Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52007XC1122(04)

    Δημοσίευση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων

    ΕΕ C 279 της 22.11.2007, p. 24–26 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    22.11.2007   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 279/24


    Δημοσίευση αίτησης σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου για την προστασία των γεωγραφικών ενδείξεων και των ονομασιών προέλευσης των γεωργικών προϊόντων και των τροφίμων

    (2007/C 279/09)

    Η παρούσα δημοσίευση παρέχει το δικαίωμα ένστασης κατά την έννοια του άρθρου 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006 του Συμβουλίου (1). Η δήλωση ένστασης υποβάλλεται στην Επιτροπή εντός εξαμήνου από την ημερομηνία της παρούσας δημοσίευσης.

    ΣΥΝΟΨΗ

    ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 510/2006 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

    «BRUSSELS GRONDWITLOOF»

    Αριθ. ΕΚ: BE/PGI/005/0535/24.03.2006

    ΠΟΠ ( ) ΠΓΕ (X)

    Στην παρούσα σύνοψη παρατίθενται τα κύρια στοιχεία των προδιαγραφών του προϊόντος για ενημερωτικούς σκοπούς.

    1.   Αρμόδια υπηρεσία του κράτους μέλους:

    Όνομα:

    Vlaamse Overheid, Departement Landbouw en Visserij, Afdeling Duurzame Landbouwontwikkeling

    Διεύθυνση:

    Koning Albert II-laan 35, bus 40, B-1030 Brussel

    Τηλέφωνο:

    (32-2) 552 78 74

    Φαξ:

    (32-2) 552 78 71

    e-mail:

    diederik.desmedt@lv.vlaanderen.be

    2.   Ομάδα:

    Όνομα:

    Brussels Grondwitloof vzw

    Διεύθυνση:

    Bukenstraat 16, B-1910 Kampenhout

    Τηλέφωνο:

    (32-16) 65 59 44

    Φαξ:

    (32-16) 65 59 44

    e-mail:

    Σύνθεση:

    Παραγωγοί/μεταποιητές ( X ) Λοιποί: ( )

    3.   Τύπος προϊόντος:

    Κλάση 1.6: Φρούτα, λαχανικά και δημητριακά

    4.   Προδιαγραφές:

    [σύνοψη των απαιτήσεων του άρθρου 4 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 510/2006]

    4.1.   Ονομασία: «Brussels grondwitloof»

    4.2.   Περιγραφή: Η ονομασία«Brussels grondwitloof» αφορά το αντίδι (κιχώριο το ίντυβο, κοινώς ραδίκι ή πικραλίδα ή πικροράδικο), που λαμβάνεται με ξαναγκαστική βλάστηση («forceren») των ριζών του Chicorium intybus L., var. foliosum Hegi (ομάδα καλλιέργειας witloof) της οικογένειας Asteraceae (πρώην Compositae). Τα χαρακτηριστικά της καλλιέργειας είναι ότι χρησιμοποιούνται αποκλειστικά (μη υβριδικοί) σπόροι προερχόμενοι από επιλογή του καλλιεργητή και ότι η αναγκαστική βλάστηση συντελείται στο έδαφος και κάτω από το χώμα επικάλυψης. Το χώμα αυτό επιτρέπει στο κιχώριο να αναπτυχθεί σε ένα ισορροπημένο και ρυθμιζόμενο περιβάλλον που ευνοεί την τραγανότητα και τη διάταξη των φύλλων του. Το «Brussels grondwitloof» διακρίνεται για την τραγανότητά του και την συμπαγή, λεπτή κεφαλή που απολήγει σε λεπτή αιχμή, τη λεπτή δομή των φύλλων και για τα καθαρά και φυσικά στιλπνά φύλλα του (χωρίς χνούδι). Η γεύση συνδυάζει αρμονικά το πικρό και το γλυκό.

    4.3.   Γεωγραφική περιοχή: Η περιοχή καλλιέργειας του «Brussels grondwitloof» οριοθετείται ως εξής: το σύνολο της επαρχίας Vlaams-Brabant· στην ευρύτερη περιφέρεια των Βρυξελλών, οι κοινότητες Neder-Over-Heembeek και Haren και οι δήμοι Anderlecht, Ganshoren, Jette, Evere, Schaarbeek, Sint-Lambrechts-Woluwe και Sint-Pieters-Woluwe· επίσης, στην επαρχία της Αμβέρσας, οι δήμοι Sint-Amands, Puurs, Willebroek, Mechelen, Bonheiden, Putte, Heist-op-den-Berg, Hulshout, Herselt και Laakdal, και, στην επαρχία της ανατολικής Φλάνδρας, οι δήμοι Geraardsbergen, Ninove, Denderleeuw, Aalst, Lebbeke, Buggenhout, Erpe-Mere, Haaltert, Herzele, Lede, Oosterzele, Sint-Lievens-Houtem και Wetteren.

    4.4.   Απόδειξη προέλευσης: Κάθε παραγωγός του προϊόντος«Brussels grondwitloof» πρέπει να δηλώνεται ετησίως στην αιτούσα ομάδα, την «Brussels grondwitloof vzw». Το σχετικό μητρώο κοινοποιείται στον αρμόδιο οργανισμό ελέγχου. Κάθε συσκευασία πρέπει να φέρει ετικέτα στην οποία αναγράφονται το όνομα του παραγωγού ή της επιχείρησης και ένας αριθμός. Ο αριθμός αποτελεί τμήμα ενός συστήματος αρίθμησης το οποίο, μαζί με τα αρχεία της επιχείρησης, εξασφαλίζει την ιχνηλασιμότητα του προϊόντος. Ο αριθμός μπορεί να αντικατασταθεί από άλλη ένδειξη (για παράδειγμα, γραμμωτός κώδικας), εάν αυτή παρέχει τουλάχιστον τις ίδιες εγγυήσεις ιχνηλασιμότητας. Για να εξασφαλιστούν η ποιότητα, η ιχνηλασιμότητα και ο έλεγχος, το προϊόν «Brussels grondwitloof» πρέπει να υποβάλλεται σε διαλογή, συσκευασία και επισήμανση στην εκμετάλλευση που το καλλιεργεί ή σε άλλο μέρος, αλλά υπό την άμεση επιτήρηση του παραγωγού ή του αντιπροσώπου του. Η συσκευασία και η επισήμανση από τους (ενδιάμεσους) εμπόρους απαγορεύονται ρητώς.

    Η συσκευασία και η επισήμανση στην εκμετάλλευση ή υπό τον άμεσο έλεγχο του καλλιεργητή ή του αντιπροσώπου του έχουν σκοπό να εγγυώνται την προέλευση και να διευκολύνουν τον έλεγχο. Η αιτούσα ομάδα θα λάβει τα μέτρα προφύλαξης που επιβάλλονται για να αποφευχθεί να συσκευάζονται, να επισημαίνονται και να διατίθενται στο εμπόριο αντίδια μη ελεγχόμενης προέλευσης με την ονομασία «Brussels grondwitloof». Για την πώληση του «Brussels grondwitloof» χρησιμοποιούνται οι κλασικές οδοί διάθεσης οπωροκηπευτικών: χονδρική και λιανική, πλειοδοσίες και άλλες συνεταιριστικές μορφές πωλήσεων. Υπάρχει επίσης σημαντική διαφορά τιμής μεταξύ του «Brussels grondwitloof» και του αντιδιού υδροκαλλιέργειας. Το γεγονός αυτό αποτελεί κίνητρο για απάτη και παραπλάνηση, που όμως βλάπτουν τη φήμη του «Brussels grondwitloof».

    Για τη διαφύλαξη της ποιότητας είναι, επιπλέον, απαραίτητο να είναι σύντομο το χρονικό διάστημα μεταξύ συγκομιδής και συσκευασίας, αφού αυτό ευνοεί την τελική ποιότητα του προϊόντος. Οι υπερβολικοί χειρισμοί και μετακινήσεις βλάπτουν την ποιότητα του αντιδιού που καλλιεργείται σε χώμα, το οποίο παραμένει ευαίσθητο και ευαλλοίωτο προϊόν.

    4.5.   Μέθοδος παραγωγής: Το προϊόν «Brussels grondwitloof» είναι ένα λαχανικό που παράγεται με δύο καλλιεργητικές εργασίες: την καλλιέργεια της ρίζας, ακολουθούμενη από την αναγκαστική βλάστηση.

    Οι ρίζες φυτρώνουν στο χώμα το καλοκαίρι. Για το σκοπό αυτό, τον Μάιο περίπου, φύονται σπόροι που έχουν παραχθεί στην εκμετάλλευση ή έχουν επιλεχθεί από τον παραγωγό. Η επιμελής τεχνική σποράς και η φροντισμένη εργασία αραίωσης προσφέρουν σε κάθε φυτό τον ίδιο χώρο ανάπτυξης, γεγονός που εγγυάται ρίζες οι οποίες, κατά την εκρίζωση, έχουν ενιαίο μέσο πάχος. Το στοιχείο αυτό έχει μεγάλη σημασία για την παραγωγή μεγάλων, ομοιογενών αντιδιών ανώτερης ποιότητας. Το φθινόπωρο, πριν τον ισχυρό παγετό, οι ρίζες εκριζώνονται και τα φύλλα αποκόπτονται. Τμήμα του στελέχους των φύλλων, μήκους 2 έως 3 cm, διατηρείται ώστε να προστατευτεί ο οφθαλμός από τον οποίο θα βλαστήσει το αντίδι. Για την καλλιέργεια της ρίζας χρησιμοποιούνται ολοκληρωμένες και βιολογικές μέθοδοι.

    Για την αναγκαστική βλάστηση, οι ρίζες αραδιάζονται, όρθιες και με μικρή κλίση, σε μικρά κιβώτια ή υποστρώματα, κατόπιν καλύπτονται με εύθρυπτο χώμα πάχους 5 έως 20 cm. Αυτή η εργασία μπορεί να εκτελεστεί τόσο στο ύπαιθρο, όσο και εντός του χώρου καλλιέργειας αντιδιών. Χωρίς θέρμανση, τα κιβώτια με τα αντίδια που καλλιεργούνται στο ύπαιθρο είναι έτοιμα για συγκομιδή στις αρχές της άνοιξης (Μάρτιος-Απρίλιος). Είναι δυνατή η όψιμη συγκομιδή χρησιμοποιώντας υπερόψιμες ποικιλίες και τεχνικές καλλιέργειας που επιβραδύνουν την έλευση της ανοιξιάτικης ζέστης στο επίπεδο των ριζών που βρίσκονται στα κιβώτια. Η θέρμανση του εδάφους (που επιτυγχάνεται με τις κλασικές μικρές θερμάστρες για αντίδια, με κεντρική θέρμανση κ.α.) επιτρέπει να μετατίθεται η συγκομιδή στην επιθυμητή ημερομηνία. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται ποικιλίες προσαρμοσμένες στον χρόνο συγκομιδής (πρώιμες, ημιπρώιμες, χειμερινές, ημιόψιμες και όψιμες). Η συγκομιδή εκτελείται περίπου 3 εβδομάδες μετά τη θέρμανση από το έδαφος. Κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής βλάστησης, τα κιβώτια προστατεύονται από τις ατμοσφαιρικές συνθήκες (βροχή, ελαφρό άνεμο και κρύο …) με υλικό επικάλυψης.

    Όταν φθάσει η στιγμή της συγκομιδής, όλα τα αντίδια κάθε κιβωτίου αφαιρούνται ταυτόχρονα. Αυτό είναι αναγκαίο για τη βέλτιστη ποιότητα του τελικού προϊόντος. Κατά την αφαίρεση, τα αντίδια χωρίζονται από τη ρίζα τους, κατόπιν πλένονται και καθαρίζονται.

    Κατά τη στιγμή της συγκομιδής, επιλέγονται οι ρίζες που θα χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή σπόρων προς σπορά. Επιλέγονται οι καλύτεροι συνδυασμοί ρίζας και κιχωρίου, βάσει των κριτηρίων που προβλέπονται στις προδιαγραφές. Οι ρίζες σποροπαραγωγής διατηρούνται έως τη στιγμή της μεταφύτευσης, στην αρχή της άνοιξης. Μετά τη μεταφύτευση, οι ρίζες σχηματίζουν βλαστούς αναπαραγωγής που κόβονται τον Αύγουστο, συνδέονται σε δεσμίδες και κατόπιν αφήνονται να ωριμάσουν σε σωρούς. Όταν έχουν φθάσει σε ωριμότητα, τα στοιχεία σποροπαραγωγής ξένονται, καθαρίζονται και διαλέγονται, ώστε να ληφθούν σπόροι για επόμενη καλλιέργεια.

    4.6.   Δεσμός: Η τυπική καλλιέργεια του «Brussels grondwitloof» έχει προκύψει από τον συνδυασμό ιστορίας, φυσικών συνθηκών και τεχνογνωσίας.

    Το «Brussels grondwitloof» έχει πλούσια ιστορία και παράδοση. Έως τις αρχές του 19ου αι., οι καλλιεργητές λαχανικών, που ονομάζονταν «boerkozen», καλλιεργούσαν τα λαχανικά τους στα ελώδη εδάφη εντός και εκτός του σημερινού μικρού δακτυλίου των Βρυξελλών, που αντιστοιχεί στο αρχαίο τείχος της πόλης. Οι χωρικοί των Βρυξελλών καλλιεργούσαν, μεταξύ άλλων, αντίδια τύπου «capucienenbaard» των οποίων κατανάλωναν τις χοντρές ρίζες. Στη συνέχεια επικεντρώθηκαν, με την πάροδο του χρόνου, στη βελτίωση των πρώτων κορυφών. Με τον τρόπο αυτό, το αντίδι «capucienenbaard» εξελίχθηκε αυτόματα στο σημερινό προϊόν.

    Το Schaarbeek είναι η πατρίδα της καλλιέργειας του αντιδιού. Ο βοτανικός κήπος και ο κηπουρός του Bresiers έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της καλλιέργειας. Γύρω στο 1870, η καλλιέργεια του αντιδιού περιοριζόταν στο Schaarbeek και τη γειτονική κοινότητα Evere. Κατά τις δεκαετίες που ακολούθησαν, επεκτάθηκαν οι εκτάσεις καλλιέργειας στις γειτονικές κοινότητες, ενώ άρχισαν να μειώνονται στο Schaarbeek και στο Sint-Lambrechts-Woluwe. Η νέα καλλιέργεια του αντιδιού γνώρισε μεγάλη άνθηση και οι εκτάσεις αναγκαστικής βλάστησης εξακολούθησαν να επεκτείνονται έως τα όρια της οριοθετημένης περιοχής που αναφέρεται στο σημείο 4.2.

    Οι καλλιεργητές αντιδιού οργανώθηκαν πολύ γρήγορα σε «witloofsyndicaten» (συνδικάτο παραγωγών αντιδιού) προκειμένου να οργανώσουν τις πωλήσεις και τις εξαγωγές τους. Τα συνδικάτα στη συνέχεια ασχολήθηκαν με την πώληση αντιδιών στις μακρινές αγορές, εντός και εκτός της χώρας. Η πρώτη εξαγωγή κιχώριων πραγματοποιήθηκε προς το Παρίσι, το 1862 και, από το 1872, ξεκίνησαν οι τακτικές εξαγωγές. Κατά τη δεκαετία που ακολούθησε, το αντίδι αναπτύχθηκε για να καταστεί το σημαντικότερο από τα λαχανικά που εξάγει το Βέλγιο.

    Τον Οκτώβριο 1973, εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην αγορά των Κάτω Χωρών αντίδια που παράγονταν με αναγκαστική βλάστηση σε νερό. Το βήμα αυτό υπήρξε το σημείο εκκίνησης της γοργής ανόδου της υδροκαλλιέργειας, η οποία επισκίασε την καλλιέργεια αντιδιού κάτω από χώμα. Το 1973, η επαρχία Brabant της εποχής εκείνης περιλάμβανε 2 400 εκμεταλλεύσεις ειδικευμένες στην καλλιέργεια αντιδιού στο χώμα με ετήσια παραγωγή μεταξύ 100 000 και 120 000 τόνων, ενώ σήμερα, η επαρχία Vlaams-Brabant περιλαμβάνει 330 καλλιεργητές αντιδιών κάτω από χώμα, με τη συνολική παραγωγή του Βελγίου να ανέρχεται ακόμη σε 12 000 τόνους περίπου.

    Σχετικά με τη φύση του εδάφους, τα αμμο-πηλώδη και τα ελαφρά πηλώδη εδάφη είναι οι κύριοι τύποι εδάφους στη γεωγραφική περιοχή. Είναι απολύτως κατάλληλα για χώμα κάλυψης κατά την αναγκαστική βλάστηση του αντιδιού κάτω από το χώμα. Τα αμμο-πηλώδη εδάφη, επειδή στραγγίζουν γρήγορα, παρέχουν κονιώδες χώμα κάλυψης που λερώνει τα αντίδια, ενώ οι κόκκοι χαλαζία που περιέχουν προκαλούν εκδορές στην επιφάνεια των αντιδιών, με συνέπεια ερυθρό χρωματισμό και απώλεια ποιότητας. Τα βαριά εδάφη είναι δύσκολο να κονιοποιηθούν αρκετά ώστε να δημιουργήσουν ένα καλό στρώμα κάλυψης και κατακρατούν υπερβολική υγρασία, συντελώντας στην παραμόρφωση και τη σήψη των αντιδιών.

    Η καλλιέργεια, η αύξηση των ριζών και η αναγκαστική βλάστηση απαιτούν μεγάλη τεχνογνωσία από πλευράς των καλλιεργητών, όπως περιγράφεται στο σημείο 4.5. Το έδαφος στο οποίο συντελείται η αναγκαστική βλάστηση πρέπει να ανταποκρίνεται σε πολύ υψηλές απαιτήσεις όσον αφορά τη δομή και τις ιδιότητές του. Ακόμη και σε εδάφη κατάλληλης υφής, ο καλλιεργητής οφείλει να λαμβάνει τα απαιτούμενα τεχνικά μέτρα καλλιέργειας (βελτίωση του εδάφους και λίπανση, βαθύ όργωμα του εδάφους, έλεγχος της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα, κ.λπ.) προκειμένου να βελτιστοποιηθεί το περιβάλλον αναγκαστικής βλάστησης.

    Εντός της οριοθετημένης γεωγραφικής περιοχής, η καλλιέργεια αντιδιού έχει καταστεί σημαντικός παράγοντας, όχι μόνο οικονομικής αλλά και κοινωνικής ανάπτυξης. Ο αντίκτυπος της καλλιέργειας του «Brussels grondwitloof» έχει εκδηλωθεί σε πολλές πτυχές της κοινωνικής ζωής. Σε τοπικό επίπεδο διοργανώνονται χοροί προς τιμήν του αντιδιού, που συνοδεύονται από διαγωνισμούς ανάδειξης της «Miss Witloof» και παρελάσεις όπου συμμετέχουν τιμώμενοι οι παραγωγοί γιγάντιων κιχωρίων μαζί με το προϊόν τους.

    4.7.   Οργανισμός ελέγχου:

    Όνομα:

    Federale Overheidsdienst Economie, K.M.O., Middenstand en Energie — Algemene Directie Controle en Bemiddeling — Tweede Afdeling Gespecialiseerde Diensten, Sectie A — Controles Uitgaven ELGF en Marktordening

    Διεύθυνση:

    WTC III, Simon Bolivarlaan 30, B-1000 Brussel

    Τηλέφωνο:

    (32-2) 277 71 49

    Φαξ:

    (32-2) 277 54 53

    e-mail:

    dirk.demaeseneer@mineco.fgov.be

    4.8.   Επισήμανση: Το προϊόν που προορίζεται για κατανάλωση από τον άνθρωπο πρέπει να φέρει ετικέτες ελέγχου με την ένδειξη «Brussels grondwitloof», το όνομα του παραγωγού, ενδείξεις σε σχέση με την ιχνηλασιμότητα του προϊόντος και το ευρωπαϊκό σύμβολο IGP.


    (1)  ΕΕ L 93 της 31.3.2006, σ. 12.


    Top