EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32023R0840

Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2023/840 της Επιτροπής της 25ης Νοεμβρίου 2022 για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό της μεθοδολογίας υπολογισμού και διατήρησης του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων προς χρήση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9 παράγραφος 14 του εν λόγω κανονισμού (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

C/2022/8434

ΕΕ L 107 της 21.4.2023, p. 29–38 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg_del/2023/840/oj

21.4.2023   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 107/29


ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ) 2023/840 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 25ης Νοεμβρίου 2022

για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό της μεθοδολογίας υπολογισμού και διατήρησης του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων προς χρήση κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 9 παράγραφος 14 του εν λόγω κανονισμού

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με πλαίσιο για την ανάκαμψη και την εξυγίανση κεντρικών αντισυμβαλλομένων και για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 806/2014 και (ΕΕ) 2015/2365 και των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2014/59/ΕΕ και (ΕΕ) 2017/1132 (1), και ιδίως το άρθρο 9 παράγραφος 15 τέταρτο εδάφιο,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Το πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που προορίζονται για χρήση από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους σε καταστάσεις δυσχερειών θα πρέπει να προσδιορίζεται λαμβάνοντας υπόψη τα επιμέρους χαρακτηριστικά κάθε κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(2)

Η μεθοδολογία υπολογισμού του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που προορίζονται για χρήση από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο έπειτα από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης θα πρέπει, επομένως, να επιτρέπει τη διάκριση μεταξύ κεντρικών αντισυμβαλλομένων με σύνθετο προφίλ κινδύνου για τους οποίους το ποσό των πρόσθετων προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων θα πρέπει να είναι υψηλότερο, και κεντρικών αντισυμβαλλομένων με λιγότερο σύνθετα προφίλ κινδύνου ή πιο συντηρητική διαχείριση κινδύνων για τους οποίους το ποσό των πρόσθετων προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων θα πρέπει να είναι χαμηλότερο.

(3)

Η μεθοδολογία υπολογισμού του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που προορίζονται για χρήση από κεντρικό αντισυμβαλλόμενο έπειτα από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης θα πρέπει να περιλαμβάνει επαρκώς σαφείς και αντικειμενικές παραμέτρους για την αποφυγή δυσκολιών κατά την αξιολόγηση και θα πρέπει να καθιστά δυνατή τη συνεπή εφαρμογή σε όλους τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Οι εν λόγω παράμετροι θα πρέπει επίσης να καθιστούν δυνατή την προσαρμογή του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων στη δομή και την εσωτερική οργάνωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, στη φύση, στο πεδίο και στην πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, αλλά και στη δομή των κινήτρων των μετόχων, της διοίκησης και των εκκαθαριστικών μελών του, καθώς και των πελατών των εν λόγω εκκαθαριστικών μελών. Σε κάθε παράμετρο θα πρέπει να αποδίδεται μια τιμή εκφρασμένη σε ποσοστιαίες μονάδες. Από το άθροισμα όλων των παραμέτρων θα πρέπει να προκύπτει το ποσοστό του κεφαλαίου βάσει κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που χρησιμοποιείται ως πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που προορίζονται για χρήση από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους έπειτα από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης.

(4)

Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η δομή και η εσωτερική οργάνωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και η φύση, το πεδίο και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να αξιολογεί τη φύση και την πολυπλοκότητα των κατηγοριών περιουσιακών στοιχείων που εκκαθαρίζει, τον αριθμό και την πολυπλοκότητα των αλληλεξαρτήσεών του με άλλες υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, την αποτελεσματικότητα της εσωτερικής του οργάνωσης, την αρτιότητα του οικείου πλαισίου διαχείρισης κινδύνων και τον αριθμό σημαντικών διορθωτικών μέτρων που εκκρεμούν έπειτα από πορίσματα της αρμόδιας αρχής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(5)

Προκειμένου να λαμβάνεται υπόψη η δομή των κινήτρων των μετόχων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, της διοίκησης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων, των εκκαθαριστικών μελών των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και των πελατών αυτών των εκκαθαριστικών μελών, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος θα πρέπει να αξιολογεί τους κινδύνους που συνδέονται με την άμεση ή έμμεση ιδιοκτησία και την κεφαλαιακή διάρθρωσή του, τα χρηματοπιστωτικά κίνητρα που είναι ενσωματωμένα στις αποδοχές των ανώτατων διοικητικών στελεχών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και τον βαθμό συμμετοχής των εκκαθαριστικών μελών και των πελατών τους στη διακυβέρνηση κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(6)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να επανεξετάζουν τακτικά το πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι το ποσό αυτό εξακολουθεί να είναι σε επαρκές επίπεδο, μεταξύ άλλων, έπειτα από ουσιώδη αλλαγή στις κεφαλαιακές απαιτήσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου βάσει κινδύνου, οι οποίες υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(7)

Για να αποφεύγονται περιττές επιβαρύνσεις, ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν θα πρέπει να υποχρεούται να προβαίνει στον υπολογισμό βάσει συγκεκριμένων παραμέτρων της μεθοδολογίας όταν αποφασίζει να εφαρμόσει οικειοθελώς το μέγιστο ποσό των πρόσθετων προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που ανέρχεται σε 25 %.

(8)

Σε ένα σενάριο αθέτησης υποχρέωσης είναι σημαντικό να κατανέμεται δίκαια το πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν συστήσει περισσότερα από ένα κεφάλαια εκκαθάρισης για τις διάφορες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζουν θα πρέπει, ως εκ τούτου, να κατανέμουν το πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων σε κάθε κεφάλαιο εκκαθάρισης κατ’ αναλογία προς το μέγεθός του. Σε ένα σενάριο μη αθέτησης υποχρέωσης, θα πρέπει να είναι διαθέσιμο το πλήρες ποσό των πρόσθετων προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων για την κάλυψη ζημιών.

(9)

Το πρόσθετο ποσό ειδικών ιδίων πόρων που προορίζονται για χρήση από κεντρικούς αντισυμβαλλομένους έπειτα από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης θα πρέπει να αντικατοπτρίζει τη σχετική σημασία διαφόρων παραμέτρων που αποτυπώνουν την εσωτερική οργάνωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του, καθώς και τη δομή των κινήτρων των μετόχων του για την ενίσχυση των κινήτρων για ορθή διαχείριση κινδύνων. Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη των ελάχιστων και μέγιστων ποσοστών που πρέπει να εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων, ο υπολογισμός του ποσοστού που πρέπει να εφαρμόζεται για τον προσδιορισμό του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων θα πρέπει να είναι το σωρευτικό άθροισμα όλων των ποσοστιαίων μονάδων που αποδίδονται σε κάθε παράμετρο. Το ποσοστό που πρέπει να εφαρμόζεται για κάθε παράμετρο θα πρέπει να είναι το άθροισμα των σχετικών ποσοτικών δεικτών. Στις σημαντικότερες παραμέτρους της αξιολόγησης των κινδύνων και της πολυπλοκότητας ενός κεντρικού αντισυμβαλλομένου θα πρέπει να αποδίδεται ευρύ φάσμα τιμών για τους ποσοτικούς δείκτες, ενώ σε παραμέτρους που αναφέρονται σε συγκεκριμένη πτυχή κινδύνου του κεντρικού αντισυμβαλλομένου το φάσμα τιμών θα πρέπει να είναι πιο περιορισμένο.

(10)

Η μεθοδολογία για τη διατήρηση πρόσθετων προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων θα πρέπει να επιτρέπει στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους να μετριάζουν τον αντίκτυπο της απαίτησης για τους εν λόγω πρόσθετους πόρους, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επενδύουν τους εν λόγω πρόσθετους πόρους σε στοιχεία ενεργητικού διαφορετικά από εκείνα που εξετάζονται στην επενδυτική πολιτική των κεντρικών αντισυμβαλλομένων όπως αναφέρεται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εφαρμόζουν τις κατάλληλες διαδικασίες για την εφαρμογή μέτρων ανάκαμψης με σκοπό να μετριαστεί ο κίνδυνος τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού να μην είναι άμεσα διαθέσιμα.

(11)

Είναι αναγκαίο να μετριάζεται ο αντίκτυπος των πρόσθετων προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων στους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους. Ως εκ τούτου, οι επενδυτικές δυνατότητες των κεντρικών αντισυμβαλλομένων για τη διατήρηση πρόσθετων προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων θα πρέπει να εναρμονίζονται εν μέρει με τον κατάλογο των στοιχείων ενεργητικού που είναι επιλέξιμα ως εξασφάλιση και τα οποία αποδέχονται οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι από εκκαθαριστικά μέλη. Η προσέγγιση αυτή μπορεί, ωστόσο, να εγγυηθεί ότι οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι διαθέτουν το κατάλληλο πλαίσιο και τις διαδικασίες για τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού και τη ρευστοποίησή τους σε περιόδους ακραίων καταστάσεων. Ωστόσο, ορισμένα στοιχεία ενεργητικού που είναι επιλέξιμα ως εξασφάλιση θα πρέπει να συνεχίσουν να εξαιρούνται από τον κατάλογο των επιλέξιμων επενδύσεων, δεδομένου ότι δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκώς ρευστοποιήσιμα ή θα εξέθεταν τους ίδιους πόρους του κεντρικού αντισυμβαλλομένου σε υπερβολικό πιστωτικό κίνδυνο και κίνδυνο αγοράς, και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να θεωρηθούν κατάλληλα για επένδυση εκ μέρους κεντρικού αντισυμβαλλομένου.

(12)

Όταν το πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που επενδύονται σε στοιχεία ενεργητικού διαφορετικά από εκείνα του άρθρου 47 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 δεν είναι άμεσα διαθέσιμο, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει, έπειτα από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης, να ενημερώνουν σχετικά την αρμόδια αρχή τους και τα εκκαθαριστικά μέλη τους. Στην περίπτωση αυτήν, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να έχουν δικαίωμα να καλύψουν το μη διαθέσιμο πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων ζητώντας χρηματοδοτικές συνεισφορές από τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη τους. Οι συνεισφορές αυτές θα πρέπει να κατανέμονται με δίκαιο και αναλογικό τρόπο.

(13)

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει να αποζημιώνουν τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη για τη χρηματοδοτική συνεισφορά που παρείχαν τα εν λόγω εκκαθαριστικά μέλη για την κάλυψη του μη διαθέσιμου πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων. Για να περιορίζεται το άνοιγμα των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών των κεντρικών αντισυμβαλλομένων και να διασφαλίζεται ότι είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν σε τυχόν μελλοντικές εισφορές σε μετρητά, η εν λόγω αποζημίωση θα πρέπει να παρέχεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, σε μετρητά και στο ίδιο νόμισμα στο οποίο παρασχέθηκε η χρηματοδοτική συνεισφορά. Η αποζημίωση θα πρέπει να καταβάλλεται μόνον αφού οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι έχουν συμμορφωθεί με τις λοιπές υποχρεώσεις πληρωμής τους. Όταν η αποζημίωση δεν καταβάλλεται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θα πρέπει, ως κίνητρο για την ανάκτηση των οφειλόμενων ποσών, να υποχρεούνται να καταβάλλουν ετήσιο τόκο επί των εν λόγω ποσών.

(14)

Προκειμένου να διαφυλαχθεί η διεθνής ανταγωνιστικότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών (ESMA), κατά την κατάρτιση των σχεδίων ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, ανέλυσε τους κανόνες που εφαρμόζονται σε κεντρικούς αντισυμβαλλομένους τρίτων χωρών και τις πρακτικές τους, σε συνδυασμό με τις διεθνείς εξελίξεις στον τομέα της ανάκαμψης και εξυγίανσης των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Με βάση τις εν λόγω αναλύσεις, η ESMA κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η προτεινόμενη μεθοδολογία υπολογισμού των πρόσθετων ποσών προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους της Ένωσης δεν αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την ανταγωνιστικότητα των κεντρικών αντισυμβαλλομένων της Ένωσης που δραστηριοποιούνται σε διεθνές επίπεδο.

(15)

Ο παρών κανονισμός βασίζεται στα σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων που υποβλήθηκαν στην Επιτροπή από την ESMA.

(16)

Η ESMA κατάρτισε τα σχέδια τεχνικών προτύπων σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών και αφού ζήτησε τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών. Σύμφωνα με το άρθρο 10 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3), η ESMA πραγματοποίησε ανοιχτές δημόσιες διαβουλεύσεις για τα εν λόγω σχέδια ρυθμιστικών τεχνικών προτύπων, ανέλυσε τα δυνητικά συναφή κόστη και οφέλη και ζήτησε τη γνώμη της ομάδας συμφεροντούχων κινητών αξιών και αγορών που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 37 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Υπολογισμός και κατανομή του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

1.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν το πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 πολλαπλασιάζοντας τις κεφαλαιακές απαιτήσεις βάσει κινδύνου που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 152/2013 της Επιτροπής (4) με το ποσοστό «P» του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2.

2.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι επανεξετάζουν τον προσδιορισμό του ποσοστού και του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που υπολογίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 1 έπειτα από κάθε ουσιώδη μεταβολή των κεφαλαιακών απαιτήσεων βάσει κινδύνου που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 16 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, και τουλάχιστον μία φορά ετησίως.

3.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που αποφασίζουν να εφαρμόσουν οικειοθελώς το μέγιστο ποσοστό 25 % για τον υπολογισμό του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που αναφέρεται στο άρθρο 9 παράγραφος 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 δεν υποχρεούνται να προσδιορίζουν το ποσοστό που αναφέρεται στο άρθρο 2 του παρόντος κανονισμού.

4.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι που έχουν συστήσει περισσότερα από ένα κεφάλαια εκκαθάρισης για τις διάφορες κατηγορίες χρηματοπιστωτικών μέσων που εκκαθαρίζουν, κατανέμουν το πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 σε κάθε κεφάλαιο εκκαθάρισης κατ’ αναλογία προς το μέγεθος του κάθε κεφαλαίου. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι αναφέρουν την κατανομή χωριστά στους ισολογισμούς τους. Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι χρησιμοποιούν τα πρόσθετα ποσά που κατανέμουν σε κεφάλαιο εκκαθάρισης για αθετήσεις υποχρεώσεων που προκύπτουν στα τμήματα της αγοράς στα οποία αναφέρεται το κεφάλαιο εκκαθάρισης. Σε περίπτωση γεγονότος μη σχετιζόμενου με αθέτηση υποχρέωσης, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι κατανέμουν το συνολικό πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1 για τις ζημίες που υφίστανται ως αποτέλεσμα του μη σχετιζόμενου με αθέτηση υποχρέωσης γεγονότος.

Άρθρο 2

Προσδιορισμός του ποσοστού του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι υπολογίζουν το ποσοστό του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 σύμφωνα με τους μαθηματικούς τύπους που ορίζονται στο παράρτημα.

Άρθρο 3

Διατήρηση του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων

1.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ενημερώνουν αμέσως εγγράφως την αρμόδια αρχή τους όταν το πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων μειωθεί κάτω από το απαιτούμενο πρόσθετο ποσό που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1, και σε περίπτωση τυχόν μεταγενέστερων μειώσεων του εν λόγω πρόσθετου ποσού. Η εν λόγω έγγραφη κοινοποίηση αναφέρει λεπτομερώς το υπολειπόμενο πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων και ενημερώνει την αρμόδια αρχή αν αναμένεται περαιτέρω μείωση του ποσού αυτού κατά τις πέντε εργάσιμες ημέρες που ακολουθούν την εν λόγω κοινοποίηση. Η έγγραφη κοινοποίηση αναφέρει επίσης τους λόγους για τους οποίους μειώθηκε το πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων κάτω από το απαιτούμενο πρόσθετο ποσό και περιλαμβάνει λεπτομερή περιγραφή των μέτρων και το χρονοδιάγραμμα για την αναπλήρωση του εν λόγω ποσού.

2.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι χρησιμοποιούν το εναπομένον ποσό του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων μόνο για τους σκοπούς του άρθρου 9 παράγραφος 14 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23,σε περίπτωση που επέλθει στη συνέχεια αθέτηση υποχρέωσης ενός ή περισσότερων εκκαθαριστικών μελών ή γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης πριν ο οικείος κεντρικός αντισυμβαλλόμενος αναπληρώσει το πλήρες πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων του, όπως υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1.

3.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι αναπληρώνουν το πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων το αργότερο εντός 20 εργάσιμων ημερών από την πρώτη έγγραφη κοινοποίηση που αναφέρεται στην παράγραφο 1.

4.   Όταν το ποσοστό που προσδιορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 2 είναι υψηλότερο από 10 %, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να επενδύουν το πλεονάζον ζητούμενο ποσό πρόσθετων προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων σε χρυσό και σε χρηματοπιστωτικά μέσα που θεωρούνται άκρως ρευστοποιήσιμες ασφάλειες σύμφωνα με το άρθρο 46 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, υπό την προϋπόθεση ότι:

α)

τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού περιλαμβάνονται στην πολιτική εξασφαλίσεων των κεντρικών αντισυμβαλλομένων·

β)

τα εν λόγω στοιχεία ενεργητικού δεν είναι τραπεζικές εγγυήσεις, παράγωγα ή εταιρικά μερίδια·

γ)

οι οικείοι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εφαρμόζουν τις διαδικασίες που ορίζονται στα άρθρα 4 και 5 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 4

Διαδικασία εφαρμογής μέτρων ανάκαμψης όταν το πρόσθετο ποσό δεν είναι άμεσα διαθέσιμο

1.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι ενημερώνουν αμέσως την αρμόδια αρχή τους και τα εκκαθαριστικά μέλη τους όταν, έπειτα από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης το πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 1 δεν είναι άμεσα διαθέσιμο. Επίσης, παρέχουν στην αρμόδια αρχή τους και στα εκκαθαριστικά μέλη τους λεπτομερή περιγραφή του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που δεν είναι διαθέσιμοι, καθώς και τον λόγο αυτής της μη διαθεσιμότητας.

2.   Όταν, έπειτα από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι εισπράττουν χρηματοοικονομικούς πόρους από μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη, το ποσό ισούται με το μη διαθέσιμο πρόσθετο ποσό προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων και οι οικείοι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι διανέμουν το ποσό αυτό μεταξύ των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών κατ’ αναλογία προς τις εισφορές τους στο κεφάλαιο εκκαθάρισης.

Άρθρο 5

Διαδικασία αποζημίωσης των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών που παρείχαν χρηματοδοτική συνεισφορά όταν το πρόσθετο ποσό δεν είναι άμεσα διαθέσιμο

1.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι λαμβάνουν όλα τα εύλογα μέτρα για την αποζημίωση των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών που έχουν συνεισφέρει οικονομικά στον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 2. Το πράττουν αυτό με τη ρευστοποίηση των στοιχείων ενεργητικού που χρησιμοποιούνται για την επένδυση του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων που υπολογίζονται σύμφωνα με το άρθρο 1 παράγραφος 1 το αργότερο εντός 20 εργάσιμων ημερών από την κοινοποίηση της μη διαθεσιμότητας των κεφαλαίων που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1.

2.   Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι αποζημιώνουν τα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και συνεχίζουν έως ότου ανακτηθούν όλα τα ποσά.

3.   Όλα τα ποσά που οφείλονται σε μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη επιστρέφονται σε μετρητά, στο ίδιο νόμισμα της χρηματοδοτικής συνεισφοράς του μη υπερήμερου εκκαθαριστικού μέλους προς τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο.

4.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι καταβάλλουν στα μη υπερήμερα εκκαθαριστικά μέλη τα οφειλόμενα ποσά εφόσον, σωρευτικά:

α)

έχουν καλυφθεί οι λειτουργικές δαπάνες·

β)

έχει καταβληθεί κάθε ληξιπρόθεσμη και πληρωτέα υποχρέωση οφειλής·

γ)

έχει καταβληθεί κάθε αποζημίωση που πρέπει να καταβληθεί εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 3 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2023/450 της Επιτροπής (5).

5.   Οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι καταβάλλουν ετήσιο τόκο επί των οφειλόμενων ποσών, όταν η πλήρης αποζημίωση καθυστερεί περισσότερες από 120 εργάσιμες ημέρες από την ημερομηνία του αρχικού μέτρου ανάκαμψης που απαιτούσε τη χρηματοδοτική συνεισφορά εκ μέρους των μη υπερήμερων εκκαθαριστικών μελών. Το επιτόκιο καθορίζεται στο επιτόκιο υπερημερίας που υπολογίζεται σύμφωνα με το άρθρο 99 του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6).

Άρθρο 6

Έναρξη ισχύος

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 25 Νοεμβρίου 2022.

Για την Επιτροπή

Η Πρόεδρος

Ursula VON DER LEYEN


(1)  ΕΕ L 22 της 22.1.2021, σ. 1.

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(3)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ (ΕΕ L 331 της 15.12.2010, σ. 84).

(4)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 152/2013 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις κεντρικού αντισυμβαλλομένου (ΕΕ L 52 της 23.2.2013, σ. 37).

(5)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2023/450 της Επιτροπής, της 25ης Νοεμβρίου 2022, για τη συμπλήρωση του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τη σειρά με την οποία οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι καταβάλλουν την αποζημίωση που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2021/23, τον μέγιστο αριθμό ετών κατά τα οποία οι εν λόγω κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι πρέπει να χρησιμοποιούν ποσοστό των ετήσιων κερδών τους για τις εν λόγω πληρωμές σε κατόχους μέσων με τα οποία αναγνωρίζεται απαίτηση επί των μελλοντικών κερδών τους και το μέγιστο ποσοστό των εν λόγω κερδών που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί για τις εν λόγω πληρωμές (ΕΕ L 67 της 3.3.2023, σ. 5).

(6)  Κανονισμός (ΕΕ, Ευρατόμ) 2018/1046 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Ιουλίου 2018, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης, την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1296/2013, (ΕΕ) αριθ. 1301/2013, (ΕΕ) αριθ. 1303/2013, (ΕΕ) αριθ. 1304/2013, (ΕΕ) αριθ. 1309/2013, (ΕΕ) αριθ. 1316/2013, (ΕΕ) αριθ. 223/2014, (ΕΕ) αριθ. 283/2014 και της απόφασης αριθ. 541/2014/ΕΕ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) αριθ. 966/2012 (ΕΕ L 193 της 30.7.2018, σ. 1).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1.   Γενικές οδηγίες

Το ποσοστό του πρόσθετου ποσού προχρηματοδοτημένων ειδικών ιδίων πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 υπολογίζεται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula
)

όπου:

«A» = παράμετροι A1 έως A5 τις οποίες υπολογίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σύμφωνα με τα τμήματα 2 έως 6 του παρόντος παραρτήματος·

«Β» = παράμετροι Β1 έως Β3 τις οποίες υπολογίζει ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος σύμφωνα με τα τμήματα 7 έως 9 του παρόντος παραρτήματος.

Οι παράμετροι A 1 έως A 5 αντικατοπτρίζουν τη δομή, την εσωτερική οργάνωση, καθώς και τη φύση, το πεδίο και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, και οι παράμετροι B 1 έως B 3 αντικατοπτρίζουν τη δομή των κινήτρων των μετόχων, της διοίκησης και των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των πελατών των εν λόγω εκκαθαριστικών μελών.

Το τελικό ποσοστό (P) στρογγυλοποιείται στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.

2.   Η φύση και η πολυπλοκότητα των κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού που εκκαθαρίζονται

Η παράμετρος A 1 αναφέρεται στη φύση και την πολυπλοκότητα των κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού που εκκαθαρίζονται. Η παράμετρος A 1κυμαίνεται από 1 % έως 7 %. Η παράμετρος A 1υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

ο δείκτης I assets αντικατοπτρίζει τον αριθμό των διαφόρων κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Η τιμή του δείκτη I assets υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula
,

όπου N assets = ο αριθμός των διαφόρων κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο·

ο δείκτης I FX αντικατοπτρίζει τον αριθμό των νομισμάτων που εκκαθαρίζονται από τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο. Η τιμή του δείκτη I FX είναι 1 % όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος εκκαθαρίζει στοιχεία ενεργητικού που εκφράζονται σε περισσότερα από ένα νομίσματα ή προσφέρει διακανονισμό σε περισσότερα από ένα νομίσματα, και 0 % στις υπόλοιπες περιπτώσεις·

ο δείκτης I settl αντικατοπτρίζει τον τρόπο διακανονισμού των παραγώγων. Η τιμή του δείκτη I settl είναι 1 % όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος προσφέρει φυσικό διακανονισμό συμβάσεων παραγώγων, και 0 % στις υπόλοιπες περιπτώσεις.

3.   Οι σχέσεις και αλληλεξαρτήσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με άλλες υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

Η παράμετρος A 2 αναφέρεται στις σχέσεις και αλληλεξαρτήσεις του κεντρικού αντισυμβαλλομένου με άλλες υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Η παράμετρος A 2 κυμαίνεται από 0 % έως 2 %. Η παράμετρος A 2 υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

ο δείκτης I FMI αντικατοπτρίζει τον αριθμό των αλληλεξαρτήσεων. Η τιμή του δείκτη I FMI είναι 1 % όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει περισσότερες από πέντε αλληλεξαρτήσεις με τόπους διαπραγμάτευσης, συστήματα πληρωμών και συστήματα διακανονισμού, και 0 % στις υπόλοιπες περιπτώσεις·

ο δείκτης I CMs αντικατοπτρίζει τη συγκέντρωση των εκκαθαριστικών μελών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η τιμή του δείκτη I CMs είναι 1 % όταν τα πέντε κορυφαία εκκαθαριστικά μέλη του κεντρικού αντισυμβαλλομένου αντιπροσωπεύουν πάνω από το 40 % των συνολικών προχρηματοδοτημένων πόρων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, αθροιστικά για όλες τις υπηρεσίες και τα κεφάλαια εκκαθάρισης, και 0 % στις υπόλοιπες περιπτώσεις. Ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος καθορίζει το μερίδιο των πόρων των πέντε κορυφαίων εκκαθαριστικών μελών βάσει ετήσιου μέσου όρου.

4.   Η εσωτερική οργάνωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Η παράμετρος A 3 αναφέρεται στην αποτελεσματικότητα της εσωτερικής οργάνωσης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η τιμή της παραμέτρου A 3 κυμαίνεται από 0 % έως 5 %. Η παράμετρος A 3 υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

ο δείκτης I Riskco αντικατοπτρίζει την αλληλεπίδραση μεταξύ του συμβουλίου και της επιτροπής κινδύνου που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 28 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012. Η τιμή του I RiskCo είναι 2 % όταν το συμβούλιο του κεντρικού αντισυμβαλλομένου έχει λάβει περισσότερες από 3 αποφάσεις κατά τα τελευταία 3 έτη στις οποίες δεν τηρήθηκε η σύσταση ή η συμβουλευτική θέση της επιτροπής κινδύνου, και 0 % στις υπόλοιπες περιπτώσεις·

ο δείκτης I reporting αντικατοπτρίζει το επίπεδο αναφοράς για την επικύρωση του υποδείγματος. Η τιμή του I reporting είναι 0 % όταν η επικύρωση του υποδείγματος είναι διαρθρωτικά ανεξάρτητη από την ανάπτυξη του υποδείγματος, και 1 % στις υπόλοιπες περιπτώσεις·

ο δείκτης I Riskstaff αντικατοπτρίζει την αναλογία του προσωπικού που διατίθεται στη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων. Η τιμή του I Riskstaff κυμαίνεται μεταξύ 0 % και 2 % και υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου P risk = η αναλογία των ισοδυνάμων πλήρους απασχόλησης για τη διαχείριση κινδύνου ως μέρος των συνολικών ισοδυνάμων πλήρους απασχόλησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων που ανατίθενται σε τρίτους. Η τιμή του δείκτη I Riskstaff είναι 2 % όταν το P risk ισούται με 0 %, και 0 % όταν το P risk ισούται με 20 %.

5.   Η αρτιότητα του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Η παράμετρος A 4 αναφέρεται στην αρτιότητα του πλαισίου διαχείρισης κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η τιμή της παραμέτρου A 4 κυμαίνεται από 0 % έως 8 %. Η παράμετρος A 4 υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

ο δείκτης I BT αντικατοπτρίζει την επάρκεια των περιθωρίων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, όπως αξιολογείται από τους εκ των υστέρων ελέγχους του. Η τιμή του δείκτη I BT κυμαίνεται μεταξύ 0 % και 4 % και υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου P BT = το ποσοστό των λογαριασμών εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, υπολογιζόμενο ως ο αριθμός των λογαριασμών εκκαθάρισης που πληρούν το κριτήριο σε σύγκριση με τον συνολικό αριθμό λογαριασμών εκκαθάρισης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, για τους οποίους οι επιδόσεις του περιθωρίου στους εκ των υστέρων ελέγχους είναι χαμηλότερες από την ελάχιστη απαίτηση του κανονισμού EMIR, όπως ορίζεται στο άρθρο 24 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 153/2013 της Επιτροπής (1) κατά τους τελευταίους 12 μήνες. Η τιμή του I BT είναι 4 %, εάν το P BT είναι 100 %·

ο δείκτης I incident αντικατοπτρίζει την επιχειρησιακή αρτιότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, με βάση τον αριθμό των συμβάντων συναλλαγών. Η τιμή του δείκτη I incident κυμαίνεται μεταξύ 0 % και 2 % και υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου N days = ο αριθμός των ημερών κατά τις οποίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν ήταν σε θέση να διεκπεραιώσει νέες συναλλαγές για 2 ή περισσότερες ώρες κατά τους τελευταίους 12 μήνες. Η τιμή του δείκτη I incident είναι 2 %, εάν η τιμή του N days είναι 10 ημέρες·

ο δείκτης I payments αντικατοπτρίζει την επιχειρησιακή αρτιότητα του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, με βάση τον αριθμό των συμβάντων πληρωμής. Η τιμή του I payments κυμαίνεται μεταξύ 0 % και 2 % και υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου N days = ο αριθμός των ημερών κατά τις οποίες ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος δεν ήταν σε θέση να διεκπεραιώσει ή να λάβει πληρωμές για 2 ή περισσότερες ώρες κατά τους τελευταίους 12 μήνες. Η τιμή του δείκτη I payments είναι 2 %, εάν η τιμή του N days είναι 10 ημέρες.

6.   Εκκρεμή διορθωτικά μέτρα έπειτα από πορίσματα της αρμόδιας για τον κεντρικό αντισυμβαλλόμενο αρχής

Η παράμετρος A 5 αναφέρεται στον αριθμό των σημαντικών διορθωτικών μέτρων που εκκρεμούν έπειτα από πορίσματα της αρμόδιας αρχής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η τιμή της παραμέτρου A 5 κυμαίνεται από 0 % έως 2 %. Η τιμή της παραμέτρου A 5 υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

ο δείκτης I reco αντικατοπτρίζει τα εκκρεμή μέτρα σε θέματα προληπτικής εποπτείας. Η τιμή του I reco είναι 2 % εάν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει τουλάχιστον ένα εκκρεμές διορθωτικό μέτρο έπειτα από πορίσματα της αρμόδιας αρχής του, για το οποίο ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος υπερέβη την προθεσμία που έχει ορίσει η αρμόδια αρχή στο σχέδιο διορθωτικών μέτρων, και 0 % στις υπόλοιπες περιπτώσεις·

για τους σκοπούς αυτού του τύπου, ένα διορθωτικό μέτρο θεωρείται σημαντικό όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος ή η οικεία αρμόδια αρχή έχει αποδώσει στο εν λόγω διορθωτικό μέτρο ύψιστη προτεραιότητα, με βάση είτε τον εσωτερικό πίνακα σημαντικότητας του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είτε την ταξινόμηση της ίδιας της αρμόδιας αρχής.

7.   Ιδιοκτησία, κεφαλαιακή διάρθρωση και κερδοφορία του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Η παράμετρος B 1 αναφέρεται στην ιδιοκτησία και την κεφαλαιακή διάρθρωση του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η τιμή της παραμέτρου B 1 κυμαίνεται από 0 % έως 4 %. Η τιμή της παραμέτρου B 1 υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

ο δείκτης I majority αντικατοπτρίζει τη φύση της μητρικής επιχείρησης του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η τιμή του I majority είναι 2 % όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος έχει μητρική επιχείρηση, εξαιρουμένων των δημόσιων ομίλων, χωρίς διαβάθμιση ή με διαβάθμιση κάτω από τον επενδυτικό βαθμό, και 0 % στις υπόλοιπες περιπτώσεις. Η διαβάθμιση είναι η χειρότερη διαβάθμιση της οντότητας που παρέχεται από εγκεκριμένο οργανισμό αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας·

ο δείκτης I support αντικατοπτρίζει τη στήριξη από τη μητρική επιχείρηση των κεντρικών αντισυμβαλλομένων. Η τιμή του I support είναι 0 % όταν ο κεντρικός αντισυμβαλλόμενος επωφελείται από συμβατικά συμφωνηθείσα σημαντική χρηματοοικονομική στήριξη από τη μητρική του επιχείρηση σε περίπτωση γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονότος μη σχετιζόμενου με αθέτηση υποχρέωσης, συμπεριλαμβανομένων δεσμευμένων πιστώσεων ή ασφαλιστηρίων συμβολαίων, και 2 % στις υπόλοιπες περιπτώσεις.

8.   Αποδοχές των ανώτατων διοικητικών στελεχών

Η παράμετρος B 2 αναφέρεται στον βαθμό στον οποίον οι αποδοχές των ανώτατων διοικητικών στελεχών μπορεί να επηρεαστούν συμβατικά έπειτα από γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης. Η τιμή της παραμέτρου B 2 κυμαίνεται από 0 % έως 2 %. Η τιμή της παραμέτρου B 2 υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

ο δείκτης I %amount αντικατοπτρίζει το ποσοστό των συνολικών μεταβλητών αποδοχών ανώτατων διοικητικών στελεχών που υπόκειται σε ρήτρες ανάκτησης. Η τιμή του I %amount κυμαίνεται μεταξύ 0 % και 1 % και υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου P amount = το ποσοστό των συνολικών ετήσιων μεταβλητών αποδοχών των ανώτατων διοικητικών στελεχών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου που υπόκειται σε ρήτρες ανάκτησης εάν επέλθει γεγονός αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονός μη σχετιζόμενο με αθέτηση υποχρέωσης. Η τιμή του I %amount είναι 1 %, όταν το P amount είναι 0 %·

ο δείκτης I %staff αντικατοπτρίζει το ποσοστό των ανώτατων διοικητικών στελεχών που υπόκεινται σε ρήτρες ανάκτησης σε περίπτωση γεγονότος αθέτησης υποχρέωσης ή γεγονότος μη σχετιζόμενου με αθέτηση υποχρέωσης. Η τιμή του I %staff κυμαίνεται μεταξύ 0 % και 1 % και υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου P %staff = το ποσοστό των ανώτατων διοικητικών στελεχών του κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκφραζόμενο ως % του ετήσιου μέσου όρου των ΙΠΑ ανώτατων διοικητικών στελεχών, που υπόκεινται σε ρήτρα ανάκτησης μεταβλητών αποδοχών.

9.   Η συμμετοχή εκκαθαριστικών μελών και πελατών στη διακυβέρνηση κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου

Η παράμετρος B 3 αναφέρεται στη συμμετοχή εκκαθαριστικών μελών και πελατών στη διακυβέρνηση κινδύνων του κεντρικού αντισυμβαλλομένου. Η τιμή της παραμέτρου B 3 κυμαίνεται από 0 % έως 2 %. Η τιμή της παραμέτρου B 3 υπολογίζεται σύμφωνα με τον ακόλουθο τύπο:

Formula

όπου:

ο δείκτης I investment αντικατοπτρίζει τη συμμετοχή εκκαθαριστικών μελών και πελατών στη διαδικασία λήψης επενδυτικών αποφάσεων. Η τιμή του I investment είναι 0 % όταν τα εκκαθαριστικά μέλη συμμετέχουν στην επενδυτική απόφαση και φέρουν μέρος των δυνητικών ζημιών, και 1 % στις υπόλοιπες περιπτώσεις. Για τον προσδιορισμό της τιμής του δείκτη I investment , οι κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι θεωρούν ότι τα εκκαθαριστικά μέλη συμμετέχουν στην επενδυτική απόφαση όταν ζητείται η γνώμη τους είτε κατά τη διαδικασία έγκρισης της επενδυτικής πολιτικής του κεντρικού αντισυμβαλλομένου είτε σε κάθε χωριστή επενδυτική απόφαση·

ο δείκτης I incentives αντικατοπτρίζει τα κίνητρα για τα εκκαθαριστικά μέλη στη διαδικασία διαχείρισης της αθέτησης υποχρέωσης. Η τιμή του I incentives είναι 0 % όταν υπάρχουν κίνητρα για τη συμμετοχή των εκκαθαριστικών μελών στη διαδικασία διαχείρισης της αθέτησης υποχρέωσης, και 1 % στις υπόλοιπες περιπτώσεις.


(1)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 153/2013 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2012,για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τουΣυμβουλίου όσον αφορά τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα σχετικά με τις απαιτήσεις για τουςκεντρικούς αντισυμβαλλομένους (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (ΕΕ L 52 της 23.2.2013, σ. 41).


Top