Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32014D0342

    2014/342/ΕΕ: Απόφαση της Επιτροπής, της 16ης Οκτωβρίου 2013 , σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.18211 (C 25/2005) (πρώην NN 21/2005) που χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία στη Frucona Košice, a.s. [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 6261] Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ

    ΕΕ L 176 της 14.6.2014, p. 38–63 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, HR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2014/342/oj

    14.6.2014   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 176/38


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 16ης Οκτωβρίου 2013

    σχετικά με την κρατική ενίσχυση αριθ. SA.18211 (C 25/2005) (πρώην NN 21/2005) που χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία στη Frucona Košice, a.s.

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό C(2013) 6261]

    (Το κείμενο στη σλοβακική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2014/342/ΕΕ)

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 108 παράγραφος 2 (1),

    Αφού κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τις προαναφερθείσα διάταξη και έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές (2),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    1.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    (1)

    Με επιστολή της 15ης Οκτωβρίου 2004 που πρωτοκολλήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2004, η Επιτροπή έλαβε καταγγελία σχετικά με τη χορήγηση εικαζόμενης παράνομης κρατικής ενίσχυσης στην εταιρεία Frucona Košice, a.s. Ο καταγγέλλων απέστειλε συμπληρωματικές πληροφορίες στις 3 Φεβρουαρίου 2005. Πραγματοποιήθηκε σύσκεψη με τον καταγγέλλοντα στις 24 Μαΐου 2005.

    (2)

    Με βάση τις πληροφορίες που προσκόμισε ο καταγγέλλων, η Επιτροπή ζήτησε από τη Σλοβακική Δημοκρατία, με επιστολή της 6ης Δεκεμβρίου 2004, να παράσχει πληροφορίες σχετικά με το επίμαχο μέτρο. Η Σλοβακία απάντησε με επιστολή της 4ης Ιανουαρίου 2005 που πρωτοκολλήθηκε στις 17 Ιανουαρίου 2005, ενημερώνοντας την Επιτροπή σχετικά με την εικαζόμενη παράνομη ενίσχυση που χορηγήθηκε στην εταιρεία Frucona Košice a.s. στο πλαίσιο πτωχευτικού συμβιβασμού με πιστωτές και ζητώντας από την Επιτροπή να εγκρίνει την ενίσχυση ως ενίσχυση διάσωσης προβληματικής επιχείρησης. Η Σλοβακία υπέβαλε πρόσθετες πληροφορίες με επιστολή της 24ης Ιανουαρίου 2005 που πρωτοκολλήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 2005. Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολή της 9ης Φεβρουαρίου 2005, για την οποία έλαβε απάντηση με επιστολή της 4ης Μαρτίου 2005 που πρωτοκολλήθηκε στις 10 Μαρτίου 2005. Στις 12 Μαΐου 2005 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη με τις σλοβακικές αρχές.

    (3)

    Με επιστολή της 5ης Ιουλίου 2005 η Επιτροπή ενημέρωσε τη Σλοβακία ότι αποφάσισε να κινήσει για την εν λόγω ενίσχυση την προβλεπόμενη στο άρθρο 108 παράγραφος 2 της ΣΛΕΕ διαδικασία.

    (4)

    Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (3). Η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με το μέτρο.

    (5)

    Οι σλοβακικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους με επιστολή της 10ης Οκτωβρίου 2005 που πρωτοκολλήθηκε στις 17 Οκτωβρίου 2005. Η Επιτροπή έλαβε παρατηρήσεις από έναν ενδιαφερόμενο (τη δικαιούχο επιχείρηση) με επιστολή της 24ης Οκτωβρίου 2005 που πρωτοκολλήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2005. Η Επιτροπή διαβίβασε τις εν λόγω παρατηρήσεις στη Σλοβακία, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να απαντήσει. Οι παρατηρήσεις της Σλοβακίας απεστάλησαν με επιστολή της 16ης Δεκεμβρίου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε από την Επιτροπή στις 20 Δεκεμβρίου. Πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στις 28 Μαρτίου 2006, όπου δόθηκε στη δικαιούχο επιχείρηση η δυνατότητα να εξηγήσει τις απόψεις της. Η Σλοβακία υπέβαλε συμπληρωματικές πληροφορίες με επιστολή της 5ης Μαΐου 2006 που πρωτοκολλήθηκε στις 8 Μαΐου 2006.

    (6)

    Η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση για την ανάκτηση της ενίσχυσης στις 7 Ιουνίου 2006 (4). Έκτοτε, στο πλαίσιο των επαφών της με τις σλοβακικές αρχές σχετικά με την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή ενημερώθηκε για το αποτέλεσμα των εθνικών δικαστικών διαδικασιών σχετικά με το ποσό της οφειλής που ήταν το αντικείμενο του πτωχευτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές. Οι πληροφορίες αυτές θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στην παρούσα απόφαση.

    2.   Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    (7)

    Στις 12 Ιανουαρίου 2007, η εταιρεία Frucona Košice a.s. άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία αμφισβητούσε, μεταξύ άλλων, τον χαρακτηρισμό της διαγραφής χρέους ως κρατικής ενίσχυσης, υποστηρίζοντας ότι αυτή ήταν σύμφωνη με την αρχή του πιστωτή σε οικονομία της αγοράς. Με την απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2010 (υπόθεση T-11/07) το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και επιβεβαίωσε την απόφαση της Επιτροπής με την αιτιολογία ότι η πτώχευση θα ήταν συμφερότερη για το κράτος σε σύγκριση με τον πτωχευτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές.

    3.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

    (8)

    Η εταιρεία Frucona Košice a.s. υπέβαλε αίτηση αναίρεσης της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ισχυριζόμενη ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή εκ μέρους της Επιτροπής και ότι επιχείρησε κατά τρόπο απαράδεκτο να υποκαταστήσει την αιτιολογία της Επιτροπής με τη δική του όσον αφορά το κριτήριο του ιδιώτη πιστωτή (υπόθεση C-73/11 P).

    (9)

    Στις 24 Ιανουαρίου 2013, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου. Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως με το να μη λάβει υπόψη τη διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης κατά την αξιολόγησή της του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή ή, εάν είχε λάβει υπόψη αυτόν τον παράγοντα, με την παράλειψη να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή της. Η υπόθεση αναπέμφθηκε στο Γενικό Δικαστήριο για να κρίνει τους λόγους που επικαλέστηκε η εταιρεία σχετικά με τη διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής για τους οποίους δεν είχε ακόμη αποφανθεί.

    4.   ΑΝΑΚΛΗΣΗ

    (10)

    Βάσει της απόφασης του Δικαστηρίου, η Επιτροπή θεωρεί ενδεδειγμένο να ανακαλέσει την αρχική της απόφαση της 7ης Ιουνίου 2006 και να την αντικαταστήσει με την παρούσα απόφαση, ώστε να καλυφθούν οι ελλείψεις που επισήμανε το Δικαστήριο.

    II.   ΛΕΠΤΟΜΕΡΗΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ

    1.   Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ

    (11)

    Δικαιούχος της οικονομικής ενίσχυσης είναι η εταιρεία Frucona Košice a.s., εταιρεία που δραστηριοποιείται στην παραγωγή αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών, μη αλκοολούχων ποτών, φρούτων και λαχανικών σε κονσέρβες και ξυδιού. Μετά την αφαίρεση της άδειας παραγωγής της, η δικαιούχος επιχείρηση διέκοψε την παραγωγή αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών. Συνέχισε, ωστόσο, να δραστηριοποιείται στην αγορά του χονδρικού εμπορίου αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών. Η εταιρεία βρίσκεται σε περιοχή επιλέξιμη για περιφερειακές ενισχύσεις βάσει του άρθρου 107 παράγραφος 3 στοιχείο α) της ΣΛΕΕ.

    (12)

    Κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα, η δικαιούχος απασχολούσε προσωπικό περίπου 200 ατόμων. Στις παρατηρήσεις της επί της απόφασης για την κίνηση της διαδικασίας, η εταιρεία υπέβαλε στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών της (που περιλαμβάνουν τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και τον ΦΠΑ), τα οποία παρατίθενται στον κατωτέρω πίνακα.

    Πίνακας 1

    Κύκλος εργασιών σε διάφορους τομείς της παραγωγής, συμπεριλαμβανομένων των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ [σε SKK]

     

    2002

    2003

    2004

    Ξύδι

    28 029 500

    27 605 100

    11 513 600

    Παραγωγή φρούτων και κηπευτικών

    37 112 500

    32 584 500

    22 696 400

    Λάχανα

    2 878 340

    503 030

    201 310

    Ανθρακούχα μη οινοπνευματώδη ποτά

    9 373 800

    17 601 600

    17 560 100

    Μη ανθρακούχα μη οινοπνευματώδη ποτά

    2 877 700

    6 420 420

    7 920 010

    Χυμοί- 100 %

    51 654 900

    43 421 600

    22 706 600

    Προϊόντα απόσταξης

    696 193 500

    743 962 700

    728 837 400

    Μηλίτης οίνος

    1 495 640

    106 360

    0

    Σιρόπι

    5 928 100

    6 502 920

    5 199 540

    Άλλα προϊόντα/υπηρεσίες

    59 476 000

    99 635 000

    63 680 000

    ΣΥΝΟΛΟ

    895 019 980

    978 343 230

    880 314 960 (5)

    (13)

    Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές από τα στοιχεία που υπέβαλαν στην Επιτροπή οι σλοβακικές αρχές και αναφέρονται στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας (6). Στην απάντησή τους στις παρατηρήσεις του δικαιούχου μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι σλοβακικές αρχές δεν αμφισβήτησαν την ακρίβεια των ανωτέρω στοιχείων. Σύμφωνα με τις σλοβακικές αρχές η δικαιούχος χαρακτηρίζεται ως μεσαία επιχείρηση.

    2.   ΙΣΧΥΟΥΣΑ ΕΘΝΙΚΗ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ

    (14)

    Το επίμαχο μέτρο είναι η διαγραφή φορολογικής οφειλής από τη δημόσια φορολογική αρχή Košice IV στο πλαίσιο πτωχευτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές. Η εν λόγω διαδικασία διέπεται από τον νόμο αριθ. 328/91 περί πτωχεύσεων και πτωχευτικού συμβιβασμού (εφεξής «νόμος περί πτωχεύσεων»).

    (15)

    Ο πτωχευτικός συμβιβασμός με τους πιστωτές είναι διαδικασία υπό την εποπτεία δικαστηρίου η οποία, όπως και η πτώχευση, αποσκοπεί στη ρύθμιση της χρηματοοικονομικής κατάστασης υπερχρεωμένων επιχειρήσεων (7). Στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας η επιχείρηση παύει να υφίσταται, οπότε είτε τα στοιχεία του ενεργητικού της πωλούνται σε νέο ιδιοκτήτη είτε η επιχείρηση τίθεται υπό εκκαθάριση. Αντιθέτως, στο πλαίσιο διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού, η χρεωμένη επιχείρηση συνεχίζει να λειτουργεί χωρίς μεταβολή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της.

    (16)

    Η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού κινείται από την υπερχρεωμένη επιχείρηση. Ο στόχος είναι να επιτευχθεί συμφωνία με τους πιστωτές της βάσει της οποίας η εταιρεία εξοφλεί ένα μέρος του χρέους της και το υπόλοιπο διαγράφεται. Η συμφωνία πρέπει να εγκρίνεται από το εποπτεύον δικαστήριο.

    (17)

    Οι πιστωτές οι εισπρακτέες απαιτήσεις των οποίων είναι εξασφαλισμένες, π.χ. με υποθήκη, ενεργούν ως πιστωτές με δικαίωμα αποχωρισμού. Για να γίνει αποδεκτή η πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού, θα πρέπει να την εγκρίνουν όλοι οι πιστωτές με δικαίωμα αποχωρισμού, ενώ για τους άλλους πιστωτές αρκεί μια ειδική πλειοψηφία. Με άλλους όρους, οι πιστωτές με δικαίωμα αποχωρισμού ψηφίζουν ξεχωριστά και έχουν το δικαίωμα αρνησικυρίας επί της προτάσεως.

    (18)

    Οι πιστωτές με δικαίωμα αποχωρισμού κατέχουν προνομιακή θέση και κατά τη διαδικασία πτώχευσης. Οι απαιτήσεις των πιστωτών με δικαίωμα αποχωρισμού μπορούν να ικανοποιηθούν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης και τα έσοδα από την εκποίηση των εξασφαλισμένων περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας προορίζονται αποκλειστικά για την ικανοποίηση των εισπρακτέων απαιτήσεων των πιστωτών με δικαίωμα αποχωρισμού. Εάν οι αξιώσεις τους δεν μπορούν να καλυφθούν από την πώληση αυτή, οι εναπομένουσες απαιτήσεις εντάσσονται στη δεύτερη ομάδα με τις αξιώσεις των υπολοίπων πιστωτών. Οι πιστωτές της δεύτερης ομάδας ικανοποιούνται κατ’ αναλογία.

    (19)

    Σύμφωνα με τον νόμο περί πτωχεύσεων, επιχείρηση η οποία υποβάλλει αίτηση πτωχευτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές οφείλει να υποβάλει στο εποπτεύον δικαστήριο κατάλογο μέτρων που αποσκοπούν στην αναδιοργάνωσή της και στη συνέχιση της χρηματοδότησης των δραστηριοτήτων της μετά τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

    (20)

    Βάσει του νόμου αριθ. 511/92 σχετικά με τις αρμόδιες για φόρους, τέλη και εισφορές διοικητικές αρχές και τις τροποποιήσεις του συστήματος των τοπικών φορολογικών αρχών (εφεξής «φορολογικός νόμος»), μια εταιρεία μπορεί να ζητήσει από τις φορολογικές αρχές να αναστείλουν την καταβολή των φόρων. Εφαρμόζεται τόκος επί του ποσού για το οποίο δίδεται αναβολή και η ανασταλείσα οφειλή πρέπει να είναι εξασφαλισμένη.

    (21)

    Ο φορολογικός νόμος προβλέπει επίσης εκτέλεση λόγω φορολογικών οφειλών, με σκοπό την ανάκτηση των φορολογικών απαιτήσεων του κράτους μέσω της πώλησης ακίνητης περιουσίας, κινητής περιουσίας ή της επιχείρησης ως σύνολο.

    3.   ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

    (22)

    Το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Νοέμβριο του 2003, η δικαιούχος έκανε χρήση της δυνατότητας που παρέχει ο φορολογικός νόμος για παράταση της υποχρέωσης καταβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης οινοπνεύματος (8). Η ανασταλείσα οφειλή ανερχόταν σε 477 015 759 SKK (12,6 εκατ. ευρώ). Πριν εγκρίνει την παράταση της πληρωμής των εν λόγω οφειλών, όπως ορίζει ο νόμος, η φορολογική αρχή εξασφάλισε τις εισπρακτέες οφειλές έναντι στοιχείων ενεργητικού του δικαιούχου. Οι σλοβακικές αρχές υποστηρίζουν ότι η αξία αυτών των εγγυήσεων βάσει των λογαριασμών του δικαιούχου ανερχόταν σε 397 476 726 SKK (10,5 εκατ. ευρώ). Η δικαιούχος ισχυρίζεται, ωστόσο, ότι η αξία των εγγυήσεων σύμφωνα με τις εκτιμήσεις εμπειρογνωμόνων στα τέλη του 2003 ανερχόταν σε 193 940 000 SKK (5 εκατ. ευρώ). Αυτή είναι, κατά τη δικαιούχο, η αξία των εξασφαλισμένων περιουσιακών στοιχείων (κινητής περιουσίας, ακίνητης περιουσίας και απαιτήσεων) εκφρασμένη σε «τιμές εμπειρογνώμονα».

    (23)

    Την 1η Ιανουαρίου 2004, ο τροποποιημένος φορολογικός νόμος περιόρισε τη δυνατότητα παράτασης καταβολής των φόρων σε μία φορά κατ’ έτος. Η δικαιούχος έκανε χρήση αυτής της δυνατότητας για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης του Δεκεμβρίου 2003 που έπρεπε να καταβληθεί τον Ιανουάριο του 2004. Δεν ήταν, όμως, σε θέση να καταβάλει τον ειδικό φόρο κατανάλωσης του Ιανουαρίου 2004 με ημερομηνία οφειλής στις 25 Φεβρουαρίου 2004 ούτε να ζητήσει παράταση. Ως εκ τούτου, η δικαιούχος περιήλθε σε κατάσταση υπερχρεωμένης εταιρείας, σύμφωνα με τον νόμο περί πτωχεύσεων, με αποτέλεσμα να της αφαιρεθεί η άδεια παραγωγής και επεξεργασίας αλκοολούχων ποτών.

    (24)

    Στις 8 Μαρτίου 2004, η δικαιούχος υπέβαλε αίτηση πτωχευτικού συμβιβασμού στο αρμόδιο πρωτοδικείο. Αφού διαπιστώθηκε ότι πληρούντο όλες οι προϋποθέσεις του νόμου, το πρωτοδικείο αποφάσισε να κινήσει διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού με απόφαση της 29ης Απριλίου 2004. Οι πιστωτές ψήφισαν υπέρ του συμβιβασμού που πρότεινε η δικαιούχος επιχείρηση σε συνεδρίαση της 9ης Ιουλίου 2004. Ο συμβιβασμός επικυρώθηκε στις 14 Ιουλίου 2004 με απόφαση του εποπτεύοντος πρωτοδικείου.

    (25)

    Τον Αύγουστο του 2004 η φορολογική αρχή άσκησε προσφυγή κατά της επικυρωτικής αποφάσεως του δικαστηρίου. Με απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2004, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη και κήρυξε έγκυρη την απόφαση του πρωτοδικείου που ενέκρινε τη συμφωνία των πιστωτών και εκτελεστή από τις 23 Ιουλίου 2004. Στη συνέχεια, ο εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου βάσει της έκτακτης διαδικασίας αναίρεσης.

    (26)

    Οι πιστωτές, συμπεριλαμβανομένης και της φορολογικής αρχής, συμφώνησαν με τη δικαιούχο τον ακόλουθο πτωχευτικό συμβιβασμό: να αποπληρώσει η δικαιούχος το 35 % του χρέους της εντός ενός μηνός από την ημερομηνία ισχύος της συμφωνίας των πιστωτών και να παραιτηθούν οι πιστωτές από το υπόλοιπο 65 % του χρέους. Θα υπήρχε, συνεπώς, ίση μεταχείριση όλων των πιστωτών. Τα συγκεκριμένα ποσά για κάθε πιστωτή αναγράφονται στον κάτωθι πίνακα.

    Πίνακας 2

    Η χρεωστική θέση της δικαιούχου πριν και μετά την εκκαθάριση [σε SKK]

    Πιστωτικός φορέας

    Χρέος πριν από τον

    πτωχευτικό συμβιβασμό

    Χρέος μετά τον

    πτωχευτικό συμβιβασμό (9)

    Διαγραφέν ποσό

    Δημόσιος

    Φορολογική αρχή

    640 793 831

    224 277 841

    416 515 990

    Ιδιωτικός

    Tetra Pak a.s.

    1 004 208

    351 498

    652 710

    MTM-obaly s.r.o.

    317 934

    111 277

    206 657

    Merkant družstvo

    332 808

    116 483

    216 325

    Vetropack s. r. o.

    2 142 658

    749 930

    1 392 728

    ΣΥΝΟΛΟ

     

    644 591 439 (10)

    225 607 029

    418 984 410

    (27)

    Οι απαιτήσεις της φορολογικής αρχής που εγγράφηκαν στον πτωχευτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές ανέρχονταν σε 640 793 831 SKK (16,86 εκατ. ευρώ) και συνίσταντο κυρίως σε μη καταβληθέντες ειδικούς φόρους κατανάλωσης για την περίοδο Μαΐου 2003 — Μαρτίου 2004, σε ΦΠΑ για την περίοδο Ιανουαρίου- Απριλίου 2004 και σε χρηματικές ποινές και τόκους. Οι απαιτήσεις από τις οποίες παραιτήθηκε η φορολογική αρχή ανέρχονταν συνολικά σε 416 515 990 SKK (11 εκατ. ευρώ). Με τη ρύθμιση η φορολογική αρχή εισέπραξε 244 277 841 SKK (5,86 εκατ. ευρώ).

    (28)

    Η φορολογική αρχή ενήργησε στη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού ως πιστωτής με δικαίωμα αποχωρισμού και με αυτή την ιδιότητα ψήφισε χωριστά. Ως εκ τούτου, για να υπάρξει πτωχευτικός συμβιβασμός, έπρεπε να υπερψηφιστεί από τη φορολογική αρχή. Η προνομιούχος θέση της φορολογικής αρχής οφειλόταν στο γεγονός ότι ορισμένες απαιτήσεις της ήταν εξασφαλισμένες σε σχέση με την παράταση καταβολής των φορολογικών οφειλών της δικαιούχου τα έτη 2002-2003 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 17). Όλοι οι άλλοι πιστωτές ψήφισαν υπέρ του προταθέντος συμβιβασμού. Οι απαιτήσεις τους αποτελούσαν κοινές εμπορικές απαιτήσεις που δεν ήταν κατά κανένα τρόπο εξασφαλισμένες.

    (29)

    Η πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού της δικαιούχου περιέγραφε, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί πτωχεύσεων, μέτρα αναδιοργάνωσης που αφορούν την παραγωγή, τη διανομή και το εργατικό δυναμικό (περιλαμβανομένων και απολύσεων).

    (30)

    Όσον αφορά τα οργανωτικά θέματα και το εργατικό δυναμικό, η δικαιούχος σχεδίασε τα ακόλουθα μέτρα: δημιουργία ομάδας γενικής παραγωγής για όλες τις παραγωγικές δραστηριότητες, αναδιάταξη των μέσων μεταφοράς της με απόσυρση των οχημάτων ελάχιστης εναπομένουσας αξίας και αναδιοργάνωση των εμπορικών δραστηριοτήτων. Τα εν λόγω μέτρα συνδυάζονταν με την απόλυση 50 εργαζομένων μεταξύ Μαρτίου και Μαΐου του 2004. Κατά την ίδια περίοδο, θα μειώνονταν στο 60 % οι αποδοχές άλλων 50 μελών του προσωπικού.

    (31)

    Όσον αφορά το παραγωγικό και τεχνικό πεδίο, η δικαιούχος ανέφερε ότι, εφόσον αφαιρέθηκε από την εταιρεία η άδεια παραγωγής αλκοολούχων ποτών, θα προέβαινε σε εκμίσθωση των σχετικών εγκαταστάσεων παραγωγής από την 1η Απριλίου 2004. Η δικαιούχος σχεδίαζε να μειώσει ή να διακόψει την παραγωγή ορισμένων μη αποδοτικών μη αλκοολούχων ποτών και δήλωσε ότι πριν εισαγάγει οποιοδήποτε νέο προϊόν στην κατηγορία αυτή θα υπήρχε ανάλυση της αποδοτικότητας της εν λόγω παραγωγής.

    (32)

    Η δικαιούχος στη συνέχεια παρέθεσε τα εξής μέτρα: την αναδιάρθρωση του κόστους λόγω της μείωσης του κόστους παραγωγής μετά την εγκατάλειψη της παραγωγής οινοπνευματωδών ποτών και τη διάθεση μέρους του στόλου ιδιόκτητων μεταφορικών μέσων της εταιρείας, καθώς και την πώληση παλαιού εξοπλισμού ως άχρηστου υλικού.

    (33)

    Η δικαιούχος σχεδίαζε επίσης την πώληση ενός κτιρίου γραφείων, ενός καταστήματος και ενός κτιρίου δραστηριοτήτων αναψυχής και ανέφερε και την πιθανότητα πώλησης ή ενοικίασης της μονάδας παραγωγής ξυδιού. Στις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί η πώληση του κτιρίου γραφείων, του καταστήματος ούτε του κτιρίου δραστηριοτήτων αναψυχής.

    (34)

    Η δικαιούχος σχεδίαζε την εντατική πώληση των αποθεμάτων έτοιμων προϊόντων (11).

    (35)

    Σύμφωνα με αυτή την πρόταση, η δικαιούχος θα χρηματοδοτούσε τον πτωχευτικό συμβιβασμό με δικούς της πόρους (πώληση αποθεμάτων) ύψους 110 εκατ. SKK και μέσω εξωτερικής χρηματοδότησης υπό μορφή δανείου ύψους 100 εκατ. SKK από εμπορική τράπεζα. Από τα στοιχεία που υπέβαλε η δικαιούχος στην απάντηση στην κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το εναπομένον χρέος θα καλυπτόταν από τα έσοδα από την έκδοση νέων μετοχών (αξίας 21 εκατ. SKK, ή 0,56 εκατ. ευρώ), έσοδα από την πώληση αποθεμάτων (ύψους 110 εκατ. SKK, ή 2,9 εκατ. ευρώ) και δάνειο της προμηθεύτριας εταιρείας Old Herold s.r.o. (ύψους 100 εκατ. SKK, ή 2,6 εκατ. ευρώ). Η προθεσμία λήξης των τιμολογίων της Old Herold s.r.o. ήταν σε 40 ημέρες, η οποία, κατά τη δικαιούχο, ήταν μεγάλη περίοδος δεδομένης της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης της δικαιούχου. Αυτή η μεγαλύτερη προθεσμία πληρωμής έδωσε στη δικαιούχο τη δυνατότητα να συγκεντρώσει την αναγκαία ρευστότητα.

    (36)

    Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι σλοβακικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι, στο πλαίσιο της συμφωνίας των πιστωτών, καταβλήθηκε ποσό 224 277 841 SKK στη φορολογική αρχή στις 17 Δεκεμβρίου 2004. Οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι είχαν αναστείλει τη διαγραφή του χρέους που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού ενόσω εκκρεμούσε η διαδικασία ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

    (37)

    Στο πλαίσιο των επαφών τους σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής η οποία διέτασσε την επιστροφή της ενίσχυσης, οι σλοβακικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή για το αποτέλεσμα του εκτάκτου ενδίκου μέσου που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 25: με απόφαση της 27ης Απριλίου 2006, το Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 2004 η οποία είχε επικυρώσει τη συμφωνία των πιστωτών, με το σκεπτικό ότι κακώς είχαν περιληφθεί στον πτωχευτικό συμβιβασμό τα οφειλόμενα τέλη κυκλοφορίας ύψους 424 490 SKK. Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά. Με απόφαση της 18ης Αυγούστου 2006, το αρμόδιο πρωτοδικείο εφάρμοσε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 27ης Απριλίου 2006, αναφέροντας ότι το διορθωμένο ποσό της οφειλής στη φορολογική αρχή ανερχόταν σε 640 369 341,4 SKK (το 35 % του οποίου είναι 224 129 269,1 SKK).

    III.   ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΙΝΗΣΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 108 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΗΣ ΣΛΕΕ

    (38)

    Στην απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσο οι επίμαχες διαγραφές χρέους δεν ενείχαν στοιχείο κρατικής ενίσχυσης. Η Επιτροπή έκρινε ότι η συμπεριφορά της φορολογικής αρχής στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού δεν πληρούσε το κριτήριο του πιστωτή σε οικονομία αγοράς. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε ότι η φορολογική αρχή βρισκόταν σε διαφορετική θέση από νομική άποψη από την κατάσταση των υπολοίπων πιστωτών, διότι κατείχε εξασφαλισμένες απαιτήσεις και μπορούσε να κινήσει διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής. Η Επιτροπή δεν είχε πεισθεί ότι η διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού επέφερε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για το δημόσιο, σε σύγκριση με τη διαδικασία πτώχευσης ή τη διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής.

    (39)

    Στη συνέχεια, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο της επίμαχης ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά. Καταρχήν, εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσο η ενίσχυση μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη ως ενίσχυση διάσωσης, όπως ισχυρίστηκαν οι σλοβακικές αρχές. Ενίσχυση διάσωσης μπορεί να θεωρηθεί μόνο η ενίσχυση ρευστότητας υπό μορφή εγγύησης δανείων ή δανείων. Το επίμαχο μέτρο, ωστόσο, είναι η παραγραφή χρεών που αντιστοιχεί σε μη επιστρεπτέα επιχορήγηση. Επιπλέον το μέτρο αυτό δόθηκε χωρίς την προοπτική ότι, το αργότερο σε έξι μήνες από την έγκριση του μέτρου διάσωσης, η δικαιούχος εταιρεία θα παρουσίαζε σχέδιο αναδιάρθρωσης ή σχέδιο εκκαθάρισης ή θα επέστρεφε την κρατική ενίσχυση στο ακέραιο.

    (40)

    Η Επιτροπή εξέτασε στη συνέχεια το συμβιβάσιμο του επίμαχου μέτρου ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης και εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσο πληρούντο δύο βασικές προϋποθέσεις: η ύπαρξη σχεδίου αναδιάρθρωσης που εξασφαλίζει την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της επιχείρησης σε εύλογο χρονικό διάστημα και ο περιορισμός της ενίσχυσης στο ελάχιστο αναγκαίο.

    IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ ΜΕΡΩΝ

    (41)

    Εκτός από τα στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο μέρος II, η δικαιούχος επιχείρηση υπέβαλε τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

    (42)

    Η δικαιούχος ισχυρίζεται ότι οι οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπισε στις αρχές του 2004 οφείλονταν στην αλλαγή του φορολογικού νόμου που περιόρισε σε μόνο μία φορά κατ’ έτος τη δυνατότητα παράτασης της καταβολής των φόρων. Αυτό αποτέλεσε σημαντική αλλαγή για τη δικαιούχο, διότι, όπως η ίδια ισχυρίστηκε, βασιζόταν σε αυτόν τον μηχανισμό κατά τα προηγούμενα έτη.

    (43)

    Ως προς την εξεταζόμενη υπόθεση, η δικαιούχος υποστήριξε αρχικά ότι η Επιτροπή δεν έχει δικαιοδοσία να διερευνήσει τα επίμαχα μέτρα, διότι αυτά είχαν τεθεί σε ισχύ πριν από την ημερομηνία προσχώρησης και δεν εφαρμόστηκαν μετά την προσχώρηση. Η δικαιούχος ισχυρίζεται ότι το μέτρο τέθηκε σε εφαρμογή πριν την προσχώρηση, διότι η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές άρχισε στις 8 Μαρτίου 2004, και ότι επικυρώθηκε με δικαστική απόφαση στις 29 Απριλίου 2004, δηλαδή πριν την προσχώρηση της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υποστηρίζει ακόμη ότι η φορολογική αρχή είχε δηλώσει ότι ήταν σύμφωνη με την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων πριν από την έναρξη της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού. Είχε προηγηθεί σύσκεψη με τη φορολογική διοίκηση της Σλοβακίας την 1η Δεκεμβρίου 2003 και η τοπική φορολογική αρχή απέστειλε στις 3 Φεβρουαρίου 2004 στη δικαιούχο επιστολή με την οποία, κατά τους ισχυρισμούς της, επιβεβαίωσε ότι μπορούσε να προχωρήσει σε πτωχευτικό συμβιβασμό.

    (44)

    Η δικαιούχος υποστήριξε επίσης ότι αν, παρ’ όλα αυτά, η Επιτροπή εξακολουθούσε να θεωρεί ότι έχει δικαιοδοσία να παρέμβει, το επίμαχο μέτρο δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, διότι τηρήθηκε η αρχή του πιστωτή σε οικονομία αγοράς.

    (45)

    Πρώτον, η δικαιούχος ισχυρίζεται ότι η σύγκριση του πτωχευτικού συμβιβασμού με τη διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής είναι παραπλανητική, διότι η κίνηση της πρώτης διαδικασίας αποκλείει ή αναστέλει τη δεύτερη. Η διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής δεν ήταν, επομένως, μια εναλλακτική λύση για τη φορολογική αρχή. Επιπλέον, η δικαιούχος ισχυρίζεται ότι, εάν δεν πρότεινε εθελοντικά τον πτωχευτικό συμβιβασμό, μετά από μερικές εβδομάδες ή μήνες θα ήταν υποχρεωμένη βάσει της πτωχευτικής νομοθεσίας να κινήσει τη διαδικασία πτώχευσης ή πτωχευτικού συμβιβασμού.

    (46)

    Δεύτερον, η δικαιούχος ισχυρίζεται ότι η απόφαση του κράτους να αποφύγει την πτώχευση και αντ’ αυτής να επιδιώξει λύση μέσω πτωχευτικού συμβιβασμού πληρούσε το κριτήριο του πιστωτή σε οικονομία αγοράς. Για να τεκμηριώσει το επιχείρημά της, η δικαιούχος υπέβαλε βεβαιώσεις δύο οικονομικών ελεγκτών και ενός συνδίκου που αναφέρουν ότι η φορολογική αρχή θα εισέπραττε μεγαλύτερο ποσό και ταχύτερα από τον πτωχευτικό συμβιβασμό παρά από τη διαδικασία πτώχευσης. Η δικαιούχος υπέβαλε και πρόσθετα έγγραφα και στατιστικές που δείχνουν ότι οι πτωχευτικές διαδικασίες στη Σλοβακία διαρκούν κατά μέσο όρο από 3 έως 7 έτη και αποφέρουν πολύ περιορισμένα έσοδα από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων (12).

    (47)

    Η ανάλυση της δικαιούχου βασίζεται κυρίως σε έκθεση της εταιρείας οικονομικού ελέγχου EKORDA, της 7ης Ιουλίου 2004, την οποία είχε, κατά τους ισχυρισμούς, στη διάθεσή της η φορολογική αρχή πριν την ψηφοφορία των πιστωτών στις 9 Ιουλίου 2004. Ωστόσο, δεν υποβλήθηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να επιβεβαιώνει αυτό τον ισχυρισμό.

    (48)

    Σύμφωνα με την έκθεση της εταιρείας EKORDA, τα έσοδα από την πώληση περιουσιακών στοιχείων σε περίπτωση πτώχευσης θα ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, 204 εκατ. SKK (5,3 εκατ. ευρώ) και, μετά την αφαίρεση διαφόρων προμηθειών ύψους 45 εκατ. SKK, θα ανέρχονταν μόνο σε 159 εκατ. SKK (4,2 εκατ. ευρώ). Η ίδια η δικαιούχος διόρθωσε τα ποσά των προμηθειών που θα έπρεπε να αφαιρεθούν (36 εκατ. SKK) και κατέληξε στο ποσό των 168 εκατ. SKK (4,4 εκατ. ευρώ). Ακόμη κι αν η φορολογική αρχή εισέπραττε, ως ο μοναδικός πιστωτής με δικαίωμα αποχωρισμού και μακράν ο μεγαλύτερος πιστωτής, το μεγαλύτερο ποσό αυτών των εσόδων, το ποσό αυτό θα ήταν πάλι μικρότερο από αυτό που εισέπραξε μετά τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

    (49)

    Για να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα, η εταιρεία EKORDA χρησιμοποίησε ως βάση τη λογιστική αξία στις 31 Μαρτίου 2004 των πάγιων περιουσιακών στοιχείων, των αποθεμάτων, της ρευστότητας και των βραχυπρόθεσμων εισπρακτέων οφειλών μετά από προσαρμογή, λαμβάνοντας υπόψη την αδυναμία είσπραξης και τη χαμηλή αξία. Η EKORDA προσάρμοσε την ονομαστική αξία των περιουσιακών στοιχείων του δικαιούχου με «συντελεστή ρευστοποίησης» για κάθε στοιχείο ενεργητικού στην περίπτωση της πώλησης κατά την πτώχευση (45 % για το πάγιο ενεργητικό, 20 % για τα αποθέματα και τις βραχυπρόθεσμες αξιώσεις και 100 % για τη ρευστότητα).

    (50)

    Η EKORDA αναφέρει τα μελλοντικά φορολογικά έσοδα από τις δραστηριότητες της δικαιούχου (13), καθώς και την εξέλιξη της απασχόλησης στην περιοχή και της βιομηχανίας τροφίμων στη Σλοβακία ως πολύ σημαντικούς παράγοντες υπέρ της συνέχισης της δραστηριότητας της δικαιούχου.

    (51)

    Η δικαιούχος αναφέρει άλλες δύο εκθέσεις. Η ελεγκτής κ. Marta Kochová έκρινε ότι τα ανώτατα έσοδα από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων, που δεν αποτιμήθηκαν, ωστόσο, θα ανέρχονταν σε 100 εκατ. SKK (2,6 εκατ. ευρώ) και μετά την αφαίρεση των προμηθειών ύψους 22 εκατ. SKK, θα ανέρχονταν μόνο σε 78 εκατ. SKK (2 εκατ. ευρώ). Η σύνδικος πτώχευσης κ. Holovačová φέρεται να δήλωσε ότι, κατά τη γνώμη της, ο πτωχευτικός συμβιβασμός με τους πιστωτές είναι κατά κανόνα προτιμότερος γι’ αυτούς από την πτώχευση. Ένα επιχείρημα είναι ότι ο πιστωτής έχει συμφέρον να συνεχίσει ο οφειλέτης τη δραστηριότητά του (με την προσδοκία μελλοντικών εσόδων από τις πωλήσεις και φορολογικών εσόδων).

    (52)

    Τρίτον, η δικαιούχος ισχυρίζεται ότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη μακροπρόθεσμες παράμετροι, όπως τα μελλοντικά φορολογικά έσοδα. Ισχυρίζεται ότι, εάν εξαιρεθούν οι κοινωνικοπολιτικές εκτιμήσεις ως προς το κριτήριο του πιστωτή σε οικονομία αγοράς, η νομολογία δεν εφαρμόζεται όταν ο υπολογισμός των μελλοντικών φορολογικών εισφορών γίνεται από δημόσια αρχή (14). Σύμφωνα με τη δικαιούχο, η δημόσια αρχή στην προκειμένη περίπτωση βρίσκεται σε ανάλογη θέση με αυτήν του πιστωτή σε οικονομία αγοράς, ο οποίος είναι προμηθευτής που έχει συμφέρον να επιβιώσει ένας πελάτης του. Ακολούθως, η δικαιούχος παραπέμπει σε νομολογία σχετικά με την αρχή του επενδυτή σε οικονομία αγοράς.

    (53)

    Η δικαιούχος αναφέρει εν κατακλείδι ότι το κριτήριο του πιστωτή σε οικονομία αγοράς ικανοποιήθηκε και το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση.

    (54)

    Εάν, ωστόσο, η Επιτροπή κρίνει διαφορετικά, η δικαιούχος ισχυρίζεται ότι το επίμαχο μέτρο είναι συμβιβάσιμο ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης. Η δικαιούχος υποστηρίζει ότι η φορολογική αρχή είχε επαληθεύσει την ικανότητα του επιχειρηματικού σχεδίου της δικαιούχου να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα πριν να εγκρίνει τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Η απουσία επίσημου σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν έχει, κατά την άποψή της, καμία σημασία στην περίπτωση της εκ των υστέρων αξιολόγησης από την Επιτροπή, διότι η Επιτροπή μπορεί πλέον να κρίνει αν έχει όντως αποκατασταθεί η βιωσιμότητα της δικαιούχου. Εντούτοις, η δικαιούχος θεωρεί ότι, στην περίπτωση της εκ των προτέρων εκτίμησης είναι αναγκαίο αναλυτικό σχέδιο αναδιάρθρωσης. Στη συνέχεια περιγράφει συνοπτικά τα μέτρα αναδιάρθρωσης που έχουν ληφθεί: αύξηση ιδίων κεφαλαίων, απολύσεις προσωπικού και πώληση αποθεμάτων. Η δικαιούχος θεωρεί ότι η παύση της παραγωγής αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών και η εκμίσθωση των στοιχείων παραγωγής στην εταιρεία Old Herold s. r. o. συνιστούν πράγματι μέτρα αναδιάρθρωσης. Αν και αρχικά η παύση της παραγωγής της ήταν αποτέλεσμα της αφαίρεσης της άδειας, η δικαιούχος δεν ζήτησε νέα άδεια μετά τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

    (55)

    Σύμφωνα με τη δικαιούχο, ικανοποιούνταν επίσης η απαίτηση της σημαντικής συνεισφοράς στην αναδιάρθρωση.

    (56)

    Τέλος η δικαιούχος υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι δραστηριοποιείται σε ενισχυόμενη περιφέρεια και είναι ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες της περιοχής, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών στην ενίσχυση αναδιάρθρωσης.

    V.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΛΟΒΑΚΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

    (57)

    Στην απάντησή τους για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι σλοβακικές αρχές υπέβαλαν ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που αναφέρονται στο μέρος II.

    (58)

    Οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι, κατά τον χρόνο της ψηφοφορίας για τον πτωχευτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές, η φορολογική αρχή δεν έλαβε υπόψη το στοιχείο της κρατικής ενίσχυσης. Η φορολογική αρχή δεν θεώρησε τον πτωχευτικό συμβιβασμό μορφή κρατικής ενίσχυσης και, για τον λόγο αυτό, δεν ζητήθηκε από τη δικαιούχο να υποβάλει σχέδιο αναδιάρθρωσης διαφορετικό από το επιχειρηματικό σχέδιο που κατέθεσε στο δικαστήριο σύμφωνα με τη νομοθεσία περί αφερεγγυότητας.

    (59)

    Απαντώντας στις παρατηρήσεις της δικαιούχου, οι σλοβακικές αρχές υπέβαλαν τις ακόλουθες παρατηρήσεις.

    (60)

    Οι σλοβακικές αρχές δεν θα εφάρμοζαν στην παρούσα υπόθεση τις παρατηρήσεις της δικαιούχου σχετικά με τη μέση διάρκεια των πτωχευτικών διαδικασιών και τη μέση απόδοση από την εκποίηση περιουσιακών στοιχείων μέσω πτωχευτικής διαδικασίας. Κατά την άποψή τους, λαμβάνοντας υπόψη τον μικρό αριθμό πιστωτών και την ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων με θετική αξία ρευστοποίησης, που υπερέβαινε το ποσό που καταβλήθηκε στο κράτος μετά τον πτωχευτικό συμβιβασμό, η πτωχευτική διαδικασία θα είχε ολοκληρωθεί σε συντομότερο από το σύνηθες χρονικό διάστημα και τα έσοδα της φορολογικής αρχής θα ήταν περισσότερα από αυτά του πτωχευτικού συμβιβασμού. Η τοπική φορολογική αρχή διενήργησε έλεγχο στην εταιρεία στις 21 Ιουνίου 2004 και διαπίστωσε ότι, στις 17 Ιουνίου 2004, η δικαιούχος διέθετε ταμειακά διαθέσιμα ύψους 161,3 εκατ. SKK, απαιτήσεις ύψους 62,8 εκατ. SKK, αποθέματα αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών αξίας 84 εκατ. SKK και πάγια στοιχεία ενεργητικού λογιστικής αξίας ύψους 200 εκατ. SKK.

    (61)

    Οι σλοβακικές αρχές θεωρούν ότι η διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής ήταν πραγματική εναλλακτική επιλογή για τη φορολογική αρχή. Βεβαιώνουν ότι η φορολογική αρχή θα μπορούσε να κινήσει την εν λόγω διαδικασία πριν τον πτωχευτικό συμβιβασμό, το οποίο θα μπορούσε επίσης να πράξει σε περίπτωση που το δικαστήριο απέρριπτε τον πτωχευτικό συμβιβασμό (διότι η φορολογική αρχή ως πιστωτής με δικαίωμα αποχωρισμού θα τον καταψήφιζε).

    (62)

    Οι σλοβακικές αρχές διαφωνούν με τον ισχυρισμό της δικαιούχου ότι οι οικονομικές δυσκολίες της ήταν αποτέλεσμα της αλλαγής του φορολογικού νόμου. Σύμφωνα με τις σλοβακικές αρχές, οι οικονομικές δυσκολίες της δικαιούχου ήταν αποτέλεσμα της οικονομικής στρατηγικής της να χρησιμοποιεί τους έμμεσους φόρους για τη διαχείριση της λειτουργίας της, ενώ αυτό που όφειλε να κάνει ήταν απλώς να εισπράττει τους φόρους από τους πελάτες της και τους αποδίδει στον προϋπολογισμό του κράτους.

    (63)

    Οι σλοβακικές αρχές δεν συμφωνούν με τον ισχυρισμό ότι η συνάντηση με τη φορολογική διοίκηση τον Δεκέμβριο του 2003 συνιστά απόδειξη καταρχήν συμφωνίας με τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Υπέβαλαν επιστολή της 6ης Ιουλίου 2004 της φορολογικής διοίκησης προς την αρμόδια φορολογική αρχή, αναφέροντας ότι η αρμόδια φορολογική αρχή έπρεπε να αρνηθεί τον πτωχευτικό συμβιβασμό που πρότεινε η δικαιούχος, διότι δεν ήταν συμφέρων για το κράτος. Η επιστολή αυτή παρέπεμπε στη συνέχεια σε άλλη, γενικότερου περιεχομένου επιστολή του Υπουργού Οικονομίας, της 15ης Ιανουαρίου 2004 προς τη φορολογική διοίκηση, με την οποία ζητούσε να διασφαλιστεί ότι δεν θα εγκριθεί κανένας πτωχευτικός συμβιβασμός με τους πιστωτές ο οποίος θα συνεπαγόταν διαγραφή φορολογικών απαιτήσεων από τις εφορίες. Επιπλέον, οι σλοβακικές αρχές ερμηνεύουν την επιστολή της 3ης Φεβρουαρίου 2004 που παρουσίασε η δικαιούχος (βλέπε αιτιολογική σκέψη 43) ως κατηγορηματική διαφωνία με τον πτωχευτικό συμβιβασμό στο επίπεδο του 35 %.

    (64)

    Οι σλοβακικές αρχές αναφέρουν ότι η δικαιούχος δεν κατέβαλε ειδικούς φόρους κατανάλωσης για χρονικό διάστημα μεταξύ Ιανουαρίου 2001 και Μαρτίου 2004 και ελάμβανε τακτικά αναβολή για την καταβολή των φορολογικών οφειλών της.

    (65)

    Σύμφωνα με τις σλοβακικές αρχές, οι σημαντικές διαφορές στις εκτιμήσεις των δύο εκθέσεων των ελεγκτών (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 48 και 51) εγείρουν αμφιβολίες για την αξιοπιστία και των δύο εκθέσεων. Οι αρχές έχουν αμφιβολίες ιδιαίτερα για τον συντελεστή ρευστοποίησης που εφάρμοσε η εταιρεία EKORDA στα τρέχοντα στοιχεία ενεργητικού. Αυτός ο συντελεστής θα έπρεπε να είναι υψηλότερος του 20 %.

    (66)

    Τέλος, σύμφωνα με τις σλοβακικές αρχές, η δικαιούχος δεν εκπόνησε βιώσιμο σχέδιο αναδιάρθρωσης και τα προταθέντα μέτρα πτωχευτικού συμβιβασμού δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν μέτρα αναδιάρθρωσης.

    VI.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

    1.   ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    (67)

    Επειδή ορισμένα από τα εξεταζόμενα γεγονότα συνέβησαν πριν την προσχώρηση της Σλοβακίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004, η Επιτροπή πρέπει καταρχήν να αποφασίσει εάν είναι αρμόδια να επιληφθεί για το επίμαχο μέτρο.

    (68)

    Τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή πριν την προσχώρηση και δεν εφαρμόστηκαν μετά την προσχώρηση δεν μπορούν να εξεταστούν από τη Επιτροπή ούτε στο πλαίσιο της διαδικασίας προσωρινού μηχανισμού, η οποία ρυθμίζεται από το παράρτημα IV σημείο 3 της Συνθήκης Προσχώρησης, ούτε βάσει των διαδικασιών που ορίζονται στο άρθρο 108 της ΣΛΕΕ. Ούτε η Συνθήκη Προσχώρησης ούτε η Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει ή εξουσιοδοτεί την Επιτροπή να επανεξετάσει αυτά τα μέτρα.

    (69)

    Ωστόσο, τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή μετά την προσχώρηση εμπίπτουν σαφώς στην αρμοδιότητα της Επιτροπής. Για να εκτιμηθεί η χρονική στιγμή κατά την οποία τέθηκε σε εφαρμογή ένα συγκεκριμένο μέτρο, το συναφές κριτήριο είναι η νομικά δεσμευτική πράξη βάσει της οποίας η αρμόδια εθνική αρχή χορήγησε την ενίσχυση (15).

    (70)

    Η δικαιούχος ισχυρίστηκε ότι το επίμαχο μέτρο τέθηκε σε εφαρμογή πριν την προσχώρηση και δεν εφαρμόστηκε μετά από αυτήν (βλέπε αιτιολογική σκέψη 43).

    (71)

    Η Επιτροπή δεν μπορεί να δεχθεί τα επιχειρήματα της δικαιούχου. Η πρόταση για την κίνηση διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού δεν είναι πράξη της χορηγούσας αρχής, αλλά πράξη του δικαιούχου. Ούτε η απόφαση του δικαστηρίου να επιτρέψει τον πτωχευτικό συμβιβασμό είναι πράξη της χορηγούσας αρχής. Η απόφαση αυτή απλώς επέτρεψε στη δικαιούχο και τους πιστωτές της να διεξαγάγουν διαπραγματεύσεις για τον πτωχευτικό συμβιβασμό, αλλά προφανώς δεν συνιστούσε το γεγονός χορήγησης της ενίσχυσης. Δεν υπάρχει απόδειξη ότι η φορολογική διοίκηση της Σλοβακικής Δημοκρατίας εξέφρασε τη συγκατάθεσή της για το επίμαχο μέτρο κατά τη συνάντηση του Δεκεμβρίου 2003. Αντιθέτως, οι σλοβακικές αρχές αρνήθηκαν οποιαδήποτε παρόμοια καταρχήν συγκατάθεση. Η επιστολή της 3ης Φεβρουαρίου 2004 απορρίπτει ρητά την πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού στο επίπεδο του 35 %.

    (72)

    Η απόφαση της αρμόδιας αρχής να διαγράψει μέρος των απαιτήσεών της ελήφθη στις 9 Ιουλίου 2004, όταν η φορολογική αρχή ενέκρινε τον πτωχευτικό συμβιβασμό που πρότεινε η δικαιούχος.

    (73)

    Κατά συνέπεια, δεν τίθεται πλέον ζήτημα εάν το μέτρο εφαρμόστηκε μετά την ένταξη.

    (74)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι είναι αρμόδια να αξιολογήσει το επίμαχο μέτρο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108 της ΣΛΕΕ.

    2.   ΥΠΑΡΞΗ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 107 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΤΗΣ ΣΛΕΕ

    (75)

    Το άρθρο 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι οι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές.

    (76)

    Η διαγραφή χρέους προς δημόσια αρχή, όπως η φορολογική αρχή, είναι μια μορφή χρήσης κρατικών πόρων. Εφόσον ευνοεί μια συγκεκριμένη επιχείρηση, το μέτρο είναι επιλεκτικό.

    (77)

    Μέχρι να συμβούν τα γεγονότα που ενεργοποίησαν τη διαδικασία αφερεγγυότητας, η δικαιούχος επιχείρηση ήταν παρούσα στην αγορά της παραγωγής αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών, μη οινοπνευματωδών ποτών και φρούτων και λαχανικών σε κονσέρβες. Το 2003 η δικαιούχος ήταν ο τρίτος σε μέγεθος παραγωγός αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών στη Σλοβακία. Μετά την αφαίρεση της άδειας παραγωγής αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών τον Μάρτιο του 2004, η δικαιούχος ασκούσε δραστηριότητα στο χονδρικό εμπόριο αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών που παράγει άλλη εταιρεία, η Old Herold s. r. o., χρησιμοποιώντας ως μισθωτής τα παραγωγικά στοιχεία ενεργητικού της δικαιούχου. Σε όλα τα τμήματα της αγοράς στα οποία ασκούσε δραστηριότητα η δικαιούχος πριν τον πτωχευτικό συμβιβασμό και στα οποία δραστηριοποιείται και σήμερα υπάρχουν συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

    (78)

    Στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσο το μέτρο νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό με το να παρέχει πλεονέκτημα στη δικαιούχο το οποίο δεν θα μπορούσε υπό κανονικές συνθήκες να εξασφαλίσει στην ελεύθερη αγορά. Με άλλους όρους, η Επιτροπή έχει αμφιβολίες κατά πόσο το κράτος συμπεριφέρθηκε σε σχέση με τη δικαιούχο ως πιστωτής σε οικονομία αγοράς.

    (79)

    Διαπιστώθηκε ότι η συμφωνία με τους πιστωτές προέβλεπε τους ίδιους όρους ρύθμισης του χρέους της επιχείρησης τόσο έναντι των ιδιωτών πιστωτών όσο και έναντι της φορολογικής αρχής (δημόσιος πιστωτής). Το 35 % του χρέους έπρεπε να καταβληθεί στους πιστωτές έως μία προκαθορισμένη ημερομηνία, πράγμα το οποίο η δικαιούχος πράγματι έπραξε. Το υπόλοιπο 65 % θα διαγραφόταν.

    (80)

    Ωστόσο, η θέση της φορολογικής αρχής ως πιστωτή σε αυτή την περίπτωση ήταν ασυνήθιστα ισχυρή και δεν μπορεί να εξομοιωθεί με αυτήν ενός συνήθους πιστωτή σε διαδικασίες πτώχευσης. Η νομική και οικονομική κατάσταση της φορολογικής αρχής πριν τη συμφωνία των πιστωτών ήταν ευνοϊκότερη από εκείνη των ιδιωτών πιστωτών. Η φορολογική υπηρεσία, με ποσοστό άνω του 99 % του συνόλου των απαιτήσεων σε πτωχευτική διαδικασία, δεν ήταν σαφώς μόνο ο κυρίαρχος και αποφασιστικός πιστωτής αλλά επίσης, και σημαντικότερο, πιστωτής με δικαίωμα αποχωρισμού. Οι αξιώσεις της μπορούσαν, συνεπώς, να ικανοποιηθούν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης με τα έσοδα από την πώληση των εξασφαλισμένων στοιχείων ενεργητικού: όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 18 ανωτέρω, αυτά τα έσοδα θα χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά για την ικανοποίηση των εισπρακτέων απαιτήσεων του πιστωτή με δικαίωμα αποχωρισμού. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστεί διεξοδικά το κατά πόσο η φορολογική αρχή χρησιμοποίησε όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή της για να εξασφαλίσει την υψηλότερη δυνατή αποπληρωμή των εισπρακτέων απαιτήσεών της, όπως θα έπραττε ένας πιστωτής σε οικονομία αγοράς.

    (81)

    Οι προϋποθέσεις τις οποίες πρέπει να πληροί ένα μέτρο για να αντιμετωπιστεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 της ΣΛΕΕ δεν πληρούνται, εάν η δικαιούχος επιχείρηση θα μπορούσε, υπό συνθήκες που αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς, να αποκτήσει το ίδιο πλεονέκτημα με αυτό που απέκτησε με τη διάθεση κρατικών πόρων (16). Η εν λόγω αξιολόγηση πραγματοποιείται με την εφαρμογή, καταρχήν, του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή. Όταν ένας δημόσιος πιστωτικός φορέας χορηγεί διευκολύνσεις πληρωμής για μια οφειλή που πρέπει να καταβάλει σε αυτόν μια επιχείρηση, οι εν λόγω διευκολύνσεις αποτελούν κρατική ενίσχυση για τους σκοπούς του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ εφόσον, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του οικονομικού πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε με τον τρόπο αυτό, η δικαιούχος επιχείρηση δεν θα ελάμβανε προδήλως ανάλογες διευκολύνσεις από έναν ιδιώτη πιστωτή σε κατάσταση όσο το δυνατόν πλησιέστερη προς αυτήν του δημόσιου πιστωτή, ο οποίος επιδιώκει να εισπράξει τα ποσά που του οφείλει ένας οφειλέτης που αντιμετωπίζει οικονομική δυσχέρεια (17).

    (82)

    Η δυνατότητα εφαρμογής του κριτήριου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς εξαρτάται εντέλει από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος που έχει χορηγήσει, εκτός από την ιδιότητά του ως δημόσιας αρχής, οικονομικό πλεονέκτημα σε μια επιχείρηση. Ως εκ τούτου, αν ένα κράτος μέλος βασίζεται σε αυτό το κριτήριο κατά τη διοικητική διαδικασία, οφείλει, σε περίπτωση αμφιβολίας, να διαπιστώσει αδιαμφισβήτητα και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το εφαρμοσθέν μέτρο αποδίδεται στο κράτος που ενεργεί ως ιδιωτικός φορέας της αγοράς. Τα εν λόγω στοιχεία πρέπει να αποδεικνύουν σαφώς ότι το οικείο κράτος μέλος έλαβε την απόφαση να ενεργήσει με τον τρόπο που ενήργησε πριν ή κατά τον χρόνο που παρείχε το οικονομικό πλεονέκτημα. Για τον σκοπό αυτό, μπορεί να απαιτηθούν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η απόφαση αυτή στηρίχθηκε σε οικονομικές εκτιμήσεις παρόμοιες με εκείνες στις οποίες, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως, θα είχε προβεί ορθολογικός ιδιώτης επενδυτής ευρισκόμενος σε κατάσταση όσο το δυνατόν παραπλήσια με εκείνη του εν λόγω κράτους μέλους. Ωστόσο, δεν επαρκούν οικονομικές αξιολογήσεις οι οποίες γίνονται μετά τη χορήγηση του εν λόγω πλεονεκτήματος ή η εκ των υστέρων διαπίστωση ότι η επένδυση που πραγματοποίησε το κράτος μέλος ήταν πράγματι κερδοφόρος ή όψιμοι λόγοι που δικαιολογούν την επιλογή της διαδικασίας που πράγματι εφαρμόστηκε (18).

    (83)

    Εν ολίγοις, η Σλοβακική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατά τη γνώμη της, το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση. Αναγνώρισε ότι, κατά τον χρόνο του πτωχευτικού συμβιβασμού, το θέμα της κρατικής ενίσχυσης απλώς δεν ελήφθη υπόψη και ζητεί να αντιμετωπιστεί το επίμαχο μέτρο ως ενίσχυση διάσωσης. Συνάγεται, συνεπώς, ότι οι προαναφερθείσες απαιτήσεις της νομολογίας δεν πληρούνται στην παρούσα υπόθεση και το επίμαχο μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

    (84)

    Η δικαιούχος ισχυρίσθηκε ότι το μέτρο δεν ενέχει στοιχείο ενίσχυσης και υπέβαλε τα έγγραφα που περιγράφονται ανωτέρω, συγκεκριμένα τις εκθέσεις των δύο οικονομικών ελεγκτών.

    (85)

    Βάσει των στοιχείων που υπέβαλαν τόσο η δικαιούχος όσο και οι σλοβακικές αρχές, η Επιτροπή καθόρισε τα κάτωθι στοιχεία για την οικονομική κατάσταση της δικαιούχου το συγκεκριμένο έτος, στον βαθμό που είναι συναφή για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς. Η Επιτροπή δεν μπορεί να επαληθεύσει τα στοιχεία για την κατάσταση στις 31 Μαρτίου 2004 που υπέβαλε η δικαιούχος και τα στοιχεία για την κατάσταση στις 17 Ιουνίου 2004 που υπέβαλαν οι σλοβακικές αρχές σε σχέση με τους λογαριασμούς του δικαιούχου. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν έχει λόγους να αμφισβητήσει αυτά τα στοιχεία.

    Πίνακας 3

    Χρηματοοικονομική κατάσταση της δικαιούχου 2004-2003 [σε εκατ. SKK]

     

    31.12.2003 (19)

    31.3.2004 (20)

    28.4.2004 (21)

    17.6.2004 (22)

    31.12.2004 (23)

    Πάγιο ενεργητικό (24)

    208

    205

    204

    200

    200

    Αποθέματα

    119

    209

    176

    84

    52

    Μετρητά

    3

    50

    94

    161

    27

    Βραχυπρόθεσμες εμπορικές απαιτήσεις.

    128

    98 (25)

    80

    63 (26)

    97

    (86)

    Η Επιτροπή θα εξετάσει καταρχήν τα στοιχεία που υπέβαλε η δικαιούχος για να υποστηρίξει τον ισχυρισμό ότι η διαδικασία πτώχευσης θα απέφερε στη φορολογική αρχή λιγότερα έσοδα από τη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού (τμήμα 2.1). Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα εξετάσει τη θέση σε σχέση με τη διαδικασία εκτέλεσης λόγω φορολογικής οφειλής (τμήμα 2.2). Τέλος, η Επιτροπή θα εξετάσει άλλα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι σλοβακικές αρχές και η δικαιούχος (μέρος 2.3).

    (87)

    Όπως περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 37, το ποσό της οφειλής που θα περιληφθεί στον πτωχευτικό συμβιβασμό μειώθηκε ως αποτέλεσμα της έκτακτης διαδικασίας ένδικου μέσου. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι η εν λόγω δικαστική απόφαση εκδόθηκε αρκετά έτη μετά την απόφαση για τη σύναψη του πτωχευτικού συμβιβασμού. Για τον έλεγχο του κριτηρίου του πιστωτή σε οικονομία αγοράς, οι πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες κατά την περίοδο που ένας υποθετικός πιστωτής θα αξιολογούσε ποιος ήταν ο πλέον ενδεδειγμένος τρόπος δράσης εξακολουθεί να συνιστά το πρότυπο βάσει του οποίου πρέπει να εκτιμηθεί η συμπεριφορά του δημόσιου πιστωτή. Ως εκ τούτου, η κατωτέρω ανάλυση χρησιμοποιεί τα αριθμητικά στοιχεία της συμφωνίας της 23ης Ιουλίου 2004.

    2.1.   Ο πτωχευτικός συμβιβασμός με τους πιστωτές σε αντιπαραβολή με την πτώχευση

    (88)

    Για να εκτιμήσει κατά πόσον η δικαιούχος αποκόμισε όντως πλεονέκτημα, η Επιτροπή οφείλει να προβεί σε συνολική αξιολόγηση, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα συναφή αποδεικτικά στοιχεία της υπόθεσης που της επιτρέπουν να εξετάσει κατά πόσον η δικαιούχος επιχείρηση δεν θα ελάμβανε προδήλως ανάλογες διευκολύνσεις από έναν ιδιώτη πιστωτή (27). Με άλλους όρους, πρέπει να εξετάσει αν ήταν συμφερότερο για τη φορολογική αρχή να αποδεχθεί τους όρους που προτάθηκαν για τον πτωχευτικό συμβιβασμό ή να κινήσει τη διαδικασία πτώχευσης.

    (89)

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η έκθεση της εταιρείας EKORDA δεν αποτελεί αξιόπιστη βάση σύγκρισης του προταθέντος πτωχευτικού συμβιβασμού με υποθετικές διαδικασίας πτώχευσης. Οι σλοβακικές αρχές συμφωνούν με την Επιτροπή ως προς αυτό.

    (90)

    Καταρχήν, η Επιτροπή παρατηρεί ότι, όταν εξέδωσε την έκθεσή της στις 7 Ιουλίου 2004 (μόλις δύο ημέρες πριν από τη συνεδρίαση των πιστωτών), η εταιρεία EKORDA χρησιμοποίησε για τους υπολογισμούς της την κατάσταση των περιουσιακών στοιχείων του δικαιούχου κατά την 31η Μαρτίου 2004. Ειδικότερα, από τον πίνακα 3 συνάγεται σαφώς ότι το επίπεδο διάφορων περιουσιακών στοιχείων μεταβλήθηκε σημαντικά μετά τις 31 Μαρτίου 2004. Συγκεκριμένα, πωλήθηκε ένα σημαντικό μέρος των αποθεμάτων, γεγονός που επέφερε αύξηση της ρευστότητας. Οι εν λόγω μεταβολές έχουν μεγάλη σημασία κατά την εφαρμογή συντελεστών ρευστοποίησης που κυμαίνονται από 20 % για τα αποθέματα και τις βραχυπρόθεσμες αξιώσεις έως 100 % για τα ταμειακά διαθέσιμα. Πράγματι, ακόμη και αν οι συντελεστές ρευστοποίησης που υπολόγισε η εταιρεία EKORDA ήταν ορθοί (το οποίο η Επιτροπή αμφισβητεί για τους λόγους που εξηγούνται κατωτέρω), και με βάση τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε η EKORDA, ο κατωτέρω πίνακας δείχνει κατά πόσο τα αποτελέσματα των υπολογισμών της EKORDA θα ήταν διαφορετικά εάν βασίζονταν σε αριθμητικά στοιχεία για την περίοδο από τις 28 Απριλίου 2004 έως τις 17 Ιουνίου 2004, δηλαδή ακόμη πριν από τη συνάντηση των πιστωτών στις 9 Ιουλίου 2004.

    Πίνακας 4

    Σύγκριση των πιθανών εσόδων από την πώληση των στοιχείων ενεργητικού της δικαιούχου επιχείρησης μέσω της πτωχευτικής διαδικασίας [σε εκατ. SKK]

     

    Κατάσταση στις:

     

    31.3.2004

    28.4.2004

    17.6.2004

     

    Συντελεστής ρευστοποίησης [%]

    Λογιστική αξία

    Έσοδα

    Λογιστική αξία

    Έσοδα

    Λογιστική αξία

    Έσοδα

    Πάγιο ενεργητικό

    45

    205

    92

    204

    92

    200

    90

    Αποθέματα

    20

    209

    42

    176

    35

    84

    17

    Βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις

    20

    98 (28)

    20

    86 (29)

    17

    37 (30)

    7

    Μετρητά

    100

    50

    50

    94

    94

    161

    161

    Σύνολο

     

     

    204

     

    238

     

    275

    (91)

    Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με το επιχειρηματικό σχέδιο που παρουσίασε η δικαιούχος στο δικαστήριο, η πώληση αποθεμάτων έναντι 110 εκατ. SKK προβλεπόταν για το διάστημα Μαρτίου — Μαΐου 2004. Η εταιρεία EKORDA θα έπρεπε, συνεπώς, να ήταν ενήμερη ότι θα επέρχονταν σημαντικές αλλαγές στα περιουσιακά στοιχεία της δικαιούχου μετά τις 31 Μαρτίου 2004, αλλά δεν το έλαβε υπόψη.

    (92)

    Εάν λαμβανόταν υπόψη η λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων της δικαιούχου στις 28 Απριλίου 2004, θα είχε εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα πιθανά έσοδα από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της δικαιούχου κατά την πτωχευτική διαδικασία θα ήταν περισσότερα από τα εκτιμώμενα στην έκθεση (238 εκατ. SKK ή 6,3 εκατ. ευρώ, αντί 204 εκατ. SKK ή 5,3 εκατ. ευρώ). Μια ανάλυση με βάση τα αριθμητικά στοιχεία του Ιουνίου 2004 θα επέτρεπε να εξαχθεί σαφώς το συμπέρασμα ότι τα πιθανά έσοδα από την πώληση των στοιχείων ενεργητικού της δικαιούχου επιχείρησης μέσω της διαδικασίας πτώχευσης (275 εκατ. SKK. ή 7,2 εκατ. ευρώ) θα ήταν περισσότερα από αυτό που προτάθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού και ότι η φορολογική αρχή όφειλε να κάνει χρήση του δικαιώματος αρνησικυρίας και να απορρίψει την πρόταση, με αποτέλεσμα να τερματιστεί ο πτωχευτικός συμβιβασμός. Και σε αυτή την περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι τα ανωτέρω αποτελέσματα ελήφθησαν βάσει των παραδοχών και της μεθοδολογίας της εταιρείας EKORDA.

    (93)

    Η Επιτροπή, ωστόσο, δεν μπορεί να δεχθεί τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε η EKORDA και δεν θεωρεί αξιόπιστες τις παραδοχές της δικαιούχου. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύουν και οι αμφιβολίες των σλοβακικών αρχών που αναφέρονται στις αιτιολογικές σκέψεις 60 και 65.

    (94)

    Καταρχήν, η εταιρεία EKORDA δεν εξηγεί στην έκθεσή της με ποιον τρόπο καθόρισε τους τρεις συντελεστές ρευστοποίησης. Σκοπός του συντελεστή ρευστοποίησης είναι να υπολογιστεί η εναπομένουσα αξία των περιουσιακών στοιχείων που εκποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της πώλησης, π.χ. περιουσιακά στοιχεία που πωλούνται ξεχωριστά, υπό πίεση χρόνου κ.λπ. Ως εκ τούτου, εικάζεται ότι η αξία των στοιχείων ενεργητικού που λαμβάνεται μέσω πώλησης σε διαδικασία εκκαθάρισης είναι συνήθως χαμηλότερη από τη λογιστική αξία, ανάλογα με το είδος των περιουσιακών στοιχείων. Το ποσοστιαίο μερίδιο της αξίας των στοιχείων ενεργητικού που επιτυγχάνεται με την εκκαθάριση σε σύγκριση με τη λογιστική αξία είναι ο συντελεστής ρευστοποίησης.

    (95)

    Επιπλέον, ο συντελεστής ρευστοποίησης του 45 % για τα πάγια στοιχεία ενεργητικού είναι κατά τα φαινόμενα υπερβολικά χαμηλός. Κατά τη γνώμη της δικαιούχου, η αξία των υποθηκευμένων περιουσιακών στοιχείων υπέρ της φορολογικής αρχής ήταν 194 εκατ. SKK (31). Η τιμή αυτή είναι, σύμφωνα με τη δικαιούχο, εκφρασμένη σε τιμές που εκτιμήθηκαν από ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες κατά την αλλαγή του έτους 2003/2004. Κατά την άποψη της Επιτροπής, αυτό το είδος των «τιμών εμπειρογνώμονα» θα έπρεπε κανονικά να αντανακλά τη γενική αξία του περιουσιακού στοιχείου, μια κατά προσέγγιση εκτίμηση της τιμής στην οποία θα μπορούσε να πωληθεί το περιουσιακό στοιχείο σε μια δεδομένη στιγμή. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι η αξία εμπειρογνώμονα αυτών των περιουσιακών στοιχείων προσδιορίστηκε προκειμένου να εξακριβωθεί η αξία τους ως εξασφάλιση για τις σλοβακικές αρχές για την παράταση της καταβολής των φορολογικών οφειλών από τη δικαιούχο, όπως ορίζει ο φορολογικός νόμος. Η EKORDA δεν παρέχει καμία εξήγηση γιατί η πώληση πάγιου ενεργητικού στο πλαίσιο διαδικασίας πτώχευσης θα απέφερε μόνο το 45 % της λογιστικής τους αξίας των 205 εκατ. SKK, ενώ η ίδια η δικαιούχος προσδιόρισε μια πολύ υψηλότερη τιμή για τα συγκεκριμένα στοιχεία ενεργητικού.

    (96)

    Σε απάντηση στο επιχείρημα της δικαιούχου ότι θα ήταν δύσκολο να βρεθεί αγοραστής, διότι το μεγαλύτερο μέρος του υποθηκευμένου μηχανολογικού εξοπλισμού προοριζόταν μόνο για την παραγωγή αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών, μη αλκοολούχων ποτών ή κονσερβοποιημένων προϊόντων, η Επιτροπή έχει τις εξής δύο παρατηρήσεις. Πρώτον, η «τιμή εμπειρογνώμονα» των υποθηκευμένων ακινήτων ήταν 105 εκατ. SKK, η οποία είναι από μόνο της υψηλότερη από τα συνολικά έσοδα που προέβλεψε η EKORDA (92 εκατ. SKK). Δεύτερον, η πραγματική εξέλιξη της εταιρείας έδειξε ότι για ορισμένα από αυτά τα παραγωγικά στοιχεία ενεργητικού βρέθηκε σύντομα νέος χρήστης, η εταιρεία Old Herold s.r.o.. Πράγματι, μόλις αφαιρέθηκε η άδεια της δικαιούχου για την παραγωγή αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών, τα παραγωγικά στοιχεία ενεργητικού της εκμισθώθηκαν στην εταιρεία Old Herold. Υπήρξε, συνεπώς, άμεσο ενδιαφέρον ενός ανταγωνιστή γι’ αυτά τα παραγωγικά στοιχεία.

    (97)

    Όσον αφορά τα αποθέματα, οι ίδιες οι σλοβακικές αρχές θεωρούν ότι ο συντελεστής ρευστοποίησης θα πρέπει να είναι μεγαλύτερος του 20 %.

    (98)

    Η δικαιούχος θα μπορούσε να αποκομίσει 110 εκατ. SKK από την πώληση των αποθεμάτων της το 2004 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 35), δηλαδή περισσότερο από το 50 % της λογιστικής αξίας των αποθεμάτων, που η EKORDA χρησιμοποίησε ως βάση για την αξιολόγησή της. Αυτό αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι ο συντελεστής ρευστοποίησης του 20 % ήταν υπέρμετρα χαμηλός. Οι μεταβολές στον ισολογισμό το 2004 όσον αφορά τα αποθέματα ενισχύουν αυτό το συμπέρασμα. Επιπλέον, στο επιχειρηματικό της σχέδιο, η ίδια η δικαιούχος εκτίμησε ότι τα έσοδα από την πώληση αποθεμάτων την περίοδο Μαρτίου — Μαΐου 2004 θα ανέρχονταν σε 110 εκατ. SKK (βλέπε αιτιολογική σκέψη 35). Η EKORDA αγνόησε αυτή την εκτίμηση. Τέλος, από τη φύση των δραστηριοτήτων του δικαιούχου μπορεί να συναχθεί ότι τα αποθέματα περιελάμβαναν έτοιμα ή ημιτελή προϊόντα που θα μπορούσαν να είχαν πωληθεί απευθείας σε διανομείς ή καταναλωτές, στοιχείο που ενισχύει περαιτέρω τη χρήση υψηλότερου συντελεστή ρευστοποίησης.

    (99)

    Η Επιτροπή θεωρεί ότι ο συντελεστής ρευστοποίησης για τα αποθέματα θα έπρεπε να είναι 52 %. Το ποσοστό αυτό βασίζεται στην εκτίμηση του δικαιούχου για τα έσοδα που θα του απέφερε η πώληση αποθεμάτων με σκοπό τη χρηματοδότηση της συμφωνίας (δηλαδή 110 εκατ. SKK). Λαμβάνοντας υπόψη τη λογιστική τους αξία την εποχή εκείνη (209 εκατ. SKK), ο μόνος πιθανός συντελεστής ρευστοποίησης για τα αποθέματα ήταν, συνεπώς, τουλάχιστον 52 % (το 52 % των 209 εκατ. SKK, ήτοι 110 εκατ. SKK).

    (100)

    Όσον αφορά τις βραχυπρόθεσμες εισπρακτέες απαιτήσεις, η εταιρεία EKORDA στη συνέχεια εφάρμοσε διπλή διόρθωση. Καταρχήν, διόρθωσε τη λογιστική τους αξία με συντελεστή 59 % (η λογιστική τους αξία ήταν 166 εκατ. SKK και η αξία που η εταιρεία EKORDA χρησιμοποίησε στους υπολογισμούς της ήταν 98 εκατ. SKK) και εν συνεχεία εφάρμοσε επιπλέον τον χαμηλό συντελεστή ρευστοποίησης 20 %. Η μεθοδολογία αυτή είναι αμφισβητήσιμη. Μπορεί να είναι αποδεκτή για τη διόρθωση της λογιστικής αξίας των αξιώσεων για να αποτυπωθεί η πραγματική αξία τους σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Ωστόσο, η EKORDA δεν παρείχε καμία εξήγηση γιατί τα έσοδα από την πτώχευση/εκκαθάριση θα ανέρχονταν μόνο στο ένα πέμπτο (20 εκατ. SKK) του ποσού που ο ίδιος ο δικαιούχος πίστευε ότι θα μπορούσε να εισπράξει από τους οφειλέτες του (98 εκατ. SKK).

    (101)

    Η λογιστική αξία βραχυπρόθεσμων αξιώσεων βάσει των αριθμητικών στοιχείων του Μαρτίου 2004 (166 εκατ. SKK) προσαρμόστηκε σε 98 εκατ. SKK από την EKORDA, ώστε να διορθωθεί για τις μη δυνάμενες να εισπραχθούν απαιτήσεις ή τις απαιτήσεις χαμηλής εξασφάλισης. Επιπλέον, η EKORDA εφάρμοσε συντελεστή ρευστοποίησης μόνο 20 % στην αναπροσαρμοσμένη λογιστική αξία. Εάν ο συντελεστής 59 % της EKORDA για την προσαρμογή της λογιστικής αξίας των βραχυπρόθεσμων αξιώσεων εφαρμοστεί στη λογιστική αξία βάσει των στοιχείων του Ιουνίου 2004 (63 εκατ. SKK), το αποτέλεσμα είναι 37 εκατ. SKK. Εντούτοις, σύμφωνα με τα στοιχεία που υπέβαλαν οι σλοβακικές αρχές, υπήρξαν αξιώσεις ύψους 63 εκατ. SKK που είχαν εκτελεστό χαρακτήρα. Επομένως, είναι αμφίβολο αν είναι απαραίτητη οποιαδήποτε διόρθωση της λογιστικής τους αξίας.

    (102)

    Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει προφανής λόγος για τον οποίο η αξία ρευστοποίησης θα έπρεπε να είναι ακόμη χαμηλότερη από την προσαρμοσμένη αξία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα αναμενόμενα έσοδα από τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις δεν είναι ασφαλώς χαμηλότερα από την προσαρμοσμένη αξία των 37 εκατ. SKK.

    (103)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή προσάρμοσε τις εκτιμήσεις της EKORDA και πραγματοποίησε νέα αξιολόγηση με βάση τα αριθμητικά στοιχεία του Ιουνίου 2004. Η εν λόγω αξιολόγηση καταδεικνύει σαφώς ότι τα πιθανά έσοδα από την πώληση των στοιχείων ενεργητικού της δικαιούχου επιχείρησης μέσω της διαδικασίας πτώχευσης θα ήταν πολύ υψηλότερα από την πρόβλεψη των εσόδων στην έκθεση της εταιρείας EKORDA. Τα στοιχεία αυτά παρουσιάζονται συνοπτικά στον κατωτέρω πίνακα.

    Πίνακας 5

    Σύγκριση των πιθανών εσόδων από την πώληση των στοιχείων ενεργητικού της δικαιούχου επιχείρησης σε διαδικασία πτώχευσης

    Στοιχεία της EKORDA σε σύγκριση με τα διορθωμένα στοιχεία της Επιτροπής (σε εκατ. SKK)

     

    EKORDA

    (31.3.2004)

    Διόρθωση

    (17.6.2004)

     

    Λογιστική αξία

    Έσοδα

    Λογιστική αξία

    Έσοδα

    Πάγιο ενεργητικό

    205

    92

    200

    194 (32)

    Απόθεμα

    209

    42

    84

    43 (33)

    Βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις

    98 (34)

    20

    63

    37 (35)

    Μετρητά

    50

    50

    161

    161

    Σύνολο

    562

    204

    508

    435

    (104)

    Το κόστος της διαδικασίας πτώχευσης, σύμφωνα με τις παρατηρήσεις της δικαιούχου σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας, θα πρέπει να αποτελεί το 18 % της εκτιμώμενης αξίας των εσόδων από την πώληση των στοιχείων ενεργητικού της δικαιούχου επιχείρησης μέσω της διαδικασίας αυτής. Αυτό είναι, κατά την άποψη της δικαιούχου το κατάλληλο επιτόκιο με βάση την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας του 2004 (36). Επομένως, εφαρμόζοντας αυτό το ποσοστό στη διορθωμένη τιμή των πιθανών εσόδων από την πώληση των στοιχείων ενεργητικού της δικαιούχου επιχείρησης, όπως ορίζεται από την Επιτροπή, τα έξοδα της διαδικασίας πτώχευσης θα ανέρχονταν σε 78,3 εκατ. SKK. Εάν το ποσό αυτό αφαιρεθεί από τα προσαρμοσμένα έσοδα από την πώληση των στοιχείων ενεργητικού της δικαιούχου επιχείρησης, το αποτέλεσμα είναι υψηλότερο από το ποσό που εισέπραξε η φορολογική αρχή από τον πτωχευτικό συμβιβασμό (435 εκατ. SKK μείον 78,3 εκατ. ευρώ = 356,7 εκατ. SKK. Το ποσό που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού ήταν 224,3 εκατ. SKK).

    (105)

    Όπως φαίνεται στον πίνακα 5, τα πιθανά έσοδα από την πώληση των στοιχείων ενεργητικού της δικαιούχου επιχείρησης ήταν 435 εκατ. SKK. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η φορολογική αρχή θα εισέπραττε σχεδόν το 100 % των εσόδων από την πώληση (37) και, ακόμα και αν προβλεφθούν έξοδα πτώχευσης έως και 18 % των εσόδων αυτών, όπως ισχυρίστηκε ο δικαιούχος, η φορολογική αρχή θα έπρεπε να εισπράξει επιπλέον 132,4 εκατ. SKK από αυτά που εισέπραξε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού.

    (106)

    Επιπλέον, ακόμη και αν εφαρμοστούν οι πολύ χαμηλοί συντελεστές ρευστοποίησης που προέβλεψε η EKORDA στην αξία των περιουσιακών στοιχείων της δικαιούχου τον Ιούνιο 2004, τα πιθανά έσοδα από την πώληση των στοιχείων ενεργητικού (μετά την αφαίρεση των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας — 18 %) θα ήταν 225,5 εκατ. SKK, ποσό που παραμένει υψηλότερο από το ποσό που ενέκρινε η φορολογική αρχή στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού (38).

    (107)

    Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι οι σλοβακικές αρχές δεν υποστήριξαν τον ισχυρισμό της δικαιούχου ότι η φορολογική αρχή είχε στη διάθεσή της την έκθεση της EKORDA πριν τη σύσκεψη των πιστωτών της 9ης Ιουλίου 2004 και, επομένως, θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει ως βάση για την απόφασή της. Ωστόσο, η φορολογική αρχή είχε τα αποτελέσματα του δικού της ελέγχου του Ιουνίου 2004 τα οποία έδειχναν ότι η εταιρεία Frucona κατείχε σημαντικά στοιχεία ενεργητικού, όπως αναφέρεται στον πίνακα 3. Με βάση αυτά τα στοιχεία, η φορολογική διοίκηση, με επιστολή της 6ης Ιουλίου 2004, προς την τοπική φορολογική αρχή, ανέφερε ότι η φορολογική αρχή δεν θα έπρεπε να συμφωνήσει με τον πτωχευτικό συμβιβασμό που πρότεινε η δικαιούχος, διότι η πρόταση δεν ήταν συμφέρουσα για το δημόσιο.

    (108)

    Οι άλλες εκθέσεις εμπειρογνωμόνων που παρείχε ο δικαιούχος δεν πληρούν το πρότυπο που απαιτείται για να αποδειχθεί ότι ικανοποιείται το κριτήριο του πιστωτή σε οικονομία αγοράς. Ειδικότερα, καμία έκθεση δεν αναφέρει σε ποια βάση καθορίστηκαν οι, ενίοτε εξαιρετικά χαμηλοί, συντελεστές ρευστοποίησης. Επιπλέον, μπορεί να παρατηρηθεί ότι, όσον αφορά την έκθεση της κ. Kochová, τα συμπεράσματα της οποίας διέφεραν σημαντικά από αυτά της εταιρείας EKORDA, δεν είναι σαφές για ποιο σκοπό συντάχθηκε αυτή η έκθεση και σε ποια περίοδο και σε ποιες παραδοχές στηρίζεται. Η έκθεση της συνδίκου κυρίας Holovačová αναφέρει μόνον ότι, σε γενικές γραμμές, η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού είναι πιο συμφέρουσα για τους πιστωτές από την πτωχευτική διαδικασία. Επομένως, καμίας από αυτές τις δύο εκθέσεις τα στοιχεία δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για να υποστηρίξουν είτε να αντικρούσουν τον ισχυρισμό της δικαιούχου ότι τηρήθηκε το κριτήριο του πιστωτή σε οικονομία αγοράς.

    (109)

    Επιπλέον, αναφορικά με τα επιχειρήματα σχετικά με τη διάρκεια των πτωχευτικών διαδικασιών, κατά την εξέταση των πιθανών επιπτώσεων που θα μπορούσε να έχει η διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης στη λήψη αποφάσεων ενός υποθετικού ιδιώτη πιστωτή, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.

    (110)

    Το γεγονός ότι το κράτος κατείχε προνομιακή θέση σε σύγκριση με τους άλλους πιστωτές, διότι οι απαιτήσεις του ήταν εξασφαλισμένες με πάγια περιουσιακά στοιχεία του δικαιούχου, είναι ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της παρούσας υπόθεσης. Στην υπόθεση HAMSA, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η ιδιότητα του ενέγγυου δανειστή είναι σημαντικός παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη πιστωτή (39). Σύμφωνα με το τμήμα 31 (1) ε) του νόμου περί πτωχεύσεων, οι απαιτήσεις ενός πιστωτή με δικαίωμα αποχωρισμού μπορούν να ικανοποιηθούν ανά πάσα στιγμή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων που παρέχουν την εξασφάλιση. Ως εκ τούτου, όσον αφορά τα υποθηκευμένα υπέρ της φορολογικής αρχής στοιχεία του ενεργητικού, η συνολική διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης δεν έχει σημασία, κατά την άποψη της Επιτροπής, διότι οι εν λόγω απαιτήσεις θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν ανεξάρτητα από την πρόοδο της εν λόγω διαδικασίας.

    (111)

    Ειδικότερα, ακόμα και αν ληφθεί υπόψη η αξία των εξασφαλισμένων περιουσιακών στοιχείων που προβάλλει ο δικαιούχος, η φορολογική αρχή θα μπορούσε να εξασφαλίσει έγκαιρη ικανοποίηση μέσω της πώλησης τίτλων αξίας τουλάχιστον 194 εκατ. SKK, ή του 86 % του ποσού που προτάθηκε στη συμφωνία των πιστωτών. Μόνο αν υπήρχε περίπτωση να μην εισπράξει το πλήρες ποσό που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού, η φορολογική αρχή θα έπρεπε να εξετάσει κατά πόσον θα ήταν σκόπιμο να αναμένει μέχρι το τέλος της διαδικασίας πτώχευσης. Επιπλέον, μετά από την τελική διανομή στους πιστωτές, η φορολογική αρχή θα εισέπραττε περίπου το 99 % των εσόδων από την πώληση των υπολοίπων στοιχείων ενεργητικού (185 εκατ. SKK με βάση το δυσμενέστερο σενάριο, δηλαδή την εφαρμογή των συντελεστών ρευστοποίησης της EKORDA, βλέπε πίνακα 4). Η φορολογική αρχή όφειλε να γνωρίζει σαφώς ότι το ποσό της οφειλής που θα εισέπραττε θα ήταν κατά πολύ υψηλότερο από το ποσό που προσφέρθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού και ότι μόνο για ένα μικρό μέρος αυτού του συνολικού ποσού θα έπρεπε να υπάρξει αναμονή, σε σύγκριση με τη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού.

    (112)

    Ως εκ τούτου, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι τα στοιχεία σχετικά με τη διάρκεια των πτωχευτικών διαδικασιών στη Σλοβακία δεν θα είχαν επηρεάσει σημαντικά την απόφαση ενός υποθετικού ιδιώτη πιστωτή.

    (113)

    Επιπλέον, σε κάθε περίπτωση, κατά τον χρόνο του πτωχευτικού συμβιβασμού, η δικαιούχος είχε: i) πολύ μικρό αριθμό πιστωτών και ii) η αξία των στοιχείων ενεργητικού της κατά την εκκαθάριση ήταν υψηλότερη από το ποσό που συμφωνήθηκε με το κράτος στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού (όπως φαίνεται στον πίνακα 5, τα πιθανά έσοδα από την πώληση μόνο των μη εξασφαλισμένων περιουσιακών στοιχείων ήταν 241 εκατ. SKK).

    (114)

    Ο αριθμός των πιστωτών που συμμετείχαν στη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού ήταν μικρός, μόνο πέντε. Από αυτούς τους πέντε πιστωτές, οι τέσσερις ήταν ιδιώτες και το μερίδιο τους επί της συνολικής οφειλής ήταν μόλις 0,6 % (SKK 3 797 608 επί συνόλου 644 166 949 SKK), όπως φαίνεται στον πίνακα 2. Το κράτος ήταν, συνεπώς, με μεγάλη διαφορά, ο μεγαλύτερος πιστωτής με ποσοστό 99,4 % του συνόλου των απαιτήσεων. Οι περιστάσεις αυτές περιόριζαν σημαντικά τον κίνδυνο ενδεχόμενων διαφωνιών μεταξύ των πιστωτών και συνακόλουθων ένδικων διαφορών και θα συνέβαλλαν, επομένως, στη μείωση της διάρκειας της πτωχευτικής διαδικασίας.

    (115)

    Όσον αφορά το επιχείρημα της δικαιούχου, που βασίζεται σε έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας με τίτλο «Doing Business in 2004», ότι οι πτωχευτικές διαδικασίες στη Σλοβακία διαρκούν κατά μέσο όρο 4,8 έτη, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η έκθεση αναφέρεται σε έναν γενικό «δείκτη κλεισίματος επιχειρήσεων» που μετρά τον συνολικό χρόνο των διαδικασιών πτώχευσης καθώς και τις δικαστικές εξουσίες στο πλαίσιο των διαδικασιών πτώχευσης. Η διάρκεια αυτή δεν είναι αυστηρά η ίδια με τη μέση διάρκεια των διαδικασιών πτώχευσης. Οι ίδιες οι σλοβακικές αρχές εξέφρασαν την άποψη ότι, με βάση τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης θα ήταν μικρότερη από τον μέσο όρο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 60). Αυτή η εκτίμηση των σλοβακικών αρχών είναι ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι η εν λόγω διαδικασία θα μπορούσε να διεξαχθεί σύμφωνα με τη σλοβακική πτωχευτική νομοθεσία και πρακτική. Επιπλέον, η σλοβακική κυβέρνηση ήταν η ίδια ο πιστωτής της δικαιούχου.

    (116)

    Επιπλέον, η διάρκεια της διαδικασίας πτώχευσης στις εκθέσεις που κοινοποίησε η δικαιούχος παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις από δύο έως και άνω των έξι ετών (40). Ως εκ τούτου, οι εκτιμήσεις της διάρκειας της διαδικασίας πτώχευσης στη Σλοβακία που υπέβαλε η δικαιούχος στην Επιτροπή ήταν γενικεύσεις και δεν ελάμβαναν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της εξεταζόμενης υπόθεσης. Ορισμένες από αυτές τις εκτιμήσεις ήταν κατά προσέγγιση και, σε κάποιο βαθμό, ανακόλουθες.

    (117)

    Όσον αφορά το συγκεκριμένο παράδειγμα μιας σλοβακικής εταιρείας στον ίδιο κλάδο με αυτόν της δικαιούχου, της οποίας η πτωχευτική διαδικασία διήρκεσε πάνω από πέντε έτη, πρέπει να σημειωθεί ότι η δικαιούχος δεν μπόρεσε να καταδείξει με ποιον τρόπο το συγκεκριμένο παράδειγμα σχετίζεται με την παρούσα υπόθεση, και ιδίως το αν η εν λόγω εταιρεία είχε την ίδια ή πολύ παραπλήσια νομική και πραγματική υπόσταση με αυτήν της δικαιούχου (41). Δεδομένου ότι η δικαιούχος είχε έναν μεγάλο πιστωτή με προνομιακό καθεστώς, δηλαδή το κράτος, και ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, με σημαντική εκτιμώμενη αξία, η διαδικασία πτώχευσης στην περίπτωση του δικαιούχου θα μπορούσε να ολοκληρωθεί με σχετικά σύντομο τρόπο και, ως εκ τούτου, θα συνιστούσε την ενδεδειγμένη λύση για τον σημαντικότερο πιστωτή της, το κράτος.

    (118)

    Τέλος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διαδικασία πτώχευσης θα διαρκούσε τέσσερα έως πέντε έτη, όπως υποστήριξε η δικαιούχος, η διαφορά ανάμεσα στο πιθανό ποσό της ανάκτησης και στο ποσό που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού ήταν τόσο μεγάλη, που η διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας δεν θα αποτελούσε σημαντική παράμετρο στην απόφαση ενός ιδιώτη πιστωτή για το αν θα αποδεχόταν τον διακανονισμό. Βάσει προεξοφλητικού επιτοκίου 5,14 % (42), η παρούσα αξία των μελλοντικών ταμειακών ροών ύψους 356,7 εκατ. SKK, έστω και μετά από πέντε έτη είναι 277,6 εκατ. SKK, ήτοι ποσό πολύ μεγαλύτερο από το ποσό που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού. Με αυτά τα δεδομένα, η διαδικασία πτώχευσης θα έπρεπε να διαρκέσει πάνω από 9 έτη, ώστε η παρούσα αξία να είναι χαμηλότερη από το ποσό που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού. Καμία ιδιωτική επιχείρηση δεν θα θεωρούσε πιθανή στην εξεταζόμενη υπόθεση μία τόσο χρονοβόρα διαδικασία εκκαθάρισης. Επιπλέον, η παρούσα αξία των συνολικών ποσών που έπρεπε να ανακτηθούν θα αυξανόταν περαιτέρω, εάν ληφθεί υπόψη ότι ένα σημαντικό μέρος της οφειλής θα είχε πιθανώς αποπληρωθεί νωρίτερα μέσω των πωλήσεων των εξασφαλισμένων περιουσιακών στοιχείων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 111).

    (119)

    Με βάση τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένας ιδιώτης πιστωτής δεν θα είχε συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό για τους όρους που ενέκρινε η φορολογική αρχή στην προκειμένη περίπτωση. Δεδομένου ότι η φορολογική αρχή θα μπορούσε να ικανοποιηθεί ως πιστωτής με δικαίωμα αποχωρισμού ανά πάσα στιγμή κατά τη διαδικασία πτώχευσης και, επιπλέον, να εισπράξει άνω του 99 % των εσόδων που θα διανέμονταν στους υπόλοιπους πιστωτές (λόγω του μεγέθους των απαιτήσεών του σε σύγκριση με τις απαιτήσεις των άλλων πιστωτών), μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι το σύνολο σχεδόν των εσόδων από την πτώχευση θα το εισέπραττε η φορολογική αρχή και, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, το ποσό θα ήταν υψηλότερο από το ποσό που συμφωνήθηκε στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού μεταξύ των πιστωτών.

    2.2.   Ο πτωχευτικός συμβιβασμός με τους πιστωτές σε αντιπαραβολή με τη διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής

    (120)

    Η φορολογική αρχή είχε δικαίωμα, σε αντίθεση με τους ιδιώτες πιστωτές, να κινήσει αυτεπάγγελτα διαδικασία εκτέλεσης λόγω φορολογικής οφειλής μέσω της πώλησης ακινήτων, μηχανολογικού εξοπλισμού ή της επιχείρησης συνολικά. Δεν προσκομίστηκε κανένα αποδεικτικό στοιχείο, σύμφωνα με τη νομολογία που αναφέρεται ανωτέρω στην αιτιολογική σκέψη 82, ότι η φορολογική αρχή είχε εξετάσει αυτή τη δυνατότητα και έκρινε ότι θα ήταν λιγότερο συμφέρουσα από τον πτωχευτικό συμβιβασμό.

    (121)

    Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή θεωρεί αλυσιτελές το επιχείρημα της δικαιούχου ότι η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού προστάτεψε την εταιρεία από τη διαδικασία εκτέλεσης λόγω φορολογικής οφειλής. Όπως επιβεβαίωσαν οι σλοβακικές αρχές, η διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής αποτελούσε εναλλακτική επιλογή για τη φορολογική αρχή, είτε πριν κινηθεί η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού είτε μετά από απόρριψη από τη φορολογική αρχή του προταθέντος διακανονισμού. Η επιλογή αυτή πρέπει, συνεπώς, να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του πιστωτή σε οικονομία αγοράς. Η δικαιούχος δεν συγκρίνει τον προτεινόμενο διακανονισμό με τα πιθανά αποτελέσματα της εκτέλεσης λόγω φορολογικής οφειλής.

    (122)

    Η Επιτροπή βασίζει την ανάλυσή της στα στοιχεία που έχει υποβάλει ο δικαιούχος, και στα στοιχεία των σλοβακικών αρχών. Στο πλαίσιο αυτό, είναι απαραίτητο να αναφερθεί ότι οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι το ενέχυρο υπέρ της φορολογικής αρχής ήταν 397 εκατ. SKK, όπως αναφέρεται στην απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Η τιμή αυτή λέγεται ότι προέκυψε από τους λογαριασμούς του δικαιούχου. Ο δικαιούχος, από την πλευρά του, ισχυρίζεται ότι η αξία της υποθηκευμένης περιουσίας εκφρασμένη «τιμές εμπειρογνώμονα» είναι 194 εκατ. SKK (βλέπε αιτιολογική σκέψη 22). Αν και δεν είναι αναγκαίο να καθορίσει η Επιτροπή ποιο στοιχείο είναι το ακριβές, παρ’ όλα αυτά, είναι δυνατό να εξαχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα.

    (123)

    Καταρχήν, η εμπράγματη ασφάλεια ήταν το αντάλλαγμα για την παράταση της καταβολής των φόρων από τη δικαιούχο, όπως ορίζει ο φορολογικός νόμος. Αν η αξία των περιουσιακών στοιχείων της δικαιούχου ανερχόταν στην πραγματικότητα μόνο στο ήμισυ της αξίας της εμπράγματης ασφάλειας, όπως αναφέρεται στην έκθεση του εμπειρογνώμονα που υπέβαλε η δικαιούχος, οι εξασφαλίσεις που ζήτησε το κράτος γι’ αυτές τις παρατάσεις ήταν ανεπαρκείς. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αναβολές καταβολής φόρων τις οποίες επέτρεψε η φορολογική αρχή κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Νοεμβρίου 2003 για συνολικό ποσό 477 εκατ. SKK κατά πάσα πιθανότητα δεν ήταν σύμφωνες με το κριτήριο του πιστωτή σε οικονομία αγοράς. Για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να αποφανθεί κατά πόσο τα μέτρα αυτά ενείχαν στοιχείο κρατικής ενίσχυσης. Εάν, ωστόσο, οι προηγούμενες παρατάσεις της καταβολής φόρων συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, η αρχή του πιστωτή σε οικονομία αγοράς δεν μπορεί πλέον να αφορά τα παραταθέντα ποσά που αργότερα διεγράφησαν (εν μέρει).

    (124)

    Δεύτερον, ακόμη και αν χρησιμοποιηθούν τα χαμηλότερα ποσά που υπέβαλε η δικαιούχος για τον υπολογισμό των εσόδων από την εκτέλεση λόγω φορολογικής οφειλής, ένας πιστωτής σε οικονομία αγοράς, εάν είχε τη δυνατότητα, θα προτιμούσε αυτή τη διαδικασία αντί του πτωχευτικού συμβιβασμού.

    (125)

    Σε περίπτωση εκτέλεσης λόγω φορολογικής οφειλής, μια φορολογική αρχή μπορεί να προβεί άμεσα στην εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη (εισπρακτέες απαιτήσεις και λοιπό κυκλοφορούν ενεργητικό, κινητά και ακίνητα περιουσιακά στοιχεία). Όταν η φορολογική αρχή ψήφιζε υπέρ του πτωχευτικού συμβιβασμού, ο δικαιούχος κατείχε αποθέματα αξίας 43 εκατ. SKK, εκτελεστέες απαιτήσεις ύψους τουλάχιστον 37 εκατ. SKK και 161 εκατ. ευρώ σε μετρητά (βλέπε πίνακα 5). Σημειώνεται ότι η αξία αυτών των κυκλοφορούντων περιουσιακών στοιχείων (241 εκατ. SKK ή 6,3 εκατ. EUR) (43) θα υπερέβαινε τα έσοδα από τον πτωχευτικό συμβιβασμό (224,3 εκατ. SKK, ή 5,93 εκατ. ευρώ). Επιπλέον, ο δικαιούχος είχε και άλλα περιουσιακά στοιχεία αξίας τουλάχιστον 194 εκατ. SKK.

    (126)

    Επιπλέον, η διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής δεν συνεπαγόταν διοικητικά τέλη, όπως στην περίπτωση της διαδικασίας πτώχευσης. Είναι διαδικασία που κινείται και ελέγχεται από τη φορολογική αρχή και, ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι θα διεκπεραιωνόταν με ταχύτητα.

    (127)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία εκτελέσεως λόγω φορολογικής οφειλής της περιουσίας του δικαιούχου θα επέφερε μεγαλύτερα έσοδα από αυτά του πτωχευτικού συμβιβασμού.

    2.3.   Περαιτέρω στοιχεία

    (128)

    Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την επιστολή του διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογίας στον υφιστάμενό του, τον διευθυντή της αρμόδιας φορολογικής αρχής την οποία κοινοποίησαν οι σλοβακικές αρχές (βλέπε αιτιολογική σκέψη 63). Από την επιστολή συνάγεται σαφώς ότι η φορολογική διοίκηση (η οποία προηγουμένως είχε απευθείας επικοινωνία με τη δικαιούχο) ήταν αντίθετη στην πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού και δήλωσε με σαφήνεια ότι η τοπική φορολογική αρχή δεν έπρεπε να ψηφίσει υπέρ αυτής της πρότασης. Ως λόγος στην επιστολή αναφερόταν ότι ο προταθείς πτωχευτικός συμβιβασμός «δεν ήταν προς το συμφέρον» του κράτους.

    (129)

    Επίσης, οι σλοβακικές αρχές απέδειξαν ότι δόθηκε σαφής πολιτική οδηγία από το Υπουργείο Οικονομικών στις αρχές του 2004 προς τις φορολογικές αρχές ότι δεν θα έπρεπε να δέχονται ρυθμίσεις που προτείνουν διαγραφές εισπρακτέων απαιτήσεων των φορολογικών αρχών (44). Η πολιτική αυτή επιλογή κοινοποιήθηκε σε συνάρτηση με την τροποποίηση του φορολογικού νόμου από την 1η Ιανουαρίου 2004, σε μια προσπάθεια ενίσχυσης της πειθαρχίας στην είσπραξη των φόρων.

    (130)

    Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ίδια η φορολογική αρχή άσκησε προσφυγή κατά της εν λόγω ρύθμισης ήδη από τις 2 Αυγούστου 2004, δηλαδή πριν παρέλθει ούτε ένας μήνας από την αποδοχή της.

    (131)

    Η δικαιούχος ανέφερε ότι η φορολογική αρχή είχε δώσει τη συγκατάθεσή της για τον πτωχευτικό συμβιβασμό πριν ακόμη η δικαιούχος κινήσει τη διαδικασία. Η Επιτροπή θεωρεί ότι τα στοιχεία που παρέθεσε η δικαιούχος αποδεικνύουν ακριβώς το αντίθετο. Στην επιστολή του της 3ης Φεβρουαρίου 2004 προς τη δικαιούχο επιχείρηση, ο προϊστάμενος της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας αναφέρει ότι, αν και, καταρχήν, δεν είναι αντίθετος με τη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού, δεν συμφωνεί με την πρόταση της δικαιούχου να αποπληρώσει το 35 % της οφειλής της.

    (132)

    Με βάση αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή συμπεραίνει αναγκαστικά ότι οι σλοβακικές αρχές ήταν κατά της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού που πρότεινε η δικαιούχος και αντιτάχθηκαν σε αυτήν ήδη πριν από την έναρξη της διαδικασίας του πτωχευτικού συμβιβασμού στις 8 Μαρτίου 2004, πριν την ψηφοφορία των πιστωτών της 9ης Ιουλίου 2004 καθώς και μετά την έγκριση του πτωχευτικού συμβιβασμού από το δικαστήριο.

    (133)

    Η δικαιούχος ανέφερε ότι θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη μακροπρόθεσμες παράμετροι, όπως η συνέχιση των φορολογικών εσόδων υπέρ του κράτους (βλέπε αιτιολογική σκέψη 52).

    (134)

    Καταρχήν, είναι απαραίτητο να τονιστεί ότι ο ρόλος του πιστωτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς διαφέρει από το κριτήριο του επενδυτή σε οικονομία αγοράς. Ενώ ένας ιδιώτης επενδυτής σε οικονομία αγοράς είναι σε θέση να αποφασίσει αν θα συνάψει σχέση με την εν λόγω εταιρεία και θα έχει ως κίνητρο τη μακροπρόθεσμη, στρατηγική προοπτική να επιτύχει την κατάλληλη απόδοση της επένδυσής του (45), ένας «πιστωτής σε οικονομία αγοράς», ο οποίος έχει ήδη συνάψει εμπορική σχέση ή σχέση δημοσίου δικαίου με την αφερέγγυα επιχείρηση, επιδιώκει να ανακτήσει τα ποσά που του οφείλονται ήδη, με όσο το δυνατόν πιο συμφέροντες όρους όσον αφορά το ύψος της αποπληρωμής του χρέους και το χρονοδιάγραμμα (46). Τα κίνητρα του υποτιθέμενου πιστωτή στα πλαίσια της οικονομίας της αγοράς και του επενδυτή της οικονομίας της αγοράς είναι λοιπόν διαφορετικά. Συνεπώς, η νομολογία έχει ορίσει ξεχωριστά κριτήρια γι’ αυτές τις δύο καταστάσεις.

    (135)

    Δεύτερον, όσον αφορά την αναλογία πιστωτή - προμηθευτή, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι η φύση των απαιτήσεών του και των απαιτήσεων του κράτους είναι ριζικά διαφορετική. Επειδή οι σχέσεις του προμηθευτή με την αφερέγγυα επιχείρηση είναι αποκλειστικά σε συμβατική βάση, ο προμηθευτής μπορεί πράγματι να πληγεί από την απώλεια ενός εμπορικού εταίρου. Σε περίπτωση πτώχευσης ή πώλησης της αφερέγγυας εταιρείας, ο προμηθευτής θα έπρεπε να αναζητήσει νέο πελάτη ή να υπογράψει συμφωνία με τον νέο ιδιοκτήτη. Ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος, εάν η εξάρτησή του από την αφερέγγυα επιχείρηση είναι σημαντική. Ένας τέτοιος πιστωτής θα είναι πραγματικά προσεκτικότερος στο μέλλον. Αντίθετα, οι σχέσεις κράτους με την αφερέγγυα εταιρεία βασίζονται στο δημόσιο δίκαιο και, ως εκ τούτου, δεν εξαρτώνται από τη βούληση των μερών. Κάθε νέος ιδιοκτήτης που εξαγοράζει την περιουσία εκκαθαριζόμενης εταιρείας αυτομάτως υποχρεούται να καταβάλλει φόρους. Εξάλλου, το δημόσιο δεν εξαρτάται από έναν και μόνο φορολογούμενο. Τέλος, και σημαντικότερο, το κράτος δεν έχει ως κίνητρο το κέρδος κατά την είσπραξη των φόρων και δεν λειτουργεί εμπορικά και με επιχειρηματικά κίνητρα. Συνεπώς, η προαναφερθείσα αναλογία δεν είναι βάσιμη.

    (136)

    Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η θέση του κράτους σε αυτή την περίπτωση δεν είναι συγκρίσιμη με την κατάσταση ενός υποθετικού επενδυτή σε οικονομία της αγοράς ούτε με την κατάσταση ενός υποθετικού εξαρτημένου πιστωτή σε συνθήκες οικονομίας της αγοράς. Σε κάθε περίπτωση, η απώλεια μελλοντικών φορολογικών εσόδων δεν μπορεί να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή της αρχής του πιστωτή σε οικονομία αγοράς (47).

    (137)

    Τέλος, επισημαίνεται ότι από την ανάλυση των φόρων που υπέβαλε ο δικαιούχος συνάγεται ότι το μεγαλύτερο μέρος των φόρων που κατέβαλε από το 1995 ήταν έμμεσοι φόροι (ειδικοί φόροι κατανάλωσης και ΦΠΑ). Εφόσον αυτοί οι φόροι καταβάλλονται από τους καταναλωτές, η εκκαθάριση του δικαιούχου δεν θα επηρέαζε την είσπραξή τους, αφού οι καταναλωτές θα συνέχιζαν να αγοράζουν τα φορολογημένα προϊόντα (στην προκειμένη περίπτωση αποσταγμένα και οινοπνευματώδη ποτά) από άλλους παραγωγούς. Το επιχείρημα της δικαιούχου περί μεγάλης απώλειας στο μέλλον φορολογικών εσόδων δεν είναι αξιόπιστο.

    (138)

    Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κανένα από τα λοιπά στοιχεία που υπέβαλε η δικαιούχος δεν αποδεικνύει ότι θα επηρεαζόταν η συμπεριφορά του υποθετικού ιδιώτη πιστωτή. Ως εκ τούτου, κανένα στοιχείο του παρόντος τμήματος δεν μεταβάλλει την εκτίμηση της Επιτροπής για την εν λόγω συμπεριφορά στα σημεία 2.1 και 2.2.

    2.4.   Συμπέρασμα

    (139)

    Με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι, στην παρούσα υπόθεση, το κριτήριο του πιστωτή σε οικονομία αγοράς δεν πληρούται και το κράτος παραχώρησε στη δικαιούχο επιχείρηση πλεονέκτημα το οποίο αυτή δεν θα είχε τη δυνατότητα να αποκομίσει από την αγορά.

    (140)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διαγραφή χρέους που εγκρίθηκε από την τοπική φορολογική αρχή στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107 παράγραφος 1 της ΣΛΕΕ.

    3.   ΣΥΜΒΙΒΑΣΙΜΟ ΤΗΣ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ: ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 107 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 3 ΤΗΣ ΣΛΕΕ

    (141)

    Ο πρωταρχικός στόχος του μέτρου ήταν η ενίσχυση μιας προβληματικής επιχείρησης. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η εξαίρεση βάσει του άρθρο 107 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της ΣΛΕΕ, το οποίο επιτρέπει την έγκριση κρατικών ενισχύσεων για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, εφόσον δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το κοινό συμφέρον, μπορεί να εφαρμοστεί, εάν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις.

    (142)

    Υπό το πρίσμα του χαρτοφυλακίου προϊόντων της δικαιούχου, η Επιτροπή εξέτασε εάν εφαρμόζονται στην παρούσα υπόθεση ειδικοί κανόνες που ισχύουν για τον τομέα της γεωργίας. Με βάση στοιχεία για τον κύκλο εργασιών του δικαιούχου που υπέβαλαν οι σλοβακικές αρχές, η Επιτροπή έκρινε, στην απόφασή της για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, ότι τα περισσότερα προϊόντα της δικαιούχου δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της ΣΛΕΕ και, επομένως, εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες κρατικών ενισχύσεων.

    (143)

    Στις παρατηρήσεις της σχετικά με την απόφαση για την κίνηση της διαδικασίας επίσημης έρευνας, η δικαιούχος αμφισβήτησε τα στοιχεία σχετικά με τον κύκλο εργασιών που υπέβαλαν οι σλοβακικές αρχές (βλέπε πίνακα 1), αλλά δεν αμφισβήτησε την απόφαση της Επιτροπής να στηρίξει την αξιολόγησή της στους γενικούς κανόνες κρατικών ενισχύσεων. Χωρίς να επιθυμεί να διαπιστώσει αν τα στοιχεία που υπέβαλε η δικαιούχος είναι ακριβή (48), η Επιτροπή εξέτασε το κατά πόσο το προαναφερόμενο συμπέρασμά της ευσταθεί και με βάση τα νέα στοιχεία. Η Επιτροπή έκρινε ότι το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών της δικαιούχου δημιουργείται από προϊόντα που δεν υπάγονται στο παράρτημα I της ΣΛΕΕ. Συνεπώς, εφαρμόζονται οι γενικοί και όχι οι ειδικοί τομεακοί κανόνες κρατικών ενισχύσεων.

    (144)

    Η διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων ρυθμίζεται επί του παρόντος από τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (49) (εφεξής «νέες κατευθυντήριες γραμμές»), οι οποίες αντικατέστησαν το προηγούμενο κείμενο που εκδόθηκε το 1999 (50) (στο εξής «κατευθυντήριες γραμμές του 1999»).

    (145)

    Οι μεταβατικές διατάξεις των νέων κατευθυντήριων γραμμών ορίζουν ότι οι νέες κατευθυντήριες γραμμές εφαρμόζονται για την αξιολόγηση κάθε ενίσχυσης διάσωσης ή αναδιάρθρωσης η οποία χορηγείται χωρίς την έγκριση της Επιτροπής (παράνομη ενίσχυση), εάν μέρος ή ολόκληρη η ενίσχυση χορηγήθηκε μετά την 1η Οκτωβρίου 2004, ημερομηνία δημοσίευσης των νέων κατευθυντήριων γραμμών στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σημείο 104, πρώτο εδάφιο). Ωστόσο, για τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παράνομα πριν την 1η Οκτωβρίου 2004, η εξέταση γίνεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που ισχύουν κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης (σημείο 104, δεύτερο εδάφιο).

    (146)

    Η έγκριση του πτωχευτικού συμβιβασμού από τη φορολογική υπηρεσία εκδόθηκε στις 9 Ιουλίου 2004 και τέθηκε σε ισχύ στις 23 Ιουλίου 2004. Ως εκ τούτου, η ενίσχυση χορηγήθηκε παράνομα πριν την 1η Οκτωβρίου 2004. Εφαρμόζονται, συνεπώς, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 οι οποίες ίσχυαν κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.

    (147)

    Η δικαιούχος είναι μεσαία επιχείρηση κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 70/2001 της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (51).

    3.1.   Επιλεξιμότητα της επιχείρησης

    (148)

    Σύμφωνα με το σημείο 5 στοιχείο γ) των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, μια επιχείρηση θεωρείται προβληματική εφόσον πληροί τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου για να υπαχθεί σε συλλογικές διαδικασίες λόγω της αφερεγγυότητάς της.

    (149)

    Η δικαιούχος ήταν αντικείμενο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού στην οποία υπάγονται, σύμφωνα με τον ορισμό του νόμου περί πτωχεύσεων, μόνο αφερέγγυες εταιρείες. Είναι, συνεπώς, επιλέξιμη για ενίσχυση διάσωσης και αναδιάρθρωσης.

    3.2.   Ενίσχυση διάσωσης

    (150)

    Το επίμαχο μέτρο αρχικά παρουσιάστηκε από τις σλοβακικές αρχές ως ενίσχυση διάσωσης. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το συμβιβάσιμο της ενίσχυσης ως ενίσχυσης διάσωσης για τους λόγους που παρατίθενται στο μέρος III.

    (151)

    Ούτε οι σλοβακικές αρχές ούτε ο δικαιούχος διατύπωσαν παρατηρήσεις γι’ αυτές τις επιφυλάξεις. Δεν κατατέθηκαν νέα στοιχεία στην Επιτροπή ως προς αυτό.

    (152)

    Εφόσον οι ανωτέρω επιφυλάξεις δεν έχουν αρθεί, η Επιτροπή κρίνει ότι η ενίσχυση δεν είναι συμβατή ως ενίσχυση διάσωσης κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999.

    3.3.   Ενίσχυση αναδιάρθρωσης

    (153)

    Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες για το κατά πόσον η ενίσχυση ήταν συμβατή ως ενίσχυση αναδιάρθρωσης κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 βάσει των επιχειρημάτων που εκτίθενται στο μέρος III.

    (154)

    Η Επιτροπή επισημαίνει ότι οι σλοβακικές αρχές, οι οποίες φέρουν το βάρος της αποδείξεως ότι η κρατική ενίσχυση είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, δεν προσκόμισαν νέα στοιχεία για να στηρίξουν αυτό το συμπέρασμα. Η Επιτροπή εξέτασε λεπτομερώς τις παρατηρήσεις που υπέβαλε η δικαιούχος.

    3.3.1.   Αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας

    (155)

    Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές του 1999, η χορήγηση ενίσχυσης αναδιάρθρωσης πρέπει να σχετίζεται και να εξαρτάται από την εφαρμογή ενός εφικτού και συγκροτημένου σχεδίου αναδιάρθρωσης με σκοπό την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της επιχείρησης. Το κράτος μέλος δεσμεύεται ότι θα τηρήσει το σχέδιο αυτό, το οποίο πρέπει να εγκριθεί από τη Επιτροπή. Η μη εφαρμογή από την εταιρεία του εν λόγω σχεδίου θεωρείται κατάχρηση της ενίσχυσης.

    (156)

    Επί της ουσίας, το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα πρέπει να βοηθήσει τον δικαιούχο να ανακτήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και βάσει ρεαλιστικών υποθέσεων όσον αφορά τις μελλοντικές συνθήκες λειτουργίας. Το σχέδιο αυτό θα πρέπει να περιγράφει τις περιστάσεις που δημιούργησαν τις συνθήκες πτώχευσης της επιχείρησης και να ορίζει τα κατάλληλα μέτρα για την επίλυση αυτών των προβλημάτων. Τα μέτρα αναδιάρθρωσης δεν πρέπει να περιορίζονται σε χρηματοοικονομική ενίσχυση για την εξόφληση χρεών και για την αντιστάθμιση των οικονομικών ζημιών του παρελθόντος, χωρίς να αντιμετωπίζουν τις αιτίες αυτών των προβλημάτων.

    (157)

    Για επιχειρήσεις που εδρεύουν σε ενισχυόμενες περιφέρειες και για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 ορίζουν ότι οι προϋποθέσεις έγκρισης ενισχύσεων μπορεί να είναι λιγότερο αυστηρές όσον αφορά την εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων και το περιεχόμενο των εκθέσεων παρακολούθησης. Οι παράγοντες αυτοί, ωστόσο, δεν απαλλάσσουν τις εν λόγω επιχειρήσεις από την υποχρέωση να εκπονούν σχέδιο αναδιάρθρωσης ούτε τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να εξαρτούν τη χορήγηση ενίσχυσης αναδιάρθρωσης από την προϋπόθεση της εφαρμογής σχεδίου αναδιάρθρωσης.

    (158)

    Μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι το επιχειρηματικό σχέδιο που είχε την υποχρέωση να εκπονήσει η δικαιούχος ως προϋπόθεση για την έναρξη της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού εξετάστηκε μόνο από το αρμόδιο δικαστήριο, δηλαδή όχι από τη χορηγούσα αρχή, και ότι ούτε το δικαστήριο ούτε η φορολογική αρχή παρακολούθησαν την υλοποίηση του σχεδίου.

    (159)

    Σε αντίθεση με αυτή την επιβεβαίωση, η δικαιούχος δήλωσε ότι η φορολογική αρχή εξέτασε την ικανότητα του επιχειρηματικού σχεδίου να αποκαταστήσει τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα πριν εγκρίνει τον πτωχευτικό συμβιβασμό, αλλά δεν υπέβαλε στοιχεία που να το αποδεικνύουν.

    (160)

    Επιπλέον, η δικαιούχος ισχυρίστηκε ότι η απουσία επίσημου σχεδίου αναδιάρθρωσης δεν έχει σημασία για την εκ των υστέρων αξιολόγηση της ενίσχυσης από την Επιτροπή, όταν η Επιτροπή μπορεί να εκτιμήσει κατά πόσον η δικαιούχος επιχείρηση ανέκτησε πράγματι τη βιωσιμότητά της. Σύμφωνα με τη δικαιούχο, το επίσημο σχέδιο αναδιάρθρωσης μπορεί να απαιτείται μόνο σε περίπτωση εκ των προτέρων αξιολόγησης, στην οποία μπορούν να εφαρμοστούν μόνον οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999.

    (161)

    Αυτή η συλλογιστική δεν είναι σωστή. Οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 εφαρμόζονται στην εκτίμηση της συμβατότητας τόσο των κοινοποιούμενων όσο και των παράνομων ενισχύσεων. Κατά την αξιολόγηση ισχύει η προϋπόθεση της εξάρτησης της χορήγησης της ενίσχυσης αναδιάρθρωσης από την ύπαρξη κατάλληλου σχεδίου αναδιάρθρωσης. Η Επιτροπή οφείλει να διενεργεί την αξιολόγησή της με βάση τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες κατά τον χρόνο χορήγησης της ενίσχυσης.

    (162)

    Τέλος, μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η φορολογική αρχή με την ιδιότητα της χορηγούσας αρχής δεν είχε τη δυνατότητα να αξιολογήσει το σχέδιο αναδιάρθρωσης και να θέσει ως προϋπόθεση για τη διαγραφή των εισπρακτέων απαιτήσεών της την ορθή παρακολούθηση της εφαρμογής του εν λόγω σχεδίου. Επομένως, δεν είχε τηρηθεί η πρώτη, τυπική προϋπόθεση η οποία εφαρμόζεται πλήρως και στην εν των υστέρων αξιολόγηση.

    (163)

    Όσον αφορά το περιεχόμενο του επιχειρηματικού σχεδίου, οι σλοβακικές αρχές δεν υπέβαλαν κανένα στοιχείο που να μετριάζει τις αμφιβολίες της Επιτροπής για το αν το σχέδιο ήταν πραγματικό σχέδιο αναδιάρθρωσης όπως ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999.

    (164)

    Η Επιτροπή εμμένει αναγκαστικά στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε στην απόφασή της για την έναρξη επίσημης έρευνας. Το επιχειρηματικό σχέδιο που υποβλήθηκε είναι ένα απλό σχέδιο που εξετάζει μόνο το σοβαρό πρόβλημα του αυξανόμενου χρέους της δικαιούχου προς το κράτος. Το σχέδιο αυτό δεν αναλύει καθόλου τις περιστάσεις που προκάλεσαν τα προβλήματα της δικαιούχου ούτε την οικονομική κατάσταση της εταιρείας εκείνη την περίοδο και τις οικονομικές προοπτικές της. Εφόσον δεν υπήρχε τέτοια μελέτη, η δικαιούχος δεν πρότεινε συγκεκριμένα βήματα για την αντιμετώπιση της κάθε αιτίας που οδήγησε στις δυσκολίες. Το μοναδικό μέτρο που παρουσιάζεται αναλυτικά είναι η προταθείσα οικονομική αναδιάρθρωση μέσω του πτωχευτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές.

    (165)

    Το σχέδιο δεν αναφέρει καθόλου την αύξηση των ιδίων κεφαλαίων της δικαιούχου, η οποία παρουσιάστηκε από τη δικαιούχο ως ένα από τα μέτρα αναδιάρθρωσης. Από κανένα στοιχείο του φακέλου δεν προκύπτει ότι η αύξηση κεφαλαίου από την Hydree Slovakia θα έπρεπε να θεωρηθεί ως μέτρο που εγγυάται ότι, μακροπρόθεσμα, η δικαιούχος δεν θα επαναλάμβανε τη στρατηγική να χρηματοδοτεί την παραγωγή της με τις οφειλές ΦΠΑ και των ειδικών φόρων κατανάλωσης, γεγονός που οδήγησε εντέλει στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Οι ίδιες οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι η αύξηση κεφαλαίου ουδόλως μείωσε τον κίνδυνο επανάληψης των χρηματοπιστωτικών προβλημάτων. Οι αμφιβολίες αυτές είναι ακόμα ισχυρότερες, αφού η αύξηση κεφαλαίου ανήλθε σε 21 εκατ. SKK και το αναδιαρθρωμένο χρέος ήταν 644 εκατ. SKK.

    (166)

    Η αύξηση κεφαλαίου καθαυτή δεν συνιστά απόδειξη της εμπιστοσύνης της αγοράς στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του δικαιούχου. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι η δικαιούχος δεν κατόρθωσε να λάβει δάνειο από ιδιωτική τράπεζα, παρά τις επίμονες προσπάθειές της.

    (167)

    Επιπλέον, η εκμίσθωση των παραγωγικών στοιχείων στον ανταγωνιστή της δικαιούχου, την εταιρεία Old Herold s. r. o., κατέστη σαφώς αναγκαία λόγω του γεγονότος ότι αφαιρέθηκε από τη δικαιούχο η άδεια παραγωγής αποσταγμένων και οινοπνευματωδών ποτών και όχι από το γεγονός ότι η παραγωγή αυτή θα ήταν ζημιογόνος και, επομένως, χρειαζόταν αναδιάρθρωση. Είναι επίσης γεγονός ότι η δικαιούχος θα μπορούσε να ζητήσει νέα άδεια παραγωγής μετά την ολοκλήρωση του πτωχευτικού συμβιβασμού, αλλά δεν το έπραξε. Η Επιτροπή παρατηρεί, ωστόσο, ότι η δικαιούχος εξακολούθησε να πωλεί προϊόντα που παρήγε η εταιρεία Old Herold χρησιμοποιώντας τις μονάδες παραγωγής και το εμπορικό σήμα της δικαιούχου, και μάλιστα σχεδίαζε να αυξήσει αυτές τις πωλήσεις, όπως ανέφερε στην ετήσια έκθεση για την περίοδο από 29 Απριλίου 2004 έως 30 Δεκεμβρίου 2004. Η εκμίσθωση αυτών των παραγωγικών στοιχείων δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί μέτρο αναδιάρθρωσης, διότι, με βάση όλα τα διαθέσιμα στοιχεία δεν υπήρχε ανάγκη αναδιάρθρωσης αυτού του μέρους της παραγωγής.

    (168)

    Η Επιτροπή διατηρεί τις επιφυλάξεις της και για τα υπόλοιπα μέτρα που προτάθηκαν στο επιχειρηματικό σχέδιο. Τα μέτρα αυτά είναι απλές δραστηριότητες της κανονικής λειτουργίας μιας επιχείρησης και όχι μέτρα εξορθολογισμού (πώληση παλαιού εξοπλισμού ή οχημάτων). Τα δύο προταθέντα μέτρα αναδιάρθρωσης (εγκατάλειψη της παραγωγής μη κερδοφόρων μη αλκοολούχων αναψυκτικών και πώληση ορισμένων ακινήτων) παρουσιάστηκαν με μεγάλη ασάφεια, χωρίς καμία αναφορά συγκεκριμένων προϊόντων ή χρονοδιαγράμματος. Οι σλοβακικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι τα ακίνητα που προορίζονταν προς πώληση (ένα κτίριο γραφείων, ένα κατάστημα και ένα κτίριο δραστηριοτήτων αναψυχής) δεν είχαν πωληθεί στις 10 Οκτωβρίου 2005, δηλαδή ότι το μέτρο αυτό δεν υλοποιήθηκε όπως είχε ανακοινωθεί.

    (169)

    Η απουσία επίσημου σχεδίου αναδιάρθρωσης σε συνδυασμό με την απουσία ουσιαστικής ανάλυσης των δυσκολιών, των αναγκαίων μέτρων για την επίλυση τέτοιων προβλημάτων καθώς και των συνθηκών της αγοράς και των προοπτικών οδηγεί την Επιτροπή στο συμπέρασμα ότι το επιχειρηματικό σχέδιο που υπέβαλε η δικαιούχος δεν συνιστά αυθεντικό σχέδιο αναδιάρθρωσης, όπως ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 (52). Ως εκ τούτου, δεν έχουν αρθεί οι αμφιβολίες της Επιτροπής ως προς τη δυνατότητα αποκατάστασης της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της δικαιούχου.

    3.3.2.   Ενίσχυση περιορισμένη στο ελάχιστο αναγκαίο

    (170)

    Αν και το συμπέρασμα της Επιτροπής, ότι ελλείψει αυθεντικού σχεδίου αναδιάρθρωσης εξακολουθεί να έχει αμφιβολίες ως προς τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, είναι αφ’ εαυτού αρκετό για να κρίνει ότι η ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή θα αναλύσει και το άλλο κομβικό κριτήριο των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, δηλαδή ότι η ενίσχυση πρέπει να περιορίζεται αυστηρά στο ελάχιστο αναγκαίο.

    (171)

    Σύμφωνα με το σημείο 40 των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, το ύψος και η ένταση της ενίσχυσης πρέπει να περιορίζονται στο ελάχιστο απαραίτητο που θα επιτρέψει την αναδιάρθρωση με βάση τους διαθέσιμους χρηματοοικονομικούς πόρους του δικαιούχου. Η δικαιούχος επιχείρηση θα πρέπει να συμβάλει σημαντικά στην αναδιάρθρωση με δικούς της πόρους.

    (172)

    Οι δαπάνες αναδιάρθρωσης ανήλθαν στο συνολικό ποσό του αναδιαρθρωμένου χρέους στο πλαίσιο του πτωχευτικού συμβιβασμού. Η δικαιούχος κατέβαλε το 35 % αυτού του ποσού.

    (173)

    Οι σλοβακικές αρχές δεν έδωσαν καμία περαιτέρω εξήγηση για να απαντήσουν στις αμφιβολίες που εξέφρασε η Επιτροπή σχετικά με το θέμα αυτό. Η δικαιούχος εξήγησε τον τρόπο χρηματοδότησης της αποπληρωμής του υπολειπόμενου χρέους μετά τον πτωχευτικό συμβιβασμό (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 30-35). Κατά την άποψη της δικαιούχου, η ίδια συμβολή της ανήλθε συνολικά σε 231 εκατ. SKK (6,1 εκατ. ευρώ).

    (174)

    Πρώτον, η δικαιούχος είχε στη διάθεσή της περισσότερους πόρους από την οφειλή που απέμεινε μετά τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Αυτό υποδηλώνει ότι η ενίσχυση δεν περιορίστηκε στο ελάχιστο αναγκαίο.

    (175)

    Η Επιτροπή θεωρεί, ωστόσο, ακόμη πιο σημαντικό το ότι οι πιστώσεις που χορήγησε η Old Herold δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ίδια συμμετοχή της δικαιούχου κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999. Οι εισπρακτέες οφειλές αποτελούν διαρκή πηγή χρηματοδότησης της λειτουργίας της επιχείρησης. Είναι βραχυπρόθεσμα δάνεια τα οποία, ωστόσο, θα πρέπει να επιστραφούν. Μόνο εάν οι προμηθευτές δεσμευτούν να επιτρέψουν την παράταση της προθεσμίας πληρωμής για διάστημα μεγαλύτερο από τη συνήθη πρακτική, τότε η επιχείρηση έχει στη διάθεσή της πρόσθετους πόρους για την αναδιάρθρωση και η παράταση αυτή αποτελεί ένδειξη ότι η αγορά πιστεύει ότι είναι εφικτή η αποκατάσταση της βιωσιμότητας.

    (176)

    Η δικαιούχος δεν απέδειξε κατά κανένα τρόπο ότι η παράταση του χρόνου των πληρωμών από την Old Herold υπερέβη σημαντικά αυτό που αποτελεί συνήθη πρακτική της αγοράς μεταξύ των δικαιούχων και των προμηθευτών τους. Η προθεσμία πληρωμής των 40 ημερών μπορεί να θεωρηθεί συνήθης πρακτική, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι δόθηκε στη δικαιούχο μετά τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Συνεπώς, η δικαιούχος δεν βρισκόταν πλέον σε δυσχερή οικονομική θέση. Ο βασικός στόχος του πτωχευτικού συμβιβασμού ήταν να βοηθηθεί η δικαιούχος να αντιμετωπίσει τις οικονομικές δυσκολίες της.

    (177)

    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω παράταση του χρόνου καταβολής των πληρωμών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνεισφορά στην αναδιάρθρωση προερχόμενη από εξωτερικές πηγές.

    (178)

    Χωρίς αυτή την παράταση του χρόνου πληρωμής, η ίδια συνεισφορά της δικαιούχου κατά την έννοια των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 ανέρχεται σε 131 εκατ. SKK (3,4 εκατ. ευρώ) και, επομένως, αντιστοιχεί στο 20 % του κόστους αναδιάρθρωσης.

    (179)

    Οι κατευθυντήριες γραμμές του 1999 δεν προέβλεπαν κατώτατα όρια βάσει των οποίων η ίδια συνεισφορά της δικαιούχου επιχείρησης θεωρείται σημαντική.

    (180)

    Λαμβάνοντας υπόψη την πρακτική της Επιτροπής κατά την εφαρμογή των κατευθυντήριων γραμμών του 1999 καθώς και τη μεταβολή της πολιτικής της Επιτροπής σε σχέση με το κριτήριο αυτό, με τη θέσπιση ορίων στις κατευθυντήριες γραμμές του 2004 (53), η Επιτροπή θεωρεί ότι η συνεισφορά ύψους 20 % είναι μάλλον χαμηλή. Μια τέτοια συνεισφορά θα μπορούσε να είναι αποδεκτή βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 1999, μόνο εάν πληρούνταν όλοι οι άλλοι όροι για την έγκριση της ενίσχυσης. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη κριτήρια όπως το αν η επιχείρηση δραστηριοποιείται σε ενισχυόμενη περιοχή, σε ποιο βαθμό οι πηγές χρηματοδότησης αντανακλούν την εμπιστοσύνη της αγοράς, πέρα από την ίδια τη δικαιούχο και τους μετόχους της, στη δυνατότητα αποκατάστασης της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας της εταιρείας, ή άλλες παραμέτρους της υπόθεσης.

    (181)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορεί να αποδεχθεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η συνεισφορά της δικαιούχου ήταν σημαντική. Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν έχουν μετριαστεί οι αμφιβολίες της για το κατά πόσο η ίδια συνεισφορά της δικαιούχου ήταν σημαντική και η ενίσχυση περιορίστηκε στο απολύτως αναγκαίο.

    3.4.   Συμβιβάσιμο της ενίσχυσης: συμπέρασμα

    (182)

    Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση δεν είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά ως ενίσχυση διάσωσης ή αναδιάρθρωσης. Επιπλέον, καμία από τις εξαιρέσεις που προβλέπονται στη ΣΛΕΕ δεν εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση.

    VII.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (183)

    Η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Σλοβακική Δημοκρατία εφάρμοσε παράνομα τη διαγραφή φορολογικής οφειλής της εταιρείας Frucona Košice a.s., κατά παράβαση του άρθρου 108 παράγραφος 3 της ΣΛΕΕ. Η ενίσχυση αυτή δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά βάσει καμίας από τις εξαιρέσεις που ορίζονται στη ΣΛΕΕ.

    (184)

    Μολονότι η εφαρμογή της διαγραφής της φορολογικής οφειλής από την αρμόδια φορολογική αρχή έχει ανασταλεί ενόσω είναι σε εκκρεμότητα η παρούσα διαδικασία, η Επιτροπή κρίνει ότι το πλεονέκτημα για τον δικαιούχο δημιουργήθηκε τη στιγμή που η φορολογική αρχή αποφάσισε να παραιτηθεί από ένα μέρος των απαιτήσεών της και, με αυτό τον τρόπο, έθεσε την ενίσχυση στη διάθεση του δικαιούχου. Αυτή η χρονική στιγμή ήταν η έναρξη της ισχύος της συμφωνίας με τους πιστωτές στις 23 Ιουλίου 2004. Το πλεονέκτημα της δικαιούχου έναντι των ανταγωνιστών της έγκειται στο γεγονός ότι η φορολογική αρχή δεν προέβη στην εκτέλεση των φορολογικών απαιτήσεών της.

    (185)

    Για να αποκατασταθεί η προτέρα κατάσταση, η κρατική ενίσχυση πρέπει να ανακτηθεί. Δεδομένου ότι το πλεονέκτημα δόθηκε κατά τη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ η συμφωνία με τους πιστωτές στις 23 Ιουλίου 2004, το ποσό της ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί είναι το πλήρες ποσό της διαγραφείσας οφειλής, όπως ορίζεται στην εν λόγω συμφωνία.

    (186)

    Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο της Σλοβακικής Δημοκρατίας αποφάσισε ότι οφειλόμενα τέλη κυκλοφορίας ύψους 424 490 SKK είχαν εσφαλμένα συμπεριληφθεί στη συμφωνία του πτωχευτικού συμβιβασμού. Ως εκ τούτου, το ονομαστικό χρέος στη συμφωνία μειώθηκε κατά το ποσό αυτό και το διορθωμένο ποσό της οφειλής προς τη φορολογική αρχή που εγγράφηκε στη συμφωνία ανέρχεται σε 640 369 341 SKK.

    (187)

    Τα οφειλόμενα τέλη κυκλοφορίας, τα οποία στο μεταξύ λογίζονταν ως διαγραφέντα, καταβλήθηκαν εξ ολοκλήρου στις 2 Αυγούστου 2006. Η εν λόγω πληρωμή θα πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του ύψους της ενίσχυσης και των τόκων που θα πρέπει να ανακτηθούν,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Η απόφαση 2007/254/ΕΚ καταργείται.

    Άρθρο 2

    Η κρατική ενίσχυση την οποία χορήγησε η Σλοβακική Δημοκρατία στην εταιρεία Frucona Košice a.s., ύψους 416 515 990 SKK δεν συμβιβάζεται με την εσωτερική αγορά.

    Άρθρο 3

    1.   Η Σλοβακική Δημοκρατία λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσει από τη δικαιούχο την αναφερόμενη στο άρθρο 2 παράνομη ενίσχυση, λαμβάνοντας υπόψη ότι ποσό 424 490 SKK που αντιστοιχεί σε οφειλόμενα τέλη κυκλοφορίας καταβλήθηκε στον λογαριασμό της τοπικής φορολογικής αρχής στις 2 Αυγούστου 2006.

    2.   Η ανάκτηση εκτελείται αμελλητί και σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της απόφασης.

    3.   Το προς ανάκτηση ποσό περιλαμβάνει τόκους για όλη την περίοδο από την ημερομηνία την οποία τέθηκε στη διάθεση της εταιρείας Frucona Košice a.s. έως την ημερομηνία της πραγματικής επιστροφής του.

    4.   Οι τόκοι υπολογίζονται σύμφωνα με το κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (54). Το επιτόκιο εφαρμόζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού για το σύνολο της περιόδου που αναφέρεται στην παράγραφο 3.

    Άρθρο 4

    Η Σλοβακική Δημοκρατία ενημερώνει την Επιτροπή εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με αυτήν. Προς τον σκοπό αυτό πρέπει να χρησιμοποιηθεί το ερωτηματολόγιο που επισυνάπτεται στο παράρτημα της παρούσας απόφασης.

    Άρθρο 5

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Σλοβακική Δημοκρατία.

    Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2013.

    Για την Επιτροπή

    Joaquín ALMUNIA

    Αντιπρόεδρος


    (1)  Από την 1η Δεκεμβρίου 2009, τα άρθρα 87 και 88 της Συνθήκης ΕΚ αντικαταστάθηκαν από τα αντίστοιχα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΣΛΕΕ»). Και στις δύο περιπτώσεις, οι διατάξεις είναι κατ’ ουσία ταυτόσημες. Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι αναφορές στα άρθρα 107 και 108 της ΣΛΕΕ νοούνται, όταν ενδείκνυται, ως αναφορές στα άρθρα 87 και 88 αντιστοίχως της Συνθήκης ΕΚ. Η ΣΛΕΕ εισήγαγε επίσης ορισμένες αλλαγές στην ορολογία, όπως αντικατάσταση του όρου «Κοινότητα» από τον όρο «Ένωση» και «κοινή αγορά» από τον όρο «εσωτερική αγορά». Η ορολογία της ΣΛΕΕ χρησιμοποιείται στην παρούσα απόφαση.

    (2)  ΕΕ C 233 της 22.9.2005, σ. 47.

    (3)  Βλέπε υποσημείωση 2.

    (4)  Απόφαση 2007/254/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2006, περί της κρατικής ενίσχυσης C 25/2005 (πρώην NN 21/2005) που χορηγείται από τη Σλοβακική Δημοκρατία υπέρ της Frucona Košice, a.s. (ΕΕ L 112 της 30.4.2007, σ. 14).

    (5)  Σε ευρώ, ο κύκλος εργασιών υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε 23,6 εκατ. ευρώ το 2002, σε 25,7 εκατ. ευρώ το 2003 και σε 23 εκατ. ευρώ το 2004. Η συναλλαγματική ισοτιμία που χρησιμοποιείται στην παρούσα απόφαση για ενημερωτικούς σκοπούς είναι 1 ευρώ = 38 SKK.

    (6)  Ο συνολικός κύκλος εργασιών υπολογίζεται ότι ανερχόταν σε 334 εκατ. SKK (8,8 εκατ. ευρώ) το 2002, σε 360 εκατ. SKK (9,5 εκατ. ευρώ) το 2003 και σε 720 εκατ. SKK (19 εκατ. ευρώ) το 2004.

    (7)  Μια επιχείρηση θεωρείται χρεωμένη όταν έχει διάφορους πιστωτές και δεν είναι σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές της εντός 30 ημερών από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας.

    (8)  Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης καταβάλλεται σε μηνιαία βάση.

    (9)  Ποσά τα οποία η δικαιούχος είναι υποχρεωμένη να καταβάλει στους πιστωτές.

    (10)  Σε ευρώ, το συνολικό χρέος πριν από τον πτωχευτικό συμβιβασμό ανερχόταν σε 16,96 εκατ. ευρώ και η εναπομείνασα συνολική οφειλή μετά την εκκαθάριση ανερχόταν σε 5,93 εκατ. ευρώ.

    (11)  Λόγω της αφαίρεσης της άδειας παραγωγής οινοπνευματωδών και παραγώγων ποτών και, σύμφωνα με τα στοιχεία που έδωσε ο καταγγέλλων, αυτή η πώληση αφορούσε πιθανόν στο σύνολό του τα οινοπνευματώδη.

    (12)  Η δικαιούχος αναφέρει ως παράδειγμα εταιρεία η οποία κατέχει παρόμοια περιουσιακά στοιχεία και δραστηριοποιείται στον ίδιο τομέα, και ορισμένα άλλα γενικότερα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη χρήση της διαδικασίας πτώχευσης στη Σλοβακία.

    (13)  Τα στοιχεία για το 2004, που χρησιμοποίησε η εταιρεία EKORDA στην έκθεσή της δείχνουν ότι το 98 % είναι ΦΠΑ και ειδικοί φόροι κατανάλωσης.

    (14)  Η δικαιούχος παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I- 4103.

    (15)  Υπόθεση T-109/01, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II- 132, σκέψη 74.

    (16)  Υπόθεση C-73/11 P, Frucona Košice, απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, σκέψη 70, δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.

    (17)  Βλέπε υπόθεση C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I- 2459, σκέψη 46· υπόθεση C-256/97 DM Transport, Συλλογή 1999, σ. I- 3913, σκέψη 30· υπόθεση C-124/10 P, Επιτροπή κατά EDF, απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, σκέψη 79, δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί, και υπόθεση C-73/11 P, Frucona Košice, σκέψη 73, απόφαση που αναφέρεται ανωτέρω.

    (18)  Βλέπε υπόθεση C-124/10 P, Επιτροπή κατά EDF, που αναφέρεται ανωτέρω, σκέψεις 81 έως 85.

    (19)  

    Πηγή: Ισολογισμός 1 Ιανουαρίου - 31 Δεκεμβρίου 2003 που παρουσίασε η δικαιούχος. Όλες οι αξίες είναι λογιστικές αξίες.

    (20)  

    Πηγή: Έκθεση της εταιρείας EKORDA της 7ης Ιουλίου 2004 που λαμβάνει υπόψη τη λογιστική αξία, εκτός των εισπρακτέων αξιώσεων, προσαρμοσμένων στην αξία ρευστοποίησής τους.

    (21)  

    Πηγή: Ισολογισμός 1 Ιανουαρίου - 28 Απριλίου 2004 που παρουσίασε η δικαιούχος. Όλες οι αξίες είναι λογιστικές αξίες.

    (22)  Στοιχεία που υπέβαλαν οι σλοβακικές αρχές και ελήφθησαν κατά τον επιτόπιο έλεγχο της φορολογικής αρχής στις εγκαταστάσεις της δικαιούχου στις 17 Ιουνίου 2004 (βλέπε αιτιολογική σκέψη 60 ανωτέρω).

    (23)  

    Πηγή: Ετήσια έκθεση 2004 που υπέβαλε η δικαιούχος. Όλες οι αξίες είναι λογιστικές αξίες.

    (24)  Γήπεδα, κτίρια, μηχανολογικός εξοπλισμός, άυλα στοιχεία ενεργητικού, χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία.

    (25)  Σύμφωνα με την εταιρεία EKORDA, η λογιστική αξία βραχυπρόθεσμων αξιώσεων ύψους 166 εκατ. SKK πρέπει να προσαρμοστεί στην αξία ρευστοποίησής ύψους 98 εκατ. SKK (βλέπε αιτιολογική σκέψη 97).

    (26)  Δεν είναι σαφές αν αυτή η αξία αντιπροσωπεύει τη λογιστική αξία ή την αξία ρευστοποίησης των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων. Για λόγους προφύλαξης, η Επιτροπή εικάζει ότι είναι η λογιστική αξία.

    (27)  Βλέπε προαναφερθείσα υπόθεση C-124/10 P, Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 86.

    (28)  Αυτή είναι η λογιστική αξία (166 εκατ. SKK) διορθωμένη από την εταιρεία Ekorda έτσι ώστε να αποτυπώνει την αξία ρευστοποίησης των εισπρακτέων απαιτήσεων.

    (29)  Είναι μια κατά προσέγγιση αξία ρευστοποίησης την οποία έλαβε η Επιτροπή προσαρμόζοντας τη λογιστική αξία των βραχυπρόθεσμων απαιτήσεων (147 εκατ. SKK) με τον ίδιο δείκτη που χρησιμοποίησε στην ανάλυσή της η εταιρεία EKORDA (βλέπε υποσημείωση 6 πίνακας 3).

    (30)  Είναι μια κατά προσέγγιση αξία ρευστοποίησης την οποία η Επιτροπή έλαβε προσαρμόζοντας τη λογιστική αξία των βραχυπρόθεσμων αξιώσεων (63 εκατ. SKK, βλέπε επίσης υποσημείωση 1) με τον ίδιο δείκτη που χρησιμοποίησε στην ανάλυσή της η εταιρεία EKORDA (βλέπε υποσημείωση 16). Η Επιτροπή επισημαίνει, ωστόσο, ότι, με βάση τις πληροφορίες των σλοβακικών αρχών, οι εισπρακτέες απαιτήσεις ύψους 63 εκατ. SKK ήταν εκτελεστές. Είναι συνεπώς πολύ αμφίβολο αν είναι όντως απαραίτητη η προσαρμογή της λογιστικής αξίας τους. Εάν η αξία ρευστοποίησης αυτών των απαιτήσεων είναι πράγματι 63 εκατ. SKK, τα συνολικά έσοδα από τη διαδικασία πτώχευσης στις 17 Ιουνίου 2004 θα ανέρχονταν σε 331 εκατ. SKK (8,7 εκατ. ευρώ).

    (31)  Αυτό το στοιχείο αμφισβητείται από τις σλοβακικές αρχές, όπως εξηγείται κατωτέρω.

    (32)  Καθ’ όλη τη διαδικασία έρευνας, η δικαιούχος υποστήριζε ότι η αξία των πάγιων στοιχείων ενεργητικού της που ήταν υποθηκευμένα υπέρ της φορολογικής αρχής ανερχόταν σε 194 εκατ. SKK. Αυτή είναι η αξιολόγηση ανεξάρτητου εκτιμητή, εκφραζόμενη ως «τιμή εμπειρογνώμονα». Η εν λόγω τιμή θα πρέπει να αποτελεί μια κατά προσέγγιση εκτίμηση της τιμής στην οποία θα μπορούσαν να πωληθούν τα στοιχεία ενεργητικού την εποχή εκείνη. Επισημαίνεται ότι αυτή είναι μια ελάχιστη τιμή. Οι σλοβακικές αρχές εκτίμησαν την τιμή των υποθηκευμένων στοιχείων ενεργητικού σε 397 εκατ. SKK.

    (33)  Χρησιμοποιήθηκε συντελεστής ρευστοποίησης 52 %. Αυτός ο συντελεστής ρευστοποίησης μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι η δικαιούχος ανέφερε ότι είχε την πρόθεση να αντλήσει τουλάχιστον 110 εκατ. SKK από την πώληση αποθεμάτων με σκοπό τη χρηματοδότηση του διακανονισμού. Ωστόσο, με βάση λογιστική αξία ύψους 209 εκατ. SKK, αυτό θα ήταν εφικτό μόνο εάν ο συντελεστής ρευστοποίησης για τα αποθέματα ήταν τουλάχιστον 52 % (110 εκατ. SKK από τα 209 εκατ. SKK).

    (34)  Αυτή είναι η λογιστική αξία (166 εκατ. SKK) διορθωμένη από την εταιρεία EKORDA, έτσι ώστε να αντανακλά την αξία των απαιτήσεων κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης.

    (35)  Αυτή είναι η αξία των βραχυπρόθεσμων αξιώσεων μετά την προσαρμογή της λογιστικής αξίας τους (63 εκατ. SKK) με συντελεστή 59 % που χρησιμοποίησε η EKORDA. Δεν υπάρχει προφανής λόγος για τον οποίο η αξία ρευστοποίησης θα έπρεπε να είναι χαμηλότερη ύστερα από μια τέτοια προσαρμογή.

    (36)  Επισημαίνεται ότι οι άλλες εκθέσεις που υπέβαλε ο δικαιούχος (δηλαδή οι εκθέσεις που χρησιμοποίησαν η EKORDA και η κ. Kochová) βασίζονται σε ελαφρώς υψηλότερο ποσοστό του κόστους, περίπου 22 %. Επειδή, ωστόσο, οι διαδικασίες σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν πιθανόν συντομότερες από τις συνήθεις διαδικασίες πτώχευσης, δεν φαίνεται να υπάρχει λόγος για τον οποίο οι δαπάνες θα έπρεπε να είναι ακόμη υψηλότερες από τις δαπάνες μιας συνήθους διαδικασίας, όπως καταγράφονται στην έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας. Αν μη τι άλλο, θα ήταν αναμενόμενο ότι ο μικρός αριθμός των πιστωτών και η απλή διάρθρωση του χρέους (ποσοστό άνω του 99 % προς έναν πιστωτή) θα συνεπαγόταν χαμηλότερο από το μέσο κόστος.

    (37)  Θα είχε εισπράξει το 100 % των υποθηκευμένων στοιχείων ενεργητικού (194 εκατ. SKK) και επιπλέον ποσοστό άνω του 99 % των εσόδων από την πώληση των υπόλοιπων περιουσιακών στοιχείων.

    (38)  Τα έσοδα από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της δικαιούχου ανέρχονται σε 275 εκατ. SKK (βλέπε πίνακα 4). Μετά την αφαίρεση των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας, τα οποία κατά τον δικαιούχο ανέρχονταν στο 18 % των εσόδων από την πώληση των περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή σε 49,5 εκατ. SKK, η φορολογική αρχή θα εισέπραττε 225,5 εκατ. SKK.

    (39)  Υπόθεση T-152/99 HAMSA, Συλλογή 2002, σ. II- 3058, σκέψη 168.

    (40)  Στη έκθεση της κ. Kochová 2 έτη, στην έκθεση της κ. Holovačová περισσότερα από 6 έτη, στην έκθεση 2004 της Παγκόσμιας Τράπεζας 4,8 έτη, στην έκθεση του σλοβακικού Υπουργείου Δικαιοσύνης και στην έκθεση 2002 της Παγκόσμιας Τράπεζας 3,7 έτη.

    (41)  Το παράδειγμα που παρουσίασε η δικαιούχος στις παρατηρήσεις της, της 25ης Οκτωβρίου 2005, αναφέρεται στην κήρυξη πτώχευσης της Liehofruct White Lady Distillery, s.r.o. Levoča.

    (42)  Το 2004, το επιτόκιο για τα κρατικά ομόλογα διάρκειας 3 έως 5 ετών κυμαινόταν μεταξύ 4,06 % και 5,14 %. Για λόγους σύνεσης, στον υπολογισμό λαμβάνεται υπόψη το υψηλότερο ποσοστό του 5,14 %.

    (43)  Αξία του κυκλοφορούντος ενεργητικού = αποθέματα (43 εκατ. SKK) + βραχυπρόθεσμες εισπρακτέες απαιτήσεις (37 εκατ. SKK) + μετρητά (161 εκατ. SKK) = 241 εκατ. SKK.

    (44)  Από την επιστολή μπορεί να συναχθεί ότι το υπουργείο συμφώνησε με τις ρυθμίσεις για την αναβολή της πληρωμής οφειλών για διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο μηνών για τον ΦΠΑ και τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης και των έξι μηνών για τους άλλους φόρους.

    (45)  Προαναφερθείσα υπόθεση T-152/99 HAMSA, σκέψη 126.

    (46)  Ενδεικτικά, βλέπε προαναφερθείσα υπόθεση C-342/96, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 46.

    (47)  Βλέπε, κατ’ αναλογία, προαναφερθείσα υπόθεση C-124/10 P, Επιτροπή κατά EDF, σκέψεις 79 και 80.

    (48)  Τα στοιχεία αυτά φαίνεται ότι δεν επαληθεύονται από τους ετήσιους λογαριασμούς που υπέβαλε ο δικαιούχος.

    (49)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

    (50)  ΕΕ C 288 της 9.10.1999, σ. 2.

    (51)  ΕΕ L 10 της 13.1.2001, σ. 33.

    (52)  Βλέπε επίσης υπόθεση C-17/99 Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I- 2481.

    (53)  Το κατώτατο όριο για τις μεσαίες επιχειρήσεις βάσει των κατευθυντήριων γραμμών του 2004 είναι τουλάχιστον 40 %.

    (54)  ΕΕ L 140 της 30.4.2004, σ. 1.


    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

    ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

    1.   Υπολογισμός του ποσού που πρέπει να ανακτηθεί

    1.1.

    Παρακαλείσθε να αναφέρετε τα ακόλουθα στοιχεία για το ποσό της παράνομης κρατικής ενίσχυσης που τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου:

    Ημερομηνία (1)

    Ύψος της ενίσχυσης (2)

    Νόμισμα

     

     

     

     

     

     

     

     

     

    Παρατηρήσεις:

    1.2.

    Παρακαλείσθε να εξηγήσετε λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο θα υπολογιστούν οι καταβλητέοι τόκοι επί του ποσού της ενίσχυσης που πρέπει να ανακτηθεί.

    2.   Σχεδιαζόμενα και ήδη ληφθέντα μέτρα για την ανάκτηση της ενίσχυσης

    2.1.

    Παρακαλείσθε να αναφέρετε λεπτομερώς τα μέτρα που προβλέπονται και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για την άμεση και αποτελεσματική ανάκτηση της ενίσχυσης. Αναφέρετε επίσης, κατά περίπτωση, τη νομική βάση για τα ληφθέντα/σχεδιαζόμενα μέτρα.

    2.2.

    Ποιο είναι το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας ανάκτησης; Πότε θα έχει ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης;

    3.   Ήδη πραγματοποιηθείσα ανάκτηση

    3.1.

    Παρακαλείσθε να αναφέρετε τα ακόλουθα στοιχεία για τα ποσά της ενίσχυσης που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο:

    Ημερομηνία (3)

    Ποσό της επιστραφείσας ενίσχυσης

    Νόμισμα

     

     

     

     

     

     

     

     

     

    3.2.

    Παρακαλείσθε να επισυνάψετε αποδεικτικά επιστροφής των ποσών της ενίσχυσης που προσδιορίζονται στον πίνακα του σημείου 3.1 ανωτέρω.


    (1)  

    (o)

    Ημερομηνία, κατά την οποία η ενίσχυση ή επιμέρους δόσεις της ενίσχυσης τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου.

    (2)  Ύψος της ενίσχυσης που τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου (σε ακαθάριστα ισοδύναμα ενίσχυσης).

    (3)  

    (o)

    Ημερομηνία (ημερομηνίες) επιστροφής της ενίσχυσης


    Top