EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32008R0237

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 237/2008 του Συμβουλίου, της 10ης Μαρτίου 2008 , για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης, βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ουκρανίας

ΕΕ L 75 της 18.3.2008, p. 8–13 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, MT, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

Legal status of the document In force

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2008/237/oj

18.3.2008   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 75/8


ΚΑΝΟΝΙΣΜΌΣ (ΕΚ) αριθ. 237/2008 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 10ης Μαρτίου 2008

για την περάτωση της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης, βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, του δασμού αντιντάμπινγκ που επιβάλλεται στις εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ουκρανίας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) («ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 11 παράγραφος 3,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή έπειτα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

A.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   Ισχύοντα μέτρα

(1)

Στις 22 Ιανουαρίου 2001 το Συμβούλιο επέβαλε, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 132/2001 (2), οριστικό δασμό αντιντάμπινγκ («τα ισχύοντα μέτρα») ύψους 33,25 ευρώ ανά τόνο σε εισαγωγές νιτρικού αμμωνίου που υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 3102 30 90 και 3102 40 90 καταγωγής, μεταξύ άλλων, Ουκρανίας. Η έρευνα που κατέληξε στην επιβολή αυτών των ισχυόντων μέτρων θα αναφέρεται στο εξής ως «η αρχική έρευνα».

(2)

Στις 17 Μαΐου 2004, σε συνέχεια της μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 993/2004 (3), το Συμβούλιο εξαίρεσε από τους δασμούς αντιντάμπινγκ που είχαν επιβληθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 132/2001 τις εισαγωγές στην Κοινότητα του υπό εξέταση προϊόντος, οι οποίες παράγονται από εταιρείες από τις οποίες η Επιτροπή έχει δεχθεί αναλήψεις υποχρεώσεων. Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1001/2004 της Επιτροπής (4) έγιναν δεκτές οι αναλήψεις υποχρεώσεων για περίοδο έξι μηνών και με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1996/2004 (5), η περίοδος αυτή παρατάθηκε έως τις 20 Μαΐου 2005. Σκοπός αυτών των αναλήψεων υποχρεώσεων ήταν να συνεκτιμηθούν ορισμένες επιπτώσεις από τη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε 25 κράτη μέλη την 1η Μαΐου 2004.

(3)

Με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 945/2005, ύστερα από ενδιάμεση επανεξέταση το πεδίο της οποίας περιοριζόταν στον ορισμό του υπό εξέταση προϊόντος, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι ο ορισμός του υπό εξέταση προϊόντος πρέπει να διασαφηνιστεί και ότι τα ισχύοντα μέτρα πρέπει να εφαρμοστούν στο υπό εξέταση προϊόν όταν ενσωματώνεται σε άλλα λιπάσματα, κατ’ αναλογία με την περιεκτικότητά τους σε νιτρικό αμμώνιο, μαζί με άλλα οριακά θρεπτικά συστατικά και ιχνοστοιχεία.

(4)

Ύστερα από επανεξέταση λόγω της λήξης ισχύος των μέτρων, η οποία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2006, το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 442/2007 (6), ανανέωσε για δύο έτη τα εν λόγω μέτρα στο τρέχον ύψος. Τα μέτρα συνίστανται σε ειδικούς δασμούς.

2.   Αίτηση επανεξέτασης

(5)

Η εταιρεία Open Joint Stock Company (OJSC) Azot Cherkassy («ο αιτών»), παραγωγός-εξαγωγέας από την Ουκρανία, υπέβαλε αίτημα για μερική ενδιάμεση επανεξέταση βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Το πεδίο της αίτησης περιορίζεται στην εξέταση της πρακτικής ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα.

(6)

Στην εν λόγω αίτηση, η οποία υποβλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, ο αιτών υποστήριξε ότι οι συνθήκες όσον αφορά το ντάμπινγκ, βάσει των οποίων καθορίστηκαν τα ισχύοντα μέτρα, είχαν μεταβληθεί και ότι οι μεταβολές αυτές είχαν διαρκή χαρακτήρα. Ο αιτών ισχυρίστηκε επίσης ότι η σύγκριση της κανονικής αξίας που βασίζεται στο δικό τους κόστος και τιμές, με τις τιμές εξαγωγής στην Κοινότητα, θα οδηγούσε σε μείωση του ντάμπινγκ σε επίπεδο πολύ χαμηλότερο από το επίπεδο των σημερινών μέτρων. Επομένως, η συνέχιση της επιβολής μέτρων στο σημερινό επίπεδο δεν ήταν πλέον απαραίτητη για την αντιστάθμιση του ντάμπινγκ.

3.   Έρευνα

(7)

Αφού καθόρισε, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι η αίτηση περιείχε επαρκή εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία, η Επιτροπή ανήγγειλε στις 19 Δεκεμβρίου 2006 την έναρξη μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού με ανακοίνωση η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης  (7).

(8)

Η επανεξέταση περιορίστηκε στην εξέταση του ντάμπινγκ όσον αφορά τον αιτούντα. Η σχετική έρευνα κάλυψε την περίοδο από 1ης Οκτωβρίου 2005 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2006 («περίοδος έρευνας της επανεξέτασης» ή «ΠΕΕ»).

(9)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τον αιτούντα, τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής και την ένωση των κοινοτικών παραγωγών για την έναρξη της επανεξέτασης. Παρασχέθηκε η δυνατότητα στα ενδιαφερόμενα μέρη να καταστήσουν τις απόψεις τους γνωστές εγγράφως και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που οριζόταν στην ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας.

(10)

Έγινε ακρόαση όλων των ενδιαφερόμενων μερών που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

(11)

Για να λάβει όλες τις απαιτούμενες για την έρευνά της πληροφορίες, η Επιτροπή έστειλε το ερωτηματολόγιο στον αιτούντα και έλαβε απάντηση εντός της ορισθείσας προθεσμίας.

(12)

Η Επιτροπή αναζήτησε επίσης και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που έκρινε απαραίτητες για τον προσδιορισμό του ντάμπινγκ. Η Επιτροπή πραγματοποίησε επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις του αιτούντος στο Cherkassy.

(13)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επρόκειτο να περατωθεί η παρούσα επανεξέταση και να διατηρηθούν τα υφιστάμενα μέτρα αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος από τον αιτούντα, και τους δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Οι παρατηρήσεις τους εξετάστηκαν και λήφθηκαν υπόψη όπου κρίθηκε σκόπιμο.

B.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   Υπό εξέταση προϊόν

(14)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι το ίδιο με αυτό της αρχικής έρευνας, όπως διευκρινίστηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 945/2005, δηλαδή τα στερεά λιπάσματα με περιεκτικότητα σε νιτρικό αμμώνιο που υπερβαίνει το 80 % κατά βάρος, καταγωγής Ουκρανίας, το οποίο υπάγεται στους κωδικούς ΣΟ 3102 30 90, 3102 40 90, ex 3102 29 00, ex 3102 60 00, ex 3102 90 00, ex 3105 10 00, ex 3105 20 10, ex 3105 51 00, ex 3105 59 00 και ex 3105 90 91 (εφεξής αναφέρεται ως «ΝΑ»). Το ΝΑ είναι ένα στερεό αζωτούχο λίπασμα που χρησιμοποιείται ευρέως στη γεωργία. Παρασκευάζεται από αμμωνία και νιτρικό οξύ και η περιεκτικότητά του σε άζωτο υπερβαίνει το 28 % κατά βάρος υπό μορφή κόκκων ή σφαιριδίων.

2.   Ομοειδές προϊόν

(15)

Στην έρευνα επανεξέτασης επιβεβαιώθηκε ότι, όπως διαπιστώθηκε στην αρχική έρευνα, το ΝΑ είναι ένα καθαρά βασικό προϊόν και η ποιότητά του και τα βασικά φυσικά χαρακτηριστικά του είναι πανομοιότυπα, ανεξαρτήτως της χώρας καταγωγής του. Το ΝΑ που παρασκεύαζε και πωλούσε ο αιτών στην εγχώρια αγορά της Ουκρανίας και αυτό που εξήγε στην Κοινότητα έχουν τα ίδια βασικά φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά και ουσιαστικά τις ίδιες χρήσεις. Ως εκ τούτου, αυτά τα προϊόντα θεωρούνται ομοειδή προϊόντα κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι η παρούσα επανεξέταση περιορίστηκε στον προσδιορισμό του ντάμπινγκ όσον αφορά μόνο τον αιτούντα, δεν εξήχθησαν συμπεράσματα για το προϊόν που παράγεται και πωλείται από την κοινοτική βιομηχανία στην κοινοτική αγορά.

Γ.   ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ

1.   Κανονική αξία

(16)

Για τον καθορισμό της κανονικής αξίας, επαληθεύτηκε πρώτα ότι οι συνολικές εγχώριες πωλήσεις του αιτούντος ήταν αντιπροσωπευτικές σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, δηλαδή ότι ο συνολικός όγκος των πωλήσεων αυτών αντιπροσώπευε τουλάχιστον το 5 % του συνόλου των εξαγωγικών πωλήσεων του αιτούντος στην Κοινότητα. Η έρευνα έδειξε ότι ο αιτών πωλούσε μόνον έναν τύπο ΝΑ και ότι ο εν λόγω τύπος πωλούνταν σε αντιπροσωπευτικές ποσότητες στην εγχώρια αγορά.

(17)

Στη συνέχεια η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι εγχώριες πωλήσεις του ΝΑ έγιναν στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού, συγκρίνοντας την τιμή των εγχώριων καθαρών πωλήσεων με το υπολογισθέν κόστος παραγωγής.

(18)

Κατά την εκτίμηση του κόστους παραγωγής του αιτούντος διαπιστώθηκε ότι οι δαπάνες για φυσικό αέριο δεν αντανακλούνταν εύλογα στα βιβλία του αιτούντος. Συναφώς, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι ενεργειακές δαπάνες, όπως αυτές για το φυσικό αέριο, αντιπροσωπεύουν μείζον ποσοστό του κόστους κατασκευής και σημαντικό ποσοστό του συνολικού κόστους παραγωγής.

(19)

Όσον αφορά τις δαπάνες για φυσικό αέριο, βρέθηκε ότι η Ουκρανία εισάγει το μεγαλύτερο μέρος φυσικού αερίου που καταναλώνεται στην παραγωγή ΝΑ από τη Ρωσία. Ως προς αυτό, από όλα τα διαθέσιμα στοιχεία προκύπτει ότι η Ουκρανία εισάγει φυσικό αέριο από τη Ρωσία σε τιμές πολύ χαμηλότερες από τις τιμές αγοράς που καταβάλλονται σε μη ελεγχόμενες αγορές όσον αφορά το φυσικό αέριο. Η έρευνα αποκάλυψε ότι η τιμή του φυσικού αερίου από τη Ρωσία, όταν αυτό εξάγεται στην Κοινότητα, ήταν περίπου διπλάσια από την εγχώρια τιμή φυσικού αερίου στην Ουκρανία. Συνεπώς, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, οι δαπάνες για φυσικό αέριο που βαρύνουν τον αιτούντα αναπροσαρμόστηκαν με βάση πληροφορίες από άλλες αντιπροσωπευτικές αγορές.

(20)

Μετά την κοινοποίηση των συμπερασμάτων, ο αιτών υποστήριξε ότι οποιαδήποτε αναπροσαρμογή της τιμής του φυσικού αερίου που κατεβλήθη στην εγχώρια αγορά δεν θα ήταν δικαιολογημένη, διότι τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας περιείχαν πλήρως το κόστος που συνδέεται με τη δραστηριότητα της παραγωγής και των πωλήσεων του ομοειδούς προϊόντος στη χώρα καταγωγής.

(21)

Ωστόσο, κατά την εξέταση του κόστους παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος δυνάμει του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, πρέπει να προσδιοριστεί εάν το κόστος όπως καταχωρείται στους λογαριασμούς της εταιρείας αντανακλά εύλογα τις δαπάνες που συνδέονται με την παραγωγή και την πώληση του προϊόντος που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας. Για τους λόγους που εκτίθενται στην αιτιολογική σκέψη 19 δεν διαπιστώθηκε κάτι τέτοιο.

(22)

Επιπλέον, ο αιτών υποστήριξε ότι η κανονική αξία του έπρεπε να βασιστεί στις πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος στην εγχώρια αγορά, διότι υποστήριξε ότι δεν υπάρχει λόγος να θεωρηθεί ότι οι πωλήσεις αυτές δεν έγιναν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων. Ως προς αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, για να καθοριστεί εάν οι εγχώριες πωλήσεις έγιναν στο πλαίσιο συνήθων εμπορικών πράξεων βάσει τιμής, δηλαδή εάν ήταν επικερδείς, πρέπει πρώτα να εξακριβωθεί εάν το κόστος του αιτούντος ήταν μια αξιόπιστη βάση, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού. Μόνον αφού καθοριστεί το κόστος κατά τρόπο αξιόπιστο, μπορεί να προσδιοριστεί ποια μεθοδολογία θα χρησιμοποιηθεί για τον καθορισμό της κανονικής αξίας. Όπως αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 28 επ., η σύγκριση της τιμής των εγχώριων καθαρών πωλήσεων με το αναπροσαρμοσμένο κόστος παραγωγής κατά την ΠΕΕ έδειξε ότι δεν έγιναν εγχώριες πωλήσεις στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Συνεπώς, οι εγχώριες τιμές του αιτούντος δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τον καθορισμό της κανονικής αξίας.

(23)

Ο αιτών υποστήριξε επίσης ότι η έρευνα βασίστηκε στα στοιχεία κατά την ΠΕΕ και ότι τα συμπεράσματα δεν έλαβαν υπόψη τις εξελίξεις μετά την περίοδο αυτή, όπως, ειδικότερα, τη συνεχή αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου και την αύξηση της εγχώριας κατανάλωσης λιπασμάτων στην Ουκρανία. Εν προκειμένω, πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, για να εξαχθούν αντιπροσωπευτικά συμπεράσματα, πρέπει να επιλεγεί μια περίοδος έρευνας η οποία, στην περίπτωση του ντάμπινγκ, συνήθως καλύπτει διάστημα όχι βραχύτερο των έξι μηνών αμέσως πριν από την έναρξη της διαδικασίας. Πρέπει επίσης να υπενθυμιστεί ότι σύμφωνα και με την πάγια κοινοτική πρακτική, η ΠΕΕ για το ντάμπινγκ είχε διάρκεια ενός έτους.

(24)

Εξετάστηκε εάν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη, κατά τον προσδιορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ του αιτούντος, η εξέλιξη στις τιμές του φυσικού αερίου στην Ουκρανία ύστερα από την ΠΕΕ. Ως προς αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού, κατά κανόνα, τυχόν πληροφορίες που αναφέρονται σε χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας δεν λαμβάνονται υπόψη. Σύμφωνα με την πάγια κοινοτική πρακτική, αυτό ερμηνεύτηκε ότι σημαίνει ότι συμβάντα που έλαβαν χώρα σε περίοδο μεταγενέστερη της ΠΕ μπορούν να ληφθούν υπόψη μόνον εάν είναι έκδηλα, αδιαμφισβήτητα και διαρκή. Ως προς αυτό, αν και μπορούσε να παρατηρηθεί μια αύξηση στις τιμές του φυσικού αερίου μετά την ΠΕΕ, δεν ήταν δυνατόν να διαπιστωθεί με ακρίβεια ο διαρκής χαρακτήρας της αύξησης των τιμών. Διαπιστώθηκε ότι οι πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες για τις μελλοντικές εξελίξεις στις τιμές του αερίου στην Ουκρανία συνίσταντο σε απλές προβλέψεις και όχι τόσο σε επαληθεύσιμες πληροφορίες ως προς τις πραγματικές τιμές του αερίου. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 επιτρέπεται η χρήση πληροφοριών και στοιχείων εκτός της ΠΕ (ή σε περίπτωση επανεξέτασης, εκτός της ΠΕΕ) μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Η κατάσταση στην παρούσα περίπτωση δεν θεωρείται τέτοια που να δικαιολογεί τη χρήση στοιχείων ή πληροφοριών εκτός της ΠΕΕ. Επιπλέον, ο αιτών δεν τεκμηρίωσε τα επιχειρήματά του, καθώς δεν υπέβαλε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι τα στοιχεία που αφορούν περίοδο μετά την ΠΕΕ είναι πιο αντιπροσωπευτικά από εκείνα που αφορούν την ΠΕΕ. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα απορρίφθηκε.

(25)

Όσον αφορά το γεγονός ότι η κατανάλωση λιπασμάτων στην Ουκρανία αυξήθηκε μετά την ΠΕΕ, ο αιτών δεν εξήγησε ή δεν έδειξε σε ποιο βαθμό το γεγονός αυτό θα είχε αντίκτυπο στα πορίσματα που διατυπώθηκαν βάσει των στοιχείων που αφορούσαν την ΠΕΕ. Συνεπώς, ο αιτών δεν υπέβαλε επαρκείς πληροφορίες βάσει των οποίων θα μπορούσαν να εξαχθούν ουσιώδη συμπεράσματα, ούτε υπήρξαν άλλες διαθέσιμες πληροφορίες που θα στήριζαν το σχετικό αίτημα του αιτούντος. Επειδή τυχόν συμπεράσματα σε αυτήν τη βάση θα ήταν θεωρητικά, απορρίφθηκε το αίτημα του αιτούντος.

(26)

Η αναπροσαρμοσμένη τιμή για το αέριο βασίστηκε στη μέση τιμή του ρωσικού φυσικού αερίου όταν πωλούνταν προς εξαγωγή στα σύνορα Γερμανίας/Τσεχικής Δημοκρατίας (Waidhaus), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος μεταφοράς. Λόγω του ότι το Waidhaus αποτελεί τον κύριο κόμβο για τις πωλήσεις ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ, η οποία σημειωτέον είναι η μεγαλύτερη αγορά ρωσικού φυσικού αερίου και έχει τιμές που αντικατοπτρίζουν εύλογα το κόστος, μπορεί να θεωρηθεί αντιπροσωπευτική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

(27)

Ο αιτών προέβαλε στη συνέχεια το επιχείρημα ότι η Ουκρανία αγοράζει αέριο σε παρόμοιες συνθήκες αγοράς με εκείνη της Κοινότητας και ότι οι τιμές που κατέβαλε για αέριο ο αιτών το 2007 ήταν υψηλότερες από την τιμή αερίου στα ρωσοουκρανικά σύνορα την ίδια περίοδο. Ωστόσο, ο αιτών δεν υπέβαλε στοιχεία που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του και, κατά συνέπεια, δεν κατόρθωσε να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 24 για τη συνεκτίμηση συμβάντων που αφορούν περίοδο μεταγενέστερη της ΠΕΕ. Κατά συνέπεια, το επιχείρημα απορρίπτεται.

(28)

Η σύγκριση της τιμής των εγχώριων καθαρών πωλήσεων με το αναπροσαρμοσμένο κόστος παραγωγής κατά την ΠΕΕ έδειξε ότι δεν έγιναν εγχώριες πωλήσεις στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 4 του βασικού κανονισμού.

(29)

Θεωρήθηκε, συνεπώς, ότι οι εγχώριες τιμές δεν παρείχαν κατάλληλη βάση για τον καθορισμό της κανονικής αξίας και ότι έπρεπε να εφαρμοστεί άλλη μέθοδος. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 3 και 6 του βασικού κανονισμού, η κανονική αξία κατασκευάστηκε με την προσθήκη στο κόστος παρασκευής του εξαγωγέα για το υπό εξέταση προϊόν, αναπροσαρμοσμένου όπου χρειαζόταν όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 19, ενός εύλογου ποσού για τα έξοδα πώλησης και τα γενικά και διοικητικά έξοδα (Π&ΓΔ) και ενός εύλογου ποσού για το κέρδος.

(30)

Τα έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος δεν μπόρεσαν να καθοριστούν βάσει της εισαγωγικής φράσης του άρθρου 2 παράγραφος 6 του βασικού κανονισμού, λόγω του ότι ο αιτών δεν είχε αντιπροσωπευτικές εγχώριες πωλήσεις του υπό εξέταση προϊόντος στο πλαίσιο των συνήθων εμπορικών πράξεων. Δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, διότι η έρευνα αφορούσε μόνον τον αιτούντα. Όμως δεν μπορούσε να εφαρμοστεί ούτε και το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο β), εφόσον θα έπρεπε να αναπροσαρμοστεί και το κόστος κατασκευής του αιτούντος, όσον αφορά τις δαπάνες φυσικού αερίου, για προϊόντα που ανήκουν στην ίδια γενική κατηγορία εμπορευμάτων, και αυτό για τους λόγους που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 19 ανωτέρω. Συνεπώς, τα έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος καθορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 6 στοιχείο γ) του βασικού κανονισμού.

(31)

Η αγορά της Βορείου Αμερικής διαθέτει σημαντικό όγκο εγχώριων πωλήσεων και ένα σημαντικό βαθμό ανταγωνισμού από εγχώριες αλλά και αλλοδαπές εταιρείες. Στο πλαίσιο αυτό εξετάστηκαν οι δημοσιοποιημένες πληροφορίες σχετικά με τις μείζονες εταιρείες που λειτουργούν στον εμπορικό κλάδο των λιπασμάτων. Διαπιστώθηκε ότι τα αντίστοιχα στοιχεία από παραγωγούς της Βορείου Αμερικής (ΗΠΑ και Καναδά) θα ήταν τα πλέον κατάλληλα για τους σκοπούς της έρευνας, δεδομένης της μεγάλης διαθεσιμότητας αξιόπιστων και ολοκληρωμένων δημόσιων οικονομικών πληροφοριών από εταιρείες που είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο στην περιοχή αυτή. Συνεπώς, τα έξοδα Π&ΓΔ και το κέρδος καθορίστηκαν βάσει των σταθμισμένων μέσων εξόδων Π&ΓΔ και του κέρδους τριών βορειοαμερικανών παραγωγών, οι οποίοι, όπως διαπιστώθηκε, συγκαταλέγονται μεταξύ των μεγαλύτερων εταιρειών του κλάδου των αζωτούχων λιπασμάτων, όσον αφορά τις εγχώριες πωλήσεις τους στην ίδια γενική κατηγορία προϊόντων (αζωτούχα λιπάσματα). Αυτοί οι τρεις παραγωγοί θεωρήθηκαν αντιπροσωπευτικοί του κλάδου των αζωτούχων λιπασμάτων και, κατά συνέπεια, τα έξοδα Π&ΓΔ και τα κέρδη τους θεωρήθηκαν επίσης αντιπροσωπευτικά εκείνων που βαρύνουν τις εταιρείες που λειτουργούν επιτυχώς στο συγκεκριμένο εμπορικό κλάδο. Πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπήρξαν ενδείξεις ότι το υπολογισθέν με αυτόν τον τρόπο ποσό κέρδους υπερέβαινε το κέρδος που αποκόμισαν άλλοι ουκρανοί παραγωγοί από τις πωλήσεις της ίδιας γενικής κατηγορίας στην εγχώρια αγορά τους.

(32)

Μετά την κοινοποίηση ο αιτών υποστήριξε ότι οι αγορές της Βορείου Αμερικής και της Ουκρανίας έχουν σημαντική διαφορά. Ωστόσο, ο αιτών δεν κατόρθωσε να εξηγήσει τη διαφορά αυτή και να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του. Δεν πρότεινε επίσης άλλη εύλογη βάση για υπολογισμούς, οπότε απορρίφθηκε ο εν λόγω ισχυρισμός.

2.   Τιμή εξαγωγής

(33)

Σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το υπό εξέταση προϊόν εξήχθη σε ανεξάρτητους πελάτες στην Κοινότητα, η τιμή εξαγωγής καθορίστηκε σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού, δηλαδή με βάση την πραγματική πληρωθείσα ή πληρωτέα τιμή εξαγωγής.

3.   Σύγκριση

(34)

Πραγματοποιήθηκε σύγκριση της κανονικής αξίας και των τιμών εξαγωγής σε βάση εκ του εργοστασίου και στο ίδιο στάδιο εμπορίου. Για να εξασφαλιστεί η δίκαιη σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής, ελήφθησαν υπόψη, υπό μορφή αναπροσαρμογών, οι διαφορές που επηρεάζουν τις τιμές και τη συγκρισιμότητά τους, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 10 του βασικού κανονισμού. Έγιναν, κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναπροσαρμογές για τις διαφορές στο κόστος μεταφοράς, διεκπεραίωσης, φόρτωσης και τα παρεπόμενα έξοδα, όπου κρίθηκε απαραίτητο και αιτιολογημένο με επαληθευμένα αποδεικτικά στοιχεία.

(35)

Μετά την κοινοποίηση, η ένωση των κοινοτικών παραγωγών υποστήριξε ότι το κόστος των σιδηροδρομικών μεταφορών στην Ουκρανία για το υπό εξέταση προϊόν που εξαγόταν στην Κοινότητα ήταν τεχνητά χαμηλό και, συνεπώς, έπρεπε να αναπροσαρμοστεί. Ωστόσο, δεν διαπιστώθηκε από την έρευνα ότι τα έξοδα μεταφοράς στην Ουκρανία δεν αντικατοπτρίζονταν εύλογα στα βιβλία του αιτούντος. Συνεπώς, το αίτημα αυτό δεν έγινε δεκτό.

4.   Περιθώριο ντάμπινγκ

(36)

Το περιθώριο ντάμπινγκ καθορίστηκε με βάση τη σύγκριση μιας σταθμισμένης μέσης κανονικής αξίας με ένα σταθμισμένο μέσο όρο τιμών εξαγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 11 του βασικού κανονισμού.

(37)

Από τη σύγκριση φάνηκε περιθώριο ντάμπινγκ 38,2 %, εκφρασμένο σε ποσοστό της τιμής CIF στα κοινοτικά σύνορα, πριν από την καταβολή του δασμού.

5.   Διαρκής χαρακτήρας της αλλαγής των συνθηκών

(38)

Σύμφωνα με το άρθρο 11 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε επίσης κατά πόσον η μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά την πρακτική ντάμπινγκ θα μπορούσε να θεωρηθεί ευλόγως ότι έχει διαρκή χαρακτήρα.

(39)

Στο πλαίσιο αυτό παρατηρήθηκε ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που εφαρμόζεται σήμερα στον αιτούντα είχε καθοριστεί στην αρχική έρευνα με τη χρήση κανονικής αξίας που είχε προσδιοριστεί βάσει των στοιχείων που προσκόμισε ένας παραγωγός τρίτης χώρας με καθεστώς οικονομίας της αγοράς, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 7 του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, κατά την παρούσα επανεξέταση η κανονική αξία υπολογίστηκε βάσει πληροφοριών που σχετίζονται με τα στοιχεία του αιτούντος, σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφοι 1 έως 6 του βασικού κανονισμού, μετά τη χορήγηση καθεστώτος οικονομίας της αγοράς στην Ουκρανία [τροποποίηση του βασικού κανονισμού με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005.

(40)

Δεν υπήρξαν ενδείξεις ότι το ύψος της κανονικής αξίας ή η τιμή εξαγωγής που καθορίστηκαν για τον αιτούντα κατά την τρέχουσα έρευνα δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι έχουν διαρκή χαρακτήρα. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η εξέλιξη των τιμών του φυσικού αερίου, ως πρώτης ύλης, θα ήταν δυνατό να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την κανονική αξία. Εκτιμήθηκε, ωστόσο, ότι οι συνέπειες από την αύξηση της τιμής θα επηρέαζαν όλους τους συντελεστές της αγοράς και θα είχαν, συνεπώς, αντίκτυπο και στην κανονική αξία και στην τιμή εξαγωγής.

(41)

Διαπιστώθηκε ότι η τιμή εξαγωγής του αιτούντος προς την Κοινότητα στη διάρκεια της ΠΕΕ ήταν παρόμοια με την τιμή των εξαγωγών της σε άλλες χώρες, στις οποίες πωλήθηκαν σημαντικά μεγαλύτερες ποσότητες κατά την ΠΕΕ.

(42)

Μολονότι το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε κατά την ΠΕΕ βασίζεται σε σχετικά μικρό όγκο εξαγωγών του αιτούντος προς την Κοινότητα, υπάρχουν λόγοι που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το περιθώριο ντάμπινγκ που διαπιστώθηκε οφείλεται σε μεταβαλλόμενες συνθήκες διαρκούς χαρακτήρα.

Δ.   ΠΕΡΑΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

(43)

Εφόσον στην αρχική έρευνα ο δασμός που επιβλήθηκε είχε τη μορφή πάγιου ποσού ανά τόνο, θα πρέπει να λάβει την ίδια μορφή και κατά την τρέχουσα έρευνα. Ο υπολογισθείς δασμός βάσει του τρέχοντος περιθωρίου ντάμπινγκ θα ήταν 47 ευρώ ανά τόνο.

(44)

Υπενθυμίζεται ότι, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 59 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 132/2001, κατά την επιβολή των οριστικών δασμών το 2001, χρησιμοποιήθηκε το περιθώριο ζημίας για τον προσδιορισμό του οριστικού δασμού που έπρεπε να επιβληθεί σύμφωνα με τον κανόνα του ελάχιστου δασμού. Όπως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 442/2007, ο ισχύων δασμός εξαρτάται από τον συγκεκριμένο τύπο του προϊόντος και διαφέρει από 29,26 ευρώ ανά τόνο έως 33,25 ευρώ ανά τόνο.

(45)

Δεδομένου ότι ο δασμός που υπολογίστηκε βάσει του τρέχοντος περιθωρίου ντάμπινγκ είναι υψηλότερος από τον ισχύοντα δασμό, η επανεξέταση πρέπει να περατωθεί χωρίς τροποποίηση του ύψους του δασμού που εφαρμόζεται στον αιτούντα, ο οποίος θα πρέπει να διατηρηθεί στο ύψος του οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ που καθορίστηκε κατά την αρχική έρευνα.

Ε.   ΑΝΑΛΗΨΕΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΩΝ

(46)

Ο αιτών εκδήλωσε ενδιαφέρον να υποβάλει προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων, αλλά δεν υπέβαλε επαρκώς τεκμηριωμένη προσφορά εντός της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 8 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορούσε να δεχτεί καμία προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων. Ωστόσο, θεωρείται ότι η πολυπλοκότητα των διαφόρων θεμάτων και, ειδικότερα, 1. η μεταβλητότητα της τιμής του υπό εξέταση προϊόντος που θα μπορούσε να απαιτήσει κάποιας μορφής τιμαριθμική αναπροσαρμογή των ελάχιστων τιμών, ενώ ταυτόχρονα η μεταβλητότητα δεν εξηγείται επαρκώς από το βασικό συντελεστή του κόστους και 2. η ιδιαίτερη κατάσταση της αγοράς για το υπό εξέταση προϊόν (η οποία συνίσταται, μεταξύ άλλων, στο ότι υπάρχουν περιορισμένες εισαγωγές από τον εξαγωγέα υπαγόμενες στην παρούσα επανεξέταση) υποδεικνύουν ότι είναι ανάγκη να εξεταστεί εάν θα ήταν εφικτός ο συνδυασμός μιας αναπροσαρμοσμένης ελάχιστης τιμής και ενός ποσοτικού ανώτατου ορίου.

(47)

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, λόγω της πολυπλοκότητας ο αιτών δεν μπόρεσε να διατυπώσει μια αποδεκτή προσφορά ανάληψης υποχρεώσεων εντός της καθορισθείσας προθεσμίας. Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο θεωρεί ότι πρέπει, κατ’ εξαίρεση, να δοθεί η δυνατότητα στον αιτούντα να ολοκληρώσει την προσφορά του και πέραν της καθορισθείσας προθεσμίας αλλά εντός 10 ημερολογιακών ημερών από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού.

ΣΤ.   ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

(48)

Τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν σχετικά με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό βάσει των οποίων επρόκειτο να περατωθεί η παρούσα επανεξέταση και να διατηρηθεί ο υφιστάμενος δασμός αντιντάμπινγκ όσον αφορά τις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που παράγει ο αιτών. Όλα τα μέρη είχαν τη δυνατότητα υποβολής σχολίων. Τα σχόλια τους ελήφθησαν υπόψη όπου ήταν δικαιολογημένο και τεκμηριωμένο βάσει στοιχείων,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο μόνο

Η μερική ενδιάμεση επανεξέταση των μέτρων αντιντάμπινγκ που εφαρμόζονται στις εισαγωγές στερεών λιπασμάτων με περιεκτικότητα σε νιτρικό αμμώνιο που υπερβαίνει το 80 % κατά βάρος, καταγωγής Ουκρανίας, τα οποία υπάγονται στους κωδικούς ΣΟ 3102 30 90, 3102 40 90, ex 3102 29 00, ex 3102 60 00, ex 3102 90 00, ex 3105 10 00, ex 3105 20 10, ex 3105 51 00, ex 3105 59 00 και ex 3105 90 91, η οποία κινήθηκε δυνάμει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, περατώνεται χωρίς τροποποίηση των ισχυόντων δασμών αντιντάμπινγκ.

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επομένη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 10 Μαρτίου 2008.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

D. RUPEL


(1)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(2)  ΕΕ L 23 της 25.1.2001, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 945/2005 (ΕΕ L 160 της 23.6.2005, σ. 1).

(3)  ΕΕ L 182 της 19.5.2004, σ. 28.

(4)  ΕΕ L 183 της 20.5.2004, σ. 13.

(5)  ΕΕ L 344 της 20.11.2004, σ. 24.

(6)  ΕΕ L 106 της 24.4.2007, σ. 1.

(7)  ΕΕ C 311 της 19.12.2006, σ. 57.


Top