Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 52001PC0168

    Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις συμφωνίες περί παροχής ασφάλειας

    /* KOM/2001/0168 τελικό - COD 2001/0086 */

    ΕΕ C 180E της 26.6.2001, p. 312–318 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    52001PC0168

    Πρόταση Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τις συμφωνίες περί παροχής ασφάλειας /* KOM/2001/0168 τελικό - COD 2001/0086 */

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. 180 E της 26/06/2001 σ. 0312 - 0318


    Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τις συμφωνίες περί παροχής ασφάλειας

    (υποβληθείσα από την Επιτροπή)

    ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

    1. ΓΕΝΙΚΑ

    1.1. Ιστορικό

    Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, ορισμένοι επαγγελματικοί φορείς έθεσαν το πρόβλημα της έλλειψης ασφάλειας δικαίου που αντιμετωπίζουν τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού αξιογράφων, οι κεντρικές τράπεζες και οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές. Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζεται στις αυξανόμενες ροές εντός των συστημάτων αυτών και την σημασία τους για την εύρυθμη λειτουργία μιας σύγχρονης κοινωνίας. Οι αυξανόμενοι όγκοι προκάλεσαν επίσης υψηλότερο βαθμό έκθεσης στον πιστωτικό κίνδυνο για τους συμμετέχοντες στην αγορά, δίνοντάς τους ισχυρά κίνητρα να μειώσουν τον κίνδυνο μέσω συμψηφισμού ή σύστασης ασφαλειών.

    Πολλά κράτη μέλη εισήγαγαν νομοθετικά μέτρα περί συμψηφισμού ή αναθεώρησαν τις υφιστάμενες νομοθεσίες τους, με αποτέλεσμα να υπάρξει σημαντική σύγκλιση των σχετικών νομοθετικών πράξεων σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικότερα, η οδηγία του 1998 για το αμετάκλητο του διακανονισμού [1] αποτέλεσε θεμέλιο στη δημιουργία ενός υγιούς και σταθερού νομικού πλαισίου για τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού τίτλων. Ο οδηγία καλύπτει επίσης την ασφάλεια που παρέχεται σε σχέση με πράξεις των κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά την άσκηση των τραπεζικών τους καθηκόντων (συμπεριλαμβανομένης της νομισματικής πολιτικής). Η οδηγία συνεπώς προάγει την αποτελεσματικότητα των διασυνοριακών πράξεων που είναι αναγκαία για την ομαλή λειτουργία του Ευρωσυστήματος (η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών που συμμετέχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση).

    [1] Οδηγία 98/26/EΚ της 19ης Μαίου 1998-ΕΕ L166.

    Η οδηγία για το αμετάκλητο του διακανονισμού αποτελεί σήμερα την μοναδική ευρωπαϊκή νομοθετική πράξη η οποία ρυθμίζει την διασυνοριακή παροχή ασφάλειας στο πλαίσιο των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, πλην όμως απαιτούνται περαιτέρω μέτρα για να διευκολυνθεί η αποτελεσματική χρήση των ασφαλειών αυτών.

    Η ομάδα πολιτικής για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, που αποτελείται από εκπροσώπους των υπουργών ECOFIN και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οι οποίοι συνεδριάζουν υπό την προεδρία της Επιτροπής, τόνισαν την ανάγκη επίτευξης μεγαλύτερης προόδου στον τομέα των ασφαλειών πέρα από την οδηγία για το αμετάκλητο του διακανονισμού. Στην ανακοίνωση της Επιτροπής με τίτλο "Σχέδιο δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες", δόθηκε απόλυτη προτεραιότητα στην θέσπιση οδηγίας για την διασυνοριακή χρήση των ασφαλειών. Το σχέδιο δράσης επικυρώθηκε από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Λισσαβόνας, το Μάρτιο του 2000. Σύμφωνα με αυτό, η Επιτροπή ανέλαβε, σε στενή συνεργασία με εμπειρογνώμονες της αγοράς και τις εθνικές αρχές να εκπονήσει προτάσεις νομοθετικής δράσης στο συγκεκριμένο τομέα.

    Για τη μελέτη του θέματος αυτού, η Επιτροπή δημιούργησε μια ομάδα εργασίας για τις ασφάλειες, επιλέγοντας ειδικούς από ένα κατάλογο ονομάτων τα οποία προτάθηκαν μέσω ευρωπαϊκών οργανισμών παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η ομάδα συνδύαζε ευρύ φάσμα εμπειρίας και ενδιαφερόντων, καθώς και ειδικές γνώσεις σε τομεακό και γεωγραφικό επίπεδο. Συνεδρίασε πέντε φορές, η δε τελευταία ήταν την Άνοιξη του 2000.

    Στηριζόμενη στις εξαιρετικές συμβουλές της ομάδας-φόρουμ για τις ασφάλειες, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έστειλε στους ενδιαφερόμενους φορείς ένα έγγραφο εργασίας για τις ασφάλειες με σκοπό την πραγματοποίηση διαβουλεύσεων. Το έγγραφο αυτό περιελάμβανε περιγραφή των κυριότερων χαρακτηριστικών της προτεινόμενης νομοθετικής δράσης και μια σειρά ερωτήσεων προς τους παραλήπτες σχετικά με τους τελικούς όρους και στόχους της πρωτοβουλίας. Μια ομάδα κυβερνητικών νομικών εμπειρογνωμόνων και εκπροσώπων των κεντρικών τραπεζών, υπό την προεδρία της Επιτροπής, εξέτασε τα θέματα αυτά μεταξύ Ιουνίου και Δεκεμβρίου 2000.

    Στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο καλύτερος τρόπος για να σημειωθεί πρόοδος είναι η έκδοση οδηγίας της ΕΕ για την χρήση των ασφαλειών, μέσω της οποίας οι υγιείς νομικές βάσεις που τέθηκαν από την οδηγία για το αμετάκλητο του διακανονισμού όσον αφορά τα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού τίτλων θα μπορούσαν να επεκταθούν ώστε να συμπεριλάβουν γενικά τις συναλλαγές στις χρηματοοικονομικές αγορές.

    1.2. Συνολική αξιολόγηση

    Το σχέδιο δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες αποτελεί την απάντηση της Επιτροπής στην ανάγκη βελτίωσης της ενιαίας αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Στο έγγραφο αυτό τονίζεται η σπουδαιότητα της επείγουσας λήψης μέτρων ώστε να διασφαλισθούν οφέλη από το ενιαίο νόμισμα και από την βέλτιστη λειτουργία της ευρωπαϊκής αγοράς χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να πάψει η κατάτμηση των κεφαλαιαγορών, με την εξάλειψη των περιττών διαφορών στα κράτη μέλη της ΕΕ, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό ένα ενιαίο οικονομικό χώρο.

    Οι εργασίες σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας για το αμετάκλητο του διακανονισμού καταδεικνύουν τη σημασία κοινών κανόνων για την ασφάλεια που συστήνεται στο πλαίσιο των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού τίτλων και των κεντρικών τραπεζών. Η αμοιβαία αποδοχή και αναγκαστική εκτέλεση των διασυνοριακών ασφαλειών είναι απαραίτητες για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της ΕΕ και για την ύπαρξη μιας αποδοτικής και ενοποιημένης χρηματοπιστωτικής αγοράς της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση η οποία προστατεύεται εν μέρει μόνο από την κοινοτική νομοθεσία μέσω της οδηγίας για το αμετάκλητο του διακανονισμού. Η οδηγία αυτή καλύπτει το πρώτο στάδιο κατά το οποίο το Ευρωσύστημα παρέχει ρευστότητα στην αγορά συνολικά προσφέροντας ρευστότητα έναντι εξασφάλισης σε πιστωτικά ιδρύματα. Γενικά, οι παράγοντες της αγοράς ισορροπούν τη ρευστότητα αυτή αγορά μέσω πράξεων μεταξύ τους οι οποίες αντιστοιχίζουν τα επιμέρους πλεονάσματα και ελλείμματα ρευστότητας. Τέτοιου είδους πράξεις πραγματοποιούνται μέσω των χρηματαγορών, γενικά στη βάση μη παροχής ασφαλειών για βραχυπρόθεσμες συναλλαγές και στη βάση της διασφάλισης για περισσότερο μακροπρόθεσμες συναλλαγές. Ούτε η οδηγία για το αμετάκλητο του διακανονισμού ούτε οποιαδήποτε άλλη κοινοτική νομοθεσία καλύπτουν το ευρύτερο αυτό θέμα νομισματικής πολιτικής.

    Οι συμμετέχοντες στην αγορά της ΕΕ οι οποίοι επιθυμούν να μειώσουν τον πιστωτικό κίνδυνο μέσω της χρήσης ασφαλειών βρίσκονται αντιμέτωποι με 15 διαφορετικά καθεστώτα όσον αφορά το θέμα της διασφάλισης (διαδικασία την οποία πρέπει να ακολουθήσει ο ασφαλειολήπτης προκειμένου να εξασφαλίσει ότι τα δικαιώματά του επί της ασφάλειας είναι αντιτάξιμα έναντι τρίτων, συμπεριλαμβανομένου του εκκαθαριστή σε περίπτωση πτώχευσης). Αντιμετωπίζουν επίσης ορισμένες αβέβαιες καταστάσεις όσον αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο σε διασυνοριακές μεταβιβάσεις τίτλων σε λογιστική μορφή. Πρέπει επίσης να λάβουν υπόψη τους την επίπτωση όλων των διαφορετικών πτωχευτικών νομοθεσιών που ισχύουν στα κράτη μέλη. Συνέπεια όλων των ανωτέρω είναι ότι τα διοικητικά κωλύματα εμποδίζουν την λειτουργία μιας οικονομικά αποτελεσματικής και ολοκληρωμένης αγοράς της ΕΕ και η έλλειψη ασφάλειας του δικαίου οδηγεί σε περιττούς συστημικούς κινδύνους στις χρηματοοικονομικές αγορές, αλλά και σε υψηλότερο κίνδυνο μη έγκυρης διασυνοριακής χρήσης ασφαλειών σε σχέση με τη χρήση των ασφαλειών που γίνεται σε επίπεδο κράτους μέλους.

    Για να επιτευχθούν οι στόχοι του Σχεδίου Δράσης σχετικά με την εξασφάλιση μιας ενοποιημένης ευρωπαϊκής χρηματοπιστωτικής αγοράς και για να στηριχθεί η ομαλή υλοποίηση της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση, προτείνεται η δημιουργία ενός ομοιόμορφου καθεστώτος ελάχιστων απαιτήσεων που να διέπει την παροχή τίτλων και μετρητών ως ασφαλειών, είτε με την μορφή ενεχύρου είτε με την μορφή μεταβίβασης τίτλων, συμπεριλαμβανομένων των συμφώνων επαναγοράς, που ονομάζονται επίσης "repos" (οι τίτλοι πωλούνται έναντι μετρητών, με ταυτόχρονη συμφωνία επαναγοράς ισοδύναμων τίτλων σε συγκεκριμένη τιμή και σε μελλοντική ημερομηνία ή όταν ζητηθεί).

    Μολονότι η οδηγία για την εκκαθάριση των πιστωτικών ιδρυμάτων [2], η οδηγία για την εκκαθάριση των ασφαλιστικών επιχειρήσεων [3] και ο κανονισμός για τις διαδικασίες αφερεγγυότητας [4] επέκτειναν την εφαρμογή των αρχών lex concursus με αμοιβαία αναγνώριση των μέτρων εξυγίανσης και των διαδικασιών αφερεγγυότητας που διενεργούνται στο κράτος μέλος καταγωγής του οφειλέτη και η οδηγία για το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και διακανονισμού τίτλων απομονώνει την ασφάλεια που παρέχεται στους φορείς λειτουργίας των συστημάτων αυτών καθώς και στις κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών, στην άσκηση των καθηκόντων τους, από τα αποτελέσματα της πτώχευσης, η παρούσα πρόταση εστιάζεται στην παροχή ασφάλειας μεταξύ δυο συμβαλλομένων μερών σε μια συμφωνία περί παροχής ασφάλειας.

    [2] ΕΕ L ..., σελ. ...

    [3] ΕΕ L ..., σελ. ...

    [4] ΕΕ L 160, 30.06.2000, σελ . 1.

    2. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

    2.1. Οι στόχοι της οδηγίας σε σχέση με τις κοινοτικές υποχρεώσεις

    Οι κυριότεροι στόχοι είναι:

    *Η εξασφάλιση της ύπαρξης αποτελεσματικών και ευλόγως απλών καθεστώτων για την σύσταση ασφαλειών είτε με την μεταβίβαση τίτλων (συμπεριλαμβανομένων των repos) είτε μέσω ενεχύρου (δηλαδή να προβλέπεται ότι η μόνη προϋπόθεση διασφάλισης ή διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για την προστασία μιας συμφωνίας παροχής ασφάλειας πρέπει να είναι η κοινοποίηση του δικαιώματος και η καταχώρησή του από τον σχετικό διαμεσολαβητή ο οποίος διατηρεί λογαριασμό τίτλων. Για τους τίτλους στον κομιστή, η προϋπόθεση διασφάλισης πρέπει να είναι η παράδοση της ασφάλειας).

    *Η περιορισμένη προστασία των συμφωνιών παροχής ασφάλειας από ορισμένους κανόνες του δικαίου περί αφερεγγυότητας, ιδιαιτέρως εκείνους που θα εμπόδιζαν την πραγματική εκποίηση της ασφάλειας ή θα έθεταν εν αμφιβόλω την εγκυρότητα τεχνικών όπως είναι ο συμψηφισμός σε περίπτωση λύσης της σχέσης, η παροχή πρόσθετης ασφάλειας (δηλ. συμπληρωματικής ασφάλειας λόγω μεταβολών στην αναπροσαρμοσμένη αξία του ανοίγματος ή της ασφάλειας) και η υποκατάσταση της ασφάλειας.

    *Η δημιουργία ασφάλειας του δικαίου στην περίπτωση σύγκρουσης των νομοθεσιών όσον αφορά την μεταχείριση των τίτλων σε λογιστική μορφή που χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια σε διασυνοριακό επίπεδο με την επέκταση της αρχής που θεσπίζει το άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας για το αμετάκλητο του διακανονισμού (δηλ. με τη συμπλήρωση της ερμηνείας του ευρύτερα αναγνωριζόμενου κανόνα lex rei sitae, σύμφωνα με τον οποίο το εφαρμοστέο δίκαιο είναι εκείνο του κράτους στο οποίο βρίσκεται το στοιχείο, προσδιορίζοντας τον τόπο στον οποίο βρίσκονται οι χρησιμοποιούμενοι ως ασφάλεια τίτλοι σε λογιστική μορφή).

    *Περιορισμός των διοικητικών επιβαρύνσεων που επηρεάζουν τη χρήση της ασφάλειας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, περιορίζοντας την επιβολή επαχθών διατυπώσεων είτε κατά την σύναψη είτε κατά την εκτέλεση των συμφωνιών παροχής ασφαλείας.

    *Εξασφάλιση ότι οι συμφωνίες που επιτρέπουν ασφαλειολήπτη να επαναχρησιμοποιήσει ασφάλεια για τους δικούς του σκοπούς βάσει των μηχανισμών που ισχύουν για το ενέχυρο αναγνωρίζονται ως έγκυρες, όπως για τα σύμφωνα επαναγοράς (repos).

    Η πρόταση ικανοποιεί τους στόχους του Σχεδίου Δράσης οδηγώντας σε περαιτέρω ενοποίηση της χρηματοπιστωτικής αγοράς της ΕΕ και στηρίζει την ομαλή λειτουργία της ενιαίας νομισματικής πολιτικής στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση. Η οδηγία θα ενδυναμώσει ως εκ τούτου την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων που προβλέπεται στα άρθρα 56 ως 60 και την ελευθερία παροχής υπηρεσιών βάσει του άρθρου 49 της Συνθήκης.

    2.2. Το μέτρο απορρέει από την αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας

    Η πράξη εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Κοινότητας σύμφωνα με το άρθρο 95 της συνθήκης ΕΚ και είναι σημαντικό για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση της Επιτροπής απευθύνεται στο Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο προς έγκριση βάσει της διαδικασίας συναπόφασης που προβλέπεται στο άρθρο 251 της Συνθήκης. Το άρθρο 95 προβλέπει διαβούλευση με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή.

    2.3. Το καταλληλότερο μέσο για την επίτευξη των στόχων

    Η προτεινόμενη δράση προορίζεται να ικανοποιήσει τις ανάγκες της αγοράς (δηλ. να δημιουργήσει ένα ομοιόμορφο ελάχιστο καθεστώς για την παροχή τίτλων και μετρητών ως ασφάλεια που να αναγνωρίζεται σε ολόκληρη την Κοινότητα) με την λιγότερη δυνατή διαταραχή του νομικού πλαισίου που ισχύει επί του παρόντος στα κράτη μέλη.

    Εξετάστηκε κατά πόσον η Σύσταση θα αποτελούσε το προσφορότερο μέσο για την επίτευξη των στόχων. Όπως περιγράφεται στο τμήμα 2.1, οι στόχοι είναι μάλλον πολύπλοκοι και αφορούν τα δικαιώματα των πιστωτών, την περιουσία, την σύμβαση και το δίκαιο περί αφερεγγυότητας. Βάσει των εμπειριών από παρόμοια εγχειρήματα στο παρελθόν με τα οποία έγινε προσπάθεια εξορθολογισμού ή εναρμόνισης σε τέτοιους τομείς, εξάγεται το συμπέρασμα ότι μια λύση η οποία θα βασίζεται σε Σύσταση δεν θα διαθέτει την αναγκαία διαφάνεια και ασφάλεια του δικαίου για τους συμμετέχοντες στην αγορά. Για το λόγο αυτό, κρίθηκε καταλληλότερη η θέσπιση μιας νομικά δεσμευτικής πράξης.

    Δεν θεωρήθηκε αναγκαία η θέσπιση ομοιόμορφης νομοθεσίας μέσω κανονισμού, νομικά δεσμευτικού χωρίς ενσωμάτωση στα κράτη μέλη. Εφόσον η εν λόγω νομοθετική πράξη θα συμπληρώσει, ιδιαίτερα, την οδηγία για το αμετάκλητο του διακανονισμού, καλόν θα είναι να έχει την ίδια μορφή με αυτήν. Ως εκ τούτου, κρίθηκε αρκετή και ενδεδειγμένη η έκδοση οδηγίας στην οποία καθορίζονται οι γενικοί στόχοι όπως αυτοί αναφέρονται στο τμήμα 2.1. Η διαδικασία αυτή θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να ενσωματώσουν την οδηγία είτε με τη δημιουργία ενός νέου καθεστώτος είτε με την τροποποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας στο βαθμό που είναι αναγκαίο για την συμμόρφωση με την οδηγία αυτή. Στην εκπόνηση πρότασης οδηγίας, η Επιτροπή έθεσε ως στόχο την εξεύρεση ισορροπίας μεταξύ αφενός της κάλυψης του ευρύτερου δυνατού πεδίου, δηλ. συμπεριλαμβάνοντας όλα τα είδη των συνήθων συμφωνιών παροχής ασφάλειας, και αφετέρου την ελαχιστοποίηση της παρέμβασης στη νομοθεσία των κρατών μελών. Η πρόταση συνεπώς εστιάζεται στα κυριότερα θέματα που αφορούν σήμερα τη διασυνοριακή χρήση των ασφαλειών στις αγορές χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών χονδρικής, και δεν επιχειρεί μια πιο περιεκτική εναρμόνιση του συγκεκριμένου πολύπλοκου νομοθετικού τομέα.

    2.4. Πλεονεκτήματα της προτεινόμενης οδηγίας

    Ένα υγιές και αποτελεσματικό νομικό καθεστώς για τον περιορισμό του πιστωτικού κινδύνου μέσω της χρήσης ασφαλειών θα βελτιώσει τη λειτουργία και την σταθερότητα των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών αγορών. Η λειτουργία των αγορών θα βελτιωθεί επειδή θα αυξηθούν οι δυνατότητες διενέργειας διασυνοριακών πράξεων στην εσωτερική αγορά, δημιουργώντας μια περισσότερο ανταγωνιστική ευρωπαϊκή χρηματοπιστωτική αγορά. Αυτό αφορά ιδιαίτερα τις μικρού και μεσαίου μεγέθους επιχειρήσεις επειδή οι αντισυμβαλλόμενοι θα είναι διατεθειμένοι να συναλλαγούν με επιχειρήσεις με λιγότερο υψηλή πιστοληπτική ικανότητα, ή με επιχειρήσεις που δεν έχουν τέτοιου είδους αξιολόγηση, εφόσον λάβουν ασφάλεια στην οποία έχουν εμπιστοσύνη. Η σταθερότητα θα ενισχυθεί δεδομένου ότι η κατάλληλη χρήση των ασφαλειών θα μειώσει τον κίνδυνο η αδυναμία εξόφλησης ενός συμμετέχοντος να προκαλέσει σε άλλους συμμετέχοντες ανάλογο πρόβλημα ικανοποίησης των υποχρεώσεών τους. Η προτεινόμενη οδηγία, ιδιαίτερα δε οι διατάξεις επιτρέπουν την επαναχρησιμοποίηση των ενεχυρασμένων τίτλων, θα ενισχύσουν επιπλέον τη ρευστότητα της αγοράς, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό την μεταβλητότητα και παρέχοντας τη δυνατότητα στους επενδυτές να αγοράζουν ή να πωλούν τίτλους ευκολότερα και σε εύλογη τιμή.

    3. ΕΞΕΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ

    Άρθρο 1

    Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, στόχος της παρούσας οδηγίας είναι η προστασία της παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας σε διμερή βάση μεταξύ δύο μερών που συμμετέχουν στην σχετική συμφωνία.

    Άρθρο 2

    Το άρθρο αυτό καθορίζει το είδος των συμφωνιών επί των οποίων εφαρμόζεται η οδηγία. Οι απαιτήσεις του άρθρου 2 παράγραφοι 3 και 5, ιδιαίτερα ότι η ασφάλεια πρέπει να παραδοθεί ή να παρακρατηθεί σε ειδικό λογαριασμό ή να υποδειχθεί ως παρακρατούμενη, εντάσσονται στην επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται για να υποστηριχθεί η προτεινόμενη μη εφαρμογή των απαιτήσεων περί εγγραφής στο άρθρο 4.

    Το άρθρο 2 παράγραφος 3 καθιστά σαφές ότι οι συμφωνίες παροχής ασφάλειας είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε συγκεκριμένο λογαριασμό μετρητών ή τίτλων, έτσι ώστε να μην είναι αναγκαία η σύσταση νέου εγγράφου για κάθε ποσό ή παράδοση τίτλων που πιστώνονται στο λογαριασμό.

    Το άρθρο 2 παράγραφος 6 καθιστά σαφές ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από μια συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν μελλοντικές και ενδεχόμενες υποχρεώσεις (π.χ. υποχρεώσεις βάσει συμφωνίας ανταλλαγής ή βάσει άλλης σύμβασης επί παραγώγων) και υποχρεώσεις τρίτου μέρους, και ότι καλύπτονται επίσης και οι ρυθμίσεις τύπου "all monies" στις οποίες η ασφάλεια παρέχεται για παρούσα ή μελλοντική οφειλή στον ασφαλειολήπτη.

    .Άρθρο 3

    Tο άρθρο αυτό περιλαμβάνει τον ορισμό εννοιών που χρησιμοποιούνται στα επόμενα άρθρα.

    Ο όρος "συμφωνία για την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας" χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις συμφωνίες στις οποίες εφαρμόζεται το καθεστώς που δημιουργείται από την οδηγία. Η κατηγορία αυτή υποδιαιρείται σε "συμφωνίες για την παροχή ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου" (όπου περιλαμβάνονται τα σύμφωνα επαναγοράς και οι συμφωνίες μεταβίβασης τίτλου όπως αυτές που αναφέρονται στο "Credit Support Annex" της ISDA) και σε "εγγυοδοτικές συμφωνίες με την παροχή ασφάλειας" (κλασσικό ενέχυρο με ή χωρίς παράδοση του ενεχυράσματος).

    Οι όροι "χρηματοοικονομική ασφάλεια", "ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή", "σχετικός διαμεσολαβητής", "λογαριασμός ασφάλειας επί αξιόγραφων" "ρήτρα συμψηφισμού σε περίπτωση λύσης της σχέσης" είναι σημαντικοί για τις διατάξεις που καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας (άρθρο 2), "το δικαίωμα χρήσης" (άρθρο 6), και ενσωματώνουν μια διασταλτική ερμηνεία της αρχής του άρθρου 9 παράγραφος 2 της οδηγίας σχετικά με τον αμετάκλητο χαρακτήρα του διακανονισμού (άρθρο 10). Ο ορισμός της "ρήτρας" συμψηφισμού σε περίπτωση λύσης της σχέσης" σημαίνει ότι η παρούσα οδηγία δεν προστατεύει τις ρήτρες τύπου "walkaway", βάσει των οποίων το μέρος που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του στερείται κάθε οφειλόμενου ποσού ή πίστωσης που δικαιούται στο πλαίσιο της διαδικασίας συμψηφισμού.

    Η συμπερίληψη ασφαλειοληπτών και ασφαλειοδοτών από τρίτες χώρες δεν σκοπεύει να δώσει στην οδηγία υπερεδαφική ισχύ. Η οδηγία εφαρμόζεται μόνο στο βαθμό που ο ασφαλειοδότης ή ο ασφαλειολήπτης υπόκειται στη νομοθεσία ενός κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης περί αφερεγγυότητας. Τα ιδρύματα υπόκεινται γενικά στη νομοθεσία περί αφερεγγυότητας του κράτους μέλους στο οποίο έχουν συσταθεί ή ιδρυθεί. Οι γενικές απαιτήσεις περί τροποποίησης των νομοθεσιών περί αφερεγγυότητας στα κράτη μέλη εφαρμόζονται συνεπώς γενικά στους ασφαλειοδότες της ΕΕ, ανεξάρτητα από το εάν ο ασφαλειολήπτης προέρχεται από κάποιο κράτος μέλος. Κατά συνέπεια, ο κοινοτικός εκκαθαριστής, όταν προβαίνει ενός αντισυμβαλλόμενου από κάποιο κράτος μέλος δεν θα πρέπει να διακρίνει ανάλογα με το εάν ο ασφαλειολήπτης είναι από άλλο κράτος μέλος ή από τρίτη χώρα. Αυτό συμφωνεί γενικά με την ισχύουσα κοινοτική νομοθεσία και επιτρέπει στις επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης να συνάπτουν ευκολότερα συμφωνίες διασφάλισης στο εξωτερικό (δηλ. θα είναι μικρότερη η επιβάρυνση που συνεπάγεται η γνωμοδότηση με την οποία αποδεικνύεται ότι η συμφωνία διασφάλισης είναι εκτελεστή σε περίπτωση πτώχευσης).

    Άρθρο 4

    Tο άρθρο αυτό περιορίζει τις διατυπώσεις που είναι δυνατόν να απαιτούνται για την εκτέλεση μιας συμφωνίας περί παροχής ασφάλειας. Απαγορεύει την επιβολή οιωνδήποτε απαιτήσεων "επισήμου πράξεως" ως προϋποθέσεων εγκυρότητας, πλην εκείνων που αναφέρονται στο άρθρο 2. Παραδείγματα "επισήμων πράξεων" περιγράφονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

    Η οδηγία δεν επιδιώκει να παρέμβει στις νομοθεσίες ή τους κανονισμούς των κρατών μελών όσον αφορά τη δημοσιότητα και την εγγραφή, εκτός εάν οι κυρώσεις για την παράβαση μιας από τις νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις περιλαμβάνουν την ακυρότητα μιας συμφωνίας περί παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας. Ο λόγος για τον οποίο δεν πρέπει να επιβάλλεται μια τέτοια κύρωση είναι ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε μια συμφωνία για την παροχή ασφάλειας μόνο εφόσον η ασφάλεια έχει μεταβιβασθεί στον ασφαλειολήπτη ή η ύπαρξή της επιβεβαιώνεται με την εγγραφή στον λογαριασμό ή στο μητρώο στο οποίο έχει καταχωρηθεί το εμπράγματο δικαίωμα του ασφαλειοδότη. Κατά συνέπεια, τρίτα μέρη που συναλλάσσονται με τον ασφαλειοδότη δεν διατρέχουν τον κίνδυνο παραπλάνησης όσον αφορά το δικαίωμα του ασφαλειοδότη επί της ασφάλειας, στο βαθμό που τα τρίτα αυτά μέρη προβαίνουν σε κατάλληλες ενέργειες αναζήτησης.

    Άρθρο 5

    Το άρθρο αυτό συμπληρώνει το άρθρο 4 με την απαγόρευση της επιβολής τυπικών και διαδικαστικών υποχρεώσεων σχετικά με την εκτέλεση μιας συμφωνίας περί παροχής ασφάλειας και προστατεύοντας τη συμφωνία αυτή από τις επιπτώσεις της εφαρμογής νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας. Καθιστά σαφές ότι διατάξεις σε μια συμφωνία περί παροχής ασφάλειας (όπως οι ρήτρες περί "αυτόματης πρόωρης λύσης") δυνάμει των οποίων κάποιο γεγονός σε σχέση με την αφερεγγυότητα θέτει σε λειτουργία την εκτέλεση της συμφωνίας είναι ισχυρές, και απαιτεί όπως η εκποίηση της ασφάλειας και η εφαρμογή των διατάξεων περί συμψηφισμού εξαιρούνται από οποιαδήποτε "απαλλαγή" η οποία γενικά εφαρμόζεται στο πλαίσιο διαδικασιών εκκαθάρισης ή μέτρων εξυγίανσης. Επιτρέπει στον ασφαλειολήπτη, σε περίπτωση υπερημερίας του ασφαλειοδότη, να εκποιήσει ταχέως την ασφάλεια χωρίς να υποχρεούται σε περίοδο αναμονής, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά την αξία της ασφάλειας για τον ασφαλειολήπτη και να οδηγήσει τον ασφαλειοδότη σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του προς άλλους αντισυμβαλλόμενους. Ο ασφαλειολήπτης έχει συνεπώς τη δυνατότητα να εκποιήσει την ασφάλεια χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε από τις απαιτήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1, δηλαδή χωρίς να είναι αναγκαία η προειδοποίηση ή έγκριση της πρόθεσης πώλησης από μια δημόσια αρχή ή η πώληση να πραγματοποιηθεί με πλειστηριασμό ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Η δυνατότητα ταχείας εκποίησης της ασφάλειας θα μειώσει τις διαταραχές της αγοράς που προκαλούνται από αφερεγγυότητα και συνεπώς και τον συστημικό κίνδυνο. Δεδομένης της φύσης των σχετικών ασφαλειών και της αποτελεσματικότητας των αγορών, τα παρεχόμενα αυτά μέτρα προστασίας δεν φαίνεται να θέτουν σε κίνδυνο την επίτευξη μιας δίκαιης τιμής κατά την εκποίηση της ασφάλειας.

    Article 6

    Το άρθρο αυτό εξετάζει το "δικαίωμα χρήσης" ή εκ νέου χρήσης της χρηματοοικονομικής ασφάλειας που παρέχεται στο πλαίσιο σχετικής συμφωνίας.

    Σε αρκετά κράτη μέλη, οι ασφαλειολήπτες επιτρέπεται να επαναχρησιμοποιούν τα ενεχυραζόμενα περιουσιακά στοιχεία με τον εκ νέου ενεχυρασμό τους ή υποθήκευσή τους σε τρίτων υπό τον όρο ότι γίνονται πλήρως σεβαστά τα δικαιώματα του ασφαλειοδότη, (δηλαδή ότι διατηρείται το δικαίωμα του αρχικού ενεχυραστή όσον αφορά την επιστροφή του πράγματος, μετά από εξόφληση του δανείου). Σε άλλα κράτη μέλη, ο ασφαλειοδότης μπορεί να επιτρέψει στον ασφαλειολήπτη να επαναχρησιμοποιήσει τα ενεχυραζόμενα πράγματα ως εάν ο τελευταίος ήταν κύριος των περιουσιακών αυτών στοιχείων. Για να εγκαθιδρυθεί ένα σαφές καθεστώς και να αυξηθεί η ρευστότητα της αγοράς, προτείνεται ο ασφαλειοδότης να είναι σε θέση να επιτρέπει στον ασφαλειολήπτη να επαναχρησιμοποιεί την ασφάλεια μέσω πώλησης κλπ, με την υποχρέωση ο τελευταίος να παραδίδει ισοδύναμους τίτλους με την εξόφληση του δανείου, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του συμφώνου επαναγοράς στο οποίο ο ασφαλειολήπτης καθίσταται κύριος της ασφάλειας.

    Εκτός από την αύξηση της ρευστότητας στην αγορά που προέρχεται από την επαναχρησιμοποίηση των ενεχυραζόμενων τίτλων, τόσο οι ασφαλειοδότες όσο και οι ασφαλειολήπτες μπορούν να επωφεληθούν από το δικαίωμα επαναχρησιμοποίησης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ασφαλειολήπτης μπορεί να δημιουργήσει έσοδο από την επαναχρησιμοποίηση της ασφάλειας και, ως αποτέλεσμα αυτού, να είναι σε θέση να προσφέρει καλύτερους όρους χρηματοδότησης στον ασφαλειοδότη.

    Ο τρόπος με τον οποίο πρέπει ένα τέτοιου είδους νομικό σύστημα να εισαχθεί στη νομοθεσία των κρατών μελών περιγράφεται στο άρθρο 6 παράγραφοι 2,3 και 4:

    (1) Εάν η ασφάλεια επαναχρησιμοποιείται και πιστώνεται εκ νέου σε σχετικό λογαριασμό ασφάλειας, οι χρονικές περίοδοι βάσει του εφαρμοζόμενου δικαίου που διέπουν την ακυρότητα (για παράδειγμα, "ύποπτες περίοδοι" βάσει των κανόνων περί αφερεγγυότητας όπως περιγράφονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3(1)) αρχίζουν να ισχύουν από τη στιγμή κατά την οποία παρασχέθηκε η αρχική ασφάλεια (δηλαδή η επιστραφείσα ασφάλεια υπόκειται εκ νέου στη συμφωνία σαν να μην είχε ποτέ χρησιμοποιηθεί).

    (2) Εφόσον λάβει χώρα γεγονός που συνεπάγεται την αναγκαστική εκτέλεση στο διάστημα της επαναχρησιμοποίησης της ασφάλειας, η υποχρέωση παράδοσης ισοδύναμης ασφάλειας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ρήτρας συμψηφισμού σε περίπτωση λύσης της σχέσης (δηλαδή η υποχρέωση του ασφαλειολήπτη να παραδώσει ισοδύναμη ασφάλεια εκφράζεται ως υποχρέωση καταβολής ποσού σε μετρητά, με βάση την τρέχουσα αξία της ασφάλειας, και να αφαιρεθεί έναντι της ασφαλιζόμενης υποχρέωσης του ασφαλειοδότη προς τον ασφαλειολήπτη, έτσι ώστε να καταβληθεί μόνο το καθαρό υπόλοιπο σε ένα εκ των δυο μερών).

    Άρθρο 7

    Το άρθρο αυτό ζητεί από τα κράτη μέλη να αναγνωρίζουν την εγκυρότητα των συμφωνιών μεταβίβασης τίτλου, συμπεριλαμβανομένων των συμφώνων επαναγοράς και απαγορεύει την εξομοίωση τέτοιων συμφωνιών με το ενέχυρο. Σε περίπτωση εξομοίωσης τέτοιου είδους συμφωνιών με ενέχυρα το αποτέλεσμα θα είναι, εφόσον διαφέρουν οι προϋποθέσεις διασφάλισης της εγκυρότητας των συμφώνων επαναγοράς από εκείνες των ενεχύρων, να μην ικανοποιούνται οι τελευταίες και συνεπώς να είναι άκυρη ολόκληρη η συμφωνία περί παροχής ασφάλειας. Το άρθρο 7 εξαλείφει τον κίνδυνο αυτό απαγορεύοντας ρητά το επαναχαρακτηρισμό των συμφωνιών παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου.

    Άρθρο 8

    Ο όρος "συμψηφισμός" εισήχθη πολύ πρόσφατα στα νομικά κείμενα και χρησιμοποιείται για να καταδείξει διάφορες περιπτώσεις συμφωνιών που συνεπάγονται το συμψηφισμό.

    Η μορφή του συμψηφισμού που συνδέεται ειδικότερα με τις συμφωνίες παροχής ασφάλειας είναι ο συμψηφισμός σε περίπτωση λύσης της σχέσης ("close-out netting"), που αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο του μηχανισμού εφαρμογής των συμφώνων επαναγοράς και άλλων συμφωνιών περί παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου. Σύμφωνα με τον εν λόγω συμψηφισμό, οι αμοιβαίες υποχρεώσεις των μερών επιταχύνονται ή λήγουν και αντικαθίστανται από μια υποχρέωση ενός εκ των δυο μερών να καταβάλει στο άλλο μέρος ένα ενιαίο καθαρό ποσό που αντιπροσωπεύει τη διαφορά μεταξύ των εκτιμώμενων τρεχουσών αξιών των υποχρεώσεων εκάστου των μερών. Η εγκυρότητα της μορφής αυτής συμψηφισμού είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί με βάση τη νομολογία περί αφερεγγυότητας ορισμένων κρατών, με το σκεπτικό ότι δεν συμβιβάζεται με κάποιο υποχρεωτικό κανόνα που απαγορεύει ή περιορίζει το συμψηφισμό σε περίπτωση αφερεγγυότητας.

    Το άρθρο 8 παράγραφος 1 επιβεβαιώνει την εγκυρότητα των διατάξεων σχετικά με το συμψηφισμό σε συμφωνίες περί παροχής ασφάλειας, όπως ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο σ) και το άρθρο 8 παράγραφος 2 προστατεύει τις διατάξεις αυτές από την παρέμβαση δικαιούχων ή προσώπων που επιδιώκουν τη δικαστική αναγνώριση δικαιωμάτων τα οποία υπόκεινται στις διατάξεις αυτές.

    Άρθρο 9

    Το παρόν άρθρο προβλέπει ότι οι διαδικασίες εκκαθάρισης ή τα μέτρα εξυγίανσης δεν έχουν γενικά αναδρομικά αποτελέσματα όσον αφορά τις συμφωνίες περί παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, όπως είναι οι κανόνες για την "ώρα μηδέν" (οι κανόνες αυτοί παρέχουν αναδρομική ισχύ στην έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας, η οποία τεκμαίρεται ότι έχει αρχίσει το μεσονύκτιο ("ώρα μηδέν")). Το άρθρο προστατεύει τη χρηματοοικονομική ασφάλεια η οποία έχει παραδοθεί κατά την ημερομηνία, πριν όμως από την ώρα, κατά την οποία άρχισαν οι διαδικασίες αυτόματης ακύρωσης.

    Επιπλέον, εξετάζει την αλληλεπίδραση μεταξύ ορισμένων από τους σημαντικότερους τρέχοντες όρους που χρησιμοποιούνται σε τυποποιημένες συμφωνίες σχετικά με τις ασφάλειες και το δίκαιο αφερεγγυότητας (συμπληρωματική ασφάλεια και υποκατάσταση ασφάλειας).

    Αποτελεί κοινό χαρακτηριστικό των συμφωνιών περί παροχής ασφάλειας μετά την αρχική παράδοση της ασφάλειας να παρατηρούνται περαιτέρω πράξεις διασφάλισης ως αποτέλεσμα των μεταβολών της τρέχουσας αξίας της ασφάλειας, της καλυπτόμενης απαίτησης ή άλλων γεγονότων που προσδιορίζονται στη σχετική συμφωνία. Οι συμφωνίες του είδους αυτού καλούνται συμφωνίες συμπληρωματικής διασφάλισης και υποκατάστασης. Στα σημεία 1 και 2 κατωτέρω εξετάζονται δυο διαφορετικοί τύποι συμπληρωματικής διασφάλισης ενώ στη παράγραφο 3 εξετάζεται η υποκατάσταση της ασφάλειας:

    (1) Η συμπληρωματική ασφάλεια παίζει σημαντικό ρόλο στον περιορισμό του κινδύνου του αντισυμβαλλόμενου, επειδή επιτρέπει στους συμμετέχοντες στην αγορά να περιορίσουν αμοιβαία τον πιστωτικό τους κίνδυνο. Αυτό επιτυγχάνεται γενικά μέσω υπολογισμών αναπροσαρμογής, βάσει των οποίων η τρέχουσα αξία της ασφάλειας συγκρίνεται με εκείνη της ασφαλιζόμενης απαίτησης. Εάν η αξία της ασφάλειας αποδειχθεί ανεπαρκής, ο ασφαλειολήπτης ζητεί συμπληρωματική εξασφάλιση (και αντίστοιχα, εάν από τους υπολογισμούς προκύψει μεγαλύτερη αγοραία αξία της ασφάλειας, ο ασφαλειολήπτης υποχρεούται να επιστρέψει το πλεονάζον ποσό). Οι συμφωνίες αυτές θεωρούνται ότι αποτελούν ορθή πρακτική και υποστηρίζονται από τις αρμόδιες κανονιστικές αρχές. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο προτείνεται η υποστήριξη της πρακτικής αυτής στην οδηγία. Η εν λόγω υποστήριξη είναι αναγκαία επειδή σε ορισμένες χώρες η συμπληρωματική ασφάλεια μπορεί να καταστεί άκυρη με το επιχείρημα ότι ο ασφαλειολήπτης τυγχάνει προτιμησιακής μεταχείρισης έναντι των λοιπών δανειστών μέσω της συμπληρωματικής εγγύησης, εάν κατά τη διάρκεια μια συγκεκριμένης περιόδου μετά την παροχή της συμπληρωματικής ασφάλειας (η αποκαλούμενη "ύποπτη περίοδος") ο ασφαλειοδότης καταστεί αφερέγγυος.

    (2) Η συμπληρωματική ασφάλεια είναι δυνατόν να απαιτείται και σε περίπτωση επιδείνωσης της πιστοληπτικής αξιοπιστίας του ασφαλειοδότη. Η συμπληρωματική ασφάλεια για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου δεν καλύπτεται από την παρούσα πρόταση οδηγίας επειδή έρχεται σε σύγκρουση περισσότερο άμεσα με την πολιτική στον τομέα της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας που γενικά δεν ενθαρρύνει διατάξεις βάσει των οποίων η θέση ενός δανειστή βελτιώνεται ως αποτέλεσμα, ή κατά τη χρονική στιγμή, ενός γεγονότος που συνδέεται με την αφερεγγυότητα ή τουλάχιστον λόγω επιδείνωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του δανειζόμενου.

    (3) Όταν ως ασφάλεια παρέχεται χαρτοφυλάκιο τίτλων, έχει πολύ μεγάλη σημασία για τον ασφαλειοδότη να είναι σε θέση να αποσύρει συγκεκριμένους τίτλους αντικαθιστώντας τους με άλλους ισοδύναμης αξίας. Με τον τρόπο αυτό, ο ασφαλειοδότης είναι σε θέση να εξακολουθήσει να διαπραγματεύεται τίτλους οι οποίοι έχουν δοθεί ως ασφάλεια. Για το λόγο αυτό, πολλές συμφωνίες διασφάλισης προβλέπουν τη δυνατότητα μιας τέτοιας αντικατάστασης. Σε περίπτωση αφερεγγυότητας του ασφαλειοδότη, εάν η αντικατάσταση έχει λάβει χώρα κατά τη διάρκεια "ύποπτης περιόδου", είναι δυνατόν να θεωρηθεί βάσει της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας ότι ο ασφαλειοδότης κατέστη περισσότερο ευάλωτος, μολονότι από οικονομική άποψη δεν έχει παρασχεθεί καμία νέα ασφάλεια. Προτείνεται με την οδηγία αυτή να προστατευθεί η εν λόγω αντικατάσταση επειδή αυτή δε συνεπάγεται οποιαδήποτε μείωση των περιουσιακών στοιχείων του ασφαλειοδότη. Παράλληλα, η εισαγωγή μιας τέτοιας νομικής αρχής θα αυξήσει τόσο την εσωτερική αξία των τίτλων όσο και την ρευστότητα των χρηματοοικονομικών αγορών, όπως θα συνέβαινε στην περίπτωση του δικαιώματος του ασφαλειολήπτη να επαναχρησιμοποιήσει το ενεχυρασμένο πράγμα, σύμφωνα με το άρθρο 6.

    Το άρθρο 9 παρέχει περιορισμένη προστασία στη συμπληρωματική ασφάλεια την οποία καλείται να παράσχει ο ασφαλειοδότης βάσει των όρων της σχετικής συμφωνίας καθώς και στις υποκατάστατες ασφάλειες τις οποίες επιτρέπεται να δώσει ο ασφαλειοδότης εφόσον αποσύρει άλλη ασφάλεια. Για τους σκοπούς των υποχρεωτικών κανόνων οι οποίοι επιφέρουν ακυρότητα (όπως είναι "ύποπτες περίοδοι" βάσει της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας), η συμπληρωματική και υποκατάστατη ασφάλεια θεωρούνται ότι παρέχονται κατά την ημερομηνία της αρχικής σύναψης της συμφωνίας για την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας.

    Άρθρο 10

    Οι περισσότεροι τίτλοι στις χρηματοπιστωτικές αγορές τηρούνται σήμερα σε λογιστική μορφή σε λογαριασμούς τίτλων σε θεματοφύλακες, καταπιστευματοδόχους ή συστήματα διακανονισμού, με απόδειξη της ύπαρξης εμπράγματων δικαιωμάτων στους σχετικούς τίτλους ή για την παράδοση ή για τη μεταβίβασή τους. Το γεγονός αυτό προκάλεσε ορισμένες δυσκολίες στην εφαρμογή της παραδοσιακής αρχής περί σύγκρουσης των νομοθεσιών, βάσει της οποίας οι εμπράγματες πτυχές σε περίπτωση διάθεσης του πράγματος, διέπονται από το δίκαιο του τόπου στον οποίο βρίσκεται το υπό εξέταση στοιχείο τη συγκεκριμένη στιγμή (lex situs ou lex rei sitae), δεδομένου ότι είναι δύσκολος ο προσδιορισμός του τόπου των τίτλων αυτών. Η κατάσταση αυτή δημιουργεί έλλειψη ασφάλειας του δικαίου σχετικά με το δίκαιο προς το οποίο πρέπει να συμμορφώνονται οι ασφαλειοδότες και οι ασφαλειολήπτες κατά τη δημιουργία και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τους στην ασφάλεια. Οι δυσκολίες είναι ιδιαίτερα έντονες εάν οι τίτλοι παρακρατούνται από μια σειρά διαμεσολαβητών σε διαφορετικές χώρες.

    Το παρόν άρθρο δημιουργεί ασφάλεια του δικαίου με την εφαρμογή της αρχής που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 2 της οδηγίας για το αμετάκλητο του διακανονισμού των συστημάτων πληρωμών στις συμφωνίες για την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας γενικά, όταν η ασφάλεια συνίσταται σε τίτλους σε λογιστική μορφή ή σε μετρητά.

    Αυτό σημαίνει ότι τα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 3 θα διέπονται από το δίκαιο της χώρας του σχετικού διαμεσολαβητή όπως διευκρινίζεται στην παράγραφο 2 μέσω του οποίου ο ασφαλειολήπτης παρακρατεί το δικαίωμά του, που είναι το μόνο μέρος όπου υπάρχει άμεση απόδειξη του δικαιώματος του ασφαλειολήπτη. Η προσέγγιση αυτή είναι γνωστή ως "Προσέγγιση του τόπου του σχετικού διαμεσολαβητή" (PRIMA).

    Το παρόν άρθρο εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το εάν η ασφάλεια παρακρατείται εντός της Κοινότητας. Ο λόγος είναι ότι η ασφάλεια αποτελείται συχνά από τίτλους από διάφορα κράτη (συμπεριλαμβανομένων και τρίτων χωρών) και είναι σημαντικό να καθιερωθεί σαφής και συνεκτική προσέγγιση στην αντιμετώπιση στης σύγκρουσης νομοθεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας. Το γεγονός ότι η πρόταση οδηγίας επηρεάζει ασφάλειες που παρακρατούνται εκτός της Κοινότητας δεν σημαίνει ότι έχει εξωεδαφικά αποτελέσματα. Η οδηγία επηρεάζει μόνο τη νομοθεσία των κρατών μελών συμπεριλαμβανομένων των κανόνων τους περί σύγκρουσης νομοθεσιών. Οι κανόνες αυτοί αναφέρονται στο δίκαιο τρίτων χωρών, σε περιπτώσεις στις οποίες η ασφάλεια παρακρατείται εκτός της Κοινότητας, με την εφαρμογή ενός κοινοτικού κανόνα περί σύγκρουσης νομοθεσιών. Με άλλα λόγια, η οδηγία συμπληρώνει την ερμηνεία του ήδη υπάρχοντος κανόνα lex rei sitae προσδιορίζοντας τον τόπο της ασφάλειας σε λογιστική μορφή. Ο κανόνας lex rei sitae ήδη απευθύνεται στη νομοθεσία εκτός Κοινότητας και συνεπώς η οδηγία πρέπει να πράξει το ίδιο συμπληρώνοντας τον κανόνα αυτό.

    Η παραπομπή στην παράγραφο 3 στη γένεση ενός δικαιώματος δεν εξετάζει το δίκαιο που διέπει τη συμφωνία περί παροχής ασφάλειας. Το δίκαιο αυτό θα είναι εκείνο που θα επιλέξουν τα μέρη σύμφωνα με τη Σύμβαση της Ρώμης περί του εφαρμοστέου δικαίου στις συμβατικές υποχρεώσεις.

    Άρθρα 11 και 12

    Η Επιτροπή επικουρούμενη από την επιτροπή κινητών αξιών [5] επανεξετάζει, όταν κρίνεται αναγκαίο, τα όρια που αντιστοιχούν στην κεφαλαιακή βάση και στα ακαθάριστα στοιχεία του ενεργητικού βάσει του άρθρου 2 σχετικά με τον ασφαλειοδότη και τον ασφαλειολήπτη, ώστε να ληφθούν υπόψη οι νέες εξελίξεις την πρακτική της αγοράς.

    [5] ΕΕ L ..., σελ.

    Άρθρα 13 έως 15

    Πρόκειται για τυποποιημένα άρθρα.

    Πρόταση ΟΔΗΓΙΑΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ για τις συμφωνίες περί παροχής ασφάλειας

    ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και ιδιαίτερα το άρθρο 95,

    την πρόταση της Επιτροπής [6],

    [6] ΕΕ C , , σ. .

    τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας [7],

    [7] Γνωμοδότηση της [ ]

    την γνώμη της Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής [8],

    [8] ΕΕ C , , σ.

    τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών [9],

    [9] ΕΕ C , , σ. .

    αποφασίζοντας σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 251 της συνθήκης [10],

    [10] ΕΕ C , , σ. .

    Εκτιμώντας τα εξής:

    (1) Η οδηγία 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαίου 1998, σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων [11] αποτέλεσε βάση για την δημιουργία ενός υγιούς νομικού πλαισίου για τα ανωτέρω συστήματα. Η εφαρμογή της οδηγίας αυτής κατέδειξε τη σημασία περιορισμού του εγγενούς συστημικού κινδύνου των συστημάτων αυτών ο οποίος απορρέει από την επίδραση των διαφόρων νομοθεσιών και τα οφέλη από την ύπαρξη κοινών κανόνων σε σχέση με την ασφάλεια που συστήνεται στο πλαίσιο των συστημάτων αυτών.

    [11] ΕΕ L166, 11.6.1998, σ. 45.

    (2) Στην ανακοίνωσή της τής 11ης Μαίου 1999 προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο με τίτλο "εφαρμογή του πλαισίου για τις χρηματοπιστωτικές αγορές: πρόγραμμα δράσης" [12], η Επιτροπή ανέλαβε, μετά από διαβουλεύσεις με ειδικούς επί των θεμάτων αυτών καθώς και με τις εθνικές αρχές, να εκπονήσει νέες προτάσεις νομοθετικής δράσης στον εν λόγω τομέα, ζητώντας την πραγματοποίηση περαιτέρω προόδου σε σχέση με αυτή της οδηγίας 98/26/ΕΚ.

    [12] COM(1999)232 τελικό.

    (3) Πρέπει να δημιουργηθεί ένα κοινοτικό καθεστώς για την παροχή τίτλων και μετρητών ως ασφάλειας τόσο στο πλαίσιο του ενεχύρου όσο και στο πλαίσιο της μεταφοράς τίτλου, συμπεριλαμβανομένων των συμφώνων επαναγοράς (repos). Αυτό θα συμβάλει στην ενοποίηση και οικονομικότερη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών καθώς και στην σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Κοινότητας, στηρίζοντας με τον τρόπο αυτό την ελευθερία παροχής υπηρεσιών και την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων στην ενιαία αγορά χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η παρούσα οδηγία εστιάζεται στην παροχή ασφάλειας μεταξύ δύο μερών τα οποία συνάπτουν σχετική συμφωνία.

    (4) Για να βελτιωθεί η ασφάλεια του δικαίου στις ανωτέρω συμφωνίες, τα κράτη μέλη πρέπει να φροντίσουν ώστε να μην εφαρμόζονται ορισμένες διατάξεις περί αφερεγγυότητας σε τέτοιου είδους συμφωνίες, ιδιαίτερα εκείνες οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα να αναστείλουν την ουσιαστική εκτέλεση της ασφάλειας ή να καταστήσουν αβέβαιη την ισχύ τρεχουσών τεχνικών όπως ο συμψηφισμός σε περίπτωση λύσης της σχέσης, η παροχή συμπληρωματικής διασφάλισης με τη μορφή πρόσθετης ασφάλειας και υποκατάστασης ασφάλειας.

    (5) Η αρχή στην οδηγία 98/26/ΕΚ, βάσει της οποίας το δίκαιο που εφαρμόζεται στις ασφάλειες επί τίτλων σε λογιστική μορφή είναι εκείνο της χώρας στην οποία βρίσκεται το σχετικό μητρώο, ο λογαριασμός ή το κεντρικό σύστημα καταθέσεων, πρέπει να επεκταθεί ώστε να δημιουργηθεί η αναγκαία ασφάλεια του δικαίου στην χρήση τέτοιου είδους τίτλων οι οποίοι παρακρατούνται σε διασυνοριακό επίπεδο και χρησιμοποιούνται ως ασφάλεια βάσει του πεδίου εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

    (6) Για να περιοριστούν οι διοικητικές επιβαρύνσεις των συμμετεχόντων οι οποίοι χρησιμοποιούν ως ασφάλεια τίτλους σε λογιστική μορφή, η μόνη προϋπόθεση διασφάλισης της ισχύος πρέπει να είναι η κοινοποίηση του δικαιώματος και η καταχώρησή του από τον σχετικό φορέα ο οποίος τηρεί το λογαριασμό, ενώ για τους τίτλους στον κομιστή η απαίτηση αυτή πρέπει να έχει τη μορφή παράδοσης της ασφάλειας.

    (7) Η απλοποίηση της χρήσης ασφαλειών μέσω του περιορισμού των διοικητικών επιβαρύνσεων θα συμβάλει στην αποτελεσματικότητα των διασυνοριακών πράξεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και των εθνικών κεντρικών τραπεζών των κρατών μελών που συμμετέχουν στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, που είναι αναγκαίες για την εφαρμογή της κοινής νομισματικής πολιτικής. Περαιτέρω, η παροχή περιορισμένης προστασίας των εν λόγω συμφωνιών από ορισμένους κανόνες του δικαίου περί αφερεγγυότητας θα διευκολύνει επιπλέον γενικότερα την κοινή νομισματική πολιτική, στο πλαίσιο της οποίας οι συμμετέχοντες στην χρηματαγορά εξισορροπούν μεταξύ τους την συνολική ρευστότητα της αγοράς μέσω διασυνοριακών πράξεων οι οποίες υποστηρίζονται με ασφάλειες.

    (8) Ο κανόνας lex rei sitae, (σύμφωνα με τον οποίο το εφαρμοστέο δίκαιο για τον προσδιορισμό του κατά πόσο μια συμφωνία περί παροχής ασφάλειας πληροί τις κατάλληλες προϋποθέσεις διασφάλισης των δικαιωμάτων και είναι αντιτάξιμη έναντι τρίτων, είναι το δίκαιο του κράτους στο οποίο βρίσκεται η ασφάλεια, συμπεριλαμβανομένων των τρίτων χωρών), αναγνωρίζεται σήμερα από όλα τα κράτη μέλη. Ο τόπος στον οποίο συστήνεται μια ασφάλεια επί τίτλου σε λογιστική μορφή πρέπει να καθορισθεί. Εάν ο ασφαλειολήπτης έχει συνάψει έγκυρη και αποτελεσματική συμφωνία διασφάλισης σύμφωνα με το δίκαιο που ισχύει στη χώρα στην οποία τηρείται ο σχετικός λογαριασμός, ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για κράτος μέλος ή μη, τότε η εγκυρότητα έναντι οιουδήποτε άλλου τίτλου ή δικαιώματος και το εκτελεστό της ασφάλειας πρέπει να διέπονται μόνο από το δίκαιο της χώρας αυτής, αποφεύγοντας με τον τρόπο αυτό την έλλειψη ασφάλειας του δικαίου ως αποτέλεσμα άλλης απρόβλεπτης νομοθετικής ρύθμισης.

    (9) Πρέπει επίσης να ενισχυθούν οι δυνατότητες κοινοτικών αντισυμβαλλομένων να συνάπτουν συμφωνίες διασφάλισης με μέρη από τρίτες χώρες, τα δε κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίσουν ότι σε τέτοιες συμφωνίες δεν εφαρμόζονται ορισμένες διατάξεις περί αφερεγγυότητας. Οι εξαιρέσεις αυτές πρέπει συνεπώς να ισχύουν για τον κοινοτικό ασφαλειοδότη, ανεξάρτητα όταν ο ασφαλειολήπτης προέρχεται από τρίτη χώρα.

    (10) Πρέπει να προστατευθεί η εφαρμογή της ρήτρας συμψηφισμού, όχι μόνο ως μηχανισμού εκτέλεσης των συμφωνιών παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου συμπεριλαμβανομένων και των συμφώνων επαναγοράς αλλά ευρύτερα, όταν η ρήτρα συμψηφισμού αποτελεί μέρος μιας συμφωνίας παροχής ασφάλειας. Οι υγιείς πρακτικές διαχείρισης του κινδύνου που χρησιμοποιούνται συχνότερα στις χρηματοοικονομικές αγορές πρέπει να προστατευθούν παρέχοντας τη δυνατότητα στους οικονομικούς φορείς να διαχειρίζονται και να περιορίζουν τα πιστωτικά τους ανοίγματα που απορρέουν από όλα τα είδη των χρηματοοικονομικών πράξεων σε καθαρή βάση. ο πιστωτικός κίνδυνος υπολογίζεται με την πρόσθεση όλων των τρεχόντων κινδύνων στο πλαίσιο όλων των εκκρεμών συναλλαγών με ένα αντισυμβαλλόμενο, αντισταθμίζοντας συμμετρικές θέσεις ώστε να προκύψει ένα ενιαίο συνολικό ποσό το οποίο συγκρίνεται με την τρέχουσα αξία της ασφάλειας.

    (11) Πρέπει να προστατευθούν οι υγιείς πρακτικές της αγοράς που ευνοούν οι κανονιστικές αρχές, βάσει των οποίων οι συμμετέχοντες στην χρηματοπιστωτική αγορά χρησιμοποιούν τις συμφωνίες πρόσθετης ασφάλειας για να διαχειρισθούν και να μειώσουν τον μεταξύ τους πιστωτικό κίνδυνο με υπολογισμούς της τρέχουσας αξίας του πιστωτικού ανοίγματος και της αξίας της ασφάλειας και ανάλογα με το αποτέλεσμα απαιτούν συμπληρωματική ασφάλεια ή επιστρέφουν το πλεόνασμα της ασφάλειας. Ωστόσο δεν πρέπει να προστατεύεται η παροχή συμπληρωματικής ασφάλειας η οποία απαιτείται λόγω επιδείνωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του ασφαλειοδότη, επειδή κάτι τέτοιο αντιτίθεται στη βασική φιλοσοφία της νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας των κρατών μελών, η οποία αποθαρρύνει τη θέσπιση διατάξεων μέσω των οποίων η θέση του πιστωτή βελτιώνεται εξαιτίας ενός γεγονότος που συνδέεται με την αφερεγγυότητα του δανειζόμενου.

    (12) Για να μειωθεί ο συστημικός κίνδυνος στις κοινοτικές χρηματοπιστωτικές αγορές, πρέπει να περιοριστούν οι διατυπώσεις οι οποίες είναι δυνατόν να απαιτούνται για την κατάρτιση μιας συμφωνίας παροχής ασφάλειας. Οι κυρώσεις για την παραβίαση των διατυπώσεων αυτών δεν πρέπει να περιλαμβάνουν την ακυρότητα μιας τέτοιας συμφωνίας.

    (13) Πρέπει να καταστεί δυνατή η παροχή ασφάλειας σε μετρητά, τόσο με την μεταφορά τίτλου όσο και με την σύσταση ενεχύρου που να προστατεύονται αντίστοιχα από την αναγνώριση του συμψηφισμού ή από την ενεχυρίαση της ασφάλειας σε μετρητά. Ο ασφαλειοδότης πρέπει συνεπώς να είναι σε θέση να διατηρεί την κυριότητα των ενεχυραζόμενων μετρητών και να προστατεύεται σε περιπτώσεις πτώχευσης του ασφαλειολήπτη. Το γεγονός αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στις συχνές περιπτώσεις στις οποίες τα μετρητά χρησιμοποιούνται για υποκατάσταση κινητών αξιών.

    (14) Δεδομένου ότι τα μέτρα που είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας είναι μέτρα γενικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 2 της απόφασης 1999/468/ΕΚ του Συμβουλίου της 28ης Ιουνίου 1999 για τον καθορισμό των όρων άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων που ανατίθενται στην Επιτροπή [13], πρέπει να εγκρίνονται με βάση την κανονιστική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 5 της απόφασης αυτής.

    [13] ΕΕ L 184, 17.7.1999, σ. 23.

    (15) Η παρούσα πράξη συμφωνεί με τα θεμελιώδη δικαιώματα και ακολουθεί τις αρχές που ορίζονται ιδιαίτερα στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως γενικές αρχές κοινοτικού δικαίου [14].

    [14] ΕΕ C 364, 18.12.2000, σ. 1

    (16) Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και αναλογικότητας, οι στόχοι της προτεινόμενης δράσης, για τη δημιουργία ενός ελάχιστου καθεστώτος σχετικά με τη χρήση χρηματοοικονομικής ασφάλειας, δεν μπορούν να επιτευχθούν επαρκώς από τα κράτη μέλη και είναι δυνατόν, συνεπώς, εξ αιτίας του εύρους και των αποτελεσμάτων του εγχειρήματος, να επιτευχθούν καλύτερα από την Κοινότητα. Η παρούσα οδηγία περιορίζεται στο ελάχιστο απαιτούμενο ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί και δεν θεσπίζει μέτρα που να υπερβαίνουν τα αναγκαία προς το σκοπό αυτό.

    ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

    ´Αρθρο 1 - Αντικείμενο

    Η παρούσα οδηγία ορίζει το κοινοτικό καθεστώς που εφαρμόζεται στις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας μεταξύ ασφαλειοδότη και ασφαλειολήπτη.

    Άρθρο 2 - Πεδίο εφαρμογής

    1. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στις συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας οι οποίες ικανοποιούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στις παραγράφους 2, 3 και 4.

    2. Η συμφωνία πρέπει να καταρτίζεται ή η ύπαρξή της να αποδεικνύεται εγγράφως και να υπογράφεται από τον ασφαλειοδότη ή εξ ονόματός του.

    3. Η συμφωνία πρέπει να περιλαμβάνει ακόλουθες διατάξεις:

    (α) πρέπει να προσδιορίζει την ασφάλεια στην οποία εφαρμόζεται. για το σκοπό αυτό, αρκεί η συμφωνία να προσδιορίζει το λογαριασμό στον οποίο μπορεί να πιστώνεται εκάστοτε η χρηματοοικονομική ασφάλεια.

    (β) πρέπει να περιγράφει τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που καλύπτει η παρεχόμενη ασφάλεια. Όταν πρόκειται για συγκεκριμένη κατηγορία ή είδος υποχρεώσεων, πρέπει να περιγράφεται η κατηγορία ή το είδος των υποχρεώσεων για τις οποίες παρέχεται η ασφάλεια.

    (γ) εφόσον πρόκειται για συμφωνία εγγυοδοσίας με την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας και η χρηματοοικονομική ασφάλεια συνίσταται ή περιλαμβάνει μετρητά, η συμφωνία πρέπει να προβλέπει ότι τα μετρητά κατατίθενται ή μεταβιβάζονται στον ασφαλειολήπτη ή κατατίθενται ή μεταβιβάζονται σε τρίτο για λογαριασμό του ασφαλειολήπτη ή κατατίθενται σε λογαριασμό σε κάποιο τρίτο που έχει υποδειχθεί ως λογαριασμός ο οποίος διέπεται από την ανωτέρω συμφωνία.

    (δ) εάν η συμφωνία αφορά την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας με την μεταβίβαση τίτλου και η χρηματοοικονομική ασφάλεια συνίσταται ή περιλαμβάνει μετρητά, η συμφωνία πρέπει να προβλέπει ότι τα μετρητά κατατίθενται ή μεταβιβάζονται στον ασφαλειολήπτη ή σε τρίτο για λογαριασμό του ασφαλειολήπτη.

    (ε) όταν η χρηματοοικονομική ασφάλεια συνίσταται ή περιλαμβάνει αξιόγραφα στον κομιστή, η συμφωνία πρέπει να προβλέπει ότι τα αξιόγραφα αυτά παραδίδονται στον ασφαλειολήπτη ή σε άλλο πρόσωπο που ενεργεί ως αντιπρόσωπος ή καταπιστευματοδόχος για λογαριασμό του ασφαλειολήπτη.

    (στ) εάν πρόκειται για εγγυοδοτική συμφωνία με την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας και η τελευταία συνίσταται ή περιλαμβάνει τίτλους σε λογιστική μορφή, η συμφωνία πρέπει να προβλέπει ότι η ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή:

    (i) μεταβιβάζεται σε κάποιο σχετικό λογαριασμό ασφάλειας επί τίτλων.

    (ii) ή ότι παρακρατείται διαφορετικά και υποδεικνύεται ως παρακρατούμενη έτσι ώστε να φαίνεται ότι παρακρατείται για λογαριασμό του ασφαλειοδότη αλλά υπόκειται στους όρους της σχετικής εγγυοδοτικής συμφωνίας.

    (ζ) εάν η συμφωνία αφορά την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου και η χρηματοοικονομική ασφάλεια συνίσταται ή περιλαμβάνει αξιόγραφα σε λογιστική μορφή, η συμφωνία πρέπει να προβλέπει ότι η εν λόγω ασφάλεια μεταβιβάζεται σε λογαριασμό στο όνομα του ασφαλειολήπτη ή σε λογαριασμό στο όνομα άλλου προσώπου που υποδεικνύεται από τον ασφαλειολήπτη.

    4. Ο ασφαλειοδότης και ο ασφαλειολήπτης πρέπει να είναι:

    (α) δημόσια αρχή ή κεντρική τράπεζα.

    (β) χρηματοπιστωτικό ίδρυμα υποκείμενο σε προληπτική εποπτεία. ή

    (γ) πρόσωπο, πλην φυσικού, του οποίου η κεφαλαιακή βάση υπερβαίνει τα 100 εκατ. ευρώ ή του οποίου τα ακαθάριστα στοιχεία του ενεργητικού υπερβαίνουν τα 1000 εκατ. ευρώ κατά την στιγμή της ουσιαστικής παράδοσης της χρηματοοικονομικής ασφάλειας, σύμφωνα με τις πλέον πρόσφατες χρηματοοικονομικές καταστάσεις οι οποίες έχουν δημοσιευθεί το πολύ δύο χρόνια από την εν λόγω χρονική στιγμή.

    5. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 9, η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε χρηματοοικονομική ασφάλεια εκτός αν και μέχρις ότου η χρηματοοικονομική αυτή ασφάλεια παραδοθεί πραγματικά, μεταβιβασθεί, παρακρατηθεί ή υποδειχθεί ως παρακρατούμενη με βάση την σχετική συμφωνία.

    6. Οι χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις που καλύπτονται από συμφωνία περί παροχής ασφάλειας είναι δυνατόν να συνίστανται ή να περιλαμβάνουν:

    (α) μελλοντικές, ενδεχόμενες ή αναμενόμενες υποχρεώσεις (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απορρέουν από μια βασική ή παρόμοια συμφωνία).

    (β) υποχρεώσεις που έχει προς τον ασφαλειολήπτη κάποιο πρόσωπο εκτός του ασφαλειοδότη. ή

    (γ) υποχρεώσεις συγκεκριμένης κατηγορίας ή είδους οι οποίες προκύπτουν σε διάφορες χρονικές στιγμές.

    Άρθρο 3 - Ορισμοί

    1. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:

    (α) "συμφωνία περί παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας" σημαίνει την συμφωνία περί παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου ή τη συμφωνία εγγυοδοσίας με την παροχή ασφάλειας.

    (β) "συμφωνία περί παροχής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου" σημαίνει μια συμφωνία πώλησης και επαναγοράς ή μια συμφωνία βάσει της οποίας ο ασφαλειοδότης μεταβιβάζει την κυριότητα της ασφάλειας στον ασφαλειολήπτη με σκοπό τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των καλυπτόμενων υποχρεώσεων.

    (γ) "συμφωνία εγγυοδοσίας με παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας" σημαίνει μια συμφωνία βάσει της οποίας ο ασφαλειοδότης διαθέτει ή παραδίδει χρηματοοικονομική ασφάλεια ως εγγύηση στον ασφαλειολήπτη, με σκοπό την διασφάλιση της εκπλήρωσης των καλυπτόμενων χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων. η κυριότητα της ασφάλειας παραμένει στον ασφαλειοδότη εκτός εάν και μέχρις ότου η χρηματοοικονομική ασφάλεια μεταβιβασθεί ή περιέλθει στον ασφαλειολήπτη ή μεταβιβασθεί σε τρίτο ως αποτέλεσμα:

    (i) της άσκησης των δικαιωμάτων του ασφαλειολήπτη που απορρέουν από την επέλευση γεγονότος το οποίο συνεπάγεται εκτέλεση. ή

    (ii) της άσκησης δικαιώματος χρήσης.

    (δ) "σύμφωνο πώλησης και επαναγοράς" είναι η συμφωνία βάσει της οποίας ο ασφαλειοδότης πωλεί χρηματοπιστωτικά μέσα ή άμεσα ή έμμεσα δικαιώματα σε τέτοιου είδους μέσα σε κάποιον ασφαλειολήπτη βάσει συμφώνου με το οποίο ο ασφαλειοδότης αναλαμβάνει να αγοράσει και ο ασφαλειολήπτης να πωλήσει ισοδύναμα χρηματοπιστωτικά μέσα σε μελλοντική ημερομηνία (την "ημερομηνία επαναγοράς") ή όταν ζητηθεί, και σε τιμή (την "τιμή επαναγοράς"), η οποία αναφέρεται ρητά ή καθορίζεται όπως προβλέπεται στη συμφωνία και περιλαμβάνει οποιοδήποτε όρο μιας τέτοιας συμφωνίας βάσει του οποίου:

    (i) ένα από τα μέρη υποχρεούται να μεταβιβάσει στο άλλο μέρος την πλήρη κυριότητα της ασφάλειας με σκοπό να διατηρηθεί συγκεκριμένη αναλογία ή περιθώριο μεταξύ της τρέχουσας αγοραίας αξίας των ισοδύναμων χρηματοπιστωτικών μέσων που πρόκειται να αγορασθούν κατά την ημερομηνία επαναγοράς και στην τιμή επαναγοράς. ή

    (ii) ο ασφαλειοδότης δικαιούται, πριν από την ημερομηνία επαναγοράς, να απαιτήσει από τον ασφαλειολήπτη να μεταβιβάσει σε αυτόν την πλήρη κυριότητα χρηματοπιστωτικών μέσων ισοδύναμων με ορισμένα ή όλα τα μέσα τα οποία επωλήθησαν σε αντάλλαγμα της μεταβίβασης στον ασφαλειολήπτη της πλήρους κυριότητας άλλων χρηματοπιστωτικών μέσων με αντικατάσταση.

    (ε) "ασφαλειοδότης" είναι το μέρος το οποίο παρέχει χρηματοοικονομική ασφάλεια στο πλαίσιο σχετικής συμφωνίας, είτε πρόκειται για κράτος μέλος είτε όχι.

    (στ) "ασφαλειολήπτης" είναι το μέρος το οποίο λαμβάνει την χρηματοοικονομική ασφάλεια στο πλαίσιο σχετικής συμφωνίας, είτε πρόκειται για κράτος μέλος είτε όχι.

    (ζ) "χρηματοοικονομική ασφάλεια" είναι τα μετρητά σε οποιοδήποτε νόμισμα ("ασφάλεια σε μετρητά") και χρηματοπιστωτικά μέσα.

    (η) "χρηματοπιστωτικά μέσα" είναι οι συμμετοχές σε εταιρίες και άλλοι τίτλοι που ισοδυναμούν με συμμετοχές σε εταιρίες και ομόλογα και άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους εφόσον είναι διαπραγματεύσιμες στην κεφαλαιαγορά και οποιοιδήποτε άλλοι τίτλοι συνήθως διαπραγματεύσιμοι, οι οποίοι παρέχουν το δικαίωμα απόκτησης τέτοιου είδους κινητών αξιών με εγγραφή ή ανταλλαγή ή συνεπάγονται διακανονισμό τοις μετρητοίς, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, καθώς και τα μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων, τα μέσα χρηματαγοράς και κάθε άμεσο ή έμμεσο δικαίωμα επί των ανωτέρω στοιχείων.

    (θ) "καλυπτόμενες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις" σημαίνει, σε σχέση με κάποια συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, τις υποχρεώσεις έναντι των οποίων παρέχεται η ασφάλεια και για την απαλλαγή από τις οποίες ο ασφαλειοδότης έχει τη δυνατότητα να μεταβιβάσει εκ νέου την ασφάλεια ή να μεταβιβάσει ισοδύναμη ασφάλεια.

    (ι) "ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή" είναι η ασφάλεια η οποία συνίσταται σε χρηματοπιστωτικά μέσα, το δικαίωμα επί των οποίων αποδεικνύεται με εγγραφές σε μητρώο ή λογαριασμό.

    (κ) "σχετικός διαμεσολαβητής" σημαίνει, σε σχέση με ασφάλειες επί τίτλων σε λογιστική μορφή που υπόκεινται σε συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, το πρόσωπο - που μπορεί επίσης να είναι ο ασφαλειοδότης ή ο ασφαλειολήπτης - το οποίο διατηρεί τον σχετικό λογαριασμό.

    (λ) "σχετικός λογαριασμός" σημαίνει:

    (i) σε σχέση με την ασφάλεια σε μετρητά, το λογαριασμό στον οποίο πιστώνεται η εν λόγω ασφάλεια.

    (ii) σε σχέση με την ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή η οποία υπόκειται σε συμφωνία παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, το μητρώο ή το λογαριασμό στον οποίο γίνονται οι εγγραφές μέσω των οποίων μεταβιβάζονται ή διατίθενται υπέρ του ασφαλειολήπτη οι ασφάλειες επί τίτλων σε λογιστική μορφή.

    (μ) "λογαριασμός ασφάλειας επί τίτλων" σημαίνει, σε σχέση με την ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή που παρέχεται βάσει σχετικής συμφωνίας:

    (i) ένα λογαριασμό στον σχετικό διαμεσολαβητή στο όνομα του ασφαλειολήπτη, ή ενός τρίτου μέρους που ενεργεί για λογαριασμό του ασφαλειολήπτη, που έχει υποδειχθεί ως λογαριασμός για την παρακράτηση της ασφάλειας επί τίτλων σε λογιστική μορφή, στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας. ή

    (ii) ένα λογαριασμό ή υπολογαριασμό στο σχετικό διαμεσολαβητή στο όνομα του ασφαλειοδότη, ή τρίτου μέρους που ενεργεί για τον ασφαλειοδότη, στον οποίο έχει προσημειωθεί δικαίωμα του ασφαλειολήπτη βάσει της συμφωνίας παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας.

    (ν) "ισοδύναμη ασφάλεια":

    (i) σε σχέση με κάποιο ποσό της μετρητοίς, σημαίνει την πληρωμή του ίδιου ποσού και στο ίδιο νόμισμα.

    (ii) σε σχέση με χρηματοπιστωτικά μέσα, σημαίνει χρηματοπιστωτικά μέσα του ίδιου εκδότη ή χρεώστη, που αποτελούν τμήμα της ίδιας έκδοσης και του ίδιου ονομαστικού ποσού, νομίσματος και περιγραφής ή, σε περίπτωση παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας που προβλέπει την μεταβίβαση άλλων περιουσιακών στοιχείων ως αποτέλεσμα της επέλευσης οιουδήποτε γεγονότος που συνδέεται ή επηρεάζει κάποιο από τα χρηματοπιστωτικά μέσα που έχουν δοθεί ως ασφάλεια, τα εν λόγω άλλα περιουσιακά στοιχεία.

    (ξ) "διαδικασίες αφερεγγυότητας" είναι οι διαδικασίες που περιλαμβάνουν την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων και τη διανομή των εσόδων μεταξύ των δανειστών, μετόχων ή μελών ως ενδείκνυται, οι οποίες αναγκαστικά συνεπάγονται παρέμβαση διοικητικών ή δικαστικών αρχών, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες οι συλλογικές διαδικασίες τερματίζονται με συμβιβασμό ή άλλο ανάλογο μέτρο είτε βασίζονται είτε όχι σε αφερεγγυότητα και ανεξάρτητα από τον υποχρεωτικό ή προαιρετικό χαρακτήρα.

    (ο) "μέτρα εξυγίανσης" είναι τα μέτρα τα οποία περιλαμβάνουν παρέμβαση διοικητικών οργάνων ή δικαστικών αρχών με σκοπό τη διατήρηση ή αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής κατάστασης και που επηρεάζουν τα προϋπάρχοντα δικαιώματα τρίτων, συμπεριλαμβανομένων όχι περιοριζόμενων σε μέτρα που συνεπάγονται και την πιθανότητα αναστολής πληρωμών, αναστολής μέτρων εκτέλεσης ή μείωσης των απαιτήσεων.

    (π) "γεγονός αναγκαστικής εκτέλεσης" σημαίνει οποιοδήποτε γεγονός, με την επέλευση του οποίου, βάσει των όρων της συμφωνίας για την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας, ο ασφαλειολήπτης δικαιούται να ρευστοποιήσει ή να αποκτήσει την κυριότητα της ασφάλειας ή τίθεται σε ισχύ η ρήτρα συμψηφισμού.

    (ρ) "δικαίωμα χρήσης" σημαίνει το δικαίωμα του ασφαλειολήπτη να χρησιμοποιεί και να διαθέτει την ασφάλεια η οποία παρακρατείται βάσει σχετικής συμφωνίας ως εάν ήταν ο αποκλειστικός κάτοχός της, στο πλαίσιο της συμφωνίας εγγυοδοσίας με την παροχή ασφάλειας.

    (σ) "ρήτρα συμψηφισμού" σημαίνει διάταξη της συμφωνίας περί παροχής ασφάλειας ή συμφωνίας της οποίας αποτελεί μέρος η συμφωνία παροχής ασφάλειας, βάσει της οποίας, με την επέλευση ενός γεγονότος που συνεπάγεται την αναγκαστική εκτέλεση:

    (i) οι καλυπτόμενες υποχρεώσεις επιταχύνονται ώστε να καθίστανται άμεσα απαιτητές και να εκφράζονται ως υποχρέωση καταβολής ποσού που αντιπροσωπεύει την εκτιμώμενη τρέχουσα αξία τους, ή λήγουν και αντικαθίστανται από υποχρέωση καταβολής ενός τέτοιου ποσού, και στις δύο περιπτώσεις σύμφωνα με τα σημεία (iii) και (iv).

    (ii) οποιαδήποτε υποχρέωση του ασφαλειολήπτη να παραδώσει ισοδύναμη ασφάλεια ή να ενεργήσει ώστε να πιστωθεί ισοδύναμη ασφάλεια σε σχετικό λογαριασμό ασφάλειας επί τίτλων, επιταχύνεται ώστε να είναι άμεσα εκτελεστή και εκφράζεται ως υποχρέωση καταβολής ποσού που αντιπροσωπεύει την τρέχουσα αξία ή αξία αντικατάστασης ή την εκτιμώμενη τρέχουσα αξία ή αξία αντικατάστασης, ή αντικαθίσταται από υποχρέωση πληρωμής τέτοιου ποσού, και στις δύο περιπτώσεις σύμφωνα με τα σημεία (iii) και (iv).

    (iii) οποιεσδήποτε υποχρεώσεις απορρέουν βάσει του σημείου (i) ή (ii) οι οποίες εκφράζονται σε διαφορετικά νομίσματα μετατρέπονται σε ένα ενιαίο νόμισμα. και

    (iv) υπολογίζεται το ποσό που οφείλει έκαστο των μερών προς το άλλο σε σχέση με υποχρεώσεις που απορρέουν βάσει των σημείων (i) έως (iii) και οι υποχρεώσεις αυτές εξοφλούνται με την πληρωμή ενός συνολικού καθαρού ποσού ίσου προς ο αποτέλεσμα του ανωτέρω υπολογισμού από τον αντισυμβαλλόμενο εκείνο ο οποίος οφείλει το μεγαλύτερο ποσό.

    2. Η παραπομπή στην έκφραση "εγγράφως" περιλαμβάνει και την καταχώρηση σε ηλεκτρονική μορφή, ενώ η λέξη "υπογραφή" περιλαμβάνει την ηλεκτρονική υπογραφή με πιστοποίηση του γνησίου.

    Άρθρο 4 - τυπικές απαιτήσεις σχετικά με τις συμφωνίες περί παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας.

    1. Τα κράτη μέλη ενεργούν ώστε η σύναψη, η ισχύς, η τελειότητα, η εκτελεσιμότητα ή η δυνατότητα αποδοχής ως αποδεικτικό στοιχείο μιας συμφωνίας περί παροχής ασφάλειας να μην εξαρτώνται από την εκπλήρωση εκ μέρους του ασφαλειοδότη, του ασφαλειολήπτη ή τρίτου μέρους οιασδήποτε τυπικής απαίτησης πέραν εκείνων που προσδιορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1.

    2. Οι "τυπικές απαιτήσεις" που αναφέρονται στην πρώτη παράγραφο αφορούν, πλην όμως δεν περιορίζονται:

    (α) στην κατάρτιση ενός εγγράφου με συγκεκριμένη μορφή ή τρόπο.

    (β) στην καταχώρηση σε επίσημο ή δημόσιο όργανο ή στην εγγραφή σε δημόσιο ή ιδιωτικό μητρώο.

    (γ) στην δημοσίευση σε εφημερίδα ή περιοδικό τύπο, σε κάποιο επίσημο μητρώο ή δημοσιότητα με οποιοδήποτε άλλο τρόπο.

    (δ) στην κοινοποίηση σε δημόσιο λειτουργό, σε καταπιστευματοδόχο ή αντιπρόσωπο ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

    (ε) στην παροχή αποδεικτικών στοιχείων με συγκεκριμένη μορφή ως προς την ημερομηνία κατάρτισης εγγράφου ή άλλου μέσου, το ποσό των καλυπτόμενων υποχρεώσεων ή οποιοδήποτε άλλο θέμα.

    Άρθρο 5 - Εκτέλεση των συμφωνιών περί παροχής ασφάλειας

    1. Με την επέλευση ενός γεγονότος που συνεπάγεται την εκτέλεση, ο ασφαλειολήπτης πρέπει να είναι σε θέση να ρευστοποιεί οποιαδήποτε από τις κατωτέρω ασφάλειες που παρέχεται και διέπεται από τους όρους εγγυοδοτικής συμφωνίας με τη σύσταση χρηματοοικονομικής ασφάλειας:

    (α) χρηματοπιστωτικά μέσα με πώληση χωρίς υποχρέωση:

    (i) να έχει δοθεί κοινοποίηση της σχετικής πρόθεσης προς πώληση.

    (ii) οι όροι της πώλησης να έχουν εγκριθεί από δικαστήριο, δημόσιο λειτουργό ή άλλο πρόσωπο

    (iii) η πώληση να διεξαχθεί με δημόσιο πλειστηριασμό ή οποιοδήποτε άλλο τρόπο έχει υποδειχθεί. ή

    (iv) να έχει παρέλθει οποιαδήποτε συμπληρωματική χρονική περίοδος.

    (β) ασφάλεια σε μετρητά, συμψηφίζοντάς την ή χρησιμοποιώντας την για την απαλλαγή από καλυπτόμενες χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις χωρίς οιανδήποτε απαίτηση προηγούμενης κοινοποίησης της πρόθεσης εκποίησης της εν λόγω ασφάλειας.

    2. Με την επέλευση γεγονότος που συνεπάγεται την αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να είναι δυνατή η θέση σε ισχύ της ρήτρας συμψηφισμού σύμφωνα με τους σχετικούς όρους χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε προηγούμενη κοινοποίηση. Η παράγραφος 1 (α) εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία η αξία οποιουδήποτε στοιχείου που έχει ληφθεί υπόψη στη ρήτρα συμψηφισμού καθορίζεται ή μπορεί να καθορισθεί σε σχέση με την πώληση ισοδύναμων αξιόγραφων ή άλλου περιουσιακού στοιχείου.

    3. Τα κράτη μέλη φροντίζουν ώστε να είναι δυνατή η εκτέλεση της συμφωνίας περί παροχής ασφάλειας στην περίπτωση διαδικασιών εκκαθάρισης ή μέτρων εξυγίανσης. Οποιοδήποτε από τα κατωτέρω γεγονότα μπορεί να αποτελέσει γεγονός που συνεπάγεται την εκτέλεση εφόσον προβλέπεται σχετικά στην συναφθείσα συμφωνία:

    (α) η έναρξη διαδικασιών εκκαθάρισης ή λήψης μέτρων εξυγίανσης σε σχέση με τον ασφαλειοδότη ή τον ασφαλειολήπτη.

    (β) η επέλευση ενός γεγονότος βάσει του οποίου είναι δυνατόν να αρχίσουν οι διαδικασίες εκκαθάρισης ή λήψης μέτρων εξυγίανσης σε σχέση με τον ασφαλειοδότη ή τον ασφαλειολήπτη.

    (γ) η επέλευση ενός γεγονότος από τα αναφερόμενα στο σημείο (α) ή (β) με την παρέλευση συγκεκριμένης χρονικής περιόδου χωρίς να έχει ανατραπεί ή να έχει ματαιωθεί η σχετική αφερεγγυότητα. ή

    (δ) η επέλευση ενός από τα γεγονότα που αναφέρονται στα σημεία (α), (β) ή (γ) σε συνδυασμό με την κοινοποίηση εκ μέρους του ασφαλειολήπτη, εφόσον το σχετικό γεγονός αφορά τον ασφαλειοδότη, ή από τον ασφαλειοδότη, εφόσον το σχετικό γεγονός αφορά τον ασφαλειολήπτη, ότι η επέλευση αυτή έχει επιλεγεί να θεωρηθεί γεγονός που συνεπάγεται την εκτέλεση.

    4. Tο παρόν άρθρο δεν θίγει οποιαδήποτε υποχρέωση βάσει του εφαρμοστέου δικαίου η εκποίηση ή αποτίμηση της ασφάλειας να διενεργείται με εύλογο εμπορικά τρόπο.

    Άρθρο 6 - Δικαίωμα χρήσης ασφάλειας βάσει εγγυοδοτικής συμφωνίας με σύσταση χρηματοοικονομικής ασφάλειας

    1. Στην περίπτωση που ο ασφαλειολήπτης ασκεί δικαίωμα χρήσης, υπέχει υποχρέωση να προβαίνει σε μεταβίβαση ισοδύναμης ασφάλειας έτσι ώστε να παρακρατείται εκ νέου δυνάμει της εγγυοδοτικής συμφωνίας με την παροχή χρηματοοικονομικής ασφάλειας κατά τον τρόπο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3 ή, στο πλαίσιο της απαλλαγής από τις καλυπτόμενες υποχρεώσεις, να μεταβιβάζεται στον ασφαλειοδότη.

    2. Όταν ο ασφαλειολήπτης, κατά την απαλλαγή από υποχρέωση όπως περιγράφεται στην παράγραφο 1, ενεργεί για την μεταβίβαση ισοδύναμης ασφάλειας έτσι ώστε να παρακρατείται εκ νέου κατά τον τρόπο που αναφέρεται στο άρθρο 2, παράγραφος 3 η εν λόγω ισοδύναμη ασφάλεια υπόκειται στην εγγυοδοτική συμφωνία στην οποία υπόκειται και η αρχική ασφάλεια.

    3. Για τους σκοπούς οποιουδήποτε κανόνα δικαίου βάσει του οποίου κάποια διάταξη θεωρείται ότι καθίσταται ανίσχυρη ή μπορεί να αναιρεθεί ή να δηλωθεί άκυρη εξ αιτίας ή με παραπομπή στη χρονική στιγμή κατά την οποία πραγματοποιήθηκε, η εν λόγω ισοδύναμη ασφάλεια θεωρείται ότι έχει παραδοθεί ή έχει διατεθεί στο πλαίσιο της εν λόγω εγγυοδοτικής συμφωνίας κατά την χρονική στιγμή κατά την οποία είχε για πρώτη φορά μεταβιβασθεί η αρχική ασφάλεια ώστε να παρακρατηθεί κατά τον τρόπο που αναφέρεται στο άρθρο 2 , παράγραφος 3.

    4. Εφόσον λάβει χώρα κάποιο γεγονός που συνεπάγεται αναγκαστική εκτέλεση ενώ εκκρεμεί υποχρέωση βάσει της παραγράφου 1, η υποχρέωση μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εφαρμογής ρήτρας συμψηφισμού.

    Άρθρο 7 - Αναγνώριση των συμφωνιών περί παροχής ασφάλειας με την μεταβίβαση τίτλου

    Εφόσον μια συμφωνία περί παροχής ασφάλειας προβλέπει ότι η κυριότητα της ασφάλειας περιέχεται στον ασφαλειολήπτη με παράδοση ή πληρωμή, με τον όρο να υποχρεούται ο ασφαλειολήπτης να παραδίδει ισοδύναμη ασφάλεια, τα κράτη μέλη αναγνωρίζουν ότι η κυριότητα της ασφάλειας περιέχεται στον ασφαλειολήπτη βάσει της συμφωνίας.

    Άρθρο 8 - Αναγνώριση της ρήτρας συμψηφισμού

    1. Μια ρήτρα συμψηφισμού τίθεται σε ισχύ χωρίς να επηρεάζεται από την έναρξη ή συνέχιση διαδικασιών αφερεγγυότητας ή μέτρων εξυγίανσης σε σχέση με τον ασφαλειοδότη και/ή τον ασφαλειολήπτη.

    2. Η ρήτρα συμψηφισμού ισχύει σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει με την επιφύλαξη οποιασδήποτε έννομης εκχώρησης, δικαστικής ή άλλης κατάσχεσης ή άλλου είδους διάθεσης των δικαιωμάτων ή σε σχέση με τα δικαιώματα αυτά.

    Άρθρο 9 - Μη εφαρμογή ορισμένων διατάξεων περί αφερεγγυότητας

    1. Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας ή τα μέτρα εξυγίανσης δεν έχουν αναδρομικά αποτελέσματα επί των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων βάσει περί συμφωνίας περί παροχής ασφάλειας.

    2. Εάν στο πλαίσιο συμφωνίας περί παροχής ασφάλειας ο ασφαλειοδότης:

    (α) έχει υποχρέωση να παράσχει ασφάλεια ή πρόσθετη ασφάλεια ώστε να ληφθούν υπόψη μεταβολές στην αξία της ασφάλειας ή στο ποσό των καλυπτόμενων υποχρεώσεων. ή

    (β) έχει το δικαίωμα να αποσύρει την ασφάλεια παρέχοντας, με αντικατάσταση ή ανταλλαγή, ασφάλεια ουσιαστικά της ίδιας αξίας.

    η παροχή ασφάλειας, πρόσθετης ασφάλειας ή υποκατάστασης ή αντικατάστασης της ασφάλειας δεν θεωρείται ως άκυρη, ατελής ή ακυρώσιμη στο πλαίσιο οποιουδήποτε τέτοιου κανόνα δικαίου όπως περιγράφεται στην παράγραφο 3 εκτός εάν, και στην περίπτωση αυτή μόνο στο βαθμό που, η συμφωνία περί παροχής ασφάλειας είναι η ίδια άκυρη, ατελής ή ακυρώσιμη.

    3. Οι παράγραφοι 1 και 2 εφαρμόζονται σε οποιοδήποτε κανόνα δικαίου βάσει του οποίου η διάθεση ή μεταβίβαση ασφάλειας είναι ή μπορεί να θεωρηθεί άκυρη, ή μπορεί να ανατραπεί ή να κηρυχθεί άκυρη εάν πραγματοποιηθεί εντός περιόδου παραγραφής η οποία καθορίζεται με παραπομπή στην έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή μέτρων εξυγίανσης ή στο πλαίσιο έκδοσης εντολής ή απόφασης ή της ανάληψης οποιασδήποτε άλλης ενέργειας ή της επέλευσης οιουδήποτε άλλου γεγονότος κατά τη διάρκεια των διαδικασιών αυτών ή των μέτρων. Περιλαμβάνονται επίσης τυχόν κανόνες βάσει των οποίων εντολή που δόθηκε ή απόφαση που λήφθηκε στη διάρκεια των διαδικασιών αυτών ή των μέτρων αρχίζει να ισχύει πριν από την χρονική στιγμή κατά την οποία όντως πραγματοποιήθηκε.

    Άρθρο 10 - Σύγκρουση νομοθεσιών

    1. Οποιοδήποτε ζήτημα σε σχέση με εκείνα που αναφέρονται στην παράγραφο 3, το οποίο προκύπτει κατά την εφαρμογή συμφωνίας περί παροχής ασφάλειας σε ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή ή σε ασφάλεια σε μετρητά διέπεται από το δίκαιο της χώρας ή, όπου είναι αναγκαίο, το δίκαιο του τμήματος της χώρας, όπου διατηρείται ο σχετικός λογαριασμός, ανεξάρτητα από το εάν η εν λόγω χώρα είναι κράτος μέλος. Η παραπομπή στη νομοθεσία μιας χώρας ή τμήματος χώρας αποτελεί παραπομπή στο εσωτερικό δίκαιο, μη λαμβάνοντας υπόψη οποιοδήποτε κανόνα βάσει του οποίου, στην απόφαση επί του σχετικού ζητήματος, θα γινόταν παραπομπή στο δίκαιο άλλου κράτους.

    2. Ο σχετικός λογαριασμός θεωρείται για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου ότι διατηρείται σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή:

    (α) στο γραφείο ή το υποκατάστημα του σχετικού διαμεσολαβητή που ορίζεται στη συμφωνία η οποία διέπει τον σχετικό λογαριασμό, υπό τον όρο ότι ο σχετικός διαμεσολαβητής αποδίδει τον σχετικό λογαριασμό στο εν λόγω γραφείο ή υποκατάστημα για τους σκοπούς της ενημέρωσης των κατόχων του λογαριασμού ή για κανονιστικούς ή για λογιστικούς σκοπούς.

    (β) στον τόπο στον οποίο είναι βάσει του νόμου εγκατεστημένος ο σχετικός ενδιάμεσος ή, εάν ο ενδιάμεσος αυτός ενεργεί σε σχέση με τον σχετικό λογαριασμό μέσω υποκαταστήματος, στον τόπο στον οποίο είναι νόμιμα εγκατεστημένο το υποκατάστημα αυτό, σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση.

    3. Tα θέματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι:

    (α) η δημιουργία τίτλου κυριότητας άλλου δικαιώματος σε ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή που απορρέει βάσει της συμφωνίας περί παροχής ασφάλειας και η ταξινόμηση ή προτεραιότητα καθενός από τους τίτλους ή τα δικαιώματα αυτά έναντι άλλου τίτλου ή δικαιώματος που εγείρει άλλο πρόσωπο.

    (β) οποιαδήποτε ενέργεια ή πράγμα αναγκαίο για την εξασφάλιση ότι οιοσδήποτε τίτλος κυριότητας ή δικαίωμα στην ασφάλεια επί τίτλων σε λογιστική μορφή που απορρέει βάσει της συμφωνίας περί παροχής ασφάλειας είναι αντιτάξιμος γενικά έναντι τρίτων.

    (γ) οι διατυπώσεις που απαιτούνται για την εκποίηση της ασφάλειας ως αποτέλεσμα της επέλευσης ενός γεγονότος που συνεπάγεται την εκτέλεση, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε πράξης ή πράγματος που είναι αναγκαίο για να εξασφαλισθεί ότι τυχόν διάθεση της ασφάλειας είναι γενικά ισχυρή έναντι τρίτων που δεν αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της σχετικής συμφωνίας.

    Άρθρο 11 - Ενημέρωση των ορίων

    Η Επιτροπή ενημερώνει τα όρια σχετικά με την κεφαλαιακή βάση και τα ακαθάριστα στοιχεία του ενεργητικού στο άρθρο 2 παράγραφος 4 σημείο (γ), προσαρμοζόμενη στην εξέλιξη των πρακτικών της αγοράς. Κατά την ενημέρωση των ορίων αυτών, η Επιτροπή ενεργεί σύμφωνα με τη διαδικασία που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 2.

    Άρθρο 12 - επιτροπή

    1. Η Επιτροπή επικουρείται από την [Επιτροπή Κινητών Αξιών], η οποία συστήνεται βάσει της ....[.../... /ΕΚ].

    2. Εφόσον γίνεται παραπομπή στην παράγραφο αυτή, εφαρμόζεται η κανονιστική διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 5 της απόφασης 1999/468/EΚ, σύμφωνα με το άρθρο 7 [και το άρθρο 8].

    3. Η περίοδος που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 6 της απόφασης 1999/468/EΚ θα είναι [το πολύ τρεις μήνες].

    Άρθρο 13 - Εφαρμογή

    Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία μέχρι τις [31 Δεκεμβρίου 2004] το αργότερο, και ενημερώνουν σχετικά την Επιτροπή.

    Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τέτοιου είδους διατάξεις, αυτές περιλαμβάνουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από τέτοιου είδους παραπομπή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Τα κράτη μέλη καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο γίνονται οι εν λόγω παραπομπές.

    Άρθρο 14 - Έναρξη ισχύος

    Η παρούσα οδηγία τίθεται σε ισχύ την εικοστή μέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

    Άρθρο 15 - Αποδέκτες

    Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    Βρυξέλλες,

    Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Για το Συμβούλιο

    Η Πρόεδρος Ο Πρόεδρος

    ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ

    1-9 Ανεφαρμοστο δεδομενου οτι δεν παρεχεται χρηματοδοτικη συνδρομη απο την Επιτροπη

    10. Διοικητικεσ δαπανεσ (Τμημα III, Μεροσ A του προϋπολογισμου)

    10.1 Επίπτωση στον αριθμό των θέσεων

    Δεν απαιτούνται συμπληρωματικές θέσεις. Οι διοικητικές δαπάνες που συνδέονται με την παρούσα οδηγία μπορούν να καλυφθούν από τους υφιστάμενους πόρους της Επιτροπής.

    ΔΕΛΤΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΣΤΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΣΤΙΣ ΜΙΚΡΟΜΕΣΑΙΕΣ ( ΜΜΕ)

    Τιτλοσ τησ προτασησ

    Οδηγία για τις συμφωνίες περί παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας

    Αριθμοσ εγγραφου

    Η προταση

    1. Λαμβανομένης υπόψη της αρχής της επικουρικότητας, γιατί κρίνεται αναγκαία η θέσπιση κοινοτικής νομοθεσίας στον εν λόγω τομέα και ποιοι είναι οι κυριότεροι στόχοι;

    Η εφαρμογή της οδηγίας 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19 Μαΐου 1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού αξιογράφων κατέδειξε τη σπουδαιότητα του περιορισμού του εγγενούς συστημικού κινδύνου στα συστήματα αυτά, που απορρέει από την επίδραση διαφορετικών νομικών καθεστώτων, και τα πλεονεκτήματα κοινών κανόνων σε σχέση με τις ασφάλειες που συστήνονται στο πλαίσιο των εν λόγω συστημάτων ή των κεντρικών τραπεζών. Σύμφωνα με το σχέδιο δράσης για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, η Επιτροπή ανέλαβε, μετά από διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες της αγοράς και τις εθνικές αρχές, να εκπονήσει προτάσεις νομοθετικών μέτρων για την παροχή ασφαλειών τονίζοντας την ανάγκη επίτευξης μεγαλύτερης προόδου στο συγκεκριμένο τομέα, πέρα από την ώθηση που έδωσε η οδηγία 98/26/ΕΚ.

    Από την ανωτέρω εξέταση προκύπτει ότι οι διαφορές μεταξύ των νομοθεσιών των κρατών μελών δημιουργούν διοικητικές επιβαρύνσεις οι οποίες εμποδίζουν την ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης εσωτερικής αγοράς και προκαλούν έλλειψη ασφάλειας του δικαίου. Υπάρχει συνεπώς ανάγκη για σημαντική βελτίωση του γενικού νομικού πλαισίου μέσω εναρμόνισης της νομοθεσίας της ΕΕ, ούτως ώστε να δημιουργηθεί ένα ελάχιστο ομοιόμορφο καθεστώς για την παροχή κινητών αξιών ως ασφάλειας, είτε μέσω του ενεχύρου είτε στο πλαίσιο της μεταβίβασης τίτλου. Εφόσον η παρούσα πρόταση συμπληρώνει, ειδικότερα, την οδηγία για το αμετάκλητο του διακανονισμού, ενδείκνυται η δημιουργία της αναγκαίας εναρμόνισης μέσω της θέσπισης ίδιου τύπου νομοθετικής πράξης, δηλ. οδηγίας.

    Για τους σκοπούς της επικουρικότητας, η πρόταση εφαρμόζεται κυρίως σε οικονομικές οντότητες που δραστηριοποιούνται στην αγορά χονδρικής, όπως εξηγείται κατωτέρω.

    Η επιπτωση στισ επιχειρησεις

    2. Ποιος επηρεάζεται από την πρόταση;

    -ποιοι τομείς επιχειρήσεων;

    Οι συμμετέχοντες στις χρηματοοικονομικές αγορές της ΕΕ οι οποίοι προσφεύγουν στη χρήση των ασφαλειών, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς των repos.

    -ποια μεγέθη επιχειρήσεων (ποσοστό μικρομεσαίων επιχειρήσεων);

    Η προτεινόμενη οδηγία εφαρμόζεται σε κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που υπόκειται σε προληπτική εποπτεία, σε κεντρικές τράπεζες, σε δημόσιες αρχές και σε πρόσωπα πλην φυσικών, η κεφαλαιακή βάση των οποίων υπερβαίνει τα 100 εκατομμύρια ευρώ ή των οποίων τα ακαθάριστα στοιχεία του ενεργητικού υπερβαίνουν κατ´ αξία τα 1000 εκατομμύρια ευρώ. Μολονότι η αγορά χονδρικής κυριαρχείται από μεγάλες επιχειρήσεις, η προτεινόμενη οδηγία θα διευρύνει τις δυνατότητες των μικρομεσαίων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων στις χρηματοοικονομικές αγορές, επειδή οι αντισυμβαλλόμενοι θα είναι ίσως διατεθειμένοι να συναλλαγούν με επιχειρήσεις λιγότερο υψηλής πιστοληπτικής ικανότητας, ή επιχειρήσεις χωρίς τέτοιου είδους αξιολόγηση, εφόσον λάβουν αξιόπιστη εγγύηση.

    -υπάρχουν συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές στις οποίες είναι εγκατεστημένες αυτές οι επιχειρήσεις;

    Όχι, απαντώνται σε ολόκληρη την Κοινότητα.

    3. Ποια μέτρα πρέπει να λάβουν οι επιχειρήσεις για να συμμορφωθούν με την πρόταση;

    Εκτός από τη σύναψη απλής γραπτής σύμβασης στην οποία θα αναφέρονται με σαφήνεια οι όροι της συμφωνίας περί παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας, δεν απαιτούνται άλλες ειδικές διαδικασίες.

    4. Ποιες είναι οι πιθανές οικονομικές επιπτώσεις της πρότασης:

    -στην απασχόληση;

    -στις επενδύσεις και τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων;

    -στην ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων;

    Ένα σταθερό και αποτελεσματικό νομικό καθεστώς για τον περιορισμό του πιστωτικού κινδύνου θα βελτιώσει τη σταθερότητα των ευρωπαϊκών χρηματοοικονομικών αγορών. Η διεύρυνση των δυνατοτήτων άσκησης διασυνοριακών δραστηριοτήτων θα δημιουργήσει μια περισσότερο ανταγωνιστική αγορά, που σε μακροοικονομικούς όρους πιστεύεται ότι θα τονώσει το δυναμικό για ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και θα οδηγήσει στη δημιουργία θέσεων απασχόλησης.

    5. Στην πρόταση περιλαμβάνονται μέτρα ώστε να λαμβάνεται υπόψη η ιδιαίτερη κατάσταση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (λιγότερες ή διαφορετικές απαιτήσεις, κ.λ.π.);

    Όχι, δεν υπάρχει ανάγκη τέτοιων μέτρων.

    Διαβουλευσεισ

    6. Αναφέρατε τους οργανισμούς με τους οποίους πραγματοποιήθηκαν διαβουλεύσεις και συνοψίστε τις κυριότερες απόψεις τους.

    Για τη μελέτη του θέματος αυτού, η Επιτροπή δημιούργησε το φθινόπωρο 1999 μια ομάδα εργασίας για τις ασφάλειες, επιλέγοντας ειδικούς από ένα κατάλογο ονομάτων τα οποία προτάθηκαν μέσω ευρωπαϊκών οργανισμών παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Η ομάδα συνδύαζε ευρύ φάσμα εμπειρίας και ενδιαφερόντων, καθώς και ειδικές γνώσεις σε τομεακό και γεωγραφικό επίπεδο. Συνεδρίασε πέντε φορές, η δε τελευταία ήταν την Άνοιξη του 2000. Υπήρξε γενικότερη συμφωνία από τα μέλη της ομάδας εργασίας όσον αφορά τα αναγκαία μέτρα για την αναθεώρηση των ευρωπαϊκών νομοθεσιών.

    Το θέμα αυτό εξετάστηκε επίσης και από πολλές άλλες ομάδες εργασίας. Η έκθεση της ομάδας Giovannini με τίτλο "EU Repo Markets: Opportunities for Change" που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο 1999, την έκθεση με τίτλο "Collateral Arrangements in the European Financial Markets - The Need for National Law Reform" της International Swaps and Derivatives Association, Inc. (ISDA), Collateral Law Reform Group, που δημοσιεύθηκε το Δεκέμβριο 1999, και μια έκθεση που παρουσιάστηκε τον Ιούνιο 2000 από την European Financial Markets' Lawyers Group, που συνεδρίασε στην ΕΚΤ, είναι μερικά από τα παραδείγματα που μπορούμε να αναφέρουμε σχετικά.

    Τα συμπεράσματα των διαφόρων αυτών ομάδων, όπως επίσης και της ομάδας εργασίας που συνέστησε η Επιτροπή, είναι γενικά παρόμοια και η πρόταση συνάδει με αυτά. Υπάρχει συνεπώς γενικότερη υποστήριξη για την πρόταση, την οποία οι ίδιοι οι εκπρόσωποι του σχετικού τομέα θεωρούν ιδιαίτερα σημαντική.

    Top