EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52006PC0760

Πρόταση οδηγία του Συμβουλίου περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (Αναδιατυπωμένη έκδοση)

/* COM/2006/0760 τελικό - CNS 2006/0253 */

52006PC0760

Πρόταση οδηγία του Συμβουλίου περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (Αναδιατυπωμένη έκδοση) /* COM/2006/0760 τελικό - CNS 2006/0253 */


[pic] | ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ |

Βρυξέλλες, 4.12.2006

COM(2006) 760 τελικό

2006/0253 (CNS)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων

(Αναδιατυπωμένη έκδοση)

(υποβληθείσα από την Επιτροπή)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η παρούσα πρόταση αφορά την αναδιατύπωση της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου[1]. Σκοπός της πρότασης είναι η απλοποίηση ενός εξαιρετικά πολύπλοκου κοινοτικού νομοθετικού κειμένου, η σταδιακή εξάλειψη του φόρου εισφοράς ο οποίος θεωρείται ως σημαντική τροχοπέδη στην ανάπτυξη των εταιρειών της ΕΕ και η θέσπιση αυστηρότερων διατάξεων απαγόρευσης της καθιέρωσης ή επιβολής άλλων παρόμοιων φόρων.

Η οδηγία ρυθμίζει την επιβολή έμμεσων φόρων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων. Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι:

α) να εναρμονιστούν οι φόροι που επιβάλλονται επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, τόσο σε σχέση με τη διάρθρωση αυτών όσο και σε σχέση με τους συντελεστές τους· και

β) να αποτραπούν τα κράτη μέλη από την καθιέρωση ή επιβολή άλλων παρόμοιων φόρων.

Η οδηγία τροποποιήθηκε για πρώτη φορά το 1973 από τις οδηγίες 73/79/ΕΟΚ[2] και 73/80/ΕΟΚ[3], βάσει των οποίων ο κανονικός συντελεστής του φόρου εισφοράς καθορίστηκε στο 1% και ο μειωμένος συντελεστής όσον αφορά ορισμένες εταιρικές πράξεις αναδιάρθρωσης κυμαινόταν από 0% έως 0,5%. Το 1974, η οδηγία τροποποιήθηκε περαιτέρω από την οδηγία 74/553/ΕΟΚ[4], η οποία καθιέρωσε ως φορολογική βάση την πραγματική αξία των εταιρικών μεριδίων. Τέλος, το 1985 η οδηγία 85/303/ΕΟΚ[5] προέβλεπε την πλήρη κατάργηση του φόρου εισφοράς, λόγω των αρνητικών οικονομικών του επιπτώσεων. Ωστόσο, λόγω της απώλειας εσόδων η οποία θα προέκυπτε από μια τέτοια αλλαγή δεν δέχτηκαν την κατάργησή του ορισμένα κράτη μέλη· για το λόγο αυτό δόθηκε η δυνατότητα στα κράτη μέλη είτε να απαλλάσσουν τις πράξεις είτε να επιβάλλουν φόρο με ενιαίο συντελεστή, ο οποίος δεν θα υπερέβαινε το 1%. Μια σιωπηρή υποχρέωση "αναστολής" απέτρεπε τα κράτη μέλη που είχαν σταματήσει να τον επιβάλλουν από το να επιβάλλουν εκ νέου φόρο εισφοράς.

Από το 1985 και μετέπειτα επικράτησε η τάση εξάλειψης του φόρου εισφοράς. Ως αντίδραση στις αρνητικές οικονομικές του επιπτώσεις, πολλά κράτη μέλη κατήργησαν τον φόρο εισφοράς. Το Ηνωμένο Βασίλειο κατήργησε τον φόρο εισφοράς το 1988, η Γερμανία και η Γαλλία τον κατήργησαν το 1992, η Δανία κατήργησε τον φόρο εισφοράς το 1993 και Ιταλία το 2000. Προσφάτως, ο φόρος εισφοράς καταργήθηκε στην Ιρλανδία στις 7 Δεκεμβρίου 2005, στο Βέλγιο και στις Κάτω Χώρες την 1η Ιανουαρίου 2006. Σήμερα μόνο 7 κράτη μέλη (Ελλάδα, Ισπανία, Κύπρος, Λουξεμβούργο, Αυστρία, Πολωνία, Πορτογαλία) εκ των 25 εξακολουθούν να επιβάλλουν φόρο εισφοράς. Στην Πολωνία και στην Πορτογαλία ο φόρος εισφοράς έχει συντελεστή 0,5% ή μικρότερο. Στην Κύπρο ο συντελεστής είναι 0,6%. Στα υπόλοιπα 4 κράτη μέλη ο συντελεστής είναι 1,0%.

Στη Λισαβόνα η ΕΕ έθεσε ως στρατηγικό της στόχο την οικοδόμηση σε παγκόσμιο επίπεδο της πλέον ανταγωνιστικής και δυναμικής οικονομίας με βάση τη γνώση, με δυνατότητα αειφόρου οικονομικής ανάπτυξης, με περισσότερες και καλύτερες θέσεις απασχόλησης και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή. Η παρούσα αναδιατύπωση προτείνει το 0,5% ως ανώτατο συντελεστή έως το 2008 και τη σταδιακή κατάργηση του φόρου εισφοράς έως το 2010 με σκοπό την ευθυγράμμιση με τη στρατηγική της Λισαβόνας. Το 2010 φαίνεται να είναι η κατάλληλη χρονική στιγμή για την κατάργηση του φόρου εισφοράς. Έως τότε θα έχει εκπνεύσει η προθεσμία των 25 ετών την οποία είχαν στη διάθεσή τους τα κράτη μέλη ώστε να προσαρμόσουν τις φορολογικές τους νομοθεσίες ενόψει της κατάργησης του φόρου εισφοράς.

Η αναδιατυπωμένη οδηγία υποδιαιρείται σε δύο μέρη, γεγονός που δείχνει ότι υπάρχει μια κατάσταση την οποία καλείται επί του παρόντος να αντιμετωπίσει η οδηγία και υποδηλώνει ότι σκοπός της, μετά από την τροποποίηση του 1985, είναι η κατάργηση του φόρου εισφοράς. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει τους κύριους κανόνες οι οποίοι απαγορεύουν την επιβολή φόρου εισφοράς και άλλων παρόμοιων φόρων. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει τις ειδικές διατάξεις για την επιβολή του φόρου εισφοράς που εφαρμόζονται σε όσα κράτη μέλη έχουν επιλέξει, κατά τη διάρκεια της περιόδου σταδιακής κατάργησης, να εξακολουθήσουν να επιβάλλουν φόρο εισφοράς. Όταν όλα τα κράτη μέλη θα έχουν καταργήσει τον φόρο εισφοράς, θα παύσουν να ισχύουν οι διατάξεις του δεύτερου μέρους, αλλά θα εξακολουθεί να ισχύει το πρώτο μέρος της οδηγίας.

Επί των προτεινόμενων αλλαγών διεξήχθησαν διαβουλεύσεις με τα κράτη μέλη σε τεχνικό επίπεδο. Από τις διαβουλεύσεις αυτές προέκυψε ότι είναι αναγκαία η αναδιατύπωση της οδηγίας, προκειμένου να διασαφηνιστούν οι διατάξεις της και ότι θα ήταν ευχής έργον η κατάργηση του φόρου εισφοράς.

ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ

Αντικέιμενο

Το άρθρο 1 περιλαμβάνει μια νέα εισαγωγή η οποία προστέθηκε, προκειμένου να παρασχεθούν πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο το οποίο πραγματεύεται η οδηγία. Σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο η οδηγία ρυθμίζει την επιβολή έμμεσων φόρων όσον αφορά τις εισφορές κεφαλαίου κεφαλαιουχικών εταιρειών, τις πράξεις αναδιάρθρωσης στις οποίες εμπλέκονται κεφαλαιουχικές εταιρείες καθώς και το ζήτημα ορισμένων τίτλων και ομολογιών. Μολονότι πρόκειται για νέο άρθρο, δεν συνιστά ουσιαστική τροποποίηση της οδηγίας, δεδομένου ότι οι πληροφορίες που παρέχονται συνάγονται απλώς από τα παλιά άρθρα 10 και 11.

Κεφαλαιουχική εταιρεια

Το άρθρο 2 ουσιαστικά είναι ταυτόσημο με το παλιό άρθρο 3. Ορίζει τις κεφαλαιουχικές εταιρείες στις οποίες εφαρμόζεται η οδηγία. Ο ορισμός της "κεφαλαιουχικής εταιρείας" παραμένει καταρχήν αμετάβλητος, μολονότι ο κατάλογος που παρατίθεται στο παλιό άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) των εταιρειών που έχουν συσταθεί δυνάμει του εθνικού δικαίου των κρατών μελών εμφαίνεται τώρα χωριστά στο παράρτημα I. Αυτό οφείλεται στο μέγεθός του και στον τεχνικό του χαρακτήρα.

Για λόγους εναρμόνισης, οι όροι "εταιρεία, ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο" αντικαταστάθηκαν από τους όρους "κεφαλαιουχική εταιρεία" σε ολόκληρη την οδηγία, ήτοι στο άρθρο 3 στοιχείο ε), στο άρθρο 3 στοιχείο στ), στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ), στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) περίπτωση (ii), στο άρθρο 6 παράγραφος 1 στοιχεία β) και γ) και στο άρθρο 6 παράγραφος 2.

Το άρθρο 2 παράγραφος 2 αντιστοιχεί στην πρώτη πρόταση του παλιού άρθρου 3 παράγραφος 2 και παραμένει αμετάβλητο. Το αντικείμενο του άρθρου 2 παράγραφος 2 είναι να αποτρέψει την επιλογή μιας ιδιαίτερης νομικής μορφής η οποία θα οδηγήσει σε διαφορετική φορολογική μεταχείριση δραστηριοτήτων οι οποίες καταρχήν είναι ισοδύναμες.

Η δεύτερη πρόταση του παλιού άρθρου 3 παράγραφος 2 μεταφέρθηκε στο άρθρο 9 για συντακτικούς λόγους. Βάσει της εν λόγω διάταξης, τα κράτη μέλη δεν υποχρεούνται να θεωρούν ορισμένα νομικά πρόσωπα ως κεφαλαιουχικές εταιρείες με σκοπό την επιβολή φόρου εισφοράς. Δεδομένου ότι η εξαίρεση αυτή εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να επιβληθεί φόρος εισφοράς, η διάταξη ταιριάζει καλύτερα στο κεφάλαιο III της οδηγίας.

Εισφορές κεφαλαίου

Το άρθρο 3 εισαγάγει τον νέο όρο "εισφορές κεφαλαίου" και προβαίνει σε απαρίθμηση των πράξεων στις οποίες εφαρμόζεται η οδηγία. Όλες αυτές οι πράξεις περιλαμβάνουν τη μεταβίβαση κεφαλαίου ή περιουσιακών στοιχείων σε κεφαλαιουχική εταιρεία ή έχουν ως αποτέλεσμα την πραγματική αύξηση του κεφαλαίου ή των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας και είναι γενικώς ταυτόσημες με τις πράξεις που απαριθμούνται στο παλιό άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2. Ωστόσο, ορισμένες πράξεις αναδιάρθρωσης, οι οποίες συνήθως καλύπτονταν από το παλιό άρθρο 4 παράγραφος 1, αναφέρονται τώρα χωριστά στο άρθρο 4 και, συνεπώς, το εισαγωγικό μέρος του άρθρου 3 αποτελεί ουσιαστική τροποποίηση.

Οι διατάξεις του παλιού άρθρου 4 οι οποίες πραγματεύονταν ειδικά το φόρο εισφοράς τώρα αποτελούν αντικείμενο του άρθρου 10, δεδομένου ότι αφορούν μόνο τα κράτη μέλη τα οποία εξακολουθούν να επιβάλλουν φόρο εισφοράς. Οι εισφορές κεφαλαίου που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχεία α) έως δ) αντιστοιχούν στις πράξεις που αναφέρονται στο παλιό άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως δ). Τα στοιχεία ε) και στ) του άρθρου 3 πραγματεύονται τη μεταφορά από τρίτη χώρα σε κράτος μέλος της πραγματικής ή της καταστατικής έδρας της κεφαλαιουχικής εταιρείας. Τα εν λόγω στοιχεία αντιστοιχούν στα στοιχεία ε) και στ) του παλιού άρθρου 4 παράγραφος 1, εκτός από τον όρο ότι η κεφαλαιουχική εταιρεία θεωρείται ως κεφαλαιουχική εταιρεία στο σχετικό κράτος μέλος. Δεδομένου ότι ο όρος αυτός αφορά μόνο τα κράτη μέλη τα οποία επιβάλλουν φόρο εισφοράς, τώρα απορρέει από το άρθρο 9.

Τα στοιχεία ζ) και η) του παλιού άρθρου 4 παράγραφος 1 για τη μεταφορά μεταξύ κρατών μελών της πραγματικής ή της καταστατικής έδρας ορισμένων νομικών προσώπων έχουν διαγραφεί προκειμένου να απλοποιηθεί ο ορισμός των εισφορών κεφαλαίου. Πρόκειται για ουσιαστική τροποποίηση, δεδομένου ότι οι σχετικές μεταφορές συνήθως υπέκειντο σε φόρο εισφοράς. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω διατάξεις έχουν ένα αρκετά περιορισμένο πεδίο εφαρμογής. Πρώτον, αφορούν μόνο μεταφορές από ένα κράτος μέλος σε άλλο της πραγματικής έδρας νομικού προσώπου που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 ή της καταστατικής έδρας νομικού προσώπου που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 του οποίου η πραγματική έδρα βρίσκεται σε τρίτη χώρα. Δεύτερον, οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο εάν τα δύο σχετικά κράτη μέλη επιβάλλουν φόρο εισφοράς. Επομένως, το ενδιαφερόμενο νομικό πρόσωπο πρέπει να θεωρηθεί ως κεφαλαιουχική εταιρεία στο κράτος μέλος προς το οποίο γίνεται η μεταφορά, όχι όμως στο κράτος μέλος από το οποίο γίνεται η μεταφορά. Οι μεταφορές δυνάμει των παλιών σημείων ζ) και η) καλύπτονται τώρα από το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) περίπτωση (ii), πράγμα που σημαίνει ότι επιβάλλεται έμμεσος φόρος.

Τα στοιχεία ζ) έως ι) του άρθρου 3 αντιστοιχούν στα στοιχεία α) έως δ) του πρώτου εδαφίου του παλιού άρθρου 4 παράγραφος 2 και παραμένουν αμετάβλητα.

Το δεύτερο εδάφιο του παλιού άρθρου 4 παράγραφος 2 επιτρέπει στην Ελλάδα να καθορίσει ποιες από τις πράξεις που απαριθμούνται στο παλιό άρθρο 4 υπόκεινται σε φόρο εισφοράς. Η Ελλάδα προέβη στον καθορισμό τους και, ως εκ τούτου, η διάταξη διαγράφηκε.

Πράξεις αναδιάρθρωσης

Το άρθρο 4 προβλέπει ότι ορισμένοι τύποι "πράξεων αναδιάρθρωσης" δεν θεωρούνται ως εισφορές κεφαλαίου κατά τον ορισμό του άρθρου 3. Βάσει του ισχύοντος κανόνα, δηλαδή του παλιού άρθρου 4, μια πράξη αναδιάρθρωσης καλύπτεται από την οδηγία μόνο εφόσον συνεπάγεται αύξηση του κεφαλαίου ή των περιουσιακών στοιχείων της σχετικής κεφαλαιουχικής εταιρείας (βλέπε υπόθεση C-152/97 [6]). Μια τέτοια αύξηση δεν απαιτείται πλέον βάσει του ορισμού των πράξεων αναδιάρθρωσης του άρθρου 4, επομένως η οδηγία εφαρμόζεται στις πράξεις αναδιάρθρωσης ανεξαρτήτως εάν προκύπτει αύξηση κεφαλαίου ή όχι. Πρόκειται για ουσιαστική τροποποίηση, δεδομένου ότι διευρύνεται το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας.

Οι πράξεις αναδιάρθρωσης που ορίζονται στο άρθρο 4 περιλαμβάνουν δύο τύπους συγχωνεύσεων: α) συγχωνεύσεις που πραγματοποιούνται με εισφορά περιουσιακών στοιχείων, και β) συγχωνεύσεις που πραγματοποιούνται με ανταλλαγή μεριδίων. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις τίθεται ως προϋπόθεση ότι το αντάλλαγμα θα συνίσταται εν μέρει τουλάχιστον σε τίτλους που θα αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο της αποκτώσας εταιρείας. Ο ορισμός των πράξεων αναδιάρθρωσης προκύπτει καταρχήν από το παλιό άρθρο 7 παράγραφος 1, όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 85/303/ΕΟΚ.

Το παλιό άρθρο 7 παράγραφος 1 έχει τη σημερινή του διατύπωση μετά από την τροποποίηση του 1985, η οποία κατήργησε σιωπηρά και αντικατέστησε το παλιό άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία β) και ββ). Βάσει του παλιού άρθρου 7 παράγραφος 1 τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από τον φόρο εισφοράς τις πράξεις οι οποίες, την 1η Ιουλίου 1984, απαλλάσσονταν ή φορολογούνταν με συντελεστή 0,50 % ή μικρότερο. Οι περί ων ο λόγος πράξεις είναι οι δύο τύποι συγχωνεύσεων που αναφέρονται στο παλιό άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχεία β) και ββ) και, λόγω της διάταξης σχετικά με την αναστολή επιβολής του φόρου, τα παλιά στοιχεία β) και ββ) εξακολουθούν να έχουν αποφασιστική σημασία για την ερμηνεία της οδηγίας και, ως εκ τούτου, προστέθηκαν εκ νέου στο άρθρο 4.

Η πράξη αναδιάρθρωσης που περιγράφεται στο άρθρο 4 στοιχείο α) αντιστοιχεί καταρχήν στην περιγραφόμενη στο παλιό άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β), πρόκειται δηλαδή για πράξεις αναδιάρθρωσης κατά τις οποίες οι κεφαλαιουχικές εταιρείες εισφέρουν το σύνολο του ενεργητικού και παθητικού τους ή παραχωρούν έναν ή περισσοτέρους τομείς της δραστηριότητάς τους σε άλλες κεφαλαιουχικές εταιρείες. Η διατύπωση του άρθρου 4 στοιχείο α) διαφέρει ελαφρώς από τη διατύπωση του παλιού άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο β). Παραδείγματος χάριν, οι λέξεις "έναν ή περισσοτέρους τομείς της δραστηριότητάς τους" αντικαθίστανται από τις λέξεις: "κλάδοι δραστηριοτήτων" εξαιτίας του σκεπτικού του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου στην υπόθεση C-164/90[7] επί του παλιού άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχεία β) και ββ). Στο σημείο 22 του σκεπτικού του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου αναφέρονται τα εξής:

"Από τη διατύπωση του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο β και, ειδικότερα, από τη σχετική αναφορά στην έννοια της περιουσίας προκύπτει σαφώς ότι η αντιμετωπιζόμενη περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία μία εταιρεία εισφέρει σε άλλη διάφορα στοιχεία τα οποία, είτε συνιστούν το σύνολο της περιουσίας της είτε μέρος αυτής, αποτελούν ένα σύνολο ικανό να λειτουργεί αυτοτελώς."

Χάρις στον όρο "κλάδοι δραστηριοτήτων" η διατύπωση ευθυγραμμίζεται επίσης με την ορολογία που χρησιμοποιείται στο άρθρο 2 περίπτωση (i) της οδηγίας 90/434/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1990, σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρείες διαφορετικών κρατών μελών, και για τη μεταφορά της καταστατικής έδρας μιας SE (ευρωπαϊκής εταιρείας) ή μιας SCE (ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας) μεταξύ κρατών μελών[8].

Η διατύπωση του άρθρου 4 στοιχείο α) διαφέρει επίσης όσον αφορά το αντάλλαγμα. Βάσει του παλιού άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) το αντάλλαγμα συνίσταται κατ’ αρχήν αποκλειστικά στη παροχή εταιρικών μεριδίων της αποκτώσας εταιρείας, μολονότι σε ορισμένα κράτη μέλη ως αντάλλαγμα μπορούν να γίνουν δεκτές και πληρωμές τοις μετρητοίς που δεν θα υπερβαίνουν το 10 % της ονομαστικής αξίας των μεριδίων. Βάσει του άρθρου 4 στοιχείο α) μπορούν να γίνουν αποδεκτές και πληρωμές μεγαλύτερου ποσού τοις μετρητοίς, δεδομένου ότι μέρος μόνο του ανταλλάγματος για την εισφορά θα συνίσταται σε τίτλους. Οι εν λόγω τροποποιήσεις οι οποίες απλοποιούν τον ορισμό των πράξεων αναδιάρθρωσης συνιστούν ουσιαστικές τροποποιήσεις.

Η πράξη αναδιάρθρωσης που περιγράφεται στο άρθρο 4 στοιχείο β) αντιστοιχεί καταρχήν στην περιγραφόμενη στο παλιό άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ββ), πρόκειται δηλαδή για πράξεις αναδιάρθρωσης κατά τις οποίες μια κεφαλαιουχική εταιρεία αποκτά εταιρικά μερίδια που αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 75 % του εκδοθέντος μετοχικού κεφαλαίου μιας άλλης κεφαλαιουχικής εταιρείες. Ωστόσο, η διατύπωση του άρθρου 4 στοιχείο β) άλλαξε δεδομένου ότι προβλέπει ότι τα αποκτηθέντα μερίδια αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου. Η νέα διατύπωση είναι σύμφωνη με την ορολογία που χρησιμοποιείται στην οδηγία 90/434/ΕΟΚ. Επίσης, δυνάμει του άρθρου 4 στοιχείο β) το αντάλλαγμα θα συνίσταται μόνο εν μέρει σε τίτλους της αποκτώσας εταιρείας, ενώ δυνάμει του παλιού άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο ββ) η εισφορά καταρχήν συνίσταται αποκλειστικά σε τέτοιους τίτλους. Επιπροσθέτως, δεν προβλέπεται πλέον η πενταετής περίοδος ανάκτησης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο του παλιού στοιχείου ββ). Οι τροποποιήσεις αυτές οι οποίες απλοποιούν τον ορισμό των πράξεων αναδιάρθρωσης συνιστούν ουσιώδεις τροποποιήσεις.

Πράξεις που δεν υπόκεινται σε έμμεσο φόρο

Το άρθρο 5 περιλαμβάνει τον κύριο κανόνα της οδηγίας, ήτοι ότι τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν στις κεφαλαιουχικές εταιρίες οιασδήποτε μορφής έμμεσο φόρο επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων. Το άρθρο βασίζεται εν μέρει στη γενική απαγόρευση του παλιού άρθρου 10, το οποίο προβλέπει ότι στις κεφαλαιουχικές εταιρείες και στα νομικά πρόσωπα που θεωρούνται κεφαλαιουχικές εταιρείες δεν επιτρέπεται, εκτός από τον φόρο εισφοράς, να επιβάλλονται οποιοιδήποτε φόροι επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων. Ωστόσο, η απαγόρευση του άρθρου 5 είναι ευρύτερη από την απαγόρευση του παλιού άρθρου 10, δεδομένου ότι απαγορεύει επίσης τον φόρο εισφοράς. Πρόκειται συνεπώς για ουσιαστική τροποποίηση.

Το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α)-γ) αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 10 στοιχεία α)-γ). Το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 4 παράγραφος 3, αλλά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) περίπτωση (ii) είναι ευρύτερο από το πεδίο εφαρμογής του παλιού άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχείο β). Το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) περίπτωση (ii) προβλέπει ρητά ότι η μεταφορά από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος είτε της πραγματικής είτε της καταστατικής έδρας μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας δεν υπόκειται σε έμμεσο φόρο, ενώ βάσει του παλιού άρθρου 4 παράγραφος 3 στοιχείο β) τέτοιες μεταφορές απαλλάσσονται μόνο εάν το σχετικό νομικό πρόσωπο θεωρείται, σε αμφότερα τα κράτη μέλη, για λόγους επιβολής φόρου εισφοράς, ως κεφαλαιουχική εταιρεία. Η νέα διατύπωση του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) περίπτωση (ii) αντικατοπτρίζει τη διαγραφή του παλιού άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και η).

Το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ε) είναι νέο και προβλέπει ειδικά ότι οι πράξεις αναδιάρθρωσης που αναφέρονται στο άρθρο 4 δεν υπόκεινται σε έμμεσο φόρο. Αφενός, οι πράξεις αναδιάρθρωσης που προηγουμένως καλύπτονταν από το παλιό άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) και σημερινό άρθρο 4 στοιχείο α) απαλλάσσονται από το 1985 από τον φόρο εισφοράς χάρις στην τροποποίηση που έγινε τότε. Αφετέρου, τα κράτη μέλη τα οποία επέβαλλαν φόρο εισφοράς την 1η Ιουλίου 1984 (ή κατά την ημερομηνία προσχώρησής τους) επί των πράξεων αναδιάρθρωσης που καλύπτονταν από το παλιό άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ββ) και σημερινό άρθρο 4 στοιχείο β) με κανονικό συντελεστή είχαν τη δυνατότητα να συνεχίζουν να το πράττουν δυνάμει του παλιού άρθρου 7 παράγραφος 1. Η συγκεκριμένη δυνατότητα δεν υφίσταται πλέον, καθώς οι πράξεις αναδιάρθρωσης δεν συγκαταλέγονται στις πράξεις που μπορούν να υπόκεινται σε φόρο εισφοράς. Συνεπώς, το άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ε) αποτελεί ουσιαστική τροποποίηση η οποία αφορά τα κράτη μέλη που επί του παρόντος επιβάλλουν φόρο εισφοράς επί των σχετικών πράξεων αναδιάρθρωσης.

Ορισμένες από τις πράξεις αναδιάρθρωσης που τώρα αναφέρονται στο άρθρο 4, κυρίως οι συγχωνεύσεις που δεν συνεπάγονται αύξηση κεφαλαίου, δεν ενέπιπταν προηγουμένως στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας και, ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη ήταν ελεύθερα να επιβάλλουν έμμεσους φόρους επί των εν λόγω πράξεων αναδιάρθρωσης. Δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο ε) τα κράτη μέλη δεν μπορούν πλέον να το πράττουν. Πρόκειται για ουσιαστική τροποποίηση που αφορά όλα τα κράτη μέλη τα οποία αυτή τη στιγμή επιβάλλουν έμμεσους φόρους επί των πράξεων αναδιάρθρωσης που δεν συνεπάγονται αύξηση κεφαλαίου.

Το άρθρο 5 παράγραφος 2 αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 11 και παραμένει αμετάβλητο. Το άρθρο 5 παράγραφος 2 απαγορεύει τη φορολόγηση ορισμένων δραστηριοτήτων, ώστε να μην θεωρούνται ως συναλλαγές υποκείμενες σε έμμεσο φόρο.

Φόροι και φόρος προστιθέμενης αξίας

Το άρθρο 6 απαριθμεί αποκλειστικά τους φόρους και τα τέλη που τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν επί των πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 5. Το άρθρο 6 αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 12 και παραμένει αμετάβλητο εκτός από ορισμένες αλλαγές συντακτικού χαρακτήρα.

Επιβολη φόρου εισφορας σε ορισμένα Κράτη Μέλη

Το άρθρο 7 ορίζει ως "φόρο εισφοράς" τον φόρο ο οποίος επιβάλλεται στις εισφορές κεφαλαίου σε κεφαλαιουχικές εταιρείες. Η εν λόγω διάταξη αντιστοιχεί εν μέρει στο παλιό άρθρο 1.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 δεν επιτρέπεται καταρχήν να επιβάλλεται φόρος εισφοράς. Μολαταύτα, το άρθρο 7 προβλέπει ότι ορισμένα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν φόρο εισφοράς για περιορισμένη χρονική περίοδο. Η εν λόγω διάταξη, η οποία βασίζεται εν μέρει στο παλιό άρθρο 7 παράγραφος 2, συνεπάγεται ορισμένες ουσιαστικές τροποποιήσεις.

Μόνο οι πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο α), δηλαδή οι εισφορές κεφαλαίου, μπορούν να υπόκεινται σε φόρο εισφοράς. Αυτό σημαίνει ότι οι πράξεις αναδιάρθρωσης του τύπου που αναφέρεται στο άρθρο 4 στοιχείο β) δεν υπόκεινται πλέον σε φόρο εισφοράς.

Τα κράτη μέλη τα οποία επέβαλλαν φόρο εισφοράς την 1η Ιανουαρίου 2006 μπορούν, αν θέλουν, να συνεχίσουν να τον επιβάλλουν. Έχει καθοριστεί πάντως μια ημερομηνία από την οποία προβλέπεται ρητά ότι δεν θα ισχύει πλέον το παρόν καθεστώς όταν 7 μόνο εκ των 25 κρατών μελών επιβάλλουν φόρο εισφοράς. Η διάταξη διασφαλίζει ότι τα κράτη μέλη τα οποία δεν επέβαλλαν φόρο εισφοράς την ανωτέρω ημερομηνία ή τα οποία έπαυσαν να επιβάλλουν φόρο εισφοράς μετά από την εν λόγω ημερομηνία δεν θα τον επαναφέρουν. Πράγματι, η ερμηνεία που δόθηκε στον σκοπό της οδηγίας, ιδίως όπως αυτή τροποποιήθηκε το 1985, ήταν ότι συνιστά ήδη μια σιωπηρή υποχρέωση αναστολής. Έτσι, ο Γενικός Εισαγγελέας Fennelly, στη γνωμοδότησή του όσον αφορά την υπόθεση C-350/98, κατέστησε σαφές ότι τα κράτη μέλη δεν έχουν δικαίωμα να επιβάλουν νέους φόρους εισφοράς επί των πράξεων που απαριθμούνται στην οδηγία, εφόσον είχαν επιλέξει να μην το πράξουν. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επικύρωσε το εν λόγω σκεπτικό στην απόφασή του της 11ης Νοεμβρίου 1999[9]. Η γενική υποχρέωση αναστολής που προβλέπει το άρθρο 7 παγιώνει την σιωπηρή υποχρέωση αναστολής και αντικαθιστά τις υποχρεώσεις αναστολής που αναφέρονται στο παλιό άρθρο 4 παράγραφος 2 και στο παλιό άρθρο 8.

Τέλος, το άρθρο 7 απαιτεί την κατάργηση του φόρου εισφοράς.

Συντελεστής φόρου εισφοράς

Το άρθρο 8 προβλέπει ότι ο φόρος εισφοράς θα έχει ενιαίο συντελεστή. Η εν λόγω διάταξη παραμένει αμετάβλητη και αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 7 παράγραφος 2. Το άρθρο 8 προβλέπει επίσης ότι ο συντελεστής του φόρου εισφοράς δεν μπορεί να υπερβαίνει τον συντελεστή που εφάρμοζαν τα κράτη μέλη την 1η Ιανουαρίου 2006 και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 1%. Για τα κράτη μέλη τα οποία επέβαλλαν φόρο εισφοράς με συντελεστή 1% την 1η Ιανουαρίου 2006 η εν λόγω διάταξη σημαίνει ότι μπορούν να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν τον εν λόγω συντελεστή και ότι ο ανώτατος συντελεστής τους είναι το 1%. Για τα κράτη μέλη τα οποία εφάρμοζαν κατά την εν λόγω ημερομηνία συντελεστή μικρότερο του 1 %, το άρθρο 8 έχει την έννοια ότι μπορούν να διατηρήσουν τον εν λόγω συντελεστή, ο οποίος θα θεωρείται ως ο δικός τους ανώτατος συντελεστής. Συνεπώς, ένα κράτος μέλος το οποίο επέβαλλε την 1η Ιανουαρίου 2006 φόρο με συντελεστή 0,5 % μπορεί να εξακολουθήσει να φορολογεί με τον εν λόγω συντελεστή.

Εφόσον ένα κράτος μέλος επέλεξε να εφαρμόσει συντελεστή ο οποίος ήταν χαμηλότερος από τον δικό του ανώτατο συντελεστή την 1η Ιανουαρίου 2006, δεν επιτρέπεται να εφαρμόσει υψηλότερο συντελεστή.

Οι υποχρεώσεις αναστολής του άρθρου 8 συνιστούν ουσιαστικές τροποποιήσεις, δεδομένου ότι το παλιό άρθρο 7 παράγραφος 2 δεν αποκλείει ρητώς την αύξηση του συντελεστή, εφόσον δεν υπάρχει υπέρβαση του ανώτατου συντελεστή. Εν πάση περιπτώσει, δυνάμει της παρούσας οδηγίας, η σιωπηρή υποχρέωση αναστολής αποτρέπει τα κράτη μέλη από την αύξηση του συντελεστή του φόρου.

Τέλος, το άρθρο 8 προβλέπει ότι ο ανώτατος συντελεστής δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1% έως την 31η Δεκεμβρίου 2007 και το 0,5 % έως την 31η Δεκεμβρίου 2009. Το όριο του 0,5 % όσον αφορά τον συντελεστή είναι νέο και συνιστά ουσιαστική τροποποίηση, δεδομένου ότι ο ανώτατος συντελεστής βάσει του παλιού άρθρου 7 παράγραφος 2 ήταν 1 %.

Αποκλεισμός ορισμένων νομικών προσώπων από το πεδίο εφαρμογής

Δυνάμει του άρθρου 9 τα κράτη μέλη δύνανται να καθορίσουν εάν τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2 θεωρούνται ως κεφαλαιουχικές εταιρείες όσον αφορά την επιβολή ή όχι φόρου εισφοράς. Η εν λόγω διάταξη αντιστοιχεί στη δεύτερη πρόταση του παλιού άρθρου 3 παράγραφος 2 και παραμένει αμετάβλητη.

Πράξεις που υπόκεινται σε φόρο εισφοράς και κατανομή των φορολογικών δικαιωμάτων

Το άρθρο 10 συνδυάζει το παλιό άρθρο 2 για την κατανομή των φορολογικών δικαιωμάτων και το παλιό άρθρο 4 το οποίο κάνει διάκριση μεταξύ πράξεων οι οποίες πρέπει να υπόκεινται σε φόρο εισφοράς και των πράξεων οι οποίες μπορεί να υπόκεινται σε φόρο εισφοράς. Σύμφωνα με το άρθρο 10 ο φόρος εισφοράς επιβάλλεται στην κεφαλαιουχική εταιρεία η οποία είναι αποδέκτης της σχετικής εισφοράς κεφαλαίου. Το άρθρο 10 προβλέπει επίσης ότι ο φόρος εισφοράς επιβάλλεται μόνο από το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η πραγματική έδρα της κεφαλαιουχικής εταιρείας κατά τη στιγμή που λαμβάνει χώρα η εισφορά κεφαλαίου. Η εν λόγω διάταξη αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 2 παράγραφος 1 και παραμένει αμετάβλητη. Είναι σαφές από την εν λόγω διάταξη ότι ο φόρος εισφοράς στην Κοινότητα πρέπει να επιβάλλεται μόνο μία φορά ή καθόλου. Συνεπώς, εάν μια εισφορά κεφαλαίου εμπίπτει στο άρθρο 10 και εγείρει αξίωση σχετικά με φόρο εισφοράς σε ένα κράτος μέλος, η ίδια εισφορά δεν μπορεί να εγείρει αξίωση για φόρο εισφοράς και σε άλλο κράτος μέλος. Συνεπώς, εάν ένα κράτος μέλος δεν επιβάλλει φόρο εισφοράς εντός των ορίων της δικαιοδοσίας του, δεν δικαιούται άλλο κράτος μέλος να επιβάλλει εκεί φόρο αντ’ αυτού.

Το άρθρο 10 παράγραφος 1 αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 2 παράγραφος 1 και στο παλιό άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία α) έως στ) και παραμένει αμετάβλητο. Το άρθρο 10 παράγραφος 2 αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 2 παράγραφος 1 και στο παλιό άρθρο 4 παράγραφος 2 και παραμένει αμετάβλητο. Το άρθρο 10 παράγραφοι 3 και 4 αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 2 παράγραφοι 2 και 3 και παραμένει αμετάβλητο.

Φορολογική Βάση για τον φορο εισφορασ

Το άρθρο 11 προβλέπει τη βάση επί της οποίας πρέπει να επιβάλλεται ο φόρος εισφοράς. Αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 5 παράγραφος 1 και στο παλιό άρθρο 5 παράγραφος 2 και παραμένει αμετάβλητο. Το παλιό άρθρο 5 παράγραφος 3 μεταφέρθηκε στο άρθρο 12 παράγραφος 1, δεδομένου ότι πραγματεύεται τις περιπτώσει αποκλεισμού από τη φορολογική βάση.

Αποκλεισμός από τη φορολογική βάση για τον φόρο εισφοράς

Το άρθρο 12 παράγραφος 1 προβλέπει ότι, για την αποφυγή της διπλής φορολόγησης, όταν πραγματοποιείται αύξηση κεφαλαίου, η φορολογική βάση δεν περιλαμβάνει ποσά επί των οποίων έχει ήδη επιβληθεί φόρος εισφοράς. Το άρθρο 12 παράγραφος 1 αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 5 παράγραφος 3 και παραμένει αμετάβλητο.

Δυνάμει του άρθρου 12 παράγραφος 2 ένα κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να επιλέξει να απαλλάξει από τον φόρο εισφοράς την εισφορά κεφαλαίου ενός ομόρρυθμου εταίρου. Εάν, ωστόσο, το μερίδιο ενός ομόρρυθμου εταίρου μετατρέπεται σε μερίδιο ετερόρρυθμου εταίρου, διότι περιορίζεται η ευθύνη του εταίρου, ο φόρος εισφοράς καθίσταται καταβλητέος. Το άρθρο 12 παράγραφος 2 αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 και παραμένει αμετάβλητο, εκτός από τη διαγραφή της πρώτης και της δεύτερης περίπτωσης του παλιού άρθρου 6 παράγραφος 2. Αμφότερες οι περιπτώσεις πραγματεύονται τη φορολόγηση της μεταφοράς της πραγματικής ή της καταστατικής έδρας κεφαλαιουχικής εταιρείας. Η διαγραφή αποτελεί συνέπεια του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) περίπτωση (ii), όπως τροποποιήθηκε, δυνάμει του οποίου μια τέτοια μεταφορά δεν συνεπάγεται την επιβολή φόρου.

Το πρώτο και δεύτερο εδάφιο του παλιού άρθρου 7 παράγραφος 1 περιλαμβάνονται τώρα στο άρθρο 4 και στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ε). Διαγράφηκε το τρίτο εδάφιο του παλιού άρθρου 7 παράγραφος 1, το οποίο επιτρέπει στην Ελλάδα να αποφασίσει εάν θα επιβάλλει φόρο εισφοράς σε ορισμένες αναδιαρθρώσεις εταιρειών. Η διάταξη δεν εφαρμόζεται πλέον. Το παλιό άρθρο 7 παράγραφος 2 μεταφέρθηκε στα άρθρα 7 και 8.

Το άρθρο 12 παράγραφος 3 προβλέπει ότι, σε περίπτωση αύξησης του κεφαλαίου της εταιρείας μετά από μείωση λόγω ζημιών που είχε υποστεί, ένα μέρος της αύξησης μπορεί να αποκλειστεί από τη φορολογική βάση. Το άρθρο 12 παράγραφος 3 αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 7 παράγραφος 3 και παραμένει αμετάβλητο.

Απαλλαγή των εισφορών κεφαλαίου σε ορισμένεσ κεφαλαιουχικεσ εταιρειεσ

Σύμφωνα με το άρθρο 13 τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν από τον φόρο εισφοράς τις εισφορές κεφαλαίου σε ορισμένες κεφαλαιουχικές εταιρείες που παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφελείας. Το πρώτο εδάφιο του άρθρου 13 αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 8 και παραμένει αμετάβλητο. Το δεύτερο εδάφιο του άρθρου 13 πραγματεύεται την επιβολή φόρου εισφοράς σε κλάδο δραστηριοτήτων μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας που παρέχει υπηρεσίες κοινής ωφελείας, σε περίπτωση που η καταστατική και η πραγματική έδρα της κεφαλαιουχικής εταιρείας βρίσκονται σε τρίτη χώρα. Βάσει της εν λόγω διάταξης τα κράτη μέλη πρέπει επίσης να απαλλάσσουν τις εισφορές στους σχετικούς κλάδους δραστηριοτήτων, εάν επιλέξουν την απαλλαγή των εισφορών δυνάμει του πρώτου εδαφίου. Σκοπός της διάταξης είναι να διασφαλισθεί ότι ισοδύναμες από οικονομική άποψη δραστηριότητες θα αποτελούν πράγματι αντικείμενο ίσης μεταχείρισης. Η διάταξη είναι νέα και συνιστά ουσιαστική τροποποίηση.

Διαδικασία παρέκκλισησ

Το άρθρο 14 πραγματεύεται τη διαδικασία παρέκκλισης και αντιστοιχεί στο παλιό άρθρο 9. Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 14, δεν είναι πλέον δυνατή η παρέκκλιση από τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας μέσω της αύξησης του συντελεστή του φόρου εισφοράς. Πρόκειται για ουσιαστική τροποποίηση. Επισημαίνεται ότι μέχρι σήμερα η διαδικασία παρέκκλισης δεν εφαρμόστηκε συχνά και επί του παρόντος δεν υπάρχουν παρεκκλίσεις όσον αφορά την αύξηση του συντελεστή.

Το παλιό άρθρο 10 είναι το σημερινό άρθρο 5 παράγραφος 1, το παλιό άρθρο 11 είναι το άρθρο 5 παράγραφος 2, το παλιό άρθρο 12 είναι το άρθρο 6 και τα παλιά άρθρα 13 και 14 είναι το σημερινό άρθρο 15.

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο, κατάργηση, έναρξη ισχύος και αποδέκτες

Τα άρθρα 15, 16, 17 και 18 σχετικά με τη μεταφορά, την κατάργηση, την έναρξη ισχύος και τους αποδέκτες είναι τυποποιημένα άρθρα.

Κατάλογος των εταιρειών που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α)

Το παράρτημα I απαριθμεί ορισμένες εταιρείες εθνικού δικαίου των κρατών μελών. Ο κατάλογος αντιστοιχεί καταρχήν στον κατάλογο των εταιρειών που απαριθμούνται στο παλιό άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α). Ωστόσο, ο κατάλογος ήταν ελλιπής και γι’ αυτό αναπροσαρμόστηκε. Περιλαμβάνει τώρα παραπομπή σε εταιρείες που έχουν συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρείας (SE)[10]. Περιλαμβάνει επίσης τις εταιρείες εθνικού δικαίου της Εσθονίας και της Λιθουανίας. Τέλος, επικαιροποιήθηκε ο κατάλογος των εταιρειών εθνικού δικαίου των Κάτω Χωρών.

Οι εταιρείες που έχουν συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 435/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής συνεταιριστικής εταιρείας (SCE)[11] δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι SCE, εν αντιθέσει με τις SE, δεν λαμβάνουν αναγκαστικά τη μορφή κεφαλαιουχικών εταιρειών σε όλα τα κράτη μέλη. Όταν μια SCE λαμβάνει τη μορφή κεφαλαιουχικής εταιρείας, καλύπτεται από τον ορισμό του άρθρου 2.

Διορθώσεις γλωσσικού χαρακτηρα

Ενδέχεται να προκύψουν ειδικές διορθώσεις γλωσσικού χαρακτήρα σε ορισμένες από τις γλώσσες έκδοσης της οδηγίας.

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

2006/0253 (CNS)

Πρόταση

ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητος, και ιδίως τα άρθρα 99 93 και 100 94 ,

την πρόταση της Επιτροπής[12],

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου[13],

τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής[14],

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

1. Η οδηγία 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων[15] υπέστη επανειλημμένα ουσιαστικές τροποποιήσεις[16]. Δεδομένου ότι πρόκειται να πραγματοποιηθούν περαιτέρω τροποποιήσεις, πρέπει να αναδιατυπωθεί για λόγους σαφήνειας.

69/335/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 1 (Προσαρμοσμένο)

Σκοπός της συνθήκης είναι η δημιουργία μιας οικονομικής ενώσεως με χαρακτηριστικά γνωρίσματα ανάλογα με εκείνα μιας εσωτερικής αγοράς και ότι μία από τις βασικές προϋποθέσεις για να επιτευχθεί τούτο είναι η προώθηση της ελευθέρας κινήσεως των κεφαλαίων.

69/335/ΕΟΚ Αιτιολογικές σκέψεις 2 και 8 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

2. Οι έμμεσοι φόροι που επιβάλλονται επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, οι οποίοι ισχύουν σήμερα στα Κράτη μέλη, ήτοι ο φόρος που επιβάλλεται επί των εισφορών κεφαλαίου εφεξής ‘‘φόρος εισφοράς’’, και ο φόρος χαρτοσήμου επί των τίτλων, και ο φόρος επί των πράξεων αναδιάρθρωσης, ð ανεξαρτήτως του εάν οι εν λόγω πράξεις συνεπάγονται ή όχι αύξηση κεφαλαίου, ï δημιουργούν διακρίσεις, διπλή φορολόγηση και ανισότητες, οι οποίες παρακωλύουν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων. Το ίδιο ισχύει για άλλους έμμεσους φόρους που έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τον φόρο εισφοράς ή τον φόρο χαρτοσήμου επί των τίτλων.

3. και οι οποίες, σΣυνεπώς, είναι προς το συμφέρον της εσωτερικής αγοράς να εναρμονιστεί η νομοθεσία περί των έμμεσων φόρων των επιβαλλόμενων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, προκειμένου πρέπει να εξαλειφθούν δια της εναρμονίσεως να εξαλειφθούν, στο μέτρο του δυνατού, οι παράγοντες ð οι οποίοι ενδέχεται να στρεβλώνουν τους όρους του ανταγωνισμού ή ï να παρακωλύουν την ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων.

69/335/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 3 (Προσαρμοσμένο)

Η εναρμόνιση των φόρων αυτών, οι οποίοι επιβάλλονται επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων, πρέπει να διαμορφωθεί κατά τρόπο, ώστε οι συνέπειες επί του προϋπολογισμού για Κράτη μέλη να περιορίζονται στο ελάχιστο.

85/303/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 2

4. Οι οικονομικές συνέπειες του φόρου εισφοράς είναι δυσμενείς για τη συνένωση και ανάπτυξη των επιχειρήσεων. Οι συνέπειες αυτές είναι ιδιαίτερα αρνητικές στη σημερινή συγκυρία που επιβάλλεται να δοθεί προτεραιότητα στην ανάκαμψη των επενδύσεων.

85/303/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 3 (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

5. Η καλύτερη λύση για την επίτευξη των στόχων αυτών θα ήταν Ως εκ τούτου, κρίνεται σκόπιμη η κατάργηση του φόρου εισφοράς.

6. Ωστόσο, λόγω της απώλειας εσόδων που θα προέκυπτε από την άμεση εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, ορισμένα κράτη μέλη τα οποία αυτή τη στιγμή επιβάλλουν φόρο εισφοράς δεν μπορούν να δεχθούν αυτήν την κατάργηση. Τα εν λόγω κράτη μέλη ότι επιβάλλεται, πρέπει , ως εκ τούτου, να δοθεί να έχουν τη δυνατότητα ð, για περιορισμένο χρονικό διάστημα, να εξακολουθήσουν να ï να απαλλάξουν από το φόρο εισφοράς ή να επιβάλλουν φόρο εισφοράς σε όλες ή σε ορισμένες από τις σχετικές πράξεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του φόρου αυτού, υπό τον όρο ότι ο φορολογικός συντελεστής που εφαρμόζεται πρέπει να είναι ενιαίος εντός ενός και του αυτού κράτους μέλους. ð Εφόσον ένα κράτος μέλος έχει επιλέξει να μην επιβάλλει φόρο εισφοράς σε όλες ή σε ορισμένες από τις πράξεις δυνάμει της παρούσας οδηγίας, δεν θα πρέπει να είναι δυνατόν να επαναφέρει τους εν λόγω φόρους.ï

ò Νέο

7. Κρίνεται σκόπιμο να μειωθεί έως το 2008 ο ανώτατος συντελεστής του φόρου εισφοράς που εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη τα οποία εξακολουθούν να επιβάλλουν φόρο εισφοράς και ο εν λόγω φόρος εισφοράς να καταργηθεί έως το 2010 το αργότερο.

69/335/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 4 (Προσαρμοσμένο)

Η είσπραξη του φόρου χαρτοσήμου από ένα Κράτος μέλος επί των τίτλων των άλλων Κρατών μελών, οι οποίοι έχουν εισαχθεί ή εκδοθεί στην επικράτειά του, είναι αντίθετη προς την έννοια μιας κοινής αγοράς, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας εσωτερικής αγοράς- ότι εξάλλου κατέστη φανερό, ότι η διατήρηση του φόρου χαρτοσήμου επί των τίτλων των κρατικών εκδόσεων δανείων, ως και επί της εισαγωγής ή εκδόσεως στην αγορά ενός Κράτους μέλους ξένων τίτλων, δεν είναι επιθυμητή από οικονομικής απόψεως και απομακρύνεται, εξάλλου, από την κατεύθυνση, την οποία ακολουθεί το φορολογικό δίκαιο των Κρατών μελών στο πεδίο αυτό.

69/335/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 6 (Προσαρμοσμένο)

8. Κοινή Εσωτερική αγορά με χαρακτηριστικά γνωρίσματα εσωτερικής αγοράς, σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι ο φόρος επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων μιας εταιρείας εντός της κοινής εσωτερικής αγοράς δεν επιβάλλεται μόνο περισσότερο από μία φορά. Συνεπώς, εάν το κράτος μέλος το οποίο έχει δικαίωμα φορολόγησης δεν επιβάλλει τον φόρο εισφοράς σε ορισμένες ή σε όλες τις πράξεις που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, κανένα άλλο κράτος μέλος δεν δικαιούται να ασκήσει το δικαίωμα φορολόγησης όσον αφορά τις εν λόγω πράξεις. και ότι η φορολογία αυτή, για να μη διαταράσσει την κυκλοφορία των κεφαλαίων, πρέπει να ευρίσκεται στο αυτό επίπεδο σε όλα τα Κράτη μέλη.

ò Νέο

9. Κρίνεται σκόπιμο να διατηρηθούν οι αυστηροί όροι για περιπτώσεις κατά τις οποίες τα κράτη μέλη εξακολουθούν να επιβάλλουν φόρο εισφοράς, ιδίως όσον αφορά τις απαλλαγές και τις μειώσεις.

69/335/ΕΟΚ Αιτιολογική σκέψη 7 (Προσαρμοσμένο)

Λοιπόν, πρέπει να γίνει εναρμόνιση του φόρου τούτου, τόσον όσον αφορά την μορφή του, όσον και τους συντελεστές του.

69/335/ΕΟΚ Αιτιολογικές σκέψεις 5 και 8 (Προσαρμοσμένο)

10. Η διατήρηση άλλων εμμέσων φόρων που παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τον φόρο εισφοράς ή τον φόρο χαρτοσήμου επί των τίτλων, κινδυνεύει να θέσει εκ νέου υπό αμφισβήτηση τους σκοπούς, οι οποίοι επιδιώκονται από τα μέτρα τα οποία προβλέπονται από την παρούσα οδηγία και ότι επομένως η κατάργησή τους είναι επιβεβλημένη. Εκτός από τον φόρο εισφοράς δεν επιβάλλονται άλλοι έμμεσοι φόροι επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων . Υπό τις προϋποθέσεις αυτές, πρέπει να καταργηθεί Ειδικότερα, δεν επιβάλλεται φόρος χαρτοσήμου επί των τίτλων, τόσο επί εκείνων που αντιπροσωπεύουν ίδια κεφάλαια εταιρειών, όσο και επί εκείνων οι οποίοι αντιπροσωπεύουν δανειακά κεφάλαια ανεξαρτήτως προέλευσης.

ò Νέο

11. Ο κατάλογος των κεφαλαιουχικών εταιρειών που παρατίθεται στην οδηγία 69/335/ΕΟΚ είναι ελλιπής και ως εκ τούτου πρέπει να προσαρμοστεί.

12. Εάν για τους λόγους αυτούς οι στόχοι της παρούσας οδηγίας δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και μπορούν, συνεπώς, να επιτευχθούν καλύτερα σε κοινοτικό επίπεδο, η Κοινότητα μπορεί να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, όπως διατυπώνεται στο άρθρο 5 της Συνθήκης. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, όπως διατυπώνεται στο εν λόγω άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη αυτών των στόχων.

13. Η υποχρέωση μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο περιορίζεται στις διατάξεις που συνιστούν ουσιαστική αλλαγή σε σύγκριση με τις προηγούμενες οδηγίες. Η υποχρέωση μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των διατάξεων που παραμένουν αμετάβλητες προκύπτει από τις προηγούμενες οδηγίες.

14. Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις υποχρεώσεις των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που προβλέπονται στο παράρτημα II μέρος B,

69/335/ΕΟΚ

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ÖΚΕΦΑΛΑΙΟ IÕ

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

Άρθρο 1

Τα Κράτη μέλη εισπράττουν φόρο επί των εισφορών σε κεφαλαιουχικές εταιρίες εναρμονισμένο σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 έως 9, ο οποίος ονομάζεται «φόρος εισφοράς».

Αντικείμενο

Η παρούσα οδηγία ρυθμίζει την επιβολή έμμεσων φόρων σε σχέση με τα ακόλουθα:

(α) εισφορές κεφαλαίου σε κεφαλαιουχικές εταιρείες·

(β) πράξεις αναδιάρθρωσης που αφορούν κεφαλαιουχικές εταιρείες·

(γ) το ζήτημα ορισμένων τίτλων και ομολογιών.

Άρθρο2

1. Οι πράξεις, οι υποκείμενες στον φόρο εισφοράς, φορολογούνται μόνον στο Κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται η έδρα της πραγματικής διοικήσεως της κεφαλαιουχικής εταιρίας κατά την στιγμή κατά την οποία διενεργούνται οι πράξεις αυτές.

2. Όταν η έδρα της πραγματικής διοικήσεως μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας ευρίσκεται σε τρίτη χώρα και η καταστατική έδρα της σε Κράτος μέλος, οι πράξεις οι οποίες υπόκεινται στον φόρο εισφοράς φορολογούνται στο Κράτος μέλος, όπου ευρίσκεται η καταστατική έδρα.

3. Όταν η καταστατική έδρα και η έδρα της πραγματικής διοικήσεως μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας ευρίσκονται σε τρίτη χώρα, η θέση στην διάθεση ενός υποκαταστήματος, το οποίο ευρίσκεται σε Κράτος μέλος, επενδεδυμένων κεφαλαίων ή κεφαλαίων προς εκμετάλλευση, δύναται να φορολογηθεί στο Κράτος μέλος, στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται το υποκατάστημα.

Άρθρο 32

Κεφαλαιουχική εταιρεία

Πράξη προσχώρησης της Δανίας, της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, άρθρο 29 και παράρτημα I, σ. 93 (Προσαρμοσμένο)

Πράξη προσχώρησης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, άρθρο 26 και παράρτημα I, σ. 167

Πράξη προσχώρησης της Ελλάδας, άρθρο 21 και παράρτημα I, σ. 95

1. Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η έκφραση ως «κεφαλαιουχική εταιρεία» θεωρείται:

(α) οιαδήποτε εταιρεία που έχει μία από τις μορφές που παρατίθενται στο παράρτημα I· οι εταιρίες του βελγικού, δανικού, γερμανικού, ισπανικού, γαλλικού, ελληνικού, ιρλανδικού, ιταλικού, λουξεμβουργιανού, ολλανδικούè1 , πορτογαλικού και βρετανικού δικαίου που ονομάζονται αντιστοίχως:

- société anonyme/naamloze vennootschap, aktieselskab, Aktiengesellschaft, sociedad anónima, société anonyme, Ανώνυμος Εταιρεία, companies incorporated with limited liability, società per azioni, société anonyme, naamloze vennootschap, sociedade anónima, companies incorporated with limited liability·

- société en commandite par actions/commanditaire vennootschap op aandelen, kommandit-aktieselskab, Kommanditgesellschaft auf Aktien, sociedad comanditaria por acciones, çsociété en commandite par actions, Ετερόρρυθμος κατά μετοχάς Εταιρεία, società in accomandita perazioni, société en commandite par actions, commanditaire vennootschap op aandelenè1 , sociedade em comandita por acções ·

- société de personnes à responsabilité limitée/ personenvennootschap met beperkte aansprakelijkheid, Gesellschaft mit beschränkter Haftung, sociedad de responsabilidad limitada, société à responsabilité limitée, Εταιρεία Περιωρισμένης Ευθύνης, società a responsabilità limitata, société à responsabilité limitéeè1 , sociedade por quotas ·

Πράξη προσχώρησης της Αυστρίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας, άρθρο 29 και παράρτημα I, σ. 196 (Προσαρμοσμένο)

Οι εταιρείες αυστριακού δικαίου που ονομάζονται:

- «Aktiengesellschaft»

«Gesellschaft mit beschränkter Haftung»·

Οι εταιρείες φινλανδικού δικαίου που ονομάζονται:

- «osakeyhtiö - aktiebolag», «osuuskunta - andelslag», «säästöpankki - sparbank» and «vakuutusyhtiö - försäkringsbolag»·

Οι εταιρείες σουηδικού δικαίου που ονομάζονται:

- «aktiebolag»

- «bankaktiebolag»

- «försäkringsaktiebolag».

2003 Πράξη προσχώρησης άρθρο 20 και παράρτημα II (Προσαρμοσμένο)

Οι εταιρείες τσεχικού δικαίου που ονομάζονται:

-«akciová společnost»

-«komanditní společnost»

-«společnost s ručením omezeným»·

Οι εταιρείες κυπριακού δικαίου που ονομάζονται:

-«εταιρείες περιορισμένης ευθύνης»·

Οι εταιρείες λετονικού δικαίου που ονομάζονται:

-«kapitālsabiedrība»·

Οι εταιρείες ουγγρικού δικαίου που ονομάζονται:

-«részvénytársaság»

-«korlátolt felelősségű társaság»·

Οι εταιρείες μαλτέζικου δικαίου που ονομάζονται:

-‘Kumpaniji ta' Responsabilita Limitata’

-‘Soċjetajiet en commandite li l-kapital tagħhom maqsum f'azzjonijiet’·

Οι εταιρείες πολωνικού δικαίου που ονομάζονται:

-«spółka akcyjna»

-«spółka z ograniczoną odpowiedzialnością»·

Οι εταιρείες σλοβενικού δικαίου που ονομάζονται:

-‘delniška družba’

-‘komanditna delniška družba’

-‘družba z omejeno odgovornostjo’·

Οι εταιρείες σλοβακικού δικαίου που ονομάζονται:

-«akciová spoločnosť»

-«spoločnosť s ručením obmedzeným»

-‘komanditna spoločnosť’.

69/335/ΕΟΚ

(β) κάθε εταιρεία, ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο, των οποίων τα μερίδια, τα αντιπροσωπεύοντα κεφάλαιο ή εταιρική εισφορά, δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στο χρηματιστήριο·

(γ) κάθε εταιρεία, ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο, που επιδιώκουν σκοπούς κερδοσκοπικούς, των οποίων τα μέλη έχουν το δικαίωμα να εκχωρούν άνευ προηγούμενης έγκρισης τα εταιρικά τους μερίδια σε τρίτους και δεν ευθύνονται για τα χρέη της εταιρείας, της ένωσης προσώπων ή του νομικού προσώπου, παρά μόνο κατά το μέτρο της εισφοράς τους.

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

2. Κατά την έννοια για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας εξομοιούται προς κεφαλαιουχική εταιρεία κάθε άλλη εταιρεία, ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο που επιδιώκει σκοπούς κερδοσκοπικούς. Εντούτοις ένα κράτος μέλος δύναται να μη τις θεωρεί ως κεφαλαιουχικές εταιρείες για την είσπραξη του φόρου εισφοράς.

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 43

Εισφορές κεφαλαίου

1. Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας ð και με την επιφύλαξη του άρθρου 4, ï Οοι ακόλουθες πράξεις υπόκεινται στο φόρο εισφοράς ð θεωρούνται ως "εισφορές κεφαλαίου" ï:

69/335/ΕΟΚ

(α) η σύσταση κεφαλαιουχικής εταιρείας·

(β) η μετατροπή σε κεφαλαιουχική εταιρία μιας εταιρείας, ένωσης προσώπων ή νομικού προσώπου, που δεν είναι κεφαλαιουχική εταιρεία·

(γ) η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας δι' εισφορών σε είδος οποιασδήποτε μορφής·

(δ) η αύξηση της εταιρικής περιουσίας μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας δι' εισφορών σε είδος οποιασδήποτε μορφής επ’ ανταλλάγματι όχι μεριδίων αντιπροσωπευτικών του εταιρικού κεφαλαίου ή της εταιρικής περιουσίας αλλά δικαιωμάτων της ίδιας φύσεως προς εκείνα των εταίρων, όπως είναι το δικαίωμα ψήφου, το δικαίωμα συμμετοχής στα κέρδη ή στο εκκαθαριστικό υπόλοιπο·

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

(ε) η μεταφορά από τρίτη χώρα σε κράτος μέλος της πραγματικής πραγματικής έδρας κεφαλαιουχικής εταιρείας, ενώσεως προσώπων ή νομικού προσώπου, της οποίας η καταστατική έδρα βρίσκεται σε τρίτη χώρα και που θεωρούνται, για την καταβολή του φόρου εισφοράς ως κεφαλαιουχικές εταιρίες στο Κράτος μέλος αυτό·

(στ) η μεταφορά από τρίτη χώρα σε κράτος μέλος της καταστατικής έδρας μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας, ενώσεως προσώπων ή νομικού προσώπου, της οποίας η πραγματική έδρα πραγματικής βρίσκεται σε τρίτη χώρα που θεωρείται, για την καταβολή του φόρου εισφοράς, ως κεφαλαιουχική εταιρεία στο Κράτος μέλος αυτό·

(ζ) η μεταφορά από Κράτος μέλος σε άλλο Κράτος μέλος της έδρας της πραγματικής διευθύνσεως μιας εταιρίας, ενώσεως προσώπων ή νομικού προσώπου, που θεωρείται, για την καταβολή του φόρου εισφοράς, ως κεφαλαιουχική εταιρία στο Κράτος μέλος αυτό, ενώ δεν θεωρείται ως κεφαλαιουχική εταιρία στο άλλο Κράτος μέλος·

(η) η μεταφορά από ένα Κράτος μέλος σε άλλο Κράτος μέλος της καταστατικής έδρας μιας εταιρίας, συνεταιρισμού ή νομικού προσώπου, των οποίων η έδρα της πραγματικής διευθύνσεως ευρίσκεται σε τρίτη χώρα και που θεωρούνται, για την καταβολή του φόρου εισφοράς ως κεφαλαιουχικές εταιρίες στο Κράτος μέλος αυτό, ενώ δεν θεωρούνται ως κεφαλαιουχικές εταιρίες στο άλλο Κράτος μέλος .

85/303/ΕΟΚ άρθρο 1 σημείο 1 (Προσαρμοσμένο)

2. Οι ακόλουθες πράξεις μπορούν να συνεχίσουν να υπόκεινται στο φόρο εισφοράς, εφόσον υπάγονται στο φορολογικό συντελεστή 1 % την 1η Ιουλίου 1984:

69/335/ΕΟΚ

(α)(ζ) η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας δια της κεφαλαιοποιήσεως κερδών, αποθεματικών ή προβλέψεων·

(β)(η) η αύξηση της εταιρικής περιουσίας μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας δια παροχών πραγματοποιουμένων από ένα εταίρο, οι οποίες δεν επιφέρουν αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου, αλλά έχουν ως αντιπαροχή μεταβολή των εταιρικών δικαιωμάτων ή δύνανται να επιφέρουν αύξηση της αξίας των εταιρικών μεριδίων·

(γ) (θ) το δάνειο, το οποίο συνάπτει μια κεφαλαιουχική εταιρεία, εφόσον ο πιστωτής έχει δικαίωμα επί ενός ποσοστού των εταιρικών κερδών·

(δ) (ι) το δάνειο το οποίο συνάπτει μια κεφαλαιουχική εταιρεία με ένα εταίρο, με την σύζυγο ή τέκνο ενός εταίρου, καθώς επίσης το δάνειο που συνάπτεται με τρίτο πρόσωπο, εάν τούτο είναι εγγυημένο από έναν εταίρο, υπό τον όρο ότι τα δάνεια αυτά έχουν την ίδια λειτουργία με την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου.

85/303/ΕΟΚ Άρθρο 1 σημείο 1

Ωστόσο, η Ελληνική Δημοκρατία καθορίζει σε ποιες από τις ανωτέρω πράξεις επιβάλλει φόρο εισφοράς.

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ðΝέο

Άρθρο 4

Πράξεις αναδιάρθρωσης

ð Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας δεν θεωρούνται ως εισφορές κεφαλαίου οι ακόλουθες "πράξεις αναδιάρθρωσης":ï

επαναφορά του άρθρου 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) της οδηγίας 69/335/ΕΟΚ, όπως καταργήθηκε από την οδηγία 85/303/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(α) η εισφορά από μία ή περισσότερες κεφαλαιουχικές εταιρείες του συνόλου της περιουσίας τους ή ενός ή περισσότερων κλάδων της δραστηριότητάς τους σε μία ή περισσότερες υπό ίδρυση ή υφιστάμενες κεφαλαιουχικές εταιρείες, υπό τον όρο ότι το αντάλλαγμα για την εισφορά συνίσταται ð τουλάχιστον εν μέρει σε τίτλους που αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο της αποκτώσας εταιρείας· ï

επαναφορά του άρθρου 1 της οδηγίας 73/79/ΕΟΚ, όπως καταργήθηκε από την οδηγία 85/303/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(β) η απόκτηση από μία υπό ίδρυση ή υφισταμένη κεφαλαιουχική εταιρεία μεριδίων τα οποία αντιπροσωπεύουν ð την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου ï άλλης κεφαλαιουχικής εταιρείας, υπό τον όρο ότι το αντάλλαγμα για τα αποκτώμενα μερίδια συνίσταται ð τουλάχιστον εν μέρει σε τίτλους που αντιπροσωπεύουν το κεφάλαιο της προηγούμενης εταιρείας. Εάν η πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου ï επιτευχθεί δια δύο ή περισσοτέρων πράξεων, μόνο η πράξη, χάρη στην οποία επετεύχθη ð η πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφουï καθώς επίσης και οι μεταγενέστερες πράξεις θεωρούνται ως πράξεις αναδιάρθρωσης.

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

ÖΚΕΦΑΛΑΙΟ IIÕ

ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5

Πράξεις οι οποίες δεν υπόκεινται σε έμμεσο φόρο

ð 1. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν στις κεφαλαιουχικές εταιρείες έμμεσο φόρο οποιασδήποτε μορφής για τις ακόλουθες πράξεις:ï

(α) εισφορές κεφαλαίου·

(β) δάνεια ή παροχή υπηρεσιών που λαμβάνουν χώρα ως μέρος των εισφορών κεφαλαίου·

(γ) καταχώριση ή οποιαδήποτε άλλη διατύπωση η οποία απαιτείται πριν από την έναρξη δραστηριοτήτων στην οποία μια κεφαλαιουχική εταιρεία μπορεί να υπόκειται λόγω της νομικής της μορφής·

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

3.(δ) Δεν θεωρείται σύσταση κατά την έννοια της παραγράφου 1 περίπτωση α) οποιαδήποτε μεταβολή της συστατικής πράξης ή του καταστατικού μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας και ιδίως των ακολούθων :

69/335/ΕΟΚ

(α)(i) μετατροπή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας σε κεφαλαιουχική εταιρεία άλλου τύπου·

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

(β) (ii) μεταφορά από ένα κράτος μέλος σε άλλο κράτος μέλος της της πραγματικής πραγματικήςÕ ή της καταστατικής έδρας μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας, ενώσεως προσώπων ή νομικού προσώπου, που θεωρούνται για την είσπραξη του φόρου εισφοράς ως κεφαλαιουχικές εταιρείες·

69/335/ΕΟΚ

(γ)(iii) μεταβολή του εταιρικού σκοπού μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας·

(δ)(iv) παράταση της διάρκειας μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας·

ò Νέο

(ε) οι πράξεις αναδιάρθωσης που αναφέρονται στο άρθρο 4 .

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

2. Τα κράτη μέλη δεν επιβάλλουν οποιαδήποτε μορφή έμμεσου φόρου στις ακόλουθες πράξεις:

(α) στη δημιουργία, έκδοση, εισαγωγή στο χρηματιστήριο ή θέση σε κυκλοφορία ή διαπραγμάτευση μετοχών, μεριδίων ή άλλων τίτλων ιδίας φύσεως καθώς και στα πιστοποιητικά των τίτλων αυτών, όποιος και αν είναι ο εκδότης τους·

(β) στα δάνεια, συμπεριλαμβανομένων των παγίων δανείων, τα οποία συνάπτονται υπό μορφή εκδόσεως ομολογιών ή άλλων διαπραγματεύσιμων τίτλων, όποιος και αν είναι ο εκδότης τους και σε όλες τις σχετικές διατυπώσεις, όπως η δημιουργία, έκδοση, εισαγωγή στο χρηματιστήριο, κυκλοφορία ή διαπραγμάτευση αυτών των ομολογιών ή άλλων διαπραγματεύσιμων τίτλων.

Άρθρο 6

Φόροι και Φόρος Προστιθέμενης Αξίας

. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 5 τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν τους ακόλουθους φόρους και τέλη:

(α) φόρους μεταβίβασης επί κινητών αξιών που εισπράττονται κατ' αποκοπή ή όχι·

(β) φόρους μεταβίβασης, συμπεριλαμβανομένων των φόρων δημοσιότητος επί ακινήτων, επί της εισφοράς σε κεφαλαιουχική εταιρεία δραστηριοτήτων ή ακινήτων που βρίσκονται στην επικράτειά τους·

(γ) φόρους μεταβίβασης επί των περιουσιακών στοιχείων οιασδήποτε μορφής τα οποία αποτελούν αντικείμενο εισφοράς σε κεφαλαιουχική εταιρεία, στο μέτρο που το αντάλλαγμα της μεταβίβασης των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων είναι διαφορετικό από τη χορήγηση εταιρικών μεριδίων·

(δ) φόρους οι οποίοι επιβάλλονται επί της σύστασης, της εγγραφής ή της άρσης των προνομίων και των υποθηκών·

(ε) φόρους οι οποίοι έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα·

(στ) φόρο προστιθεμένης αξίας.

. Το ποσό που επιβάλλεται υπό τη μορφή των φόρων και τελών που αναφέρονται στα στοιχεία β) έως ε) της παραγράφου 1 δεν μεταβάλλεται αναλόγως, εάν η πραγματική έδρα ή η καταστατική έδρα της κεφαλαιουχικής εταιρείας βρίσκονται στην επικράτεια του κράτους μέλους το οποίο επιβάλλει τους φόρους ή τα τέλη. Τα εν λόγω ποσά δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα ποσά των φόρων και τελών που επιβάλλονται σε παρόμοιες πράξεις που λαμβάνουν χώρα εντός του κράτους μέλους το οποίο τους επιβάλλει.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III

ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο7

ÖΕπιβολή φόρου εισφοράς σε ορισμένα κράτη μέληÕ

ò Νέο

1. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) το κράτος μέλος το οποίο την 1η Ιανουαρίου 2006 επέβαλλε φόρο επί των εισφορών κεφαλαίου σε κεφαλαιουχικές εταιρείες, εφεξής "φόρος εισφοράς", μπορεί να εξακολουθήσει να το πράττει έως την 31η Δεκεμβρίου 2009, υπό τον όρο ότι συμμορφώνεται προς τις διατάξεις των άρθρων 8 έως 14.

2. Εάν ανά πάσα στιγμή μετά την 1η Ιανουαρίου 2006 ένα κράτος μέλος διακόψει την επιβολή του φόρου εισφοράς, δεν επιτρέπεται να τον επαναφέρει.

3. Εάν ανά πάσα στιγμή μετά την 1η Ιανουαρίου 2006 ένα κράτος μέλος διακόψει την επιβολή του φόρου εισφοράς επί των εισφορών κεφαλαίου που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχεία (ζ) έως (ι), δεν επιτρέπεται να επαναφέρει τον φόρο εισφοράς επί των εν λόγω εισφορών κεφαλαίου κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 10 παράγραφος 2.

4. Εάν ανά πάσα στιγμή μετά την 1η Ιανουαρίου 2006 ένα κράτος μέλος διακόψει την επιβολή του φόρου εισφοράς επί της παροχής παγίου κεφαλαίου ή κεφαλαίου κίνησης σε κλάδο δραστηριότητας, δεν επιτρέπεται να επαναφέρει τον φόρο επί των σχετικών εισφορών κεφαλαίου κατά παρέκκλιση των διατάξεων του άρθρου 10 παράγραφος 4.

5. Εάν ανά πάσα στιγμή μετά την 1η Ιανουαρίου 2006 ένα κράτος μέλος επιτρέψει απαλλαγές δυνάμει του άρθρου 13, δεν επιτρέπεται μεταγενέστερα να επιβάλλει φόρο εισφοράς επί των σχετικών εισφορών κεφαλαίου.

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

Άρθρο 8

Συντελεστής φόρους εισφοράς

1. Ο φόρος εισφοράς έχει ενιαίο συντελεστή.

ð 2. Ο συντελεστής του φόρου εισφοράς που εφαρμόζει ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να υπερβαίνει τον συντελεστή που εφάρμοζε το εν λόγω κράτος μέλος την 1η Ιανουαρίου 2006. ï

ð Εάν μετά την ανωτέρω ημερομηνία το κράτος μέλος μειώσει τον εφαρμοζόμενο συντελεστή, δεν μπορεί να επαναφέρει υψηλότερο συντελεστή. ï

3. Ο συντελεστής του φόρου εισφοράς δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβαίνει το 1%, ð και από την 31η Δεκεμβρίου 2007 δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0,5%. ï

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο 9

Αποκλεισμός ορισμένων νομικών προσώπων από το πεδίο εφαρμογής

Όσον αφορά την επιβολή φόρου εισφοράς, τα κράτη δύνανται να επιλέξουν να μην θεωρήσουν ως κεφαλαιουχικές εταιρείες τα νομικά πρόσωπα που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 2.

Άρθρο 10

Πράξεις που υπόκεινται σε φόρο εισφοράς και κατανομή φορολογικών δικαιωμάτων

. Όταν, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1, ένα κράτος μέλος εξακολουθεί να επιβάλλει φόρο εισφοράς, φορολογεί τις εισφορές κεφαλαίου που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχεία α) έως δ), εάν η πραγματική έδρα της κεφαλαιουχικής εταιρείας βρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος κατά τη στιγμή που πραγματοποιείται η εισφορά κεφαλαίου.

Το κράτος μέλος φορολογεί επίσης τις εισφορές κεφαλαίου που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχεία ε) και στ).

. Όταν ένα κράτος μέλος εξακολουθεί να επιβάλλει φόρο εισφοράς, φορολογεί τις εισφορές κεφαλαίου που αναφέρονται στο άρθρο 3 στοιχεία ζ) έως ι), εάν η πραγματική έδρα της κεφαλαιουχικής εταιρείας βρίσκεται στο εν λόγω κράτος μέλος κατά τη στιγμή που πραγματοποιείται η εισφορά κεφαλαίου.

. Εάν η πραγματική έδρα της κεφαλαιουχικής εταιρείας βρίσκεται σε τρίτη χώρα και η καταστατική της έδρα βρίσκεται σε κράτος μέλος το οποίο εξακολουθεί να επιβάλλει φόρο εισφοράς, οι εισφορές κεφαλαίου υπόκεινται σε φόρο εισφοράς στο εν λόγω κράτος μέλος.

. Εάν η καταστατική και η πραγματική έδρα της κεφαλαιουχικής εταιρείας βρίσκονται σε τρίτη χώρα, η εισφορά πάγιου κεφαλαίου ή κεφαλαίου κίνησης σε έναν κλάδο δραστηριότητας που βρίσκεται σε κράτος μέλος το οποίο εξακολουθεί να επιβάλλει φόρο εισφοράς υπόκειται σε φόρο εισφοράς στο εν λόγω κράτος μέλος.

Άρθρο 5 11

Η φορολογική βάση του φόρου εισφοράς

1. Ο φόρος εκκαθαρίζεται:

(α) σΣτην περίπτωση της συστάσεως κεφαλαιουχικής εταιρίας, αυξήσεως του εταιρικού της κεφαλαίου ή της εταιρικής της περιουσίας, δηλαδή πράξεων αναφερομένων στο άρθρο 4 παράγραφος 1 περιπτώσεις α), γ), και δ), εισφορών κεφαλαίου που προβλέπονται στο άρθρο 3 στοιχεία α), γ) και δ), ως φορολογική βάση για τον φόρο εισφοράς λαμβάνεται η πραγματική αξία των περιουσιακών στοιχείων οποιασδήποτε φύσεως, τα οποία έχουν εισφέρει ή πρέπει να εισφέρουν οι εταίροι, αφού αφαιρεθούν τα χρέη που έχουν αναληφθεί και οι δαπάνες στις οποίες έχει υποβληθεί η εταιρεία ως αποτέλεσμα των εισφορών αυτών.

Τα Κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια να εισπράττουν τον φόρο εισφοράς κατά τον ρυθμό πραγματοποιήσεως των καταβολών. Η επιβολή του φόρου εισφοράς δεν μπορεί να γίνει πριν την πραγματοποίηση των εισφορών·.

(β)2.σΣτην περίπτωση μετατροπής σε κεφαλαιουχική εταιρία ή μεταφοράς της έδρας της πραγματικής διευθύνσεως ή της καταστατικής έδρας μιας κεφαλαιουχικής εταιρίας, δηλαδή πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 περιπτώσεις β), ε), στ), ζ) και η), των εισφορών κεφαλαίου που προβλέπονται στο άρθρο 3 στοιχεία β), ε) και στ), ως φορολογική βάση για τον φόρο εισφοράς λαμβάνεται η πραγματική αξία των πάσης φύσεως περιουσιακών στοιχείων τα οποία ανήκουν στην εταιρεία κατά την στιγμή της μετατροπής ή της εισφοράς, αφού αφαιρεθούν τα χρέη της και τα έξοδα που έχει πραγματοποιήσει μέχρι τότε·.

(γ)3. σΣτην περίπτωση αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου δια της κεφαλαιοποιήσεως κερδών, αποθεματικών ή προβλέψεων, που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 περίπτωση α), των εισφορών κεφαλαίου που προβλέπονται στο άρθρο 3 στοιχείο ζ), ως φορολογική βάση για τον φόρο εισφοράς λαμβάνεται το ονομαστικό ποσό της εν λόγω αύξησης·.

(δ)4. σΣτην περίπτωση αύξησης της εταιρικής περιουσίας, που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 περίπτωση β), των εισφορών κεφαλαίου που προβλέπονται στο άρθρο 3 στοιχείο η), ως φορολογική βάση για τον φόρο εισφοράς λαμβάνεται η πραγματική αξία των παρεχόμενων υπηρεσιών, αφού αφαιρεθούν τα χρέη της και τα έξοδα τα οποία πραγματοποίησε η εταιρεία για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών·.

(ε)5. σΣτην περίπτωση δανείων, τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφος 2 περιπτώσεις γ) και δ), των εισφορών κεφαλαίου που προβλέπονται στο άρθρο 3 στοιχεία θ) και ι), ως φορολογική βάση για τον φόρο εισφοράς λαμβάνεται το ονομαστικό ποσό του δανείου το οποίο έχει συναφθεί.

74/553/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

26. Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 περίπτωση α) και 2 β), τα Κράτη μέλη δύνανται να καθορίζουν η πραγματική αξία των εταιρικών μεριδίων, τα οποία παρέχονται ή ανήκουν σε κάθε εταίρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φορολογική βάση για τον φόρο εισφοράς, εκτός εάν . Tούτο δεν ισχύει στις περιπτώσεις, όπου οι εισφορές έγιναν μόνο τοις μετρητοίς.

Το ποσό επί του οποίου επιβάλλεται ο φόρος δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να είναι μικρότερο από την ονομαστική αξία των εταιρικών μεριδίων τα οποία παρέχονται ή ανήκουν σε κάθε εταίρο.

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο12

Αποκλεισμός από τη φορολογική βάση του φόρου εισφοράς

3. 1. Στην περίπτωση αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου στη φορολογική βάση του φόρου εισφοράς δεν περιλαμβάνονται τα κάτωθι:

-(α) το ποσό των ίδιων περουσιακών στοιχείων της κεφαλαιουχικής εταιρείας, τα οποία έχουν διατεθεί για την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου και υπόκεινται ήδη σε φόρο εισφοράς·

-(β) το ποσό των δανείων, τα οποία έχουν συναφθεί από την κεφαλαιουχική εταιρεία, έχουν μετατραπεί σε εταιρικά μερίδια και υπόκεινται ήδη σε φόρο εισφοράς.

Άρθρο 6

12.Κάθε Ένα κράτος μέλος μπορεί να εξαιρέσει από τη φορολογική βάση του φόρου εισφοράς , την καθοριζομένη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5, το ποσό της εισφοράς το οποίο καταβάλλει ο ομόρρυθμος εταίρος της κεφαλαιουχικής εταιρίας, καθώς επίσης και το ποσοστό συμμετοχής του εταίρου αυτού στην εταιρική περιουσία.

2. Αν κράτος μέλος κάνει χρήση της της εν λόγω ευχέρειας, της προβλεπομένης από την παράγραφο 1, σε φόρο εισφοράς υπόκεινται:

- η μεταφορά της έδρας της πραγματικής διευθύνσεως της κεφαλαιουχικής εταιρίας σε άλλο Κράτος μέλος, το οποίο δεν κάνει χρήση αυτής της ευχέρειας·

- η μεταφορά της καταστατικής έδρας της κεφαλαιουχικής εταιρίας, της οποίας η έδρα της πραγματικής διευθύνσεως ευρίσκεται σε τρίτη χώρα, σε άλλο Κράτος μέλος το οποίο δεν κάνει χρήση αυτής της ευχερείας·

- κάθε πράξη, δια της οποίας η ευθύνη ενός εταίρου περιορίζεται στην συμμετοχή του στο εταιρικό κεφάλαιο, ιδίως όταν ο περιορισμός της ευθύνης προκύπτει από τη μετατροπή της κεφαλαιουχικής εταιρείας σε κεφαλαιουχική εταιρεία διαφορετικού τύπου , υπόκειται σε φόρο εισφοράς .

69/335/ΕΟΚ

Ο φόρος εισφοράς επιβάλλεται σε όλες αυτές τις περιπτώσεις επί της αξίας του μεριδίου της εταιρικής περιουσίας που ανήκει στους ομόρρυθμους εταίρους της κεφαλαιουχικής εταιρείας.

85/303/ΕΟΚ Άρθρο 1 σημείο 2 (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο7

1. Τα κράτη μέλη απαλλάσσουν από το φόρο εισφοράς τις πράξεις εκτός από τις αναφερόμενες στο άρθρο 9 οι οποίες, την 1η Ιουλίου 1984, απαλλάσσονταν ή υπάγονταν στη φορολογία με συντελεστή 0,50 % ή μικρότερο.

Η απαλλαγή υπόκειται στους όρους που ίσχυαν κατά την ημερομηνία αυτή για τη χορήγηση απαλλαγής, ή, ενδεχομένως, για την επιβολή φορολογικού συντελεστή 0,50 % ή μικρότερου.

Η Ελληνική Δημοκρατία προσδιορίζει τις πράξεις τις οποίες απαλλάσσει του φόρου εισφοράς.

2. Τα κράτη μέλη μπορούν, είτε να απαλλάσσουν του φόρου εισφοράς όλες τις πράξεις, εκτός από εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, είτε να επιβάλλουν ενιαίο συντελεστή που δεν θα υπερβαίνει το 1 %.

3. Στην περίπτωση αύξησης του εταιρικού κεφαλαίου, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχείο γ), εισφοράς κεφαλαίου που προβλέπεται στο άρθρο 3 στοιχείο γ) μετά από μείωση του εταιρικού κεφαλαίου λόγω ζημιών το μέρος της αύξησης εισφοράς κεφαλαίου που αντιστοιχεί στη μείωση του κεφαλαίου μπορεί να απαλλάσσεται, αποκλεισθεί από τη φορολογική βάση υπό τον όρο ότι αυτή η αύξηση η εισφορά κεφαλαίου πραγματοποιείται εντός τεσσάρων ετών από τη μείωση του κεφαλαίου.

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο813

Απαλλαγή των εισφορών κεφαλαίου σε ορισμένες κεφαλαιουχικές εταιρείες

85/303/ΕΟΚ Άρθρο 1 σημείο 3 (Προσαρμοσμένο)

Με την επιφύλαξη του άρθρου 7 παράγραφος 1, Τα κράτη μέλη μπορούν να απαλλάσσουν από τον φόρο εισφοράς τις πράξεις που αναφέρονται στο άρθρο 4 παράγραφοι 1 και 2 και αφορούν τις εισφορές κεφαλαίου που πραγματοποιούνται στις κάτωθι εταιρείες :

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

- (α) κεφαλαιουχικές εταιρείες, οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες κοινής ωφελείας, όπως οι επιχειρήσεις δημοσίων μεταφορών, οι λιμενικές επιχειρήσεις ή οι επιχειρήσεις παροχής ύδατος, φυσικού αερίου ή ηλεκτρικού ρεύματος, σε περίπτωση κατά την οποία το κράτος ή οι περιφερειακές ή τοπικές αρχές κατέχουν τουλάχιστον το ήμισυ του εταιρικού κεφαλαίου·

- (β) κεφαλαιουχικές εταιρείες οι οποίες, σύμφωνα με το καταστατικό τους αλλά και στην πραγματικότητα, επιδιώκουν αποκλειστικά και άμεσα σκοπούς πολιτιστικούς, φιλανθρωπικούς, κοινωνικούς , αλληλοβοηθείας ή εκπαιδευτικούς.

ò Νέο

Τα κράτη μέλη τα οποία απαλλάσσουν τις εν λόγω εισφορές κεφαλαίου από τον φόρο εισφοράς εφαρμόζουν επίσης την απαλλαγή στην παροχή παγίου κεφαλαίου ή κεφαλαίου κίνησης στον κλάδο δραστηριότητας που βρίσκεται στην επικράτειά τους, όπως προβλέπεται στο άρθρο 10 παράγραφος 4.

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

Άρθρο914

Διαδικασία παρέκκλισης

Ορισμένες κατηγορίες πράξεων εισφορών κεφαλαίου ή κεφαλαιουχικών εταιρειών δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο απαλλαγών, ή μειώσεων ή επαυξήσεων των συντελεστών, για λόγους φορολογικής δικαιοσύνης ή για κοινωνικούς λόγους ή για να μπορέσει το κράτος μέλος να αντιμετωπίσει ειδικές καταστάσεις.

Το κράτος μέλος, το οποίο προτίθεται να λάβει τέτοια μέτρα, ειδοποιεί την Επιτροπή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος κατ’ εφαρμογή του άρθρου 102 97 της Συνθήκης.

Άρθρο10

Πλην του φόρου εισφοράς, τα Κράτη μέλη δεν εισπράττουν, όσον αφορά τις εταιρίες, ενώσεις προσώπων ή νομικά πρόσωπα, που επιδιώκουν κερδοσκοπικούς σκoπούς, κανένα φόρο υπό οποιαδήποτε μορφή:

(α) για τις πράξεις, οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 4·

(β) για τις εισφορές, δάνεια ή παροχές, που πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των πράξεων των αναφερομένων στο άρθρο 4·

(γ) για την καταχώριση ή για οποιαδήποτε άλλη διατύπωση η οποία αποτελεί προϋπόθεση για την εκτέλεση μιας δραστηριότητος, και στην οποία μία εταιρία, ένωση προσώπων ή νομικό πρόσωπο, που επιδιώκουν κερδοσκοπικούς σκοπούς, δύναται να υπόκειται λόγω της νομικής της μορφής.

Άρθρο11

Τα Κράτη μέλη δεν υποβάλλουν σε οποιοδήποτε φόρο οποιαδήποτε μορφή:

(α) την δημιουργία, έκδοση, εισαγωγή στο χρηματιστήριο ή θέση σε κυκλοφορία ή διαπραγμάτευση μετοχών, μεριδίων ή άλλων τίτλων ιδίας φύσεως, καθώς και τα πιστοποιητικά, τα παραστατικά των τίτλων αυτών, όποιος και αν είναι ο εκδότης τους·

(β) τα δάνεια, συμπεριλαμβανομένων των παγίων δανείων, τα οποία συνάπτονται υπό μορφή εκδόσεως ομολογιών ή άλλων διαπραγματευσίμων τίτλων, όποιος και αν είναι ο εκδότης τους και όλες τις σχετικές διατυπώσεις, όπως την δημιουργία, έκδοση, εισαγωγή στο χρηματιστήριο, κυκλοφορία ή διαπραγμάτευση αυτών των ομολογιών ή άλλων διαπραγματευσίμων τίτλων.

Άρθρο12

1. Κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των άρθρων 10 και 11, τα Κράτη μέλη δύνανται να εισπράξουν:

(α) φόρους μεταβιβάσεως επί κινητών αξιών, που εισπράττονται κατ'αποκοπή ή όχι·

(β) φόρους μεταβιβάσεως, συμπεριλαμβανομένων των φόρων δημοσιότητος επί ακινήτων, επί της εισφοράς σε εταιρίες, ενώσεις προσώπων ή νομικά πρόσωπα, που επιδιώκουν σκοπούς κερδοσκοπικούς ακινήτων ή επιχειρήσεων ευρισκομένων στην επικράτειά τους·

(γ) φόρους μεταβιβάσεως, συμπεριλαμβανομένων των φόρων δημοσιότητος, επί ακινήτων, που αποτελούν αντικείμενο εισφοράς σε εταιρία, συνεταιρισμό ή νομικό πρόσωπο, που επιδιώκουν σκοπούς κερδοσκοπικούς, στο μέτρο που η μεταβίβαση των αγαθών αυτών έχει αντάλλαγμα διάφορο από την χορήγηση εταιρικών μεριδίων·

(δ) φόρους, οι οποίοι επιβάλλονται επί συστάσεως, εγγραφής ή άρσεως προνομίων και υποθηκών·

(ε) φόρους, οι οποίοι έχουν ανταποδοτικό χαρακτήρα·

(στ) τον φόρο προστιθεμένης αξίας.

2. Οι φόροι και τα τέλη, που αναφέρονται στην παράγραφο 1 περιπτώσεις β), γ), δ) και ε) είναι οι αυτοί είτε ευρίσκεται η έδρα της πραγματικής διευθύνσεως ή η καταστατική έδρα της εταιρίας, συνεταιρισμού ή νομικού προσώπου, που επιδιώκουν κερδοσκοπικούς σκοπούς, στην επικράτεια του Κράτους, το οποίο εισπράττει τον φόρο, είτε όχι. Οι φόροι αυτοί δεν δύνανται επίσης να είναι μεγαλύτεροι από εκείνους οι οποίοι επιβάλλονται για παρόμοιες πράξεις στο Κράτος μέλος, το οποίο εισπράττει τον φόρο.

ÖΚΕΦΑΛΑΙΟ IVÕ

ΤΕΛΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 13

Τα Κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1972 τις νομοθετικές και διοικητικές διατάξεις, οι οποίες είναι απαραίτητες για την εφαρμογή των διατάξεων της παρούσης οδηγίας και ενημερώνουν αμέσως σχετικά την Επιτροπή.

Άρθρο 14

Τα Κράτη μέλη μεριμνούν να γνωστοποιήσουν στην Επιτροπή το κείμενο των βασικών διατάξεων εσωτερικού δικαίου, που εκδίδουν μεταγενέστερα, στο πεδίο το οποίο διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο 15

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1. Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που απαιτούνται για τη συμμόρφωση προς τα άρθρα 3, 4, 5, 7, 8, 10, 12, 13 και 14 το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 2006. Κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή το κείμενο των εν λόγω διατάξεων, καθώς και τον πίνακα αντιστοιχίας των εν λόγω διατάξεων με την παρούσα οδηγία.

Κατά τη θέσπιση των εν λόγω διατάξεων από τα κράτη μέλη ή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους γίνεται παραπομπή στην παρούσα οδηγία. Οι εν λόγω διατάξεις περιλαμβάνουν επίσης δήλωση στην οποία αναφέρεται ότι οι παραπομπές των ισχυουσών νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων στις οδηγίες που καταργούνται από την παρούσα οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο της παραπομπής και της διατύπωσης της δήλωσης.

2. Τα κράτη μέλη ανακοινώνουν στην Επιτροπή το κείμενο των ουσιωδών διατάξεων εθνικού δικαίου που θεσπίζουν στον τομέα που διέπεται από την παρούσα οδηγία.

Άρθρο16

Κατάργηση

Η οδηγία 69/355/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από τις οδηγίες που παρατίθενται στο μέρος Α του παραρτήματος ΙΙ, καταργείται από την 1η Ιανουαρίου 2007, με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων των κρατών μελών σχετικά με τις προθεσμίες μεταφοράς στο εθνικό δίκαιο των οδηγιών που παρατίθενται στο μέρος Β του παραρτήματος II.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία και ερμηνεύονται σύμφωνα με τον πίνακα αντιστοιχίας του παραρτήματος III.

Άρθρο 17

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τα άρθρα 1, 2, 6, 9 και 11 εφαρμόζονται από την 1η Ιανουαρίου 2007.

69/335/ΕΟΚ

Άρθρο 1815

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Βρυξέλλες,

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 2 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΣΤΟΙΧΕΙΟ α)

ð (1) Εταιρείες που έχουν συσταθεί δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2157/2001 του Συμβουλίου, της 8ης Οκτωβρίου 2001, περί του καταστατικού της ευρωπαϊκής εταιρίας (SE)[17] ï

(2) εταιρείες βελγικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) société anonyme/naamloze vennootschapÕ

(ii) société en commandite par actions/commanditaire vennootschap op aandelen

(iii) société privée à responsabilité limitée/besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid

(3) εταιρείες τσεχικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) akciová společnostÕ

(ii) komanditní společnost

(iii) společnost s ručením omezeným

(4) εταιρείες δανικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) aktieselskab

(ii) kommandit-aktieselskab

(5) εταιρείες γερμανικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) Aktiengesellschaft

(ii) Kommanditgesellschaft auf Aktien

(iii) Gesellschaft mit beschränkter Haftung

ò Νέο

(6) εταιρείες εσθονικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) täisühing

(ii) usaldusühing

(iii) osaühing

(iv) aktsiaselts

(v) tulundusühistu

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

(7) εταιρείες ελληνικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) Ανώνυμος Εταιρεία

(ii) Ετερόρρυθμος κατά μετοχάς Εταιρεία

(iii) Εταιρεία Περιωρισμένης Ευθύνης

(8) εταιρείες ισπανικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) sociedad anónimaÕ

(ii) sociedad comanditaria por accionesÕ

(iii) sociedad de responsabilidad limitadaÕ

(9) εταιρείες γαλλικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) société anonymeÕ

(ii) société en commandite par actionsÕ

(iii) société à responsabilité limitéeÕ

(10) εταιρείες ιρλανδικού δικαίου με την επωνυμία: companies incorporated with limited liability

(11) εταιρείες ιταλικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) società per azioniÕ

(ii) società in accomandita per azioniÕ

(iii) società a responsabilità limitataÕ

(12) εταιρείες κυπριακού δικαίου με την επωνυμία: εταιρείες περιορισμένης ευθύνηςÕ

(13) εταιρείες λετονικού δικαίου με την επωνυμία: kapitālsabiedrībaÕ

ò Νέο

(14) εταιρείες λιθουανικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) akcinė bendrovė

(ii) uždaroji akcinė bendrovė

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

(15) εταιρείες λουξεμβουργιανού δικαίου με την επωνυμία:

(i) société anonymeÕ

(ii) société en commandite par actionsÕ

(iii) société à responsabilité limitéeÕ

(16) εταιρείες ουγγρικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) részvénytársaságÕ

(ii) korlátolt felelősségű társaságÕ

(17) εταιρείες μαλτέζικου δικαίου με την επωνυμία:

(i) Kumpaniji ta' Responsabilità LimitataÕ

(ii) Soċjetajiet in akkomandita li l-kapital tagħhom jkun maqsum f'azzjonijietÕ

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

ð Νέο

(18) εταιρείες ολλανδικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) naamloze vennootschapÕ

ð (ii) besloten vennootschap met beperkte aansprakelijkheid ï

(iii) open commanditaire vennootschapÕ

69/335/ΕΟΚ (Προσαρμοσμένο)

(19) εταιρείες αυστριακού δικαίου με την επωνυμία:

(i) Aktiengesellschaft

(ii) Gesellschaft mit beschränkter HaftungÕ

(20) εταιρείες πολωνικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) spółka akcyjnaÕ

(ii) spółka z ograniczoną odpowiedzialnościąÕ

(21) εταιρείες πορτογαλικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) sociedade anónimaÕ

(ii) sociedade em comandita por acções

(iii) sociedade por quotas

(22) εταιρείες σλοβενικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) delniška družbaÕ

(ii) komanditna delniška družbaÕ

(iii) družba z omejeno odgovornostjoÕ

(23) εταιρείες σλοβακικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) akciová spoločnosťÕ

(ii) poločnosť s ručením obmedzenýmÕ

(iii) komanditná spoločnosťÕ

(24) εταιρείες φινλανδικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) osakeyhtiö - aktiebolagÕ

(ii) osuuskunta - andelslagÕ

(iii) säästöpankki - sparbankÕ

(iv) vakuutusyhtiö - försäkringsbolagÕ

(25) εταιρείες σουηδικού δικαίου με την επωνυμία:

(i) aktiebolagÕ

(ii) försäkringsaktiebolagÕ

(26) εταιρείες δικαίου του Ηνωμένου Βασιλείου με την επωνυμία: companies incorporated with limited liability.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

Μέρος A

Καταργηθείσα οδηγία και κατάλογος των διαδοχικών της τροποποιήσεων (όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1)

Οδηγία 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου | (ΕΕ L 249 της 3.10.1969, σ. 25) |

Σημείο VI.1 του παραρτήματος I της πράξης προσχώρησης του 1972 | (ΕΕ L 73 της 27.03.1972, σ. 93) |

Οδηγία 73/79/ΕΟΚ του Συμβουλίου | (ΕΕ L 103 της 18.4.1973, σ. 13) |

Οδηγία 73/80/ΕΟΚ του Συμβουλίου | (ΕΕ L 103 της 18.4.1973, σ. 15) |

Οδηγία 74/553/ΕΟΚ του Συμβουλίου | (ΕΕ L 303 της 13.11.1974, σ. 9) |

Σημείο VI.1 του παραρτήματος I της πράξης προσχώρησης του 1979 | (ΕΕ L 291 της 19.11.1979, σ. 95) |

Οδηγία 85/303/ΕΟΚ του Συμβουλίου | (ΕΕ L 156 της 15.6.1985, σ. 23) |

Σημείο V.1 του παραρτήματος I της πράξης προσχώρησης του 1985 | (ΕΕ L 302 της 15.11.1985, σ.167) |

Σημείο XI.B.I.1 του παραρτήματος I της πράξης προσχώρησης του 1994 | (ΕΕ C 241 της 29.08.1994, σ.196) |

Σημείο 9.1 του παραρτήματος II της πράξης προσχώρησης του 2003 | (ΕΕ L 236 της 23.09.2003, σ.555) |

Μέρος B

Κατάλογος των προθεσμιών για τη μεταφορά στο εθνικό δίκαιο (όπως προβλέπεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1)

Οδηγία | Προθεσμία μεταφοράς |

Οδηγία 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου | 1 Ιανουαρίου 1972 |

Οδηγία 73/79/ΕΟΚ του Συμβουλίου | - |

Οδηγία 73/80/ΕΟΚ του Συμβουλίου | - |

Οδηγία 74/553/ΕΟΚ του Συμβουλίου | - |

Οδηγία 85/303/ΕΟΚ του Συμβουλίου | 1 Ιανουαρίου 1986 |

____________

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

Πινακασ Αντιστοιχίασ

Οδηγία 69/335/ΕΟΚ | Παρούσα οδηγία |

Άρθρο 1 | Άρθρο 7 |

– | Άρθρο 1 |

Άρθρο 2 παράγραφος 1 | Άρθρο 10 παράγραφος 1 πρώτο εδάφιο και άρθρο 10 παράγραφος 2 |

Άρθρο 2 παράγραφος 2 | Άρθρο 10 παράγραφος 3 |

Άρθρο 2 παράγραφος 3 | Άρθρο 10 παράγραφος 4 |

Άρθρο 3 παράγραφος 1 εισαγωγικές λέξεις | Άρθρο 2 παράγραφος 1 εισαγωγικές λέξεις |

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο α) | Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) και παράρτημα I |

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο β) | Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο β) |

Άρθρο 3 παράγραφος 1 στοιχείο γ) | Άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο γ) |

Άρθρο 3 παράγραφος 2 πρώτη πρόταση | Άρθρο 2 παράγραφος 2 |

Άρθρο 3 παράγραφος 2 δεύτερη πρόταση | Άρθρο 9 |

Άρθρο 4 παράγραφος 1στοιχεία α)-στ) | Άρθρο 3 στοιχεία α)-στ) και άρθρο10 παράγραφος 1 |

Άρθρο 4 παράγραφος 1 στοιχεία ζ) και η) | Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) περίπτωση ii) |

Άρθρο 4 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο | Άρθρο 3 στοιχεία ζ)-ι), άρθρο 7 παράγραφος 3 και άρθρο 10 παράγραφος 2 |

Άρθρο 4 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο | – |

Άρθρο 4 παράγραφος 3 | Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) |

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο α) | Άρθρο 11 παράγραφος 1 |

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο β) | Άρθρο 11 παράγραφος 2 |

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ) | Άρθρο 11 παράγραφος 3 |

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο δ) | Άρθρο 11 παράγραφος 4 |

Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ε) | Άρθρο 11 παράγραφος 5 |

Άρθρο 5 παράγραφος 2 | Άρθρο 11 παράγραφος 6 |

Άρθρο 5 παράγραφος 3 | Άρθρο 12 παράγραφος 1 |

Άρθρο 6 παράγραφος 1 | Άρθρο 12 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο |

Άρθρο 6 παράγραφος 2 | Άρθρο 12 παράγραφος 2 δεύτερο και τρίτο εδάφιο |

Άρθρο 7 παράγραφος 1 πρώτο και δεύτερο εδάφιο | Άρθρο 4, άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο ε) |

Καταργηθέν άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο β) | Άρθρο 4 στοιχείο α) |

Καταργηθέν άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο ββ) | Άρθρο 4 στοιχείο β) |

Άρθρο 7 παράγραφος 1 τρίτο εδάφιο | - |

Άρθρο 7 παράγραφος 2 | Άρθρα 7 και 8 |

Άρθρο 7 παράγραφος 3 | Άρθρο 12 παράγραφος 3 |

Άρθρο 8 | Άρθρο 7 παράγραφος 5 και άρθρο 13 πρώτο εδάφιο |

- | Άρθρο 13 δεύτερο εδάφιο |

Άρθρο 9 | Άρθρο 14 |

Άρθρο 10 | Άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχεία α)-γ) |

Άρθρο 11 | Άρθρο 5 παράγραφος 2 |

Άρθρο 12 | Άρθρο 6 |

Άρθρο 13 | Άρθρο 15 παράγραφος 1 |

Άρθρο 14 | Άρθρο 15 παράγραφος 2 |

– | Άρθρο 16 |

– | Άρθρο17 |

Άρθρο 15 | Άρθρο 18 |

– | Παράρτημα I |

– | Παράρτημα II |

– | Παράρτημα III |

_______

[1] Οδηγία 69/335/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 1969, περί των εμμέσων φόρων των επιβαλλομένων επί των συγκεντρώσεων κεφαλαίων (ΕΕ L 249 της 3.10.1969, σ.25).

[2] ΕΕ L 103 της 18.4.1973, σ.13.

[3] ΕΕ L 103 της 18.4.1973, σ.15.

[4] ΕΕ L 303 της 13.11.1974, σ.9.

[5] ΕΕ L 156 της 15.06.1985, σ.23.

[6] Υπόθεση C-152/97 Abruzzi Gas SpA (Agas) [1998] Συλλογή νομολογίας I-06553.

[7] Υπόθεση C-164/90 Muwi Bouwgroep BV [1991] Συλλογή νομολογίας I-06049.

[8] ΕΕ L 225 της 20.8.1990, σ. 1.

[9] Υπόθεση C-350/98 Henkel Hellas ABEE [1999] Συλλογή νομολογίας I-08013.

[10] ΕΕ L 294 της 10.11.2001, σ. 1.

[11] ΕΕ L 207 της 18.8.2003, σ. 1.

[12] ΕΕ C […].

[13] ΕΕ αριθ. 119 της 3. 7. 1965, σ. 2057/65 C […].

[14] ΕΕ αριθ. 134 της 23. 7. 1965, σ. 2227/65 C […].

[15] ΕΕ L 249 της 3.10.1969, σ. 25. Οδηγία όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Πράξη Προσχώρησης του 2003.

[16] Βλέπε παράρτημα II, Μέρος A.

[17] ΕΕ L 294 της 10.11.2001, σ. 1.

Top