EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32022L2557

Οδηγία (ΕΕ) 2022/2557 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Δεκεμβρίου 2022 για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων και την κατάργηση της οδηγίας 2008/114/ΕΚ του Συμβουλίου (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

PE/51/2022/REV/1

ΕΕ L 333 της 27.12.2022, p. 164–198 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, GA, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dir/2022/2557/oj

27.12.2022   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 333/164


ΟΔΗΓΙΑ (ΕΕ) 2022/2557 ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 14ης Δεκεμβρίου 2022

για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων και την κατάργηση της οδηγίας 2008/114/ΕΚ του Συμβουλίου

(Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 114,

Έχοντας υπόψη την πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,

Κατόπιν διαβίβασης του σχεδίου νομοθετικής πράξης στα εθνικά κοινοβούλια,

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (1),

Έχοντας υπόψη τη γνώμη της Επιτροπής των Περιφερειών (2),

Αποφασίζοντας σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία (3),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Οι κρίσιμες οντότητες, ως πάροχοι βασικών υπηρεσιών, διαδραματίζουν θεμελιώδη ρόλο στη διατήρηση ζωτικών κοινωνικών λειτουργιών ή οικονομικών δραστηριοτήτων στην εσωτερική αγορά σε μια ολοένα και πιο αλληλεξαρτώμενη οικονομία της Ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να καθοριστεί ένα ενωσιακό πλαίσιο με σκοπό τόσο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων στην εσωτερική αγορά με τον καθορισμό εναρμονισμένων ελάχιστων κανόνων όσο και την παροχή συνδρομής σε αυτές μέσω συνεκτικών και ειδικών μέτρων στήριξης και εποπτείας.

(2)

Η οδηγία 2008/114/ΕΚ του Συμβουλίου (4) καθορίζει διαδικασία για τον χαρακτηρισμό των ευρωπαϊκών υποδομών ζωτικής σημασίας στους τομείς της ενέργειας και των μεταφορών, των οποίων η διακοπή λειτουργίας ή η καταστροφή θα είχε σημαντικό διασυνοριακό αντίκτυπο σε τουλάχιστον δύο κράτη μέλη. Η εν λόγω οδηγία εστιάζει αποκλειστικά στην προστασία τέτοιων υποδομών. Ωστόσο, η αξιολόγηση της οδηγίας 2008/114/ΕΚ, η οποία διενεργήθηκε το 2019, κατέδειξε ότι λόγω του ολοένα και πιο διασυνδεδεμένου και διασυνοριακού χαρακτήρα των λειτουργιών που χρησιμοποιούν υποδομές ζωτικής σημασίας, τα μέτρα προστασίας που αφορούν μόνο επιμέρους περιουσιακά στοιχεία δεν επαρκούν για την πρόληψη όλων των πιθανών διαταραχών. Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο να μετατοπιστεί η προσέγγιση προς τη διασφάλιση ότι οι κίνδυνοι λαμβάνονται καλύτερα υπόψη, ότι ο ρόλος και τα καθήκοντα των κρίσιμων οντοτήτων ως παρόχων υπηρεσιών που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς καθορίζονται καλύτερα και με συνέπεια, και ότι θεσπίζονται ενωσιακοί κανόνες για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων. Οι κρίσιμες οντότητες θα πρέπει να είναι σε θέση να ενισχύουν την ικανότητά τους να προλαμβάνουν, να προστατεύουν, να αντιδρούν, να αντιστέκονται, να μετριάζουν, να απορροφούν, να προσαρμόζονται και να ανακάμπτουν από περιστατικά που ενδέχεται να διαταράξουν την παροχή βασικών υπηρεσιών.

(3)

Μολονότι ορισμένα μέτρα σε ενωσιακό επίπεδο, όπως το Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα για την Προστασία των Υποδομών Ζωτικής Σημασίας, και σε εθνικό επίπεδο αποσκοπούν στην υποστήριξη της προστασίας των υποδομών ζωτικής σημασίας στην Ένωση, θα πρέπει να γίνουν περισσότερα ώστε οι οντότητες που διαχειρίζονται τέτοιες υποδομές να είναι καλύτερα εξοπλισμένες με σκοπό την αντιμετώπιση των κινδύνων που απειλούν τη λειτουργία τους και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διαταραχές στην παροχή βασικών υπηρεσιών. Θα πρέπει επίσης να γίνουν περισσότερα για τον καλύτερο εξοπλισμό αυτών των οντοτήτων, διότι υπάρχει ένα δυναμικό τοπίο απειλών, που περιλαμβάνει τις εξελισσόμενες υβριδικές και τρομοκρατικές απειλές, και τις αυξανόμενες αλληλεξαρτήσεις μεταξύ υποδομών και τομέων. Επιπλέον, υπάρχουν αυξανόμενοι φυσικοί κίνδυνοι λόγω φυσικών καταστροφών και της κλιματικής αλλαγής, η οποία εντείνει τη συχνότητα και την κλίμακα των συμβάντων που οφείλονται σε ακραία καιρικά φαινόμενα και επιφέρει μακροπρόθεσμες αλλαγές στις μέσες κλιματικές συνθήκες οι οποίες μπορούν να μειώσουν την ικανότητα, την αποδοτικότητα και τη διάρκεια ζωής ορισμένων ειδών υποδομών, αν δεν έχουν ληφθεί μέτρα προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή. Επιπλέον, η εσωτερική αγορά χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό όσον αφορά τον προσδιορισμό των κρίσιμων οντοτήτων, διότι οι συναφείς τομείς και κατηγορίες οντοτήτων δεν αναγνωρίζονται με συνεπή τρόπο ως κρίσιμες οντότητες σε όλα τα κράτη μέλη. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία θα πρέπει να επιτύχει ένα αξιόπιστο επίπεδο εναρμόνισης όσον αφορά τους τομείς και τις κατηγορίες οντοτήτων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της.

(4)

Αν και ορισμένοι τομείς της οικονομίας, οι τομείς της ενέργειας και των μεταφορών, ρυθμίζονται ήδη από ειδικές τομεακές νομοθετικές πράξεις της Ένωσης, οι εν λόγω νομοθετικές πράξεις περιλαμβάνουν διατάξεις που αφορούν μόνον ορισμένες πτυχές της ανθεκτικότητας των οντοτήτων που δραστηριοποιούνται στους εν λόγω τομείς. Προκειμένου να καλυφθεί με ολοκληρωμένο τρόπο η ανθεκτικότητα των οντοτήτων που είναι κρίσιμες για την ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, η παρούσα οδηγία δημιουργεί ένα γενικό πλαίσιο για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων έναντι όλων των κινδύνων, είτε φυσικών είτε ανθρωπογενών, τυχαίων ή εκούσιων.

(5)

Οι αυξανόμενες αλληλεξαρτήσεις μεταξύ υποδομών και τομέων είναι το αποτέλεσμα ενός ολοένα και πιο διασυνοριακού και αλληλεξαρτώμενου δικτύου παροχής υπηρεσιών που χρησιμοποιεί βασικές υποδομές σε ολόκληρη την Ένωση στους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών, των τραπεζών, του πόσιμου νερού, των λυμάτων, της παραγωγής, μεταποίησης και διανομής τροφίμων, της υγείας, του διαστήματος, των υποδομών χρηματοπιστωτικών αγορών και ορισμένων πτυχών της δημόσιας διοίκησης. Ο τομέας του διαστήματος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας όσον αφορά την παροχή ορισμένων υπηρεσιών που εξαρτάται από επίγειες υποδομές των οποίων η κυριότητα, η διαχείριση και η λειτουργία ανήκει είτε σε κράτη μέλη είτε σε ιδιώτες. Ως εκ τούτου, υποδομές των οποίων η κυριότητα, η διαχείριση ή η λειτουργία ανήκει στην Ένωση ή γίνεται εξ ονόματός της στο πλαίσιο του διαστημικού προγράμματός της δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας.

Όσον αφορά τον τομέα της ενέργειας και, ειδικότερα, τις μεθόδους παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας (σε σχέση με την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας), γίνεται κατανοητό ότι, όπου κρίνεται αναγκαίο, στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας δύνανται να περιλαμβάνονται τα μέρη μετάδοσης της ηλεκτρικής ενέργειας των πυρηνικών σταθμών παραγωγής ενέργειας, αλλά εξαιρούνται τα αμιγώς πυρηνικά τμήματα που καλύπτονται από συνθήκες και το ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων σχετικών νομικών πράξεων της Ένωσης σχετικά με την πυρηνική ενέργεια. Η διαδικασία προσδιορισμού των κρίσιμων οντοτήτων στον τομέα των τροφίμων θα πρέπει να αντικατοπτρίζει καταλλήλως τη φύση της εσωτερικής αγοράς στον εν λόγω τομέα και τους εκτενείς ενωσιακούς κανόνες που σχετίζονται με τις γενικές αρχές και απαιτήσεις της νομοθεσίας για τα τρόφιμα και της ασφάλειας των τροφίμων. Ως εκ τούτου, προκειμένου να διασφαλιστεί η ύπαρξη μιας αναλογικής προσέγγισης και να αποτυπωθεί καταλλήλως ο ρόλος και η σημασία των οντοτήτων αυτών σε εθνικό επίπεδο, οι κρίσιμες οντότητες θα πρέπει να προσδιορίζονται μόνο μεταξύ επιχειρήσεων τροφίμων, κερδοσκοπικών ή μη, δημόσιων ή ιδιωτικών, οι οποίες δραστηριοποιούνται αποκλειστικά στην εφοδιαστική, χονδρική διανομή, και στη βιομηχανική παραγωγή και μεταποίηση μεγάλης κλίμακας με σημαντικό μερίδιο αγοράς, όπως παρατηρείται σε εθνικό επίπεδο. Ως συνέπεια των εν λόγω αλληλεξαρτήσεων, οποιαδήποτε διαταραχή στην παροχή βασικών υπηρεσιών, ακόμη και αν αρχικά περιορίζεται σε μία οντότητα ή έναν τομέα, μπορεί να προκαλέσει ευρύτερες αλυσιδωτές επιπτώσεις και ενδεχομένως να οδηγήσει σε εκτεταμένες και μακροπρόθεσμες αρνητικές επιπτώσεις στην παροχή υπηρεσιών σε ολόκληρη την εσωτερική αγορά. Μείζονες κρίσεις, όπως η πανδημία της COVID-19, κατέδειξαν την ευπάθεια των ολοένα και πιο αλληλεξαρτώμενων κοινωνιών μας απέναντι σε κινδύνους μικρής πιθανότητας με μεγάλο αντίκτυπο.

(6)

Οι οντότητες που συμμετέχουν στην παροχή βασικών υπηρεσιών υπόκεινται ολοένα και περισσότερο σε αποκλίνουσες απαιτήσεις, που επιβάλλονται από το εθνικό δίκαιο. Το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη επιβάλλουν λιγότερο αυστηρές απαιτήσεις ασφάλειας στις εν λόγω οντότητες όχι μόνο οδηγεί σε ποικίλα επίπεδα ανθεκτικότητας, αλλά και ενέχει τον κίνδυνο να επηρεάσει αρνητικά τη διατήρηση ζωτικών κοινωνικών λειτουργιών ή οικονομικών δραστηριοτήτων σε ολόκληρη την Ένωση, και προκαλεί εμπόδια στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Οι επενδυτές και οι εταιρείες μπορούν να βασίζονται στις ανθεκτικές κρίσιμες οντότητες και να τις εμπιστεύονται, αφού η αξιοπιστία και η εμπιστοσύνη αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους μιας εύρυθμης εσωτερικής αγοράς. Παρόμοια είδη οντοτήτων θεωρούνται κρίσιμα σε ορισμένα κράτη μέλη αλλά όχι σε άλλα, ενώ και οι οντότητες που έχουν προσδιοριστεί ως κρίσιμες υπόκεινται σε αποκλίνουσες απαιτήσεις σε διαφορετικά κράτη μέλη. Η κατάσταση αυτή οδηγεί σε πρόσθετες και περιττές διοικητικές επιβαρύνσεις για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε διασυνοριακό επίπεδο, κυρίως για τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε κράτη μέλη με αυστηρότερες απαιτήσεις. Επομένως, ένα ενωσιακό πλαίσιο θα είχε επίσης ως αποτέλεσμα την εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού για τις κρίσιμες οντότητες σε ολόκληρη την Ένωση.

(7)

Είναι αναγκαίο να καθοριστούν εναρμονισμένοι ελάχιστοι κανόνες για τη διασφάλιση της παροχής βασικών υπηρεσιών στην εσωτερική αγορά, την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων και τη βελτίωση της διασυνοριακής συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών. Είναι σημαντικό οι κανόνες αυτοί να είναι διαχρονικοί ως προς τον σχεδιασμό και την εφαρμογή τους, και παράλληλα να εξασφαλίζουν την αναγκαία ευελιξία. Επίσης, έχει ζωτική σημασία να βελτιωθεί η ικανότητα των κρίσιμων οντοτήτων να παρέχουν βασικές υπηρεσίες έναντι ποικίλων κινδύνων.

(8)

Για την επίτευξη υψηλού επιπέδου ανθεκτικότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίσουν τις κρίσιμες οντότητες που θα υπόκεινται σε ειδικές απαιτήσεις και εποπτεία και θα λαμβάνουν ιδιαίτερη στήριξη και καθοδήγηση έναντι όλων των συναφών κινδύνων.

(9)

Δεδομένης της σημασίας της κυβερνοασφάλειας για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων και για λόγους συνοχής, θα πρέπει να διασφαλιστεί, όπου είναι δυνατόν, συνοχή μεταξύ των προσεγγίσεων της παρούσας οδηγίας και της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5). Υπό το φως της μεγαλύτερης συχνότητας και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των κινδύνων στον κυβερνοχώρο, η οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 επιβάλλει ολοκληρωμένες απαιτήσεις σε ένα ευρύ σύνολο οντοτήτων με στόχο τη διασφάλιση της κυβερνοασφάλειάς τους. Δεδομένου ότι η κυβερνοασφάλεια αντιμετωπίζεται επαρκώς από την οδηγία (ΕΕ) 2022/2555, τα ζητήματα που καλύπτονται από την εν λόγω οδηγία θα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας, χωρίς να θίγεται το ειδικό καθεστώς των οντοτήτων του τομέα των ψηφιακών υποδομών.

(10)

Όταν διατάξεις τομεακών νομοθετικών πράξεων της Ένωσης απαιτούν από κρίσιμες οντότητες να λάβουν μέτρα για την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους και όταν οι εν λόγω απαιτήσεις αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη, ως τουλάχιστον ισοδύναμες με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, οι σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται, ώστε να αποφεύγονται οι αλληλεπικαλύψεις και οι περιττές επιβαρύνσεις. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις αυτών των νομοθετικών πράξεων της Ένωσης. Όταν δεν εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας, δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται ούτε οι διατάξεις περί εποπτείας και επιβολής που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία.

(11)

Η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις αρμοδιότητες των κρατών μελών και των αρχών τους όσον αφορά τη διοικητική αυτονομία, ή την ευθύνη τους για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας και άμυνας ή την εξουσία τους να διαφυλάσσουν άλλες ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, ιδίως όσον αφορά τη δημόσια ασφάλεια, την εδαφική ακεραιότητα και τη διατήρηση της δημόσιας τάξης. Η εξαίρεση των φορέων δημόσιας διοίκησης από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να ισχύει για τους φορείς των οποίων οι δραστηριότητες ασκούνται κατά κύριο λόγο στους τομείς της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας ασφάλειας, της άμυνας ή της επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης, ανίχνευσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων. Εν τούτοις, οι φορείς δημόσιας διοίκησης των οποίων οι δραστηριότητες σχετίζονται μόνον οριακά με τους εν λόγω τομείς θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, οι φορείς που διαθέτουν κανονιστικές αρμοδιότητες δεν θεωρείται ότι ασκούν δραστηριότητες στον τομέα της επιβολής του νόμου και, ως εκ τούτου, δεν εξαιρούνται για τους λόγους αυτούς από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Οι φορείς δημόσιας διοίκησης που ιδρύονται από κοινού με τρίτη χώρα δυνάμει διεθνούς συμφωνίας, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στις διπλωματικές και προξενικές αποστολές των κρατών μελών σε τρίτες χώρες.

Ορισμένες κρίσιμες οντότητες ασκούν δραστηριότητες στους τομείς της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας ασφάλειας, της άμυνας ή της επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης, του εντοπισμού και της δίωξης ποινικών αδικημάτων, ή παρέχουν υπηρεσίες αποκλειστικά σε φορείς δημόσιας διοίκησης οι οποίοι ασκούν δραστηριότητες κατά κύριο λόγο στους εν λόγω τομείς. Δεδομένης της ευθύνης που υπέχουν για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας και άμυνας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να αποφασίσουν ότι οι υποχρεώσεις των κρίσιμων οντοτήτων που θεσπίζονται στην παρούσα οδηγία δεν ισχύουν, εν όλω ή εν μέρει, για τις εν λόγω κρίσιμες οντότητες, εάν οι υπηρεσίες που παρέχουν ή οι δραστηριότητες που ασκούν σχετίζονται κατά κύριο λόγο με τους τομείς της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας ασφάλειας, της άμυνας ή της επιβολής του νόμου συμπεριλαμβανομένης της διερεύνησης, του εντοπισμού και της δίωξης ποινικών αδικημάτων. Οι κρίσιμες οντότητες των οποίων οι υπηρεσίες ή οι δραστηριότητες σχετίζονται μόνον οριακά με τους εν λόγω τομείς θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας. Κανένα κράτος μέλος δεν θα πρέπει να υποχρεούται να παρέχει πληροφορίες, η γνωστοποίηση των οποίων θα ήταν αντίθετη προς τα ουσιώδη συμφέροντα της εθνικής του ασφάλειας. Οι ενωσιακοί ή εθνικοί κανόνες για την προστασία διαβαθμισμένων πληροφοριών και οι συμφωνίες εμπιστευτικότητας είναι σημαντικές εν προκειμένω.

(12)

Προκειμένου να μην τίθεται σε κίνδυνο η εθνική ασφάλεια ή η ασφάλεια και τα εμπορικά συμφέροντα των κρίσιμων οντοτήτων, οι ευαίσθητες πληροφορίες θα πρέπει να προσεγγίζονται, να ανταλλάσσονται και να τυγχάνουν χειρισμού με σύνεση και ιδιαίτερη προσοχή στους διαύλους διαβίβασης και τις ικανότητες αποθήκευσης που χρησιμοποιούνται.

(13)

Για να διασφαλιστεί μια ολοκληρωμένη προσέγγιση όσον αφορά την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να έχει θεσπίσει στρατηγική για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων («στρατηγική»). Η στρατηγική θα πρέπει να καθορίζει τους στρατηγικούς στόχους και τα μέτρα πολιτικής που πρέπει να εφαρμοστούν. Για λόγους συνοχής και αποτελεσματικότητας, η στρατηγική θα πρέπει να σχεδιαστεί έτσι ώστε να ενσωματώνουν απρόσκοπτα τις υφιστάμενες πολιτικές, αξιοποιώντας, όπου είναι δυνατόν, τις σχετικές υφιστάμενες εθνικές και τομεακές στρατηγικές, σχέδια ή παρόμοια έγγραφα. Για να επιτευχθεί ολοκληρωμένη προσέγγιση, τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι στρατηγικές τους παρέχουν ένα πλαίσιο πολιτικής για ενισχυμένο συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών βάσει της παρούσας οδηγίας και των αρμόδιων αρχών βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555 όσον αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας, τις απειλές και τα περιστατικά στον κυβερνοχώρο και τους κινδύνους, τις απειλές και τα περιστατικά εκτός κυβερνοχώρου καθώς και στο πλαίσιο της άσκησης εποπτικών καθηκόντων. Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις στρατηγικές τους, θα πρέπει να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τον υβριδικό χαρακτήρα των απειλών κατά των κρίσιμων οντοτήτων.

(14)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις στρατηγικές τους και τις ουσιώδεις επικαιροποιήσεις τους, ιδίως για να μπορεί η Επιτροπή να αξιολογεί την ορθή εφαρμογή της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τις προσεγγίσεις πολιτικής για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων σε εθνικό επίπεδο. Εάν χρειάζεται, οι στρατηγικές θα μπορούν να κοινοποιούνται ως διαβαθμισμένες πληροφορίες.. Η Επιτροπή θα πρέπει να καταρτίσει συνοπτική έκθεση των στρατηγικών που κοινοποιούνται από τα κράτη μέλη, η οποία θα χρησιμεύσει ως βάση για ανταλλαγές με σκοπό τον εντοπισμό βέλτιστων πρακτικών και ζητημάτων κοινού ενδιαφέροντος στο πλαίσιο της ομάδας για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων. Λόγω του ευαίσθητου χαρακτήρα των συγκεντρωτικών πληροφοριών, διαβαθμισμένων και μη, που περιλαμβάνονται στη συνοπτική έκθεση η Επιτροπή θα πρέπει να διαχειρίζεται τη συνοπτική έκθεση με τον δέοντα βαθμό επίγνωσης όσον αφορά την ασφάλεια των κρίσιμων οντοτήτων, των κρατών μελών και της Ένωσης. Η συνοπτική έκθεση και οι στρατηγικές θα πρέπει να προστατεύονται από παράνομες ή κακόβουλες ενέργειες και θα πρέπει να είναι προσβάσιμες μόνον από εξουσιοδοτημένα πρόσωπα για την εκπλήρωση των στόχων της παρούσας οδηγίας. Η κοινοποίηση των στρατηγικών και των ουσιωδών επικαιροποιήσεών τους θα πρέπει επίσης να βοηθήσει την Επιτροπή στην κατανόηση των εξελίξεων όσον αφορά τις προσεγγίσεις για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων και θα τροφοδοτεί την παρακολούθηση του αντικτύπου και της προστιθέμενης αξίας της παρούσας οδηγίας, την οποία η Επιτροπή θα επανεξετάζει τακτικά.

(15)

Οι δράσεις των κρατών μελών για τον προσδιορισμό και την υποστήριξη της διασφάλισης της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων θα πρέπει να ακολουθούν μια προσέγγιση βάσει κινδύνων, η οποία θα εστιάζει στις οντότητες με τη μεγαλύτερη σημασία για τη διεξαγωγή ζωτικών κοινωνικών λειτουργιών ή οικονομικών δραστηριοτήτων. Για τη διασφάλιση μιας τέτοιας στοχευμένης προσέγγισης, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να διενεργεί, εντός εναρμονισμένου πλαισίου, εκτίμηση των σχετικών φυσικών και ανθρωπογενών κινδύνων, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων διατομεακής ή διασυνοριακής φύσης, που ενδέχεται να επηρεάσουν την παροχή βασικών υπηρεσιών, στους οποίους περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, ατυχήματα, φυσικές καταστροφές, καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας –όπως οι πανδημίες και, οι υβριδικές απειλές ή άλλες ανταγωνιστικές απειλές, συμπεριλαμβανομένων των τρομοκρατικών εγκλημάτων, της διείσδυσης εγκληματικών στοιχείων και της δολιοφθοράς («εκτίμηση κινδύνου από τα κράτη μέλη»). Κατά τη διενέργεια των εκτιμήσεων κινδύνων από τα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους άλλες γενικές ή ειδικές τομεακές εκτιμήσεις κινδύνων που έχουν διενεργηθεί βάσει άλλων νομοθετικών πράξεων της Ένωσης, και θα πρέπει να εξετάζουν τον βαθμό στον οποίο οι τομείς εξαρτώνται ο ένας από τον άλλον, συμπεριλαμβανομένων των τομέων σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες. Το αποτέλεσμα των εκτιμήσεων κινδύνων από τα κράτη μέλη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τους σκοπούς προσδιορισμού των κρίσιμων οντοτήτων και για την υποστήριξη των εν λόγω οντοτήτων προκειμένου να εκπληρώσουν τις απαιτήσεις τους περί ανθεκτικότητας. Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται μόνο στα κράτη μέλη και στις κρίσιμες οντότητες που δραστηριοποιούνται εντός της Ένωσης. Ωστόσο, η εμπειρογνωσία και οι γνώσεις που παράγονται από τις αρμόδιες αρχές, ιδίως μέσω εκτιμήσεων κινδύνων, και από την Επιτροπή, ιδίως μέσω διαφόρων μορφών στήριξης και συνεργασίας, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τις ισχύουσες νομικές πράξεις, προς όφελος τρίτων χωρών, ιδίως στην άμεση γειτονία της Ένωσης, τροφοδοτώντας την υφιστάμενη συνεργασία για την ανθεκτικότητα.

(16)

Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι όλες οι συναφείς οντότητες υπόκεινται στις απαιτήσεις περί ανθεκτικότητας της παρούσας οδηγίας και για να μειωθούν οι αποκλίσεις εν προκειμένω, είναι σημαντικό να θεσπιστούν εναρμονισμένοι κανόνες που να καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό των κρίσιμων οντοτήτων με τρόπο συνεπή σε ολόκληρη την Ένωση και, παράλληλα, να δίνουν στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να αποτυπώνουν καταλλήλως τον ρόλο και τη σημασία των οντοτήτων αυτών σε εθνικό επίπεδο. Όταν εφαρμόζει τα κριτήρια που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να προσδιορίζει τις οντότητες οι οποίες παρέχουν μία ή περισσότερες βασικές υπηρεσίες και δραστηριοποιούνται και διαθέτουν υποδομή ζωτικής σημασίας στο έδαφός του. Μια οντότητα θα πρέπει να θεωρείται ότι δραστηριοποιείται στο έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο ασκεί δραστηριότητες που είναι αναγκαίες για την εν λόγω βασική υπηρεσία ή υπηρεσίες, και στο οποίο βρίσκεται η υποδομή ζωτικής σημασίας της εν λόγω οντότητας, η οποία χρησιμοποιείται για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή υπηρεσιών. Εάν σε κράτος μέλος δεν υπάρχει οντότητα που να πληροί αυτά τα κριτήρια, το κράτος μέλος δεν θα πρέπει να υποχρεούται να προσδιορίσει κρίσιμη οντότητα στον αντίστοιχο τομέα ή υποτομέα. Για λόγους αποτελεσματικότητας, αποδοτικότητας, συνέπειας και ασφάλειας δικαίου, θα πρέπει να θεσπιστούν κατάλληλοι κανόνες για την ενημέρωση των οντοτήτων ότι έχουν χαρακτηριστεί ως κρίσιμες οντότητες.

(17)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποβάλλουν στην Επιτροπή, κατά τρόπο που να πληροί τους στόχους της παρούσας οδηγίας, κατάλογο των βασικών υπηρεσιών, τον αριθμό των κρίσιμων οντοτήτων που έχουν προσδιοριστεί για καθέναν από τους τομείς και υποτομείς που αναφέρονται στο παράρτημα και για τη βασική υπηρεσία ή υπηρεσίες που παρέχει κάθε οντότητα και, εφόσον εφαρμόζονται, τα κατώτατα όρια. Θα πρέπει να είναι δυνατόν να παρουσιάζονται τα κατώτατα όρια ως έχουν ή σε συγκεντρωτική μορφή, πράγμα που σημαίνει ότι οι πληροφορίες μπορούν να υπολογίζονται κατά μέσο όρο ανά γεωγραφική περιοχή, ανά έτος, ανά τομέα, ανά υποτομέα ή με άλλα μέσα, και μπορούν να περιλαμβάνουν στοιχεία σχετικά με το εύρος των παρεχόμενων δεικτών.

(18)

Θα πρέπει να καθοριστούν κριτήρια προκειμένου να προσδιορίζεται πόσο σημαντική είναι η διαταραχή που προκαλείται από ένα περιστατικό. Τα εν λόγω κριτήρια θα πρέπει να βασίζονται στα κριτήρια που προβλέπονται στην οδηγία (ΕΕ) 2016/1148 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6) ώστε να αξιοποιηθούν οι προσπάθειες που έχουν καταβληθεί από τα κράτη μέλη για τον προσδιορισμό των φορέων εκμετάλλευσης βασικών υπηρεσιών, όπως ορίζονται στην εν λόγω οδηγία και η εμπειρία που έχει αποκτηθεί συναφώς. Μείζονες κρίσεις, όπως η πανδημία της COVID-19, κατέδειξαν πόσο σημαντική είναι η εγγύηση της ασφάλειας της αλυσίδας εφοδιασμού και πώς η διατάραξη της λειτουργίας της μπορεί να έχει αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις σε πολλούς τομείς και σε διασυνοριακό επίπεδο. Συνεπώς, τα κράτη μέλη θα πρέπει επίσης να εξετάζουν τις επιπτώσεις στην αλυσίδα εφοδιασμού, στο μέτρο του δυνατού, κατά τον καθορισμό του βαθμού στον οποίο άλλοι τομείς και υποτομείς εξαρτώνται από την απαραίτητη υπηρεσία που παρέχεται από μια κρίσιμη οντότητα.

(19)

Σύμφωνα με την ισχύουσα ενωσιακή και εθνική νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού (ΕΕ) 2019/452 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), ο οποίος θεσπίζει ένα πλαίσιο για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ένωση, η πιθανή απειλή που δημιουργεί η ξένη ιδιοκτησία κρίσιμων υποδομών εντός της Ένωσης πρέπει να αναγνωριστεί, διότι οι υπηρεσίες, η οικονομία και η ελεύθερη κυκλοφορία και η ασφάλεια των πολιτών της Ένωσης εξαρτώνται από την ορθή λειτουργία κρίσιμων υποδομών.

(20)

Η οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 απαιτεί από τις οντότητες που ανήκουν στον τομέα των ψηφιακών υποδομών, οι οποίες ενδέχεται να χαρακτηριστούν κρίσιμες οντότητες βάσει της παρούσας οδηγίας, να λαμβάνουν κατάλληλα και αναλογικά τεχνικά, επιχειρησιακά και οργανωτικά μέτρα για τη διαχείριση των κινδύνων που απειλούν την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών και για την κοινοποίηση σημαντικών περιστατικών και κυβερνοαπειλών. Δεδομένου ότι οι απειλές για την ασφάλεια των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών μπορεί να έχουν διαφορετικές προελεύσεις, η οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 εφαρμόζει μια προσέγγιση «έναντι όλων των κινδύνων» που περιλαμβάνει την ανθεκτικότητα των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών, καθώς και των υλικών συστατικών στοιχείων και του περιβάλλοντος των εν λόγω συστημάτων.

Δεδομένου ότι οι απαιτήσεις που καθορίζονται στην οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 εν προκειμένω είναι τουλάχιστον ισοδύναμες με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, οι υποχρεώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 11 και τα κεφάλαια III, IV και VI της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται σε οντότητες που ανήκουν στον τομέα των ψηφιακών υποδομών ώστε να αποφεύγονται οι αλληλεπικαλύψεις και η περιττή διοικητική επιβάρυνση. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των υπηρεσιών που παρέχονται από οντότητες που ανήκουν στον τομέα των ψηφιακών υποδομών σε κρίσιμες οντότητες που ανήκουν σε όλους τους άλλους τομείς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίζουν, με βάση τα κριτήρια και με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία οντότητες που ανήκουν στον τομέα των ψηφιακών υποδομών ως κρίσιμες οντότητες. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι στρατηγικές, οι εκτιμήσεις κινδύνων από τα κράτη μέλη και τα μέτρα στήριξης που καθορίζονται στο κεφάλαιο ΙΙ της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις του εθνικού δικαίου για την επίτευξη υψηλότερου επιπέδου ανθεκτικότητας για τις εν λόγω κρίσιμες οντότητες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω διατάξεις συνάδουν με το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο.

(21)

Το δίκαιο της Ένωσης στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών επιβάλλει στις χρηματοπιστωτικές οντότητες ολοκληρωμένες υποχρεώσεις να διαχειρίζονται όλους τους κινδύνους τους οποίους αντιμετωπίζουν, συμπεριλαμβανομένων των λειτουργικών κινδύνων, και να διασφαλίζουν την επιχειρησιακή συνέχεια. Στο εν λόγω δίκαιο περιλαμβάνονται οι κανονισμοί (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (8), (ΕΕ) αριθ. 575/2013 (9) και (ΕΕ) αριθ. 600/2014 (10) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και οι οδηγίες 2013/36/ΕΕ (11) και 2014/65/ΕΕ (12) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου. Το νομικό πλαίσιο αυτό συμπληρώνεται με τον κανονισμό (ΕΕ) 2022/2554 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13), ο οποίος θεσπίζει υποχρεώσεις που ισχύουν για τις χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις όσον αφορά τη διαχείριση των κινδύνων από την τεχνολογία πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ), μεταξύ άλλων και σχετικά με την προστασία των υλικών υποδομών ΤΠΕ. Δεδομένου, επομένως, ότι η ανθεκτικότητα των εν λόγω οντοτήτων καλύπτεται λεπτομερώς, το άρθρο 11 και τα κεφάλαια III, IV και VI της παρούσας οδηγίας δεν θα πρέπει να εφαρμόζονται στις εν λόγω οντότητες, ώστε να αποφεύγονται οι αλληλεπικαλύψεις και η περιττή διοικητική επιβάρυνση.

Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας των υπηρεσιών που παρέχονται από οντότητες του χρηματοπιστωτικού τομέα σε κρίσιμες οντότητες που ανήκουν σε όλους τους άλλους τομείς, τα κράτη μέλη θα πρέπει να προσδιορίζουν, με βάση τα κριτήρια και με τη διαδικασία που προβλέπεται στην παρούσα οδηγία, οντότητες των χρηματοπιστωτικών τομέων ως κρίσιμες οντότητες. Κατά συνέπεια, θα πρέπει να εφαρμόζονται οι στρατηγικές, οι εκτιμήσεις κινδύνων από τα κράτη μέλη και τα μέτρα στήριξης που καθορίζονται στο κεφάλαιο ΙΙ της παρούσας οδηγίας. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις του εθνικού δικαίου για την επίτευξη υψηλότερου επιπέδου ανθεκτικότητας για τις εν λόγω κρίσιμες οντότητες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι διατάξεις συνάδουν με το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο.

(22)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν ή να συστήσουν αρχές αρμόδιες για την εποπτεία της εφαρμογής, και, όταν είναι απαραίτητο, την επιβολή των κανόνων της παρούσας οδηγίας και να διασφαλίζουν ότι οι εν λόγω αρχές διαθέτουν κατάλληλες εξουσίες και πόρους. Δεδομένων των διαφορών μεταξύ των εθνικών δομών διακυβέρνησης, προκειμένου να μην υπονομευθούν ήδη υφιστάμενες τομεακές ρυθμίσεις ή εποπτικοί και ρυθμιστικοί φορείς της Ένωσης, και προς αποφυγή αλληλεπικαλύψεων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να ορίσουν ή να συστήσουν περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές. Όταν τα κράτη μέλη ορίσουν ή συστήσουν περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές θα πρέπει να οριοθετήσουν σαφώς τα αντίστοιχα καθήκοντα των εκάστοτε αρχών και να διασφαλίσουν ότι αυτές συνεργάζονται απρόσκοπτα και αποτελεσματικά. Όλες οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει επίσης να συνεργάζονται γενικότερα με άλλες σχετικές αρχές, τόσο σε ενωσιακό όσο και σε εθνικό επίπεδο.

(23)

Προκειμένου να διευκολύνεται η διασυνοριακή συνεργασία και επικοινωνία και να είναι δυνατή η αποτελεσματική εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, κάθε κράτος μέλος θα πρέπει, με την επιφύλαξη των απαιτήσεων των τομεακών νομικών πράξεων της Ένωσης, να ορίσει ένα ενιαίο σημείο επαφής υπεύθυνο για τον συντονισμό των ζητημάτων που άπτονται της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων και της σχετικής διασυνοριακής συνεργασίας σε ενωσιακό επίπεδο («ενιαίο σημείο επαφής»), κατά περίπτωση εντός αρμόδιας αρχής. Κάθε ενιαίο σημείο επαφής θα πρέπει να λειτουργεί ως σύνδεσμος και να συντονίζει την επικοινωνία, κατά περίπτωση, με τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους του, με τα ενιαία σημεία επαφής άλλων κρατών μελών και με την ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων.

(24)

Οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 θα πρέπει να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες όσον αφορά τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας, τις απειλές και τα περιστατικά στον κυβερνοχώρο και τους κινδύνους, τις απειλές και τα περιστατικά εκτός κυβερνοχώρου που επηρεάζουν κρίσιμες οντότητες, καθώς και σε σχέση με τα οικεία μέτρα που λαμβάνονται από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία και τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2022/2555. Είναι σημαντικό τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία και στην οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 εφαρμόζονται συμπληρωματικά και ότι οι κρίσιμες οντότητες δεν υπόκεινται σε διοικητική επιβάρυνση πέραν της αναγκαίας για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας και της εν λόγω οδηγίας.

(25)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να υποστηρίζουν τις κρίσιμες οντότητες, μεταξύ άλλων τις χαρακτηριζόμενες ως μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις, για την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις του κράτους μέλους οι οποίες καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, χωρίς να θίγεται η ιδία νομική ευθύνη των κρίσιμων οντοτήτων να διασφαλίζουν τη σχετική συμμόρφωσή τους, και στο πλαίσιο αυτό να αποφεύγουν την υπερβολική διοικητική επιβάρυνση. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να αναπτύξουν υλικό καθοδήγησης και μεθοδολογίες, να υποστηρίξουν τη διοργάνωση ασκήσεων για τον έλεγχο της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων και να παρέχουν συμβουλές και κατάρτιση στο προσωπικό των κρίσιμων οντοτήτων. Όταν είναι αναγκαίο και αιτιολογημένο για λόγους δημοσίου συμφέροντος, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να παρέχουν χρηματοδοτικούς πόρους και θα πρέπει να διευκολύνουν την οικειοθελή ανταλλαγή πληροφοριών και ορθών πρακτικών μεταξύ κρίσιμων οντοτήτων, με την επιφύλαξη της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού που ορίζονται στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

(26)

Με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων που προσδιορίζονται από τα κράτη μέλη και τη μείωση της διοικητικής επιβάρυνσης για τις εν λόγω κρίσιμες οντότητες, οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διαβουλεύονται μεταξύ τους, όποτε κρίνεται σκόπιμο, για να εξασφαλιστεί η συνεπής εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Οι διαβουλεύσεις θα πρέπει να πραγματοποιούνται κατόπιν αιτήματος οποιασδήποτε ενδιαφερόμενης αρμόδιας αρχής και θα πρέπει να επικεντρώνονται στη διασφάλιση συγκλίνουσας προσέγγισης όσον αφορά τις διασυνδεδεμένες κρίσιμες οντότητες που χρησιμοποιούν υποδομές ζωτικής σημασίας οι οποίες συνδέονται φυσικά μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών, ανήκουν στους ίδιους ομίλους ή εταιρικές δομές ή έχουν προσδιοριστεί σε ένα κράτος μέλος και παρέχουν βασικές υπηρεσίες προς άλλα κράτη μέλη ή εντός αυτών.

(27)

Όταν διατάξεις του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου απαιτούν από τις κρίσιμες οντότητες να διενεργούν εκτίμηση των κινδύνων που σχετίζονται με τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και να λαμβάνουν μέτρα για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητάς τους, οι εν λόγω απαιτήσεις θα πρέπει να λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη για τον σκοπό της εποπτείας της συμμόρφωσης των κρίσιμων οντοτήτων με τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας.

(28)

Οι κρίσιμες οντότητες θα πρέπει να έχουν ολοκληρωμένη επίγνωση των συναφών κινδύνων στους οποίους εκτίθενται και υποχρέωση να διενεργούν σχετική ανάλυση κινδύνων. Για τον σκοπό αυτόν, θα πρέπει να διενεργούν εκτιμήσεις κινδύνων κάθε φορά που κρίνεται αναγκαίο υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων συνθηκών τους και της εξέλιξης των εκάστοτε κινδύνων, και σε κάθε περίπτωση ανά τετραετία, προκειμένου να αξιολογήσουν όλους τους σχετικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να διαταράξουν την παροχή των βασικών υπηρεσιών τους («αξιολόγηση κινδύνου κρίσιμης οντότητας»). Όταν οι κρίσιμες οντότητες έχουν προβεί σε άλλες εκτιμήσεις κινδύνων ή έχουν καταρτίσει έγγραφα σύμφωνα με υποχρεώσεις που προβλέπονται σε άλλες νομοθετικές πράξεις και σχετίζονται με την οικεία εκτίμηση κινδύνων κρίσιμων οντοτήτων, θα πρέπει να μπορούν να χρησιμοποιούν τις εν λόγω εκτιμήσεις και τα εν λόγω έγγραφα προκειμένου να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία σχετικά με τις εκτιμήσεις κινδύνου κρίσιμων οντοτήτων. Μια αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί να δηλώσει ότι μια υφιστάμενη εκτίμηση κινδύνων που διενεργήθηκε από μια κρίσιμη οντότητα και αφορά τους σχετικούς κινδύνους και τη σχετική έκταση της εξάρτησης συμμορφώνεται, εν όλω ή εν μέρει, με τις υποχρεώσεις που ορίζονται στην παρούσα οδηγία.

(29)

Οι κρίσιμες οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν τεχνικά και οργανωτικά μέτρα και μέτρα ασφάλειας που είναι κατάλληλα και αναλογικά προς τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν ώστε να προλαμβάνουν, να προστατεύουν, να αντιδρούν, να αντιστέκονται, να μετριάζουν, να απορροφούν, να προσαρμόζονται και να ανακάμπτουν από περιστατικά. Μολονότι οι κρίσιμες οντότητες θα πρέπει να λαμβάνουν τα εν λόγω μέτρα σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, οι λεπτομέρειες και η έκταση τέτοιων μέτρων θα πρέπει να αντικατοπτρίζουν τους διαφορετικούς κινδύνους που η κάθε κρίσιμη οντότητα έχει προσδιορίσει στο πλαίσιο της εκτίμησης κινδύνων κρίσιμης οντότητάς της και τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε οντότητας, με κατάλληλο και αναλογικό τρόπο. Για την προώθηση μιας συνεκτικής προσέγγισης σε επίπεδο Ένωσης, η Επιτροπή θα πρέπει, κατόπιν διαβούλευσης με την ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων, να εγκρίνει μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές για τον περαιτέρω προσδιορισμό των εν λόγω τεχνικών μέτρων, μέτρων ασφάλειας και οργανωτικών μέτρων. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξασφαλίζουν ότι κάθε κρίσιμη οντότητα ορίζει έναν αξιωματικό σύνδεσμο ή ισοδύναμο υπάλληλο ως σημείο επαφής με τις αρμόδιες αρχές.

(30)

Για λόγους αποτελεσματικότητας και λογοδοσίας, οι κρίσιμες οντότητες θα πρέπει να περιγράφουν τα μέτρα που λαμβάνουν, με βαθμό λεπτομέρειας που επιτυγχάνει επαρκώς τους στόχους αποτελεσματικότητας και λογοδοσίας, λαμβανομένων υπόψη των κινδύνων που έχουν προσδιοριστεί, σε σχέδιο ανθεκτικότητας ή σε ισοδύναμο έγγραφο ή έγγραφα, και να εφαρμόζουν το σχέδιο αυτό στην πράξη. Όταν μια κρίσιμη οντότητα έχει ήδη λάβει τεχνικά και οργανωτικά μέτρα και μέτρα ασφάλειας και έχει καταρτίσει έγγραφα σύμφωνα με άλλες νομοθετικές πράξεις που αφορούν μέτρα ενίσχυσης της ανθεκτικότητας βάσει της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να είναι εφικτό, προς αποφυγή αλληλεπικάλυψης, να μπορεί να χρησιμοποιεί τα εν λόγω μέτρα και έγγραφα για την εκπλήρωση των απαιτήσεων όσον αφορά τα μέτρα ανθεκτικότητας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία. Προκειμένου να αποφευχθεί η αλληλοεπικάλυψη, μια αρμόδια αρχή θα πρέπει να μπορεί να δηλώσει ότι τα υφιστάμενα μέτρα ανθεκτικότητας που έχει λάβει μια κρίσιμη οντότητα τα οποία ανταποκρίνονται στην υποχρέωσή της να λαμβάνει τεχνικά, και οργανωτικά μέτρα και μέτρα ασφαλείας σύμφωνα με την παρούσα οδηγία συμμορφώνονται, εν όλω ή εν μέρει, με τις απαιτήσεις της παρούσας οδηγίας.

(31)

Οι κανονισμοί (ΕΚ) αριθ. 725/2004 (14) και (ΕΚ) αριθ. 300/2008 (15) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και η οδηγία 2005/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16) θεσπίζουν απαιτήσεις που εφαρμόζονται στις οντότητες των τομέων των αεροπορικών και θαλάσσιων μεταφορών με σκοπό την πρόληψη περιστατικών που οφείλονται σε παράνομες πράξεις και την αντιμετώπιση και τον μετριασμό των συνεπειών τέτοιων περιστατικών. Μολονότι τα μέτρα που απαιτούνται βάσει της παρούσας οδηγίας είναι ευρύτερα όσον αφορά τους κινδύνους που καλύπτουν και τα είδη των μέτρων που πρέπει να λαμβάνονται, οι κρίσιμες οντότητες στους εν λόγω τομείς θα πρέπει να αποτυπώνουν στο σχέδιο ανθεκτικότητας ή στα ισοδύναμα έγγραφά τους τα μέτρα που έχουν λάβει σύμφωνα με αυτές τις άλλες νομικές πράξεις της Ένωσης. Οι κρίσιμες οντότητες πρέπει επίσης να λάβουν υπόψη την οδηγία 2008/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17), η οποία καθιερώνει αξιολόγηση ολόκληρου του οδικού δικτύου για τη χαρτογράφηση του κινδύνου ατυχημάτων και στοχευμένη επιθεώρηση οδικής ασφάλειας για τον εντοπισμό επικίνδυνων συνθηκών, ελαττωμάτων και προβλημάτων που αυξάνουν τον κίνδυνο ατυχημάτων και τραυματισμών, με βάση επιτόπιες επισκέψεις σε υφιστάμενες οδούς ή τμήματα οδών. Η διασφάλιση της προστασίας και της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων είναι υψίστης σημασίας για τον σιδηροδρομικό τομέα και, όταν οι κρίσιμες οντότητες εφαρμόζουν μέτρα ανθεκτικότητας βάσει της παρούσας οδηγίας, παροτρύνονται να αναφέρονται σε μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές και έγγραφα ορθών πρακτικών που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο τομεακών αξόνων εργασιών, όπως η πλατφόρμα της ΕΕ για την ασφάλεια των επιβατών σιδηροδρομικών μεταφορών που συστάθηκε με την απόφαση 2018/C/ 232/03 της Επιτροπής (18).

(32)

Για παράδειγμα, ο κίνδυνος κατάχρησης των δικαιωμάτων τους πρόσβασης εντός της οντότητας με σκοπό την πρόκληση βλάβης και ζημίας από υπαλλήλους κρίσιμων οντοτήτων ή τους υπεργολάβους τους εγείρει ολοένα και περισσότερες ανησυχίες. Τα κράτη μέλη θα πρέπει συνεπώς να καθορίζουν τις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες επιτρέπεται στις κρίσιμες οντότητες, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων κινδύνων από τα κράτη μέλη, να υποβάλλουν αιτήματα για ελέγχους ιστορικού των προσώπων που εμπίπτουν σε συγκεκριμένες κατηγορίες του προσωπικού τους. Πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές αξιολογούν τα αιτήματα αυτά εντός εύλογης προθεσμίας και ότι η επεξεργασία τους γίνεται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και τις εθνικές διαδικασίες και τη σχετική εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία, μεταξύ άλλων όσον αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Προκειμένου να επιβεβαιώνεται η ταυτότητα προσώπου το οποίο υποβάλλεται σε έλεγχο ιστορικού, είναι σκόπιμο τα κράτη μέλη να απαιτούν αποδεικτικό ταυτότητας, όπως διαβατήριο, εθνικό δελτίο ταυτότητας ή ψηφιακή μορφή ταυτοποίησης, σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο.

Οι έλεγχοι ιστορικού θα πρέπει να περιλαμβάνουν έλεγχο του ποινικού μητρώου του προσώπου ενδιαφέροντος. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να χρησιμοποιούν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ (19) του Συμβουλίου και, κατά περίπτωση και εφόσον κρίνεται σκόπιμο, στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/816 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20), προκειμένου να λαμβάνουν πληροφορίες από τα ποινικά μητρώα που τηρούνται σε άλλα κράτη μέλη. Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης, κατά περίπτωση και εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να βασίζονται σε πληροφορίες του Συστήματος Πληροφοριών Σένγκεν δεύτερης γενιάς (SIS II) το οποίο συστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2018/1862 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21), σε πληροφορίες ασφάλειας και σε κάθε άλλη διαθέσιμη αντικειμενική πληροφορία που ενδέχεται να είναι αναγκαία για να διαπιστωθεί η καταλληλότητα του προσώπου ενδιαφέροντος να εργαστεί στη θέση για την οποία η κρίσιμη οντότητα έχει ζητήσει έλεγχο ιστορικού.

(33)

Θα πρέπει να θεσπιστεί μηχανισμός για την κοινοποίηση ορισμένων περιστατικών, ο οποίος θα δίνει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να ανταποκρίνονται σε περιστατικά με ταχύ και κατάλληλο τρόπο και να έχουν ολοκληρωμένη εποπτεία των επιπτώσεων, της φύσης, της αιτίας και των πιθανών συνεπειών περιστατικών που αντιμετωπίζουν οι κρίσιμες οντότητες. Οι κρίσιμες οντότητες θα πρέπει να κοινοποιούν αμελλητί στις αρμόδιες αρχές τα περιστατικά που προκαλούν ή έχουν τη δυνατότητα να προκαλέσουν σημαντική διαταραχή στην παροχή βασικών υπηρεσιών. Οι κρίσιμες οντότητες θα πρέπει να υποβάλουν αρχική κοινοποίηση το αργότερο εντός 24 ωρών από τη στιγμή που λαμβάνουν γνώση ενός περιστατικού, εκτός εάν δεν υπάρχει η σχετική επιχειρησιακή δυνατότητα. Η αρχική κοινοποίηση θα πρέπει να περιλαμβάνει μόνο τις πληροφορίες που είναι απολύτως αναγκαίες για να ενημερωθεί η αρμόδια αρχή σχετικά με το περιστατικό και να δοθεί η δυνατότητα στην κρίσιμη οντότητα να ζητήσει συνδρομή, αν απαιτείται. Στην κοινοποίηση θα πρέπει να αναφέρεται, ει δυνατόν, η εικαζόμενη αιτία του περιστατικού. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι η απαίτηση υποβολής αυτής της αρχικής κοινοποίησης δεν εκτρέπει τους πόρους της αναφέρουσας κρίσιμης οντότητας από δραστηριότητες που σχετίζονται με τον χειρισμό περιστατικών, στις οποίες θα πρέπει να δίνεται προτεραιότητα. Η αρχική κοινοποίηση θα πρέπει να ακολουθείται, κατά περίπτωση, από λεπτομερή έκθεση το αργότερο έναν μήνα μετά το περιστατικό. Η λεπτομερής έκθεση θα πρέπει να συμπληρώνει την αρχική κοινοποίηση και να παρέχει πληρέστερη επισκόπηση του περιστατικού.

(34)

Η τυποποίηση θα πρέπει να παραμείνει πρωτίστως διαδικασία καθοδηγούμενη από την αγορά. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν ακόμη περιπτώσεις στις οποίες είναι σκόπιμο να απαιτείται συμμόρφωση με συγκεκριμένα πρότυπα. Τα κράτη μέλη θα πρέπει, όταν κρίνεται χρήσιμο, να ενθαρρύνουν τη χρήση ευρωπαϊκών και διεθνών προτύπων και τεχνικών προδιαγραφών σχετικών με τα μέτρα ασφάλειας και ανθεκτικότητας που εφαρμόζονται σε κρίσιμες οντότητες.

(35)

Ενώ οι κρίσιμες οντότητες γενικά λειτουργούν ως μέρος ενός ολοένα και πιο διασυνδεδεμένου δικτύου παροχής υπηρεσιών και υποδομών και συχνά παρέχουν βασικές υπηρεσίες σε περισσότερα από ένα κράτη μέλη, ορισμένες από αυτές τις κρίσιμες οντότητες είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για την Ένωση και την εσωτερική αγορά της διότι παρέχουν βασικές υπηρεσίες προς ή εντός έξι ή περισσοτέρων κρατών μελών και, ως εκ τούτου, θα μπορούσαν να επωφεληθούν από ειδική στήριξη σε επίπεδο Ένωσης. Επομένως, θα πρέπει να θεσπιστούν κανόνες σχετικά με τις συμβουλευτικές αποστολές όσον αφορά τέτοιες κρίσιμες οντότητες ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Οι κανόνες αυτοί δεν θίγουν τους κανόνες περί εποπτείας και επιβολής που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία.

(36)

Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος από την Επιτροπή ή από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη προς τα οποία ή εντός των οποίων παρέχεται η βασική υπηρεσία όταν απαιτούνται πρόσθετες πληροφορίες για να υπάρχει δυνατότητα παροχής συμβουλών σε κρίσιμη οντότητα προκειμένου αυτή να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της δυνάμει της παρούσας οδηγίας ή για να αξιολογηθεί η συμμόρφωση κρίσιμης οντότητας ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος με τις εν λόγω υποχρεώσεις, το κράτος μέλος που έχει προσδιορίσει κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως κρίσιμη οντότητα θα πρέπει να παρέχει στην Επιτροπή ορισμένες πληροφορίες όπως ορίζονται στην παρούσα οδηγία. Σε συμφωνία με το κράτος μέλος που έχει προσδιορίσει την κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως κρίσιμη οντότητα, η Επιτροπή θα πρέπει να είναι σε θέση να οργανώσει συμβουλευτική αποστολή για την αξιολόγηση των μέτρων που έχει λάβει η εκάστοτε οντότητα. Για τη διασφάλιση της ορθής διεξαγωγής των εν λόγω συμβουλευτικών αποστολών, θα πρέπει να θεσπιστούν συμπληρωματικοί κανόνες, ιδίως σχετικά με την οργάνωση και τη διεξαγωγή των συμβουλευτικών αποστολών, τις ενέργειες παρακολούθησης που πρέπει να αναληφθούν και τις υποχρεώσεις των εκάστοτε κρίσιμων οντοτήτων ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος. Με την επιφύλαξη της ανάγκης συμμόρφωσης του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιείται η συμβουλευτική αποστολή και της εκάστοτε κρίσιμης οντότητας με τους κανόνες που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, οι συμβουλευτικές αποστολές θα πρέπει να διεξάγονται σύμφωνα με τους λεπτομερείς κανόνες της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, για παράδειγμα τους κανόνες σχετικά με τις ακριβείς προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για την απόκτηση πρόσβασης στους οικείους χώρους ή σε έγγραφα, καθώς και σχετικά με τις δυνατότητες δικαστικής προσφυγής. Η ειδική εμπειρογνωσία που απαιτείται για τις συμβουλευτικές αποστολές αυτού του είδους θα μπορούσε, κατά περίπτωση, να ζητείται μέσω του Κέντρου Συντονισμού Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 1313/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22).

(37)

Για την υποστήριξη της Επιτροπής και τη διευκόλυνση της συνεργασίας μεταξύ των κρατών μελών και της ανταλλαγής πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένων βέλτιστων πρακτικών, σχετικά με τα ζητήματα που άπτονται της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να συσταθεί ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων ως ομάδα εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να επιδιώκουν να διασφαλίζουν την αποτελεσματική και αποδοτική συνεργασία μεταξύ των ορισθέντων εκπροσώπων των αρμόδιων αρχών τους στο πλαίσιο της ομάδας για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων, μεταξύ άλλων ορίζοντας εκπροσώπους που διαθέτουν εξουσιοδότηση ασφαλείας, κατά περίπτωση. Η ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων θα πρέπει να αρχίσει να ασκεί τα καθήκοντά της το συντομότερο δυνατό, ούτως ώστε να αποτελέσει ένα επιπλέον μέσο κατάλληλης συνεργασίας κατά την περίοδο μεταφοράς της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο. Η ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων θα πρέπει να αλληλεπιδρά με σχετικές ομάδες εργασίας εμπειρογνωμόνων άλλων τομέων.

(38)

Η ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων θα πρέπει να συνεργάζεται με την ομάδα συνεργασίας που συστάθηκε δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555 με σκοπό την υποστήριξη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων εντός και εκτός κυβερνοχώρου. Η ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων και η ομάδα συνεργασίας που συστάθηκε δυνάμει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555 θα πρέπει να συμμετέχουν σε τακτικό διάλογο για την προώθηση της συνεργασίας μεταξύ των αρμόδιων αρχών βάσει της παρούσας οδηγίας και των αρμόδιων αρχών βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555 και για τη διευκόλυνση της ανταλλαγής πληροφοριών, ιδίως για θέματα που ενδιαφέρουν και τις δύο ομάδες.

(39)

Για την επίτευξη των στόχων της παρούσας οδηγίας και χωρίς να θίγεται η νομική ευθύνη των κρατών μελών και των κρίσιμων οντοτήτων να διασφαλίζουν τη συμμόρφωσή τους με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους που προβλέπονται σε αυτήν, η Επιτροπή θα πρέπει, όταν το κρίνει σκόπιμο, να στηρίζει τις αρμόδιες αρχές και τις κρίσιμες οντότητες με στόχο τη διευκόλυνση της συμμόρφωσής τους με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις τους. Η Επιτροπή, όταν υποστηρίζει τα κράτη μέλη και τις κρίσιμες οντότητες στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους βάσει της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να αξιοποιεί τις υφιστάμενες δομές και εργαλεία, όπως αυτά που προβλέπονται στο πλαίσιο του μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ένωσης, που συστάθηκε με την απόφαση αριθ. 1313/2013/ΕΕ, και του ευρωπαϊκού δικτύου αναφοράς για την προστασία των υποδομών ζωτικής σημασίας. Επιπλέον, θα πρέπει να ενημερώνει τα κράτη μέλη σχετικά με τους πόρους που διατίθενται σε επίπεδο Ένωσης, όπως στο πλαίσιο του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας, που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (23), του προγράμματος «Ορίζων Ευρώπη», που θεσπίστηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2021/695 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (24), ή σε άλλα μέσα που αφορούν την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων.

(40)

Τα κράτη μέλη θα πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους διαθέτουν ορισμένες ειδικές εξουσίες για την ορθή εφαρμογή και επιβολή της παρούσας οδηγίας όσον αφορά τις κρίσιμες οντότητες, όταν οι εν λόγω οντότητες υπάγονται στη δικαιοδοσία τους όπως ορίζεται στην παρούσα οδηγία. Στις εν λόγω εξουσίες θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται, ιδίως, η εξουσία να διενεργούν επιθεωρήσεις και ελέγχους, η εξουσία να εποπτεύουν, η εξουσία να ζητούν από τις κρίσιμες οντότητες πληροφορίες και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα μέτρα που έχουν λάβει προκειμένου να συμμορφωθούν με τις υποχρεώσεις τους και, όταν είναι αναγκαίο, η εξουσία να εκδίδουν εντολές για την αποκατάσταση των παραβάσεων που εντοπίστηκαν. Τα κράτη μέλη, όταν εκδίδουν τέτοιες εντολές, δεν θα πρέπει να απαιτούν μέτρα που υπερβαίνουν τα αναγκαία και αναλογικά όρια για να επιτευχθεί η συμμόρφωση της εκάστοτε κρίσιμης οντότητας, λαμβανομένων ιδίως υπόψη της σοβαρότητας της παράβασης και των οικονομικών δυνατοτήτων της οικείας κρίσιμης οντότητας. Γενικότερα, οι εξουσίες αυτές θα πρέπει να συνοδεύονται από κατάλληλες και αποτελεσματικές διασφαλίσεις που θα ορίζονται στο εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης κρίσιμης οντότητας με τις υποχρεώσεις της που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία, οι αρμόδιες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να μπορούν να ζητούν από τις αρμόδιες αρχές βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555 να ασκούν τις εξουσίες εποπτείας και επιβολής που διαθέτουν σε σχέση με οντότητα βάσει της εν λόγω οδηγίας+, η οποία έχει προσδιοριστεί επίσης ως κρίσιμη οντότητα βάσει της παρούσας οδηγίας. Οι αρμόδιες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας και οι αρμόδιες αρχές βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555 θα πρέπει να συνεργάζονται και να ανταλλάσσουν πληροφορίες για τον σκοπό αυτόν.

(41)

Για την αποτελεσματική και συνεπή εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθεί στην Επιτροπή η εξουσία έκδοσης πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 290 ΣΛΕΕ, ώστε να συμπληρώνει την παρούσα οδηγία καταρτίζοντας κατάλογο βασικών υπηρεσιών. Ο εν λόγω κατάλογος θα πρέπει να χρησιμοποιείται από τις αρμόδιες αρχές με σκοπό τη διενέργεια εκτιμήσεων κινδύνων από τα κράτη μέλη και για τον προσδιορισμό των κρίσιμων οντοτήτων δυνάμει της παρούσας οδηγίας. Υπό το πρίσμα της προσέγγισης ελάχιστης εναρμόνισης της παρούσας οδηγίας, ο εν λόγω κατάλογος δεν είναι εξαντλητικός και τα κράτη μέλη θα μπορούν να τον συμπληρώσουν με πρόσθετες βασικές υπηρεσίες σε εθνικό επίπεδο, ώστε να λαμβάνονται υπόψη οι εθνικές ιδιαιτερότητες ως προς την παροχή βασικών υπηρεσιών. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό η Επιτροπή να διεξάγει, κατά τις προπαρασκευαστικές της εργασίες, τις κατάλληλες διαβουλεύσεις, μεταξύ άλλων σε επίπεδο εμπειρογνωμόνων, οι οποίες να πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις αρχές που ορίζονται στη διοργανική συμφωνία της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου (25). Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ίση συμμετοχή στην προετοιμασία των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο λαμβάνουν όλα τα έγγραφα κατά τον ίδιο χρόνο με τους εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, και οι εμπειρογνώμονές τους έχουν συστηματικά πρόσβαση στις συνεδριάσεις των ομάδων εμπειρογνωμόνων της Επιτροπής που ασχολούνται με την προετοιμασία κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων.

(42)

Προκειμένου να διασφαλιστούν ενιαίες προϋποθέσεις για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, θα πρέπει να ανατεθούν στην Επιτροπή εκτελεστικές αρμοδιότητες. Οι εν λόγω αρμοδιότητες θα πρέπει να ασκούνται σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (26).

(43)

Δεδομένου ότι οι στόχοι της παρούσας οδηγίας, δηλαδή η διασφάλιση ότι οι υπηρεσίες που είναι βασικές για τη διατήρηση ζωτικών κοινωνικών λειτουργιών ή οικονομικών δραστηριοτήτων παρέχονται απρόσκοπτα στην εσωτερική αγορά και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων που παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες, δεν μπορούν να επιτευχθούν ικανοποιητικά από τα κράτη μέλη, μπορούν όμως, λόγω των αποτελεσμάτων της δράσης, να επιτευχθούν καλύτερα σε επίπεδο Ένωσης, η Ένωση δύναται να λάβει μέτρα, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας του άρθρου 5 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας όπως διατυπώνεται στο ίδιο άρθρο, η παρούσα οδηγία δεν υπερβαίνει τα αναγκαία όρια για την επίτευξη των στόχων αυτών.

(44)

Σύμφωνα με το άρθρο 42 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (27), ζητήθηκε η γνώμη του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, ο οποίος γνωμοδότησε στις 11 Αυγούστου 2021.

(45)

Επομένως, η οδηγία 2008/114/ΕΚ θα πρέπει να καταργηθεί,

ΕΞΕΔΩΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΟΔΗΓΙΑ:

ΚΕΦΆΛΑΙΟ I

ΓΕΝΙΚΈΣ ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής

1.   Η παρούσα οδηγία:

α)

θεσπίζει υποχρεώσεις στα κράτη μέλη για λήψη ειδικών μέτρων με στόχο τη διασφάλιση της απρόσκοπτης παροχής υπηρεσιών οι οποίες είναι βασικές για τη διατήρηση ζωτικών κοινωνικών λειτουργιών ή οικονομικών δραστηριοτήτων, εντός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 114 ΣΛΕΕ, ιδίως υποχρεώσεις για τον προσδιορισμό κρίσιμων οντοτήτων και τη στήριξη κρίσιμων οντοτήτων για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που τους επιβάλλονται·

β)

θεσπίζει υποχρεώσεις των κρίσιμων οντοτήτων με στόχο την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους και της ικανότητάς τους να παρέχουν τις αναφερόμενες στο στοιχείο α) υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά·

γ)

θεσπίζει κανόνες:

i)

σχετικά με την εποπτεία των κρίσιμων οντοτήτων·

ii)

σχετικά με την επιβολή της νομοθεσίας·

iii)

για τον προσδιορισμό των κρίσιμων οντοτήτων ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και σχετικά με συμβουλευτικές αποστολές για την αξιολόγηση των μέτρων που έχουν θεσπίσει οι εν λόγω οντότητες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους βάσει του κεφαλαίου ΙΙΙ·

δ)

θεσπίζει κοινές διαδικασίες συνεργασίας και υποβολής εκθέσεων για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας·

ε)

θεσπίζει μέτρα με σκοπό την επίτευξη υψηλού επιπέδου ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων, προκειμένου να διασφαλιστεί η παροχή βασικών υπηρεσιών εντός της Ένωσης και να βελτιωθεί η λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

2.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε ζητήματα που διέπονται από την οδηγία (ΕΕ) 2022/2555, με την επιφύλαξη του άρθρου 8 της παρούσας οδηγίας. Δεδομένης της σχέσης μεταξύ της υλικής ασφάλειας και της ασφάλειας στον κυβερνοχώρο των κρίσιμων οντοτήτων, τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η παρούσα οδηγία και η οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 να εφαρμόζονται με συντονισμένο τρόπο.

3.   Όταν διατάξεις ειδικών τομεακών νομικών πράξεων της Ένωσης επιβάλλουν στις κρίσιμες οντότητες την υποχρέωση λήψης μέτρων για την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους, και εφόσον οι εν λόγω απαιτήσεις αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη ως τουλάχιστον ισοδύναμες με τις αντίστοιχες υποχρεώσεις που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία, οι σχετικές διατάξεις της παρούσας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων του κεφαλαίου VI περί εποπτείας και επιβολής, δεν εφαρμόζονται.

4.   Με την επιφύλαξη του άρθρου 346 της ΣΛΕΕ, πληροφορίες που είναι απόρρητες σύμφωνα με ενωσιακούς ή εθνικούς κανόνες, όπως κανόνες περί επιχειρηματικού απορρήτου, ανταλλάσσονται με την Επιτροπή και άλλες αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την παρούσα οδηγία μόνον όταν η ανταλλαγή είναι αναγκαία για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Οι ανταλλασσόμενες πληροφορίες περιορίζονται σε ό,τι είναι συναφές και αναλογικό προς τον σκοπό της εκάστοτε ανταλλαγής. Η ανταλλαγή πληροφοριών διαφυλάσσει το απόρρητο αυτών των πληροφοριών και τα συμφέροντα ασφάλειας και τα εμπορικά συμφέροντα των κρίσιμων οντοτήτων, μεριμνώντας ταυτόχρονα για την ασφάλεια των κρατών μελών.

5.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει την ευθύνη των κρατών μελών να διαφυλάσσουν την εθνική ασφάλεια και άμυνα και την εξουσία τους να διαφυλάσσουν άλλες βασικές λειτουργίες του κράτους, περιλαμβανομένης της διασφάλισης της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους και της τήρησης της δημόσιας τάξης.

6.   Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε φορείς δημόσιας διοίκησης που ασκούν τις δραστηριότητές τους στους τομείς της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας ασφάλειας, της άμυνας, ή της επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένων της διερεύνησης, ανίχνευσης και δίωξης ποινικών αδικημάτων.

7.   Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι το άρθρο 11 και τα κεφάλαια ΙΙΙ έως VI, εν όλω ή εν μέρει, δεν εφαρμόζονται σε συγκεκριμένες κρίσιμες οντότητες οι οποίες ασκούν δραστηριότητες στους τομείς της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας ασφάλειας, της άμυνας, ή της επιβολής του νόμου, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με τη διερεύνηση, ανίχνευση και δίωξη ποινικών αδικημάτων, ή οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες αποκλειστικά στους φορείς δημόσιας διοίκησης που αναφέρονται στην παράγραφο 6 του παρόντος άρθρου.

8.   Οι υποχρεώσεις που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία δεν συνεπάγονται την παροχή πληροφοριών, η γνωστοποίηση των οποίων θα ήταν αντίθετη προς τα βασικά συμφέροντα εθνικής ασφάλειας των κρατών μελών, δημόσιας ασφάλειας ή άμυνας των κρατών μελών.

9.   Η παρούσα οδηγία δεν θίγει το ενωσιακό δίκαιο περί προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ειδικότερα τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (28) και την οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (29).

Άρθρο 2

Ορισμοί

Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)

«κρίσιμη οντότητα»: δημόσια ή ιδιωτική οντότητα η οποία έχει προσδιοριστεί από κράτος μέλος σύμφωνα με το άρθρο 6 ότι ανήκει σε μία από τις κατηγορίες που ορίζονται στην τρίτη στήλη του πίνακα του παραρτήματος·

2)

«ανθεκτικότητα»: η ικανότητα κρίσιμης οντότητας να προλαμβάνει, να προστατεύει, να αντιδρά, να αντιστέκεται, να μετριάζει, να απορροφά, να προσαρμόζεται και να ανακάμπτει από περιστατικό ·

3)

«περιστατικό»: κάθε συμβάν που έχει τη δυνατότητα να διαταράξει σημαντικά ή που διαταράσσει την παροχή βασικής υπηρεσίας, μεταξύ άλλων όταν επηρεάζει τα εθνικά συστήματα που διαφυλάσσουν το κράτος δικαίου·

4)

«υποδομή ζωτικής σημασίας»: περιουσιακό στοιχείο, εγκατάσταση, εξοπλισμός, δίκτυο ή σύστημα ή μέρος ενός περιουσιακού στοιχείου, μιας εγκατάστασης, ενός εξοπλισμού, ενός δικτύου ή ενός συστήματος, το οποίο είναι απαραίτητο για την παροχή βασικής υπηρεσίας·

5)

«βασική υπηρεσία»: υπηρεσία η οποία είναι κρίσιμης σημασίας για τη διατήρηση ζωτικών κοινωνικών λειτουργιών, οικονομικών δραστηριοτήτων, της δημόσιας υγείας και ασφάλειας ή του περιβάλλοντος·

6)

«κίνδυνος»: η πιθανότητα απώλειας ή διαταραχής που προκαλείται από περιστατικό και εκφράζεται ως συνδυασμός της έκτασης της εν λόγω απώλειας ή διαταραχής και της πιθανότητας επέλευσης του περιστατικού·

7)

«εκτίμηση κινδύνων»: η συνολική διαδικασία για τον προσδιορισμό της φύσης και της έκτασης ενός κινδύνου μέσω εντοπισμού και ανάλυσης πιθανών σχετικών απειλών, τρωτών σημείων και κινδύνων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε περιστατικό και μέσω αξιολόγησης της δυνητικής απώλειας ή διαταραχής της παροχής βασικής υπηρεσίας που προκαλείται από το εν λόγω περιστατικό.

8)

«πρότυπο»: πρότυπο όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (30)·

9)

«τεχνική προδιαγραφή»: τεχνική προδιαγραφή όπως ορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 4) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1025/2012·

10)

«φορέας δημόσιας διοίκησης»: οντότητα που αναγνωρίζεται ως τέτοια σε ένα κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, εξαιρουμένων των δικαστικών αρχών, των κοινοβουλίων ή των κεντρικών τραπεζών, η οποία πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

έχει συσταθεί με σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος και δεν έχει βιομηχανικό ή εμπορικό χαρακτήρα·

β)

έχει νομική προσωπικότητα ή δικαιούται εκ του νόμου να ενεργεί για λογαριασμό άλλης οντότητας με νομική προσωπικότητα·

γ)

χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από τις κρατικές αρχές ή από άλλους κεντρικούς οργανισμούς δημοσίου δικαίου, η διαχείρισή του υπόκειται στην εποπτεία των ανωτέρω αρχών ή οργανισμών, ή έχει διοικητικό, διευθυντικό ή εποπτικό συμβούλιο, του οποίου περισσότερα από τα μισά μέλη διορίζονται από τις κρατικές αρχές ή από άλλους κεντρικούς οργανισμούς δημοσίου δικαίου·

δ)

έχει την εξουσία να εκδίδει διοικητικές ή κανονιστικές αποφάσεις που απευθύνονται σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα και επηρεάζουν τα δικαιώματά τους όσον αφορά τη διασυνοριακή κυκλοφορία προσώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών ή κεφαλαίων.

Άρθρο 3

Ελάχιστη εναρμόνιση

Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις εθνικού δικαίου με στόχο την επίτευξη υψηλότερου επιπέδου ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων, υπό την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές συνάδουν με τις υποχρεώσεις των κρατών μελών που καθορίζονται στο ενωσιακό δίκαιο.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ ΙΙ

ΕΘΝΙΚΆ ΠΛΑΊΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΕΚΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΡΊΣΙΜΩΝ ΟΝΤΟΤΉΤΩΝ

Άρθρο 4

Στρατηγική για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων

1.   Κατόπιν διαβούλευσης ανοικτής, στο μέτρο του δυνατού, στους σχετικούς ενδιαφερομένους, κάθε κράτος μέλος εγκρίνει, έως τις 17 Ιανουαρίου 2026, στρατηγική για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων («στρατηγική»). Η στρατηγική καθορίζει στρατηγικούς στόχους και μέτρα πολιτικής, αξιοποιώντας σχετικές υφιστάμενες εθνικές και τομεακές στρατηγικές, σχέδια ή παρόμοια έγγραφα, με σκοπό την επίτευξη και τη διατήρηση υψηλού επιπέδου ανθεκτικότητας από μέρους των κρίσιμων οντοτήτων, τουλάχιστον στους τομείς που ορίζονται στο παράρτημα.

2.   Κάθε στρατηγική περιέχει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:

α)

στρατηγικούς στόχους και προτεραιότητες με σκοπό την ενίσχυση της συνολικής ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων, λαμβανομένων υπόψη των διασυνοριακών και διατομεακών εξαρτήσεων και αλληλεξαρτήσεων·

β)

πλαίσιο διακυβέρνησης για την επίτευξη των στρατηγικών στόχων και προτεραιοτήτων, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής των ρόλων και των αρμοδιοτήτων των διαφόρων αρχών, κρίσιμων οντοτήτων και άλλων μερών που συμμετέχουν στην υλοποίηση της στρατηγικής·

γ)

περιγραφή των μέτρων που είναι απαραίτητα για την ενίσχυση της συνολικής ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων, συμπεριλαμβανομένης περιγραφής της εκτίμησης κινδύνων που αναφέρεται στο άρθρο 5·

δ)

περιγραφή της διαδικασίας με την οποία προσδιορίζονται οι κρίσιμες οντότητες·

ε)

περιγραφή της διαδικασίας στήριξης των κρίσιμων οντοτήτων σύμφωνα με το παρόν κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένων μέτρων για την ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ του δημόσιου τομέα, αφενός, και του ιδιωτικού τομέα και των δημόσιων και ιδιωτικών οντοτήτων, αφετέρου·

στ)

κατάλογο των κύριων αρχών και των σχετικών ενδιαφερομένων, εκτός των κρίσιμων οντοτήτων, που συμμετέχουν στην υλοποίηση της στρατηγικής·

ζ)

πλαίσιο πολιτικής για συντονισμό μεταξύ των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με την παρούσα οδηγία («αρμόδιες αρχές») και των αρμόδιων αρχών σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 για τον σκοπό της ανταλλαγής πληροφοριών σχετικά με κινδύνους κυβερνοασφάλειας, απειλές και περιστατικά στον κυβερνοχώρο, και κινδύνους, εκτός κυβερνοχώρου, απειλές και περιστατικά και για τον σκοπό της άσκησης εποπτικών καθηκόντων·

η)

περιγραφή των ήδη θεσπισμένων μέτρων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της εφαρμογής των υποχρεώσεων σύμφωνα με το κεφάλαιο III της παρούσας οδηγίας από τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις κατά την έννοια του παραρτήματος της σύστασης 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής (31), τις οποίες το εν λόγω κράτος μέλος έχει προσδιορίσει ως κρίσιμες οντότητες.

Κατόπιν διαβούλευσης η οποία είναι, στο μέτρο του πρακτικά δυνατού, ανοικτή στους σχετικούς ενδιαφερομένους, τα κράτη μέλη επικαιροποιούν τη στρατηγική τους τουλάχιστον ανά τετραετία.

3.   Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή τις στρατηγικές τους και τις ουσιώδεις επικαιροποιήσεις τους εντός τριών μηνών από την έγκρισή τους.

Άρθρο 5

Εκτίμηση κινδύνων από τα κράτη μέλη

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, σύμφωνα με το άρθρο 23, έως τις 17 Νοεμβρίου 2023 με σκοπό τη συμπλήρωση της παρούσας οδηγίας με την κατάρτιση μη εξαντλητικού καταλόγου βασικών υπηρεσιών στους τομείς και υποτομείς που ορίζονται στο παράρτημα. Οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν τον εν λόγω κατάλογο βασικών υπηρεσιών με σκοπό τη διενέργεια εκτίμησης κινδύνων («εκτίμηση κινδύνων από τα κράτη μέλη») έως τις 17 Ιανουαρίου 2026, όποτε είναι απαραίτητο στη συνέχεια και τουλάχιστον ανά τετραετία. Οι αρμόδιες αρχές χρησιμοποιούν τις εκτιμήσεις κινδύνων από τα κράτη μέλη με σκοπό να προσδιορίσουν τις κρίσιμες οντότητες σύμφωνα με το άρθρο 6 και να συνδράμουν τις εν λόγω κρίσιμες οντότητες στη λήψη μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 13.

Οι εκτιμήσεις κινδύνων από τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τους συναφείς φυσικούς και ανθρωπογενείς κινδύνους, στους οποίους περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, οι κίνδυνοι διατομεακού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, τα ατυχήματα, οι φυσικές καταστροφές, οι καταστάσεις έκτακτης ανάγκης στη δημόσια υγεία και οι υβριδικές απειλές ή άλλες ανταγωνιστικές απειλές, συμπεριλαμβανομένων των τρομοκρατικών εγκλημάτων όπως προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (32).

2.   Κατά τη διενέργεια της εκτίμησης κινδύνων από τα κράτη μέλη, τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τουλάχιστον τα ακόλουθα:

α)

τη γενική εκτίμηση κινδύνων που έχει διενεργηθεί σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της απόφασης αριθ. 1313/2013/ΕΕ·

β)

άλλες συναφείς εκτιμήσεις κινδύνων που έχουν διενεργηθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις των σχετικών ειδικών τομεακών νομικών πράξεων της Ένωσης, συμπεριλαμβανομένων των κανονισμών (ΕΕ) 2017/1938 (33) και (ΕΕ) 2019/941 (34) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών 2007/60/ΕΚ (35) και 2012/18/ΕΕ (36) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

γ)

τους σχετικούς κινδύνους που απορρέουν από το βαθμό στον οποίο οι τομείς που ορίζονται στο παράρτημα εξαρτώνται μεταξύ τους, συμπεριλαμβανομένου του βαθμού στον οποίο εξαρτώνται από οντότητες που βρίσκονται σε άλλα κράτη μέλη και τρίτες χώρες, καθώς και τον αντίκτυπο που μια σημαντική διαταραχή σε έναν τομέα ενδέχεται να έχει σε άλλους τομείς, συμπεριλαμβανομένων τυχόν σημαντικών κινδύνων για τους πολίτες και την εσωτερική αγορά·

δ)

τις τυχόν πληροφορίες για περιστατικά που έχουν κοινοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 15.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο γ), τα κράτη μέλη συνεργάζονται, κατά περίπτωση, με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

3.   Τα κράτη μέλη καθιστούν τα σχετικά στοιχεία των εκτιμήσεων κινδύνων από τα κράτη μέλη διαθέσιμα, κατά περίπτωση μέσω των ενιαίων σημείων επαφής τους, στις κρίσιμες οντότητες που έχουν προσδιορίσει σύμφωνα με το άρθρο 6. Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι πληροφορίες που παρέχονται στις κρίσιμες οντότητες τις βοηθούν στη διενέργεια της δικής τους εκτίμησης κινδύνων σύμφωνα με το άρθρο 12 και στη λήψη μέτρων για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητάς τους σύμφωνα με το άρθρο 13.

4.   Εντός τριών μηνών από τη διενέργεια εκτίμησης κινδύνου από τα κράτη μέλη, ένα κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή σχετικές πληροφορίες σχετικά με τα είδη των κινδύνων που προσδιορίστηκαν από την εκτίμηση κινδύνου από το εν λόγω κράτος μέλος και τα αποτελέσματα της εκτίμησης κινδύνου από το εν λόγω κράτος μέλος, ανά τομέα και υποτομέα που ορίζονται στο παράρτημα.

5.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, αναπτύσσει προαιρετικό κοινό υπόδειγμα υποβολής στοιχείων για τους σκοπούς της συμμόρφωσης με την παράγραφο 4.

Άρθρο 6

Προσδιορισμός των κρίσιμων οντοτήτων

1.   Έως τις 17 Ιουλίου 2026 κάθε κράτος μέλος προσδιορίζει τις κρίσιμες οντότητες για τους τομείς και τους υποτομείς που αναφέρονται στο παράρτημα.

2.   Όταν ένα κράτος μέλος προσδιορίζει τις κρίσιμες οντότητες δυνάμει της παραγράφου 1, λαμβάνει υπόψη τα αποτελέσματα της δικής του εκτίμησης κινδύνου από τα κράτη μέλη και τη στρατηγική και εφαρμόζει όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

η οντότητα παρέχει μία ή περισσότερες βασικές υπηρεσίες·

β)

η οντότητα δραστηριοποιείται και η υποδομή ζωτικής σημασίας που διαθέτει βρίσκεται στο έδαφος του εν λόγω κράτους μέλους· και

γ)

τυχόν περιστατικό θα προκαλούσε σημαντική διαταραχή, κατά την έννοια του άρθρου 7 παράγραφος 1, στην παροχή από την οντότητα μίας ή περισσότερων βασικών υπηρεσιών ή στην παροχή άλλων βασικών υπηρεσιών στους τομείς που ορίζονται στο παράρτημα οι οποίες εξαρτώνται από την εν λόγω ή τις εν λόγω βασικές υπηρεσίες.

3.   Κάθε κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο των κρίσιμων οντοτήτων που έχει προσδιορίσει δυνάμει της παραγράφου 2 και διασφαλίζει ότι οι εν λόγω κρίσιμες οντότητες ειδοποιούνται ότι έχουν προσδιοριστεί ως κρίσιμες οντότητες εντός ενός μηνός από τον εν λόγω προσδιορισμό. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τις εν λόγω κρίσιμες οντότητες για τις υποχρεώσεις τους βάσει των κεφαλαίων III και IV και για την ημερομηνία κατά την οποία οι εν λόγω υποχρεώσεις αρχίζουν να εφαρμόζονται σε αυτές, με την επιφύλαξη του άρθρου 8. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν τις κρίσιμες οντότητες στους τομείς που καθορίζονται στα σημεία 3, 4 και 8 του πίνακα του παραρτήματος ότι δεν υπέχουν υποχρεώσεις βάσει των κεφαλαίων III και IV, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στα εθνικά μέτρα.

Για τις οικείες κρίσιμες οντότητες, το κεφάλαιο III αρχίζει να εφαρμόζεται δέκα μήνες μετά την ημερομηνία της ειδοποίησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους βάσει της παρούσας οδηγίας κοινοποιούν στις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με την οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 την ταυτότητα των κρίσιμων οντοτήτων που έχουν προσδιορίσει βάσει του παρόντος άρθρου εντός ενός μηνός από τον εν λόγω προσδιορισμό. Με την κοινοποίηση αυτή διευκρινίζεται, κατά περίπτωση, ότι οι οικείες κρίσιμες οντότητες αποτελούν οντότητες στους τομείς που καθορίζονται στα σημεία 3, 4 και 8 του πίνακα του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας και δεν υπέχουν υποχρεώσεις βάσει των κεφαλαίων της III και IV.

5.   Τα κράτη μέλη, όποτε είναι απαραίτητο και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον ανά τετραετία, επανεξετάζουν και, αν συντρέχει περίπτωση, επικαιροποιούν τον κατάλογο των προσδιορισμένων κρίσιμων οντοτήτων που αναφέρονται στην παράγραφο 3. Όταν οι εν λόγω επικαιροποιήσεις έχουν ως αποτέλεσμα τον προσδιορισμό επιπρόσθετων κρίσιμων οντοτήτων, εφαρμόζονται οι παράγραφοι 3 και 4 στις εν λόγω πρόσθετες κρίσιμες οντότητες. Επιπλέον, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι οντότητες που δεν προσδιορίζονται πλέον ως κρίσιμες οντότητες κατόπιν τέτοιας επικαιροποίησης λαμβάνουν ειδοποίηση εγκαίρως για το γεγονός αυτό και για το γεγονός ότι δεν υπέχουν πλέον τις υποχρεώσεις του κεφαλαίου III από την ημερομηνία παραλαβής της εν λόγω ειδοποίησης.

6.   Η Επιτροπή, σε συνεργασία με τα κράτη μέλη, καταρτίζει συστάσεις και μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές για να στηρίξει τα κράτη μέλη κατά τον προσδιορισμό κρίσιμων οντοτήτων.

Άρθρο 7

Σημαντική διαταραχή

1.   Για να καθοριστεί πόσο σημαντική είναι μια διαταραχή κατά το άρθρο 6 παράγραφος 2 στοιχείο γ), τα κράτη μέλη λαμβάνουν υπόψη τα ακόλουθα κριτήρια:

α)

τον αριθμό των χρηστών που εξαρτώνται από τη βασική υπηρεσία που παρέχεται από την εν λόγω οντότητα·

β)

τον βαθμό στον οποίο άλλοι τομείς και υποτομείς όπως ορίζονται στο παράρτημα εξαρτώνται από την εν λόγω βασική υπηρεσία·

γ)

τον αντίκτυπο που θα μπορούσαν να έχουν τα περιστατικά, από πλευράς μεγέθους και διάρκειας, σε οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες, στο περιβάλλον, στη δημόσια ασφάλεια ή την προστασία, και στην υγεία του πληθυσμού·

δ)

το μερίδιο αγοράς της οντότητας στην αγορά παροχής της συγκεκριμένης βασικής υπηρεσίας ή των οικείων βασικών υπηρεσιών·

ε)

τη γεωγραφική περιοχή που θα μπορούσε να επηρεαστεί από ένα περιστατικό, συμπεριλαμβανομένων τυχόν διασυνοριακών επιπτώσεων, λαμβανομένης υπόψη της τρωτότητας που συνδέεται με τον βαθμό απομόνωσης ορισμένων τύπων γεωγραφικών περιοχών, όπως είναι οι νησιωτικές, οι απομακρυσμένες ή οι ορεινές περιοχές·

στ)

τη σημασία της οντότητας για τη διατήρηση επαρκούς επιπέδου της βασικής υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των διαθέσιμων εναλλακτικών μέσων για την παροχή της εν λόγω βασικής υπηρεσίας.

2.   Μετά τον προσδιορισμό των κρίσιμων οντοτήτων βάσει του άρθρου 6 παράγραφος 1, κάθε κράτος μέλος υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες χωρίς άσκοπη καθυστέρηση:

α)

κατάλογο των βασικών υπηρεσιών σε αυτό το κράτος μέλος όταν υπάρχουν πρόσθετες βασικές υπηρεσίες σε σύγκριση με τον κατάλογο των βασικών υπηρεσιών που αναφέρονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1·

β)

τον αριθμό των κρίσιμων οντοτήτων που έχουν προσδιοριστεί για κάθε τομέα και υποτομέα που καθορίζεται στο παράρτημα και για κάθε βασική υπηρεσία·

γ)

τα τυχόν κατώτατα όρια που εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό ενός ή περισσότερων από τα κριτήρια της παραγράφου 1.

Τα κατώτατα όρια που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο στοιχείο γ) μπορούν να παρουσιάζονται ως έχουν ή σε συγκεντρωτική μορφή.

Τα κράτη μέλη στη συνέχεια υποβάλλουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο όποτε είναι απαραίτητο και τουλάχιστον ανά τετραετία.

3.   Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη της ομάδας για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 19, εκδίδει μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές για τη διευκόλυνση της εφαρμογής των κριτηρίων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 8

Κρίσιμες οντότητες στον τραπεζικό τομέα, στον τομέα των υποδομών των χρηματοπιστωτικών αγορών και στον τομέα των ψηφιακών υποδομών

Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το άρθρο 11 και τα κεφάλαια III, IV και VI δεν εφαρμόζονται για τις κρίσιμες οντότητες που έχουν προσδιοριστεί στους τομείς που καθορίζονται στα σημεία 3, 4 και 8 του πίνακα του παραρτήματος. Τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν διατάξεις του εθνικού δικαίου για την επίτευξη υψηλότερου επιπέδου ανθεκτικότητας για τις εν λόγω κρίσιμες οντότητες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές οι διατάξεις συνάδουν με το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο.

Άρθρο 9

Αρμόδιες αρχές και ενιαίο σημείο επαφής

1.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει ή θεσπίζει μία ή περισσότερες αρμόδιες αρχές ως υπεύθυνες για την ορθή εφαρμογή και, όταν είναι απαραίτητο, την επιβολή των κανόνων που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία σε εθνικό επίπεδο.

Όσον αφορά τις κρίσιμες οντότητες στους τομείς που καθορίζονται στα σημεία 3 και 4 του πίνακα του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές είναι, καταρχήν, οι αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 46 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2554. Όσον αφορά τις κρίσιμες οντότητες του τομέα που καθορίζεται στο σημείο 8 του πίνακα του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας, οι αρμόδιες αρχές είναι, καταρχήν, οι αρμόδιες αρχές βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555. Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν διαφορετική αρμόδια αρχή για τους τομείς που καθορίζονται στα σημεία 3, 4 και 8 του καταλόγου του παραρτήματος της παρούσας οδηγίας σύμφωνα με τα υφιστάμενα εθνικά πλαίσια.

Όταν τα κράτη μέλη ορίζουν ή θεσπίζουν περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, καθορίζουν σαφώς τα καθήκοντα κάθε μίας από τις οικείες αρχές και διασφαλίζουν ότι αυτές συνεργάζονται αποτελεσματικά για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους βάσει της παρούσας οδηγίας, μεταξύ άλλων όσον αφορά τον ορισμό και τις δραστηριότητες του ενιαίου σημείου επαφής της παραγράφου 2.

2.   Κάθε κράτος μέλος ορίζει ή θεσπίζει ένα ενιαίο σημείο επαφής το οποίο ασκεί καθήκοντα συνδέσμου για τον σκοπό της διασφάλισης της διασυνοριακής συνεργασίας με τα ενιαία σημεία επαφής των άλλων κρατών μελών και την ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων του άρθρου 19 («ενιαίο σημείο επαφής»). Κατά περίπτωση, ένα κράτος μέλος ορίζει το ενιαίο σημείο επαφής του εντός της αρμόδιας αρχής. Κατά περίπτωση, ένα κράτος μέλος μπορεί να ορίσει ότι το ενιαίο σημείο επαφής του λειτουργεί επίσης ως σύνδεσμος με την Επιτροπή και εξασφαλίζει τη συνεργασία με τρίτες χώρες.

3.   Έως τις 17 Ιουλίου 2028 και ανά δύο έτη στη συνέχεια, τα ενιαία σημεία επαφής υποβάλλουν συνοπτική έκθεση στην Επιτροπή και την ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων που αναφέρονται στο άρθρο 19 σχετικά με τις κοινοποιήσεις που έχουν λάβει, συμπεριλαμβανομένων του αριθμού των κοινοποιήσεων, της φύσης των κοινοποιημένων περιστατικών και των μέτρων που λήφθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3.

Η Επιτροπή, σε συνεργασία με την ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων, καταρτίζει κοινό υπόδειγμα υποβολής εκθέσεων. Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να χρησιμοποιούν, σε εθελοντική βάση, το εν λόγω κοινό υπόδειγμα υποβολής εκθέσεων για τον σκοπό της υποβολής των συνοπτικών εκθέσεων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

4.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή του και το ενιαίο σημείο επαφής του διαθέτουν τις εξουσίες και επαρκείς οικονομικούς, ανθρώπινους και τεχνικούς πόρους για να εκτελούν, με αποτελεσματικό και αποδοτικό τρόπο, τα καθήκοντα που τους ανατίθενται.

5.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή του, όταν συντρέχει σχετική περίπτωση και σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο, διαβουλεύεται και συνεργάζεται με τις λοιπές σχετικές εθνικές αρχές, μεταξύ των οποίων εκείνες που είναι αρμόδιες για την πολιτική προστασία, την επιβολή του νόμου και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και με τις κρίσιμες οντότητες και συναφή ενδιαφερόμενα μέρη.

6.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή του βάσει της παρούσας οδηγίας συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555 όσον αφορά τους κινδύνους κυβερνοασφάλειας, τις απειλές και τα περιστατικά στον κυβερνοχώρο και τους κινδύνους, τις απειλές και τα περιστατικά εκτός κυβερνοχώρου που επηρεάζουν κρίσιμες οντότητες, συμπεριλαμβανομένων όσον αφορά σχετικά μέτρα που έχουν λάβει οι αρμόδιες αρχές του και οι αρμόδιες αρχές βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555.

7.   Εντός τριών μηνών από τον ορισμό ή τη σύσταση της αρμόδιας αρχής και του ενιαίου σημείου επαφής, κάθε κράτος μέλος κοινοποιεί στην Επιτροπή την ταυτότητά τους και τα καθήκοντά και τις αρμοδιότητές τους βάσει της παρούσας οδηγίας, τα στοιχεία επικοινωνίας τους και κάθε μεταγενέστερη μεταβολή τους. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν την Επιτροπή σε περίπτωση που αποφασίσουν να ορίσουν άλλες αρχές από εκείνες που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεύτερο εδάφιο ως τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά τις κρίσιμες οντότητες στους τομείς που ορίζονται στα σημεία 3, 4 και 8 του πίνακα του παραρτήματος. Κάθε κράτος μέλος δημοσιοποιεί την ταυτότητα της αρμόδιας αρχής του και του ενιαίου σημείου επαφής.

8.   Η Επιτροπή δημοσιοποιεί κατάλογο των ενιαίων σημείων επαφής.

Άρθρο 10

Υποστήριξη των κρίσιμων οντοτήτων από τα κράτη μέλη

1.   Τα κράτη μέλη υποστηρίζουν τις κρίσιμες οντότητες για την ενίσχυση της ανθεκτικότητάς τους. Η εν λόγω υποστήριξη μπορεί να συμπεριλαμβάνει την ανάπτυξη υλικού καθοδήγησης και μεθοδολογιών, την υποστήριξη της διοργάνωσης ασκήσεων για τον έλεγχο της ανθεκτικότητας και την παροχή συμβουλών και κατάρτισης στο προσωπικό των κρίσιμων οντοτήτων. Με την επιφύλαξη των εφαρμοστέων κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις, τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν χρηματοδοτικούς πόρους σε κρίσιμες οντότητες όταν αυτό είναι αναγκαίο και δικαιολογείται από στόχους δημόσιου συμφέροντος.

2.   Κάθε κράτος μέλος διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή του συνεργάζεται και ανταλλάσσει πληροφορίες και ορθές πρακτικές με τις κρίσιμες οντότητες των τομέων που ορίζονται στο παράρτημα.

3.   Τα κράτη μέλη διευκολύνουν την οικειοθελή ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρίσιμων οντοτήτων σχετικά με ζητήματα που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, σύμφωνα με την ενωσιακή και την εθνική νομοθεσία, ιδίως στους τομείς των διαβαθμισμένων και ευαίσθητων πληροφοριών, του ανταγωνισμού και της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

Άρθρο 11

Συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών

1.   Όποτε κρίνεται σκόπιμο τα κράτη μέλη διαβουλεύονται μεταξύ τους σχετικά με τις κρίσιμες οντότητες με σκοπό να διασφαλίσουν ότι η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται με συνέπεια. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις πραγματοποιούνται ιδίως όσον αφορά τις κρίσιμες οντότητες που:

α)

χρησιμοποιούν υποδομές ζωτικής σημασίας που συνδέονται φυσικά μεταξύ δύο ή περισσότερων κρατών μελών·

β)

αποτελούν μέρος εταιρικών δομών που συνδέονται με κρίσιμες οντότητες σε άλλα κράτη μέλη ή έχουν σχέση με αυτές·

γ)

έχουν προσδιοριστεί ως κρίσιμες οντότητες σε ένα κράτος μέλος και παρέχουν βασικές υπηρεσίες προς άλλα κράτη μέλη ή εντός αυτών.

2.   Οι διαβουλεύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1 αποσκοπούν στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων και, όπου είναι δυνατόν, στη μείωση του διοικητικού φόρτου για αυτές.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ III

ΑΝΘΕΚΤΙΚΌΤΗΤΑ ΤΩΝ ΚΡΊΣΙΜΩΝ ΟΝΤΟΤΉΤΩΝ

Άρθρο 12

Εκτίμηση κινδύνων από τις κρίσιμες οντότητες

1.   Με την επιφύλαξη της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3 δεύτερο εδάφιο, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κρίσιμες οντότητες διενεργούν εκτίμηση κινδύνων, εντός εννέα μηνών από τη λήψη της ειδοποίησης που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3, όποτε είναι απαραίτητο στη συνέχεια και τουλάχιστον ανά τετραετία, με βάση τις εκτιμήσεις κινδύνων των κρατών μελών και άλλες συναφείς πηγές πληροφοριών, ώστε να εκτιμηθούν όλοι οι συναφείς κίνδυνοι που θα μπορούσαν να διαταράξουν την παροχή των βασικών υπηρεσιών («εκτίμηση κινδύνου κρίσιμης οντότητας»).

2.   Οι εκτιμήσεις κινδύνων των κρίσιμων οντοτήτων καλύπτουν όλους τους συναφείς φυσικούς και ανθρωπογενείς κινδύνους οι οποίοι θα μπορούσαν να προκαλέσουν περιστατικό, συμπεριλαμβανομένων των κινδύνων διατομεακού ή διασυνοριακού χαρακτήρα, των ατυχημάτων, των φυσικών καταστροφών, των καταστάσεων έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία και των υβριδικών απειλών και άλλων ανταγωνιστικών απειλών, συμπεριλαμβανομένων των εγκλημάτων τρομοκρατίας, όπως προβλέπεται στην οδηγία (ΕΕ) 2017/541. Η εκτίμηση κινδύνου μιας κρίσιμης οντότητας λαμβάνει υπόψη τον βαθμό στον οποίο άλλοι τομείς, όπως ορίζονται στο παράρτημα, εξαρτώνται από τη βασική υπηρεσία που παρέχει η κρίσιμη οντότητα και τον βαθμό στον οποίο η εν λόγω κρίσιμη οντότητα εξαρτάται από βασικές υπηρεσίες που παρέχονται από άλλες οντότητες σε άλλους τέτοιους τομείς, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, γειτονικών κρατών μελών και τρίτων χωρών.

Όταν μία κρίσιμη οντότητα έχει διενεργήσει άλλες εκτιμήσεις κινδύνου ή έχει συντάξει έγγραφα σύμφωνα με υποχρεώσεις που προβλέπονται σε άλλες νομοθετικές πράξεις που σχετίζονται με την εκτίμηση κινδύνου της κρίσιμης οντότητάς τους, μπορεί να χρησιμοποιεί τις εν λόγω εκτιμήσεις και τα εν λόγω έγγραφα προκειμένου να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο. Κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της, η αρμόδια αρχή μπορεί να δηλώσει ότι υφιστάμενη εκτίμηση κινδύνου που διενεργήθηκε από μια κρίσιμη οντότητα και περιλαμβάνει τους κινδύνους και την έκταση της εξάρτησης που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου συμμορφώνεται εν μέρει ή εν όλω, με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν άρθρο.

Άρθρο 13

Μέτρα ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κρίσιμες οντότητες λαμβάνουν κατάλληλα και αναλογικά τεχνικά μέτρα, μέτρα ασφάλειας και οργανωτικά μέτρα για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητάς τους, βάσει των σχετικών πληροφοριών που παρέχουν τα κράτη μέλη σχετικά με την εκτίμηση κινδύνων από τα κράτη μέλη και τα αποτελέσματα της εκτίμησης κινδύνων της κρίσιμης οντότητας, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που είναι αναγκαία για:

α)

την πρόληψη της επέλευσης περιστατικών, με δέουσα εξέταση των μέτρων μείωσης του κινδύνου καταστροφών και προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή·

β)

τη διασφάλιση επαρκούς φυσικής προστασίας των εγκαταστάσεών τους και των υποδομών ζωτικής σημασίας, εξετάζοντας δεόντως, για παράδειγμα,τις περιφράξεις, τα εμπόδια, τα εργαλεία και τις διαδικασίες επιτήρησης περιμέτρου τον εξοπλισμό ανίχνευσης και τους ελέγχους πρόσβασης·

γ)

την ανταπόκριση στις συνέπειες των περιστατικών, την αντίσταση σε αυτές και τον μετριασμό τους, με δέουσα εξέταση της εφαρμογής διαδικασιών και πρωτοκόλλων διαχείρισης κινδύνων και κρίσεων, καθώς και διαδικασιών έγκαιρης προειδοποίησης·

δ)

την ανάκαμψη από περιστατικά, με δέουσα εξέταση μέτρων επιχειρησιακής συνέχειας και του προσδιορισμού εναλλακτικών αλυσίδων εφοδιασμού προκειμένου να αποκατασταθεί η παροχή της βασικής υπηρεσίας·

ε)

τη διασφάλιση της κατάλληλης διαχείρισης ασφάλειας των εργαζομένων, με δέουσα εξέταση μέτρων όπως ο ορισμός κατηγοριών προσωπικού που επιτελεί κρίσιμες λειτουργίες, η θέσπιση δικαιωμάτων πρόσβασης σε εγκαταστάσεις, υποδομές ζωτικής σημασίας και ευαίσθητες πληροφορίες, η θέσπιση διαδικασιών ελέγχου ιστορικού σύμφωνα με το άρθρο 14, και ο καθορισμός των κατηγοριών των προσώπων που απαιτούνται για τη διενέργεια τέτοιων ελέγχων ιστορικού, και ο καθορισμός των κατάλληλων απαιτήσεων όσον αφορά την κατάρτιση και τα επαγγελματικά προσόντα·

στ)

την ευαισθητοποίηση του οικείου προσωπικού για τα μέτρα των στοιχείων α) έως ε), με δέουσα εξέταση εκπαιδευτικών μαθημάτων, ενημερωτικού υλικού και ασκήσεων.

Για τους σκοπούς του πρώτου εδαφίου στοιχείο ε), τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κρίσιμες οντότητες λαμβάνουν υπόψη το προσωπικό των εξωτερικών παρόχων υπηρεσιών κατά τον καθορισμό των κατηγοριών του προσωπικού που ασκεί κρίσιμες λειτουργίες.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κρίσιμες οντότητες διαθέτουν και εφαρμόζουν σχέδιο ανθεκτικότητας ή ισοδύναμο έγγραφο ή έγγραφα όπου περιγράφονται τα μέτρα που έχουν ληφθεί δυνάμει της παραγράφου 1. Όταν οι κρίσιμες οντότητες έχουν καταρτίσει έγγραφα ή λάβει μέτρα σε εκπλήρωση υποχρεώσεων από άλλες νομικές πράξεις που εμφανίζουν συνάφεια με τα μέτρα της παραγράφου 1, μπορούν να χρησιμοποιούν τα εν λόγω έγγραφα και μέτρα προκειμένου να συμμορφωθούν με τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο. Κατά την άσκηση των εποπτικών καθηκόντων της, η αρμόδια αρχή μπορεί να δηλώσει ότι υφιστάμενα μέτρα ενίσχυσης της ανθεκτικότητας που έχει λάβει μια κρίσιμη οντότητα, τα οποία περιλαμβάνουν με κατάλληλο και αναλογικό τρόπο τα τεχνικά μέτρα, μέτρα ασφάλειας και οργανωτικά μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, συμμορφώνονται εν μέρει ή εν όλω με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το παρόν άρθρο.

3.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε κρίσιμη οντότητα ορίζει έναν αξιωματικό σύνδεσμο ή ισοδύναμο υπάλληλο ως σημείο επαφής με τις αρμόδιες αρχές.

4.   Κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους που έχει προσδιορίσει την κρίσιμη οντότητα και με τη σύμφωνη γνώμη της εκάστοτε κρίσιμης οντότητας, η Επιτροπή διοργανώνει συμβουλευτικές αποστολές, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του άρθρου 18 παράγραφοι 6, 8 και 9, για την παροχή συμβουλών στην οικεία κρίσιμη οντότητα όσον αφορά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της βάσει του κεφαλαίου III. Η συμβουλευτική αποστολή υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματά της στην Επιτροπή, το εν λόγω κράτος μέλος και την οικεία κρίσιμη οντότητα.

5.   Η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με την ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 19, εκδίδει μη δεσμευτικές κατευθυντήριες γραμμές για την περαιτέρω διευκρίνιση των τεχνικών μέτρων, των μέτρων ασφάλειας και των οργανωτικών μέτρων που μπορούν να ληφθούν σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου.

6.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των απαραίτητων τεχνικών και μεθοδολογικών προδιαγραφών σχετικά με την εφαρμογή των μέτρων της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 24 παράγραφος 2.

Άρθρο 14

Έλεγχοι ιστορικού

1.   Τα κράτη μέλη καθορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες επιτρέπεται σε κρίσιμη οντότητα, σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις και λαμβανομένης υπόψη της εκτίμησης κινδύνων από τα κράτη μέλη, να υποβάλλουν αιτήματα για ελέγχους ιστορικού όσον αφορά τα πρόσωπα που:

α)

κατέχουν ευαίσθητους ρόλους εντός της κρίσιμης οντότητας ή προς όφελος αυτής, ιδίως όσον αφορά την ανθεκτικότητα της κρίσιμης οντότητας·

β)

είναι εξουσιοδοτημένα να έχουν άμεση ή εξ αποστάσεως πρόσβαση στις εγκαταστάσεις, στα συστήματα πληροφοριών ή ελέγχου αυτής, μεταξύ άλλων και σε σχέση με την ασφάλεια της κρίσιμης οντότητας·

γ)

είναι υπό εξέταση για πρόσληψη σε θέσεις που εμπίπτουν στα κριτήρια που καθορίζονται στο στοιχείο α) ή β).

2.   Αιτήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου αξιολογούνται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και υπόκεινται σε επεξεργασία σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και διαδικασίες και το σχετικό και εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο, συμπεριλαμβανομένων του κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και της οδηγίας (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (37). Οι έλεγχοι ιστορικού είναι αναλογικοί και περιορίζονται αυστηρά στα όρια του αναγκαίου. Διενεργούνται με αποκλειστικό σκοπό την αξιολόγηση δυνητικού κινδύνου για την ασφάλεια της οικείας κρίσιμης οντότητας.

3.   Ο έλεγχος ιστορικού που αναφέρεται στην παράγραφο 1, τουλάχιστον:

α)

επιβεβαιώνει την ταυτότητα του προσώπου που αποτελεί αντικείμενο του ελέγχου ιστορικού·

β)

ελέγχει το ποινικό μητρώο του εν λόγω προσώπου όσον αφορά εγκλήματα που θα μπορούσαν να είναι συναφή με συγκεκριμένη θέση.

Κατά τη διενέργεια ελέγχων ιστορικού, τα κράτη μέλη χρησιμοποιούν το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζονται στην απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ και, κατά περίπτωση και εφόσον κρίνεται σκόπιμο, στον κανονισμό (ΕΕ) 2019/816 με σκοπό την απόκτηση πληροφοριών από ποινικά μητρώα που τηρούνται από άλλα κράτη μέλη. Οι κεντρικές αρχές που αναφέρονται στο άρθρο 3 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ και στο άρθρο 3 σημείο 5) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/816 απαντούν σε αιτήματα τέτοιων πληροφοριών εντός 10 εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψης του αιτήματος, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαισίου 2009/315/ΔΕΥ.

Άρθρο 15

Κοινοποίηση περιστατικών

1.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κρίσιμες οντότητες κοινοποιούν στην αρμόδια αρχή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τα περιστατικά τα οποία διαταράσσουν σημαντικά ή έχουν τη δυνατότητα να διαταράξουν σημαντικά την παροχή βασικών υπηρεσιών. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εκτός και αν δεν υπάρχει η σχετική επιχειρησιακή δυνατότητα, οι κρίσιμες οντότητες υποβάλλουν αρχική κοινοποίηση το αργότερο 24 ώρες αφότου λάβουν γνώση περιστατικού, και ακολουθείται, κατά περίπτωση, από λεπτομερή έκθεση το αργότερο έναν μήνα μετά. Προκειμένου να καθοριστεί πόσο σημαντική είναι μια διαταραχή, λαμβάνονται ιδίως υπόψη οι ακόλουθες παράμετροι:

α)

ο αριθμός και η αναλογία των χρηστών που επηρεάζονται από τη διαταραχή·

β)

η διάρκεια της διαταραχής·

γ)

η γεωγραφική περιοχή που επηρεάζεται από τη διαταραχή, αφού ληφθεί υπόψη αν η εν λόγω περιοχή είναι γεωγραφικά απομονωμένη.

Όταν ένα περιστατικό έχει ή ενδέχεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη συνέχεια της παροχής βασικών υπηρεσιών σε έξι ή περισσότερα κράτη μέλη, οι αρμόδιες αρχές των κρατών μελών που επηρεάζονται από το περιστατικό κοινοποιούν στην Επιτροπή το εν λόγω περιστατικό.

2.   Οι κοινοποιήσεις όπως αναφέρονται στην παράγραφο 1 πρώτο εδάφιο, περιλαμβάνουν όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες που είναι απαραίτητες προκειμένου να δοθεί στην αρμόδια αρχή η δυνατότητα να κατανοήσει τη φύση, την αιτία και τις πιθανές συνέπειες του περιστατικού, συμπεριλαμβανομένων όλων των διαθέσιμων πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τον προσδιορισμό ενδεχόμενου διασυνοριακού αντικτύπου του περιστατικού. Οι κοινοποιήσεις αυτές δεν συνεπάγονται αυξημένη ευθύνη για τις κρίσιμες οντότητες.

3.   Με βάση τις πληροφορίες που παρέχονται από την κρίσιμη οντότητα σε κοινοποίηση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, η οικεία αρμόδια αρχή, μέσω του ενιαίου σημείου επαφής, ενημερώνει το ενιαίο σημείο επαφής των άλλων επηρεαζόμενων κρατών μελών, αν το περιστατικό έχει ή ενδέχεται να έχει σημαντικό αντίκτυπο σε κρίσιμες οντότητες και στη συνέχεια της παροχής βασικών υπηρεσιών προς ή εντός ενός ή περισσοτέρων άλλων κρατών μελών.

Τα ενιαία σημεία επαφής που αποστέλλουν και λαμβάνουν πληροφορίες δυνάμει του πρώτου εδαφίου, χειρίζονται, σύμφωνα με το ενωσιακό ή το εθνικό δίκαιο,τις πληροφορίες αυτές με τρόπο που σέβεται την εμπιστευτικότητά τους και προστατεύει τα συμφέροντα ασφάλειας και τα εμπορικά συμφέροντα της εκάστοτε κρίσιμης οντότητας.

4.   Το συντομότερο δυνατόν μετά την κοινοποίηση όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, η οικεία αρμόδια αρχή παρέχει στην οικεία κρίσιμη οντότητα σχετικές πληροφορίες για τη συνέχεια που δόθηκε, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την αποτελεσματική αντιμετώπιση του περιστατικού αυτού από την εν λόγω κρίσιμη οντότητα. Τα κράτη μέλη ενημερώνουν το κοινό, όταν κρίνουν ότι αυτό θα είναι προς το δημόσιο συμφέρον.

Άρθρο 16

Πρότυπα

Προκειμένου να προωθηθεί η συγκλίνουσα εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη, χωρίς να επιβάλλουν ή να εισάγουν διακρίσεις υπέρ της χρήσης συγκεκριμένου είδους τεχνολογίας, ενθαρρύνουν, όπου αυτό είναι χρήσιμο, τη χρήση ευρωπαϊκών και διεθνών προτύπων και τεχνικών προδιαγραφών σχετικών με τα μέτρα ασφάλειας και ανθεκτικότητας που εφαρμόζονται στις κρίσιμες οντότητες.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ IV

ΚΡΊΣΙΜΕΣ ΟΝΤΌΤΗΤΕΣ ΙΔΙΑΊΤΕΡΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΎ ΕΝΔΙΑΦΈΡΟΝΤΟΣ

Άρθρο 17

Προσδιορισμός των κρίσιμων οντοτήτων ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος

1.   Οντότητα θεωρείται κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος όταν:

α)

έχει προσδιοριστεί ως κρίσιμη οντότητα σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1·

β)

παρέχει τις ίδιες ή παρεμφερείς βασικές υπηρεσίες προς ή εντός έξι ή περισσότερων κρατών μελών· και

γ)

έχει ειδοποιηθεί σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι μια κρίσιμη οντότητα, μετά την κοινοποίηση που αναφέρεται στο άρθρο 6 παράγραφος 3, ενημερώνει την αρμόδια αρχή της όταν παρέχει βασικές υπηρεσίες προς ή εντός έξι ή περισσότερων κρατών μελών. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η κρίσιμη οντότητα ενημερώνει την αρμόδια αρχή της για τις βασικές υπηρεσίες που παρέχει σε ή εντός των εν λόγω κρατών μελών και για τα κράτη μέλη προς τα οποία ή εντός των οποίων παρέχει τέτοιες βασικές υπηρεσίες. Τα κράτη μέλη κοινοποιούν στην Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την ταυτότητα των εν λόγω κρίσιμων οντοτήτων και τα στοιχεία που παρέχουν σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.

Η Επιτροπή διαβουλεύεται με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που προσδιόρισε μια κρίσιμη οντότητα όπως αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο, την αρμόδια αρχή άλλων ενδιαφερόμενων κρατών μελών και την συγκεκριμένη κρίσιμη οντότητα. Κατά τη διάρκεια των εν λόγω διαβουλεύσεων, κάθε κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή εάν κρίνει ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται στο εν λόγω κράτος μέλος από την κρίσιμη οντότητα είναι βασικές υπηρεσίες.

3.   Εάν η Επιτροπή αποφασίσει, με βάση τις διαβουλεύσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, ότι η οικεία κρίσιμη οντότητα παρέχει βασικές υπηρεσίες προς ή εντός έξι ή περισσότερων κρατών μελών, η Επιτροπή κοινοποιεί στην εν λόγω κρίσιμη οντότητα, μέσω της αρμόδιας αρχής της, ότι θεωρείται κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και πληροφορεί την εν λόγω κρίσιμη οντότητα για τις υποχρεώσεις της βάσει του παρόντος κεφαλαίου και για την ημερομηνία από την οποία ισχύουν για αυτήν οι εν λόγω υποχρεώσεις. Μόλις η Επιτροπή ενημερώσει την αρμόδια αρχή για την απόφασή της να θεωρήσει μια κρίσιμη οντότητα ως κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, η αρμόδια αρχή προωθεί την εν λόγω κοινοποίηση στην εν λόγω κρίσιμη οντότητα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

4.   Το παρόν κεφάλαιο εφαρμόζεται στην εκάστοτε κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης που αναφέρεται στην παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου.

Άρθρο 18

Συμβουλευτικές αποστολές

1.   Κατόπιν αιτήματος του κράτους μέλους το οποίο έχει προσδιορίσει μια κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως κρίσιμη οντότητα δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1, η Επιτροπή οργανώνει συμβουλευτική αποστολή για την αξιολόγηση των μέτρων που εφαρμόζει η εν λόγω κρίσιμη οντότητα για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της βάσει του κεφαλαίου III.

2.   Με δική της πρωτοβουλία ή κατόπιν αιτήματος ενός ή περισσότερων κρατών μελών προς τα οποία ή εντός των οποίων παρέχεται η βασική υπηρεσία, και υπό την προϋπόθεση ότι το κράτος μέλος που έχει προσδιορίσει κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως κρίσιμη οντότητα δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 συμφωνεί, η Επιτροπή οργανώνει συμβουλευτική αποστολή όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου,

3.   Κατόπιν αιτιολογημένου αιτήματος από την Επιτροπή ή από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη προς τα οποία ή εντός των οποίων παρέχεται η βασική υπηρεσία, το κράτος μέλος που προσδιόρισε κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως κρίσιμη οντότητα δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 παρέχει στην Επιτροπή τα ακόλουθα:

α)

τα σχετικά σημεία της εκτίμησης κινδύνων της κρίσιμης οντότητας·

β)

κατάλογο των σχετικών μέτρων που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 13·

γ)

τα εποπτικά μέτρα ή μέτρα επιβολής, συμπεριλαμβανομένων αξιολογήσεων της συμμόρφωσης ή εντολών που εκδόθηκαν, στα οποία προέβη η αρμόδια αρχή της σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 22 όσον αφορά την εν λόγω κρίσιμη οντότητα.

4.   Η συμβουλευτική αποστολή υποβάλλει έκθεση με τα πορίσματά της στην Επιτροπή, στο κράτος μέλος που προσδιόρισε κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως κρίσιμη οντότητα δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1, στα κράτη μέλη προς τα οποία ή εντός των οποίων παρέχεται η βασική υπηρεσία και στην οικεία κρίσιμη οντότητα εντός τριών μηνών από την ολοκλήρωση της συμβουλευτικής αποστολής.

Τα κράτη μέλη προς τα οποία ή εντός των οποίων παρέχεται η βασική υπηρεσία αναλύουν την έκθεση που αναφέρεται στο πρώτο εδάφιο και, αν είναι απαραίτητο, υποβάλλουν στην Επιτροπή τη γνώμη τους σχετικά με το κατά πόσον η οικεία κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της βάσει του κεφαλαίου III και, κατά περίπτωση, ποια μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν για να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα της εν λόγω κρίσιμης οντότητας.

Η Επιτροπή, βάσει της γνώμης που αναφέρεται στο δεύτερο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, κοινοποιεί τη δική της γνώμη στο κράτος μέλος το οποίο έχει προσδιορίσει κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως κρίσιμη οντότητα δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1, στα κράτη μέλη προς τα οποία ή εντός των οποίων παρέχεται η βασική υπηρεσία και στην εν λόγω κρίσιμη οντότητα το κατά πόσον η εν λόγω κρίσιμη οντότητα συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της βάσει του κεφαλαίου III και, κατά περίπτωση, ποια μέτρα θα μπορούσαν να ληφθούν για να βελτιωθεί η ανθεκτικότητα της εν λόγω κρίσιμης οντότητας.

Το κράτος μέλος το οποίο έχει προσδιορίσει κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως κρίσιμη οντότητα δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 διασφαλίζει ότι η αρμόδια αρχή του και η οικεία κρίσιμη οντότητα λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη που αναφέρεται στο τρίτο εδάφιο της παρούσας παραγράφου και παρέχει πληροφορίες στην Επιτροπή και στα κράτη μέλη προς τα οποία ή εντός των οποίων παρέχεται η βασική υπηρεσία σχετικά με τα μέτρα που έχει λάβει σύμφωνα με τη γνώμη αυτή.

5.   Κάθε συμβουλευτική αποστολή απαρτίζεται από εμπειρογνώμονες από το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, εμπειρογνώμονες από τα κράτη μέλη προς τα οποία ή εντός των οποίων παρέχεται η βασική υπηρεσία και από εκπροσώπους της Επιτροπής. Τα εν λόγω κράτη μέλη μπορούν να προτείνουν υποψηφίους για να συμμετάσχουν σε συμβουλευτική αποστολή. Η Επιτροπή, κατόπιν διαβούλευσης με το κράτος μέλος που έχει προσδιορίσει κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως κρίσιμη οντότητα δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1, επιλέγει και διορίζει τα μέλη κάθε συμβουλευτικής αποστολής σύμφωνα με την επαγγελματική ιδιότητά τους, διασφαλίζοντας, όπου είναι δυνατόν, γεωγραφικά ισορροπημένη εκπροσώπηση όλων αυτών των κρατών μελών. Όταν είναι αναγκαίο, τα μέλη της συμβουλευτικής αποστολής διαθέτουν έγκυρη και κατάλληλη εξουσιοδότηση ασφαλείας. Η Επιτροπή βαρύνεται με τις δαπάνες συμμετοχής στη συμβουλευτική αποστολή.

Η Επιτροπή οργανώνει το πρόγραμμα κάθε συμβουλευτικής αποστολής, σε συνεννόηση με τα μέλη της συγκεκριμένης συμβουλευτικής αποστολής και σε συμφωνία με το κράτος μέλος που έχει προσδιορίσει κρίσιμη οντότητα ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ως κρίσιμη οντότητα δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1.

6.   Η Επιτροπή εκδίδει εκτελεστική πράξη για τη θέσπιση κανόνων σχετικά με τις διαδικαστικές ρυθμίσεις για αιτήματα διοργάνωσης συμβουλευτικών αποστολών, για τη διεκπεραίωση τέτοιων αιτημάτων, για τη διεξαγωγή των συμβουλευτικών αποστολών και την υποβολή των σχετικών εκθέσεων και για τον χειρισμό της επικοινωνίας σχετικά με τη γνώμη της Επιτροπής που αναφέρεται στην παράγραφο 4 τρίτο εδάφιο του παρόντος άρθρου και τα μέτρα που λήφθηκαν, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη το απόρρητο και τον εμπορικά ευαίσθητο χαρακτήρα των οικείων πληροφοριών. Η εν λόγω εκτελεστική πράξη εκδίδεται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 24 παράγραφος 2.

7.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι κρίσιμες οντότητες ιδιαίτερου ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος παρέχουν στις συμβουλευτικές αποστολές πρόσβαση στις πληροφορίες, τα συστήματα και τις εγκαταστάσεις που σχετίζονται με την παροχή των βασικών υπηρεσιών τους που είναι αναγκαίες για τη διεξαγωγή της οικείας συμβουλευτικής αποστολής.

8.   Οι συμβουλευτικές αποστολές διεξάγονται σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο πραγματοποιούνται, με σεβασμό της ευθύνης του εν λόγω κράτους μέλους όσον αφορά την εθνική ασφάλεια και την προστασία των συμφερόντων ασφαλείας του.

9.   Κατά τη διοργάνωση των συμβουλευτικών αποστολών, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις τυχόν εκθέσεις που έχουν καταρτιστεί στο πλαίσιο επιθεωρήσεων που διεξήγαγε η Επιτροπή σύμφωνα με τους κανονισμούς (ΕΚ) αριθ. 725/2004 και (ΕΚ) αριθ. 300/2008 και τις τυχόν εκθέσεις που έχουν καταρτιστεί στο πλαίσιο παρακολούθησης που διενήργησε η Επιτροπή σύμφωνα με την οδηγία 2005/65/ΕΚ όσον αφορά την οικεία κρίσιμη οντότητα.

10.   Η Επιτροπή ενημερώνει την ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων που αναφέρεται στο άρθρο 19 κάθε φορά που οργανώνεται συμβουλευτική αποστολή. Το κράτος μέλος στο οποίο πραγματοποιήθηκε η συμβουλευτική αποστολή και η Επιτροπή ενημερώνουν επίσης την ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων σχετικά με τα κυριότερα ευρήματα της συμβουλευτικής αποστολής και τα διδάγματα που αντλήθηκαν με σκοπό την προώθηση της αμοιβαίας μάθησης.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ V

ΣΥΝΕΡΓΑΣΊΑ ΚΑΙ ΥΠΟΒΟΛΉ ΕΚΘΈΣΕΩΝ

Άρθρο 19

Ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων

1.   Συστήνεται ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων. Η ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων υποστηρίζει την Επιτροπή και διευκολύνει τη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και την ανταλλαγή πληροφοριών σε ζητήματα σχετικά με την παρούσα οδηγία.

2.   Η ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών και της Επιτροπής που διαθέτουν εξουσιοδότηση ασφαλείας, κατά περίπτωση. Όταν είναι σκόπιμο για την εκτέλεση των καθηκόντων της, η ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων μπορεί να προσκαλεί σχετικούς ενδιαφερόμενους να συμμετάσχουν στις εργασίες της. Εάν ζητηθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η Επιτροπή μπορεί να προσκαλέσει εμπειρογνώμονες από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να παραστούν στις συνεδριάσεις της ομάδας για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων.

Ο εκπρόσωπος της Επιτροπής προεδρεύει της ομάδας για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων.

3.   Η ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων έχει τα ακόλουθα καθήκοντα:

α)

υποστηρίζει την Επιτροπή κατά την παροχή συνδρομής στα κράτη μέλη με σκοπό την ενίσχυση της ικανότητάς τους να συμβάλλουν στη διασφάλιση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·

β)

αναλύει τις στρατηγικές προκειμένου να προσδιορίσει βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά τις στρατηγικές·

γ)

διευκολύνει την ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών όσον αφορά τον προσδιορισμό των κρίσιμων οντοτήτων από τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1, μεταξύ άλλων σε σχέση με τις διασυνοριακές και διατομεακές εξαρτήσεις και όσον αφορά κινδύνους και περιστατικά·

δ)

κατά περίπτωση, συμβάλλει όσον αφορά θέματα που σχετίζονται με την παρούσα οδηγία σε έγγραφα σχετικά με την ανθεκτικότητα σε επίπεδο Ένωσης·

ε)

συμβάλλει στην κατάρτιση των κατευθυντήριων γραμμών που αναφέρονται στο άρθρο 7 παράγραφος 3 και στο άρθρο 13 παράγραφος 5 και, κατόπιν αιτήματος, οποιωνδήποτε κατ’ εξουσιοδότηση ή εκτελεστικών πράξεων που εκδίδονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας ·

στ)

αναλύει τις συνοπτικές εκθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 9 παράγραφος 3 με σκοπό την προώθηση της ανταλλαγής βέλτιστων πρακτικών σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 3·

ζ)

ανταλλάσσει βέλτιστες πρακτικές όσον αφορά την κοινοποίηση περιστατικών κατά το άρθρο 15·

η)

συζητάει τις συνοπτικές εκθέσεις των συμβουλευτικών αποστολών και τα διδάγματα που αντλήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 10·

θ)

ανταλλάσσει πληροφορίες και βέλτιστες πρακτικές για την καινοτομία, την έρευνα και την ανάπτυξη σχετικά με την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων σύμφωνα με την παρούσα οδηγία·

ι)

κατά περίπτωση, ανταλλάσσει πληροφορίες για ζητήματα ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων με τα αρμόδια θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης.

4.   Έως τις 17 Ιανουαρίου 2025 και στη συνέχεια ανά διετία, η ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων καταρτίζει πρόγραμμα εργασιών, σύμφωνο προς τις απαιτήσεις και τους στόχους της. Το εν λόγω πρόγραμμα εργασιών συνάδει με τις απαιτήσεις και τους στόχους της παρούσας οδηγίας.

5.   Η ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων συνεδριάζει σε τακτική βάση και σε κάθε περίπτωση τουλάχιστον μία φορά ετησίως με την ομάδα συνεργασίας που έχει συσταθεί βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555 για την προώθηση και διευκόλυνση της συνεργασίας και της ανταλλαγής πληροφοριών.

6.   Η Επιτροπή μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές πράξεις που καθορίζουν τις διαδικαστικές ρυθμίσεις που είναι αναγκαίες για τη λειτουργία της ομάδας για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων, τηρώντας το άρθρο 1 παράγραφος 4. Οι εν λόγω εκτελεστικές πράξεις εκδίδονται σύμφωνα με τη διαδικασία εξέτασης στην οποία παραπέμπει το άρθρο 24 παράγραφος 2.

7.   Η Επιτροπή διαβιβάζει στην ομάδα για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων συνοπτική έκθεση σχετικά με τις πληροφορίες που παρέχουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 και το άρθρο 5 παράγραφος 4 έως τις 17 Ιανουαρίου 2027 και, στη συνέχεια, όποτε είναι απαραίτητο και τουλάχιστον ανά τετραετία.

Άρθρο 20

Παροχή υποστήριξης στις αρμόδιες αρχές και τις κρίσιμες οντότητες από την Επιτροπή

1.   Η Επιτροπή υποστηρίζει, κατά περίπτωση, τα κράτη μέλη και τις κρίσιμες οντότητες όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους με τις υποχρεώσεις τους βάσει της παρούσας οδηγίας. Η Επιτροπή εκπονεί ενωσιακού επιπέδου επισκόπηση των διασυνοριακών και διατομεακών κινδύνων για την παροχή βασικών υπηρεσιών, οργανώνει τις συμβουλευτικές αποστολές που αναφέρονται στο άρθρο 13 παράγραφος 4 και στο άρθρο 18 και διευκολύνει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ κρατών μελών και εμπειρογνωμόνων σε ολόκληρη την Ένωση.

2.   Η Επιτροπή συμπληρώνει τις δραστηριότητες των κρατών μελών όπως αναφέρονται στο άρθρο 10 μέσω της ανάπτυξης βέλτιστων πρακτικών, υλικού καθοδήγησης και μεθοδολογιών, και διασυνοριακών δραστηριοτήτων κατάρτισης και ασκήσεων δοκιμής της ανθεκτικότητας κρίσιμων οντοτήτων.

3.   Η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη σχετικά με τους χρηματοδοτικούς πόρους που διατίθενται στα κράτη μέλη σε επίπεδο Ένωσης για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VI

ΕΠΟΠΤΕΊΑ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΉ

Άρθρο 21

Εποπτεία και επιβολή

1.   Για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης με τις υποχρεώσεις βάσει της παρούσας οδηγίας των οντοτήτων που τα κράτη μέλη έχουν προσδιορίσει ως κρίσιμες οντότητες δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές τους έχουν τις εξουσίες και τα μέσα για να:

α)

διεξάγουν επιτόπιες επιθεωρήσεις των υποδομών ζωτικής σημασίας και των εγκαταστάσεων που η κρίσιμη οντότητα χρησιμοποιεί για την παροχή των βασικών υπηρεσιών της, και μη επιτόπια εποπτεία των μέτρων που λαμβάνουν οι κρίσιμες οντότητες σύμφωνα με το άρθρο 13·

β)

διενεργούν ή δίνουν εντολή για ελέγχους αναφορικά με τις κρίσιμες οντότητες.

2.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν τις εξουσίες και τα μέσα για να απαιτούν, όταν είναι αναγκαίο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, οι οντότητες βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555 που τα κράτη μέλη έχουν επίσης προσδιορίσει ως κρίσιμες οντότητες βάσει της παρούσας οδηγίας, να παρέχουν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που καθορίζουν οι εν λόγω αρχές:

α)

τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση του κατά πόσον τα μέτρα που οι εν λόγω οντότητες έλαβαν για τη διασφάλιση της ανθεκτικότητάς τους πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο άρθρο 13·

β)

στοιχεία που να αποδεικνύουν την πραγματική εφαρμογή των εν λόγω μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των αποτελεσμάτων ελέγχου που έχει διενεργηθεί από ανεξάρτητο και αναγνωρισμένο ελεγκτή, επιλεγμένο από την εν λόγω οντότητα, με δαπάνες αυτής.

Όταν οι αρμόδιες αρχές ζητούν τις εν λόγω πληροφορίες, δηλώνουν τον σκοπό για τον οποίο τις ζητούν και προσδιορίζουν τις πληροφορίες που ζητούνται.

3.   Χωρίς να θίγεται η δυνατότητα επιβολής κυρώσεων σύμφωνα με το άρθρο 22, οι αρμόδιες αρχές μπορούν, μετά τα μέτρα εποπτείας που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου ή την αξιολόγηση των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου, να δίνουν στις οικείες κρίσιμες οντότητες εντολή για τη λήψη των αναγκαίων και αναλογικών μέτρων για την αποκατάσταση κάθε εντοπισθείσας παράβασης της παρούσας οδηγίας, εντός εύλογης προθεσμίας που καθορίζεται από τις εν λόγω αρχές, και για την υποβολή πληροφοριών στις εν λόγω αρχές σχετικά με τα μέτρα που έλαβαν. Οι εν λόγω εντολές λαμβάνουν υπόψη ιδίως τη σοβαρότητα της παράβασης.

4.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι εξουσίες που προβλέπονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 μπορούν να ασκούνται μόνο υπό κατάλληλες διασφαλίσεις. Οι εν λόγω διασφαλίσεις εγγυώνται, ιδίως, ότι η άσκηση των εξουσιών αυτών πραγματοποιείται με αντικειμενικό, διαφανή και αναλογικό τρόπο και ότι διασφαλίζονται δεόντως τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντα των επηρεαζόμενων κρίσιμων οντοτήτων, όπως η προστασία του εμπορικού και του επιχειρηματικού απορρήτου, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος ακρόασης, του δικαιώματος υπεράσπισης και του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής σε ανεξάρτητο δικαστήριο.

5.   Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν αρμόδια αρχή βάσει της παρούσας οδηγίας αξιολογεί τη συμμόρφωση κρίσιμης οντότητας δυνάμει του παρόντος άρθρου, η εν λόγω κρίσιμη οντότητα ενημερώνει τις αρμόδιες αρχές του οικείου κράτους μέλους βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555. Για τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας μπορούν να ζητήσουν από τις αρμόδιες αρχές βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555 να ασκήσουν τις εποπτικές και εκτελεστικές τους εξουσίες σε σχέση με οντότητα βάσει της εν λόγω οδηγίας που έχει προσδιοριστεί ως κρίσιμη οντότητα βάσει της παρούσας οδηγίας. Για τον σκοπό αυτόν, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές βάσει της παρούσας οδηγίας συνεργάζονται και ανταλλάσσουν πληροφορίες με τις αρμόδιες αρχές βάσει της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555.

Άρθρο 22

Κυρώσεις

Τα κράτη μέλη καθορίζουν τους κανόνες για τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παραβάσεων των εθνικών μέτρων που θεσπίζονται δυνάμει της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν την εφαρμογή τους. Οι προβλεπόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Τα κράτη μέλη γνωστοποιούν στην Επιτροπή, έως τις 17 Οκτωβρίου 2024, τους κανόνες και τα μέτρα αυτά και την ενημερώνουν αμελλητί σχετικά με κάθε μεταγενέστερη τροποποίησή τους.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VII

ΚΑΤ’ ΕΞΟΥΣΙΟΔΌΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΈΣ ΠΡΆΞΕΙΣ

Άρθρο 23

Άσκηση της εξουσιοδότησης

1.   Ανατίθεται στην Επιτροπή η εξουσία να εκδίδει κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις υπό τους όρους του παρόντος άρθρου.

2.   Η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 παράγραφος 1 εξουσία έκδοσης κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων ανατίθεται στην Επιτροπή για περίοδο πέντε ετών από τις 16 Ιανουαρίου 2023.

3.   Η εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 μπορεί να ανακληθεί ανά πάσα στιγμή από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο. Η απόφαση ανάκλησης περατώνει την εξουσιοδότηση που προσδιορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσης της απόφασης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε μεταγενέστερη ημερομηνία που ορίζεται σε αυτήν. Δεν θίγει το κύρος των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που ισχύουν ήδη.

4.   Προτού εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή διεξάγει διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις αρχές της διοργανικής συμφωνίας της 13ης Απριλίου 2016 για τη βελτίωση του νομοθετικού έργου.

5.   Μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, η Επιτροπή την κοινοποιεί ταυτόχρονα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

6.   Η κατ’ εξουσιοδότηση πράξη που εκδίδεται δυνάμει του άρθρου 5 παράγραφος 1 τίθεται σε ισχύ μόνο αν δεν διατυπωθεί αντίρρηση από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο εντός δύο μηνών από την ημέρα κοινοποίησης της πράξης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο ή αν, πριν λήξει αυτή η προθεσμία, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο ενημερώσουν αμφότερα την Επιτροπή ότι δεν θα προβάλουν αντιρρήσεις. Η προθεσμία αυτή παρατείνεται κατά δύο μήνες κατόπιν πρωτοβουλίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου ή του Συμβουλίου.

Άρθρο 24

Διαδικασία επιτροπής

1.   Η Επιτροπή επικουρείται από επιτροπή. Πρόκειται για επιτροπή κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

2.   Όταν γίνεται παραπομπή στην παρούσα παράγραφο, εφαρμόζεται το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 182/2011.

ΚΕΦΆΛΑΙΟ VIII

ΤΕΛΙΚΈΣ ΔΙΑΤΆΞΕΙΣ

Άρθρο 25

Υποβολή εκθέσεων και επανεξέταση

Έως τις 17 Ιουλίου 2027, η Επιτροπή υποβάλλει προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο έκθεση στην οποία αξιολογεί τον βαθμό στον οποίο κάθε κράτος μέλος έχει λάβει τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να συμμορφωθεί με την παρούσα οδηγία.

Η Επιτροπή προβαίνει σε περιοδική επανεξέταση της λειτουργίας της παρούσας οδηγίας και υποβάλλει έκθεση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Στην εν λόγω έκθεση αξιολογούνται, ιδίως, η προστιθέμενη αξία της παρούσας οδηγίας, ο αντίκτυπός της όσον αφορά τη διασφάλιση της ανθεκτικότητας των κρίσιμων οντοτήτων και το κατά πόσον το παράρτημα της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να τροποποιηθεί. Η Επιτροπή υποβάλλει την πρώτη αυτή έκθεση έως τις 17 Ιουνίου 2029. Για τον σκοπό υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με το παρόν άρθρο, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη σχετικά έγγραφα της ομάδας για την ανθεκτικότητα των κρίσιμων οντοτήτων.

Άρθρο 26

Μεταφορά στο εθνικό δίκαιο

1.   Έως τις 17 Οκτωβρίου 2024, τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν τα αναγκαία μέτρα για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή σχετικά.

Εφαρμόζουν τα εν λόγω μέτρα από τις 18 Οκτωβρίου 2024.

2.   Όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο 1, περιέχουν παραπομπή στην παρούσα οδηγία ή συνοδεύονται από την παραπομπή αυτή κατά την επίσημη δημοσίευσή τους. Οι μέθοδοι της παραπομπής αυτής καθορίζονται από τα κράτη μέλη.

Άρθρο 27

Κατάργηση της οδηγίας 2008/114/ΕΚ

Η οδηγία 2008/114/ΕΚ καταργείται από τις 18 Οκτωβρίου 2024.

Οι παραπομπές στην καταργούμενη οδηγία νοούνται ως παραπομπές στην παρούσα οδηγία.

Άρθρο 28

Έναρξη ισχύος

Η παρούσα οδηγία αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Άρθρο 29

Αποδέκτες

Η παρούσα οδηγία απευθύνεται στα κράτη μέλη.

Στρασβούργο, 14 Δεκεμβρίου 2022.

Για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

H Πρόεδρος

R. METSOLA

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

M. BEK


(1)  ΕΕ C 286 της 16.7.2021, σ. 170.

(2)  ΕΕ C 440 της 29.10.2021, σ. 99.

(3)  Θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 22ας Νοεμβρίου 2022 (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα) και απόφαση του Συμβουλίου της 8ης Δεκεμβρίου 2022 .

(4)  Οδηγία 2008/114/ΕΚ του Συμβουλίου, της 8ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τον προσδιορισμό και τον χαρακτηρισμό των ευρωπαϊκών υποδομών ζωτικής σημασίας, και σχετικά με την αξιολόγηση της ανάγκης βελτίωσης της προστασίας τους (ΕΕ L 345 της 23.12.2008, σ. 75).

(5)  Οδηγία (ΕΕ) 2022/2555 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με μέτρα για υψηλό κοινό επίπεδο κυβερνοασφάλειας σε ολόκληρη την Ένωση, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014 και της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 και για την κατάργηση της οδηγίας (ΕΕ) 2016/1148 (οδηγία NIS 2) (βλέπε σελίδα 80 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(6)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/1148 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Ιουλίου 2016, σχετικά με μέτρα για υψηλό κοινό επίπεδο ασφάλειας συστημάτων δικτύου και πληροφοριών σε ολόκληρη την Ένωση (ΕΕ L 194 της 19.7.2016, σ. 1).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/452 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαρτίου 2019, για τη θέσπιση πλαισίου για τον έλεγχο των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ένωση (ΕΕ L 79 I της 21.3.2019, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών (ΕΕ L 201 της 27.7.2012, σ. 1).

(9)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/201 (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 1).

(10)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 84).

(11)  Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ L 176 της 27.6.2013, σ. 338).

(12)  Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ (ΕΕ L 173 της 12.6.2014, σ. 349).

(13)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2554 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Δεκεμβρίου 2022, σχετικά με την ψηφιακή επιχειρησιακή ανθεκτικότητα του χρηματοοικονομικού τομέα και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009, (ΕΕ) αριθ. 648/2012, (ΕΕ) αριθ. 600/2014, (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και (ΕΕ) 2016/1011 (βλέπε σελίδα 1 της παρούσας Επίσημης Εφημερίδας).

(14)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 725/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, για τη βελτίωση της ασφάλειας στα πλοία και στις λιμενικές εγκαταστάσεις (ΕΕ L 129 της 29.4.2004, σ. 6).

(15)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 300/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2008, για τη θέσπιση κοινών κανόνων στο πεδίο της ασφάλειας της πολιτικής αεροπορίας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2320/2002 (ΕΕ L 97 της 9.4.2008, σ. 72).

(16)  Οδηγία 2005/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την ενίσχυση της ασφαλείας των λιμένων (ΕΕ L 310 της 25.11.2005, σ. 28).

(17)  Οδηγία 2008/96/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Νοεμβρίου 2008, για τη διαχείριση της ασφάλειας των οδικών υποδομών (ΕΕ L 319 της 29.11.2008, σ. 59).

(18)  Απόφαση της Επιτροπής, της 29ης Ιουνίου 2018, για τη σύσταση της πλατφόρμας της ΕΕ για την ασφάλεια των επιβατών σιδηροδρομικών μεταφορών από έκνομες ενέργειες 20018/C 232/03 (EE C 232 της 3.7.2018, σ. 10).

(19)  Απόφαση-πλαίσιο 2009/315/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, σχετικά με τη διοργάνωση και το περιεχόμενο της ανταλλαγής πληροφοριών που προέρχονται από το ποινικό μητρώο μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ L 93 της 7.4.2009, σ. 23).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/816 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Απριλίου 2019, για τη θέσπιση κεντρικού συστήματος εντοπισμού των κρατών μελών που διαθέτουν πληροφορίες σχετικά με καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος υπηκόων τρίτων χωρών και ανιθαγενών (ECRIS-TCN), με σκοπό τη συμπλήρωση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Πληροφοριών Ποινικού Μητρώου, και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1726 (ΕΕ L 135 της 22.5.2019, σ. 1).

(21)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1862 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2018, σχετικά με την εγκατάσταση, τη λειτουργία και τη χρήση του συστήματος πληροφοριών Σένγκεν (SIS) στον τομέα της αστυνομικής συνεργασίας και της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις, την τροποποίηση και κατάργηση της απόφασης 2007/533/ΔΕΥ του Συμβουλίου και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1986/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της απόφασης 2010/261/ΕΕ της Επιτροπής (ΕΕ L 312 της 7.12.2018, σ. 56).

(22)  Απόφαση αριθ. 1313/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, περί μηχανισμού πολιτικής προστασίας της Ένωσης (ΕΕ L 347 της 20.12.2013, σ. 924).

(23)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1149 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 2021 για τη θέσπιση του Ταμείου Εσωτερικής Ασφάλειας (ΕΕ L 251 της 15.7.2021, σ. 94).

(24)  Κανονισμός (ΕΕ) 2021/695 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 28ης Απριλίου 2021 για τη θέσπιση του προγράμματος-πλαισίου έρευνας και καινοτομίας «Ορίζων Ευρώπη», τον καθορισμό των κανόνων συμμετοχής και διάδοσής του, και για την κατάργηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1290/2013 και (ΕΕ) αριθ. 1291/2013 (ΕΕ L 170 της 12.5.2021, σ. 1).

(25)  ΕΕ L 123 της 12.5.2016, σ. 1.

(26)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 182/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για τη θέσπιση κανόνων και γενικών αρχών σχετικά με τους τρόπους ελέγχου από τα κράτη μέλη της άσκησης των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων από την Επιτροπή (ΕΕ L 55 της 28.2.2011, σ. 13).

(27)  Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ L 295 της 21.11.2018, σ. 39).

(28)  Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 1).

(29)  Οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ L 201 της 31.7.2002, σ. 37).

(30)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση, την τροποποίηση των οδηγιών του Συμβουλίου 89/686/ΕΟΚ και 93/15/ΕΟΚ και των οδηγιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου 94/9/ΕΚ, 94/25/ΕΚ, 95/16/ΕΚ, 97/23/ΕΚ, 98/34/ΕΚ, 2004/22/ΕΚ, 2007/23/ΕΚ, 2009/23/ΕΚ και 2009/105/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 87/95/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της απόφασης αριθ. 1673/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 316 της 14.11.2012, σ. 12).

(31)  Σύσταση 2003/361/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Μαΐου 2003, σχετικά με τον ορισμό των πολύ μικρών, των μικρών και των μεσαίων επιχειρήσεων (ΕΕ L 124 της 20.5.2003, σ. 36).

(32)  Οδηγία (ΕΕ) 2017/541 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2002/475/ΔΕΥ του Συμβουλίου και για την τροποποίηση της απόφασης 2005/671/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 88 της 31.3.2017, σ. 6).

(33)  Κανονισμός (ΕΕ) 2017/1938 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2017, σχετικά με τα μέτρα κατοχύρωσης της ασφάλειας εφοδιασμού με φυσικό αέριο και με την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 994/2010 (ΕΕ L 280 της 28.10.2017, σ. 1).

(34)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/941 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την ετοιμότητα αντιμετώπισης κινδύνων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας και με την κατάργηση της οδηγίας 2005/89/ΕΚ (ΕΕ L 158 της 14.6.2019, σ. 1).

(35)  Οδηγία 2007/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για την αξιολόγηση και τη διαχείριση των κινδύνων πλημμύρας (ΕΕ L 288 της 6.11.2007, σ. 27).

(36)  Οδηγία 2012/18/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Ιουλίου 2012, για την αντιμετώπιση των κινδύνων μεγάλων ατυχημάτων σχετιζόμενων με επικίνδυνες ουσίες και για την τροποποίηση και στη συνέχεια την κατάργηση της οδηγίας 96/82/ΕΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 197 της 24.7.2012, σ. 1).

(37)  Οδηγία (ΕΕ) 2016/680 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς της πρόληψης, διερεύνησης, ανίχνευσης ή δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της απόφασης-πλαίσιο 2008/977/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ L 119 της 4.5.2016, σ. 89).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Τομείς, υποτομείς και κατηγορίες οντοτήτων

Τομείς

Υποτομείς

Κατηγορίες οντοτήτων

1.

Ενέργεια

α)

Ηλεκτρική ενέργεια

Επιχειρήσεις ηλεκτρικής ενέργειας όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 57) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (1), οι οποίες ασκούν τη δραστηριότητα «προμήθειας» όπως καθορίζεται στο άρθρο 2 σημείο 12) της εν λόγω οδηγίας

Διαχειριστές συστήματος διανομής όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 29) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944

Διαχειριστές συστήματος μεταφοράς όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 35) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944

Παραγωγοί όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 38) της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944

Ορισθέντες διαχειριστές αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 8) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2)

 

 

Συμμετέχοντες στην αγορά όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 25) του κανονισμού (ΕΕ) 2019/943, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σωρευτικής εκπροσώπησης, απόκρισης ζήτησης ή αποθήκευσης ενέργειας όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημεία 18, 20 και 59 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/944

β)

Τηλεθέρμανση και τηλεψύξη

Διαχειριστές τηλεθέρμανσης ή τηλεψύξης όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 19) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (3)

γ)

Πετρέλαιο

Διαχειριστές αγωγών μεταφοράς πετρελαίου

Διαχειριστές παραγωγής πετρελαίου, εγκαταστάσεων διύλισης και επεξεργασίας, αποθήκευσης και μεταφοράς πετρελαίου

Κεντρικοί φορείς διατήρησης αποθεμάτων όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο στ) της οδηγίας 2009/119/ΕΚ του Συμβουλίου (4)

 

δ)

Αέριο

Επιχειρήσεις προμήθειας όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 8) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5)

Διαχειριστές συστήματος διανομής όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 6) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ

Διαχειριστές συστήματος μεταφοράς όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 4) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ

Διαχειριστές συστήματος αποθήκευσης όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 10) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ

Διαχειριστές συστήματος ΥΦΑ όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 12) της οδηγίας 2009/73/EΚ

Επιχειρήσεις φυσικού αερίου όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) της οδηγίας 2009/73/ΕΚ

Διαχειριστές εγκαταστάσεων διύλισης και επεξεργασίας φυσικού αερίου

ε)

Υδρογόνο

Διαχειριστές παραγωγής, αποθήκευσης και μεταφοράς υδρογόνου

2.

Μεταφορές

α)

Αεροπορικές

Αερομεταφορείς όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 4) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 300/2008, οι οποίοι χρησιμοποιούνται για εμπορικούς σκοπούς

Φορείς διαχείρισης αερολιμένα όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 2) της οδηγίας 2009/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (6), αερολιμένες όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) της ίδιας οδηγίας, συμπεριλαμβανομένων των κεντρικών αερολιμένων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ τμήμα 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1315/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (7), και φορείς εκμετάλλευσης βοηθητικών εγκαταστάσεων που βρίσκονται εντός των αερολιμένων

Φορείς εκμετάλλευσης ελέγχου διαχείρισης κυκλοφορίας που παρέχουν υπηρεσίες ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 549/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (8)

 

β)

Σιδηροδρομικές

Διαχειριστές υποδομής όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 2) της οδηγίας 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (9)

Σιδηροδρομικές επιχειρήσεις όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας 2012/34/ΕΕ και φορείς εκμετάλλευσης εγκαταστάσεων για την παροχή υπηρεσιών όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 12) της εν λόγω οδηγίας

 

γ)

Πλωτές

Εταιρείες εσωτερικής πλωτής, θαλάσσιας και ακτοπλοϊκής μεταφοράς επιβατών και εμπορευμάτων όπως καθορίζονται για τις θαλάσσιες μεταφορές στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 725/2004, μη συμπεριλαμβανομένων των μεμονωμένων πλοίων που χρησιμοποιούνται από τις εταιρείες αυτές

 

 

Διαχειριστικοί φορείς των λιμένων όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 1) της οδηγίας 2005/65/ΕΚ, συμπεριλαμβανομένων των λιμενικών τους εγκαταστάσεων όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 11) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 725/2004, και φορείς εκμετάλλευσης έργων και εξοπλισμού που βρίσκονται εντός των λιμένων

Φορείς εκμετάλλευσης υπηρεσιών εξυπηρέτησης κυκλοφορίας πλοίων (VTS) όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο ιε) της οδηγίας 2002/59/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (10)

 

δ)

Οδικές

Οδικές αρχές όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 12) του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2015/962 της Επιτροπής (11) που είναι υπεύθυνες για τον έλεγχο διαχείρισης της κυκλοφορίας, με εξαίρεση τους δημόσιους φορείς για τους οποίους η διαχείριση της κυκλοφορίας ή η λειτουργία συστημάτων ευφυών μεταφορών αποτελεί επουσιώδες μέρος της γενικής τους δραστηριότητας

Διαχειριστές Συστημάτων Ευφυών Μεταφορών όπως καθορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 1) της οδηγίας 2010/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (12)

 

ε)

Δημόσιες μεταφορές

Φορείς δημόσιας υπηρεσίας μεταφορών όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 στοιχείο δ) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (13)

3.

Τραπεζικός κλάδος

 

Πιστωτικά ιδρύματα όπως καθορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

4.

Υποδομές χρηματοπιστωτικών αγορών

 

Διαχειριστές τόπων διαπραγμάτευσης όπως καθορίζονται στο άρθρο 4 σημείο 24) της οδηγίας 2014/65/ΕΕ

Κεντρικοί αντισυμβαλλόμενοι (CCP) όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012

5.

Υγεία

 

Πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 στοιχείο ζ) της οδηγίας 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (14)

Εργαστήρια αναφοράς της ΕΕ που αναφέρονται στο άρθρο 15 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/2371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (15)

Οντότητες που διεξάγουν δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης φαρμάκων όπως καθορίζονται στο άρθρο 1 σημείο 2) της οδηγίας 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (16)

 

 

Οντότητες που κατασκευάζουν βασικά φαρμακευτικά προϊόντα και φαρμακευτικά παρασκευάσματα που αναφέρονται στον κλάδο 21 τομέας Γ της NACE αναθ. 2

Οντότητες που κατασκευάζουν ιατροτεχνολογικά προϊόντα τα οποία θεωρούνται κρίσιμης σημασίας κατά τη διάρκεια κατάστασης έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας («κατάλογος προϊόντων κρίσιμης σημασίας κατά τη διάρκεια κατάστασης έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία») κατά την έννοια του άρθρου 22 του κανονισμού (ΕΕ) 2022/123 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (17)

Οντότητες που κατέχουν άδεια χονδρικής πώλησης όπως αναφέρεται στο άρθρο 79 της οδηγίας 2001/83/ΕΚ

6.

Πόσιμο νερό

 

Προμηθευτές και διανομείς νερού ανθρώπινης κατανάλωσης όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 1) στοιχείο α) της οδηγίας (ΕΕ) 2020/2184 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (18), εξαιρουμένων των διανομέων για τους οποίους η διανομή νερού ανθρώπινης κατανάλωσης αποτελεί επουσιώδες μέρος της γενικής τους δραστηριότητας διανομής λοιπών προϊόντων και αγαθών

7.

Λύματα

 

Επιχειρήσεις συλλογής, διάθεσης ή επεξεργασίας αστικών λυμάτων, οικιακών λυμάτων ή βιομηχανικών λυμάτων όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημεία 1), 2) και 3) της οδηγίας 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου (19), εξαιρουμένων επιχειρήσεων για τις οποίες η συλλογή, η διάθεση ή η επεξεργασία αστικών λυμάτων, οικιακών λυμάτων ή βιομηχανικών λυμάτων αποτελεί επουσιώδες μέρος της γενικής τους δραστηριότητας

8.

Ψηφιακές υποδομές

 

Πάροχοι σημείου ανταλλαγής κίνησης διαδικτύου όπως καθορίζονται στο άρθρο 6 σημείο 18) της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555

Πάροχοι υπηρεσιών συστήματος ονομάτων τομέα όπως καθορίζονται στο άρθρο 6 σημείο 20) της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555, εξαιρουμένων των διαχειριστών των εξυπηρετητών ονομάτων ρίζας

Μητρώα ονομάτων τομέα ανώτατου επιπέδου όπως καθορίζονται στο άρθρο 6 σημείο 21) της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555

Πάροχοι υπηρεσίας νεφοϋπολογιστικής όπως καθορίζονται στο άρθρο 6 σημείο 30) της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555

Πάροχοι υπηρεσίας κέντρου δεδομένων όπως καθορίζονται στο άρθρο 6 σημείο 31) της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555

 

 

Πάροχοι δικτύου διανομής περιεχομένου όπως καθορίζονται στο άρθρο 6 σημείο 32) της οδηγίας (ΕΕ) 2022/2555

Πάροχοι υπηρεσιών εμπιστοσύνης όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 19) του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (20)

Πάροχοι δημόσιου δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 8) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (21)

Πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 4) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972, εφόσον οι υπηρεσίες τους είναι δημόσια διαθέσιμες

9.

Δημόσια διοίκηση

 

Φορείς δημόσιας διοίκησης εθνικών κυβερνήσεων όπως καθορίζονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο

10.

Διάστημα

 

Διαχειριστές επίγειων υποδομών των οποίων η κυριότητα, η διαχείριση και η λειτουργία ανήκει σε κράτη μέλη ή ιδιώτες και οι οποίες υποστηρίζουν την παροχή διαστημικών υπηρεσιών, με εξαίρεση τους παρόχους δημόσιων δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών όπως καθορίζονται στο άρθρο 2 σημείο 8) της οδηγίας (ΕΕ) 2018/1972

11.

Παραγωγή, μεταποίηση και διανομή τροφίμων

 

Επιχειρήσεις τροφίμων όπως καθορίζονται στο άρθρο 3 σημείο 2) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (22), οι οποίες ασχολούνται αποκλειστικά με την εφοδιαστική, τη χονδρική πώληση και τη βιομηχανική παραγωγή και μεταποίηση μεγάλης κλίμακας


(1)  Οδηγία (ΕΕ) 2019/944 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας και την τροποποίηση της οδηγίας 2012/27/ΕΕ (ΕΕ L 158 της 14.6.2019, σ. 125).

(2)  Κανονισμός (ΕΕ) 2019/943 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουνίου 2019, σχετικά με την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 158 της 14.6.2019, σ. 54).

(3)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές (ΕΕ L 328 της 21.12.2018, σ. 82).

(4)  Οδηγία 2009/119/ΕΚ του Συμβουλίου, της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, σχετικά με υποχρέωση διατήρησης ενός ελάχιστου επιπέδου αποθεμάτων αργού πετρελαίου ή/και προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη (ΕΕ L 265 της 9.10.2009, σ. 9).

(5)  Οδηγία 2009/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με τους κοινούς κανόνες για την εσωτερική αγορά φυσικού αερίου και την κατάργηση της οδηγίας 2003/55/ΕΚ (ΕΕ L 211 της 14.8.2009, σ. 94).

(6)  Οδηγία 2009/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 2009, για τα αερολιμενικά τέλη (ΕΕ L 70 της 14.3.2009, σ. 11).

(7)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1315/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, περί των προσανατολισμών της Ένωσης για την ανάπτυξη του διευρωπαϊκού δικτύου μεταφορών και για την κατάργηση της απόφασης αριθ. 661/2010/EE (ΕΕ L 348 της 20.12.2013, σ. 1).

(8)  Κανονισμός (EΚ) αριθ. 549/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2004, για τη χάραξη του πλαισίου για τη δημιουργία του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Ουρανού («κανονισμός-πλαίσιο») (ΕΕ L 96 της 31.3.2004, σ. 1).

(9)  Οδηγία 2012/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Νοεμβρίου 2012, για τη δημιουργία ενιαίου ευρωπαϊκού σιδηροδρομικού χώρου (ΕΕ L 343 της 14.12.2012, σ. 32).

(10)  Οδηγία 2002/59/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για τη δημιουργία κοινοτικού συστήματος παρακολούθησης της κυκλοφορίας των πλοίων και ενημέρωσης και την κατάργηση της οδηγίας 93/75/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ L 208 της 5.8.2002, σ. 10).

(11)  Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/962 της Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2010/40/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την παροχή σε επίπεδο Ένωσης υπηρεσιών πληροφόρησης για την κυκλοφορία σε πραγματικό χρόνο (ΕΕ L 157 της 23.6.2015, σ. 21).

(12)  Οδηγία 2010/40/EΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 2010, περί πλαισίου ανάπτυξης των Συστημάτων Ευφυών Μεταφορών στον τομέα των οδικών μεταφορών και των διεπαφών με άλλους τρόπους μεταφοράς (ΕΕ L 207 της 6.8.2010, σ. 1).

(13)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 (ΕΕ L 315 της 3.12.2007, σ. 1).

(14)  Οδηγία 2011/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2011, περί εφαρμογής των δικαιωμάτων των ασθενών στο πλαίσιο της διασυνοριακής υγειονομικής περίθαλψης (ΕΕ L 88 της 4.4.2011, σ. 45).

(15)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/2371 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Νοεμβρίου 2022, σχετικά με σοβαρές διασυνοριακές απειλές κατά της υγείας και την κατάργηση της απόφασης αριθ. 1082/2013/ΕΕ (ΕΕ L 314 της 6.12.2022, σ. 26).

(16)  Οδηγία 2001/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Νοεμβρίου 2001, περί κοινοτικού κώδικος για τα φάρμακα που προορίζονται για ανθρώπινη χρήση (ΕΕ L 311 της 28.11.2001, σ. 67).

(17)  Κανονισμός (ΕΕ) 2022/123 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Ιανουαρίου 2022, σχετικά με την ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων όσον αφορά την ετοιμότητα έναντι κρίσεων και τη διαχείριση κρίσεων για τα φάρμακα και τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα (ΕΕ L 20 της 31.1.2022, σ. 1).

(18)  Οδηγία (ΕΕ) 2020/2184 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2020, σχετικά με την ποιότητα του νερού ανθρώπινης κατανάλωσης (ΕΕ L 435 της 23.12.2020, σ. 1).

(19)  Οδηγία 91/271/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 1991, για την επεξεργασία των αστικών λυμάτων (ΕΕ L 135 της 30.5.1991, σ. 40).

(20)  Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ (ΕΕ L 257 της 28.8.2014, σ. 73).

(21)  Οδηγία (ΕΕ) 2018/1972 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για τη θέσπιση του Ευρωπαϊκού Κώδικα Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών (ΕΕ L 321 της 17.12.2018, σ. 36).

(22)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 178/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2002, για τον καθορισμό των γενικών αρχών και απαιτήσεων της νομοθεσίας για τα τρόφιμα, για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων και τον καθορισμό διαδικασιών σε θέματα ασφαλείας των τροφίμων (ΕΕ L 31 της 1.2.2002, σ. 1).


Top