This document is an excerpt from the EUR-Lex website
Document 52005XC0917(01)
Notice of initiation of an examination procedure concerning obstacles to trade within the meaning of Council Regulation (EC) No 3286/94, consisting of measures imposed and practices followed by India affecting trade in wines and spirits
Ανακοίνωση έναρξης μιας διαδικασίας εξέτασης σχετικά με τα εμπόδια στο εμπόριο κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου, τα οποία συνίστανται σε μέτρα και πρακτικές της Ινδίας που επηρεάζουν το εμπόριο οίνων και οινοπνευματωδών ποτών
Ανακοίνωση έναρξης μιας διαδικασίας εξέτασης σχετικά με τα εμπόδια στο εμπόριο κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου, τα οποία συνίστανται σε μέτρα και πρακτικές της Ινδίας που επηρεάζουν το εμπόριο οίνων και οινοπνευματωδών ποτών
ΕΕ C 228 της 17.9.2005, p. 6–8
(ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)
17.9.2005 |
EL |
Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης |
C 228/6 |
Ανακοίνωση έναρξης μιας διαδικασίας εξέτασης σχετικά με τα εμπόδια στο εμπόριο κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου, τα οποία συνίστανται σε μέτρα και πρακτικές της Ινδίας που επηρεάζουν το εμπόριο οίνων και οινοπνευματωδών ποτών
(2005/C 228/03)
Στις 20 Ιουλίου 2005 έφθασε μία καταγγελία στην Επιτροπή βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 3286/94 του Συμβουλίου (1) (στο εξής «ο κανονισμός»).
1. Οι καταγγέλλοντες
Την καταγγελία την υπέβαλαν από κοινού η CEEV (Comité européen des enterprises vins) και η CEPS (Confédération européenne des producteurs de spiritueux).
Η CEPS είναι το όργανο που εκπροσωπεί στην ΕΕ τους παραγωγούς οινοπνευματωδών ποτών. Τα μέλη της είναι 38 εθνικές ενώσεις που εκπροσωπούν τον σχετικό κλάδο 21 κρατών μελών της ΕΕ. Η CEEV είναι το όργανο που εκπροσωπεί στην ΕΕ τις εθνικές ενώσεις των κρατών μελών της ΕΚ οι οποίες εκπροσωπούν τις βιομηχανίες παραγωγής ή εμπορίας οίνων, αρωματικών οίνων, αφρωδών οίνων, λικέρ καθώς και άλλων αμπελουργικών προϊόντων. Περιλαμβάνει 12 εθνικές ενώσεις συν την Ελβετία.
Η CEEV και η CEPS είναι ενώσεις οι οποίες ενεργούν εξ ονόματος μιας ή περισσοτέρων κοινοτικών εταιρειών κατά την έννοια των άρθρων 4 παράγραφος 1 και 2 παράγραφος 6 του κανονισμού.
2. Το προϊόν
Τα προϊόντα της ΕΕ που επηρεάστηκαν από τα εν λόγω μέτρα της Ινδίας είναι οι οίνοι, τα βερμούτ, οι αρωματικοί οίνοι και τα οινοπνευματώδη ποτά που κατατάσσονται στις κλάσεις 2204, 2205, 2206 και 2208 της ΣΟ. Περιλαμβάνουν τους ήρεμους και τους αφρώδεις οίνους, τα βερμούτ και άλλους ενισχυμένους οίνους, όπως είναι το port και το sherry, καθώς και τα αλκοολούχα ποτά που προκύπτουν από την απόσταξη πρώτων υλών γεωργικής προέλευσης, όπως είναι τα διάφορα αποστάγματα και τα αποστάγματα οίνου, τα ουίσκι, το τζιν, η βότκα, το ρούμι και τα λικέρ.
Εντούτοις, η εξέταση που ξεκινά η Επιτροπή ενδέχεται να καλύψει και άλλα προϊόντα, ειδικά αυτά τα οποία θα γνωστοποιήσουν τα ίδια τα ενδιαφερόμενα μέρη εντός της προθεσμίας που προβλέπεται παρακάτω (βλέπε σημείο 8) και θα μπορέσουν να αποδείξουν ότι θίγονται από τις καταγγελλόμενες πρακτικές.
3. Αντικείμενο
Η καταγγελία αφορά τρεις διαφορετικές πτυχές του νομικού καθεστώτος της Ινδίας σχετικά με τους εισαγόμενους οίνους και τα εισαγόμενα οινοπνευματώδη ποτά:
α) Πρόσθετος δασμός
Σύμφωνα με το ινδικό δίκαιο το δικαίωμα επιβολής ειδικού φόρου κατανάλωσης στα οινοπνευματώδη ποτά το έχουν οι 26 κυβερνήσεις του ινδικού κράτους. Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επιβάλλεται καταρχήν μόνο στα προϊόντα τα οποία έχουν υποστεί επεξεργασία στην Ινδία. Κατά συνέπεια οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης δεν επιβάλλονται καταρχήν στις εισαγωγές εμφιαλωμένων οίνων και οινοπνευματωδών ποτών. Φορολογούνται μόνο η εγχώρια παραγωγή καθώς και οι ποσότητες που εισάγονται χύμα και εμφιαλώνονται στην Ινδία (διαφέρουν σημαντικά οι φορολογικοί συντελεστές που εφαρμόζουν οι 26 κυβερνήσεις του ινδικού κράτους).
Την 1η Απριλίου 2001 η Ινδία, με την κοινοποίηση αριθ. 37/2001 βάσει του τμήματος 3 του νόμου περί τελωνειακών δασμών, επέβαλε έναν πρόσθετο ομοσπονδιακό δασμό στους εισαγόμενους οίνους και στα εισαγόμενα οινοπνευματώδη ποτά ως αντιστάθμιση των ειδικών φόρων κατανάλωσης που καταβάλλονται ή οφείλονται σε κρατικό επίπεδο για τα εγχώρια προϊόντα. Σύμφωνα με το τμήμα 3 του νόμου περί τελωνείων ο ομοσπονδιακός πρόσθετος δασμός πρέπει να είναι «ίσος» με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που επιβάλλεται στα εγχώρια προϊόντα. Ο πρόσθετος δασμός επιβάλλεται επί της αξίας και έχει διάφορους συντελεστές. Σύμφωνα με την ανακοίνωση των τελωνείων αριθ. 32/2003 της 1ης Μαρτίου 2003 οι τρέχοντες συντελεστές του πρόσθετου δασμού που επιβάλλεται στους εισαγόμενους οίνους είναι 75 %, 50 % και 20 % (ανάλογα με την αξία των εισαγωγών) και για τα εισαγόμενα οινοπνευματώδη ποτά είναι 150 %, 100 %, 50 % και 25 % (και πάλι ανάλογα με την αξία των εισαγωγών).
β) Κρατικοί ειδικοί φόροι κατανάλωσης και άλλοι φόροι
Όπως προαναφέρθηκε τα ινδικά κράτη δεν έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν ειδικό φόρο κατανάλωσης στους εισαγόμενους εμφιαλωμένους οίνους και στα εισαγόμενα εμφιαλωμένα οινοπνευματώδη ποτά. Εντούτοις οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ότι διάφορα κράτη επιβάλλου παρόλα αυτά ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή παρόμοιους φόρους —με διαφορετικά ονόματα και με διάφορους συντελεστές— στις πωλήσεις εισαγόμενων οίνων και οινοπνευματωδών ποτών. Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες ορισμένοι από αυτούς τους (ειδικούς φόρους κατανάλωσης και άλλους) φόρους επιβάλλονται μάλιστα μόνο στα εισαγόμενα προϊόντα ή είναι υψηλότεροι για τα εισαγόμενα προϊόντα σε σχέση με τα εγχώρια προϊόντα.
γ) Κρατικοί περιορισμοί των εισαγωγών
Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ότι επτά ινδικά κράτη εφαρμόζουν πολιτική de facto απαγόρευσης των εισαγωγών οίνων και οινοπνευματωδών ποτών.
4. Ισχυρισμοί περι εμποδίων στο εμπόριο
Οι καταγγέλλοντες θεωρούν ότι τα μέτρα και οι πρακτικές που περιγράφονται στο σημείο 3 συνιστούν εμπόδια στο εμπόριο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού.
α) Πρόσθετος δασμός
Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται καταρχάς ότι ο ομοσπονδιακός πρόσθετος δασμός πρέπει να θεωρείται ως εισαγωγικός δασμός (ή άλλος δασμός ή επιβάρυνση) που επιβάλλεται κατά παράβαση των υποχρεώσεων της Ινδίας βάσει του άρθρου ΙΙ της συμφωνίας GATT 1994 σε συνδυασμό με το παράρτημά της που αφορά τους δασμούς. Ως προς το θέμα αυτό στην καταγγελία αναφέρεται ότι σύμφωνα με τις δασμολογικές δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η Ινδία έναντι του ΠΟΕ ο ανώτατος δασμός και η ανώτατη επιβάρυνση που μπορεί να επιβάλει η Ινδία στους οίνους και στα οινοπνευματώδη ποτά ανέρχονται στο 150 %. Όλοι οι εισαγόμενοι οίνοι και όλα τα εισαγόμενα οινοπνευματώδη προϊόντα υπόκεινται στο βασικό εισαγωγικό δασμό ύψους 150 % (για τα οινοπνευματώδη ποτά) και 100 % (για τους οίνους). Ο ομοσπονδιακός πρόσθετος δασμός επιβάλλεται επιπλέον αυτών των δασμών. Κατά συνέπεια στο βαθμό που ο ομοσπονδιακός πρόσθετος δασμός θεωρείται ως εισαγωγικός δασμός (ή άλλος δασμός ή επιβάρυνση) ο συνολικός δασμός για όλα τα οινοπνευματώδη ποτά και για όλους τους οίνους (εκτός από τους πολύ ακριβούς) (2) υπερβαίνει τον παγιοποιημένο δασμολογικό συντελεστή του 150 %. Επιπλέον οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ότι ο ομοσπονδιακός πρόσθετος δασμός δεν πρέπει να θεωρείται ως «ισοδύναμος προς έναν εγχώριο φόρο» κατά την έννοια του άρθρου II.2(α) και για το λόγο αυτό δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με βάση αυτή τη διάταξη.
Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται επίσης ότι ο ομοσπονδιακός πρόσθετος δασμός συνιστά σαφώς λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση των εισαγομένων οίνων και οινοπνευματωδών ποτών σε σχέση με τη μεταχείριση των «συναφών» (ή «άμεσα ανταγωνιστικών ή υποκατάστατων») προϊόντων εθνικής καταγωγής κατά παράβαση του άρθρου ΙΙΙ.2 της συμφωνίας GATT του 1994. Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται συνεπώς ότι, ενώ τα εισαγόμενα οινοπνευματώδη ποτά δεν υπόκεινται γενικά σε κρατικούς ειδικούς φόρους κατανάλωσης, το ποσοστό του ομοσπονδιακού πρόσθετου δασμού υπερβαίνει αισθητά το ύψος του ειδικού φόρου κατανάλωσης που επιβάλλεται στην πώληση εγχώριων οινοπνευματωδών ποτών στα περισσότερα ινδικά κράτη.
Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες οι εισαγόμενοι οίνοι και τα εισαγόμενα οινοπνευματώδη ποτά φορολογούνται επίσης υπερβολικά, εάν συγκριθούν αφενός το άθροισμα του ομοσπονδιακού πρόσθετου δασμού και των άλλων έμμεσων φόρων που επιβάλλονται σε κρατικό επίπεδο στις πωλήσεις εισαγόμενων οίνων και οινοπνευματωδών ποτών και αφετέρου το άθροισμα του ειδικού φόρου κατανάλωσης και των άλλων έμμεσων φόρων που επιβάλλονται σε κρατικό επίπεδο στους εγχώριους οίνους και στα εγχώρια οινοπνευματώδη ποτά.
β) Κρατικοί ειδικοί φόροι κατανάλωσης και άλλοι φόροι
Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ότι, παρόλο ότι τα ινδικά κράτη δεν έχουν το δικαίωμα να επιβάλουν ειδικό φόρο κατανάλωσης στους εισαγόμενους εμφιαλωμένους οίνους και στα εμφιαλωμένα οινοπνευματώδη ποτά, ορισμένα κράτη επιβάλλουν εντούτοις είτε ειδικούς φόρους κατανάλωσης είτε παρόμοιους φόρους —με διαφορετικά ονόματα και με διάφορους συντελεστές— στις πωλήσεις εισαγόμενων οίνων και οινοπνευματωδών ποτών. Ισχυρίζονται δηλαδή ότι τουλάχιστον δεκατρία ινδικά κράτη επιβάλλουν είτε ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή άλλους φόρους οι οποίοι θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως εναλλακτικοί τρόποι άντλησης εσόδων από εισαγόμενα προϊόντα καθώς δεν έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Σύμφωνα με τους καταγγέλλοντες ορισμένοι από αυτούς τους φόρους (ειδικοί φόροι κατανάλωσης ή άλλοι φόροι) είτε επιβάλλονται μόνο στα εισαγόμενα προϊόντα είτε είναι υψηλότεροι για τα εισαγόμενα προϊόντα σε σχέση με τα εγχώρια προϊόντα κατά παράβαση του άρθρου III.2 της συμφωνίας GATT του 1994.
γ) Κρατικοί περιορισμοί των εισαγωγών
Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ότι εφτά ινδικά κράτη εφαρμόζουν πολιτική de facto απαγόρευσης των εισαγωγών οίνων και οινοπνευματωδών ποτών κατά παράβαση του άρθρου III.4 ή XI.1 της συμφωνίας GATT του 1994.
Η Επιτροπή πιστεύει ότι, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων πληροφοριών και των αποδεικτικών στοιχείων που υπεβλήθησαν, η καταγγελία περιλαμβάνει επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη εμποδίων στο εμπόριο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 του κανονισμού.
5. Ισχυρισμός περι αρνητικών επιπτώσεων στο εμπόριο
Οι γνωστές μάρκες δυτικών οινοπνευματωδών ποτών που καταναλώθηκαν στην Ινδία κατά το 2004 εκτιμήθηκαν από την International Wine & Spirits Record (IWSR) σε 87 εκατομμύρια κιβώτια των 9 λίτρων, γεγονός που την καθιστά μία από τις μεγαλύτερες αγορές οινοπνευματωδών ποτών στον κόσμο. Τα 550 000 από αυτά τα κιβώτια ήταν εισαγόμενα οινοπνευματώδη ποτά ενώ τα υπόλοιπα (99,4 %) ήταν το εγχωρίως παραγόμενο «Indian Made Foreign Liquor» (IMFL). Το 2004 η ΕΕ εξήγαγε στην Ινδία οινοπνευματώδη ποτά αξίας 23 211 000 ευρώ περίπου.
Η ινδική αγορά οίνου παρουσίασε μικρή αλλά σταθερή αύξηση κατά την τελευταία δεκαετία. Το 2004 είχε εκτιμηθεί ότι απορροφούσε 667 000 κιβώτια των εννιά λίτρων εκ των οποίων οι 96 000 ή το 14 % εισάγονταν. Το 2004 η ΕΕ εξήγαγε στην Ινδία οίνους αξίας 4 167 000 ευρώ περίπου.
Οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ότι οι πρακτικές που αποτελούν αντικείμενο της καταγγελίας παρεμποδίζουν σημαντικά την πρόσβαση στην ινδική αγορά και φέρνουν σε μειονεκτική θέση όσον αφορά τον ανταγωνισμό τους εισαγόμενους οίνους και τα οινοπνευματώδη ποτά σε σύγκριση με τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα και παρεμποδίζουν τη φυσιολογική αύξηση της κατανάλωσης εισαγόμενων οίνων και οινοπνευματωδών ποτών στην Ινδία.
Οι καταγγέλλοντες επισημαίνουν επίσης ότι, μετά την κατάργηση των ομοσπονδιακών ποσοτικών περιορισμών στις εισαγωγές το 2001 και την αντικατάστασή τους με τα μέτρα που αφορά η καταγγελία τους, ο όγκος των εισαγωγών οινοπνευματωδών ποτών μειώθηκε κατά 60 έως 70 % περίπου κατά τη διάρκεια της περιόδου Απριλίου-Αυγούστου 2001 σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους, επειδή τα προϊόντα που προορίζονταν για τον τουριστικό κλάδο απετέλεσαν αντικείμενο φορολογικής επιβάρυνσης η οποία τα έβγαλε ουσιαστικά εκτός αγοράς. Οι καταγγέλλοντες επισημαίνουν επίσης ότι στις περιπτώσεις που έγιναν εν συνεχεία ορισμένες φοροαπαλλαγές για προϊόντα που επωλούντο σε ορισμένες κατηγορίες ξενοδοχείων και εστιατορίων ο όγκος των εισαγόμενων οίνων και οινοπνευματωδών ποτών αυξήθηκε σημαντικά. Το γεγονός αυτό δείχνει ότι τα φορολογικά μέτρα που αποτελούν αντικείμενο της παρούσας καταγγελίας παρεμποδίζουν την αύξηση της διείσδυσης των οίνων και οινοπνευματωδών ποτών της ΕΕ στην ινδική αγορά.
Οι καταγγέλλοντες αναφέρονται επίσης και σε ποσά σχετικά με την τυπική διείσδυση στην αγορά εισαγόμενων οινοπνευματωδών ποτών σε άλλες αναπτυσσόμενες χώρες παρόμοιες σε μεγάλο βαθμό με την Ινδία, τα οποία δείχνουν ότι οι εμπορικοί φραγμοί που αντιμετωπίζει η βιομηχανία οινοπνευματωδών ποτών της ΕΕ στην Ινδία είναι ιδιαίτερα προβληματικοί.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι η καταγγελία περιέχει επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία περί δυσμενών συνεπειών στο εμπόριο κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 4 του κανονισμού.
6. Κοινοτικό ενδιαφέρον
Η βιομηχανία οινοπνευματωδών ποτών της ΕΕ που εκπροσωπείται από την CEPS εξάγει ετησίως προϊόντα των οποίων η αξία εκτιμάται σε πάνω από 5 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως προς 150 χώρες. Ο τομέας των οινοπνευματωδών ποτών απασχολεί άμεσα 50 000 ανθρώπους περίπου και έμμεσα άλλες 250 000. Οι εξαγωγές οίνων από την ΕΕ προς τρίτες χώρες ανέρχονται σε 4,5 δισεκατομμύρια ευρώ που αντιστοιχούν σε 12,5 δισεκατομμύρια εκατόλιτρα.
Η Επιτροπή θεωρεί ότι θα πρέπει να εξασφαλιστούν συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού στις αγορές των τρίτων χωρών για τις εξαγωγικές μας βιομηχανίες, ειδικά όσον αφορά τους εγχώριους φόρους. Η δασμολογική προστασία δεν θα πρέπει να αντικατασταθεί από άλλους προστατευτικούς φραγμούς που παραβιάζουν τις διεθνείς δεσμεύσεις. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για τα οινοπνευματώδη ποτά, τα οποία πλήττονται από τη μεγάλη φορολογική επιβάρυνση η οποία προκύπτει από τη σώρευση των ειδικών φόρων κατανάλωσης και των φόρων προστιθέμενης αξίας.
Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων θεωρείται ότι είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας να ξεκινήσει μια διαδικασία εξέτασης.
7. Διαδικασία
Η Επιτροπή, αφού έκρινε κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή που συνεστήθη βάσει του κανονισμού, ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την έναρξη διαδικασίας εξέτασης για να εκτιμηθούν τα επίμαχα νομικά και πραγματικά περιστατικά και ότι η διαδικασία αυτή είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, άρχισε την εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 8 του κανονισμού.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να αναγγελθούν και να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους για συγκεκριμένα θέματα στα οποία αναφέρεται η καταγγελία υποβάλλοντας αποδεικτικά στοιχεία.
Επιπλέον, η Επιτροπή θα προβεί σε ακρόαση των μερών που θα το ζητήσουν εγγράφως όταν αναγγελθούν, υπό την προϋπόθεση ότι θα τα αφορά πρωτίστως το αποτέλεσμα της διαδικασίας.
Η παρούσα ανακοίνωση δημοσιεύεται σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 στοιχείο α) του κανονισμού.
8. Προθεσμία
Οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την παρούσα υπόθεση και οποιοδήποτε αίτημα για ακρόαση πρέπει να διαβιβαστούν εγγράφως στην Επιτροπή εντός 30 ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας ανακοίνωσης στην ακόλουθη διεύθυνση:
European Commission |
Directorate-General for Trade |
Mr. Jean-François Brakeland, DG Trade F.2 |
CHAR 9/74 |
B-1049 Brussels |
Φαξ: (32-2) 299 32 64 |
(1) Κανονισμός του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 3286/94 της 22ας Δεκεμβρίου 1994 που καθορίζει κοινοτικές διαδικασίες στον τομέα της κοινής εμπορικής πολιτικής για να διασφαλιστεί η άσκηση των δικαιωμάτων της Κοινότητας στο πλαίσιο των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ιδίως αυτών που έχουν θεσπιστεί στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ L 349 της 31.12.1994, σ. 71). Ο κανονισμός αυτός τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 356/95 (ΕΕ L 41 της 23.2.1995, σ. 3).
(2) Δηλαδή οίνοι που εισάγονται σε τιμές cif που υπερβαίνουν τα 100 δολάρια ανά κιβώτιο (12 φιάλες) στο οποίο επιβάλλεται ο χαμηλότερος δασμός (20 % ανάλογα με την αξία).