Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32012D0343

    2012/343/ΕΕ: Απόφαση της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 2012 , για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων συμπυκνωμένης πρωτεΐνης σόγιας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

    ΕΕ L 168 της 28.6.2012, p. 38–54 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2012/343/oj

    28.6.2012   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 168/38


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 27ης Ιουνίου 2012

    για την περάτωση της διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων συμπυκνωμένης πρωτεΐνης σόγιας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας

    (2012/343/ΕΕ)

    Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ,

    Έχοντας υπόψη τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

    Έχοντας υπόψη τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 9,

    Έπειτα από διαβούλευση με τη συμβουλευτική επιτροπή,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    Α.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    1.   ΕΝΑΡΞΗ

    (1)

    Στις 19 Απριλίου 2011 με ανακοίνωσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (2)«Ανακοίνωση έναρξης διαδικασίας», η Επιτροπή ανακοίνωσε την έναρξη διαδικασίας αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων συμπυκνωμένης πρωτεΐνης σόγιας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας («υπό εξέταση χώρα» ή «ΛΔΚ»).

    (2)

    Η διαδικασία κινήθηκε σε συνέχεια της καταγγελίας που υποβλήθηκε στις 7 Μαρτίου 2011 από την εταιρεία Solae Europe SA («ο καταγγέλλων») που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο τμήμα, σε αυτή την περίπτωση πάνω από το 25 %, της συνολικής παραγωγής ορισμένων προϊόντων συμπυκνωμένης πρωτεΐνης σόγιας στην Ένωση (3). Η καταγγελία περιείχε αποδεικτικά στοιχεία ως προς το ντάμπινγκ που ασκήθηκε στο υπό εξέταση προϊόν και ως προς τη σημαντική ζημία που προέκυψε, τα οποία κρίθηκαν επαρκή για να δικαιολογήσουν την έναρξη διαδικασίας.

    2.   ΜΕΡΗ ΠΟΥ ΑΦΟΡΑ Η ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (3)

    Η Επιτροπή ενημέρωσε επισήμως τον καταγγέλλοντα, άλλους γνωστούς παραγωγούς της Ένωσης, τους παραγωγούς-εξαγωγείς και τους εκπροσώπους της ΛΔΚ, εισαγωγείς, προμηθευτές και χρήστες που είναι γνωστό ότι τους αφορά η διαδικασία, καθώς και τις σχετικές ενώσεις τους, σχετικά με την έναρξη της διαδικασίας. Στα ενδιαφερόμενα μέρη δόθηκε η ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που προβλεπόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας.

    (4)

    Σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τα οποία υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ιδιαίτερους λόγους να τύχουν ακρόασης δόθηκε η δυνατότητα ακρόασης.

    (5)

    Οι προφορικές και γραπτές παρατηρήσεις που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη εξετάστηκαν όλες και, όπου κρίθηκε σκόπιμο, ελήφθησαν υπόψη.

    (6)

    Λόγω του, κατά τα φαινόμενα, μεγάλου αριθμού παραγωγών-εξαγωγέων και μη συνδεδεμένων εισαγωγέων της Ένωσης, εξετάστηκε το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης δειγματοληπτικής μεθόδου στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1225/2009. Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει εάν θα ήταν απαραίτητη η διεξαγωγή δειγματοληψίας και, εάν ναι, να επιλέξει δείγμα, ζητήθηκε από όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς και τους μη συνδεδεμένους παραγωγούς της Ένωσης να αναγγελθούν στην Επιτροπή και να προσκομίσουν, όπως προβλέπεται στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας, βασικές πληροφορίες σχετικά με τις δραστηριότητές τους που συνδέονται με το υπό εξέταση προϊόν, κατά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 («περίοδος έρευνας» ή «ΠΕ»). Ζητήθηκε επίσης η γνώμη των αρχών της ΛΔΚ σχετικά με τη δειγματοληψία των παραγωγών-εξαγωγέων.

    2.1.   ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΥΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥΣ-ΕΞΑΓΩΓΕΙΣ

    (7)

    Είκοσι παραγωγοί-εξαγωγείς προσκόμισαν τις πληροφορίες που απαιτούνταν στο πλαίσιο της διαδικασίας δειγματοληψίας και προσφέρθηκαν να συνεργαστούν εντός των προθεσμιών. Οι όγκοι πωλήσεων στην ΕΕ που αναφέρθηκαν από τους εν λόγω (ομίλους παραγωγών-εξαγωγέων) παραγωγούς-εξαγωγείς αντιπροσώπευαν περίπου το 90 % των υπό εξέταση εισαγωγών κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Επομένως, το επίπεδο συνεργασίας θεωρήθηκε υψηλό.

    (8)

    Δεδομένου του μεγάλου αριθμού (ομίλων) παραγωγών-εξαγωγέων που εξέφρασαν την επιθυμία να συνεργαστούν, αποφασίστηκε ότι ήταν αναγκαία η δειγματοληψία όσον αφορά τους παραγωγούς-εξαγωγείς.

    (9)

    Η Επιτροπή επέλεξε, σύμφωνα με το άρθρο 17 του βασικού κανονισμού, ένα δείγμα με βάση τον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο εξαγωγών, που θα μπορούσε εύλογα να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας εντός του διαθέσιμου χρόνου. Το δείγμα που επελέγη κατ’ αυτόν τον τρόπο αποτελείτο, αρχικά, από δύο ομίλους συνδεδεμένων εταιρειών, που αντιπροσώπευαν μεταξύ άλλων πέντε ανεξάρτητους παραγωγούς και τους αναλογούσε το 40 έως 50 % του όγκου εξαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος από τη ΛΔΚ στην ΕΕ κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας. Μετά την υποβολή ενδεικτικών στοιχείων βάσει των οποίων οι δύο αυτοί όμιλοι πιθανώς να έπρεπε να αντιμετωπιστούν ως μία ενιαία οντότητα για τους σκοπούς της επιβολής δασμού αντιντάμπινγκ (βλέπε αιτιολογική σκέψη 41), το δείγμα επεκτάθηκε ώστε να συμπεριλάβει και έναν τρίτο όμιλο παραγωγών-εξαγωγέων, με αποτέλεσμα το δείγμα να καλύπτει πλέον το 45 έως 60 % των εισαγωγών από την Κίνα. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, τα ενδιαφερόμενα μέρη και οι κινεζικές αρχές ερωτήθηκαν για την αρχική επιλογή, καθώς και τη μεταγενέστερη επέκταση του δείγματος. Δύο συνδεδεμένοι παραγωγοί-εξαγωγείς διαφώνησαν με την επέκταση του δείγματος, υποστηρίζοντας ότι, σε περίπτωση που έπρεπε να επεκταθεί το δείγμα, οι ίδιοι πληρούσαν καλύτερα τις προϋποθέσεις για να συμπεριληφθούν στο δείγμα ως τρίτος όμιλος παραγωγών-εξαγωγέων. Πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, το προτεινόμενο νέο δείγμα αποτελείται από τους τρεις ομίλους παραγωγών-εξαγωγέων με το μεγαλύτερο όγκο πωλήσεων του προϊόντος στην ΕΕ κατά τη διάρκεια της ΠΕ. Όμως, ο όγκος πωλήσεων του υπό εξέταση προϊόντος που πραγματοποίησαν στην ΕΕ κατά την ΠΕ οι δυο συνδεδεμένοι παραγωγοί, που ισχυρίζονται ότι έπρεπε να είχαν επιλεγεί ως τρίτος όμιλος, ήταν πολύ μικρός, και αντιπροσώπευε λιγότερο από το 10 % του όγκου του επιλεγέντος τρίτου ομίλου. Επομένως, επιβεβαιώθηκε ότι η αντιπροσωπευτικότητα του επεκταθέντος δείγματος εξυπηρετείτο καλύτερα από τους προτεινόμενους τρεις ομίλους. Δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις.

    2.2.   ΔΕΙΓΜΑΤΟΛΗΨΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΕΩΝ

    (10)

    Έπειτα από την εξέταση των πληροφοριών που υποβλήθηκαν και δεδομένου του μεγάλου αριθμού εισαγωγέων που εξέφρασαν την επιθυμία να συνεργαστούν, αποφασίστηκε ότι ήταν αναγκαία η δειγματοληψία όσον αφορά τους μη συνδεδεμένους εισαγωγείς.

    (11)

    Επτά μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς, που αντιπροσωπεύουν το 20 % του συνόλου των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στην Ένωση, συμφώνησαν να συμπεριληφθούν στο δείγμα. Τρεις εισαγωγείς, που καλύπτουν περίπου το 17 % των συνολικών εισαγωγών καταγωγής ΛΔΚ και περίπου το 90 % των εισαγωγών των συνεργασθέντων εισαγωγέων, επιλέχθηκαν για το δείγμα. Σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την επιλογή του δείγματος. Δεν προβλήθηκαν αντιρρήσεις. Ένας από τους εισαγωγείς που είχαν επιλεγεί στο δείγμα διέκοψε τη συνεργασία του και δεν απάντησε στο ερωτηματολόγιο.

    2.3.   ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ

    (12)

    Για να επιτρέψει στους παραγωγούς-εξαγωγείς της ΛΔΚ που συμμετείχαν στο δείγμα να υποβάλουν αίτηση για την αναγνώριση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς («ΚΟΑ») ή για ατομική μεταχείριση («ΑΜ»), εφόσον το επιθυμούσαν, η Επιτροπή τους απέστειλε έντυπα αιτήσεων ΚΟΑ/ΑΜ. Στο πλαίσιο αυτό, δύο όμιλοι εταιρειών του δείγματος, ζήτησαν να τους αναγνωριστεί ΚΟΑ δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού, ενώ ο άλλος όμιλος εταιρειών του δείγματος ζήτησε να του χορηγηθεί ΑΜ, σύμφωνα με το άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

    (13)

    Έντυπα ΚΟΑ/ΑΜ απεστάλησαν επίσης σε παραγωγούς-εξαγωγείς (ή ομίλους παραγωγών-εξαγωγέων) που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, οι οποίοι εξέφρασαν την πρόθεσή τους να ζητήσουν ατομική εξέταση σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού.

    (14)

    Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια στους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος, καθώς και στους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα και οποίοι εξέφρασαν την πρόθεσή τους να ζητήσουν ατομική εξέταση, στον καταγγέλλοντα και στον άλλον γνωστό ενωσιακό παραγωγό, στους εισαγωγείς που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα και σε όλους τους γνωστούς χρήστες.

    (15)

    Αφού ζητήθηκαν πληροφορίες από τους παραγωγούς στις ενδεχόμενες ανάλογες χώρες, δηλαδή στη Βραζιλία, στο Ισραήλ και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής («οι ΗΠΑ»), στάλθηκαν και ερωτηματολόγια στους παραγωγούς που είχαν προσφερθεί να συνεργαστούν στη Βραζιλία και στο Ισραήλ για τον καθορισμό της κανονικής αξίας για τις εταιρείες στις οποίες δεν μπορούσε να αναγνωριστεί καθεστώς οικονομίας αγοράς (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 60 έως 64 κατωτέρω).

    (16)

    Πλήρεις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο ελήφθησαν από τους τρεις ομίλους παραγωγών-εξαγωγέων στη ΛΔΚ που συμμετείχαν στο δείγμα, έναν παραγωγό της Βραζιλίας, έναν παραγωγό του Ισραήλ, έναν παραγωγό της Ένωσης (με μία εγκατάσταση παραγωγής στο Βέλγιο και άλλη μία στη Δανία), δύο (από τους τρεις) εισαγωγείς που περιλαμβάνονται στο δείγμα, και τέσσερις χρήστες στην ΕΕ. Ένας άλλος παραγωγός στη Βραζιλία υπέβαλε ελλιπή απάντηση.

    (17)

    Επιπλέον, αιτήσεις για ατομική εξέταση («ΑΕ»), σύμφωνα με το άρθρο 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, υπέβαλαν ένας παραγωγός-εξαγωγέας που δεν συμπεριλήφθηκε στο δείγμα («αιτών Α») και μια ομάδα συνδεδεμένων παραγωγών-εξαγωγέων που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα (από κοινού ως «αιτών Β») (4). Μετά από ανάλυση των πληροφοριών που υποβλήθηκαν από τα μέρη που συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, καθώς και αυτών των αιτήσεων συμπεριλαμβανομένων και των δεόντως συμπληρωμένων ερωτηματολογίων, κρίθηκε ότι ο αριθμός των (ομίλων) παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος που πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο έρευνας είναι τόσο μεγάλος, ώστε τυχόν επιπλέον ΑΕ θα ήταν ιδιαίτερα επαχθής και θα παρεμπόδιζε την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Ως εκ τούτου, οι αιτούντες ενημερώθηκαν ότι η αίτησή τους για ατομική εξέταση απορρίφθηκε.

    (18)

    Ο αιτών Β αμφισβήτησε την απορριπτική αυτή απόφαση. Υποστήριξε ότι η άρνηση να εξεταστεί το αίτημά του για ΑΕ αντιβαίνει στο άρθρο 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού και στο άρθρο 6 παράγραφος 10 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ («ΣΑ»), σύμφωνα με την ερμηνεία που δόθηκε πρόσφατα από το όργανο επίλυσης των διαφορών του ΠΟΕ στην υπόθεση των συνδετήρων (5). Δεύτερον, η άρνηση αυτή είναι αντίθετη προς τη θεμελιώδη αρχή της αναλογικότητας.

    (19)

    Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα, το άρθρο 17 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού και το άρθρο 6 παράγραφος 10 της ΣΑ επιτρέπουν ρητά στην αρχή που διεξάγει την έρευνα να μην εξετάζει αιτήσεις για ΑΕ αν ο αριθμός των εξαγωγέων και/ή παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε αυτό να καθίσταται πρακτικά αδύνατο. Η έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ στην υπόθεση των συνδετήρων διευκρίνιζε ότι οι αιτήσεις για ατομική εξέταση που υποβάλλονται εγκαίρως πρέπει «κατά γενικό κανόνα» να γίνονται δεκτές, εκτός εάν αν είναι «υπερβολικά επαχθείς» (6). Στην περίπτωση αυτή, η επαλήθευση των απαντήσεων στο ερωτηματολόγιο και των απαντήσεων στα έντυπα αίτησης για αναγνώριση ΚΟΑ των αιτούντων ΑΕ θα συνεπαγόταν τη διεξαγωγή επιτόπιων επισκέψεων σε μια εταιρεία (αιτών Α) και σε δύο άλλες εταιρείες (που αποτελούν μέρος του αιτούντος Β). Κατά τις επιτόπιες επισκέψεις, θα έπρεπε να εξακριβωθεί η συμμόρφωση με τις διατάξεις του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ), καθώς και η δομή, το κόστος (συμπεριλαμβανομένου του κόστους παραγωγής και των αγορών τους), οι πωλήσεις και η κερδοφορία που δηλώνουν οι οντότητες. Λόγω του μεγάλου αριθμού οντοτήτων που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στο πλαίσιο του δείγματος, η προσθήκη ενός επιπλέον αιτούντος θα ήταν υπερβολικά επαχθής και θα υπονόμευε την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Κατά συνέπεια, η απόφαση να μη γίνουν δεκτές οι αιτήσεις για ατομική εξέταση δικαιολογείται από τον νόμο και δεν παραβιάζει με την αρχή της αναλογικότητας.

    (20)

    Ο αιτών Β αφού ενημερώθηκε ότι ενδεχόμενη ΑΕ θα ήταν υπερβολικά επαχθής, πρότεινε αργότερα να αποσύρει το αίτημά του για αναγνώριση ΚΟΑ σε περίπτωση που θα γινόταν δεκτό να εξεταστεί το αίτημά του για ΑΜ. Επειδή κατά τους ισχυρισμούς του, πραγματοποίησε μία μόνο μικρή εξαγωγική συναλλαγή κατά τη διάρκεια της ΠΕ και δεν ζητούσε πλέον να του αναγνωριστεί καθεστώς ΚΟΑ, υποστήριξε ότι η Επιτροπή δεν θα χρειαζόταν να πραγματοποιήσει επιτόπια επαλήθευση στη ΛΔΚ προκειμένου να προβεί σε προσδιορισμό του ντάμπινγκ αλλά ότι θα ήταν αρκετό να επαληθεύσει εκείνη τη μοναδική πράξη εξαγωγής στο πλαίσιο της επαλήθευσης των απαντήσεων του καταγγέλλοντος στο ερωτηματολόγιο στην ΕΕ. Σε αυτή τη βάση, ο εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι η ατομική εξέταση δεν θα ήταν επαχθής.

    (21)

    Ωστόσο, σε περίπτωση χορήγησης ΑΕ, θα ήταν αναγκαία η επιτόπια επαλήθευση του αιτούντος Β, δεδομένου ότι χωρίς επιτόπια επαλήθευση στη ΛΔΚ και των δύο παραγωγών του ομίλου, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η ύπαρξη άλλων πωλήσεων προς την ΕΕ κατά τη διάρκεια της ΠΕ. Η επαλήθευση αυτή θα ήταν δυσανάλογα επαχθής λόγω του μεγέθους του δείγματος με τρεις μεγάλους ομίλους εταιρειών. Ως εκ τούτου η αίτηση απερρίφθη.

    (22)

    Η Επιτροπή παρέμεινε σταθερή στην απόφασή της να μη δεχθεί το αίτημα για ατομική μεταχείριση. Με βάση τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, αποφασίστηκε οριστικά, ότι τα αιτήματα για ατομική εξέταση δεν θα μπορούσαν να ικανοποιηθούν, επειδή θα καθιστούσαν υπερβολικά επαχθή την έρευνα και θα παρεμπόδιζαν την έγκαιρη ολοκλήρωσή της.

    (23)

    Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προσδιορισμό της πρακτικής ντάμπινγκ, της απορρέουσας ζημίας ή κινδύνου πρόκλησης ζημίας και του συμφέροντος της Ένωσης. Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις των ακόλουθων εταιρειών:

    α)

    Παραγωγοί-εξαγωγείς στη ΛΔΚ:

    Gushen Biological Technology Group Co. Ltd, και οι συνδεδεμένες εταιρείες της, Dezhou

    Shandong Crown Soya Protein Co., Ltd και οι συνδεδεμένες εταιρείες της, Shenxian, Qingdao, Yucheng

    Shandong Sinoglory Health Food Co., Ltd και οι συνδεδεμένες εταιρείες της, Liaocheng, Qingdao

    β)

    Παραγωγός της Ένωσης:

    Solae Εurope, με εγκαταστάσεις παραγωγής:

    στο Βέλγιο, Ieper (Solae Belgium), και

    στη Δανία, Aarhus (Solae Denmark)

    γ)

    Παραγωγοί στην ανάλογη χώρα:

    Bremil Industria De Produtos Alimenticios Ltda, Arroio do Meio

    Solae do Brasil Ind. Com. Alimentos Ltda, Esteio, Sao Paulo

    3.   ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

    (24)

    Η έρευνα για την πρακτική ντάμπινγκ και τη ζημία κάλυψε την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως την 31η Δεκεμβρίου 2010 («περίοδος της έρευνας» ή «ΠΕ»). Η εξέταση των τάσεων που είναι χρήσιμες για την εκτίμηση της ζημίας κάλυψε το διάστημα από το 2007 έως το τέλος της περιόδου έρευνας («υπό εξέταση περίοδος»).

    4.   ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΣΤΑΔΙΟ

    (25)

    Στο προσωρινό στάδιο θεωρήθηκε ότι δεν θα ήταν σκόπιμη η επιβολή προσωρινών μέτρων ιδίως επειδή δεν θα χρειαστεί περαιτέρω ανάλυση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των εισαγωγών ορισμένων προϊόντων συμπυκνωμένης πρωτεΐνης σόγιας από τη ΛΔΚ που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

    5.   ΕΠΑΚΟΛΟΥΘΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (26)

    Μετά την αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και των εκτιμήσεων βάσει των οποίων αποφασίστηκε η μη επιβολή προσωρινών μέτρων («γνωστοποίηση προσωρινών συμπερασμάτων»), αρκετά ενδιαφερόμενα μέρη κοινοποίησαν γραπτώς τις απόψεις τους σχετικά με τα προσωρινά συμπεράσματα. Τα μέρη τα οποία το ζήτησαν, έγιναν δεκτά σε ακρόαση.

    (27)

    Η Επιτροπή εξακολούθησε να αναζητεί τις πληροφορίες που έκρινε αναγκαίες για τα οριστικά συμπεράσματά της. Πέραν των ελέγχων που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 23 ανωτέρω, διενεργήθηκε μια περαιτέρω επαλήθευση στις εγκαταστάσεις της Kerry στο Bristol, Ηνωμένο Βασίλειο, που είναι ένας από τους εισαγωγείς και χρήστες πρωτεϊνών σόγιας που συνεργάστηκαν στην παρούσα έρευνα.

    Β.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

    1.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ

    (28)

    Το υπό εξέταση προϊόν ορίζεται στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας ως προϊόντα συμπυκνωμένης πρωτεΐνης σόγιας, που περιέχουν κατά βάρος τουλάχιστον 65 % πρωτεΐνες (N × 6,25), ποσοστό υπολογιζόμενο σε ξηρά ύλη εξαιρουμένων βιταμινών, ανόργανων στοιχείων, αμινοξέων και προσθέτων τροφίμων, καταγωγής ΛΔΚ («το υπό εξέταση προϊόν») και το οποίο επί του παρόντος υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ ex 2106 10 20 και ex 2106 90 92, ex 2309 90 10, ex 2309 90 99 (ex 2309 90 96 από την 1η Ιανουαρίου 2012) και ex 3504 00 90.

    (29)

    Στο πλαίσιο του προαναφερόμενου ορισμού διακρίνονται δύο βασικές ομάδες προϊόντων: i) συμπυκνώματα πρωτεΐνης σόγιας («ΣΠΣ» ή «συμπυκνώματα» συμπεριλαμβανομένων των απλών/βασικών συμπυκνωμάτων και εκείνων που υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία), με περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες μεταξύ 65 και 90 %· και ii) απομονωμένα στελέχη πρωτεΐνης σόγιας («ΑΣΠΣ» ή «απομονωμένα στελέχη») με περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες 90 % ή περισσότερο.

    (30)

    Διαπιστώθηκε επίσης ότι, ενώ το απλό συμπύκνωμα πρωτεΐνης είναι ένα αρκετά βασικό προϊόν με χαμηλή προστιθέμενη αξία, τα απομονωμένα στελέχη και τα περαιτέρω επεξεργασμένα συμπυκνώματα απαιτούν πολύ περισσότερη επεξεργασία και είναι συνεπώς προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας.

    (31)

    Ο ορισμός του προϊόντος, όπως περιγράφεται ανωτέρω, περιλαμβάνει επίσης απλά συμπυκνώματα (που δεν έχουν υποβληθεί σε περαιτέρω επεξεργασία) για ζωοτροφές. Τα εν λόγω συμπυκνώματα για ζωοτροφές παρασκευάστηκαν στην ΕΕ κατά την υπό εξέταση περίοδο από μονάδα του καταγγέλλοντος, η οποία ευρίσκεται στη Γαλλία, και από μια άλλη επιχείρηση, την ADM, με έδρα τις Κάτω Χώρες.

    (32)

    Μετά τη γνωστοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ο καταγγέλλων ζήτησε να αλλάξει ο ορισμός του προϊόντος ώστε να μην περιλαμβάνονται πλέον τα συμπυκνώματα που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων. Ο καταγγέλλων διαφώνησε με την προσέγγιση που προτείνεται στο προσωρινό έγγραφο και ισχυρίστηκε ότι η μη συμπερίληψη στοιχείων από το γαλλικό εργοστάσιο που έκλεισε το 2009 (δηλαδή κατά το μέσο της εξεταζόμενης περιόδου) προκάλεσε ασυνέπεια με τα υπόλοιπα στοιχεία (τα στοιχεία της ADM εξακολουθούν να συμπεριλαμβάνονται). Κατά συνέπεια, οι πωλήσεις και το μερίδιο αγοράς των παραγωγών της ΕΕ του υπό εξέταση προϊόντος υπέστησαν τεχνητή διόγκωση.

    (33)

    Ο καταγγέλλων υποστήριξε ότι με δεδομένη τη σχετικά σταθερή ζήτηση, ένα τμήμα της παραγωγής που προερχόταν από το γαλλικό εργοστάσιο Solae French, όταν αυτό έκλεισε το 2009, απορροφήθηκε από τον ανταγωνιστή της στην ΕΕ την ADM. Συνεπώς, η μη συνεκτίμηση των στοιχείων από το γαλλικό εργοστάσιο οδήγησε σε παραπλανητική σύγκριση των στοιχείων του 2008, όταν η ADM κατείχε ένα μικρότερο μόνο μερίδιο αγοράς για τα ζωικά συμπυκνώματα, και των στοιχείων της ΠΕ, όταν η AMD κατείχε πολύ μεγαλύτερο μερίδιο αυτής της αγοράς.

    (34)

    Ειδικότερα, ο καταγγέλλων υπέβαλε στοιχεία σύμφωνα με τις τεχνικές και χημικές διαφορές μεταξύ των συμπυκνωμάτων για τη διατροφή των ζώων αφενός, και των συμπυκνωμάτων και των απομονωμένων στελεχών αφετέρου. Επίσης, για αυτές τις υποομάδες χρησιμοποιούνται διαφορετικοί δίαυλοι διανομής. Επιπλέον, τα συμπυκνώματα για τη διατροφή των ζώων υπάγονται σε διαφορετικό κωδικό ΣΟ από τα υπόλοιπα συμπυκνώματα (για τα τρόφιμα) και τα απομονωμένα στελέχη.

    (35)

    Μετά την υποβολή της καταγγελίας, ένας εξαγωγέας διαφώνησε με το αίτημα περιορισμού του πεδίου ορισμού του προϊόντος. Ωστόσο, ο εν λόγω εξαγωγέας παρερμήνευσε το αίτημα και νόμισε ότι το αίτημα αφορούσε την εξαίρεση όλων των συμπυκνωμάτων πρωτεΐνης σόγιας, ενώ στην πραγματικότητα αφορούσε μόνο τα απλά ΣΠΣ για ζωοτροφές. Επιπλέον, ο εξαγωγέας δεν προσκόμισε πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία ως προς τους λόγους για τους οποίους το αίτημα θα ήταν αβάσιμο.

    (36)

    Σημειώνεται επίσης ότι, με βάση τις πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, οι εισαγωγές συμπυκνωμάτων πρωτεΐνης σόγιας για ζωοτροφές αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το 1 % των συνολικών κινεζικών εισαγωγών, στην Ένωση, του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας (όπως είχε αρχικά οριστεί).

    (37)

    Με βάση τα ανωτέρω, και ιδίως τις τεχνικές, χημικές και εμπορικού χαρακτήρα διαφορές, θεωρείται σκόπιμο να περιοριστεί το πεδίο κάλυψης του προϊόντος με την εξαίρεση των συμπυκνωμάτων απλής πρωτεΐνης σόγιας που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων. Κατά συνέπεια, το υπό εξέταση προϊόν είναι προϊόντα συμπυκνωμένης πρωτεΐνης σόγιας, εκτός εκείνων που χρησιμοποιούνται για τη διατροφή των ζώων, περιεκτικότητας κατά βάρος τουλάχιστον 65 % σε πρωτεΐνες (N × 6,25), ποσοστό υπολογιζόμενο σε ξηρά ύλη εξαιρουμένων βιταμινών, ανόργανων αλάτων, αμινοξέων και προσθέτων τροφίμων, καταγωγής ΛΔΚ («το υπό εξέταση προϊόν»), το οποίο επί του παρόντος υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ ex 2106 10 20 και ex 2106 90 92 και ex 3504 00 90.

    (38)

    Το υπό εξέταση προϊόν χρησιμοποιείται κυρίως στη βιομηχανία ειδών διατροφής, σε προϊόντα με βάση το κρέας και σε υποκατάστατα κρέατος. Μεταξύ άλλων εφαρμογών του προϊόντος σε είδη διατροφής περιλαμβάνονται σάλτσες για σαλάτες, σούπες, ποτά σε σκόνη, ενεργειακές ράβδοι, κρέμες που δεν έχουν ως βάση το γάλα, κατεψυγμένα επιδόρπια, κτυπημένες επικαλύψεις επιδορπίων, παρασκευάσματα για βρέφη, ψωμιά, δημητριακά για πρωινό, ζυμαρικά κ.λπ. Λόγω των χαρακτηριστικών του, το υπό εξέταση προϊόν έχει επίσης ορισμένες ειδικές εφαρμογές στα εξής είδη: συγκολλητικές ύλες, άσφαλτος, ρητίνες, υλικά καθαρισμού, καλλυντικά, μελάνες, δέρματα, επιχρίσματα χαρτιού, χρώματα, φυτοφάρμακα/μυκητοκτόνα, πλαστικές ύλες, πολυεστέρες και υφαντικές ίνες.

    (39)

    Παρά ορισμένες διαφορές όσον αφορά τις πιθανές τελικές εφαρμογές, οι διάφοροι τύποι του υπό εξέταση προϊόντος, συμπυκνώματα και απομονωμένα στελέχη, παρουσιάζουν τα ίδια βασικά φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά. Επομένως, θεωρείται ότι αποτελούν ένα ενιαίο προϊόν.

    2.   ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

    (40)

    Το υπό εξέταση προϊόν και ορισμένα προϊόντα συμπυκνωμάτων πρωτεΐνης σόγιας που παράγονται και πωλούνται στην εγχώρια αγορά της ΛΔΚ, καθώς και στην εγχώρια αγορά της Βραζιλίας, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως ανάλογη χώρα, καθώς και ορισμένα προϊόντα συμπυκνωμάτων πρωτεΐνης σόγιας που παράγονται και πωλούνται στην Ένωση από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής διαπιστώθηκε ότι έχουν τα ίδια βασικά φυσικά, χημικά και τεχνικά χαρακτηριστικά και τις ίδιες χρήσεις. Συνεπώς, τα προϊόντα αυτά θεωρούνται ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

    Γ.   ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

    1.   ΣΧΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ SINOGLORY ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΜΙΛΟΥ GUSHEN

    (41)

    Μεταξύ των παραγωγών-εξαγωγέων που συμμετείχαν στο δείγμα ήταν η εταιρεία Shandong Crown Soya Protein Co. Ltd και οι συνδεδεμένες εταιρείες της («όμιλος Crown»), η Gushen Biological Technology Group Co. Ltd και οι συνδεδεμένες εταιρείες της («όμιλος Gushen») και η Sinoglory Health Food Co. Ltd και οι συνδεδεμένες εταιρείες της («όμιλος Sinoglory»). Σε ένα πρώιμο στάδιο της έρευνας θεωρήθηκε ότι οι όμιλοι Gushen και Sinoglory μπορούν να αντιμετωπίζονται ως συνδεδεμένοι εξαγωγείς. Ωστόσο, μετά τις εξηγήσεις που παρείχαν οι υπό εξέταση εξαγωγείς, αποφασίστηκε τελικά για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας να θεωρηθούν οι όμιλοι Gushen και Sinoglory ως ξεχωριστές οντότητες.

    2.   ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ («ΚΟΑ»)

    (42)

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο β) του βασικού κανονισμού, στις έρευνες αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές καταγωγής ΛΔΚ, η κανονική αξία καθορίζεται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 έως 6 του εν λόγω άρθρου όσον αφορά τους παραγωγούς για τους οποίους διαπιστώνεται ότι πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

    (43)

    Εν συντομία, και για σκοπούς ευκολότερης αναφοράς και μόνον, τα εν λόγω κριτήρια παρατίθενται συνοπτικά κατωτέρω:

    1.

    Οι επιχειρηματικές αποφάσεις για τις τιμές και το κόστος λαμβάνονται βάσει στοιχείων για την αγορά και χωρίς σημαντική κρατική παρέμβαση.

    2.

    Οι λογιστικές καταγραφές υπόκεινται σε ανεξάρτητο έλεγχο, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, και πρέπει να ακολουθούνται με συνέπεια.

    3.

    Δεν υπάρχουν σημαντικές στρεβλώσεις, προερχόμενες από το προηγούμενο σύστημα το οποίο δεν στηριζόταν στην οικονομία της αγοράς.

    4.

    Διασφαλίζεται η ασφάλεια δικαίου και η λειτουργική σταθερότητα μέσω νομοθεσίας για τις πτωχεύσεις και το ιδιοκτησιακό καθεστώς.

    5.

    Ο καθορισμός των συναλλαγματικών ισοτιμιών γίνεται με τιμές αγοράς.

    (44)

    Οι όμιλοι Crown και Sinoglory ζήτησαν να τους αναγνωριστεί καθεστώς ΚΟΑ.

    (45)

    Και για τους δύο αυτούς ομίλους, η Επιτροπή αναζήτησε όλα τα στοιχεία που έκρινε απαραίτητα και επαλήθευσε στις εγκαταστάσεις των εν λόγω εταιρειών τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στα έντυπα αίτησης για ΚΟΑ καθώς και όλα τα άλλα στοιχεία που έκρινε αναγκαία.

    (46)

    Από την έρευνα προέκυψε ότι κανένας από τους δύο ομίλους σε πληρούσε τις απαιτήσεις των κριτηρίων που καθορίζονται στο άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού για να του χορηγηθεί ΚΟΑ.

    (47)

    Ειδικότερα, οι εταιρείες και των δύο ομίλων δεν πληρούσαν τα κριτήρια 1, 2 και 3.

    (48)

    Στην περίπτωση του ενός ομίλου, ένας παραγωγός του ομίλου δεν πληρούσε το κριτήριο 1, εξαιτίας της ύπαρξης υποχρέωσης να πωλεί το σύνολο των προϊόντων του στη διεθνή αγορά. Παρόλο που η εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η εν λόγω διάταξη δεν είναι δεσμευτική, η εταιρεία πράγματι δεν πραγματοποίησε ποτέ πωλήσεις στην εγχώρια αγορά (με εξαίρεση μια αμελητέας σημασίας πώληση το 2007). Όσον αφορά το κριτήριο 2, διαπιστώθηκαν αρκετά λογιστικά προβλήματα και για τους δύο παραγωγούς του ομίλου. Επίσης, μία από τις εταιρείες του ομίλου δεν υπέβαλε έντυπο αίτησης για καθεστώς οικονομίας αγοράς. Επιπλέον, μία εταιρεία του ομίλου εκμίσθωσε μέρος της γης της χωρίς να υπάρχουν εγγραφές στους λογαριασμούς της για τις αποδείξεις μίσθωσης, αφού δεν εκδόθηκαν τιμολόγια ούτε αποδείξεις πληρωμών. Όταν μετακινήθηκε σε νέο χώρο παραγωγής και ένα τμήμα του εξοπλισμού της τέθηκε εκτός λειτουργίας δεν έγινε καμία εξέταση για απομείωση της αξίας. Τέλος, όταν μία από τις εταιρείες του ομίλου αγόρασε νέο αγροτεμάχιο, έλαβε κρατική επιδότηση για να την καταβάλει ως αποζημίωση στους κατοίκους που έπρεπε να μετακομίσουν. Ωστόσο, η πληρωμή αυτή δεν χρησιμοποιήθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό αλλά για τη μείωση του κόστους του δικαιώματος χρήσης γης. Όσον αφορά το κριτήριο 3, οι δύο παραγωγοί του ομίλου αντάλλαξαν πρώτες ύλες που προέρχονταν από έναν κοινό προμηθευτή, χωρίς να υπάρχει κατάλληλη τεκμηρίωση ή εγγραφές, βάσει πολύ άτυπων ρυθμίσεων και χωρίς άλλες προσαρμογές για τη συνεκτίμηση των διαφορών στις τιμές ή στα τέλη: πρόκειται για μια μορφή αντιπραγματισμού. Επιπλέον, ένας παραγωγός μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη γη που ανήκε στον πλειοψηφικό μέτοχό του χωρίς πληρωμή για πολλά χρόνια. Σύμφωνα με την εν λόγω εταιρεία, αυτό κατέστη δυνατό, λόγω του ότι τα σχετικά δικαιώματα χρήσης της γης είχαν αποκτηθεί σε πολύ χαμηλές τιμές από τη μητρική εταιρεία στο πλαίσιο της ιδιωτικοποίησης.

    (49)

    Μετά τη γνωστοποίηση των λεπτομερών διαπιστώσεων όσον αφορά το καθεστώς ΚΟΑ και τη γνωστοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ο όμιλος επανέλαβε τα προηγούμενα επιχειρήματα, ότι δηλαδή ο ένας από τους δύο παραγωγούς δεν πρέπει να θεωρείται ότι είναι νόμιμα συνδεδεμένος με τον υπόλοιπο όμιλο. Ωστόσο, όσον αφορά αυτόν τον ισχυρισμό, διαπιστώθηκε ότι οι δύο παραγωγοί εφάρμοζαν μια συντονισμένη εμπορική και βιομηχανική στρατηγική με τον υπόλοιπο όμιλο, συμπεριλαμβανομένων των πρακτικών αντιπραγματισμού που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 48 ανωτέρω. Επομένως, ο ισχυρισμός απορρίπτεται.

    (50)

    Ο όμιλος ισχυρίστηκε επίσης ότι οι περιορισμοί των πωλήσεων για έναν από τους παραγωγούς του αναφέρονται μόνο στο καταστατικό του, και όχι στην άδεια άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας ή σε πιστοποιητικό έγκρισης. Σύμφωνα με την εταιρεία, ο περιορισμός, επομένως, δεν ήταν δεσμευτικός. Επιπλέον, προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η εταιρεία που δεν είχε υποβάλει έντυπο αίτησης για την αναγνώριση ΚΟΑ δεν ήταν μια παραγωγική ή εμπορική εταιρεία αλλά μάλλον φορέας πληρωμών και ότι ο όμιλος είχε καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για να υποβάλει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία.

    (51)

    Ωστόσο, όπως αναφέρεται ανωτέρω, ο εν λόγω παραγωγός τήρησε σαφώς τους περιορισμούς των πωλήσεων. Επιπλέον, το καταστατικό αποτελεί μέρος των εγγράφων που υποβάλλονται για έγκριση στις αρχές κατά τη σύσταση της εταιρείας και, ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων αποτελεί τη βάση για τις τρέχουσες δραστηριότητες της εταιρείας. Τέλος, όσον αφορά την εταιρεία η οποία δεν υπέβαλε έντυπο αίτησης ΚΟΑ, η εν λόγω εταιρεία διαπιστώθηκε ότι όντως ενεπλάκη σε ορισμένες πτυχές που αφορούν τις εξαγωγικές πωλήσεις του εν λόγω προϊόντος και θα έπρεπε, ως εκ τούτου, να υποβάλει έντυπο αίτησης για καθεστώς οικονομίας αγοράς. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω ισχυρισμοί απορρίφθηκαν.

    (52)

    Στην περίπτωση του άλλου ομίλου, για έναν από τους παραγωγούς-εξαγωγείς ίσχυε περιορισμός των πωλήσεων του, βάσει του οποίου το 70 % της παραγωγής του θα έπρεπε να πωλείται για εξαγωγή, και, ως εκ τούτου, δεν πληρούσε το κριτήριο 1. Όσον αφορά το κριτήριο 2, διαπιστώθηκαν ορισμένα προβλήματα σχετικά με τις αποσβέσεις περιουσιακών στοιχείων και τις μεταβολές των λογιστικών μεθόδων. Όσον αφορά το κριτήριο 3, η τιμή που αποδίδεται σε δύο αγροτεμάχια στους λογαριασμούς της μιας εταιρείας διαφέρει σημαντικά, και θεωρείται ότι με το να αποκτήσει η εταιρεία ένα αγροτεμάχιο σε τιμή σαφώς χαμηλότερη από την αγοραία αξία, έλαβε συγκεκαλυμμένη επιδότηση. Επιπλέον, μια άλλη εταιρεία του ομίλου έτυχε ευεργετήματος δωρεάν μίσθωσης ενός αγροτεμαχίου για ένα έτος και απέκτησε δικαιώματα χρήσης της γης σε τιμή χαμηλότερη από την αγοραία αξία. Τέλος, ορισμένες εγγυήσεις που δόθηκαν στο εσωτερικό του ομίλου δεν εμφαίνονται στις λογιστικές καταγραφές, κατά παράβαση του ΔΛΠ 24.

    (53)

    Μετά τη γνωστοποίηση των λεπτομερών διαπιστώσεων ΚΟΑ και τη γνωστοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ο όμιλος ισχυρίστηκε ότι οι πωλήσεις των δύο παραγωγών δεν υπόκεινταν σε περιορισμούς των πωλήσεων. Σύμφωνα με τις εν λόγω εταιρείες, το γεγονός ότι ο αντίστοιχος όγκος εξαγωγών τους ήταν σύμφωνος με τους περιορισμούς στο καταστατικό οφειλόταν μόνο στο ισοζύγιο προσφοράς-ζήτησης στην αγορά πρωτεϊνών σόγιας. Υπογράμμισαν ότι αυτές οι περιοριστικές διατάξεις απαλείφθηκαν από τα εν λόγω κείμενα αμέσως μετά την ΠΕ. Επιπλέον, όσον αφορά το κριτήριο 2, ο όμιλος ισχυρίστηκε ότι εκτός από ορισμένα ελάσσονος σημασίας λογιστικά σφάλματα, είχε τηρήσει πλήρως τις λογιστικές αρχές που γίνονται εν γένει αποδεκτές στην Κίνα (GAAP) που τους είχε ζητηθεί να τηρήσουν αντί για τα ΔΛΠ. Όσον αφορά τα δικαιώματα χρήσης της γης, ο όμιλος ισχυρίστηκε ότι η διαφορετική τιμή των δυο αγροτεμαχίων οφείλεται στο κόστος εξομάλυνσης του εδάφους ενός εκ των δύο αγροτεμαχίων. Τέλος, τονίζει ότι η ελεύθερη μίσθωση άλλου αγροτεμαχίου οφείλεται σε ορισμένες διοικητικές καθυστερήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας απόκτησης του δικαιώματος χρήσης γης και ότι, εν πάση περιπτώσει, η αξία της απαλλαγής ήταν ήσσονος σημασίας σε σύγκριση με τα λειτουργικά έσοδα της εταιρείας.

    (54)

    Όσον αφορά το κριτήριο 1, το καταστατικό αποτελεί μέρος των εγγράφων που κατατίθενται για έλεγχο στις αρχές κατά τη σύσταση της εταιρείας. Το γεγονός ότι η εταιρεία τήρησε τους περιορισμούς των πωλήσεων θεωρείται ότι οφείλεται στην υποχρέωση που υπείχε και είναι σαφές ότι το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων αποτελούν τη βάση για τις τρέχουσες δραστηριότητες της εταιρείας. Επιπλέον, υπογραμμίζεται ότι η άρση των περιορισμών που περιείχε το καταστατικό πραγματοποιήθηκε μετά την ΠΕ και είναι συνεπώς άνευ αντικειμένου για την παρούσα έρευνα. Όσον αφορά το κριτήριο 2, ήταν σαφές ότι δεν ήταν δυνατόν να επιβεβαιωθεί η ακρίβεια και αξιοπιστία των εγγραφών. Επιπλέον, τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας θα πρέπει να ελέγχονται σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, και αυτό δεν κατέστη δυνατόν να επιβεβαιωθεί κατά τη διάρκεια του ελέγχου. Όσον αφορά το κριτήριο 3, δεν υποβλήθηκαν αποδεικτικά στοιχεία κατά την επιτόπια επαλήθευση που να τεκμηριώνουν την εναρμόνιση του κόστους του υπό εξέταση αγροτεμαχίου. Τέλος, ανεξάρτητα από τις εξηγήσεις που υποβλήθηκαν, το γεγονός παραμένει ότι μία από τις εταιρείες μίσθωσε δωρεάν γη επί ένα ορισμένο χρονικό διάστημα και, ως εκ τούτου, επωφελήθηκε από επιδότηση. Ως εκ τούτου, οι παρατηρήσεις δεν μπόρεσαν να μεταβάλουν τις διαπιστώσεις ΚΟΑ. Συνεπώς, τα εν λόγω συμπεράσματα επιβεβαιώνονται.

    3.   ΑΤΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗ («ΑΜ»)

    (55)

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, επιβάλλεται, ενδεχομένως, δασμός σε επίπεδο χώρας για τις χώρες που υπάγονται στο εν λόγω άρθρο, εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες οι εταιρείες είναι σε θέση να αποδείξουν ότι πληρούν όλα τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 9 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Εν συντομία, και για λόγους ευκολότερης αναφοράς και μόνον, τα εν λόγω κριτήρια παρατίθενται παρακάτω:

    σε περίπτωση εταιρειών που ελέγχονται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από αλλοδαπούς ή από κοινές επιχειρήσεις, οι εξαγωγείς είναι ελεύθεροι να επαναπατρίζουν κεφάλαια και κέρδη,

    οι τιμές εξαγωγής και οι ποσότητες των εξαγόμενων προϊόντων και οι όροι και προϋποθέσεις πώλησης καθορίζονται ελεύθερα,

    η πλειοψηφία των μετοχών ανήκει σε ιδιώτες. Οι κρατικοί υπάλληλοι που έχουν καθήκοντα στο διοικητικό συμβούλιο ή κατέχουν βασικές διευθυντικές θέσεις πρέπει να αποτελούν μειονότητα, ή διαφορετικά πρέπει να αποδειχθεί ότι η εταιρεία είναι παρ’ όλα αυτά επαρκώς ανεξάρτητη από κρατική παρέμβαση,

    οι πράξεις μετατροπής του συναλλάγματος πραγματοποιούνται σε τιμές μετατροπής της αγοράς, και

    η κρατική παρέμβαση δεν είναι τέτοια ώστε να επιτρέπει την καταστρατήγηση των μέτρων σε περίπτωση που καθορισθούν διαφορετικοί δασμολογικοί συντελεστές για τους μεμονωμένους εξαγωγείς.

    (56)

    Μόνο ο όμιλος Gushen ζήτησε ΑΜ. Η αίτησή του εξετάστηκε και δεν βρέθηκε κανένα στοιχείο το οποίο να υποδηλώνει ότι η εταιρεία δεν συμμορφωνόταν με τα προαναφερθέντα κριτήρια. Επομένως, συνήχθη το συμπέρασμα ότι θα μπορούσε να χορηγηθεί ΑΜ στον όμιλο Gushen.

    (57)

    Εξετάστηκαν επίσης οι αιτήσεις των ομίλων Crown και Sinoglory, επειδή δεν τους αναγνωρίστηκε ΚΟΑ. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν διαπιστώθηκε κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει ότι οι εταιρείες δεν πληρούσαν τα προαναφερθέντα κριτήρια. Συνάγεται, επομένως, το συμπέρασμα ότι και στους δύο ομίλους εταιρειών μπορούσε να χορηγηθεί ΑΜ.

    (58)

    Μετά τη γνωστοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο καταγγέλλων εξέφρασε τη διαφωνία του με τη χορήγηση ΑΜ στους ομίλους εξαγωγέων που συμμετείχαν στο δείγμα. Ωστόσο, λόγω της μη επιβολής μέτρων δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί το εν λόγω ζήτημα περαιτέρω.

    4.   ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΑΞΙΑ

    (59)

    Όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 46, δεν αναγνωρίστηκε ΚΟΑ στους δύο ομίλους του δείγματος που είχαν υποβάλει αίτηση. Ο τρίτος όμιλος που συμμετείχε στο δείγμα δεν είχε ζητήσει ΚΟΑ. Επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού, καθορίστηκε η κανονική αξία για όλους τους ομίλους με βάση τις τιμές ή τις κατασκευασμένες τιμές σε μια ανάλογη χώρα.

    α)    Ανάλογη χώρα

    (60)

    Στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας, η Επιτροπή είχε εκφράσει την πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει τις ΗΠΑ ως ανάλογη χώρα για τον καθορισμό της κανονικής αξίας όσον αφορά τη ΛΔΚ και είχε καλέσει τα ενδιαφερόμενα μέρη να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την επιλογή της χώρας αυτής.

    (61)

    Υποβλήθηκαν διάφορες παρατηρήσεις και προτάθηκαν άλλες χώρες ως εναλλακτική λύση και συγκεκριμένα η Βραζιλία και το Ισραήλ. Το κύριο επιχείρημα που προέβαλαν κατά των ΗΠΑ ως ανάλογης χώρας ήταν ότι στις ΗΠΑ το υπό εξέταση προϊόν θα παρασκευαζόταν από γενετικώς τροποποιημένους σπόρους σόγιας, ενώ αυτό δεν συμβαίνει στη ΛΔΚ. Η χρήση γενετικώς τροποποιημένων («ΓΤ») σπόρων σόγιας ενδεχομένως να οδηγήσει στη χρήση του προϊόντος από διαφορετικούς χρήστες και/ή μεταποιητικές βιομηχανίες. Αναφέρθηκε επίσης από παραγωγό-εξαγωγέα ότι η συνδεδεμένη εταιρεία του καταγγέλλοντα στις ΗΠΑ κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα τη διόγκωση των εγχώριων τιμών πώλησης.

    (62)

    Με βάση τα σχόλια που έλαβε η Επιτροπή, ζήτησε τη συνεργασία όλων των γνωστών παραγωγών του υπό εξέταση προϊόντος στη Βραζιλία, το Ισραήλ και τις ΗΠΑ, υποβάλλοντάς τους μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με την παραγωγή, τις πωλήσεις και τις τοπικές αγορές και ρωτώντας τους κατά πόσο θα ήταν διατεθειμένοι να παράσχουν λεπτομερέστερες πληροφορίες σχετικά με τις δαπάνες τους και τις τιμές, εάν επιλεγόταν ως ανάλογη χώρα η χώρα τους. Μόνο ένας παραγωγός των ΗΠΑ και δύο παραγωγοί της Βραζιλίας απάντησαν υποβάλλοντας τις απαιτούμενες πληροφορίες και προσφερόμενοι να συνεργαστούν περαιτέρω. Σε μεταγενέστερο στάδιο, ένας ισραηλινός παραγωγός υπέβαλε επίσης πλήρως συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο. Επίσης, η Επιτροπή προσπάθησε να συγκεντρώσει πληροφορίες σχετικά με τις προαναφερόμενες αγορές και άλλες πιθανές αγορές με άλλα μέσα.

    (63)

    Οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο αναλύθηκαν προσεκτικά. Επιβεβαιώθηκε ότι το προϊόν των ΗΠΑ αποτελείτο κυρίως από ΓΤ σπόρους σόγιας, σε αντίθεση με το υπό εξέταση προϊόν από τη ΛΔΚ, τη Βραζιλία ή από το Ισραήλ. Ωστόσο, δεν κατέστη δυνατόν να συναχθεί συμπέρασμα όσον αφορά τις επιπτώσεις που θα συνεπαγόταν αυτή η διαφορά στις βασικές πρώτες ύλες για τα χαρακτηριστικά, τις χρήσεις, το κόστος ή την τιμή του προϊόντος. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι η αγορά της Βραζιλίας είχε εισαγωγικό δασμό 14 %, οι εισαγόμενες ποσότητες του υπό εξέταση προϊόντος στη Βραζιλία ήταν σημαντικές και ανταγωνίζονταν το τοπικά παραγόμενο προϊόν. Πράγματι, στους δύο παραγωγούς της Βραζιλίας που προσφέρθηκαν να συνεργαστούν αναλογούσαν τα ¾ της κατανάλωσης στη Βραζιλία, ενώ η αγορά των ΗΠΑ φαινόταν να κυριαρχείται σαφώς από δύο μεγάλους εγχώριους παραγωγούς, από τους οποίους μόνον ο ένας είχε προσφερθεί να συνεργαστεί. Ως εκ τούτου, παρά το γεγονός ότι το συνολικό μέγεθος της αγοράς των ΗΠΑ ήταν μεγαλύτερο, φαίνεται ότι οι συνθήκες ανταγωνισμού στη Βραζιλία είναι πιο έντονες, με δύο μεγάλους εγχώριους παραγωγούς και σημαντικές εισαγωγές. Επιπλέον, γενικά, ο εγχώριος όγκος πωλήσεων των συνεργαζόμενων βραζιλιάνων παραγωγών φάνηκε να είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με τον όγκο των πωλήσεων στην ΕΕ των κινέζων παραγωγών που συμμετέχουν στο δείγμα, και το προϊόν ποικίλλει ανάλογα. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι η βραζιλιανή εγχώρια αγορά ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από την ισραηλινή.

    (64)

    Με βάση τα ανωτέρω, η Βραζιλία επελέγη ως ανάλογη χώρα. Αυτή η επιλογή επιβεβαιώθηκε.

    β)    Καθορισμός της κανονικής αξίας

    (65)

    Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία για τους παραγωγούς-εξαγωγείς στους οποίους δεν χορηγήθηκε ΚΟΑ καθορίστηκε βάσει επαληθευμένων πληροφοριών που λήφθηκαν από τους παραγωγούς στην ανάλογη χώρα. Επειδή κανένας τύπος αυτού του προϊόντος δεν είχε παραχθεί στην εγχώρια αγορά της ανάλογης χώρας στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων ή κανένας παρόμοιος τύπος δεν είχε πωληθεί, η κανονική αξία κατασκευάστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 3 και με το άρθρο 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού.

    (66)

    Μετά τη γνωστοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, οι υπολογισμοί προσαρμόστηκαν έτσι ώστε να λάβουν επίσης υπόψη παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

    5.   ΤΙΜΗ ΕΞΑΓΩΓΗΣ

    (67)

    Οι παραγωγοί-εξαγωγείς πραγματοποίησαν εξαγωγές στην Ένωση είτε απευθείας σε ανεξάρτητους πελάτες είτε μέσω συνδεδεμένων εταιρειών με έδρα τη ΛΔΚ. Συνεπώς, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού, τουτέστιν με βάση τις πράγματι πληρωθείσες ή πληρωτέες τιμές.

    (68)

    Μετά τη γνωστοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων οι υπολογισμοί προσαρμόστηκαν ώστε να ληφθούν επίσης υπόψη οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη.

    6.   ΣΥΓΚΡΙΣΗ

    (69)

    Η κανονική αξία και οι τιμές εξαγωγής συγκρίθηκαν σε επίπεδο τιμών εκ του εργοστασίου. Προκειμένου να εξασφαλιστεί η δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, πραγματοποιήθηκαν οι δέουσες προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές που επηρεάζουν τις τιμές και τη συγκρισιμότητα των τιμών, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Έγιναν οι κατάλληλες προσαρμογές για να ληφθούν υπόψη οι εκπτώσεις, τα έξοδα μεταφοράς, ασφάλισης, διεκπεραίωσης, φόρτωσης, καθώς και τα παρεπόμενα έξοδα, τα έξοδα συσκευασίας, το πιστωτικό κόστος και η έμμεση φορολογία, σε όλες τις περιπτώσεις που θεωρήθηκαν εύλογες, ακριβείς και υποστηριζόμενες από επαληθευμένα στοιχεία.

    7.   ΠΕΡΙΘΩΡΙΑ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

    (70)

    Το οριστικό περιθώριο ντάμπινγκ εκφράστηκε ως ποσοστό της ενωσιακής τιμής CIF στα σύνορα, χωρίς την καταβολή δασμών.

    (71)

    Για καθέναν από τους τρεις συνεργαζόμενους ομίλους παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος, το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε με βάση τη σύγκριση της μέσης σταθμισμένης κανονικής αξίας στην ανάλογη χώρα προς το σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 11 και 12 του βασικού κανονισμού.

    (72)

    Για τις συνεργασθείσες εταιρείες που δεν συμπεριλήφθηκαν στο δείγμα, το περιθώριο ντάμπινγκ υπολογίστηκε ως μέσος όρος των τριών ομίλων εταιρειών του δείγματος.

    (73)

    Λόγω του υψηλού επιπέδου συνεργασίας στην έρευνα, καθώς οι συνεργαζόμενες εταιρείες αντιπροσώπευαν περίπου το 90 % όλων των εισαγωγών από τη ΛΔΚ κατά τη διάρκεια της ΠΕ, για τυχόν μη συνεργαζόμενες εταιρείες, το περιθώριο σε επίπεδο χώρας προσδιορίστηκε με τη χρήση του υψηλότερου περιθωρίου που διαπιστώθηκε για τους ομίλους εταιρειών του δείγματος.

    (74)

    Στο πλαίσιο αυτό, τα οριστικά επίπεδα ντάμπινγκ έχουν ως εξής:

    Εταιρεία

    Περιθώριο ντάμπινγκ

    Όμιλος Crown

    59,4 %

    Όμιλος Gushen

    55,8 %

    Όμιλος Sinoglory

    67,0 %

    Συνεργαζόμενες εταιρείες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο δείγμα

    61,3 %

    Άλλες εταιρείες

    67,0 %

    Δ.   ΖΗΜΙΑ

    1.   ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

    (75)

    Μετά την αναθεώρηση του πεδίου κάλυψης του προϊόντος (αποκλεισμός των συμπυκνωμάτων που προορίζονται για τη διατροφή των ζώων), μία εταιρεία — η ADM στις Κάτω Χώρες, η παραγωγή της οποίας περιορίζεται σε συμπυκνώματα για τη διατροφή των ζώων— δεν θεωρείται πλέον ότι αποτελεί μέρος του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Κατά συνέπεια, μόνο ο καταγγέλλων (Solae) παρήγε το ομοειδές προϊόν στην Ένωση κατά την περίοδο της έρευνας. Η Solae διαθέτει επί του παρόντος δύο μονάδες παραγωγής στην ΕΕ —μία στο Βέλγιο που παράγει απομονωμένα στελέχη πρωτεϊνών σόγιας και μία στη Δανία που παράγει συμπυκνώματα πρωτεΐνης σόγιας (τα βασικά συμπυκνώματα πρωτεϊνών σόγιας (ΣΠΣ) και συμπυκνώματα που υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία υψηλής αξίας, για τα οποία τα βασικά ΣΠΣ χρησιμεύουν ως ενδιάμεσο προϊόν). Άλλη εγκατάσταση παρασκευής της Solae στο Boudreaux, στη Γαλλία, που παρασκεύαζε και διέθετε στην αγορά μόνον απλά συμπυκνώματα για ζωοτροφές έκλεισε στις αρχές του 2009.

    (76)

    Όσον αφορά την παραγωγή στην ΕΕ, από την έρευνα προέκυψε ότι η διαδικασία παραγωγής της Solae βασίζεται αποκλειστικά σε συμφωνία «υπεργολαβίας» με την ελβετική μητρική εταιρεία, Solae Europe. Στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας η Solae Belgium και Solae Denmark μεταποιούν τις πρώτες ύλες που παρέχει η Solae Europe έναντι αμοιβής για παροχή υπηρεσίας. Η Solae Europe καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, παραμένει ο μόνος δικαιούχος των πρώτων υλών, των ενδιάμεσων προϊόντων και των τελικών προϊόντων.

    (77)

    Δεδομένου ότι η κυριότητα της πρώτης ύλης και των τελικών αγαθών, παραμένει στη μητρική εταιρεία, οι συμφωνίες υπεργολαβίας είναι διαφορετικές από νομική άποψη από άλλες πιθανές ρυθμίσεις παραγωγής. Εντούτοις, στην παρούσα περίπτωση, η προστιθέμενη αξία από τις εταιρείες της ΕΕ, ανέρχεται σε πάνω από το 50 % του κόστους παρασκευής. Αυτό το μερίδιο προστιθέμενης αξίας αντικατοπτρίζει, επίσης, τις τεχνολογικές και κεφαλαιουχικές επενδύσεις που πραγματοποιούνται στην Ένωση. Η καθαρή αξία των επενδύσεων αυτών στην ΕΕ είναι σημαντική και ο κλάδος απασχολεί σημαντικό αριθμό εργαζομένων στην Ένωση.

    (78)

    Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι οι ενέργειες στο πλαίσιο της συμφωνίας υπεργολαβίας στην ΕΕ αποτελούν «την τελευταία ουσιαστική μεταποίηση» και, ως εκ τούτου, παρέχουν στα προϊόντα καταγωγή ΕΕ.

    (79)

    Λόγω των ανωτέρω, συνάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι η οικονομική δραστηριότητα όπως αυτή που επιτελούν η Solae Belgium και Solae Denmark στην ΕΕ θα μπορούσε, ενδεχομένως, να τεθεί σε κίνδυνο από τις πρακτικές ντάμπινγκ και θα έπρεπε, ως εκ τούτου, να προστατεύεται ανεξαρτήτως της νομικής φύσης της εν λόγω δραστηριότητας (συμφωνία υπεργολαβίας ή άλλου είδους ρυθμίσεις παραγωγής). Με βάση τα ανωτέρω, συνήχθη το συμπέρασμα ότι η Solae Belgium και Solae Denmark θεωρούνται παραγωγοί της Ένωσης που αποτελούν μέρος του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

    (80)

    Μετά τη γνωστοποίηση των προσωρινών συμπερασμάτων, ένας εξαγωγέας σχολίασε ότι οι εταιρείες «υπεργολαβίας» δεν πληρούν τις προϋποθέσεις για να θεωρηθούν παραγωγοί της Ένωσης και δεν μπορούν να εμπλέκονται σε έρευνες αντιντάμπινγκ. Ο εξαγωγέας υποστήριξε ότι δεδομένου ότι η κυριότητα της πρώτης ύλης και των τελικών εμπορευμάτων παραμένει στη Solae Europe που είναι καταχωρισμένη στην Ελβετία (δηλαδή εκτός ΕΕ), οι εταιρείες Solae Belgium και Solae Denmark δεν μπορούσαν να θεωρηθούν παραγωγοί της Ένωσης και δεν πρέπει να χαίρουν προστασίας από τις πρακτικές ντάμπινγκ.

    (81)

    Ο εξαγωγέας τόνισε ότι σε προηγούμενες περιπτώσεις, όπως εκείνη για τις εισαγωγές πλαστικών σάκων και σακουλών καταγωγής ΛΔΚ (7), οι υπηρεσίες της Επιτροπής αποφάσισαν να εξαιρέσουν δύο κινεζικές εταιρείες από ένα δείγμα παραγωγών-εξαγωγέων επειδή δεν είχαν παραγάγει οι ίδιες μεγάλο ποσοστό από τα δηλούμενα εξαγόμενα προϊόντα, αλλά τα είχαν μεταποιήσει για άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς.

    (82)

    Σημειώνεται ότι η περίπτωση αυτή δεν είναι συγκρίσιμη με την προκειμένη περίπτωση. Πρώτον, οι κινεζικές εταιρείες στην περίπτωση των πλαστικών σάκων και σακουλών που αναφέρονται παραπάνω είχαν τη δική τους (που δεν αποτελούσε αντικείμενο υπεργολαβίας) παραγωγή (αλλά οι πωλήσεις των οικείων προϊόντων ήταν πολύ μικρές ώστε να συμπεριληφθούν οι επιχειρήσεις αυτές στο δείγμα), ενώ στην παρούσα περίσταση οι Solae Belgium and Solae Denmark λειτουργούν αποκλειστικά με συμφωνία υπεργολαβίας.

    (83)

    Επιπλέον, ενώ οι εταιρείες Solae Belgium και Solae Denmark ανήκουν εξ ολοκλήρου στην Solae Europe, η έρευνα για τις κινεζικές εταιρείες που αποκλείστηκαν από το δείγμα δεν καθόρισε σχέση κυριότητας με άλλους παραγωγούς-εξαγωγείς για τους οποίους πραγματοποιήθηκε η επεξεργασία των προϊόντων.

    (84)

    Ο εξαγωγέας αναφέρθηκε επίσης και σε άλλη προηγούμενη έρευνα, και συγκεκριμένα σε εκείνη που αφορούσε τις εισαγωγές γλυκίνης καταγωγής ΛΔΚ (8), στην οποία η Επιτροπή αντιμετώπισε ορισμένες κινεζικές επιχειρήσεις ως εμπόρους μάλλον παρά ως παραγωγούς, επειδή η δραστηριότητά τους δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να θεωρηθεί παραγωγή.

    (85)

    Σημειώνεται σχετικά ότι ούτε η περίπτωση της γλυκίνης δεν μπορεί να στηρίξει το επιχείρημα του εξαγωγέα, διότι στην περίπτωση εκείνη οι κινεζικές εξαγωγικές εταιρείες απλώς διεξήγαγαν ορισμένες εργασίες μεταποίησης που δεν μετέβαλαν τη χημική σύνθεση ούτε τα φυσικά χαρακτηριστικά του υπό εξέταση προϊόντος. Πρόκειται για μια εντελώς διαφορετική περίπτωση από την υπό εξέταση περίπτωση στην οποία οι εργασίες που πραγματοποιούνται από τις εταιρείες της ΕΕ μετατρέπουν τους σπόρους ή τις νιφάδες σόγιας σε πρωτεΐνες σόγιας και όχι μόνο μεταβάλλουν τη χημική σύνθεση ή τα φυσικά χαρακτηριστικά της πρώτης ύλης, αλλά επίσης προσδίδουν σημαντική προστιθέμενη αξία στο τελικό προϊόν.

    (86)

    Ο εξαγωγέας ισχυρίστηκε, επίσης, ότι το κέντρο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων για το σύνολο της παραγωγής της Ένωσης για την ανάθεση της επεξεργασίας πρώτων υλών ανήκει αποκλειστικά σε εταιρεία εκτός της ΕΕ και ότι το μέλλον των εταιρειών υπεργολαβίας εξαρτάται αποκλειστικά από την ελβετική μητρική εταιρεία. Ο εξαγωγέας προσέθεσε ότι σε μια άλλη περίπτωση, που αφορούσε εισαγωγές οξικού βινυλίου, καταγωγής ΗΠΑ (9), η Επιτροπή απέκλεισε έναν παραγωγό της ΕΕ από τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Ένωσης λόγω της σχέσης του με μια εταιρεία στην υπό εξέταση χώρα.

    (87)

    Ένα άλλο μέρος πρότεινε επίσης, κατά την ανάλυση του θέματος της συμφωνίας υπεργολαβίας και του κατά πόσο αυτή μπορεί να θεωρείται ως παραγωγή, να συνεκτιμώνται παράμετροι όπως η γεωγραφική θέση της εταιρικής έδρας, το κέντρο του ενδιαφέροντος και η εστίαση στην αγορά της ΕΕ, όπως γίνεται με την ανάλυση των συνδεδεμένων εταιρειών για τον καθορισμό του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

    (88)

    Πράγματι, ο όμιλος Solae έχει διαρθρωτικούς δεσμούς με την ελβετική μητρική εταιρεία και περαιτέρω εταιρικές σχέσεις με εταιρείες των ΗΠΑ. Δεν πρόκειται για κάτι καινοφανές στις διαδικασίες αντιντάμπινγκ, επειδή οι επιχειρήσεις με ισχυρή παρουσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνηθίζεται να έχουν τέτοιου είδους διαρθρωτικούς, κεφαλαιουχικούς ή εταιρικούς δεσμούς εκτός της ΕΕ. Ωστόσο, αυτές οι διαρθρωτικές και εταιρικές σχέσεις εκτός ΕΕ δεν πρέπει να θέτουν επ’ αμφιβόλω το συμπέρασμα ότι οι καταγγέλλοντες πληρούν τις προϋποθέσεις για να θεωρηθούν παραγωγοί της ΕΕ.

    (89)

    Σημειώνεται ότι τα σχετικά επιχειρήματα θα ήταν χρήσιμα για τους σκοπούς του άρθρου 4 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού και τον ορισμό του κλάδου παραγωγής της Ένωσης μόνο σε περίπτωση που η Solae Europe ήταν μια εταιρεία στην υπό εξέταση χώρα, δηλαδή στη ΛΔΚ στην προκειμένη περίπτωση. Αυτό είναι σαφές ότι δεν συμβαίνει και, κατά συνέπεια, το επιχείρημα του εξαγωγέα είναι άνευ αντικειμένου.

    (90)

    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η κυριότητα της πρώτης ύλης που χρησιμοποιείται και/ή του τελικού προϊόντος δεν είναι το καθοριστικό κριτήριο για τον ορισμό του παραγωγού της Ένωσης. Ενώ η συμφωνία υπεργολαβίας διαφέρει από νομική άποψη από άλλες συμφωνίες παραγωγής, οι εταιρείες που παράγουν προϊόντα στα πλαίσια υπεργολαβίας μπορούν να θεωρούνται παραγωγοί της Ένωσης.

    (91)

    Η προσέγγιση αυτή είναι σύμφωνη με την προηγούμενη πρακτική των θεσμικών οργάνων, όπως για παράδειγμα στην επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος των μέτρων σχετικά με τις εισαγωγές φουρφουρυλικής αλκοόλης καταγωγής ΛΔΚ (10).

    (92)

    Επαναλαμβάνεται ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η προστιθέμενη αξία από τις εταιρείες της ΕΕ, υπερβαίνει το 50 % του κόστους παρασκευής. Αυτό το μερίδιο της προστιθέμενης αξίας αντικατοπτρίζει τις τεχνολογικές και τις κεφαλαιουχικές επενδύσεις που πραγματοποιούνται στην Ένωση. Η καθαρή αξία των επενδύσεων αυτών στην ΕΕ είναι σημαντική και ο κλάδος απασχολεί σημαντικό αριθμό εργαζομένων στην Ένωση.

    (93)

    Εν κατακλείδι, οι Solae Belgium και Solae Denmark θεωρούνται παραγωγοί της Ένωσης που αποτελούν μέρος του κλάδου παραγωγής της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 και του άρθρου 5 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού και, στη συνέχεια, θα αναφέρονται ως ο «κλάδος παραγωγής της Ένωσης».

    (94)

    Το σύνολο της παραγωγής της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού καθορίστηκε με βάση την απάντηση στο ερωτηματολόγιο του καταγγέλλοντος.

    (95)

    Δεδομένου ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης περιλαμβάνει μόνο έναν παραγωγό, τα δεδομένα που ακολουθούν παρουσιάζονται υπό μορφή δεικτών, προκειμένου να τηρηθεί το απόρρητο, σύμφωνα με το άρθρο 19 του βασικού κανονισμού.

    2.   ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΕΝΩΣΗ

    (96)

    Η κατανάλωση στην Ένωση καθορίστηκε με βάση τον όγκο πωλήσεων προϊόντων που παράγονται στο πλαίσιο υπεργολαβίας και προορίζονται για την ενωσιακή αγορά, τον όγκο των εισαγωγών στην αγορά της Ένωσης βάσει στοιχείων της Eurostat και εκτιμήσεις του καταγγέλλοντος.

    (97)

    Οι κωδικοί ΣΟ που καλύπτουν ορισμένα συμπυκνώματα πρωτεΐνης σόγιας καλύπτουν ένα ευρύτερο φάσμα προϊόντων, και όχι μόνο το προϊόν που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Ο καταγγέλλων, βασιζόμενος σε εκτεταμένη έρευνα και γνώση της αγοράς, εκτίμησε την αξία και τον όγκο των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο έρευνας στην Ένωση. Οι εκτιμήσεις αυτές εξετάστηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας και θεωρήθηκαν αξιόπιστες. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής δεν έλαβαν παρατηρήσεις με μια εναλλακτική πρόταση που να θέτουν υπό αμφισβήτηση τη χρήση των εν λόγω εκτιμήσεων για τους σκοπούς της παρούσας έρευνας.

    (98)

    Ένα μέρος ισχυρίσθηκε ότι η μέθοδος υπολογισμού των εισαγωγών δεν έχει εξηγηθεί επαρκώς. Η κριτική αυτή ωστόσο δεν είναι τεκμηριωμένη. Το μέρος είχε ασκήσει κριτική στην προσέγγιση της Επιτροπής, χωρίς ωστόσο να προτείνει καταλληλότερη ή πιο αξιόπιστη εναλλακτική λύση. Η κριτική αφορούσε κυρίως το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν σε θέση να υποβάλει παρατηρήσεις. Υπενθυμίζεται ότι η μη εμπιστευτική έκδοση της καταγγελίας, η οποία παραθέτει λεπτομερώς τη μέθοδο αποκλεισμού, ήταν διαθέσιμη στον μη εμπιστευτικό φάκελο από την έναρξη της διαδικασίας.

    (99)

    Υπενθυμίζεται ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής διασταύρωσαν τα δεδομένα τα οποία περιείχε η καταγγελία και δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν κανένα στοιχείο το οποίο θα υπονόμευε τον εύλογο χαρακτήρα της επιλεγείσας μεθόδου. Επιπλέον, εφόσον τα μέρη δεν πρότειναν εναλλακτική μέθοδο αποκλεισμού, οι παρατηρήσεις τους θεωρήθηκαν ως μη τεκμηριωμένες.

    (100)

    Καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο η ζήτηση στην αγορά της Ένωσης μειώθηκε κατά 8 %. Ειδικότερα, η κατανάλωση της Ένωσης παρέμεινε σταθερή μεταξύ 2007 και 2008, μειώθηκε κατά 8 % το 2009 και παρέμεινε σταθερή κατά την ΠΕ.

    Πίνακας 1

    Κατανάλωση της Ένωσης

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Όγκος σε τόνους

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    100

    92

    92

    Πηγή:

    Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και εκτιμήσεις του καταγγέλλοντος που βασίζονται στα στοιχεία της Eurostat

    3.   ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΧΩΡΑ

    α)    Όγκος

    (101)

    Ο όγκος των εισαγωγών του υπό εξέταση προϊόντος αυξήθηκε κατά 15 % κατά την υπό εξέταση περίοδο και έφθασε τους 20 117 τόνους την ΠΕ. Ειδικότερα, οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ παρέμειναν σταθερές μεταξύ 2007 και 2008, προτού αυξηθούν κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες το 2009, όταν έφθασαν το ανώτατο επίπεδό τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ μειώθηκαν κατά περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ.

    Πίνακας 2

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Όγκος των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την εν υπό εξέταση χώρα (τόνοι)

    17 495

    17 557

    22 017

    20 117

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    100

    126

    115

    Μερίδιο της αγοράς των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την υπό εξέταση χώρα – δείκτες

    100

    100

    136

    125

    Πηγή:

    Εκτιμήσεις καταγγέλλοντος που βασίζονται στα στοιχεία της Eurostat

    β)    Μερίδιο αγοράς των υπό εξέταση εισαγωγών

    (102)

    Ο δείκτης που αντανακλά την εξέλιξη του μεριδίου αγοράς που κατείχαν οι εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη ΛΔΚ αυξήθηκε κατά 25 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Παρέμεινε σταθερός το διάστημα μεταξύ των ετών 2007 και 2008, αλλά αυξήθηκε κατά 36 % το 2009. Κατά την ΠΕ μειώθηκε κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες.

    γ)    Τιμές

    i)   Εξέλιξη των τιμών

    (103)

    Η μέση τιμή εισαγωγής αυξήθηκε συνολικά κατά 37 % κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ειδικότερα, αρχικά αυξήθηκε κατά 48 % στο διάστημα 2007 και 2008, στη συνέχεια μειώθηκε το 2009 κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες και παρέμεινε σε αυτά τα επίπεδα κατά την ΠΕ. Η μέση τιμή των εισαγωγών από τη ΛΔΚ την ΠΕ ήταν 1 569 ευρώ ανά τόνο.

    Πίνακας 3

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Τιμή CIF εισαγωγών από τη ΛΔΚ (ευρώ/τόνο)

    1 149

    1 704

    1 570

    1 569

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    148

    137

    137

    Πηγή:

    Εκτιμήσεις του καταγγέλλοντος που βασίζονται στα στοιχεία της Eurostat

    ii)   Πωλήσεις σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής

    (104)

    Για την ανάλυση των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, ο σταθμισμένος μέσος όρος των τιμών πώλησης του παραγωγού της Ένωσης σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην αγορά της Ένωσης, που αναπροσαρμόστηκε, ώστε να ληφθεί υπόψη το πιστωτικό κόστος, το κόστος διανομής, συσκευασίας και οι προμήθειες, σε επίπεδο εκ του εργοστασίου, συγκρίθηκε με τον αντίστοιχο σταθμισμένο μέσο όρο των τιμών CIF των συνεργασθέντων εξαγωγέων από τη ΛΔΚ στον πρώτο ανεξάρτητο πελάτη στην αγορά της Ένωσης, που αναπροσαρμόστηκε για να καλυφθούν όλα τα έξοδα που σχετίζονται με τον εκτελωνισμό, δηλαδή τελωνειακοί δασμοί και το εκ των υστέρων κόστος εισαγωγής (τιμή του εκφορτωθέντος προϊόντος).

    (105)

    Η σύγκριση έδειξε ότι κατά τη διάρκεια της ΠΕ, οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος πραγματοποιήθηκαν σε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής κατά 12 % περίπου.

    Εταιρεία

    Πώληση σε τιμές χαμηλότερες από τις ενωσιακές

    Όμιλος Crown

    11,1 %

    Όμιλος Gushen

    9,6 %

    Όμιλος Sinoglory

    15,0 %

    (106)

    Ένα ενδιαφερόμενο μέρος παρατήρησε ότι, φυσικά, το επίπεδο των πωλήσεων σε τιμές χαμηλότερες από τις κοινοτικές υπολογίστηκε μόνο για την περίοδο της έρευνας και ότι τα προηγούμενα επίπεδα πώλησης σε τιμές χαμηλότερες από τις ενωσιακές δεν είναι γνωστά. Ωστόσο, το ενδιαφερόμενο μέρος υποστήριξε ότι, δεδομένου ότι από το 2007 έως την ΠΕ, οι τιμές των κινεζικών εισαγωγών αυξήθηκαν κατά πολύ περισσότερο από τις τιμές του ενωσιακού κλάδου παραγωγής, μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι πωλήσεις σε τιμές χαμηλότερες από τις ενωσιακές μειώθηκαν.

    (107)

    Πράγματι, αναγνωρίζεται ότι κατά την περίοδο από το 2007 έως την ΠΕ, οι τιμές των κινεζικών εισαγωγών αυξήθηκαν κατά 37 %, ενώ οι τιμές του κλάδου παραγωγής της Ένωσης αυξήθηκαν μόνο κατά 15 % (βλέπε την αιτιολογική σκέψη 119 κατωτέρω). Κατά συνέπεια, είναι σαφές ότι σε σχέση με τις μέσες τιμές, η διαφορά μεταξύ των τιμών της Κίνας και της ΕΕ περιορίστηκε μεταξύ του 2007 και της ΠΕ.

    4.   ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

    (108)

    Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, η εξέταση του αντικτύπου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής περιέλαβε αξιολόγηση όλων των οικονομικών παραγόντων και δεικτών που επηρέασαν την κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης κατά την υπό εξέταση περίοδο.

    (109)

    Για τους σκοπούς της ανάλυσης της ζημίας, οι δείκτες ζημίας καθορίστηκαν με βάση τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από το συμπληρωμένο ερωτηματολόγιο, που ελέγχθηκε δεόντως από τον καταγγέλλοντα.

    α)    Παραγωγή

    (110)

    Η παραγωγή της Ένωσης μειώθηκε κατά 14 % μεταξύ 2007 και ΠΕ. Ειδικότερα, μειώθηκε κατά 8 % το 2008, προτού μειωθεί κατά επιπλέον 15 ποσοστιαίες μονάδες το 2009. Ωστόσο, υπήρχε σαφής βελτίωση μεταξύ 2009 και της ΠΕ, όταν η παραγωγή αυξήθηκε κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες.

    Πίνακας 4

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Παραγωγή (τόνοι)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    92

    77

    86

    Πηγή:

    Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

    β)    Παραγωγική ικανότητα και χρησιμοποίησή της

    (111)

    Η παραγωγική ικανότητα του παραγωγού της Ένωσης παρέμεινε σταθερή καθ’ όλη την υπό εξέταση περίοδο.

    Πίνακας 5

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Παραγωγική ικανότητα (τόνοι)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    100

    100

    100

    Χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    92

    77

    86

    Πηγή:

    Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

    (112)

    Ο δείκτης που αντανακλά την εξέλιξη της χρήσης της παραγωγικής ικανότητας μειώθηκε κατά 14 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Μεταξύ 2007 και 2008 μειώθηκε κατά 8 % και κατά επιπλέον 15 ποσοστιαίες μονάδες το 2009. Στη συνέχεια αυξήθηκε κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ. Η τάση του ποσοστού χρήσης της παραγωγικής ικανότητας αντικατοπτρίζει την εξέλιξη της παραγωγής κατά την υπό εξέταση περίοδο, δεδομένου ότι η παραγωγική ικανότητα παρέμεινε σταθερή.

    (113)

    Σημειώνεται ότι παρά τη συνολική μείωσή της, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας κατά την ΠΕ παρέμεινε σε σχετικά υψηλά επίπεδα και κατά την ΠΕ ήταν πάνω από 80 %.

    γ)    Όγκος πωλήσεων

    (114)

    Ο όγκος των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής σε μη συνδεδεμένους πελάτες στην αγορά της ΕΕ μειώθηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο κατά 8 %. Οι πωλήσεις μειώθηκαν κατά 9 % μεταξύ 2007 και 2008 και κατά περαιτέρω 5 ποσοστιαίες μονάδες το 2009. Ωστόσο, υπήρχε σαφής βελτίωση μεταξύ 2009 και της ΠΕ, όταν οι πωλήσεις αυξήθηκαν κατά περίπου 6 εκατοστιαίες μονάδες.

    Πίνακας 6

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Πωλήσεις ΕΕ (τόνοι)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    91

    86

    92

    Πηγή:

    Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

    δ)    Μερίδιο αγοράς

    (115)

    Συνολικά, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής διατήρησε το μερίδιό του στην αγορά. Ειδικότερα, ο δείκτης μειώθηκε κατά 9 % μεταξύ 2007 και 2008, αλλά ήδη το 2009, αυξήθηκε κατά 1 % και αυξήθηκε κατά ακόμη 7 εκατοστιαίες μονάδες στη διάρκεια της ΠΕ.

    Πίνακας 7

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Μερίδιο αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    91

    92

    99

    Πηγή:

    Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο από τον ενωσιακό κλάδο παραγωγής και εκτιμήσεις του καταγγέλλοντος που βασίζονται στα στοιχεία της Eurostat

    ε)    Ανάπτυξη

    (116)

    Μεταξύ του 2007 και της ΠΕ, όταν η κατανάλωση της Ένωσης μειώθηκε κατά 8 %, ο όγκος των πωλήσεων μειώθηκε επίσης κατά 8 %, ενώ το μερίδιο αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης παρέμεινε σταθερό.

    στ)    Απασχόληση

    (117)

    Η απασχόληση μειώθηκε κατά 7 % μεταξύ 2007 και ΠΕ. Αυξήθηκε ελαφρά μεταξύ 2007 και 2008 πριν από την απότομη μείωση κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες το 2009. Ωστόσο, η απασχόληση αυξήθηκε και πάλι κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ.

    Πίνακας 8

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Απασχόληση (άτομα)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    101

    91

    93

    Πηγή:

    Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

    ζ)    Παραγωγικότητα

    (118)

    Η παραγωγικότητα, που μετράται ως παραγωγή (τόνοι) ανά απασχολούμενο ανά έτος, μειώθηκε κατά 7 % κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Η μείωση αυτή αντανακλά το γεγονός ότι η παραγωγή μειώθηκε ταχύτερα από την απασχόληση. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι μεταξύ 2009 και της ΠΕ η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, αντικατοπτρίζοντας αύξηση της παραγωγής υψηλότερη από την αύξηση της απασχόλησης.

    Πίνακας 9

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Παραγωγικότητα (τόνοι ανά απασχολούμενο)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    91

    85

    93

    Πηγή:

    Απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο

    η)    Παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές πώλησης

    (119)

    Οι μέσες τιμές πώλησης των παραγωγών της Ένωσης αυξήθηκαν κατά 15 % κατά την υπό εξέταση περίοδο. Η μέση τιμή αυξήθηκε το 2008 και το 2009 (κατά 8 % και 10 % αντίστοιχα), και στη συνέχεια μειώθηκε ελαφρώς κατά τη διάρκεια της ΠΕ κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες. Σε γενικές γραμμές, οι τιμές του υπό εξέταση προϊόντος εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από το κόστος των κυριότερων πρώτων υλών (δηλαδή σπόροι ή νιφάδες σόγιας) και της ενέργειας. Και τα δύο μαζί αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό του κόστους παραγωγής. Σημειώνεται ότι η αγορά σπόρων σόγιας είναι ρευστή και χαρακτηρίζεται από σημαντικές ετήσιες ή και μηνιαίες διακυμάνσεις.

    (120)

    Λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών διακυμάνσεων των τιμών πώλησης μεταξύ των διαφόρων τύπων του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, η εξέλιξη του μέσου όρου των τιμών πώλησης θα πρέπει να αντιμετωπιστεί επιφυλακτικά δεδομένου ότι κάθε αλλαγή στη μέση τιμή επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τις αλλαγές της σύνθεσης του προϊόντος.

    Πίνακας 10

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Τιμή μονάδας στην αγορά της ΕΕ (ευρώ/τόνο)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    108

    118

    115

    Πηγή:

    Απάντηση στο ερωτηματολόγιο

    θ)    Μέγεθος του περιθωρίου ντάμπινγκ

    (121)

    Λαμβανομένων υπόψη του όγκου, του μεριδίου αγοράς και των τιμών των εισαγωγών από τη ΛΔΚ, ο αντίκτυπος των πραγματικών περιθωρίων ντάμπινγκ στον κλάδο παραγωγής της Ένωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος.

    ι)    Αποθέματα

    (122)

    Το επίπεδο των αποθεμάτων στο τέλος του οικονομικού έτους παρέμεινε σε γενικές γραμμές σταθερό μεταξύ 2007 και ΠΕ. Σημειώνεται ότι τα αποθέματα αντιπροσωπεύουν μικρό μόνο μέρος της ετήσιας παραγωγής και επομένως η σημασία του συγκεκριμένου δείκτη στην ανάλυση της ζημίας είναι μικρή.

    Πίνακας 11

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Αποθέματα στο τέλος του οικονομικού έτους (τόνοι)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    90

    110

    99

    Πηγή:

    Απάντηση στο ερωτηματολόγιο

    ια)    Αμοιβές

    (123)

    Το ετήσιο κόστος εργασίας αυξήθηκε κατά 7 % μεταξύ 2007 και ΠΕ. Αυξήθηκε κατά 5 % μεταξύ 2007 και 2008 και στη συνέχεια μειώθηκε κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες το 2009 και στη συνέχεια αυξήθηκε κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες την ΠΕ.

    Πίνακας 12

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Ετήσιο κόστος εργασίας (ευρώ)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    105

    103

    107

    Πηγή:

    Απάντηση στο ερωτηματολόγιο

    ιβ)    Κερδοφορία και απόδοση των επενδύσεων

    (124)

    Κατά την εξεταζόμενη περίοδο, η κερδοφορία των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στην αγορά της ΕΕ σε μη συνδεδεμένους πελάτες, ως ποσοστό καθαρών πωλήσεων, κυμάνθηκε σημαντικά. Ενώ στο διάστημα 2007 και 2009 ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής ήταν κερδοφόρος, το 2008 και κατά την ΠΕ υπέστη ζημία. Η διακύμανση της κερδοφορίας μπορεί να οφείλεται στις διακυμάνσεις της αγοράς σπόρων σόγιας.

    Πίνακας 13

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Κερδοφορία της ΕΕ (% των καθαρών πωλήσεων)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    –89

    10

    –45

    Απόδοση των επενδύσεων (κέρδος επί τοις εκατό της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    – 160

    –9

    – 109

    Πηγή:

    Απάντηση στο ερωτηματολόγιο

    (125)

    Η απόδοση των επενδύσεων («ΑΕ»), εκφραζόμενη ως ποσοστό κέρδους επί της καθαρής λογιστικής αξίας των επενδύσεων, ακολούθησε ευρέως την τάση της κερδοφορίας.

    ιγ)    Ταμειακές ροές και ικανότητα άντλησης κεφαλαίων

    (126)

    Οι καθαρές ταμειακές ροές από δραστηριότητες εκμετάλλευσης μειώθηκαν σημαντικά κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Αρχίζοντας με θετικές ροές το 2007, σημειώθηκε επιδείνωση το 2008 όταν οι ροές ήταν αρνητικές, αλλά βελτιώθηκαν ξανά το 2009 για να γίνουν και πάλι αρνητικές την ΠΕ. Συνολικά, οι ταμειακές ροές ακολούθησαν την τάση κερδοφορίας.

    (127)

    Δεν υπήρξαν ενδείξεις ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής συνάντησε δυσκολίες στην άντληση κεφαλαίων, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι είναι ενσωματωμένος σε ευρύτερο όμιλο.

    Πίνακας 14

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Ταμειακή ροή (EUR)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    –93

    24

    –7

    Πηγή:

    Απάντηση στο ερωτηματολόγιο

    ιδ)    Επενδύσεις

    (128)

    Οι ετήσιες επενδύσεις για την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος αυξήθηκαν κατά 4 % μεταξύ 2007 και 2008, προτού αυξηθούν περαιτέρω κατά 29 ποσοστιαίες μονάδες το 2009. Μειώθηκαν ελαφρά κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες κατά την ΠΕ. Συνολικά, οι επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 28 % την υπό εξέταση περίοδο.

    Πίνακας 15

     

    2007

    2008

    2009

    ΠΕ

    Καθαρές επενδύσεις (EUR)

    Εμπιστευτικά επιχειρηματικά δεδομένα

    Δείκτης (2007 = 100)

    100

    104

    133

    128

    Πηγή:

    Απάντηση στο ερωτηματολόγιο

    5.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΖΗΜΙΑ

    (129)

    Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι, σε γενικές γραμμές, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής μείωσε την παραγωγή του, τη χρησιμοποίηση της παραγωγικής του ικανότητας, τις πωλήσεις, την απασχόληση και την παραγωγικότητα κατά τη διάρκεια της υπό εξέταση περιόδου. Επίσης, αυξήθηκε το μισθολογικό κόστος.

    (130)

    Ταυτόχρονα αυτή η αρνητική εικόνα μετριάζεται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους εν λόγω δείκτες παρουσίασαν θετική εξέλιξη μεταξύ 2009 και της ΠΕ (2010). Ιδίως μεταξύ 2009 και το 2010 (ΠΕ), η παραγωγή και η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας αυξήθηκαν κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες· οι πωλήσεις και το μερίδιο αγοράς ΕΕ αυξήθηκε κατά 6 % και 7 %, αντίστοιχα· η απασχόληση αυξήθηκε κατά 2 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες.

    (131)

    Επίσης, το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής στο σύνολό του παρέμεινε σταθερό κατά την υπό εξέταση περίοδο. Παρόλο που μειώθηκε το 2008 αυξήθηκε ήδη από το 2009. Το 2010 έφθασε σε επίπεδα σχεδόν όμοια με εκείνα του 2007.

    (132)

    Η κερδοφορία, καθώς και η απόδοση των επενδύσεων και η ταμειακή ροή (τόσο στενά συνδεδεμένες και οι δύο με την κερδοφορία) δείχνουν μια ετερόκλητη εικόνα της οικονομικής κατάστασης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Ενώ συνολικά (μεταξύ του 2007 και της ΠΕ) μειώνονται, παρουσιάζουν επίσης σημαντικές διακυμάνσεις καθιστώντας προφανή τον ευμετάβλητο χαρακτήρα της αγοράς.

    (133)

    Οι καθαρές επενδύσεις αυξήθηκαν σαφώς μεταξύ του 2007 και του 2009 (κατά 33 %) και σημείωσαν μικρή μόνο μείωση (κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες) το 2010 (ΠΕ).

    (134)

    Επίσης, το πραγματικό επίπεδο των ζημιών που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης κατά την ΠΕ είναι σχετικά μέτριο.

    (135)

    Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής έχει υποστεί ζημία. Ωστόσο, λόγω του σχετικά ασήμαντου επιπέδου των πραγματικών απωλειών που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης κατά τη διάρκεια της ΠΕ, και ορισμένων ενδείξεων ανάκαμψης προς το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, η ζημία αυτή δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σημαντική κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

    (136)

    Μετά τη γνωστοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι η ζημία σ’ αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να θεωρηθεί σημαντική, διότι σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις με ανάλογες περιστάσεις (δηλαδή θετικές τάσεις που παρατηρήθηκαν κατά τα τέλη της υπό εξέταση περιόδου) (11) τα συμπεράσματα ήταν διαφορετικά. Ο καταγγέλλων υποστήριξε, επίσης, ότι η εξέταση του τελευταίου μέρους της υπό εξέταση περιόδου και η εξαγωγή συμπερασμάτων από ενδείξεις ανάκαμψης κατά την περίοδο αυτή είναι ασύμβατες με τους κανόνες του ΠΟΕ (12).

    (137)

    Σημειώνεται σχετικά με αυτό ότι κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται ανεξάρτητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η έρευνα όχι μόνο εντόπισε σαφείς ενδείξεις ανάκαμψης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης προς το τέλος της εξεταζόμενης περιόδου, αλλά και το μέγεθος των αρνητικών τάσεων ήταν σχετικά περιορισμένο. Για παράδειγμα, το μερίδιο αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης παρέμεινε σταθερό και σχετικά υψηλό συνολικά, η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας μειώθηκε ελαφρά, παραμένοντας, όμως, σε ποσοστό πάνω από 80 %, και οι επενδύσεις αυξήθηκαν. Αντίθετα, στην περίπτωση του οξαλικού οξέος  (13), για παράδειγμα, το μερίδιο αγοράς του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 9 % κατά την ΠΕ σε σύγκριση με το πρώτο έτος της περιόδου έρευνας για τον προσδιορισμό της ζημίας (14). Στην περίπτωση του κιτρικού οξέος  (15) υπήρξε παρόμοια απώλεια του μεριδίου αγοράς και μείωση των επενδύσεων (16).

    (138)

    Όσον αφορά τις υποχρεώσεις στο πλαίσιο του ΠΟΕ, η έκθεση της ειδικής ομάδας στην οποία γίνεται αναφορά, αφορά μια εντελώς διαφορετική κατάσταση στην οποία η εν λόγω αρχή ανέλυσε μόνο μερικά στοιχεία από 6 μήνες από καθένα από τρία συναπτά έτη και βάσισε τα συμπεράσματά της σε αυτή την ελλιπή ανάλυση. Η κατάσταση στην προκειμένη περίπτωση προφανώς είναι διαφορετική, επειδή η ανάλυση της ζημίας καλύπτει πλήρη ετήσια δεδομένα από τέσσερα συνεχή έτη και επιπλέον δίνεται κάποια έμφαση στο γεγονός ότι στο τέλος της τετραετούς περιόδου υπήρχε θετική εξέλιξη σε πολλές από τις τάσεις που αναλύθηκαν σε σύγκριση με το έτος πριν από την ΠΕ.

    (139)

    Με βάση τα ανωτέρω, συνάγεται οριστικά το συμπέρασμα ότι η ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης δεν χαρακτηρίζεται σημαντική κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

    Ε.   ΑΙΤΙΩΔΗΣ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

    1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

    (140)

    Χωρίς να θίγεται η απόφαση σχετικά με την απουσία σημαντικής ζημίας και με την υπόθεση ότι η ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σημαντική, η Επιτροπή εξέτασε την πιθανή αιτιώδη συνάφεια.

    (141)

    Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 6 και 7 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε κατά πόσον τυχόν ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ από την υπό εξέταση χώρα. Επίσης, εξετάστηκαν άλλοι γνωστοί παράγοντες εκτός των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ που θα μπορούσαν να είχαν προκαλέσει ζημία στον ενωσιακό κλάδο παραγωγής, ώστε να εξασφαλιστεί ότι τυχόν προκληθείσα ζημία από αυτούς τους άλλους παράγοντες δεν αποδόθηκε στις εισαγωγές που αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ.

    2.   ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ ΠΟΥ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ ΝΤΑΜΠΙΝΓΚ

    (142)

    Οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος αυξήθηκαν συνολικά κατά 15 % μεταξύ του 2007 και της ΠΕ και το αντίστοιχο μερίδιό τους στην αγορά αυξήθηκε κατά 25 % παρά την υποχωρούσα ζήτηση στην αγορά της Ένωσης. Γενικά αυτές οι εξελίξεις συνέπεσαν με την εξασθενημένη οικονομική κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Ενώ ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης κατάφερε να διατηρήσει το μερίδιό του στην αγορά, οι κινεζικές εισαγωγές αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 5 ποσοστιαίες μονάδες.

    (143)

    Στη βάση αυτή φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών από τη ΛΔΚ και της ζημίας που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής.

    (144)

    Ωστόσο, μια λεπτομερέστερη ανάλυση των επιπτώσεων που είχαν οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ στην κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης δεν φαίνεται αποδεικνύει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας. Για παράδειγμα, ενώ οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ αυξήθηκαν ελάχιστα μεταξύ 2007 και 2008 (αιτιολογική σκέψη 101) και οι τιμές cif κατά την εισαγωγή αυξήθηκαν κατά 48 % (αιτιολογική σκέψη 103), ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης υπέστη σημαντικές απώλειες το 2008, και απώλεσε κάποιο μερίδιο αγοράς. Αντίθετα, ενώ οι εισαγωγές από την Κίνα αυξήθηκαν από 26 % μεταξύ 2008 και 2009, και οι τιμές cif κατά την εισαγωγή μειώθηκαν κατά 11 ποσοστιαίες μονάδες, ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής διατήρησε το ίδιο μερίδιο αγοράς και παρουσίασε ανάκαμψη μετά τη ζημία που είχε υποστεί το 2008. Επίσης μεταξύ 2009 και ΠΕ, ενώ οι εισαγωγές από τη ΛΔΚ παρέμειναν στα ίδια επίπεδα στην αγορά της Ένωσης, η κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης βελτιώθηκε σαφώς, όπως αναφέρεται ανωτέρω στην ανάλυση της ζημίας.

    (145)

    Αυτή η έλλειψη συσχέτισης μεταξύ των εισαγωγών από τη ΛΔΚ και των τάσεων των δεικτών ζημίας υποδηλώνει ότι άλλοι παράγοντες συνέβαλαν και ενδεχομένως προκάλεσαν τη ζημία που υπέστη ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής. Το ζήτημα αυτό θα διερευνηθεί περαιτέρω στη συνέχεια.

    3.   ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΛΛΩΝ ΠΑΡΑΓΟΝΤΩΝ

    (146)

    Άλλοι παράγοντες που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της αιτιώδους συνάφειας είναι: i) η συρρίκνωση της ζήτησης στην Ένωση που κατά πάσα πιθανότητα οφείλεται στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση κατά τα έτη 2008/2009 και ii) η ρευστότητα στην αγορά σπόρων σόγιας.

    i)   Συρρίκνωση της ζήτησης στην Ένωση, κατά πάσα πιθανότητα συνδεόμενη εν μέρει με τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση του 2008/2009

    (147)

    Κατά την υπό εξέταση περίοδο παρατηρείται μείωση της κατανάλωσης στην Ένωση που αντιστοιχεί σε ποσοστό 8 % αν γίνει σύγκριση μεταξύ 2007 και 2010. Πολλοί από τους παράγοντες που ευθύνονται για τη ζημία ακολούθησαν την ίδια τάση. Για παράδειγμα, ο όγκος των πωλήσεων του ενωσιακού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 8 % εάν γίνει σύγκριση μεταξύ των προαναφερόμενων δύο περιόδων. Άλλα παραδείγματα είναι η απασχόληση και η παραγωγικότητα —και οι δύο σημείωσαν μείωση κατά 7 % το 2010 έναντι του 2007. Ως εκ τούτου, είναι σαφές ότι η συρρίκνωση της ζήτησης, όποια και αν είναι η αιτία, αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα για την εξέλιξη της κατάστασης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης.

    (148)

    Αν και ο λόγος για τη μείωση της ζήτησης δεν αφορά άμεσα την ανάλυση για την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, είναι δυνατόν να προκλήθηκε εν μέρει, τουλάχιστον, από τη χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Στο πλαίσιο αυτό, σημειώνεται ότι η μεγαλύτερη μείωση της ζήτησης συνέβη μεταξύ 2008 και 2009. Λόγω της χρονικής σύμπτωσης, η μείωση κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2008 και 2009 οφειλόταν κατά πάσα πιθανότητα στην οικονομική κρίση. Κατά συνέπεια, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης προκλήθηκε από την οικονομική κρίση και την επακόλουθη μείωση της ζήτησης.

    (149)

    Επίσης η Solae Belgium αναγνωρίζει στην ετήσια έκθεση του 2009 ότι η μείωση των εσόδων της από χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης είχε αρνητική επίπτωση στη δημοσιονομική κατάσταση της εταιρείας.

    (150)

    Η Επιτροπή σημειώνει και πάλι ότι ο ενωσιακός κλάδος παραγωγής βελτίωσε την οικονομική θέση του μεταξύ του 2009 και της ΠΕ. Η βελτίωση αυτή συμπίπτει με τη γενική οικονομική ανάκαμψη.

    (151)

    Με βάση τα ανωτέρω, θεωρείται ότι η συρρίκνωση της ζήτησης, κατά πάσα πιθανότητα λόγω της οικονομικής κρίσης, ήταν σημαντική αιτία της ζημίας που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης.

    (152)

    Μετά τη γνωστοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι η χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση δεν ήταν η αιτία της ζημίας, αλλά δεν υπέβαλε πειστικά επιχειρήματα και περιορίστηκε να επισημάνει ότι σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις (17) τα συμπεράσματα ήταν διαφορετικά.

    (153)

    Εν προκειμένω, επαναλαμβάνεται ότι κάθε περίπτωση πρέπει να κρίνεται ανεξάρτητα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, γεγονός παραμένει ότι, ενώ δεν υπάρχει σαφής συσχέτιση μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της κατάστασης του κλάδου παραγωγής της Ένωσης, η συρρίκνωση της ζήτησης, κατά πάσα πιθανότητα λόγω της οικονομικής κρίσης, συνέβαλε στην κακή κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Στην πραγματικότητα, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, όπως εκτέθηκε παραπάνω, αυτό αναγνωρίζεται ρητά στην ετήσια έκθεση της εταιρείας Solae Belgium του 2009.

    (154)

    Ωστόσο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες αναφέρεται ο καταγγέλλων και της υπό εξέτασης περίπτωσης. Ορισμένες από τις διαφορές αυτές παρατίθενται στις ακόλουθες αιτιολογικές σκέψεις.

    (155)

    Στην περίπτωση του οξαλικού οξέος (18), μολονότι ορισμένοι δείκτες παρουσίασαν πράγματι θετική εξέλιξη μεταξύ του 2009 και της ΠΕ, το μερίδιο αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης μειώθηκε, ενώ στην υπό εξέταση περίπτωση αυξήθηκε, φθάνοντας σχεδόν στα επίπεδα του 2007 (19). Επιπλέον, στην περίπτωση του οξαλικού οξέος δεν υπάρχει κάθε έτος απουσία συσχέτισης μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις υπό εξέταση χώρες και των τάσεων των δεικτών ζημίας, γεγονός που χαρακτηρίζει την υπό εξέταση περίπτωση. Διαφέρουν και οι τάσεις κερδοφορίας. Συγκεκριμένα, στην υπό εξέταση περίπτωση η κερδοφορία παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις. Τέλος, στην υπό εξέταση περίπτωση η αγορά είναι εξαιρετικά ασταθής.

    (156)

    Στην περίπτωση των υφασμάτων ινών από γυαλί ανοιχτής βροχίδας (20), το μερίδιο αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης μειωνόταν κάθε χρόνο, και στο τέλος η μείωση έφθασε τις 12 ποσοστιαίες μονάδες (21). Παράλληλα, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από την Κίνα αυξανόταν σταθερά κάθε χρόνο και συνολικά αυξήθηκε κατά 12,4 ποσοστιαίες μονάδες (22). Στην υπό εξέταση όμως περίπτωση, το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών από την Κίνα αυξανόταν μέχρι το 2009 και στη συνέχεια μειώθηκε στο διάστημα μεταξύ 2009 και ΠΕ. Ταυτόχρονα το μερίδιο αγοράς του κλάδου παραγωγής της Ένωσης μειώθηκε το 2008, αλλά στη συνέχεια αυξήθηκε και έφθασε σχεδόν στα επίπεδα του 2007.

    (157)

    Στην περίπτωση των γυάλινων ινών (23) το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξανόταν σταθερά κάθε χρόνο σημειώνοντας συνολική αύξηση κατά 6,3 ποσοστιαίες μονάδες (24).

    (158)

    Στην περίπτωση των κεραμικών πλακιδίων (25), το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξήθηκε σταθερά. (26) Επιπλέον, η εξέλιξη των αποθεμάτων ήταν πολύ διαφορετική. Στην περίπτωση των κεραμικών πλακιδίων, η αύξηση των αποθεμάτων αποτέλεσε προφανή παράγοντα ζημίας (27). Τέλος, από την έρευνα στην περίπτωση των κεραμικών πλακιδίων προέκυψε ότι παρά την ανάκαμψη του κατασκευαστικού τομέα, οι δείκτες του κλάδου παραγωγής της Ένωσης εξακολούθησαν να παρουσιάζουν πτωτική τάση (28).

    (159)

    Τέλος, στην περίπτωση της λιπαρής αλκοόλης (29), η εξέλιξη των δεικτών ζημίας μεταξύ 2009 και ΠΕ ήταν διαφορετική από ό,τι στην υπό εξέταση περίπτωση (π.χ. μείωση απασχόλησης) (30), και ο όγκος και το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών που αποτέλεσαν αντικείμενο ντάμπινγκ αυξήθηκαν στο διάστημα μεταξύ 2009 και ΠΕ (31).

    (160)

    Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός του καταγγέλλοντος πρέπει να απορριφθεί.

    ii)   Αστάθεια στην αγορά σπόρων σόγιας

    (161)

    Καταδείχθηκε ανωτέρω ότι η κερδοφορία του ενωσιακού κλάδου παραγωγής παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις πράγμα που δηλώνει ότι η αγορά είναι ασταθής.

    (162)

    Η αστάθεια στην αγορά συνδέεται στενά με τις διακυμάνσεις της αγοράς πρώτων υλών. Η αγορά άμεσης παράδοσης (spot) της κύριας πρώτης ύλης —σπόροι σόγιας— είθισται να χαρακτηρίζεται από σημαντικές μηνιαίες και ετήσιες διακυμάνσεις (32), ενώ οι τιμές για το τελικό προϊόν —το υπό εξέταση προϊόν— τείνουν να παραμένουν μάλλον σταθερές (λόγω του ότι βασίζονται σε πιο μακροπρόθεσμες συμβάσεις). Κατά συνέπεια, το επίπεδο της κερδοφορίας για το υπό εξέταση προϊόν εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την κατάσταση που επικρατεί στην αγορά σπόρων σόγιας.

    (163)

    Σε αυτό το πλαίσιο, σημειώνεται ότι πράγματι σημειώθηκε σημαντική αύξηση των τιμών της σόγιας το 2008 που είχε σημαντικό αντίκτυπο στην κερδοφορία και στη συνολική κατάσταση του κλάδου παραγωγής της Ένωσης. Ο καταγγέλλων παραδέχθηκε ότι η αύξηση των τιμών της σόγιας συνέβαλε στην κακή κατάσταση της αγοράς το 2008.

    (164)

    Βάσει των ανωτέρω, είναι σαφές ότι η ρευστότητα στην αγορά σπόρων σόγιας, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης.

    (165)

    Μετά τη γνωστοποίηση των τελικών συμπερασμάτων, ο καταγγέλλων ισχυρίστηκε ότι η ρευστότητα των τιμών των σπόρων σόγιας δεν μπορεί να άρει την αιτιώδη συνάφεια και συνδεόταν μόνο με τη ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης το 2008. Ωστόσο, δεν υπέβαλε κανένα τεκμηριωμένο αποδεικτικό στοιχείο για το θέμα αυτό.

    (166)

    Σημειώνεται ότι η άνοδος των τιμών σπόρων σόγιας συμπίπτει με την κακή οικονομική επίδοση του ενωσιακού κλάδου παραγωγής και, δεδομένου ότι οι υψηλές τιμές των σπόρων σόγιας θεωρήθηκαν η κύρια αιτία της ζημίας του 2008, δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για τον οποίο οι απώλειες του 2010 που συνέπεσαν με την αύξηση των τιμών των σπόρων σόγιας να πρέπει να αντιμετωπιστούν διαφορετικά.

    (167)

    Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός του καταγγέλλοντος πρέπει να απορριφθεί.

    4.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΤΙΩΔΗ ΣΥΝΑΦΕΙΑ

    (168)

    Άλλοι παράγοντες, και ιδίως η συρρίκνωση της ζήτησης (κατά πάσα πιθανότητα που προκλήθηκε εν μέρει από την οικονομική κρίση του 2008/2009) και ο ευμετάβλητος χαρακτήρας της αγοράς της κύριας πρώτης ύλης ήταν σημαντικοί λόγοι για τη ζημία που υπέστη ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης.

    (169)

    Ως εκ τούτου, ακόμη και με την υπόθεση ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης υπέστη σημαντική ζημία, δεδομένου ότι οι εν λόγω άλλοι παράγοντες αίρουν την αιτιώδη συνάφεια, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η ζημία προκλήθηκε από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη ΛΔΚ.

    ΣΤ.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

    (170)

    Δεδομένου ότι διαπιστώθηκε ανωτέρω ότι ο κλάδος παραγωγής της Ένωσης δεν υπέστη ζημία που μπορεί να θεωρηθεί σημαντική, και ότι οπωσδήποτε άλλοι παράγοντες αίρουν την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και της εν λόγω ζημίας, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί το συμφέρον της Ένωσης.

    Ζ.   ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

    (171)

    Με βάση τα συμπεράσματα που προέκυψαν όσον αφορά την απουσία σημαντικής ζημίας του κλάδου παραγωγής της Ένωσης και όσον αφορά την απουσία αιτιώδους συνάφειας, σύμφωνα με το άρθρο 9 του βασικού κανονισμού, η διαδικασία θα πρέπει να περατωθεί χωρίς την επιβολή μέτρων.

    (172)

    Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα τελικά συμπεράσματα και την πρόθεση της Επιτροπής να περατώσει τη διαδικασία και τους δόθηκε η ευκαιρία να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Οι παρατηρήσεις τους εξετάστηκαν, αλλά δεν μετέβαλαν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν παραπάνω,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Η διαδικασία αντιντάμπινγκ σχετικά με τις εισαγωγές ορισμένων προϊόντων συμπυκνωμένης πρωτεΐνης σόγιας καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας περατώνεται.

    Άρθρο 2

    H παρούσα απόφαση αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    Βρυξέλλες, 27 Ιουνίου 2012.

    Για την Επιτροπή

    Ο Πρόεδρος

    José Manuel BARROSO


    (1)  ΕΕ L 343 της 22.12.2009, σ. 51.

    (2)  ΕΕ C 121 της 19.4.2011, σ. 71.

    (3)  Παρά τη σχέση του με έναν κινεζικό όμιλο παραγωγών-εξαγωγέων, ο καταγγέλλων θεωρείται παραγωγός της Ένωσης, ιδίως επειδή από τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία προκύπτει ότι οι εξαγωγές από τον εν λόγω συνδεδεμένο όμιλο στην ΕΕ είναι πολύ περιορισμένες.

    (4)  Ενημερωτικά, σημειώνεται ότι ο αιτών Β είναι συνδεδεμένος με τον καταγγέλλοντα.

    (5)  Έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου του ΠΟΕ, της 15ης Ιουλίου 2011, WT/ds397/AB/R, Ευρωπαϊκές Κοινότητες — Οριστικά μέτρα αντιντάμπινγκ για ορισμένους συνδετήρες από σίδηρο ή χάλυβα Κίνας.

    (6)  Βλέπε προαναφερθείσα έκθεση του δευτεροβάθμιου δικαιοδοτικού οργάνου της 15ης Ιουλίου 2011, αιτιολογική σκέψη 319.

    (7)  ΕΕ L 270 της 29.9.2006, σ. 4.

    (8)  ΕΕ L 118 της 19.5.2000, σ. 6.

    (9)  ΕΕ L 209 της 17.8.2011, σ. 24.

    (10)  ΕΕ L 323 της 10.12.2009, σ. 48.

    (11)  Ο καταγγέλλων αναφέρει συγκεκριμένα τις περιπτώσεις οξαλικού οξέος από την Ινδία και την Κίνα (ΕΕ L 275 της 20.10.2011, σ. 1) και κιτρικού οξέος από την Κίνα (ΕΕ L 143 της 3.6.2008, σ. 13).

    (12)  Ο καταγγέλλων κάνει αναφορά στην τελική έκθεση της ειδικής ομάδας για τη διαφορά WT/ds331/R — Μεξικό — Δασμοί αντιντάμπινγκ για σωλήνες κάθε είδους από χάλυβα από τη Γουατεμάλα.

    (13)  ΕΕ L 106 της 18.4.2012, σ. 1.

    (14)  Βλέπε κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1043/2011 της Επιτροπής για την επιβολή προσωρινών δασμών (ΕΕ L 275 της 20.10.2011, σ. 1), αιτιολογική σκέψη 77.

    (15)  ΕΕ L 323 της 3.12.2008, σ. 1.

    (16)  Βλέπε κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 488/2008 της Επιτροπής για την επιβολή προσωρινών δασμών (ΕΕ L 143 της 3.6.2008, σ. 13), αιτιολογικές σκέψεις αντίστοιχα 68 και 72.

    (17)  Υφάσματα ινών από γυαλί ανοιχτής βροχίδας από την Κίνα (ΕΕ L 43 της 17.2.2011, σ. 9)· οξαλικό οξύ από την Ινδία και την Κίνα (ΕΕ L 275 της 20.10.2011, σ. 1)· γυάλινες ίνες από την Κίνα (ΕΕ L 67 της 15.3.2011, σ. 1) και κεραμικά πλακίδια από την Κίνα (ΕΕ L 70 της 17.3.2011, σ. 5).

    (18)  ΕΕ L 275 της 20.10.2011, σ. 1.

    (19)  Ibid., αιτιολογική σκέψη 75.

    (20)  ΕΕ L 43 της 17.2.2011, σ. 9.

    (21)  Ibid., αιτιολογική σκέψη 75.

    (22)  Ibid., αιτιολογική σκέψη 66.

    (23)  ΕΕ L 67 της 15.3.2011, σ. 1.

    (24)  Ibid., αιτιολογική σκέψη 64.

    (25)  ΕΕ L 70 της 17.3.2011, σ. 5.

    (26)  Ibid., αιτιολογική σκέψη 73.

    (27)  Ibid., αιτιολογικές σκέψεις 93-95 και 125.

    (28)  Ibid., αιτιολογική σκέψη 124.

    (29)  ΕΕ L 122 της 11.5.2011, σ. 47.

    (30)  Ibid., αιτιολογική σκέψη 85.

    (31)  Ibid., αιτιολογική σκέψη 70.

    (32)  Από τα εν μέρει διαθέσιμα στοιχεία (βλέπε για παράδειγμα: http://www.indexmundi.com) προκύπτει ότι οι μηνιαίες διακυμάνσεις των τιμών μπορούν να φθάνουν ως +/– 15 %.


    Top