Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52021DC0741

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ Έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης 2022 Συνταχθείσα σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1176/2011 σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών

    COM/2021/741 final

    Βρυξέλλες, 24.11.2021

    COM(2021) 741 final

    ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ, ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

    Έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης 2022




















    Συνταχθείσα σύμφωνα με τα άρθρα 3 και 4 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1176/2011 σχετικά με την πρόληψη και τη διόρθωση των υπερβολικών μακροοικονομικών ανισορροπιών

    {SWD(2021) 361 final}


    Περιεχόμενα

    Συνοπτική παρουσίαση

    1.Το μακροοικονομικό πλαίσιο και η εξέλιξη των ανισορροπιών στη ζώνη του ευρώ

    2.Ανισορροπίες, κίνδυνοι και προσαρμογή: οι κυριότερες εξελίξεις ανά χώρα

    2.1.Συνοπτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων του πίνακα αποτελεσμάτων

    2.2.Εξωτερικός τομέας και ανταγωνιστικότητα

    2.3.Ιδιωτικό χρέος και αγορές στεγαστικών ακινήτων

    2.4.Δημόσιος τομέας

    2.5.Χρηματοπιστωτικός τομέας

    3.Σύνοψη των κύριων προκλήσεων και επιπτώσεων όσον αφορά την επιτήρηση

    4.Ειδικά σχόλια ανά κράτος μέλος

    Παράρτημα 1: Μελλοντικές και παροντικές προβλέψεις των πρωταρχικών δεικτών του πίνακα αποτελεσμάτων

    Παράρτημα 2: Πίνακας αποτελεσμάτων ΔΜΑ

    Η παρούσα έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης (στο εξής: AMR) σηματοδοτεί την έναρξη του ενδέκατου ετήσιου γύρου της διαδικασίας μακροοικονομικών ανισορροπιών (στο εξής: ΔΜΑ). Η διαδικασία αποσκοπεί στον εντοπισμό, την πρόληψη και τη διόρθωση ανισορροπιών που εμποδίζουν την ομαλή λειτουργία των οικονομιών των κρατών μελών, καθώς και της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης ή της Ένωσης συνολικά, και στην προώθηση κατάλληλων απαντήσεων πολιτικής. Η εφαρμογή της ΔΜΑ αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών με σκοπό να εξασφαλιστεί η συνοχή με τις αναλύσεις και τις συστάσεις που γίνονται σύμφωνα με τα άλλα εργαλεία οικονομικής εποπτείας [άρθρα 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1176/2011].

    Η ανάλυση της AMR βασίζεται στην οικονομική ανάγνωση ενός πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει επιλεγμένους δείκτες, συμπληρωμένους με μια ευρύτερη σειρά βοηθητικών δεικτών, εργαλεία ανάλυσης, πλαίσια αξιολόγησης και πρόσθετες σχετικές πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων πρόσφατα δημοσιευμένων στοιχείων και προβλέψεων. Η παρούσα AMR περιλαμβάνει ενισχυμένη αξιολόγηση των προοπτικών όσον αφορά τους κινδύνους για τη μακροοικονομική σταθερότητα και για την εξέλιξη των μακροοικονομικών ανισορροπιών. Η AMR περιλαμβάνει επίσης ανάλυση των επιπτώσεων των μακροοικονομικών ανισορροπιών των κρατών μελών σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.

    Η AMR προσδιορίζει τα κράτη μέλη για τα οποία θα πρέπει να διεξαχθούν εμπεριστατωμένες επισκοπήσεις προκειμένου να αξιολογηθεί κατά πόσον επηρεάζονται από ανισορροπίες που απαιτούν τη λήψη μέτρων πολιτικής [άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1176/2011]. Με βάση τις συζητήσεις για την AMR με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και εντός του Συμβουλίου και της Ευρωομάδας, η Επιτροπή θα εκπονήσει στη συνέχεια εμπεριστατωμένες επισκοπήσεις για τα οικεία κράτη μέλη. Οι εμπεριστατωμένες επισκοπήσεις θα δημοσιευτούν την άνοιξη του 2022 και θα αποτελέσουν τη βάση για την αξιολόγηση της Επιτροπής όσον αφορά την ύπαρξη και τη σοβαρότητα μακροοικονομικών ανισορροπιών, καθώς και για τον εντοπισμό κενών πολιτικής.

    Συνοπτική παρουσίαση

    Η παρούσα έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης είναι η δεύτερη που σηματοδοτείται από την πανδημία COVID-19, καθώς η οικονομία ανακάμπτει από την κρίση που ξέσπασε αιφνίδια και απροσδόκητα το 2020. Η πανδημία COVID-19 προκάλεσε μια οικονομική κρίση μοναδική ως προς τη σοβαρότητά της. Μετά τις διαταραχές που σημειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2020, η αρχική φάση της οικονομικής ανάκαμψης εξελίχθηκε με ταχείς ρυθμούς, όταν χαλάρωσαν τα μέτρα ανάσχεσης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η ανάπτυξη εμβολίων σηματοδότησε μια αλλαγή προς το καλύτερο όσον αφορά τις οικονομικές προοπτικές. Παρότι εξακολουθούν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των κρατών μελών, οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση των άμεσων επιπτώσεων του οικονομικού σοκ αποδίδουν καρπούς. Η επιτυχής πορεία των εμβολιασμών, σε συνδυασμό με μια αποτελεσματική και στοχευμένη στρατηγική ανάσχεσης, απέφερε εντονότερη αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας από την άνοιξη του 2021, ενώ ο συντονισμός της οικονομικής πολιτικής μετατοπίστηκε στη θεμελίωση μιας ισχυρής και χωρίς αποκλεισμούς ανάκαμψης και στην αύξηση της ανθεκτικότητας. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής, τα περισσότερα κράτη μέλη αναμένεται να μειώσουν την απόσταση από τα προ κρίσης επίπεδα παραγωγής τους έως το τέλος του 2021, ενώ λίγες μόνο χώρες θα μειώσουν την απόσταση κατά το επόμενο έτος.

    Η πανδημία εκδηλώθηκε σε μια χρονική στιγμή κατά την οποία οι περισσότερες ανισορροπίες βρίσκονταν σε διαδικασία διόρθωσης στο πλαίσιο ευνοϊκών μακροοικονομικών συνθηκών, ενώ εμφανίζονταν νέοι κίνδυνοι που συνδέονταν με ενδείξεις υπερθέρμανσης. Η παρατεταμένη περίοδος οικονομικής ανάπτυξης που επικρατούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας διευκόλυνε τη σταδιακή διόρθωση των ανισορροπιών. Οι ανισορροπίες αυτές συνδέονταν με τα υψηλά επίπεδα των δεικτών ιδιωτικού και δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ, τα οποία αποτελούσαν το κληροδότημα τόσο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης όσο και της συσσώρευσης που προηγήθηκε της κρίσης αυτής. Τα μεγάλα ελλείμματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών ή η έντονη πιστωτική επέκταση είχαν επίσης διορθωθεί, με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του εξωτερικού χρέους και την ενίσχυση των τραπεζικών συστημάτων. Τα τελευταία έτη παρατηρήθηκε συσσώρευση προκλήσεων και κινδύνων που συνδέονται με ενδείξεις υπερθέρμανσης σε ορισμένους τομείς ορισμένων χωρών έπειτα από μια περίοδο συνεχιζόμενης οικονομικής επέκτασης, κυρίως στο επίπεδο των τιμών των κατοικιών και της ανταγωνιστικότητας κόστους, ειδικότερα σε χώρες στις οποίες η οικονομική ανάπτυξη ήταν εντονότερη.

    Η πανδημία διέκοψε την πτωτική πορεία των δεικτών χρέους ως προς το ΑΕΠ, ενώ η αύξηση των τιμών των κατοικιών επιταχύνθηκε, στοιχείο που υποδηλώνει συνολική επιδείνωση των μακροοικονομικών κινδύνων. Οι ανισορροπίες που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος επιδεινώθηκαν, εξαιτίας της απότομης μείωσης του ΑΕΠ και των δημοσιονομικών επιπτώσεων των αναγκαίων μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της κρίσης λόγω της νόσου COVID-19, την προστασία των παραγωγικών ικανοτήτων και τον περιορισμό των επιπτώσεων στην απασχόληση και στην κοινωνία. Η αύξηση των τιμών των κατοικιών, οι οποίες παρουσίαζαν ήδη έντονη δυναμική, επιταχύνθηκε περαιτέρω και αποτελεί κίνδυνο σε αρκετές χώρες, ιδίως όταν συνοδεύονται από σημαντική αύξηση του ενυπόθηκου χρέους. Χάρη στους ισχυρούς τους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας και τα υψηλά τους αποθέματα ρευστότητας, οι τράπεζες κατάφεραν να συνεχίσουν να χορηγούν πιστώσεις στην οικονομία. Ωστόσο, ενδέχεται να σημειωθούν δευτερογενείς επιπτώσεις στον τραπεζικό τομέα, καθώς αίρονται τα προστατευτικά μέτρα και ο πιο μακροπρόθεσμος αντίκτυπος της πανδημίας στη φερεγγυότητα των επιχειρήσεων αφήνει τα ίχνη του στην οικονομία. Οι εξωτερικοί λογαριασμοί επιδεινώθηκαν σε χώρες που εξαρτώνται από τα έσοδα από τον διασυνοριακό τουρισμό. Η εκτεταμένη στήριξη πολιτικής συνέβαλε στη συγκράτηση της ανεργίας και στη σταθεροποίηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών. Καθώς η ανάκαμψη σταθεροποιείται, εμφανίζονται ελλείψεις εργατικού δυναμικού και πιέσεις κόστους σε ορισμένες χώρες, ενώ προβλέπονται σημαντικές αυξήσεις μισθών σε αρκετές χώρες.

    Η ταχεία και συντονισμένη απάντηση πολιτικής στην πανδημία άμβλυνε τις οικονομικές της επιπτώσεις και ο Μηχανισμός Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (στο εξής: ΜΑΑ) παρέχει μια μοναδική ευκαιρία για να εξέλθουμε ισχυρότεροι από την κρίση. Η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ενεργοποιήθηκε αμέσως μετά την έξαρση της πανδημίας, στηρίζοντας τα εθνικά δημοσιονομικά μέτρα. Η συμφωνία σχετικά με το προσωρινό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις έδωσε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να κάνουν χρήση της πλήρους ευελιξίας που προβλέπεται στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Το ευρωπαϊκό μέσο προσωρινής στήριξης για τον μετριασμό των κινδύνων ανεργίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης (στο εξής: SURE), συνέβαλε στην προστασία των θέσεων εργασίας. Οι κυβερνήσεις παρείχαν άνευ προηγουμένου δημοσιονομική και πολιτική στήριξη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (στο εξής: ΕΚΤ) εφάρμοσε ευρύ φάσμα μέτρων για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών. Καθώς η ανάκαμψη προχωρά, η αποτελεσματική υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στα σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (στο εξής: ΣΑΑ) θα συμβάλει στην προώθηση της βιώσιμης ανάκαμψης, θα ενισχύσει την ανθεκτικότητα και θα επιταχύνει την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση της ΕΕ. Η υλοποίηση των ΣΑΑ μπορεί να στηρίξει τη μείωση των ανισορροπιών και τον μετριασμό των μακροοικονομικών κινδύνων. Τα σχέδια αποτελούν μια μοναδική ευκαιρία για τα κράτη μέλη που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση λόγω COVID-19 να μπουν σε μια βιώσιμη πορεία μεγαλύτερης ανάπτυξης, η οποία θα προωθήσει τη δημιουργία θέσεων εργασίας, θα βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους και θα συμβάλει στην επανεξισορρόπηση της ευρωπαϊκής οικονομίας στο σύνολό της.



    Η οριζόντια ανάλυση που παρουσιάζεται στην AMR μπορεί να συνοψιστεί ως εξής:

    ·Η κρίση λόγω της νόσου COVID-19 επηρέασε προσωρινά τις εξωτερικές θέσεις αλλά δεν μετέβαλε ριζικά τις τάσεις των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών. Στις χώρες με σημαντικούς τομείς διασυνοριακού τουρισμού έχει σημειωθεί γενικά έντονη αύξηση των ελλειμμάτων των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών ή μείωση των περιορισμένων πλεονασμάτων τους. Η κατάσταση αυτή αναμένεται να διορθωθεί σταδιακά με την ανάκαμψη στον τομέα των ταξιδιών. Ορισμένα από τα μεγάλα πλεονάσματα ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκαν ελαφρώς το 2020, με αποτέλεσμα να ευθυγραμμιστεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για το σύνολο της ζώνης του ευρώ με τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. Ωστόσο, τα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2021 δείχνουν σημαντική αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ, κυρίως λόγω του υψηλότερου υπολοίπου υπηρεσιών. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ προβλέπεται επί του παρόντος να επανέλθει στο επίπεδο του 2019 το 2021, αντικατοπτρίζοντας τη συνεχιζόμενη υποτονική εγχώρια ζήτηση. Γενικά, οι μεγαλύτερες μεταβολές στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών ήταν συνδυαστικές: σε όλα τα κράτη μέλη, ο ιδιωτικός τομέας έχει αυξήσει την καθαρή θέση αποταμίευσής του, ενώ οι καθαρές δανειοδοτικές θέσεις του δημόσιου τομέα μειώθηκαν σημαντικά εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας COVID-19 και των μέτρων που ελήφθησαν για τον μετριασμό της. Αρκετά κράτη μέλη με μεγάλες αρνητικές καθαρές διεθνείς επενδυτικές θέσεις (στο εξής: NIIP) κατέγραψαν επιδείνωση των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών τους το 2020, αλλά οι επιπτώσεις στους δείκτες NIIP ως προς το ΑΕΠ προβλέπεται να αντιστραφούν σταδιακά.

    ·Η διαταραχή της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 οδήγησε σε μεγάλες αυξήσεις του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, οι οποίες αναμένεται να αντιστραφούν εν μέρει με την ανάκαμψη, αλλά σε αρκετές περιπτώσεις αναδύονται ελλείψεις εργατικού δυναμικού και πιέσεις κόστους. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε σε ολόκληρη την ΕΕ ως αποτέλεσμα της σταθερής αύξησης του αριθμού των εργαζομένων παρά την απότομη πτώση της παραγωγής, η οποία αύξηση κατέστη δυνατή χάρη στις διάφορες δημόσιες πρωτοβουλίες για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας —και ειδικότερα στα συστήματα μειωμένου ωραρίου εργασίας— οι οποίες ευνόησαν τη μείωση των ωρών εργασίας αντί των επιπέδων απασχόλησης. Οι επιπτώσεις αυτές αντανακλώνται σε προσωρινές μειώσεις της ονομαστικής παραγωγικότητας της εργασίας το 2020. Με την ανάκαμψη, η παραγωγικότητα αυξάνεται και αντιστρέφει μέρος των ζημιών σε κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Ωστόσο, σε ορισμένες χώρες οι μισθολογικές αυξήσεις σημειώνουν άνοδο, με αποτέλεσμα ενίοτε να επανέρχονται οι τάσεις που επικρατούσαν πριν από την πανδημία. Εντούτοις, η κατάσταση στην αγορά εργασίας διαφέρει μεταξύ τομέων και χωρών και, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις στον τομέα της απασχόλησης σημειώθηκε εν γένει επαναφορά στα προ κρίσης επίπεδα, σε άλλες οι αποκλίσεις παραμένουν σημαντικές. Σε κάποιες περιπτώσεις, η αυξημένη ανακατανομή μεταξύ θέσεων εργασίας, επιχειρήσεων και τομέων μπορεί να συνεχιστεί στην ανάκαμψη και μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμες αλλαγές στην παραγωγική ικανότητα των χωρών. Σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, παρατηρούνται ελλείψεις εργατικού δυναμικού, ειδικότερα στις χώρες που επλήγησαν λιγότερο από την κρίση και εν μέσω υψηλότερης ζήτησης. Σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως η ραγδαία αύξηση των τιμών της ενέργειας, οι πιέσεις κόστους μπορεί να αυξηθούν σημαντικά και να μετατραπούν σε κίνδυνο για το μέλλον.

    ·Με μια σειρά μέτρων πολιτικής διατηρήθηκαν θέσεις εργασίας και παραγωγική ικανότητα κατά τη διάρκεια της κρίσης, μέσω της παροχής στήριξης για τη ρευστότητα και τη φερεγγυότητα του ιδιωτικού τομέα. Μέτρα στήριξης, όπως οι αναστολές αποπληρωμής χρέους και οι κρατικές εγγυήσεις για πιστώσεις, συνέβαλαν στο να αποφευχθεί η μετατροπή των ελλείψεων ρευστότητας του ιδιωτικού τομέα σε προβλήματα φερεγγυότητας στην αρχή της κρίσης λόγω της νόσου COVID-19. Οι αναστολές επέτρεψαν καθυστερήσεις στην αποπληρωμή χρεών, με αποτέλεσμα να αυξηθούν το ονομαστικό χρέος και η σχετική επιβάρυνση από τους τόκους. Με τη σταδιακή κατάργηση των μέτρων αυτών, ενδέχεται να εμφανιστούν δυσκολίες αποπληρωμής, ιδιαίτερα στους τομείς που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση και μεταξύ των επιχειρήσεων που ήταν ήδη ευάλωτες από πριν. Σε πολλές χώρες, οι αυξήσεις στη δανειοληψία τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών συνοδεύτηκαν από αύξηση των καθαρών αποταμιεύσεων.

    ·Το εταιρικό χρέος αυξήθηκε στις περισσότερες χώρες της ΕΕ το 2020, σε ορισμένες περιπτώσεις ραγδαία. Η σύναψη νέων δανείων για την κάλυψη αιφνίδιων απωλειών εσόδων και ελλείψεων ρευστότητας που προέκυψαν λόγω της πανδημίας συνέβαλε στην αύξηση του δείκτη εταιρικού χρέους ως προς το ΑΕΠ, επιπλέον των επιπτώσεων της απότομης ύφεσης. Παρότι οι σημαντικά αυξημένες καθαρές πιστωτικές ροές διήρκεσαν έως τις αρχές του 2021, η πιο πρόσφατη συγκράτηση τους θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξη είτε μειωμένης ζήτησης, η οποία μπορεί να σχετίζεται με τη χρήση συσσωρευμένης ρευστότητας από τις επιχειρήσεις, είτε μειωμένης προσφοράς πιστώσεων.

    ·Η δανειοληψία των νοικοκυριών παρουσιάζει αύξηση, καθώς ενισχύεται η ανάκαμψη. Το 2020, οι υψηλότεροι δείκτες χρέους των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ οφείλονταν κυρίως στη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ. Οι πιστωτικές ροές στο αποκορύφωμα της πανδημίας ήταν υποτονικές, κυρίως λόγω της απότομης πτώσης των καταναλωτικών δανείων. Ταυτόχρονα, σε πολλές χώρες σημειώθηκαν αυξήσεις των ενυπόθηκων δανείων λόγω της έντονης δραστηριότητας στην αγορά ακινήτων και της επιτάχυνσης της αύξησης των τιμών των κατοικιών. Από τις αρχές του 2021, οι καθαρές πιστωτικές ροές έχουν αυξηθεί σε αρκετές χώρες καθώς προχωρά η ανάκαμψη.


    ·Η κρίση λόγω της νόσου COVID-19 και τα μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις για να την αμβλύνουν είχαν σημαντικές επιπτώσεις στο δημόσιο χρέος. Η ζωτικής σημασίας εκτεταμένη στήριξη που παρείχαν οι κυβερνήσεις συνέβαλε στην απομάκρυνση μέρους των δυσμενών οικονομικών επιπτώσεων της πανδημίας από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, προστατεύοντας την απασχόληση και το αναπτυξιακό δυναμικό. Οι δείκτες δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ αυξήθηκαν περισσότερο στις χώρες που επλήγησαν δυσανάλογα από την ύφεση, κυρίως λόγω των τουριστικών τομέων τους. Με την ανάκαμψη, οι δείκτες χρέους ως προς το ΑΕΠ αναμένεται να σταθεροποιηθούν και ορισμένοι έχουν ήδη αρχίσει να σημειώνουν πτώση· ωστόσο, συνολικά οι κυβερνήσεις εξέρχονται από αυτήν την κρίση με σαφώς υψηλότερο χρέος. Ο υποστηρικτικός δημοσιονομικός προσανατολισμός και τα μέτρα νομισματικής πολιτικής ενισχύθηκαν αμοιβαία για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της σταθερότητας. Οι όροι δανειοληψίας των κυβερνήσεων παρέμειναν ευνοϊκοί παρά τις αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες τους, τόσο λόγω των μέτρων νομισματικής πολιτικής όσο και λόγω πιο μακροπρόθεσμων παραγόντων, όπως η πλεονάζουσα αποταμίευση έναντι των επενδύσεων στη ζώνη του ευρώ. Με βάση τις εξελίξεις του πληθωρισμού, το κόστος δανεισμού έχει αυξηθεί ελαφρώς, αλλά παραμένει γενικά χαμηλό. Το κόστος δανεισμού αυξήθηκε κάπως περισσότερο για ορισμένα κράτη μέλη εκτός της ζώνης του ευρώ με κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες. Ορισμένα από αυτά έχουν μη αμελητέα μερίδια χρέους εκφραζόμενα σε ξένο νόμισμα ή σχετικά βραχείες ληκτότητες χρέους.

    ·Η πανδημία συνοδεύτηκε από περαιτέρω επιτάχυνση της αύξησης των τιμών των κατοικιών. Έπειτα από έτη συνεχών αυξήσεων, οι αυξήσεις στις τιμές των κατοικιών επιταχύνθηκαν περαιτέρω το 2020 και το πρώτο εξάμηνο του 2021 και οι τιμές κατέγραψαν τους ταχύτερους ρυθμούς αύξησης από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Διάφορες χώρες της ΕΕ εμφανίζουν κινδύνους υπερτίμησης. Το στοιχείο αυτό εγείρει ανησυχίες, ιδιαίτερα όταν το χρέος των νοικοκυριών είναι υψηλό ή αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς. Η αύξηση των τιμών των κατοικιών οφείλεται σε διάφορους παράγοντες που τροφοδοτούν τη ζήτηση και περιορίζουν την προσφορά. Οι περιορισμοί της προσφοράς υπήρχαν ήδη πριν από την πανδημία και οι απαγορεύσεις δραστηριοτήτων τους επιδείνωσαν προσωρινά. Η πανδημία ενδέχεται να προκάλεσε ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές στη ζήτηση κατοικιών καθώς η στροφή προς την τηλεργασία μπορεί να μεταβάλει τις γεωγραφικές προτιμήσεις. Οι χρηματοοικονομικές συνθήκες ήταν διευκολυντικές και συνολικά είναι πιθανό να συνεχίσουν να στηρίζουν την αυξημένη ζήτηση κατοικιών, ενώ τα εισοδήματα των νοικοκυριών που αυξάνονται με την ανάκαμψη είναι πιθανό να διατηρήσουν περαιτέρω την αύξηση των τιμών των κατοικιών.

    ·Ο τραπεζικός τομέας διατήρησε ισχυρούς δείκτες κεφαλαίων, αλλά η κερδοφορία μειώθηκε το 2020 και ο πλήρης αντίκτυπος της κρίσης στους ισολογισμούς των τραπεζών μπορεί να καταστεί εμφανής μόνο έπειτα από ένα χρονικό διάστημα. Οι συνθήκες στον τραπεζικό τομέα έχουν βελτιωθεί σημαντικά από την περίοδο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, καθώς συσσωρεύτηκαν κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας κατά τα προ της πανδημίας έτη και οι δείκτες κεφαλαίων αυξήθηκαν περαιτέρω το 2020, μεταξύ άλλων λόγω των προσωρινών ρυθμιστικών ορίων στις πληρωμές μερισμάτων. Οι επιπτώσεις της κρίσης λόγω COVID-19 στον τραπεζικό τομέα ήταν περιορισμένες χάρη στην ενίσχυση του τομέα που επιτεύχθηκε έπειτα από τη χρηματοπιστωτική κρίση και λόγω των εκτεταμένων προσωρινών μέτρων πολιτικής, όπως οι πιστωτικές εγγυήσεις, οι αναστολές αποπληρωμής χρέους ή η προσωρινή χαλάρωση των κανονιστικών ρυθμίσεων. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνέχισαν να μειώνονται το 2020, ιδίως σε χώρες όπου ήταν σημαντικά και όπου οι τράπεζες προέβαιναν σε διάθεση κληροδοτημένων περιουσιακών στοιχείων. Ωστόσο, το μακροχρόνιο ζήτημα της χαμηλής κερδοφορίας παραμένει. Επιπλέον, ο πλήρης αντίκτυπος της κρίσης στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, στην κερδοφορία και στα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας μπορεί να εμφανιστεί και μετά την άρση των μέτρων πολιτικής. Οι δυνητικοί βρόχοι ανάδρασης μεταξύ τραπεζών, κρατών και του επιχειρηματικού κλάδου θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά.

    Παρότι οι επιπτώσεις της πανδημίας μετριάστηκαν με την αποφασιστική δράση πολιτικής, η πανδημία επιδείνωσε τις αποκλίσεις μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Τα κράτη μέλη με σημαντικό τομέα διασυνοριακού τουρισμού εκτέθηκαν περισσότερο στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, με αποτέλεσμα αποκλίνουσες επιπτώσεις στην απασχόληση και την ανάπτυξη. Καθώς οι χώρες αυτές χαρακτηρίζονταν επίσης από σχετικά υψηλά δημόσια, ιδιωτικά ή εξωτερικά χρέη, η κατάσταση αυτή οδήγησε σε ευρύτερη διασπορά του χρέους εντός της ζώνης του ευρώ. Ορισμένες από αυτές τις τάσεις συνδέονται με προσωρινούς παράγοντες, όπως οι επιπτώσεις των ταξιδιωτικών περιορισμών, αλλά, παρά την επιτυχία της αποφασιστικής δράσης πολιτικής για τον μετριασμό της διεύρυνσης των οικονομικών και κοινωνικών αποκλίσεων, ελλοχεύει ο κίνδυνος η κρίση να έχει μόνιμες επιπτώσεις και να παγιώσει τις αποκλίσεις.

    Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παραμένει υψηλό για ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, στοιχείο που καταδεικνύει ότι υπάρχει περιθώριο για διατήρηση της ανάκαμψης στο συνολικό επίπεδο της ζώνης του ευρώ. Το στοιχείο αυτό θα συμβάλει επίσης στην ταχύτερη μείωση των ανισορροπιών. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για το σύνολο της ζώνης του ευρώ μειώθηκε προσωρινά σε επίπεδο που πλησίασε τα θεμελιώδη μεγέθη του, αλλά προβλέπεται να επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα τα οποία υπερβαίνουν τα θεμελιώδη μεγέθη. Τα αποτελέσματα σε επίπεδο κρατών μελών διαφέρουν σημαντικά. Η εξωτερική επανεξισορρόπηση στη ζώνη του ευρώ είναι ακόμη πιο σημαντική, δεδομένου του περιορισμένου περιθωρίου για πρόσθετη νομισματική στήριξη με σκοπό τη διατήρηση της ζήτησης.



    Δεδομένων των διασυνδέσεων μεταξύ των οικονομιών της ζώνης του ευρώ, απαιτείται ο κατάλληλος συνδυασμός μακροοικονομικών πολιτικών σε όλα τα κράτη μέλη προκειμένου να διατηρηθεί η ανάκαμψη, με παράλληλη διόρθωση των ανισορροπιών και αντιμετώπιση των αναδυόμενων κινδύνων. Η οικονομική επέκταση σε χώρες της ζώνης του ευρώ που είναι καθαροί πιστωτές, μεταξύ άλλων βάσει ευνοϊκών συνθηκών ζήτησης, θα είναι επωφελής όχι μόνο για τις ίδιες τις χώρες, αλλά και για τις χώρες που είναι καθαροί οφειλέτες, καθώς η υψηλότερη ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ στηρίζει την ανάπτυξη και την απομόχλευση, καθώς και τη βελτίωση των εξωτερικών θέσεων της δεύτερης ομάδας χωρών. Η άρση της έκτακτης στήριξης πολιτικής που παρασχέθηκε κατά την κρίση για την ανταπόκριση στις ανάγκες προσαρμογής, θα βοηθούσε στο πλαίσιο αυτό. Η έντονη και διαρκής βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας στις χώρες που είναι καθαροί οφειλέτες θα συμβάλει επίσης στην εξωτερική επανεξισορρόπηση και θα συνδράμει στην ελάφρυνση της επιβάρυνσης του χρέους. Η αποτελεσματική χρήση των μέσων που έχουν θεσπιστεί σε επίπεδο ζώνης του ευρώ και ΕΕ, με την αποτελεσματική υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, θα συμβάλει στην προώθηση της βιώσιμης ανάκαμψης και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας, μεταξύ άλλων μέσω της αντιμετώπισης των ανισορροπιών και των αναδυόμενων κινδύνων. Θα είναι ζωτικής σημασίας η χρηματοδότηση από το Next Generation EU και το πολυετές δημοσιονομικό πλαίσιο (ΠΔΠ) να απορροφηθεί πλήρως και να διοχετευτεί στις πλέον παραγωγικές χρήσεις. Με τον τρόπο αυτόν θα μεγιστοποιηθεί ο οικονομικός αντίκτυπος των κονδυλίων και η συμβολή στην ισόρροπη ανάπτυξη.

    Ο πλήρης αντίκτυπος της πανδημίας στις ανισορροπίες θα καταστεί σαφής μόνο σε μεταγενέστερο χρόνο, καθώς ενδέχεται να προκύψουν δευτερογενείς επιπτώσεις. Από την πλευρά των επιχειρήσεων, εξακολουθούν να υπάρχουν θύλακες υποκείμενων χρηματοοικονομικών ευπαθειών λόγω εξάντλησης των ιδίων κεφαλαίων σε συνέχεια παρατεταμένων ζημιών και υψηλών χρεών. Ορισμένες επιχειρήσεις μπορεί να επηρεαστούν από διαρθρωτικές αλλαγές για τις οποίες απαιτούνται προσαρμογές στα επιχειρηματικά μοντέλα τους. Η λήξη των μέτρων στήριξης ενδέχεται να οδηγήσει σε αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των πτωχεύσεων τουλάχιστον στους τομείς που πλήττονται περισσότερο από την κρίση λόγω της νόσου COVID-19 και μεταξύ των επιχειρήσεων που ήταν ευάλωτες πριν από την κρίση. Οι επιπτώσεις αυτές μπορεί να εμφανιστούν έπειτα από ορισμένο χρονικό διάστημα, ανάλογα με το είδος των περιόδων χάριτος που ενδέχεται να έχουν προσφερθεί σε αφερέγγυους δανειολήπτες. Η ικανότητα των διαδικασιών αφερεγγυότητας να εκκαθαρίζουν τις υφιστάμενες απομειώσεις είναι σημαντική για τη διασφάλιση της ροής νέων πιστώσεων προς την οικονομία. Η παροχή κρατικών εγγυήσεων για εταιρικά δάνεια συμβάλλει στη διατήρηση βιώσιμων εταιρικών οντοτήτων, αλλά, εάν είναι σημαντική, μπορεί επίσης να οδηγήσει σε βρόχους ανάδρασης μεταξύ του εταιρικού και του δημόσιου τομέα, με αποτέλεσμα να επηρεαστούν και οι τράπεζες. Οι αδυναμίες των ισολογισμών των επιχειρήσεων ενέχουν τον κίνδυνο να επηρεάσουν την αγορά εργασίας και, κατ’ επέκταση, την ικανότητα ορισμένων νοικοκυριών να αποπληρώσουν τα χρέη τους. Οι ισχυρές αυξήσεις της ενυπόθηκης πίστης αποτελούν πρόσθετο παράγοντα κινδύνου, ειδικότερα σε περίπτωση διόρθωσης στις αγορές στεγαστικών ακινήτων. Ομοίως, η περαιτέρω επιδείνωση των τιμών των εμπορικών ακινήτων μπορεί επίσης να αποδυναμώσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

    Οι συνθήκες χρηματοδότησης θα επηρεάσουν την εξέλιξη των ανισορροπιών. Το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων έδωσε τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις, στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά να αναλάβουν υψηλότερο χρέος και άμβλυνε τις επιπτώσεις της πανδημίας, προστατεύοντας τις θέσεις εργασίας και την παραγωγική ικανότητα. Η αύξηση των επιτοκίων θα αυξήσει το κόστος χρηματοδότησης του χρέους τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, αυξάνοντας τους κινδύνους στις περιπτώσεις που οι ανάγκες χρηματοδότησης είναι υψηλές. Ο πληθωρισμός έχει σημειώσει σημαντική άνοδο στη ζώνη του ευρώ και σε πολλές άλλες προηγμένες οικονομίες από τις αρχές του 2021. Παρότι οι καθοριστικοί παράγοντες αυτής της αύξησης του πληθωρισμού, συμπεριλαμβανομένης της εκτόξευσης των τιμών της ενέργειας, φαίνεται ότι ως επί το πλείστον είναι παροδικοί, υπάρχει ο κίνδυνος η διάρκειά τους να μην είναι τόσο βραχεία. Εάν οι συνθήκες χρηματοδότησης δεν γίνουν αυστηρότερες, ο υψηλότερος πληθωρισμός μπορεί να μειώσει την επιβάρυνση του χρέους. Ωστόσο, μια παρατεταμένη αύξηση του πληθωρισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυστηρότερες συνθήκες χρηματοδότησης και σε υψηλότερο κόστος δανεισμού.

    Όσον αφορά τις εξελίξεις στις αγορές στεγαστικών ακινήτων απαιτείται η στενή παρακολούθησή τους. Οι υψηλές τιμές των κατοικιών συνιστούν κίνδυνο, ιδιαίτερα όταν συνδυάζονται με υψηλό χρέος των νοικοκυριών, καθώς και με αβέβαιες προσαρμογές της αγοράς εργασίας. Το γεγονός αυτό θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα των νοικοκυριών να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους όσον αφορά τα ενυπόθηκα δάνεια. Η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να ασκήσει πρόσθετη πίεση στην ικανότητα αποπληρωμής ενυπόθηκων δανείων, με αλυσιδωτές επιπτώσεις στον τραπεζικό τομέα. Η συνεχιζόμενη αύξηση των τιμών καθώς συνεχίζεται η ανάκαμψη μπορεί να τροφοδοτήσει μισθολογικές πιέσεις και να οδηγήσει σε υψηλότερο ενυπόθηκο δανεισμό. Η οικονομική προσιτότητα των κατοικιών έχει επιδεινωθεί τα τελευταία έτη, με δυνητικά δυσμενείς μακροοικονομικές συνέπειες, οι οποίες συνδέονται με τη μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης και της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού, καθώς και με την εκτροπή των πιστώσεων από τις επενδύσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα.

    Η μείωση των υψηλών επιπέδων τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού χρέους εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από την εξέλιξη της ανάκαμψης σε διαρκή επέκταση, για την οποία απαιτούνται παραγωγικές επενδύσεις. Η διατήρηση της ανάκαμψης εξαρτάται από μια υποστηρικτική στάση πολιτικής και από την έγκαιρη άρση της έκτακτης στήριξης πολιτικής που παρασχέθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η διαρκής οικονομική επέκταση εξαρτάται από την ενίσχυση της οικονομικής και κοινωνικής ανθεκτικότητας, για την οποία απαιτείται η υλοποίηση κατάλληλων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Απαιτούνται επενδύσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα για την τόνωση της ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα και για τη στήριξη των διαρθρωτικών μετασχηματισμών που είναι αναγκαίοι για την επίτευξη της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης εν μέσω της δημογραφικής αλλαγής. Το στοιχείο αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό, καθώς ορισμένες χώρες χαρακτηρίζονται από υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος και σχετικά χαμηλή δυνητική ανάπτυξη, που δυσχεραίνει τη μείωση των υψηλών επιπέδων χρέους. Σε μια κατάσταση υψηλού δημόσιου χρέους, η βελτίωση της σύνθεσης των δαπανών και των εσόδων είναι απαραίτητη προκειμένου να δημιουργηθεί περιθώριο για την παροχή δημόσιων επενδύσεων, δεδομένου ότι η απομόχλευση, βάσει αξιόπιστης στρατηγικής δημοσιονομικής προσαρμογής, είναι επίσης αναγκαία για την εξασφάλιση περιθωρίων για την αντιμετώπιση τυχόν μελλοντικών κρίσεων. Ταυτόχρονα, οι ιδιωτικές επενδύσεις ενδέχεται να παρεμποδίζονται από τις ανάγκες απομόχλευσης των επιχειρήσεων. Η αποτελεσματική υλοποίηση των ΣΑΑ μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στη στήριξη των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν στην αντιμετώπιση των μακροπρόθεσμων επιπτώσεων της πανδημίας και ανοίγοντας τον δρόμο για την ενίσχυση της ανάπτυξης και της ανθεκτικότητας. Ο νέος ΜΑΑ, σε συνδυασμό με τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία, θα προωθήσει μια πλούσια σε επενδύσεις ανάκαμψη και η αποτελεσματική εφαρμογή τους θα καταστήσει την οικονομία της ΕΕ περισσότερο βιώσιμη, χωρίς αποκλεισμούς, πιο ανθεκτική και καλύτερα προετοιμασμένη για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, σύμφωνα με τους σχετικούς στόχους της Ένωσης.

    Η πανδημία ανέδειξε τον θετικό ρόλο της αντικυκλικής κατά διακριτική ευχέρεια δημοσιονομικής πολιτικής, των υποστηρικτικών νομισματικών πολιτικών και του ευρωπαϊκού συντονισμού για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Η κρίση λόγω της νόσου COVID-19 κατέδειξε ότι οι σημαντικές δημοσιονομικές αντιδράσεις διακριτικής ευχέρειας μπορεί να είναι αποτελεσματικές για τον μετριασμό των άμεσων επιπτώσεων ενός μεγάλου κλυδωνισμού και να προετοιμάσουν με επιτυχία το έδαφος για ταχεία ανάκαμψη. Η άμεση εθνική δημοσιονομική προσπάθεια υποστηρίχθηκε με τη χρήση της ευελιξίας που προβλέπεται στα κανονιστικά πλαίσια της ΕΕ. Η συλλογική αντίδραση ενίσχυσε την εμπιστοσύνη. Τα μέτρα νομισματικής πολιτικής συνέβαλαν στη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης για όλους τους τομείς της οικονομίας καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, στηρίζοντας την οικονομική δραστηριότητα και διασφαλίζοντας τη μεσοπρόθεσμη σταθερότητα των τιμών. Τα αλληλοενισχυόμενα αποτελέσματα των δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών υπήρξαν καθοριστικά για την άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης και στηρίζουν την ανάκαμψη. Παρότι η νομισματική πολιτική αναμένεται να παραμείνει διευκολυντική τα επόμενα έτη, το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού περιορίζουν τη δυνατότητα περαιτέρω νομισματικής χαλάρωσης. Ως εκ τούτου, η δημοσιονομική πολιτική ενδέχεται να χρειαστεί να διατηρήσει τον σταθεροποιητικό της ρόλο εάν προκύψουν κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων, ενώ η συνετή πολιτική επί του προϋπολογισμού υπό κανονικές συνθήκες δημιουργεί εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής επί του προϋπολογισμού σε περιόδους κρίσης.

    Η πρόληψη και η διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών εξακολουθεί να έχει ουσιαστική σημασία. Πρώτον, η ασθενής οικονομική ανάκαμψη μπορεί να προκαλέσει απότομη αύξηση των εταιρικών πτωχεύσεων, με αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας και την αύξηση των καταπτώσεων εγγυήσεων για εταιρικά δάνεια που σχετίζονται με την κρίση και περιστολή των επενδύσεων. Δεύτερον, οι δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις ενδέχεται να εντείνουν τους βρόχους κρατών–τραπεζών. Τρίτον, οι αυξανόμενες τιμές ακινήτων και κατοικιών μπορεί να αυξήσουν την ευπάθεια του τομέα των νοικοκυριών λόγω της μη βιώσιμης έξαρσης των τιμών ακινήτων. Οι κίνδυνοι αυτοί μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και να περιορίσουν τα περιθώρια της δημοσιονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση μελλοντικών προκλήσεων. Η αναστροφή της συσσώρευσης ευπαθειών θα συμβάλει επίσης στην εδραίωση της ανάκαμψης και θα ενισχύσει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Η ενίσχυση της σύγκλισης των οικονομικών δομών και του συγχρονισμού των οικονομικών κύκλων θα συμβάλει στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της κοινής νομισματικής πολιτικής.

    Με την προώθηση μιας ανάκαμψης πλούσιας σε επενδύσεις, ο ΜΑΑ θα συμβάλει στη μακροοικονομική σταθερότητα. Η αποτελεσματική υλοποίηση των σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας θα καταστήσει την οικονομία της ΕΕ περισσότερο βιώσιμη, χωρίς αποκλεισμούς, πιο ανθεκτική και καλύτερα προετοιμασμένη για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση. Θα συμβάλει επίσης στον μετριασμό του κινδύνου αποκλίσεων εντός της ΕΕ, καθώς οι επιχορηγήσεις του ΜΑΑ στοχεύουν σε κράτη μέλη που εμφανίζουν χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και υψηλότερη ανεργία και έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση λόγω COVID-19. Επιπλέον, σε αντίθεση με τα έτη που ακολούθησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις θα στηρίξουν την ανάκαμψη μετά την πανδημία. Οι επιχορηγήσεις του ΜΑΑ θα χρηματοδοτήσουν επενδυτικά έργα υψηλής ποιότητας και θα διευκολύνουν μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα, χωρίς να δημιουργήσουν υψηλότερους εθνικούς δείκτες ελλείμματος και χρέους. Οι εν λόγω επιχορηγήσεις και άλλες πηγές χρηματοδότησης της ΕΕ εκτιμάται ότι θα τονώσουν τις δημόσιες επενδύσεις στα κράτη μέλη κατά μέσο όρο περίπου 0,5 % του ΑΕΠ ετησίως το 2021 και το 2022.

    Η πρόληψη και διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών ενισχύει την ικανότητα των κρατών μελών να ανταποκρίνονται στους κλυδωνισμούς και στηρίζει την οικονομική σύγκλιση. Η αναστροφή ή η πρόληψη της συσσώρευσης ανισορροπιών θα συμβάλει επίσης στην εδραίωση της ανάκαμψης και θα ενισχύσει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Οι χώρες με υφιστάμενες ανισορροπίες πρέπει να επανέλθουν στην προ της πανδημίας πορεία διόρθωσης, υποστηριζόμενες από πολιτικές για την ενίσχυση της δυνητικής ανάπτυξης. Η μείωση των ανισορροπιών μπορεί επίσης να έχει θετικές δευτερογενείς επιπτώσεις σε όλες τις χώρες. Η βαθύτερη οικονομική και χρηματοπιστωτική ολοκλήρωση και οι περισσότερο συγχρονισμένοι οικονομικοί κύκλοι θα συμβάλουν στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της κοινής νομισματικής πολιτικής, ειδικότερα στην περίπτωση των μελών της ζώνης του ευρώ, η οποία θα είναι με τον τρόπο αυτόν σε θέση να ανταποκριθεί καλύτερα σε μελλοντικές προκλήσεις.

    Η παρούσα έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι σκόπιμη η διενέργεια εμπεριστατωμένων επισκοπήσεων για 12 κράτη μέλη: την Κροατία, την Κύπρο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, την Ισπανία και τη Σουηδία. Τα προαναφερόμενα κράτη μέλη υποβλήθηκαν σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση στο πλαίσιο του προηγούμενου ετήσιου κύκλου εποπτείας βάσει της ΔΜΑ και θεωρήθηκε ότι αντιμετώπιζαν ανισορροπίες (Κροατία, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία και Σουηδία) ή υπερβολικές ανισορροπίες (Κύπρος, Ελλάδα και Ιταλία). Στις νέες εμπεριστατωμένες επισκοπήσεις θα αξιολογηθεί ο τρόπος με τον οποίο έχουν εξελιχθεί οι εν λόγω ανισορροπίες, με ανάλυση της σοβαρότητας, της πορείας τους και της απόκρισης πολιτικής από τα κράτη μέλη, με σκοπό την επικαιροποίηση των υφιστάμενων αξιολογήσεων και την αξιολόγηση των πιθανών εναπομενουσών αναγκών πολιτικής. Στην ενότητα 3 παρέχεται συνοπτική παρουσίαση της εξέλιξης των εν λόγω ανισορροπιών και στην ενότητα 4 αναλύονται οι ειδικές ανά χώρα πληροφορίες.

    Επιπλέον, σε διάφορα κράτη μέλη που δεν είχαν υποβληθεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση κατά τον προηγούμενο γύρο παρατηρούνται εξελίξεις που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Η Σλοβακία χαρακτηρίζεται από έντονη άνοδο των τιμών των κατοικιών παράλληλα με τη συνεχιζόμενη, αν και επιβραδυνόμενη, αύξηση της δανειοληψίας των νοικοκυριών. Είναι αισθητή η συγκέντρωση των εξαγωγών σε λίγους συγκεκριμένους τομείς και έχουν σημειωθεί απώλειες ανταγωνιστικότητας κόστους, αλλά μέχρι στιγμής τα μερίδια εξαγωγικών αγορών δεν έχουν επηρεαστεί αρνητικά. Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, η αλληλεπίδραση μεταξύ κρατικού δανεισμού και εξωτερικής χρηματοδότησης σε ένα πλαίσιο σημαντικής έκθεσης του χρέους σε ξένο νόμισμα χρήζει προσοχής. Η αύξηση των τιμών των κατοικιών ήταν έντονη. Οι πιέσεις ανταγωνιστικότητας κόστους αυξάνονται, αλλά μέχρι στιγμής τα μερίδια εξαγωγικών αγορών δεν έχουν επηρεαστεί αρνητικά.

    Είναι επίσης απαραίτητη η παρακολούθηση της εξέλιξης των κινδύνων σε άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις συνδέονται με τις αγορές στεγαστικών ακινήτων. Στην περίπτωση της Δανίας και του Λουξεμβούργου, οι εξελίξεις στην αγορά στεγαστικών ακινήτων καταδεικνύουν συσσώρευση κινδύνων. Παρότι οι αλλαγές στις προτιμήσεις, οι ευνοϊκές χρηματοοικονομικές συνθήκες και οι περιορισμοί της προσφοράς μπορεί να διατηρήσουν την αύξηση των τιμών των κατοικιών, ο κίνδυνος διόρθωσης προς τα κάτω, με δυνητικές επιπτώσεις για την ευρύτερη οικονομία, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η Τσεχία χαρακτηρίζεται από έντονη αύξηση των τιμών των κατοικιών και από επίμονες απώλειες ανταγωνιστικότητας κόστους που ήταν σημαντικές επί αρκετά έτη. Στη Μάλτα, το αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος σε συνδυασμό με τις αδυναμίες του πλαισίου αφερεγγυότητας δημιουργούν ιδιαίτερες ευπάθειες. Στο πλαίσιο της παρακολούθησης και της εποπτείας θα πρέπει να παρακολουθούνται από κοντά οι εξελίξεις στα εν λόγω έξι κράτη μέλη και να εξακριβώνεται αν συνάδουν με τη μακροοικονομική σταθερότητα και αν συμβάλλουν σε αυτήν. Από τη στάθμιση των κινδύνων δεν προκύπτει επί του παρόντος ανάγκη για εμπεριστατωμένη επισκόπηση. Στην ενότητα 4 παρέχονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις ειδικές ανά χώρα εξελίξεις.

    1.    Το μακροοικονομικό πλαίσιο και η εξέλιξη των ανισορροπιών στη ζώνη του ευρώ

    Το οικονομικό πλαίσιο

    Η παρούσα AMR καταρτίζεται στο πλαίσιο μιας οικονομίας που χαρακτηρίζεται από την πανδημία COVID-19. Οι αρχικές επιπτώσεις της πανδημίας ήταν μια απότομη ύφεση, καθώς τα περιοριστικά μέτρα για την ανάσχεση της διασποράς του ιού επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική δραστηριότητα το 2020. Ως αποτέλεσμα, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 5,9 % στην ΕΕ και κατά 6,4 % στη ζώνη του ευρώ το 2020, με σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών. Σε ορισμένες χώρες καταγράφηκαν μειώσεις που πλησιάζουν ή υπερβαίνουν διψήφιους αριθμούς ενώ σε άλλες η ύφεση ήταν ήπια. Η βελτίωση της κατάστασης στον τομέα της υγείας επέτρεψε τη χαλάρωση των μέτρων ανάσχεσης από το δεύτερο τρίμηνο του 2020 και την έναρξη της ανάκαμψης. Τα διάφορα κύματα της πανδημίας είχαν ως αποτέλεσμα μια άνιση ανάκαμψη έως τις αρχές του 2021. Η διενέργεια των εμβολιασμών, σε συνδυασμό με μια αποτελεσματική και στοχευμένη στρατηγική ανάσχεσης, καθώς και με εκτεταμένα μέτρα δημόσιας στήριξης κατέστησαν δυνατή την αύξηση της κινητικότητας και την ισχυρότερη από την αναμενόμενη αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας από την άνοιξη του 2021. Συνολικά, σύμφωνα με τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής, το ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί τόσο στην ΕΕ όσο και στη ζώνη του ευρώ κατά 5 % το 2021 και κατά 4,3 % το 2022. Τα περισσότερα κράτη μέλη προβλέπεται ότι θα μειώσουν την απόσταση από τα προ κρίσης επίπεδα παραγωγής τους έως το τέλος του 2021, ενώ λίγες μόνο χώρες θα μειώσουν την απόσταση κατά το επόμενο έτος (διάγραμμα 1.1 α). ( 1 )

    Παρότι οι επιπτώσεις μετριάστηκαν με την αποφασιστική δράση πολιτικής, η πανδημία επιδείνωσε τις αποκλίσεις μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Αυτό αντικατοπτρίζει τις άνισες συνέπειες της πανδημίας και τις διαφορές στις οικονομικές δομές. Οι υπηρεσίες έντασης επαφής επηρεάστηκαν περισσότερο από τους περιορισμούς σε σχέση με τη μεταποίηση. Ως αποτέλεσμα, παρατηρούνται ευρείες αποκλίσεις στις οικονομικές επιδόσεις, τόσο εντός όσο και μεταξύ των χωρών. Στις χώρες στις οποίες ο τομέας του διασυνοριακού τουρισμού είναι σημαντικός και οι οποίες έχουν πληγεί ιδιαίτερα από τους περιορισμούς της κινητικότητας, σημειώθηκε μεγαλύτερη συρρίκνωση του ΑΕΠ σε σχέση με τον μέσο όρο, παράλληλα με σημαντική επιδείνωση των εξωτερικών λογαριασμών τους. Οι χώρες αυτές είναι η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Η ύφεση έπληξε επίσης έντονα χώρες με υψηλό εγχώριο χρέος, όπως η Γαλλία και η Ιταλία (βλ. διάγραμμα 1.1 β). Πρόκειται επίσης για χώρες που εμφανίζουν το υψηλότερο ιδιωτικό, δημόσιο ή εξωτερικό χρέος στην ΕΕ. Η ανάκαμψη προβλέπεται να είναι βραδύτερη σε ορισμένες από αυτές τις χώρες.

    Η έκτακτη απάντηση πολιτικής είχε ζωτική σημασία για την άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης λόγω της νόσου COVID-19 και για τη στήριξη της ανάκαμψης, ενώ παράλληλα είχε θετικό αντίκτυπο στη μακροοικονομική σταθερότητα. Οι κυβερνήσεις έχουν παράσχει πρωτοφανή δημοσιονομική στήριξη για την προστασία των θέσεων εργασίας και των εισοδημάτων και για τη στήριξη των επιχειρήσεων, μειώνοντας τον κίνδυνο εταιρικών πτωχεύσεων. Προβλέφθηκαν αναστολές πληρωμών φόρων και αποπληρωμών χρέους από νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ενώ παρασχέθηκαν κρατικές εγγυήσεις για τραπεζικά δάνεια. Ως αποτέλεσμα, το 2020, το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών παρέμεινε ουσιαστικά σταθερό στο σύνολο της ΕΕ παρά την έντονη ύφεση. Το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ αυξήθηκε κατά μόλις 0,4 ποσοστιαίες μονάδες και οι εταιρικές πτωχεύσεις ήταν πολύ περιορισμένες, καθώς μεγάλο μέρος των επιπτώσεων απορροφήθηκε από τις κυβερνήσεις.

    Ο συντονισμός των απαντήσεων πολιτικής σε επίπεδο ΕΕ ήταν πρωτοφανής. Η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ενεργοποιήθηκε αμέσως μετά την έξαρση της πανδημίας, στηρίζοντας τα δημοσιονομικά μέτρα. Η συμφωνία σχετικά με το προσωρινό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις έδωσε στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να κάνουν χρήση της πλήρους ευελιξίας που προβλέπεται στους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις. Το ευρωπαϊκό μέσο προσωρινής στήριξης για τον μετριασμό των κινδύνων ανεργίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης (SURE) παρείχε προστασία στις αγορές εργασίας. Οι Πρωτοβουλίες Επενδύσεων για την Αντιμετώπιση του Κορονοϊού (CRII και CRII +) και το REACT-EU κινητοποίησαν και συμπλήρωσαν τα κονδύλια της πολιτικής συνοχής για τη στήριξη του τομέα της δημόσιας υγείας, των επιχειρήσεων και του πλέον ευάλωτου πληθυσμού. Χρηματοδοτικά μέσα διατέθηκαν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας και την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Η αποτελεσματική υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μηχανισμού για την ανάκαμψη και την ανθεκτικότητα (ΜΑΑ) θα συμβάλει ώστε η οικονομία της ΕΕ να καταστεί περισσότερο βιώσιμη, χωρίς αποκλεισμούς, πιο ανθεκτική και καλύτερα προετοιμασμένη για την πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση, σύμφωνα με τους σχετικούς στόχους της Ένωσης.

    Η συντονισμένη αντίδραση της παγκόσμιας νομισματικής πολιτικής δημιούργησε διευκολυντικές χρηματοοικονομικές συνθήκες. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (στο εξής: ΕΚΤ) εφάρμοσε ευρύ φάσμα μέτρων για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας των χρηματοπιστωτικών αγορών. Παρείχε πρόσθετη ρευστότητα στις τράπεζες, χαλάρωσε τις απαιτήσεις για εξασφαλίσεις και ανέλαβε σημαντικές πρόσθετες αγορές περιουσιακών στοιχείων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Η διευκολυντική στάση της νομισματικής πολιτικής υποστήριξε το ευνοϊκό κλίμα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και συνέβαλε στην αποφυγή της πιστωτικής ασφυξίας, ενώ οι αποτιμήσεις σε πολλές αγορές ομολόγων και μετοχών υπερέβησαν τα προ της πανδημίας επίπεδα. Σε συνδυασμό με πιο μακροπρόθεσμους παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πλεονάζουσας αποταμίευσης έναντι των επενδύσεων στη ζώνη του ευρώ μεταξύ άλλων, η υψηλή ρευστότητα της αγοράς εξασφάλισε χαμηλό κόστος κρατικού δανεισμού, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν ακόμη χαμηλότερο από ό,τι πριν από την έναρξη της κρίσης και οι διαφορές επιτοκίων εντός της ζώνης του ευρώ περιορίστηκαν. Οι προσδοκίες για ισχυρή ανάκαμψη ενέτειναν το θετικό κλίμα στις αγορές, το οποίο ενισχύθηκε από την πρόοδο των εξελίξεων στον τομέα των εμβολίων το φθινόπωρο του 2020.

    Οι χρηματοοικονομικές συνθήκες παραμένουν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αλλά θα πρέπει να παρακολουθούνται οι ενδείξεις αυστηροποίησης. Παρότι οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων αυξήθηκαν ελαφρώς το 2021, εν γένει παραμένουν σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από τους ιστορικούς μέσους όρους. Οι κυβερνήσεις με τις ισχυρότερες αξιολογήσεις απολαμβάνουν αρνητικά ή σχεδόν μηδενικά επιτόκια για τα χρέη τους, ενώ αυξήσεις σημειώθηκαν σε ορισμένα κράτη μέλη, κυρίως εκτός της ζώνης του ευρώ. Οι χαλαρές, αν και ελαφρώς περισσότερο αυστηρές, συνθήκες χρηματοδότησης είναι εμφανείς στις αγορές εταιρικών ομολόγων και τα τραπεζικά επιτόκια δανειοδότησης βρίσκονται ή πλησιάζουν σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα στην ΕΕ. Το ευρώ ανατιμήθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2020 πριν σημειώσει μικρή υποχώρηση, γεγονός που αντικατοπτρίστηκε στα νομίσματα ορισμένων χωρών εκτός της ζώνης του ευρώ.

    Ο πληθωρισμός αυξήθηκε το 2021, αλλά η αύξηση αναμένεται να είναι ως επί το πλείστον παροδική. Ο ονομαστικός πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ αυξήθηκε σε υψηλά επίπεδα δεκαετίας τους τελευταίους μήνες, έπειτα από σχεδόν μία δεκαετία τιμών πληθωρισμού κάτω του στόχου. Ο πληθωρισμός ανήλθε σε τιμές μεγαλύτερες του στόχου σε αρκετά κράτη μέλη εκτός της ζώνης του ευρώ. Οι αυξήσεις των τιμών της ενέργειας συνέβαλαν σημαντικά στην αύξηση, ενώ ο δομικός πληθωρισμός αυξήθηκε λιγότερο. Η άνοδος του πληθωρισμού αναμένεται να είναι ως επί το πλείστον παροδική, αλλά όχι απαραιτήτως βραχεία. Ενδέχεται να απαιτηθεί ένα χρονικό διάστημα για να αντιμετωπιστούν ορισμένες τριβές που συνδέονται με τη μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα. Η επαναλειτουργία της οικονομίας οδήγησε σε σημαντική αύξηση της ζήτησης, αλλά η δραστηριότητα περιορίζεται από ελλείψεις προσφοράς. Είναι πιθανή ορισμένη μετακύλιση του αυξανόμενου κόστους στις τιμές καταναλωτή, παρότι η έκτασή της είναι αβέβαιη και τα μειωμένα περιθώρια κέρδους μπορεί να απορροφήσουν μέρος της αύξησης. Οι κίνδυνοι διατήρησης της δυναμικής του πληθωρισμού φαίνεται ότι επί του παρόντος έχουν περιοριστεί, καθώς οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό στη ζώνη του ευρώ παραμένουν σταθεροποιημένες και αντανακλούν εν γένει την επιστροφή στις προ της πανδημίας τάσεις. Ωστόσο, διαρθρωτικές προσαρμογές, συμπεριλαμβανομένων της αντίδρασης των καταναλωτικών τάσεων στην πανδημία και των ελλείψεων ειδικών ανά κλάδο δεξιοτήτων, ενδέχεται να επηρεάσουν τις σχετικές τιμές και τους μισθούς, στοιχείο που μπορεί να αυξήσει τη μεταβλητότητα του πληθωρισμού. Ενδεχόμενη παρατεταμένη αύξηση του πληθωρισμού θα μπορούσε να οδηγήσει σε αλλαγές στο χρονικό πλαίσιο εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής και να δημιουργήσει αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες και υψηλότερο κόστος δανεισμού.

    Η οικονομία της ΕΕ ανακάμπτει ταχύτερα από το αναμενόμενο, αλλά οι οικονομικές προοπτικές παραμένουν αβέβαιες. Η επιτυχία των εκστρατειών εμβολιασμού σε ολόκληρη την ΕΕ έχει μειώσει την ανάγκη για ισχυρά μέτρα ανάσχεσης προκειμένου να αντιμετωπιστούν μελλοντικά κύματα μολύνσεων. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι κίνδυνοι που συνδέονται με την πανδημία εξακολουθούν να είναι σημαντικοί λόγω χαμηλότερου ρυθμού διάθεσης εμβολίων. Το εμπόριο εξακολουθεί να ανακάμπτει από τους περιορισμούς που προκλήθηκαν από την πανδημία και επιβραδύνεται από ελλείψεις στην πλευρά της προσφοράς, οι οποίες επηρεάζουν δραστηριότητες που είναι ισχυρά ενσωματωμένες στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Οι μακροπρόθεσμοι αναπροσανατολισμοί των αλυσίδων αξίας παράγουν κόστος και ενδέχεται να παρουσιάζουν κινδύνους, αλλά και ευκαιρίες, για τις χώρες της ΕΕ. Η διάβρωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και η αύξηση της μόχλευσης μείωσαν τις ιδιωτικές επενδύσεις. Το στοιχείο αυτό μπορεί να αποδυναμώσει την ανάκαμψη και να παρεμποδίσει την απομόχλευση των επιχειρήσεων. Η άρση της στήριξης πολιτικής μπορεί να ενεργοποιήσει επανεκτίμηση του κινδύνου. Η αβεβαιότητα ενδέχεται να αυξήσει τη μεταβλητότητα στις χρηματοπιστωτικές αγορές με δυσμενείς επιπτώσεις στις τιμές των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων και των ακινήτων, δεδομένης της γενικής αποσύνδεσης των τιμών των χρεογράφων από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. ( 2 ) ( 3 ) ( 4 ) Στη θετική πλευρά, η ταχύτερη πρόοδος όσον αφορά τον έλεγχο της πανδημίας σε παγκόσμιο επίπεδο και η υλοποίηση φιλόδοξων και συντονισμένων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων σε ολόκληρη την ΕΕ μπορούν να χαράξουν τον δρόμο για σταθερή ανάκαμψη.

    Η ισχυρή ανάκαμψη στηρίζει τη μακροοικονομική σταθερότητα, αλλά οι δευτερογενείς επιπτώσεις της ύφεσης μπορεί να εμφανιστούν ετεροχρονισμένα και εξακολουθούν να ενέχουν κινδύνους. Εν μέσω ισχυρής αύξησης του ΑΕΠ, οι υψηλοί δείκτες δημόσιου και ιδιωτικού χρέους σταθεροποιήθηκαν ή σημειώνουν μικρή μείωση στις περισσότερες χώρες της ΕΕ μετά την αισθητή αύξηση του προηγούμενου έτους. Η άρση της στήριξης πολιτικής θα αποκαλύψει αναπόφευκτα δυνητικές ευπάθειες σε κλάδους και περιοχές που επλήγησαν περισσότερο από τη νόσο COVID-19. Η άρση των αναστολών αποπληρωμής χρέους μπορεί να προκαλέσει δυσκολίες εξυπηρέτησης του χρέους για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και να οδηγήσει σε αφερεγγυότητα των επιχειρήσεων και σε ανεργία. Οι διασυνδέσεις μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού χρέους και του χρηματοπιστωτικού τομέα αποτελούν μηχανισμό μετάδοσης κινδύνων. Η επιδείνωση της ποιότητας των κρατικών και ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων μπορεί να επηρεάσει τους ισολογισμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των οποίων η χαμηλή κερδοφορία μειώθηκε περαιτέρω λόγω της πανδημίας. Οι δυσκολίες στην εξυπηρέτηση του χρέους μπορεί να μειώσουν τις επενδύσεις, τα εισοδήματα των νοικοκυριών και την κατανάλωση, να επιβραδύνουν την οικονομική ανάπτυξη και να υπονομεύσουν την απομόχλευση. Η πανδημία οδήγησε σε επιδείνωση της ανταγωνιστικότητας κόστους σε ορισμένες χώρες όπου σημειώνονταν σημαντικές αυξήσεις του κόστους εργασίας ήδη πριν από την κρίση, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις προβλέπεται να συνεχιστούν. Ο ρυθμός αύξησης των τιμών των κατοικιών είναι ο ταχύτερος που έχει παρατηρηθεί την τελευταία δεκαετία, και η αύξηση ήταν αδιάκοπη ή ακόμη και ενισχυμένη κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Σε αντίθεση με τις αυξήσεις χρέους, η οικονομική ανάκαμψη είναι απίθανο να οδηγήσει σε διόρθωση των τιμών των κατοικιών, παρότι ορισμένες βραχυπρόθεσμες δυσκολίες προσφοράς μπορεί να χαλαρώσουν. Η επιτάχυνση της αύξησης των τιμών των κατοικιών αποτελεί πηγή ανησυχίας για τη μακροοικονομική σταθερότητα, ιδίως όταν συνοδεύεται από υψηλό χρέος των νοικοκυριών και ισχυρή πιστωτική επέκταση. Η επιδείνωση της οικονομικής προσιτότητας των κατοικιών μπορεί να έχει οικονομικό κόστος με τη μείωση της κατανάλωσης και την υπονόμευση της κινητικότητας του εργατικού δυναμικού. Ταυτόχρονα, οι διορθώσεις στις τιμές ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επιδείνωση των ισολογισμών των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

    Γράφημα 1.1:ΑΕΠ σε σχέση με τα προ της πανδημίας επίπεδα και τα επίπεδα χρέους πριν από την κρίση και την ύφεση λόγω της νόσου COVID-19

    Πηγή: AMECO, Eurostat και φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    Δευτερογενείς επιπτώσεις και ζητήματα προσαρμογής της ζώνης του ευρώ ( 5 )

    Η κρίση λόγω της νόσου COVID-19 έχει επιδεινώσει τις ανισορροπίες εντός της ζώνης του ευρώ. Στην πλειονότητα των χωρών που επλήγησαν περισσότερο από την κρίση λόγω COVID-19 συγκαταλέγονται χώρες που εισήλθαν στην πανδημία με υψηλότερο δημόσιο, ιδιωτικό ή εξωτερικό χρέος, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις συνδυαζόταν με χαμηλή δυνητική αύξηση του ΑΕΠ. Η κρίση λόγω COVID-19 έχει επηρεάσει σημαντικά τις εξωτερικές θέσεις των χωρών που είναι καθαροί οφειλέτες με μεγάλους τουριστικούς τομείς, ενώ οι επιπτώσεις στους εξωτερικούς λογαριασμούς άλλων χωρών είναι πιο περιορισμένες. Ορισμένες από τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από την ύφεση ανακάμπτουν με ταχύτητα, αλλά η ανάκαμψη σε άλλες προχωρά με βραδύτερους ρυθμούς. Αυτό υποδηλώνει ότι η οικονομική ανάπτυξη μπορεί να συμβάλει λιγότερο στην αντιμετώπιση των ανισορροπιών που σχετίζονται με το απόθεμα, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον, και τονίζει τη σημασία αποτελεσματικών μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων για την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αδυναμιών και την τόνωση του δυνητικού ΑΕΠ στο μέλλον. ( 6 )

    Το εμπορικό ισοζύγιο της ζώνης του ευρώ αυξήθηκε ελαφρώς το 2020, καθώς η παραγωγή μειώθηκε παράλληλα με τη μειούμενη ζήτηση. Τόσο οι εξαγωγές όσο και οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μειώθηκαν το 2020. Το πλεόνασμα του εμπορίου αγαθών ενισχύθηκε, υποβοηθούμενο σε μεγάλο βαθμό από τις χαμηλότερες τιμές της ενέργειας, ενώ το πλεόνασμα των υπηρεσιών υποχώρησε, κυρίως λόγω της μείωσης των διεθνών ταξιδιών. Συνολικά, με τον τρόπο αυτόν διακόπηκε η μείωση του εμπορικού πλεονάσματος της ζώνης του ευρώ που ξεκίνησε το 2017. Το εμπορικό ισοζύγιο προβλέπεται να αυξηθεί ελαφρώς το 2021 και να παραμείνει γενικά σταθερό το 2022 (διάγραμμα 1.2). Το 2021, παρά το ακόμη σημαντικό κενό παραγωγής, ο δομικός πληθωρισμός της ζώνης του ευρώ (ονομαστικός πληθωρισμός εξαιρουμένων της ενέργειας και των μη επεξεργασμένων τροφίμων) αναμένεται να αυξηθεί, παραμένοντας ωστόσο κάτω από τον στόχο για τον ονομαστικό πληθωρισμό.

    Γράφημα 1.2:Παραγωγή στη ζώνη του ευρώ, εγχώρια ζήτηση, εμπορικό ισοζύγιο και δομικός πληθωρισμός

     

    Σημείωση: Μολονότι η διαφορά μεταξύ ΑΕΠ και εγχώριας ζήτησης θα έπρεπε εξ ορισμού να ισούται με το εμπορικό ισοζύγιο, τα στοιχεία δεν είναι πλήρως ευθυγραμμισμένα εξαιτίας αποκλίσεων στην υποβολή στοιχείων εντός της ζώνης του ευρώ.

    Πηγή: AMECO και φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ συνέχισε τη σταδιακή μείωσή του το 2020 σε επίπεδο αντίστοιχο με εκείνο που προκύπτει από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της ζώνης του ευρώ, αλλά παρουσιάζει εκ νέου αύξηση το 2021. Το 2020, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ κατέγραψε πλεόνασμα 2 % του ΑΕΠ (διάγραμμα 1.3 α). ( 7 ) Παρά τη μικρή αύξηση του εμπορικού ισοζυγίου, τα ελαφρώς χαμηλότερα ισοζύγια εισοδημάτων οδήγησαν στη μικρή μείωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Τόσο το ονομαστικό όσο και το κυκλικά προσαρμοσμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τα οποία ανήλθαν στο 1,6 % του ΑΕΠ προσέγγισαν τον κανόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ο οποίος αντανακλά τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της ζώνης του ευρώ, εκτιμώμενος σε 1,7 % του ΑΕΠ. ( 8 ) Το στοιχείο αυτό αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι η εγχώρια ζήτηση παρέμεινε σε καλύτερα σε σχέση με αυτή των περισσότερων εμπορικών εταίρων. Ωστόσο, τα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2021 δείχνουν αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ, κυρίως λόγω του υψηλότερου υπολοίπου υπηρεσιών. Συνολικά, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ προβλέπεται επί του παρόντος να επανέλθει στο επίπεδο του 2019 το 2021. Αυτό αντανακλά επαναφορά της διαφοράς μεταξύ του ΑΕΠ και της συνολικής ζήτησης στα προ της πανδημίας επίπεδα και, ως εκ τούτου, την επιμονή της υποτονικής εγχώριας ζήτησης (διάγραμμα 1.2).

    Γράφημα 1.3:Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ (EA) ανά χώρα· και καθαρή δανειοδότηση και δανειοληψία ανά τομέα

     

    Σημειώσεις: τμήμα β) Για τα έτη πριν από το 2021, τα αριθμητικά στοιχεία για τη συνολική οικονομία της ζώνης του ευρώ αντιστοιχούν στην καθαρή δανειοδότηση/δανειοληψία στα στοιχεία της Eurostat σχετικά με το ισοζύγιο πληρωμών. Τα αριθμητικά στοιχεία για τη συνολική οικονομία της ζώνης του ευρώ για το 2021 και το 2022 αντιστοιχούν στο άθροισμα των στοιχείων των φθινοπωρινών προβλέψεων 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (προσαρμοσμένο) και των στοιχείων για το ισοζύγιο κεφαλαίων. Τα στοιχεία για τα νοικοκυριά και τις εταιρείες για το 2021 και το 2022 υπολογίζονται ως το άθροισμα των χωρών της ζώνης του ευρώ εξαιρουμένης της Μάλτας, για την οποία δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία.

    Πηγή: Eurostat, ισοζύγιο πληρωμών, AMECO, και φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    Γράφημα 1.4:Γεωγραφική κατανομή της καθαρής δανειοληψίας του δημόσιου τομέα στη ζώνη του ευρώ (EA)

     

    Σημείωση: Για τα έτη πριν από το 2021, τα αριθμητικά στοιχεία για τη συνολική οικονομία της ΕΖ19 αντιστοιχούν στην καθαρή δανειοδότηση/δανειοληψία στα στοιχεία της Eurostat σχετικά με το ισοζύγιο πληρωμών. Τα αριθμητικά στοιχεία για τη συνολική οικονομία της ΕΖ19 για το 2021 και το 2022 αντιστοιχούν στο άθροισμα των στοιχείων των φθινοπωρινών προβλέψεων 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (προσαρμοσμένο) και των στοιχείων για το ισοζύγιο κεφαλαίων.

    Πηγή: Eurostat, ισοζύγιο πληρωμών και AMECO.

    Το 2020, οι κύριες μεταβολές των εξωτερικών ισοζυγίων ήταν περισσότερο τομεακές παρά γεωγραφικές. Τα πλεονάσματα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών των χωρών που συμβάλλουν περισσότερο στο πλεόνασμα της ζώνης του ευρώ, δηλαδή της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών (διάγραμμα 1.3 α), μειώθηκαν περαιτέρω το 2020. Η θετική συμβολή της Ιταλίας, καθώς και η αρνητική συμβολή της Γαλλίας σημείωσαν κάποια αύξηση. Η αύξηση του πλεονάσματος της ζώνης του ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ιρλανδίας. Η συμβολή της Γερμανίας και η συμβολή των Κάτω Χωρών στο πλεόνασμα της ζώνης του ευρώ επίσης αυξήθηκαν και επανήλθαν στα επίπεδα του 2019. Το μερίδιο του πλεονάσματος της Ιταλίας αυξήθηκε περαιτέρω και ανήλθε στο μερίδιο των Κάτω Χωρών. Η γεωγραφική σύνθεση του πλεονάσματος της ζώνης του ευρώ προβλέπεται επί του παρόντος να παραμείνει εν γένει σταθερή στο μέλλον. Αντίθετα, η συμβολή ανά τομέα στο εξωτερικό ισοζύγιο μεταβλήθηκε σημαντικά το 2020 (διάγραμμα 1.3 β). Οι αυξημένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και, σε μικρότερο βαθμό, των επιχειρήσεων αντισταθμίστηκαν από ισχυρές επεκτατικές δημοσιονομικές πολιτικές. Η καθαρή δανειοδότηση του ιδιωτικού τομέα προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω το 2021, κυρίως λόγω του επιχειρηματικού κλάδου και παρά την πτώση της προληπτικής αποταμίευσης και την αύξηση της κατανάλωσης από τα νοικοκυριά. Ο καθαρός δανεισμός του δημόσιου τομέα προβλέπεται να παραμείνει σχεδόν αμετάβλητος, καθώς η μεγάλη αύξηση του ελλείμματος της Γερμανίας συμβάλλει σημαντικά στον υψηλό καθαρό δανεισμό του δημόσιου τομέα της ζώνης του ευρώ (διάγραμμα 1.4). Οι θέσεις του δημόσιου τομέα αναμένεται να περιοριστούν σημαντικά το 2022 (βλ. επίσης ενότητα 2.4 σχετικά με τον δημόσιο τομέα). Καθώς προβλέπεται μείωση παρόμοιου μεγέθους για την καθαρή δανειοδότηση του ιδιωτικού τομέα, η εξωτερική θέση προβλέπεται να παραμείνει σταθερή.

    Διαμόρφωση πολιτικής

    Η πανδημία ανέδειξε τον θετικό ρόλο της αντικυκλικής κατά διακριτική ευχέρεια δημοσιονομικής πολιτικής, των υποστηρικτικών νομισματικών πολιτικών και του ευρωπαϊκού συντονισμού για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης. Η κρίση λόγω της νόσου COVID-19 κατέδειξε ότι οι σημαντικές δημοσιονομικές αντιδράσεις διακριτικής ευχέρειας μπορεί να είναι αποτελεσματικές για τον μετριασμό των άμεσων επιπτώσεων ενός μεγάλου κλυδωνισμού και να προετοιμάσουν με επιτυχία το έδαφος για ταχεία ανάκαμψη. Η άμεση εθνική δημοσιονομική προσπάθεια υποστηρίχθηκε με τη χαλάρωση των κανονιστικών πλαισίων της ΕΕ. Η συλλογική αντίδραση ενίσχυσε την εμπιστοσύνη στην οικονομία γενικά. Τα μέτρα νομισματικής πολιτικής συνέβαλαν στη διατήρηση ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης για όλους τους τομείς της οικονομίας καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, στηρίζοντας την οικονομική δραστηριότητα και διασφαλίζοντας τη μεσοπρόθεσμη σταθερότητα των τιμών. Τα αλληλοενισχυόμενα αποτελέσματα των δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών υπήρξαν καθοριστικά για την άμβλυνση των επιπτώσεων της κρίσης και στηρίζουν την ανάκαμψη. Παρότι οι συνθήκες χρηματοδότησης προβλέπεται να παραμείνουν ευνοϊκές, το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και η πρόσφατη άνοδος του πληθωρισμού περιορίζουν τη δυνατότητα περαιτέρω νομισματικής χαλάρωσης. Ως εκ τούτου, η δημοσιονομική πολιτική ενδέχεται να χρειαστεί να διατηρήσει τον σταθεροποιητικό της ρόλο εάν προκύψουν κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων, ενώ η συνετή πολιτική επί του προϋπολογισμού υπό κανονικές συνθήκες δημιουργεί εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα της πολιτικής επί του προϋπολογισμού σε περιόδους κρίσης.

    Η πρόληψη και η διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών εξακολουθεί να έχει ουσιαστική σημασία. Πρώτον, η ασθενής οικονομική ανάκαμψη μπορεί να προκαλέσει απότομη αύξηση των εταιρικών πτωχεύσεων, με αποτέλεσμα την απώλεια θέσεων εργασίας και την αύξηση των καταπτώσεων εγγυήσεων για εταιρικά δάνεια που σχετίζονται με την κρίση και περιστολή των επενδύσεων. Δεύτερον, οι δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις ενδέχεται να εντείνουν τους βρόχους κρατών–τραπεζών. Τρίτον, οι αυξανόμενες τιμές ακινήτων και κατοικιών μπορεί να αυξήσουν την ευπάθεια του τομέα των νοικοκυριών λόγω της μη βιώσιμης έξαρσης των τιμών ακινήτων. ( 9 ) Οι κίνδυνοι αυτοί μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους και να περιορίσουν τα περιθώρια της δημοσιονομικής πολιτικής για την αντιμετώπιση μελλοντικών προκλήσεων. Η αναστροφή της συσσώρευσης ευπαθειών θα συμβάλει επίσης στην εδραίωση της ανάκαμψης και θα ενισχύσει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη. Η ενίσχυση της σύγκλισης των οικονομικών δομών και του συγχρονισμού των οικονομικών κύκλων θα συμβάλει στην αύξηση της αποτελεσματικότητας της κοινής νομισματικής πολιτικής.

    Η μείωση των υψηλών επιπέδων τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού χρέους εξαρτάται σε κρίσιμο βαθμό από την εξέλιξη της ανάκαμψης σε διαρκή επέκταση, για την οποία απαιτούνται παραγωγικές επενδύσεις. Η πρώτη εξαρτάται από μια υποστηρικτική στάση πολιτικής κατά την ανάκαμψη και από την έγκαιρη άρση της έκτακτης στήριξης πολιτικής που παρασχέθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης. Η ισχύς της επέκτασης εξαρτάται από την ενίσχυση των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών, για την οποία απαιτείται η υλοποίηση κατάλληλων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων. Το στοιχείο αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό, καθώς ορισμένες χώρες χαρακτηρίζονται από υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος και σχετικά χαμηλή δυνητική ανάπτυξη του ΑΕΠ. Αυτό καθιστά δυσκολότερη τη μείωση της επιβάρυνσης του χρέους τους και απαιτεί αξιόπιστη επιστροφή σε συνετές μεσοπρόθεσμες θέσεις όταν το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες.

    Δεδομένων των διασυνδέσεων μεταξύ των οικονομιών της ζώνης του ευρώ, απαιτείται ο κατάλληλος συνδυασμός μακροοικονομικών πολιτικών σε όλα τα κράτη μέλη προκειμένου να διατηρηθεί η ανάκαμψη, με παράλληλη διόρθωση των ανισορροπιών και αντιμετώπιση των αναδυόμενων κινδύνων. Η οικονομική επέκταση σε χώρες της ζώνης του ευρώ που είναι καθαροί πιστωτές, μεταξύ άλλων μέσω ευνοϊκών συνθηκών ζήτησης, θα είναι επωφελής όχι μόνο για τις ίδιες τις χώρες, αλλά και για τις χώρες που είναι καθαροί οφειλέτες, καθώς η υψηλότερη ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ στηρίζει την ανάπτυξη και την απομόχλευση, καθώς και τη βελτίωση των εξωτερικών θέσεων της δεύτερης ομάδας χωρών. Η άρση της έκτακτης στήριξης πολιτικής που παρασχέθηκε κατά την κρίση για την ανταπόκριση στις ανάγκες προσαρμογής, θα βοηθούσε στο πλαίσιο αυτό. Η έντονη και διαρκής βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας στις χώρες που είναι καθαροί οφειλέτες θα συμβάλει επίσης στην εξωτερική επανεξισορρόπηση και θα συνδράμει στην ελάφρυνση της επιβάρυνσης του χρέους. Η αποτελεσματική χρήση των μέσων που έχουν θεσπιστεί σε επίπεδο ζώνης του ευρώ και ΕΕ, με την αποτελεσματική υλοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων, θα συμβάλει στην προώθηση της βιώσιμης ανάκαμψης και στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας, μεταξύ άλλων μέσω της αντιμετώπισης των ανισορροπιών και των αναδυόμενων κινδύνων. Θα είναι ζωτικής σημασίας η χρηματοδότηση από το Next Generation EU να απορροφηθεί πλήρως και να διοχετευτεί στις πλέον παραγωγικές χρήσεις. Με τον τρόπο αυτόν θα ενισχυθεί ο οικονομικός αντίκτυπος των κονδυλίων και θα αποφευχθεί ο κίνδυνος υπερβολικής αύξησης των μη εμπορεύσιμων δραστηριοτήτων και εξωτερικών ανισορροπιών σε χώρες όπου οι εισροές αντιπροσωπεύουν μεγάλο μερίδιο του ΑΕΠ.

    Με την προώθηση μιας ανάκαμψης πλούσιας σε επενδύσεις και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας, η αποτελεσματική υλοποίηση μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων στο πλαίσιο του ΜΑΑ θα συμβάλει στη μακροοικονομική σταθερότητα. Η αποτελεσματική υλοποίηση των σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας θα καταστήσει την οικονομία της ΕΕ περισσότερο βιώσιμη, χωρίς αποκλεισμούς, πιο ανθεκτική και καλύτερα προετοιμασμένη για τη διττή μετάβαση. Θα συμβάλει επίσης στον μετριασμό του κινδύνου αποκλίσεων εντός της ΕΕ, καθώς οι επιχορηγήσεις του ΜΑΑ στοχεύουν σε κράτη μέλη που εμφανίζουν χαμηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση λόγω COVID-19. Με τη στήριξη της δυνητικής ανάπτυξης, η υλοποίηση των ΣΑΑ μπορεί να βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους, ιδιαίτερα στα κράτη μέλη που αντιμετωπίζουν τους υψηλότερους δημοσιονομικούς κινδύνους και υπερβολικά υψηλά ιδιωτικά χρέη. Επιπλέον, σε αντίθεση με τα έτη που ακολούθησαν την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι υψηλότερες δημόσιες επενδύσεις θα στηρίξουν την ανάκαμψη μετά την πανδημία. Οι επιχορηγήσεις του ΜΑΑ θα χρηματοδοτήσουν επενδυτικά έργα υψηλής ποιότητας και θα διευκολύνουν μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα, χωρίς να δημιουργήσουν υψηλότερους εθνικούς δείκτες ελλείμματος και χρέους. Οι εν λόγω επιχορηγήσεις και άλλες πηγές χρηματοδότησης της ΕΕ εκτιμάται ότι θα τονώσουν τις δημόσιες επενδύσεις στα κράτη μέλη κατά μέσο όρο περίπου 0,5 % του ΑΕΠ ετησίως το 2021 και το 2022.

    2.    Ανισορροπίες, κίνδυνοι και προσαρμογή: οι κυριότερες εξελίξεις ανά χώρα

    2.1.    Συνοπτική παρουσίαση των αποτελεσμάτων του πίνακα αποτελεσμάτων

    Η AMR βασίζεται στην οικονομική ανάγνωση των δεικτών του πίνακα αποτελεσμάτων της ΔΜΑ, ο οποίος αποτελεί εργαλείο φιλτραρίσματος για τον εντοπισμό αρχικών ενδείξεων για ενδεχόμενους κινδύνους και ευπάθειες. Ο πίνακας αποτελεσμάτων περιλαμβάνει 14 δείκτες με ενδεικτικά όρια στους ακόλουθους τομείς: εξωτερικές θέσεις, ανταγωνιστικότητα, ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, αγορές στεγαστικών ακινήτων, τραπεζικός τομέας και απασχόληση. Βασίζεται σε δεδομένα καλής στατιστικής ποιότητας για την εξασφάλιση τόσο της σταθερότητας των δεδομένων όσο και συνέπειας μεταξύ των χωρών. Σύμφωνα με τον κανονισμό ΔΜΑ [κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1176/2011], ο ρόλος της Επιτροπής είναι η διενέργεια οικονομικής ανάγνωσης των τιμών του πίνακα αποτελεσμάτων κατά τρόπο που καθιστά δυνατή τη βαθύτερη κατανόηση του συνολικού οικονομικού πλαισίου, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών ανά χώρα παρατηρήσεων· οι δείκτες του πίνακα αποτελεσμάτων δεν πρέπει να διαβάζονται μηχανικά. ( 10 ) Ένα σύνολο 28 βοηθητικών δεικτών συμπληρώνει την ανάγνωση του πίνακα αποτελεσμάτων.

    Επιπλέον, η παρούσα έκθεση χρησιμοποιεί προβλέψεις, παροντικές προβλέψεις (nowcasts) και δεδομένα υψηλής συχνότητας για την καλύτερη εκτίμηση της πιθανής εξέλιξης των κινδύνων για τη μακροοικονομική σταθερότητα. Ο επίσημος πίνακας αποτελεσμάτων της AMR περιέχει στοιχεία έως το 2020. Δεδομένης της σημαντικής αβεβαιότητας σχετικά με τον πλήρη αντίκτυπο της κρίσης λόγω COVID-19, η παρούσα έκθεση περιλαμβάνει αξιολόγηση των προοπτικών όσον αφορά τις δυνητικές επιπτώσεις της κρίσης στη μακροοικονομική σταθερότητα και την εξέλιξη των υφιστάμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών. Αυτό συνάδει με την προσέγγιση που ακολουθήθηκε στην AMR του Νοεμβρίου 2020. Οι τιμές των μεταβλητών του πίνακα αποτελεσμάτων για το 2021 και τα επόμενα έτη υπολογίστηκαν με βάση τα στοιχεία των προβλέψεων της Επιτροπής και οι παροντικές προβλέψεις βασίζονται σε στοιχεία εντός του έτους (για λεπτομέρειες, βλ. παράρτημα 1). Οι προβλέψεις αυτές χαρακτηρίζονται από σημαντική αβεβαιότητα, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να τηρούνται οι αρχές της διαφάνειας όσον αφορά την ανάλυση και τα δεδομένα που χρησιμοποιούνται, καθώς και της σύνεσης όσον αφορά τα συμπεράσματα. Επιπλέον, όπως και κατά τα προηγούμενα έτη, στην αξιολόγηση της AMR λαμβάνονται επίσης υπόψη συμπεράσματα από πλαίσια αξιολόγησης, καθώς και τα πορίσματα των υφιστάμενων εμπεριστατωμένων επισκοπήσεων και των σχετικών αναλύσεων.

    Από τα στοιχεία του πίνακα αποτελεσμάτων προκύπτει ότι η πρόσφατη διόρθωση των ανισορροπιών αποθεμάτων διακόπηκε από την κρίση λόγω της νόσου COVID-19, ενώ ενδέχεται να έχει αυξηθεί η διάδοση των κινδύνων υπερθέρμανσης που σχετίζονται κυρίως με τις αγορές στεγαστικών ακινήτων. Η καταμέτρηση των περιπτώσεων όπου οι τιμές υπερβαίνουν τα όρια στον πίνακα αποτελεσμάτων της AMR αποκαλύπτει διαχρονικά τα εξής (διάγραμμα 2.1.1).

    ·Η οικονομική επέκταση μεταξύ του 2013 και του 2019 συνέβαλε στη μείωση των δεικτών ιδιωτικού και δημόσιου χρέους ως προς το ΑΕΠ, γεγονός που αντικατοπτρίστηκε στη μείωση του αριθμού των κρατών μελών που εμφάνιζαν δείκτες χρέους οι οποίοι υπερέβαιναν τα όρια έως το 2019. Η κρίση λόγω COVID-19 διέκοψε αυτή τη μείωση και περισσότερες χώρες έχουν καταγράψει, ή αναμένεται να καταγράψουν, τιμές ιδιωτικού και δημόσιου χρέους που υπερβαίνουν τα όρια.

    ·Οι υψηλότερες τιμές των κατοικιών οδήγησαν σε αυξανόμενο αριθμό τιμών ανά χώρα που υπερβαίνουν τα σχετικά όρια κατά τα τελευταία έτη. Η τάση αυτή έγινε εμφανέστερη το 2020, με περισσότερες χώρες να υπερβαίνουν το όριο.

    ·Η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ) (με βάση τις σωρευτικές μεταβολές σε διάστημα 3 ετών) υπερέβαινε τα όρια σε αρκετές περιπτώσεις πριν από την κρίση λόγω της νόσου COVID-19 και το ΚΕΑΜΠ σημείωσε περαιτέρω απότομη αύξηση το 2020. Η αύξηση αυτή προκλήθηκε κυρίως από το μηχανικό αποτέλεσμα της πολύ χαμηλότερης παραγωγικότητας λόγω της μειωμένης δραστηριότητας σε ένα πλαίσιο σημαντικής διατήρησης πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού. Η αύξηση του ΚΕΑΜΠ αναμένεται να επιβραδυνθεί, καθώς η ανάκαμψη αναμένεται να καταστήσει δυνατή την αναζωογόνηση της ονομαστικής παραγωγικότητας. Οι τιμές που υπερβαίνουν τα όρια της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας και του μεριδίου εξαγωγικών αγορών αυξήθηκαν σε αριθμό το 2020, αλλά αναμένεται να εξομαλυνθούν σχετικά γρήγορα.

    ·Σημαντικός αριθμός κρατών μελών παρουσιάζει τιμές ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (με βάση μέσους όρους 3ετίας) που εξακολουθούν να υπερβαίνουν είτε το ανώτατο είτε το κατώτατο όριο. Τα τελευταία έτη ήταν περισσότερες οι χώρες με πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που υπερέβαιναν το ανώτατο όριο από ό, τι οι χώρες με ελλείμματα που υπερέβαιναν το κατώτατο όριο. Η κρίση λόγω της νόσου COVID-19 δεν έχει αλλάξει ριζικά τις τάσεις όσον αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, παρότι λίγο περισσότερες χώρες υπερέβησαν οριακά τα όρια. ( 11 ) Η ανάκαμψη αναμένεται να συμβάλει στη μείωση του αριθμού των περιπτώσεων πολύ αρνητικών καθαρών διεθνών επενδυτικών θέσεων όσον αφορά το ΑΕΠ, γεγονός που θα σημάνει την επανέναρξη της προ της πανδημίας τάσης βελτίωσης των εξωτερικών θέσεων.

    ·Η κρίση έχει αντίκτυπο στην αγορά εργασίας. Παρότι τα ποσοστά ανεργίας παρέμειναν συνολικά συγκρατημένα, τα ποσοστά δραστηριότητας μειώθηκαν και υπερέβησαν το αντίστοιχο όριο σε ορισμένα κράτη μέλη εν μέσω της εξόδου περισσότερων ατόμων από τις αγορές εργασίας, στην οποία οφείλονται επίσης οι πιο συγκρατημένες αυξήσεις των ονομαστικών ποσοστών ανεργίας. Η μακροχρόνια ανεργία και κυρίως η ανεργία των νέων επιδεικνύουν τη συνήθη υψηλή ευαισθησία τους στις μεταβολές της κατάστασης στην αγορά εργασίας.

    Στην υπόλοιπη AMR εξετάζονται προσεκτικά αυτά και άλλα συναφή ζητήματα.

    Γράφημα 2.1.1:Αριθμός κρατών μελών που εμφανίζουν στον πίνακα αποτελεσμάτων μεταβλητές άνω του ορίου

     

    Σημείωση: Ο αριθμός των χωρών που εμφανίζουν στον πίνακα αποτελεσμάτων μεταβλητές άνω των σχετικών ορίων βασίζεται στο έτος κατάρτισης του πίνακα αποτελεσμάτων που δημοσιεύτηκε με την αντίστοιχη ετήσια AMR. Πιθανές εκ των υστέρων αναθεωρήσεις δεδομένων μπορεί να έχουν ως αποτέλεσμα μια διαφορά στον αριθμό των τιμών που υπερβαίνουν τα όρια (υπολογιζόμενες με βάση τα τελευταία αριθμητικά στοιχεία για τις μεταβλητές στον πίνακα αποτελεσμάτων σε σύγκριση με τον αριθμό που αναφέρεται στο παραπάνω διάγραμμα). Όσον αφορά τις προσεγγίσεις που ακολουθήθηκαν για τις προβλέψεις των δεικτών του πίνακα αποτελεσμάτων για τα έτη 2021 και 2022, βλ. παράρτημα 1. Οι προβλέψεις για τους ακόλουθους δείκτες πραγματοποιούνται μόνο για το 2021: τιμές κατοικιών, ιδιωτικές πιστωτικές ροές, ιδιωτικό χρέος, υποχρεώσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, μακροχρόνια ανεργία, ανεργία των νέων.

    Πηγή: Eurostat και υπολογισμοί των υπηρεσιών της Επιτροπής (βλ. παράρτημα 1).

    2.2.    Εξωτερικός τομέας και ανταγωνιστικότητα

    2.2.1.Εξωτερικός τομέας

    Τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών αρκετών κρατών μελών που χαρακτηρίζονται από μεγάλα αποθέματα εξωτερικών υποχρεώσεων επηρεάστηκαν αρνητικά από την κρίση λόγω της νόσου COVID-19, ενώ τα πλεονάσματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών αρκετών χωρών παρέμειναν υψηλά. Σε ολόκληρη την ΕΕ, τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών κινήθηκαν προς διαφορετικές κατευθύνσεις κατά τη διάρκεια του 2020, ενώ οι χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές ταξιδιωτικών υπηρεσιών κατέγραψαν σημαντική επιδείνωση στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους. Σε αυτές τις χώρες περιλαμβάνονταν η Κροατία, η Κύπρος, η Ελλάδα και η Μάλτα και, σε μικρότερο βαθμό, η Πορτογαλία και η Ισπανία (διάγραμμα 2.2.1). Με εξαίρεση τη Μάλτα, όλες χαρακτηρίζονταν από μεγάλα αποθέματα εξωτερικών υποχρεώσεων πριν από την κρίση λόγω της νόσου COVID-19. Αντίθετα, σημαντικές βελτιώσεις στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών καταγράφηκαν στην Τσεχία, τη Λετονία, τη Λιθουανία και την Πολωνία, κυρίως λόγω των υψηλότερων εμπορικών ισοζυγίων, αλλά και χάρη στα αυξανόμενα ισοζύγια εισοδημάτων από επενδύσεις, εν μέσω της μείωσης των εισοδημάτων από ξένους επενδυτές κατά τη διάρκεια της κρίσης. Τα μεγάλα πλεονάσματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας στη Γερμανία, τη Δανία και ιδίως στις Κάτω Χώρες, αλλά παραμένουν σημαντικά. Στην περίπτωση της Σλοβενίας, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε περαιτέρω. Οι χαμηλότερες τιμές ενέργειας κατά τη διάρκεια του 2020 οδήγησαν σε αύξηση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σχεδόν όλων των κρατών μελών.

    Παρότι οι μεταβολές στα εξωτερικά ισοζύγια παρέμειναν ως επί το πλείστον περιορισμένες και προσωρινές δεδομένου του μεγέθους του οικονομικού κλυδωνισμού, σημειώθηκε σημαντική μεταβολή στις τομεακές συνεισφορές στις εξωτερικές ροές των χωρών της ΕΕ. Τα νοικοκυριά αύξησαν τις αποταμιεύσεις τους για προληπτικούς λόγους και λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων κατανάλωσης, ενώ οι επιχειρήσεις μείωσαν κατά κανόνα τις επενδύσεις τους εν μέσω αβεβαιότητας, με αποτέλεσμα να σημειωθούν αυξήσεις στις θέσεις καθαρής δανειοδότησης/δανειοληψίας του ιδιωτικού τομέα (διάγραμμα 2.2.3 α, β και γ). Αντίθετα, οι κυβερνήσεις παρενέβησαν για τη στήριξη της οικονομίας κατά τη διάρκεια της κρίσης, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπιζαν χαμηλότερα έσοδα, με αποτέλεσμα υψηλή δημόσια καθαρή δανειοληψία σε όλες τις χώρες της ΕΕ. Οι μεγάλες διακυμάνσεις μεταξύ τομέων αλληλοαντισταθμίστηκαν εν γένει και, ως εκ τούτου, δεν προκάλεσαν σημαντικές μεταβολές στις συνολικές θέσεις καθαρής δανειοδότησης/δανειοληψίας των χωρών στα περισσότερα κράτη μέλη.

    Γράφημα 2.2.1:Ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών και δείκτες αναφοράς το 2019 και το 2020

    Σημείωση: Οι χώρες κατατάσσονται με βάση το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2020. Κανόνες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών: βλ. υποσημείωση 12. Κυκλικά προσαρμοσμένα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών: βλ. υποσημείωση 15. Ο δείκτης αναφοράς για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για τη σταθεροποίηση της NIIP ορίζεται ως το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που απαιτείται για να σταθεροποιηθεί η NIIP στο σημερινό επίπεδο κατά τη διάρκεια των επόμενων 10 ετών ή, εάν η τρέχουσα NIIP βρίσκεται κάτω από το προληπτικό όριο ανά χώρα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που απαιτείται για να επιτευχθεί το προληπτικό όριο της NIIP κατά τη διάρκεια των επόμενων 10 ετών.

    Πηγή: Eurostat και υπολογισμοί των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    Το 2020 τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τριών κρατών μελών ήταν χαμηλότερα από το κατώτερο όριο του πίνακα αποτελεσμάτων της ΔΜΑ, που αντανακλά τον μέσο όρο τριετίας. Το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Κύπρου εξακολούθησε να επιδεινώνεται το 2020 φθάνοντας στο -10,1 % του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της μείωσης του διεθνούς τουρισμού, αλλά και λόγω της επιδείνωσης του ελλείμματος του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων. Ο τριετής μέσος όρος του υποχώρησε ακόμη χαμηλότερα από το όριο της ΔΜΑ. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι χαμηλότερο από τον αντίστοιχο κανόνα, καθώς και χαμηλότερο από το επίπεδο που απαιτείται ώστε η NIIP να ευθυγραμμιστεί με τον δείκτη αναφοράς προληπτικής εποπτείας την επόμενη δεκαετία. ( 12 ) ( 13 ) Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ρουμανίας διατήρησε τη σταθερή πτωτική τάση του καταγράφοντας οριακή μείωση στο -5 % του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να αυξηθεί ελαφρώς η διαφορά σε σχέση με τον αντίστοιχο κανόνα. Ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ιρλανδίας ανήλθε σε -2,7 % του ΑΕΠ το 2020, ο τριετής μέσος όρος προσέγγισε το -6 %, λόγω του εξαιρετικά μεγάλου ελλείμματος το 2019. ( 14 )

    Το 2020 τέσσερα κράτη μέλη κατέγραψαν πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που υπερέβησαν το ανώτερο όριο της ΔΜΑ. Πρόκειται για την περίπτωση της Δανίας, της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών εδώ και σχεδόν μία δεκαετία. Τα πλεονάσματα στη Δανία και τη Γερμανία ανήλθαν σε 8,1 % και 6,9 %, αντίστοιχα, του ΑΕΠ το 2020, σημειώνοντας πτώση σε σχέση με το 2019, ενώ το πλεόνασμα των Κάτω Χωρών μειώθηκε από 9,4 % σε 7 % του ΑΕΠ, μείωση η οποία οφείλεται επίσης στις δραστηριότητες των πολυεθνικών εταιρειών. Ενώ το πλεόνασμα της Δανίας μειώθηκε λόγω του χαμηλότερου εμπορικού ισοζυγίου, στη Γερμανία και στις Κάτω Χώρες η μείωση οφειλόταν κυρίως στο χαμηλότερο ισοζύγιο εισοδημάτων από επενδύσεις. Το υψηλό πλεόνασμα στη Σλοβενία αυξήθηκε από 6 % σε 7,4 % του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια της κρίσης, λόγω του υψηλότερου εμπορικού ισοζυγίου και ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων. Τα πλεονάσματα και στις τέσσερις χώρες παρέμειναν σημαντικά υψηλότερα από τους αντίστοιχους κανόνες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και τους δείκτες αναφοράς για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών για τη σταθεροποίηση της NIIP.

    Τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των περισσότερων άλλων χωρών της ΕΕ υπερέβησαν τα ανά χώρα επίπεδα που δικαιολογούνται από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη το 2020, με ορισμένες αξιοσημείωτες εξαιρέσεις. Τόσο τα ονομαστικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών όσο και τα κυκλικά προσαρμοσμένα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών υπερέβαιναν ή προσέγγιζαν τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών που δικαιολογούνταν από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη, ενώ παράλληλα υπερέβαιναν τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών για τη σταθεροποίηση της NIIP στα περισσότερα κράτη μέλη (διάγραμμα 2.2.1). ( 15 ) Αξιοσημείωτες εξαιρέσεις ήταν η Ελλάδα και η Πορτογαλία, με αποτελέσματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών τα οποία ήταν χαμηλότερα τόσο από τον κανόνα όσο και από το απαιτούμενο ισοζύγιο για την επίτευξη του προληπτικού ορίου της NIIP σε διάστημα 10 ετών. Και για τις δύο χώρες, και ιδίως για την Ελλάδα, η κρίση λόγω της νόσου COVID-19 προκάλεσε σημαντική μείωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών τους, το οποίο είχε ενισχυθεί σημαντικά τα προηγούμενα έτη.

    Γράφημα 2.2.2:Εξέλιξη των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών

    Σημείωση: Οι χώρες παρατίθενται κατά αύξουσα σειρά του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών το 2020.

    Πηγή: Eurostat, φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και υπολογισμοί των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    Τα ελλείμματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών των χωρών στις οποίες ο τομέας του διασυνοριακού τουρισμού είναι σημαντικός προβλέπεται να βελτιωθούν με αργούς ρυθμούς το 2021 και το 2022, ενώ τα μεγαλύτερα πλεονάσματα αναμένεται ως επί το πλείστον, αλλά όχι πάντα, να μειωθούν ελαφρά (διάγραμμα 2.2.2). Στο μέλλον, αναμένεται σταδιακή ανάκαμψη των διεθνών ταξιδιών, η οποία, ωστόσο, θα μπορούσε να είναι άνιση και να παραμείνει ελλιπής εντός του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων (βλ. πλαίσιο 1 για τον τουρισμό). Θα στηρίξει τη βελτίωση των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών των χωρών που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις τουριστικές εξαγωγές, κυρίως της Κροατίας, της Κύπρου και της Ελλάδας. Ωστόσο, το μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Κύπρου αναμένεται να βελτιωθεί με αργούς ρυθμούς. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ρουμανίας προβλέπεται να επιδεινωθεί περαιτέρω. Αντίθετα, το ευμετάβλητο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ιρλανδίας προβλέπεται να παρουσιάσει μεγάλα πλεονάσματα κατά την περίοδο πρόβλεψης. Τα μεγάλα πλεονάσματα της Δανίας, της Γερμανίας και της Σλοβενίας προβλέπεται να μειωθούν, έστω και ελάχιστα στην περίπτωση της Γερμανίας, ενώ το πλεόνασμα των Κάτω Χωρών προβλέπεται να ανακάμψει σχεδόν στα επίπεδα του 2019 έως το 2022.

    Από την άποψη των αποταμιεύσεων και των επενδύσεων, η συμβολή των διαφόρων τομέων στις εξωτερικές θέσεις δεν αναμένεται να αλλάξει σημαντικά στα περισσότερα κράτη μέλη. Ενώ ο ιδιωτικός τομέας αναμένεται να παραμείνει ως επί το πλείστον καθαρός δανειστής, οι κυβερνήσεις προβλέπεται να παραμείνουν καθαροί δανειολήπτες το 2021 (διάγραμμα 2.2.3 δ). Στον ιδιωτικό τομέα, οι καθαρές δανειοδοτικές θέσεις των επιχειρήσεων προβλέπεται να αυξηθούν στα περισσότερα κράτη μέλη, ενώ εκείνες των νοικοκυριών αναμένεται να σημειώσουν σχετική πτώση. Κατά μέσο όρο, η καθαρή δανειοληψία των κυβερνήσεων αναμένεται να μειωθεί ελαφρά. Στον δημόσιο τομέα, οι καθαρές δανειοδοτικές θέσεις των κρατών μελών με υψηλό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα έχουν αντίκτυπο στην εξωτερική τους θέση.

    Γράφημα 2.2.3:Καθαρή δανειοδότηση/δανειοληψία ανά τομέα την περίοδο 2019-2021

     

    Πηγή: AMECO και φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    Κατά τη διάρκεια του 2020 οι καθαρές διεθνείς επενδυτικές θέσεις (NIIP) επιδεινώθηκαν στις περισσότερες χώρες που είναι μεγάλοι καθαροί οφειλέτες, ενώ βελτιώθηκαν ως επί το πλείστον στις χώρες με μεγάλες θετικές θέσεις. Μετά την αύξηση που καταγράφηκε το 2019 σε όλες τις χώρες της ΕΕ εκτός από τέσσερις, κατά τη διάρκεια του 2020 σημειώθηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των χωρών όσον αφορά την εξέλιξη των NIIP, ενώ οι NIIP σχεδόν των μισών κρατών μελών υποχώρησαν. Το 2020 δέκα χώρες της ΕΕ κατέγραψαν NIIP κάτω από το όριο του πίνακα αποτελεσμάτων του -35 % του ΑΕΠ, δηλαδή μία χώρα λιγότερη απ’ ό,τι το 2019. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, για το 2021, οι θέσεις τους αναμένεται να παραμείνουν χαμηλότερες από τις NIIP που δικαιολογούνται από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη, και σε έξι από αυτές οι NIIP προβλέπεται να ανέλθουν σε επίπεδα κάτω από τα προληπτικά όρια (διάγραμμα 2.2.4). ( 16 ) Οι μεγάλες αρνητικές NIIP προβλέπεται ως επί το πλείστον να βελτιωθούν. Μεσοπρόθεσμα, τρία κράτη μέλη με NIIP κάτω από το όριο του -35 % το 2020 αναμένεται να υπερβούν το όριο αυτό. Οι μεγάλες θετικές NIIP προβλέπεται να αυξηθούν περαιτέρω ή να παραμείνουν γενικά σταθερές.

    Γράφημα 2.2.4:Καθαρές διεθνείς επενδυτικές θέσεις (NIIP) 2019-2022, 2025, και δείκτες αναφοράς το 2021

    Σημείωση: Οι χώρες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά του δείκτη NIIP ως προς το ΑΕΠ το 2020. Η NENDI είναι η NIIP εξαιρουμένων των μέσων χωρίς κίνδυνο αθέτησης. Για τις έννοιες του προληπτικού ορίου της NIIP και του κανόνα της NIIP, βλ. υποσημειώσεις 13 και 16. Η NENDI για τις IE, LU και MT βρίσκεται εκτός κλίμακας.

    Πηγή: Eurostat και υπολογισμοί των υπηρεσιών της Επιτροπής (βλ. επίσης παράρτημα 1).

    Τα κράτη μέλη με τις μεγαλύτερες αρνητικές NIIP σημείωσαν τη μεγαλύτερη πτώση κατά τη διάρκεια του 2020, αλλά η ανάκαμψη αναμένεται να επιτρέψει βελτιώσεις στις περισσότερες περιπτώσεις. Η Κύπρος, η Ελλάδα, η Ιρλανδία και η Πορτογαλία έχουν NIIP κάτω του -100 % του ΑΕΠ και χαμηλότερη τόσο από τους δείκτες αναφοράς βάσει θεμελιωδών μεγεθών όσο και από τους δείκτες αναφοράς προληπτικής εποπτείας. Ακολουθεί η Ισπανία με NIIP που προσεγγίζει το -85 % του ΑΕΠ. Με εξαίρεση την Ιρλανδία, τα παραπάνω κράτη μέλη κατέγραψαν έντονη επιδείνωση των θέσεών τους, η οποία στην περίπτωση της Κύπρου και της Ελλάδας ανήλθε σε περίπου 20 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Οι κυριότεροι παράγοντες ήταν η μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ, ιδίως στην Ελλάδα, και τα μεγάλα ελλείμματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών, ιδίως στην Κύπρο. Στην Ιρλανδία, καθώς και στην Κύπρο, τα επίπεδα της NIIP αντικατοπτρίζουν σε μεγάλο βαθμό τις διασυνοριακές χρηματοοικονομικές σχέσεις των πολυεθνικών εταιρειών και των οντοτήτων ειδικού σκοπού. Και οι πέντε αυτές χώρες χαρακτηρίζονται από συγκριτικά μεγάλη αρνητική NIIP εξαιρουμένων των μέσων χωρίς κίνδυνο αθέτησης (NENDI), δηλαδή μεγάλα μερίδια καθαρών δανειακών υποχρεώσεων στην εξωτερική τους θέση. ( 17 ) Οι εξωτερικές υποχρεώσεις της Ελλάδας αποτελούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από δημόσιο χρέος με ευνοϊκούς όρους. Η εξωτερική βιωσιμότητα ορισμένων κρατών μελών με μεγάλες αρνητικές NIIP θα υποστηριχθεί από, σημαντικές ενίοτε, εισροές επιχορηγήσεων στο πλαίσιο του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας (ΜΑΑ), επιπλέον των μεταβιβάσεων της ΕΕ στο πλαίσιο του πολυετούς δημοσιονομικού πλαισίου (ΠΔΠ). Ωστόσο, οι τρέχουσες προβλέψεις υποδηλώνουν στασιμότητα της NIIP της Κύπρου, ακόμη και μεσοπρόθεσμα. Αντίθετα, οι NIIP άλλων χωρών με μεγάλες αρνητικές NIIP αναμένεται να βελτιωθούν σταδιακά προς το 2022 και μεσοπρόθεσμα, λόγω της έντονης αύξησης του ΑΕΠ και της βελτίωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ενώ η αναμενόμενη πρόοδος θα είναι εξαιρετικά ταχεία στην περίπτωση της Ιρλανδίας, βάσει των προβλέψεων για μεγάλα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.

    Οι περισσότερες χώρες της ΕΕ με μετρίως αρνητικές NIIP δεν κατέγραψαν μεγάλες αλλαγές στις θέσεις τους το 2020 και οι προβλέψεις υποδηλώνουν βελτιώσεις στις περισσότερες από αυτές στο μέλλον. Όλες αυτές οι χώρες, η Κροατία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ρουμανία και η Σλοβακία, αναμένεται να έχουν NIIP χαμηλότερες από τους δείκτες αναφοράς βάσει θεμελιωδών μεγεθών το 2021, αλλά μόνο οι NIIP των δύο τελευταίων κρατών μελών προβλέπεται να ανέλθουν σε επίπεδα κάτω από τα προληπτικά όρια. Οι NIIP όλων αυτών των κρατών μελών, καθώς και άλλων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής, χαρακτηρίζονται από μεγάλα αποθέματα εισερχόμενων άμεσων ξένων επενδύσεων και NENDI που είναι πολύ ευνοϊκότερες από τις NIIP τους. Επιπλέον, οι χώρες αυτές είναι συγκριτικά μεγάλοι αποδέκτες μεταβιβάσεων της ΕΕ στο πλαίσιο του ΠΔΠ, το οποίο παρέχει μη αμελητέα στήριξη στις εξωτερικές θέσεις τους. Οι επιχορηγήσεις του ΜΑΑ που προστίθενται στις μεταβιβάσεις του ΠΔΠ στηρίζουν περαιτέρω τις αυξήσεις των NIIP των περισσότερων από αυτές τις χώρες. Συνολικά, οι προβλέψεις υποδηλώνουν βελτίωση των NIIP των χωρών αυτών στο μέλλον, με εξαίρεση τη Ρουμανία της οποίας η θέση αναμένεται να επιδεινωθεί ελαφρά (διάγραμμα 2.2.4).

    Αποκλίνουσες εξελίξεις το 2020 καταγράφηκαν επίσης στην ομάδα των κρατών μελών με μεγάλες θετικές NIIP. Οι NIIP των Κάτω Χωρών, της Γερμανίας, της Μάλτας και του Βελγίου επεκτάθηκαν περαιτέρω, λόγω των συνεχιζόμενων σημαντικών πλεονασμάτων των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών για τις δύο πρώτες χώρες, ενώ και στις τέσσερις περιπτώσεις συνέβαλε επίσης η μείωση του ονομαστικού ΑΕΠ. Ειδικότερα, οι Κάτω Χώρες, αλλά και η Μάλτα, κατέγραψαν επίσης ισχυρά θετικά αποτελέσματα αποτίμησης. Αντίθετα, οι αρνητικές μεταβολές αποτίμησης περιόρισαν την αύξηση της γερμανικής NIIP. Οι μεγάλες θετικές NIIP της Δανίας και του Λουξεμβούργου μειώθηκαν εν μέσω αρνητικών μεταβολών αποτίμησης, παρά τα υψηλά πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στις δύο τελευταίες χώρες.

    Γράφημα 2.2.5:Ονομαστική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (ΟΣΣΙ)

    Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

    Οι όροι εξωτερικής χρηματοδότησης ενδέχεται να καταστούν αυστηρότεροι στο μέλλον, γεγονός που θα μπορούσε να έχει συνέπειες για ορισμένες χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ. Κατά την έναρξη της κρίσης λόγω της νόσου COVID-19, οι εντάσεις στις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές έγιναν αισθητές σε αρκετές χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ. Την περίοδο εκείνη τα νομίσματα ορισμένων κρατών μελών εκτός της ζώνης του ευρώ, ιδίως το φιορίνι της Ουγγαρίας, βρίσκονταν υπό πίεση και υποτιμήθηκαν τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, αλλά ανέκαμψαν και είχαν ήδη σταθεροποιηθεί τον Μάιο (διάγραμμα 2.2.5), καθώς βελτιώθηκε το γενικό αίσθημα κινδύνου και σταθεροποιήθηκαν οι ροές κεφαλαίων. Δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μελλοντικής νέας μεταβλητότητας των ροών κεφαλαίων ή αυστηροποίησης των όρων εξωτερικής χρηματοδότησης, εν μέρει εν αναμονή της επιβολής αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής στις ΗΠΑ και σε άλλες προηγμένες οικονομίες. Στο πλαίσιο αυτό, οι χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ με προβλεπόμενες μεγάλες καθαρές δανειοδοτικές θέσεις είναι λιγότερο εκτεθειμένες σε κινδύνους εξωτερικής (ανα)χρηματοδότησης, εάν αυτοί επανεμφανιστούν, όπως και τα κράτη μέλη με σημαντικά αποθέματα συναλλαγματικών διαθεσίμων. Οι ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, διαδραματίζουν επίσης ρόλο στο πλαίσιο αυτό (βλ. ενότητα 2.4 σχετικά με τον δημόσιο τομέα).

    2.2.2.Ανταγωνιστικότητα

    Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε σε ολόκληρη την ΕΕ ως αποτέλεσμα των σημαντικών προσωρινών μειώσεων της ονομαστικής παραγωγικότητας της εργασίας κατά τη διάρκεια της κρίσης λόγω της νόσου COVID-19. Ο πίνακας αποτελεσμάτων δείχνει αύξηση του ΚΕΑΜΠ, με βάση τη σωρευτική αύξηση κατά την τριετή περίοδο έως το 2020, πάνω από το όριο σε 18 κράτη μέλη, έναντι οκτώ χωρών πριν από ένα έτος. Πριν από το 2020 υπήρχαν ενδείξεις δυνητικών πιέσεων υπερθέρμανσης σε ορισμένες χώρες, μεταξύ των οποίων η Βουλγαρία, η Τσεχία, η Εσθονία, η Ουγγαρία, η Λετονία, η Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, η Ρουμανία και η Σλοβακία. Μόνο το 2020 η αύξηση του ΚΕΑΜΠ επιταχύνθηκε σε 22 κράτη μέλη. Ωστόσο, αυτή η έκτακτη αύξηση του ΚΕΑΜΠ προβλέπεται να αντιστραφεί εν μέρει σε πολλές χώρες το 2021 και το 2022, λόγω της γενικά αυξημένης μεταβλητότητας του ΚΕΑΜΠ.

    Ο αντίκτυπος της πανδημίας COVID-19 και των διαρθρωτικών τριβών που προκύπτουν κατά την ανάκαμψη δυσχεραίνει την αξιολόγηση των μεταβολών στην ανταγωνιστικότητα κόστους. Η απότομη επιτάχυνση της αύξησης του ΚΕΑΜΠ το 2020 και η αναμενόμενη μερική αντιστροφή της στις περισσότερες χώρες το 2021 και το 2022 κυριαρχούνται από στατιστικές επιπτώσεις λόγω της εκτεταμένης διατήρησης του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού και της επακόλουθης πτώσης της ονομαστικής κατά κεφαλήν παραγωγικότητας (διάγραμμα 2.2.6). Αυτό προκλήθηκε από την κρατική στήριξη σε προγράμματα διατήρησης θέσεων εργασίας, κυρίως με τη μορφή προσωρινά διευρυμένων συστημάτων μειωμένου ωραρίου εργασίας, τα οποία ευνόησαν τη μείωση των ωρών εργασίας αντί να επηρεάσουν τα επίπεδα απασχόλησης. Ο συνδυασμός της υποτονικότητας της αγοράς εργασίας και των ελλείψεων δεξιοτήτων καταδεικνύει αστάθεια και αβεβαιότητα σχετικά με τις εξελίξεις όσον αφορά το ΚΕΑΜΠ στο μέλλον. Τα ανωτέρω συνδέονται με προβλήματα στις αλυσίδες εφοδιασμού και τριβές λόγω της άνισης οικονομικής ανάκαμψης, καθώς και με τον επιταχυνόμενο ψηφιακό μετασχηματισμό και τις πιο μακροπρόθεσμες διαρθρωτικές αλλαγές. Δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια σημειώθηκε υψηλή αύξηση του ΚΕΑΜΠ σε πολλές χώρες, οι απώλειες ανταγωνιστικότητας κόστους εξακολουθούν να αποτελούν κίνδυνο που χρήζει παρακολούθησης, ιδίως για να εκτιμηθεί ο βαθμός στον οποίο οι ζημίες που καταγράφηκαν το 2020 μπορούν να αποσβεστούν κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης. Οι πολιτικές για την προώθηση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας παραμένουν εξαιρετικά σημαντικές για τη βιώσιμη ανάκαμψη από την κρίση λόγω της νόσου COVID-19.

    Η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε σε σχεδόν όλες τις χώρες της ΕΕ το 2020, αλλά αναμένεται να ανακάμψει κατά το τρέχον και το επόμενο έτος (διάγραμμα 2.2.6 γ). Οι εισροές εργασίας μειώθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης λόγω της νόσου COVID-19, κυρίως εξαιτίας της μείωσης των ωρών εργασίας, ενώ η απασχόληση σε όρους αριθμού εργαζομένων μεταβλήθηκε ελάχιστα, υποστηριζόμενη από κυβερνητικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της επέκτασης των συστημάτων μειωμένου ωραρίου εργασίας, η χρήση των οποίων έχει μειωθεί σημαντικά κατά τη διάρκεια της ανάκαμψης. Ως αποτέλεσμα, στις περισσότερες χώρες, η παραγωγικότητα της εργασίας με βάση τον αριθμό των εργαζομένων μειώθηκε εντονότερα σε σύγκριση με την παραγωγικότητα της εργασίας με βάση τις ώρες εργασίας. Το 2021 και το 2022, καθώς εδραιώνεται η ανάκαμψη και αντιστρέφονται οι επιπτώσεις της διατήρησης του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού, αναμένεται άνοδος των αριθμητικών στοιχείων για την παραγωγικότητα. Το 2022 η παραγωγικότητα ανά άτομο προβλέπεται να υπερβεί τα επίπεδα του 2019 σε όλα τα κράτη μέλη, εκτός από το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, την Πορτογαλία και την Ισπανία.

    Οι μισθολογικές αυξήσεις ήταν συγκρατημένες το 2020, αλλά το 2021 και το 2022 αναμένεται να αυξηθούν, ενίοτε σημαντικά. Η αύξηση των μισθών ήταν υποτονική στις περισσότερες χώρες της ΕΕ κατά τη διάρκεια της κρίσης λόγω της νόσου COVID-19 (διάγραμμα 2.2.6 δ). Το 2021 και το 2022 η αμοιβή ανά εργαζόμενο προβλέπεται να αυξηθεί με ετήσιο ρυθμό άνω του 5 % στη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία. Για το Βέλγιο, την Εσθονία και την Ιρλανδία, οι αυξήσεις αναμένεται να κυμανθούν κατά μέσο όρο μεταξύ 4 % και 5 %. Στη Βουλγαρία, την Τσεχία, την Εσθονία, την Ουγγαρία, τη Λετονία, τη Λιθουανία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία, η σταθερά υψηλή αύξηση των μισθών και του ΚΕΑΜΠ αποτελούσε ήδη πηγή ανησυχίας πριν από την πανδημία, εγείροντας ερωτήματα σχετικά με την ανταγωνιστικότητα κόστους.

    Σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ, οι εξελίξεις του ΚΕΑΜΠ αναμένεται να είναι εκ νέου ευνοϊκές για την εξωτερική επανεξισορρόπηση όταν θα έχουν εξαλειφθεί οι επιπτώσεις στην παραγωγικότητα. Η αύξηση του ΚΕΑΜΠ το 2020 ήταν εντονότερη σε ορισμένες χώρες που είναι καθαροί οφειλέτες, όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία, καθώς κατέγραψαν εντονότερη ύφεση και σημαντική διατήρηση του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού. Έως το 2022 η μεταβολή στην αύξηση του ΚΕΑΜΠ θα έχει καταστεί και πάλι πιο ευνοϊκή για την εξωτερική επανεξισορρόπηση, καθώς προβλέπεται να είναι ελαφρώς χαμηλότερη στους καθαρούς οφειλέτες απ’ ό,τι στους καθαρούς πιστωτές (διάγραμμα 2.2.7). Ο πιο περιορισμένος αντίκτυπος στην επανεξισορρόπηση σε σύγκριση με την περίοδο πριν από την πανδημία επηρεάστηκε από τον παρατεταμένο αντίκτυπο στην παραγωγικότητα, ο οποίος θα πρέπει να αντιμετωπιστεί για να ξεπεραστούν οι υφιστάμενες αποκλίσεις. Αντίθετα, η αμοιβή των εργαζομένων προβλέπεται να είναι υψηλότερη στις χώρες που είναι καθαροί πιστωτές απ’ ό, τι στις χώρες που είναι καθαροί οφειλέτες.

    Γράφημα 2.2.6:Αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος τα τελευταία έτη, των αμοιβών και της παραγωγικότητας

     

    Σημείωση: Οι ρυθμοί ανάπτυξης σε πολυετή βάση είναι ανηγμένοι σε ετήσια βάση.

    Πηγή: AMECO και φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    Γράφημα 2.2.7:Αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ

     

    Σημείωση: Οι χώρες με NIIP > +35 % του ΑΕΠ είναι οι DE, LU, NL, BE, MT. Οι χώρες με NIIP μεταξύ 35 % και -35 % του ΑΕΠ είναι οι FI, EE, IT, LT, FR, SI, AT. Οι υπόλοιπες χώρες περιλαμβάνονται στην ομάδα με NIIP < -35 % του ΑΕΠ. Η ομαδοποίηση των χωρών βασίζεται στις μέσες τιμές NIIP κατά την περίοδο 2017-2019. Οι χώρες που είναι καθαροί πιστωτές κατέγραψαν μέσο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά την ίδια περίοδο. Τα αριθμητικά στοιχεία αφορούν τους σταθμισμένους βάσει του ΑΕΠ μέσους όρους για τις τρεις ομάδες χωρών.

    Πηγή: AMECO και φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    Οι ονομαστικές σταθμισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες ανατιμήθηκαν στις περισσότερες χώρες το 2020. Οι μεγαλύτερες ανατιμήσεις καταγράφηκαν στη Βουλγαρία, την Ελλάδα, τη Λετονία, τη Λιθουανία και τη Σουηδία. Μόνο η Ουγγαρία, και σε μικρότερο βαθμό, η Τσεχία και η Πολωνία κατέγραψαν ονομαστικές υποτιμήσεις. Η ανατίμηση των ονομαστικών σταθμισμένων συναλλαγματικών ισοτιμιών αντανακλά επίσης την ανατίμηση του ευρώ κατά την έναρξη της πανδημίας COVID-19 και τη σχετική φυγή προς ασφαλές καταφύγιο. Μέχρι στιγμής εντός του 2021 οι ονομαστικές σταθμισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες έχουν ανατιμηθεί στις περισσότερες χώρες της ΕΕ, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις πιο συγκρατημένα απ’ ό,τι το 2020.

    Το 2020 οι πραγματικές σταθμισμένες συναλλαγματικές ισοτιμίες (ΠΣΣΙ) βάσει του ΕνΔΤΚ ανατιμήθηκαν συγκρατημένα στα περισσότερα κράτη μέλη, στοιχείο που αντανακλά εν μέρει τις ονομαστικές ανατιμήσεις. Οι μόνες χώρες στις οποίες σημειώθηκε υποτίμηση της ΠΣΣΙ βάσει του ΕνΔΤΚ ήταν η Κροατία και η Ουγγαρία. Οι μεγαλύτερες ανατιμήσεις καταγράφηκαν στη Βουλγαρία, τη Λιθουανία και τη Σουηδία. Αυτή η συγκρατημένη ανατίμηση ακολουθεί την υποτίμηση που σημειώθηκε στα περισσότερα κράτη μέλη το 2019. Στο μέλλον, η ΠΣΣΙ βάσει του αποπληθωριστή του ΑΕΠ, για την οποία υπάρχουν προβλέψεις για το 2021, δείχνει ότι οι πραγματικές συναλλαγματικές ισοτιμίες αναμένεται να αυξηθούν συγκρατημένα, με αξιοσημείωτες ανατιμήσεις μόνο στη Βουλγαρία, την Τσεχία, τη Λιθουανία και τη Σουηδία (διάγραμμα 2.2.8 β).

    Οι εξελίξεις της ΠΣΣΙ ευνοούν την εξωτερική επανεξισορρόπηση, αλλά μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Ορισμένες χώρες που είναι καθαροί πιστωτές, μεταξύ των οποίων η Δανία, η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες και η Μάλτα, παρουσίασαν ανατίμηση της ΠΣΣΙ ελαφρώς υψηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ το 2020. Ορισμένες χώρες που είναι μεγάλοι καθαροί οφειλέτες ή χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την ύφεση λόγω της νόσου COVID-19, όπως η Κύπρος, η Κροατία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Πορτογαλία ή η Ισπανία, κατέγραψαν κάποια βελτίωση της ανταγωνιστικότητας έναντι αυτών των χωρών που είναι καθαροί πιστωτές χάρη στη μείωση του πληθωρισμού, όπως υποδηλώνουν οι πιο συγκρατημένες εξελίξεις της ΠΣΣΙ (διάγραμμα 2.2.8). Η τάση αυτή φαίνεται να συνεχίζεται και το 2021, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι εξελίξεις της ΠΣΣΙ εξακολουθούν να ευνοούν σε μέτριο βαθμό την εξωτερική επανεξισορρόπηση βραχυπρόθεσμα.

    Γράφημα 2.2.8:Δυναμική της ονομαστικής και πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας (ΟΣΣΙ και ΠΣΣΙ)

     

    Σημείωση: Οι ΠΣΣΙ και η ονομαστική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (ΟΣΣΙ) υπολογίζονται έναντι 42 εμπορικών εταίρων.

    Πηγή: AMECO και φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    Το 2020 τα μερίδια εξαγωγικών αγορών παρουσίασαν έντονες διακυμάνσεις και τρία κράτη μέλη κατέγραψαν απώλειες που υπερέβαιναν το όριο του πίνακα αποτελεσμάτων. Με βάση τη σωρευτική μεταβολή σε διάστημα πέντε ετών, η Γαλλία, η Ελλάδα και η Ισπανία κατέγραψαν σημαντικές απώλειες μεριδίων εξαγωγικών αγορών που υπερέβαιναν το όριο. Αντίθετα, πολλές χώρες κατέγραψαν επίσης σημαντική αύξηση η οποία στην περίπτωση της Ιρλανδίας, της Λιθουανίας και της Πολωνίας ανήλθε σε πάνω από 30 %. Το 2020 τα μερίδια εξαγωγικών αγορών παρουσίασαν έντονες διακυμάνσεις. Οι χώρες της ΕΕ κέρδισαν, κατά μέσο όρο, μόνο το 2020 ορισμένα μερίδια εξαγωγικών αγορών, αλλά με μεγάλες διαφορές μεταξύ των χωρών.

    Ορισμένες χώρες με σημαντικές απώλειες μεριδίων εξαγωγικών αγορών το 2020 αναμένεται να ανακτήσουν μέρος μόνο των απωλειών στο εγγύς μέλλον. Εκτός από την Αυστρία και την Εσθονία, η απότομη πτώση του ισοζυγίου υπηρεσιών στο πλαίσιο της κρίσης λόγω της νόσου COVID-19 σταμάτησε τα τελευταία τρίμηνα στη Βουλγαρία, την Κροατία, την Κύπρο, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Μάλτα, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Το εμπορικό ισοζύγιο υπηρεσιών της Γερμανίας παραμένει ελαφρώς πλεονασματικό, μετά από απότομη βελτίωση από τις αρχές του 2020. Τα εμπορικά ισοζύγια αγαθών εξελίχθηκαν ευνοϊκότερα σε αρκετές χώρες από το 2019 και αντιστάθμισαν εν μέρει τη μείωση του εμπορικού ισοζυγίου υπηρεσιών. Τα μερίδια εξαγωγικών αγορών αναμένεται να αυξηθούν ιδιαίτερα έντονα στην Κροατία, την Ελλάδα και την Ισπανία το 2021 και το 2022, καθώς τα διασυνοριακά ταξίδια ανακάμπτουν, αλλά δεν επαρκούν σε όλες τις περιπτώσεις για την ανάκτηση όλων των απωλειών που σημειώθηκαν το 2020. Συνολικά, για την περίοδο 2020-2022 τα μερίδια εξαγωγικών αγορών αναμένεται να αυξηθούν περισσότερο στην Εσθονία, την Ιρλανδία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο και την Πολωνία, και να μειωθούν στην Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία και την Πορτογαλία.

    Οι εξελίξεις των μεριδίων εξαγωγικών αγορών μπορεί να συμβάλουν μελλοντικά σε κάποια εξωτερική επανεξισορρόπηση. Οι χώρες με μεγάλα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένης της Δανίας, της Γερμανίας και των Κάτω Χωρών, αναμένεται να απολέσουν μερίδια εξαγωγικών αγορών κατά την περίοδο 2020-2022. Τα στοιχεία για το δεύτερο τρίμηνο του 2021 εξακολουθούν να δείχνουν πλεονάσματα του ισοζυγίου υπηρεσιών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, εν μέσω της ενίσχυσης των εμπορικών ισοζυγίων αγαθών στη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες. Ωστόσο, οι χώρες αυτές πιθανότατα θα απολέσουν μέρος της αύξησης του μεριδίου εξαγωγικών αγορών στον τομέα των υπηρεσιών από την περίοδο της νόσου COVID-19, καθώς οι τουριστικές ροές ανακάμπτουν.

    Πλαίσιο 1:    Τουρισμός κατά τη διάρκεια της κρίσης λόγω της νόσου COVID-19

    Ο τουρισμός ήταν μία από τις πλέον πληγείσες οικονομικές δραστηριότητες κατά την κρίση λόγω της νόσου COVID-19, καθώς τα μέτρα για την ανάσχεση της πανδημίας περιλάμβαναν περιορισμούς στον τομέα της φιλοξενίας και στα διεθνή ταξίδια. Το μέγεθος των δυσμενών επιπτώσεων αντικατοπτρίζεται στη μεγάλη μείωση των διανυκτερεύσεων τουριστών (διάγραμμα 1): τον Απρίλιο του 2020 ο αριθμός των διανυκτερεύσεων σε τουριστικά καταλύματα μειώθηκε κατά 95 % σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα το 2019. Κατά τους θερινούς μήνες σημειώθηκε σημαντική ανάκαμψη, καθώς τον Αύγουστο του 2020 ο εγχώριος τουρισμός προσέγγισε τα επίπεδα του 2019. Αντίθετα, κατά την κορύφωση του Αυγούστου, οι διανυκτερεύσεις διασυνοριακών τουριστών παρέμειναν κατά 60 % χαμηλότερες από τα επίπεδα του Αυγούστου του 2019. Με το δεύτερο κύμα της πανδημίας, η ταξιδιωτική δραστηριότητα μειώθηκε εκ νέου.

    Μια πρόσφατη, ισχυρότερη ανάκαμψη, μεταξύ άλλων στον τομέα του διασυνοριακού τουρισμού, ξεκίνησε τον Μάιο του 2021. Η ανάκαμψη αυτή ακολούθησε τη σημαντική πρόοδο που σημειώθηκε όσον αφορά τον εμβολιασμό και τον συντονισμό των κανόνων για τις διασυνοριακές μετακινήσεις εντός της ΕΕ, μέσω της καθιέρωσης του ψηφιακού πιστοποιητικού COVID της ΕΕ. Τόσο ο εγχώριος όσο και ο διασυνοριακός τουρισμός αυξήθηκαν τον Ιούλιο, σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2020, με εντονότερη βελτίωση για τον δεύτερο. Λαμβανομένων επίσης υπόψη των παροντικών προβλέψεων για τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, η συνολική τουριστική δραστηριότητα το καλοκαίρι του 2021 αυξήθηκε κατά περίπου 30 % σε σύγκριση με το 2020, αλλά εξακολουθεί να παραμένει κατά 16 % χαμηλότερη από τα επίπεδα του 2019, με ορισμένες αλλαγές στη σύνθεση. ( I ) Ενώ ο εγχώριος τουρισμός φαίνεται να υπερέβη τα επίπεδα που επιτεύχθηκαν το καλοκαίρι του 2019 κατά τους καλοκαιρινούς μήνες του 2021, ιδίως τον Σεπτέμβριο, τα διασυνοριακά ταξίδια εξακολουθούν να υπολείπονται των προ της πανδημίας επιπέδων κατά περισσότερο από 40 %. Από τη σύγκριση των πρώτων εννέα μηνών του 2021 με την ίδια περίοδο του 2020 προκύπτει ότι οι επιδόσεις στον τομέα του τουρισμού το 2021 αυξήθηκαν μόνο κατά περίπου 12 %, αντανακλώντας εν μέρει το γεγονός ότι το πρώτο τρίμηνο του 2020 παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό ανεπηρέαστο από την πανδημία.

    Γράφημα 1:Διανυκτερεύσεις τουριστών στην ΕΕ το 2020 και το 2021

     

    Σημείωση: Αριθμός διανυκτερεύσεων σε τουριστικά καταλύματα που δηλώθηκαν μέσω της Eurostat και προσαυξήθηκαν με παροντικές προβλέψεις βάσει αξιολογήσεων της AirBnB για τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2021. Οι εκτιμήσεις για την Κύπρο, τη Γαλλία και την Ιρλανδία βασίζονται στα στοιχεία των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών. Βλ. επίσης υποσημείωση 1.

    Πηγή: Εκτιμήσεις της Eurostat και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    Τα κράτη μέλη που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές ταξιδιωτικών υπηρεσιών επλήγησαν ιδιαίτερα, καθώς τα διασυνοριακά ταξίδια υποχώρησαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η μεγάλη πτώση του διεθνούς τουρισμού είχε ιδιαίτερα έντονο αντίκτυπο σε ορισμένες χώρες που είναι καθαροί οφειλέτες, όπως η Κροατία, η Κύπρος, η Ελλάδα, η Πορτογαλία ή η Ισπανία, οι οποίες καταγράφουν μεγάλα πλεονάσματα στο εμπόριο ταξιδιωτικών υπηρεσιών, καθώς και στη Μάλτα (διάγραμμα 2 α). ( II ) Για τις περισσότερες από αυτές τις χώρες, ο αντίκτυπος της μείωσης του διεθνούς τουρισμού στα εμπορικά ισοζύγια ευθύνεται εν γένει για την επιδείνωση των συνολικών εμπορικών ισοζυγίων τους κατά τη διάρκεια του 2020. ( III ) ( IV ) Οι αρνητικές επιπτώσεις στους μεγάλους εξαγωγείς τουριστικών υπηρεσιών αντιστράφηκαν σταδιακά το 2021, καθώς επιταχύνθηκε η ανάκαμψη του διασυνοριακού τουρισμού. Στο άλλο άκρο του φάσματος βρίσκονται χώρες οι οποίες συνήθως εισάγουν περισσότερες ταξιδιωτικές υπηρεσίες απ’ ό, τι εξάγουν. Για τις χώρες αυτές, η μείωση των διεθνών ταξιδιών είχε εν μέρει θετικό αντίκτυπο στα εμπορικά τους ισοζύγια, καθώς οι τουρίστες στράφηκαν σε εγχώριους προορισμούς.

    Γράφημα 2:Αντίκτυπος της μείωσης του τουρισμού στα εμπορικά ισοζύγια και προβλέψεις για τις διανυκτερεύσεις για το 2021

     

    Σημειώσεις: α) Οι εκτιμώμενες επιπτώσεις αφορούν μόνο τις συναλλαγές στον τομέα των υπηρεσιών που καταγράφονται στο στοιχείο «ταξίδια» στις στατιστικές ισοζυγίου πληρωμών. Βασίζονται σε ανάλυση μερικής ισορροπίας, η οποία χρησιμοποιεί δεδομένα για το εμπόριο σε όρους προστιθέμενης αξίας και λαμβάνει υπόψη τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις. Βλ. υποσημειώσεις 3 και 4. β) Οι προβλέψεις για το 2021 βασίζονται στον αριθμό των διανυκτερεύσεων μη μόνιμων κατοίκων σε τουριστικά καταλύματα, οι οποίες δηλώθηκαν μέσω της Eurostat και προσαυξήθηκαν με παροντικές προβλέψεις βάσει αξιολογήσεων της AirBnB σε περίπτωση έλλειψης στοιχείων, έως τον Σεπτέμβριο. Οι εκτιμήσεις για την Κύπρο, τη Γαλλία και την Ιρλανδία βασίζονται στα στοιχεία των εθνικών στατιστικών υπηρεσιών. Για το τελευταίο τρίμηνο του 2021, η πρόβλεψη λαμβάνει ως παραδοχή το ίδιο επίπεδο τουριστικής δραστηριότητας όπως και στα στοιχεία (και στην παροντική πρόβλεψη) για το τρίτο τρίμηνο του 2021, ως ποσοστό των διανυκτερεύσεων το 2019.

    Πηγή: Εκτιμήσεις της Eurostat και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    Τα προκαταρκτικά στοιχεία για το 2021 δείχνουν μερική και σταδιακή ανάκαμψη του διεθνούς τουρισμού, η οποία ωστόσο διαφέρει μεταξύ των χωρών. Ο αριθμός των διανυκτερεύσεων αλλοδαπών τουριστών σε τουριστικά καταλύματα το 2021 προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά στην Κροατία, την Κύπρο και την Ελλάδα, και κάπως λιγότερο στην Ισπανία (διάγραμμα 2 β). ( V ) Ταυτόχρονα, η ανάκαμψη της διεθνούς τουριστικής δραστηριότητας στην Πορτογαλία φαίνεται πιο υποτονική, αλλά το επίπεδο παραμένει ελαφρώς υψηλότερο από το προβλεπόμενο για την Ισπανία. Σημαντικές αυξήσεις στον διασυνοριακό τουρισμό προβλέπονται επίσης για τη Βουλγαρία, την Ιταλία, τη Ρουμανία και τη Σλοβενία, ενώ, για παράδειγμα, για την Αυστρία και τις Κάτω Χώρες, καθώς και για ορισμένα άλλα κράτη μέλη, αναμένονται μειώσεις, οι οποίες πιθανώς αντανακλούν τις διαφορετικές εποχιακές κατανομές των επισκέψεων ξένων τουριστών, καθώς και τις επιπτώσεις της εκτροπής των ταξιδιών κατά τη διάρκεια του 2020 και του 2021.

    2.3.    Ιδιωτικό χρέος και αγορές στεγαστικών ακινήτων

    2.3.1.Ιδιωτικό χρέος

    Οι δείκτες χρέους του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκαν σημαντικά με την κρίση λόγω της νόσου COVID-19, αλλά το 2021 προβλέπεται να επανέλθουν στην πτωτική τάση τους στις περισσότερες χώρες. Το 2020 ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε σε όλες τις χώρες της ΕΕ, εκτός από τη Δανία, την Ιρλανδία και τη Λιθουανία (διάγραμμα 2.3.1), διακόπτοντας την απομόχλευση που βρισκόταν σε εξέλιξη σε πολλές χώρες. Η αύξηση το 2020 οφειλόταν κυρίως στη μείωση του ΑΕΠ, αλλά παράλληλα αυξήθηκε η δανειοληψία στις περισσότερες χώρες, ιδίως για τις επιχειρήσεις. Οι πιστωτικές εγγυήσεις και οι αναστολές αποπληρωμής χρέους αποτέλεσαν σημαντικά μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση των ελλείψεων ρευστότητας κατά την έναρξη της κρίσης λόγω COVID-19, αλλά συνέβαλαν επίσης στην αύξηση του χρέους. Οι δείκτες χρέους του ιδιωτικού τομέα προς το ΑΕΠ υπερέβησαν το όριο του πίνακα αποτελεσμάτων (133 % του ΑΕΠ) σε 12 κράτη μέλη (Βέλγιο, Κύπρος, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Ισπανία και Σουηδία), έναντι 10 χωρών πριν από ένα έτος, όταν η Ισπανία και η Μάλτα ήταν κάτω από το όριο (διάγραμμα 2.3.1). Υπήρξαν σημαντικές αυξήσεις για άλλα κράτη μέλη που παρέμειναν κάτω από το όριο. Τα συνολικά αποθέματα ιδιωτικού χρέους φαίνονται υψηλά σε σύγκριση με τους δείκτες αναφοράς που λαμβάνουν υπόψη τα βασικά οικονομικά μεγέθη ανά χώρα και με τα κατώτατα όρια που λαμβάνουν υπόψη τις ανησυχίες σχετικά με την προληπτική εποπτεία. ( 18 ) Αυτό ισχύει για το Βέλγιο, την Κύπρο, τη Δανία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, τη Μάλτα, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Σουηδία.

    Συνολικά, η κρίση λόγω της νόσου COVID-19 έχει αυξήσει τους κινδύνους που συνδέονται με τα επίπεδα ιδιωτικού χρέους. Με την οικονομική ανάκαμψη, οι δείκτες ιδιωτικού χρέους προς το ΑΕΠ προβλέπεται να αρχίσουν να μειώνονται το 2021 σε ολόκληρη την ΕΕ (διάγραμμα 2.3.1). Ωστόσο, αναμένεται να παραμείνουν πάνω από τα επίπεδα του 2019 στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Καθώς καταργούνται σταδιακά τα κρατικά μέτρα στήριξης, ενδέχεται να υπονομευθεί η ικανότητα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους αποπληρωμής, ιδίως σε τομείς μεταξύ αυτών που επλήγησαν σοβαρότερα από την κρίση λόγω COVID-19 και όπου οι ισολογισμοί ήταν ήδη ασθενέστεροι πριν από την κρίση, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της ποιότητας του χρέους. Επιπλέον, τα αυξανόμενα επίπεδα χρέους των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών, των κυβερνήσεων και των τραπεζών οδήγησαν επίσης σε μεγαλύτερη διασύνδεση μεταξύ των τομέων, επιταχύνοντας ενδεχομένως τη μετάδοση κλυδωνισμών μεταξύ τομέων. Οι διαταραχές στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και οι τριβές λόγω της άνισης οικονομικής ανάκαμψης, σε ένα πλαίσιο επιταχυνόμενου ψηφιακού μετασχηματισμού, ενέχουν κινδύνους και προκαλούν διαρθρωτικές αλλαγές και δημιουργία μεγάλου αριθμού επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας.

    Γράφημα 2.3.1:Ιδιωτικό χρέος

    Πηγή: Eurostat, AMECO, φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής για το ιδιωτικό χρέος το 2021 (βλ. παράρτημα 1). Το χρέος περιλαμβάνει δάνεια (F4) και χρεόγραφα (F3).

    2.3.1.1.Χρέος μη χρηματοοικονομικών εταιρειών

    Το εταιρικό χρέος αυξήθηκε στις περισσότερες χώρες της ΕΕ το 2020, σε ορισμένες περιπτώσεις ραγδαία. Το 2020 ο δείκτης εταιρικού χρέους ως προς το ΑΕΠ αυξήθηκε σε 19 χώρες, κυρίως λόγω της απότομης πτώσης του ΑΕΠ. Ωστόσο, οι καθαρές πιστωτικές ροές των επιχειρήσεων συνέβαλαν επίσης στην αύξηση, υπό το πρίσμα των σημαντικών απωλειών εσόδων και των διαπιστωθεισών ελλείψεων ρευστότητας το 2020, στοιχείο που συνέβαλε επίσης στην έντονη αύξηση των εταιρικών καταθέσεων. Οι δείκτες χρέους των μη χρηματοοικονομικών εταιρειών (ΜΧΕ) ως προς το ΑΕΠ αυξήθηκαν ιδιαίτερα έντονα σε ορισμένες χώρες με ήδη υψηλά επίπεδα εταιρικού χρέους ή μεγάλους τουριστικούς τομείς που επλήγησαν σοβαρά από την ύφεση (διάγραμμα 2.3.3 α). Στις χώρες αυτές περιλαμβάνονται η Κύπρος, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Μάλτα, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Πολύ υψηλά επίπεδα εταιρικού χρέους εξακολουθούν επίσης να υπάρχουν στο Βέλγιο, την Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και τις Κάτω Χώρες, αν και οι ευπάθειες μετριάζονται εν μέρει από το σημαντικό μερίδιο των δανείων άμεσων ξένων επενδύσεων και του διασυνοριακού ενδοεταιρικού δανεισμού.

    Οι δείκτες χρέους των ΜΧΕ ως προς το ΑΕΠ παραμένουν υψηλοί σε πολλά κράτη μέλη και το 2020 οι δείκτες χρέους υπερέβησαν τα επίπεδα που δικαιολογούνται τόσο από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη όσο και από τα προληπτικά όρια σε 14 χώρες. Οι χώρες αυτές είναι το Βέλγιο, η Κύπρος, η Δανία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, η Μάλτα, οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Σουηδία και, πιο οριακά, η Αυστρία και η Ιταλία (διάγραμμα 2.3.2). Για τις περισσότερες χώρες, το χρέος των ΜΧΕ είναι χαμηλότερο από το προηγούμενο ανώτατο επίπεδό του, δεδομένης της σημαντικής απομόχλευσης που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, αλλά η πανδημία έχει αναιρέσει μέρος αυτής της προόδου. Για ορισμένες χώρες, όπως η Αυστρία, το Βέλγιο, η Δανία, η Γαλλία, η Φινλανδία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο, η Πολωνία, η Σλοβακία και η Σουηδία, το εταιρικό χρέος βρίσκεται στο υψηλότερο ή πολύ κοντά στο υψηλότερο επίπεδό του από τα μέσα της δεκαετίας του 1990.

    Στο μέλλον, η υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ θα μειώσει αυτόματα τον δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ το 2021 και στο εξής, ξεκινώντας όμως από υψηλότερα επίπεδα χρέους. Η έντονη ανάκαμψη του ΑΕΠ καθιστά πιθανή τη μείωση, το 2021, των δεικτών εταιρικού χρέους ως προς το ΑΕΠ —σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικά— σε όλες τις χώρες της ΕΕ, εκτός από την Ελλάδα, την Ουγγαρία και τη Σουηδία (διάγραμμα 2.3.3 β). Οι πιστωτικές ροές αναμένεται να υπερβούν τα προ της πανδημίας επίπεδά τους σε περισσότερα από τα μισά κράτη μέλη. Η υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ θα μειώσει αυτόματα τον δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ το 2021 και στο εξής. Τα έκτακτα μέτρα που θεσπίστηκαν το 2020 θα καταργηθούν σταδιακά και θα οδηγήσουν σε αυξημένες αποπληρωμές χρέους. Επιπλέον, οι ΜΧΕ μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα σημαντικά αποθέματα ρευστότητας που δημιούργησαν το 2020, καθώς μειώνεται η αβεβαιότητα και ως εναλλακτική λύση στη νέα δανειοληψία, κάτι που μπορεί επίσης να συμβάλει στην απομόχλευση.

    Γράφημα 2.3.2:Χρέος μη χρηματοοικονομικών εταιρειών

    Σημειώσεις: Οι αριθμοί κάτω από τις συντομογραφίες των χωρών δείχνουν το έτος κατά το οποίο κορυφώθηκε ο δείκτης χρέους, βάσει στοιχείων για την περίοδο 1997-2020. Οι χώρες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά του δείκτη χρέους των ΜΧΕ ως προς το ΑΕΠ το 2020.

    Πηγή: Eurostat, AMECO, φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής για το χρέος των ΜΧΕ το 2021 (βλ. παράρτημα 1). Το χρέος περιλαμβάνει δάνεια (F4) και χρεόγραφα (F3).

    Γράφημα 2.3.3:Ανάλυση της μεταβολής στον δείκτη χρέους των ΜΧΕ ως προς το ΑΕΠ το 2020 και το 2021

    Σημειώσεις: Οι καθαρές πιστωτικές ροές (συναλλαγές χρέους) αντιστοιχούν σε συναλλαγές επί δανείων (F4) και χρεογράφων (F3) από τους τομεακούς λογαριασμούς χρηματοοικονομικών συναλλαγών της Eurostat. Το 2020 η συμβολή των καθαρών πιστωτικών ροών για το Λουξεμβούργο ανήλθε σε 40,1 εκατοστιαίες μονάδες.

    Πηγή: Εκτιμήσεις της AMECO, της Eurostat και των υπηρεσιών της Επιτροπής και υπολογισμοί που βασίζονται σε μηνιαία στοιχεία της ΕΚΤ από τη βάση δεδομένων BSI σχετικά με τα δάνεια και τις συναλλαγές (ροές) χρεογράφων των ΝΧΙ με τον ιδιωτικό τομέα, φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    Συνολικά, οι πιστωτικές ροές προς ΜΧΕ από την έναρξη της κρίσης λόγω COVID-19 είχαν διακριτά χαρακτηριστικά που αντικατοπτρίζουν τις διάφορες φάσεις της πανδημίας (διάγραμμα 2.3.3 β). ( 19 ) Το 2020 τα τραπεζικά δάνεια προς ΜΧΕ αυξήθηκαν σε πάνω από τα δύο τρίτα των κρατών μελών, μεταξύ άλλων σε ορισμένα κράτη μέλη με υψηλό χρέος ΜΧΕ, όπως η Δανία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, η Μάλτα, οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Σουηδία. Αυτό συνέβη σε ένα πλαίσιο όπου οι κρατικές πιστωτικές εγγυήσεις συνέβαλαν στη διατήρηση των πιστωτικών ροών και οι αναστολές αποπληρωμών χρέους διατήρησαν τα ονομαστικά χρέη υψηλότερα απ’ ό,τι θα ήταν. Ωστόσο, η πιστωτική επέκταση προς τις ΜΧΕ επιβραδύνθηκε σαφώς σε ορισμένα μεγάλα κράτη μέλη πιο πρόσφατα, σημειώνοντας ρυθμούς αύξησης κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα στις περισσότερες περιπτώσεις στις αρχές του 2021, σε αντίθεση με την εικόνα αύξησης στα μικρότερα κράτη μέλη (διάγραμμα 2.3.4 β). Στον βαθμό που η ζήτηση για πιστώσεις από ΜΧΕ μειώνεται λόγω της χρήσης συσσωρευμένων αποθεμάτων ρευστότητας από τις εταιρείες, οι πιστωτικές ροές ενδέχεται να ανακάμψουν σε εύθετο χρόνο. Ωστόσο, η συνολική μείωση των πιστώσεων θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει ένδειξη υποτονικής ζήτησης ή προσφοράς πιστώσεων, κάτι που θα μπορούσε να υποδηλώνει χαμηλή επενδυτική δραστηριότητα στο μέλλον.

    Οι πιστωτικές εγγυήσεις και οι αναστολές αποπληρωμής χρέους βοήθησαν τις ΜΧΕ να ξεπεράσουν την πανδημία, αλλά ενδέχεται να προκύψουν ακόμη μεγαλύτερες δυσκολίες αποπληρωμής του χρέους στο μέλλον. Οι πιστωτικές εγγυήσεις και οι αναστολές αποπληρωμής χρέους αποτέλεσαν σημαντικά μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση των ελλείψεων ρευστότητας κατά την έναρξη της κρίσης λόγω COVID-19, αλλά συνέβαλαν επίσης στην αύξηση του χρέους. Σε ορισμένες περιπτώσεις, οι μη βιώσιμες και τεχνικά αφερέγγυες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να παραμείνουν στην αγορά, να αναβάλουν τις υποχρεώσεις πληρωμής τους και να καθυστερήσουν τις εκκαθαρίσεις που θα είχαν πραγματοποιηθεί σε διαφορετική περίπτωση. Η παράταση της αποπληρωμής του χρέους των ΜΧΕ μέσω αναστολών αποπληρωμής σε ολόκληρη την ΕΕ, είτε ως κρατικό μέτρο είτε ως εκούσια πρωτοβουλία των δανειστών, σήμαινε αυτόματη αύξηση του αποθέματος χρέους. Η σταδιακή κατάργηση των αναστολών αποπληρωμής κατά τη διάρκεια του 2021 μπορεί να αποκαλύψει δυσκολίες αποπληρωμής χρέους σε τμήματα του εταιρικού τομέα. Η κρίση λόγω της νόσου COVID-19 δεν έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής σε αύξηση των πτωχεύσεων επιχειρήσεων, αλλά αυτές μπορεί να κάνουν την εμφάνισή τους καθώς επανέρχεται η κανονικότητα, με αποτέλεσμα δυνητικούς κινδύνους για τον χρηματοπιστωτικό τομέα.

    Γράφημα 2.3.4:Ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα εταιρειών και ροές τραπεζικών δανείων προς μη χρηματοοικονομικές εταιρείες

     

    1) Ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα σε χρηματοοικονομικές και μη χρηματοοικονομικές εταιρείες, σε εθνικό νόμισμα. Δεν διατίθενται στοιχεία για το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα για τη Βουλγαρία, την Κροατία και τη Μάλτα. Οι ροές τραπεζικών δανείων της ΕΕ αφορούν κυλιόμενο άθροισμα 12 μηνών, σε δισ. EUR.

    Πηγή: AMECO και ΕΚΤ, βάση δεδομένων BSI.

    Τα υψηλά επίπεδα εταιρικού χρέους και η χαμηλή κερδοφορία σε ορισμένους τομείς θα μπορούσαν να έχουν επίπτωση στις προοπτικές των επενδύσεων και της αποπληρωμής του χρέους. Το 2020 η κερδοφορία των επιχειρήσεων επιδεινώθηκε στα περισσότερα κράτη μέλη (διάγραμμα 2.3.4 α). Μολονότι η κερδοφορία των επιχειρήσεων αυξήθηκε τους πρώτους μήνες του 2021 σε όλα σχεδόν τα κράτη μέλη, εξακολουθούν να υπάρχουν ευπάθειες στους τομείς των υπηρεσιών που είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στην πανδημία. Η σταθερή δυναμική του πληθωρισμού θα μπορούσε επίσης να οδηγήσει σε συμπίεση των περιθωρίων κέρδους και σε δυσκολίες αποπληρωμής του χρέους για ορισμένες επιχειρήσεις αν το κόστος αυξηθεί περισσότερο από τα έσοδα, ενώ οι πρόσφατες εξελίξεις στις τιμές της ενέργειας αποτελούν παράγοντα κινδύνου. Οι επενδύσεις σε εξοπλισμό μειώθηκαν από το τέλος του 2019 σε όλα τα κράτη μέλη εκτός από την Κύπρο. Η μείωση ήταν έντονη σε ορισμένες χώρες με μεγάλα εταιρικά χρέη, μεταξύ των οποίων η Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο, οι Κάτω Χώρες και το Βέλγιο, καθώς και σε ορισμένες χώρες με μεγάλους τουριστικούς τομείς, όπως η Ιταλία, η Μάλτα, η Πορτογαλία και η Ισπανία. Τα υψηλά επίπεδα εταιρικού χρέους αποτελούν παράγοντα κινδύνου για τις ιδιωτικές επενδύσεις στο μέλλον, ιδίως δεδομένων των πρόσθετων αναγκών στήριξης του πράσινου και του ψηφιακού μετασχηματισμού. Καθώς προχωρά η ανάκαμψη, προκύπτουν ενδείξεις ότι ενδέχεται να συντελούνται διαρθρωτικές αλλαγές, σε ένα πλαίσιο αυξημένων διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού. Αυτές τεκμηριώνονται από τον συνδυασμό της στενότητας και υποτονικότητας της αγοράς εργασίας και των συνεχιζόμενων αναντιστοιχιών δεξιοτήτων.

    2.3.1.2.Χρέος νοικοκυριών

    Το χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε με την πανδημία σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ. Τα νοικοκυριά στις περισσότερες χώρες της ΕΕ είχαν προβεί σε απομόχλευση την περίοδο πριν από την πανδημία, αλλά εξακολουθούσαν να εμφανίζουν υψηλά επίπεδα χρέους (διάγραμμα 2.3.5). Η πανδημία διέκοψε την απομόχλευση των νοικοκυριών ή αύξησε περαιτέρω το χρέος των νοικοκυριών σε χώρες που βρίσκονταν ήδη σε τροχιά αυξανόμενου χρέους (διάγραμμα 2.3.6). Η αύξηση του δείκτη χρέους των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ το 2020 οφειλόταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, στη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ (διάγραμμα 2.3.7). Ο αντίκτυπος αυτός θα αντιστραφεί τουλάχιστον εν μέρει το 2021, καθώς οι οικονομίες αρχίζουν να ανακάμπτουν. Σε ορισμένες χώρες, η δυναμική πιστωτική επέκταση, ιδίως το ενυπόθηκο χρέος, είναι πιθανό να συμβάλει σε μια πιο διαρκή αύξηση των δεικτών χρέους ενόψει της έντονης δραστηριότητας στην αγορά ακινήτων και της επιτάχυνσης της αύξησης των τιμών των κατοικιών (διάγραμμα 2.3.7 β). Συνολικά, ορισμένες χώρες, ιδίως εκείνες των οποίων οι δείκτες χρέους των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ υπερέβαιναν τους ειδικούς ανά χώρα δείκτες αναφοράς πριν από την πανδημία, θα εξακολουθήσουν να εμφανίζουν υψηλό χρέος των νοικοκυριών.

    Το 2020 τα επίπεδα του χρέους των νοικοκυριών σε οκτώ χώρες υπερέβαιναν τα αναμενόμενα βάσει των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών και των προληπτικών ορίων. Όπως και το 2019, οι χώρες αυτές είναι η Δανία, η Φινλανδία, η Γαλλία, η Ελλάδα, οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Σουηδία (διάγραμμα 2.3.5). Το χρέος των νοικοκυριών εξακολουθεί να υπερβαίνει τα προληπτικά επίπεδα στο Βέλγιο και την Κύπρο, παρά το γεγονός ότι προσεγγίζει τις τιμές που δικαιολογούνται από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη, ενώ το χρέος των νοικοκυριών υπερβαίνει σημαντικά τους δείκτες αναφοράς βάσει θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών στην Κροατία και τη Σλοβακία, παρά το γεγονός ότι εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο από τα προληπτικά επίπεδα. Σε ορισμένες χώρες, ο δείκτης χρέους είναι σημαντικά υψηλότερος όταν υπολογίζεται ως ποσοστό του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Αυτό συμβαίνει στην Ιρλανδία, το Λουξεμβούργο και τη Μάλτα, όπου το χρέος των νοικοκυριών εκτιμάται ότι θα υπερβεί το 100 % του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. ( 20 )

    Γράφημα 2.3.5:Χρέος νοικοκυριών

    Σημείωση: Οι αριθμοί κάτω από τις συντομογραφίες των χωρών δείχνουν το έτος κατά το οποίο κορυφώθηκε ο δείκτης χρέους, βάσει στοιχείων για την περίοδο 1997-2020. Οι χώρες παρατίθενται κατά φθίνουσα σειρά του δείκτη χρέους των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ το 2020.

    Πηγή: Eurostat, AMECO, φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής για το χρέος των νοικοκυριών το 2021 (βλ. παράρτημα 1). Το χρέος περιλαμβάνει δάνεια (F4) και χρεόγραφα (F3).

    Γράφημα 2.3.6:Εξέλιξη των δεικτών χρέους των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ σε ολόκληρη την ΕΕ

     

    Επιλέχθηκαν μόνο χώρες με εξελίξεις που αποκλίνουν σημαντικά από εκείνες της ΕΕ

    Πηγή: Eurostat και εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής

    Οι καθαρές πιστωτικές ροές των νοικοκυριών επηρεάστηκαν λιγότερο από την πανδημία απ’ ό, τι εκείνες των επιχειρήσεων. Το 2020 οι αναστολές αποπληρωμής χρέους και οι μειωμένες αποπληρωμές συνέβαλαν στη διατήρηση των καθαρών πιστωτικών ροών προς τα νοικοκυριά, με κάποιες διακυμάνσεις μεταξύ των κρατών μελών. Στο Λουξεμβούργο και τη Σουηδία, χώρες με σχετικά υψηλό χρέος των νοικοκυριών (στο Λουξεμβούργο, σε σχέση με το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών), οι καθαρές πιστωτικές ροές προς τα νοικοκυριά το 2020 ανήλθαν σε περίπου 4 έως 5 % του ΑΕΠ. Σε άλλες χώρες με σχετικά υψηλό χρέος των νοικοκυριών, μεταξύ των οποίων το Βέλγιο, η Φινλανδία και η Γαλλία, οι καθαρές ροές ήταν πιο συγκρατημένες και κυμάνθηκαν μεταξύ 2 % και 3 % του ΑΕΠ. Το ίδιο συνέβη στη Σλοβακία, όπου το χρέος των νοικοκυριών παραμένει κάτω από τον δείκτη αναφοράς προληπτικής εποπτείας, αλλά αυξάνεται επί σειρά ετών πάνω από το επίπεδο που δικαιολογείται βάσει των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών, και στη Μάλτα, όπου το χρέος των νοικοκυριών αυξάνεται επίσης και προσεγγίζει τον δείκτη αναφοράς προληπτικής εποπτείας.

    Συνολικά, η τραπεζική δανειοδότηση προς τα νοικοκυριά επανήλθε στην προηγούμενη τάση της μετά τους έντονες μήνες της πανδημίας. Η πανδημία σηματοδότησε μια προσωρινή μείωση της καθαρής ροής των τραπεζικών δανείων (διάγραμμα 2.3.8 α). Αυτό ήταν πιο αισθητό στη Γαλλία και την Ισπανία (μεταξύ των μεγάλων χωρών της ζώνης του ευρώ) και αντιστοιχούσε συνολικά σε μείωση της καθαρής ροής των καταναλωτικών δανείων (διάγραμμα 2.3.8 β). Οι τάσεις αυτές μπορεί να συνδέονται με τους περιορισμούς στην κινητικότητα που παρεμπόδισαν τις ευκαιρίες κατανάλωσης. Αντίθετα, τα ενυπόθηκα δάνεια παρέμειναν σχετικά σταθερά προτού επιταχυνθούν προς το τέλος του 2020.

    Η δανειοληψία των νοικοκυριών απέκτησε μεγαλύτερη δυναμική το 2021. Οι καθαρές πιστωτικές ροές προς τα νοικοκυριά αναμένεται να είναι σημαντικότερες σε ορισμένες χώρες κατά το τρέχον έτος. Οι προβλέψεις για μεταβολές στο χρέος και στις καθαρές πιστωτικές ροές με βάση τα μηνιαία στοιχεία της ΕΚΤ όσον αφορά την τραπεζική δανειοδότηση (βλ. παράρτημα 1) δείχνουν ανάκαμψη των συναλλαγών στις περισσότερες χώρες. Οι σημαντικότερες αυξήσεις εντοπίζονται στο Λουξεμβούργο, τη Μάλτα και τη Σουηδία, με αυξήσεις άνω του 4 % του ΑΕΠ, και ακολουθούν το Βέλγιο, η Γαλλία και η Σλοβακία (διάγραμμα 2.3.7 β). Στη Φινλανδία, μεταξύ των χωρών με υψηλότερο χρέος των νοικοκυριών, οι πιστωτικές ροές προς τα νοικοκυριά αναμένεται να παραμείνουν κοντά στο 2 % του ΑΕΠ το 2021.

    Παρότι τα νοικοκυριά έχουν αυξήσει τις αποταμιεύσεις τους, θα μπορούσαν να υπάρξουν κίνδυνοι όσον αφορά την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους τους. Το ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών αυξήθηκε το 2020, λόγω της αναγκαστικής αποταμίευσης κατά τη διάρκεια του περιορισμού της κυκλοφορίας ή για προληπτικούς λόγους. Το 2021 το συνολικό ποσοστό αποταμίευσης των νοικοκυριών προβλέπεται επίσης να υπερβεί τα επίπεδα του 2019. Τα ποσοστά αποταμίευσης των νοικοκυριών παραμένουν σχετικά χαμηλά στην Κύπρο και την Ελλάδα. Η Δανία έχει επίσης σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό αποταμίευσης σε σχέση με άλλες χώρες με υψηλό χρέος όσον αφορά το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών (διάγραμμα 2.3.9 α). Κατά τη διάρκεια του 2020 και στις αρχές του 2021 τα νοικοκυριά συσσώρευσαν χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, ιδίως καταθέσεις, με αποτέλεσμα την ενίσχυση των χρηματοοικονομικών θέσεων. Οι κίνδυνοι αποπληρωμής του χρέους που συνδέονται με την αύξηση της ανεργίας που θα επηρέαζε αρνητικά το εισόδημα των νοικοκυριών παραμένουν περιορισμένοι (διάγραμμα 2.3.9 β). Ωστόσο, παρότι τα νοικοκυριά επιβαρύνονται επί του παρόντος με πολύ χαμηλούς τόκους, μια αλλαγή στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους τους, ιδίως όταν κυριαρχούν οι συμβάσεις μεταβλητού επιτοκίου. ( 21 )

    Γράφημα 2.3.7:Ανάλυση της μεταβολής στον δείκτη χρέους των νοικοκυριών ως προς το ΑΕΠ το 2020 και το 2021

     

    Πηγή: Eurostat. Οι καθαρές πιστωτικές ροές (συναλλαγές χρέους) αντιστοιχούν σε συναλλαγές επί δανείων (F4) και χρεογράφων (F3) από τους τομεακούς λογαριασμούς χρηματοοικονομικών συναλλαγών της Eurostat. Άλλες πηγές είναι εκτιμήσεις της AMECO και των υπηρεσιών της Επιτροπής και υπολογισμοί που βασίζονται σε μηνιαία στοιχεία της ΕΚΤ από τη βάση δεδομένων BSI σχετικά με τα δάνεια και τις συναλλαγές (ροές) χρεογράφων των ΝΧΙ με τον ιδιωτικό τομέα.

    Γράφημα 2.3.8:Ροή τραπεζικών δανείων της ζώνης του ευρώ προς νοικοκυριά

    Σημείωση: Διάγραμμα A: κυλιόμενο άθροισμα 12 μηνών και διάγραμμα β: κυλιόμενο άθροισμα 4 τριμήνων

    Πηγή: ΕΚΤ

    Γράφημα 2.3.9:Χρέος των νοικοκυριών, αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και κίνδυνοι ανεργίας

    Πηγή: Eurostat και AMECO. Για τη Μάλτα το ΑΔΕ υπολογίστηκε με βάση τον δείκτη του ΑΕΕ των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ, που υπολογίστηκε με βάση τα στοιχεία για το πραγματικό κατά κεφαλή ΑΔΕ, τα οποία είναι διαθέσιμα στη Eurostat (B6G_R_HAB). Για τη Βουλγαρία και την Κροατία, το ΑΔΕ των νοικοκυριών υπολογίστηκε επίσης με βάση το ΑΔΕ του 2020 και τον τελευταίο διαθέσιμο δείκτη του ΑΔΕ των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ, καθώς ούτε για αυτές τις χώρες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το ΑΔΕ το 2020.

    2.3.2.Στέγαση

    Το 2020 δέκα κράτη μέλη κατέγραψαν αυξήσεις των πραγματικών τιμών των κατοικιών πάνω από το όριο του 6 % του πίνακα αποτελεσμάτων. Πρόκειται για την Αυστρία, την Κροατία, την Εσθονία, τη Γερμανία, τη Λιθουανία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, την Πολωνία, την Πορτογαλία και τη Σλοβακία (διάγραμμα 2.3.10 β), δύο χώρες περισσότερες σε σχέση με πριν από ένα έτος. Στις περιπτώσεις της Κροατίας, του Λουξεμβούργου, της Πολωνίας και της Σλοβακίας, αυτό είναι το δεύτερο συνεχόμενο έτος με αυξήσεις των τιμών των κατοικιών πάνω από το εν λόγω όριο, ενώ η Πορτογαλία κατέγραψε αυξήσεις άνω του 6 % ετησίως από το 2016.

    Το 2021 οι τιμές των κατοικιών συνέχισαν να αυξάνονται έντονα στα περισσότερα κράτη μέλη. Η αύξηση των πραγματικών τιμών των κατοικιών επιταχύνθηκε περαιτέρω το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, με 14 χώρες της ΕΕ να εμφανίζουν ετήσιες αυξήσεις των πραγματικών τιμών των κατοικιών άνω του 6 % (διάγραμμα 2.3.10 β). Στην Τσεχία, τη Δανία, την Εσθονία, τη Λετονία και το Λουξεμβούργο, η ετήσια πραγματική αύξηση υπερέβη το 10 %. Τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2021 οι πραγματικές τιμές των κατοικιών μειώθηκαν στην Κύπρο και, σε μικρότερο βαθμό, στη Ρουμανία, και παρέμειναν ουσιαστικά σταθερές στις περιπτώσεις της Ιρλανδίας και της Ιταλίας.

    Η αύξηση των τιμών των κατοικιών οφείλεται σε διάφορους παράγοντες που τροφοδοτούν τη ζήτηση και περιορίζουν την προσφορά. Πριν από την πανδημία υπήρχαν περιορισμοί της προσφοράς και, παρότι επιδεινώθηκαν προσωρινά λόγω των περιορισμών της κυκλοφορίας, μπορεί να αναμένεται ότι θα συνεχιστούν τα επόμενα έτη. Η πανδημία μπορεί να έχει οδηγήσει σε ορισμένες διαρθρωτικές αλλαγές στη ζήτηση στέγασης, καθώς η στροφή προς την τηλεργασία μπορεί να μεταβάλει τις γεωγραφικές προτιμήσεις. Σε ορισμένες τοποθεσίες αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι η ζήτηση υπερβαίνει την προσφορά. Οι χρηματοοικονομικές συνθήκες υπήρξαν ευνοϊκές και, συνολικά, είναι πιθανό να συνεχίσουν να στηρίζουν την αυξημένη ζήτηση κατοικιών. Καθώς τα εισοδήματα των νοικοκυριών αυξάνονται με την ανάκαμψη, φαίνεται πιθανή η περαιτέρω αύξηση των τιμών των κατοικιών.

    Οι πρόσφατες αυξήσεις των τιμών των κατοικιών ενισχύουν τη σταθερή ανοδική τάση των τιμών των κατοικιών που παρατηρείται από το 2013 σε ολόκληρη την ΕΕ. Οι πραγματικές τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν σε όλα τα κράτη μέλη, με εξαίρεση την Ιταλία. Οι μεγαλύτερες αυξήσεις, κατά φθίνουσα σειρά, παρατηρήθηκαν στην Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Τσεχία, την Εσθονία και τη Λιθουανία (διάγραμμα 2.3.10 α). Το 2020 η μόνη χώρα της ΕΕ στην οποία δεν συνεχίστηκε αυτή η αυξητική τάση ήταν η Ιρλανδία, η οποία παρουσίασε σταθερές εν γένει τιμές το 2019 και το 2020.

    Γράφημα 2.3.10:Μεταβολές των πραγματικών τιμών των κατοικιών

    Σημείωση: Τα στοιχεία για την Ελλάδα αφορούν το 1ο τρίμηνο του 2021 αντί του 2ου τριμήνου

    Πηγή: Eurostat και υπολογισμοί των υπηρεσιών της Επιτροπής

    Οι τιμές των κατοικιών φαίνεται να είναι υπερβολικές στις περισσότερες χώρες της ΕΕ. Από τη σύγκριση των δεικτών τιμών των κατοικιών με δείκτες αναφοράς που λαμβάνουν υπόψη τον αντίκτυπο των βασικών παραγόντων διαμόρφωσης των τιμών, όπως το εισόδημα και τα δημογραφικά στοιχεία, προκύπτουν εκτεταμένες αποδείξεις υπερτίμησης. ( 22 ) Αυτό ισχύει ιδίως για την Αυστρία, το Βέλγιο, την Τσεχία, τη Δανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ουγγαρία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία και τη Σουηδία, που παρουσιάζουν στο σύνολό τους σημαντικές αποκλίσεις (διάγραμμα 2.3.11 α). Τα μέτρα οικονομικής προσιτότητας —με βάση τον αριθμό των ετών μέσου εισοδήματος που απαιτούνται για την αγορά κατοικίας 100 τετραγωνικών μέτρων ( 23 )— δείχνουν έντονη υπερτίμηση στη Μάλτα, την Ιρλανδία και την Κροατία, ενώ χρειάζονται περισσότερα από δέκα έτη εισοδήματος για την αγορά κατοικίας 100 τ.μ. σε έντεκα άλλα κράτη μέλη. Πρόκειται για την Αυστρία, την Κύπρο, την Εσθονία, τη Γαλλία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, τις Κάτω Χώρες, την Πολωνία, την Πορτογαλία, την Ισπανία και τη Σουηδία (διάγραμμα 2.3.11 β).

    Σε ορισμένες περιπτώσεις, ενδείξεις πιθανής υπερτίμησης των τιμών των κατοικιών συνδυάζονται με το υψηλό χρέος των νοικοκυριών ή την επιτάχυνση της αύξησης των ενυπόθηκων δανείων. Το Λουξεμβούργο συνδυάζει υψηλές και έντονα αυξανόμενες τιμές κατοικιών με πολύ υψηλά επίπεδα χρέους των νοικοκυριών. Η Αυστρία, το Βέλγιο, η Δανία, η Γαλλία, η Γερμανία, οι Κάτω Χώρες, η Πορτογαλία και η Σουηδία παρουσιάζουν ενδείξεις δυνητικά υπερβολικών τιμών των κατοικιών με σημαντικό —στην περίπτωση της Δανίας πολύ υψηλό— χρέος των νοικοκυριών. Στην περίπτωση της Σλοβακίας, υπάρχουν ενδείξεις δυνητικά υπερβολικών τιμών των κατοικιών παράλληλα με τη μεγαλύτερη αύξηση του χρέους των νοικοκυριών που έχει σημειωθεί τα τελευταία χρόνια, αν και ξεκίνησαν από χαμηλό επίπεδο. 

    Οι κίνδυνοι σημαντικής καθοδικής προσαρμογής των τιμών των κατοικιών μετριάζονται από την ύπαρξη περιορισμών από την πλευρά της προσφοράς, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες για την οικονομία. Σε πολλά κράτη μέλη έχουν τεθεί σε εφαρμογή μακροπροληπτικά μέτρα τα οποία έχουν συμβάλει στη μείωση των κινδύνων για τη συνολική χρηματοπιστωτική σταθερότητα που σχετίζονται με την αγορά στέγης. ( 24 ) Η λιγότερο δυναμική προσφορά κατοικιών συνέβαλε στην αύξηση των τιμών· ωστόσο, οι χαμηλότερες κατασκευές μειώνουν επίσης τον άμεσο οικονομικό αντίκτυπο της διόρθωσης των τιμών των κατοικιών.

    Γράφημα 2.3.11:Τιμές κατοικιών, μετρήσεις αποτίμησης, χρέος νοικοκυριών και υπερβολική επιβάρυνση λόγω κόστους στέγασης

    Σημειώσεις: Το μέγεθος των κύκλων στο αριστερό διάγραμμα αντιστοιχεί στο χρέος των νοικοκυριών σε % του ΑΕΠ το 2020. Βλ. υποσημείωση 22 για πληροφορίες σχετικά με τα κενά αποτίμησης. Το ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης λόγω κόστους στέγασης είναι το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριά των οποίων το συνολικό κόστος στέγασης (αφού αφαιρεθούν τα επιδόματα στέγασης) αντιπροσωπεύει πάνω από το 40 % του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος (αφού αφαιρεθούν τα επιδόματα στέγασης).

    Πηγή: Eurostat και υπολογισμοί των υπηρεσιών της Επιτροπής

    Η οικονομική προσιτότητα της στέγασης έχει επιδεινωθεί. Καθώς οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται ταχύτερα απ’ ό,τι τα εισοδήματα των νοικοκυριών, η οικονομική προσιτότητα της στέγασης έχει επιδεινωθεί. Οι αυξήσεις των τιμών των κατοικιών δεν αποτυπώνονται σε επιτάχυνση της αύξησης του χρέους των νοικοκυριών, συνολικά, αλλά αυτό θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον, καθώς οι αγορές κατοικίας καθίστανται ακριβότερες. Το 2020 η αύξηση των τιμών των κατοικιών υπερέβη την αύξηση του εισοδήματος σε όλες τις χώρες της ΕΕ, εκτός από τη Λετονία, την Κύπρο και την Ιρλανδία. Στο Λουξεμβούργο, τη Γερμανία, τη Δανία και τη Βουλγαρία, πάνω από το 10 % του πληθυσμού δαπανά τουλάχιστον το 40 % του διαθέσιμου εισοδήματός του για δαπάνες στέγασης· στην Ελλάδα αυτό ισχύει για περισσότερο από το 36 % του πληθυσμού (διάγραμμα 2.3.11 β). Εκτός από τις προφανείς κοινωνικές επιπτώσεις, αυτό μπορεί επίσης να έχει σημαντικές μακροοικονομικές επιπτώσεις, κυρίως μέσω κακής κατανομής των πόρων. Οι υψηλές τιμές των κατοικιών μπορεί να οδηγήσουν σε μείωση της συνολικής ιδιωτικής κατανάλωσης και σε αύξηση του καθαρού εξωτερικού εμπορικού ισοζυγίου εάν η τάση κατανάλωσης των αγοραστών κατοικιών είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο. Όταν συνοδεύεται από δανειοληψία, μπορεί να οδηγήσει σε εκτροπή πιστώσεων από επενδύσεις που ενισχύουν την παραγωγικότητα. Τέλος, η έλλειψη οικονομικά προσιτής στέγασης μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την κινητικότητα του εργατικού δυναμικού και, κατ’ επέκταση, την ανταγωνιστικότητα.

    Η αγορά εμπορικών ακινήτων (CRE) επηρεάστηκε σημαντικά από τον κλυδωνισμό λόγω της νόσου COVID-19 εν μέσω μεγάλης πτώσης των συναλλαγών και των διορθώσεων τιμών. Τα εμπορικά ακίνητα έχουν αποσυνδεθεί από τις εξελίξεις στον τομέα των οικιστικών ακινήτων από την έξαρση της νόσου COVID-19. Οι συναλλαγές σε εμπορικά ακίνητα μειώθηκαν σημαντικά και το τμήμα λιανικών πωλήσεων υπέστη σημαντική διόρθωση των τιμών. Παρότι τα ελλιπή στοιχεία για τα εμπορικά ακίνητα δεν επιτρέπουν την αξιόπιστη αξιολόγηση των κινδύνων και των ευπαθειών, έρευνες για τους επενδυτές δείχνουν ότι το κλίμα της αγοράς εξακολουθεί να επιδεινώνεται. ( 25 ) Αυτό μπορεί να συνιστά κίνδυνο για ορισμένες τράπεζες, καθώς τα εμπορικά ακίνητα χρησιμοποιούνται συνήθως ως εξασφάλιση για δάνεια προς ΜΧΕ, αλλά ιδίως για τις εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία που είναι οι κύριοι άμεσοι κάτοχοι εμπορικών ακινήτων.

    2.4.    Δημόσιος τομέας

    Η κρίση λόγω της νόσου COVID-19 και τα μέτρα που έλαβαν οι κυβερνήσεις για να την μετριάσουν είχαν σημαντικό αντίκτυπο στο δημόσιο χρέος, το οποίο αυξήθηκε σε όλα τα κράτη μέλη το 2020. Το 2020, το δημόσιο χρέος υπερέβη το όριο του πίνακα αποτελεσμάτων (60 % του ΑΕΠ) στην περίπτωση 13 κρατών μελών (Αυστρία, Βέλγιο, Κροατία, Κύπρος, Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιταλία, Πορτογαλία, Σλοβενία και Ισπανία), δηλαδή σε δύο περισσότερα σε σύγκριση με το 2019, όταν η Φινλανδία και η Γερμανία ήταν κάτω από το όριο. Ενώ τα —ως επί το πλείστον προσωρινά— μέτρα που θεσπίστηκαν το 2020 είχαν άμεσο ανοδικό αντίκτυπο στο χρέος, προσθέτοντας στην ονομαστική του αξία, μείωσαν τον αντίκτυπο της ύφεσης που προκλήθηκε από την πανδημία σε άλλους τομείς της οικονομίας.

    Η αύξηση του δημόσιου χρέους το 2020 ήταν πιο έντονη σε χώρες που επλήγησαν σοβαρά από τον κλυδωνισμό που προκάλεσε η πανδημία COVID-19. Η αύξηση το 2020 υπερέβη τις 20 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ στην περίπτωση της Κύπρου, της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Ισπανίας. Έως το 2022, οι μεγαλύτερες αυξήσεις του ΑΕΠ σε σχέση με τα επίπεδα του 2019 προβλέπεται να σημειωθούν στο Βέλγιο, την Ελλάδα, την Ισπανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και τη Μάλτα. Από αυτές, το Βέλγιο, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία εισήλθαν στην εποχή της πανδημίας με υψηλά επίπεδα χρέους, τα οποία προβλέπεται να σταθεροποιηθούν έως το 2022.

    Η αύξηση του δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ μεταξύ 2019 και 2020 ήταν αποτέλεσμα της αύξησης του ονομαστικού χρέους και της απότομης πτώσης του ΑΕΠ. Στις περισσότερες χώρες, η μεγαλύτερη συμβολή προήλθε από την αύξηση του ονομαστικού χρέους, η οποία περιλαμβάνει τον αντίκτυπο των μέτρων πολιτικής που θεσπίστηκαν για τη στήριξη των άλλων τομέων της οικονομίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ιταλίας, ωστόσο, πάνω από το ήμισυ της αύξησης του δείκτη χρέους προήλθε από την επίδραση του παρονομαστή, η οποία είναι σημαντικότερη για υψηλότερα αρχικά επίπεδα χρέους και όταν η ύφεση ήταν εντονότερη (διάγραμμα 2.4.1).

    Γράφημα 2.4.1:Ανάλυση των μεταβολών των δεικτών δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ

    Πηγή: AMECO, φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    Οι προοπτικές για το 2021 και το 2022 προβλέπουν γενική σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους, παρότι σε ορισμένες περιπτώσεις πρόκειται να αυξηθεί περαιτέρω. Έως το τέλος του 2022, περίπου στα μισά κράτη μέλη ο δείκτης δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να υπερβεί τα επίπεδα του 2020 (διάγραμμα 2.4.1 β). Σε αρκετές χώρες, το δημόσιο χρέος προβλέπεται να αυξηθεί περαιτέρω το 2021, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά δημοσιονομικά ελλείμματα (γραφήματα 2.4.2 και 2.4.3 β), ενώ η Μάλτα και η Σλοβακία αναμένεται να υπερβούν το 60 % του ΑΕΠ. Το 2022, ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ αναμένεται να ακολουθήσει πτωτική πορεία στις περισσότερες χώρες, παρότι, εφόσον δεν υπάρξει αλλαγή πολιτικής, προβλέπεται να αυξηθεί στο Βέλγιο, την Τσεχία, την Εσθονία, τη Λετονία, τη Μάλτα και τη Ρουμανία.

    Οι όροι κρατικής χρηματοδότησης υπήρξαν ευνοϊκοί. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων παρέμειναν σταθερές ή παρουσίασαν ακόμη και ελαφρά πτωτική πορεία το 2020, έπειτα από μια ήπια αύξηση της έξαρσης της πανδημίας. Το 2021 αυξήθηκαν ελαφρά, καταγράφοντας παράλληλα συγκλίνουσα πορεία, ιδίως μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων στην Πολωνία, την Τσεχία και την Ουγγαρία σημείωσαν σχετική αύξηση, ενώ στην περίπτωση της Ρουμανίας η αύξηση ήταν εντονότερη. Η μειωμένη μεταβλητότητα οφείλεται σε δράσεις πολιτικής που στήριξαν την κρατική χρηματοδότηση. Η νομισματική πολιτική που ασκούν η ΕΚΤ και άλλες κεντρικές τράπεζες στην ΕΕ ήταν καίριας σημασίας από την άποψη αυτή, ενώ ο υποστηρικτικός δημοσιονομικός προσανατολισμός και τα μέτρα νομισματικής πολιτικής ενισχύθηκαν αμοιβαία για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης και της σταθερότητας.

    Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες αυξήθηκαν σημαντικά το 2020, αλλά αναμένεται να μειωθούν σταθερά τα επόμενα έτη. Η πανδημία είχε ως αποτέλεσμα σημαντική αύξηση των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών σε όλα τα κράτη μέλη, σε πολλές περιπτώσεις άνω του 10 % του ΑΕΠ (Αυστρία, Κύπρος, Φινλανδία, Γαλλία, Ιταλία, Μάλτα, Πολωνία, Σλοβακία, Σλοβενία και Ισπανία). Οι υψηλότερες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες το 2020, περίπου 30 % του ΑΕΠ, καταγράφηκαν στην Ιταλία και την Ισπανία (διάγραμμα 2.4.3 α). Οι χρηματοδοτικές ανάγκες προβλέπεται να αρχίσουν να μειώνονται το 2021 ή το 2022 για τα περισσότερα κράτη μέλη, γεγονός που ευθυγραμμίζεται με τη μείωση του ελλείμματος κατά τα επόμενα έτη (διάγραμμα 2.4.3 β). Ωστόσο, το 2022, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες προβλέπεται να υπερβούν το 20 % του ΑΕΠ στη Γαλλία, την Ιταλία και την Ισπανία.

    Η διάρθρωση του δημόσιου χρέους ενδέχεται να επιτείνει τους κινδύνους σε ορισμένες περιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Βουλγαρίας ( 26 ), της Κροατίας, της Ουγγαρίας και της Ρουμανίας, για τις οποίες το μερίδιο του χρέους που εκφράζεται σε ξένα νομίσματα είναι το υψηλότερο. ( 27 ) Ειδικότερα, ξεχωρίζουν από την άποψη αυτή η σημασία του χρέους σε ξένο νόμισμα για τις χώρες εκτός της ζώνης του ευρώ και οι υψηλότερες ανάγκες αναχρηματοδότησης που συνδέονται με δομές οι οποίες τείνουν προς χαμηλή μέση ληκτότητα. Οι λιγότερο ανεπτυγμένες και με χαμηλότερη ρευστότητα αγορές στο εσωτερικό ενδέχεται επίσης να αυξήσουν τους κινδύνους χρηματοδότησης σε ορισμένες περιπτώσεις.

    Υπάρχουν επίσης ορισμένοι ελαφρυντικοί παράγοντες για τους υψηλότερους κινδύνους δημοσιονομικής βιωσιμότητας σε σχέση με την περίοδο πριν από την πανδημία. Κατά την επόμενη δεκαετία, το χρέος προβλέπεται να παραμείνει πάνω από τα προ της πανδημίας επίπεδα περίπου στο ένα τρίτο των κρατών μελών. ( 28 ) Ωστόσο, οι ευνοϊκές διαφοροποιήσεις μεταξύ των επιτοκίων και της αύξησης του ΑΕΠ κατά τα προσεχή έτη αναμένεται να συμβάλουν στη σταθεροποίηση ή τη μείωση των δεικτών χρέους. Οι δημοσιονομικοί κίνδυνοι μπορούν επίσης να μετριαστούν χάρη σε μεγαλύτερες ληκτότητες χρέους, σχετικά σταθερές πηγές χρηματοδότησης και ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού. Ταυτόχρονα, η αποτελεσματική εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των επενδύσεων στο πλαίσιο του μηχανισμού ανάκαμψης και ανθεκτικότητας αναμένεται να στηρίξει τη δυνητική ανάπτυξη και να βελτιώσει τη βιωσιμότητα του χρέους.

    Οι δυνητικοί κίνδυνοι απορρέουν από την αύξηση των επιτοκίων ή την υλοποίηση των εγγυήσεων που σχετίζονται με την κρίση λόγω COVID-19. Οι αυξήσεις των επιτοκίων θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αύξηση της καταβολής τόκων, ιδίως για χώρες με υψηλές χρηματοδοτικές ανάγκες στο μέλλον. Ο όγκος των εγγυήσεων θα μπορούσε επίσης να επιφέρει πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος: αυξήθηκε στη ζώνη του ευρώ κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ μεταξύ 2019 και 2020. Οι κυβερνήσεις με στενότερα δημοσιονομικά περιθώρια (συμπεριλαμβανομένων του Βελγίου, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας) εφάρμοσαν πιο γενναιόδωρα συστήματα εγγυήσεων. Παρόλο που αυτά κατέστησαν δυνατή τη χορήγηση στήριξης χωρίς να επηρεάσουν άμεσα τα δημοσιονομικά ισοζύγια, θα προστεθούν στο δημόσιο χρέος εάν καταπέσουν. ( 29 )

    Στο μέλλον, η διαχείριση της κατάλληλης πορείας για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας θα είναι σημαντική για την ανάκαμψη. Η γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, η οποία επέτρεψε στα κράτη μέλη να στηρίξουν τις οικονομίες τους εν μέσω της κρίσης COVID-19, αναμένεται να απενεργοποιηθεί από το 2023. Όταν το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες, θα είναι ουσιαστικής σημασίας η επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων και η διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεσοπρόθεσμα. Οι κίνδυνοι που συνδέονται με το μεγάλο δημόσιο χρέος θα πρέπει να εξισορροπηθούν με τους κινδύνους που απορρέουν από την πρόωρη άρση των δημοσιονομικών μέτρων για τη νόσο COVID-19, καθώς ενδέχεται να επιβραδύνουν την ανάκαμψη ( 30 ) και να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ανάπτυξη σε βάθος χρόνου. Για χώρες όπως το Βέλγιο, η Κύπρος, η Γαλλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία με υψηλά επίπεδα δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, οι επιπτώσεις στην ανάπτυξη μπορεί να είναι ακόμη πιο έντονες.

    Γράφημα 2.4.2:Δημόσιο χρέος

    Πηγή: AMECO και φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής

    Γράφημα 2.4.3:Ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες και έλλειμμα του δημόσιου τομέα

     

    Πηγή: AMECO, φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και υπολογισμοί των υπηρεσιών της Επιτροπής

    2.5.    Χρηματοπιστωτικός τομέας

    Μέχρι στιγμής, ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ έχει επιδείξει ανθεκτικότητα απέναντι στην πανδημία, παρότι εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από προϋπάρχουσες προκλήσεις, όπως η χαμηλή κερδοφορία. Ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ εισήλθε στην πανδημία με καλή κεφαλαιοποίηση ύστερα από αρκετά χρόνια ενίσχυσης έπειτα από τις σοβαρές επιπτώσεις της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης δημόσιου χρέους. Ωστόσο, η ευρωστία του τομέα διαφέρει από χώρα σε χώρα, καθώς ορισμένες εξακολουθούν να χαρακτηρίζονται από σημαντικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ενώ η χαμηλή κερδοφορία αποτελεί ευρέως διαδεδομένο ζήτημα που προκαλεί ανησυχία.

    ·Ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ παρέμεινε ανθεκτικός, τόσο λόγω της ισχυρής θέσης εκκίνησής του όσο και λόγω των μέτρων πολιτικής που θεσπίστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Συνολικά, κατά τα έτη προ της πανδημίας δημιουργήθηκαν ισχυρά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας, ενώ ο δείκτης κοινών μετοχών κατηγορίας 1 (CET1) και ο δείκτης φερεγγυότητας αυξήθηκαν περαιτέρω το 2020, χάρη στα κανονιστικά όρια για τα μερίσματα. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) συνέχισαν να μειώνονται εν μέσω της διάθεσης περιουσιακών στοιχείων προηγούμενων χρήσεων και τα νέα ΜΕΔ συγκρατήθηκαν χάρη σε αναστολές αποπληρωμής δανείων που θεσπίστηκαν μετά το ξέσπασμα της πανδημίας. Η νέα πίστωση, με τη σειρά της, υποστηρίχθηκε από κρατικές εγγυήσεις για εταιρικά δάνεια και προσωρινή μακροπροληπτική χαλάρωση, ενώ οι χρηματοδοτικοί όροι παρέμειναν χαλαροί το 2021. Η αύξηση των υποχρεώσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα παρέμεινε περιορισμένη το 2020, ενώ μόνο η Εσθονία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία και η Λιθουανία υπερέβησαν το όριο του πίνακα αποτελεσμάτων. Οι πρόσφατες προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) δείχνουν ότι, συνολικά, ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ είναι ανθεκτικός, αλλά υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των τραπεζών, καθώς εκείνες που επικεντρώνονται στον εγχώριο δανεισμό ή έχουν χαμηλότερα καθαρά έσοδα από τόκους θα αντιμετωπίσουν μεγαλύτερη μείωση κεφαλαίου. ( 31 )

    ·Βασική πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα της ΕΕ παραμένει η χαμηλή κερδοφορία του (διάγραμμα 2.5.1 α). Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων, η οποία διατηρήθηκε σε σταθερά χαμηλά επίπεδα στα περισσότερα κράτη μέλη, μειώθηκε περαιτέρω το 2020 λόγω των προβλέψεων για υψηλότερες ζημίες από δάνεια και των χαμηλότερων εσόδων. Η κερδοφορία σημείωσε αρνητικό πρόσημο στην Κύπρο, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία. Το 2021, υπάρχουν ενδείξεις ανάκαμψης της κερδοφορίας. ( 32 ) Αυτές οι έστω και με επιφύλαξη θετικές εξελίξεις αντικατοπτρίζονται επίσης στην αποτίμηση της αγοράς των τραπεζών της ΕΕ. Οι αγορές αυτές έχουν επανέλθει σταδιακά στα προ της πανδημίας επίπεδα από το περασμένο φθινόπωρο, αλλά υπολείπονται σχετικά σε σύγκριση με τις συνολικές χρηματιστηριακές αγορές.

    ·Ο τραπεζικός τομέας σε ορισμένες χώρες της ΕΕ εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις λόγω συνδυασμών πολύ χαμηλής κερδοφορίας, δείκτη κεφαλαίου κάτω του μέσου όρου ή αυξημένων ΜΕΔ (διάγραμμα 2.5.1). ( 33 ) Στην Ελλάδα, το ποσοστό ΜΕΔ έχει μειωθεί σημαντικά, αλλά εξακολουθεί να παραμένει υψηλό ( 34 ), ενώ η κερδοφορία σημείωσε αρνητική πορεία το 2020 και οι δείκτες κεφαλαίων συγκαταλέγονται μεταξύ των χαμηλότερων στην ΕΕ. Οι κυπριακές τράπεζες κατέγραψαν επίσης σημαντικές μειώσεις στους πολύ υψηλούς δείκτες ΜΕΔ, ενώ η κερδοφορία σημείωσε επίσης αρνητική πορεία το 2020. Σε αρκετές άλλες χώρες, τα ποσοστά των ΜΕΔ έχουν μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, αλλά προσεγγίζουν το 5 % στη Βουλγαρία, την Κροατία και την Πολωνία. Ο δείκτης κεφαλαίου είναι πολύ χαμηλότερος από τον μέσο όρο στην Ισπανία και την Πορτογαλία, ενώ η κερδοφορία σημείωσε επίσης ελαφρώς αρνητική πορεία το 2020.

    Εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για τον τραπεζικό τομέα, ενώ ο πλήρης αντίκτυπος της κρίσης στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, την κερδοφορία και τα κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας θα είναι ορατός μόνο μετά την πλήρη άρση των μέτρων στήριξης. Ο αντίκτυπος του κλυδωνισμού που προκάλεσε η πανδημία COVID-19 στον τραπεζικό τομέα περιορίστηκε χάρη σε εκτεταμένα μέτρα πολιτικής στήριξης, τα οποία απευθύνονταν κυρίως στον τομέα των επιχειρήσεων. Τα μέτρα αυτά αίρονται σταδιακά, ενώ τα περισσότερα προβλέπεται να λήξουν στα τέλη του 2021. Η άρση τους θα φέρει στην επιφάνεια υποβόσκοντα ζητήματα φερεγγυότητας ή ρευστότητας. Το ενδεχόμενο αυτό συνιστά κίνδυνο για τον τραπεζικό τομέα, καθώς οι οφειλέτες θα πρέπει να εκπληρώσουν υποχρεώσεις αποπληρωμής από τις οποίες είχαν απαλλαγεί.

    ·Τα προβλήματα φερεγγυότητας των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ενδέχεται να εξακολουθήσουν να εκδηλώνονται καθώς επανέρχεται η κανονικότητα. Το ιδιωτικό χρέος ήταν ήδη υψηλό σε αρκετά κράτη μέλη πριν από την πανδημία, ενώ το 2020 αυξήθηκε περαιτέρω. Τα ζητήματα φερεγγυότητας των επιχειρήσεων αποτελούν σημαντικό κίνδυνο, ιδίως σε ορισμένους τομείς που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση. Μέχρι στιγμής, οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων έχουν παραμείνει σε χαμηλά επίπεδα. Οι κίνδυνοι που συνδέονται με τα ενυπόθηκα δάνεια των νοικοκυριών έχουν μέχρι στιγμής περιοριστεί με τα δημόσια συστήματα εισοδηματικής στήριξης και την αυξημένη αποταμίευση των νοικοκυριών. Τα μακροχρόνια προβλήματα προσφοράς στις αγορές στεγαστικών ακινήτων μειώνουν τον κίνδυνο σημαντικής καθοδικής προσαρμογής των τιμών των κατοικιών. Ωστόσο, μελλοντικά ζητήματα φερεγγυότητας στον τομέα των επιχειρήσεων θα μπορούσαν να έχουν αλυσιδωτές επιπτώσεις στην απασχόληση και να επηρεάσουν και τη φερεγγυότητα των νοικοκυριών.

    ·Τα ΜΕΔ αναμένεται να αυξηθούν, ιδίως σε ορισμένους τομείς και χώρες. Οι δυσκολίες στις αποπληρωμές χρέους από ΜΧΕ των οποίων η κερδοφορία επηρεάζεται περισσότερο θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση των ΜΕΔ. Έχει ήδη σημειωθεί σημαντική αύξηση των δανείων του σταδίου 2, τα οποία αντιπροσωπεύουν δάνεια με σημαντικά αυξημένο πιστωτικό κίνδυνο. ( 35 ) Το ποσοστό των δανείων σταδίου 2 στη ζώνη του ευρώ ήταν 13 % το 2020, ενώ το 2021 αναμένεται να αυξηθεί σε 17 %. ( 36 ) Η περιφερειακή κατανομή των οικονομικών δραστηριοτήτων σημαίνει ότι η αύξηση των ΜΕΔ μπορεί να κατανέμεται άνισα μεταξύ των περιφερειών και, ως εκ τούτου, να επηρεάζει δυσανάλογα τους τραπεζικούς τομείς ορισμένων χωρών. ( 37 ) Η αύξηση των επιτοκίων μπορεί να αποτελέσει μια ακόμη πρόκληση για τις επιχειρήσεις με υψηλό βαθμό μόχλευσης και χαμηλά αποθέματα ρευστότητας.

    ·Οι βρόχοι ανάδρασης μεταξύ τραπεζών, κρατών και ΜΧΕ θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά. Στη ζώνη του ευρώ, το πρόγραμμα έκτακτης στήριξης της ΕΚΤ λόγω της πανδημίας στήριξε το ευνοϊκό κλίμα στις χρηματοπιστωτικές αγορές και συνέβαλε στη σταθερότητα του τραπεζικού τομέα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ωστόσο, οι τράπεζες σε ορισμένες χώρες απορρόφησαν μεγάλο μερίδιο του νεοεκδοθέντος δημόσιου χρέους, γεγονός το οποίο οφειλόταν εν μέρει σε μέτρα στήριξης προς τους επιχειρηματικούς τομείς. Το γεγονός αυτό συνιστά κίνδυνο λόγω της διασύνδεσης μεταξύ των ισολογισμών των τραπεζών, του τομέα των επιχειρήσεων και του επιπέδου του δημόσιου χρέους, ιδίως σε μια κατάσταση δυνητικής αύξησης των μακροπρόθεσμων επιτοκίων παγκοσμίως.

    Οι διαρθρωτικές προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα που υπήρχαν πριν από την πανδημία εξακολουθούν να υπάρχουν και μπορεί να είναι δυσκολότερο να επιλυθούν. Η πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα αποτελεί μακροχρόνια πρόκληση για τον τραπεζικό τομέα της ΕΕ, η οποία έχει ως αποτέλεσμα χαμηλή αποδοτικότητα ως προς το κόστος και χαμηλή κερδοφορία. Η υπό εξέλιξη διαδικασία ψηφιοποίησης και πράσινης μετάβασης θέτει νέες προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα, που θα πρέπει να ανακατευθύνει τη χρηματοδότηση μεταξύ των κλάδων σε περιόδους κατά τις οποίες η σταθερά χαμηλή κερδοφορία του περιορίζει τις δικές του επενδύσεις, και οι οποίες θα μπορούσαν να επιδεινωθούν εάν επιδεινωθεί η ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων του.

    Ο μη τραπεζικός χρηματοπιστωτικός τομέας, ο οποίος έχει επηρεαστεί από το συνεχιζόμενο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, αντιμετωπίζει νέες προκλήσεις. Το συνεχιζόμενο περιβάλλον χαμηλής απόδοσης περιόρισε την κερδοφορία και τον ισολογισμό των μη τραπεζικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με χαρτοφυλάκια επενδεδυμένα σε μεγάλο βαθμό σε περιουσιακά στοιχεία χαμηλού κινδύνου, όπως οι ασφαλιστές, και τους ώθησε να αυξήσουν τη μόχλευση και την έκθεσή τους σε περιουσιακά στοιχεία υψηλότερου κινδύνου. ( 38 ) Η προοπτική απότομης αύξησης των επιτοκίων θα μπορούσε να προκαλέσει παγκόσμια επανεκτίμηση των κινδύνων που συνεπάγονται απώλειες αποτίμησης περιουσιακών στοιχείων για τον μη τραπεζικό τομέα της ΕΕ. Οι ασφαλιστές ζωής φαίνεται ότι είναι αυτοί που έχουν πληγεί περισσότερο μέχρι στιγμής από τον κλυδωνισμό που προκάλεσε η νόσος COVID-19, καθώς τα ασφάλιστρά τους μειώθηκαν το 2020, ενώ αυξήθηκαν για τις δραστηριότητες ασφάλισης ζημιών. ( 39 ) Επιπλέον, η πανδημία οδήγησε σε ορισμένες διορθώσεις των τιμών των εμπορικών ακινήτων, οι οποίες επηρέασαν την απόδοση των αμοιβαίων κεφαλαίων ακινήτων (βλ. ενότητα σχετικά με τη στέγαση ανωτέρω).

    Γράφημα 2.5.1:Κερδοφορία και κεφάλαιο τραπεζικού τομέα και μη εξυπηρετούμενα δάνεια

    Σημειώσεις: Οι μέσες τιμές για την ΕΕ και τη ζώνη του ευρώ δεν είναι σταθμισμένες ως προς το μέγεθος της οικονομίας. Τα στοιχεία που αφορούν την «κορύφωση» αναφέρονται στην αναλογία των ακαθάριστων μη εξυπηρετούμενων χρεωστικών μέσων (ΜΕΧ) επί του συνόλου των ακαθάριστων χρεωστικών μέσων· Τα ποσοστά ΜΕΔ αναφέρονται για το πρώτο τρίμηνο του 2020 και του 2021· οι αριθμοί κάτω από τους κωδικούς χώρας αναφέρουν το έτος κορύφωσης των ΜΕΧ.

    Πηγή: ΕΚΤ, υπολογισμοί των υπηρεσιών της Επιτροπής.

    Πλαίσιο 2:    Απασχόληση και κοινωνικές εξελίξεις

    Καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, η αγορά εργασίας παρέμεινε ανθεκτική, κυρίως χάρη στα πρωτοφανή μέτρα στήριξης σε εθνικό και ενωσιακό επίπεδο. Η ευρεία χρήση προγραμμάτων διατήρησης θέσεων εργασίας, τα οποία υποστηρίζονται από το ευρωπαϊκό μέσο προσωρινής στήριξης για τον μετριασμό των κινδύνων ανεργίας σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης (SURE) και άλλων τύπων παρεμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της εκτεταμένης δημοσιονομικής και νομισματικής στήριξης, μετρίασε τον αντίκτυπο του κλυδωνισμού που προκάλεσε η νόσος COVID-19 στις θέσεις εργασίας και στα εισοδήματα, και απέτρεψε τη μετατροπή της υγειονομικής κρίσης σε εργασιακή κρίση. Οι επιπτώσεις της ύφεσης λόγω της νόσου COVID-19 στις αγορές εργασίας ήταν σε γενικές γραμμές σχήματος V: στις περισσότερες χώρες, οι αγορές εργασίας επηρεάστηκαν σημαντικά τον πρώτο καιρό της κρίσης, αλλά ακολούθησε μερική ανάκαμψη με ταχείς ρυθμούς, κυρίως λόγω της έντονης ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας. ( VI )

    Η ανεργία αυξήθηκε ελάχιστα το 2020 σε σύγκριση με το μέγεθος του κλυδωνισμού, ενώ μάλιστα το 2022 αναμένεται να επανέλθει στα επίπεδα πριν από την πανδημία. Το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ (ηλικίες 15-74 ετών) αυξήθηκε σε 7 % το 2020 (με μέγιστη τιμή 7,7 % αμέσως μετά το πρώτο κύμα της πανδημίας), μόλις 0,3 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από το μέσο επίπεδο του 2019. Οι αυξήσεις αυτές ήταν μικρές σε σύγκριση με τη συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά περίπου 6 % για την ΕΕ στο σύνολό της. ( VII ) Οι μεγαλύτερες αυξήσεις καταγράφηκαν στις χώρες της Βαλτικής (2,4 ποσοστιαίες μονάδες στην Εσθονία, 2,2 στη Λιθουανία και 1,8 στη Λετονία), στη Σουηδία (1,5 ποσοστιαίες μονάδες) και στην Ισπανία (1,4 ποσοστιαίες μονάδες). Σε δεκαεπτά χώρες της ΕΕ, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε κατά λιγότερο από μία ποσοστιαία μονάδα. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε μάλιστα στην Πολωνία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ελλάδα το 2020. Κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021, η ανεργία μειώθηκε στην πλειονότητα των κρατών μελών. Το ποσοστό ανεργίας των νέων (15-24 ετών) στην ΕΕ παρουσίασε αρχικές ενδείξεις ανάκαμψης έως τα μέσα του 2021, αλλά παρέμεινε στο 17,4 % κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021, ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο από το ποσοστό ανεργίας του πληθυσμού ηλικίας 25-74 ετών. Σύμφωνα με τις φθινοπωρινές οικονομικές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής, το ποσοστό ανεργίας στην ΕΕ εξακολουθεί να αναμένεται να σταθεροποιηθεί το 2021, αλλά στη συνέχεια, το 2022, αναμένεται να επανέλθει στα επίπεδα πριν από την πανδημία.

    Ωστόσο, η μικρότερη από την αναμενόμενη αύξηση των ποσοστών ανεργίας αντανακλά εν μέρει τις αποχωρήσεις από την αγορά εργασίας και, ως εκ τούτου, τα χαμηλότερα ποσοστά δραστηριότητας. Το ποσοστό δραστηριότητας (ηλικίες 15-64 ετών) μειώθηκε κατά 1,7 ποσοστιαίες μονάδες —από 73,6 % το τέταρτο τρίμηνο του 2019 σε 71,9 % το δεύτερο τρίμηνο του 2020— αλλά επανήλθε στο προ της πανδημίας επίπεδο κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Τα ποσοστά δραστηριότητας μειώθηκαν στα περισσότερα κράτη μέλη το 2020, ενώ οι μεγαλύτερες μειώσεις (μεταξύ 1 και 2 ποσοστιαίων μονάδων) καταγράφηκαν στην Ιταλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, τη Βουλγαρία και την Ελλάδα. Το 2021, το ποσοστό παρέμεινε κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα σε σημαντικό αριθμό περιπτώσεων.

    Τα ποσοστά απασχόλησης, αν και μειώθηκαν σχεδόν σε όλα τα κράτη μέλη το 2020, ανακάμπτουν σταδιακά το 2021, αλλά όχι σε όλους τους τομείς. Στην ΕΕ, το ποσοστό απασχόλησης (20-64 ετών) μειώθηκε σε 72,4 % το 2020 από 73,1 % το 2019. Οι μεγαλύτερες μειώσεις παρατηρήθηκαν στην Ισπανία (-2,3 ποσοστιαίες μονάδες), την Ιρλανδία (-1,7 ποσοστιαίες μονάδες) και τη Βουλγαρία (-1,6 ποσοστιαίες μονάδες), ενώ η Πολωνία (+ 0,6 ποσοστιαίες μονάδες), η Μάλτα (+ 0,5 ποσοστιαίες μονάδες) και η Κροατία (+ 0,2 ποσοστιαίες μονάδες) ήταν οι μόνες χώρες στις οποίες το ποσοστό απασχόλησης αυξήθηκε. Το πρώτο τρίμηνο του 2021 τα ποσοστά απασχόλησης εξακολουθούσαν να μειώνονται στα περισσότερα κράτη μέλη, αλλά το δεύτερο τρίμηνο του 2021 αυξήθηκαν εκ νέου, επιστρέφοντας σταδιακά στα προ της πανδημίας επίπεδα, με εξαίρεση ιδίως τους τομείς που επλήγησαν περισσότερο από τις ανάγκες κοινωνικής αποστασιοποίησης.

    Τα μέτρα κρατικής στήριξης έχουν μετριάσει τις επιπτώσεις της μείωσης των εισοδημάτων της αγοράς στα διαθέσιμα εισοδήματα. Εκτός από τη χρήση προγραμμάτων διατήρησης θέσεων εργασίας, οι κυβερνήσεις εφάρμοσαν σειρά μέτρων για την αύξηση των καθαρών μεταβιβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των εκτεταμένων επιδομάτων ανεργίας ή της αναβολής ορισμένων πληρωμών, όπως φόρων ή λογαριασμών υπηρεσιών κοινής ωφέλειας, εκτός από τις αναστολές αποπληρωμής οφειλών. Το πραγματικό κατά κεφαλή ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώθηκε κατά 2,7 % (σε ετήσια βάση) το δεύτερο τρίμηνο του 2020, αλλά ανέκαμψε στο τέλος του έτους και παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό αμετάβλητο μεταξύ 2019 και 2020. Το 2020, η αύξηση του ποσοστού κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (AROPE) περιορίστηκε ή μειώθηκε σε σύγκριση με το 2019 στα μισά τουλάχιστον κράτη μέλη. Ωστόσο, καταγράφηκαν αυξήσεις σε ορισμένα κράτη μέλη. ( VIII )

    Ωστόσο, αναμένονται σημαντικές προκλήσεις.

    Η πανδημία έχει επιταχύνει τις διαρθρωτικές τάσεις στην αγορά εργασίας, γεγονός που εγείρει ανησυχίες για τα πληγέντα άτομα. Η μακροπρόθεσμη τάση μείωσης της ζήτησης εργασίας για επαγγέλματα με διεκπεραιωτικά καθήκοντα επιταχύνθηκε (διάγραμμα 1 α). Τα επαγγέλματα με χαμηλή δυνατότητα τηλεργασίας επηρεάζονται όλο και περισσότερο από την αυτοματοποίηση. Επιπλέον, η σταδιακή κατάργηση των μέτρων στήριξης μπορεί να οδηγήσει σε σημαντική κατάργηση θέσεων εργασίας στους τομείς που λαμβάνουν τη μεγαλύτερη στήριξη, ανάλογα με τον βαθμό στον οποίο θα ανακάμψει η ζήτηση για τα σχετικά αγαθά και υπηρεσίες. Η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της ανακατανομής του εργατικού δυναμικού θα εξαρτηθούν από τον βαθμό στον οποίο οι δεξιότητες των απολυμένων εργαζομένων αφορούν συγκεκριμένο τομέα ή μπορούν να προσαρμοστούν και σε άλλους τομείς, καθώς και από την αποτελεσματικότητα της επανεκπαίδευσης και αναβάθμισης των δεξιοτήτων. Ενώ η ανακατανομή αυτή θα μπορούσε να συνοδεύσει τη διττή μετάβαση και να οδηγήσει σε αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, η διάρκεια της ανεργίας μπορεί να αυξηθεί ελλείψει στοχευμένων και αποτελεσματικών παρεμβάσεων πολιτικής. Στα εθνικά τους σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, τα περισσότερα κράτη μέλη σχεδιάζουν μέτρα για τη στήριξη της ανάκαμψης των θέσεων εργασίας, αλλά ο ενισχυμένος συντονισμός των μέτρων θα είναι καίριας σημασίας για την επιτυχή μετάβαση της αγοράς εργασίας. ( IX )

    Επανεμφανίζεται το φαινόμενο έλλειψης εργατικού δυναμικού, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η ανάγκη επανειδίκευσης και αναβάθμισης των δεξιοτήτων (διάγραμμα 1 β). Πριν από την πανδημία, η έλλειψη εργατικού δυναμικού βρισκόταν ήδη σε ιστορικά υψηλά επίπεδα σε ολόκληρη την ΕΕ. Τα μέτρα ανάσχεσης που συνδέονται με την πανδημία και οι συνακόλουθες οικονομικές διαταραχές οδήγησαν σε μείωση της έλλειψης εργατικού δυναμικού, καθώς πολλές επιχειρήσεις απέσυραν τις νέες θέσεις εργασίας κατά τη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Ωστόσο, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού αυξάνονται και πάλι στις περισσότερες χώρες, καθώς σημειώνονται σημαντικές αυξήσεις νέων θέσεων εργασίας στην Αυστρία, το Βέλγιο, την Κροατία, τη Γερμανία, τη Λιθουανία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία και τη Σλοβενία. Οι ελλείψεις επηρεάζουν επί του παρόντος ιδίως τους τομείς των πληροφοριών και της επικοινωνίας και τον κλάδο των κατασκευών. Οι αυξανόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού ενδέχεται όχι μόνο να αντανακλούν την ταχεία ανάκαμψη από τη βαθιά ύφεση και τη μείωση του αριθμού των μεθοριακών εργαζομένων, αλλά και να σηματοδοτούν ότι οι αναντιστοιχίες δεξιοτήτων, οι οποίες υπήρχαν ήδη πριν από την κρίση, ενδέχεται να αυξηθούν περαιτέρω με την πρόοδο της διττής μετάβασης. ( X )

    Η πανδημία και οι συνέπειές της ενέχουν τον κίνδυνο αύξησης των ανισοτήτων σε διάφορες μορφές. Το 2021, η μακροχρόνια ανεργία αυξήθηκε στα περισσότερα κράτη μέλη, καθώς από τότε που ξεκίνησε η πανδημία όλο και περισσότεροι άνθρωποι έμειναν άνεργοι. Η μεγάλη διακοπή των προσλήψεων περιόρισε τις ευκαιρίες για τους ανέργους και τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας, συμπεριλαμβανομένων πολλών νέων ή μεταναστών. ( XI ) Η ανεργία των νέων αυξήθηκε σημαντικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας στα περισσότερα κράτη μέλη, ενώ κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021 ξεπέρασε το 30 % στην Ελλάδα (38,5 %), την Ισπανία (38,2 %) και την Ιταλία (32,2 %). Η απαγόρευση της κυκλοφορίας επιδείνωσε επίσης τις ανισότητες όσον αφορά την πρόσβαση στην εκπαίδευση, την υγειονομική περίθαλψη και τις κοινωνικές υπηρεσίες, γεγονός που ενδέχεται να έχει αντίκτυπο στην αγορά εργασίας μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, ενώ ο αντίκτυπος στις ώρες εργασίας ήταν εντονότερος για τους εργαζομένους χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου. Επιπλέον, με εξαίρεση τις Κάτω Χώρες, το 2020 επλήγησαν ιδιαίτερα από την απώλεια θέσεων εργασίας οι εργαζόμενοι με συμβάσεις ορισμένου χρόνου. Ενώ τα μέτρα εισοδηματικής στήριξης έχουν μετριάσει σημαντικά τον φθίνοντα αντίκτυπο της κρίσης στα εισοδήματα της αγοράς εργασίας ( XII ), εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για τις προοπτικές των εν λόγω εργαζομένων στην αγορά εργασίας, δεδομένης επίσης της μείωσης της σχετικής ζήτησης για επαγγέλματα που δεν έχουν δυνατότητα τηλεργασίας και επαγγέλματα διεκπεραιωτικού χαρακτήρα.

    Γράφημα 1:Εξέλιξη της απασχόλησης και της ανεργίας

     

    Σημειώσεις: α) Το παρόν γράφημα χρησιμοποιεί έναν δείκτη δυνατότητας τεχνικής τηλεργασίας και φυσικής εγγύτητας. Βασίζεται στην έρευνα O*NET η οποία μετρά το περιεχόμενο των καθηκόντων συγκεκριμένων επαγγελμάτων. Οι πληροφορίες αυτές συνδυάζονται με την ΕΕΔ της ΕΕ· β) Οι ευρωπαϊκές έρευνες για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές (EU-BCS) συλλέγουν τριμηνιαία στοιχεία από τους εργοδότες σχετικά με τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν όσον αφορά την πλήρωση κενών θέσεων εργασίας. Οι ερωτηθέντες μπορούν να υποδείξουν περιοριστικούς παράγοντες «έλλειψης εργατικού δυναμικού».

    Πηγή: α) Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «2021 Labour market and wage developments in Europe report» (υπό έκδοση)
    β) Eurostat, ΕΕΔ και Ευρωπαϊκή Επιτροπή, EU-BCS

    3.    Σύνοψη των κύριων προκλήσεων και επιπτώσεων όσον αφορά την επιτήρηση

    Η κρίση της νόσου COVID-19 διέκοψε τη διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών που σχετίζονταν με το υψηλό δημόσιο, ιδιωτικό και εξωτερικό χρέος, και συνέπεσε με την εμφάνιση κινδύνων υπερθέρμανσης σε ορισμένες χώρες μετά από αρκετά χρόνια έντονης ανάπτυξης. Η ύφεση που προκλήθηκε από την πανδημία διέκοψε μια ευρεία διαδικασία απομόχλευσης από το υψηλό χρέος του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, η οποία είχε λάβει χώρα σε ορισμένα κράτη μέλη κατά το μεγαλύτερο μέρος της τελευταίας δεκαετίας, ιδίως στο δεύτερο μισό της, όταν η οικονομική ανάπτυξη κατέστη ισχυρότερη και συνέβαλε στη μείωση των δεικτών χρέους. Τα μεγάλα ελλείμματα των ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών ή η έντονη πιστωτική επέκταση είχαν επίσης διορθωθεί, με αποτέλεσμα τη σταδιακή μείωση του εξωτερικού χρέους και την ενίσχυση των τραπεζικών συστημάτων. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρήθηκε συσσώρευση προκλήσεων και κινδύνων που συνδέονται με ενδείξεις υπερθέρμανσης σε ορισμένους τομείς σε ορισμένες χώρες, κυρίως στο επίπεδο των τιμών των κατοικιών και της ανταγωνιστικότητας κόστους, ιδίως όπου η οικονομική ανάπτυξη ήταν πιο έντονη, και μετά από σχετικά μακρά οικονομική επέκταση. Οι τάσεις στις τιμές των κατοικιών, οι οποίες είχαν αρχίσει να παρουσιάζουν ανοδικούς ρυθμούς πριν από την κρίση της νόσου COVID-19 συνεχίστηκαν ενώ, σε ορισμένες περιπτώσεις, επιταχύνθηκαν μάλιστα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Η ανταγωνιστικότητα κόστους επιδεινωνόταν σε ορισμένες από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες χώρες πριν από την πανδημία, ενώ οι πιο πρόσφατες εξελίξεις ακόμη είναι δύσκολο να αξιολογηθούν, καθώς τα διαθέσιμα στοιχεία εξακολουθούν να στρεβλώνονται λόγω της ασυνήθιστης μείωσης της παραγωγικότητας το 2020 και της αλληλεπίδρασης με εκτεταμένα μέτρα στήριξης της αγοράς εργασίας.

    Ορισμένες ανισορροπίες έχουν επιδεινωθεί από την κρίση λόγω COVID-19, ενώ ενδέχεται να εμφανιστούν νέες προκλήσεις. Το 2020, οι δείκτες δημόσιου και ιδιωτικού χρέους προς το ΑΕΠ σημείωσαν απότομη άνοδο λόγω της ύφεσης και της αύξησης του δανεισμού για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κρίσης. Ωστόσο, χάρη στην έντονη οικονομική ανάκαμψη, οι δείκτες χρέους πλέον σταθεροποιούνται ή έχουν ήδη αρχίσει να καταγράφουν καθοδική πορεία. Ωστόσο, η κρίση αφήνει πίσω της υψηλότερο χρέος, καθώς οι κυβερνήσεις εξέρχονται από την κρίση με σαφώς υψηλότερους δείκτες χρέους προς ΑΕΠ. Ο ιδιωτικός τομέας, κυρίως σε χώρες όπου το ιδιωτικό χρέος ήταν ήδη υψηλό και πριν από την κρίση, επίσης επιβαρύνεται με υψηλότερο χρέος. Η επιτυχής εφαρμογή των σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας μπορεί να στηρίξει την απομόχλευση του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, συμβάλλοντας στην ενίσχυση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης. Ωστόσο, βραχυπρόθεσμα, η επιδείνωση της ποιότητας των κρατικών και ιδιωτικών περιουσιακών στοιχείων μπορεί να επηρεάσει τους ισολογισμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, των οποίων η χαμηλή κερδοφορία μειώθηκε περαιτέρω λόγω της πανδημίας, και να επηρεάσει αρνητικά την προσφορά πιστώσεων για την ανάκαμψη. Οι εξωτερικοί λογαριασμοί επηρεάστηκαν λιγότερο αλλά επιδεινώθηκαν για τις χώρες όπου ο διασυνοριακός τουρισμός είναι πιο σημαντικός, συμπεριλαμβανομένων ορισμένων με μεγάλες αρνητικές καθαρές διεθνείς επενδυτικές θέσεις. Ταυτόχρονα, οι αγορές κατοικιών απέκτησαν περαιτέρω δυναμισμό κατά τη διάρκεια αυτής της κρίσης, ενώ η αύξηση των τιμών των κατοικιών βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο της εδώ και μια δεκαετία σε αρκετά κράτη μέλη. Ο κίνδυνος υπερτίμησης των τιμών των κατοικιών αυξάνεται, γεγονός που εγείρει ανησυχίες ιδίως όταν το χρέος των νοικοκυριών είναι υψηλό. Οι πιέσεις της ανταγωνιστικότητας κόστους ενδέχεται να επανέλθουν σε έντονο βαθμό με την ανάκαμψη, ιδίως σε χώρες που πλήττονται λιγότερο από την κρίση.

    Συνολικά, σε ορισμένα κράτη μέλη υπάρχουν προκλήσεις. Οι κύριες προκλήσεις αφορούν τα εξής:

    ·Ορισμένα κράτη μέλη πλήττονται από πολλαπλούς και αλληλένδετους παράγοντες ευπάθειας σχετικούς με τα αποθέματα χρέους. Αυτό συμβαίνει συνήθως με όσες χώρες επλήγησαν από κύκλους ακραίων διακυμάνσεων («boom-bust») της πιστωτικής επέκτασης σε συνδυασμό με αναστροφές του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, που είχαν επίσης επιπτώσεις στον τραπεζικό τομέα και το δημόσιο χρέος. Σχεδόν όλα αυτά τα κράτη μέλη έχουν πληγεί σοβαρά από την κρίση COVID-19, γεγονός που αντικατοπτρίζει επίσης την ιδιαίτερη σημασία του διασυνοριακού τουρισμού στις οικονομίες τους:

    -Στην περίπτωση της Κύπρου και της Ελλάδας, το υψηλό χρέος και οι μεγάλες αρνητικές καθαρές διεθνείς επενδυτικές θέσεις συνδυάζονται με διαρκείς προκλήσεις για τους χρηματοπιστωτικούς τομείς. Τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών των εν λόγω κρατών μελών επιδεινώθηκαν το 2020 λόγω της μείωσης των εσόδων από τα ταξίδια και τον τουρισμό. Παρότι το 2020 σημειώθηκε περαιτέρω πρόοδος όσον αφορά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα και στις δύο χώρες. Στην περίπτωση της Ελλάδας, η αύξηση του δυνητικού προϊόντος υπήρξε αργή σε ένα περιβάλλον υψηλής ανεργίας.

    -Στην Κροατία, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, οι ανισορροπίες που σχετίζονταν με τα υψηλά χρέη κατέγραφαν πτωτική πορεία έως την εμφάνιση της κρίσης COVID-19. Ωστόσο, στην Κροατία, την Πορτογαλία και την Ισπανία οι τάσεις αυτές διακόπηκαν λόγω της ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία, ενώ και οι δείκτες χρέους προς ΑΕΠ ακολούθησαν ορατά ανοδική πορεία. Το 2020, η Ιρλανδία ξεχώρισε, καθώς απέφυγε την ύφεση στο ΑΕΠ, ενώ η τομεακή σύνθεση της οικονομίας της είχε θετικό αντίκτυπο στους εξωτερικούς λογαριασμούς της.

    ·Στη Ρουμανία και την Ουγγαρία, οι ευπάθειες συνδέονται κυρίως με την αλληλεπίδραση μεταξύ του δημόσιου χρέους και της εξωτερικής χρηματοδότησης σε ένα πλαίσιο κινδύνων υπερθέρμανσης και μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Στη Ρουμανία, καταγραφόταν σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σταθερά επί σειρά ετών, ενώ δεν αναμένεται βελτίωση στο εγγύς μέλλον. Το δημόσιο χρέος αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς από τότε που ξέσπασε η κρίση COVID-19, γεγονός που αντικατοπτρίζει τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα, ενώ αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω με την αύξηση των αναγκών εξωτερικής χρηματοδότησης. Στην Ουγγαρία, οι ανάγκες χρηματοδότησης της κυβέρνησης ήταν μεγάλες τα τελευταία χρόνια και θα εξακολουθήσουν να είναι μεγάλες, λόγω της βραχυπρόθεσμης ληκτότητας του χρέους και των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ενώ η πηγή αυτής της χρηματοδότησης είναι εν μέρει εξωτερική. Και στις δύο χώρες, ένα μη αμελητέο ποσοστό του χρέους εκφράζεται σε ξένο νόμισμα, γεγονός που ενισχύει τη σχέση μεταξύ του εξωτερικού τομέα και της δημοσιονομικής κατάστασης. Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται απότομα, ενώ οι πιέσεις λόγω πληθωρισμού και ανταγωνιστικότητας κόστους είναι εμφανείς στο πλαίσιο της ισχυρής ανάκαμψης και της διαρκούς πολιτικής στήριξης.

    ·Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι παράγοντες ευπάθειας οφείλονται κυρίως στους υψηλούς δείκτες δημόσιου χρέους προς ΑΕΠ, οι οποίοι έχουν αυξηθεί περαιτέρω λόγω της κρίσης και σε διαρκείς ανησυχίες σχετικά με την αύξηση του δυνητικού προϊόντος και την ανταγωνιστικότητα. Αυτό ισχύει κυρίως στην περίπτωση της Ιταλίας, όπου οι παράγοντες ευπάθειας συνδέονται επίσης με τον τραπεζικό τομέα και με το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο, παρότι εξακολούθησε να μειώνεται το 2020, είναι μεγάλο, σε ένα περιβάλλον μακροχρόνια χαμηλών επιδόσεων της αγοράς εργασίας. Το Βέλγιο και η Γαλλία αντιμετωπίζουν κυρίως προβλήματα που συνδέονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο αυξήθηκε σημαντικά λόγω της πρόσφατης κρίσης, και προβλήματα δυνητικής ανάπτυξης εν μέσω χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Στη Γαλλία, το ιδιωτικό χρέος συνέχισε να αυξάνεται από τα ήδη σχετικά υψηλά επίπεδα, ιδίως το εταιρικό χρέος. Στο Βέλγιο, το υψηλό ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε επίσης περαιτέρω το 2020. Τόσο στο Βέλγιο όσο και στη Γαλλία, οι τιμές των κατοικιών ενδέχεται να έχουν υπερτιμηθεί, ενώ πρόσφατα απέκτησαν μεγαλύτερη δυναμικότητα.

    ·Ορισμένα κράτη μέλη χαρακτηρίζονται από μεγάλα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία παραμένουν πάνω από τα επίπεδα που θα δικαιολογούσαν τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη. Πρόκειται για τη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες. Το πλεόνασμα της ζώνης του ευρώ αναμένεται να αυξηθεί κατά το τρέχον έτος, μετά από προσωρινή μείωση το προηγούμενο έτος. Τα μεγάλα πλεονάσματα μπορεί να αντανακλούν την απώλεια ευκαιριών ανάπτυξης και εγχώριων επενδύσεων. Αυτό μπορεί να έχει συνέπειες για τη λειτουργία της ζώνης του ευρώ σε ένα πλαίσιο ανάκαμψης που πρέπει να διατηρηθεί, εν μέσω μιας κατάστασης που εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται από σημαντική αβεβαιότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, η δυναμική των τιμών των κατοικιών υποδηλώνει κινδύνους υπερτίμησης, οι οποίοι στην περίπτωση των Κάτω Χωρών υφίστανται εδώ και αρκετά χρόνια και συνοδεύονται από υψηλό χρέος των νοικοκυριών.

    ·Στην Τσεχία και τη Σλοβακία, οι απώλειες ανταγωνιστικότητας κόστους συνδυάζονται με έντονη αύξηση των τιμών των κατοικιών εδώ και μερικά χρόνια. Οι απώλειες ανταγωνιστικότητας κόστους είχαν καταγραφεί πριν από την κρίση, ενώ η συνεχιζόμενη έντονη αύξηση της μισθολογικής δαπάνης των εργαζομένων υποδηλώνει κινδύνους υπερθέρμανσης εν μέσω των συνεχιζόμενων μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, με το δημόσιο χρέος να είναι υψηλότερο στη Σλοβακία. Οι επιδόσεις του εξωτερικού τομέα των χωρών αυτών δεν φαίνεται να έχουν επηρεαστεί, αλλά η σημαντική συγκέντρωση των εξαγωγών σε λίγους συγκεκριμένους τομείς συνιστά ευπάθεια. Τα παραπάνω προβλήματα επιδεινώνονται από την έντονη αύξηση των τιμών των κατοικιών, με αυξανόμενους κινδύνους υπερτίμησής τους. Στην περίπτωση της Σλοβακίας, συμβαδίζουν με το σχετικά υψηλό χρέος των νοικοκυριών μετά από χρόνια ανοδικής πορείας.

    ·Σε ορισμένα κράτη μέλη, οι εξελίξεις στις αγορές στεγαστικών ακινήτων οδηγούν σε κινδύνους που συνδέονται με τις αποτιμήσεις των τιμών των κατοικιών, συχνά σε ένα πλαίσιο υψηλού χρέους των νοικοκυριών. Αυτό ισχύει για τη Σουηδία, καθώς και για τη Δανία και το Λουξεμβούργο. Πρόσφατα στοιχεία για τις τιμές των κατοικιών υποδηλώνουν ότι, μετά από κάποια βραχυπρόθεσμη καθοδική προσαρμογή, οι τιμές των κατοικιών στη Σουηδία άρχισαν να αυξάνονται και πάλι το 2020, γεγονός που ενισχύει τις ανησυχίες για υπερτίμηση. Στο Λουξεμβούργο, η έντονη αύξηση των τιμών των κατοικιών έγινε ακόμη πιο δυναμική κατά τη διάρκεια της κρίσης, γεγονός που επιδείνωσε τους κινδύνους υπερτίμησης και συνοδεύει το υψηλό χρέος των νοικοκυριών σε σχέση με το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημά τους. Στη Δανία, η πολύ πρόσφατη ραγδαία αύξηση στις τιμές των κατοικιών εμφανίστηκε παράλληλα με το υψηλό χρέος των νοικοκυριών.

    ·Στην περίπτωση της Μάλτας, το υψηλό και διαρκώς αυξανόμενο απόθεμα ιδιωτικού χρέους και οι συνεχιζόμενες αδυναμίες του πλαισίου αφερεγγυότητας αποτελούν ιδιαίτερους παράγοντες ευπάθειας.



    Η παρούσα έκθεση του μηχανισμού επαγρύπνησης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι σκόπιμη η διενέργεια εμπεριστατωμένων επισκοπήσεων για 12 κράτη μέλη: την Κροατία, την Κύπρο, τη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Ιταλία, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία, τη Ρουμανία, την Ισπανία και τη Σουηδία. Τα προαναφερόμενα κράτη μέλη υποβλήθηκαν σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση στο πλαίσιο του προηγούμενου ετήσιου κύκλου εποπτείας βάσει της ΔΜΑ και θεωρήθηκε ότι αντιμετώπιζαν ανισορροπίες (Κροατία, Γαλλία, Γερμανία, Ιρλανδία, Κάτω Χώρες, Πορτογαλία, Ρουμανία, Ισπανία και Σουηδία) ή υπερβολικές ανισορροπίες (Κύπρος, Ελλάδα και Ιταλία). Οι νέες εμπεριστατωμένες επισκοπήσεις θα αξιολογήσουν κατά πόσον οι εν λόγω ανισορροπίες επιδεινώνονται, διορθώνονται ή έχουν διορθωθεί, με σκοπό την επικαιροποίηση των υφιστάμενων αξιολογήσεων και την εκτίμηση των πιθανών εναπομενουσών αναγκών πολιτικής.

    Επιπλέον, σε διάφορα κράτη μέλη που δεν είχαν υποβληθεί σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση κατά τον προηγούμενο γύρο παρατηρούνται εξελίξεις που χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής. Η Σλοβακία χαρακτηρίζεται από έντονη άνοδο των τιμών των κατοικιών παράλληλα με τη συνεχιζόμενη, αν και επιβραδυνόμενη, αύξηση της δανειοληψίας των νοικοκυριών. Είναι αισθητή η συγκέντρωση των εξαγωγών σε λίγους συγκεκριμένους τομείς και έχουν σημειωθεί απώλειες ανταγωνιστικότητας κόστους, αλλά μέχρι στιγμής τα μερίδια εξαγωγικών αγορών δεν έχουν επηρεαστεί αρνητικά. Στην περίπτωση της Ουγγαρίας, η αλληλεπίδραση μεταξύ κρατικού δανεισμού και εξωτερικής χρηματοδότησης σε ένα πλαίσιο σημαντικής έκθεσης του χρέους σε ξένο νόμισμα χρήζει προσοχής. Η αύξηση των τιμών των κατοικιών ήταν έντονη. Οι πιέσεις ανταγωνιστικότητας κόστους αυξάνονται, αλλά μέχρι στιγμής τα μερίδια εξαγωγικών αγορών δεν έχουν επηρεαστεί αρνητικά.

    Είναι επίσης απαραίτητη η παρακολούθηση της εξέλιξης των κινδύνων σε άλλα κράτη μέλη, οι οποίοι σε πολλές περιπτώσεις συνδέονται με τις αγορές στεγαστικών ακινήτων. Στην περίπτωση της Δανίας και του Λουξεμβούργου, οι εξελίξεις στην αγορά στεγαστικών ακινήτων καταδεικνύουν συσσώρευση κινδύνων. Παρότι οι αλλαγές στις προτιμήσεις, οι ευνοϊκές χρηματοοικονομικές συνθήκες και οι περιορισμοί της προσφοράς μπορεί να διατηρήσουν την αύξηση των τιμών των κατοικιών, ο κίνδυνος διόρθωσης προς τα κάτω, με δυνητικές επιπτώσεις για την ευρύτερη οικονομία, δεν μπορεί να αποκλειστεί. Η Τσεχία χαρακτηρίζεται από έντονη αύξηση των τιμών των κατοικιών και από επίμονες απώλειες ανταγωνιστικότητας κόστους που ήταν σημαντικές επί αρκετά έτη. Στη Μάλτα, το αυξανόμενο ιδιωτικό χρέος σε συνδυασμό με τις αδυναμίες του πλαισίου αφερεγγυότητας δημιουργούν ιδιαίτερες ευπάθειες. Στο πλαίσιο της παρακολούθησης και της εποπτείας θα πρέπει να παρακολουθούνται από κοντά οι εξελίξεις στα εν λόγω έξι κράτη μέλη και να εξακριβώνεται αν συνάδουν με τη μακροοικονομική σταθερότητα και αν συμβάλλουν σε αυτήν. Από τη στάθμιση των κινδύνων δεν προκύπτει επί του παρόντος ανάγκη για εμπεριστατωμένη επισκόπηση. Στην ενότητα 4 παρέχονται περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις ειδικές ανά χώρα εξελίξεις.

    4.    Ειδικά σχόλια ανά κράτος μέλος

    4.1.    Βέλγιο

    Τον Ιούνιο του 2021, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες στο Βέλγιο. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως το 2020, οι δείκτες ενοποιημένου χρέους του ιδιωτικού τομέα και οι δείκτες δημόσιου χρέους υπερβαίνουν τα ενδεικτικά τους όρια.

    Έπειτα από συρρίκνωση της τάξης του 5,7 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 6 % το 2021 και κατά 2,6 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 8,4 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Οι σχετικές εξελίξεις μετά την προηγούμενη έκθεση μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:    

    ·Οι εξωτερικές ευπάθειες εξακολουθούν να είναι περιορισμένες. Το 2020, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών παρουσίασε μικρό πλεόνασμα. Η ΝΙΙΡ είναι σαφώς θετική, ενώ μάλιστα προβλέπεται ότι θα παραμείνει στο ίδιο επίπεδο το 2021 και το 2022. Η σημαντική αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ) το 2020 αντικατοπτρίζει τη μεγάλη πτώση της παραγωγικότητας κατά τη διάρκεια της κρίσης COVID-19, εν μέρει λόγω της διατήρησης του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού. Το 2021 και το 2022, η δυναμική των αμοιβών αναμένεται να αντισταθμίσει σε μεγάλο βαθμό την ανάκαμψη της παραγωγικότητας.

    ·Ο δείκτης χρέους του ιδιωτικού τομέα προς το ΑΕΠ αυξήθηκε περαιτέρω πάνω από το όριο το 2020. Επηρεάστηκε αρνητικά από την απότομη μείωση του ΑΕΠ το 2020. Το χρέος των βελγικών μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών είναι υψηλό και αυξήθηκε σε σχεδόν 126 % του ΑΕΠ, αλλά το υψηλό ποσοστό διασυνοριακών ενδοομιλικών δανείων, το οποίο διογκώνει το ποσοστό αυτό, μειώνει τους κινδύνους. Το χρέος των νοικοκυριών, το οποίο αντανακλά κυρίως το ενυπόθηκο χρέος, συνέχισε να αυξάνεται το 2020, αλλά η άνοδος του δείκτη χρέους των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ οφείλεται κυρίως στη μείωση του ΑΕΠ, καθώς οι καθαρές πιστωτικές ροές προς τα νοικοκυριά ήταν περιορισμένες. Τα μέτρα για τη στήριξη του εισοδήματος των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων συνέβαλαν στη σταθεροποίηση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων το 2020. Οι τιμές των κατοικιών κατέγραψαν ραγδαία ανοδική πορεία το 2020, ενώ παρουσιάζουν ενδείξεις δυνητικής υπερτίμησης.

    ·Ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε περαιτέρω το 2020 σε 112,8 % του ΑΕΠ, αντικατοπτρίζοντας την απότομη πτώση του ΑΕΠ και τα σημαντικά μέτρα στήριξης της κυβέρνησης για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κρίσης COVID-19. Οι κίνδυνοι που συνδέονται με τους κύκλους ανατροφοδότησης του χρηματοπιστωτικού τομέα και του δημόσιου τομέα εξακολουθούν να είναι περιορισμένοι. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας παραμένει εύρωστος.

    ·Η αύξηση του ποσοστού ανεργίας περιορίστηκε το 2020, καθώς αυξήθηκε ελαφρώς μόνο σε 5,6 %, χάρη στα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, τα οποία παρατάθηκαν έως το τέλος του 2021. Προβλέπεται ελαφρά αύξηση τόσο το 2021 όσο και το 2022. Η ανεργία των νέων αυξήθηκε το 2020, ενώ προβλέπεται να αυξηθεί σε 20,5 % το 2021.

    Το Βέλγιο εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς να έχουν διαπιστωθεί μακροοικονομικές ανισορροπίες, αν και με υψηλό χρέος του ιδιωτικού τομέα και ακαθάριστο δημόσιο χρέος, τα οποία ενέχουν περιορισμένους κινδύνους. Λόγω της κρίσης COVID-19, το χρέος, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, αυξήθηκε περαιτέρω και χρήζει παρακολούθησης. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.2.    ΒΟΥΛΓΑΡΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες στη Βουλγαρία. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, ο δείκτης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ) υπερβαίνει το ενδεικτικό όριο.

    Μετά από συρρίκνωση της τάξης του 4,4 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 3,8 % το 2021 και κατά 4,1 % το 2022. Με την επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη, το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 17 % υψηλότερο σε σύγκριση με το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε μικρό έλλειμμα της τάξης του 0,3 % του ΑΕΠ το 2020, για πρώτη φορά από το 2012. Η μείωσή του οφειλόταν κυρίως στη συρρίκνωση των εξαγωγών τουριστικών υπηρεσιών που προκλήθηκε από την πανδημία COVID-19. Η ανάκαμψη των εσόδων από τον τουρισμό ξεκίνησε το 2021 και αναμένεται να συνεχιστεί και το 2022. Η αρνητική NIIP, που αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από άμεσες ξένες επενδύσεις, συνέχισε να βελτιώνεται λόγω της περαιτέρω συσσώρευσης αποθεματικών περιουσιακών στοιχείων.

    ·Το ονομαστικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε περαιτέρω το 2020 λόγω της κάπως χαμηλότερης ονομαστικής παραγωγικότητας σε ένα πλαίσιο διατήρησης του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού. Μελλοντικά, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται σημαντικά, ακόμη και αν είναι χαμηλότερο σε σύγκριση με το 2020, παρά την ανάκαμψη της αύξησης της παραγωγικότητας, καθώς η μισθολογική δαπάνη ανά μισθωτό αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά.

    ·Το χρέος των επιχειρήσεων αυξήθηκε το 2020, αλλά η απομόχλευση αναμένεται να ξαναρχίσει με την οικονομική ανάκαμψη. Αν και η πιστωτική επέκταση μετριάστηκε, η απότομη μείωση του ΑΕΠ το 2020 ανέτρεψε προσωρινά τη διαδικασία απομόχλευσης του χρέους που είχε βασιστεί στην ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ. Με την επιστροφή της οικονομικής ανάπτυξης, ο δείκτης του εταιρικού χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να επανέλθει σε καθοδική πορεία. Ο πραγματικός ρυθμός αύξησης των τιμών των κατοικιών αυξήθηκε σε 5,2 % το 2020. Αναμένεται να μετριαστεί κάπως το 2021, αλλά υποστηρίζεται από την έντονη αύξηση της ενυπόθηκης πίστης.

    ·Το δημόσιο χρέος ήταν κάτω του 25 % του ΑΕΠ το 2020, ενώ αναμένεται να παραμείνει κάτω του 30 % του ΑΕΠ το 2021, παρά την προβλεπόμενη αύξηση των κρατικών δαπανών.

    ·Ο χρηματοπιστωτικός τομέας διατήρησε επαρκή ρευστότητα και κεφαλαιακή επάρκεια κατά τη διάρκεια της κρίσης COVID-19, χάρη στη στήριξη των μέτρων που θέσπισε η Εθνική Τράπεζα της Βουλγαρίας τον Μάρτιο του 2020 και την ένταξη της Βουλγαρίας στην τραπεζική ένωση τον Ιούλιο του 2020. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει υψηλό, αν και μειώθηκε περαιτέρω σε 5,9 % το 2020. Μελλοντικά, θα είναι σημαντικό να παρακολουθείται εκ του σύνεγγυς το αποτέλεσμα της σταδιακής κατάργησης των μέτρων δημόσιας στήριξης, όπως η αναστολή των δανείων και τα συστήματα εγγυήσεων.

    ·Οι συνθήκες της αγοράς εργασίας δεν επηρεάστηκαν ιδιαίτερα από την ύφεση του 2020, κυρίως χάρη στη χρήση συστημάτων μειωμένου ωραρίου εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε σε 5,1 % το 2020 από το ιστορικά χαμηλό επίπεδο το 2019, αλλά προβλέπεται να αρχίσει να μειώνεται από το 2022.

    Η Βουλγαρία εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς εντοπισθείσες μακροοικονομικές ανισορροπίες, αν και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και το εταιρικό χρέος ήταν σχετικά υψηλά, παρότι σε πτωτική πορεία. Με την κρίση COVID-19, ο δείκτης χρέους του ιδιωτικού τομέα προς το ΑΕΠ αυξήθηκε προσωρινά το 2020, αλλά στη συνέχεια αναμένεται να μειωθεί. Οι μισθολογικές αποζημιώσεις αναμένεται να συνεχίσουν την ανοδική πορεία που είχε ξεκινήσει πριν από την πανδημία. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.3.    ΤΣΕΧIA

    Τον Ιούνιο του 2021, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Τσεχία. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, ο δείκτης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ) υπερβαίνει το ενδεικτικό όριο.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 5,8 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3 % το 2021 και κατά 4,4 % το 2022. Με την επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη, το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 13,2 % υψηλότερο σε σύγκριση με το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Οι εξωτερικές ευπάθειες παρέμειναν περιορισμένες. Ενώ το 2020 καταγράφηκε πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 3,6 % του ΑΕΠ, αναμένεται να επανέλθει σε γενικά ισοσκελισμένη θέση το 2021. Η NIIP συνέχισε να βελτιώνεται, αλλά παρέμεινε ελαφρώς αρνητική, στο -12,5 % του ΑΕΠ το 2020. Η NIIP εξαιρουμένων των μέσων χωρίς κίνδυνο αθέτησης (NENDI) ήταν ήδη θετική και καταγράφει συνεχή βελτίωση.

    ·Η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ήταν ήδη υψηλή και πριν από την πανδημία. Ο ρυθμός της αυξήθηκε περαιτέρω το 2020 λόγω της διατήρησης πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στο πλαίσιο της κρίσης COVID-19. Με την ανάκαμψη της παραγωγικότητας, ο ρυθμός αύξησης του ΚΕΑΜΠ αναμένεται να μετριαστεί παρά την έντονη αύξηση της μισθολογικής δαπάνης ανά μισθωτό το 2021 και το 2022.

    ·Το ιδιωτικό χρέος παρέμεινε σε χαμηλά επίπεδα. Παρότι αυξήθηκε ελαφρώς το 2020, το ιδιωτικό χρέος παραμένει εντός των προληπτικών και θεμελιωδών δεικτών αναφοράς. Οι πιστωτικές ροές ήταν θετικές αλλά περιορισμένες, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις. Ο τραπεζικός τομέας παραμένει σε ικανοποιητικά επίπεδα κεφαλαιοποίησης και η κερδοφορία του είναι υψηλή. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει χαμηλό.

    ·Το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε σε 37,7 % του ΑΕΠ το 2020, ενώ προβλέπεται να αυξηθεί σε 42,4 % του ΑΕΠ το 2021 και σε 44,3 % το 2022. Ενώ το επίπεδο του δημόσιου χρέους εξακολουθεί να είναι σχετικά χαμηλό, αυξάνεται με ταχύ ρυθμό εν μέσω των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

    ·Οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται με έντονους ρυθμούς εδώ και μεγάλο χρονικό διάστημα, ενώ υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις πιθανής υπερτίμησης. Η αύξηση των πραγματικών τιμών των κατοικιών παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα το 2020, σε ποσοστό 5,5 %, αν και μειώθηκε κάτω από το όριο του πίνακα αποτελεσμάτων. Καθώς το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται με έντονους ρυθμούς την περίοδο 2021-22, φαίνεται πιθανή μια περαιτέρω ραγδαία άνοδος των τιμών των κατοικιών, όπως υποδηλώνουν και τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2021. Οι ανοδικές πιέσεις στις τιμές θα μπορούσαν να μετριαστούν από την αναμενόμενη ανάκαμψη της κατασκευής κατοικιών το 2021 και το 2022 και την αύξηση των επιτοκίων των ενυπόθηκων δανείων εν μέσω της συνεχιζόμενης αυστηρής νομισματικής πολιτικής.

    Η Τσεχία εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς εντοπισθείσες μακροοικονομικές ανισορροπίες, αν και η ανταγωνιστικότητα και οι πιέσεις στη αγορά στεγαστικών ακινήτων ενέχουν κάποιους κινδύνους. Με την κρίση της νόσου COVID-19, κάποιοι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.4.    ΔΑΝΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες στη Δανία. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως το 2020, οι δείκτες πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και ιδιωτικού χρέους υπερβαίνουν τα ενδεικτικά τους όρια.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 2,1 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 4,3 % το 2021 και κατά 2,7 % το 2022. Το επίπεδο του ονομαστικού ΑΕΠ το 2021 προβλέπεται να υπερβεί το επίπεδο του 2019 κατά περίπου 10,4 %.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Όσον αφορά την εξωτερική βιωσιμότητα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εξακολουθεί να παρουσιάζει μεγάλο πλεόνασμα, το οποίο ανήλθε σε 8,1 % του ΑΕΠ το 2020. Μολονότι αναμένεται να μειωθεί σταθερά τα επόμενα έτη, προβλέπεται να παραμείνει εμφανώς πάνω από το ανώτατο όριο της ΔΜΑ. Το υψηλό πλεόνασμα αντανακλά κυρίως τις υψηλές εταιρικές και συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις. Τα συσσωρευμένα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών οδήγησαν σε υψηλή καθαρή διεθνή επενδυτική θέση (NIIP), η οποία ανήλθε σχεδόν στο 69 % του ΑΕΠ το 2020, από περίπου 77 % του ΑΕΠ το 2019 λόγω των μεταβολών αποτίμησης. Η υψηλή NIIP παράγει θετικό καθαρό πρωτογενές εισόδημα, το οποίο με τη σειρά του ενισχύει το θετικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

    ·Το χρέος του ιδιωτικού τομέα παραμένει σε υψηλά επίπεδα, αλλά μειώνεται. Στα νοικοκυριά της Δανίας παρατηρείται απομόχλευση τα τελευταία χρόνια, παρότι ο δείκτης χρέους των νοικοκυριών αυξήθηκε οριακά στο 111,7 % του ΑΕΠ το 2020, επηρεαζόμενος από τη μείωση του πραγματικού ΑΕΠ. Ο δείκτης χρέους των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ είναι ο υψηλότερος στην ΕΕ, αλλά προβλέπεται να συνεχίσει να μειώνεται το 2021 ως ποσοστό του ΑΕΠ. Παρά τη ραγδαία αύξηση των τιμών των κατοικιών, η αύξηση του ενυπόθηκου δανεισμού παρέμεινε συγκρατημένη. Η επιβάρυνση από τόκους μειώθηκε περαιτέρω, ενώ το ποσοστό των δανείων με κυμαινόμενα επιτόκια παραμένει σχετικά υψηλό, αν και πολύ χαμηλότερο από ό, τι πριν από μία δεκαετία. Το υψηλό επίπεδο του ακαθάριστου χρέους των νοικοκυριών συνοδεύεται από σημαντικά υψηλότερα, αν και λιγότερο ρευστοποιήσιμα, χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, ιδίως κατοικίες και συνταξιοδοτικές αποταμιεύσεις.

    ·Η αύξηση των πραγματικών τιμών των κατοικιών ήταν 4,6 % το 2020, κάτω δηλαδή από το όριο του πίνακα αποτελεσμάτων. Ο ρυθμός αύξησης των πραγματικών τιμών των κατοικιών επιταχύνθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2021, φθάνοντας στο ανώτατο επίπεδο του 13,5 % σε ετήσια βάση το δεύτερο τρίμηνο του 2021, αλλά προβλέπεται να επιβραδυνθεί στο εγγύς μέλλον. Οι εκτιμήσεις του κενού αποτίμησης υποδηλώνουν δυνητική υπερτίμηση. Η μέση διαφορά στις τιμές των κατοικιών εξακολουθεί να αυξάνεται, ενώ και η διαφορά τιμής προς το εισόδημα είναι συγκριτικά υψηλή.

    ·Ο τραπεζικός τομέας παρέμεινε σταθερός, οι τράπεζες διατηρούν την κερδοφορία, τη ρευστότητά τους και επαρκή κεφαλαιοποίηση, ενώ το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι χαμηλό. Παρά την απότομη αύξηση του δημόσιου χρέους το 2020 λόγω της εφαρμογής των μέτρων που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19, παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, γύρω στο 42 % του ΑΕΠ. Το δημοσιονομικό έλλειμμα ανήλθε μόλις στο 0,2 % του ΑΕΠ το 2020, εν μέρει λόγω έκτακτων αποτελεσμάτων.

    ·Η αγορά εργασίας εξακολουθεί να είναι ισχυρή. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε ελαφρώς το 2020, σε 5,6 %. Λόγω της ισχυρής ανάκαμψης της δανικής οικονομίας, το ποσοστό απασχόλησης υπερέβη το προ της πανδημίας επίπεδο, ενώ ο αριθμός των ανέργων ήταν μικρότερος από το προ της πανδημίας επίπεδο κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021.

    Η Δανία εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς εντοπισθείσες μακροοικονομικές ανισορροπίες, αν και το υψηλό χρέος του ιδιωτικού τομέα και το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ενέχουν κάποιους κινδύνους. Κατά τη διάρκεια της κρίσης COVID-19, το χρέος του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε ελαφρώς, ενώ οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν σημαντικά, και το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών παρέμεινε σε υψηλό επίπεδο. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.5.    ΓΕΡΜΑΝΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Γερμανία αντιμετώπιζε μακροοικονομικές ανισορροπίες, γεγονός που αντικατοπτρίζει το χαμηλό επίπεδο επενδύσεων σε σχέση με τις αποταμιεύσεις, οι οποίες έχουν διασυνοριακό αντίκτυπο. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, οι δείκτες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, της αύξησης των τιμών των κατοικιών και του δημόσιου χρέους υπερβαίνουν το ενδεικτικό τους όριο.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 4,6 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 2,7 % το 2021 και κατά 4,6 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 9,4 % υψηλότερο σε σύγκριση με το 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο ανερχόταν στο 6,9 % του ΑΕΠ το 2020, διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Έχει μειωθεί σταδιακά από το 2015, αλλά προβλέπεται να διατηρηθεί σε επίπεδα άνω του 6 %. Το γεγονός αυτό συνδέεται με τις υποτονικές ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις, οι οποίες περιορίζονται, μεταξύ άλλων, λόγω εμποδίων στις επενδύσεις, όπως στις υποδομές και τη στέγαση. Ενώ οι ιδιωτικές και οι δημόσιες επενδύσεις έχουν αυξηθεί σταδιακά τα τελευταία χρόνια, παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ.

    ·Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος σημείωσε ραγδαία αύξηση το 2020 λόγω της έντονης μείωσης της παραγωγής σε συνδυασμό με τη σχετικά σταθερή απασχόληση και τις μισθολογικές δαπάνες. Η σχέση μεταξύ κόστους εργασίας και παραγωγής αναμένεται να ομαλοποιηθεί όσο ανακάμπτει το ΑΕΠ.

    ·Το δημόσιο χρέος υπερέβη το ενδεικτικό όριο του πίνακα αποτελεσμάτων, δηλαδή το 60 % του ΑΕΠ, αγγίζοντας το 68,7 % του ΑΕΠ το 2020, ενώ αναμένεται να καταγράψει περαιτέρω αύξηση σε ποσοστό 71,4 % το 2021, η οποία αντανακλά τα μέτρα στήριξης που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Το τραπεζικό σύστημα διατηρεί ικανοποιητική κεφαλαιοποίηση με πολύ χαμηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων, παρότι η κερδοφορία του είναι χαμηλή μετά από μια περαιτέρω μείωση το 2020.

    ·Οι πραγματικές τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 7,1 % το 2020 και συνέχισαν να αυξάνονται με έντονο ρυθμό κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021 εν μέσω της συνεχιζόμενης έλλειψης προσφοράς κατοικιών. Η εξέλιξη των τιμών των κατοικιών δείχνει ενδείξεις πιθανής υπερτίμησης.

    Η Γερμανία εισήλθε στην κρίση COVID-19 με μεγάλο πλεόνασμα εγχώριων αποταμιεύσεων, που στηριζόταν κυρίως στις καθαρές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και της κυβέρνησης. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διατηρείται σε υψηλό επίπεδο, καθώς οι ιδιωτικές επενδύσεις παραμένουν υποτονικές παρά τα μέτρα στήριξης που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19, ενώ οι δημόσιες επενδύσεις δεν έχουν ακόμη καλύψει τα μακροχρόνια επενδυτικά κενά. Οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί σημαντικά. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή ανισορροπιών ή την άμβλυνσή τους, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη διαπίστωση ανισορροπιών τον Ιούνιο.

    4.6.    ΕΣΘΟΝΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Εσθονία. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, οι δείκτες της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, της αύξησης των τιμών των κατοικιών, των υποχρεώσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα και της ανεργίας των νέων υπερβαίνουν το ενδεικτικό τους όριο.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 3 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 9 % το 2021 και κατά 3,7 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 16 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Οι εξωτερικές ευπάθειες παραμένουν συγκρατημένες, ενώ η NIIP προβλέπεται να σταθεροποιηθεί σε περίπου ‑22 % του ΑΕΠ το 2021, έπειτα από μια δεκαετία σταθερών βελτιώσεων. Το συσσωρευμένο απόθεμα ΑΞΕ αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος των υποχρεώσεων. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε μικρό έλλειμμα το 2020, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς το 2021.

    ·Η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επιταχύνθηκε περαιτέρω το 2020 μετά από μερικά χρόνια συνεχιζόμενης έντονης ανάπτυξης. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος προβλέπεται να μειωθεί το 2021 χάρη στην υψηλότερη παραγωγικότητα σε περιόδους έντονης αύξησης της παραγωγής και σε μια καθυστερημένη ανταπόκριση στην απασχόληση, και να αρχίσει να αυξάνεται εκ νέου στη συνέχεια. Τα μερίδια εξαγωγικών αγορών αυξήθηκαν έως το 2020, ωθούμενα από τις εξαγωγές αγαθών, και αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται, αν και με βραδύτερο ρυθμό. Η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία βάσει του ΕνΔΤΚ ανατιμήθηκε οριακά το περασμένο έτος, αν και λιγότερο σε σύγκριση με ορισμένα από τα έτη πριν από την πανδημία.

    ·Η αύξηση των τιμών των κατοικιών ακολούθησε ανοδική πορεία της τάξης του 6,9 % το 2020, η οποία αναμένεται να επιταχυνθεί περαιτέρω το 2021, τροφοδοτούμενη από την πρόωρη απόσυρση συνταξιοδοτικών περιουσιακών στοιχείων το 2021, την αύξηση των τιμών των οικοδομικών υλικών και τα εμπόδια από την πλευρά της προσφοράς, ενώ οι περιορισμοί στον δανεισμό των νοικοκυριών θα μπορούσαν να αποτελέσουν ελαφρυντικό παράγοντα. Οι μετρήσεις των τιμών των κατοικιών δεν υποδεικνύουν πιθανούς κινδύνους υπερτίμησης. Ο τραπεζικός τομέας παραμένει ανθεκτικός με υψηλό δείκτη κεφαλαίου και χαμηλό δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων.

    ·Ο δείκτης του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει χαμηλός, αλλά αυξήθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες το 2020, λόγω του υψηλότερου δημόσιου ελλείμματος, του χαμηλότερου ονομαστικού ΑΕΠ και της προληπτικής χρηματοδότησης από την κυβέρνηση. Προβλέπεται να φτάσει στο 20,4 % του ΑΕΠ το 2022.

    ·Οι συνθήκες της αγοράς εργασίας επιδεινώθηκαν λόγω της κρίσης COVID-19. Μετά από σταθερή μείωση την τελευταία δεκαετία, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε σε 6,8 % το 2020. Προβλέπεται ότι θα αρχίσει να μειώνεται το 2022. Το ποσοστό ανεργίας των νέων αυξήθηκε σημαντικά το 2020 και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται το 2021.

    Η Εσθονία εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς να έχουν διαπιστωθεί μακροοικονομικές ανισορροπίες, αν και με αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση που συνεπάγεται περιορισμένους κινδύνους. Λόγω της κρίσης COVID-19, ο ρυθμός αύξησης των τιμών των κατοικιών επιταχύνθηκε, αλλά οι τιμές των κατοικιών δεν φαίνεται να είναι υπερτιμημένες. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.7.    ΙΡΛΑΝΔΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ιρλανδία αντιμετώπιζε μακροοικονομικές ανισορροπίες, ιδίως όσον αφορά ευπάθειες σε σχέση με το υψηλό ιδιωτικό, δημόσιο και εξωτερικό χρέος. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, οι δείκτες για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, την καθαρή διεθνή επενδυτική θέση, το χρέος του ιδιωτικού τομέα και το ποσοστό ενεργού πληθυσμού υπερβαίνουν το ενδεικτικό τους όριο.( 40 ) 

    Έπειτα από μια επέκταση της τάξης του 5,9 % το 2020, η οικονομική ανάπτυξη της Ιρλανδίας αναμένεται να επιταχυνθεί στο 14,6 % το 2021 και στο 5,1 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 28,1 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Η εξωτερική βιωσιμότητα εξακολουθεί να αποτελεί πηγή ανησυχίας. Η NIIP είναι έντονα αρνητική, αν και ιδιαίτερα διογκωμένη από τις δραστηριότητες των πολυεθνικών εταιρειών. Βελτιώθηκε σε ‑174 % του ΑΕΠ το 2020, ενώ στο μέλλον αναμένεται να βελτιωθεί περαιτέρω. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ανέκαμψε το 2020 από το τεράστιο έλλειμμα του 2019, ενώ προβλέπεται να εμφανίσει μεγάλο πλεόνασμα το 2021 και το 2022, γεγονός που θα συμβάλει στη βελτίωση της εξωτερικής θέσης.

    ·Το ιδιωτικό χρέος είναι πολύ υψηλό, αλλά εξακολουθεί να μειώνεται. Έφτασε σχεδόν στο 189 % του ΑΕΠ το 2020. Το εταιρικό χρέος αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού χρέους [153 % του ΑΕΠ και 274 % του τροποποιημένου ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος (ΑΕΕ*)], ενώ παραμένει πάνω από τα θεμελιώδη και προληπτικά όρια. Το υψηλό ποσοστό διασυνοριακών ενδοομιλικών δανείων στο εταιρικό χρέος μειώνει τους κινδύνους. Το 2020, το χρέος των νοικοκυριών ανήλθε σε περίπου 36 % του ΑΕΠ και 64 % του ΑΕΕ*. Μολονότι βρίσκεται κάτω από το προληπτικό όριο και ακολουθεί πτωτική πορεία, εξακολουθεί να είναι υψηλό σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών (109 %).

    ·Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε ελαφρώς σε 58,4 % του ΑΕΠ το 2020. Αναμένεται να επανέλθει στην πτωτική του τάση το 2021. Αντίθετα, το δημόσιο χρέος παραμένει υψηλό σε σχέση με το ΑΕΕ*.

    ·Ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πιο εύρωστη θέση από ό, τι την περίοδο πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2010. Οι τράπεζες έχουν επαρκή κεφαλαιοποίηση, αλλά αντιμετωπίζουν πιο μακροπρόθεσμες προκλήσεις όσον αφορά την κερδοφορία, η οποία απέκτησε αρνητικό πρόσημο το 2020. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) μειώθηκαν σημαντικά τα τελευταία έτη και το ποσοστό των ΜΕΔ παρέμεινε χαμηλό, στο 2,6 % τον Ιούνιο του 2021.

    ·Οι τιμές των κατοικιών έμειναν στάσιμες το 2020 σε πραγματικούς όρους, αλλά αναμένεται να αυξηθούν ελαφρώς το 2021 λόγω της έλλειψης προσφοράς. Οι μετρήσεις του κενού αποτίμησης δεν υποδεικνύουν πιθανή υπερτίμηση, αλλά η οικονομική προσιτότητα της στέγασης εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα, καθώς ο μέσος αριθμός ετών εισοδήματος που απαιτούνται για την αγορά κατοικίας είναι μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ. 

    ·Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε σε 5,7 % το 2020 και προβλέπεται να αγγίξει το 7,5 % το 2021 ως αποτέλεσμα της κρίσης COVID-19, αλλά στη συνέχεια είναι πιθανό να ακολουθήσει και πάλι πτωτική πορεία. Η τριετής μεταβολή του ποσοστού ενεργού πληθυσμού απέκτησε αρνητικό πρόσημο το 2020, αλλά προβλέπεται να επανέλθει σε θετική τιμή το 2021 και το 2022.

    Η Ιρλανδία εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με το εξωτερικό, το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος. Καθώς η οικονομία της Ιρλανδίας αναπτύχθηκε παρά την κρίση, οι ευπάθειες που συνδέονται με το εξωτερικό και το ιδιωτικό χρέος χαλάρωσαν κάπως, αλλά το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή ανισορροπιών ή την άμβλυνσή τους, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη διαπίστωση ανισορροπιών τον Ιούνιο.

    4.8.    ΕΛΛΑΔΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα εμφανίζει υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, που σχετίζονται με το υψηλό δημόσιο χρέος, την ατελή εξωτερική επανεξισορρόπηση και το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, σε συνθήκες υψηλής ανεργίας και χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένων των αριθμητικών στοιχείων έως το 2020, ορισμένοι δείκτες υπερβαίνουν τα ενδεικτικά όρια, και συγκεκριμένα η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (NIIP), το δημόσιο χρέος, το μερίδιο εξαγωγικών αγορών, οι υποχρεώσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, το ποσοστό ανεργίας και το ποσοστό ενεργού πληθυσμού. ( 41 )

    Έπειτα από μια ραγδαία συρρίκνωση της τάξης του -9 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να ανακάμψει, με ρυθμούς που αναμένεται να αγγίξουν το 7,1 % το 2021 και το 5,2 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 2,4 % υψηλότερο σε σύγκριση με το 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Η εξωτερική βιωσιμότητα επιδεινώθηκε το 2020, καθώς ο αρνητικός δείκτης NIIP μειώθηκε περαιτέρω λόγω της συρρίκνωσης του ΑΕΠ και της σημαντικής επιδείνωσης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στο -6,6 % του ΑΕΠ. Με την επάνοδο του τουρισμού, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να μειωθεί το 2021 και το 2022. Μεγάλο μερίδιο της NIIP αποδίδεται στο δημόσιο χρέος το οποίο παρατείνεται με ευνοϊκούς όρους και μεγάλες ληκτότητες.

    ·Ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες το 2020 σε 206,3 % του ΑΕΠ, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη βαθιά ύφεση και τον αντίκτυπο των μέτρων για τον περιορισμό του οικονομικού και κοινωνικού κόστους της κρίσης COVID-19. Πάνω από το ήμισυ αυτής της αύξησης οφειλόταν στην επίδραση του παρονομαστή. Ο δείκτης δημόσιου χρέους προβλέπεται να αρχίσει να μειώνεται το 2021. Οι μακροπρόθεσμες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες δεν έχουν μεταβληθεί σημαντικά από την έναρξη της πανδημίας, κυρίως λόγω της μείωσης των ποσοστών αναχρηματοδότησης.

    ·Η κερδοφορία του τραπεζικού τομέα απέκτησε αρνητικό πρόσημο το 2020, ενώ ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών κατηγορίας 1 είναι ένας από τους χαμηλότερους στην ΕΕ, εν μέρει λόγω της συνεχιζόμενης εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών. Μολονότι παραμένει υψηλό, στο 26,1 % τον Μάρτιο του 2021, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ( 42 ) μειώθηκε σημαντικά το 2020 και αναμένεται να συνεχίσει να μειώνεται με αργούς ρυθμούς το 2021. Αρχική αξιολόγηση μετά τη λήξη της αναστολής πληρωμών υποδηλώνει μέτριες αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, ωστόσο, εξακολουθούν να υφίστανται κίνδυνοι δυσμενέστερων εξελίξεων.

    ·Το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να μειώνεται ακόμη και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κυρίως λόγω των κυβερνητικών μέτρων στήριξης, αλλά παρέμεινε υψηλό σε ποσοστό 16,3 % το 2020. Προβλέπεται περαιτέρω υποχώρησή του κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα των προβλέψεων.

    Η Ελλάδα εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με το δημόσιο χρέος, την ατελή εξωτερική επανεξισορρόπηση, τα παλαιά μη εξυπηρετούμενα δάνεια, την ανεργία και τη χαμηλή δυνητική ανάπτυξη. Με την κρίση COVID-19, το δημόσιο χρέος και οι εξωτερικές ανισορροπίες έχουν αυξηθεί. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή μακροοικονομικών κινδύνων και να παρακολουθεί την πρόοδο όσον αφορά την εξάλειψη των υπερβολικών ανισορροπιών, λαμβανομένης επίσης υπόψη της διαπίστωσης υπερβολικής ανισορροπίας τον Ιούνιο.

    4.9.    ΙΣΠΑΝΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ισπανία αντιμετώπιζε μακροοικονομικές ανισορροπίες, που σχετίζονται με τα υψηλά επίπεδα εξωτερικού, ιδιωτικού και δημόσιου χρέους, με διασυνοριακό αντίκτυπο, σε συνθήκες υψηλής ανεργίας. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως το 2020, ορισμένοι δείκτες υπερβαίνουν τα ενδεικτικά όρια, και συγκεκριμένα η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (NIIP), η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ), το μερίδιο εξαγωγικών αγορών, το δημόσιο χρέος και το χρέος του ιδιωτικού τομέα, το ποσοστό ανεργίας, καθώς και το ποσοστό ενεργού πληθυσμού.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 10,8 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 4,6 % το 2021 και κατά 5,5 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2023 προβλέπεται να είναι κατά 2,6 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Η εξωτερική βιωσιμότητα επιδεινώθηκε το 2020, καθώς διευρύνθηκε ο αρνητικός δείκτης NIIP προς το ΑΕΠ, κυρίως λόγω της συρρίκνωσης του ΑΕΠ, αλλά και ορισμένων αρνητικών μεταβολών αποτίμησης. Ο δείκτης NIIP ανήλθε σε -85,5 % το 2020, αλλά προβλέπεται να σημειώσει βελτίωση το 2021 και το 2022. Η NIIP εκτός των μέσων χωρίς κίνδυνο αθέτησης (NENDI) παραμένει σε υψηλά επίπεδα. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σε 0,8 % του ΑΕΠ το 2020, σε συνδυασμό με την επιδείνωση του μεριδίου εξαγωγικών αγορών, εν μέρει λόγω των χαμηλών επιπέδων του διεθνούς τουρισμού. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να παρουσιάσει ελαφρώς πλεόνασμα το 2021 και το 2022.

    ·Το χρέος των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών βρισκόταν σε πτωτική πορεία έως το 2019. Με την κρίση COVID-19, ο δείκτης ιδιωτικού χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε ελαφρώς άνω του 146 % του ΑΕΠ το 2020, γεγονός που αντανακλά τόσο τις καθαρές πιστωτικές ροές προς τον επιχειρηματικό τομέα όσο και, σε μεγαλύτερο βαθμό, τη σημαντική μείωση του ΑΕΠ, υπερβαίνοντας έτσι το όριο του 133 % βάσει της ΔΜΑ. Η αύξηση του δείκτη ιδιωτικού χρέους προς το ΑΕΠ είναι πιθανό να αντιστραφεί εν μέρει το 2021, λόγω της αναμενόμενης οικονομικής ανάκαμψης.

    ·Ο ήδη υψηλός δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 25 ποσοστιαίες μονάδες το 2020 σε 120 % του ΑΕΠ, γεγονός που αντικατοπτρίζει τη βαθιά ύφεση και τον αντίκτυπο των μέτρων κυβερνητικής στήριξης για την αντιμετώπιση της κρίσης COVID-19. Προβλέπεται να μειωθεί ελαφρώς έως το 2022 και να φτάσει το 116 %. Οι κίνδυνοι που συνδέονται με αρνητικούς βρόχους ανατροφοδότησης του χρηματοπιστωτικού και του δημόσιου τομέα εξακολουθούν να υφίστανται και ενδέχεται να επιδεινωθούν από την αύξηση των ευπαθειών του επιχειρηματικού τομέα που σχετίζονται με την πανδημία.

    ·Η ανθεκτικότητα του τραπεζικού τομέα ενισχύθηκε την τελευταία δεκαετία. Μέσω της κρίσης COVID-19, η κεφαλαιοποίηση του τραπεζικού τομέα βελτιώθηκε οριακά, αν και παραμένει σε χαμηλά επίπεδα. Η θέση ρευστότητας των τραπεζών παραμένει καθησυχαστική. Η κερδοφορία παρέμενε σε σταθερά χαμηλά επίπεδα, ενώ το 2020 ακολούθησε αρνητική πορεία. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε σε 2,8 % το 2020. Ωστόσο, ενδεχομένως να αυξηθεί μελλοντικά, όταν θα είναι πλήρως ορατό το αποτέλεσμα της σταδιακής κατάργησης των μέτρων δημόσιας στήριξης, όπως η αναστολή των δανείων και τα συστήματα εγγυήσεων.

    ·Έπειτα από μια πτωτική πορεία για αρκετά χρόνια, το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε εκ νέου το 2020 σε 15,5 %, στο πλαίσιο της κρίσης COVID-19 και παραμένει πάνω από το ενδεικτικό όριο. Το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται ότι θα μειωθεί το 2021 και το 2022. Το ποσοστό ενεργού πληθυσμού μειώθηκε και παραμένει κάτω από το ενδεικτικό όριο. Επιπλέον, ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας εξακολουθεί να προκαλεί ανησυχία.

    Η Ισπανία εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με το εξωτερικό, το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος και την υψηλή ανεργία. Οι δείκτες χρέους και ανεργίας έχουν αυξηθεί λόγω της κρίσης COVID-19. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή ανισορροπιών ή την άμβλυνσή τους, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη διαπίστωση ανισορροπιών τον Ιούνιο.

    4.10.    ΓΑΛΛΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Γαλλία αντιμετώπιζε μακροοικονομικές ανισορροπίες, όσον αφορά το υψηλό δημόσιο χρέος και τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα σε συνθήκες χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας, οι οποίες έχουν διασυνοριακό αντίκτυπο. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως το 2020, ορισμένοι δείκτες υπερβαίνουν τα ενδεικτικά όρια, και συγκεκριμένα το δημόσιο χρέος και το χρέος του ιδιωτικού τομέα, το μερίδιο εξαγωγικών αγορών, καθώς και το ποσοστό ενεργού πληθυσμού.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 7,9 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 6,5 % το 2021 και κατά 3,8 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 6,7 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Η εξωτερική θέση επιδεινώθηκε το 2020, καθώς ο αρνητικός δείκτης NIIP προς το ΑΕΠ μειώθηκε σε περίπου ‑30 % λόγω της αύξησης του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και της μείωσης του ΑΕΠ. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να βελτιωθεί κάπως τα επόμενα έτη, με την αναμενόμενη ανάκαμψη των εξαγωγών. Η NIIP προβλέπεται να σταθεροποιηθεί γύρω από τα τρέχοντα επίπεδα.

    ·Ο δείκτης ιδιωτικού χρέους προς το ΑΕΠ συνέχισε να αυξάνεται το 2020, κατά 21 ποσοστιαίες μονάδες, σε σχεδόν 174 %, με τη στήριξη ισχυρών πιστωτικών ροών. Η αύξηση αυτή αναμένεται να αντιστραφεί ελαφρώς το 2021. Ωστόσο, η αύξηση του εταιρικού χρέους συνοδεύεται από παράλληλη αύξηση των αποθεμάτων ρευστότητας των επιχειρήσεων, ενώ η αύξηση του χρέους των νοικοκυριών συνοδεύτηκε επίσης από αύξηση των καταθέσεων. Οι πραγματικές τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κάπως ταχύτερα το 2020 από ό, τι το 2019 και εμφανίζουν ενδείξεις δυνητικής υπερτίμησης.

    ·Ο ήδη υψηλός δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες στο 115 % του ΑΕΠ το 2020, γεγονός που αντανακλά τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης COVID-19 και το βάθος της ύφεσης. Προβλέπεται να αρχίσει να μειώνεται το 2021.

    ·Μετά από αρκετά χρόνια βελτίωσης, οι δείκτες ανταγωνιστικότητας επηρεάστηκαν αρνητικά από την κρίση της νόσου COVID-19. Ο ρυθμός αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επιταχύνθηκε προσωρινά το 2020, παρά τη μείωση της μισθολογικής δαπάνης ανά μισθωτό. Το γεγονός αυτό αναμένεται να αντιστραφεί μόνο εν μέρει κατά τα επόμενα έτη. Η σημαντική απώλεια μεριδίων εξαγωγικών αγορών το 2020 αναμένεται να αναστραφεί τα επόμενα έτη.

    ·Ο τραπεζικός τομέας παρουσίασε υγιή και αυξανόμενα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων, ενώ το ήδη χαμηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων συνέχισε να μειώνεται το 2020 σε 2,2 %. Ωστόσο, το ποσοστό αυτό θα μπορούσε να αυξηθεί με τη σταδιακή κατάργηση των κυβερνητικών μέτρων στήριξης.

    ·Η κατάσταση στην αγορά εργασίας επιδεινώθηκε το 2020 λόγω της κρίσης COVID-19, με μείωση της συνολικής απασχόλησης και του ποσοστού ενεργού πληθυσμού. Τόσο το ποσοστό απασχόλησης όσο και το ποσοστό ενεργού πληθυσμού αναμένεται να βελτιωθούν από το 2021 και μετά.

    Η Γαλλία εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με το δημόσιο χρέος και την ανταγωνιστικότητα, σε συνθήκες χαμηλής παραγωγικότητας. Με την κρίση COVID-19, τα αποθέματα δημόσιου, εξωτερικού και ιδιωτικού χρέους έχουν αυξηθεί. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή ανισορροπιών ή την άμβλυνσή τους, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη διαπίστωση ανισορροπιών τον Ιούνιο.

    4.11.    ΚΡΟΑΤΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021 η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κροατία αντιμετώπιζε μακροοικονομικές ανισορροπίες που συνδέονται με τα υψηλά επίπεδα εξωτερικού, ιδιωτικού και δημόσιου χρέους σε συνθήκες ασθενούς δυνητικής ανάπτυξης. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, οι δείκτες της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης (NIIP), του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ), της αύξησης των τιμών των κατοικιών και του ακαθάριστου δημόσιου χρέους της γενικής κυβέρνησης υπερβαίνουν το ενδεικτικό τους όριο.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 8,1 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 8,1 % το 2021 και κατά 5,6 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 9,5 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Η εξωτερική βιωσιμότητα επιδεινώθηκε το 2020. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μετατράπηκε σε έλλειμμα της τάξης του 0,1 % του ΑΕΠ το 2020, κυρίως λόγω της προκληθείσας από την πανδημία ύφεσης των εξαγωγών που συνδέονται με τον τουρισμό. Το τριετές μέσο πλεόνασμα μειώθηκε σε 1,6 %. Η NIIP επιδεινώθηκε ελαφρώς σε -47,8 % του ΑΕΠ το 2020, αλλά αναμένεται να βελτιωθεί εκ νέου από το 2021 και μετά. Αντίθετα, η NIIP εξαιρουμένων των μέσων χωρίς αθέτηση (NENDI) βελτιώθηκε περαιτέρω και έφθασε σε ισοσκελισμένη θέση το 2020.

    ·Το ονομαστικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε ραγδαία το 2020 εν μέσω μείωσης της παραγωγικότητας, με αποτέλεσμα τη μεταβολή του τριετούς μέσου όρου στο 13,7 %. Η αύξηση του ΚΕΑΜΠ προβλέπεται να καταγράψει αρνητική πορεία το 2021.

    ·Ο δείκτης τιμών των κατοικιών υπερέβη και πάλι το όριο το 2020, με αύξηση 7,3 % σε πραγματικούς όρους, με αποτέλεσμα να επιδεινωθεί το πρόβλημα της οικονομικής προσιτότητας των κατοικιών. Το 2021 αναμένεται να επιφέρει επιβράδυνση των τιμών των κατοικιών. Οι τιμές των κατοικιών απαιτούν περαιτέρω παρακολούθηση, λαμβανομένης επίσης υπόψη της εξέλιξης των τιμών κατασκευής.

    ·Ο δείκτης ιδιωτικού χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε από περίπου 88 % του ΑΕΠ σε 98 % το 2020, λόγω της μείωσης του ΑΕΠ και των θετικών, αν και χαμηλών πιστωτικών ροών. Η αύξηση των δεικτών χρέους τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών είναι πιθανόν να αντιστραφεί το 2021, λόγω της επίδρασης του παρονομαστή (αύξηση του ΑΕΠ). Ενώ ο τραπεζικός τομέας έχει ικανοποιητική κεφαλαιοποίηση και η κερδοφορία του είναι υψηλή, χαρακτηρίζεται επίσης από σχετικά υψηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων, άνω του 5 %. Θα είναι σημαντικό μελλοντικά να παρακολουθείται εκ του σύνεγγυς το αποτέλεσμα της σταδιακής κατάργησης των μέτρων δημόσιας στήριξης, όπως η αναστολή των δανείων και τα συστήματα εγγυήσεων.

    ·Έπειτα από μια πτωτική πορεία για πέντε συνεχόμενα έτη, ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 16 ποσοστιαίες μονάδες το 2020, στο 87,3 % του ΑΕΠ, γεγονός που αντανακλά τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης COVID-19 και το βάθος της ύφεσης. Με την αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη και την άρση της δημοσιονομικής στήριξης, η μείωση του δημόσιου χρέους προβλέπεται να επανέλθει το 2021.

    Η Κροατία εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με το δημόσιο, το ιδιωτικό και το εξωτερικό χρέος σε συνθήκες χαμηλής δυνητικής ανάπτυξης. Οι δείκτες χρέους έχουν αυξηθεί λόγω της κρίσης COVID-19. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή ανισορροπιών ή την άμβλυνσή τους, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη διαπίστωση ανισορροπιών τον Ιούνιο.

    4.12.    ΙΤΑΛΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ιταλία αντιμετώπιζε υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες, οι οποίες αφορούσαν το υψηλό δημόσιο χρέος και παρατεταμένη ασθενή δυναμική της παραγωγικότητας, οι οποίες έχουν διασυνοριακό αντίκτυπο, σε ένα πλαίσιο αδυναμιών της αγοράς εργασίας και του τραπεζικού τομέα. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, οι δείκτες του δημόσιου χρέους και του ποσοστού ενεργού πληθυσμού υπερβαίνουν το ενδεικτικό όριο.

    Έπειτα από την απότομη συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 8,9 % το 2020 ως συνέπεια της κρίσης COVID-19, ο ρυθμός αύξησής του αναμένεται να ανακάμψει κατά 6,2 % το 2021 και κατά 4,3 % το 2022. Το επίπεδο του ονομαστικού ΑΕΠ το 2022 αναμένεται να υπερβεί το επίπεδο του 2019 κατά 4,6 %.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    ·Η εξωτερική θέση είναι σταθερή με ισορροπημένη καθαρή διεθνή επενδυτική θέση (NIIP). Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 3,8 % του ΑΕΠ το 2020 αναμένεται να μειωθεί οριακά το 2021, κυρίως λόγω του αυξανόμενου κόστους του πετρελαίου και της μεγαλύτερης ζήτησης εισαγωγών.

    ·Το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε το 2020, με το χρέος τόσο των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων να προσεγγίζει τους δείκτες αναφοράς που βασίζονται στην προληπτική εποπτεία και στα θεμελιώδη μεγέθη. Από το 2021, και οι δύο συνιστώσες του ιδιωτικού χρέους αναμένεται να μειωθούν, με την επανεκκίνηση της ανάπτυξης.

    ·Η παραγωγικότητα της εργασίας μειώθηκε απότομα το 2020, καθώς τα προγράμματα μειωμένου ωραρίου ενίσχυσαν την απασχόληση, ενώ η οικονομική παραγωγή σημείωσε κατακόρυφη πτώση. Η παραγωγικότητα αναμένεται να βελτιωθεί μεσοπρόθεσμα, καθώς η αύξηση του ΑΕΠ ανακάμπτει. Η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος επιταχύνθηκε το 2020, αλλά αναμένεται να επιβραδυνθεί εν μέσω συγκρατημένης αύξησης των μισθών στο μέλλον.

    ·Ο λόγος του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 21 ποσοστιαίες μονάδες το 2020, φθάνοντας το 155,6 %. Πάνω από το ήμισυ της αύξησης του δείκτη χρέους οφείλεται στην επίδραση του παρονομαστή. Ο δείκτης δημόσιου χρέους αναμένεται να αρχίσει να μειώνεται το 2021, παρά τα παρατεταμένα μέτρα στήριξης, και να παραμείνει σε καθοδική πορεία τα επόμενα έτη. Εξακολουθούν να υφίστανται κίνδυνοι για τα δημόσια οικονομικά που συνδέονται με τους βρόχους ανατροφοδότησης του χρηματοπιστωτικού και του εταιρικού τομέα, δεδομένου του σημαντικού μεριδίου των εγγυημένων από το δημόσιο δανείων και του κινδύνου αύξησης της αφερεγγυότητας των επιχειρήσεων, ακόμη και από τα σημερινά χαμηλά επίπεδα.

    ·Οι βελτιώσεις συνεχίστηκαν στον τραπεζικό τομέα, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν ευπάθειες. Η μείωση του ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σημείωσε περαιτέρω πρόοδο, αλλά, στο 4,5 % το πρώτο τρίμηνο του 2021, παραμένει πάνω από τον μέσο όρο της ζώνης του ευρώ (2,4 %). Τα μέτρα ρευστότητας για την αντιμετώπιση της πανδημίας στήριξαν όγκους τραπεζικής δανειοδότησης. Ωστόσο, η κερδοφορία των τραπεζών μειώθηκε περαιτέρω το 2020. Μελλοντικά, θα είναι σημαντικό να παρακολουθείται εκ του σύνεγγυς το αποτέλεσμα της σταδιακής κατάργησης των μέτρων δημόσιας στήριξης, όπως η αναστολή των δανείων και τα συστήματα εγγυήσεων.

    ·Το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να μειώνεται το 2020 και έφθασε το 9,2 %, σε αντίθεση με τις περισσότερες άλλες χώρες της ΕΕ, αλλά αναμένεται να αυξηθεί το 2021. Το ποσοστό ανεργίας των νέων αυξήθηκε περαιτέρω το 2020 και είναι πολύ υψηλό. Το μέγεθος του εργατικού δυναμικού εξακολουθεί να είναι μικρότερο από ό, τι πριν από την κρίση COVID-19. Εξακολουθούν να υπάρχουν αναντιστοιχίες δεξιοτήτων που θα μπορούσαν να εμποδίσουν την ταχύτερη μείωση του ποσοστού ανεργίας κατά τα επόμενα έτη.

    Η Ιταλία εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με το υψηλό επίπεδο του δημόσιου χρέους και τη χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας, σε ένα πλαίσιο ακόμη σχετικά υψηλού ποσοστού ανεργίας. Με την κρίση COVID-19, οι δείκτες χρέους έχουν αυξηθεί, ενώ εξακολουθούν να υπάρχουν ευπάθειες στον χρηματοπιστωτικό τομέα και ορισμένες ευπάθειες στην αγορά εργασίας. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή μακροοικονομικών κινδύνων και να παρακολουθεί την πρόοδο όσον αφορά την εξάλειψη των υπερβολικών ανισορροπιών, λαμβανομένης επίσης υπόψη της διαπίστωσης υπερβολικής ανισορροπίας τον Ιούνιο.

    4.13.    ΚΥΠΡΟΣ

    Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Κύπρος αντιμετώπιζε υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες. Οι ευπάθειες σχετίζονται με τα υψηλά αποθέματα εξωτερικού, δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που εξακολουθούν να είναι σε υψηλά επίπεδα και το σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως το 2020, ορισμένοι δείκτες υπερβαίνουν τα ενδεικτικά όρια, και συγκεκριμένα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (NIIP), το δημόσιο χρέος και το χρέος του ιδιωτικού τομέα. ( 43 )

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 5,2 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 5,4 % το 2021 και κατά 4,2 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 7 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    ·Οι εξωτερικές ευπάθειες εξακολουθούν να αποτελούν πηγή ανησυχίας, καθώς η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση εξακολουθούσε να είναι έντονα αρνητική το 2020, ακόμη κι αν σε μεγάλο βαθμό αντικατοπτρίζει δραστηριότητες οντοτήτων ειδικού σκοπού. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών εμφάνισε μεγάλο έλλειμμα της τάξης του 10,1 % του ΑΕΠ το 2020, επιδεινούμενο από 5,7 % το 2019, με τις εξαγωγές του τουρισμού να επηρεάζονται πολύ αρνητικά από την πανδημία. Το 2021 και το 2022 αναμένονται μέτριες βελτιώσεις.

    ·Ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 24 ποσοστιαίες μονάδες το 2020, σε 115,3 %, καθώς η κυβέρνηση δημιούργησε ένα σημαντικό ταμειακό απόθεμα ασφαλείας για να εξασφαλίσει την αναγκαία ικανότητα παρέμβασης για την καταπολέμηση της πανδημίας, τη στήριξη της οικονομίας και τη διαχείριση των κινδύνων ρευστότητας. Ο δείκτης δημόσιου χρέους προβλέπεται να αρχίσει και πάλι την πτωτική του πορεία το 2021.

    ·Μετά από χρόνια σταθερής μείωσης, ο δείκτης ιδιωτικού χρέους αυξήθηκε το 2020 λόγω της πτώσης του ονομαστικού ΑΕΠ που προκάλεσε η πανδημία. Ο δείκτης χρέους των νοικοκυριών έφθασε το 91 % του ΑΕΠ, ενώ ο δείκτης χρέους των μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών αυξήθηκε σχεδόν στο 170 % του ΑΕΠ. Για το 2021, με βάση την αναμενόμενη οικονομική ανάκαμψη, το ιδιωτικό χρέος προβλέπεται να επανέλθει σε πτωτική πορεία — παραμένοντας ωστόσο πάνω από τα προληπτικά και θεμελιώδη όρια.

    ·Η κερδοφορία του τραπεζικού τομέα απέκτησε αρνητικό πρόσημο το 2020. Το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) παραμένει υψηλό, αλλά μειώθηκε σημαντικά το 2020. Το ποσοστό των ΜΕΔ παρέμεινε σταθερό στο 10 % περίπου κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021. Επιπλέον, έχουν προγραμματιστεί πρόσθετες πωλήσεις χαρτοφυλακίων. Η άρση της αναστολής των δανείων τον Ιανουάριο του 2021 δεν έχει ακόμη εμφανίσει σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων, αλλά μελλοντικά θα είναι σημαντικό να παρακολουθείται από κοντά το αποτέλεσμα της σταδιακής κατάργησης των μέτρων δημόσιας στήριξης.

    Η Κύπρος εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με το εξωτερικό, το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος. Με την κρίση COVID-19, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών έχει επιδεινωθεί, ενώ οι δείκτες χρέους έχουν αυξηθεί. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή μακροοικονομικών κινδύνων και να παρακολουθεί την πρόοδο όσον αφορά την εξάλειψη των υπερβολικών ανισορροπιών, λαμβανομένης επίσης υπόψη της διαπίστωσης υπερβολικής ανισορροπίας τον Ιούνιο.

    4.14.    ΛΕΤΟΝΙΑ

    Κατά τον προηγούμενο γύρο της ΔΜΑ, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες στη Λετονία. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων, ορισμένοι δείκτες υπερβαίνουν τα ενδεικτικά τους όρια, και συγκεκριμένα, οι μεταβολές στην πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία και η αύξηση του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 3,6 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 4,7 % το 2021 και κατά 5 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 12,9 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κινήθηκε σε πλεόνασμα της τάξης του 2,9 % του ΑΕΠ το 2020, βελτιώνοντας σημαντικά την NIIP, η οποία σήμερα ανέρχεται σε -34,7 % του ΑΕΠ, ελάχιστα κάτω από το όριο της ΔΜΑ. Η αρνητική NIIP της Λετονίας συνίσταται κυρίως στο δημόσιο χρέος και τις άμεσες ξένες επενδύσεις που ενέχουν χαμηλό κίνδυνο αιφνίδιας φυγής ή ανατίμησης του κόστους εξυπηρέτησης. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να ακολουθήσει εκ νέου ελαφρώς αρνητική πορεία το 2022, αλλά η NIIP αναμένεται να συνεχίσει να βελτιώνεται.

    ·Οι δείκτες ανταγωνιστικότητας κόστους δείχνουν συνεχιζόμενη εξασθένηση το 2020. Η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ήταν ήδη υψηλή πριν από την πανδημία, αλλά αυξήθηκε περαιτέρω το 2020, λόγω του συνδυασμού της μείωσης της παραγωγικότητας και της συνεχιζόμενης αύξησης των μισθών. Η αύξηση των μισθών παρέμεινε υψηλή λόγω των συνεχιζόμενων ελλείψεων δεξιοτήτων και επειδή οι απώλειες θέσεων εργασίας που σχετίζονται με τη νόσο COVID-19 σημειώθηκαν κυρίως στους τομείς χαμηλών μισθών. Οι επιπτώσεις της παραγωγικότητας λόγω της νόσου COVID-19 αναμένεται να είναι παροδικές, αλλά οι μισθολογικές πιέσεις που προέρχονται από την πτώση της προσφοράς εργασίας αναμένεται να εξακολουθήσουν να αποτελούν παράγοντα στο μέλλον καθώς η δημογραφική συρρίκνωση αναμένεται να συνεχιστεί. Το μερίδιο εξαγωγικών αγορών της Λετονίας αυξήθηκε σημαντικά το 2020. Η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία βάσει του ΕνΔΤΚ ανατιμήθηκε, επηρεασμένη σημαντικά από την υποτίμηση του ρωσικού ρουβλίου, το οποίο κατέγραψε πτώση περίπου κατά 20 % το 2020.

    ·Ο ρυθμός αύξησης των πραγματικών τιμών των κατοικιών επιβραδύνθηκε σημαντικά το 2020, μετά από αρκετά χρόνια δυναμικής αύξησης των τιμών. Τα επίπεδα χρέους του ιδιωτικού τομέα παρέμειναν σταθερά, με υποτονικές πιστώσεις στον τομέα των επιχειρήσεων. Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι εύρωστος με ικανοποιητική κεφαλαιοποίηση, αλλά η κερδοφορία επιδεινώθηκε σημαντικά το 2020.

    ·Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε σε 8,1 % το 2020, υπό το πρίσμα της κρίσης COVID-19. Προβλέπεται να αρχίσει να μειώνεται το 2021. Επίσης, η ανεργία των νέων αυξήθηκε το 2020, ενώ προβλέπεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο το 2021. Η επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας λόγω της κρίσης COVID-19 αναμένεται να είναι προσωρινή, καθώς το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να προσεγγίσει τα προ κρίσης επίπεδα έως το 2023.

    Η Λετονία εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς να έχουν διαπιστωθεί μακροοικονομικές ανισορροπίες, αν και με αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση και υψηλό ρυθμό αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Τα ζητήματα που σχετίζονται με τις πιέσεις στην προσφορά εργατικού δυναμικού και την ανταγωνιστικότητα κόστους αναμένεται να συνεχιστούν ακόμη και μετά την κρίση COVID-19, αλλά οι κίνδυνοι φαίνονται περιορισμένοι. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.15.    ΛΙΘΟΥΑΝΙΑ

    Κατά τον προηγούμενο γύρο της ΔΜΑ, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες στη Λιθουανία. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, πέντε δείκτες υπερβαίνουν το ενδεικτικό τους όριο, συγκεκριμένα οι δείκτες της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, της αύξησης των τιμών των κατοικιών, των υποχρεώσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα και της ανεργίας των νέων.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 0,1 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 5 % το 2021 και κατά 3,6 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 18 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Οι εξωτερικές ευπάθειες παραμένουν συγκρατημένες, καθώς το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε πλεόνασμα της τάξης του 7,3 % του ΑΕΠ το 2020. Το εμφανώς υψηλότερο πλεόνασμα ενισχύεται από τις ευνοϊκές εξελίξεις των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών, ενώ προβλέπεται ότι θα παραμείνει σημαντικό, αν και κάπως χαμηλότερο, στο μέλλον. Η NIIP, αν και αρνητική, βελτιώνεται γρήγορα. Αποτελείται κυρίως από το συσσωρευμένο απόθεμα άμεσων ξένων επενδύσεων, ενώ σημαντικό μέρος των εισροών ΑΞΕ προέρχεται από επανεπενδυθέντα κέρδη, γεγονός που περιορίζει τους συναφείς κινδύνους.

    ·Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος συνεχίζει να αυξάνεται με ταχύ ρυθμό. Οι πιέσεις στην αγορά εργασίας και οι αυξήσεις των μισθών στον δημόσιο τομέα, οι οποίες εν μέρει αντανακλούν τις ανάγκες της διαχείρισης της πανδημίας, επηρεάζουν τη δυναμική των αμοιβών του εργατικού δυναμικού. Το 2020 και το πρώτο εξάμηνο του 2021, ο ρυθμός αύξησης των μισθών παρέμεινε σε υψηλά επίπεδα, υπερβαίνοντας το 10 %. Το μερίδιο εργασίας είναι ήδη σχετικά υψηλό σε σύγκριση με το παρελθόν, ενώ η αμοιβή της εργασίας στον δημόσιο τομέα αναμένεται να επιβραδυνθεί μετά την απότομη αύξηση κατά τη διάρκεια της πανδημίας και, ως εκ τούτου, ο σημερινός ρυθμός αύξησης των μισθών δεν αναμένεται να διατηρηθεί. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος προβλέπεται να αυξηθεί εμφανώς, αλλά με ελαφρώς χαμηλότερο ρυθμό από ό, τι τα τελευταία έτη.

    ·Στην αγορά ακινήτων παρατηρείται επιτάχυνση των τιμών των κατοικιών. Ωστόσο, οι μετρήσεις του κενού αποτίμησης δεν παρουσιάζουν ενδείξεις δυνητικής υπερτίμησης. Η αύξηση των τιμών των κατοικιών ανήλθε σε 6,4 % το 2020 και επιταχύνθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2021. Αυτό οφείλεται εν μέρει σε συσσωρευμένους περιορισμούς από την πλευρά της προσφοράς που έχουν αρχίσει να μειώνονται με αργούς ρυθμούς. Οι τιμές των κατοικιών αναμένεται να χάσουν τη δυναμική τους τα επόμενα έτη, εν μέρει λόγω της προβλεπόμενης επιβράδυνσης της αύξησης του εισοδήματος από εργασία. Ενώ η ενυπόθηκη πίστη αυξάνεται δυναμικά, το χρέος των νοικοκυριών εξακολουθεί να είναι μάλλον χαμηλό. Ο τραπεζικός τομέας έχει ικανοποιητική κεφαλαιοποίηση, είναι επικερδής και τα ΜΕΔ είναι πολύ χαμηλά.

    ·Αρχίζουν να εμφανίζονται εκ νέου πιέσεις στην αγορά εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε σε 8,5 % το 2020, αλλά αναμένεται να μειωθεί σταδιακά στο μέλλον. Η ανεργία των νέων αυξήθηκε το 2020, αλλά προβλέπεται να αρχίσει να μειώνεται το 2021. Σε πολλούς οικονομικούς τομείς, οι ελλείψεις εργατικού δυναμικού, οι οποίες αυξάνονταν πριν από την πανδημία, ασκούν ανοδικές πιέσεις στο κόστος εργασίας.

    Η Λιθουανία εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς να έχουν διαπιστωθεί μακροοικονομικές ανισορροπίες, αλλά με συσσωρευμένες πιέσεις στην αγορά εργασίας. Πρόσφατα άρχισαν να εμφανίζονται εκ νέου ελλείψεις στην αγορά εργασίας, με αποτέλεσμα να ασκούνται ανοδικές πιέσεις στο κόστος εργασίας, παρότι η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος προβλέπεται να μειωθεί κάπως. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.16.    ΛΟΥΞΕΜΒΟΥΡΓΟ

    Κατά τον προηγούμενο γύρο της ΔΜΑ, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες όσον αφορά το Λουξεμβούργο. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως το 2020, οι δείκτες της αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ), της αύξησης των τιμών των κατοικιών, του χρέους του ιδιωτικού τομέα και της πιστωτικής επέκτασης, καθώς και της ανεργίας των νέων υπερβαίνουν τα ενδεικτικά όρια.

    Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε σχετικά ελαφρώς το 2020, κατά 1,8 %, ως αποτέλεσμα της κρίσης COVID-19, και έφθασε ξανά στο προ της κρίσης επίπεδο το πρώτο τρίμηνο του 2021. Η πραγματική ανάπτυξη προβλέπεται να ανέλθει σε 5,8 % το 2021 και σε 3,7 % το 2022, διαμορφώνοντας το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 σε επίπεδο κατά 17,6 % υψηλότερο από ό, τι το 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Οι κίνδυνοι εξωτερικής βιωσιμότητας παραμένουν περιορισμένοι. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση παρουσιάζουν ιδιαίτερα θετική πορεία.

    ·Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε σημαντικά το 2020, γεγονός που αντανακλά εν μέρει την προσωρινή διατήρηση πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης COVID-19. Η ανεργία και το ποσοστό ανεργίας των νέων αυξήθηκαν το 2020 λόγω της κρίσης.

    ·Ο δείκτης χρέους του ιδιωτικού τομέα προς το ΑΕΠ είναι πολύ υψηλός, γύρω στο 317 % το 2020, παρά την πρόσφατη μείωση που ξεκίνησε από το δεύτερο εξάμηνο του 2020, και οφείλεται κυρίως στο εταιρικό χρέος. Οι διασυνοριακές δανειοδοτικές δραστηριότητες από ενδοομιλικές εταιρείες που δραστηριοποιούνται στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κέντρο του Λουξεμβούργου αντιπροσωπεύουν το 80 % του εταιρικού χρέους, γεγονός που μειώνει τους κινδύνους.

    ·Το χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε περαιτέρω το 2020 σε περίπου 69 % του ΑΕΠ, ποσοστό που βρίσκεται κάτω των δεικτών αναφοράς, παρότι είναι σημαντικό υψηλότερο σε σύγκριση με το διαθέσιμο εισόδημα (170 %). Η ενυπόθηκη πίστη επιταχύνθηκε περαιτέρω, σε ένα πλαίσιο ταχύτατης αύξησης των τιμών των κατοικιών. Το γεγονός αυτό οδήγησε το εθνικό συμβούλιο συστημικού κινδύνου να ενεργοποιήσει μακροπροληπτικά όρια (δανείου/αξίας) και να αυξήσει το αντικυκλικό κεφαλαιακό απόθεμα ασφαλείας από τον Ιανουάριο του 2021.

    ·Οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν με διψήφιους ρυθμούς μετά την πανδημία, με σαφείς ενδείξεις πιθανής υπερτίμησης. Ωστόσο, οι αυξήσεις των τιμών προβλέπεται να μετριαστούν, χάρη στα μέτρα που έχουν ληφθεί. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν μεταρρυθμίσεις στη φορολογία της χρήσης γης και της ακίνητης περιουσίας για να συμβάλουν στην αντιμετώπιση της διαρθρωτικής υποπροσφοράς κατοικιών. Αυξάνονται επίσης οι επενδύσεις στην κατασκευή κατοικιών, με στόχο τη βελτίωση της δημόσιας προσφοράς οικονομικά προσιτής στέγασης.

    ·Ο τραπεζικός τομέας διαθέτει επαρκή κεφαλαιοποίηση και ρευστότητα, παρότι η κερδοφορία μειώθηκε το 2020. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων παρέμεινε πολύ χαμηλό, μεταξύ άλλων λόγω έγκαιρων και κατάλληλων μέτρων πολιτικής, συμπεριλαμβανομένων των αναστολών αποπληρωμής και των προγραμμάτων βραχυπρόθεσμης απασχόλησης. Η συνεχιζόμενη δυναμική αύξηση των ενυπόθηκων δανείων, εν μέσω του ήδη υψηλού χρέους των νοικοκυριών, συνιστά κίνδυνο για τον τραπεζικό τομέα.

    Το Λουξεμβούργο εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς να έχουν διαπιστωθεί μακροοικονομικές ανισορροπίες, αν και με ορισμένους κινδύνους που σχετίζονται με την αύξηση των τιμών των κατοικιών και του χρέους των νοικοκυριών. Οι κίνδυνοι αυτοί έχουν αυξηθεί περαιτέρω. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.17.    ΟΥΓΓΑΡΙΑ

    Κατά τον προηγούμενο γύρο της ΔΜΑ, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες όσον αφορά την Ουγγαρία. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, οι δείκτες της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης (NIIP), της αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ), του δημόσιου χρέους της γενικής κυβέρνησης, των υποχρεώσεων του χρηματοπιστωτικού τομέα και της ανεργίας των νέων υπερβαίνουν το ενδεικτικό τους όριο.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 4,7 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 7,4 % το 2021 και κατά 5,4 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 25,1 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Όσον αφορά το εξωτερικό σκέλος, εξακολουθούν να υπάρχουν ευπάθειες, παρότι η υψηλή αρνητική NIIP αποτελείται κυρίως από αποθέματα άμεσων ξένων επενδύσεων. Η NIIP βελτιώθηκε σταδιακά έως το 2020 και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται στο μέλλον. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε σε σχεδόν -1,5 % του ΑΕΠ το 2020 και προβλέπεται να παραμείνει συνολικά σταθερό το 2021 και το 2022.

    ·Οι σημαντικές αυξήσεις του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έχουν μέχρι στιγμής αντισταθμιστεί εν μέρει από τις νομισματικές υποτιμήσεις. Οι μισθοί αναμένεται να επιταχυνθούν το 2021 και το 2022, επηρεαζόμενοι επίσης από την αύξηση του κατώτατου μισθού και τις αυξήσεις των μισθών στον δημόσιο τομέα, και να επανέλθουν στην προ πανδημίας τάση έντονης αύξησής τους. Παρά την ανάκαμψη της παραγωγικότητας, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά. Όπως και άλλες χώρες της περιοχής, η Ουγγαρία συνέχισε να κερδίζει μερίδια εξαγωγικών αγορών, τα οποία επωφελήθηκαν από πρόσφατα εισερχόμενα έργα ΑΞΕ. Τα επίσημα αποθεματικά παρουσίασαν σχετική ανάκαμψη από τις αρχές του 2020.

    ·Το χρέος του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε το 2020, λόγω των προτιμησιακών δανειοδοτικών προγραμμάτων και της αναστολής του χρέους που εφαρμόστηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Ο δείκτης χρέους των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ παραμένει μεταξύ των χαμηλότερων στην ΕΕ. Σχεδόν τα δύο πέμπτα των εγχώριων δανείων των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων είναι σε ξένο νόμισμα. Η κρίση επέφερε προσωρινή επιδείνωση της αγοράς εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας ανήλθε σε 4,3 % το 2020, αλλά προβλέπεται να αρχίσει να μειώνεται το 2021.

    ·Ο ρυθμός αύξησης των πραγματικών τιμών των κατοικιών επιβραδύνθηκε σε 1,9 % το 2020 (5 % σε ονομαστικούς όρους), μετά από μια έντονη δυναμικότητα την περασμένη πενταετία. Ο ρυθμός αύξησης των ονομαστικών τιμών των κατοικιών επιταχύνθηκε εμφανώς το πρώτο εξάμηνο του 2021, σε 11,9 % κατά το δεύτερο τρίμηνο. Οι τιμές των κατοικιών παρουσιάζουν ενδείξεις πιθανής υπερτίμησης σε ορισμένους τομείς, γεγονός που θέτει ορισμένες προκλήσεις όσον αφορά την οικονομική προσιτότητα. Η κατασκευή κατοικιών επεκτείνεται χάρη σε διάφορες πρωτοβουλίες πολιτικής.

    ·Το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκε κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες το 2020 σε 80,1 % του ΑΕΠ, κυρίως εξαιτίας του πρόσθετου δανεισμού λόγω της κρίσης COVID-19 και της ανατίμησης του χρέους σε ξένο νόμισμα. Προβλέπεται να μειωθεί σε ελαφρώς πάνω από το 77 % του ΑΕΠ έως το 2022, παρόλο που οι δαπάνες διακριτικής ευχέρειας παραμένουν υψηλές λόγω των απροσδόκητων εσόδων. Οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες είναι υψηλές, αλλά προβλέπεται να μειωθούν λόγω της αυξανόμενης μέσης ληκτότητας. Η Κεντρική Τράπεζα εφαρμόζει ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων που απορροφά περίπου τα δύο τρίτα των κρατικών ομολόγων. Ο τραπεζικός τομέας παραμένει γενικά υγιής, αλλά οι βρόχοι ανατροφοδότησης του δημόσιου τομέα είναι συναφείς με το δημόσιο χρέος που αντιπροσωπεύει σχεδόν το ένα πέμπτο των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Οι αυξανόμενες υποχρεώσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα εξηγούνται εν μέρει από τα μέτρα νομισματικής πολιτικής που ενισχύουν τη ρευστότητα για τη στήριξη της οικονομίας το 2020. Η άρση των καθεστώτων αναστολής του χρέους μπορεί να δημιουργήσει προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα, του οποίου ο δείκτης κεφαλαίου κατηγορίας 1 είναι χαμηλότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ.

    Η Ουγγαρία εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς να έχουν εντοπιστεί μακροοικονομικές ανισορροπίες, αλλά με κινδύνους που σχετίζονται με πιέσεις κόστους, τη διάρθρωση του δημόσιου χρέους και την αγορά κατοικιών. Με την κρίση της νόσου COVID-19, εξακολουθούν να υπάρχουν κάποιοι κίνδυνοι. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.18.    ΜΑΛΤΑ

    Κατά τον προηγούμενο γύρο της ΔΜΑ, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες όσον αφορά τη Μάλτα. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως το 2020, δύο δείκτες υπερβαίνουν τα ενδεικτικά όρια, και συγκεκριμένα η αύξηση του ιδιωτικού χρέους και του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ).

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 8,3 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 5 % το 2021 και κατά 6,2 % το 2022 χάρη στην ισχυρή ανάκαμψη από την κρίση COVID-19, με αποτέλεσμα το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 να υπερβεί κατά 7,3 % το αντίστοιχο επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (NIIP) είναι ιδιαίτερα θετική, γεγονός που αντανακλά τη θέση της Μάλτας ως διεθνούς χρηματοπιστωτικού κέντρου. Μετά την καταγραφή σημαντικών θετικών πλεονασμάτων για τρία έτη έως το 2019, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Μάλτας μετατράπηκε σε έλλειμμα της τάξης του -2,9 % το 2020, κυρίως λόγω της μείωσης του τουρισμού. Αναμένεται να παραμείνει σε μέτριο έλλειμμα κατά τη διάρκεια του χρονικού ορίζοντα πρόβλεψης. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε σημαντικά το 2020 εν μέσω απότομης μείωσης της παραγωγικότητας, καθώς τα μέτρα πολιτικής στήριξαν την απασχόληση, αλλά αναμένεται να παραμείνει γενικά αμετάβλητο το 2021 και να υποχωρήσει ελαφρώς το 2022.

    ·Ο δείκτης ιδιωτικού χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2020 σε περίπου 139 % και, ως εκ τούτου, υπερέβη ελαφρώς το όριο του πίνακα αποτελεσμάτων. Ο δείκτης αναμένεται να παραμείνει περίπου στο ίδιο επίπεδο το 2021. Το εταιρικό χρέος αυξήθηκε το 2020 από ένα ήδη υψηλό επίπεδο, αλλά προβλέπεται να αρχίσει να μειώνεται ελαφρώς το 2021. Ενώ είχαν ληφθεί μέτρα για την αντιμετώπιση ορισμένων ζητημάτων του πλαισίου για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, η Μάλτα έχει προστεθεί στον κατάλογο των περιοχών δικαιοδοσίας που υπόκεινται σε αυξημένη παρακολούθηση από την ομάδα χρηματοοικονομικής δράσης (διακυβερνητικό όργανο κατά της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες). Ωστόσο, οι συνέπειες αυτής της απόφασης αναμένεται να παραμείνουν περιορισμένες εάν αντιμετωπιστούν ταχέως οι εντοπισθείσες ελλείψεις, όπως έχει δεσμευθεί να πράξει η Μάλτα. Το χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε έντονα το 2020 και αναμένεται να παραμείνει γενικά αμετάβλητο το 2021, σε ποσοστό λίγο μεγαλύτερο του 100 % του ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Το χρέος των νοικοκυριών συνίσταται κυρίως σε υποθήκες. Οι τιμές των κατοικιών έχουν αυξηθεί σταθερά τα τελευταία χρόνια, με ορισμένες ενδείξεις πιθανής υπερτίμησης, παρότι ο ρυθμός αύξησής τους ήταν μικρότερος το 2020. Τα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2021 υποδηλώνουν ότι ο ρυθμός αύξησης επιταχύνεται εκ νέου.

    ·Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες το 2020, στο 53,4 % του ΑΕΠ λόγω της κρίσης COVID-19, αντικατοπτρίζοντας το βάθος της ύφεσης και ιδίως τα κυβερνητικά μέτρα στήριξης. Αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται το 2021 και το 2022 και να μειωθεί εκ νέου σε επίπεδο μόλις άνω του 60 % έως το 2031.

    ·Ο τραπεζικός τομέας διαθέτει επαρκή κεφαλαιοποίηση με ισχυρή ρευστότητα. Τα επίπεδα προβλέψεων αυξήθηκαν και ο δείκτης κάλυψης βελτιώθηκε, αλλά η κερδοφορία σημείωσε κατακόρυφη πτώση το 2020. Ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων παρέμεινε σε μέτρια επίπεδα της τάξης του 3,6 % το 2020. Μελλοντικά, θα είναι σημαντικό να παρακολουθείται από κοντά το αποτέλεσμα της σταδιακής κατάργησης των μέτρων δημόσιας στήριξης, όπως η αναστολή των δανείων και τα συστήματα εγγυήσεων. Βρίσκεται σε εξέλιξη επανεξέταση του πλαισίου αφερεγγυότητας. Η έκθεση των τραπεζών στον τομέα των ακινήτων είναι σημαντική.

    ·Το ποσοστό ανεργίας παραμένει χαμηλό. Αυξήθηκε ελαφρώς σε 4,4 % το 2020, αντικατοπτρίζοντας τις επιπτώσεις της κρίσης COVID-19. Ωστόσο, καθώς η ανάκαμψη συνεχίζεται, αναμένεται να αρχίσει να μειώνεται το 2021 και να επανέλθει σχεδόν σε προ κρίσης επίπεδα το 2022.

    Η Μάλτα εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς εντοπισθείσες μακροοικονομικές ανισορροπίες, παρότι η σχετικά δυναμική αύξηση των τιμών των κατοικιών συνεπαγόταν περιορισμένους κινδύνους, μεταξύ άλλων και σε σχέση με την έκθεση των τραπεζών σε ακίνητα. Με την κρίση COVID-19, οι πιέσεις στις τιμές των κατοικιών μετριάστηκαν κάπως, αλλά εξακολουθούν να απαιτούν παρακολούθηση. Το ιδιωτικό και το δημόσιο χρέος αυξήθηκαν. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.19.    ΚΑΤΩ ΧΩΡΕΣ

    Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Κάτω Χώρες αντιμετωπίζουν μακροοικονομικές ανισορροπίες, ιδίως όσον αφορά το υψηλό απόθεμα ιδιωτικού χρέους και το μεγάλο πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία έχουν διασυνοριακό αντίκτυπο. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως το 2020, ορισμένοι δείκτες υπερβαίνουν τα ενδεικτικά όρια, και συγκεκριμένα ο τριετής μέσος όρος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το ονομαστικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, το χρέος του ιδιωτικού τομέα και η αύξηση των τιμών των κατοικιών.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 3,8 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 4 % το 2021 και κατά 3,3 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 10,2 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σε 7 % του ΑΕΠ το 2020, αλλά ο τριετής μέσος όρος του 9,1 % εξακολουθεί να υπερβαίνει κατά πολύ το όριο του πίνακα αποτελεσμάτων. Η υποχώρηση το 2020 ήταν αποτέλεσμα της μείωσης των ισοζυγίων των λογαριασμών εισοδήματος, κυρίως των εισοδημάτων από επενδύσεις. Το εμπορικό ισοζύγιο παρέμεινε σταθερό το 2020, παρότι με χαμηλότερο υποκείμενο όγκο συναλλαγών. Από την άποψη των αποταμιεύσεων, το πλεόνασμα στον τομέα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων διευρύνθηκε, αλλά το γεγονός αυτό υπεραντισταθμίστηκε από τον δημόσιο τομέα, ο οποίος μετακινήθηκε απότομα σε εδάφη καθαρού δανεισμού λόγω της εφαρμογής μέτρων δημοσιονομικής στήριξης που συνδέονται με την κρίση. Το συνολικό ποσοστό αποταμιεύσεων στις Κάτω Χώρες παραμένει υψηλό σε σύγκριση με τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη και άλλες χώρες της ΕΕ. Για το 2021 και το 2022, το πλεόνασμα των αποταμιεύσεων αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς, ενώ το δημόσιο έλλειμμα προβλέπεται να μειωθεί.

    ·Το ιδιωτικό χρέος συνέχισε να αυξάνεται το 2020 σε σχεδόν 234 % του ΑΕΠ και παραμένει πολύ πάνω από το όριο του πίνακα αποτελεσμάτων. Το υψηλό επίπεδο εταιρικού χρέους, το οποίο οφείλεται κυρίως στο ενδοομιλικό χρέος των πολυεθνικών, παρέμεινε γενικά σταθερό το 2020. Ο δείκτης χρέους των νοικοκυριών αυξήθηκε σε πάνω από 100 % του ΑΕΠ, κυρίως λόγω της μείωσης του ΑΕΠ, αλλά αναμένεται να μειωθεί το 2021, καθώς η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει από την κρίση COVID-19.

    ·Οι πραγματικές τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά 6 % το 2020, με ορισμένες ενδείξεις πιθανής υπερτίμησης. Οι υψηλές τιμές των κατοικιών οφείλονται σε διάφορους μακροπρόθεσμους παράγοντες τόσο από την πλευρά της ζήτησης (χαμηλά επιτόκια σε συνδυασμό με έκπτωση των τόκων ενυπόθηκων δανείων, υποανάπτυκτη ιδιωτική αγορά ενοικίασης ακινήτων) όσο και από την πλευρά της προσφοράς (η κατασκευή κατοικιών υπολείπεται των δημογραφικών αναγκών). Η αύξηση των τιμών των κατοικιών αναμένεται να συνεχιστεί και να παραμείνει πάνω από το όριο το 2021.

    Οι Κάτω Χώρες εισήλθαν στην κρίση COVID-19 με μακροχρόνιο μεγάλο πλεόνασμα εγχώριων αποταμιεύσεων συνοδευόμενο από υψηλά επίπεδα ιδιωτικού χρέους. Αφού μειώθηκε κάπως κατά τη διάρκεια της κρίσης COVID-19, το πλεόνασμα των αποταμιεύσεων αναμένεται να αυξηθεί και πάλι στο μέλλον. Το χρέος του ιδιωτικού τομέα έχει παραμείνει πολύ υψηλό. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή ανισορροπιών ή την άμβλυνσή τους, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη διαπίστωση ανισορροπιών τον Ιούνιο.

    4.20.    ΑΥΣΤΡΙΑ

    Δεν εντοπίστηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες στην Αυστρία κατά τον προηγούμενο γύρο της ΔΜΑ. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, οι δείκτες του δημόσιου χρέους, της αύξησης των τιμών των κατοικιών και της αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ) υπερβαίνουν το ενδεικτικό όριο.

    Έπειτα από την απότομη συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας το 2020 της τάξης του -6,7 %, το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να ανακάμψει κατά 4,4 % το 2021. Με την τρέχουσα οικονομική ανάκαμψη, το πραγματικό ΑΕΠ αναμένεται να αυξηθεί κατά 4,9 % το 2022, με ονομαστικό ΑΕΠ 8,8 % πάνω από τα επίπεδα του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    ·Οι εξωτερικές ευπάθειες και οι ανησυχίες όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα παραμένουν περιορισμένες. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σε 1,9 % του ΑΕΠ το 2020, ενώ το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να είναι γενικά ισοσκελισμένο στο μέλλον. Η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση παραμένει θετική σε μέτριο επίπεδο. Η προσωρινή αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2020 αντανακλά την προσωρινά χαμηλότερη παραγωγικότητα εν μέσω διατήρησης του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στο πλαίσιο της κρίσης COVID-19.

    ·Το ιδιωτικό χρέος αυξήθηκε σε περίπου 131 % του ΑΕΠ το 2020, κυρίως λόγω της μείωσης του ΑΕΠ που προκλήθηκε από τη νόσο COVID-19 και ορισμένων καθαρών πιστωτικών ροών, ιδίως προς τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τις προβολές, η τάση αυτή αναμένεται να αντιστραφεί εν μέρει το 2021, αντανακλώντας την οικονομική ανάκαμψη.

    ·Το δημόσιο χρέος απέκλινε από την καθοδική πορεία του και αυξήθηκε κατά 13 ποσοστιαίες μονάδες το 2020, σε 83,2 % του ΑΕΠ, ως άμεσο αποτέλεσμα των αυτόματων σταθεροποιητών και των σημαντικών δημοσιονομικών μέτρων που ελήφθησαν. Ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ προβλέπεται να αρχίσει να μειώνεται το 2021.

    ·Οι κίνδυνοι που συνδέονται με τον τραπεζικό τομέα φαίνεται να είναι περιορισμένοι. Οι τράπεζες έχουν ελάχιστη καθαρή έκθεση σε γειτονικές χώρες, βελτιωμένη κεφαλαιοποίηση και μειωμένη μόχλευση. Ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων κατέγραφε σταθερή πτωτική πορεία από το 2014, σε 2,0 % το 2020.

    ·Οι πραγματικές τιμές των κατοικιών επιταχύνθηκαν το 2020, σε 6,2 %, με ενδείξεις πιθανής υπερτίμησης. Ο ρυθμός αύξησης των τιμών των κατοικιών επιταχύνθηκε περαιτέρω τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2021. Ταυτόχρονα, η πιστωτική επέκταση επιταχύνθηκε το 2021 και τα επίπεδα χρέους των νοικοκυριών συμβαδίζουν γενικά με το μακροχρόνιο επίπεδό τους.

    ·Στην αγορά εργασίας, τα συστήματα μειωμένου ωραρίου εργασίας συνέβαλαν στον μετριασμό των επιπτώσεων της οικονομικής ύφεσης στην ανεργία, οδηγώντας αντίθετα σε έντονη μείωση των πραγματικών ωρών εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε ελαφρώς σε 5,4 % το 2020, αλλά αναμένεται να μειωθεί από το 2021 και μετά.

    Η Αυστρία αντιμετώπισε την κρίση COVID-19 χωρίς να έχουν εντοπιστεί μακροοικονομικές ανισορροπίες. Με την κρίση COVID-19, το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος αυξήθηκαν και οι τιμές των κατοικιών ακολουθούν ανοδική πορεία, παρότι μέρος αυτών των εξελίξεων αναμένεται να αντιστραφεί εν μέρει στο μέλλον. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.21.    ΠΟΛΩΝΙΑ

    Κατά τον προηγούμενο γύρο της ΔΜΑ, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες όσον αφορά την Πολωνία. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, οι δείκτες της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης (NIIP), της αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ) και της αύξησης των τιμών των κατοικιών υπερβαίνουν το ενδεικτικό όριο.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 2,5 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 4,9 % το 2021 και κατά 5,2 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 23,6 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Οι εξωτερικές ευπάθειες παραμένουν συγκρατημένες, καθώς η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση, παρότι αρνητική, βελτιωνόταν σταδιακά έως το 2020. Επιπλέον, συνίστανται κυρίως σε συσσωρευμένο απόθεμα άμεσων ξένων επενδύσεων, ενώ ένα σημαντικό μέρος των εισροών ΑΞΕ προέρχεται από επανεπενδυόμενα κέρδη. Η βελτίωση της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης προβλέπεται ότι θα συνεχιστεί περαιτέρω το 2021 και το 2022. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε πιο θετική πορεία το 2020, ενώ αναμένεται να αυξηθεί ελαφρώς το 2021.

    ·Το χρέος του ιδιωτικού τομέα παραμένει χαμηλό, καθώς τα νοικοκυριά και οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις στην Πολωνία εξακολουθούν να είναι μεταξύ των λιγότερο χρεωμένων στην ΕΕ. Ο δείκτης χρέους του ιδιωτικού τομέα προς το ΑΕΠ αυξήθηκε το 2020, αλλά αναμένεται να μειωθεί το 2021.

    ·Η αύξηση των τιμών των κατοικιών ανήλθε σε 7,1 % το 2020, καθώς τα χαμηλά επιτόκια και η αύξηση των αποταμιεύσεων λόγω της πανδημίας οδήγησαν σε αύξηση της ζήτησης κατοικιών. Ωστόσο, η αύξηση των ενυπόθηκων δανείων παραμένει συγκρατημένη μέχρι στιγμής. Καθώς η ανάκαμψη του κατασκευαστικού τομέα επιταχύνεται, αυξάνοντας την προσφορά κατοικιών, η αύξηση των τιμών των κατοικιών αναμένεται να επιβραδυνθεί το 2021.

    ·Ο τραπεζικός τομέας διατήρησε γενικά ικανοποιητική κεφαλαιοποίηση και παρέμεινε σε καλή κατάσταση, παρά την πανδημία. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων μειώθηκε το 2020, αλλά είναι συγκριτικά υψηλό και ενδέχεται να αυξηθεί στο μέλλον ως αποτέλεσμα της κρίσης COVID-19. Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε 57,4 % του ΑΕΠ το 2020, σε σύγκριση με το 45,6 % το 2019, κυρίως λόγω του πρόσθετου δανεισμού στο πλαίσιο της κρίσης COVID-19. Προβλέπεται ότι θα αρχίσει να μειώνεται το 2021.

    ·Παρά την κρίση COVID-19, οι συνθήκες της αγοράς εργασίας συνέχιζαν να βελτιώνονται. Το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε ελαφρώς το 2020, αλλά αναμένεται να αυξηθεί οριακά στο 3,3 % το 2021 λόγω της σταδιακής κατάργησης των κυβερνητικών μέτρων στήριξης. Οι αναδυόμενες ελλείψεις εργατικού δυναμικού ασκούν ανοδικές πιέσεις στο κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, το οποίο αυξήθηκε κατά 6,3 % το 2020. Οι ελλείψεις αυτές αναμένεται να μετριαστούν, καθώς θα ανακάμψουν οι εισροές μεταναστών και θα μειωθεί σταδιακά η συμπιεσμένη ζήτηση. Ωστόσο, η αύξηση των αποδοχών προβλέπεται να είναι ισχυρή, με σημαντική άνοδο της παραγωγικότητας που αναμένεται να μετριάσει την αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.

    Η Πολωνία εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς να έχουν διαπιστωθεί μακροοικονομικές ανισορροπίες, αν και με αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση που συνεπάγεται περιορισμένους κινδύνους. Με την κρίση COVID-19, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε και η αύξηση των τιμών των κατοικιών επιταχύνθηκε, αλλά οι σχετικοί κίνδυνοι φαίνονται περιορισμένοι. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.22.    ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Πορτογαλία αντιμετώπιζε μακροοικονομικές ανισορροπίες που σχετίζονται με τα μεγάλα αποθέματα καθαρών εξωτερικών υποχρεώσεων, ιδιωτικού και δημόσιου χρέους ενώ το ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων παρέμενε υψηλό, σε συνθήκες χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων, συμπεριλαμβανομένων των αριθμητικών στοιχείων έως το 2020, ορισμένοι δείκτες υπερβαίνουν τα ενδεικτικά όρια, και συγκεκριμένα η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (NIIP), το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, η αύξηση των τιμών των κατοικιών, το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ) και το ποσοστό ενεργού πληθυσμού. ( 44 )

    Έπειτα από τη συρρίκνωση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 8,4 % το 2020 ως συνέπεια της πανδημίας COVID-19, αναμένεται να αυξηθεί κατά 4,5 % το 2021 και κατά 5,3 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 5,7 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    ·Η εξωτερική βιωσιμότητα εξακολουθεί να αποτελεί πρόβλημα λόγω του μεγάλου αποθέματος καθαρών εξωτερικών υποχρεώσεων, εν μέσω κάποιας επιδείνωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατά τη διάρκεια της κρίσης COVID-19. Ωστόσο, παρά τη μεγάλη έκθεση της χώρας στον διασυνοριακό τουρισμό, ο δείκτης NIIP προς το ΑΕΠ έχει επανέλθει στα προ της πανδημίας επίπεδα από τα μέσα του 2021. Αναμένεται να βελτιωθεί σταδιακά περαιτέρω κατά την περίοδο που καλύπτει η πρόβλεψη. Μετά από χρόνια συγκρατημένης ανάπτυξης, το ονομαστικό κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε σημαντικά το 2020 και υπερέβη το ενδεικτικό όριο, αλλά αναμένεται να υποχωρήσει κάπως στο μέλλον.

    ·Το χρέος του ιδιωτικού τομέα διέκοψε την καθοδική του πορεία κατά τη διάρκεια της κρίσης COVID-19 το 2020, κυρίως λόγω της οικονομικής συρρίκνωσης, η οποία αύξησε τον δείκτη του ιδιωτικού χρέους κατά 14 ποσοστιαίες μονάδες κοντά στο 164 % του ΑΕΠ. Στο μέλλον, το ιδιωτικό χρέος αναμένεται να επανέλθει σε καθοδική πορεία. Με τη βοήθεια της αναστολής του χρέους, το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) συνέχισε να μειώνεται κατά τη διάρκεια της πανδημίας, στο 4,9 % το 2020. Μελλοντικά, θα είναι σημαντικό να παρακολουθείται εκ του σύνεγγυς το αποτέλεσμα της σταδιακής κατάργησης των μέτρων δημόσιας στήριξης, όπως η αναστολή των δανείων και τα συστήματα εγγυήσεων. Επιπλέον, ο δείκτης κεφαλαίου του τραπεζικού τομέα και η κερδοφορία του κινούνται σε χαμηλά επίπεδα.

    ·Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 19 ποσοστιαίες μονάδες το 2020, φθάνοντας στο πρωτοφανές υψηλό επίπεδο του 135,2 % του ΑΕΠ, λόγω αιφνίδιου πρωτογενούς ελλείμματος και δυσμενούς επίδρασης χιονοστιβάδας στο πλαίσιο της κρίσης COVID-19. Ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ προβλέπεται να αρχίσει και πάλι την πτωτική του πορεία το 2021. Ενώ εμπλέκονται ελαφρυντικοί παράγοντες που συνδέονται με το προφίλ και τη σύνθεσή του, καθώς και με το σημαντικό ταμειακό απόθεμα ασφαλείας, ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ αναμένεται να παραμείνει πάνω από το προ της πανδημίας επίπεδό του για ορισμένα έτη. Οι κίνδυνοι που συνδέονται με βρόχους ανατροφοδότησης του χρηματοπιστωτικού και του δημόσιου τομέα εξακολουθούν να υφίστανται και ενδέχεται να επιδεινωθούν από την αύξηση των ευπαθειών του επιχειρηματικού τομέα που σχετίζονται με την πανδημία.

    ·Η πραγματική αύξηση των τιμών των κατοικιών υπερέβη το ενδεικτικό όριο για πέντε συναπτά έτη έως το 2020. Οι τιμές των κατοικιών παρουσιάζουν ενδείξεις πιθανής υπερτίμησης. Ωστόσο, η αύξηση των τιμών των κατοικιών επιβραδύνθηκε το 2021, χάρη στην αύξηση του όγκου των κατασκευών και στη συγκράτηση της ζήτησης σε ορισμένα τμήματα της αγοράς.

    ·Το ποσοστό ενεργού πληθυσμού μειώθηκε το 2020. Η μείωση αυτή συμπίπτει με ελαφρά αύξηση του ποσοστού ανεργίας. Τόσο το ποσοστό ενεργού πληθυσμού όσο και το ποσοστό ανεργίας αναμένεται να αρχίσουν να βελτιώνονται και πάλι κατά το τρέχον έτος.

    Η Πορτογαλία εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με μεγάλα αποθέματα εξωτερικού, ιδιωτικού και δημόσιου χρέους σε συνθήκες χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας. Οι δείκτες χρέους έχουν αυξηθεί περαιτέρω λόγω της κρίσης COVID-19. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή ανισορροπιών ή την άμβλυνσή τους, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη διαπίστωση ανισορροπιών τον Ιούνιο.

    4.23.    ΡΟΥΜΑΝΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Ρουμανία αντιμετώπιζε μακροοικονομικές ανισορροπίες, ιδίως ένα επίμονο σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε ένα πλαίσιο μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων, ενώ οι προηγούμενες πιέσεις υπερθέρμανσης υποχωρούσαν. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως το 2020, ορισμένοι δείκτες υπερβαίνουν τα ενδεικτικά όρια, και συγκεκριμένα το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (NIIP) και η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ).

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 3,9 % το 2020, λόγω της κρίσης COVID-19, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να ανακάμψει με αύξηση της τάξης του 7 % το 2021 και του 5,1 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να υπερβεί το επίπεδο του 2019 κατά 21,4 %.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής.

    ·Όσον αφορά την εξωτερική βιωσιμότητα, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που ανέρχεται σε 5 % του ΑΕΠ το 2020 προβλέπεται να αυξηθεί το 2021 σε περίπου 6 % του ΑΕΠ, σε μεγάλο βαθμό λόγω του έντονα αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου. Η ΝΙΙΡ αναμένεται να παραμείνει σταθερή σε περίπου -48 % του ΑΕΠ το 2021 και το 2022. Η NIIP εξαιρουμένων των μέσων χωρίς αθέτηση (NENDI) είναι ελαφρώς αρνητική.

    ·Η ανταγωνιστικότητα επηρεάστηκε περαιτέρω αρνητικά από τη σημαντική αύξηση του ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2020, εν μέρει λόγω της απότομης μείωσης της παραγωγής και της επακόλουθης μείωσης της παραγωγικότητας εν μέσω της διατήρησης του πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού κατά τη διάρκεια της κρίσης COVID-19. Ωστόσο, για το 2021 και το 2022, η σημαντική ανάκαμψη της παραγωγικότητας αναμένεται να περιορίσει την αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος παρά τη συγκριτικά έντονη αύξηση της μισθολογικής δαπάνης ανά μισθωτό. 

    ·Οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν ελαφρώς το 2020, αλλά η αύξησή τους προβλέπεται να επιταχυνθεί το 2021.

    ·Το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης, μολονότι εξακολουθεί να είναι σαφώς χαμηλότερο από το όριο του 60 % του ΑΕΠ, αυξήθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες το 2020, λόγω των μέτρων για την κρίση COVID-19 και των συνεχιζόμενων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Ο δείκτης δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σε 49,3 % του ΑΕΠ το 2021 και αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται το 2022.

    ·Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων του τραπεζικού τομέα παρέμεινε γενικά σταθερό κατά τη διάρκεια του 2020 και στις αρχές του 2021 στο 4 % περίπου του συνόλου των δανείων. Το χρέος του ιδιωτικού τομέα είναι πολύ χαμηλό.

    ·Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε σε 5 % το 2020. Προβλέπεται ότι θα παραμείνει στο ίδιο επίπεδο το 2021, αλλά στη συνέχεια θα αρχίσει να μειώνεται. Επίσης, το ποσοστό ανεργίας των νέων αυξήθηκε το 2020, ενώ προβλέπεται να αυξηθεί ακόμη περισσότερο το 2021.

    Η Ρουμανία εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με τη διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, την επιδείνωση της εξωτερικής θέσης και σημαντικές απώλειες ανταγωνιστικότητας κόστους. Με την κρίση COVID-19, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε, παρότι ήδη βρισκόταν σε χαμηλά επίπεδα. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή ανισορροπιών ή την άμβλυνσή τους, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη διαπίστωση ανισορροπιών τον Ιούνιο.

    4.24.    ΣΛΟΒΕΝΙΑ

    Κατά τον προηγούμενο γύρο της ΔΜΑ, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες όσον αφορά τη Σλοβενία. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων, ο οποίος περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, οι δείκτες του πλεονάσματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, της αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, του ακαθάριστου δημόσιου χρέους της γενικής κυβέρνησης και της ανεργίας των νέων υπερβαίνουν το ενδεικτικό τους όριο.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 4,2 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 6,4 % το 2021 και κατά 4,2 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 11,1 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    ·Το υψηλό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε περαιτέρω από 6 % σε 7,4 % του ΑΕΠ το 2020, ωθώντας τον τριετή μέσο όρο πάνω από το ανώτερο ενδεικτικό όριο. Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προβλέπεται να μειωθεί κάπως το 2021 και το 2022. Η αρνητική NIIP βελτιώνεται σταδιακά αλλά σταθερά από το 2012, φθάνοντας στο -15,2 % του ΑΕΠ το 2020, ενώ αναμένεται σχεδόν να ισοσκελιστεί έως το 2022. Το μερίδιο εξαγωγικών αγορών της Σλοβενίας έχει αυξηθεί εμφανώς κατά τα τελευταία έτη.

    ·Το χρέος του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε ελάχιστα το 2020 σε 69,7 % του ΑΕΠ και παραμένει κάτω από τα προληπτικά και θεμελιώδη κριτήρια αναφοράς. Η αύξηση αυτή αντανακλά κυρίως την πτώση του ΑΕΠ, καθώς η πιστωτική ροή ήταν αρνητική το 2020. Οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν με ρυθμό 5,2 % σύμφωνα με τις πρόσφατες τάσεις.

    ·Ο τραπεζικός τομέας διαθέτει ικανοποιητική κεφαλαιοποίηση, η κερδοφορία του μειώθηκε ελάχιστα και το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνέχισε να μειώνεται το 2020.

    ·Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε 79,8 % του ΑΕΠ το 2020, σε σύγκριση με το 65,6 % το 2019, λόγω του πρόσθετου δανεισμού στο πλαίσιο της κρίσης COVID-19 και σε μικρότερο βαθμό λόγω της απότομης πτώσης του ΑΕΠ το 2020. Το δημόσιο χρέος της γενικής κυβέρνησης προβλέπεται να μειωθεί το 2021 και το 2022.

    ·Οι συνθήκες της αγοράς εργασίας επιδεινώθηκαν κάπως λόγω της πανδημίας COVID-19. Το ποσοστό ανεργίας αυξήθηκε ελαφρώς σε 5 % το 2020, σε σύγκριση με το 4,5 % του 2019. Το ποσοστό ανεργίας των νέων, το οποίο είχε μειωθεί έντονα τα προηγούμενα έτη, παρουσίασε ιδιαίτερα έντονη αύξηση, από 8,1 % το 2019 σε 14,2 % το 2020. Ωστόσο, τα στοιχεία του 2021 δείχνουν βελτίωση των συνθηκών στην αγορά εργασίας και μείωση των ποσοστών ανεργίας. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε κατά 7,4 % το 2020 λόγω της διατήρησης πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στο πλαίσιο της κρίσης COVID-19. Η βελτίωση της παραγωγικότητας σε σχέση με την ανάκαμψη προβλέπεται να οδηγήσει σε μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος το 2021 και το 2022.

    Η Σλοβενία εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς να έχουν εντοπιστεί μακροοικονομικές ανισορροπίες, αν και με υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο ενέχει περιορισμένους κινδύνους. Με την κρίση COVID-19, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε και το υψηλό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διευρύνθηκε περαιτέρω. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.25.    ΣΛΟΒΑΚΙΑ

    Κατά τον προηγούμενο γύρο της ΔΜΑ, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες όσον αφορά τη Σλοβακία. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως και το 2020, οι δείκτες της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης (NIIP), της πραγματικής σταθμισμένης συναλλαγματικής ισοτιμίας, της αύξησης του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος (ΚΕΑΜΠ) και της αύξησης των τιμών των κατοικιών υπερβαίνουν το ενδεικτικό όριο.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 4,4 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,8 % το 2021 και κατά 5,3 % το 2022, αυξάνοντας το ονομαστικό ΑΕΠ του 2022 κατά 13,6 % πάνω από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    · Εξακολουθούν να υπάρχουν εξωτερικές ευπάθειες. Η NIIP, η οποία ανέρχεται περίπου στο -66 % του ΑΕΠ, εξακολουθούσε να υπερβαίνει σημαντικά το όριο το 2020. Οφείλεται κυρίως σε υποχρεώσεις χωρίς κίνδυνο αθέτησης που σχετίζονται με παρελθούσες επενδυτικές ροές, οι οποίες μπορεί να είναι πιο σταθερές και, ως εκ τούτου, λιγότερο επικίνδυνες. Η NIIP προβλέπεται να βελτιωθεί σταδιακά το 2021 και το 2022 χάρη στις θετικές καθαρές ροές δανεισμού.

    ·Η αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ήταν υψηλή πριν από την πανδημία και επιταχύνθηκε περαιτέρω το 2020. Ωστόσο, οι πρόσφατες εξελίξεις αντανακλούν κυρίως τη διατήρηση πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στο πλαίσιο της κρίσης COVID-19. Στο μέλλον, η αύξηση του ΚΕΑΜΠ αναμένεται να επιβραδυνθεί σημαντικά λόγω της αντιστροφής της επίδρασης της διατήρησης πλεονάζοντος εργατικού δυναμικού στην παραγωγικότητα, ενώ η υψηλή αύξηση της μισθολογικής δαπάνης ανά μισθωτό αναμένεται να συνεχίσει να την επιβαρύνει. Η ΠΣΣΙ βάσει του ΕνΔΤΚ υπερέβη ελαφρώς το όριο το 2020, αλλά τα μερίδια εξαγωγικών αγορών δεν επηρεάστηκαν αρνητικά. Ωστόσο, η υψηλή συγκέντρωση των εξαγωγών σε λίγους τομείς και η ενσωμάτωση στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας εξακολουθούν να αποτελούν παράγοντες κινδύνου.

    ·Το χρέος του ιδιωτικού τομέα, και ιδίως το ενυπόθηκο χρέος των νοικοκυριών, αυξάνεται εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά ο ρυθμός αύξησής τους έχει επιβραδυνθεί. Το χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε σε περίπου 47 % του ΑΕΠ το 2020. Παραμένει ελαφρώς κάτω από τα προληπτικά επίπεδα, αλλά υπερβαίνει το επίπεδο που προκύπτει από τα θεμελιώδη μεγέθη.

    ·Οι πραγματικές τιμές των κατοικιών επιταχύνθηκαν σε 7,2 % το 2020, συμβάλλοντας ενδεχομένως στο χρέος των νοικοκυριών. Οι τιμές των κατοικιών παρουσιάζουν ενδείξεις πιθανής υπερτίμησης. Ο ρυθμός αύξησης των τιμών των κατοικιών αναμένεται να μειωθεί το 2021.

    ·Λόγω της υποστηρικτικής δημοσιονομικής πολιτικής, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 12 ποσοστιαίες μονάδες, φθάνοντας το 59,7 % του ΑΕΠ το 2020. Αναμένεται να αυξηθεί οριακά το 2021, αλλά στη συνέχεια να επανέλθει σε περίπου 60 % του ΑΕΠ, υποστηριζόμενο από την ισχυρή ανάπτυξη, τα χαμηλά επιτόκια και τη μείωση των πρωτογενών δημοσιονομικών ελλειμμάτων.

    ·Ο τραπεζικός τομέας είναι εύρωστος με ισχυρά κεφαλαιακά αποθέματα ασφαλείας. Το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων συνέχισε να μειώνεται το 2020 και είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αλλά θα μπορούσε να αυξηθεί με την άρση των μέτρων για την αντιμετώπιση της κρίσης. Η έκθεση των τραπεζικών ισολογισμών στην αγορά κατοικιών έχει αυξηθεί.

    Η Σλοβακία εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς διαπιστωθείσες μακροοικονομικές ανισορροπίες, αν και η εξωτερική βιωσιμότητα, οι πιέσεις στις εγχώριες τιμές και η εξάρτηση από την αυτοκινητοβιομηχανία ενέχουν ορισμένους κινδύνους. Με την κρίση της νόσου COVID-19, κάποιοι κίνδυνοι έχουν αυξηθεί. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.26.    ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ

    Κατά τον προηγούμενο γύρο της ΔΜΑ, δεν διαπιστώθηκαν μακροοικονομικές ανισορροπίες όσον αφορά τη Φινλανδία. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως το 2020, δύο δείκτες, ο δείκτης χρέους του ιδιωτικού τομέα και ο δείκτης δημόσιου χρέους της γενικής κυβέρνησης υπερβαίνουν τα ενδεικτικά τους όρια.

    Έπειτα από μείωση της τάξης του 2,9 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,4 % το 2021 και κατά 2,8 % το 2022. Το ονομαστικό ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 8,7 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    ·Στον εξωτερικό τομέα, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών απέκτησε θετικό πρόσημο, ενώ το εμπορικό πλεόνασμα διευρύνθηκε οριακά το 2020, καθώς αυξήθηκε το μερίδιο εξαγωγικών αγορών. Μελλοντικά, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να καταγράψει μικρό πλεόνασμα. Η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση μειώθηκε στο -5,3 % του ΑΕΠ το 2020. Το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος αυξήθηκε οριακά, λόγω της μείωσης της παραγωγικότητας που προκλήθηκε από την κρίση.

    ·Το χρέος του ιδιωτικού τομέα συνέχισε να αυξάνεται, ενώ ο δείκτης ιδιωτικού χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε εν μέρει λόγω της πτώσης του ΑΕΠ. Σύμφωνα με τις προβολές, η τάση αυτή αναμένεται να αντιστραφεί εν μέρει το 2021, με την ενίσχυση της οικονομικής ανάκαμψης. Ωστόσο, οι ευνοϊκοί πιστωτικοί όροι, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλών επιτοκίων και της ταχείας ανάπτυξης της κατασκευής κατοικιών, αναμένεται να διατηρήσουν την αύξηση του δείκτη ιδιωτικού χρέους προς το ΑΕΠ, ακόμη και αν εξαλειφθούν οι επιπτώσεις της ύφεσης που προκλήθηκε από τη νόσο COVID-19.

    ·Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε 69,5 % του ΑΕΠ το 2020, έναντι 59,5 % το 2019, λόγω των δημοσιονομικών μέτρων της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της κρίσης και, σε μικρότερο βαθμό, λόγω της μείωσης του ΑΕΠ το 2020. Προβλέπεται να σταθεροποιηθεί στο 71 % από το 2021 και μετά.

    ·Ο τραπεζικός τομέας διατηρεί ικανοποιητική κεφαλαιοποίηση, ενώ ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι χαμηλός, έχει παραμείνει γενικά αμετάβλητος και δεν αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά. Δεν υπήρξε εμφανής αντίκτυπος της κρίσης COVID-19 στην εξυπηρέτηση του χρέους ούτε στον αριθμό των πτωχεύσεων εταιρειών. Οι κίνδυνοι για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα παραμένουν περιορισμένοι, παρά τα σημαντικά διασυνοριακά ανοίγματα, ιδίως με άλλες σκανδιναβικές χώρες.

    ·Οι συνθήκες στην αγορά εργασίας επιδεινώθηκαν οριακά κατά τη διάρκεια της κρίσης, χάρη σε μέτρα στήριξης της κυβέρνησης που περιόρισαν την αύξηση του ποσοστού ανεργίας σε 1,1 ποσοστιαίες μονάδες, ανεβάζοντας το ποσοστό αυτό στο 7,8 % το 2020. Το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται να αρχίσει να μειώνεται σταδιακά από το 2021 και μετά, καθώς η οικονομία ανακάμπτει, αλλά δεν αναμένεται να μειωθεί στα προ της πανδημίας επίπεδα πριν από το 2023.

    Η Φινλανδία εισήλθε στην κρίση COVID-19 χωρίς να έχουν διαπιστωθεί μακροοικονομικές ανισορροπίες, αν και με ευπάθειες που σχετίζονται με το χρέος του ιδιωτικού τομέα. Με την κρίση COVID-19, ο δείκτης ιδιωτικού χρέους έχει αυξηθεί, αλλά οι κίνδυνοι παραμένουν περιορισμένοι. Συνολικά, στο παρόν στάδιο, η Επιτροπή δεν κρίνει ότι είναι αναγκαία η διενέργεια περαιτέρω εμπεριστατωμένης ανάλυσης στο πλαίσιο της ΔΜΑ.

    4.27.    ΣΟΥΗΔΙΑ

    Τον Ιούνιο του 2021, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Σουηδία αντιμετώπιζε μακροοικονομικές ανισορροπίες, σε σχέση με τους κινδύνους υπερτίμησης των τιμών των κατοικιών, σε συνδυασμό με τη διαρκή αύξηση του χρέους των νοικοκυριών. Στον επικαιροποιημένο πίνακα αποτελεσμάτων που περιλαμβάνει αριθμητικά στοιχεία έως το 2020, δύο δείκτες υπερβαίνουν τα ενδεικτικά όρια, και συγκεκριμένα το ιδιωτικό χρέος και η ανεργία των νέων.

    Μετά από πτώση της τάξης του 2,8 % το 2020, το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,9 % το 2021 και κατά 3,5 % το 2022. Το επίπεδο του ονομαστικού ΑΕΠ το 2022 προβλέπεται να είναι κατά 9,9 % υψηλότερο από το επίπεδο του 2019.

    Ορισμένες σχετικές εξελίξεις μπορούν να συνοψιστούν ως εξής:

    ·Το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε σε 5,7 % του ΑΕΠ το 2020, ενώ η NIIP μειώθηκε ελαφρώς, κοντά στο 16 % του ΑΕΠ. Το 2021 και το 2022 το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αναμένεται να διατηρηθεί περίπου στο 5 % του ΑΕΠ. Τα μερίδια εξαγωγικών αγορών συνέχισαν να αυξάνονται το 2020. Η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία ανατιμήθηκε κατά 3 % το 2020 μετά από τριετή υποτίμηση.

    ·Το χρέος του ιδιωτικού τομέα έφθασε σε νέο υψηλό επίπεδο το 2020, περίπου στο 216 % του ΑΕΠ, συνεχίζοντας την ανοδική του τάση. Τόσο το χρέος των νοικοκυριών όσο και το εταιρικό χρέος υπερβαίνουν τα προληπτικά και θεμελιώδη κριτήρια αναφοράς. Για το 2021, αναμένεται σταθεροποίηση σε υψηλά επίπεδα για το ιδιωτικό χρέος, ενώ τα καθαρά χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία αναμένεται να ακολουθήσουν αρνητική πορεία. Το χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε σε περίπου 95 % του ΑΕΠ το 2020. Τα ενυπόθηκα δάνεια προς τα νοικοκυριά εξακολούθησαν να αυξάνονται κατά το πρώτο εξάμηνο του 2021. Οι τιμές των κατοικιών αυξήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2020 και ιδιαίτερα έντονα το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Οι τιμές των κατοικιών διατηρούνται γενικά σε πολύ υψηλά επίπεδα, με ενδείξεις πιθανής υπερτίμησης.

    ·Το επίπεδο του δημόσιου χρέους παραμένει χαμηλό παρά τα σημαντικά μέτρα στήριξης κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Το 2020, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σε 39,7 % του ΑΕΠ. Το 2021, αναμένεται να αρχίσει να μειώνεται.

    ·Ο τραπεζικός τομέας παραμένει υγιής. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, ο δείκτης κεφαλαίων κατηγορίας 1 και η συχνότητα εμφάνισης μη εξυπηρετούμενων δανείων βελτιώθηκαν σε σύγκριση με τις ήδη υγιείς βαθμολογίες. Η FSA ανέτρεψε εν μέρει την χαλάρωση των μακροπροληπτικών μέτρων κατά τη διάρκεια του 2021 και επανέφερε την απαίτηση απόσβεσης από την 1η Σεπτεμβρίου 2021. Ανεξάρτητα από τη συνολικά εύρωστη χρηματοοικονομική θέση, ο δείκτης μόχλευσης των σουηδικών τραπεζών είναι από τους υψηλότερους στην ΕΕ.

    ·Παρά τα μέτρα στήριξης που ελήφθησαν, η ανεργία αυξήθηκε σε 8,3 % το 2020. Η ανεργία των νέων σημείωσε ραγδαία άνοδο της τάξης του 24 % το 2020. Το ποσοστό ανεργίας προβλέπεται ότι θα αρχίσει να μειώνεται από το 2021 και μετά.

    Η Σουηδία εισήλθε στην κρίση COVID-19 με ευπάθειες που συνδέονται με κινδύνους υπερτιμημένων επιπέδων τιμών κατοικιών σε συνδυασμό με το υψηλό και συνεχώς αυξανόμενο χρέος των νοικοκυριών. Οι δείκτες ιδιωτικού χρέους, οι τιμές των κατοικιών και το ποσοστό ανεργίας έχουν αυξηθεί λόγω της κρίσης COVID-19. Συνολικά, η Επιτροπή κρίνει σκόπιμο να εξετάσει περαιτέρω την εμμονή ανισορροπιών ή την άμβλυνσή τους, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη διαπίστωση ανισορροπιών τον Ιούνιο.

    Προκειμένου να ενισχυθούν τα μελλοντοστραφή στοιχεία στην ανάγνωση του πίνακα αποτελεσμάτων, η ανάλυση της AMR βασίζεται επίσης, όποτε είναι δυνατόν, στις προβλέψεις και προβολές για το 2021 και μετά και σε παροντικές προβλέψεις για το τρέχον έτος. Όταν είναι διαθέσιμα, τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία βασίζονται στις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής του 2021. Διαφορετικά, τα αριθμητικά στοιχεία απεικονίζουν κυρίως παροντικές προβλέψεις με βάση προσεγγιστικούς δείκτες, οι οποίοι καταρτίστηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής για την παρούσα AMR.

    Ο παρακάτω πίνακας συνοψίζει τις παραδοχές που χρησιμοποιήθηκαν για τα αριθμητικά στοιχεία των προβλέψεων και των «παροντικών προβλέψεων» των πρωταρχικών δεικτών του πίνακα αποτελεσμάτων. Τα αριθμητικά στοιχεία για το ΑΕΠ που χρησιμοποιούνται ως παρονομαστές σε ορισμένους δείκτες προέρχονται από τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής για το 2021.

    Στις περιπτώσεις των πολυετών ποσοστών μεταβολής (π.χ. η πενταετής μεταβολή των μεριδίων εξαγωγικών αγορών), μόνο οι συνιστώσες του 2021 και του 2022 βασίζονται σε προβλέψεις, ενώ οι συνιστώσες που σχετίζονται με το 2020 ή προηγούμενα έτη χρησιμοποιούν τα στοιχεία της Eurostat στα οποία βασίζεται ο πίνακας αποτελεσμάτων της ΔΜΑ.

    Παράρτημα 1: Μελλοντικές και παροντικές προβλέψεις των πρωταρχικών δεικτών του πίνακα αποτελεσμάτων

    Πίνακας 1: Προσεγγίσεις έναντι των προβλέψεων και των παροντικών προβλέψεων για τους πρωταρχικούς δείκτες του πίνακα αποτελεσμάτων της ΔΜΑ

    Δείκτης

    Προσέγγιση

    Πηγές δεδομένων

    Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, % του ΑΕΠ (μέσος όρος 3 ετών)

    Τιμές από τις φθινοπωρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής όσον αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (έννοια του ισοζυγίου πληρωμών)

    AMECO

    Καθαρή διεθνής επενδυτική θέση (% του ΑΕΠ)

    Οι φθινοπωρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής όσον αφορά την καθαρή χορήγηση/λήψη δανείων στο σύνολο της οικονομίας παρέχουν τη μεταβολή της NIIP η οποία αντανακλά τις συναλλαγές για την περίοδο 2021-2023, ενώ για το 2024 και το 2025, οι προβλέψεις του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών του ΔΝΤ χρησιμοποιούνται υπό την προϋπόθεση ότι ο λογαριασμός κεφαλαίου θα παραμείνει σταθερός. Άλλα αποτελέσματα (π.χ. μεταβολές αποτίμησης) λαμβάνονται υπόψη έως το 2ο τρίμηνο του 2021 και στηρίζονται στην παραδοχή ότι στη συνέχεια θα παραμείνουν μηδενικά.

    AMECO, Eurostat

    Πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία — 42 εμπορικοί εταίροι, αποπληθωριστής ΕνΔΤΚ (% μεταβολή 3ετίας)

    Τιμές από τις φθινοπωρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής

    AMECO

    Μερίδιο εξαγωγικών αγορών – % των παγκόσμιων εξαγωγών (% μεταβολή 5ετίας) Τα αριθμητικά στοιχεία βασίζονται:

    Τα αριθμητικά στοιχεία βασίζονται στις φθινοπωρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής: i) για τις ονομαστικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών για τα κράτη μέλη της ΕΕ (έννοια των εθνικών λογαριασμών) και ii) στις προβλέψεις της Επιτροπής για τις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σε όγκους για τις υπόλοιπες χώρες, μεταφρασμένες σε ονομαστικά επίπεδα από τις προβλέψεις της Επιτροπής για τον αποπληθωριστή εισαγωγών των ΗΠΑ και για τη συναλλαγματική ισοτιμία EUR/USD.

    AMECO

    Δείκτης ονομαστικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, 2010=100 (% μεταβολή 3ετίας)

    Τιμές από τις φθινοπωρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής

    AMECO

    Δείκτης τιμών κατοικιών (2015=100), αποπληθωρισμένος (% μεταβολή 1 έτους)

    Οι προβλέψεις για το 2021 περιλαμβάνουν στοιχεία του πρώτου και του δεύτερου τριμήνου του 2021, εφόσον είναι διαθέσιμα. Προϋποθέτουν ότι το τρίτο και το τέταρτο τρίμηνο του 2021, η αύξηση των τιμών των κατοικιών θα ακολουθήσει τον προβλεπόμενο ρυθμό ανάπτυξης από τη βραχυπρόθεσμη σχέση που προκύπτει από ένα μοντέλο αποτίμησης κατοικιών κοινό με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της ομάδας εργασίας LIME της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής.

    Eurostat, υπηρεσίες της Επιτροπής

    Πιστωτικές ροές του ιδιωτικού τομέα, ενοποιημένες (% του ΑΕΠ)

    Ο αριθμός για το 2021 συνιστά προσεγγιστική εκτίμηση των πιστωτικών ροών για το διάστημα μεταξύ 4ου τριμήνου του 2020 και 3ου τριμήνου του 2021, με τη χρήση ενοποιημένων στοιχείων από τους τριμηνιαίους τομεακούς λογαριασμούς (QSA) της ΕΚΤ για το διάστημα μεταξύ 4ου τριμήνου του 2020 και 2ου τριμήνου, συν τις προσεγγιστικές εκτιμήσεις για ορισμένες συνιστώσες των πιστωτικών ροών από το 3ο τρίμηνο του 2020. Για τις τελευταίες αυτές προσεγγιστικές εκτιμήσεις χρησιμοποιούνται, αφενός, τα στατιστικά δεδομένα της ΕΚΤ σχετικά με τα στοιχεία ισολογισμού (BSI) που αφορούν δανειακές ροές ΝΧΙ προς τον ιδιωτικό τομέα για προβολές συνιστωσών τραπεζικών δανείων του 3ου τριμήνου του 2021 και, αφετέρου, τα στατιστικά δεδομένα SEC της ΕΚΤ σχετικά με την ονομαστική έκδοση χρεωστικών τίτλων για προβολές εκδόσεων ομολόγων του 3ου τριμήνου του 2021.

    ΕΚΤ (QSA, BSI, SEC)

    Χρέος του ιδιωτικού τομέα, ενοποιημένο (% του ΑΕΠ)

    Ο αριθμός για το 2021 αποτελεί προσεγγιστική εκτίμηση του χρέους του ιδιωτικού τομέα στο τέλος του 4ου τριμήνου του 2021. Χρησιμοποιούνται ενοποιημένα στοιχεία από τους τριμηνιαίους τομεακούς λογαριασμούς της ΕΚΤ για το 2ο τρίμηνο του 2021. Ο αριθμός αυτός προβλέπεται για το 3ο τρίμηνο του 2021 με βάση τα στοιχεία για τα τραπεζικά δάνεια (με βάση την BSI της ΕΚΤ) και τα στοιχεία για τις υποχρεώσεις από ομόλογα (βάσει της SEC της ΕΚΤ), και υποθέτει ότι οι πιστώσεις του 4ου τριμήνου του 2021 θα είναι ίδιες με εκείνες του 4ου τριμήνου του 2020 (βλ. ανωτέρω).

    ΕΚΤ (QSA, BSI, SEC)

    Ακαθάριστο χρέος της γενικής κυβέρνησης (% του ΑΕΠ)

    Τιμές από τις φθινοπωρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής

    AMECO

    Ποσοστό ανεργίας (μέσος όρος 3 ετών)

    Τιμές από τις φθινοπωρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής

    AMECO

    Συνολικές υποχρεώσεις χρηματοπιστωτικού τομέα, μη ενοποιημένες (% μεταβολή 1 έτους)

    Ο αριθμός για το 2021 αντιπροσωπεύει τη 12μηνη αύξηση των υποχρεώσεων των ΝΧΙ σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της ΕΚΤ έως τον Σεπτέμβριο του 2021.

    ΕΚΤ (BSI)

    Ποσοστό ενεργού πληθυσμού - % του συνολικού πληθυσμού ηλικίας 15-64 ετών (μεταβολή 3ετίας σε ε.μ.)

    Τα ποσοστά των μεταβολών για το 2021 και το 2022 βασίζονται στις φθινοπωρινές προβλέψεις 2021 της Επιτροπής όσον αφορά τη μεταβολή στο σύνολο του εργατικού δυναμικού (όλων των ηλικιών) μείον τις φθινοπωρινές προβλέψεις της Επιτροπής για την πληθυσμιακή μεταβολή (ηλικιακή ομάδα 15-64 ετών).

    AMECO

    Ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας - % του εργατικού δυναμικού ηλικίας 15-74 ετών (μεταβολή 3ετίας σε ε.μ.)

    Οι παροντικές προβλέψεις για το 2021 βασίζονται στα τελευταία στοιχεία (1ο-2ο τρίμηνο του 2021, με την παραδοχή σταθερού ποσοστού για το υπόλοιπο του έτους)

    Eurostat (ΕΕΔ)

    Ποσοστό ανεργίας των νέων - % του εργατικού δυναμικού ηλικίας 15-24 ετών (μεταβολή 3ετίας σε ε.μ.)

    Οι παροντικές προβλέψεις για το 2021 βασίζονται στα τελευταία στοιχεία (Ιανουάριος-Σεπτέμβριος του 2021, με την παραδοχή σταθερού ποσοστού για το υπόλοιπο του έτους)

    Eurostat (ΕΕΔ)

    Παράρτημα 2: Πίνακας αποτελεσμάτων ΔΜΑ

    Πίνακας 1. Πίνακας αποτελεσμάτων ΔΜΑ 2020

    Τα αριθμητικά στοιχεία που επισημαίνονται είναι εκείνα που βρίσκονται στο όριο ή το υπερβαίνουν. Επεξήγηση συμβόλων: b: διακοπή στη σειρά. p: προσωρινού χαρακτήρα. e: εκτίμηση.

    1) Για τους δείκτες απασχόλησης, βλ. σελίδα 2 της AMR 2016. 2) Δείκτης τιμών κατοικιών e = εκτίμηση ανά ΕθνΚΤ για το EL. 3) Δείκτες έρευνας εργατικού δυναμικού, b = λόγω τεχνικών προβλημάτων με τη θέσπιση του νέου γερμανικού συστήματος ενοποιημένων ερευνών στα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕΔ, τα στοιχεία για τη Γερμανία το 2020 δεν είναι άμεσες εκτιμήσεις από τα μικροδεδομένα της ΕΕΔ, αλλά βασίζονται σε μεγαλύτερο δείγμα που περιλαμβάνει πρόσθετα δεδομένα από άλλες ενοποιημένες έρευνες σε νοικοκυριά.

    Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Eurostat και Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων (πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία), και στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, WEO (για τον παγκόσμιο όγκο εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών)

    Επεξήγηση συμβόλων: e: εκτίμηση. p: προσωρινού χαρακτήρα.1) Η επίσημη προθεσμία διαβίβασης για τα στοιχεία του 2020 σχετικά με τις ακαθάριστες εγχώριες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη είναι η 31η Οκτωβρίου 2021, ενώ τα στοιχεία εξήχθησαν στις 22 Οκτωβρίου 2021. 2) Δείκτης τιμών κατοικιών e = εκτίμηση ανά ΕθνΚΤ για το EL.Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Eurostat και Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων (πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία), Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (για την ενοποιημένη τραπεζική μόχλευση και ακαθάριστα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εγχώριες και ξένες οντότητες) και στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, WEO (για τον παγκόσμιο όγκο εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών)Επεξήγηση συμβόλων: e: εκτίμηση. p: προσωρινού χαρακτήρα.1) Η επίσημη προθεσμία διαβίβασης για τα στοιχεία του 2020 σχετικά με τις ακαθάριστες εγχώριες δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη είναι η 31η Οκτωβρίου 2021, ενώ τα στοιχεία εξήχθησαν στις 22 Οκτωβρίου 2021. 2) Δείκτης τιμών κατοικιών e = εκτίμηση ανά ΕθνΚΤ για το EL.Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Eurostat και Γενική Διεύθυνση Οικονομικών και Χρηματοδοτικών Υποθέσεων (πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία), Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (για την ενοποιημένη τραπεζική μόχλευση και ακαθάριστα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, εγχώριες και ξένες οντότητες) και στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, WEO (για τον παγκόσμιο όγκο εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών)Πίνακας 2. Βοηθητικοί δείκτες, 2020

    Πίνακας 2 (συνέχεια): Βοηθητικοί δείκτες, 2020

    Επεξήγηση συμβόλων: b: διακοπή στη σειρά. p: προσωρινού χαρακτήρα. u: χαμηλή αξιοπιστία.

    1) Δείκτες έρευνας εργατικού δυναμικού, b = λόγω τεχνικών προβλημάτων με τη θέσπιση του νέου γερμανικού συστήματος ενοποιημένων ερευνών στα νοικοκυριά, συμπεριλαμβανομένης της ΕΕΔ, τα στοιχεία για τη Γερμανία το 2020 δεν είναι άμεσες εκτιμήσεις από τα μικροδεδομένα της ΕΕΔ, αλλά βασίζονται σε μεγαλύτερο δείγμα που περιλαμβάνει πρόσθετα δεδομένα από άλλες ενοποιημένες έρευνες σε νοικοκυριά. 2) Η επίσημη προθεσμία διαβίβασης για τα στοιχεία του 2020 σχετικά με τους δείκτες εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης είναι η 30ή Νοεμβρίου 2021, ενώ τα στοιχεία εξήχθησαν στις 22 Οκτωβρίου 2021. b = σημαντικές ουσιαστικές και μεθοδολογικές αλλαγές για τη Γερμανία.

    Πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Eurostat

    (1) ()    Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκές Οικονομικές Προβλέψεις, φθινόπωρο 2021, Institutional paper 160, Νοέμβριος 2021. Βλέπε επίσης Croitorov O. et al. (2021), «The macroeconomic impact of the COVID-19 pandemic in the euro area» Quarterly Report on the Euro Area, ΓΔ ECFIN, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τεύχος 20, αριθ. 2, μέρος I.
    (2) ()    Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (2021), ESMA Risk Dashboard, 3 Ιουνίου 2021. https://www.esma.europa.eu/sites/default/files/esma50-165-1761_risk_dashboard_no_1_2021.pdf  
    (3) ()    Η εφαρμογή αυστηρότερης νομισματικής πολιτικής από τη Fed θα μπορούσε επίσης να επηρεάσει τις συνθήκες χρηματοδότησης του επιχειρηματικού κλάδου της ζώνης του ευρώ, ειδικότερα καθώς η παγκοσμιοποίηση έχει μεταβάλει τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής και των δευτερογενών της επιπτώσεων στο εξωτερικό, και η νομισματική πολιτική της Fed έχει σημαντικό αντίκτυπο σε χρηματοοικονομικές μεταβλητές του εξωτερικού, όπως οι διαφορές επιτοκίων των εταιρικών ομολόγων. Ca’Zorzi M. et al (2021), Making waves – Fed spillovers are stronger and more encompassing than the ECB’s, ECB’s Research Bulletin No 83, 15 Απριλίου 2021, https://www.ecb.europa.eu/pub/economic-research/resbull/2021/html/ecb.rb210415~8639b73bb6.en.html
    (4) ()    Βλ. επίσης ΔΝΤ (2021), Global Financial Stability Report, Οκτώβριος 2021.
    (5) ()    Στην έκθεση της 22ας Ιουνίου 2015 με τίτλο «Η ολοκλήρωση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης» των Jean Claude Juncker, Donald Tusk, Jeroen Dijsselbloem, Mario Draghi και Martin Schulz προτείνεται να δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στη σχετική με τη ζώνη του ευρώ διάσταση των ανισορροπιών. Ο ρόλος των αλληλεξαρτήσεων και των συστημικών επιπτώσεων των ανισορροπιών αναγνωρίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1176/2011, ο οποίος ορίζει τις ανισορροπίες με αναφορά στις «μακροοικονομικές εξελίξεις που επηρεάζουν δυσμενώς, ή μπορούν να επηρεάσουν δυσμενώς, την εύρυθμη λειτουργία της οικονομίας ενός κράτους μέλους ή της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, ή της Ένωσης συνολικά». Η ανάλυση την οποία περιέχει η εν λόγω έκθεση συνοδεύει την αξιολόγηση που περιλαμβάνεται στο έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Analysis of the Euro Area economy» (Ανάλυση της οικονομίας της ζώνης του ευρώ), το οποίο συνοδεύει τη σύσταση της Επιτροπής για σύσταση του Συμβουλίου σχετικά με την οικονομική πολιτική της ζώνης του ευρώ.
    (6) ()    Βλέπε επίσης E. Meyermans, V. Rutkauskas και W. Simons (2021), «The uneven impact of the COVID-19 pandemic across the euro area», Quarterly Report on the Euro Area, ΓΔ ECFIN, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τεύχος 20, αριθ. 2, μέρος II.
    (7) ()    Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ που αναφέρεται και χρησιμοποιείται εδώ λαμβάνεται από τα στατιστικά στοιχεία για το ισοζύγιο πληρωμών της ζώνης του ευρώ, το οποίο συνάδει με τις εκθέσεις των κρατών μελών για τα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών έναντι των εταίρων εκτός της ζώνης του ευρώ (στο πλαίσιο της λεγόμενης «κοινοτικής έννοιας»). Το αριθμητικό αυτό στοιχείο μπορεί να διαφέρει από το άθροισμα των ονομαστικών ισοζυγίων τρεχουσών συναλλαγών των κρατών μελών, λόγω των ασυμμετριών στα ισοζύγια εντός της ζώνης του ευρώ που δηλώνονται από τις διάφορες εθνικές στατιστικές υπηρεσίες.
    (8) ()    Η εκτίμηση βάσει μοντέλου του ΔΝΤ για τον κανόνα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της ζώνης του ευρώ ανέρχεται σε 1 % του ΑΕΠ το 2020 [βλ. ΔΝΤ (2021) External Sector Report, Αύγουστος 2021], το οποίο συνεπάγεται απόκλιση 0,8 % του ΑΕΠ σε σχέση με το κυκλικά προσαρμοσμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (που ισοδυναμεί με 1,8 % του ΑΕΠ στην έκθεσή τους). Ωστόσο, μετά τις προσαρμογές για τον μεταβατικό αντίκτυπο της κρίσης λόγω COVID-19, η εκτιμώμενη απόκλιση μειώνεται σε 0,6 %.
    (9) ()    Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2020), « Impact of macroeconomic developments on fiscal outcomes. » Report on Public Finances in EMU, Institutional Paper, 133, μέρος III.
    (10) ()    Σχετικά με το σκεπτικό στο οποίο βασίστηκε η κατάρτιση του πίνακα αποτελεσμάτων της AMR και η ανάγνωσή του, βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2016) «The Macroeconomic Imbalance Procedure. Rationale, Process, Application: A Compendium» («Η διαδικασία μακροοικονομικών ανισορροπιών. Σκεπτικό, διαδικασία, εφαρμογή: σύνοψη»), European Economy, Institutional Paper 039, Νοέμβριος 2016.
    (11) ()    Η αύξηση του αριθμού των κρατών μελών με τιμές ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εκτός των ορίων μεταξύ των ετών δεδομένων 2019 και 2020, η οποία παρατηρείται στο διάγραμμα 2.1.1, οφείλεται κυρίως σε αναθεωρήσεις δεδομένων.
    (12) ()    Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών που συνάδει με τα θεμελιώδη μεγέθη («κανόνες του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών») προκύπτει από παλινδρομήσεις ανηγμένης μορφής που λαμβάνουν υπόψη τους κύριους καθοριστικούς παράγοντες του ισοζυγίου αποταμιεύσεων και επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένων των θεμελιωδών καθοριστικών παραγόντων, των παραγόντων πολιτικής και των παγκόσμιων χρηματοοικονομικών συνθηκών. Βλ. L. Coutinho et al. (2018), «Methodologies for the assessment of current account benchmarks», European Economy, Discussion Paper 86, 2018, σχετικά με την περιγραφή της μεθοδολογίας για τον υπολογισμό του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βάσει θεμελιωδών μεγεθών που χρησιμοποιείται στην παρούσα AMR· η μεθοδολογία αυτή είναι παρόμοια με τη μεθοδολογία του εγγράφου εργασίας του ΔΝΤ αριθ. 13/272, S. Phillips et al., 2013, «The External Balance Assessment (EBA) Methodology».
    (13) ()    Τα προληπτικά όρια της NIIP καθορίζονται από τη μεγιστοποίηση της ικανότητας αυτής της ένδειξης να προβλέπει μια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών ανά χώρα πληροφοριών που συνοψίζονται με βάση το κατά κεφαλήν εισόδημα. Σχετικά με τη μεθοδολογία υπολογισμού των προληπτικών ορίων της NIIP, βλ. A. Turrini και S. Zeugner (2019), «Benchmarks for Net International Investment Positions», European Economy, Discussion Paper 097/2019.
    (14) ()    Το 2019 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ανήλθε σε -19,9 % του ΑΕΠ. Η μεγάλη μεταβλητότητα των στοιχείων του εξωτερικού τομέα για την Ιρλανδία συνδέεται στενά με τις δραστηριότητες των πολυεθνικών επιχειρήσεων.
    (15) ()    Τα κυκλικά προσαρμοσμένα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών λαμβάνουν υπόψη τις επιπτώσεις του κύκλου με ταυτόχρονη προσαρμογή ανάλογα με το εγχώριο κενό παραγωγής και το κενό παραγωγής των εμπορικών εταίρων· βλ. M. Salto και A. Turrini (2010), «Comparing alternative methodologies for real exchange rate assessment», European Economy, Discussion Paper 427/2010.
    (16) ()    Οι σύμφωνες με τα θεμελιώδη μεγέθη NIIP (κανόνες της NIIP) επιτυγχάνονται ως διαχρονική σώρευση των τιμών των κανόνων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (βλ. επίσης υποσημείωση 12). Σχετικά με τη μεθοδολογία υπολογισμού των αποθεμάτων NIIP σύμφωνα με τα θεμελιώδη μεγέθη, βλ. A. Turrini και S. Zeugner (2019), «Benchmarks for Net International Investment Positions», European Economy, Discussion Paper 097/2019.
    (17) ()    Η NENDI αποτελεί υποσύνολο της NIIP από το οποίο εξαιρούνται τα αμιγώς μετοχικά στοιχεία, δηλαδή μετοχές και μετοχικό κεφάλαιο άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ), και το ενδοεταιρικό διασυνοριακό χρέος ΑΞΕ, και αναπαριστά την NIIP εξαιρουμένων των μέσων που δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν αντικείμενο αθέτησης. Βλ. επίσης Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Envisaged revision of selected auxiliary indicators of the MIP scoreboard», τεχνική σημείωση·  https://ec.europa.eu/info/business-economy-euro/economic-and-fiscal-policy-coordination/eu-economic-governance-monitoring-prevention-correction/macroeconomic-imbalance-procedure/scoreboard_en .
    (18) ()    Οι ειδικοί ανά χώρα δείκτες αναφοράς για το χρέος καταρτίστηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή σε συνεργασία με την ομάδα εργασίας LIME της Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής (ΕΟΠ) (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, «Οι δείκτες αναφοράς για την αξιολόγηση του ιδιωτικού χρέους», Σημείωμα προς την Επιτροπή Οικονομικής Πολιτικής, ARES (2017) 4970814) και J.-C. Bricongne, L. Coutinho, A. Turrini and S. Zeugner, «Is Private Debt Excessive?», Open Economies Review, 3, 471-512, 2020. Οι δείκτες αναφοράς που βασίζονται σε θεμελιώδη μεγέθη επιτρέπουν την αξιολόγηση του ιδιωτικού χρέους σε σχέση με τιμές που μπορούν να εξηγηθούν με βάση τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη και προκύπτουν από παλινδρομήσεις που λαμβάνουν υπόψη, αφενός, τους κύριους παράγοντες της αύξησης του δανεισμού και, αφετέρου, ένα δεδομένο αρχικό επίπεδο χρέους. Τα προληπτικά όρια αντιπροσωπεύουν τα επίπεδα χρέους πέραν των οποίων η πιθανότητα τραπεζικής κρίσης είναι σχετικά υψηλή· τα εν λόγω επίπεδα βασίζονται στη μεγιστοποίηση της προειδοποιητικής ικανότητας για την πρόβλεψη κρίσεων στον τραπεζικό τομέα ελαχιστοποιώντας την πιθανότητα να μην γίνει αντιληπτή επερχόμενη κρίση και εσφαλμένων συναγερμών και ενσωματώνοντας ειδικές ανά χώρα πληροφορίες σχετικά με την κεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το δημόσιο χρέος και το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης.
    (19) ()    Στην περίπτωση των τραπεζικών δανείων προς ΜΧΕ, η έναρξη της πανδημίας τον Μάρτιο του 2020 προκάλεσε ταχεία επιτάχυνση της πιστωτικής επέκτασης τους πρώτους μήνες, η οποία ήταν ιδιαίτερα έντονη στις περιπτώσεις της Γαλλίας και της Ισπανίας, μεταξύ των μεγάλων μελών της ζώνης του ευρώ (διάγραμμα 2.3.4 β). Αυτή η ταχεία αύξηση ήταν πιο υποτονική στη Γερμανία, πιο σταδιακή στην Ιταλία και λιγότερο ορατή σε χώρες της ΕΕ εκτός της ζώνης του ευρώ. Ταυτόχρονα, τα διασυνοριακά δάνεια εντός της ζώνης του ευρώ έγιναν σημαντικότερα κατά την έναρξη της κρίσης. Στη συνέχεια, η πιστωτική επέκταση μειώθηκε απότομα, σημειώνοντας ρυθμούς αύξησης κάτω από τα προ της πανδημίας επίπεδα στις περισσότερες περιπτώσεις έως τις αρχές του 2021. Αυτό συνιστά πολύ σημαντική απόκλιση από τα σταδιακά αυξανόμενα, αλλά εν γένει σταθερά δάνεια προς επιχειρήσεις τα τελευταία έτη.
    (20) ()    Για τη Μάλτα πρόκειται για κατά προσέγγιση εκτίμηση, καθώς τα στοιχεία για το ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα (ΑΔΕ) των νοικοκυριών δεν είναι διαθέσιμα από τους τομεακούς εθνικούς λογαριασμούς της Eurostat. Η εκτίμηση υπολογίστηκε με βάση τον δείκτη του ΑΔΕ των νοικοκυριών προς το ΑΕΠ, που υπολογίστηκε με βάση τα στοιχεία για το πραγματικό κατά κεφαλή ΑΔΕ, τα οποία είναι διαθέσιμα στη Eurostat (B6G_R_HAB).
    (21) ()    Το μερίδιο των συμβάσεων μεταβλητού επιτοκίου για νέα στεγαστικά δάνεια ήταν υψηλότερο ή πλησίον του 90 %, τουλάχιστον από το 2013, στη Βουλγαρία, την Κύπρο, τη Φινλανδία και τη Λετονία.
    (22) ()    Τα κενά αποτίμησης των τιμών των κατοικιών υπολογίζονται σε σχέση με τους δείκτες αναφοράς, ώστε να αποτυπώνεται οι επιπτώσεις για κάθε χώρα. Τα συνθετικά κενά αποτίμησης βασίζονται στο κενό που προκύπτει από διαφορετικούς δείκτες αναφοράς: i) απόκλιση του λόγου τιμής/εισοδήματος από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του λόγου αυτού· ii) απόκλιση του λόγου τιμής/ενοικίου από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο του λόγου αυτού· iii) απόκλιση από τους δείκτες αναφοράς βάσει παλινδρομήσεων, λαμβάνοντας υπόψη τα θεμελιώδη μεγέθη της προσφοράς και της ζήτησης [βλ. N. Philiponnet και A. Turrini (2017), «Assessing House Price Developments in the EU», Έγγραφο συζήτησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής 048, Μάιος 2017]. Κατά τον υπολογισμό των δεικτών αναφοράς βάσει παλινδρομήσεων, στις κυκλικές επεξηγηματικές μεταβλητές εφαρμόστηκε φίλτρο «Hodrick-Prescott» (HP) ώστε να εμπεριέχεται η αστάθειά τους.
    (23) ()    Οι εκτιμήσεις του επιπέδου τιμών προκύπτουν με βάση τα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών και τα δεδομένα απογραφής ή, όταν δεν είναι διαθέσιμα, βάσει των πληροφοριών που δημοσιεύονται σε κτηματομεσιτικούς ιστότοπους. Βλ. J. C. Bricongne et al. (2019), «Assessing House Prices: Insights from “Houselev”, a Dataset of Price Level Estimates», Έγγραφο συζήτησης για την Ευρωπαϊκή Οικονομία, αριθ. 101, Ιούλιος 2019.
    (24) ()    Τα μακροπροληπτικά μέτρα παρακολουθούνται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ΕΣΣΚ). Τον Σεπτέμβριο του 2019 το ΕΣΣΚ εξέδωσε ειδικές ανά χώρα προειδοποιήσεις και συστάσεις σχετικά με μεσοπρόθεσμες ευπάθειες του τομέα οικιστικών ακινήτων σε εννέα κράτη μέλη: συστάσεις προς το Βέλγιο, τη Δανία, τη Φινλανδία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες και τη Σουηδία, και προειδοποιήσεις προς την Τσεχία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Από την πρώτη ομάδα χωρών, όλες είχαν ήδη λάβει προειδοποιήσεις από το ΕΣΣΚ τον Νοέμβριο του 2016, όπως επίσης και η Αυστρία. Ο κανονισμός ΔΜΑ [κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1176/2011] καλεί την Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη τυχόν προειδοποιήσεις ή συστάσεις που απευθύνει το ΕΣΣΚ στα κράτη μέλη τα οποία υποβάλλονται σε εμπεριστατωμένη επισκόπηση. Η επικαιροποιημένη έκθεση του 2019 αναμένεται στις αρχές του 2022.
    (25) ()    ΕΚΤ (2021): Financial Stability Review, Μάιος 2021 βάσει του RICS Global Commercial Property Monitor.
    (26) ()    Στη Βουλγαρία, ο κίνδυνος που απορρέει από τη νομισματική σύνθεση του εξωτερικού χρέους μετριάζεται λόγω του καθεστώτος νομισματικού συμβουλίου. Επιπλέον, στην περίπτωση της Βουλγαρίας και της Κροατίας, η προσχώρηση στον ΜΣΙ ΙΙ μπορεί επίσης να εξομαλύνει τους κινδύνους βιωσιμότητας του χρέους χάρη στα χαμηλότερα ασφάλιστρα κινδύνου.
    (27) ()    Τον Ιούλιο του 2021, το μερίδιο του δημόσιου χρέους εκφραζόμενου σε ξένο νόμισμα ήταν: Βουλγαρία 82 %, Κροατία 72,1 %, Ρουμανία 51,1 %, Πολωνία 22,9 %, Ουγγαρία 21,7 %, Σουηδία 20 %, Δανία 10,1 %, Τσεχία 8 %.
    (28) ()    Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2021), The 2021 Stability and Convergence Programmes: an Overview, with an Assessment of the Euro Area Fiscal Stance (Τα προγράμματα σταθερότητας και σύγκλισης για το 2021: Επισκόπηση με αξιολόγηση του δημοσιονομικού προσανατολισμού της ζώνης του ευρώ).
    (29) ()    ΕΚΤ (2021), Έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
    (30) ()    ΔΝΤ (2021), Fiscal Monitor, Απρίλιος 2021.
    (31) ()    Τον Ιούλιο του 2021, η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) δημοσίευσε τα αποτελέσματα της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων σε επίπεδο ΕΕ με τη συμμετοχή 50 τραπεζών από 15 χώρες της ΕΕ και του ΕΟΧ, οι οποίες καλύπτουν το 70 % των περιουσιακών στοιχείων του τραπεζικού τομέα της ΕΕ. Η διαδικασία αυτή επικεντρώθηκε ειδικά στα δάνεια υπό αναστολή και στα δάνεια με κρατικές εγγυήσεις. Στο πλαίσιο της φετινής προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων εξετάστηκε το σενάριο παράτασης της κρίσης λόγω COVID-19 σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, το οποίο υποθέτει μείωση του ΑΕΠ της ΕΕ κατά 3,6 % σε διάστημα τριών ετών. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι ο τραπεζικός τομέας της ΕΕ θα παραμείνει πάνω από έναν δείκτη CET1 της τάξης του 10 %, με μείωση κεφαλαίου ύψους 265 δισ. EUR έναντι αρχικού δείκτη CET1 της τάξης του 15 %. Οι πιστωτικές ζημίες θα εξηγούσαν το μεγαλύτερο μέρος της μείωσης κεφαλαίου. Το σενάριο θα οδηγούσε επίσης σε σημαντική μείωση της συμβολής των κερδών από συνεχιζόμενες δραστηριότητες, ιδίως από καθαρά έσοδα από τόκους.
    (32) ()    Η μέση απόδοση ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών της ΕΕ μειώθηκε από 5,8 % το 2019 σε 2,7 % το 2020. Ωστόσο, αυξήθηκε σε 7,1 % το δεύτερο τρίμηνο του 2021.
    (33) ()    Τα ΜΕΔ στην ομάδα βοηθητικών δεικτών του πίνακα αποτελεσμάτων ορίζονται ως το σύνολο των ακαθάριστων ΜΕΔ και προκαταβολών ως ποσοστό των συνολικών ακαθάριστων δανείων και προκαταβολών (ακαθάριστη λογιστική αξία), για τον τομέα υποβολής στοιχείων «εγχώριοι τραπεζικοί όμιλοι και ανεξάρτητες τράπεζες, θυγατρικές που ελέγχονται από το εξωτερικό και υποκαταστήματα ελεγχόμενα από το εξωτερικό, όλα τα ιδρύματα». Τα εναρμονισμένα στοιχεία για τα ποσοστά ΜΕΔ είναι διαθέσιμα μόνο από το 2014. Συνεπώς, για τα στοιχεία που αφορούν την «κορύφωση», το διάγραμμα 2.5.1 β παρουσιάζει στοιχεία για την αναλογία των ακαθάριστων μη εξυπηρετούμενων χρεωστικών μέσων (ΜΕΧ) επί του συνόλου των ακαθάριστων χρεωστικών μέσων, που είναι διαθέσιμη σε μεγαλύτερες χρονολογικές σειρές, και αναφέρεται, εκτός από τα δάνεια, και σε άλλα χρεωστικά μέσα που κατέχει ο τραπεζικός τομέας. Τα τελευταία είναι κατά κανόνα ελαφρώς κατώτερα των ποσοστών των ΜΕΔ, κυρίως επειδή ο παρονομαστής είναι μεγαλύτερος, δηλαδή τα συνολικά ακαθάριστα χρεωστικά μέσα είναι μεγαλύτερα από το σύνολο των δανείων. Η διαφορά μεταξύ των δύο ποσοστών ανέρχεται σήμερα σε 5 ποσοστιαίες μονάδες για την Ελλάδα και 2 για την Κύπρο, ενώ για τα περισσότερα κράτη μέλη είναι χαμηλότερη από 1 ποσοστιαία μονάδα.
    (34) ()    Το διάγραμμα 2.5.1 β βασίζεται στα στοιχεία του πρώτου τριμήνου του 2021, όταν το ποσοστό των ΜΕΔ για την Ελλάδα ανερχόταν στο 26 %. Τα στοιχεία για το δεύτερο τρίμηνο του 2021 που δημοσιεύθηκαν μετά την καταληκτική ημερομηνία της AMR (22 Οκτωβρίου 2021) υποδεικνύουν πολύ σημαντική μείωση του ποσοστού ΜΕΔ στο 16 % (προσωρινή τιμή).
    (35) ()    Τα δάνεια του σταδίου 2 είναι δάνεια των οποίων ο πιστωτικός κίνδυνος έχει αυξηθεί σημαντικά μετά την αρχική αναγνώρισή του, αλλά, σε αντίθεση με την περίπτωση του σταδίου 3, τα δάνεια δεν θεωρούνται ακόμη απομειωμένης πιστωτικής αξίας ή σε αθέτηση.
    (36) ()    ΕΚΤ (2021), Έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, Μάιος 2021.
    (37) ()    Τα στοιχεία για τη ζώνη του ευρώ επιβεβαιώνουν ότι η αύξηση των δανείων του σταδίου 2 ήταν εντονότερη για τους τομείς που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία και τους περιορισμούς στην κινητικότητα, π.χ. στις υπηρεσίες παροχής καταλύματος από 7 % το 2019 σε 25 % το 2020 και στον τομέα των τεχνών και της ψυχαγωγίας από 6 % σε 23 % αντίστοιχα. ΕΚΤ (2021): Έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, Μάιος 2021. Παρόμοιες τάσεις είναι επίσης ορατές στα πρόσφατα δεδομένα για τα ΜΕΔ. Ο πίνακας κινδύνου της ΕΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2021 δείχνει ότι η απόκλιση στην ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων αυξάνεται μεταξύ των τομέων. Για παράδειγμα, για τις υπηρεσίες διαμονής και εστίασης το ποσοστό των ΜΕΔ αυξήθηκε ακόμη περισσότερο από 9 % το 1ο τρίμηνο του 2021 σε 9,6 % το 2ο τρίμηνο του 2021, ενώ για τις τέχνες, τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία από 7,9 % σε 8,2 %. 
    (38) ()    ΕΚΤ (2021), Έκθεση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, Μάιος 2021.
    (39) ()    EIOPA (2021), Global Financial Stability Report, Ιούλιος 2021.
    (40) Στην έκθεση για τη μεταπρογραμματική εποπτεία (PPS) που εκπονήθηκε το φθινόπωρο του 2021 για την Ιρλανδία εξετάζονται επίσης ορισμένες από τις ευπάθειες που επισημαίνονται στην AMR.
    (41) ()    Ορισμένες από τις ευπάθειες που επισημαίνονται στην παρούσα AMR εξετάζονται στη 12η έκθεση ενισχυμένης εποπτείας για την Ελλάδα.
    (42) ()    Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ως ποσοστό του συνόλου των ακαθάριστων δανείων και προκαταβολών σε ενοποιημένη βάση (δηλ. στον παρονομαστή περιλαμβάνονται διαθέσιμα υπόλοιπα σε κεντρικές τράπεζες και άλλες καταθέσεις όψεως). Ο αριθμός αυτός διαφέρει από εκείνον που αναφέρεται στο πλαίσιο της ενισχυμένης εποπτείας, ο οποίος ακολουθεί τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ως ποσοστό των συνολικών ακαθάριστων δανείων πελατών σε ατομική βάση, όπως ανέφερε η Τράπεζα της Ελλάδος.
    (43) ()    Στην έκθεση για τη μεταπρογραμματική εποπτεία (PPS) που εκπονήθηκε το φθινόπωρο του 2021 για την Κύπρο εξετάζονται επίσης ορισμένες από τις ευπάθειες που επισημαίνονται στην AMR.
    (44) ()    Στην έκθεση για τη μεταπρογραμματική εποπτεία (PPS) που εκπονήθηκε το φθινόπωρο του 2021 για την Πορτογαλία εξετάζονται επίσης ορισμένες από τις ευπάθειες που επισημαίνονται στην AMR.
    (I) ()Για λεπτομέρειες σχετικά με τα στοιχεία της AirBnB και για μεθοδολογικές εξηγήσεις σχετικά με τις παροντικές προβλέψεις, βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκές Οικονομικές Προβλέψεις, φθινόπωρο 2020, «Tourism in pandemic times: An analysis using real time big data», ειδικό θέμα 3.3. Institutional Paper 136, Νοέμβριος 2020. Οι παροντικές προβλέψεις χρησιμοποιούν τη γλώσσα κάθε αξιολόγησης ως προσεγγιστική εκτίμηση για τη διάκριση μεταξύ διανυκτερεύσεων που πραγματοποιούν εγχώριοι τουρίστες και αλλοδαποί.
    (II) ()Ο όρος «διεθνής τουρισμός» χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το διεθνές εμπόριο ταξιδιωτικών υπηρεσιών που καταγράφεται στο στοιχείο «ταξίδια» στις στατιστικές ισοζυγίου πληρωμών.
    (III) ()Οι εκτιμήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο της μείωσης των διεθνών ταξιδιών στα εμπορικά ισοζύγια βασίζονται σε ανάλυση μερικής ισορροπίας, η οποία επικεντρώνεται στο εμπόριο σε όρους προστιθέμενης αξίας, λαμβάνοντας υπόψη τις εισαγωγές συντελεστών παραγωγής που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που καταναλώνονται από αλλοδαπούς τουρίστες. Η ανάλυση λαμβάνει υπόψη τόσο τις άμεσες όσο και τις έμμεσες επιπτώσεις της μεταβολής της ζήτησης από αλλοδαπούς τουρίστες, δηλαδή και τις κατάντη συνδέσεις με τομείς της οικονομίας που δεν επηρεάζονται άμεσα από την τουριστική ζήτηση. Η ανάλυση βασίζεται στην παραδοχή ότι τα χρήματα που δεν δαπανώνται για ταξίδια στο εξωτερικό εξοικονομούνται. Για περισσότερες λεπτομέρειες, βλ.: L. Coutinho, G. Vukšić and S. Zeugner (2021), «International tourism decline and its impact on external balances in the euro area», Quarterly Report on the Euro Area, ΓΔ ECFIN, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τόμος 20, αριθ. 2, μέρος III.
    (IV) ()Παράδειγμα αποτελεί η Κύπρος, όπου οι υψηλές καθαρές εισαγωγές υπηρεσιών διεθνών μεταφορών επιβατών μειώθηκαν σημαντικά το 2020, αμβλύνοντας τις συνολικές επιπτώσεις στο εμπορικό ισοζύγιο. Οι διεθνείς μεταφορές επιβατών αποτελούν χωριστή κατηγορία στο ισοζύγιο πληρωμών, αλλά συνδέονται με τον διεθνή τουρισμό. Δεδομένου ότι για πολλές χώρες της ΕΕ δεν υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το 2020 σχετικά με τις υπηρεσίες αυτές, τα στοιχεία αυτά δεν περιλαμβάνονται στην ανάλυση. Όσον αφορά άλλες χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, η συνεκτίμηση αυτής της κατηγορίας δεν μεταβάλλει σημαντικά τα αποτελέσματα. Στη Μάλτα, το εμπορικό ισοζύγιο επηρεάστηκε συγκριτικά έντονα και από αλλαγές σε άλλα είδη εκτός των ταξιδιών.
    (V) ()Κατά τη σύγκριση του 2021 (προβλέψεις) με ολόκληρο το 2020, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι σχεδόν ολόκληρο το πρώτο τρίμηνο του 2020 δεν επηρεάστηκε από την πανδημία και ότι η τουριστική δραστηριότητα σημείωνε την περίοδο εκείνη αύξηση σε σύγκριση με το 2019.
    (VI) ()Για μια πιο εμπεριστατωμένη συζήτηση σχετικά με τις πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά εργασίας, βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Έκθεση του 2021 για την αγορά εργασίας και τους μισθούς στην Ευρώπη (υπό έκδοση).
    (VII) ()Χάρη στην εκτεταμένη χρήση προγραμμάτων διατήρησης θέσεων εργασίας, η ύφεση αντικατοπτρίστηκε περισσότερο σε μείωση των ωρών εργασίας το 2020 (-5,5 %) παρά σε αύξηση της ανεργίας. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ ήταν μεγαλύτερη το 2020 από ό, τι το 2009 (-4,3 %), αλλά η αύξηση της ανεργίας ήταν σημαντικά μικρότερη (τα μηνιαία ποσοστά ανεργίας αυξήθηκαν έως και κατά 2,6 ποσοστιαίες μονάδες στην ΕΕ μεταξύ 2008 και 2009).
    (VIII) ()Τον Μάρτιο του 2021, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε νέο στόχο σε επίπεδο ΕΕ για τη μείωση του αριθμού των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού κατά τουλάχιστον 15 εκατομμύρια έως το 2030. Πρόκειται για έναν από τους τρεις πρωταρχικούς στόχους στους τομείς της απασχόλησης, των δεξιοτήτων και της κοινωνικής ένταξης που θα πρέπει να επιτευχθούν έως το 2030 στο πλαίσιο του σχεδίου δράσης για τον ευρωπαϊκό πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων.
    (IX) ()Τον Μάρτιο του 2021, η Επιτροπή εξέδωσε σύσταση για την αποτελεσματική ενεργό στήριξη της απασχόλησης (EASE), με την οποία καλεί τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν συνεκτικές δέσμες ενισχυμένων ενεργητικών πολιτικών για την αγορά εργασίας, με σκοπό τη στήριξη της μετάβασης σε θέσεις εργασίας στο πλαίσιο της ανάκαμψης. Σύμφωνα με τη σύσταση EASE, οι ενεργητικές πολιτικές για την αγορά εργασίας και οι δημόσιες υπηρεσίες απασχόλησης αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας σε 20 κράτη μέλη, ενώ όλα έχουν συμπεριλάβει πολιτικές αναβάθμισης και επανεκπαίδευσης στα σχέδιά τους.
    (X) ()Για διεξοδικότερη συζήτηση σχετικά με τις δεξιότητες, βλ. Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2021), Πρόταση για κοινή έκθεση για την απασχόληση του 2022, από την Επιτροπή και το Συμβούλιο.
    (XI) ()Βλ.: Croitorov O. et al. (2021), «The macroeconomic impact of the COVID-19 pandemic in the euro area» Τριμηνιαία έκθεση για τη ζώνη του ευρώ, ΓΔ ECFIN, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τόμος 20, αριθ. 2, Μέρος I. Βλ. επίσης  την έκθεση του 2021 για την απασχόληση και τις κοινωνικές εξελίξεις στην Ευρώπη (ESDE)  και Fasani, F., Mazza, J. (2020) A vulnerable workforce: migrant workers in the Covid-19 pandemic.  Τεχνική έκθεση του Κοινού Κέντρου Ερευνών
    (XII) ()Απασχόληση και κοινωνικές εξελίξεις στην Ευρώπη (ESDE), ετήσια έκθεση για το 2021.
    Top