jesca, Evaisa και Calante είτε υβριδίων τους, στα οποία τουλάχιστον μία εκ των γονικών σειρών ανήκει στην εν λόγω αυτόχθονη ποικιλία.

    Χαρακτηριστικά του προϊόντος: τα ροδάκινα που προστατεύονται με την ονομασία προέλευσης «Melocotón de Calanda» ανήκουν στις κατηγορίες Έξτρα και Ι, που προβλέπονται στο πρότυπο ποιότητας για τα ροδάκινα το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1580/2007 της Επιτροπής, της 21ης Δεκεμβρίου 2007, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 2200/96, (ΕΚ) αριθ. 2201/96 και (ΕΚ) αριθ. 1182/2007 του Συμβουλίου στον τομέα των οπωροκηπευτικών (2), και πρέπει επίσης να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις.

    ΓΕΝΙΚΗ ΟΨΗ

    Οι καρποί πρέπει να είναι ακέραιοι, υγιείς, καθαροί, απαλλαγμένοι από ορατές ξένες ύλες, υγρασία, ξένες οσμές και γεύσεις, δεδομένου ότι πρέπει να ενσακώνονται πάνω στο δέντρο.

    ΧΡΩΜΑ

    Μεταξύ υποκίτρινου και αχυροκίτρινου, ενώ μπορεί να παρουσιάζουν και μία πλευρά με κόκκινο χρωματισμό. Οι καρποί επιτρέπεται να φέρουν μικρότατα ανθοκυανικά στίγματα ή γραμμώσεις, αλλά απαγορεύεται να εμφανίζουν πράσινο ή πορτοκαλοκίτρινο χρωματισμό (που υποδηλώνει υπερβολική ωρίμαση).

    ΜΕΓΕΘΟΣ

    Ελάχιστη περίμετρος 73 mm, που αντιστοιχεί στην κατηγορία AA του προτύπου ποιότητας.

    ΣΚΛΗΡΟΤΗΤΑ

    Μετριέται σε kg/0,5 cm2 αντοχής στην πίεση και πρέπει να είναι μεγαλύτερη από 3 kg/0,5 cm2.

    ΣΑΚΧΑΡΑ

    Ελάχιστη περιεκτικότητα 12° Brix.

    3.3.   Ζωοτροφές (μόνο για προϊόντα ζωικής προέλευσης) και πρώτες ύλες (μόνο για μεταποιημένα προϊόντα)

    3.4.   Ειδικά στάδια της παραγωγής τα οποία πρέπει να εκτελούνται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής

    Όλα τα στάδια της παραγωγής πρέπει να εκτελούνται εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής.

    3.5.   Ειδικοί κανόνες για τον τεμαχισμό, το τρίψιμο, τη συσκευασία κ.λπ. του προϊόντος στο οποίο αναφέρεται η καταχωρισμένη ονομασία

    Η πρώτη και η δεύτερη συσκευασία πρέπει να εκτελούνται εντός της περιοχής παραγωγής ώστε να αποφεύγεται η υποβάθμιση της ποιότητας του προϊόντος λόγω υπερβολικών χειρισμών ή μεταφοράς των καρπών χωρίς την ενδεδειγμένη πρώτη και δεύτερη συσκευασία. Εξάλλου, δεδομένου ότι το «Melocotón de Calanda» είναι καρπός που αποτελεί αντικείμενο ιδιαίτερων φροντίδων πάνω στο δέντρο, με την εφαρμογή της τεχνικής της ενσάκωσης, και συγκομίζεται όταν έχει φθάσει στον βαθμό ωριμότητας στον οποίο τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά ποιότητας του προϊόντος είναι τα πλέον έντονα, οποιαδήποτε πρόσθετη μεταφορά και αποθήκευση ενέχει τον κίνδυνο να αλλοιωθούν τα περιγραφόμενα στο σημείο 3.2 χαρακτηριστικά όσον αφορά τη γενική όψη και το χρώμα.

    Κατά συνέπεια, είναι απαραίτητο να εκτελείται η συσκευασία εντός της περιοχής παραγωγής ώστε να διατηρούνται τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος και να διαφυλάσσεται η ποιότητά του, και ταυτόχρονα να διασφαλίζονται η ιχνηλασιμότητα και η προέλευσή του χάρη σε ένα μοναδικό σύστημα ελέγχου έως την αποστολή του στον τελικό καταναλωτή.

    Το προϊόν «Melocotón de Calanda» μπορεί να διατίθεται στο εμπόριο σε συσκευασίες αποτελούμενες από μία η περισσότερες στρώσεις, εφόσον λαμβάνεται μέριμνα ώστε να μην υποβαθμίζεται η ποιότητα του καρπού. Χρησιμοποιούνται υλικά συσκευασίας ή σκαφίδια μιας χρήσης.

    3.6.   Ειδικοί κανόνες για την επισήμανση του προϊόντος στο οποίο αναφέρεται η καταχωρισμένη ονομασία

    Οι επιχειρήσεις πρώτης και δεύτερης συσκευασίας που έχουν λάβει το πιστοποιητικό συμμόρφωσης τοποθετούν υποχρεωτικά στις ετικέτες των συσκευασιών την ένδειξη «Denominación de Origen “Melocotón de Calanda”» («Ονομασία Προέλευσης “Melocotón de Calanda”») επιπλέον της αριθμημένης συμπληρωματικής ετικέτας, η οποία επέχει θέση πιστοποιητικού και επιτρέπει την παρακολούθηση του προϊόντος κατά τη διάρκεια της εμπορίας του.

    4.   Συνοπτική οριοθέτηση της γεωγραφικής περιοχής

    Η περιοχή παραγωγής των ροδάκινων που προστατεύονται με την ΠΟΠ «Melocotón de Calanda» είναι η φυσική περιοχή που βρίσκεται στα ανατολικά της αυτόνομης κοινότητας του Aragon, μεταξύ των επαρχιών Teruel και Σαραγόσας.

    Η γεωγραφική περιοχή αποτελείται από τους ακόλουθους δήμους:

    Aguaviva, Albalate del Arzobispo, Alcañiz, Alcorisa, Alloza, Andorra, Arens de Lledó, Ariño, Berge, Calaceite, Calanda, Caspe, Castelserás, Castelnou, Castellote, Chiprana, Cretas, Escatrón, Fabara, Fayón, Foz-Calanda, Fuentespalda, Híjar, Jatiel, La Fresneda, La Ginebrosa, La Puebla de Híjar, Lledó, Maella, Más de las Matas, Mazaleón, Mequinenza, Molinos, Nonaspe, Oliete, Parras de Castellote, Samper de Calanda, Sástago, Seno, Torre del Compte, Urrea de Gaén, Valderrobres, Valdeltormo και Valjunquera.

    5.   Δεσμός με τη γεωγραφική περιοχή

    5.1.   Ιδιαιτερότητα της γεωγραφικής περιοχής

    Ιστορικός δεσμός: οι επιτρεπόμενες ποικιλίες για την παραγωγή των ροδάκινων «Melocotón de Calanda» είναι χαρακτηριστικές της περιοχής παραγωγής. Λαμβάνονται με φυσική επιλογή με την παρέμβαση των ροδακινοπαραγωγών οι οποίοι, με την πάροδο του χρόνου, έχουν επιλέξει τους κλώνους που είναι καλύτερα προσαρμοσμένοι στις τοπικές γεωγραφικές συνθήκες. Σύμφωνα με μεσαιωνικά κείμενα, στην Αραγονία, το ροδάκινο ήταν γνωστό με την ονομασία «presec» ή «prisco», ονομασία που χρησιμοποιείται ακόμη και σήμερα στην περιοχή της Calanda. Το 1895, ο βοτανολόγος J. Pardo Sastrón δημοσίευσε ένα σημαντικό κείμενο σχετικά με την παρουσία ροδακινιών σε αφθονία στην περιοχή και την αποστολή «orejones» (ροδάκινα τεμαχισμένα και αποξηραμένα στον ήλιο) από την Calanda στην Έκθεση του Παρισιού του 1867. Η εγκυκλοπαίδεια Espasa Calpe, στην έκδοση του 1933, αναφέρει στο λήμμα «Calanda» τη σημασία της ροδακινιάς για την κοινότητα του Teruel, καθώς και για τη βιομηχανία παραγωγής «orejones». Σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές του 1953, υπήρχε στην Calanda βιομηχανία κονσερβοποίησης που μεταποιούσε σε κομπόστα 4 000 κιβώτια ροδάκινων προερχόμενων από την περιοχή.

    Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, η ονομασία «Melocotón de Calanda» άρχισε να επιβάλλεται κατά τη δεκαετία του 1940 και, λόγω της αυξανόμενης σημασίας της καλλιέργειας αυτής και των δυσκολιών στην καταπολέμηση της μεσογειακής μύγας των φρούτων (Ceratitis capitata), ξεκίνησε η ενσάκωση των φρούτων για να αποτρέπεται η προσβολή τους από τα εν λόγω έντομα. Στις δημοσιεύσεις της δεκαετίας του 1960 που αφορούν τα φρούτα αρχίζουν οι αναφορές στο «Melocotón de Calanda», ενώ στη δεκαετία του 1970, στην εθνική γεωργική εμποροπανήγυρη της Lérida, απονεμήθηκαν στο ροδάκινο αυτό διάφορες διακρίσεις επί πολλά συναπτά έτη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, έγινε αισθητή η ανάγκη να αποδοθεί ονομασία προέλευσης στο «Melocotón de Calanda». Στα στατιστικά στοιχεία των κυριότερων εθνικών αγορών, όπως η Mercamadrid και η Mercabarna, αυτό το ροδάκινο αρχίζει να ταυτοποιείται με τη γεωγραφική του ονομασία.

    Φυσικός δεσμός: η περιοχή καλλιέργειας του «Melocotón de Calanda» βρίσκεται στις κοιλάδες των ποταμών Martín, Guadalope και Matarraña οι οποίοι, καθώς πηγάζουν από τους πρόποδες του ιβηρικού συστήματος, στραγγίζουν την περιοχή που είναι γνωστή ως Bajo Aragón (Κάτω Αραγονία) και χύνονται στον Έβρο. Η εν λόγω περιοχή καλύπτει το νοτιοανατολικό τμήμα του βυθίσματος του Έβρου.

    Το έδαφος είναι επίπεδο ή ελαφρώς λοφώδες, με υψόμετρο από 122 m στο Caspe έως 325 m στο Alcañiz ή ακόμη και 466 m στην Calanda. Επικρατούν τα τραπεζοειδή ανάγλυφα, λιγότερο ή περισσότερο κατακερματισμένα από τα ποτάμια δίκτυα. Τα εδάφη είναι ασβεστολιθικά και παρουσιάζουν στρώματα ανθρακικών αλάτων και γύψου, χαρακτηριστικά των καθιζήσεων στη λιμναία περιοχή, στο θερμό και ξηρό κλίμα της Μειοκαίνου.

    Οι μέσες ετήσιες βροχοπτώσεις κυμαίνονται μεταξύ 327,9 mm στο Caspe, 361,1 mm στο Albalate del Arzobispo και 367,9 mm στο Alcañiz. Οι βροχοπτώσεις είναι οι πλέον άφθονες κατά τους μήνες Μάιο έως Οκτώβριο και οι εποχικές βροχοπτώσεις είναι της τάξης του 27 % την άνοιξη, του 20 % το καλοκαίρι, του 34 % το φθινόπωρο και του 19 % τον χειμώνα.

    Η μέση ετήσια θερμοκρασία ανέρχεται σε περίπου 14,3 °C στο Albalate del Arzobispo και το Alcañiz και 15 °C στο Caspe, τιμές που αντιστοιχούν στις μέγιστες τιμές του κέντρου της κοιλάδας του Έβρου. Ο μέσος όρος των μέγιστων τιμών είναι 19,9 °C στο Alcañiz, 20,1 °C στο Albalate del Arzobispo και 20,6 °C στο Caspe, ενώ ο μέσος όρος των ελάχιστων τιμών είναι, αντιστοίχως, 8,8 °C, 8,5 °C και 9,3 °C. Η υψηλότερη μέση θερμοκρασία καταγράφεται τον Ιούλιο (24,2 °C στο Alcañiz και 25,1 °C στο Caspe), ενώ η χαμηλότερη καταγράφεται τον Ιανουάριο και κυμαίνεται μεταξύ 5,6 °C στο Alcañiz και 6,7 °C στο Albalate del Arzobispo. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν μεγάλο ετήσιο θερμοκρασιακό εύρος (μεγαλύτερο των 18 °C) και καθιστούν πρόδηλο τον ηπειρωτικό χαρακτήρα του κλίματος, που οφείλεται κυρίως στη θέση της περιοχής, η οποία βρίσκεται στο κέντρο του βυθίσματος του Έβρου.

    Από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο, καταγράφονται μέγιστες θερμοκρασίες ανώτερες των 25 °C, παρόλο που είναι συχνότερες μεταξύ Μαΐου, στη διάρκεια του οποίου σημειώνεται υπέρβαση της θερμοκρασίας κατωφλίου τις μισές ημέρες, και Οκτωβρίου, στη διάρκεια του οποίου οι θερμοκρασίες φθάνουν σε αυτές τις τιμές επί 5 έως 10 ημέρες. Κατά τους θερινούς μήνες, οι ημερήσιες θερμοκρασίες είναι μεγαλύτερες από 25 °C και ο μέσος όρος των μέγιστων τιμών υπερβαίνει τους 35 °C (τον Ιούλιο η μέγιστη τιμή είναι 37,2 °C στο Albalate και στο Alcañiz και 38,3 °C στο Caspe).

    Ένα άλλο χαρακτηριστικό φαινόμενο του κλίματος της περιοχής είναι η «θερμοκρασιακή αναστροφή». Τον χειμώνα, κατά τις περιόδους αντικυκλώνων, ο ψυχρός αέρας παγιδεύεται σε χαμηλό υψόμετρο, γεγονός που προκαλεί τον σχηματισμό παρατεταμένης ψυχρής ομίχλης και μέγιστες τιμές θερμοκρασίας μικρότερες από 6 °C, ενώ σε μεγαλύτερο υψόμετρο, όπου δεν υπάρχει ομίχλη, οι μέγιστες τιμές μπορούν να υπερβαίνουν τους 15 °C.

    5.2.   Ιδιοτυπία του προϊόντος

    Συνθήκες καλλιέργειας: τα μορφολογικά χαρακτηριστικά και τα χαρακτηριστικά ποικιλιακής ταυτοποίησης σύμφωνα με τα πρότυπα της Διεθνούς Ένωσης για την Προστασία των Νέων Ποικιλιών Φυτών (UPOV) είναι πρακτικά τα ίδια για όλες τις ποικιλίες που προέρχονται από τον πληθυσμό της ποικιλίας «Amarillo tardío» (κίτρινη όψιμη). Υπάρχουν ωστόσο διαφορές όσον αφορά την υγειονομική πτυχή και την αποδοτικότητα, καθώς και το μέγεθος και το σχήμα του ροδάκινου, λόγος για τον οποίο θεσπίστηκε το 1980 διαδικασία κλωνικής επιλογής, ώστε να βελτιωθούν οι πτυχές αυτές. Οι εν λόγω ποικιλίες χαρακτηρίζονται επίσης από όψιμη ωρίμαση (από τα μέσα Αυγούστου έως τις αρχές Νοεμβρίου), κίτρινο χρώμα και σκληρή σάρκα.

    Από άποψη φυσιολογίας, η ποικιλία «Amarillo tardío» (κίτρινη όψιμη) αποτελείται από κλώνους που απαιτούν πολλές ώρες ψύχους για να αφυπνιστούν από τη χειμερία φυτική νάρκη (τουλάχιστον 1 000 ετησίως), ενώ έχουν ανάγκη από μακρόχρονη θερινή περίοδο για να ολοκληρωθεί η ωρίμασή τους, λαμβανομένου υπόψη του μακρού κύκλου ωρίμασής τους.

    Σύμφωνα με την UPOV, τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους είναι τα ακόλουθα:

    Δένδρο

    Ισχυρό και με όρθια ανάπτυξη, με σημαντικές διακλαδώσεις τύπου Red Haven. Οι ανθοφόροι οφθαλμοί, αντιθέτως από αυτούς άλλων ποικιλιών, δεν σχηματίζονται στα ισχυρά μεικτά κλαδιά αλλά στους αδύναμους βλαστούς, τύπου «μαγιάτικο μπουκέτο», λόγος για τον οποίο ο τύπος κλαδέματος καρποφορίας πρέπει να είναι διαφορετικός για αυτήν την ποικιλία.

    Φύλλα

    Μεγάλου μεγέθους, νεφρόσχημα, με νεκταροφόρους αδένες πάνω στους μίσχους. Η φθινοπωρινή πτώση των φύλλων είναι όψιμη, καθώς τα φύλλα με το χαρακτηριστικό χρυσοκίτρινο χρώμα παραμένουν στο δέντρο επί μεγάλο χρονικό διάστημα.

    Άνθη

    Η ανθόδεση είναι ημιόψιμη, ελαφρώς μεταγενέστερη από αυτήν του Red Haven, πάντως εντός του Μαρτίου. Η πυκνότητα των ανθοφόρων οφθαλμών είναι υψηλή και η διάρκεια της ανθοφορίας ποικίλλει μεταξύ 12 και 18 ημερών. Τα πέταλα είναι μεγάλα και στρογγυλά, χρώματος ανοιχτορόδινου και το στίγμα του ύπερου είναι εξίσου μεγάλο με τους ανθήρες των στημόνων.

    Καρπός

    Έχει μεγάλο έως πολύ μεγάλο μέγεθος, διάμετρο μεγαλύτερη των 73 mm και βάρος μεγαλύτερο των 200 g. Το χρώμα του είναι υποκίτρινο έως αχυροκίτρινο, τελείως ομοιόμορφο λόγω της προστασίας από τη χαρτοσακούλα μέσα στην οποία αναπτύσσεται ο καρπός, παρόλο που μπορεί να παρουσιάζει ελαφριά ανθοκυανική χρώση.

    Η παρουσία χνουδιού στον φλοιό (χνοασμός) είναι μικρή και η σάρκα πολύ κρουστή, εντελώς κίτρινη χωρίς ανθοκυανική χρώση, ούτε καν γύρω από τον πυρήνα στον οποίο είναι πλήρως προσδεδεμένη. Ο πυρήνας είναι ωοειδής και μικρού μεγέθους σε σχέση με τον καρπό.

    5.3.   Αιτιώδης σχέση που συνδέει τη γεωγραφική περιοχή με την ποιότητα ή τα χαρακτηριστικά του προϊόντος (για τις ΠΟΠ) ή με μια συγκεκριμένη ιδιότητα, τη φήμη ή άλλα χαρακτηριστικά του προϊόντος (για τις ΠΓΕ)

    Η επίδραση των κλιματικών συνθηκών στην ποιότητα του καρπού είναι ένα φαινόμενο της περιοχής πολύ γνωστό στις μόνιμες καλλιέργειες. Πράγματι, τα συνήθη κλιματολογικά χαρακτηριστικά ορισμένων περιοχών και οι ετήσιες αντιθέσεις στον ίδιο τόπο καθιστούν πρόδηλο τον προεξάρχοντα ρόλο του κλίματος στην ποιότητα μιας συγκομιδής.

    Όσον αφορά αυτό το κριτήριο, οι θερμοκρασίες αποτελούν τον βασικό παράγοντα που καθορίζει τα κύρια οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του καρπού. Κατ’ αρχάς, είναι σκόπιμο να αναφερθεί ότι, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, οι θερμοκρασίες ασκούν μεγαλύτερη επίδραση στην παραγωγή της ροδακινιάς απ’ ό,τι οι βροχοπτώσεις (υδατικό έλλειμμα), δεδομένου ότι το μεγαλύτερο τμήμα της έκτασης των ροδακινεώνων (95 %) καλλιεργείται με συστήματα άρδευσης.

    Μεταξύ των κυριότερων κλιματικών παραγόντων που ευνόησαν την ανάπτυξη και κατόπιν την καλλιέργεια αυτόχθονων ποικιλιών ροδακινιάς όψιμης ωρίμασης στην Κάτω Αραγονία συγκαταλέγονται οι χειμερινές θερμοκρασίες της γεωγραφικής περιοχής, που επιτρέπουν τη συσσώρευση των ωρών ψύχους που είναι αναγκαίες για την αφύπνιση από τη χειμερία φυτική νάρκη (μεταξύ της πτώσης των φύλλων και της έναρξης της ανθοφορίας) αυτών των πολύ απαιτητικών ποικιλιών.

    Από άποψη φυσιολογίας, η ποικιλία «Amarillo Tardío» (κίτρινη όψιμη) αποτελείται από κλώνους που απαιτούν πολλές ώρες ψύχους για την έξοδο από τη χειμερία φυτική νάρκη (τουλάχιστον 1 000 ετησίως).

    Στην Κάτω Αραγονία, οι ώρες ψύχους που συσσωρεύονται κατά τον Νοέμβριο, Δεκέμβριο και Ιανουάριο επαρκούν άνετα για την κάλυψη των μέγιστων αναγκών που έχουν καθοριστεί για την καλλιέργεια, καθώς οι ελάχιστες τιμές στην περιοχή υπερβαίνουν τις 950 ώρες ψύχους.

    Επιπλέον, κατά τη διάρκεια της ανθοφορίας και της καρπόδεσης, οι αρνητικές θερμοκρασίες πρέπει να διατηρούνται σε επίπεδο που προσεγγίζει το μηδέν, ώστε οι ανθοφόροι οφθαλμοί και, κατά συνέπεια, ο αριθμός καρπών να μπορούν να αναπτυχθούν κανονικά, δεδομένου ότι το πιθανό μέγεθος του φρούτου συνδέεται άμεσα με τις θερμοκρασίες που καταγράφονται μετά την ανθοφορία και, ιδιαιτέρως, μεταξύ της πλήρους ανθοφορίας (F2) και F2 + 40 ημέρες. Έχει αποδειχθεί σαφώς (Warrington et al., 1999) ότι η αύξηση των κυττάρων είναι οκταπλάσια όταν οι μέγιστες/ελάχιστες τιμές θερμοκρασίας αυξάνονται από 9/3 °C σε 25/15 °C. Εάν όμως επικρατεί ψύχος, τα κύτταρα είναι μικρότερα σε αριθμό και μέγεθος, γεγονός που επηρεάζει το τελικό μέγεθος του καρπού.

    Μια άλλη σημαντική πτυχή είναι η καταλληλότητα των θερμοκρασιών καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου, ιδίως κατά τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο, γεγονός που επιτρέπει την ολοκλήρωση της βλαστητικής και αναπαραγωγικής ανάπτυξης αυτών των ποικιλιών.

    Στην Κάτω Αραγονία, μέγιστες θερμοκρασίες μεγαλύτερες από 25 °C καταγράφονται από Μάρτιο έως Οκτώβριο, παρόλο που είναι πιο συχνές μεταξύ Μαΐου, στη διάρκεια του οποίου σημειώνεται υπέρβαση της θερμοκρασίας κατωφλίου τις μισές ημέρες, και Οκτωβρίου, στη διάρκεια του οποίου οι θερμοκρασίες φθάνουν σε αυτές τις τιμές επί 5 έως 10 ημέρες. Κατά τους θερινούς μήνες, οι ημερήσιες θερμοκρασίες είναι μεγαλύτερες από 25 °C και ο μέσος όρος των μέγιστων τιμών υπερβαίνει τους 35 °C (τον Ιούλιο η μέγιστη τιμή είναι 37,2 °C στο Albalate και στο Alcañiz και 38,3 °C στο Caspe).

    Οι θερμοκρασίες που καταγράφονται κατά τη διάρκεια του έτους εντός της εξεταζόμενης γεωγραφικής περιοχής επιτρέπουν στις ποικιλίες ροδακινιάς «Tardío amarillo de Calanda» (κίτρινη όψιμη της Calanda), των οποίων ο κύκλος είναι μακρύς, να ολοκληρώνουν τη βλαστητική και αναπαραγωγική τους ανάπτυξη.

    Κατά συνέπεια, ενώ οι χειμερινές θερμοκρασίες επιτρέπουν τη συσσώρευση των ωρών ψύχους που είναι απαραίτητες για την αφύπνιση από τη φυτική νάρκη, το ήπιο κλίμα που επικρατεί καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου της φυτικής τους δραστηριότητας (από Μάρτιο έως Νοέμβριο) επιτρέπει σε αυτές τις ποικιλίες να παράγουν φρούτα υψηλής ποιότητας.

    Τα αποτελέσματα μιας δοκιμής αξιολόγησης επιλεγμένων κλώνων της ποικιλίας «Tardíos amarillos de Calanda» (κίτρινη όψιμη της Calanda) (Jesca, Calante και Evaisa), που διενεργήθηκε σε πειραματικό αγρόκτημα της κυβέρνησης της Αραγονίας, στο Alcañiz (έναν από τους δήμους της ΠΟΠ στον οποίο καλλιεργείται ο μεγαλύτερος αριθμός ροδακινιών), δείχνουν ότι, στην περιοχή προέλευσης, επί τέσσερα έτη (2000, 2001, 2003 και 2004), τα παραγόμενα ροδάκινα παρουσίαζαν βαθμό Brix μεγαλύτερο από 14, μεγάλο μέγεθος και μεγάλη σκληρότητα, στοιχεία που αποτελούν τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτών των ροδάκινων.

    Το επιτρεπόμενο φυτικό υλικό για την παραγωγή του προϊόντος «Melocotón de Calanda» ΠΟΠ ανήκει στην ποικιλία «Tardío amarillo» (κίτρινη όψιμη).

    Αυτή η ποικιλία είναι αυτόχθονη της περιοχής παραγωγής και δημιουργήθηκε με την πάροδο των αιώνων, αρχικά με φυσική επιλογή δέντρων προερχόμενων από τους σπόρους των καρπών των δέντρων που παρουσίαζαν τα καλύτερα γεωπονικά χαρακτηριστικά. Οι καλλιεργητές διέδωσαν τα χαρακτηριστικά αυτά με την πάροδο του χρόνου, με φυτικό πολλαπλασιασμό των δέντρων που προσαρμόζονταν καλύτερα στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια αυτόχθονη «ποικιλία».

    Το 1980 ξεκίνησε διαδικασία κλωνικής και υγειονομικής επιλογής της ποικιλίας «Tardío amarillo» (κίτρινη όψιμη) από τις αρχές της Αραγονίας (Servicios de Investigación Agraria y Extensión Agraria), με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας και την τυποποίηση του προϊόντος που διατίθεται στο εμπόριο υπό την ονομασία «Melocotón de Calanda». Έτσι, αναζητήθηκαν σε όλη την περιοχή παραγωγής του «Melocotón de Calanda» οι αντιπροσωπευτικότεροι κλώνοι της ποικιλίας «Tardío amarillo» (κίτρινη όψιμη), που παρουσίαζαν τα καλύτερα γεωπονικά χαρακτηριστικά και χαρακτηριστικά ποιότητας του καρπού (Espada et al., 1991).

    Η αρχική αυτή επιλογή είχε ως αποτέλεσμα να καταχωριστούν στον ισπανικό οργανισμό φυτικών ποικιλιών (Oficina Española de Variedades Vegetales), ο οποίος υπάγεται στο Υπουργείο Γεωργίας, και να προστατευθούν οι ποικιλίες «Jesca» (αριθ. μητρώου: 1989/2450), «Calante» (αριθ. μητρώου: 1989/2447) και «Evaisa» (αριθ. μητρώου: 1989/2449). Οι ποικιλίες αυτές χρησιμοποιούνται σήμερα ως βάση για την παραγωγή του προϊόντος «Melocotón de Calanda» ΠΟΠ.

    ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: Η ποικιλία «Tardíos amarillos de Calanda» (κίτρινη όψιμη της Calanda) που καλλιεργείται με χρήση είτε των παραδοσιακών ποικιλιών Jesca, Evaisa και Calante είτε υβριδίων τους, στα οποία τουλάχιστον μία εκ των γονικών σειρών ανήκει στην εν λόγω αυτόχθονη ποικιλία, είναι το αποτέλεσμα της προσαρμογής της στο περιβάλλον καταγωγής της.

    Παραπομπή στη δημοσίευση των προδιαγραφών του προϊόντος

    (άρθρο 6 παράγραφος 1 δεύτερο εδάφιο του παρόντος κανονισμού)

    https://www.aragon.es/documents/20127/20408990/Pliego+de+condiciones+modificado+DOP_Melocot%C3%B3n+de+Calanda+-+consolidado.pdf/e2877340-1cbd-fc3c-a9f5-0924479c0d18?t=1591269992936


    (1)  ΕΕ L 179 της 19.6.2014, σ. 17.

    (2)  ΕΕ L 350 της 31.12.2007, σ. 1.


    Top