EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52011PC0730

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης

/* COM/2011/0730 τελικό - 2011/0330 (CNS) */

52011PC0730

/* COM/2011/0730 τελικό - 2011/0330 (CNS) */ Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ Διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης


ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

1. ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 καθορίζουν το νομικό πλαίσιο της διοικητικής συνεργασίας στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Οι διατάξεις αυτές θα πρέπει να αναθεωρηθούν υπό το πρίσμα της θέσπισης του αυτοματοποιημένου συστήματος διακίνησης και ελέγχου των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (ΕΦΚ) (εφεξής EMCS). Το EMCS δημιουργήθηκε με βάση την απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2003, για την εισαγωγή της πληροφορικής στη διακίνηση και στους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Το EMCS επιτρέπει στις αρχές των κρατών μελών να ελέγχουν τη διακίνηση των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης ταχύτερα και πιο ολοκληρωμένα, βάσει αυτοματοποιημένης ανάλυσης κινδύνων (βλ. τρίτη αιτιολογική σκέψη της απόφασης 1152/2003/ΕΚ).

Ο ισχύων κανονισμός του Συμβουλίου παρείχε τη νομική βάση για μια προηγούμενη φάση του προγράμματος EMCS, όπου στόχος ήταν η διεκπεραίωση μη αυτόματων διαδικασιών με τη βοήθεια ηλεκτρονικού υπολογιστή (φάση 0 του EMCS), εν αναμονή της αυτοματοποίησης της υποστήριξης της διοικητικής συνεργασίας, την οποία προέβλεπαν οι φάσεις 2 και 3 του EMCS. Άρθρα που διέπουν τη χρήση του συστήματος καταχώρισης των οικονομικών φορέων SEED (Σύστημα ανταλλαγής δεδομένων σχετικά με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ), του EWSE (Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης για τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης) και του MVS (Σύστημα ελέγχου των κινήσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης) χρησίμευσαν ως νομική βάση για τα εργαλεία αυτά, παράλληλα με άλλα άρθρα γενικού περιεχομένου που αφορούν αιτήσεις παροχής πληροφοριών, αυτόματη και αυθόρμητη ανταλλαγή πληροφοριών. Τα άρθρα αυτά προέρχονται από παλαιότερα νομοθετικά κείμενα στον τομέα της διοικητικής συνεργασίας, την οδηγία 77/799/ΕΟΚ του Συμβουλίου, καθώς και ορισμένες διατάξεις της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου.

Τα συστήματα EWSE και MVS πρόκειται να πάψουν να λειτουργούν. Όσον αφορά το EMCS, η φάση 2 λειτουργεί ενώ η φάση 3 προβλέπεται να αρχίσει να λειτουργεί το 2012. Η φάση 3 του EMCS θα επιτρέψει τη δημιουργία ηλεκτρονικών μηνυμάτων που θα αντικαταστήσουν το EWSE και, σε αρχικό στάδιο, ένα τμήμα του MVS με στόχο την πλήρη αντικατάστασή του στο μέλλον.

Η σημερινή περιγραφή του SEED στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 θεωρείται πλέον παρωχημένη, καθώς βασίζεται στη φάση 0 του συστήματος και συνεπώς θα πρέπει να επικαιροποιηθεί. Χρειάζεται επίσης μια σαφής νομική βάση για την υπηρεσία που παρέχει η δικτυακή πύλη Europa όσον αφορά τον έλεγχο της εγκυρότητας των αδειών των οικονομικών φορέων (SEED-on-Europa).

Η φάση 3 θα περιλαμβάνει την αυτόματη ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ οικονομικών φορέων και υπηρεσιών των κρατών μελών για την κοινοποίηση εξαιρετικών πληροφοριών, όπως π.χ. αποτελεσμάτων οδικών ελέγχων, εξαιρέσεων που πραγματοποιούν οι οικονομικοί φορείς και οριστικής διακοπής συγκεκριμένης διακίνησης προϊόντων. Η ανταλλαγή τέτοιων μηνυμάτων πραγματοποιείται σήμερα στο μέτρο του δυνατού χωρίς την υποστήριξη της πληροφορικής. Η αυτοματοποίηση αυτών των μηνυμάτων θα συμβάλει στη βελτίωση του ελέγχου και της διοικητικής συνεργασίας.

Στο πλαίσιο του προγράμματος EMCS προβλέπεται υπηρεσία εξαγωγής στατιστικών στοιχείων και σύνταξης εκθέσεων (CS/MISE – Central Services / Management Information System Excise) με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας και της συχνότητας των εκθέσεων σχετικά με τη λειτουργία του EMCS. Η υπηρεσία αυτή θα εξαλείψει μερικώς την ανάγκη για μη αυτοματοποιημένη συλλογή σχετικών στατιστικών στοιχείων από τα κράτη μέλη και την Επιτροπή. Θα χρειαστεί μια νομική βάση που θα επιτρέπει τη συλλογή δεδομένων από τις επιμέρους καταχωριζόμενες μετακινήσεις προϊόντων.

Με την απόφαση 1152/2003/ΕΚ ζητήθηκε από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη, τη δοκιμή και την εφαρμογή του EMCS. Τώρα που το EMCS έχει αρχίσει να λειτουργεί ο νέος κανονισμός προβλέπει παρόμοια διαρκή υποχρέωση των κρατών μελών και της Επιτροπής να διασφαλίζουν τη συντήρηση του EMCS και των σχετικών με αυτό υπηρεσιών.

Εκτός από αυτές τις συγκεκριμένες αλλαγές, θεωρούνται αναγκαίες και άλλες τροποποιήσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004, όπως:

- η αναδιατύπωση ορισμένων διατάξεων του κανονισμού με βάση νέα νομοθετικά πρότυπα,

- η γενική αναθεώρηση του κειμένου, ώστε να αφαιρεθούν οι διατάξεις που δεν έχουν πλέον αντικείμενο και να εκλογικευθεί περισσότερο η δομή του κειμένου,

- η συνεκτίμηση νέων διαδικασιών διοικητικής συνεργασίας στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης και σε άλλους τομείς, ώστε να διαμορφωθεί ένα αποτελεσματικότερο και λιγότερο επαχθές κανονιστικό πλαίσιο τόσο για τις αρχές που είναι αρμόδιες για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης όσο και για τους οικονομικούς φορείς.

Για να υπάρξει μια νομική βάση για τη διοικητική συνεργασία στο πλαίσιο του EMCS, για να διαμορφωθεί ένα σαφές και ευανάγνωστο κείμενο με συνοχή, αλλά και λαμβανομένης υπόψη της έκτασης των αλλαγών προτείνεται η αντικατάσταση ολοκλήρου του κειμένου του ισχύοντος κανονισμού.

2. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΕΩΝ ΜΕ ΤΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ

Γνωμοδότηση εμπειρογνωμόνων

Η πρόταση καταρτίστηκε σε στενή συνεργασία με ομάδα εργασίας ειδικών υπό την αιγίδα της επιτροπής ειδικών φόρων κατανάλωσης (η οποία συγκροτήθηκε δυνάμει της οδηγίας 2008/118/ΕΚ). Οι υπηρεσίες της Επιτροπής διεξήγαγαν ορισμένες διμερείς και πολυμερείς συζητήσεις με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη για να εξετάσουν σε βάθος την πρόταση.

Εκτίμηση των επιπτώσεων στις υπηρεσίες της Επιτροπής και των κρατών μελών

Το βασικότερο από τα νέα στοιχεία που περιλαμβάνει η πρόταση αυτή είναι οι νομικοί κανόνες που διασφαλίζουν την εφαρμογή του συστήματος EMCS. Οι επιπτώσεις τους πρέπει να αποδοθούν όχι στο προτεινόμενο εδώ κείμενο, αλλά κυρίως στην απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ, βάσει της οποίας αποφασίστηκε η δημιουργία του EMCS. Όπως προαναφέρθηκε, το νέο σύστημα απλουστεύει, ειδικότερα, τη διακίνηση προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης και διευκολύνει τους ενδεδειγμένους ελέγχους εκ μέρους των κρατών μελών. Η πρόταση αυτή δεν συνεπάγεται μεγαλύτερο φόρτο εργασίας για τους οικονομικούς φορείς σε σύγκριση με την ισχύουσα κατάσταση, δεδομένου ότι αφορά κυρίως τον εκσυγχρονισμό των υφιστάμενων εργαλείων και πρακτικών. Η απόκτηση νέων στατιστικών μέσων και μηχανισμών σχετικά με την υποβολή πληροφοριακών στοιχείων αναμένεται να μειώσει τον σημερινό διοικητικό φόρτο των υπηρεσιών των κρατών μελών, βελτιώνοντας παράλληλα την ποιότητα των πληροφοριών.

Εκτίμηση των επιπτώσεων στα θεμελιώδη δικαιώματα

Η πρόταση θεωρεί ως δεδομένο ότι τα κράτη μέλη εφαρμόζουν μόνο όταν υπάρχει ανάγκη και ανάλογα προς τους στόχους το άρθρο 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, το οποίο τους παρέχει τη δυνατότητα να απαλλάσσουν τις υπηρεσίες τους από την υποχρέωση να σέβονται όλα τα δικαιώματα των ατόμων τα οποία αφορούν τα δεδομένα (υποκείμενα των δεδομένων) σύμφωνα με το άρθρο 8 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Ο κανονισμός επιτρέπει στα κράτη μέλη να κάνουν χρήση των εξαιρέσεων του άρθρου 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ για την αποθήκευση ή την ανταλλαγή πληροφοριών, όταν ο περιορισμός των δικαιωμάτων απαιτείται για τη διαφύλαξη σημαντικού οικονομικού ή χρηματοοικονομικού συμφέροντος κράτους μέλους ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των νομισματικών, δημοσιονομικών και φορολογικών θεμάτων. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της εξαίρεσης καθορίζονται από την εθνική νομοθεσία και τη διοικητική πρακτική, υπό τον όρο της μεταφοράς της οδηγίας 95/46/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο, του σεβασμού των γενικών αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας των θεσπιζόμενων μέτρων και της προβλέψιμης συνάφειας των πληροφοριών που συγκεντρώνονται, αποθηκεύονται ή ανταλλάσσονται. Ως προς αυτό, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κρατών μελών δεν υφίστανται καμία αλλαγή σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους που καθορίζονται στον ισχύοντα κανονισμό για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

Η επεξεργασία δεδομένων εκ μέρους της Επιτροπής περιορίζεται στους παρακάτω τομείς:

1. Δημιουργία ενός ασφαλούς διαύλου επικοινωνίας (CCN/CSI) μεταξύ κρατών μελών και διοικητικών υπηρεσιών, ο οποίος εξυπηρετεί την προώθηση δομημένων μηνυμάτων με στόχο την ανταλλαγή πληροφοριών κατόπιν σχετικής αιτήσεως ή στο πλαίσιο αυτόματης ή αυθόρμητης ανταλλαγής πληροφοριών οι οποίες μπορούν να συμβάλουν στην ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

2. Δημιουργία μηχανισμού που επιτρέπει στα κράτη μέλη να αντιγράφουν δεδομένα σχετικά με τις καταχωρίσεις των οικονομικών φορέων στους οποίους επιβάλλονται ειδικοί φόροι κατανάλωσης.

3. Εξαγωγή στατιστικών στοιχείων.

Ο τομέας 1 (Ασφαλής δίαυλος επικοινωνίας) μπορεί να αφορά πληροφορίες που συγκεντρώνουν τα κράτη μέλη που κάνουν χρήση των εξαιρέσεων τις οποίες επιτρέπει το άρθρο 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, όταν ένα κράτος μέλος πρέπει να ανταλλάξει δεδομένα με άλλο κράτος μέλος για να διαμορφώσει πλήρη και ακριβή εικόνα της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Η Επιτροπή θεωρεί ότι το άρθρο 13 πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις που η γνωστοποίηση του υποκειμένου των δεδομένων θα μπορούσε λογικά να προκαλέσει παρεμβολή των ενδιαφερομένων κρατών μελών στην εκτίμηση της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Η εμβέλεια των πληροφοριών που υποβάλλονται σε επεξεργασία με βάση αυτό το σχέδιο κανονισμού θεωρείται αναγκαία προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (σχέδιο άρθρου 1 καθώς και επεξηγήσεις που παρέχονται για τη διάταξη αυτή παρακάτω). Σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που υπέχουν βάσει της Συνθήκης και της εθνικής νομοθεσίας που βασίζεται στην οδηγία 95/46/ΕΚ τα κράτη μέλη δεσμεύονται να προστατεύουν τα δικαιώματα των υποκειμένων των δεδομένων σύμφωνα με το άρθρο 8 και να τηρούν τις γενικές νομικές αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Ο κανονισμός αυτός δεν ορίζει εθνικές ρυθμίσεις καθώς δεν υπάρχει σχετική ανάγκη. Η Επιτροπή θεωρεί επίσης ότι τα κράτη μέλη, ασκώντας τις εξουσίες που τους παρέχει ο παρών κανονισμός, τηρούν όλες τις λοιπές υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη Συνθήκη.

Η Επιτροπή παρέχει μόνο έναν μηχανισμό επικοινωνίας για την ανταλλαγή δεδομένων που συλλέγουν και αποθηκεύουν τα κράτη μέλη χωρίς να έχει πρόσβαση στα ίδια τα δεδομένα παρά μόνο στο βαθμό που απαιτείται για τη συντήρηση του συστήματος. Σύμφωνα με αυτή την πρόταση η Επιτροπή είναι υπεύθυνη να διασφαλίζει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα και την ορθή διαβίβαση των δεδομένων που της εμπιστεύονται οι ενδιαφερόμενοι.

Ο τομέας 2 (Αντιγραφή των καταχωρίσεων των εθνικών οικονομικών φορέων) δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την εφαρμογή του άρθρου 13, καθώς οι πληροφορίες παρέχονται από τα ίδια τα υποκείμενα των δεδομένων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν τα συγκεκριμένα δεδομένα στα υποκείμενα των δεδομένων τα οποία θα είναι σε θέση να διορθώνουν τυχόν σφάλματα που εντοπίζουν σ’ αυτά. Για να κατοχυρώσει αυτό το δικαίωμα η πρόταση υπενθυμίζει ότι πρέπει να παρέχεται στους ενδιαφερομένους η δυνατότητα να ελέγχουν τα δικά τους δεδομένα στον τομέα αυτόν και να διορθώνουν τα σφάλματα. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν διαθέτει επιχειρησιακή πρόσβαση και συνεπώς ούτε δυνατότητα τροποποίησης των δεδομένων, διότι για να συμβεί κάτι τέτοιο η Επιτροπή θα έπρεπε να ασκεί έλεγχο στα εθνικά μητρώα οικονομικών φορέων, καθώς κύρια ευθύνη της TAXUD είναι να διασφαλίζει τον εμπιστευτικό χαρακτήρα των πληροφοριών που υπόκεινται σε επεξεργασία. Η δημόσια υπηρεσία η οποία επιτρέπει τον έλεγχο της εγκυρότητας των αδειών χρησιμοποιεί μέρος των δεδομένων που περιέχονται στις καταχωρίσεις των οικονομικών φορέων στους οποίους επιβάλλονται ειδικοί φόροι κατανάλωσης, το οποίο αφορά τον αριθμό αδείας ΕΦΚ και δεν περιέχει πληροφορίες που θα επέτρεπαν την αναγνώριση μεμονωμένων ατόμων, όπως π.χ. όνομα ή διεύθυνση. Η Επιτροπή παρέχει μια ηλεκτρονική διεύθυνση για την επικοινωνία με την υπηρεσία αυτή. Σε περίπτωση που ένας οικονομικός φορέας θεωρεί ότι κάποια πληροφορία είναι εσφαλμένη, η Επιτροπή του παρέχει τα στοιχεία της δημόσιας εθνικής υπηρεσίας που ενεργεί ως Ελεγκτής Δεδομένων για τα δεδομένα του συγκεκριμένου οικονομικού φορέα.

Ο τομέας 3 αφορά μόνο την εξαγωγή ανώνυμων επιχειρησιακών δεδομένων τα οποία χρησιμοποιούνται για στατιστικούς σκοπούς. Τα στοιχεία αυτά δεν επιτρέπουν την αναγνώριση των οικονομικών φορέων που συμμετέχουν στη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ΕΦΚ.

3. ΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ

Σύνοψη των προτεινόμενων ενεργειών

Η Επιτροπή προτείνει στο Συμβούλιο να εγκρίνει νέο κανονισμό διοικητικής συνεργασίας στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης, ο οποίος θα αντικαταστήσει τον ισχύοντα κανονισμό του Συμβουλίου στον τομέα αυτό.

Στόχος είναι να εναρμονιστεί η υφιστάμενη νομοθεσία με τις δυνατότητες που προσφέρει η ανάπτυξη του συστήματος EMCS και να διαμορφωθεί μια σαφέστερη και πλήρης νομική βάση για τις δυνατότητες αυτές, ώστε να επιτραπεί η αντικατάσταση των σημερινών μη αυτόματων ή ημιαυτόματων διαδικασιών από ηλεκτρονικές διαδικασίες.

Δεύτερος στόχος είναι ο σαφέστερος καθορισμός των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των κρατών μελών και της Επιτροπής στον συγκεκριμένο τομέα, τόσο στο πλαίσιο του EMCS όσο και γενικότερα.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα καταστεί εφικτή και θα ενθαρρυνθεί η συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και θα εναρμονιστεί περισσότερο τη νομοθεσία στον τομέα αυτό με τις πρόσφατα εγκριθείσες διατάξεις για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα του ΦΠΑ και των άμεσων φόρων.

Νομική βάση

Άρθρο 113 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αρχή της επικουρικότητας

Εφόσον η πρόταση δεν υπάγεται στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφαρμόζεται η αρχή της επικουρικότητας.

Οι στόχοι της πρότασης δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν σε ικανοποιητικό βαθμό από τα κράτη μέλη για τους λόγους που ακολουθούν.

Αντικείμενο της πρότασης είναι η αντικατάσταση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 του Συμβουλίου από διατάξεις που εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, την παροχή δηλαδή κοινού νομικού πλαισίου για τη διοικητική συνεργασία ειδικότερα στον τομέα των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και για την πλήρη αξιοποίηση των μέσων που παρέχει το σύστημα EMCS.

Ο στόχος αυτός δεν μπορεί να επιτευχθεί επαρκώς μέσω μεμονωμένων μέτρων των κρατών μελών και για καλύτερα αποτελέσματα απαιτείται δράση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν δεν υπήρχε αυτή η πρόταση και ο ισχύων κανονισμός, η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών θα μπορούσε να γίνει μόνο μέσω της σύναψης διμερών συμφωνιών. Η ηλεκτρονική υποστήριξη τέτοιων διμερών ρυθμίσεων θα ήταν μάλλον αδύνατη, καθώς το σχετικό κόστος θα ήταν τεράστιο. Οι διαφορετικές, εξάλλου, διμερείς ρυθμίσεις θα ήταν δυνατό να παρεμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία της ενιαίας αγοράς.

Αρχή της αναλογικότητας

Η πρόταση είναι σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας για τους λόγους που ακολουθούν.

Η προτεινόμενη δράση θεσπίζει μόνο έναν κοινό εσωτερικό κανονισμό και μέσα για τη διευκόλυνση της καθημερινής διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών τα οποία, ως εκ τούτου, παραμένουν αποκλειστικά υπεύθυνα για την εσωτερική τους οργάνωση και τη διάθεση των πόρων τους, για τον καθορισμό των περιπτώσεων που καλύπτονται από διεθνή διοικητική συνεργασία και για τη χρήση των αποτελεσμάτων.

Η προτεινόμενη δράση δεν συνεπάγεται σημαντική πρόσθετη οικονομική και διοικητική επιβάρυνση της Ένωσης, των εθνικών κυβερνήσεων, των περιφερειακών και των τοπικών αρχών, των οικονομικών φορέων και των πολιτών, αντίθετα όμως θα πρέπει να περιλαμβάνει ορθολογική αξιοποίηση των ανθρωπίνων πόρων και των δημοσιονομικών δαπανών, αναπτύσσοντας μια κοινή προσέγγιση της διεθνούς διοικητικής συνεργασίας.

Επιλογή νομικού μέσου

Προτεινόμενο μέσο: κανονισμός.

Η επιλογή του μέσου συμβαδίζει πλήρως με την ισχύουσα νομική πράξη. Ο κανονισμός παρέχει ένα κοινό πλαίσιο δραστηριοτήτων το οποίο μπορεί να εφαρμοστεί αμέσως για την αντικατάσταση του ισχύοντος κανονισμού.

Στόχος της πρότασης είναι να εξασφαλίσει τη βάση για τον εκσυγχρονισμό του ισχύοντος κοινού πλαισίου διοικητικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών. Ο κανονισμός αφορά μόνο τη διοικητική συνεργασία και δεν επηρεάζει την προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών που διέπουν τη διαχείριση της κυκλοφορίας ή τη φορολογία προϊόντων που υπόκεινται σε ΕΦΚ, που αμφότερες καλύπτονται από άλλες νομικές πράξεις.

4. ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Όλες οι δημοσιονομικές επιπτώσεις που σχετίζονται με την εισαγωγή της φάσης 3 του EMCS απορρέουν από την οδηγία 1152/2003/ΕΚ. Οι δαπάνες για την ανάπτυξη και τη λειτουργία νέας υπηρεσίας συγκέντρωσης στατιστικών στοιχείων και η δέσμευση για συνέχιση της ανάπτυξης, της συντήρησης και της λειτουργίας του συστήματος γενικά καλύπτονται από το πρόγραμμα Fiscalis 2013[1] και συνεπώς δεν θα αναλυθούν περισσότερο εδώ.

5. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Κατάργηση ισχύουσας νομοθεσίας

Με την έγκριση της πρότασης θα καταργηθεί η ισχύουσα νομοθεσία, δηλαδή ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2004.

Απλούστευση

Η πρόταση διασφαλίζει την απλούστευση της νομοθεσίας καθώς και των διοικητικών διαδικασιών τόσο για τις δημόσιες αρχές (της ΕΕ ή εθνικές) όσο και για τους ιδιώτες.

Η νομοθεσία συνεπάγεται διοικητικές απλουστεύσεις, καθώς περιλαμβάνει κοινά μέτρα τα οποία γίνονται εύκολα κατανοητά, εφαρμόζονται χωρίς πρόβλημα και προχωρούν ακόμη περισσότερο στην κατεύθυνση αυτή από ό,τι τα μέτρα που περιέχονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2073/2004.

Οι δημόσιες αρχές θα είναι σε θέση να χρησιμοποιούν κοινά μέσα και εργαλεία σε ένα προκαθορισμένο οργανωτικό πλαίσιο. Με το σύνολο των μέτρων θα απλουστευθεί η προσφυγή στην ευρωπαϊκή διεθνή διοικητική συνεργασία. Η διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας της ΕΕ συνεπάγεται ότι οι διοικητικές αρχές δεν θα χρειάζεται να προσφεύγουν σε διαφορετικές νομοθεσίες με ιδιαίτερους κανόνες και όρους ανάλογα με την περίπτωση για την οποία ζητούν συνδρομή.

Λεπτομερής επεξήγηση της πρότασης

Η παρακάτω λεπτομερής εξήγηση κάθε άρθρου χωριστά εστιάζει στις διατάξεις οι οποίες είτε είναι νέες είτε αλλάζουν ουσιαστικά σε σύγκριση με τις αντίστοιχες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004. Χάρη στον πίνακα αντιστοιχίας που επισυνάπτεται στην πρόταση νέου κανονισμού γίνεται κατανοητή η αντιστοιχία των νέων διατάξεων με τις ισχύουσες διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004.

Κεφάλαιο Ι – Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1 - Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

Το άρθρο αυτό ορίζει ότι ο κανονισμός θα έχει πλέον μεγαλύτερο πεδίο εφαρμογής, ώστε να καλύπτει και τη διοικητική συνεργασία με στόχο τη διασφάλιση εφαρμογής ολόκληρης της νομοθεσίας για τους ΕΦΚ και όχι μόνο τον σωστό υπολογισμό των ειδικών φόρων κατανάλωσης. Θεσπίζει επίσης την αρχή ότι ο κανονισμός δεν θα θίγει την εφαρμογή στα κράτη μέλη των κανόνων αμοιβαίας δικαστικής συνδρομής επί ποινικών ζητημάτων.

Η αρχή της «αναγκαιότητας» σκοπό έχει την ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα των ΕΦΚ στο βαθμό που αυτή επιβάλλεται από πραγματικές ανάγκες των φορολογικών υπηρεσιών και πληροί τα κριτήρια του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ, εφόσον αφορά προσωπικά δεδομένα (άρθρα 8 και 52 παράγραφος 1). Συγκεκριμένα, μια αίτηση πληροφοριών μπορεί να θεωρηθεί «αναγκαία» εφόσον, π.χ., βοηθά να επαληθευτούν οι υποψίες των ελεγκτών ότι οι οικονομικοί φορείς έχουν εμπλακεί ή εμπλέκονται σε παράνομες δραστηριότητες όσον αφορά τους ΕΦΚ. Ο όρος «αναγκαίος» καθιστά εξάλλου σαφές ότι τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να αναζητούν αυθαίρετα πληροφοριακά στοιχεία ή στοιχεία τα οποία δεν έχουν προφανώς σχέση με υποθέσεις στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης και αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα, ομάδες ή κατηγορίες προσώπων.

Άρθρο 2 – Ορισμοί

Λόγω της θέσης σε λειτουργία των φάσεων 2 και 3 του EMCS και της ανάγκης εναρμόνισης με την οδηγία του Συμβουλίου 2008/118/ΕΚ, διατυπώνονται ορισμένοι νέοι ορισμοί, οι οποίοι δεν περιέχονται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2073/2004. Πρόκειται για τους εξής: «ανταλλαγή στοιχείων οδηγούμενη από συμβάντα» «οικονομικός φορέας», «αριθμός ΕΦΚ», «ηλεκτρονικό διοικητικό έγγραφο", «έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομή ς» και «εφεδρικό έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής». Άλλοι όροι έχουν ελαφρώς τροποποιηθεί.

Άρθρα 3 έως 6 – Αρμόδιες αρχές, κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης (CELO), υπηρεσίες διασύνδεσης

Η πρόταση διατηρεί τις υφιστάμενες ρυθμίσεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 οι οποίες διακρίνουν μεταξύ, αφενός, της αρχής που είναι αρμόδια για την ανταλλαγή δεδομένων και για λογαριασμό της οποίας γίνονται τέτοιες ανταλλαγές και, αφετέρου, των απευθείας επαφών μεταξύ υπηρεσιών και υπαλλήλων της νόμιμα εξουσιοδοτημένης υπηρεσίας αρμόδιας αρχής. Η εφαρμογή των ρυθμίσεων αυτών εποπτεύεται από την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, η οποία λειτουργεί και ως πρώτο σημείο επαφής. Αυτό συμβαίνει διότι, έχοντας υπόψη το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού και τις διαφορές μεταξύ των κρατών μελών στον τομέα της οργάνωσης και της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών και του κράτους γενικότερα, δεν είναι δυνατό να θεσπιστούν σχετικοί ομοιόμορφοι κανόνες. Σε ορισμένα κράτη για παράδειγμα οι «αρμόδιες αρχές» είναι οι αρχές και υπηρεσίες ειδικών φόρων κατανάλωσης, ενώ σε άλλα κράτη «αρμόδιες αρχές» ενδέχεται να είναι άλλοι φορείς που τους ανατίθενται καθήκοντα σχετικά με τη διοικητική συνδρομή στον συγκεκριμένο τομέα. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να αλλάζει ελεύθερα την αρμόδια αρχή του. Σε τέτοια περίπτωση οφείλει να ενημερώνει την Επιτροπή και τα λοιπά κράτη μέλη.

Συνεπώς, τα άρθρα αυτά δεν επιβάλλουν περιορισμούς στον τρόπο εσωτερικής οργάνωσης των κρατών μελών πέραν της υποχρέωσής τους για καθορισμό ενός πρώτου σημείου επαφής. Η πρόταση εξακολουθεί ως εκ τούτου να παρέχει ένα σαφές νομικό πλαίσιο αποκεντρωμένης συνεργασίας, αναγνωρίζει κύριο ρόλο στις κεντρικές υπηρεσίες διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, αλλά διευκρινίζει και για ποιες λειτουργίες αυτές έχουν κύρια ευθύνη.

Άρθρο 7 - Πληροφορίες ή έγγραφα που λαμβάνονται μετά από σχετική άδεια ή αίτημα των δικαστικών αρχών

Όταν για τη συγκέντρωση των ζητούμενων πληροφοριών απαιτούνται έρευνες για λογαριασμό ή εξ ονόματος δικαστικών αρχών, η ανταλλαγή πληροφοριών μερικές φορές δεν πραγματοποιείται ή καθυστερεί σημαντικά. Αυτό μπορεί να εμποδίσει την ενδιαφερόμενη αρχή του αιτούντος κράτους μέλους να ξεκινήσει αποτελεσματική και έγκαιρη διοικητική ή νομική διαδικασία κατά εγκληματιών. Ως εκ τούτου, το άρθρο 7 επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να συνεργάζονται όταν η ανταλλαγή πληροφοριών έχει σχέση με ποινικές διαδικασίες, τηρουμένων βεβαίως των κανόνων για τη δικαστική συνεργασία επί ποινικών υποθέσεων

Κεφάλαιο II – Συνεργασία κατόπιν αιτήσεως

Η πρόταση καθορίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών και πραγματοποιεί διάκριση μεταξύ των αιτήσεων πληροφοριών και των διοικητικών ερευνών, της παρουσίας υπαλλήλων στα γραφεία των διοικητικών υπηρεσιών και των διοικητικών ερευνών, της διενέργειας ταυτόχρονων ελέγχων και των αιτήσεων κοινοποίησης πληροφοριών. Το άρθρο 11 ορίζει τρίμηνη προθεσμία για την κοινοποίηση πληροφοριών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης (μηνιαία προθεσμία εφόσον οι πληροφορίες είναι ήδη διαθέσιμες), αλλά και άλλες προθεσμίες για επιμέρους περιπτώσεις.

Άρθρο 8 – Γενικές υποχρεώσεις της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση

Στο άρθρο 8 επαναλαμβάνεται σε μεγάλο βαθμό το κείμενο του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004. Το άρθρο 8 παράγραφος 1 αποτελεί τη νομική βάση για όλες τις αιτήσεις πληροφοριών που υποβάλλονται μέσω του EMCS ή με άλλο τρόπο. Η παράγραφος 2 υποχρεώνει την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση να διενεργήσει διοικητική έρευνα, αν αυτό απαιτείται για την απόκτηση των ζητούμενων πληροφοριών. Για τον σκοπό αυτό, η παράγραφος 3 ορίζει ότι οι αιτήσεις πληροφοριών μπορεί να περιλαμβάνουν αιτιολογημένο αίτημα για διοικητική έρευνα. Το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση μπορεί, ωστόσο, να αποφασίσει ότι δεν χρειάζεται έρευνα οπότε οφείλει να ενημερώσει αμέσως το αιτούν κράτος μέλος σχετικά και να παραθέσει τους λόγους που το οδήγησαν σ’ αυτή την απόφαση. Για να αποφευχθεί η αυθαίρετη απόρριψη αιτήσεων, στο άρθρο 25 καθορίζονται οι νόμιμοι λόγοι μιας τέτοιας απόρριψης. Με τη σημερινή κατάσταση η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση οφείλει να ενεργήσει όπως θα ενεργούσε για δικό της λογαριασμό ή μετά από αίτηση άλλης αρχής της χώρας της.

Άρθρα 9- 10 – Τύπος της αίτησης και της απάντησης και παροχή εγγράφων

Το άρθρο 9 επικαιροποιεί το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι αιτήσεις και απαντήσεις βάσει του άρθρου 8 θα διεκπεραιώνονται κανονικά μέσω του EMCS. Λεπτομερή στοιχεία για τις επιχειρησιακές διαδικασίες, τις ανταλλαγές πληροφοριών και τις εφεδρικές διαδικασίες θα περιέχονται στην εκτελεστική πράξη αυτού του κανονισμού, που θα τεθεί σε ισχύ σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 2 και θα αποτελέσει τη νομική βάση για τις επιχειρησιακές διαδικασίες και τις προδιαγραφές μηνυμάτων στο τμήμα IV των λειτουργικών προδιαγραφών του συστήματος των ειδικών φόρων κατανάλωσης (Functional Excise System Specification - FESS).

Ωστόσο, δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν εκ των προτέρων όλοι οι τύποι αιτήσεων πληροφοριών και αιτήσεων για διοικητικές έρευνες. Υπάρχει επίσης ανάγκη για ανταλλαγή αποδεικτικών στοιχείων και εγγράφων. Συνεπώς, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8 περιλαμβάνει επίσης την ανταλλαγή πληροφοριών που δεν καλύπτονται σήμερα από το EMCS. Οι αιτήσεις αυτές πρέπει να εξακολουθήσουν να έχουν νομική βάση και θα πρέπει να διαβιβάζονται ηλεκτρονικά όσο το δυνατό περισσότερο, ώστε να μειώνεται ο περιττός διοικητικός φόρτος των υπηρεσιών των κρατών μελών. Για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κεντρικών υπηρεσιών διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, θα μπορεί, για παράδειγμα, να χρησιμοποιείται το ασφαλές σύστημα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου CCN .

Το άρθρο 10 επιτρέπει τη χρησιμοποίηση επικυρωμένων αντιγράφων και αποσπασμάτων ώστε να μη διαβιβάζονται τα πρωτότυπα έγγραφα η επεξεργασία των οποίων θα επιβάρυνε σημαντικά τις υπηρεσίες.

Άρθρο 11 - Προθεσμίες

Στο άρθρο 11 η Επιτροπή προτείνει κανονική μέγιστη προθεσμία τριών μηνών για την παροχή των πληροφοριών, όπως και ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2004. Όταν το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση διαθέτει ήδη τις ζητούμενες πληροφορίες, αυτή η συνήθης προθεσμία μειώνεται στον ένα μήνα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπως π.χ. ιδιαιτέρως πολύπλοκες υποθέσεις απάτης στις οποίες εμπλέκονται περισσότερα από ένα κράτη μέλη, μπορεί να οριστεί άλλη προθεσμία με κοινή συμφωνία. Σε περίπτωση που η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην αίτηση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, οφείλει να ενημερώσει αμέσως την αιτούσα αρχή για τους λόγους που την εμποδίζουν να τηρήσει την εν λόγω προθεσμία και να δηλώσει πότε θεωρεί ότι θα μπορέσει να ανταποκριθεί στο αίτημα.

Άρθρο 12 – Συμμετοχή υπαλλήλων άλλων κρατών μελών σε διοικητικές έρευνες

Όπως και στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2073/2004, το κεφάλαιο αυτό της πρότασης παρέχει νομική βάση για την παρουσία υπαλλήλων που ασχολούνται με θέματα ΕΦΚ στο έδαφος άλλου κράτους μέλους με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών και τη συμμετοχή τους ως παρατηρητών σε διοικητικές έρευνες. Η Επιτροπή προτείνει μικρές αλλαγές στο κείμενο του ισχύοντος κανονισμού για να είναι σαφές ότι, μετά από αμοιβαία συμφωνία, υπάλληλοι άλλου κράτους μέλους δικαιούνται να είναι παρόντες οπουδήποτε μπορούν να παρίστανται και υπάλληλοι του κράτους μέλους που τους υποδέχεται.

Άρθρο 13 - Ταυτόχρονοι έλεγχοι

Η Επιτροπή εξακολουθεί να πιστεύει ότι οι ταυτόχρονοι έλεγχοι συμβάλλουν θετικά στη διοικητική συνεργασία και θα πρέπει να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα των συνήθων προγραμμάτων ελέγχου των κρατών μελών. Σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν υποψίες για διασυνοριακές παρατυπίες ή παραβάσεις στον τομέα των ΕΦΚ, οι ταυτόχρονοι έλεγχοι μπορεί να είναι πολύ αποτελεσματικά εργαλεία συμμόρφωσης και ελέγχου για τις διοικητικές υπηρεσίες των κρατών μελών.

Ορισμένοι πολυμερείς έλεγχοι χρηματοδοτούνται από το πρόγραμμα Fiscalis 2013 ώστε να ενθαρρύνονται τα κράτη μέλη να εντάσσουν τους ταυτόχρονους ελέγχους στα εθνικά προγράμματα ελέγχου. Η Επιτροπή προτείνει μόνο μια μικρή τροποποίηση στη διατύπωση του υφισταμένου κειμένου του κανονισμού (την αντικατάσταση της φράσης «κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης» από τη φράση «κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης»).

Άρθρο 14 - Αιτήσεις για κοινοποίηση διοικητικών αποφάσεων και μέτρων

Το άρθρο αυτό επιτρέπει στους παραλήπτες να ενημερώνονται για αποφάσεις της αιτούσας αρχής που τους επηρεάζουν με εξαίρεση την κοινοποίηση απαιτήσεων. Η πρόταση περιορίζεται σε επικαιροποίηση της αναφοράς στην οδηγία για την είσπραξη των απαιτήσεων, καθώς η οδηγία 76/308/ΕΟΚ αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2010/24/ΕΕ της 16ης Μαρτίου 2010, περί αμοιβαίας συνδρομής για την είσπραξη απαιτήσεων σχετικών με φόρους, δασμούς και άλλα μέτρα[2].

Κεφάλαιο ΙΙΙ - Ανταλλαγή πληροφοριών χωρίς προηγούμενη αίτηση

Άρθρα 15 ως 18 – Υποχρεωτική ανταλλαγή, προαιρετική ανταλλαγή και παρακολούθηση

Η Επιτροπή προτείνει ορισμένες αλλαγές στο κεφάλαιο αυτό, ώστε να δημιουργηθεί ένα λογικό και εύχρηστο πλαίσιο τόσο αυτόματης όσο και αυθόρμητης ανταλλαγής, καθώς και ένα ευέλικτο πλαίσιο νομικών δικαιωμάτων για τα κράτη μέλη τα οποία ενδεχομένως επιθυμούν να προχωρήσουν περισσότερο από τις αυτόματες ανταλλαγές που περιγράφονται στο τμήμα 4 της FESS. Η πρόταση εισάγει επίσης την έννοια της «παρακολούθησης», η οποία είναι παρόμοια προς την έννοια της «ανάδρομης πληροφόρησης» στον τομέα του ΦΠΑ και των άμεσων φόρων. Πρόκειται για σχόλια που διατυπώνει το κράτος μέλος που ζητά ή λαμβάνει τις πληροφορίες σχετικά με τη χρησιμότητα των πληροφοριών που έλαβε. Αυτά τα σχόλια μπορούν να συμβάλουν θετικά στην ποιότητα των ανταλλασσόμενων πληροφοριών. Η λειτουργία αυτή δεν περιλαμβάνεται σήμερα στο σύστημα EMCS.

Ο ισχύων κανονισμός περιέχει ήδη άρθρα τα οποία καλύπτουν την αυτόματη ή υποχρεωτική ανταλλαγή και ορισμένα κράτη μέλη έχουν κάνει χρήση των νομικών δυνατοτήτων για την ανταλλαγή μηνιαίων εκθέσεων και την προώθηση πληροφοριών. Ωστόσο, ο ισχύων κανονισμός δεν είναι επαρκώς σαφής όσον αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που δημιουργούν αυτά τα άρθρα. Η έλλειψη αυτή αντισταθμίζεται από την ύπαρξη χωριστού άρθρου για το Σύστημα Έγκαιρης Προειδοποίησης για τους Ειδικούς Φόρους Κατανάλωσης (EWSE), το οποίο αποτελεί στην πράξη ιδιαίτερη μορφή αυθόρμητης ή προαιρετικής ανταλλαγής, που συνδυάζεται με έναν μηχανισμό υποχρεωτικού σχολιασμού στην περίπτωση προειδοποιητικών μηνυμάτων.

Τα ενημερωτικά μηνύματα του EWSE έχουν πλέον καταστεί άνευ αντικειμένου λόγω της έναρξης της φάσης 2 του EMCS καθώς έχουν αντικατασταθεί από τη διαβίβαση ηλεκτρονικών διοικητικών εγγράφων (e-AD) από το κράτος μέλος αποστολής. Τα εναπομένοντα ενημερωτικά μηνύματα EWSE καθίστανται άνευ αντικειμένου λόγω της έναρξης της φάσης 3 του EMCS, η οποία υποστηρίζει την αυθόρμητη ανταλλαγή που θα αντικαταστήσει αυτή τη λειτουργία.

Το άρθρο 15 της πρότασης εξακολουθεί να επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση διαβίβασης σε άλλα κράτη μέλη πληροφοριών σχετικά με διαπιστωθείσα παράβαση ή παρατυπία ή με τις ενδεχόμενες επιπτώσεις παράβασης ή παρατυπίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος απάτης ή μη είσπραξης ειδικών φόρων κατανάλωσης. Το άρθρο αυτό επιβάλλει επίσης τη χρήση μηνυμάτων EMCS για την ανταλλαγή τέτοιων πληροφοριών, όταν αυτές μπορούν να μεταφερθούν με τέτοια μηνύματα. Το άρθρο 15 επιβάλλει επίσης την ανταλλαγή μηνυμάτων για τη γνωστοποίηση εξαιρετικών περιστατικών που μπορεί να προκύψουν κατά τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ΕΦΚ, όπως προβλέπεται στο τμήμα 4 της FESS. Η ανταλλαγή μηνυμάτων γι’ αυτά τα εξαιρετικά περιστατικά που μπορεί να προκύψουν κατά την κυκλοφορία προϊόντων που υπόκεινται σε ΕΦΚ υπό καθεστώς αναστολής των φόρων αυτών θα πρέπει να είναι υποχρεωτική. Μια εκτελεστική πράξη θα καθορίσει τις διαφορετικές κατηγορίες πληροφοριών που μπορούν να ανταλλάσσονται αυτόματα τόσο σε υποχρεωτική όσο και σε προαιρετική βάση. Τα κράτη μέλη θα μπορούν να αποδεχθούν ή να απορρίψουν την αυτόματη ανταλλαγή που θα βασίζεται σ’ αυτές τις κατηγορίες. Ο κατάλογος των κατηγοριών θα επανεξετάζεται κάθε χρόνο. Το άρθρο 16 της πρότασης διευκρινίζει επίσης ότι δεν υπάρχει πρόθεση για περιορισμό των υφισταμένων ρυθμίσεων που μπορεί να έχουν θεσπίσει τα κράτη μέλη όσον αφορά τις διμερείς ή πολυμερείς ανταλλαγές πληροφοριών.

Ακολουθούν ορισμένα παραδείγματα πιθανής χρήσης αυτόματων ανταλλαγών:

(α) περιπτώσεις στις οποίες υπάρχουν υποψίες για απάτη σε άλλο κράτος μέλος. Παράδειγμα: όταν δεν επιστραφεί απόδειξη παραλαβής EMCS ούτε δοθεί σχετική εξήγηση και υπάρχουν υποψίες ότι τα αποσταλέντα προϊόντα που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης άλλαξαν πορεία στο κράτος μέλος προορισμού·

(β) περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει σοβαρός κίνδυνος απάτης σε άλλο κράτος μέλος. Παράδειγμα: καταβάλλονται ειδικοί φόροι κατανάλωσης σε κράτος μέλος με χαμηλό συντελεστή και τα εμπορεύματα διακινούνται υπό καθεστώς προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και έχουν δοθεί για κατανάλωση, ο παραλήπτης όμως δεν τα έχει παραλάβει καθώς αυτά έχουν διοχετευθεί στην αγορά κράτους μέλους με υψηλότερο συντελεστή.

(γ) περιπτώσεις στις οποίες διαπιστώνεται στο έδαφος κράτους μέλους απάτη με ενδεχόμενες προεκτάσεις σε άλλο κράτος μέλος. Παράδειγμα: το κράτος μέλος που διαπιστώνει παράτυπη φυσική παρουσία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης υποπτεύεται ότι έχει διαπραχθεί απάτη στο κράτος μέλος αναχώρησης, η οποία σχετίζεται με την ελλιπή ή εσφαλμένη αναφορά των προϊόντων που υπόκεινται σε ΕΦΚ σε έγγραφο e-AD.

Το άρθρο 16 επιτρέπει στα κράτη μέλη να ξεκινήσουν τη διαδικασία ανταλλαγής πληροφοριών, όταν οι πληροφορίες δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες για τις οποίες πραγματοποιούνται αυτόματες ανταλλαγές πληροφοριών λόγω, ενδεχομένως, μη συνήθους αλλά σημαντικής από οικονομική άποψη παρατυπίας. Το άρθρο 16 προτείνει επίσης ως προαιρετική πρακτική την καθιέρωση μιας διαδικασίας παρακολούθησης στο πλαίσιο της οποίας η αιτούσα αρχή ενημερώνει την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση αν οι πληροφορίες που δόθηκαν αποδείχτηκαν χρήσιμες. Η εμπειρία στον τομέα του ΦΠΑ και της άμεσης φορολογίας έχει αποδείξει ότι τέτοια σχόλια ενθαρρύνουν την ευρύτερη χρησιμοποίηση των αυθόρμητων ανταλλαγών και μπορούν να βοηθήσουν την αιτούσα αρχή να συμπληρώσει τις δικές της πληροφορίες σε μια υπόθεση.

Η πρόταση, συνεπώς, επιδιώκει να καθορίσει ένα ευέλικτο και αποτελεσματικό πλαίσιο για τέτοιου είδους ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών.

Κεφάλαιο IV – Αποθήκευση και ανταλλαγή πληροφοριών για οικονομικούς φορείς και στατιστικές για τις συναλλαγές στο εσωτερικό της Ένωσης

Τα τέσσερα άρθρα αυτού του κεφαλαίου συνδυάζουν το περιεχόμενο των κεφαλαίων IV και V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004. Λόγω της αντικατάστασης του EWSE και του MVS από τα εργαλεία που παρέχει η φάση 3 του EMCS, διαγράφηκαν τα άρθρα που αφορούσαν τα εν λόγω συστήματα. Το πεδίο εφαρμογής αυτού του νέου κεφαλαίου καθορίζεται σαφέστερα ώστε να περιλαμβάνει όλες τις πτυχές διοικητικής συνεργασίας των κρατών μελών, την οποία συντονίζουν και διευκολύνουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής παρέχοντας ταυτόχρονα επιχειρησιακή στήριξη.

Άρθρο 19 - Αποθήκευση και ανταλλαγή πληροφοριών που περιέχονται σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων

Το άρθρο αυτό περιγράφει το καθεστώς που ισχύει για την αποκεντρωμένη ηλεκτρονική βάση δεδομένων, γνωστή ως SEEDv.1, η οποία διαφέρει ως προς ορισμένα σημεία από την προηγούμενη βάση η οποία περιγράφεται στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2073/2004. Το άρθρο αυτό επιβάλλει επίσης στα κράτη μέλη και τις κεντρικές υπηρεσίες της Επιτροπής την υποχρέωση να διασφαλίζουν ότι τα στοιχεία που περιέχονται στο μητρώο είναι επικαιροποιημένα και ακριβή, ώστε να μπορεί να πραγματοποιηθεί αμέσως η διακίνηση προϊόντων υπό καθεστώς αναστολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης, αφενός, και να εμποδίζεται η κυκλοφορία τους προς μη επιτρεπόμενους προορισμούς, αφετέρου. Τέλος, το άρθρο 19 προβλέπει μια σαφή νομική βάση για την υπηρεσία SEED-on-Europa, η οποία επιτρέπει στους οικονομικούς φορείς στον τομέα των ΕΦΚ να ελέγχουν την εγκυρότητα των αδειών των εμπορικών τους εταίρων.

Άρθρο 20 – Πρόσβαση σε πληροφορίες και διόρθωση πληροφοριών

Το άρθρο 20 εξηγεί ότι οι οικονομικοί φορείς, αναγράφοντας τον αριθμό αδείας ΕΦΚ, έχουν το δικαίωμα να ελέγχουν τις πληροφορίες που παρέχονται δημοσίως στον ιστότοπο SEED-on-Europa και αφορούν τα στοιχεία της άδειάς τους. Έχουν επίσης το δικαίωμα να ζητούν από το κράτος μέλος που εκδίδει την άδεια τη διόρθωση εσφαλμένων τέτοιων στοιχείων. Η Επιτροπή αναλαμβάνει την υποχρέωση να προωθεί τέτοιες αιτήσεις διόρθωσης στοιχείων στις κατάλληλες αρμόδιες αρχές. Όσον αφορά την πρόσβαση σε μη δημόσιες πληροφορίες για οικονομικούς φορείς, στις οποίες η Επιτροπή δεν έχει πρόσβαση, καθώς και τη διόρθωση σχετικών στοιχείων, κάθε οικονομικός φορέας πρέπει να απευθύνεται όπως και πριν στη σχετική αρμόδια αρχή.

Άρθρο 21 - Φύλαξη των δεδομένων

Το άρθρο αυτό ορίζει ότι όλες οι πληροφορίες που αποθηκεύονται στο EMCS θα πρέπει να παραμένουν διαθέσιμες για 3 τουλάχιστον χρόνια, ανάλογα με την πολιτική της αρμόδιας αρχής για τη φύλαξη δεδομένων, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν από άλλα κράτη μέλη σε απευθείας σύνδεση με το σύστημα. Αυτό συμβαίνει ώστε να αποφεύγονται οι καθυστερήσεις όταν τα κράτη μέλη πραγματοποιούν αναλύσεις κινδύνων με βάση ιστορικά δεδομένα.

Βάσει της νομοθεσίας για την προστασία δεδομένων μετά τη λήξη της περιόδου φύλαξης τα δεδομένα θα πρέπει να διαγράφονται ή να τροποποιούνται ώστε να αφαιρούνται από αυτά στοιχεία που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την αναγνώριση ατόμων.

Άρθρο 22 – Διατάξεις εφαρμογής για αποθηκευμένες πληροφορίες

Το άρθρο 22 προβλέπει τη θέσπιση διατάξεων εφαρμογής για την αποθήκευση και τη διόρθωση δεδομένων.

Κεφάλαιο V – Κοινοί όροι που διέπουν τη συνδρομή

Στο κεφάλαιο αυτό συγκεντρώνονται ορισμένες αμοιβαίες απαιτήσεις και περιορισμοί όσον αφορά την παροχή συνδρομής.

Άρθρο 23 – Γλωσσικό καθεστώς

Το άρθρο αυτό διατυπώθηκε εκ νέου στην πρόταση ώστε να καταστεί σαφέστερο. Αναμένεται ότι θα χρειάζονται λιγότερες μεταφράσεις καθώς οι πολύγλωσσες διεπαφές υποστηρίζονται καλύτερα στο EMCS.

Άρθρο 24 - Ποιότητα παρεχόμενων υπηρεσιών

Η πρόταση επιβάλλει στην Επιτροπή και τα κράτη μέλη την υποχρέωση συντήρησης του αυτοματοποιημένου συστήματος, ώστε οι διορθώσεις και οι επικαιροποιήσεις να πραγματοποιούνται με βάση συμφωνημένο χρονοδιάγραμμα. Λεπτομερή στοιχεία των σχετικών ρυθμίσεων θα περιέχονται σε συμφωνία μεταξύ των υπηρεσιών στην οποία θα καθορίζονται οι αμοιβαίες υποχρεώσεις της Επιτροπής και των κρατών μελών. Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να διαθέτουν πολιτική για την ασφάλεια του συστήματος.

Άρθρο 25 – Οριοθέτηση των υποχρεώσεων της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση

Σύμφωνα με το άρθρο αυτό η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να αρνηθεί τη διεξαγωγή ερευνών ή την παροχή πληροφοριών, εφόσον η αιτούσα αρχή δεν έχει εξαντλήσει τις δικές της συνήθεις πηγές πληροφόρησης, εφόσον οι νομοθετικές ή διοικητικές πρακτικές του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση πληροφοριών δεν επιτρέπουν στις φορολογικές του αρχές είτε να διενεργεί τέτοιες έρευνες είτε να συγκεντρώνει ή να χρησιμοποιεί τέτοιες πληροφορίες για δικούς του σκοπούς, ή εφόσον η διαβίβαση των πληροφοριών θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη ή θα οδηγούσε σε αποκάλυψη εμπορικού, βιομηχανικού ή επαγγελματικού μυστικού ή εμπορικής διαδικασίας. Το άρθρο έχει επικαιροποιηθεί ώστε να καθιστά σαφές ότι η εξαίρεση αυτή δεν μπορεί να εφαρμόζεται με μόνο αιτιολογικό το γεγονός ότι οι πληροφορίες βρίσκονται στην κατοχή κάποιου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος.

Το άρθρο 25 παράγραφος 5 αυτής της πρότασης προβλέπει ότι η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση οφείλει να γνωστοποιεί στην αιτούσα αρχή και την Επιτροπή τους λόγους απόρριψης αίτησης αμοιβαίας συνδρομής.

Άρθρο 26 - Δαπάνες

Για το άρθρο αυτό χρησιμοποιήθηκε με νέα διατύπωση το αντίστοιχο άρθρο του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004. Το να επιτρέπεται στην αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση να απαιτεί δαπάνες πέραν αυτών που συνεπάγεται η χρησιμοποίηση εξωτερικών εμπειρογνωμόνων αντιτίθεται στη γενική υποχρέωση της αρχής αυτής να ανταποκρίνεται στις αιτήσεις διοικητικής συνδρομής σαν να επρόκειτο για δικές της υποθέσεις.

Άρθρο 27 – Ελάχιστο ποσό

Το άρθρο αυτό παρέχει στην επιτροπή ειδικών φόρων κατανάλωσης την εξουσία να ορίζει ένα ελάχιστο ποσό οφειλόμενων ΕΦΚ, ώστε να αποφεύγεται η δυσανάλογη εφαρμογή του κανονισμού.

Άρθρο 28 – Επαγγελματικό απόρρητο, προστασία δεδομένων και χρησιμοποίηση των πληροφοριών που ανακοινώνονται βάσει του παρόντος κανονισμού

Το άρθρο αυτό διευκρινίζει πώς πρέπει να χρησιμοποιούνται οι συλλεγόμενες πληροφορίες. Η προστασία δεδομένων επεκτάθηκε και στην προστασία πληροφοριών οι οποίες μπορεί να μη συνδέονται με ενέργειες που έχουν αναληφθεί αλλά περιήλθαν στη γνώση υπαλλήλου στο πλαίσιο των καθηκόντων του. Κατά τα λοιπά δεν υπάρχουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με την ισχύουσα διάταξη εκτός από την επικαιροποίηση των στοιχείων αναφοράς σε άλλη νομοθεσία.

Οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο και μπορούν να αποκαλύπτονται μόνο για συγκεκριμένους σκοπούς, όπως π.χ. δικαστικές ή διοικητικές διαδικασίες οι οποίες συνεπάγονται κυρώσεις που οφείλονται σε φορολογικές παραβάσεις. Οι πληροφορίες μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της φορολογητέας βάσης, τη συγκέντρωση και τον έλεγχο των ειδικών φόρων κατανάλωσης και την παρακολούθηση της διακίνησης προϊόντων που υπόκεινται σε ΕΦΚ. Τέτοιες πληροφορίες μπορούν επίσης να χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό άλλων δασμών και φόρων που καλύπτονται από την οδηγία 2010/24/ΕΕ, της 16ης Μαρτίου 2010. Το άρθρο αυτό παρέχει επίσης τη νομική βάση για ανταλλαγές μεταξύ των αρχών που είναι αρμόδιες για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και άλλων φορολογικών αρχών του ίδιου κράτους μέλους.

Όπως και με τον ισχύοντα κανονισμό τα κράτη μέλη οφείλουν να περιορίζουν την εμβέλεια των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 10, το άρθρο 11 παράγραφος 1, το άρθρο 12 και το άρθρο 21 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, όταν ο περιορισμός αυτός απαιτείται για τη διαφύλαξη των χρηματοοικονομικών συμφερόντων των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 13 της οδηγίας 95/46/ΕΚ. Οι εξαιρέσεις αυτές επιτρέπουν να μη δημοσιοποιείται η διενέργεια έρευνας και να μη χρησιμοποιούνται εκ νέου για άλλους σκοπούς τα δεδομένα για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης που συγκεντρώθηκαν αρχικά από τον οικονομικό φορέα ή από άλλα μέρη.

Άρθρο 29 – Πρόσβαση σε πληροφορίες μετά από άδεια της Επιτροπής

Με βάση το άρθρο αυτό η πρόσβαση ατόμων εγκεκριμένων από την Επιτροπή σε δεδομένα περιορίζεται στον βαθμό που απαιτείται για τη συντήρηση και τη λειτουργία του συστήματος.

Άρθρο 30 - Αποδεικτική αξία των λαμβανόμενων πληροφοριών

Το κείμενο του άρθρου αυτού είναι το ίδιο με εκείνο του άρθρου 32 του ισχύοντος κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι οι πληροφορίες που λαμβάνονται μέσω ανταλλαγής πληροφοριών έχουν ισοδύναμη αποδεικτική αξία με τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώνουν άλλες αρχές στο ίδιο κράτος μέλος.

Άρθρο 31 - Υποχρέωση συνεργασίας

Το κείμενο του άρθρου αυτού είναι το ίδιο με εκείνο του άρθρου 33 του ισχύοντος κανονισμού. Η διάταξη αυτή σκοπό έχει να εξασφαλίσει αποτελεσματικό συντονισμό σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο ζητώντας από τα κράτη μέλη να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα γι’ αυτό τον σκοπό.

Άρθρο 32 - Σχέσεις με τρίτες χώρες

Το άρθρο αυτό επιτρέπει σε κράτος μέλος να διαβιβάσει, αν το κρίνει σκόπιμο, σε άλλα κράτη μέλη πληροφορίες από τρίτη χώρα καθώς και να προωθήσει πληροφορίες σε τρίτη χώρα, εφόσον αυτή έχει συνάψει συμφωνία να μεταχειρίζεται τις πληροφορίες σύμφωνα με τις αρχές της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Άρθρο 33 – Συνδρομή σε οικονομικούς φορείς

Το άρθρο αυτό καλύπτει την υπηρεσία που προβλέπεται στο άρθρο 24 παράγραφος 3 του ισχύοντος κανονισμού, σύμφωνα με το οποίο ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από άλλο κράτος μέλος τη διεξαγωγή διοικητικής έρευνας για τον εντοπισμό απολεσθέντων εγγράφων.

Κεφάλαιο VI – Αξιολόγηση και μεταβατικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 34 – Αξιολόγηση ρυθμίσεων, συγκέντρωση επιχειρησιακών στατιστικών στοιχείων και κοινοποίηση στοιχείων

Σκοπός της πρότασης, όπως και του ισχύοντος κανονισμού, είναι η διαμόρφωση αποτελεσματικών ρυθμίσεων για την αμοιβαία συνδρομή και την ανταλλαγή πληροφοριών, οι οποίες θα εμποδίσουν την απάτη κατά τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο εσωτερικό της Ένωσης. Καθιστά την Επιτροπή αρμόδια για την εποπτεία της διοικητικής συνεργασίας, αλλά δεν της παρέχει επιχειρησιακό ρόλο στον εντοπισμό και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Λόγω, ωστόσο, των διαστάσεων της απάτης που σχετίζεται με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο εσωτερικό της Ένωσης, η απάτη θα πρέπει να αντιμετωπιστεί σε επίπεδο ΕΕ μέσω του συντονισμού των προσπαθειών των κρατών μελών και της Επιτροπής. Αν και αρμόδια για τη λήψη των απαιτούμενων μέτρων πρόληψης της απάτης κατά τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ΕΦΚ στο εσωτερικό της Ένωσης είναι τα κράτη μέλη, η Επιτροπή έχει αναλάβει τον κύριο ρόλο όσον αφορά τον συντονισμό και τη διευκόλυνση των μέτρων εφαρμογής. Συνεπώς, τα κράτη μέλη παρέχουν όλα τα στατιστικά στοιχεία που απαιτούνται για την αμοιβαία αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της διοικητικής συνεργασίας. Τα δεδομένα που πρέπει να συγκεντρώνονται και η μέθοδος αξιολόγησής τους χάρη στην κοινοποίησή τους μέσω του EMCS θα επαναπροσδιοριστούν με εκτελεστική πράξη, μόλις ολοκληρωθούν οι συζητήσεις που διεξάγονται με τα κράτη μέλη. Το άρθρο αυτό θα αποτελέσει επίσης τη νομική βάση για την άμεση συγκέντρωση δεδομένων σχετικών με τη διακίνηση των προϊόντων με στόχο την εκπόνηση στατιστικών εκθέσεων μέσω της εφαρμογής CS/MISE και θα καταργήσει σε μεγάλο βαθμό την υποχρέωση των κρατών μελών να συγκεντρώνουν τέτοια στατιστικά στοιχεία με μη αυτόματους τρόπους βελτιώνοντας ταυτόχρονα την ακρίβεια και την έγκαιρη εκπόνηση των εκθέσεων.

Τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να παρέχουν κάθε άλλη διαθέσιμη πληροφορία για τις μεθόδους και τις πρακτικές που χρησιμοποιούνται ή θεωρείται ότι χρησιμοποιούνται για να παρακάμπτεται η νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Η Επιτροπή θα διαβιβάζει όλες αυτές τις πληροφορίες στα λοιπά κράτη μέλη, ώστε να βελτιώνονται συνεχώς οι ρυθμίσεις για τη διοικητική συνεργασία που βασίζονται στον παρόντα κανονισμό ή σε άλλη νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, αφενός, και τα κράτη μέλη και η Επιτροπή να μπορούν ως εκ τούτου να προσαρμόζουν τη διοικητική συνεργασία στις νέες απειλές που ενδέχεται να παρουσιάζονται, αφετέρου.

Άρθρο 35 - Επιτροπή ειδικών φόρων κατανάλωσης

Το άρθρο 35 της νέας πρότασης επικαιροποιεί το άρθρο 34 του ισχύοντος κανονισμού, ώστε να ληφθούν υπόψη νέες διατάξεις για τις εκτελεστικές πράξεις σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

Άρθρο 36 - Κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004

Το άρθρο αυτό καταργεί ρητά τον ισχύοντα κανονισμό και ορίζει ότι όλες οι υφιστάμενες παραπομπές σ’ αυτόν θα θεωρείται ότι αναφέρονται στον νέο κανονισμό.

Άρθρο 37 – Αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και Συμβούλιο

Το άρθρο 37 για την υποβολή αναφορών έχει το ίδιο περιεχόμενο με το άρθρο 35 του ισχύοντος κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004.

Άρθρο 38 - Διμερείς ρυθμίσεις

Το άρθρο αυτό ζητά από τα κράτη μέλη να ενημερώνουν την Επιτροπή για κάθε ενδεχόμενη πρόσθετη, διμερή ρύθμιση. Η Επιτροπή θα ενημερώνει τα άλλα κράτη μέλη ανάλογα.

Άρθρο 39 – Έναρξη ισχύος

Το άρθρο αυτό ορίζει την ημερομηνία έναρξης ισχύος και την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής που θα είναι η 1η Ιανουαρίου 2012.

2011/0330 (CNS)

Πρόταση

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 113,

την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

κατόπιν διαβούλευσης με τον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων[3],

κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[4],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[5],

τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών[6],

αποφασίζοντας σύμφωνα με ειδική νομοθετική διαδικασία,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

4. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2004, της 16ης Νοεμβρίου 2004, για τη διοικητική συνεργασία στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης[7] προβλέπει ένα κοινό σύστημα στο πλαίσιο του οποίου, για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, αφενός, και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και των στρεβλώσεων στην εσωτερική αγορά τις οποίες αυτή συνεπάγεται, αφετέρου, τα κράτη μέλη προσφέρουν συνδρομή μεταξύ τους και συνεργάζονται με την Επιτροπή. Ο κανονισμός αυτός θα πρέπει να τροποποιηθεί με βάση την κτηθείσα πείρα και τις πρόσφατες εξελίξεις. Επειδή οι αναγκαίες αλλαγές είναι πολλές, ο κανονισμός θα πρέπει να αντικατασταθεί για να είναι σαφής.

5. Για την ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς εξακολουθεί να απαιτείται ένα σύστημα διοικητικής συνεργασίας στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

6. Για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και ταχύτητα και για λόγους κόστους θα πρέπει να ενισχυθεί ο ρόλος των ηλεκτρονικών μέσων στην ανταλλαγή πληροφοριών. Για να είναι δυνατή η ταχύτερη διεκπεραίωση των αιτήσεων παροχής πληροφοριών, λαμβανομένου υπόψη του επαναλαμβανόμενου χαρακτήρα ορισμένων αιτήσεων και της πολυγλωσσίας στην Ένωση, θα πρέπει να γενικευθεί η χρήση ομοιόμορφων δελτίων για τις ανταλλαγές πληροφοριών. Ο καλύτερος τρόπος για την κάλυψη αυτών των αναγκών είναι η πιο συστηματική χρήση του μηχανοργανωμένου συστήματος που θεσπίστηκε με την απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 2003 για την εισαγωγή της πληροφορικής στη διακίνηση και στους ελέγχους των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης[8]. Το σύστημα αυτό προσφέρει σήμερα περισσότερες δυνατότητες από εκείνες που προσέφερε ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 όταν τέθηκε σε ισχύ, και θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται περαιτέρω. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να αρχίσουν να το χρησιμοποιούν το ταχύτερο δυνατό.

7. Η ανταλλαγή πληροφοριών στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης απαιτείται σε μεγάλο βαθμό για τη διαμόρφωση της σωστής εικόνας όσον αφορά τις φορολογικές υποθέσεις ορισμένων προσώπων. Ωστόσο, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να αναζητούν αυθαίρετα πληροφοριακά στοιχεία ή στοιχεία τα οποία δεν έχουν προφανώς σχέση με υποθέσεις στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης, οι οποίες αφορούν συγκεκριμένα πρόσωπα, ομάδες ή κατηγορίες προσώπων.

8. Για τον σωστό συντονισμό της ροής των πληροφοριών θα πρέπει να διατηρηθούν οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 που αφορούν την ύπαρξη ενός μόνο σημείου επαφής σε κάθε κράτος μέλος. Επειδή για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα μπορεί να χρειάζονται περισσότερες απευθείας επαφές μεταξύ αρχών και υπαλλήλων, θα πρέπει επίσης να εξακολουθήσουν να ισχύουν οι διατάξεις για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων και τον καθορισμό αρμοδίων υπαλλήλων.

9. Για να παρέχονται οι αναγκαίες πληροφορίες εγκαίρως, θα πρέπει να διατηρηθούν οι διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 που επιβάλλουν στην αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση να ενεργεί το ταχύτερο δυνατό και οπωσδήποτε εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Ωστόσο, η προθεσμία για την παροχή πληροφοριών τις οποίες ήδη διαθέτει το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση θα πρέπει να είναι συντομότερη από τη συνήθη προθεσμία.

10. Για τον αποτελεσματικό έλεγχο των διαδικασιών που έχουν σχέση με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στις διασυνοριακές συναλλαγές, είναι σκόπιμο να εξακολουθήσει να προβλέπεται η δυνατότητα διενέργειας ταυτόχρονων ελέγχων από τα κράτη μέλη και η παρουσία υπαλλήλων ενός κράτους μέλους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους στο πλαίσιο της διοικητικής συνεργασίας.

11. Τα προβλήματα που συνδέονται με την κοινοποίηση διοικητικών αποφάσεων και μέτρων πέραν των συνόρων θα πρέπει να εξακολουθήσουν να επιλύονται με διατήρηση των σχετικών διατάξεων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004.

12. Για την αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης θα πρέπει να διατηρηθούν οι διατάξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών χωρίς προηγούμενη αίτηση. Προς διευκόλυνση μιας τέτοιας ανταλλαγής, θα πρέπει να καθοριστούν οι κατηγορίες των πληροφοριών που θα ανταλλάσσονται σε υποχρεωτική βάση.

13. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξακολουθήσουν να έχουν τη δυνατότητα προαιρετικής ανταλλαγής πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές δεν εμπίπτουν στις κατηγορίες πληροφοριών που ανταλλάσσονται αυτόματα.

14. Η διατύπωση σχολίων για τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών είναι το κατάλληλο μέσο για τη διασφάλιση συνεχούς βελτίωσης της ποιότητας των ανταλλασσόμενων πληροφοριών, γι’ αυτό θα πρέπει να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο για την παροχή τέτοιων σχολίων.

15. Η ηλεκτρονική αποθήκευση εκ μέρους των κρατών μελών ορισμένων συγκεκριμένων δεδομένων για τις άδειες οικονομικών φορέων και αποθηκών είναι απαραίτητη για την ορθή λειτουργία του συστήματος ειδικών φόρων κατανάλωσης και την καταπολέμηση της απάτης, καθώς επιτρέπει την ταχεία ανταλλαγή τέτοιων δεδομένων μεταξύ κρατών μελών και την αυτόματη πρόσβαση σε πληροφορίες. Αυτό επιτυγχάνεται με τη χρήση των πληροφοριών που περιέχονται ήδη στα εθνικά μηχανοργανωμένα συστήματα για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, μέσω αναλύσεων κινδύνων που εμπλουτίζουν τις πληροφορίες που τηρούνται σε εθνικό επίπεδο για τους οικονομικούς φορείς στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για τη διακίνηση των σχετικών προϊόντων στο εσωτερικό της Ένωσης και μέσω της συγκέντρωσης πληροφοριών για τους φορολογουμένους και τις συναλλαγές τους.

16. Για να είναι αξιόπιστες οι πληροφορίες που αποθηκεύονται στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων, θα πρέπει να προβλεφθεί η τακτική τους επικαιροποίηση.

17. Οι οικονομικοί φορείς θα πρέπει να είναι σε θέση να ενεργούν γρήγορα τους αναγκαίους ελέγχους για την κυκλοφορία προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Θα πρέπει να τους δοθεί η δυνατότητα να επιβεβαιώνουν ηλεκτρονικά την εγκυρότητα των αριθμών ειδικών φόρων κατανάλωσης μέσω ενός κεντρικού μητρώου που θα τηρεί η Επιτροπή και θα τροφοδοτείται με πληροφορίες από τις εθνικές βάσεις δεδομένων.

18. Οι εθνικοί κανόνες περί τραπεζικού απορρήτου ενδέχεται να εμποδίζουν την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών που προβλέπει ο παρών κανονισμός. Δεν θα επιτρέπεται συνεπώς στα κράτη μέλη να αρνούνται την παροχή πληροφοριών με βάση μόνο αυτούς τους κανόνες.

19. Ο παρών κανονισμός δεν θα πρέπει να θίγει, αλλά αντίθετα να συμπληρώνει, άλλα μέτρα που λαμβάνονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και συμβάλλουν στην καταπολέμηση των παρατυπιών και της φοροδιαφυγής στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης.

20. Οι διατάξεις για την ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες, υπό ορισμένες προϋποθέσεις όσον αφορά ιδίως την προστασία δεδομένων, αποδείχτηκε ότι συμβάλλουν στην ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και συνεπώς θα πρέπει να διατηρηθούν.

21. Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[9] διέπει την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που διενεργούν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού. Ο κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2000, σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών[10] διέπει την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που διενεργεί η Επιτροπή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό.

22. Για την αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, μπορεί να χρειάζεται να περιοριστεί το πεδίο εφαρμογής ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που καθορίζονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ, ιδίως τα δικαιώματα που ορίζονται στα άρθρα 10, 11 παράγραφος 1, 12 και 21 αυτής, ώστε να προστατευθούν τα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της οδηγίας αυτής, με γνώμονα τις δυνητικές απώλειες εσόδων για τα κράτη μέλη και την κεφαλαιώδη σημασία των πληροφοριών τις οποίες αφορά ο παρών κανονισμός για την αποτελεσματική καταπολέμηση της απάτης. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν την υποχρέωση να εφαρμόζουν τέτοιους περιορισμούς στο βαθμό που αυτοί κρίνονται αναγκαίοι και ανάλογοι προς τις περιστάσεις.

23. Προκειμένου να εξασφαλισθούν ομοιόμορφες συνθήκες για την εφαρμογή των άρθρων 8, 16, 19, 20, 21 και 34 του παρόντος κανονισμού, πρέπει να ανατεθούν εκτελεστικές αρμοδιότητες στην Επιτροπή. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή[11].

24. Η διαδικασία εξέτασης θα πρέπει να χρησιμοποιείται για την έγκριση των εκτελεστικών πράξεων δεδομένου ότι αυτές είναι μέτρα γενικής εμβέλειας κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

25. Είναι ανάγκη να εξασφαλιστεί η παρακολούθηση και αξιολόγηση του παρόντος κανονισμού. Θα πρέπει συνεπώς να προβλεφθεί η συλλογή στατιστικών στοιχείων και άλλων πληροφοριών από τα κράτη μέλη και η εκπόνηση τακτικών εκθέσεων από την Επιτροπή.

26. Ο κανονισμός (EΚ) αριθ. 2073/2004 του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2004, θα πρέπει να καταργηθεί.

27. Δεδομένου ότι ο στόχος του παρόντος κανονισμού, συγκεκριμένα η απλούστευση και η ενίσχυση της διοικητικής συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών, η οποία απαιτεί εναρμονισμένη προσέγγιση, δεν δύναται να επιτευχθεί επαρκώς από τα κράτη μέλη, και δύναται, λόγω της ομοιομορφίας και αποτελεσματικότητας που απαιτούνται, να επιτευχθεί καλύτερα σε επίπεδο ΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να λάβει μέτρα σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας η οποία αναφέρεται στο άρθρο 5 της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, ο παρών κανονισμός δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

28. Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικότερα το δικαίωμα της προστασίας προσωπικών δεδομένων (άρθρο 8). Ενόψει των ορίων που θέτει ο παρών κανονισμός η επεξεργασία τέτοιων δεδομένων στο πλαίσιο του παρόντος κανονισμού επιδιώκει εντός των αναγκαίων και ανάλογων προς τις περιστάσεις ορίων την προστασία των νόμιμων φορολογικών συμφερόντων των κρατών μελών.

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Πρώτο κεφάλαιο Γενικές διατάξεις

Άρθρο 1 Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

29. Ο παρών κανονισμός καθορίζει τους όρους σύμφωνα με τους οποίους οι αρχές των κρατών μελών οι οποίες είναι αρμόδιες για την εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης συνεργάζονται μεταξύ τους καθώς και με την Επιτροπή, προκειμένου να εξασφαλίζουν την τήρηση της νομοθεσίας αυτής. Για τον σκοπό αυτό, καθορίζει τους κανόνες και τις διαδικασίες που επιτρέπουν στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν, ηλεκτρονικά ή με άλλον τρόπο, όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

30. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εφαρμογή στα κράτη μέλη των κανόνων αμοιβαίας συνδρομής επί ποινικών θεμάτων. Δεν θίγει επίσης την τήρηση οιασδήποτε υποχρέωσης σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή, η οποία απορρέει από άλλες νομικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων ενδεχόμενων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

Άρθρο 2 Ορισμοί

Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού νοούνται ως:

(1) «αρμόδια αρχή»: η αρχή η οποία ορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 1·

(2) «αιτούσα αρχή»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ενός κράτους μέλους ή κάθε υπηρεσία διασύνδεσης ή αρμόδιος υπάλληλος του εν λόγω κράτους μέλους που υποβάλλει αίτηση συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής·

(3) «αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση»: η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ενός κράτους μέλους ή κάθε υπηρεσία διασύνδεσης ή αρμόδιος υπάλληλος του εν λόγω κράτους μέλους που λαμβάνει την αίτηση συνδρομής εξ ονόματος της αρμόδιας αρχής·

(4) «υπηρεσία ειδικών φόρων κατανάλωσης»: κάθε υπηρεσία στην οποία μπορούν να ολοκληρώνονται ορισμένες από τις διατυπώσεις που προβλέπονται από τους κανόνες για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης·

(5) «ανταλλαγή στοιχείων οδηγούμενη από συμβάντα»: η συστηματική και χωρίς προηγούμενη αίτηση κοινοποίηση προς άλλο κράτος μέλος πληροφοριών με προκαθορισμένη δομή οι οποίες αφορούν κάποιο συμβάν που παρουσιάζει ενδιαφέρον, μόλις υπάρξουν οι πληροφορίες αυτές, εκτός από την ανταλλαγή πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 21 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ·

(6) «τακτική αυτόματη ανταλλαγή»: η συστηματική και χωρίς προηγούμενη αίτηση ανακοίνωση σε άλλο κράτος μέλος πληροφοριών με προκαθορισμένη δομή, ανά τακτά και εκ των προτέρων καθορισμένα διαστήματα·

(7) «αυθόρμητη ανταλλαγή»: η χωρίς προηγούμενη αίτηση κοινοποίηση πληροφοριών σε άλλο κράτος μέλος, η οποία δεν καλύπτεται από τα σημεία (5) και (6)·

(8) «αυτοματοποιημένο σύστημα»: το αυτοματοποιημένο σύστημα διακίνησης και ελέγχου των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, που προβλέπεται από την απόφαση αριθ. 1152/2003/ΕΚ·

(9) «πρόσωπο»: φυσικό πρόσωπο, νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων που δεν αποτελούν νομικά πρόσωπα, αλλά οι οποίες διαθέτουν, σύμφωνα με το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, δικαιοπρακτική ικανότητα·

(10) «οικονομικός φορέας»: πρόσωπο το οποίο, στο πλαίσιο άσκησης του επαγγέλματός του, συμμετέχει σε δραστηριότητες που καλύπτονται από τη νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ανεξάρτητα από το εάν διαθέτει σχετική άδεια ή όχι·

(11) «ηλεκτρονικά μέσα»: κάθε ηλεκτρονικός εξοπλισμός επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της διαβίβασης και συμπίεσης) και αποθήκευσης δεδομένων που περιλαμβάνει το αυτοματοποιημένο σύστημα που περιγράφεται στο σημείο (8)·

(12) «αριθμός ειδικών φόρων κατανάλωσης»: ο αναγνωριστικός αριθμός που παρέχουν, στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης, τα κράτη μέλη στα μητρώα των οικονομικών φορέων και των χώρων που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 στοιχεία α) και β)·

(13) "διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο εσωτερικό της Ένωσης»: η διακίνηση μεταξύ δύο ή περισσοτέρων κρατών μελών προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο πλαίσιο του καθεστώτος αναστολής των ειδικών φόρων κατανάλωσης κατά την έννοια του κεφαλαίου IV της οδηγίας 2008/118/ΕΚ ή προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης τα οποία έχουν δοθεί για κατανάλωση κατά την έννοια του κεφαλαίου V, τμήμα 2 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ·

(14) "διοικητική έρευνα»: όλοι οι έλεγχοι, οι επαληθεύσεις και οι λοιπές ενέργειες που διεξάγονται από τους αρμόδιους υπαλλήλους ή τις αρμόδιες αρχές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης·

(15) "δίκτυο CCN/CSI»: η κοινή πλατφόρμα που βασίζεται στο κοινό δίκτυο επικοινωνιών (CCN) και στην κοινή διεπαφή συστημάτων (CSI), η οποία έχει αναπτυχθεί από την Ένωση για την εξασφάλιση όλων των διαβιβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα μεταξύ των αρμόδιων τελωνειακών και φορολογικών αρχών·

(16) "ειδικοί φόροι κατανάλωσης»: οι φόροι που αναφέρονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ·

(17) "έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής»: έγγραφο που δημιουργείται από το αυτοματοποιημένο σύστημα και χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του άρθρου 8, του άρθρου 15 ή του άρθρου 16 και για την παρακολούθηση σύμφωνα με το άρθρο 8 ή το άρθρο 16·

(18) "εφεδρικό έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής»: δελτίο σε χαρτί που χρησιμοποιείται για την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του άρθρου 8 ή του άρθρου 15 σε περίπτωση που το αυτοματοποιημένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο·

(19) «ταυτόχρονος έλεγχος»: οι συντονισμένοι έλεγχοι, στο πλαίσιο εφαρμογής της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, που διενεργούνται σε οικονομικό φορέα ή πρόσωπα που συνδέονται μαζί του, οι οποίοι διοργανώνονται από δύο τουλάχιστον συμμετέχοντα κράτη μέλη με κοινά ή συμπληρωματικά συμφέροντα.

Άρθρο 3 Αρμόδιες αρχές

1. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει την αρμόδια αρχή εξ ονόματος της οποίας εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός και κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή το όνομά της καθώς και κάθε ενδεχόμενη μεταγενέστερη αλλαγή.

2. Η Επιτροπή συντάσσει κατάλογο όλων των αρμόδιων αρχών και δημοσιεύει αυτές τις πληροφορίες στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 4 Κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και υπηρεσίες διασύνδεσης

1. Κάθε κράτος μέλος ορίζει μία κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης στην οποία αναθέτει την κύρια ευθύνη για τις επαφές με τα λοιπά κράτη μέλη στον τομέα της διοικητικής συνεργασίας και ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης μπορεί επίσης να ορίζεται ως αρμόδια για τις επαφές με την Επιτροπή.

2. Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους μπορεί να ορίζει υπηρεσίες διασύνδεσης, με συγκεκριμένη εδαφική αρμοδιότητα ή εξειδικευμένη επιχειρησιακή ευθύνη, διαφορετικές από την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ώστε να ανταλλάσσει απευθείας πληροφορίες βάσει του παρόντος κανονισμού.

Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης μεριμνά ώστε ο κατάλογος των εν λόγω υπηρεσιών να ενημερώνεται τακτικά και να τίθεται στη διάθεση των κεντρικών υπηρεσιών διασύνδεσης των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών.

Άρθρο 5 Αρμόδιοι Υπάλληλοι

1. Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους μπορεί να ορίζει, υπό τις προϋποθέσεις που επιβάλλει το κράτος μέλος, αρμόδιους υπαλλήλους για την απευθείας ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του παρόντος κανονισμού.

Η αρμόδια αρχή μπορεί να περιορίζει το πεδίο εφαρμογής μιας τέτοιας μεταβίβασης αρμοδιοτήτων.

Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης είναι υπεύθυνη να ενημερώνει τον κατάλογο τέτοιων υπαλλήλων και να τον θέτει στη διάθεση των κεντρικών υπηρεσιών διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών.

2. Οι υπάλληλοι που ανταλλάσσουν πληροφορίες δυνάμει των άρθρων 12 και 13 θεωρούνται ως οι αρμόδιοι για τους σκοπούς των εν λόγω άρθρων υπάλληλοι, σύμφωνα με τους όρους που θέτουν οι αρμόδιες αρχές.

Άρθρο 6 Υποχρεώσεις της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, των υπηρεσιών διασύνδεσης και των αρμοδίων υπαλλήλων

1. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης έχει την κύρια ευθύνη για τις ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης και, ιδίως, έχει την κύρια ευθύνη για:

α) την ανταλλαγή πληροφοριών βάσει του άρθρου 8·

β) την προώθηση της κοινοποίησης διοικητικών αποφάσεων και μέτρων που ζητούν τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 14·

γ) τις υποχρεωτικές ανταλλαγές πληροφοριών βάσει του άρθρου 15

δ) τις προαιρετικές αυθόρμητες ανταλλαγές πληροφοριών βάσει του άρθρου 16

ε) την εκπόνηση εκθέσεων για την παρακολούθηση βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 5 και του άρθρου 16 παράγραφος 2

στ) τις ανταλλαγές πληροφοριών που αποθηκεύονται στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων που προβλέπεται στο άρθρο 19·

ζ) την παροχή στατιστικών και άλλων πληροφοριών βάσει του άρθρου 34.

2. Όταν υπηρεσίες διασύνδεσης ή αρμόδιοι υπάλληλοι αποστέλλουν ή λαμβάνουν αιτήσεις συνδρομής ή απαντήσεις σε τέτοιες αιτήσεις, ενημερώνουν σχετικά την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης του κράτους μέλους στο οποίο υπάγονται υπό τους όρους που αυτό έχει καθορίσει.

3. Όταν μια υπηρεσία διασύνδεσης ή ένας αρμόδιος υπάλληλος λαμβάνει αιτήσεις συνδρομής που απαιτούν δράση εκτός του εδαφικού ή του επιχειρησιακού χώρου του, τις διαβιβάζει αμέσως στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης του κράτους μέλους στο οποίο υπάγεται καθώς και στον αρμόδιο υπάλληλο της υπεύθυνης υπηρεσίας διασύνδεσης και ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρχή. Στην περίπτωση αυτή το χρονικό διάστημα που προβλέπεται στο άρθρο 11 αρχίζει από την επόμενη ημέρα της διαβίβασης της αίτησης συνδρομής στην κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης καθώς και στον αρμόδιο υπάλληλο της υπεύθυνης υπηρεσίας διασύνδεσης, αλλά όχι αργότερα από μία εβδομάδα μετά την παραλαβή της αίτησης που αναφέρεται την πρώτη πρόταση της παρούσας παραγράφου.

Άρθρο 7 Πληροφορίες ή έγγραφα που λαμβάνονται μετά από σχετική άδεια ή αίτημα των δικαστικών αρχών

1. Η υποχρέωση συνδρομής δεν αποκλείει την παροχή πληροφοριών ή εγγράφων που έχει λάβει η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση στο πλαίσιο ενεργειών της μετά από σχετική άδεια ή αίτημα των δικαστικών αρχών.

2. Για τη διαβίβαση των πληροφοριών στην αιτούσα αρχή απαιτείται η προηγούμενη άδεια της δικαστικής αρχής, εφόσον αυτό επιβάλλει η εθνική νομοθεσία.

Κεφάλαιο IIΣυνεργασία κατόπιν αιτήσεως

Άρθρο 8 Γενικές υποχρεώσεις της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση

1. Κατόπιν αιτήσεως της αιτούσας αρχής η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ανακοινώνει τις πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για τη διασφάλιση της ορθής εφαρμογής της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν μία ή περισσότερες συγκεκριμένες περιπτώσεις στο πλαίσιο, ιδίως, της διακίνησης προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο εσωτερικό της Ένωσης.

2. Για τη διαβίβαση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση προβαίνει, εάν συντρέχει λόγος, στις αναγκαίες διοικητικές έρευνες για να αποκτήσει τις πληροφορίες αυτές.

3. Η αίτηση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 1 μπορεί να περιέχει αιτιολογημένο αίτημα διεξαγωγής συγκεκριμένης διοικητικής έρευνας. Εάν η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση αποφασίσει ότι δεν απαιτείται διοικητική έρευνα, ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή για τους λόγους που την οδήγησαν στην εν λόγω απόφαση.

4. Για την παροχή των ζητούμενων πληροφοριών ή για τη διεξαγωγή της αιτηθείσας διοικητικής έρευνας, η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ή η διοικητική αρχή προς την οποία η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέπεμψε το θέμα ενεργεί όπως θα ενεργούσε και για δικό της λογαριασμό ή κατ’ αίτηση άλλης αρχής της χώρας της.

5. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορεί να ζητήσει από την αιτούσα αρχή να συντάξει έκθεση για τη δράση παρακολούθησης του αιτούντος κράτους μέλους βάσει των παρεχόμενων πληροφοριών. Σε περίπτωση τέτοιου αιτήματος η αιτούσα αρχή, με την επιφύλαξη των κανόνων περί φορολογικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων που ισχύουν στη χώρα της, αποστέλλει την έκθεση αυτή το συντομότερο δυνατόν, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν συνεπάγεται δυσανάλογο διοικητικό φόρτο.

Άρθρο 9 Τύπος της αίτησης και της απάντησης

1. Οι αιτήσεις παροχής πληροφοριών και διεξαγωγής διοικητικών ερευνών βάσει του άρθρου 8 καθώς και οι απαντήσεις σε τέτοιες αιτήσεις ανταλλάσσονται μέσω του εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 4 του παρόντος άρθρου.

Όταν το αυτοματοποιημένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο, αντί για το έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής χρησιμοποιείται το εφεδρικό έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής. .

2. Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα για να καθορίζει:

α) τη δομή και το περιεχόμενο των εγγράφων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής·

β) τους κανόνες και τις διαδικασίες που αφορούν τις ανταλλαγές εγγράφων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής·

γ) τη μορφή και το περιεχόμενο του εφεδρικού εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής·

δ) τους κανόνες και τις διαδικασίες που αφορούν τη χρήση του εφεδρικού εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής.

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίζει τη δομή και το περιεχόμενο της έκθεσης που αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

3. Κάθε κράτος μέλος καθορίζει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες το αυτοματοποιημένο σύστημα μπορεί να θεωρείται μη διαθέσιμο.

4. Όταν η χρήση του εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, η ανταλλαγή μηνυμάτων μπορεί να γίνεται πλήρως ή εν μέρει με άλλα μέσα. Σε τέτοιες εξαιρετικές περιπτώσεις, το μήνυμα πρέπει να εξηγεί σε τι συνίστανται οι πρακτικές δυσκολίες όσον αφορά τη χρήση του εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής.

Άρθρο 10 Υποβολή εγγράφων

1. Έγγραφα οιουδήποτε περιεχομένου που πρέπει να υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 8 επισυνάπτονται στο έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 1.

Ωστόσο, εάν αυτό είναι αδύνατο ή προβληματικό, τα έγγραφα υποβάλλονται με ηλεκτρονικά μέσα ή με άλλο τρόπο.

2. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση υποχρεούται να παρέχει τα πρωτότυπα έγγραφα μόνον εάν αυτά είναι αναγκαία για τους σκοπούς που επιδιώκει η αιτούσα αρχή και εφόσον κάτι τέτοιο δεν αντιβαίνει στις διατάξεις που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένη η αρχή.

Άρθρο 11 Προθεσμίες

1. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 8 το συντομότερο δυνατόν, και έως τρεις μήνες το πολύ από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης.

Ωστόσο, στην περίπτωση που οι σχετικές πληροφορίες βρίσκονται ήδη στη διάθεση της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, η προθεσμία μειώνεται σε ένα μήνα.

2. Σε ορισμένες ειδικές κατηγορίες περιπτώσεων, η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση μπορούν να συμφωνήσουν μεταξύ τους διαφορετικές προθεσμίες από εκείνες που προβλέπονται στην παράγραφο 1.

31. Σε περίπτωση που η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί στην αίτηση εντός της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, ενημερώνει μέσω του εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής και εντός ενός μηνός την αιτούσα αρχή για τους λόγους που την εμποδίζουν να τηρήσει την εν λόγω προθεσμία και δηλώνει πότε θα μπορέσει να ανταποκριθεί στο αίτημα.

Άρθρο 12 Συμμετοχή υπαλλήλων άλλων κρατών μελών σε διοικητικές έρευνες

1. Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της αιτούσας αρχής και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζει η τελευταία, υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι από την αιτούσα αρχή δύνανται, για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, να είναι παρόντες στα γραφεία των διοικητικών αρχών του κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένη η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ή σε οποιουσδήποτε άλλους χώρους στους οποίους οι αρχές αυτές εκτελούν τα καθήκοντά τους .

Στην περίπτωση που οι ζητούμενες πληροφορίες περιέχονται σε έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι υπάλληλοι της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, παρέχονται στους υπαλλήλους της αιτούσας αρχής αντίγραφα αυτών των εγγράφων.

2. Κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της αιτούσας αρχής και της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που ορίζει η τελευταία, υπάλληλοι εξουσιοδοτημένοι από την αιτούσα αρχή δύνανται, για τους σκοπούς της ανταλλαγής πληροφοριών που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, να είναι παρόντες κατά τις διοικητικές έρευνες που διεξάγονται στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση.

Όταν πραγματοποιηθεί τέτοια συμφωνία, οι υπάλληλοι της αιτούσας αρχής μπορούν να έχουν πρόσβαση στις ίδιες εγκαταστάσεις και στα ίδια έγγραφα στα οποία έχουν πρόσβαση οι υπάλληλοι της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση με τη διαμεσολάβηση αυτών των υπαλλήλων και με μόνο σκοπό τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας. Οι υπάλληλοι της αιτούσας αρχής δεν ασκούν σε καμία περίπτωση τις εξουσίες ελέγχου οι οποίες έχουν ανατεθεί στους υπαλλήλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.

3. Οι υπάλληλοι της αιτούσας αρχής, που βρίσκονται σε άλλο κράτος μέλος κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2, πρέπει να μπορούν να επιδεικνύουν ανά πάσα στιγμή γραπτή εντολή στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία ταυτότητας και η επίσημη ιδιότητά τους.

Άρθρο 13 Ταυτόχρονοι έλεγχοι

1. Ενόψει της ανταλλαγής των πληροφοριών που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, δύο ή περισσότερα κράτη μέλη δύνανται, με βάση ανάλυση των κινδύνων, να συμφωνήσουν τη διενέργεια στα αντίστοιχα εδάφη τους ταυτόχρονων ελέγχων της κατάστασης, όσον αφορά τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, ενός ή περισσότερων οικονομικών φορέων ή άλλων προσώπων που παρουσιάζουν κοινό ή συμπληρωματικό ενδιαφέρον, κάθε φορά που οι έλεγχοι αυτοί κρίνονται αποτελεσματικότεροι από τους ελέγχους που διεξάγονται σε ένα μόνο κράτος μέλος.

2. Για την επίτευξη της συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποβάλλει σχετική πρόταση στις αρμόδιες αρχές των άλλων ενδιαφερομένων κρατών μελών.

Η πρόταση πρέπει:

α) να καθορίζει τις περιπτώσεις που προτείνονται για ταυτόχρονους ελέγχους

β) να καθορίζει χωριστά κάθε πρόσωπο το οποίο θα αφορά ο έλεγχος

γ) να περιέχει τους λόγους που δικαιολογούν την ανάγκη για κοινό έλεγχο

δ) να προσδιορίζει τη χρονική περίοδο κατά την οποία θα πρέπει να διεξαχθεί ο έλεγχος αυτός.

3. Μόλις λάβουν την πρόταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2, οι αρμόδιες αρχές του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους αποφασίζουν αν θα συμμετάσχουν στον ταυτόχρονο έλεγχο και ενημερώνουν σχετικά την αρμόδια αρχή που υποβάλλει την πρόταση το ταχύτερο δυνατό και όχι αργότερα από έναν μήνα μετά την παραλαβή της πρότασης. Κάθε άρνηση συμμετοχής σε ταυτόχρονο έλεγχο θα πρέπει να αιτιολογείται δεόντως.

4. Αν επιτευχθεί η συμφωνία που αναφέρεται στην παράγραφο 1, κάθε αρμόδια αρχή που συμμετέχει σ’ αυτή ορίζει έναν εκπρόσωπο υπεύθυνο για την εποπτεία και τον συντονισμό του ταυτόχρονου ελέγχου.

5. Μόλις διενεργήσουν τον ταυτόχρονο έλεγχο, οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν, αμέσως, την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης των άλλων κρατών μελών σχετικά με τις μεθόδους και τις πρακτικές οι οποίες, στο πλαίσιο αυτού του ταυτόχρονου ελέγχου, διαπιστώθηκε ότι χρησιμοποιήθηκαν ή υπάρχει υποψία ότι χρησιμοποιήθηκαν για την παραβίαση της νομοθεσίας περί των ειδικών φόρων κατανάλωσης, όταν κρίνεται ότι οι πληροφορίες αυτές παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα άλλα κράτη μέλη.

Άρθρο 14 Αίτηση για κοινοποίηση διοικητικών αποφάσεων και μέτρων

1. Ύστερα από αίτηση της αιτούσας αρχής η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, σύμφωνα με τη νομοθεσία που διέπει παρόμοιες κοινοποιήσεις που ισχύουν στο κράτος μέλος στο οποίο υπάγεται, κοινοποιεί στον παραλήπτη όλες τις αποφάσεις και μέτρα που έχουν ληφθεί από τις διοικητικές αρχές του αιτούντος κράτους μέλους όσον αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Το πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και οι παράγραφοι 2, 3 και 4 του παρόντος άρθρου δεν ισχύουν για τα έγγραφα που αναφέρονται στο άρθρο 8 της οδηγίας 2010/24/ΕΕ.

2. Η αίτηση κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 αναφέρει το αντικείμενο της προς κοινοποίηση απόφασης ή μέτρου και περιλαμβάνει το όνομα, τη διεύθυνση και κάθε άλλη πληροφορία χρήσιμη για την εξακρίβωση της ταυτότητας του παραλήπτη.

3. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει αμέσως την αιτούσα αρχή για τη συνέχεια που δίνεται στην αίτηση κοινοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 1 και της γνωστοποιεί, ειδικότερα, την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης ή του μέτρου στον παραλήπτη.

4. Όταν η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν είναι σε θέση να ενεργήσει σχετικά με την κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, ενημερώνει εγγράφως σχετικά την αιτούσα αρχή εντός ενός μηνός από την παραλαβή της αίτησης.

Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δεν μπορεί να αρνηθεί να ανταποκριθεί στην αίτηση κοινοποίησης λόγω του περιεχομένου της απόφασης ή του μέτρου που πρέπει να κοινοποιηθεί.

Κεφάλαιο IIIΑνταλλαγή πληροφοριών χωρίς προηγούμενη αίτηση

Άρθρο 15 Υποχρεωτική ανταλλαγή πληροφοριών

1. Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους διαβιβάζει, χωρίς προηγούμενη αίτηση στο πλαίσιο τακτικής ανταλλαγής ή αυτόματης ανταλλαγής οδηγούμενης από συμβάντα, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στην αρμόδια αρχή κάθε άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) όταν διαπράχθηκε ή ενδέχεται να διαπράχθηκε παρατυπία ή παράβαση της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε άλλο κράτος μέλος·

β) όταν διαπράχθηκε ή ενδέχεται να διαπράχθηκε παρατυπία ή παράβαση της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο έδαφος κράτους μέλους με ενδεχόμενες προεκτάσεις σε άλλο κράτος μέλος·

γ) όταν υφίσταται κίνδυνος απάτης ή απώλεια εσόδων από ειδικούς φόρους κατανάλωσης σε άλλο κράτος μέλος.

δ) όταν, κατά τη διακίνηση στο εσωτερικό της Ένωσης προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης υπάρξει κάποιο εξαιρετικό συμβάν το οποίο δεν προσδιορίζεται στις διατάξεις της οδηγίας 2008/118/ΕΚ και το οποίο μπορεί να επηρεάσει τον υπολογισμό των ειδικών φόρων κατανάλωσης που υποχρεούται να καταβάλει ένας οικονομικός φορέας.

2. Όταν οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 έχουν σχέση με τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στο εσωτερικό της Ένωσης, αυτές διαβιβάζονται με το έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 3.

Ωστόσο, όταν η χρήση του εγγράφου αυτού παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, η ανταλλαγή μηνυμάτων μπορεί κατ’ εξαίρεση να γίνει πλήρως ή εν μέρει με άλλα μέσα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το μήνυμα πρέπει να εξηγεί σε τι συνίστανται οι πρακτικές δυσκολίες όσον αφορά τη χρήση του εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής.

3. Όταν το αυτοματοποιημένο σύστημα δεν είναι διαθέσιμο, αντί για το έγγραφο που αναφέρεται στην παράγραφο 2 χρησιμοποιείται το εφεδρικό έγγραφο αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής. .

4. Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα για να καθορίζει:

α) τις ακριβείς κατηγορίες πληροφοριών που ανταλλάσσονται βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 1·

β) τη συχνότητα της τακτικής ανταλλαγής για κάθε κατηγορία πληροφοριών·

γ) τη δομή και το περιεχόμενο των εγγράφων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής·

δ) τη μορφή και το περιεχόμενο του εφεδρικού εγγράφου αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής·

ε) τους κανόνες και τις διαδικασίες όσον αφορά τις ανταλλαγές των εγγράφων που αναφέρονται στα στοιχεία γ) και δ).

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να θεσπίσει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίσει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αρμόδιες αρχές μπορούν να θεωρήσουν το αυτοματοποιημένο σύστημα μη διαθέσιμο για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος άρθρου.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

Άρθρο 16 Προαιρετική ανταλλαγή πληροφοριών

1. Οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών δύνανται, σε κάθε περίπτωση, να γνωστοποιούν η μία στην άλλη, χωρίς προηγούμενη αίτηση, στο πλαίσιο αυθόρμητης ανταλλαγής, τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης τις οποίες γνωρίζουν και οι οποίες δεν καλύπτονται από το άρθρο 15.

Για τον σκοπό αυτό, μπορούν να χρησιμοποιούν το αυτοματοποιημένο σύστημα, όταν αυτό μπορεί να επεξεργαστεί τέτοιες πληροφορίες.

2. Η αρχή που διαβίβασε σε άλλη αρχή πληροφορίες βάσει της παραγράφου 1 μπορεί να ζητήσει από την τελευταία να συντάξει έκθεση για την παρακολούθηση των ενεργειών του αιτούντος κράτους μέλους βάσει των πληροφοριών που παρασχέθηκαν. Σε περίπτωση τέτοιου αιτήματος, η άλλη αρχή, με την επιφύλαξη των κανόνων περί φορολογικού απορρήτου και προστασίας δεδομένων που ισχύουν στη χώρα της, αποστέλλει την έκθεση αυτή το συντομότερο δυνατόν, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό δεν συνεπάγεται δυσανάλογο διοικητικό φόρτο.

3. Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα για να καθορίζει:

α) τη δομή και το περιεχόμενο των εγγράφων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής που καλύπτουν τα συνηθέστερα είδη πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 1·

β) τους κανόνες και τις διαδικασίες που αφορούν τις ανταλλαγές εγγράφων αμοιβαίας διοικητικής συνδρομής .

Η Επιτροπή μπορεί επίσης να θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίζει τη δομή και το περιεχόμενο της έκθεσης που αναφέρεται στην παράγραφο 2.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

Άρθρο 17 Καθήκον των κρατών μελών να διευκολύνουν τις ανταλλαγές πληροφοριών χωρίς προηγούμενη αίτηση

Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα διοικητικά και οργανωτικά μέτρα που θεωρούν αναγκαία για τη διευκόλυνση των ανταλλαγών που προβλέπονται στο παρόν κεφάλαιο.

Άρθρο 18 Περιορισμός υποχρεώσεων

Τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να επιβάλλουν, για τους σκοπούς εφαρμογής αυτού του κεφαλαίου, νέες υποχρεώσεις σε οικονομικούς φορείς οι οποίες αφορούν τη συλλογή πληροφοριών αλλά ούτε και να επιφορτίζονται με δυσανάλογη διοικητική εργασία.

Κεφάλαιο IVΑποθήκευση και ανταλλαγή ηλεκτρονικών πληροφοριών για οικονομικούς φορείς

Άρθρο 19 Αποθήκευση και ανταλλαγή πληροφοριών που αφορούν άδειες οικονομικών φορέων και αποθηκών

1. Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους τηρεί ηλεκτρονική βάση δεδομένων που περιέχει τα ακόλουθα μητρώα:

α) μητρώο οικονομικών φορέων που υπάγονται σε μια από τις παρακάτω κατηγορίες:

(i) εγκεκριμένοι αποθηκευτές κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 1 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ

(ii) εγγεγραμμένοι παραλήπτες κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 9 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ

(iii) εγγεγραμμένοι αποστολείς κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 10 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ.

β) μητρώο των χώρων που είναι εγκεκριμένοι ως φορολογικές αποθήκες κατά την έννοια του άρθρου 4 σημείο 11 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ.

2. Τα μητρώα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιλαμβάνουν τις εξής πληροφορίες:

α) τον μοναδικό αριθμό ΕΦΚ που εκδίδει η αρμόδια αρχή για οικονομικό φορέα ή χώρους·

β) το όνομα και τη διεύθυνση του οικονομικού φορέα ή των χώρων·

γ) την κατηγορία προϊόντος που υπόκειται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (CAT) ή/και τον κωδικό προϊόντος που υπόκειται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης (EPC), που αναφέρεται στον κατάλογο κωδικών 11, στο παράρτημα II του κανονισμού (ΕΚ) 684/2009, των προϊόντων που καλύπτονται από την άδεια·

δ) τα στοιχεία της κεντρικής υπηρεσίας διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή της υπηρεσίας ειδικών φόρων κατανάλωσης από την οποία είναι δυνατό να ληφθούν περισσότερες πληροφορίες·

ε) την ημερομηνία από την οποία αρχίζει να ισχύει, τροποποιείται ή ενδεχομένως παύει να ισχύει η άδεια·

στ) για τους εγκεκριμένους αποθηκευτές, τη φορολογική αποθήκη ή τον κατάλογο φορολογικών αποθηκών τις οποίες αφορά η άδειά τους και, εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, μνεία ότι αυτοί μπορούν να διαιρούν τη διακίνηση προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 23 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ ή να διακινούν προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης προς τόπο άμεσης παράδοσης σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 της εν λόγω οδηγίας·

ζ) για τους εγγεγραμμένους παραλήπτες, εφόσον το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, μνεία ότι αυτοί μπορούν να διακινούν προϊόντα τα οποία υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης προς τόπο άμεσης παράδοσης σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ

η) για τους εγγεγραμμένους παραλήπτες που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ, το περιεχόμενο της άδειας όσον αφορά την ποσότητα των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης, την ταυτότητα του αποστολέα στο κράτος μέλος αποστολής και το χρονικό διάστημα για το οποίο ισχύει η άδεια·

(θ) με την επιφύλαξη του στοιχείου η), για τους εγγεγραμμένους παραλήπτες που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 3 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ που έχουν την άδεια να παραλαμβάνουν οίνο από αποστολείς που κάνουν χρήση της παρέκκλισης που προβλέπεται στο άρθρο 40 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ, παραλείπεται η ταυτότητα του αποστολέα στο κράτος μέλος αποστολής. Στο μητρώο πρέπει να γίνεται μνεία της παρέκκλισης που χορηγείται βάσει του άρθρου 40 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ.

(ι) για τις φορολογικές αποθήκες, τον εγκεκριμένο αποθηκευτή ή κατάλογο των εγκεκριμένων αποθηκευτών οι οποίοι έχουν άδεια χρησιμοποίησης αυτής της φορολογικής αποθήκης.

3. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή οι υπηρεσίες διασύνδεσης κάθε κράτους μέλους εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στα εθνικά μητρώα είναι πλήρεις, ακριβείς και επικαιροποιημένες.

4. Οι πληροφορίες που περιέχονται στα επιμέρους εθνικά μητρώα σύμφωνα με την παράγραφο 2 ανταλλάσσονται αυτόματα μέσω ενός κεντρικού μητρώου.

Η Επιτροπή διαχειρίζεται το μητρώο ως τμήμα του αυτοματοποιημένου συστήματος έτσι ώστε να παρέχει ανά πάσα στιγμή μια σωστή επικαιροποιημένη έκδοση όλων των δεδομένων που περιέχονται στα εθνικά μητρώα και διαβιβάζονται από τα κράτη μέλη.

Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή οι υπηρεσίες διασύνδεσης των κρατών μελών κοινοποιούν εγκαίρως στην Επιτροπή το περιεχόμενο του εθνικού μητρώου καθώς και κάθε τροποποίησή του.

Άρθρο 20 Πρόσβαση σε πληροφορίες και διόρθωση πληροφοριών

1. Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στην Ένωση μπορούν να επιβεβαιώνουν με ηλεκτρονικά μέσα την εγκυρότητα των αριθμών ειδικών φόρων κατανάλωσης που έχουν καταχωριστεί στο κεντρικό μητρώο που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 4. Η Επιτροπή διαβιβάζει κάθε αίτηση διόρθωσης των πληροφοριών αυτών που υποβάλλει οικονομικός φορέας προς την κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή τις υπηρεσίες διασύνδεσης που είναι αρμόδιες για την έκδοση της άδειας του εν λόγω οικονομικού φορέα.

2. Η κεντρική υπηρεσία διασύνδεσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή οι υπηρεσίες διασύνδεσης των κρατών μελών διασφαλίζουν ότι οι οικονομικοί φορείς μπορούν να λαμβάνουν επιβεβαίωση των πληροφοριών που έχουν καταχωριστεί γι’ αυτούς βάσει του άρθρου 19 παράγραφος 2 και να ζητούν τη διόρθωση ενδεχόμενων ανακριβειών.

Άρθρο 21 Φύλαξη δεδομένων

1. Η αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους αποθηκεύει τις πληροφορίες που αφορούν τη διακίνηση προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης στην Ένωση και τα στοιχεία που περιέχονται στα εθνικά μητρώα που ορίζονται στο άρθρο 19 για τρία τουλάχιστον χρόνια από τη λήξη του ημερολογιακού έτους κατά το οποίο άρχισε η διακίνηση, ώστε οι πληροφορίες αυτές να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τις διαδικασίες που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό. Οι πληροφορίες που συγκεντρώνονται μέσω του αυτοματοποιημένου συστήματος φυλάσσονται στο σύστημα ώστε να είναι δυνατή η μέσω αυτού ανάκτηση και η περαιτέρω επεξεργασία τους στο πλαίσιο αίτησης πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 8.

2 Όταν λήξει η περίοδος φύλαξης των δεδομένων, τα κράτη μέλη μπορούν είτε να διαγράψουν το περιεχόμενο των αρχείων είτε να το αρχειοθετήσουν με μορφή που δεν επιτρέπει την αναγνώριση του ενδιαφερόμενου οικονομικού φορέα ή φορέων.

Άρθρο 22 Εφαρμογή

Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικές πράξεις με τις οποίες:

α) καθορίζει τις τεχνικές λεπτομέρειες όσον αφορά την αυτόματη επικαιροποίηση των βάσεων δεδομένων που αναφέρονται στο άρθρο 19 παράγραφος 1 και του κεντρικού μητρώου που αναφέρεται στο άρθρο 19 παράγραφος 4·

β) καθορίζει τους κανόνες και τις διαδικασίες για την πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 και την ενδεχόμενη διόρθωσή τους.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

Κεφάλαιο V Κοινοί όροι που διέπουν τη συνδρομή

Άρθρο 23 Γλωσσικό καθεστώς

Οι αιτήσεις παροχής συνδρομής, συμπεριλαμβανομένων των αιτήσεων κοινοποίησης πληροφοριών, καθώς και τα επισυναπτόμενα σ’ αυτές δικαιολογητικά, μπορούν να διατυπώνονται σε οποιαδήποτε γλώσσα συμφωνήσουν η αιτούσα αρχή και η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση. Οι αιτήσεις αυτές συνοδεύονται από μετάφραση στην επίσημη γλώσσα ή σε μία από τις επίσημες γλώσσες του κράτους μέλους στο οποίο έχει την έδρα της η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση, μόνο εφόσον η εν λόγω αρχή αιτιολογεί δεόντως την ανάγκη μετάφρασης.

Άρθρο 24 Ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών

1 Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι τα τμήματα του αυτοματοποιημένου συστήματος που εξυπηρετούν την ανταλλαγή των πληροφοριών που περιγράφονται στον παρόντα κανονισμό είναι λειτουργικά, συντηρούνται δεόντως και αναπτύσσονται συνεχώς.

2 Η Επιτροπή και τα κράτη μέλη συνάπτουν συμφωνία σε επίπεδο υπηρεσιών με αντικείμενο την πολιτική ασφάλειας του αυτοματοποιημένου συστήματος. Η συμφωνία αυτή καθορίζει την τεχνική ποιότητα και την ποσότητα των υπηρεσιών που παρέχονται από την Επιτροπή και τα κράτη μέλη, ώστε να επιτευχθεί η ασφαλής λειτουργία όλων των τμημάτων του αυτοματοποιημένου συστήματος και της ηλεκτρονικής επικοινωνίας και η κατανομή αρμοδιοτήτων για την περαιτέρω ανάπτυξη αυτού του συστήματος.

Άρθρο 25 Οριοθέτηση των υποχρεώσεων της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση

1. Η αρχή κράτους μέλους στην οποία υποβάλλεται η αίτηση παρέχει στην αιτούσα αρχή άλλου κράτους μέλους τις ζητούμενες πληροφορίες βάσει του παρόντος κανονισμού υπό την προϋπόθεση ότι η αιτούσα αρχή έχει εξαντλήσει τις συνήθεις πηγές πληροφόρησης που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει υπό αυτές τις συνθήκες για να αποκτήσει τις ζητούμενες πληροφορίες, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου.

2. Ο κανονισμός αυτός δεν επιβάλλει στις αρμόδιες αρχές κράτους μέλους την υποχρέωση να διενεργήσουν έρευνες ή να παράσχουν πληροφορίες, αν οι νόμοι ή οι διοικητικές πρακτικές του εν λόγω κράτους μέλους δεν επιτρέπουν στις αρχές να διενεργούν τέτοιες έρευνες ή να συγκεντρώνουν ή να χρησιμοποιούν τέτοιες πληροφορίες για λογαριασμό αυτού του κράτους μέλους.

3. Η αρμόδια αρχή κράτους μέλους δύναται να αρνείται τη διαβίβαση πληροφοριών, όταν το αιτούν κράτος μέλος δεν είναι σε θέση, για νομικούς λόγους, να παράσχει παρόμοιες πληροφορίες.

4. Η άρνηση διαβίβασης πληροφοριών είναι δυνατή στην περίπτωση που η διαβίβαση αυτή θα οδηγούσε στην κοινολόγηση εμπορικού, βιομηχανικού ή επαγγελματικού απορρήτου ή εμπορικής μεθόδου ή πληροφορίας, των οποίων η κοινολόγηση θα ήταν αντίθετη προς τη δημόσια τάξη. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να αρνηθούν να διαβιβάσουν πληροφορίες σχετικά με κάποιον οικονομικό φορέα με μόνη αιτιολογία το γεγονός ότι οι πληροφορίες αυτές βρίσκονται στην κατοχή τράπεζας ή άλλου χρηματοπιστωτικού ιδρύματος ή ενός προσώπου που έχει διορισθεί ή ενεργεί ως αντιπρόσωπος ή καταπιστευματοδόχος, ή ότι αναφέρονται στη συμμετοχή στο κεφάλαιο ενός προσώπου.

5. Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση ενημερώνει την αιτούσα αρχή για τους λόγους απόρριψης της αίτησης συνδρομής. Οι κατηγορίες των λόγων στους οποίους βασίζονται οι αρνήσεις γνωστοποιούνται επίσης στην Επιτροπή σε ετήσια βάση για στατιστικούς λόγους.

Άρθρο 26 Δαπάνες

Τα κράτη μέλη παραιτούνται από κάθε απαίτηση επιστροφής των εξόδων που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού εκτός από τις απαιτήσεις που σχετίζονται με αμοιβές που καταβάλλονται σε εμπειρογνώμονες.

Άρθρο 27 Ελάχιστο ποσό

1. Για να μπορεί να υποβληθεί αίτηση συνδρομής βάσει αυτού του κανονισμού, ενδέχεται να απαιτείται ένα ελάχιστο ποσό οφειλόμενων ειδικών φόρων κατανάλωσης.

2. Η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει εκτελεστικές πράξεις για να καθορίσει το κατώτατο όριο που αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

Άρθρο 28 Επαγγελματικό απόρρητο, προστασία δεδομένων και χρησιμοποίηση των πληροφοριών που γνωστοποιούνται βάσει του παρόντος κανονισμού

1. Οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται ή συγκεντρώνονται από τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού ή άλλες πληροφορίες στις οποίες έχει πρόσβαση ένας υπάλληλος ή συμβασιούχος στο πλαίσιο των επαγγελματικών του καθηκόντων καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και τυγχάνουν της προστασίας που προβλέπεται για τέτοιου είδους πληροφορίες από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο περιήλθαν.

2. Οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να χρησιμοποιούνται για τους παρακάτω σκοπούς:

α) τον καθορισμό της φορολογητέας βάσης για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης·

β) τη συγκέντρωση ή τον διοικητικό έλεγχο των ειδικών φόρων κατανάλωσης·

γ) την παρακολούθηση της διακίνησης προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης·

δ) την ανάλυση κινδύνων στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης·

ε) τις έρευνες στον τομέα των ειδικών φόρων κατανάλωσης·

στ) τον καθορισμό άλλων φόρων, δασμών και τελών που καλύπτονται από το άρθρο 2 της οδηγίας 2010/24/ΕΕ.

Ωστόσο, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που παρέχει τις πληροφορίες επιτρέπει τη χρησιμοποίησή τους για άλλους σκοπούς στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής, όταν η νομοθεσία του κράτους μέλους της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση επιτρέπει τη χρησιμοποίησή τους για παρόμοιους σκοπούς στο εν λόγω κράτος μέλος.

Στο βαθμό που το επιτρέπει η εθνική νομοθεσία, οι πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 μπορούν να χρησιμοποιούνται επ’ ευκαιρία δικαστικών ή διοικητικών διαδικασιών που καταλήγουν στην ενδεχόμενη εφαρμογή κυρώσεων, που επιβάλλονται ύστερα από παραβιάσεις της φορολογικής νομοθεσίας, με την επιφύλαξη των κανόνων που διέπουν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων και των μαρτύρων στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών.

3. Όταν η αιτούσα αρχή κρίνει ότι οι πληροφορίες τις οποίες έλαβε από την αρχή στην οποία υποβλήθηκε η αίτηση μπορεί να φανούν χρήσιμες στην αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, μπορεί να τις διαβιβάσει σ’ αυτή και να ενημερώσει σχετικά την αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση.

Η αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση δύναται να θέτει ως προϋπόθεση για τη διαβίβαση των πληροφοριών σε άλλο κράτος μέλος την προηγούμενη συγκατάθεσή της.

4. Κάθε αποθήκευση ή ανταλλαγή πληροφοριών από κράτος μέλος δυνάμει του παρόντος κανονισμού υπόκειται στις εθνικές διατάξεις εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ.

Εντούτοις, για τους σκοπούς της ορθής εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, τα κράτη μέλη περιορίζουν την έκταση των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στο άρθρο 10, στο άρθρο 11 παράγραφος 1 και στα άρθρα 12 και 21 της οδηγίας 95/46/ΕΚ, στο βαθμό που αυτό απαιτείται για τη διαφύλαξη των συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 1 στοιχείο ε) της εν λόγω οδηγίας. Οι περιορισμοί αυτοί θα πρέπει να είναι ανάλογοι προς το εκάστοτε συμφέρον.

Άρθρο 29 Πρόσβαση σε πληροφορίες μετά από άδεια της Επιτροπής

Τα δεόντως εξουσιοδοτημένα από την Επιτροπή πρόσωπα μπορούν να έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 28 παράγραφος 4 μόνο στο βαθμό που απαιτείται για την επιμέλεια, τη συντήρηση και την ανάπτυξη του δικτύου CCN/CSI καθώς και για τη λειτουργία του κεντρικού μητρώου.

Τα εν λόγω πρόσωπα οφείλουν να τηρούν το επαγγελματικό απόρρητο. Οι πληροφορίες στις οποίες αυτά έχουν πρόσβαση προστατεύονται όπως και τα προσωπικά δεδομένα βάσει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

Άρθρο 30 Αποδεικτική αξία των λαμβανόμενων πληροφοριών

Οι εκθέσεις, οι βεβαιώσεις και όλα τα λοιπά έγγραφα καθώς και τα επικυρωμένα αντίγραφα ή αποσπάσματα των εν λόγω εγγράφων, που συλλέγουν οι υπάλληλοι της αρχής στην οποία υποβάλλεται η αίτηση και που διαβιβάζονται στην αιτούσα αρχή σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό, είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται ως αποδεικτικά στοιχεία από τα αρμόδια όργανα του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής, όπως ακριβώς και παρόμοια έγγραφα που διαβιβάζονται από άλλη αρχή του εν λόγω κράτους μέλους.

Άρθρο 31 Υποχρέωση συνεργασίας

1. Για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για:

α) τη διασφάλιση αποτελεσματικού εσωτερικού συντονισμού μεταξύ των αρμόδιων αρχών που αναφέρονται στο άρθρο 3·

β) την καθιέρωση άμεσης συνεργασίας μεταξύ των αρχών οι οποίες έχουν εγκριθεί για τους σκοπούς του συντονισμού αυτού που αναφέρεται στο στοιχείο α)·

γ) τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του συστήματος ανταλλαγής πληροφοριών που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2. Η Επιτροπή γνωστοποιεί, το συντομότερο δυνατό, στην αρμόδια αρχή κάθε κράτους μέλους τις πληροφορίες που απαιτούνται για την ορθή εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τις οποίες λαμβάνει και είναι σε θέση να διαβιβάσει.

Άρθρο 32 Σχέσεις με τρίτες χώρες

1. Όταν η αρμόδια αρχή κράτους μέλους λαμβάνει πληροφορίες από τρίτη χώρα, δύναται να τις διαβιβάζει στις αρμόδιες αρχές οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου κράτους μέλους και, οπωσδήποτε, σε όσες αρχές διατυπώνουν σχετικό αίτημα, εφόσον αυτό επιτρέπεται από τις ρυθμίσεις για την παροχή συνδρομής που έχουν συμφωνηθεί με τη συγκεκριμένη τρίτη χώρα. Τέτοιου είδους πληροφορίες μπορούν να διαβιβαστούν και στην Επιτροπή εφόσον εξυπηρετείται το συμφέρον της Ένωσης και για τους ίδιους σκοπούς με αυτούς που επιδιώκει ο παρών κανονισμός.

2. Με την επιφύλαξη ότι η ενδιαφερόμενη τρίτη χώρα έχει δεσμευθεί νομικά να παρέχει την αναγκαία συνδρομή για να συγκεντρώνονται όλα τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τον παράτυπο χαρακτήρα των πράξεων που φαίνεται να αντιβαίνουν στη νομοθεσία για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, είναι δυνατό να γνωστοποιούνται στη χώρα αυτή όλες οι πληροφορίες που έχουν συγκεντρωθεί κατ’ εφαρμογή του παρόντος κανονισμού, με τη συγκατάθεση των αρμοδίων αρχών που τις έχουν παράσχει τηρουμένης της εθνικής τους νομοθεσίας και για τους ίδιους σκοπούς για τους οποίους παρασχέθηκαν και σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, ιδίως όσον αφορά τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτες χώρες, καθώς και με τα εθνικά νομοθετικά μέτρα για την εφαρμογή της οδηγίας.

Άρθρο 33 Συνδρομή σε οικονομικούς φορείς

1. Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αποστολέας προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης μπορούν να παρέχουν συνδρομή στον εν λόγω αποστολέα σε περίπτωση που αυτός δεν λάβει την απόδειξη παραλαβής που αναφέρεται στο άρθρο 24 παράγραφος 4 της οδηγίας 2008/118/ΕΚ ή, στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33 παράγραφος 1 της ίδιας οδηγίας, αντίγραφο του συνοδευτικού εγγράφου που αναφέρεται στο άρθρο 34 αυτής.

Η συνδρομή αυτή παρέχεται με την επιφύλαξη των φορολογικών υποχρεώσεων του αποστολέα.

2. Όταν ένα κράτος μέλος παρέχει συνδρομή σύμφωνα με την παράγραφο 1 και κρίνει ότι χρειάζεται πληροφορίες από άλλο κράτος μέλος, ζητά τις πληροφορίες αυτές σύμφωνα με το άρθρο 8. Το άλλο κράτος μέλος μπορεί να αρνηθεί να συγκεντρώσει τις ζητούμενες πληροφορίες, εάν ο εν λόγω αποστολέας δεν έχει εξαντλήσει όλα τα άλλα διαθέσιμα μέσα ώστε να λάβει απόδειξη ότι έχει λήξει η διακίνηση των προϊόντων που υπόκεινται σε ειδικούς φόρους κατανάλωσης.

Κεφάλαιο VIΑξιολόγηση και μεταβατικές και τελικές διατάξεις

Άρθρο 34 Αξιολόγηση ρυθμίσεων, συγκέντρωση επιχειρησιακών στατιστικών στοιχείων και κοινοποίηση στοιχείων

1. Τα κράτη μέλη και η Επιτροπή εξετάζουν και αξιολογούν τακτικά την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού. Για τον σκοπό αυτόν, η Επιτροπή συγκεντρώνει τακτικά στοιχεία από την πείρα των κρατών μελών με στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας του συστήματος που δημιουργείται με τον παρόντα κανονισμό.

2. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν στην Επιτροπή τα ακόλουθα στοιχεία:

α) κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με την εμπειρία που αποκόμισαν από την εφαρμογή του κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων και όλων των στατιστικών στοιχείων που απαιτούνται για την αξιολόγησή του·

β) κάθε διαθέσιμη πληροφορία σχετικά με μεθόδους και πρακτικές που χρησιμοποιήθηκαν ή υπάρχει υποψία ότι χρησιμοποιήθηκαν για την παραβίαση της νομοθεσίας περί των ειδικών φόρων κατανάλωσης και οι οποίες επέτρεψαν να αποκαλυφθούν ανεπάρκειες ή κενά στη λειτουργία των διαδικασιών που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό.

Ενόψει της αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας του συγκεκριμένου συστήματος διοικητικής συνεργασίας όσον αφορά την εφαρμογή της νομοθεσίας για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να γνωστοποιούν στην Επιτροπή κάθε άλλη διαθέσιμη πληροφορία επιπλέον εκείνων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

Η Επιτροπή διαβιβάζει τις πληροφορίες που λαμβάνει από τα κράτη μέλη στα λοιπά ενδιαφερόμενα κράτη μέλη.

Η υποχρέωση κοινοποίησης πληροφοριών και στατιστικών δεδομένων δεν πρέπει να συνεπάγεται αδικαιολόγητη αύξηση του διοικητικού φόρτου.

3. Η Επιτροπή μπορεί να αντλήσει πληροφορίες για λειτουργικούς και στατιστικούς σκοπούς απευθείας από τα αυτόματα μηνύματα που στέλνει το αυτοματοποιημένο σύστημα, υπό την επιφύλαξη του άρθρου 28.

4. Οι πληροφορίες που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη για τους σκοπούς των παραγράφων 1 και 2 δεν περιέχουν ατομικά ή προσωπικά δεδομένα.

5. Η Επιτροπή θεσπίζει εκτελεστικά μέτρα προκειμένου να καθορίζει, για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου, τα σχετικά στατιστικά δεδομένα που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη, τις πληροφορίες που εξάγει η Επιτροπή και τις στατιστικές εκθέσεις που ετοιμάζουν η Επιτροπή και τα κράτη μέλη.

Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης που αναφέρεται στο άρθρο 35 παράγραφος 2.

Άρθρο 35 Επιτροπή ειδικών φόρων κατανάλωσης

1. Η Επιτροπή επικουρείται από την επιτροπή ειδικών φόρων κατανάλωσης που έχει συσταθεί βάσει του άρθρου 43 παράγραφος 1 της οδηγίας 2008/118/ΕΟΚ. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2. Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

Άρθρο 36 Κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2073/2004

Ο κανονισμός (EK) αριθ. 2073/2004 καταργείται.

Οι αναφορές στον καταργηθέντα κανονισμό νοούνται ως αναφορές στον παρόντα κανονισμό σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας που παρατίθεται στο παράρτημα του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 37 Υποβολή έκθεσης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο

Κάθε πέντε έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος κανονισμού και με βάση ιδίως τις πληροφορίες που παρέχονται από τα κράτη μέλη η Επιτροπή υποβάλλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο έκθεση για την εφαρμογή του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 38 Διμερείς ρυθμίσεις

1. Ο παρών κανονισμός δεν θίγει την εκπλήρωση ευρύτερων υποχρεώσεων σχετικά με την αμοιβαία συνδρομή που απορρέουν από άλλες νομικές πράξεις, συμπεριλαμβανομένων διμερών ή πολυμερών συμφωνιών.

2. Όταν οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 συμφωνούν επί διμερών θεμάτων που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό, πλην της ρυθμίσεως μεμονωμένων περιπτώσεων, ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή. Η Επιτροπή ενημερώνει με την σειρά της τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών.

Άρθρο 39 Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης .

Εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2012.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Πίνακας αντιστοιχίας 1: Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2073/2004 > Νέος κανονισμός |

Άρθρο κανονισμού 2073 /2004 | Νέο άρθρο | Άρθρο κανονισμού 2073 /2004 | Νέο άρθρο |

1 | 1 | 20 | 17 |

2 | 2 | 21 | 18 |

3 | 3, 4, 5, 6 | 22 | 19, 20 |

4 | 7 | 23 | - |

5 | 8 | 24 | 33 |

6 | 9 | 25 | 21 |

7 | 7, 10 | 26 | 34 |

8 | 11 | 27 | 32 |

9 | 11 | 28 | 9, 15,16, 22 |

10 | 11 | 29 | 23 |

11 | 12 | 30 | 25,27,28, |

12 | 13 | 31 | 28, 29, 32 |

13 | 13 | 32 | 30 |

14 | 14 | 33 | 31 |

15 | 14 | 34 | 35 |

16 | 14 | 35 | 37 |

17 | 15 | 36 | 38 |

18 | 15 | 37 | 39 |

19 | 16 |

[pic][pic][pic]

[1] ΕΕ L 330 της 15.12.2007, σ. 1.

[2] ΕΕ L 4 της 31.3.2010, σ. 1.

[3]

[4] ΕΕ C , , σ. .

[5] ΕΕ C , , σ. .

[6] ΕΕ C , , σ. .

[7] ΕΕ L 359 της 04.12.2004, σ. 1.

[8] ΕΕ L 162 της 1.7.2003, σ. 5

[9] ΕΕ L 281 της 23.11.1995, σ. 31.

[10] ΕΕ L 8 της 12.01.2001, σ. 1.

[11] ΕΕ L 55 της 28.02.2011, σ. 13.

Top