EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32007R0193

Κανονισμóς (ΕΚ) αριθ. 193/2007 του Συμβουλίου, της 22ας Φεβρουαρίου 2007 , για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (ΡΕΤ) καταγωγής Ινδίας ύστερα από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97

ΕΕ L 59 της 27.2.2007, p. 34–59 (BG, ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, RO, SK, SL, FI, SV)
ΕΕ L 352M της 31.12.2008, p. 1005–1030 (MT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (HR)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 27/02/2012: This act has been changed. Current consolidated version: 20/12/2008

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/2007/193/oj

27.2.2007   

EL

Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

L 59/34


ΚΑΝΟΝΙΣΜÓΣ (ΕΚ) αριθ. 193/2007 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΊΟΥ

της 22ας Φεβρουαρίου 2007

για την επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού στις εισαγωγές τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (ΡΕΤ) καταγωγής Ινδίας ύστερα από επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2026/97

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2026/97 του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (1) (εφεξής «ο βασικός κανονισμός»), και ιδίως το άρθρο 18,

τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 384/96, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2), και ιδίως το άρθρο 14 παράγραφος 1,

την πρόταση που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή,

Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

Α.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

1.   ΙΣΧΥΟΝΤΑ ΜΕΤΡΑ

(1)

Στις 30 Νοεμβρίου 2000 το Συμβούλιο, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2603/2000 (3), επέβαλε οριστικούς αντισταθμιστικούς δασμούς στις εισαγωγές ορισμένων ταινιών τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου (ΡΕΤ), προέλευσης Ινδίας, Μαλαισίας και Ταϊλάνδης («οι εν λόγω χώρες») («η αρχική έρευνα»). Τα μέτρα που επιβλήθηκαν βασίζονταν σε μια διερεύνηση αντισταθμιστικών μέτρων, η οποία έγινε βάσει του άρθρου 10 του βασικού κανονισμού. Ταυτόχρονα, με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2604/2000 (4), το Συμβούλιο επέβαλε οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ σε εισαγωγές του ίδιου προϊόντος που προερχόταν από τις ίδιες χώρες. Τα μέτρα που επιβλήθηκαν βασίζονταν σε μια έρευνα αντιντάμπινγκ, που έγινε βάσει του άρθρου 5 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, που αναφέρεται στο προοίμιο.

(2)

Οι τροποποιήσεις στον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2604/2000 ήταν το αποτέλεσμα είτε των ερευνών επανεξέτασης που διενεργήθηκαν βάσει του άρθρου 11 παράγραφοι 3 και 4 είτε των αναλήψεων υποχρεώσεων ως προς τις τιμές που έγιναν αποδεκτές βάσει του άρθρου 8 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 του Συμβουλίου.

(3)

Επίσης, στις 19 Αυγούστου 2004 (5) το Συμβούλιο επέβαλε οριστικούς δασμούς αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές ορισμένων ταινιών PET, καταγωγής Αυστραλίας και Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΛΔΚ) και περάτωσε τις διαδικασίες για εισαγωγές PET καταγωγής Πακιστάν.

(4)

Στις 11 Οκτωβρίου, το Συμβούλιο τροποποίησε το επίπεδο των αντισταθμιστικών μέτρων που ίσχυαν για εισαγωγές ΡΕΤ από την Ινδία (6). Οι τροποποιήσεις ήταν το αποτέλεσμα μιας επιταχυμένης επισκόπησης που έγινε βάσει του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού.

2.   ΑΙΤΗΣΗ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

(5)

Μετά τη δημοσίευση ανακοίνωσης για την επικείμενη λήξη της ισχύος, η Επιτροπή έλαβε, στις 30 Αυγούστου 2005, αίτηση για την επανεξέταση των μέτρων που ίσχυαν, βάσει του άρθρου 18 του βασικού κανονισμού («επανεξέταση λήξης»).

(6)

Η αίτηση υποβλήθηκε στις 30 Αυγούστου 2005 από την Polyethylene Terephthalate Committee of Plastics Europe («ο αιτών») εξ ονόματος παραγωγών που αντιπροσωπεύουν σημαντικότατο ποσοστό και, στην προκειμένη περίπτωση, πάνω από το 90 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής ΡΕΤ.

(7)

Η αίτηση για την επανεξέταση λήξης βασίζεται στο επιχείρημα ότι η λήξη της ισχύος των μέτρων είναι πιθανόν να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη της πρακτικής επιδοτήσεων και της ζημίας που προκλήθηκε στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(8)

Αφού κατέληξε στο συμπέρασμα, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν την έναρξη επανεξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή άρχισε τις εν λόγω επανεξετάσεις την 1η Δεκεμβρίου 2005 (7).

(9)

Πρέπει να σημειωθεί ότι πριν από την έναρξη της επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος, και σύμφωνα με το άρθρο 22 παράγραφος 1 και το άρθρο 10 παράγραφος 9 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή κοινοποίησε στις δημόσιες αρχές της Ινδίας («ΔΑΙ») ότι είχε λάβει δεόντως τεκμηριωμένη αίτηση επανεξέτασης και κάλεσε τις ΔΑΙ σε διαβουλεύσεις με στόχο να διευκρινισθεί η κατάσταση όσον αφορά το περιεχόμενο της καταγγελίας και να εξευρεθεί αμοιβαίως αποδεκτή λύση. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν έλαβε απάντηση από τις ΔΑΙ όσον αφορά την πρότασή της για διαβουλεύσεις.

3.   ΠΑΡΑΛΛΗΛΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ

(10)

Την 1η Δεκεμβρίου 2005 η Επιτροπή ξεκίνησε επίσης μια επανεξέταση βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96 σχετικά με τα μέτρα αντιντάμπινγκ που ισχύουν για εισαγωγές PET προέλευσης Ινδίας, Ινδονησίας, Μαλαισίας, Δημοκρατίας της Κορέας, Ταϊλάνδης και Ταϊβάν (8). Ταυτόχρονα, βάσει του άρθρου 11 παράγραφος 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 384/96, διενεργήθηκε μερική ενδιάμεση επανεξέταση περιοριζόμενη στο ντάμπινγκ για εισαγωγές του ίδιου προϊόντος, προέλευσης Δημοκρατίας της Κορέας και Ταϊβάν.

4.   ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΗΣ

(11)

Η έρευνα επενεξέτασης κάλυψε την περίοδο από την 1η Οκτωβρίου 2004 έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2005. Η ανάλυση των τάσεων που είχαν σχέση με τη ζημία κάλυψε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2002 έως το τέλος της περιόδου έρευνας επανεξέτασης (εφεξής η «εξεταζόμενη περίοδος»).

5.   ΜΕΡΗ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΦΟΡΑ Η ΕΡΕΥΝΑ

(12)

Η Επιτροπή ενημέρωσε επίσημα τους παραγωγούς-εξαγωγείς, τους εκπροσώπους της χώρας εξαγωγής, τους εισαγωγείς, τους κοινοτικούς παραγωγούς, τους χρήστες και τον αιτούντα για την έναρξη επανεξέτασης ενόψει της λήξης ισχύος. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν την ευκαιρία να γνωστοποιήσουν γραπτώς τις απόψεις τους και να ζητήσουν ακρόαση εντός της προθεσμίας που καθορίσθηκε στην ανακοίνωση για την έναρξη διαδικασίας. Δεκτά σε ακρόαση έγιναν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν σχετική αίτηση και απέδειξαν ότι είχαν ειδικούς λόγους για να γίνουν δεκτά σε ακρόαση.

(13)

Λόγω του μεγάλου αριθμού ινδών παραγωγών-εξαγωγέων καθώς και κοινοτικών παραγωγών και εισαγωγέων που αναγράφονταν στην αίτηση για την επανεξέταση ενόψει της λήξης ισχύος, θεωρήθηκε σκόπιμο, σύμφωνα με το άρθρο 27 του βασικού κανονισμού, να εξεταστεί εάν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της δειγματοληψίας. Για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφασίσει κατά πόσον είναι αναγκαία η δειγματοληψία και, εφόσον είναι, να επιλέξει ένα δείγμα, κλήθηκαν τα ανωτέρω μέρη, δυνάμει του άρθρου 27 του βασικού κανονισμού, να αναγγελθούν εντός 15 ημερών από την έναρξη της επανεξέτασης και να παράσχουν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που ζητούνται στην ανακοίνωση για την έναρξη.

(14)

Ύστερα από την εξέταση των πληροφοριών που υποβλήθηκαν, και δεδομένου του μεγάλου αριθμού ινδών παραγωγών-εξαγωγέων που εξέφρασαν την επιθυμία τους να συνεργασθούν, αποφασίσθηκε ότι ήταν αναγκαία η δειγματοληψία όσον αφορά παραγωγούς-εξαγωγείς στην Ινδία.

(15)

Ύστερα από εξέταση των πληροφοριών που υπέβαλαν οι κοινοτικοί παραγωγοί και εισαγωγείς και δεδομένου του σχετικά μικρού αριθμού απαντήσεων, θεωρήθηκε ότι δεν ενδείκνυται η δειγματοληψία για κάποια από τις κατηγορίες αυτές.

(16)

Ως εκ τούτου, απεστάλησαν ερωτηματολόγια σε όλους τους γνωστούς παραγωγούς-εξαγωγείς στην εν λόγω χώρα, σε εισαγωγείς, προμηθευτές, κοινοτικούς παραγωγούς και χρήστες.

(17)

Παρελήφθησαν απαντήσεις στα ερωτηματολόγια από τρεις ινδούς παραγωγούς, δώδεκα κοινοτικούς παραγωγούς, από έναν εισαγωγέα, έναν προμηθευτή και δέκα μεταποιητές/χρήστες.

(18)

Η Επιτροπή αναζήτησε και επαλήθευσε όλες τις πληροφορίες που κρίθηκαν απαραίτητες για την ανάλυσή της και πραγματοποίησε επισκέψεις επαλήθευσης στις εγκαταστάσεις των ακολούθων εταιρειών:

1)

Κοινοτικοί παραγωγοί

 

Voridian BV (Κάτω Χώρες)

 

M&G Polimeri Italia Spa (Ιταλία)

 

Equipolymers Srl (Ιταλία)

 

La Seda de Barcelona SA (Ισπανία)

 

Novapet SA (Ισπανία)

 

Selenis Industria de Polímeros SA (Πορτογαλία)

 

Selenis Itália Spa (Ιταλία)

Κοινοτικοί προμηθευτές

Interquisa SA (Ισπανία)

Μη συνδεδεμένοι εισαγωγείς στην Κοινότητα

Global Service International SRL (Ιταλία)

Κοινοτικοί χρήστες

Coca Cola Enterprises Europe Ltd (Βέλγιο)

2)

Δημόσιες αρχές της Ινδίας

 

Υπουργείο Εμπορίου, Νέο Δελχί

 

Κυβέρνηση της Maharashtra — Διεύθυνση Βιομηχανίας, Βομβάη

3)

Παραγωγοί-εξαγωγείς στην Ινδία

 

SENPET Ltd, Calcutta (πρώην Elque Polyesters Limited)

 

Futura Polyesters Limited, Chennai (πρώην Futura Polymer Limited)

 

Pearl Engineering Polymers Limited, Νέο Δελχί

Β.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ ΚΑΙ ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

1.   ΥΠΟ ΕΞΕΤΑΣΗ ΠΡΟΪΟΝ

(19)

Το υπό εξέταση προϊόν είναι το ίδιο με το προϊόν της αρχικής έρευνας, δηλαδή ΡΕΤ με αριθμό ιξώδους 78 ml/g ή μεγαλύτερο, σύμφωνα με το πρότυπο ISO 1628-5, καταγωγής από την εν λόγω χώρα. Υπάγεται προς το παρόν στον κωδικό ΣΟ 3907 60 20.

2.   ΟΜΟΕΙΔΕΣ ΠΡΟΪΟΝ

(20)

Όπως και στην αρχική έρευνα, διαπιστώθηκε ότι το εν λόγω προϊόν, ΡΕΤ που παράγεται και πωλείται στις εγχώριες αγορές στην εν λόγω χώρα και ΡΕΤ που παράγεται και πωλείται από τους κοινοτικούς παραγωγούς, διαθέτουν τα ίδια βασικά φυσικά και χημικά χαρακτηριστικά και χρήσεις. Ως εκ τούτου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι όλα τα είδη ΡΕΤ με ιξώδες 78 ml/g ή μεγαλύτερο είναι ομοειδή κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού.

Γ.   ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΣΥΝΕΧΙΣΗΣ Ή ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

Ι.   ΣΥΝΕΧΙΣΗ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ — ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(21)

Με βάση τις πληροφορίες που περιέχει η αίτηση επανεξέτασης και τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, η Επιτροπή εξέτασε τα ακόλουθα καθεστώτα, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς, συνεπάγονται τη χορήγηση επιδοτήσεων.

1.   ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΕΡΕΥΝΗΘΗΚΑΝ ΑΡΧΙΚΑ

α)

Σύστημα πιστώσεων εισαγωγικών δασμών (DEPB)

β)

Καθεστώς απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος (ITES)

γ)

Καθεστώς προώθησης των εξαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών (EPCG)

δ)

Ελεύθερες βιομηχανικές ζώνες εξαγωγών (EPZ)/Μονάδες με εξαγωγικό προσανατολισμό (EOU)

2.   ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΑΡΧΙΚΑ ΕΡΕΥΝΗΘΕΙ

ε)

Καθεστώς προηγούμενης άδειας (ALS)

στ)

Καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων (πριν και μετά την αποστολή) (ECS)

ζ)

Καθεστώς παροχής φορολογικών κινήτρων για τις πωλήσεις του κρατιδίου Gujarat (GSTIS)

η)

Καθεστώς απαλλαγής από τους δασμούς της ηλεκτρικής ενέργειας του Gujarat (GEDES)

θ)

Καθεστώς παροχής κινήτρων της δυτικής Βεγγάλης (WBIS)

ι)

Καθεστώς παροχής κινήτρων (PSI) από μέρους της κυβέρνησης του Maharashtra

(22)

Τα καθεστώτα α) και γ) έως ε) που προσδιορίζονται ανωτέρω βασίζονται στο νόμο του 1992 περί εξωτερικού εμπορίου (ανάπτυξη και ρύθμιση αριθ. 22 του 1992) που άρχισε να ισχύει στις 7 Αυγούστου 1992 («νόμος περί εξωτερικού εμπορίου»). Ο νόμος περί εξωτερικού εμπορίου εξουσιοδοτεί τις ινδικές δημόσιες αρχές να δημοσιεύουν δηλώσεις που αφορούν την πολιτική στον τομέα των εισαγωγών και εξαγωγών. Οι ανακοινώσεις αυτές συνοψίζονται στα έγγραφα με τίτλο «Πολιτική εισαγωγών και εξαγωγών», από 1ης Σεπτεμβρίου 2004 ονομαζόμενα «Πολιτική εξωτερικού εμπορίου», που εκδίδονται από το Υπουργείο Εμπορίου ανά πενταετία και επικαιροποιούνται τακτικά. Ένα έγγραφο της «Πολιτικής εισαγωγών και εξαγωγών» αφορά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης αυτής της περίπτωσης, δηλαδή το πενταετές σχέδιο που αφορά την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 2004 έως τις 31 Μαρτίου 2009 («Πολιτική ΕΞ/ΕΙΣ 2004-2009»). Εκτός αυτού, η κυβέρνηση της Ινδίας ορίζει επίσης τις διαδικασίες που διέπουν την πολιτική ΕΞ/ΕΙΣ 2004-2009 στο «Εγχειρίδιο Διαδικασιών — 1ης Σεπτεμβρίου 2004 έως τις 31 Μαρτίου 2009, τόμος I» («HOP I 2004-2009»). Το εγχειρίδιο διαδικασιών (HOP) επικαιροποιείται επίσης τακτικά.

(23)

Το καθεστώς β), βασίζεται στο νόμο περί φόρου εισοδήματος του 1961, ο οποίος τροποποιείται ετησίως από το νόμο περί οικονομικών.

(24)

Το καθεστώς στ), βασίζεται στα τμήματα 21 και 35A του νόμου περί τραπεζικού ελέγχου του 1949, που επιτρέπει στην Τράπεζα Καταθέσεων της Ινδίας (Reserve Bank of India — «RBI») να δίνει εντολές σε εμπορικές τράπεζες στον τομέα των εξαγωγικών πιστώσεων.

(25)

Το καθεστώς ζ), διοικείται από την κυβέρνηση του Gujarat και βασίζεται στην πολιτική του για την παροχή βιομηχανικών κινήτρων· το καθεστώς η), βασίζεται στο νόμο περί φόρου για την ηλεκτρική ενέργεια της Βομβάης, του 1958.

(26)

Το καθεστώς ι) υπόκειται στη διαχείριση της πολιτείας Maharashtra και βασίζεται σε ψηφίσματα της Διεύθυνσης Βιομηχανίας, Ενέργειας και Εργασίας της κυβέρνησης της Maharashtra.

(27)

Το καθεστώς θ) έχει δημιουργηθεί από την κυβέρνηση της Δυτικής Βεγγάλης, μέσω της ανακοίνωσης της Διεύθυνσης Εμπορίου και Βιομηχανίας αριθ. 588-CI/H της 22ας Ιουνίου 1999 (WBIS 1999), η οποία αντικαταστάθηκε τελευταία από την ανακοίνωση αριθ. 134-CI/O/Incentive/17/03/I της 24ης Μαρτίου 2004 (WBIS 2004).

(28)

Σε συνέχεια της κοινοποίησης των διαπιστώσεων σχετικά με την καταγγελία περί επιδοτήσεων, οι ΔΑΙ επανέλαβαν μια σειρά επιφυλάξεων όσον αφορά την αντισταθμισιμότητα των καθεστώτων και τον υπολογισμό των ποσών της επιδότησης. Επανέλαβαν επίσης το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο επανάληψης της επιδότησης στην παρούσα περίπτωση. Πρέπει να σημειωθεί ότι, τα σχόλια αυτά δεν περιέχουν νέα επιχειρήματα τα οποία θα μπορούσαν να αλλάξουν τα συμπεράσματα που υποβάλλονται στον παρόντα κανονισμό,

II.   ΕΘΝΙΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ

1.   ΣΥΣΤΗΜΑ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΔΑΣΜΩΝ (DEPB)

α)   Νομική βάση

(29)

Η λεπτομερής περιγραφή του καθεστώτος DEPB βρίσκεται στο τμήμα 4.3 της πολιτικής Εισαγωγών και Εξαγωγών 2004-2009 και στο τμήμα 4.3-4.4 του HOP I 2004-2009.

(30)

Διαπιστώθηκε ότι κανείς από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν απεκόμισε αντισταθμιστικά οφέλη στο πλαίσιο του (DEPBS). Ως εκ τούτου δεν κρίθηκε σκόπιμη η περαιτέρω ανάλυση του καθεστώτος αυτού στο πλαίσιο αυτής της έρευνας.

2.   ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

(31)

Διαπιστώθηκε ότι κανείς από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν απεκόμισε αντισταθμιστικά οφέλη στο πλαίσιο του ITES. Ως εκ τούτου δεν κρίθηκε σκόπιμη η περαιτέρω ανάλυση του καθεστώτος αυτού στο πλαίσιο αυτής της έρευνας.

3.   ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥΧΙΚΩΝ ΑΓΑΘΩΝ («EPCGS»)

α)   Νομική βάση

(32)

Η λεπτομερής περιγραφή του καθεστώτος EPCGS βρίσκεται στο κεφάλαιο 5 του εγγράφου πολιτικής Εισαγωγών και Εξαγωγών 2004-2009 και στο κεφάλαιο 5 του HOP I 2004-2009.

β)   Επιλεξιμότητα

(33)

Οι κατασκευαστές-εξαγωγείς, οι έμποροι-εξαγωγείς που είναι «υποχρεωμένοι» να υποστηρίζουν τους κατασκευαστές και οι φορείς παροχής υπηρεσιών έχουν δικαίωμα σε αυτό το καθεστώς.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(34)

Με την επιφύλαξη υποχρέωσης εξαγωγής, επιτρέπεται στις εταιρείες να εισάγουν κεφαλαιουχικά αγαθά (νέα και -από τον Απρίλιο του 2003- μεταχειρισμένα κεφαλαιουχικά αγαθά μέχρι δέκα ετών) με μειωμένο ή μηδενικό δασμό. Για τον σκοπό αυτό, οι δημόσιες αρχές της Ινδίας χορηγούν άδεια EPCG, μετά από αίτηση και καταβολή ενός τέλους. Για την εκπλήρωση της υποχρέωσης εξαγωγής, τα εισαγόμενα κεφαλαιουχικά αγαθά πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ορισμένης ποσότητας εξαγωγικών προϊόντων εντός καθορισμένης περιόδου.

(35)

Ο κάτοχος άδειας EPCGS μπορεί επίσης να εφοδιάζεται με τα κεφαλαιουχικά αγαθά στην εγχώρια αγορά. Στην περίπτωση αυτή, ο εγχώριος κατασκευαστής κεφαλαιουχικών αγαθών μπορεί να επωφελείται από το όφελος για την εισαγωγή με δασμολογική απαλλαγή των συστατικών μερών που απαιτούνται για την παραγωγή των εν λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών. Εναλλακτικά, ο εγχώριος κατασκευαστής δύναται να ζητήσει από τον κάτοχο αδείας EPCGS να προσποριστεί το όφελος που συνδέεται με την προβλεπόμενη εξαγωγή για την προμήθεια κεφαλαιουχικών αγαθών.

δ)   Συμπέρασμα σχετικά με το καθεστώς EPCG

(36)

Το καθεστώς EPCGS παρέχει επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) και του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Η δασμολογική μείωση αποτελεί χρηματοδοτική συνεισφορά των ΔΑΙ, δεδομένου ότι με αυτή την παραχώρηση παραιτούνται από απαίτηση σε τελωνειακά έσοδα που θα οφείλονταν κανονικά. Επιπλέον, η δασμολογική μείωση παρέχει όφελος στον εξαγωγέα, διότι οι δασμοί που εξοικονομούνται επί της εισαγωγής βελτιώνουν τη ρευστότητά του.

(37)

Επιπλέον, το καθεστώς EPCGS εξαρτάται εκ του νόμου από την εξαγωγική επίδοση, δεδομένου ότι οι εν λόγω άδειες δεν μπορούν να χορηγούνται χωρίς δέσμευση για εξαγωγή. Ως έχει, το καθεστώς αυτό θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμο δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

(38)

Συνεπώς, αυτό το καθεστώς δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής δασμού ή επιστροφής φόρου σε περίπτωση υποκατάστασης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν υπάγονται στα επιτρεπόμενα συστήματα που καθορίζονται στο παράρτημα Ι σημείο i) του βασικού κανονισμού, διότι δεν καταναλώνονται κατά τη διαδικασία παραγωγής των εξαγόμενων προϊόντων.

ε)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(39)

Κανείς από τους συνεργαζόμενους εξαγωγείς δεν αγόρασε κεφαλαιουχικά αγαθά κατά την ΠΕ. Ωστόσο, μια εταιρεία εξακολουθούσε να επωφελείται από δασμολογικές απαλλαγές για κεφαλαιουχικά αγαθά που είχαν αγοραστεί πριν από την ΠΕ στο ποσόν που καθορίζεται στην αρχική έρευνα. Το ποσό της επιδότησης που ελήφθη κατά την ΠΕΕ υπολογίσθηκε, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, με βάση τους μη καταβληθέντες δασμούς για τα εισαχθέντα κεφαλαιουχικά αγαθά κατά τη διάρκεια περιόδου που αντιστοιχεί στην πραγματική περίοδο απόσβεσης των εν λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών του εξαγωγέα παραγωγού. Σύμφωνα με καθιερωμένη πρακτική, το ποσό που υπολογίζεται κατ’ αυτό τον τρόπο και καταλογίζεται στην περίοδο έρευνας της επανεξέτασης προσαρμόσθηκε με την προσθήκη του τόκου που αντιστοιχεί στην εν λόγω περίοδο, έτσι ώστε να αντικατοπτρίζεται η συνολική αξία του οφέλους που χορηγήθηκε κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου. Τα αναγκαία τέλη που καταβλήθηκαν για τη λήψη της επιδότησης αφαιρέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού από το εν λόγω ποσό, έτσι ώστε να υπολογιστεί το ποσό της επιδότησης, ως αριθμητής. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 2 και 3 του βασικού κανονισμού, το εν λόγω ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στον κύκλο εργασιών εξαγωγών κατά την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης ως ο κατάλληλος παρονομαστής, διότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Η επιδότηση που ελήφθη για την εταιρεία που εξακολουθούσε να επωφελείται από το καθεστώς ήταν της τάξης του 0,38 %.

4.   ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ («ECS»)

α)   Νομική βάση

(40)

Οι λεπτομέρειες αυτού του καθεστώτος περιέχονται στη βασική εγκύκλιο IECD αριθ. 5/04.02.01/2002-03 (Εξαγωγικές πιστώσεις σε συνάλλαγμα) και στη βασική εγκύκλιο IECD αριθ. 10/04.02.01/2003-04 (Εξαγωγικές πιστώσεις σε ρουπίες) της Τράπεζας Καταθέσεων της Ινδίας (Reserve Bank of India) (RBI), που απευθύνονται στο σύνολο των ινδικών εμπορικών τραπεζών.

β)   Επιλεξιμότητα

(41)

Επιλεξιμότητα σε αυτό το καθεστώς έχουν οι κατασκευαστές-εξαγωγείς και οι έμποροι-εξαγωγείς. Διαπιστώθηκε ότι μία από τις συνεργαζόμενες στη διαδικασία εταιρείες αποκόμισε οφέλη στο πλαίσιο του ECS.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(42)

Στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, η RBI καθορίζει ανώτατα όρια για τα επιτόκια που εφαρμόζονται στις εξαγωγικές πιστώσεις σε ρουπίες και σε συνάλλαγμα, τα οποία οι εμπορικές τράπεζες πρέπει να τηρούν «για να μπορούν οι εξαγωγείς να έχουν πρόσβαση σε πίστωση σε ανταγωνιστικές τιμές σε διεθνές επίπεδο». Το καθεστώς ECS αποτελείται από δύο επιμέρους καθεστώτα, το καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων πριν από την αποστολή («packing credit»), που καλύπτει πιστώσεις που παρέχονται σε εξαγωγέα για τη χρηματοδότηση της αγοράς, της μεταποίησης, της παρασκευής, της συσκευασίας και/ή της αποστολής των εμπορευμάτων πριν από την εξαγωγή, και το καθεστώς εξαγωγικών πιστώσεων μετά την αποστολή, που προβλέπει δάνεια για κεφάλαια κίνησης με σκοπό τη χρηματοδότηση των εξαγωγικών αναγκών. Η RBI συνιστά επίσης στις τράπεζες να διαθέσουν ένα ποσό από τις καθαρές πιστώσεις τους για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών.

(43)

Από τις εν λόγω βασικές εγκυκλίους της RBI προκύπτει ότι οι εξαγωγείς μπορούν να εξασφαλίσουν εξαγωγικές πιστώσεις με προτιμησιακό επιτόκιο σε σύγκριση με το επιτόκιο για τις συνήθεις εμπορικές πιστώσεις («ταμειακές πιστώσεις»), που έχουν απλώς καθοριστεί από τις συνθήκες της αγοράς.

δ)   Συμπέρασμα σχετικά με το ECS

(44)

Κατά πρώτον, τα προτιμησιακά επιτόκια που καθόρισαν οι βασικές εγκύκλιοι της RBI για τις πιστώσεις που χορηγούνται στο πλαίσιο του εν λόγω καθεστώτος μπορεί να μειώνουν το κόστος τόκου ενός εξαγωγέα σε σχέση με το κόστος της πίστωσης που έχει καθορισθεί αποκλειστικά με βάση τις συνθήκες της αγοράς, παρέχοντας έτσι όφελος στον εξαγωγέα κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Μόνο στην περίπτωση των συνεργασθέντων εξαγωγέων για τους οποίους διαπιστώθηκαν παρόμοιες διαφορές επιτοκίου, συνάγεται το συμπέρασμα ότι υπάρχει όφελος. Οι διαφορές των επιτοκίων μεταξύ των πιστώσεων που χορηγούνται πέραν των βασικών εγκυκλίων της RBI και των «εμπορικών πιστώσεων» δεν μπορούν να εξηγηθούν απλώς και μόνο με τη συμπεριφορά των εμπορικών τραπεζών στην αγορά.

(45)

Δεύτερον, και παρ’ ότι οι προτιμησιακές πιστώσεις βάσει του εν λόγω καθεστώτος χορηγούνται από εμπορικές τράπεζες, το όφελος αντιστοιχεί σε χρηματοδοτική συνεισφορά των δημοσίων αρχών κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 σημείο iv) του βασικού κανονισμού. Η RBI είναι δημόσιος φορέας και, συνεπώς, υπάγεται στον ορισμό των «δημοσίων αρχών» που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού. Ανήκει 100 % στο κράτος, επιδιώκει στόχους δημόσιας πολιτικής, π.χ. νομισματικής, και τα διευθυντικά στελέχη διορίζονται από τις ινδικές δημόσιες αρχές. Η RBI διευθύνει ιδιωτικούς φορείς, δεδομένου ότι οι εμπορικές τράπεζες τηρούν τους όρους, μεταξύ άλλων τα ανώτατα όρια επιτοκίου, που καθορίζονται στις βασικές εγκυκλίους της RBI για τις εξαγωγικές πιστώσεις, καθώς και τις διατάξεις της RBI σύμφωνα με τις οποίες οι εμπορικές τράπεζες οφείλουν να διαθέσουν ένα ποσό των καθαρών πιστώσεών τους για τη χρηματοδότηση των εξαγωγών. Αυτή η απαίτηση υποχρεώνει τις εμπορικές τράπεζες να ασκούν τις αρμοδιότητες που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο i) του βασικού κανονισμού, στη προκειμένη περίπτωση, δάνεια υπό μορφή προτιμησιακής χρηματοδότησης εξαγωγών. Αυτή η άμεση μεταφορά κεφαλαίων υπό μορφή δανείων, υπό ορισμένες συνθήκες, υπάγεται κανονικά στην αρμοδιότητα των δημοσίων αρχών, και η πρακτική δεν διαφέρει ουσιαστικά από τις πρακτικές που ακολουθούν κανονικά οι δημόσιες αρχές [άρθρο 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο iv) του βασικού κανονισμού]. Η εν λόγω επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμη, δεδομένου ότι το προτιμησιακό επιτόκιο εφαρμόζεται μόνο στη χρηματοδότηση των εξαγωγών, και συνεπώς εξαρτάται από τις εξαγωγικές επιδόσεις σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού.

ε)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(46)

Το ποσό της επιδότησης υπολογίστηκε με βάση τη διαφορά μεταξύ του τόκου που καταβλήθηκε για τις εξαγωγικές πιστώσεις που χρησιμοποιήθηκαν κατά την ΠΕΕ και του ποσού που θα έπρεπε να είχε καταβληθεί εάν εφαρμόζονταν τα ίδια επιτόκια για τις συνήθεις εμπορικές πιστώσεις από τη συγκεκριμένη εταιρεία. Το ποσό αυτό της επιδότησης (αριθμητής) κατανεμήθηκε στον συνολικό κύκλο εργασιών των εξαγωγών κατά την περίοδο έρευνας επανεξέτασης (ο κατάλληλος παρανομαστής) σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, διότι η επιδότηση εξαρτάται από τις εξαγωγικές επιδόσεις και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Η εταιρεία είχε οφέλη στο πλαίσιο του ECS και έλαβε επιδότηση της τάξεως του 0,1 %.

5.   ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΜΟΝΑΔΩΝ ΕΞΑΓΩΓΙΚΟΥ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ («EOUS»)/ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΖΩΝΩΝ («SEZS»)

(47)

Διαπιστώθηκε ότι κανείς από τους συνεργαζόμενους παραγωγοούς-εξαγωγείς δεν απεκόμισε αντισταθμιστικά οφέλη στο πλαίσιο του SEZS. Ωστόσο, δύο ινδικές εταιρείες είχαν το καθεστώς EOU και λάμβαναν αντισταθμιστικές επιδοτήσεις κατά την ΠΕΕ. Επομένως, η περιγραφή και η αξιολόγηση στη συνέχεια περιορίζεται σε EOUS.

α)   Νομική βάση

(48)

Λεπτομέρειες για καθεστώς EOU περιέχονται στο κεφάλαιο 6 της πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 2004-2009 και στο HOP I 2004-2009.

β)   Επιλεξιμότητα

(49)

Με εξαίρεση τις καθαρά εμπορικές εταιρείες, όλες οι επιχειρήσεις που, κατ’ αρχήν, αναλαμβάνουν να εξάγουν ολόκληρη την παραγωγή εμπορευμάτων ή υπηρεσιών μπορούν να συσταθούν υπό καθεστώς EOUS. Επιχειρήσεις στους βιομηχανικούς τομείς οφείλουν να πληρούν ελάχιστο όριο επενδύσεων σε πάγια στοιχεία του ενεργητικού (10 εκατ. ινδικές ρουπίες) για να έχουν δικαίωμα συμμετοχής στο EOUS.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(50)

Όπως διαπιστώθηκε στην αρχική έρευνα, EOU μπορούν να εδρεύουν και να ιδρύονται παντού στην Ινδία.

(51)

Η αίτηση για εφαρμογή καθεστώτος EOU πρέπει να περιλαμβάνει λεπτομέρειες για την περίοδο των επόμενων πέντε ετών όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις προβλεπόμενες ποσότητες παραγωγής, την προβλεπόμενη αξία των εξαγωγών, τις ανάγκες εισαγωγής και τις εγχώριες ανάγκες. Αν οι αρχές δεχθούν την αίτηση της εταιρείας, η εταιρεία ενημερώνεται για τους όρους και τις προϋποθέσεις που απορρέουν από την αποδοχή αυτή. Η αναγνώριση μιας εταιρείας ως εταιρείας μονάδας ΕΟU ισχύει για μια πενταετία. Η συμφωνία μπορεί να ανανεωθεί για επιπλέον περιόδους.

(52)

Σημαντική υποχρέωση μιας EOU, όπως ορίζει το έγγραφο πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 2004-2009, είναι η επίτευξη καθαρών συναλλαγματικών κερδών, ήτοι σε μια περίοδο αναφοράς (πενταετία) η συνολική αξία των εξαγωγών πρέπει να είναι υψηλότερη από τη συνολική αξία των εισαγόμενων εμπορευμάτων.

(53)

Οι μονάδες EOU δικαιούνται τις παρακάτω παραχωρήσεις:

i)

απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς για όλους τους τύπους εμπορευμάτων (συμπεριλαμβανομένων των κεφαλαιουχικών αγαθών, πρώτων υλών και αναλώσιμων) που απαιτούνται για την κατασκευή, την παραγωγή, τη μεταποίηση ή που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών·

ii)

απαλλαγή από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των εμπορευμάτων που αγοράζονται στην εγχώρια αγορά·

iii)

επιστροφή του κεντρικού φόρου πωλήσεων που έχει καταβληθεί για τα εμπορεύματα που έχουν αγοραστεί στην εγχώρια αγορά·

iv)

δυνατότητα πώλησης μέρους της παραγωγής στην εγχώρια αγορά έως το 50 % της αξίας FOB εξαγωγών, με την προϋπόθεση επίτευξης καθαρών συναλλαγματικών κερδών μετά την καταβολή δασμών με ευνοϊκούς όρους, π.χ. φόρους κατανάλωσης για τελικά προϊόντα·

v)

μερική επιστροφή του φόρου που έχει καταβληθεί για την αγορά καυσίμων από εγχώριες πετρελαϊκές εταιρείες·

vi)

απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος που είναι κανονικά απαιτητός για τα κέρδη από τις εξαγωγικές πωλήσεις σύμφωνα με το τμήμα 10Β του νόμου για τον φόρο εισοδήματος, για δεκαετή περίοδο μετά την έναρξη των δραστηριοτήτων της, αλλά όχι αργότερα από το τέλος του οικονομικού έτους 2010·

vii)

δυνατότητα ξένης ιδιοκτησίας μετοχών κατά 100 %.

(54)

Οι μονάδες που λειτουργούν στο πλαίσιο αυτών των καθεστώτων τελούν υπό τελωνειακή επιτήρηση σύμφωνα με το τμήμα 65 του νόμου περί τελωνείων.

(55)

Είναι υποχρεωμένες να τηρούν καταχωρίσεις όλων των σχετικών εισαγωγών και της κατανάλωσης και χρησιμοποίησης όλων των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής καθώς και των πραγματοποιούμενων εξαγωγών, σύμφωνα με το τμήμα 6.11.1 του HOP 2004-2009. Τα εν λόγω έγγραφα θα πρέπει να υποβάλλονται περιοδικά στις αρμόδιες αρχές μέσω τριμηνιαίων και ετήσιων εκθέσεων προόδου.

(56)

Εντούτοις, «ουδέποτε θα ζητηθεί [από ΕΟU] να συνδέσει κάθε αποστολή για εισαγωγή με τις εξαγωγές της, τις μεταφορές σε άλλες μονάδες, τις πωλήσεις στην εγχώρια αγορά ή τα αποθέματα», όπως αναφέρεται στο τμήμα 6.11.2 του HOP I 2004-2009.

(57)

Οι εγχώριες πωλήσεις πραγματοποιούνται και καταχωρίζονται με σύστημα αυτοπιστοποίησης. Η διαδικασία διεκπεραίωσης των αποστολών για εξαγωγή μιας EOU επιθεωρείται από τελωνειακό υπάλληλο ή υπάλληλο αρμόδιο για τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, που κατέχει μόνιμη θέση στην EOU.

(58)

Στην παρούσα περίπτωση, το EOUS χρησιμοποιήθηκε από δύο συνεργαζόμενους εξαγωγείς. Οι εν λόγω συνεργαζόμενοι εξαγωγείς χρησιμοποίησαν το καθεστώς για την εισαγωγή πρώτων υλών και κεφαλαιουχικών αγαθών χωρίς εισαγωγικούς δασμούς, για να προμηθεύουν στην εγχώρια αγορά εμπορεύματα χωρίς ειδικό φόρο κατανάλωσης και να εισπράττουν επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων, καθώς και για να πωλούν μέρος της παραγωγής τους στην εγχώρια αγορά. Μια από τις εξαγωγικές εταιρείες χρησιμοποίησε επίσης το καθεστώς για να λάβει μερική επιστροφή του δασμού που καταβλήθηκε για την προμήθεια καυσίμων από εγχώριες πετρελαϊκές εταιρείες. Έτσι επωφελήθηκαν από όλα τα πλεονεκτήματα που περιγράφονται στην αιτιολογική σκέψη 52 σημεία i) έως v). Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι εν λόγω εξαγωγείς δεν αποκόμισαν οφέλη από τις διατάξεις περί απαλλαγής από το φόρο εισοδήματος του EOUS.

δ)   Συμπεράσματα σχετικά με το EOUS

(59)

Οι απαλλαγές μιας EOU από δύο τύπους εισαγωγικών δασμών («βασικός δασμός» και «ειδικός πρόσθετος δασμός») και η επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων είναι χρηματοδοτικές συνεισφορές των ΔΑΙ κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Οι ΔΑΙ παραιτούνται από την απαίτηση σε έσοδα που θα οφείλονταν κανονικά εάν δεν εφαρμοζόταν το εν λόγω καθεστώς, πράγμα που παρέχει όφελος στην μονάδα ΕΟU κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, διότι εξοικονομεί ρευστά διαθέσιμα δεδομένου ότι δεν χρειάζεται να καταβάλει τους κανονικά οφειλόμενους δασμούς και λαμβάνει επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων.

(60)

Η απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και από το ισοδύναμο εισαγωγικού δασμού («πρόσθετος δασμός») δεν συνεπάγεται ωστόσο, διαφυγόντα έσοδα που κανονικά οφείλονται. Εάν καταβάλλονταν ο ειδικός φόρος κατανάλωσης και ο πρόσθετος δασμός, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πίστωση για μελλοντικούς οφειλόμενους δασμούς (ο λεγόμενος «μηχανισμός CENVAT»). Ως εκ τούτου, οι δασμοί αυτοί δεν είναι οριστικοί. Μέσω της πίστωσης «CENVAT» μόνο στην προστιθέμενη αξία επιβάλλεται οριστικός δασμός, όχι στις εισροές.

(61)

Συνεπώς, μόνο η απαλλαγή από τους βασικούς δασμούς και τους ειδικούς πρόσθετους δασμούς, η μερική επιστροφή του φόρου που έχει καταβληθεί για την προμήθεια καυσίμων από εγχώριες πετρελαϊκές εταιρείες και η επιστροφή των φόρων επί των πωλήσεων αποτελούν επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 του βασικού κανονισμού. Εξαρτώνται δια νόμου από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης και επομένως θεωρείται ότι έχουν ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμες βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Ο εξαγωγικός στόχος μιας μονάδας EOU, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6.1 του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εξασφάλιση των κινήτρων.

(62)

Ένας από τους συνεργαζόμενους εξαγωγείς ισχυρίστηκε ότι η Επιτροπή παρέκλινε από την αιτιολογία που χρησιμοποιήθηκε στην αρχική έρευνα όσον αφορά την εκτίμηση της απαλλαγής δασμού για πρώτες ύλες και ότι, αν πρέπει να υπάρξει αντιστάθμιση, τότε μόνο για την καθ’ υπέρβαση επιστροφή δασμού. Ωστόσο, ως προς αυτό πρέπει να σημειωθεί ότι κατά τη χρονική στιγμή της αρχικής έρευνας, κατά τον υπολογισμό του αντισταθμίσιμου ποσού, το ερώτημα σχετικά με το κατά πόσον η EOU αποτελεί επιτρεπτό καθεστώς επιστροφής δασμού, εξετάστηκε «Με την επιφύλαξη του κατά πόσον το καθεστώς αποτελεί καθεστώς επιστροφής σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού  (9)». Στο πλαίσιο της παρούσας επανεξέτασης διερευνήθηκε προσεκτικά το καθεστώς στο σύνολό του καθώς επίσης και το σύστημα παρακολούθησης.

(63)

Η έρευνα έδειξε ότι οι εν λόγω επιδοτήσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν επιτρεπόμενα συστήματα επιστροφής δασμού ή επιστροφής φόρου σε περίπτωση υποκατάστασης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Δεν είναι σύμφωνες με τους αυστηρούς κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα Ι [σημείο η) και i)], στο παράρτημα ΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή δασμών) και στο παράρτημα ΙΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή δασμών σε περίπτωση υποκατάστασης) του βασικού κανονισμού. Στο βαθμό που οι διατάξεις περί επιστροφής του φόρου επί των πωλήσεων και περί απαλλαγής από τον δασμό χρησιμοποιούνται για την αγορά κεφαλαιουχικών αγαθών, δεν τηρούνται οι κανόνες για τα επιτρεπόμενα συστήματα επιστροφής των δασμών, διότι τα εν λόγω κεφαλαιουχικά προϊόντα δεν καταναλώνονται κατά τη διαδικασία παραγωγής, όπως απαιτούν τα σημεία η) (επιστροφή των φόρων επί των πωλήσεων) και θ) (διαγραφή των εισαγωγικών δασμών) του παραρτήματος Ι.

(64)

Επιπλέον, δεν επιβεβαιώθηκε ότι οι ΔΑΙ διαθέτουν αποτελεσματικό σύστημα ή διαδικασία ελέγχου που να επιβεβαιώνει ότι και σε τι ποσά οι συντελεστές παραγωγής που αγοράσθηκαν αδασμολόγητα ή ατελώς, καταναλώθηκαν για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος [παράρτημα ΙΙ(ΙΙ)(4) του βασικού κανονισμού και, στην περίπτωση καθεστώτος επιστροφής λόγω υποκατάστασης, παράρτημα ΙΙΙ(ΙΙ)(2) του βασικού κανονισμού]. Το ισχύον σύστημα ελέγχου αποσκοπεί στην παρακολούθηση της υποχρέωσης επίτευξης καθαρών συναλλαγματικών κερδών και όχι της κατανάλωσης εισαγωγών σε σχέση με την παραγωγή εξαγόμενων αγαθών.

(65)

Επιτρέπεται σε μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού να πωλεί σημαντική ποσότητα της παραγωγής της, έως 50 % του ετησίου κύκλου εργασιών, στην εγχώρια αγορά. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει νομική δέσμευση για την εξαγωγή του συνολικού ποσού των κατασκευασθέντων προϊόντων. Επιπλέον, οι εν λόγω εγχώριες συναλλαγές πραγματοποιούνται χωρίς την επιτήρηση και τον έλεγχο κρατικού υπαλλήλου και υπόκεινται μόνο σε μια διαδικασία αυτοπιστοποίησης. Οι τελωνειακές εγκαταστάσεις μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού δεν υπόκεινται, συνεπώς, τουλάχιστον εν μέρει, σε φυσικό έλεγχο από τις ινδικές αρχές. Αυτό, ωστόσο, αυξάνει τη σπουδαιότητα των περαιτέρω ελέγχων, και ιδίως του ελέγχου της σχέσης μεταξύ των εισροών που εισάγονται ατελώς και των προϊόντων εξαγωγής, για να μπορεί ο έλεγχος να θεωρείται σύστημα επαλήθευσης των επιστροφών δασμών.

(66)

Όσον αφορά τα άλλα μέτρα ελέγχου που έχουν θεσπιστεί, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι μια μονάδα εξωτερικού προσανατολισμού ουδέποτε δεσμεύεται νομικά να συσχετίσει κάθε εισαγωγή με το αντίστοιχο παραχθέν προϊόν. Μόνο έλεγχοι αυτού του τύπου θα παρείχαν στις ινδικές αρχές επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον τελικό προορισμό των εισροών, έτσι ώστε να μπορούν να εξακριβώνουν εάν οι δασμολογικές και φορολογικές απαλλαγές επί των πωλήσεων δεν υπερβαίνουν τις εισροές που χρησιμοποιήθηκαν για την παρασκευή των προϊόντων που προορίζονται για εξαγωγή. Οι μηνιαίες φορολογικές δηλώσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με ένα σύστημα αυτοαξιολόγησης για τις εσωτερικές πωλήσεις, και οι οποίες εξετάζονται περιοδικά από τις ινδικές αρχές, δεν επαρκούν. Επιπλέον, σκοπός των μηνιαίων φορολογικών δηλώσεων είναι η παρακολούθηση των φόρων κατανάλωσης και όχι ο έλεγχος του προορισμού των εισροών. Τα εσωτερικά συστήματα των επιχειρήσεων, που δεν υπόκεινται σε καμία νομική υποχρέωση, δεν επαρκούν από μόνα τους, διότι το σύστημα ελέγχου πρέπει να σχεδιάζεται και να εφαρμόζεται από τις δημόσιες αρχές και δεν θα πρέπει να αφήνεται στη διακριτική ευχέρεια της διεύθυνσης της κάθε εμπλεκόμενης επιχείρησης. Ως εκ τούτου, από την έρευνα επιβεβαιώνεται ότι το έγγραφο πολιτικής εξαγωγών και εισαγωγών δεν επιβάλλει ρητά στις μονάδες εξαγωγικού προσανατολισμού να διατηρούν αποδείξεις για τη σχέση μεταξύ των εισροών και του προκύπτοντος προϊόντος και ότι οι δημόσιες αρχές της Ινδίας δεν εφαρμόζουν κανένα μηχανισμό αποτελεσματικού ελέγχου που να τους επιτρέπει να προσδιορίσουν ποιες εισροές καταναλώνονται κατά την κατασκευή των προϊόντων που εξάγονται και σε ποιες ποσότητες.

(67)

Επιπλέον, οι δημόσιες αρχές της Ινδίας δεν προέβησαν σε περαιτέρω εξέταση που να βασίζεται στις πραγματικές εισροές που χρησιμοποιήθηκαν, πράγμα που θα όφειλαν κανονικά να πράξουν λόγω ελλείψεως συστήματος αποτελεσματικού ελέγχου (παράρτημα II σημείο II παράγραφος 5 και παράρτημα III σημείο II παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού). Επίσης, οι ΔΑΙ δεν υπέβαλαν αποδεικτικά στοιχεία που να δείχνουν ότι δεν υπήρξε καθ’ υπέρβαση διαγραφή δασμών.

(68)

Με βάση τα προαναφερθέντα, ο ισχυρισμός της εταιρείας ότι η Επιτροπή παρέκλινε από την αιτιολόγηση που χρησιμοποιήθηκε στην αρχική έρευνα όσον αφορά την εκτίμηση της απαλλαγής δασμού για πρώτες ύλες και ότι, αν πρέπει να υπάρξει αντιστάθμιση, τότε μόνο για την καθ’ υπέρβαση επιστροφή δασμού, πρέπει να απορριφθεί.

ε)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(69)

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι δεν υπάρχει επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής ή επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης, το αντισταθμίσιμο όφελος είναι η διαγραφή των συνολικών εισαγωγικών δασμών (βασικός δασμός και ειδικός πρόσθετος δασμός) που οφείλονται κανονικά κατά την εισαγωγή, καθώς και η επιστροφή του δασμού για την προμήθεια καυσίμων από εγχώριες πετρελαϊκές εταιρείες και του φόρου επί των πωλήσεων κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης.

i)   Απαλλαγή από εισαγωγικούς δασμούς (βασικός δασμός και πρόσθετος ειδικός δασμός), επιστροφή του φόρου επί των πωλήσεων για πρώτες ύλες και επιστροφή του φόρου που καταβλήθηκε για την προμήθεια καυσίμων από εγχώριες πετρελαϊκές εταιρείες

(70)

Το ποσό της επιδότησης για τους εξαγωγείς που έχουν καθεστώς EOUS υπολογίσθηκε με βάση τους μη εισπραχθέντες εισαγωγικούς δασμούς (βασικός δασμός και πρόσθετος ειδικός δασμός) επί των υλικών που εισήχθηκαν για την EOU στο σύνολό της, το φόρο επί των πωλήσεων που επιστράφηκε και την επιστροφή δασμών που καταβλήθηκαν για την εγχώρια αγορά καυσίμων κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης. Τα αναγκαία τέλη που καταβλήθηκαν για τη λήψη της επιδότησης αφαιρέθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού από το εν λόγω ποσό, έτσι ώστε να υπολογιστεί το ποσό της επιδότησης, ως αριθμητής. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, αυτό το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στον αντίστοιχο κύκλο εργασιών κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης ως ο κατάλληλος παρονομαστής, διότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Τα περιθώρια επιδότησης που προέκυψαν κατ’ αυτό τον τρόπο ήταν 0,9 % και 5,8 % αντίστοιχα για τις δύο εταιρείες.

ii)   Απαλλαγή από τους εισαγωγικούς δασμούς (βασικός δασμός και ειδικός πρόσθετος δασμός) επί των κεφαλαιουχικών αγαθών

(71)

Τα κεφαλαιουχικά αγαθά δεν είναι φυσικά ενσωματωμένα στα τελικά προϊόντα. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού, το όφελος για τις εταιρείες που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας υπολογίσθηκε με βάση το ποσό του μη καταβληθέντος δασμού επί των εισαχθέντων κεφαλαιουχικών αγαθών για μία περίοδο που αντιστοιχεί στην κανονική περίοδο απόσβεσης των εν λόγω κεφαλαιουχικών αγαθών στις εταιρείες της έρευνας. Για τον καθορισμό της κανονικής περιόδου απόσβεσης, σημείο αναφοράς αποτέλεσαν οι περίοδοι απόσβεσης που χρησιμοποιούν οι δύο συνεργαζόμενοι εξαγωγείς, δηλαδή τα 18 χρόνια. Το ποσό που υπολογίστηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο καταλογίζεται εν συνεχεία στην ΠΕ και προσαρμόστηκε με προσθήκη του τόκου κατά την εν λόγω περίοδο, ούτως ώστε να προσδιοριστεί η αξία του οφέλους και να προσδιοριστεί το συνολικό όφελος που παρέσχε στον αποδέκτη το καθεστώς. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφοι 2 και 3 του βασικού κανονισμού, το εν λόγω ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στον αντίστοιχο κύκλο εργασιών εξαγωγών που σημειώθηκε κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης ως ο κατάλληλος παρονομαστής, διότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Τα περιθώρια επιδότησης που προέκυψαν κατ’ αυτό τον τρόπο ήταν 1,8 % και 0,4 % αντίστοιχα για τις δύο εταιρείες.

(72)

Έτσι, το συνολικό περιθώριο της επιδότησης στο πλαίσιο του EOUS για τις εν λόγω εταιρείες ανέρχεται σε 2,7 % και 6,2 % αντίστοιχα.

6.   ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗΣ ΑΔΕΙΑΣ («ALS»)

α)   Νομική βάση

(73)

Η λεπτομερής περιγραφή του καθεστώτος βρίσκεται στα μέρη 4.1 έως 4.1.14 του εγγράφου πολιτικής Εισαγωγών και Εξαγωγών 2004-2009 και στα κεφάλαια 4.1 έως 4.30 του HOP I 2004-2009.

β)   Επιλεξιμότητα

(74)

Το ALS αποτελείται από έξι επιμέρους καθεστώτα, όπως περιγράφονται λεπτομερέστερα παρακάτω. Αυτά τα επιμέρους καθεστώτα μεταξύ άλλων διαφέρουν από πλευράς επιλεξιμότητας. Οι κατασκευαστές-εξαγωγείς και οι έμποροι-εξαγωγείς που είναι «υποχρεωμένοι» να υποστηρίζουν τους κατασκευαστές έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν το καθεστώς ALS για τις πραγματικές εξαγωγές και το ALS για τις ετήσιες ανάγκες. Οι κατασκευαστές-εξαγωγείς που προμηθεύουν τον τελευταίο εξαγωγέα είναι επιλέξιμοι για το καθεστώς ALS όσον αφορά τις ενδιάμεσες προμήθειες. Οι κύριες επιχειρήσεις που προμηθεύουν το προϊόν στις κατηγορίες «προβλεπομένων εξαγωγών» που αναφέρονται στην παράγραφο 8 σημείο 2 του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 2004-2009, ως προμηθευτές μιας μονάδας εξαγωγικού προσανατολισμού, είναι επιλέξιμοι για προβλεπόμενες εξαγωγές υπό καθεστώς ALS. Ενδεχομένως, οι ενδιάμεσοι προμηθευτές των κατασκευαστών-εξαγωγέων είναι επιλέξιμοι ως αποδέκτες των οφελών που προκύπτουν από «προβλεπόμενες εξαγωγές» στο πλαίσιο των επιμέρους καθεστώτων προκαταβολικών εντολών παράδοσης (ARO) και τριγωνικών εγχώριων πιστώσεων.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(75)

Προκαταβολικές άδειες δύνανται να εκδοθούν στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i)

Πραγματικές εξαγωγές: Πρόκειται για το κύριο επιμέρους καθεστώς. Προβλέπει την εισαγωγή με δασμολογική απαλλαγή των συντελεστών παραγωγής για την παραγωγή συγκεκριμένου προϊόντος εξαγωγής. Η εξαγωγή πρέπει να είναι «πραγματική», με την έννοια ότι το εξαγώγιμο προϊόν εγκαταλείπει την επικράτεια της Ινδίας. Οι όροι για τις επιτρεπόμενες εισαγωγές και η υποχρέωση για εξαγωγές, συμπεριλαμβανομένου του τύπου του προϊόντος εξαγωγής, διευκρινίζονται στην άδεια.

ii)

Ετήσιες ανάγκες: Αυτή η άδεια δεν αφορά συγκεκριμένο προϊόν εξαγωγής, αλλά ευρύτερη ομάδα προϊόντων (π.χ. χημικά και συναφή προϊόντα). Ο κάτοχος της άδειας μπορεί, έως ένα συγκεκριμένο όριο αξίας που καθορίζεται βάσει της προηγούμενης εξαγωγικής επίδοσής του, να εισάγει ατελώς οποιοδήποτε συντελεστή παραγωγής χρειάζεται να χρησιμοποιήσει στην παραγωγή οποιουδήποτε είδους υπάγεται στην εν λόγω ομάδα προϊόντων. Μπορεί να επιλέξει να εξάγει οποιοδήποτε προϊόν υπάγεται στην ομάδα προϊόντων όπου χρησιμοποιούνται συντελεστές παραγωγής απαλλαγμένοι δασμών.

iii)

Ενδιάμεσες προμήθειες: Αυτό το επιμέρους καθεστώς καλύπτει περιπτώσεις όπου δύο κατασκευαστές σκοπεύουν να παράγουν ενιαίο εξαγωγικό προϊόν και να μοιρασθούν τη διαδικασία παραγωγής. Ο κατασκευαστής-εξαγωγέας παράγει το ενδιάμεσο προϊόν. Μπορεί να εισάγει συντελεστές ατελώς και για τον σκοπό αυτό, μπορεί να εξασφαλίζει ALS για τις ενδιάμεσες προμήθειες. Ο τελικός εξαγωγέας ολοκληρώνει την παραγωγή και είναι υποχρεωμένος να εξάγει το τελικό προϊόν.

iv)

Προβλεπόμενες εξαγωγές: Αυτό το επιμέρους καθεστώς επιτρέπει στην κύρια επιχείρηση να εισάγει ατελώς συντελεστές παραγωγής που είναι απαραίτητοι για να κατασκευασθούν προϊόντα που θα πωληθούν ως «προβλεπόμενες εξαγωγές» στις κατηγορίες πελατών που αναφέρονται στην παράγραφο 8 σημείο 2 στοιχεία β) έως ζ) και θ) έως ι), του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 2004-2009. Δηλαδή, τα τελικά προϊόντα δεν χρειάζεται να εγκαταλείψουν τη χώρα αλλά, δυνάμει του καθεστώτος του πελάτη, θεωρούνται προβλεπόμενες εξαγωγές. Αυτό μπορεί να συμπεριλαμβάνει την προμήθεια σε μια EOU ή σε έναν κάτοχο άδειας στο πλαίσιο του καθεστώτος προώθησης των εξαγωγών κεφαλαιουχικών αγαθών.

v)

Προκαταβολικές εντολές παράδοσης (ARO): Ο κάτοχος άδειας ALS που σκοπεύει να προμηθευτεί τους συντελεστές παραγωγής από εγχώριες πηγές, και όχι με απευθείας εισαγωγή, έχει τη δυνατότητα να τους προμηθεύεται με ARO. Στις περιπτώσεις αυτές, οι προκαταβολικές άδειες επικυρώνονται ως ARO και οπισθογραφούνται για τον εγχώριο προμηθευτή κατά την παράδοση των συντελεστών παραγωγής που αναφέρονται σε αυτές. Η οπισθογράφηση των ARO παρέχει το δικαίωμα στον προμηθευτή να συμμετάσχει στα οφέλη των προβλεπόμενων εξαγωγών, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 8 σημείο 3 του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07 (ήτοι καθεστώς ALS για τις ενδιάμεσες προμήθειες/προβλεπόμενες εξαγωγές, επιστροφή των εξαγωγικών δασμών για τις προβλεπόμενες εξαγωγές και επιστροφή του τελικού ειδικού φόρου κατανάλωσης). Ο μηχανισμός ARO επιστρέφει φόρους και δασμούς στον προμηθευτή αντί να τους επιστρέφει στον τελευταίο εξαγωγέα υπό μορφή επιστροφής δασμών. Η επιστροφή φόρων/δασμών ισχύει τόσο για τους εγχώριους συντελεστές παραγωγής όσο και για τους εισαγόμενους.

vi)

Τριγωνικές εγχώριες πιστώσεις: Το εν λόγω επιμέρους καθεστώς καλύπτει εκ νέου εγχώριες προμήθειες σε κάτοχο άδειας ALS. Ο κάτοχος άδειας ALS μπορεί να απευθύνεται σε Τράπεζα για το άνοιγμα εγχώριας πιστώσεως προς όφελος ντόπιου προμηθευτή. Η άδεια επικυρώνεται από την Τράπεζα για άμεση εισαγωγή, μόνον όσον αφορά την αξία και τον όγκο των συντελεστών παραγωγής που αντλούνται από εγχώρια πηγή αντί να εισαχθούν. Ο εγχώριος προμηθευτής θα έχει τη δυνατότητα να αποκομίζει οφέλη από την προβλεπόμενη εξαγωγή, όπως ορίζει η παράγραφος 8 σημείο 3 του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07 (ήτοι καθεστώς ALS για ενδιάμεσες προμήθειες/προβλεπόμενη εξαγωγή, επιστροφή εξαγωγικών δασμών για προβλεπόμενη εξαγωγή και επιστροφή τελικού ειδικού φόρου κατανάλωσης).

(76)

Διαπιστώθηκε ότι, κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης, ένας συνεργαζόμενος εξαγωγέας μόνο λάμβανε παραχωρήσεις στο πλαίσιο των τριών επιμέρους καθεστώτων σε σχέση με το εν λόγω προϊόν, δηλαδή του i) ALS πραγματικές εξαγωγές, v) ARO και iv) ALS προβλεπόμενες εξαγωγές. Συνεπώς, δεν είναι απαραίτητο να διαπιστωθεί ο αντισταθμιστικός χαρακτήρας των καθεστώτων iii) Ενδιάμεσες προμήθειες και vi) τριγωνικές εγχώριες πιστώσεις.

(77)

Για λόγους επαλήθευσης από τις ινδικές αρχές, ο κάτοχος άδειας υποχρεούται δια νόμου να τηρεί «πραγματικές και σύμφωνα με τον οριζόμενο τύπο καταχωρίσεις για την κατανάλωση και χρησιμοποίηση των εισαγόμενων εμπορευμάτων» σε σχέση με κάθε άδεια, με συγκεκριμένη μορφή (κεφάλαιο 4.30 και προσάρτημα 23 του HOP I 2004-2009), δηλαδή ένα βιβλίο πραγματικής κατανάλωσης («βιβλίο του προσαρτήματος 23»). Από το Μάιο του 2005, το προσάρτημα 23 πρέπει να τηρείται από την εταιρεία, να συνυπογράφεται επίσης από ορκωτό λογιστή και να αποστέλλεται στις ινδικές αρχές. Η υποχρέωση υποβολής του προσαρτήματος 23 ισχύει για άδειες που έχουν εκδοθεί μετά την έναρξη ισχύος των νέων κανόνων, το Μάιο του 2005. Ως εκ τούτου, η πρακτική εφαρμογή αυτού του νέου συστήματος δεν μπορεί να πιστοποιηθεί, αφού κατά την περίοδο της έρευνας δεν υπήρχε διαθέσιμη έκθεση σχετικά με αυτές τις άδειες.

(78)

Όσον αφορά τα επιμέρους καθεστώτα i), iv) και v) που αναφέρονται ανωτέρω, τόσο οι επιτρεπόμενες εισαγωγές όσο και η υποχρέωση εξαγωγών (συμπεριλαμβανομένων των προβλεπομένων εξαγωγών) καθορίζονται κατ’ όγκο και κατ’ αξία από τις ΔΑΙ και αναγράφονται στην άδεια. Επιπλέον, κατά τη στιγμή της εισαγωγής και της εξαγωγής, οι αντίστοιχες συναλλαγές πρέπει να αναγράφονται από τους κρατικούς υπαλλήλους στην άδεια. Ο όγκος των εισαγωγών υπό το εν λόγω καθεστώς καθορίζεται από τις ΔΑΙ με βάση τα συνήθη πρότυπα εισαγωγών-εξαγωγών («SION»). Κανόνες SION υπάρχουν για τα περισσότερα προϊόντα, συμπεριλαμβανομένου του υπό εξέταση προϊόντος, και δημοσιεύονται στο HOP II 2004-2009.

(79)

Οι εισαγόμενοι συντελεστές παραγωγής δεν μπορούν να μεταβιβαστούν και πρέπει να χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Η υποχρέωση εξαγωγών πρέπει να τηρείται εντός της προκαθορισθείσας προθεσμίας μετά την έκδοση της άδειας (18 μήνες με δύο δυνατές παρατάσεις έξι μηνών η καθεμία).

(80)

Ο κάτοχος προκαταβολικής άδειας που σκοπεύει να προμηθευτεί τους συντελεστές παραγωγής από εγχώριες πηγές, και όχι με απευθείας εισαγωγή, έχει τη δυνατότητα να τους προμηθεύεται με ARO. Στις περιπτώσεις αυτές, οι προκαταβολικές άδειες επικυρώνονται ως ARO και οπισθογραφούνται για τον προμηθευτή κατά την παράδοση των συντελεστών παραγωγής που αναφέρονται σε αυτές.

(81)

Κατά τη διάρκεια της έρευνας επανεξέτασης διαπιστώθηκε ότι οι συντελεστές παραγωγής που εισήχθησαν αδασμολόγητα, σύμφωνα με τα πρότυπα SION, στο πλαίσιο των διαφόρων επιμέρους καθεστώτων, από τους συνεργαζόμενους εξαγωγείς, υπερέβαιναν τους συντελεστές παραγωγής που χρειάζονταν για την παραγωγή της ποσότητας αναφοράς του προκύπτοντος προϊόντος εξαγωγής. Έτσι, τα πρότυπα SION για το υπό εξέταση προϊόν δεν ήταν ακριβή.

δ)   Συμπέρασμα

(82)

Η απαλλαγή από τους δασμούς εισαγωγής ισοδυναμεί με επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) και του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, δηλαδή με χρηματοδοτική συνεισφορά των ΔΑΙ που παρείχε όφελος στους εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας.

(83)

Επιπλέον, το καθεστώς ALS «πραγματικές εξαγωγές» εξαρτάται εκ του νόμου σαφώς από την επίτευξη εξαγωγικής επίδοσης και, επομένως, θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα και είναι αντισταθμίσιμο βάσει του άρθρου 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού. Χωρίς δέσμευση για εξαγωγές, μια εταιρεία δεν μπορεί να αποκομίζει οφέλη από αυτά τα καθεστώτα.

(84)

Το ALS «προβλεπόμενες εξαγωγές» εξαρτάται εκ των πραγμάτων από την εξαγωγική επίδοση. Χρησιμοποιήθηκε μόνο από μία εταιρεία σε μικρό βαθμό και μόνο κατά την προμήθεια του προϊόντος σε μονάδα εξαγωγικού προσανατολισμού, ή σε εργοστασιακές μονάδες σε ειδική οικονομική ζώνη, δύο κατηγορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 8 εδάφιο 2 στοιχείο β), του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07. Η εν λόγω εταιρεία δήλωσε ότι οι πελάτες της τελικά εξήγαγαν το υπό εξέταση προϊόν. Ο στόχος των μονάδων εξαγωγικού προσανατολισμού/ειδικών οικονομικών ζωνών είναι οι εξαγωγές, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 6 σημείο 1 του εγγράφου πολιτικής ΕΞ/ΕΙΣ 02-07. Συνεπώς, ένας εγχώριος προμηθευτής αποκομίζει οφέλη από τις προβλεπόμενες εξαγωγές υπό καθεστώς ALS, διότι οι ΔΑΙ προβλέπουν τα κέρδη από τις εξαγωγές που θα αποκομίσει μεταγενέστερα ένας εξαγωγέας εγκατεστημένος σε EOU/SEZ. Σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του βασικού κανονισμού, μια επιδότηση θεωρείται ότι εξαρτάται από τις εξαγωγές όταν τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι η χορήγηση επιδότησης, παρόλο που δεν εξαρτάται εκ του νόμου από την εξαγωγική επίδοση, σχετίζεται στην πραγματικότητα με τα πραγματικά ή προβλεπόμενα κέρδη από τις εξαγωγές.

(85)

Στην προκειμένη περίπτωση, η συνεργαζόμενη εταιρεία δεν έκανε χρήση των προκαταβολικών αδειών για την εισαγωγή μέσων παραγωγής με δασμολογική ατέλεια. Αντί αυτού, η εταιρεία αποκόμισε όφελος από την προμήθεια πρώτων υλών από εγχώριους προμηθευτές, μέσω της μετατροπής των αδειών σε ARO. Στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος, δικαίωμα απαλλαγής από φόρους και δασμούς έχει ο προμηθευτής αντί του τελικού εξαγωγέα, με τη μορφή της επιστροφής δασμών. Η απαλλαγή από φόρους/δασμούς ισχύει τόσο για τους εγχώριους συντελεστές παραγωγής όσο και για τους εισαγόμενους. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι υπήρχε σημαντική διαφορά στην τιμή ανάμεσα σε πρώτες ύλες που είχαν αγοραστεί μέσω του εγχώριου μη συνδεδεμένου προμηθευτή με τη χρήση του καθεστώτος ARO και σε πρώτες ύλες που είχαν αγοραστεί μέσω ενός εγχώριου προμηθευτή χωρίς να γίνεται χρήση αδείας. Το όφελος από την απαλλαγή από δασμούς και φόρους μεταφέρετο μέσω των χαμηλών τιμών από τον προμηθευτή στην εταιρεία που χρησιμοποιεί τις πρώτες ύλες και εμπλέκεται στην παρούσα διαδικασία. Η εταιρεία μπορούσε να κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα στις τιμές αγοράς πρώτων υλών στο πλαίσιο της χρήσης της άδειας και της τιμής που καταβάλλεται για την ίδια πρώτη ύλη σε περίπτωση μη χρησιμοποίησης της άδειας. Η εταιρεία προσδιόρισε το όφελος που αποκτάται κατ’ αυτόν τον τρόπο ως τη διαφορά στην τιμή ανάμεσα σε προμήθειες που απέκτησε στο πλαίσιο του ARO και προμήθειες που απέκτησε χωρίς αυτή την άδεια.

(86)

Κανένα από τα τρία επιμέρους καθεστώτα που χρησιμοποιήθηκαν στην παρούσα υπόθεση δεν μπορεί να θεωρηθεί επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής δασμού ή επιστροφής σε περίπτωση υποκατάστασης, κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) του βασικού κανονισμού. Δεν είναι σύμφωνα με τους αυστηρούς κανόνες που καθορίζονται στο παράρτημα Ι σημείο i), στο παράρτημα ΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή δασμών) και στο παράρτημα ΙΙΙ (ορισμός και κανόνες για την επιστροφή δασμών σε περίπτωση υποκατάστασης) του βασικού κανονισμού. Παρ’ ότι οι ΔΑΙ ανέφεραν ότι από το Μάιο του 2005 και μετά επήλθε αλλαγή στο σύστημα, πρέπει να επισημανθεί ότι οι αλλαγές αυτές δεν είχαν επίδραση στα καθεστώτα κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ, αφού το νέο σύστημα ελέγχου δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί πλήρως. Παρά την ενδεχομενη αλλαγή του συστήματος ελέγχου από τις ΔΑΙ, από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ οι ΔΑΙ δεν εφάρμοσαν αποτελεσματικά το σύστημα ελέγχου. Επίσης, δεν εφήρμοσαν διαδικασίες για να επιβεβαιώσουν εάν και σε τι βαθμό καταναλώθηκαν συντελεστές παραγωγής κατά την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος [παράρτημα II(II)(4) του βασικού κανονισμού και στην περίπτωση καθεστώτων επιστροφής λόγω υποκατάστασης, παράρτημα III(II)(2) του βασικού κανονισμού]. Οι κανόνες SION για το υπό εξέταση προϊόν δεν ήταν επαρκώς ακριβείς και υπερεκτίμησαν την κατανάλωση πρώτων υλών. Η έρευνα έδειξε ότι οι κανόνες SION είναι υπό τροποποίηση, με σκοπό να αντικατοπτρίζουν καλύτερα τις εισροές κατανάλωσης, όμως αυτοί οι νέοι SION δεν είχαν εφαρμοστεί κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ. Έτσι επιβεβαιώνεται ότι οι SION αυτοί καθ’ εαυτοί δεν μπορούν να θεωρηθούν σύστημα επαλήθευσης της πραγματικής κατανάλωσης, επειδή αυτοί οι γενναιόδωροι τυποποιημένοι κανόνες δεν επιτρέπουν στις ΔΑΙ να επαληθεύουν με αρκετή ακρίβεια το ποσό των συντελεστών παραγωγής που καταναλώθηκαν πράγματι κατά την παραγωγή προϊόντων εξαγωγής. Επίσης, ένας αποτελεσματικός έλεγχος των ΔΑΙ με βάση ένα ορθά τηρημένο βιβλίο πραγματικής κατανάλωσης (βιβλίο προσαρτήματος 23, πρώην προσάρτημα 18), δεν διενεργήθηκε για τις άδειες που χρησιμοποιήθηκαν κατά την ΠΕΕ. Επιπλέον, οι ΔΑΙ δεν έκαναν περαιτέρω εξέταση με βάση τους πραγματικούς συντελεστές παραγωγής, παρόλο που αυτό θα έπρεπε να γίνει κανονικά εάν δεν εαρμοζόταν αποτελεσματικά ένα σύστημα επαλήθευσης [παράρτημα II(II)(5) και παράρτημα III(II)(3) του βασικού κανονισμού], ούτε παρείχαν απόδειξη ότι δεν υπήρξε καθ’ υπέρβαση επιστροφή του δασμού.

(87)

Επομένως τα τρία αυτά επιμέρους καθεστώτα είναι αντισταθμίσιμα.

ε)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(88)

Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι δεν υπάρχει επιτρεπόμενο σύστημα επιστροφής ή επιστροφής σε περιπτώσεις υποκατάστασης, το ποσό της επιδότησης καθορίζεται, όπως ανέφερε η εταιρεία, με βάση τη διαφορά της τιμής ανάμεσα στην αγορά της ίδιας πρώτης ύλης με και χωρίς την άδεια.

(89)

Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στον συνολικό κύκλο εργασιών κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης ως ο κατάλληλος παρονομαστής, διότι η επιδότηση εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες.

(90)

Μια εταιρεία επωφελήθηκε από το καθεστώς αυτό κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης και έλαβε επιδοτήσεις ύψους 20,9 %.

III.   ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΑ ΚΑΘΕΣΤΩΤΑ

1.   ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΚΙΝΗΤΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΔΙΟΥ GUJARAT (GSTIS) ΚΑΙ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΑΠΑΛΛΑΓΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΑΣΜΟΥΣ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ GUJARAT (GEDES)

(91)

Διαπιστώθηκε ότι κανείς από τους συνεργαζόμενους παραγωγούς-εξαγωγείς δεν απεκόμισε αντισταθμιστικά οφέλη στο πλαίσιο του καθεστώτος παροχής φορολογικών κινήτρων για τις πωλήσεις του κρατιδίου Gujarat (GSTIS) ή του καθεστώτος απαλλαγής από τους δασμούς της ηλεκτρικής ενέργειας του Gujarat (GEDES). Ως εκ τούτου δεν κρίθηκε σκόπιμη η περαιτέρω ανάλυση του καθεστώτος αυτού στο πλαίσιο αυτής της έρευνας.

2.   ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΒΕΓΓΑΛΗΣ (WBIS)

(92)

Λεπτομερής περιγραφή του WBIS παρέχεται στην ανακοίνωση αριθ. 588-CI/H της 22ας Ιουνίου 1999 (WBIS 1999) της Διεύθυνσης Εμπορίου και Βιομηχανίας της κυβέρνησης της Δυτικής Βεγγάλης, η οποία αντικαταστάθηκε τελευταία από την ανακοίνωση αριθ. 134-CI/O/Incentive/17/03/I της 24ης Μαρτίου 2004 (WBIS 2004). Το καθεστώς αποδίδει μια σειρά οφελών στον αποδέκτη, όπως την αναστολή πληρωμής του φόρου επί των πωλήσεων, την επιδότηση εγκατάστασης κεφαλαιουχικών αγαθών και επιδοτήσεις ανάπτυξης. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι μια εταιρεία είχε επωφεληθεί από τα καθεστώτα αυτά κατά το παρελθόν. Ωστόσο, η επίδραση αυτών των οφελών κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ ήταν αμελητέα. Ως εκ τούτου, δεν κρίθηκε σκόπιμη η περαιτέρω ανάλυση των καθεστώτων αυτών στο πλαίσιο αυτής της έρευνας.

3.   ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΚΙΝΗΤΡΩΝ ΑΠΟ ΜΕΡΟΥΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΤΟΥ MAHARASHTRA

α)   Νομική βάση

(93)

Για να ενθαρρυνθεί ο διασκορπισμός των βιομηχανιών στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές της πολιτείας, η κυβέρνηση του Maharashtra χορηγεί κίνητρα σε νέες/ επεκτεινόμενες μονάδες που έχουν συσταθεί σε αναπτυσσόμενες περιοχές της πολιτείας από το 1964. Το καθεστώς τροποποιήθηκε πολλές φορές από τότε που θεσπίστηκε και το «καθεστώς 2001» εφαρμόστηκε από την 1η Απριλίου 2001 έως τις 31 Μαρτίου 2006 και στη συνέχεια παρατάθηκε για ένα ακόμη χρόνο, έως τις 31 Μαρτίου 2007. Το καθεστώς παροχής κινήτρων της κυβέρνησης του Maharashtra αποτελείται από πολλά επιμέρους καθεστώτα, τα κυριότερα από τα οποία είναι τα εξής: i) η επιστροφή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, ii) η απαλλαγή από το φόρο ηλεκτρικής ενέργειας και iii) η απαλλαγή από τον τοπικό φόρο επί των πωλήσεων που έληξε στις 24.10.2004. Η έρευνα έδειξε ότι το μόνο επιμέρους καθεστώς που χρησιμοποιείτο από έναν συνεργαζόμενο εξαγωγέα -παραγωγό ήταν η απαλλαγή από τον τοπικό φόρο επί των πωλήσεων.

β)   Επιλεξιμότητα

(94)

Για να είναι επιλέξιμες για το εν λόγω καθεστώς, οι εταιρείες πρέπει κατά κανόνα να πραγματοποιούν επενδύσεις σε λιγότερο ανεπτυγμένες περιοχές, είτε με τη δημιουργία νέας βιομηχανικής εγκατάστασης είτε με την πραγματοποίηση κεφαλαιουχικής επένδυσης μεγάλης κλίμακας για την επέκταση ή τη μετατροπή υφιστάμενης βιομηχανικής εγκατάστασης. Οι περιοχές αυτές κατατάσσονται ανάλογα με την οικονομική τους ανάπτυξη σε διάφορες κατηγορίες (π.χ. όχι πολύ αναπτυγμένες περιοχές, λιγότερο αναπτυγμένες περιοχές, ελάχιστα αναπτυγμένες περιοχές). Το κύριο κριτήριο για τον καθορισμό του ποσού των κινήτρων είναι η περιοχή στην οποία βρίσκεται ή πρόκειται να εγκατασταθεί η επιχείρηση και το μέγεθος της επένδυσης.

γ)   Πρακτική εφαρμογή

(95)

Στο πλαίσιο του καθεστώτος απαλλαγής από τον τοπικό φόρο επί των πωλήσεων, που έληξε τον Οκτώβριο του 2004, ορισμένες μονάδες δεν οφείλουν να εισπράττουν φόρο επί των πωλήσεων για τις συναλλαγές τους. Ομοίως, ορισμένες μονάδες απαλλάσσονταν από την καταβολή του τοπικού φόρου επί των πωλήσεων για τις αγορές εμπορευμάτων που πραγματοποιούν από προμηθευτή που είναι ο ίδιος επιλέξιμος γι’ αυτό το καθεστώς. Ενώ η απαλλαγή σε σχέση με τις συναλλαγές πωλήσεων δεν παρέχουν όφελος στην συγκεκριμένη μονάδα πωλήσεων, η απαλλαγή σε σχέση με τις συναλλαγές αγοράς παρέχει όφελος στην συγκεκριμένη μονάδα αγοράς. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι η εν λόγω εταιρεία διέθετε απαλλαγή από το φόρο επί των πωλήσεων έως τις 24 Οκτωβρίου 2006.

δ)   Συμπέρασμα

(96)

Το καθεστώς PSI της κυβέρνησης του Maharashtra παρέχει επιδοτήσεις κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 1 στοιχείο α) σημείο ii) και του άρθρου 2 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού. Το επιμέρους καθεστώς που εξετάστηκε αποτελεί χρηματοδοτική συνεισφορά της κυβέρνησης του Maharashtra, δεδομένου ότι με αυτή την παραχώρηση παραιτείται από απαίτηση σε τελωνειακά έσοδα που θα οφείλονταν κανονικά. Επιπλέον, αυτή η απαλλαγή/επιστροφή παρέχει όφελος στην εταιρεία αφού βελτιώνει τα ρευστά διαθέσιμα της εταιρείας.

(97)

Από αυτό το επιμέρους καθεστώς μπορούν να επωφεληθούν μόνο οι εταιρείες που έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις σε συγκεκριμένες γεωγραφικές ζώνες που υπάγονται στην επικράτεια της πολιτείας Maharashtra. Το καθεστώς αυτό δεν είναι διαθέσιμο στις εταιρείες που είναι εγκατεστημένες εκτός των περιοχών αυτών. Το όφελος ποικίλλει ανάλογα με την εκάστοτε περιοχή. Το καθεστώς έχει ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 2 στοιχείο α) και του άρθρου 3 παράγραφος 3 του βασικού κανονισμού και είναι επομένως αντισταθμίσιμο.

ε)   Υπολογισμός του ποσού της επιδότησης

(98)

Όσον αφορά την απαλλαγή από τον φόρο επί των πωλήσεων, το ποσό της επιδότησης υπολογίσθηκε με βάση το ποσό του φόρου επί των πωλήσεων που ήταν κανονικά απαιτητός κατά την περίοδο έρευνας της επανεξέτασης αλλά που δεν καταβλήθηκε στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος. Επειδή το καθεστώς απαλλαγής από το φόρο επί των πωλήσεων έληξε στις τις 24 Οκτωβρίου 2004, συνυπολογίστηκαν μόνο οι πωλήσεις για τις οποίες δεν είχαν γίνει πληρωμές κατά τη διάρκεια της περιόδου από 1ης Οκτωβρίου 2004 έως τις 24 Οκτωβρίου 2004, επειδή μόνο αυτή η περίοδος εμπίπτει στην περίοδο ΠΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, το ποσό της επιδότησης κατανεμήθηκε στο σύνολο του κύκλου εργασιών της εταιρείας κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης ως ο κατάλληλος παρονομαστής, διότι η επιδότηση δεν εξαρτάται από την εξαγωγική επίδοση και χορηγήθηκε ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παραχθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες. Κατά την ΠΕΕ μία εταιρεία επωφελήθηκε από το επιμέρους καθεστώς· ωστόσο, το ποσό της επιδότησης που αποκόμισε ήταν μικρότερο του 0,1 %, δηλαδή αμελητέο.

IV.   ΠΟΣΟ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΙΜΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

(99)

Το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του βασικού κανονισμού, εκφραζόμενο κατ’ αξία, για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας κυμαίνεται από 2,7 % έως 20,9 %.

(100)

Παρ’ ότι υπήρξε ένα υψηλό επίπεδο συνεργασίας όσον αφορά την αναλογία των εξαγωγών προς την Κοινότητα, πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί εξαγωγείς-παραγωγοί δεν συνεργάστηκαν κατά τη διαδικασία, συμπεριλαμβανομένου του εξαγωγέα-παραγωγού με το μεγαλύτερο περιθώριο επιδότησης στην αρχική έρευνα. Η παραγωγική ικανότητα και η παραγωγή των μη συνεργαζόμενων παραγωγών στην Ινδία είναι σημαντική και ενδέχεται επίσης αυτοί οι εξαγωγείς-παραγωγοί να συνεχίσουν να αποκομίζουν οφέλη στο πλαίσιο των καθεστώτων επιδότησης που ερευνήθηκαν, σε τουλάχιστον το ίδιο ποσοστό με αυτό που διαπιστώθηκε στην αρχική έρευνα.

ΚΑΘΕΣΤΩΣ

DEPBS

ITES

EPGS

EOU

ALS

ECS

GSTIS

GEDES

WBIS

PSI

Σύνολο

ΕΤΑΙΡΕΙΑ

%

%

%

%

%

%

%

%

%

%

%

Senpet (πρώην Elque)

μηδέν

μηδέν

μηδέν

2,7

μηδέν

μηδέν

μηδέν

μηδέν

μηδέν

μηδέν

2,7

Futura

μηδέν

μηδέν

μηδέν

6,2

μηδέν

0,1

μηδέν

μηδέν

μηδέν

μηδέν

6,3

Pearl

μηδέν

μηδέν

0,3

μηδέν

20,6

μηδέν

μηδέν

μηδέν

μηδέν

αμελητέο

20,9

V.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

(101)

Σύμφωνα με το άρθρο 18 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε αν η λήξη ισχύος των μέτρων θα οδηγούσε ενδεχομένως στη συνέχιση ή στην επανάληψη της πρακτικής επιδοτήσεων.

(102)

Όπως αναφέρεται παραπάνω στις αιτιολογικές σκέψεις 21 έως 100, διαπιστώθηκε ότι κατά την περίοδο της έρευνας επανεξέτασης οι Ινδοί εξαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος εξακολούθησαν να επωφελούνται από αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις από τις ινδικές αρχές. Στην πραγματικότητα, εκτός από την περίπτωση ενός εξαγωγού-παραγωγού, τα περιθώρια των επιδοτήσεων που διαπιστώθηκαν κατά την επανεξέταση είναι υψηλότερα από τα περιθώρια που διαπιστώθηκαν κατά την αρχική έρευνα. Τα καθεστώτα επιδοτήσεων που εξετάστηκαν παρέχουν επαναλαμβανόμενα οφέλη και δεν υπάρχουν ενδείξεις τερματισμού αυτών των προγραμμάτων στο εγγύς μέλλον. Λόγω της έλλειψης πληροφοριών σχετικά με την πρακτική εφαρμογή της τροποποίησης στο σύστημα επαλήθευσης ALS, δεν μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα όσον αφορά την ενδεχόμενη επίδραση αυτών των αλλαγών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι εξαγωγείς του υπό εξέταση προϊόντος θα εξακολουθήσουν να λαμβάνουν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις. Κάθε εξαγωγέας είναι επιλέξιμος για πολλά προγράμματα επιδότησης. Υπό αυτές τις περιστάσεις, θεωρήθηκε εύλογο να συναχθεί το συμπέρασμα ότι πιθανόν να συνεχισθούν στο μέλλον οι πρακτικές επιδοτήσεων.

(103)

Εφόσον έχει αποδειχθεί ότι οι επιδοτήσεις συνεχίσθηκαν κατά την διάρκεια της επανεξέτασης και υπάρχει το ενδεχόμενο να συνεχισθούν και στο μέλλον, δεν συντρέχει λόγος να εξετασθεί περαιτέρω η πιθανότητα επανάληψης της πρακτικής επιδοτήσεων.

Δ.   ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1.   ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

(104)

PET κατασκευάζεται στην Κοινότητα από τις ακόλουθες εταιρείες:

 

Δώδεκα παραγωγοί που ζήτησαν την επανεξέταση λόγω λήξης, την υποστήριξαν και συνεργάστηκαν στην έρευνα (βλέπε αιτιολογική σκέψη 107).

 

Δύο παραγωγοί που ζήτησαν την επανεξέταση λόγω λήξης αλλά δεν συνεργάστηκαν στην παρούσα έρευνα.

 

Η θυγατρική μιας κορεάτικης εταιρείας που εδρεύει στην Κοινότητα, η οποία συνεργάστηκε στην έρευνα και υποστήριξε το αίτημα.

(105)

Το ΡΕΤ που παράγεται από όλες αυτές τις εταιρείες αποτελεί τη συνολική κοινοτική παραγωγή, κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 του βασικού κανονισμού.

2.   ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΚΛΑΔΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(106)

Η Επιτροπή εξέτασε κατά πόσον οι συνεργαζόμενοι κοινοτικοί παραγωγοί που υποβάλλουν ή υποστηρίζουν το αίτημα για την επανεξέταση ενόψει λήξεως ισχύος αντιπροσωπεύουν ένα σημαντικό ποσοστό της συνολικής κοινοτικής παραγωγής ΡΕΤ. Οι εν λόγω κοινοτικοί παραγωγοί αντιπροσωπεύουν το 88 % της συνολικής κοινοτικής παραγωγής ΡΕΤ. Οι κοινοτικοί παραγωγοί που δεν συνεργάστηκαν πλήρως εξαιρέθηκαν από τον ορισμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επομένως, η Επιτροπή θεώρησε ότι οι δώδεκα πλήρως συνεργαζόμενοι κοινοτικοί παραγωγοί αντιπροσωπεύουν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής κατά την έννοια του άρθρου 9 παράγραφος 1 και του άρθρου 10 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού. Στις αρχικές έρευνες, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αντιπροσώπευε άνω του 85 % της συνολικής παραγωγής ΡΕΤ στην Κοινότητα κατά το χρονικό εκείνο σημείο.

(107)

Οι ακόλουθοι δώδεκα κοινοτικοί παραγωγοί συνιστούν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

 

Voridian BV (Κάτω Χώρες)

 

M&G Polimeri Italia Spa (Ιταλία)

 

Equipolymers Srl (Ιταλία)

 

La Seda de Barcelona SA (Ισπανία)

 

Novapet SA(Ισπανία)

 

Selenis Industria de Polímeros SA (Πορτογαλία)

 

Aussapol Spa (Ιταλία)

 

Advansa Ltd (ΗΒ)

 

Wellman BV (Κάτω Χώρες)

 

Boryszew subsidiary Elana Wse (Πολωνία)

 

V.P.I. SA (Ελλάδα)

 

SK Eurochem Sp.Z. o.o. (Πολωνία)

Ε.   ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ

1.   ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

(108)

Η κοινοτική κατανάλωση καθορίστηκε με βάση τους όγκους των πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, τις εκτιμήσεις των πωλήσεων των άλλων κοινοτικών παραγωγών στην αγορά της Κοινότητας, με βάση τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο στάδιο της καταγγελίας, και τα στοιχεία της Eurostat για όλες τις εισαγωγές της Κοινότητας από τρίτες χώρες.

(109)

Μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, η κατανάλωση του εν λόγω προϊόντος στην Κοινότητα αυξανόταν συνεχώς και έφθασε συνολικά τους 2 400 000 τόνους στην ΠΕΕ. Η συνολική αύξηση σε αυτήν την περίοδο ανήλθε σε 18 %. Η αύξηση οφειλόταν εν μέρει σε νέες εφαρμογές (μεταξύ άλλων φιάλες μπύρας και κρασιού) και εν μέρει στην αύξηση της κατανάλωσης στις προσχωρούσες χώρες.

Πίνακας 1

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Κοινοτική κατανάλωση (σε τόνους)

2 041 836

2 213 157

2 226 751

2 407 387

Δείκτης

100

108

109

118

2.   ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΝΔΙΑ

2.1.   ΌΓΚΟΣ, ΜΕΡΙΔΙΟ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΚΑΙ ΤΙΜΕΣ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΩΝ

(110)

Μεταξύ του 2002 και της ΠΕΕ, οι συνολικές εισαγωγές από την Ινδία αυξήθηκαν κατά 13 %. Ενώ οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 17 % από το 2002 έως το 2003, αυξήθηκαν κατά 100 % το 2004 και μειώθηκαν και πάλι κατά την ΠΕΕ σε περίπου 6 800 τόνους, δηλαδή περίπου κατά 70 %. Οι τιμές εισαγωγής αυξήθηκαν κατά 5 % το 2003 και κατά επιπλέον 3 % και 7 % αντίστοιχα το 2004 και κατά την ΠΕΕ. Αυτή η τάση των τιμών οφείλεται μόνο εν μέρει στην έντονη αύξηση του κόστους της πρώτης ύλης. Το μερίδιο της αγοράς που καταλάμβαναν οι εισαγωγές από την Ινδία παρέμεινε σχετικά μικρό κατά την εξεταζόμενη περίοδο, δηλαδή στο 0,3 % το 2002, στο 0,2 % το 2003, στο 0,5 % το 2004 και στο 0,3 % κατά την ΠΕΕ.

Πίνακας 2

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Ινδία

Όγκος (σε τόνους)

6 046

4 999

11 079

6 831

Δείκτης

100

83

183

113

Τιμή (ευρώ ανά τόνο)

883

930

955

1 018

Δείκτης

100

105

108

115

Μερίδιο αγοράς

0,3 %

0,2 %

0,5 %

0,3 %

3.   ΕΙΣΑΓΩΓΕΣ ΑΠΟ ΑΛΛΕΣ ΧΩΡΕΣ

(111)

Ο όγκος των εισαγωγών από άλλες τρίτες χώρες κατά την εξεταζόμενη περίοδο αυξήθηκε κατά 25 %. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε το 2003, όταν οι εισαγωγές αυξήθηκαν κατά 41 %. Μετά την επιβολή μέτρων αντιντάμπινγκ σε κινεζικές εισαγωγές το 2004, οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 14 % το 2004 και κατά 2 % ακόμη κατά την ΠΕΕ. Τα μερίδια της αγοράς ακολούθησαν παρόμοια τάση, από 15,9 % το 2002 σε 20,6 % το 2003 και 18,5 % το 2004 και 16,9 % κατά την ΠΕΕ. Η αύξηση του μεριδίου εισαγωγών στην αγορά ήταν χαμηλότερο από την αύξηση των εισαγωγών σε απόλυτα μεγέθη, λόγω της μεγαλύτερης κατανάλωσης. Οι τιμές εισαγωγής ήταν κατά μέσο όρο συνεχώς χαμηλότερες από τις τιμές της ΕΕ, στο διάστημα 2002-2004. Μόνο κατά την ΠΕΕ ήταν ελαφρώς υψηλότερες από τις τιμές του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

Πίνακας 3

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Όγκος (σε τόνους)

324 749

456 499

411 020

406 562

Δείκτης

100

141

127

125

Μέση τιμή (ευρώ)

869

821

907

1 061

Δείκτης

100

94

104

122

Μερίδιο αγοράς

15,9 %

20,6 %

18,5 %

16,9 %

Κύριοι εξαγωγείς

Κορέα

113 685

129 188

139 296

127 734

Πακιστάν

28 558

83 208

55 125

73 426

Κίνα

47 875

131 343

49 678

72 814

ΗΠΑ

20 570

16 105

49 763

50 393

Ταϊβάν

42 136

36 986

16 796

29 382

ΣΤ.   ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

1.   ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ

(112)

Κατά την έναρξη της επανεξέτασης προβλεπόταν δειγματοληψία των κοινοτικών παραγωγών. Δεδομένου όμως ότι ο αριθμός τους δεν ήταν υπερβολικός αποφασίστηκε να συμπεριληφθούν όλοι και οι παράγοντες ζημίας εκτιμήθηκαν με βάση τις πληροφορίες που συλλέχθηκαν στο σύνολο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(113)

Σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 5 του βασικού κανονισμού, η Επιτροπή εξέτασε όλους τους σχετικούς οικονομικούς παράγοντες και δείκτες που έχουν επίπτωση στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

2.   ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ

2.1.   ΠΑΡΑΓΩΓΗ

(114)

Η παραγωγή του κοινοτικού κλάδου αυξήθηκε κατά 20 % από το 2002 έως την ΠΕΕ, δηλαδή από 1 465 000 τόνους το 2002 σε 1 760 000 τόνους κατά την ΠΕΕ. Η ετήσια αύξηση ανήλθε σε 4,8 % το 2003 και σε 4,6 % το 2004. Περαιτέρω αύξηση σημειώθηκε κατά την ΠΕΕ, όταν η παραγωγή εκτινάχθηκε σε 150 000 τόνους, δηλαδή αυξήθηκε κατά 10,8 %. Αυτό οφειλόταν στη διαδικασία αναδιάρθρωσης που είχε εφαρμόσει ο κλάδος με σκοπό τον καλύτερο έλεγχο του κόστους παραγωγής και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τον προσπορισμό της αυξανόμενης κατανάλωσης στην κοινοτική αγορά, η οποία, όπως προαναφέρθηκε, αυξήθηκε κατά 19 % από το 2002 έως την ΠΕΕ (από 2 εκατ. τόνους το 2002 σε 2,4 εκατ. τόνους στην ΠΕΕ).

Πίνακας 4

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Παραγωγή (σε τόνους)

1 464 522

1 534 480

1 602 086

1 760 828

Δείκτης

100

105

109

120

2.2.   ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ

(115)

Η παραγωγική ικανότητα αυξήθηκε κατά 22 % από το 2002 έως την ΠΕΕ, δηλαδή από 1 760 000 τόνους το 2002 σε 2 156 000 τόνους στην ΠΕ. Η αύξηση σημειώθηκε κυρίως κατά την ΠΕΕ, όταν η παραγωγική ικανότητα, σε σύγκριση με το 2004, αυξήθηκε κατά 300 000 τόνους, δηλαδή κατά 16,7 %. Αυτή η σημαντική αύξηση της παραγωγικής ικανότητας ήταν παράλληλη με την αύξηση της παραγωγής κατά την ίδια περίοδο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 114). Η αύξηση της παραγωγικής ικανότητας ήταν αποτέλεσμα πρόσθετων επενδύσεων στις γραμμές παραγωγής, που σχεδιάστηκαν για τον προσπορισμό της αυξανόμενης αγοράς. Η χρησιμοποίηση της παραγωγικής ικανότητας αυξήθηκε κατά 4 % το 2003, παρέμεινε στο επίπεδο αυτό κατά το 2004 και μειώθηκε στην ΠΕΕ κατά 5 %, φθάνοντας σε επίπεδο της τάξης του 82 %. Η μείωση από το 2004 έως την ΠΕΕ οφείλεται στη σημαντική αύξηση της παραγωγικής ικανότητας την περίοδο αυτή. Συνεπώς, ο υψηλότερος όγκος παραγωγής κατά την ΠΕΕ, σε σύγκριση με το 2004, συνέπεσε με ένα χαμηλότερο συντελεστή χρησιμοποίησης της ικανότητας παραγωγής.

Πίνακας 5

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Παραγωγική ικανότητα (σε τόνους)

1 760 332

1 762 378

1 848 315

2 156 294

Δείκτης

100

100

105

122

Χρησιμοποίηση της ικανότητας

83 %

87 %

87 %

82 %

Δείκτης

100

105

104

98

2.3.   ΠΩΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΡΙΔΙΟ ΑΓΟΡΑΣ

(116)

Ο όγκος πωλήσεων του κοινοτικού κλάδου παραγωγής στην αγορά της Κοινότητας αυξήθηκε κατά 21 % μεταξύ του 2002 και της ΠΕ. Την αύξηση κατά 2 % το 2003 ακολούθησε μια αύξηση τόσο το 2004 όσο και κατά την ΠΕΕ, κατά 8 % και 11 % αντίστοιχα. Παρά την αύξηση των πωλήσεων, λόγω της υψηλότερης κατανάλωσης, το μερίδιο της αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής μειώθηκε κατά 4 % το 2003 και στη συνέχεια αυξήθηκε σταδιακά κατά 5 % το 2004 και 1 % την ΠΕΕ.

Πίνακας 6

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Πωλήσεις στην ΕΚ (σε τόνους)

1 306 768

1 333 976

1 438 883

1 586 902

Δείκτης

100

102

110

121

Μερίδιο αγοράς

64 %

60 %

65 %

66 %

2.4.   ΜΕΓΕΘΥΝΣΗ

(117)

Γενικά, θα πρέπει να σημειωθεί ότι το μερίδιο αγοράς του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά 2 % στην εξεταζόμενη περίοδο, γεγονός που δείχνει ότι η μεγέθυνσή του ήταν κατώτερη από τη μεγέθυνση της κατανάλωσης της συνολικής αγοράς.

2.5.   ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ

(118)

Το επίπεδο απασχόλησης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής αυξήθηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο κατά 18 %. Η κύρια αύξηση σημειώθηκε το 2003 (11 %) και το 2004 (ακόμη 6 %). Παρ’ ότι αυτή η αυξητική τάση συνεχίστηκε κατά την ΠΕΕ, η αύξηση έφτασε μόνο το 2 %. Αυτή η αύξηση του 18 % κατά τη συνολική περίοδο συνδέεται με το επίπεδο παραγωγής, το οποίο αυξήθηκε κατά 20 %.

Πίνακας 7

 

2002

2003

2004

ΠΕ

Εργαζόμενοι

1 010

1 124

1 170

1 190

Δείκτης

100

111

116

118

2.6.   ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΤΗΤΑ

(119)

Η παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου, μετρημένη ως η εκροή σε τόνους ανά εργαζόμενο ανά έτος, αυξήθηκε συνολικά κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Η παραγωγικότητα, αφού αρχικά έπεσε το 2003 κατά 6 % σε σύγκριση με το 2002 και παρέμεινε στο επίπεδο αυτό το 2004, αυξήθηκε σημαντικά κατά την ΠΕΕ, πάνω από 8 %, σε σύγκριση με το 2004, περίοδος σημαντικής αύξησης.

Πίνακας 8

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Παραγωγικότητα (τόνοι/εργαζόμενο)

1 450

1 365

1 369

1 480

Δείκτης

100

94

94

102

2.7.   ΜΙΣΘΟΙ

(120)

Πρέπει να σημειωθεί ότι η παραγωγή κόκκων ΡΕΤ αποτελεί έναν κλάδο έντασης κεφαλαίου και ότι, επομένως, το εργατικό κόστος έχει περιορισμένη επίδραση στο συνολικό κόστος της παραγωγής. Κατά τη διάρκεια της περιόδου, οι μισθοί αυξήθηκαν κατά 12 %, σε σύγκριση με την αύξηση κατά 20 % του συνολικού κόστους παραγωγής. Ένας άλλος σημαντικός δείκτης είναι το κόστος των μισθών που δαπανάται ανά παραγόμενο τόνο. Κατά την περίοδο αυτή, το κόστος μειώθηκε κατά 6 %.

Πίνακας 9

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Μισθοί (εκατ. ευρώ)

62,3

63,0

66,3

69,5

Δείκτης

100

101

106

112

Μισθοί ανά παραγόμενο τόνο (ευρώ)

44,4

42,9

43,6

41,9

Δείκτης

100

96

98

94

2.8.   ΤΙΜΕΣ ΠΩΛΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΔΡΟΥΝ ΣΤΙΣ ΕΓΧΩΡΙΕΣ ΤΙΜΕΣ

(121)

Οι τιμές πώλησης ανά μονάδα αυξήθηκαν από 924 ευρώ/τόνο το 2002 σε 1 058 ευρώ/τόνο στην ΠΕΕ. Συνολικά, η τάση ήταν ανοδική (κατά 15 % στη συνολική περίοδο). Η αύξηση αυτή αποτελεί σε ένα μεγάλο βαθμό συνέπεια της αύξησης της τιμής των πρώτων υλών, η οποία οφείλεται στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Παρ’ ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής αύξησε τις τιμές, δεν ήταν σε θέση να περάσει την αύξηση στον τομέα εφοδιασμού για να αντικατοπτριστεί έτσι πλήρως η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών στις τιμές πώλησης. Αυτό οφειλόταν κυρίως στο γεγονός ότι η αύξηση στην τιμή των πρώτων υλών ήταν υψηλότερη από την αύξηση στις τιμές ΡΕΤ. Με σκοπό να διατηρήσει το μερίδιό του στην αγορά, ο κοινοτικός κλάδος δεν μπορούσε παρά να προβεί σε συγκρατημένη μόνο αύξηση των τιμών και, έτσι, αντιμετώπισε συμπίεση των τιμών.

Πίνακας 10

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Σταθμισμένη μέση τιμή (ευρώ/τόνο)

924

902

1 006

1 058

Δείκτης

100

98

109

115

2.9.   ΚΟΣΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΥΛΩΝ

(122)

Δεδομένου ότι για την παραγωγή ενός τόνου ΡΕΤ απαιτούνται περίπου 850 κιλά καθαρού τερεφθαλικού οξέος (ΡΤΑ) και 350 κιλά μονοαιθυλενογλυκόλης (MEG) (κύριες πρώτες ύλες), το κόστος των πρώτων υλών (PTA και MEG) αυξήθηκε σημαντικά, δηλαδή κατά 67 % και 31 % αντίστοιχα το 2002 και την ΠΕΕ, για να φτάσει σε 770 ευρώ/τόνο (PTA) και 721 ευρώ/τόνο (MEG) (μέσος όρος κατά την ΠΕΕ). Παρ’ ότι το τρίτο τρίμηνο του 2005 σημειώθηκε μικρή μείωση στις τιμές του PTA, όταν οι τιμές έπεσαν στα 700 ευρώ/τόνο, και ότι σημειώθηκε μια ουσιαστική σταθεροποίηση της τιμής της MEG, πρέπει να επισημανθεί ότι οι πρώτες ύλες αγοράζονται προκαταβολικά με βάση μακροπρόθεσμες συμβάσεις. Επομένως, για την εξεταζόμενη περίοδο, παρά τη μικρή μείωση της τιμής του ΡΤΑ κατά το τέλος της ΠΕΕ, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής επιβαρύνεται ακόμη από το ιδιαίτερα αυξημένο κόστος. Επιπλέον, λόγω της κατάστασης στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου, οι τιμές πρώτων υλών για την παραγωγή ΡΕΤ είναι ευάλωτες σε απρόβλεπτες αλλαγές, όμως το πιθανότερο είναι παραμείνουν σε υψηλό επίπεδο. Όλοι αυτοί οι παράγοντες καθιστούν περισσότερο ευάλωτους τους κοινοτικούς παραγωγούς ΡΕΤ. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι κύριες πρώτες ύλες είναι προϊόντα των οποίων η εμπορία γίνεται σε παγκόσμιο επίπεδο και, επομένως, θα πρέπει να επηρεάζουν στον ίδιο βαθμό και τους ινδούς εξαγωγείς-παραγωγούς.

Πίνακας 11

Μέσο κόστος (ευρώ/τόνο)

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

PTA

460

566

718

770

Δείκτης

100

123

156

167

MEG

551

550

650

721

Δείκτης

100

100

118

131

(123)

Συγκριτικά, το μέσο κόστος μονάδας ανά τόνο κόκκων ΡΕΤ που παράγεται από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής ήταν το ακόλουθο:

Πίνακας 12

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Σταθμισμένο μέσο κόστος (ευρώ/τόνο)

899

918

1 013

1 092

Δείκτης

100

102

113

121

(124)

Κατά τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου, όπως εμφαίνεται στους πίνακες 11 και 12, η τιμή των κύριων πρώτων υλών διαρκώς αυξανόταν (ΡΤΑ κατά 67 %, MEG κατά 31 %), ενώ το συνολικό κόστος της παραγωγής αυξήθηκε μόνο κατά 21 %. Ωστόσο, όπως εμφαίνεται στον πίνακα 10, οι τιμές αυξήθηκαν μόνο κατά 15 %, λόγω του γεγονότος ότι ο κοινοτικός κλάδος δεν ήταν σε θέση να περάσει την αύξηση στον τομέα εφοδιασμού, ώστε να αντικατοπτριστεί έτσι πλήρως η αύξηση των τιμών των πρώτων υλών στις τιμές πώλησης.

2.10.   ΑΠΟΘΕΜΑΤΑ

(125)

Η εξέλιξη των αποθεμάτων κατά τη συνολική εξεταζόμενη περίοδο, δηλαδή από το 2002 έως την ΠΕΕ, παρουσιάζει μείωση κατά 10 %. Ωστόσο, όπως και στις αρχικές έρευνες, τα αποθέματα δεν πρέπει να θεωρούνται σημαντικός δείκτης όσον αφορά το ΡΕΤ που παράγεται από τον κοινοτικό κλάδο, δεδομένου του εποχιακού χαρακτήρα της αγοράς του ΡΕΤ καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους. Συγκρινόμενα με την παραγωγή, τα αποθέματα ανέρχονται περίπου στο 5 %-6 % της παραγωγής.

Πίνακας 13

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Αποθέματα (σε τόνους)

101 554

110 695

90 422

91 123

Δείκτης

100

109

89

90

2.11.   ΑΠΟΔΟΤΙΚΟΤΗΤΑ, ΑΠΟΔΟΣΗ ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΑΜΕΙΑΚΕΣ ΡΟΕΣ

(126)

Ως αποδοτικότητα των πωλήσεων νοούνται τα κέρδη που απορρέουν από τις πωλήσεις του εξεταζόμενου προϊόντος στην Κοινότητα. Η απόδοση των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού και οι ταμειακές ροές μπόρεσαν να υπολογιστούν μόνο στο επίπεδο της μικρότερης δυνατής ομάδας προϊόντων που συμπεριλαμβάνει το ομοειδές προϊόν, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 8 του βασικού κανονισμού. Επιπλέον, η απόδοση των επενδύσεων υπολογίστηκε με βάση την απόδοση των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού, η οποία θεωρήθηκε καταλληλότερη για την ανάλυση της τάσης.

Πίνακας 14

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Περιθώριο κέρδους πριν από το δασμό επί των πωλήσεων στην Κοινότητα

2,7 %

–1,8 %

–0,7 %

–3,2 %

Απόδοση των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού

2,0 %

–1,4 %

–0,6 %

–2,4 %

Ταμειακές ροές (% των συνολικών πωλήσεων)

18,1 %

5,5 %

10,1 %

–2,6 %

(127)

Εκτός από τη συμπίεση των τιμών που ξεκίνησε το 2002 και συνέπεσε με την έντονη αύξηση εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τη ΛΔΚ, την Ταϊβάν, τη Μαλαισία, την Κορέα και την Αυστραλία (έως το 2004) και εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από την Ινδία, η οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής επιδεινώθηκε και οδήγησε σε απώλειες το 2003. Ύστερα από μια μικρή ανάκαμψη το 2004, λόγω των μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν στη ΛΔΚ και την Αυστραλία, οι απώλειες αυξήθηκαν σε – 3,2 % στην ΠΕΕ. Επισημαίνεται λοιπόν ότι υπάρχει μια σαφής πτωτική τάση.

(128)

Οι τάσεις για την απόδοση των συνολικών στοιχείων του ενεργητικού και τις ταμειακές ροές παρουσίασαν παρόμοια εξέλιξη, δηλαδή σχετικά καλή κατάσταση το 2002, οξεία επιδείνωση το 2003, μικρή ανάκαμψη το 2004 και περαιτέρω επιδείνωση την ΠΕΕ.

2.12.   ΕΠΕΝΔΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΑΝΤΛΗΣΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ

Πίνακας 15

 

2002

2003

2004

ΠΕΕ

Επενδύσεις (χιλιάδες ευρώ)

31 779

42 302

63 986

50 397

Δείκτης

100

133

201

159

(129)

Οι έρευνες αφορούσαν εν μέρει την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και εν μέρει τη βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας. Ο κύριος όγκος των δαπανών σημειώθηκε το 2004 και στην ΠΕΕ, συμπίπτοντας με την αύξηση της παραγωγικής ικανότητας και με το στόχο να διατηρηθεί το μερίδιο αγοράς ενόψει της αυξημένης κατανάλωσης. Παρ’ όλα αυτά, η σημερινή κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής και η εξέλιξη της κοινοτικής και της παγκόσμιας αγοράς για ΡΕΤ, που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη αποδοτικότητας, δεν αποτελεί κίνητρο για υπερβολικές επενδύσεις. Παρ’ ότι, κάτω από ορισμένες συνθήκες, οι κοινοτικοί παραγωγοί μπόρεσαν να αντλήσουν κεφάλαια (ιδίως από συνδεδεμένες εταιρείες), η έλλειψη αποδοτικότητας για το ΡΕΤ δεν ενθάρρυνε τις επενδύσεις και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η απόφαση αναβλήθηκε.

2.13.   ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΥ ΕΠΙΔΟΤΗΣΗΣ

(130)

Όσον αφορά τον αντίκτυπο στον κοινοτικό κλάδο από το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου επιδότησης από ινδικές εισαγωγές, δεδομένης της ευαισθησίας της αγοράς στις τιμές για το εν λόγω προϊόν, ο αντίκτυπος αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί αμελητέος. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο δείκτης αυτός είναι ακόμη πιο σημαντικός στο πλαίσιο της ανάλυσης του ενδεχομένου επανάληψης της ζημίας. Στην περίπτωση λήξης των μέτρων, είναι πιθανόν ότι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο επιδότησης να επανέλθουν σε όγκους και τιμές που θα καταστήσουν σημαντικό τον σημαντικό αντίκτυπο από το μέγεθος του πραγματικού περιθωρίου επιδότησης.

2.14.   ΑΝΑΚΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΩΝ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

(131)

Ενώ οι δείκτες που εξετάζονται ανωτέρω δείχνουν κάποια βελτίωση σε ορισμένους οικονομικούς δείκτες του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, μετά την επιβολή των οριστικών αντισταθμιστικών μέτρων το 2001, αποδεικνύουν επίσης ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής είναι ακόμη ευαίσθητος και ευάλωτος.

3.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(132)

Η συνεχής αύξηση της κατανάλωσης, εν μέρει λόγω νέων εφαρμογών (μεταξύ άλλων, φιάλες μπύρας και κρασιού) και εν μέρει λόγω της αύξησης της κατανάλωσης στις προσχωρούσες χώρες, υποχρέωσαν τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να αυξήσει την ικανότητα παραγωγής και την παραγωγή, έτσι ώστε να μη χάσει το μερίδιό του στην αγορά. Για το σκοπό αυτό, το 2004 και κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ έλαβε χώρα μια σημαντική αναδιάρθρωση που συνοδευόταν από συχνή αλλαγή στην ιδιοκτησία των διαφόρων παραγωγών. Παράλληλα, αυξήθηκε γενικά ο αριθμός των γραμμών παραγωγής, έτσι ώστε να ακολουθήσει την αύξηση της κατανάλωσης και να επιτευχθούν οικονομίες κλίμακας. Έτσι, ορισμένοι οικονομικοί δείκτες, π.χ. κατανάλωση, ικανότητα παραγωγής, παραγωγή, πωλήσεις και απασχόληση ακολούθησαν όντως μια θετική τάση. Επιπλέον, η τιμή πωλήσεων αυξήθηκε επίσης κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Ωστόσο, όλες αυτές οι προσπάθειες αναδιάρθρωσης που περιγράφηκαν προηγούμενα δεν μπόρεσαν να αντισταθμίσουν τον αντίκτυπο από τη συνεχή και έντονη αύξηση των τιμών των πρώτων υλών κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Το υψηλότερο κόστος των πρώτων υλών δεν μπόρεσε να μεταφερθεί στον τομέα εφοδιασμού, στο βαθμό που θα χρειαζόταν για να διατηρηθεί ένα συγκεκριμένο επίπεδο αποδοτικότητας. Αυτό προκάλεσε σοβαρή επιδείνωση της αποδοτικότητας, η οποία μειώθηκε από + 2,7 % το 2002 σε – 3,2 % κατά την ΠΕΕ. Παρόμοιες αρνητικές τάσεις σημειώθηκαν στην απόδοση των επενδύσεων και στις ταμειακές ροές.

(133)

Αυτό συνέπεσε με το χαμηλό επίπεδο τιμών των εισαγωγών από την εξεταζόμενη χώρα, οι οποίες συνέβαλαν σαφώς στην συμπίεση των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ωστόσο, δεδομένου του μικρού όγκου εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδότησης στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας ενόψει της λήξεως ισχύος, ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ανάλυση του ενδεχόμενου επανάληψης της ζημίας. Επομένως, παρά τις προφανείς θετικές εξελίξεις όσον αφορά την παραγωγή, τις πωλήσεις και την τιμή των πωλήσεων, η συνολική οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου επιδεινώθηκε και αντικατοπτρίζει τις αρνητικές εξελίξεις όσον αφορά την αποδοτικότητα (από + 2,7 % το 2002 σε – 3,2 % κατά την ΠΕΕ), τις τιμές των εξαγωγών, το κόστος παραγωγής, την απόδοση των επενδύσεων και τις ταμειακές ροές.

(134)

Εάν γίνει σύγκριση μεταξύ της ανωτέρω τάσης και των τάσεων που περιγράφονται στους κανονισμούς για την επιβολή προσωρινών και οριστικών αντισταθμιστικών μέτρων, και πάλι το αποτέλεσμα είναι ανάμεικτο. Σε ό,τι αφορά το μερίδιο αγοράς, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής έχασε 1 % από το 2002 έως την ΠΕΕ, ενώ είχε κερδίσει 5 % κατά τα τέσσερα έτη που προηγήθηκαν της υιοθέτησης των οριστικών αντισταθμιστικών μέτρων. Αφετέρου, η αποδοτικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ήταν λιγότερο αρνητική κατά την ΠΕ από ό,τι πριν από την επιβολή των οριστικών αντισταθμιστικών μέτρων. Συνεπώς, παρά κάποιες προφανώς θετικές τάσεις που έδειξαν οι δείκτες ζημίας, η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου απέχει ακόμη πολύ από τα επίπεδα που αναμένονταν, εάν είχε πλήρως ανακάμψει από τη ζημία που διαπιστώθηκε από τις αρχικές έρευνες.

(135)

Συμπεραίνεται λοιπόν ότι η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής έχει βελτιωθεί ελαφρώς, συγκρινόμενη με την περίοδο που προηγήθηκε της επιβολής των μέτρων, όμως παραμένει πολύ ευαίσθητη και ευάλωτη. Επιπλέον, η συμπίεση των τιμών από εισαγωγές από την εξεταζόμενη χώρα δεν επέτρεψαν στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να αντικατοπτρίσει πλήρως την αύξηση της τιμής των πρώτων υλών στις τιμές πωλήσεών του.

Ζ.   ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ ΤΗΣ ΖΗΜΙΑΣ

(136)

Διαπιστώθηκε ότι η μέση τιμή εξαγωγής των ινδικών πωλήσεων σε χώρες εκτός ΕΕ ήταν σημαντικά χαμηλότερες από τη μέση τιμή εξαγωγής στην Κοινότητα και επίσης χαμηλότερη από τις τιμές στην εγχώρια αγορά. Οι πωλήσεις του ινδού εξαγωγέα σε χώρες εκτός ΕΕ πραγματοποιήθηκαν σε σημαντικές ποσότητες και αντιστοιχούσαν στο 95 % και άνω των συνολικών εξαγωγικών πωλήσεων. Επομένως, θεωρήθηκε ότι, στην περίπτωση που λήξουν τα μέτρα, οι ινδοί εξαγωγείς θα έχουν ένα κίνητρο να στείλουν σημαντικές ποσότητες των εξαγωγών από άλλες τρίτες χώρες στην αγορά της Κοινότητας που είναι περισσότερο ελκυστική, σε επίπεδα τιμών που, ακόμη και εάν αυξηθούν, θα είναι πιθανόν ακόμη χαμηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα τιμών των εξαγωγών προς την Κοινότητα.

(137)

Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 140, οι εξαγωγείς-παραγωγοί στην Ινδία διαθέτουν το δυναμικό για να αυξήσουν τις εξαγωγές τους στην κοινοτική αγορά. Η Ινδία παρουσίασε σημαντική μεγέθυνση της παραγωγικής της ικανότητας, από 330 000 τόνους το 2003 σε 600 000 τόνους το 2005. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της αγοράς, αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω κατά 220 000 τόνους το 2008. Το 2005, οι εγχώριες πωλήσεις ανήλθαν σε 220 000 τόνους και οι εξαγωγές σε 290 000 τόνους (περιλαμβανομένων 6 831 τόνων προς την ΕΕ). Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, κατά μέσο όρο, το σημερινό αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό είναι περίπου 90 000 τόνοι, μέγεθος σημαντικό αφού αντιστοιχεί στο 4 % της σημερινής κατανάλωσης στην Κοινότητα. Η εκτίμηση επιβεβαιώνεται από τα αποτελέσματα των συνεργαζόμενων ινδών παραγωγών, οι οποίοι διαθέτουν σημαντικό αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό.

(138)

Όσον αφορά το ύψος των αποθεμάτων, η έρευνα έδειξε ότι τα αποθέματα που διατηρούν οι συνεργαζόμενοι ινδοί παραγωγοί δεν είναι σημαντικά. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί ότι το ύψος των αποθεμάτων δεν θεωρείται σημαντικός παράγοντας, διότι η αγορά ΡΕΤ είναι κυκλική.

(139)

Τέλος, παρ’ ότι οι εισαγωγές προς την ΕΕ ήταν χαμηλές, υπάρχει κίνδυνος εκτροπής προς την ΕΕ σημαντικών εξαγωγών.

(140)

Οι παραγωγοί στην εν λόγω χώρα έχουν επομένως τη δυνατότητα να αυξήσουν και/ή να ανακατευθύνουν τους όγκους των εξαγωγών τους προς την αγορά της Κοινότητας. Η έρευνα έδειξε ότι οι συνεργαζόμενοι εξαγωγείς-παραγωγοί πωλούσαν το εν λόγω προϊόν σε χαμηλότερη τιμή απ’ ό,τι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής. Πιθανόν να συνεχιστεί η επιβολή τέτοιων χαμηλών τιμών ή ακόμη και χαμηλότερων παράλληλα με τις χαμηλότερες τιμές που επιβάλλονται στον υπόλοιπο πλανήτη, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 137, επίσης με σκοπό την ανάκτηση των μεριδίων αγοράς που κατείχαν οι εξαγωγείς κατά την περίοδο πριν από την επιβολή των μέτρων. Μία τέτοια συμπεριφορά τιμολόγησης, σε συνδυασμό με την ικανότητα των εξαγωγέων στην εν λόγω χώρα να διοχετεύσουν σημαντικές ποσότητες του υπό εξέταση προϊόντος στην κοινοτική αγορά, πιθανό να έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της τάσης συμπίεσης των τιμών στην αγορά, με αναμενόμενη αρνητική επίπτωση στην οικονομική κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

(141)

Όπως φαίνεται ανωτέρω, η κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής παραμένει ευαίσθητη. Εάν ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής εκτεθεί σε αυξημένους όγκους εισαγωγών από την εν λόγω χώρα σε επιδοτούμενες τιμές, είναι πιθανό να επιδεινωθούν οι πωλήσεις του, τα μερίδια αγοράς, οι τιμές πωλήσεων καθώς και η οικονομική του κατάσταση, σε επίπεδα που διαπιστώθηκαν στην αρχική έρευνα. Πάνω σε αυτή τη βάση, συνάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι η κατάργηση των μέτρων θα καταλήξει πιθανόν στην επιδείνωση της ήδη ευάλωτης κατάστασής του και στην εκ νέου εμφάνιση μεγαλύτερης ζημίας στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

(142)

Βάσει των προαναφερθέντων, συμπεραίνεται ότι οι τιμές των εισαγωγών ενδέχεται μάλλον να είναι χαμηλότερες στην κοινοτική αγορά, ελλείψει μέτρων κατά των επιδοτήσεων, αφού οι παραγωγοί στην Ινδία θα προσπαθήσουν ενδεχομένως να αυξήσουν τα μερίδιά τους στην αγορά. Μία τέτοια συμπεριφορά τιμολόγησης, σε συνδυασμό με την ικανότητα των εξαγωγέων-παραγωγών στην Ινδία να πωλούν σημαντικές ποσότητες ΡΕΤ στην κοινοτική αγορά, πιθανότατα να έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της συμπίεσης των τιμών, με αναμενόμενη αρνητική επίπτωση στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

Η.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

1.   ΕΙΣΑΓΩΓΗ

(143)

Σύμφωνα με το άρθρο 31 του βασικού κανονισμού, εξετάστηκε κατά πόσον η διατήρηση των ισχυόντων μέτρων κατά των επιδοτήσεων θα αντίκειτο στο συμφέρον της Κοινότητας συνολικά. Το συμφέρον της Κοινότητας προσδιορίστηκε με βάση την εκτίμηση όλων των διαφόρων εμπλεκόμενων συμφερόντων. Η παρούσα έρευνα αναλύει μια κατάσταση όπου ήδη έχουν εφαρμοστεί μέτρα κατά των επιδοτήσεων και επιτρέπει την αξιολόγηση των ενδεχόμενων αθέμιτων αρνητικών επιπτώσεων που θα είχαν στα ενδιαφερόμενα μέρη τα ισχύοντα μέτρα κατά των επιδοτήσεων.

(144)

Βάσει αυτών, εξετάστηκε επίσης κατά πόσον, παρά τα συμπεράσματα σχετικά με την πιθανότητα επανάληψης ή συνέχισης των ζημιογόνων πρακτικών επιδότησης, υπάρχουν επιτακτικοί λόγοι που θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι η διατήρηση μέτρων στην παρούσα περίπτωση αντίκειται στο συμφέρον της Κοινότητας.

2.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΟΥ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΥ ΚΛΑΔΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

(145)

Όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, υπάρχει σαφώς το ενδεχόμενο επανάληψης της ζημίας από τις επιδοτήσεις, εφόσον καταργηθούν τα μέτρα. Όλοι οι κοινοτικοί παραγωγοί, εκτός από δύο, συνεργάστηκαν πλήρως και τάχθηκαν υπέρ της συνέχισης των μέτρων.

(146)

Η συνέχιση των μέτρων κατά των επιδοτήσεων για εισαγωγές από την Ινδία θα αύξανε την πιθανότητα για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής να φθάσει σε ένα εύλογο επίπεδο αποδοτικότητας, διότι αναμένεται ότι βραχυπρόθεσμα θα είναι σε θέση να αυξήσει τις πωλήσεις και έτσι να επωφεληθεί από τις οικονομίες κλίμακας, ενώ ταυτόχρονα αναμένεται να μπορέσει να προχωρήσει σε συγκρατημένη αύξηση της τιμής πώλησης και να φθάσει έτσι σε ένα ικανοποιητικό επίπεδο κέρδους. Ακόμη και αν κατά τη διάρκεια της ΠΕΕ οι επιδοτούμενες εισαγωγές με προέλευση από την Ινδία ήταν χαμηλές και, επομένως, δεν μπορούσαν να προκαλέσουν σοβαρή ζημία, θα επηρέαζαν αρνητικά την κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής σε περίπτωση κατάργησης των μέτρων κατά των επιδοτήσεων. Επομένως, τα μέτρα αυτά είναι σημαντικά για να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής ΡΕΤ, που επί πολλά χρόνια αντιμετώπιζε ανταγωνισμό από επιδοτούμενες εισαγωγές από την Ινδία.

3.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΩΝ ΕΙΣΑΓΩΓΕΩΝ

(147)

Μικρή ήταν η συνεργασία εισαγωγέων/εμπόρων και, μεταξύ αυτών που συνεργάστηκαν, κανείς δεν αγόραζε από την Ινδία. Ωστόσο, οι συνεργαζόμενοι εισαγωγείς/έμποροι μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικοί, αφού οι πωλήσεις τους αντιστοιχούν στο 5 % της κατανάλωσης στην ΕΕ. Θα προτιμούσαν μια αγορά χωρίς δασμούς, παρ’ ότι επιτυγχάνουν διαρκώς καλά οικονομικά αποτελέσματα.

(148)

Η έρευνα έδειξε ότι υπάρχουν ακόμη διαθέσιμες εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού χωρίς μέτρα κατά των επιδοτήσεων ή αντιντάμπινγκ, π.χ. από το Μεξικό, τη Βραζιλία, τις ΗΠΑ, την Τουρκία, το Πακιστάν, το Ιράν, τη Σαουδική Αραβία. Οι εισαγωγείς/έμποροι μπορούν λοιπόν να βασιστούν (ή να μεταπηδήσουν) σε σημαντικές εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού.

(149)

Έχοντας υπόψη ότι τα ισχύοντα μέτρα δεν θίγουν ιδιαίτερα τους εισαγωγείς, συμπεραίνεται ότι η διατήρηση των υφιστάμενων αντισταθμιστικών μέτρων έναντι εισαγωγών προέλευσης Ινδίας θα συνεχίσει να μην έχει σημαντική αρνητική επίδραση στην κατάσταση των εισαγωγέων στην Κοινότητα.

4.   ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΤΩΝ ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΩΝ/ΧΡΗΣΤΩΝ

(150)

Η Επιτροπή απέστειλε ερωτηματολόγια σε 47 γνωστούς μεταποιητές/χρήστες. Μόνο δέκα μεταποιητές/χρήστες, με συνολικά χαμηλή αντιπροσωπευτικότητα, απάντησαν στο ερωτηματολόγιο. Σύμφωνα με τις πληροφορίες σχετικά με τις αγορές που παρείχαν στις απαντήσεις τους προς το ερωτηματολόγιο, κατά τη διάρκεια της ΠΕ, οι συνεργαζόμενοι μεταποιητές/χρήστες αντιπροσώπευαν περίπου το 20 % της συνολικής κοινοτικής κατανάλωσης ΡΕΤ. Κατά τη διάρκεια της ΠΕ αγόρασαν το 95 % του ΡΕΤ από κοινοτικούς παραγωγούς και το υπόλοιπο από εισαγωγές προέλευσης χωρών άλλων από τη χώρα που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας επανεξέτασης. Υποβλήθηκε μια σειρά επιχειρημάτων για τη μη επιβολή δασμών.

(151)

Στο ερωτηματολόγιο απάντησαν πέντε μεταποιητές (που μετασχηματίζουν κόκκους ΡΕΤ σε προδιαμορφωμένα υλικά και φιάλες και αντιστοιχούν στο 10 % της κατανάλωσης). Το κόστος των κόκκων ΡΕΤ αντιστοιχεί στο 55 % του τελικού τους προϊόντος (κυρίως προμορφώματα). Διαπιστώθηκε ότι εισάγουν αμελητέες ποσότητες από την Ινδία και άλλες τρίτες χώρες. Ωστόσο, είναι αντίθετοι με τη συνέχιση της επιβολής δασμών, ισχυριζόμενοι ότι το μέτρο μπορεί να έχει ως συνέπεια την τεχνητή αύξηση των τιμών στην Ευρώπη.

(152)

Πέντε χρήστες που αντιστοιχούν στο 10 % περίπου της κατανάλωσης υπέβαλαν ελλιπή στοιχεία. Το χαμηλό επίπεδο συνεργασίας από μεγάλους χρήστες ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι η τελευταία έρευνα σχετικά με εισαγωγές ΡΕΤ από τη ΛΔΚ, την Αυστραλία και το Πακιστάν έγινε μόλις πριν από δύο χρόνια. Το κόστος του ΡΕΤ αντιστοιχεί περίπου στο 6 %-7 % του συνολικού κόστους και ως εκ τούτου είναι μάλλον περιορισμένο. Όπως και οι μεταποιητές, παρ’ ότι δεν δήλωσαν εισαγωγές από την Ινδία, είναι αντίθετοι με την επιβολή δασμών, ισχυριζόμενοι ότι το μέτρο θα έχει ως συνέπεια την τεχνητή αύξηση των τιμών στην Ευρώπη.

(153)

Λαμβάνοντας υπόψη τη μάλλον καλή οικονομική κατάσταση του κατάντη κλάδου παραγωγής, αντίθετα με αυτή του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, κανείς μεταποιητής/χρήστης δεν ανέφερε ως επιχείρημα ότι η διατήρηση των υφιστάμενων δασμών μπορεί να οδηγήσει στην απώλεια θέσεων εργασίας ή στη μεταφορά μεταποιητικών εγκαταστάσεων σε υπερπόντιες χώρες.

(154)

Επιπλέον, από πλευράς παραγωγής, ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής προσάρμοσε το μέγεθός του στην αυξημένη κατανάλωση και, επομένως, αναμένεται ότι η μη χρησιμοποιούμενη παραγωγική ικανότητα θα μπορέσει να καλύψει πλήρως την ποσότητα των εισαγωγών.

(155)

Έχοντας υπόψη ότι υπάρχουν ακόμη εναλλακτικές πηγές εφοδιασμού χωρίς μέτρα κατά των επιδοτήσεων ή αντιντάμπινγκ, όπως από το Μεξικό, τη Βραζιλία, τις ΗΠΑ, την Τουρκία, το Πακιστάν, το Ιράν και τη Σαουδική Αραβία, οι κοινοτικοί χρήστες μπορούν επίσης να βασιστούν σε άλλους εφοδιαστές για το εν λόγω προϊόν.

(156)

Όσον αφορά την επίδοση της βιομηχανίας χρηστών, η έρευνα έδειξε ότι κατά την εξεταζόμενη περίοδο οι συνεργαζόμενοι χρήστες αύξησαν τον κύκλο εργασιών τους, διατήρησαν σταθερή την απασχολησιμότητα και μάλλον βελτίωσαν τη συνολική τους αποδοτικότητα. Διαπιστώθηκε λοιπόν ότι δεν πλήττονται από τα μέτρα κατά των επιδοτήσεων.

(157)

Βάσει των προαναφερθέντων, συμπεραίνεται ότι η διατήρηση των υφιστάμενων μέτρων κατά των επιδοτήσεων έναντι εισαγωγών από την Ινδία δεν θα έχει σημαντικές αρνητικές επιδράσεις στην κατάσταση των χρηστών στην Κοινότητα.

5.   ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΩΝ ΠΡΟΜΗΘΕΥΤΩΝ

(158)

Οι προμηθευτές πρώτων υλών, μονοαιθυλενογλυκόλης (MEG) και καθαρού τερεφθαλικού οξέος (ΡΤΑ), DMT και IPA, πετροχημικών προϊόντων παραγώγων της νάφθας, δήλωσαν σαφώς την υποστήριξή τους για τα μέτρα και συνεργάστηκαν αποτελεσματικά. Θα έχουν όφελος από τη διατήρηση των μέτρων, αφού ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θα παρουσιάσει ανάκαμψη και θα τους δοθεί η δυνατότητα να βελτιώσουν την απόδοσή τους.

6.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΣΥΜΦΕΡΟΝ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑΣ

(159)

Λαμβάνοντας υπόψη όλους τους προαναφερθέντες παράγοντες, συμπεραίνεται ότι δεν συντρέχουν επιτακτικοί λόγοι για τη μη διατήρηση των υφιστάμενων μέτρων κατά των επιδοτήσεων έναντι της Ινδίας.

Θ.   ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

(160)

Όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ενημερώθηκαν για τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και το σκεπτικό, βάσει των οποίων πρόκειται να προταθεί η διατήρηση της ισχύος των υφιστάμενων μέτρων. Καθορίστηκε επίσης προθεσμία εντός της οποίας τα μέρη μπορούσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους μετά την κοινολόγηση. Η κυβέρνηση της Ινδίας υπέβαλε σχόλια σχετικά με θέματα ζημίας, καταγγέλοντας ότι δεν αποδεικνύεται ότι ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής υπέστη συνεχόμενη ζημία και ότι η πίεση εισαγωγών από την Ινδία δεν αποτέλεσε το λόγο για το γεγονός ότι οι κοινοτικοί παραγωγοί δεν μπόρεσαν να εκφράσουν πλήρως την αύξηση του κόστους των πρώτων υλών στις τιμές τους πώλησης. Πρέπει να υπενθυμιστεί ότι, όπως αναφέρεται στην ανάλυση της κατάστασης του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η οικονομική του κατάσταση επιδεινώθηκε και, όπως εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 127, το χαμηλό επίπεδο τιμών των εισαγωγών από την εν λόγω χώρα συνέβαλε σαφώς στη συμπίεση των τιμών του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Ωστόσο, δεδομένου του μικρού όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας λόγω λήξης ισχύος, έπρεπε να εξεταστεί το ενδεχόμενο επανάληψης της ζημίας. Από την άποψη αυτή, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 127, εξήχθη το συμπέρασμα ότι ελλείψει μέτρων, ο αυξημένος όγκος εισαγωγών από την Ινδία σε χαμηλές τιμές θα έχει αρνητική επίδραση στην κατάσταση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Επιπλέον, ένας ινδός εξαγωγέας ανέφερε ότι η έλλειψη μέτρων δεν θα έχει ως αποτέλεσμα τον επαναπροσανατολισμό των πωλήσεων προς την Κοινότητα. Ο εν λόγω εξαγωγέας ισχυρίστηκε ότι οι αναδυόμενες αγορές είναι πιο ελκυστικές από την Κοινότητα, ότι η ινδική ζήτηση αυξάνει γρήγορα και ότι, επομένως, δεν υπάρχει διαθέσιμο αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό. Πρέπει ωστόσο να ληφθεί υπόψη ότι, παρά την αύξηση της ζήτησης στην αγορά της Ινδίας, η έρευνα σε επίπεδο εταιρείας έδειξε ότι υπάρχει αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό, κάτι που επιβεβαιώνεται και από την έρευνα αγοράς. Συμπεραίνεται λοιπόν ότι κανένα από τα σχόλια που υποβλήθηκαν μετά την κοινοποίηση δεν μπορεί να αλλάξει τα συμπεράσματα που περιέχονται στον παρόντα κανονισμό.

(161)

Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι, όπως προβλέπεται στο άρθρο 21 παράγραφος 2 του βασικού κανονισμού, τα αντισταθμιστικά μέτρα που εφαρμόζονται στις εισαγωγές κόκκων ΡΕΤ καταγωγής Ινδίας πρέπει να διατηρηθούν. Υπενθυμίζεται ότι αυτά τα μέτρα συνίστανται σε ειδικούς δασμούς.

(162)

Οι ατομικοί συντελεστές αντισταθμιστικού δασμού για κάθε εταιρεία που προσδιορίζονται στον παρόντα κανονισμό αντανακλούν την κατάσταση που διαπιστώθηκε κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης όσον αφορά τους συνεργαζόμενους εξαγωγείς. Έτσι, εφαρμόζονται μόνον στις εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που μεταποιείται από αυτές τις εταιρείες και έτσι από τις συγκεκριμένες νομικές οντότητες που αναφέρονται. Οι εισαγωγές του υπό εξέταση προϊόντος που μεταποιούνται από κάθε άλλη εταιρεία, η οποία δεν κατονομάζεται ρητώς στο διατακτικό του παρόντος κανονισμού με την επωνυμία και τη διεύθυνσή της, συμπεριλαμβανομένων των οντοτήτων που συνδέονται με τις εταιρείες που κατονομάζονται ρητώς, δεν μπορούν να επωφεληθούν αυτών των συντελεστών και υπόκεινται στον δασμολογικό συντελεστή που ισχύει για όλες «τις άλλες εταιρείες».

(163)

Κάθε αίτηση για την εφαρμογή των ως άνω ατομικών συντελεστών αντισταθμιστικού δασμού (π.χ. λόγω αλλαγής επωνυμίας της οντότητας ή μετά τη συγκρότηση νέων οντοτήτων παραγωγής ή πωλήσεων) υποβάλλεται αμέσως στην Επιτροπή (10) μαζί με όλα τα σχετικά στοιχεία, ιδίως δε κάθε αλλαγή των δραστηριοτήτων της εταιρείας που αφορά την παραγωγή και τις εγχώριες και εξαγωγικές πωλήσεις, που συνδέεται π.χ. με αυτήν την αλλαγή επωνυμίας ή τη μεταβολή των οντοτήτων παραγωγής και πωλήσεων. Εάν θεωρηθεί σκόπιμο, κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή, ο κανονισμός θα τροποποιηθεί ανάλογα, με την επικαιροποίηση του καταλόγου των εταιρειών που επωφελούνται από ατομικούς δασμολογικούς συντελεστές.

(164)

Για να εξασφαλιστεί η ορθή επιβολή του αντισταθμιστικού δασμού, το επίπεδο υπόλοιπου δασμού δεν πρέπει να εφαρμόζεται μόνο στους μη συνεργαζόμενους εξαγωγείς αλλά επίσης και στις εταιρείες οι οποίες δεν είχαν πραγματοποιήσει εξαγωγές κατά την ΠΕΕ. Εντούτοις, οι τελευταίες αυτές εταιρείες καλούνται όταν πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 20 του βασικού κανονισμού, να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης δυνάμει αυτού του άρθρου για να εξεταστεί η περίπτωσή τους ξεχωριστά,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

1.   Επιβάλλεται οριστικός αντισταθμιστικός δασμός στις εισαγωγές τερεφθαλικού πολυαιθυλενίου με ιξώδες 78 ml/g ή μεγαλύτερο, σύμφωνα με το πρότυπο ISO 1628-5, που υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 3907 60 20, προέλευσης Ινδίας.

2.   Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στο άρθρο 2, ο αντισταθμιστικός δασμός που εφαρμόζεται στην καθαρή τιμή, στο επίπεδο «ελεύθερο στα σύνορα της Κοινότητας», πριν από την καταβολή του δασμού, για προϊόντα που κατασκευάζονται από τις ακόλουθες εταιρείες, είναι ο εξής:

Χώρα

Εταιρεία

Αντισταθμιστικός δασμός (ευρώ/τόνο)

Πρόσθετος κωδικός Taric

Ινδία

Reliance Industries Limited

41,3

A181

Ινδία

Pearl Engineering Polymers Ltd

31,3

A182

Ινδία

Senpet Ltd

22,2

A183

Ινδία

Futura Polyesters Ltd

0

A184

Ινδία

South Asian Petrochem Ltd

106,5

A585

Ινδία

Όλες οι άλλες εταιρείες

41,3

A999

3.   Σε περίπτωση ζημίας των εμπορευμάτων πριν από τη θέση τους σε ελεύθερη κυκλοφορία και, επομένως, όταν η καταβληθείσα ή καταβλητέα τιμή υπολογίζεται κατ’ αναλογία για τον προσδιορισμό της δασμολογητέας αξίας σύμφωνα με το άρθρο 145 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2454/93 της Επιτροπής (11), το ποσό του αντισταθμιστικού δασμού, υπολογιζόμενο με βάση το προαναφερόμενο καθορισμένο ποσό, μειώνεται κατά ένα ποσοστό που αντιστοιχεί στην αναλογική κατανομή της πράγματι καταβληθείσας ή καταβλητέας τιμής.

4.   Με την επιφύλαξη των παραγράφων 1 και 2, ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός δεν εφαρμόζεται στις εισαγωγές που τίθενται σε ελεύθερη κυκλοφορία σύμφωνα με το άρθρο 2.

5.   Εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά, εφαρμόζονται οι διατάξεις που ισχύουν για τους τελωνειακούς δασμούς.

Άρθρο 2

1.   Οι εισαγωγές απαλλάσσονται από τους αντισταθμιστικούς δασμούς που επιβάλλονται από το άρθρο 1, υπό την προϋπόθεση ότι παράγονται και εξάγονται απευθείας (δηλαδή τιμολογούνται και αποστέλλονται) σε εταιρεία που ενεργεί ως εισαγωγέας στην Κοινότητα από τις εταιρείες που αναφέρονται στην παράγραφο 3, έχουν δηλωθεί με τον κατάλληλο πρόσθετο κωδικό Taric και εφόσον πληρούνται οι όροι της παραγράφου 2.

2.   Όταν υποβάλλεται αίτηση για θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία, η απαλλαγή από το δασμό εξαρτάται από την υποβολή στην τελωνειακή υπηρεσία του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους έγκυρου «τιμολογίου ανάληψης υποχρέωσης» που εκδίδεται από μία από τις εξάγουσες εταιρείες που αναφέρονται στην παράγραφο 3, το οποίο περιέχει τα βασικά στοιχεία που παρατίθενται στο παράρτημα. Η απαλλαγή από το δασμό εξαρτάται επιπλέον από τα προϊόντα που δηλώνονται και υποβάλλονται στο τελωνείο, τα οποία αντιστοιχούν ακριβώς στην περιγραφή του «τιμολογίου ανάληψης υποχρέωσης».

3.   Οι εισαγωγές που συνοδεύονται από «τιμολόγιο ανάληψης υποχρέωσης» δηλώνονται με τους ακόλουθους πρόσθετους κωδικούς Taric:

Χώρα

Εταιρεία

Πρόσθετος κωδικός Taric

Ινδία

Pearl Engineering Polymers Ltd

A182

Ινδία

Reliance Industries Ltd

A181

Ινδία

South Asian Petrochem Ltd

A585

Άρθρο 3

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την επόμενη της δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα του τα μέρη και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 22 Φεβρουαρίου 2007.

Για το Συμβούλιο

Ο Πρόεδρος

F. MÜNTEFERING


(1)  ΕΕ L 288 της 21.10.1997, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 461/2004 (ΕΕ L 77 της 13.3.2004, σ. 12).

(2)  ΕΕ L 56 της 6.3.1996, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2117/2005 (ΕΕ L 340 της 23.12.2005, σ. 17).

(3)  ΕΕ L 301 της 30.11.2000, σ. 1.

(4)  ΕΕ L 301 της 30.11.2000, σ. 21. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1646/2005 (ΕΕ L 266 της 11.10.2005, σ. 10).

(5)  ΕΕ L 271 της 19.8.2004, σ. 1.

(6)  ΕΕ L 266 της 11.10.2005, σ. 1.

(7)  ΕΕ C 304 της 1.12.2005, σ. 4.

(8)  ΕΕ C 304 της 1.12.2005, σ. 9.

(9)  Αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2603/2000 (ΕΕ L 301 της 30.11.2000, σ. 1).

(10)  Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Γενική διεύθυνση Εμπορίου, Διεύθυνση Η, J-79 5/17, B-1049 Βρυξέλλες.

(11)  ΕΕ L 253 της 11.10.1993, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1875/2006 (ΕΕ L 360 της 19.12.2006, σ. 64).


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

Στοιχεία που πρέπει να δηλώνονται στο τιμολόγιο ανάληψης υποχρέωσης που αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 2:

1.

Ο αριθμός του τιμολογίου ανάληψης υποχρέωσης.

2.

Ο πρόσθετος κωδικός Taric βάσει του οποίου γίνεται ο εκτελωνισμός των εμπορευμάτων του τιμολογίου στα σύνορα της Κοινότητας (όπως καθορίζεται στον κανονισμό).

3.

Η ακριβής περιγραφή των εμπορευμάτων, δηλαδή:

ο κωδικός αναφοράς προϊόντος (PRC) (όπως καθορίζεται στις αναλήψεις υποχρεώσεων που πρότεινε ο συγκεκριμένος παραγωγός-εξαγωγέας),

κωδικός ΣΟ

η ποσότητα (σε μονάδες).

4.

Η περιγραφή των όρων πώλησης, στην οποία περιλαμβάνονται και τα ακόλουθα:

τιμή ανά μονάδα,

οι εφαρμοστέοι όροι πληρωμής,

οι εφαρμοστέοι όροι παράδοσης,

οι συνολικές εκπτώσεις και μειώσεις.

5.

Επωνυμία της εταιρείας που ενεργεί ως εισαγωγέας για την οποία εκδίδεται το τιμολόγιο απευθείας από την εταιρεία.

6.

Το ονοματεπώνυμο του υπαλλήλου της εταιρείας που εξέδωσε το τιμολόγιο ανάληψης υποχρέωσης και η ακόλουθη δήλωση υπογεγραμμένη:

«Ο υπογραμμένος πιστοποιώ ότι η πώληση για άμεση εξαγωγή στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα των εμπορευμάτων που καλύπτονται από το παρόν τιμολόγιο πραγματοποιείται στο πλαίσιο και με τους όρους της ανάληψης υποχρέωσης που προτάθηκε από … [εταιρεία], και έγινε αποδεκτή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την απόφαση 2000/745/ΕΚ. Δηλώνω ότι τα στοιχεία που αναγράφονται στο παρόν τιμολόγιο είναι πλήρη και ορθά.».


Top