Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32010D0424(01)

    Απόφαση αριθ. A1, της 12ης Ιουνίου 2009 , σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής όσον αφορά την εγκυρότητα εγγράφων, τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας και την καταβολή παροχών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

    ΕΕ C 106 της 24.4.2010, p. 1–4 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    24.4.2010   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    C 106/1


    ΑΠΌΦΑΣΗ αριθ. A1

    της 12ης Ιουνίου 2009

    σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής όσον αφορά την εγκυρότητα εγγράφων, τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας και την καταβολή παροχών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ και για τη συμφωνία ΕΚ/Ελβετίας)

    2010/C 106/01

    Η ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟ ΤΩΝ ΣΥΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ,

    Έχοντας υπόψη:

    το άρθρο 72 στοιχείο α) του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (1), δυνάμει του οποίου η Διοικητική Επιτροπή είναι αρμόδια για την εξέταση όλων των διοικητικών θεμάτων ή των θεμάτων ερμηνείας που απορρέουν από τις διατάξεις του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης (2),

    το άρθρο 76 παράγραφος 3, παράγραφος 4 δεύτερο εδάφιο και παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 σχετικά με την υποχρέωση συνεργασίας των αρμοδίων αρχών και φορέων των κρατών μελών, ώστε να εξασφαλίζεται η ορθή εφαρμογή των κανονισμών,

    το άρθρο 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 σχετικά με τη νομική αξία των εγγράφων και των δικαιολογητικών που δείχνουν τη θέση ενός προσώπου,

    το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 σχετικά με την προσωρινή εφαρμογή νομοθεσίας και την προσωρινή καταβολή παροχών σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των φορέων δύο ή περισσότερων κρατών μελών όσον αφορά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας,

    το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας για την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

    το άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 σχετικά με τη θέσπιση διαδικασίας για την εφαρμογή του άρθρου 68 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1)

    Ένας από τους βασικούς παράγοντες για την αποτελεσματική λειτουργία των κοινοτικών κανόνων για τον συντονισμό των εθνικών συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης είναι η στενή και αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των αρχών και των φορέων των διαφόρων κρατών μελών.

    (2)

    Ένα από τα στοιχεία της καλής συνεργασίας στο πλαίσιο των Κανονισμών είναι η ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αρχών, φορέων και προσώπων, η οποία θα έχει ως βάση τις αρχές της δημόσιας υπηρεσίας, της αποτελεσματικότητας, της ενεργού συνεργασίας, της ταχείας παράδοσης και της δυνατότητας πρόσβασης.

    (3)

    Είναι προς το συμφέρον τόσο των φορέων και των αρχών, όσο και των ενδιαφερομένων, να πραγματοποιείται χωρίς καθυστέρηση η παροχή ή ανταλλαγή όλων των πληροφοριών που είναι απαραίτητες για τη θεμελίωση και τον προσδιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων του ενδιαφερομένου.

    (4)

    Η αρχή της αγαστής συνεργασίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 10 της συνθήκης, απαιτεί επίσης από τους φορείς να διεξάγουν ορθή εκτίμηση των δεδομένων που σχετίζονται με την εφαρμογή των κανονισμών. Σε περίπτωση αμφιβολίας σχετικά με την εγκυρότητα ενός εγγράφου ή την ορθότητα των δικαιολογητικών ή διάστασης απόψεων μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας ή του φορέα που θα πρέπει να καταβάλει τις παροχές, είναι προς το συμφέρον των προσώπων που καλύπτονται από τον κανονισμό 883/2004 οι φορείς ή οι αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών να καταλήξουν σε συμφωνία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

    (5)

    Τα άρθρα 5 και 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 προβλέπουν ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ακολουθείται διαδικασία συνδιαλλαγής.

    (6)

    Οι διατάξεις αυτές επικυρώνουν και επεκτείνουν τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο πλαίσιο του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1408/71 του Συμβουλίου (3), δυνάμει του οποίου αναπτύχθηκε μια τυπική διαδικασία για την επίλυση διαφορών μεταξύ κρατών μελών σχετικά με την εγκυρότητα των πιστοποιητικών απόσπασης, η οποία ενοποιήθηκε με την προηγούμενη απόφαση αριθ. 181 της Διοικητικής Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την κοινωνική ασφάλιση των διακινούμενων εργαζομένων (4).

    (7)

    Τόσο το άρθρο 5 όσο και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 προβλέπουν τη δυνατότητα υποβολής του θέματος στη Διοικητική Επιτροπή, σε περίπτωση που δεν μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των ενδιαφερομένων φορέων ή αρχών.

    (8)

    Το άρθρο 16 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 προβλέπει ότι αυτή η διαδικασία θα πρέπει επίσης να ακολουθείται, εάν υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των φορέων ή των αρχών όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 13 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004.

    (9)

    Το άρθρο 60 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 περιέχει παρόμοια αναφορά στο άρθρο 6 αυτού του κανονισμού, για την περίπτωση διάστασης απόψεων σχετικά με την εφαρμοστέα νομοθεσία κατά προτεραιότητα στον τομέα των οικογενειακών παροχών.

    (10)

    Αυτές οι διατάξεις στηρίζονται στο άρθρο 76 παράγραφος 6 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004, σύμφωνα με το οποίο, σε περίπτωση δυσκολιών στην ερμηνεία ή την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, ο φορέας του αρμόδιου κράτους μέλους ή του κράτους κατοικίας επικοινωνεί με τους φορείς των ενδιαφερόμενων κρατών μελών, ενώ το θέμα μπορεί να υποβληθεί στη Διοικητική Επιτροπή, εφόσον δεν επιλυθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

    (11)

    Τα κράτη μέλη έχουν εκφράσει την ανάγκη να θεσπιστεί τυπική διαδικασία, η οποία θα ακολουθείται πριν ένα θέμα να υποβληθεί στη Διοικητική Επιτροπή, καθώς επίσης και να προσδιοριστεί ακριβέστερα ο ρόλος της Διοικητικής Επιτροπής όσον αφορά τον συμβιβασμό των διιστάμενων απόψεων των φορέων σε σχέση με την εφαρμοστέα νομοθεσία.

    (12)

    Παρόμοια διαδικασία έχει ήδη θεσπιστεί σε πολλές διμερείς συμφωνίες μεταξύ κρατών μελών. Οι συμφωνίες αυτές αποτέλεσαν το υπόδειγμα για την παρούσα απόφαση.

    (13)

    Προκειμένου να επιταχυνθεί η διαδικασία, συνιστάται η επικοινωνία μεταξύ των αρμόδιων προσώπων των φορέων και των αρχών να διεξάγεται με ηλεκτρονικά μέσα.

    Ενεργώντας σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται στο άρθρο 71 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004,

    ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ:

    1.   Η παρούσα απόφαση θέτει τους κανόνες για την εφαρμογή μιας διαδικασίας διαλόγου και συνδιαλλαγής, η οποία μπορεί να χρησιμοποιείται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

    α)

    περιπτώσεις στις οποίες αμφισβητείται η εγκυρότητα ενός εγγράφου ή η ορθότητα των δικαιολογητικών που βεβαιώνουν τη θέση ενός προσώπου για τον σκοπό της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 ή του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009· ή

    β)

    περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει διάσταση απόψεων μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τον προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας.

    2.   Πριν από την υποβολή του θέματος στη Διοικητική Επιτροπή, ακολουθείται η διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής.

    3.   Η παρούσα απόφαση ισχύει με την επιφύλαξη των διοικητικών διαδικασιών που ακολουθούνται βάσει της εθνικής νομοθεσίας του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους.

    4.   Σε περίπτωση που το θέμα είναι αντικείμενο δικαστικής ή διοικητικής προσφυγής βάσει της εθνικής νομοθεσίας στο κράτος μέλος του φορέα που εξέδωσε το εν λόγω έγγραφο, η διαδικασία διαλόγου και συνδιαλλαγής πρέπει να ανασταλεί.

    5.   Ο φορέας ή η αρχή που αμφισβητεί την εγκυρότητα ενός εγγράφου το οποίο εκδίδεται από φορέα ή αρχή άλλου κράτους μέλους ή που διαφωνεί με τον (προσωρινό) προσδιορισμό της εφαρμοστέας νομοθεσίας, καλείται στο εξής «ο αιτών φορέας». Ο φορέας του άλλου κράτους μέλους καλείται στο εξής «ο αποδέκτης της αίτησης φορέας».

    Πρώτη φάση της διαδικασίας διαλόγου

    6.

    Εάν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο σημείο 1, ο αιτών φορέας επικοινωνεί με τον αποδέκτη φορέα, προκειμένου να ζητήσει τις απαιτούμενες διευκρινίσεις σχετικά με την απόφαση του τελευταίου και, εάν είναι απαραίτητο, να ανακαλέσει ή να χαρακτηρίσει άκυρο το εν λόγω έγγραφο ή να αναθεωρήσει ή να καταργήσει την απόφασή του.

    7.

    Ο αιτών φορέας τεκμηριώνει το αίτημά του, υποδεικνύοντας την εφαρμογή της παρούσας απόφασης και παρέχει τα σχετικά δικαιολογητικά που αποτέλεσαν την αιτία του αιτήματος. Υποδεικνύει δε το πρόσωπο που είναι αρμόδιο κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας διαλόγου.

    8.

    Ο αποδέκτης της αίτησης φορέας επιβεβαιώνει τη λήψη του αιτήματος μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή φαξ χωρίς καθυστέρηση και το αργότερο εντός 10 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή του αιτήματος. Υποδεικνύει επίσης το πρόσωπο που είναι αρμόδιο κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας διαλόγου.

    9.

    Ο αποδέκτης της αίτησης φορέας ενημερώνει το συντομότερο δυνατό τον αιτούντα φορέα σχετικά με το αποτέλεσμα της εξέτασης που διεξήγαγε, αλλά το αργότερο εντός τριών μηνών μετά την παραλαβή του αιτήματος.

    10.

    Εάν η αρχική απόφαση επιβεβαιώνεται, καταργείται ή/και το έγγραφο ανακαλείται ή χαρακτηρίζεται άκυρο, ο αποδέκτης της αίτησης φορέας ενημερώνει τον αιτούντα φορέα. Ενημερώνει επίσης τον ενδιαφερόμενο και, κατά περίπτωση, τον εργοδότη του σχετικά με την απόφασή του και τη διαδικασία που μπορεί να ακολουθήσει για να προσβάλει αυτή την απόφαση σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

    11.

    Εάν ο αποδέκτης της αίτησης φορέας αδυνατεί να ολοκληρώσει την εξέταση εντός τριών μηνών, λόγω της πολυπλοκότητας της περίπτωσης ή λόγω του ότι στην επαλήθευση συγκεκριμένων στοιχείων εμπλέκεται άλλος φορέας, δύναται να παρατείνει την προθεσμία έως και κατά τρεις μήνες. Ο αποδέκτης της αίτησης φορέας ενημερώνει τον αιτούντα φορέα για την παράταση το συντομότερο δυνατό, αλλά τουλάχιστον μία εβδομάδα πριν από τη λήξη της πρώτης προθεσμίας, τεκμηριώνοντας τους λόγους της καθυστέρησης και παρέχοντας ενδεικτικά το χρόνο ολοκλήρωσης της εξέτασης.

    12.

    Σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη δύνανται να συμφωνήσουν παρέκκλιση από τα χρονικά περιθώρια που ορίζονται στα σημεία 9 και 11, με την προϋπόθεση ότι η παράταση είναι δικαιολογημένη και ανάλογη με τις επιμέρους συνθήκες, καθώς επίσης και χρονικά περιορισμένη.

    Δεύτερη φάση της διαδικασίας διαλόγου

    13.

    Εάν οι φορείς δεν μπορούν να έλθουν σε συμφωνία κατά την πρώτη φάση της διαδικασίας διαλόγου ή ο αποδέκτης της αίτησης φορέας δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρώσει την εξέταση εντός 6 μηνών από την παραλαβή του αιτήματος, οι φορείς ενημερώνουν τις αρμόδιες αρχές του κράτους τους. Κάθε φορέας ετοιμάζει καταγραφή των δραστηριοτήτων του.

    14.

    Οι αρμόδιες αρχές των ενδιαφερόμενων κρατών μελών δύνανται να αποφασίσουν την έναρξη της δεύτερης φάσης της διαδικασίας διαλόγου ή την υποβολή του θέματος απευθείας στη Διοικητική Επιτροπή.

    15.

    Εάν οι αρμόδιες αρχές ενεργοποιήσουν τη δεύτερη φάση της διαδικασίας διαλόγου, κάθε μία ορίζει ένα κεντρικό υπεύθυνο πρόσωπο εντός δύο εβδομάδων από τη γνωστοποίηση από τους φορείς. Τα ορισμένα ως υπεύθυνα πρόσωπα δεν είναι απαραίτητο να έχουν άμεση αρμοδιότητα επί του αντικειμένου.

    16.

    Τα ορισμένα ως υπεύθυνα πρόσωπα επιδιώκουν την επίτευξη συμφωνίας επί του θέματος εντός έξι εβδομάδων από τον διορισμό τους. Κάθε ένα από τα υπεύθυνα πρόσωπα ετοιμάζει καταγραφή των δραστηριοτήτων του και γνωστοποιεί στους φορείς το αποτέλεσμα της δεύτερης φάσης της διαδικασίας διαλόγου.

    Η διαδικασία συνδιαλλαγής

    17.

    Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία κατά τη διαδικασία διαλόγου, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να υποβάλουν το θέμα στη Διοικητική Επιτροπή. Κάθε αρμόδια αρχή ετοιμάζει ένα υπόμνημα για τη Διοικητική Επιτροπή με τα κύρια σημεία της διαφωνίας.

    18.

    Η Διοικητική Επιτροπή προσπαθεί να συμβιβάσει τις διιστάμενες απόψεις εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία επελήφθη του θέματος. Δύναται δε να υποβάλει το θέμα στην επιτροπή συνδιαλλαγής, η οποία δύναται να συσταθεί με βάση τους κανόνες της Διοικητικής Επιτροπής.

    Τελικές διατάξεις

    19.

    Τα κράτη μέλη αναφέρουν κάθε έτος στη Διοικητική Επιτροπή τα δεδομένα που έχουν συλλέξει σχετικά με τον αριθμό των διαφορών στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία που ορίζεται στην παρούσα απόφαση, τα εμπλεκόμενα κράτη μέλη, τα κύρια προβλήματα, τη διάρκεια της διαδικασίας και το αποτέλεσμα αυτής.

    20.

    Τα κράτη μέλη υποβάλλουν την πρώτη τους ετήσια έκθεση εντός τριών μηνών από τη συμπλήρωση ενός έτους εφαρμογής της παρούσας απόφασης.

    21.

    Εντός τριών μηνών από την παραλαβή των πρώτων ετήσιων εκθέσεων, η Διοικητική Επιτροπή αξιολογεί τις εμπειρίες των κρατών μελών όσον αφορά την εφαρμογή της παρούσας απόφασης, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις των κρατών μελών. Η Διοικητική Επιτροπή μετά το πρώτο έτος θα αποφασίσει εάν θα συνεχιστεί η υποβολή εκθέσεων σε ετήσια βάση ή όχι.

    22.

    Η παρούσα απόφαση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εφαρμόζεται από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009.

    Η πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής

    Gabriela PIKOROVÁ


    (1)  ΕΕ L 166 της 30.4.2004, σ. 1.

    (2)  ΕΕ L 284 της 30.10.2009, σ. 1.

    (3)  ΕΕ L 149 της 5.7.1971, σ. 2.

    (4)  ΕΕ L 329 της 14.12.2001, σ. 73.


    Top