EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32019D0329

Εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2019/329 της Επιτροπής, της 25ης Φεβρουαρίου 2019, για τον καθορισμό των προδιαγραφών όσον αφορά την ποιότητα, την ευκρίνεια και τη χρήση των δακτυλικών αποτυπωμάτων και των εικόνων προσώπου για τη βιομετρική επαλήθευση και εξακρίβωση ταυτότητας στο νέο σύστημα εισόδου/εξόδου (ΣΕΕ)

C/2019/1280

ΕΕ L 57 της 26.2.2019, p. 18–28 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/dec_impl/2019/329/oj

26.2.2019   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 57/18


ΕΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (ΕΕ) 2019/329 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

της 25ης Φεβρουαρίου 2019

για τον καθορισμό των προδιαγραφών όσον αφορά την ποιότητα, την ευκρίνεια και τη χρήση των δακτυλικών αποτυπωμάτων και των εικόνων προσώπου για τη βιομετρική επαλήθευση και εξακρίβωση ταυτότητας στο νέο σύστημα εισόδου/εξόδου (ΣΕΕ)

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2226 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2017, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εισόδου/εξόδου (ΣΕΕ) για την καταχώριση δεδομένων εισόδου και εξόδου και δεδομένων άρνησης εισόδου των υπηκόων τρίτων χωρών που διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών, τον καθορισμό των όρων πρόσβασης στο ΣΕΕ για σκοπούς επιβολής του νόμου και την τροποποίηση της σύμβασης εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 767/2008 και (ΕΕ) αριθ. 1077/2011 (1), και ιδίως το άρθρο 36 πρώτη παράγραφος στοιχεία α) και β),

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

(1)

Με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2226 το σύστημα εισόδου/εξόδου (ΣΕΕ) καθιερώθηκε ως σύστημα ηλεκτρονικής καταγραφής του χρόνου και του τόπου εισόδου και εξόδου υπηκόων τρίτων χωρών που γίνονται δεκτοί για βραχεία παραμονή στο έδαφος των κρατών μελών και υπολογισμού της διάρκειας της επιτρεπόμενης παραμονής τους.

(2)

Στόχος του ΣΕΕ είναι η βελτίωση της διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων, η πρόληψη της παράτυπης μετανάστευσης και η διευκόλυνση της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών. Το ΣΕΕ θα πρέπει να συμβάλει, ιδίως, στην ταυτοποίηση κάθε προσώπου που δεν πληροί ή δεν πληροί πλέον τους όρους της επιτρεπόμενης παραμονής στο έδαφος των κρατών μελών. Πέραν αυτού, το ΣΕΕ θα πρέπει να συμβάλει στην πρόληψη, την ανίχνευση και τη διερεύνηση τρομοκρατικών εγκλημάτων και άλλων σοβαρών αξιόποινων πράξεων.

(3)

Δεδομένου ότι η ποιότητα και η αξιοπιστία των βιομετρικών δεδομένων είναι βασικοί παράγοντες επιτυχίας του ΣΕΕ ώστε να αναπτύξει το πλήρες δυναμικό του, είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι προδιαγραφές για την ποιότητα, την ευκρίνεια και τη χρήση των δακτυλικών αποτυπωμάτων και της εικόνας προσώπου για τη βιομετρική επαλήθευση και την εξακρίβωση ταυτότητας στο ΣΕΕ, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση που έχουν ληφθεί ζωντανά ή ανακτηθεί ηλεκτρονικά από το ηλεκτρονικό μηχανικώς αναγνώσιμο ταξιδιωτικό έγγραφο (eMRTD). Επειδή η ποιότητα των καταχωρισμένων δακτυλικών αποτυπωμάτων θα έχει συνέπειες πολλά έτη μετά την καταχώριση για την ορθή λειτουργία του ΣΕΕ, περιβαλλοντικοί και λειτουργικοί παράγοντες της ποιότητας της καταχώρισης των δακτυλικών αποτυπωμάτων θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά μακροπρόθεσμα.

(4)

Η παρούσα απόφαση δεν δημιουργεί νέα πρότυπα και είναι σύμφωνη με τα πρότυπα του ΔΟΠΑ.

(5)

Με βάση τα εν λόγω μέτρα, ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για τη λειτουργική διαχείριση συστημάτων ΤΠ μεγάλης κλίμακας στον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης θα πρέπει να είναι σε θέση να καθορίζει τον σχεδιασμό της φυσικής αρχιτεκτονικής του ΣΕΕ, καθώς και της επικοινωνιακής υποδομής του, όπως και τις τεχνικές προδιαγραφές του συστήματος και να αναπτύσσει το ΣΕΕ.

(6)

Σ' αυτό το πλαίσιο, είναι επομένως αναγκαίο να εγκριθούν προδιαγραφές όσον αφορά την ποιότητα, την ευκρίνεια και τη χρήση των δακτυλικών αποτυπωμάτων και των εικόνων προσώπου για τη βιομετρική επαλήθευση και εξακρίβωση ταυτότητας στο νέο σύστημα εισόδου/εξόδου (ΣΕΕ).

(7)

Η παρούσα απόφαση ισχύει με την επιφύλαξη της εφαρμογής της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (2).

(8)

Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 του πρωτοκόλλου αριθ. 22 σχετικά με τη θέση της Δανίας, το οποίο έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και στη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δανία δεν συμμετείχε στην έκδοση του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226 και δεν δεσμεύεται από αυτόν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή του. Ωστόσο, επειδή ο κανονισμός (ΕΕ) 2017/2226 βασίζεται στο κεκτημένο του Σένγκεν, η Δανία κοινοποίησε στις 30 Μαΐου 2018, σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω πρωτοκόλλου, την απόφασή της να εφαρμόζει τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2226 στο εθνικό της δίκαιο. Ως εκ τούτου, η Δανία δεσμεύεται βάσει του διεθνούς δικαίου να εφαρμόζει την παρούσα απόφαση.

(9)

Η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με την απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου (3)· ως εκ τούτου, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτήν ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(10)

Η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν στις οποίες δεν συμμετέχει η Ιρλανδία σύμφωνα με την απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου (4)· ως εκ τούτου, η Ιρλανδία δεν συμμετέχει στην έκδοση της παρούσας απόφασης και δεν δεσμεύεται από αυτήν, ούτε υπόκειται στην εφαρμογή της.

(11)

Όσον αφορά την Ισλανδία και τη Νορβηγία, η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν κατά την έννοια της συμφωνίας που έχουν συνάψει το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας σχετικά με τη σύνδεση των εν λόγω χωρών με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (5), οι οποίες εμπίπτουν στον τομέα του άρθρου 1 στοιχείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου (6).

(12)

Όσον αφορά την Ελβετία, η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν, κατά την έννοια της συμφωνίας που έχει συναφθεί μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (7), οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα που αναφέρεται στο άρθρο 1 στοιχείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου (8).

(13)

Όσον αφορά το Λιχτενστάιν, η παρούσα απόφαση συνιστά ανάπτυξη των διατάξεων του κεκτημένου Σένγκεν, κατά την έννοια του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (9), οι οποίες διατάξεις εμπίπτουν στον τομέα στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 1 στοιχείο Α της απόφασης 1999/437/ΕΚ σε συνδυασμό με το άρθρο 3 της απόφασης 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου (10).

(14)

Όσον αφορά την Κύπρο, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία και την Κροατία, για τη λειτουργία του ΣΕΕ απαιτείται η χορήγηση παθητικής πρόσβασης στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και η εφαρμογή όλων των διατάξεων του κεκτημένου του Σένγκεν όσον αφορά το Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (SIS) σύμφωνα με τις σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου. Οι όροι αυτοί είναι δυνατόν να πληρούνται μόνον μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της επαλήθευσης σύμφωνα την εφαρμοστέα διαδικασία αξιολόγησης του Σένγκεν. Ως εκ τούτου, μόνον όσα κράτη μέλη πληρούν αυτούς τους όρους κατά την έναρξη των λειτουργιών του ΣΕΕ θα πρέπει να λειτουργούν το ΣΕΕ. Τα κράτη μέλη που δεν λειτουργούν το ΣΕΕ από την πρώτη έναρξη των λειτουργιών του, μόλις εκπληρώσουν όλους αυτούς τους όρους, θα πρέπει να συνδεθούν με το ΣΕΕ σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΕ) 2017/2226.

(15)

Ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων γνωμοδότησε στις 27 Ιουλίου 2018.

(16)

Τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα απόφαση είναι σύμφωνα με τη γνώμη της επιτροπής έξυπνης διαχείρισης συνόρων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

Άρθρο 1

1.   Οι προδιαγραφές που αφορούν την ποιότητα, την ευκρίνεια και τη χρήση των δακτυλικών αποτυπωμάτων για τη βιομετρική επαλήθευση και την εξακρίβωση ταυτότητας στο ΣΕΕ παρατίθενται στο παράρτημα

2.   Οι προδιαγραφές που αφορούν την ποιότητα, την ευκρίνεια και τη χρήση της εικόνας προσώπου για τη βιομετρική επαλήθευση και την εξακρίβωση ταυτότητας στο ΣΕΕ, μεταξύ άλλων και στην περίπτωση που έχει ληφθεί ζωντανά ή έχει ανακτηθεί ηλεκτρονικά από το eMRTD, παρατίθενται στο παράρτημα.

Άρθρο 2

Η παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την εικοστή ημέρα από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Βρυξέλλες, 25 Φεβρουαρίου 2019.

Για την Επιτροπή

Ο Πρόεδρος

Jean-Claude JUNCKER


(1)  ΕΕ L 327 της 9.12.2017, σ. 20.

(2)  Οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ L 158 της 30.4.2004, σ. 77).

(3)  Απόφαση 2000/365/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Μαΐου 2000, σχετικά με το αίτημα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βόρειας Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 131 της 1.6.2000, σ. 43).

(4)  Απόφαση 2002/192/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με το αίτημα της Ιρλανδίας να συμμετέχει σε ορισμένες από τις διατάξεις του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 64 της 7.3.2002, σ. 20).

(5)  ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 36.

(6)  Απόφαση 1999/437/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, σχετικά με ορισμένες λεπτομέρειες εφαρμογής της συμφωνίας που έχει συναφθεί από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Δημοκρατία της Ισλανδίας και το Βασίλειο της Νορβηγίας για τη σύνδεση των δύο αυτών κρατών, με την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 176 της 10.7.1999, σ. 31).

(7)  ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 52.

(8)  Απόφαση 2008/146/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιανουαρίου 2008, για τη σύναψη εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς την υλοποίηση, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν (ΕΕ L 53 της 27.2.2008, σ. 1).

(9)  ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 21.

(10)  Απόφαση 2011/350/ΕΕ του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2011, για τη σύναψη, εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του πρωτοκόλλου μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ελβετικής Συνομοσπονδίας και του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν για την προσχώρηση του Πριγκιπάτου του Λιχτενστάιν στη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας σχετικά με τη σύνδεση της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προς τη θέση σε ισχύ, την εφαρμογή και την ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν, όσον αφορά την κατάργηση των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα και την κυκλοφορία των προσώπων (ΕΕ L 160 της 18.6.2011, σ. 19).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

1.   ΠΟΙΟΤΗΤΑ

1.1.   Ελάχιστα όρια

1.1.1.   Δακτυλικά αποτυπώματα

Εγγραφή

Κατά τη στιγμή της εγγραφής, χρησιμοποιείται η έκδοση 2.0 (ή νεότερη έκδοση) των προτύπων μέτρησης της ποιότητας της εικόνας των δακτυλικών αποτυπωμάτων (Fingerprint Image Quality (NFIQ)) (1) που καθορίζεται από το Εθνικό Ινστιτούτο Προτύπων και Τεχνολογίας των ΗΠΑ (NIST) για να εξακριβώνεται ότι η ποιότητα των λαμβανόμενων δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων πληροί τις απαιτήσεις σχετικά με τα ελάχιστα όρια που καθορίζονται στις τεχνικές προδιαγραφές οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226.

Για τους σκοπούς της εγγραφής, η ποιότητα των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων αξιολογείται:

σε εθνικό επίπεδο από τα κράτη μέλη κατά τη στιγμή της λήψης πριν από τη διαβίβασή τους στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ (CS-EES), ενδεχομένως με την υποστήριξη ενός εργαλείου που παρέχεται, συντηρείται και επικαιροποιείται από τον eu-LISA, και,

σε κεντρικό επίπεδο.

Επαλήθευση

Για τους σκοπούς της επαλήθευσης, συνιστάται να αξιολογείται η ποιότητα των δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων από τα κράτη μέλη κατά τη στιγμή της λήψης πριν από τη διαβίβασή τους στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ είτε με τη χρήση της έκδοσης 2.0 (ή νεότερης έκδοσης) των προτύπων μέτρησης της ποιότητας της εικόνας των δακτυλικών αποτυπωμάτων (NFIQ) του NIST ή, εάν αυτό είναι τεχνικά αδύνατο, με τη χρήση άλλων προτύπων μέτρησης της ποιότητας τα οποία θα πρέπει, κατά προτίμηση, να συσχετίζονται με την έκδοση 2.0 (ή νεότερη έκδοση) των προτύπων NFIQ. Ο συσχετισμός προκύπτει εκ των προτέρων. Εάν προκύψει αποτέλεσμα μέτρησης της ποιότητας σύμφωνα με τα πρότυπα της έκδοσης 2.0 (ή νεότερης έκδοσης) NFIQ, αυτό πρέπει να αποστέλλεται ταυτόχρονα με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ.

1.1.2.   Εικόνες προσώπου

Η ποιότητα των εικόνων προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των σχεδόν υπέρυθρων, είναι συμβατή τα ελάχιστα όρια τα οποία καθορίζονται στις τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226 και με τις απαιτήσεις εικόνας του προτύπου ISO/IEC 19794-5:2011 Frontal image type. Η ποιότητα της εικόνας προσώπου αξιολογείται σε εθνικό επίπεδο από τα κράτη μέλη κατά τη στιγμή της λήψης πριν από τη διαβίβασή τους στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ, ενδεχομένως με την υποστήριξη ενός εργαλείου που παρέχεται, συντηρείται και επικαιροποιείται από τον eu-LISA. Ο αλγόριθμος ποιότητας της εικόνας προσώπου πρέπει να είναι πλήρης σε ό,τι αφορά τα κριτήρια του προτύπου ISO/IEC 19794-5:2011.

Τα όρια ποιότητας για τις εικόνες προσώπου καθορίζονται με τη χρήση αλγορίθμου αξιολόγησης της ποιότητας της εικόνας προσώπου με βάση τις μετρήσεις ποιότητας που περιγράφονται στο πρότυπο ISO 19794-5 και παρέχουν ελέγχους ποιότητας ανάλογους προς εκείνους που εφαρμόζονται στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ (2).

1.2.   Τιμές επιδόσεων για την ακρίβεια των βιομετρικών στοιχείων

Ορισμοί

Οι τιμές επιδόσεων για την ακρίβεια των βιομετρικών στοιχείων που ορίζονται στο άρθρο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226 είναι οι εξής:

«(29)   “ποσοστό μη καταχώρισης” (FTER): το ποσοστό των καταχωρίσεων με ανεπαρκή ποιότητα βιομετρικών δεδομένων·

(30)   “ποσοστό ψευδώς θετικής ταυτοποίησης” (FPIR): το ποσοστό αντιστοιχίσεων που δίνει η βιομετρική έρευνα, οι οποίες δεν ανήκουν στον υπό έλεγχο ταξιδιώτη·

(31)   “ποσοστό ψευδώς αρνητικής ταυτοποίησης” (FNIR): το ποσοστό αποτυχημένων αντιστοιχίσεων κατά τη βιομετρική έρευνα παρά το γεγονός ότι τα βιομετρικά δεδομένα του ταξιδιώτη έχουν καταχωριστεί.».

Η «βιομετρική έρευνα» που αναφέρεται στα σημεία (30) και (31) είναι η ίδια με την έρευνα βιομετρικών δεδομένων ή έρευνα «1 έως Ν»

Σύμφωνα με το άρθρο 36 πρώτο εδάφιο στοιχείο ζ) του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226, στην εκτελεστική πράξη επαφίεται η δυνατότητα για τον καθορισμό πρόσθετων τιμών βιομετρικών επιδόσεων.

Το ποσοστό ψευδούς αντιστοίχισης (FMR) είναι η αναλογία παραπλανητικών προσπαθειών για τις οποίες δηλώνεται ψευδώς ότι αντιστοιχούν με υπόδειγμα άλλου αντικειμένου (βιομετρικό υπόδειγμα προσώπου).

Το ποσοστό ψευδούς μη αντιστοίχισης (FNMR) είναι η αναλογία γνήσιων προσπαθειών για τις οποίες δηλώνεται ψευδώς ότι δεν αντιστοιχούν με υπόδειγμα του ιδίου αντικειμένου.

Μια γνήσια προσπάθεια είναι μια απόπειρα χρήστη να επιτύχει αντιστοίχιση με δικό του αποθηκευμένο υπόδειγμα. Μια παραπλανητική προσπάθεια είναι το αντίθετο - υπόδειγμα χρήστη αντιστοιχίζεται με το υπόδειγμα κάποιου άλλου χρήστη.

1.2.1.   Ποσοστό μη καταχώρισης

Η τιμή-στόχος για το ποσοστό μη καταχώρισης είναι μηδέν. Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε να αποφεύγονται τέτοιες περιπτώσεις μέσω μιας εστιασμένης στην ποιότητα διαδικασίας εγγραφής.

1.2.2.   Ακρίβεια της βιομετρικής επαλήθευσης

Οι μέγιστες τιμές του ποσοστού ψευδούς μη αντιστοίχισης (FNMR) σε ποσοστό ψευδούς αντιστοίχισης (FMR) = 0,05 % (5 ανά 10 000) είναι:

Είδος

FMR

FNMR

Δακτυλικά αποτυπώματα

0,05 %

< 0,5 %

Εικόνα προσώπου

0,05 %

< 1 %

1.2.3.   Ακρίβεια της βιομετρικής ταυτοποίησης

Οι μέγιστες τιμές του ποσοστού ψευδώς αρνητικής ταυτοποίησης σε ποσοστό ψευδώς θετικής ταυτοποίησης = 0,1 % (1 ανά 1 000) είναι:

Είδος

FPIR

FNIR

Δακτυλικά αποτυπώματα

0,1 %

< 1,5 %

Εικόνα προσώπου και δακτυλικά αποτυπώματα (πολυτροπική)

0,1 %

< 1 %

1.3.   Παρακολούθηση των επιδόσεων όσον αφορά την ακρίβεια των βιομετρικών στοιχείων

Οι επιδόσεις όσον αφορά την ακρίβεια των βιομετρικών στοιχείων μετρώνται με βάση τα πραγματικά δεδομένα που καταγράφονται από κάθε κράτος μέλος βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος περιπτώσεων σε καθημερινή βάση σε επιλεγμένα σημεία διέλευσης των συνόρων. Η μέτρηση πραγματοποιείται σε κεντρικό επίπεδο, είναι πλήρως αυτοματοποιημένη και δεν απαιτεί την πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από τον χειριστή.

Η μέτρηση των επιδόσεων όσον αφορά την ακρίβεια των βιομετρικών στοιχείων δεν πρέπει να πραγματοποιείται σε συνεχή βάση: μπορεί να απενεργοποιείται ή να ενεργοποιείται, αλλά πρέπει να διεξάγεται από τον eu-LISA σε τακτική βάση (τουλάχιστον σε μηνιαία βάση).

Η μέτρηση των βιομετρικών επιδόσεων δεν χρησιμοποιεί η ίδια βιομετρικά δεδομένα. Τα υποδείγματα των εικόνων που χρησιμοποιούνται για τη μέτρηση της ακρίβειας διαγράφονται αυτομάτως μετά την εκτέλεση της διαδικασίας αξιολόγησης. Όλα τα αποτελέσματα της μέτρησης των επιδόσεων δεν περιλαμβάνουν πληροφορίες προσωπικού χαρακτήρα.

1.3.1.   Μέτρηση του ποσοστού ψευδώς θετικής ταυτοποίησης (FPIR)

Το παρακάτω γράφημα δείχνει ότι τα υποδείγματα για το βιομετρικό δείγμα των δακτυλικών αποτυπωμάτων και της εικόνας προσώπου περιλαμβάνονται στο σύστημα αντιστοίχισης βιομετρικών δεδομένων (ΣΑΒΔ) για έναν αριθμό «n» ταυτοτήτων.

Image 1

Η διαδικασία μέτρησης πραγματοποιείται ως εξής:

1.

Ένα πρόσωπο που υπόκειται σε καταχώριση στο ΣΕΕ υποβάλλει δείγμα μίας ή και των δύο βιομετρικών παραμέτρων (δακτυλικά αποτυπώματα και εικόνα του προσώπου).

2.

Η βιομετρική επαλήθευση διενεργείται με τα βιομετρικά δεδομένα αναφοράς που αντιστοιχούν στην ταυτότητα του προσώπου (στάδιο 1 του σχήματος που ονομάζεται «προκαθορισμένη επαλήθευση»).

3.

Για συνεχή δειγματοληψία, η δεύτερη βιομετρική παράμετρος λαμβάνεται από το ίδιο πρόσωπο (είτε υποβλήθηκε από κοινού με το στάδιο 1 ή μπορεί να εξαχθεί από τα βιομετρικά δεδομένα αναφοράς που αντιστοιχούν στην ταυτότητα του προσώπου). Τα συνδυασμένα βιομετρικά στοιχεία χρησιμοποιούνται για την ταυτοποίηση στο πλήρες μέγεθος της συλλογής εξαιρουμένων των βιομετρικών στοιχείων του προσώπου στο οποίο ανήκει το βιομετρικό δείγμα (στάδιο 2 του σχήματος που ονομάζεται «ταυτοποίηση γνωστή ως αρνητική»). Αυτή η διαδικασία ταυτοποίησης αναμένεται να έχει μηδενικό αποτέλεσμα δεδομένου ότι το αντίστοιχο βιομετρικό δείγμα έχει αφαιρεθεί εκουσίως από τη σύγκριση.

Σε περίπτωση που η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε στο στάδιο 2 αντιστοιχεί στο δακτυλικό αποτύπωμα (για την αξιολόγηση της ακρίβειας αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων), πραγματοποιείται ταυτοποίηση υπό τους ίδιους όρους που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο.

4.

Στην περίπτωση που η βιομετρική ταυτοποίηση επιστρέψει ένα βιομετρικό δείγμα (με την ένδειξη «αντιστοίχιση άνω του ελάχιστου ορίου»), πρόκειται για γνωστή ψευδώς θετική ταυτοποίηση (εμφανίζεται άλλο πρόσωπο από το αναμενόμενο).

Τα στάδια 1 και 2 ανήκουν στη διαδικασία εξακρίβωσης της ταυτότητας που αποτελεί μέρος του ΣΕΕ. Τα στάδια 3 και 4 δεν ανήκουν στη διαδικασία εξακρίβωσης της ταυτότητας και γίνονται για τη μέτρηση των επιδόσεων της ακρίβειας των βιομετρικών στοιχείων.

Το ποσοστό ψευδώς θετικής ταυτοποίησης (FPIR) υπολογίζεται ως εξής:

Formula

1.3.2.   Μέτρηση του ποσοστού ψευδώς αρνητικής ταυτοποίησης (FNIR)

Το στοιχείο στο σημείο 1.3.1. εφαρμόζεται στην περιγραφή που ακολουθεί.

Η διαδικασία μέτρησης εφαρμόζει το ακόλουθο σκεπτικό όταν τα δύο πρώτα στάδια είναι πάντα τα ίδια, δεδομένου ότι ανήκουν στη διαδικασία εξακρίβωσης της ταυτότητας που αποτελεί μέρος του ΣΕΕ:

1.

Ένα πρόσωπο που υπόκειται σε καταχώριση στο ΣΕΕ υποβάλλει δείγμα μίας ή και των δύο βιομετρικών παραμέτρων.

2.

Η βιομετρική επαλήθευση διενεργείται με τα βιομετρικά δεδομένα αναφοράς που αντιστοιχούν στην ταυτότητα του προσώπου (στάδιο 1 του σχήματος που ονομάζεται «προκαθορισμένη επαλήθευση»).

3.

Για συνεχή δειγματοληψία, η δεύτερη βιομετρική παράμετρος λαμβάνεται είτε από το ίδιο πρόσωπο στην περίπτωση που είχαν υποβληθεί και οι δύο βιομετρικές παράμετροι κατά το στάδιο 1 ή από άλλο πρόσωπο για το οποίο κινητοποιήθηκαν τα στάδια 1 και 2 της παρούσας διαδικασίας). Τα συνδυασμένα βιομετρικά στοιχεία χρησιμοποιούνται για τη διεξαγωγή ταυτοποίησης στο πλήρες μέγεθος της συλλογής περιλαμβανομένων των βιομετρικών στοιχείων του προσώπου στο οποίο ανήκει το βιομετρικό δείγμα. Αυτή η διαδικασία ταυτοποίησης αναμένεται να έχει το γνωστό αποτέλεσμα δεδομένου ότι το αντιστοιχούν βιομετρικό δείγμα συμπεριλαμβάνεται στη σύγκριση.

4.

Σε περίπτωση που η παράμετρος που χρησιμοποιήθηκε στο στάδιο 2 αντιστοιχεί στο δακτυλικό αποτύπωμα (για την αξιολόγηση της ακρίβειας της αναγνώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων), πραγματοποιείται ταυτοποίηση υπό τους ίδιους όρους που αναφέρονται την παράγραφο 3.

5.

Στην περίπτωση που κατά τη βιομετρική ταυτοποίηση δεν προκύπτει το αναμενόμενο βιομετρικό δείγμα (με την ένδειξη «αντιστοίχιση άνω του ελάχιστου ορίου») στον κατάλογο θετικών αποτελεσμάτων, πρόκειται για γνωστή ψευδώς αρνητική ταυτοποίηση.

Τα στάδια 1 και 2 ανήκουν στη διαδικασία εξακρίβωσης της ταυτότητας που αποτελεί μέρος του ΣΕΕ. Τα στάδια 3 και 4 δεν ανήκουν στη διαδικασία εξακρίβωσης της ταυτότητας και γίνονται για τη μέτρηση των επιδόσεων της ακρίβειας των βιομετρικών στοιχείων.

Το ποσοστό ψευδώς αρνητικής ταυτοποίησης (FNIR) υπολογίζεται ως εξής:

Formula

1.3.3.   Μέτρηση της ακρίβειας των βιομετρικών στοιχείων προς επαλήθευση (Ποσοστό ψευδούς αντιστοίχισης και ποσοστό ψευδούς μη αντιστοίχισης)

Image 2

Η διαδικασία μέτρησης εφαρμόζει την ακόλουθη λογική:

1.

Ένα πρόσωπο στο οποίο εφαρμόζεται το ΣΕΕ υποβάλλει δείγμα μίας εκ των δύο βιομετρικών παραμέτρων.

2.

Η βιομετρική επαλήθευση διενεργείται με τα βιομετρικά δεδομένα αναφοράς που αντιστοιχούν στην ταυτότητα του προσώπου (στάδιο 1 του σχήματος που ονομάζεται «προκαθορισμένη επαλήθευση»).

Τα στάδια 1 και 2 ανήκουν στη διαδικασία εξακρίβωσης της ταυτότητας που αποτελεί μέρος του ΣΕΕ. Η μέτρηση της ακρίβειας των βιομετρικών στοιχείων αρχίζει από αυτό το σημείο.

3.

Η επαλήθευση του βιομετρικού δείγματος εκτελείται έναντι άλλων βιομετρικών δειγμάτων που λαμβάνονται τυχαία από τη συλλογή βιομετρικών στοιχείων τα οποία δεν περιλαμβάνουν τα βιομετρικά στοιχεία που παρασχέθηκαν. Το αναμενόμενο αποτέλεσμα είναι ότι οι επαληθεύσεις θα αποτύχουν (τούτο αναφέρεται στο σημείο 2 του σχήματος «επαληθεύσεις γνωστές ως μη διασταυρούμενες»). Οποιαδήποτε αντιστοίχιση θα σήμαινε λανθασμένη αντιστοίχιση.

Το στάδιο 3 επιτρέπει τον υπολογισμό του ποσοστού ψευδούς αντιστοίχισης (η αντιστοίχιση προκύπτει με άλλο πρόσωπο εκτός του κυρίου των δεδομένων):

Formula

Σημείωση: Ο αριθμός των μη διασταυρούμενων συγκρίσεων είναι ο αριθμός των συγκρίσεων που γίνονται στο στάδιο 3)

Το στάδιο 2 επιτρέπει τον υπολογισμό του ποσοστού ψευδούς μη αντιστοίχισης (δεν προκύπτει αντιστοίχιση με τον ιδιοκτήτη των βιομετρικών στοιχείων), στην περίπτωση που η ταυτότητα έχει επιβεβαιωθεί με άλλα μέσα, με βάση τα εξής:

Formula

Σημείωση: Ο αριθμός των διασταυρούμενων συγκρίσεων καλείται «υποθετικός», δεδομένου ότι δεν υπάρχει απόλυτη βεβαιότητα ότι κανένας απατεώνας δεν περιλαμβάνεται στο σύνολο των ταυτοτήτων με τις οποίες γίνεται η σύγκριση.

1.4.   Αντικατάσταση βιομετρικών στοιχείων για τη βελτίωση της ποιότητας ή την αντικατάσταση εικόνας που ελήφθη από το eMRTD με ζωντανή λήψη εικόνας προσώπου της συλλογής του κεντρικού συστήματος του ΣΕΕ

Η αντικατάσταση των βιομετρικών στοιχείων διενεργείται μετά την επιτυχή βιομετρική εξακρίβωση της ταυτότητας.

1.4.1.   Αντικατάσταση των αποθηκευμένων δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων

Η διαδικασία για την αντικατάσταση των αποθηκευμένων δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων, που δεν επιτυγχάνει την απαιτούμενη ποιότητα, περιγράφεται στο πρακτικό εγχειρίδιο που αναφέρεται στο άρθρο 71 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226.

Σε περίπτωση αντικατάστασης του αριστερού χεριού με το δεξί (ή αντιστρόφως), γίνεται ταυτοποίηση με τα προσφάτως ληφθέντα δακτυλικά αποτυπώματα για να διασφαλιστεί ότι δεν αντιστοιχεί με άλλη ταυτότητα η οποία έχει ήδη καταχωριστεί στο σύστημα.

1.4.2.   Αντικατάσταση των αποθηκευμένων εικόνων προσώπου

Η διαδικασία για την αντικατάσταση της αποθηκευμένης εικόνας προσώπου, που δεν επιτυγχάνει την απαιτούμενη ποιότητα, ή που έχει ληφθεί από το μικροκύκλωμα του ηλεκτρονικού μηχανικώς αναγνώσιμου ταξιδιωτικού εγγράφου, περιγράφεται στο πρακτικό εγχειρίδιο που αναφέρεται στο άρθρο 71 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226.

2.   ΕΥΚΡΙΝΕΙΑ

2.1.   Δακτυλικά αποτυπώματα

Το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ λαμβάνει τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων ονομαστικής ευκρίνειας είτε 500 ή 1 000 pixel ανά ίντσα (με αποδεκτή παρέκκλιση ± 10 pixel ανά ίντσα) με 256 αποχρώσεις του γκρι χρώματος.

Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων διαβιβάζονται σύμφωνα με το πρότυπο ANSI/NIST-ITL 1-2011 Επικαιροποίηση 2015 (ή νεότερη έκδοση) και όπως καθορίζεται στις τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226.

2.2.   Εικόνες προσώπου

2.2.1.   Ορισμός

Το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ λαμβάνει εικόνες προσώπου που έχουν ληφθεί ζωντανά, ευκρίνειας (πορτρέτου) τουλάχιστον 600 pixel × 800 pixel και κατ' ανώτατο όριο 1 200 × 1 600 εικονοστοιχείων (pixel).

Το πρόσωπο καταλαμβάνει επαρκή χώρο μέσα στην εικόνα ούτως ώστε να υπάρχει μια ελάχιστη πυκνότητα 120 pixel ανάμεσα στα κέντρα των οφθαλμών.

2.2.2.   Χρώματα

Όταν μια εικόνα προσώπου λαμβάνεται ζωντανά, πρέπει να είναι έγχρωμη εικόνα. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν δεν μπορεί να ληφθεί έγχρωμη εικόνα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί λήψη στις αποχρώσεις του γκρι ή σχεδόν υπέρυθρη λήψη. Στην περίπτωση αυτή, εάν η ποιότητα της εικόνας σε αποχρώσεις του γκρι ή της σχεδόν υπέρυθρης εικόνας είναι επαρκής, αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την επαλήθευση ή την ταυτοποίηση, αλλά όχι για την εγγραφή. Οι εικόνες σε αποχρώσεις του γκρι γίνονται δεκτές για την εγγραφή μόνο όταν προέρχονται από το μικροκύκλωμα του ταξιδιωτικού εγγράφου.

Ειδικοί κανόνες σχετικά με τις σχεδόν υπέρυθρες εικόνες προσώπου περιγράφονται στο εγχειρίδιο σύμφωνα με το άρθρο 71 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226.

3.   ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΒΙΟΜΕΤΡΙΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ

3.1.   Εγγραφή και αποθήκευση

3.1.1.   Δακτυλικά αποτυπώματα

Το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ αποθηκεύει τα δεδομένα σταθερών δακτυλικών αποτυπωμάτων από τέσσερα δάχτυλα (3). Εφόσον υπάρχουν, χρησιμοποιούνται δακτυλικά αποτυπώματα από τα εξής δάχτυλα του δεξιού χεριού: τον δείκτη, τον μέσο δάκτυλο, τον παράμεσο, τον μικρό δάκτυλο.

Όταν είναι αδύνατον να ληφθεί δακτυλικό αποτύπωμα των προαναφερόμενων δακτύλων του δεξιού χεριού, τα τέσσερα δακτυλικά αποτυπώματα λαμβάνονται από το αριστερό χέρι, εφόσον είναι διαθέσιμα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, όταν η αδυναμία λήψης των τεσσάρων δακτυλικών αποτυπωμάτων του δεξιού χεριού είναι προσωρινού χαρακτήρα, τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων επισημαίνονται ρητώς και, εφόσον η προσωρινή αδυναμία δεν υφίσταται πλέον, τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων του δεξιού χεριού λαμβάνονται κατά την έξοδο ή μεταγενέστερη είσοδο σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226 (προσωρινή αδυναμία).

Προκειμένου να επιτευχθεί το εφαρμοστέο ελάχιστο όριο, η εκ νέου λήψη δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων θα πρέπει να πραγματοποιείται, κατά περίπτωση, δύο φορές για κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα (δηλαδή θα πρέπει να γίνουν συνολικά τρεις απόπειρες λήψης). Οι απόπειρες εκ νέου λήψης θα πρέπει να αφορούν τη χρήση όλων των δακτύλων σύμφωνα με τις αρχικές προσπάθειες.

Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων που δεν πληρούν το εφαρμοστέο ελάχιστο όριο ποιότητας:

1)

αποθηκεύονται στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ·

α)

βιομετρικές επαληθεύσεις πραγματοποιούνται με βάση τα δεδομένα αυτά·

β)

βιομετρικές ταυτοποιήσεις δεν πραγματοποιούνται με βάση δακτυλικά αποτυπώματα που δεν ανταποκρίνονται στο ελάχιστο όριο ποιότητας εκτός εάν πρόκειται για σκοπούς επιβολής του νόμου·

2)

επισημαίνονται από το εθνικό σύστημα σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226 (τεχνική αδυναμία), ώστε να επιτρέπουν τη λήψη τους στο επόμενο σημείο διέλευσης των συνόρων.

Το αρχείο NIST που αποστέλλουν τα εθνικά συστήματα στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ και αποθηκεύεται εκεί, περιλαμβάνει επίσης τις προϋποθέσεις καταχώρισης δακτυλικών αποτυπωμάτων, καθώς και το επίπεδο του ελέγχου που διενεργείται από τις αρχές και τη μέθοδο που χρησιμοποιείται για την απόκτηση εικόνων τεσσάρων σταθερών δακτυλικών αποτυπωμάτων, όπως προσδιορίζεται στο πρότυπο ANSI/NIST-ITL 1-2011: Επικαιροποίηση 2015 (4) (ή νεότερη έκδοση).

3.1.2.   Εικόνα προσώπου

Το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ φυλάσσει τη ζωντανή εικόνα προσώπου που λαμβάνεται στο σημείο διέλευσης των συνόρων και διαβιβάζεται ως τμήμα ενός περιέκτη NIST στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ, όπως προσδιορίζεται στο πρότυπο ANSI/NIST-ITL 1-2011: Επικαιροποίηση 2015 (ή νεότερη έκδοση).

Σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες είναι αδύνατον να ληφθεί ζωντανή εικόνα προσώπου επαρκούς ποιότητας του υποκειμένου, απαιτείται εγγραφή από το μικροκύκλωμα του ηλεκτρονικού μηχανικώς αναγνώσιμου ταξιδιωτικού εγγράφου (eMRTD), όταν είναι τεχνικά προσβάσιμο και μετά την επιτυχή ηλεκτρονική εξακρίβωση σύμφωνα με τη διαδικασία που περιγράφεται στο πρακτικό εγχειρίδιο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 71 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226.

Οι εικόνες που προέρχονται από ηλεκτρονική σάρωση της βιογραφικής σελίδας του ταξιδιωτικού εγγράφου δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται και δεν διαβιβάζονται στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ.

Οι φωτογραφίες των αιτούντων θεώρηση που αποθηκεύονται στο Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS), το οποίο δημιουργήθηκε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 767/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (5), δεν χρησιμοποιούνται για τη διενέργεια ηλεκτρονικής βιομετρικής επαλήθευσης ή ταυτοποίησης με το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ.

Για πρακτικούς λόγους, το ελάχιστο όριο ποιότητας των εικόνων προσώπου που λαμβάνονται ζωντανά από πρόσωπα αποκλειστικά για τους σκοπούς της επαλήθευσης βάσει εικόνων που αποθηκεύονται στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ δεν είναι υποχρεωτικό. Η επιτυχής επαλήθευση με βάση τα συμφωνηθέντα όρια αντιστοίχισης θα απαιτούσε ωστόσο εικόνες επαρκούς ποιότητας ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές.

Για την επίτευξη του καθορισμένου ελάχιστου ορίου ποιότητας, ιδίως όταν είναι αδύνατον να εξαχθεί ηλεκτρονικά μια εικόνα προσώπου από το μικροκύκλωμα του ηλεκτρονικού μηχανικώς αναγνώσιμου ταξιδιωτικού εγγράφου (eMRTD) (6), εφαρμόζονται τα ακόλουθα μέτρα:

1)

Στις περιπτώσεις που η μονάδα λήψης εικόνας προσώπου καταχωρίζει εικόνες σε συνεχή ροή, η εκ νέου λήψη πραγματοποιείται εντός επαρκούς χρονικού διαστήματος, ώστε να διαβιβαστεί στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ η βέλτιστη λαμβανόμενη εικόνα κατά τη ροή της λήψης. Ένα αποσταλέν δείγμα χαμηλότερης ποιότητας επισημαίνεται ως τέτοιο από το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ όπως καθορίζεται στις τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226.

2)

Στις περιπτώσεις που η μονάδα λήψης εικόνας προσώπου καταχωρίζει στατικές απλές εικόνες με ενεργοποίηση από χειριστή, λαμβάνεται επαρκής αριθμός νέων εικόνων ούτως ώστε να διαβιβαστεί στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ η βέλτιστη εικόνα. Ένα διαβιβασθέν δείγμα χαμηλότερης ποιότητας επισημαίνεται ως τέτοιο στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ όπως καθορίζεται στις τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226.

Ο οδηγός βέλτιστης πρακτικής που πρέπει να ακολουθείται για τη λήψη εικόνων προσώπου για τις οποίες γίνεται λόγος στα δύο προηγούμενα σημεία της παρούσας παραγράφου, συμπεριλαμβάνεται στο πρακτικό εγχειρίδιο που αναφέρεται στο άρθρο 71 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226.

3.1.3.   Συμπίεση εικόνας

Εικόνες των δακτυλικών αποτυπωμάτων

Ο αλγόριθμος συμπίεσης που πρέπει να χρησιμοποιείται ακολουθεί τις συστάσεις του NIST. Ως εκ τούτου, τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων με ευκρίνεια 500 pixel ανά ίντσα συμπιέζονται με τη χρήση του αλγορίθμου WSQ (ISO/IEC 19794), ενώ τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων ευκρίνειας 1 000 pixel ανά ίντσα χρησιμοποιούν το πρότυπο συμπίεσης εικόνας JPEG 2000 (ISO/IEC 15444-1) και ένα σύστημα κωδικοποίησης. Ο λόγος στόχου συμπίεσης είναι 15:1.

Εικόνες προσώπου

Οι συμπιεσμένες εικόνες με το πρότυπο συμπίεσης εικόνας JPG (ISO/IEC 10918) ή JPEG 2000 (JP2) (ISO/IEC 15444-1) και το σύστημα κωδικοποίησης υποβάλλονται στο κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ όπως καθορίζεται στις τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226. Ο μέγιστος επιτρεπόμενος λόγος συμπίεσης εικόνων είναι 1:20.

3.2.   Βιομετρικές επαληθεύσεις

3.2.1.   Δακτυλικά αποτυπώματα

Το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ θα είναι σε θέση να πραγματοποιεί βιομετρικές επαληθεύσεις με χρήση ενός, δύο ή τεσσάρων σταθερών δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται τέσσερα σταθερά δακτυλικά αποτυπώματα, χρησιμοποιούνται δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων από τα εξής δάχτυλα: τον δείκτη, τον μέσο δάκτυλο, τον παράμεσο, τον μικρό δάκτυλο.

Στην περίπτωση που χρησιμοποιούνται ένα ή δύο σταθερά δακτυλικά αποτυπώματα, χρησιμοποιούνται εξ ορισμού τα ακόλουθα δάχτυλα:

α)

ένα δάχτυλο: δείκτης·

β)

δύο δάχτυλα: δείκτης και μέσος δάκτυλος.

Εναλλακτικά, μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα εξής δάχτυλα:

α)

ένα δάχτυλο: ο πρώτος διαθέσιμος δάκτυλος με την ακόλουθη σειρά - δείκτης, μέσος δάκτυλος, παράμεσος, μικρός δάκτυλος.

β)

δύο δάχτυλα: οι πρώτοι διαθέσιμοι δύο δάκτυλοι με την ακόλουθη σειρά - δείκτης, μέσος δάκτυλος και παράμεσος. Ο μικρός δάκτυλος μπορεί επίσης να θεωρηθεί ως δεύτερος (μόνο) για επαλήθευση, εάν δεν υπάρχει καμία άλλη δυνατότητα.

Σε όλες τις περιπτώσεις:

α)

Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων λαμβάνονται από το χέρι που χρησιμοποιείται για την εγγραφή.

β)

Η θέση των δακτύλων ταυτοποιείται για κάθε μεμονωμένη εικόνα δακτυλικών αποτυπωμάτων, όπως προσδιορίζεται από το πρότυπο ANSI/NIST-ITL 1-2011: Επικαιροποίηση 2015 (ή νεότερη έκδοση).

γ)

Η επαλήθευση βάσει εναλλαγής χεριών (7) εξασφαλίζει ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα από κάθε μια από τις δύο σειρές αντιστοιχούν μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τη θέση τους στο σύνολο. Θα είναι δυνατόν να ενεργοποιείται ή να απενεργοποιείται αυτή η λειτουργία σε κεντρικό επίπεδο, με επιπτώσεις για όλους τους χρήστες.

Σε περιπτώσεις μόνιμης ή προσωρινής σωματικής αδυναμίας για λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων, τα δακτυλικά αποτυπώματα ταυτοποιούνται πάντα κατά τον δέοντα τρόπο, όπως προσδιορίζεται στο πρότυπο ANSI/NIST-ITL 1-2011: Επικαιροποίηση 2015 (ή νεότερη έκδοση) και στο έγγραφο ελέγχου διεπαφής του ΣΕΕ.

3.2.2.   Εικόνα προσώπου

Το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ πραγματοποιεί βιομετρικές επαληθεύσεις με τη χρήση εικόνων προσώπου που λαμβάνονται ζωντανά.

3.3.   Βιομετρικές ταυτοποιήσεις και έρευνες

3.3.1.   Για τους σκοπούς που ορίζονται στο κεφάλαιο 3 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226

Για σκοπούς άλλους από εκείνους της επιβολής του νόμου, υπάρχουν διαθέσιμες πολλαπλές διαμορφώσεις έρευνας. Θα υπάρχει τουλάχιστον μια διαμόρφωση έρευνας που πληροί τις απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται στην εκτελεστική απόφαση της Επιτροπής για τον καθορισμό απαιτήσεων για τις επιδόσεις του συστήματος εισόδου/εξόδου (ΣΕΕ) (8) και περαιτέρω πιθανές διαμορφώσεις έρευνας με διαφορετικές προδιαγραφές επιδόσεων ακρίβειας (λιγότερο ή περισσότερο αυστηρές).

Με τη χρήση δακτυλικών αποτυπωμάτων

Για σκοπούς άλλους από εκείνους της επιβολής του νόμου, το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ πραγματοποιεί βιομετρικές ταυτοποιήσεις και έρευνες είτε με τέσσερα σταθερά δακτυλικά αποτυπώματα, ή με τέσσερα σταθερά δακτυλικά αποτυπώματα σε συνδυασμό με εικόνα προσώπου με ζωντανή λήψη και μόνο με βιομετρικά δεδομένα που πληρούν τα εφαρμοστέα ελάχιστα όρια ποιότητας. Η βιομετρική ταυτοποίηση διενεργείται με τη χρήση δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων, το πολύ με μία εικόνα ανά τύπο δακτύλου (αναγνωριστικός αριθμός NIST 1 έως 10).

Χρησιμοποιούνται τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων από τα ακόλουθα δάχτυλα: τον δείκτη, τον μέσο δάκτυλο, τον παράμεσο, τον μικρό δάκτυλο. Χρησιμοποιούνται δακτυλικά αποτυπώματα από το ίδιο χέρι, αρχίζοντας από το δεξί.

Τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων φέρουν ορθή επισήμανση του δακτύλου στα οποία αντιστοιχούν. Σε περιπτώσεις μόνιμης ή προσωρινής σωματικής αδυναμίας, τα δακτυλικά αποτυπώματα ταυτοποιούνται πάντα κατά τον δέοντα τρόπο, όπως προσδιορίζεται στο πρότυπο ANSI/NIST-ITL 1-2011: Επικαιροποίηση 2015 (9) (ή νεότερη έκδοση) και χρησιμοποιούνται τα υπόλοιπα δάχτυλα, εφόσον υπάρχουν.

Στην περίπτωση κατά την οποία οι ταυτοποιήσεις γίνονται για άλλους λόγους πλην των συνοριακών ελέγχων, το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ μπορεί να δέχεται κυλιόμενα δακτυλικά αποτυπώματα από αρχές που έχουν πρόσβαση στο ΣΕΕ στις οποίες επιτρέπεται να χρησιμοποιούν επίσης κυλιόμενα δακτυλικά αποτυπώματα (rolled fingerprints) στο πλαίσιο διαφορετικού ευρωπαϊκού κανονισμού. Εάν η αρχή διενεργεί ταυτοποίηση με τα δάχτυλα και των δύο χεριών, το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ εκτελεί δύο ταυτοποιήσεις, μία με τα δάχτυλα του δεξιού χεριού και μία με τα δάχτυλα του αριστερού χεριού.

Με τη χρήση της εικόνας προσώπου

Το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ πραγματοποιεί βιομετρικές έρευνες χρησιμοποιώντας ζωντανά λαμβανόμενη εικόνα του προσώπου σε συνδυασμό με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται στην ανωτέρω ενότητα «Με τη χρήση δακτυλικών αποτυπωμάτων»

3.3.2.   Για τους σκοπούς της επιβολής του νόμου

Μόνο για σκοπούς επιβολής του νόμου, οι έρευνες μπορεί να διενεργούνται με βάση τα ακόλουθα βιομετρικά στοιχεία:

σύνολα δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων που περιέχουν τουλάχιστον ένα δακτυλικό αποτύπωμα·

δεδομένα κυλιόμενων δακτυλικών αποτυπωμάτων (rolled fingerprint data) και σταθερής αποτύπωσης 4 δακτύλων ενωμένων (unsegmented slap fingerprint data)·

λανθάνοντα δακτυλικά αποτυπώματα·

εικόνα του προσώπου σε συνδυασμό με τα δεδομένα δακτυλικών αποτυπωμάτων·

μόνο εικόνα προσώπου.

Στην περίπτωση ελέγχου των δακτυλικών αποτυπωμάτων πραγματοποιείται εναλλαγή (10), χεριών για σκοπούς ερευνών σε θέματα επιβολής του νόμου. Η χρήση εναλλαγής χεριών μπορεί να διαμορφώνεται (ενεργοποίηση/απενεργοποίηση) σε κεντρικό επίπεδο, με επιπτώσεις για όλους τους χρήστες.

Η ταυτοποίηση για σκοπούς επιβολής του νόμου με δακτυλικά αποτυπώματα πραγματοποιείται σε όλα τα αποθηκευμένα δακτυλικά αποτυπώματα χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ποιότητα των δακτυλικών αποτυπωμάτων, ή μόνο για εκείνα που πληρούν ένα συγκεκριμένο ελάχιστο όριο ποιότητας που ορίζεται στη διαμόρφωση αναζήτησης χρήστη η οποία χρησιμοποιείται για την έρευνα. Το κεντρικό σύστημα του ΣΕΕ παρέχει τα αντιστοιχούντα βιομετρικά δεδομένα στο αιτούν κράτος μέλος μαζί με την ένδειξη της ποιότητας των δακτυλικών αποτυπωμάτων που έχουν ανακτηθεί. Σε περίπτωση αντιστοίχισης με δακτυλικά αποτυπώματα χαμηλής ποιότητας, η αρχή επιβολής του νόμου ενημερώνεται ότι απαιτούνται πρόσθετες επαληθεύσεις προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αντιστοίχιση. Τα ελάχιστα όρια που επισημαίνουν «δεδομένα χαμηλής ποιότητας» τα οποία απαιτούν πρόσθετες επαληθεύσεις, καθορίζονται στις τεχνικές προδιαγραφές που αναφέρονται στο άρθρο 37 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226.

Οι βιομετρικές έρευνες που χρησιμοποιούν μόνο την εικόνα προσώπου μπορεί να εκτελούνται αποκλειστικά για τον σκοπό του άρθρου 32 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2017/2226. Στην περίπτωση αυτή, ο χρήστης προσδιορίζει τη μέγιστη αξία για τον αριθμό των πιθανών αντιστοιχίσεων. Ο μέγιστος αριθμός φακέλων που επεστράφησαν είναι τετρακόσιοι. Σε ένα πρώτο στάδιο, ο χρήστης αποκτά πρόσβαση στους διακόσιους φακέλους με την καλύτερη αντιστοίχιση. Εάν είναι απαραίτητο, η πρόσβαση στους υπόλοιπους διακόσιους φακέλους παρέχεται από το σύστημα, εάν ο χρήστης επιβεβαιώνει ότι η αρχική έρευνα δεν οδήγησε σε επιτυχή αντιστοίχιση.


(1)  https://www.nist.gov/services-resources/software/development-nfiq-20

(2)  Όπου είναι δυνατόν, γίνεται αξιολόγηση και επικύρωση των εικόνων προσώπου με βάση τα κριτήρια που αναφέρονται στο σημείο 3.9 του εγγράφου ICAO 9303, και στις συστάσεις των γαλλικών αρχών σχετικά με τις αιτήσεις γαλλικής θεώρησης.

(3)  Ο όρος «flat» («σταθερό») χρησιμοποιείται σύμφωνα με το λεξικό ISO/IEC και είναι ο ίδιος με τον όρο «plain» που χρησιμοποιείται στο πρότυπο ANSI//NIST.

(4)  ANSI/NIST-ITL 1-2011 Standard «Data Format for the Interchange of Fingerprint, Facial, Scar Mark & Tattoo (SMT) Information», διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.nist.gov/publications/data-format-interchange-fingerprint-facial-other-biometric-information-ansinist-itl-1-1.

(5)  Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 767/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Ιουλίου 2008, για το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (VIS) και την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ κρατών μελών για τις θεωρήσεις μικρής διάρκειας (κανονισμός VIS) (ΕΕ L 218 της 13.8.2008, σ. 60).

(6)  Αυτό μπορεί να συμβαίνει όταν ο ταξιδιώτης δεν διαθέτει ηλεκτρονικό έγγραφο, ή σε περιπτώσεις που το ταξιδιωτικό έγγραφο περιέχει ενδεικτική εικόνα προσώπου και όχι την ίδια την εικόνα, όπως επιτρέπεται σύμφωνα με το έγγραφο 9303 του ICAO, για παράδειγμα.

(7)  Η εναλλαγή είναι ένας ειδικός τρόπος διαμόρφωσης του συστήματος βιομετρικής αντιστοίχισης, που εξασφαλίζει ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα από κάθε μια από τις δύο σειρές αντιστοιχούν μεταξύ τους, ανεξάρτητα από τη θέση τους στο σύνολο. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η εξάλειψη δυνητικών ανθρώπινων σφαλμάτων σε ό, τι αφορά τη σειρά των δακτύλων, καθώς και η υψηλότερη δυνατή ακρίβεια βιομετρικών δεδομένων προς επαλήθευση.

(8)  C(2019)1260.

(9)  Ομοίως

(10)  Η εναλλαγή χεριών δίνει τη δυνατότητα να γίνεται σύγκριση των δακτυλικών αποτυπωμάτων του ενός χεριού με τα αποτυπώματα του άλλου χεριού. Με αυτόν τον τρόπο βελτιώνεται η ακρίβεια της αντιστοίχισης στην περίπτωση που δεν είναι γνωστό το χέρι-δείγμα.


Top