Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32005D0920

    2005/920/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2005 , σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία στην επιχείρηση μεταποίησης κρέατος Greußener Salamifabrik GmbH [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 2725]

    ΕΕ L 335 της 21.12.2005, p. 48–56 (ES, CS, DA, DE, ET, EL, EN, FR, IT, LV, LT, HU, NL, PL, PT, SK, SL, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2005/920/oj

    21.12.2005   

    EL

    Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

    L 335/48


    ΑΠΌΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΉΣ

    της 20ής Ιουλίου 2005

    σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία στην επιχείρηση μεταποίησης κρέατος Greußener Salamifabrik GmbH

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2005) 2725]

    (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (2005/920/ΕΚ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 88 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο,

    Αφού κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να της υποβάλλουν τις παρατηρήσεις τους σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα (1) και λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις αυτές,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I.   ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

    (1)

    Το μέτρο κοινοποιήθηκε κατ’ εφαρμογή του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, με την επιστολή της 6ης Νοεμβρίου 1997. Ο δικαιούχος είχε προφανώς ήδη λάβει ανάλογη ενίσχυση κατά το παρελθόν. Το μέτρο καταχωρίσθηκε συνεπώς στο μητρώο των μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων. Η Γερμανία διαβίβασε στην Επιτροπή πρόσθετες πληροφορίες με τις επιστολές της από 4 Φεβρουαρίου 1998, 10 Ιουνίου 1998 και 4 Φεβρουαρίου 1999.

    (2)

    Η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γερμανία, με την επιστολή της από 7 Ιουνίου 1999, την απόφασή της να κινήσει σχετικά με την εν λόγω ενίσχυση τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ.

    (3)

    Η απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων  (2). Η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους.

    (4)

    Οι παρατηρήσεις που περιήλθαν διαβιβάστηκαν στη Γερμανία με την παράκληση να τοποθετηθεί σχετικά. Οι παρατηρήσεις της Γερμανίας διαβιβάστηκαν με την επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2000.

    (5)

    Με την επιστολή της από 18 Μαΐου 2005, η οποία πρωτοκολλήθηκε στις 23 Μαΐου 2005, η Γερμανία ζήτησε από την Επιτροπή, παραπέμποντας στο άρθρο 7 παράγραφος 7 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ (3), να εκδώσει σχετική απόφαση, βασιζόμενη στις πληροφορίες που της ήταν διαθέσιμες.

    II.   ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΜΕΤΡΟΥ

    (6)

    Η δικαιούχος επιχείρηση, Greußener Salamifabrik GmbH, είναι εταιρεία μεταποίησης κρέατος, η οποία παράγει και διαθέτει στο εμπόριο διάφορα είδη λουκάνικων και προϊόντων με βάση το κρέας. Η επιχείρηση δεν προβαίνει η ίδια στη σφαγή των ζώων, αλλά αναλαμβάνει τη μεταποίηση κρέατος σφαγίων. Την 1η Οκτωβρίου 1999 κινήθηκε η διαδικασία της αφερεγγυότητας επί των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας Greußener Salamifabrik GmbH, με βάση τις πληροφορίες που δόθηκαν από τη Γερμανία. Η Επιτροπή δεν ενημερώθηκε σχετικά με το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Απ’ ό,τι φαίνεται ωστόσο, συνεχίστηκε τουλάχιστον η εκμετάλλευση των πάγιων στοιχείων του ενεργητικού της επιχείρησης —υπό την επωνυμία «Greußener Salami- und Schinkenfabrik GmbH». Οι παρατηρήσεις που περιλαμβάνονται στην παρούσα απόφαση αναφέρονται όμως στην επιχείρηση Greußener Salamifabrik GmbH, η οποία κηρύχθηκε στη συνέχεια σε κατάσταση αφερεγγυότητας.

    (7)

    Η συνεχής μείωση του κύκλου εργασιών είχε ως αποτέλεσμα να εμφανίσει η επιχείρηση από το 1995 και μετά ζημίες και να είναι αρνητική η χρηματοοικονομική ροή της επιχείρησης από το 1995. Σε ένα έγγραφο που καταρτίστηκε το Σεπτέμβριο του 1996 από την εταιρεία Dr. Zimmermann & Partner συνάγεται το συμπέρασμα ότι η εικόνα των χρηματοοικονομικών ροών της επιχείρησης ήταν ήδη εξαιρετικά κρίσιμη εκείνη τη χρονική στιγμή. Το γεγονός ότι η επιχείρηση ήταν προβληματική αναφέρεται στην απόφαση της Επιτροπής για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας (4) και δεν αμφισβητήθηκε ουδόλως κατά τη διενέργεια της διαδικασίας έρευνας. Η αναδιάρθρωση της επιχείρησης Greußener Salamifabrik κρίθηκε απολύτως αναγκαία. Για τη χρηματοδότηση της επιχείρησης κατά το τέταρτο τρίμηνο του 1996 η επιχείρηση υποχρεώθηκε να συνάψει πρόσθετα δάνεια [ύψους 375 000 γερμανικών μάρκων (εφεξής «DΕΜ») από την Dresdner Bank AG και ύψους 725 000 DΕΜ από τη Sparkasse Erfurt]. Η Thüringer Aufbaubank (Τράπεζα Ανασυγκρότησης της Θουριγγίας) ανέλαβε να χορηγήσει την εγγύηση κάλυψης αδυναμιών καλής εκτέλεσης σε ποσοστό 80 %. Συνέπεια αυτού ήταν να καλυφθεί το ποσό των 880 000 DΕΜ. Η εγγύηση αυτή δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή, κατά παράβαση των ρυθμίσεων της επιστολής που είχε διαβιβάσει η Επιτροπή στα κράτη μέλη στις 5 Απριλίου 1989 με τα στοιχεία SG(89) D/4328. Στη συνέχεια καλείται ενίσχυση 1.

    (8)

    Στις 8 Ιανουαρίου 1997, η εταιρεία Ergewa GmbH εξαγόρασε ποσοστό 75 % των εταιρικών μεριδίων της δικαιούχου επιχείρησης. Η νέα ιδιοκτήτρια εταιρεία προχώρησε σε διόρθωση μεμονωμένων στοιχείων στις προβλέψεις προς κάλυψη των επισφαλών απαιτήσεων από τις εξαγωγές στη Ρωσία και σε μείωση της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού για συνολικό ποσό 1,2 εκατομμυρίων DΕΜ. Απόρροια αυτού ήταν, σε συνδυασμό με την περαιτέρω μείωση των πωλήσεων, να επιδεινωθούν τα στοιχεία του ισολογισμού, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται επιτακτικά μια νέα αναδιάρθρωση.

    (9)

    Όπως διευκρίνισε η Γερμανία στην επιστολή της με την οποία κοινοποίησε διάφορα στοιχεία στις 6 Νοεμβρίου 1997, η επιχείρηση Greußener Salamifabrik δεν είχε πετύχει τους στόχους στους τομείς του κύκλου εργασιών και των εισπράξεων για το έτος 1997, η επιχείρηση κινδύνευε διαρκώς να κηρυχθεί σε καθεστώς αφερεγγυότητας και θα πρέπει να γίνει αποδεκτό ότι η επιχείρηση δεν ήταν πλέον σε θέση να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις εξόφλησης των χρεών της έναντι των τραπεζών. Για το λόγο αυτό, η εταιρεία Schitag, Ernst & Young Deutsche Allgemeine Treuhand AG επεξεργάστηκε ένα νέο σχέδιο εξυγίανσης για την Greußener Salamifabrik GmbH τον Αύγουστο του 1997. Σύμφωνα με το νέο σχέδιο εξυγίανσης, προβλέπεται η εφαρμογή ενός τρίπτυχου μέτρων:

    α)

    η εξυγίανση της χρηματοοικονομικής υποδομής με:

    τη μερική διαγραφή των χρεών της επιχείρησης στο πλαίσιο της παραίτησης από συγκεκριμένες αξιώσεις,

    την αναδιάταξη των υφιστάμενων τραπεζικών χρεών,

    τη συνεισφορά κεφαλαίων από τους εταίρους·

    β)

    η επεξεργασία και εφαρμογή μιας νέας στρατηγικής στα θέματα του μάρκετινγκ·

    γ)

    μέτρα για την περικοπή του κόστους.

    1.   Χρηματοοικονομική υποδομή

    (10)

    Ένα μέρος της αναδιάρθρωσης συνίστατο στην παραίτηση της Sparkasse Erfurt από την αξίωσή της ύψους 1,7 εκατομμυρίων DΕΜ. Σε αντάλλαγμα ενεργοποιήθηκε εν μέρει η εγγύηση ύψους 725 000 DΕΜ που είχε αναλάβει η Thüringer Aufbaubank (μία κρατική τράπεζα) προς κάλυψη ενός δανείου (βλέπε αιτιολογική σκέψη 7). Στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης καταβλήθηκε στην Sparkasse Erfurt ποσό 370 000 DΕΜ (ποσοστό 64 % επί του ποσού της εγγύησης). Παράλληλα ενεργοποιήθηκε εν μέρει μία εγγύηση που είχε αναλάβει η Bürgschaftsbank Thüringen GmbH (μια ιδιωτική τράπεζα) το έτος 1993 για ένα δάνειο ύψους 1 εκατομμυρίου DM. Στη Sparkasse Erfurt καταβλήθήκε ποσό 590 000 DΕΜ (ήτοι ποσοστό 74 % επί του ποσού της εγγύησης).

    (11)

    Η Dresdner Bank Erfurt αναχρηματοδότησε εξάλλου ένα δάνειο ύψους 2,5 εκατομμυρίων DΕΜ, το οποίο είχε εγκριθεί από την Sparkasse Erfurt. Η Dresdner Bank χορήγησε όμως το εν λόγω δάνειο υπό τον όρο ότι η Thüringer Aufbaubank θα έδινε την εγγύησή της για το 80 % του δανείου.

    (12)

    Η νέα εγγύηση ύψους 2 εκατομμυρίων DΕΜ, καθώς και η μερική ρευστοποίηση (370 000 DΕΜ) της παλαιότερης εγγύησης, κοινοποιήθηκαν στην Επιτροπή με την επιστολή της 6ης Νοεμβρίου 1997, βάσει του άρθρου 88 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ, καθώς και βάσει της επιστολής της 5ης Απριλίου 1989 προς τα κράτη μέλη με τα κωδικά στοιχεία SG(89) D/4328. Τα δύο αυτά μέτρα καλούνται στη συνέχεια από κοινού ενίσχυση 2. Όπως γνωστοποίησε η Γερμανία, με την επιστολή της από 4 Φεβρουαρίου 1999 και εκ νέου με την επιστολή της από 18 Μαΐου 2005, η εγγύηση της Thüringer Aufbaubank, ύψους 2 εκατομμυρίων DΕΜ, θα μπορούσε να δοθεί μόνο υπό τον όρο της έγκρισης από την Επιτροπή.

    (13)

    Η εγγύηση της Dresdner Bank Erfurt, ύψους 2,5 εκατομμυρίων DΕΜ, καταβλήθηκε στην επιχείρηση Greußener Salamifabrik GmbH.

    (14)

    Τέλος, η εταιρεία Ergewa GmbH, η οποία ελέγχει το 75 % των εταιρικών μεριδίων, χορήγησε στην επιχείρηση άλλο ένα εξαρτημένο δάνειο ύψους 1,5 εκατομμυρίων DΕΜ.

    2.   Στρατηγική μάρκετινγκ

    (15)

    Η στρατηγική του μάρκετινγκ εστιάζεται στους εξής τρεις στόχους: την ανάπτυξη των προϊόντων, την πολιτική των προϊόντων και την προώθηση της διάθεσής τους. Ο γενικότερος στόχος που επιδιώκεται με τον στόχο αυτό είναι να προσανατολίζονται τα προϊόντα με κύριο γνώμονα τα κριτήρια της αγοράς.

    3.   Μέτρα περικοπής του κόστους

    (16)

    Οι περικοπές που ήταν ευκολότερο να γίνουν εφαρμόστηκαν ήδη στο πλαίσιο της προηγούμενης αναδιάρθρωσης. Η στρατηγική των μέτρων εξυγίανσης προέβλεπε ωστόσο την περαιτέρω περικοπή του κόστους, για να μειωθεί ιδίως η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και το κόστος μεταφοράς.

    (17)

    Με βάση τα στοιχεία που διαβιβάστηκαν στην Επιτροπή, απώτερος σκοπός αυτών των συνδυασμένων μέτρων ήταν να καταστεί η επιχείρηση εκ νέου βιώσιμη και να αποκατασταθεί η αποδοτικότητά της. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός θα έπρεπε ωστόσο να αυξηθεί ο κύκλος εργασιών από 6 845 000 DΕΜ το 1996, σε 7 εκατομμύρια DΕΜ το 1998 και σε 8 εκατομμύρια DΕΜ το 1999.

    (18)

    Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ αναφορικά με τα εν λόγω μέτρα υπέρ της Greußener Salamifabrik, τα οποία συνοψίζονται ως εξής:

    εγγύηση σε ποσοστό 80 % της Thüringer Aufbaubank που δόθηκε για δύο δάνεια συνολικού ύψους 1,1 εκατομμυρίου DΕΜ, το Δεκέμβριο του 1996 (ποσό της ενίσχυσης: 880 000 DΕΜ),

    μερική ενεργοποίηση της μίας εγγύησης (370 000 DΕΜ) το 1997, στο πλαίσιο των μέτρων αναδιάρθρωσης/αναδιάταξης των χρεών,

    δεύτερη εγγύηση που δόθηκε από την Thüringer Aufbaubank για το 80 % ενός τραπεζικού δανείου ύψους 2,5 εκατομμυρίων DΕΜ (ποσό της εγγύησης 2 εκατομμύρια DΕΜ), το 1997.

    (19)

    Επειδή οι εγγυήσεις χορηγήθηκαν για μια προβληματική επιχείρηση, η Επιτροπή είναι υποχρεωμένη να υποθέσει ότι το στοιχείο ενίσχυσης, κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης, ανήλθε σε 100 % του εγγυημένου ποσού και συγκεκριμένα σε 880 000 DΕΜ το 1996 και σε 2 εκατομμύρια DΕΜ το 1997. Το συνολικό ποσό ανέρχεται επομένως σε 2,88 εκατομμύρια DΕΜ.

    (20)

    Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ σχετικά με τα προαναφερόμενα μέτρα, επειδή διατηρούσε αμφιβολίες εάν το μέτρο είναι συμβιβάσιμο με την επιστολή της Επιτροπής με στοιχεία SG(89) D/4328 της 5ης Απριλίου 1989 σχετικά με τις κρατικές εγγυήσεις αλλά και με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (5). Σε ό,τι αφορά τις κατευθυντήριες γραμμές, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολία ότι η αναδιάρθρωση θα επιτρέψει να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα της επιχείρησης, ότι τηρήθηκε η βασική αρχή ότι οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης επιτρέπεται να χορηγηθούν μόνο μία φορά και ότι τηρήθηκε ο απαιτούμενος όρος της ολοσχερούς υλοποίησης του προγράμματος αναδιάρθρωσης.

    (21)

    Η ενίσχυση 1 χορηγήθηκε υπό τη μορφή κρατικών εγγυήσεων, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να συμβαδίζει με τους όρους που καθορίζονται στην επιστολή της Επιτροπής της 5ης Απριλίου 1989 προς τα κράτη μέλη με τα στοιχεία SG(89) D/4328. Όπως διακήρυσσε η Επιτροπή στην επιστολή της εκείνη, θα εγκρίνει τις ενισχύσεις μόνο όταν η ενεργοποίησή τους εξαρτάται συμβατικά από την τήρηση ιδιαίτερων όρων, στους οποίους μπορεί να συμπεριλαμβάνεται ιδίως η υποχρεωτική αναγγελία της κήρυξης σε πτώχευση της δικαιούχου επιχείρησης. Από τα στοιχεία που κοινοποιήθηκαν δεν προκύπτει ότι η ενεργοποίηση των προαναφερόμενων εγγυήσεων συνδεόταν με την τήρηση ιδιαίτερων όρων.

    (22)

    Η ενίσχυση χορηγήθηκε ακριβώς επειδή η επιχείρηση ήταν προβληματική και έπρεπε να εξυγιανθεί. Η ενίσχυση όφειλε συνεπώς να εξεταστεί υπό το πρίσμα των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων, οι οποίες ίσχυαν κατά τη χρονική στιγμή χορήγησης της εγγύησης. Για την ενίσχυση 1, η Επιτροπή δεν διέθετε καθόλου πληροφορίες οι οποίες να της επιτρέπουν να εξετάσει κατά πόσον συμβιβαζόταν με τις προαναφερόμενες κατευθυντήριες γραμμές. Για την ενίσχυση 2, είναι προφανές ότι δεν εκπληρώνονταν τρεις από τους όρους των κατευθυντηρίων γραμμών για την αναδιάρθρωση. Απ’ ό,τι φαίνεται, η ενίσχυση δεν οδήγησε σε αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης. Είναι εξάλλου προφανές ότι η επιχείρηση προσπάθησε να αποκαταστήσει την κερδοφόρο λειτουργία της επιδιώκοντας να ξεπεράσει τα προβλήματά της προσφεύγοντας σε επέκταση των δραστηριοτήτων της. Μία τέτοια επέκταση όμως θα μπορούσε να οδηγήσει σε παράνομη νόθευση του ανταγωνισμού. Τέλος, δεν ήταν σαφές εάν το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης υλοποιήθηκε στην εντέλεια.

    III.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΩΝ

    (23)

    Η Επιτροπή έλαβε τις παρατηρήσεις της Kemper Fleischwarenfabrik (Nortrup), του Bundesverband der Deutschen Fleischwarenindustrie e.V. (Bonn) καθώς και ενός τρίτου ενδιαφερόμενου, ο οποίος επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. Οι τρεις ενδιαφερόμενοι εξέφρασαν από κοινού την άποψη ότι η αύξηση του κύκλου εργασιών θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί μόνο με τη μείωση των τιμών, γεγονός που θα προκαλούσε ζημία στον κλάδο. Όπως επισήμανε ο Bundesverband der Deutschen Fleischwarenindustrie e.V., το 1 % των γερμανικών μονάδων μεταποίησης κρέατος εγκαταλείπει κάθε χρόνο την αγορά. Σε μία τέτοια αγορά στην οποία ο ανταγωνισμός είναι τόσο έντονος μπορούν να επιβιώσουν μόνο οι καλύτεροι. Το να διατηρείται μία επιχείρηση τεχνητά στη ζωή ζημιώνει τα συμφέροντα του κλάδου. Εξάλλου, η προτεινόμενη στρατηγική στα θέματα του μάρκετινγκ ακολουθείται σχεδόν από όλες τις επιχειρήσεις του κλάδου. Όπως πιστεύει ο Bundesverband, μια τέτοια στρατηγική δεν μπορεί να εφαρμοστεί με επιτυχία εάν δεν υπάρχουν σημαντικοί πόροι, ο οποίοι δεν ήταν όμως διαθέσιμοι.

    IV.   ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

    (24)

    Εκτός από το αίτημα που διαβίβασε για την παράταση της προθεσμίας διαβίβασης της απάντησής της, η Γερμανία κοινοποίησε τις παρατηρήσεις της με τις επιστολές της 22ας Ιουλίου 1999, της 28ης Ιουλίου 1999, της 6ης Αυγούστου 1999 και της 23ης Φεβρουαρίου 2000.

    (25)

    Με την πρώτη της επιστολή, η Γερμανία γνωστοποίησε ότι η επιχείρηση είχε εν μέρει εξαγοραστεί.

    (26)

    Στη δεύτερη επιστολή της, η Γερμανία εξήγγειλε ότι είχε την πρόθεση να κοινοποιήσει τη σύμβαση εγγύησης, στην οποία καθορίζονται οι όροι σύστασης της εγγύησης, υπέβαλε το πρόγραμμα αναδιάρθρωσης για την πρώτη φάση αναδιάρθρωσης και ανακοίνωσε ότι είχε την πρόθεση να διαβιβάσει τα χρηματοοικονομικά αποτελέσματα που αναμενόταν να προκύψουν μετά την εφαρμογή της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης. Τέλος, ανήγγειλε ότι θα διαβιβαστούν περαιτέρω στοιχεία σε απάντηση του ερωτήματος γιατί δεν είχαν επιτευχθεί οι στόχοι του κύκλου εργασιών μετά τη δεύτερη φάση της εξυγίανσης.

    (27)

    Όπως επίσης ανέφερε η Γερμανία στην επιστολή της από 28 Ιουλίου 1999, η επιχείρηση δεν σχεδίαζε να επεκτείνει την παραγωγική της δυναμικότητα, αλλά εξακολουθούσε να παράγει τις ίδιες περίπου ποσότητες όπως στο παρελθόν (1994/95). Τα προβλήματα της επιχείρησης οφείλονται σε εξωγενείς παράγοντες, όπως η επιδημία της πανώλης των χοίρων, η κατάρρευση της ρωσικής αγοράς και η κρίση ΣΕΒ. Τέλος, φαινόταν απίθανο η ενίσχυση να οδηγήσει σε νόθευση του ανταγωνισμού, εφόσον η δικαιούχος επιχείρηση αποτελεί ΜΜΕ, η οποία ασκεί τις δραστηριότητές της μόνο στη Θουριγγία.

    (28)

    Με την τρίτη επιστολή της από 6 Αυγούστου 1999, η Γερμανία διαβίβασε επιπροσθέτως τη σύμβαση εγγύησης και το σχέδιο εξυγίανσης που θα ίσχυαν κατά την πρώτη φάση της αναδιάρθρωσης.

    (29)

    Η Γερμανία κοινοποίησε με την επιστολή της από 23 Φεβρουαρίου 2000 την κήρυξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας επί των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης Greußener Salamifabrik GmbH και ανακοίνωσε ότι οι τράπεζες ακύρωσαν τις πιστώσεις που είχαν ανοίξει. Η επιστολή συνοδευόταν από ένα έγγραφο της κύριας τράπεζας της επιχείρησης, της Dresdner Bank, στο οποίο ή τράπεζα διαπιστώνει ότι οι ανταγωνιστές ήταν βέβαιο ότι θα στρέφονταν κατά της ενίσχυσης.

    V.   ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

    (30)

    Με τα μέτρα που θεσπίστηκαν χορηγήθηκαν ενισχύσεις σε μια επιχείρηση μεταποίησης κρέατος. Βάσει του άρθρου 40 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1254/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του βοείου κρέατος (6), αλλά και βάσει του άρθρου 21 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2759/75, της 29ης Οκτωβρίου 1975, περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα του χοιρείου κρέατος (7), για τα προϊόντα που εμπίπτουν στις διατάξεις των κανονισμών αυτών ισχύουν τα άρθρα 87, 88 και 89 της συνθήκης ΕΚ. Οι τομείς που θίγονται από το μέτρο της ενίσχυσης υπάγονται συνεπώς στις κοινοτικές ρυθμίσεις που εφαρμόζονται για τις κρατικές ενισχύσεις.

    (31)

    Σύμφωνα με το άρθρο 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ, ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών.

    (32)

    Η ενίσχυση χορηγήθηκε υπό τη μορφή κρατικών εγγυήσεων. Χάρη στις εγγυήσεις αυτές, η επιχείρηση που ευνοήθηκε απορρόφησε χρηματικά ποσά για να επιβιώσει, αντί να περιέλθει σε πτώχευση ή να προβεί σε αναδιάρθρωση.

    (33)

    Η ενίσχυση 1 χορηγήθηκε το 1996. Οι μη κοινοποιηθείσες κρατικές ενισχύσεις πρέπει να αξιολογούνται με βάση τις νομικές ρυθμίσεις οι οποίες ίσχυαν κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησής τους. Το 1996, η νομική βάση για την αξιολόγηση των κρατικών εγγυήσεων ήταν η επιστολή της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη με τα στοιχεία SG(89) D/4328 της 5ης Απριλίου 1989. Όπως διακήρυσσε η Επιτροπή στην επιστολή της αυτή, όλες οι κρατικές εγγυήσεις υπάγονταν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1. Επιπλέον, σύμφωνα με το σημείο 2.3 των κατευθυντηρίων γραμμών για την αξιολόγηση των κρατικών ενισχύσεων που χορηγούνται για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (κατευθυντήριες γραμμές του 1994), στις περιπτώσεις που ένα κράτος εγγυάται τη χορήγηση των πιστώσεων σε μια προβληματική επιχείρηση εικάζεται ότι οι μεταβιβαζόμενοι χρηματικοί πόροι εμπεριέχουν κρατικές ενισχύσεις. Όπως εκτέθηκε στο σημείο 7, η δικαιούχος επιχείρηση αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες κατά τη χρονική στιγμή που χορηγήθηκε η ενίσχυση 1. Όπως καθορίζεται στο σημείο 2.1 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, η πτώση της βιωσιμότητας, η μείωση του κύκλου εργασιών και ο περιορισμός των χρηματοοικονομικών ροών ανήκουν στα κλασικά συμπτώματα που φανερώνουν ότι κάποια επιχείρηση αντιμετωπίζει δυσχέρειες.

    (34)

    Η ενίσχυση 2 κοινοποιήθηκε το 1997. Οι κοινοποιούμενες κρατικές ενισχύσεις οφείλουν να κρίνονται βάσει των νομικών διατάξεων οι οποίες ίσχυαν κατά τη χρονική στιγμή της αξιολόγησής τους. Στο σημείο 4 της ανακοίνωσης της Επιτροπής, για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (8), κατονομάζονται οι τέσσερις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι μεμονωμένες κρατικές εγγυήσεις δεν συνιστούν ενίσχυση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ. Εφόσον η Γερμανία αποσαφήνισε ότι η δανειζόμενη επιχείρηση, η Greußener Salamifabrik GmbH, κατά τη χρονική στιγμή που χορηγήθηκε η δεύτερη εγγύηση έπρεπε να θεωρηθεί ότι συγκαταλέγεται στις προβληματικές επιχειρήσεις (βλέπε αιτιολογική σκέψη 9), ήδη δεν πληρούται η πρώτη από τις τέσσερις προαναφερθείσες προϋποθέσεις.

    (35)

    Το μέτρο συνιστά επομένως ενίσχυση που χορηγήθηκε με κρατικούς πόρους (μέσω της Thüringer Aufbaubank).

    (36)

    Εφόσον οι εγγυήσεις είχαν συσταθεί για μια προβληματική επιχείρηση, η Επιτροπή αποδέχεται ότι το στοιχείο ενίσχυσης ανέρχεται σε ποσοστό 100 % του εγγυημένου ποσού ύψους 880 000 DΕΜ για την πρώτη εγγύηση και 2 εκατομμυρίων DΕΜ για τη δεύτερη εγγύηση, δηλαδή ισοδυναμεί με συνολικό ποσό 2,88 εκατομμυρίων DΕΜ.

    (37)

    Η ενίσχυση οδηγεί στην ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων, εν προκειμένω μίας και μοναδικής επιχείρησης, της Greußener Salamifabrik GmbH.

    (38)

    Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης μιας επιχείρησης η οποία επέρχεται συνεπεία της χορήγησης κρατικής ενίσχυσης στοιχειοθετεί εν γένει τη νόθευση του ανταγωνισμού έναντι των ανταγωνιστικών επιχειρήσεων που δεν λαμβάνουν καμία ανάλογη υποστήριξη (9). Ούτε η σχετικά περιορισμένη έκταση της ενίσχυσης, αλλά ούτε και το σχετικά περιορισμένο μέγεθος της ευνοούμενης επιχείρησης, αποκλείουν εκ των προτέρων το ενδεχόμενο του επηρεασμού των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών (10).

    (39)

    Ένα μέτρο επηρεάζει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών όταν δυσχεραίνει τις εισαγωγές από άλλα κράτη μέλη ή διευκολύνει τις εξαγωγές προς άλλα κράτη μέλη. Καθοριστική σημασία στο σημείο αυτό έχει το γεγονός ότι οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές εξελίσσονται διαφορετικά ή ότι διαγράφεται ο κίνδυνος να εξελιχθούν διαφορετικά λόγω του επίμαχου μέτρου.

    (40)

    Τα προϊόντα που τυγχάνουν ευνοϊκής μεταχειρίσεως από το καθεστώς των ενισχύσεων αποτελούν αντικείμενο των συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών (11), με αποτέλεσμα να είναι εκτεθειμένα στον ανταγωνισμό. Υπάρχει συνεπώς ο κίνδυνος να έχουν ήδη εξελιχθεί διαφορετικά, εξαιτίας του επίμαχου μέτρου, οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές.

    (41)

    Το εξεταζόμενο μέτρο συνιστά επομένως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

    (42)

    Η απαγόρευση χορήγησης κρατικών ενισχύσεων του άρθρου 87 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ συνοδεύεται από τις περιπτώσεις των εξαιρέσεων που θεσπίζονται στις παραγράφους 2 και 3.

    (43)

    Εξαιτίας της φύσης του μέτρου της ενίσχυσης και του επιδιωκόμενου σκοπού του δεν πληρούνται οι όροι που καθορίζονται για την εφαρμογή των εξαιρέσεων, βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ. Αλλά ούτε και η Γερμανία επικαλέστηκε την εφαρμογή του άρθρου 87 παράγραφος 2.

    (44)

    Στο άρθρο 87 παράγραφος 3 της συνθήκης ΕΚ κατονομάζονται οι ενισχύσεις, οι οποίες μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά. Το εάν είναι συμβιβάσιμες με τη Συνθήκη πρέπει να εξετάζεται και από την κοινοτική σκοπιά και όχι μόνο από τη σκοπιά του μεμονωμένου κράτους μέλους. Για να κατοχυρωθεί η εύρυθμη λειτουργία της κοινής αγοράς, πρέπει να γίνεται στενή ερμηνεία των εξαιρέσεων που καθορίζονται στο άρθρο 87 παράγραφος 3.

    (45)

    Σε ό,τι αφορά το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ πρέπει να επισημανθεί ότι η επιχείρηση που έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης έχει την έδρα της σε μια περιοχή η οικονομική κατάσταση της οποίας μπορεί να θεωρηθεί εξαιρετικά δυσμενής, συγκρινόμενη με το επίπεδο που επικρατεί στην Κοινότητα, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (12) (το κατά κεφαλή ΑΕΠ —με βάση την αγοραστική δύναμη— είναι κάτω από το 75 % του κοινοτικού μέσου όρου). Με βάση τις προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα [και σύμφωνα με ένα παλαιότερο κείμενο των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών (13)], οι διατάξεις που ισχύουν για τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στις περιφέρειες βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ δεν εφαρμόζονται στον τομέα της γεωργίας. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ για να δικαιολογηθεί η χορήγηση ενίσχυσης για την παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία προϊόντων του παραρτήματος Ι.

    (46)

    Όσον αφορά το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο β) της συνθήκης ΕΚ, πρέπει να σημειωθεί ότι το εξεταζόμενο μέτρο δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει την προώθηση σημαντικών σχεδίων κοινού ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος ούτε την άρση σοβαρής διαταραχής της οικονομίας της Γερμανίας.

    (47)

    Εξάλλου, το μέτρο ούτε προορίζεται, αλλά ούτε και προσιδιάζει για την επίτευξη των στόχων του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο δ) της συνθήκης ΕΚ.

    (48)

    Βάσει του άρθρου 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ, η Επιτροπή μπορεί να κρίνει ότι οι ενισχύσεις που προορίζονται για την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών είναι συμβιβάσιμες με την κοινή αγορά, εφόσον διευκολύνουν την προώθηση της ανάπτυξης ορισμένων οικονομικών δραστηριοτήτων ή οικονομικών περιοχών και δεν αλλοιώνουν τους όρους των συναλλαγών κατά τρόπο που αντίκειται προς το κοινό συμφέρον.

    (49)

    Η Επιτροπή μπορεί να κρίνει εάν οι ενισχύσεις που χορηγούνται σε προβληματικές επιχειρήσεις είναι συμβιβάσιμες με το άρθρο 87 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της συνθήκης ΕΚ με βάση τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (14) του 2004 (κατευθυντήριες γραμμές του 2004). Σύμφωνα με τα σημεία 103 και 104 των προαναφερόμενων κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή εξετάζει όμως τις ενισχύσεις που κοινοποιήθηκαν πριν από τις 10 Οκτωβρίου 2004, καθώς και τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε πλήρες ύψος για τους σκοπούς της διάσωσης και αναδιάρθρωσης πριν από τη δημοσίευση των κατευθυντηρίων γραμμών του 2004 και οι οποίες δεν είχαν κοινοποιηθεί με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές που ίσχυαν κατά τη χρονική στιγμή της κοινοποίησης ή κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης των ενισχύσεων. Η ενίσχυση 1 χορηγήθηκε το 1996. Η ενίσχυση 2 κοινοποιήθηκε τον Νοέμβριο του 1997. Την εποχή εκείνη ίσχυαν οι κατευθυντήριες γραμμές του 1994. Όπως προβλέπεται στο σημείο 2.2 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών στο γεωργικό τομέα, η εφαρμογή των ειδικών κανόνων της Επιτροπής για τις ενισχύσεις διάσωσης και αναδιάρθρωσης σε μεμονωμένους αποδέκτες είναι στη διακριτική ευχέρεια του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, ως εναλλακτική λύση στις παρούσες κατευθυντήριες γραμμές. Η Γερμανία δεν ζήτησε την εφαρμογή της δυνατότητας αυτής. Συνεπώς, το μέτρο αξιολογείται με βάση τις ρυθμίσεις των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994.

    (50)

    Η ενίσχυση 1 αφορά την κρατική εγγύηση για το 80 % των δανείων συνολικής αξίας 1,1 εκατομμυρίου DΕΜ. Η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ για τους εξής λόγους:

    δεν ήταν βέβαιο εάν η εγγύηση ήταν σύμφωνη με τους ιδιαίτερους όρους των κρατικών εγγυήσεων,

    δεν υπήρχε κανένα σχέδιο αναδιάρθρωσης (στρατηγική εξυγίανσης) από το οποίο να προκύπτει ότι η ενίσχυση συμβιβάζεται με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων.

    (51)

    Η Γερμανία διαβίβασε σχετικό αντίγραφο της σύμβασης παροχής εγγύησης. Σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης, η προβολή αξιώσεων βάσει της εγγύησης επιτρέπεται μόνο εάν η ευνοούμενη επιχείρηση αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες (διαδικασία πτώχευσης κ.λπ.) και εάν το δάνειο για το οποίο δόθηκε η εγγύηση δεν είναι δυνατόν να εξοφληθεί με την πώληση άλλων περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης. Επομένως πληρούται ο όρος που αναφέρεται στην επιστολή της Επιτροπής προς τα κράτη μέλη με τα στοιχεία SG(89) D/4328 της 5ης Απριλίου 1989 (15). Η εγγύηση ήταν συνεπώς συμβιβάσιμη με τις ιδιαίτερες προϋποθέσεις που ισχύουν για τις κρατικές εγγυήσεις.

    (52)

    Εφόσον όμως η επιχείρηση που έτυχε ευνοϊκής μεταχείρισης, η Greußener Salamifabrik GmbH, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελούσε προβληματική επιχείρηση κατά τη χρονική στιγμή που της χορηγήθηκε η εγγύηση, η ενίσχυση θα πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των κοινοτικών διατάξεων που ίσχυαν κατά τη χρονική στιγμή της χορήγησης της εγγύησης για την αξιολόγηση των κρατικών ενισχύσεων που προορίζονται για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 49). Η εγγύηση χορηγήθηκε στο πλαίσιο των μέτρων για την εξυγίανση της ευνοηθείσας επιχείρησης.

    (53)

    Η Γερμανία διαβίβασε, στις 9 Σεπτεμβρίου 1996, την έκθεση που είχε καταρτισθεί από την εταιρεία Dr. Zimmermann & Partner. Σύμφωνα με τις πληροφορίες της Γερμανίας, η έκθεση αυτή αποτελούσε το σχέδιο εξυγίανσης που είχε υποβληθεί τη χρονική στιγμή που χορηγήθηκε η αρχική κρατική ενίσχυση. Η έκθεση δεν είναι όμως το κατάλληλο μέσο να αποτελέσει το σχέδιο εξυγίανσης για δύο λόγους: το καθεστώς της δεν είναι σαφές, ενώ στην έκθεση δεν γίνεται καν λόγος για αναδιάρθρωση.

    (54)

    Η έκθεση φαίνεται πολύ περισσότερο να αποτελεί την εξαντλητική περιγραφή της επιχείρησης, με την εικόνα που παρουσίαζε στις 9 Σεπτεμβρίου 1996. Σύμφωνα με την έκθεση, οι δυσχέρειες της επιχείρησης οφείλονται στην κρίση της ΣΕΒ και στην απώλεια των εξαγωγικών αγορών στην Ανατολική Ευρώπη. Στην έκθεση υπάρχουν ωστόσο αριθμοί που έχουν τροποποιηθεί με το χέρι —κατά πάσα πιθανότητα σε κάποια μεταγενέστερη χρονική στιγμή. Το καθεστώς των διορθώσεων αυτών δεν είναι σαφές. Εξάλλου, εξακολουθεί να μην είναι σαφές εάν το πρόγραμμα έγινε αποδεκτό από τους ιδιοκτήτες της επιχείρησης.

    (55)

    Η έκθεση δίνει πληροφορίες σχετικά με την υποδομή του κόστους και τις ανάγκες σε κεφάλαια της επιχείρησης, το Σεπτέμβριο του 1996. Εάν εξαιρέσουμε την περιγραφή της ενίσχυσης των υφιστάμενων διευθυντικών οργάνων, δεν είναι σαφής ο τρόπος με τον οποίο επρόκειτο να γίνει η αναδιάρθρωση της επιχείρησης. Εάν σκοπός της έκθεσης, κατά τη χρονική στιγμή της σύνταξής της, ήταν να θεωρηθεί σχέδιο αναδιάρθρωσης, πράγμα που δεν είναι σαφές, θα μπορούσε να εκληφθεί ότι η επιχείρηση θα μπορούσε να ξεπεράσει τις δυσχέρειές της μέσα από την επέκταση των δραστηριοτήτων της και χωρίς να προσφύγει σε κανένα μέτρο αναδιάρθρωσης.

    (56)

    Βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, μια ενίσχυση μπορεί να θεωρείται ότι συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, όταν πληροί τους ακόλουθους όρους:

    α)

    η ενίσχυση πρέπει να οδηγεί στην αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης·

    β)

    πρέπει να επιτυγχάνεται η πρόληψη της αθέμιτης στρέβλωσης του ανταγωνισμού·

    γ)

    το ποσό της ενίσχυσης πρέπει να είναι ανάλογο με τις δαπάνες και τα οφέλη της αναδιάρθρωσης· και

    δ)

    η εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης ελέγχεται με βάση τις εκθέσεις που υποβάλλονται ετησίως.

    (57)

    Με βάση τα στοιχεία της έκθεσης της εταιρείας Dr. Zimmermann & Partner, ο κύκλος εργασιών της επιχείρησης που ευνοήθηκε σημείωσε σταθερή πτώση από το 1994 και μετά. Παρ’ όλα αυτά, όπως αναφέρεται στην έκθεση, ο κύκλος εργασιών θα αυξανόταν και πάλι κατά το επόμενο έτος. Πάντως, δεν δίνεται στην έκθεση καμία εξήγηση γι’ αυτή την αναμενόμενη εξέλιξη, παρά το γεγονός ότι η αποκατάσταση της βιωσιμότητας εξαρτάται από αυτή τη μεταβολή στάσης. Όπως προβλέπεται στο σημείο 3.2.2i) των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, «η βελτίωση της βιωσιμότητας πρέπει να αποτελεί κυρίως απόρροια των εσωτερικών μέτρων που περιλαμβάνονται στο σχέδιο αναδιάρθρωσης και μπορεί μόνο να βασίζεται σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως η αύξηση των τιμών και της ζήτησης, εφόσον οι υποθέσεις της για την αγορά τυγχάνουν γενικής αποδοχής». Εφόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η Επιτροπή δεν είναι της γνώμης ότι η παρεχόμενη με τη μορφή της εγγύησης ενίσχυση οδηγεί σε αποκατάσταση της βιωσιμότητας.

    (58)

    Η βιωσιμότητα οφείλει να αποκατασταθεί με την αύξηση του κύκλου εργασιών. Μολονότι είναι προφανές ότι η αύξηση του κύκλου εργασιών θα μπορούσε να επιτευχθεί με την υφιστάμενη παραγωγική δυναμικότητα, ο μόνος τρόπος για να αποκατασταθεί εκ νέου η βιωσιμότητα θα ήταν να χάσουν οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις μερίδια στην αγορά (σε περίπτωση όμως που η αγορά είναι σταθερή, όπως διαπιστώνεται στην έκθεση «αναδιάρθρωσης», η ζήτηση θα σημείωνε πτώση). Για το λόγο αυτό και η Επιτροπή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η ενίσχυση δεν είναι σε θέση να οδηγήσει σε πρόληψη της αθέμιτης νόθευσης του ανταγωνισμού, εφόσον η αποκατάσταση της βιωσιμότητας θα είχε ως αποτέλεσμα να ζημιωθούν οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.

    (59)

    Είναι δύσκολο να διαπιστωθεί εάν πληρούται ο απαιτούμενος όρος να είναι οι ενισχύσεις ανάλογες με τις δαπάνες και τα οφέλη της αναδιάρθρωσης. Από τις επιχειρήσεις που ευνοούνται από τις ενισχύσεις αναμένεται κατά κανόνα να συμβάλλουν σε ουσιαστικό βαθμό στην αναδιάρθρωση, συνεισφέροντας από δικούς τους πόρους ή από εξωτερικές εμπορικές πηγές χρηματοδότησης. Σύμφωνα με την έκθεση της εταιρείας Dr. Zimmermann & Partner, ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης έπρεπε να προσφέρει νέα κεφάλαια, χωρίς ωστόσο να είναι σαφές εάν αυτό πράγματι συνέβη. Η Επιτροπή δεν είναι ως εκ τούτου σε θέση να διαπιστώσει οριστικά εάν η ενίσχυση συμβιβάζεται, στο σημείο αυτό, με τις προαναφερόμενες κατευθυντήριες γραμμές του 1994.

    (60)

    Τέλος, παραμένει ασαφές με ποιο τρόπο οφείλει να γίνει ο έλεγχος της «αναδιάρθρωσης». Συνεπώς, δεν πληρούται ούτε αυτός ο όρος που περιλαμβάνεται στις κατευθυντήριες γραμμές.

    (61)

    Η επιχείρηση Greußener Salamifabrik GmbH πληροί τα κριτήρια για την υπαγωγή της στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜΜΕ). Όπως αναφέρεται στο σημείο 3.2.4 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, η Επιτροπή δεν εφαρμόζει για τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης που χορηγούνται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις τα ίδια αυστηρά κριτήρια που ισχύουν για τις ενισχύσεις αναδιάρθρωσης που χορηγούνται στις μεγάλες εταιρείες, επειδή οι ενισχύσεις αυτές τείνουν κατά κανόνα να επηρεάζουν τους όρους των εμπορικών συναλλαγών λιγότερο απ’ ό,τι οι ενισχύσεις που προορίζονται για τις μεγάλες εταιρείες. Αυτή η ανεκτικότερη στάση κατά την αξιολόγηση των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης που προορίζονται για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις αφορά ωστόσο ιδίως την υποχρέωση μείωσης της παραγωγικής δυναμικότητας σε οικονομικούς κλάδους με διαρθρωτικό πλεονάζον παραγωγικό δυναμικό, καθώς και την υποχρέωση υποβολής εκθέσεων. Ανεξάρτητα από την ανεκτικότερη στάση που εφαρμόζεται για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, έχει ήδη διαπιστωθεί ότι η ενίσχυση δεν οδηγεί σε αποκατάσταση της βιωσιμότητας της ευνοούμενης επιχείρησης (βλέπε αιτιολογική σκέψη 57) και ότι νοθεύει κατά τρόπο αθέμιτο τον ανταγωνισμό.

    (62)

    Για τους λόγους που αναπτύχθηκαν προηγουμένως, η Επιτροπή θεωρεί ότι η πρώτη ενίσχυση που χορηγήθηκε στην επιχείρηση Greußener Salamifabrik GmbH υπό τη μορφή των κρατικών εγγυήσεων για συνολικό ποσό που έφθανε κατ’ ανώτατο όριο τα 880 000 DΕΜ δεν είναι συμβιβάσιμη με τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ. Εφόσον η ενίσχυση χορηγήθηκε παράνομα και δεν είναι συμβιβάσιμη με τη Συνθήκη, πρέπει να επιδιωχθεί η ανάκτησή της.

    (63)

    Η δεύτερη ενίσχυση αφορά τη μερική ενεργοποίηση και καταβολή ποσού 370 000 DΕΜ στην Sparkasse Erfurt στο πλαίσιο της πρώτης εγγύησης αναδιάταξης/αναδιάρθρωσης του 1997 καθώς και την κρατική εγγύηση του 80 % για ένα δάνειο συνολικού ύψους 2,5 εκατομμυρίων DΕΜ το οποίο χορηγήθηκε από την Dresdner Bank το 1997.

    (64)

    Εφόσον η πρώτη κρατική εγγύηση, όπως αναφέρεται στο σημείο 62, συνιστά ενίσχυση που χορηγήθηκε παράνομα στην επιχείρηση Greußener Salamifabrik GmbH και η οποία δεν είναι συμβιβάσιμη με τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ, οι διαπιστώσεις αυτές ισχύουν και για τη μερική ενεργοποίηση της πρώτης εγγύησης, στο πλαίσιο του δεύτερου σχεδίου αναδιάρθρωσης.

    (65)

    Η κρατική εγγύηση του 80 % για ένα δάνειο συνολικού ύψους 2,5 εκατομμυρίων DΕΜ πρέπει να αξιολογηθεί βάσει των διατάξεων που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές εγγυήσεις με τη μορφή εγγυήσεων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 34). Όπως προκύπτει από τους γενικούς όρους για τις εγγυήσεις που εφαρμόζονται από την Thüringer Aufbaubank, η εγγύηση επιτρέπεται να ενεργοποιηθεί μόνο τότε, όταν η ευνοούμενη επιχείρηση αντιμετωπίζει οικονομικές δυσχέρειες (πτωχευτική διαδικασία) και όταν το εγγυημένο δάνειο δεν είναι δυνατόν να εξοφληθεί με την πώληση άλλων περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης (βλέπε επίσης αιτιολογική σκέψη 51). Κατά συνέπεια πληρούνται οι ιδιαίτεροι όροι που αναφέρονται στο σημείο 5.3 της προαναφερθείσας ανακοίνωσης της Επιτροπής.

    (66)

    Σύμφωνα με το σημείο 2.1 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, στα τυπικά συμπτώματα που εμφανίζει μια προβληματική επιχείρηση περιλαμβάνονται η μειούμενη αποδοτικότητα, το αυξανόμενο μέγεθος των ζημιών, ο φθίνων κύκλος εργασιών, η μεγέθυνση των αποθεμάτων, η πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα, η μείωση των εσόδων, η κλιμάκωση των χρεών, η άνοδος των επιβαρύνσεων τόκου και η χαμηλή καθαρή αξία του ενεργητικού.

    (67)

    Καθώς η Γερμανία είχε αποσαφηνίσει ότι η επιχείρηση διέτρεχε ανά πάσα στιγμή τον κίνδυνο να κηρυχθεί σε κατάσταση αφερεγγυότητας, διαπιστώθηκε ότι η Greußener Salamifabrik GmbH αποτελούσε προβληματική επιχείρηση κατά τη χρονική στιγμή που χορηγήθηκε η εγγύηση (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 9 και 34). Για το λόγο αυτό, η ενίσχυση πρέπει να εξεταστεί με κριτήριο τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Όπως αναφέρθηκε στην αιτιολογική σκέψη 49, εν προκειμένω εφαρμόζονται οι κατευθυντήριες γραμμές του 1994. Η Επιτροπή κίνησε εξαιτίας της ενίσχυσης αυτής τη διαδικασία του άρθρου 88 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ, ακριβώς επειδή αμφέβαλε εάν πληρούνται οι εξής προϋποθέσεις που περιλαμβάνονται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1994:

    α)

    οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης επιτρέπεται να χορηγηθούν μόνο μία φορά·

    β)

    σκοπός της ενίσχυσης πρέπει να είναι να αποκατασταθεί η βιωσιμότητα της επιχείρησης·

    γ)

    η ενίσχυση δεν επιτρέπεται να έχει ως αποτέλεσμα την αθέμιτη νόθευση του ανταγωνισμού, και

    δ)

    η εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης πρέπει να ελέγχεται με βάση τις υποβαλλόμενες ετήσιες εκθέσεις.

    (68)

    Σύμφωνα με το σημείο 3.2.2 i) των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης θα πρέπει, υπό κανονικές συνθήκες, να χορηγούνται μόνο μία φορά. Η Γερμανία δεν τοποθετήθηκε επί του σημείου αυτού.

    (69)

    Το γεγονός ότι χορηγήθηκε άλλη μία ενίσχυση στο πλαίσιο της δεύτερης φάσης της αναδιάρθρωσης παραβιάζει τη βασική αρχή, σύμφωνα με την οποία οι ενισχύσεις αναδιάρθρωσης πρέπει να χορηγούνται μόνο μία φορά.

    (70)

    Η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες κατά πόσο το σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο υποβλήθηκε για να δικαιολογηθεί η δεύτερη ενίσχυση αναδιάρθρωσης (με τη μορφή της δεύτερης εγγύησης) είναι σε θέση να οδηγήσει σε αποκατάσταση της βιωσιμότητας της επιχείρησης. Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός θα χρειαζόταν να αυξηθεί σημαντικά ο κύκλος εργασιών. Μια τέτοια πορεία εξέλιξης φαίνεται ωστόσο απίθανη, πολύ περισσότερο μάλιστα καθώς οι αρχικές προβλέψεις οι οποίες είχαν γίνει ήδη τη χρονική στιγμή της κίνησης της διαδικασίας αποδείχθηκε ότι ήταν υπερβολικά αισιόδοξες. Η Γερμανία δεν κοινοποίησε καμιά αιτιολογία ή δήλωση αναφορικά με τις γνωστοποιηθείσες προβλέψεις για τον κύκλο εργασιών. Η Επιτροπή εξακολουθεί ως εκ τούτου να διατηρεί τις αμφιβολίες της εάν πληρούται ο προαπαιτούμενος όρος ότι με το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα πρέπει να παρέχεται η δυνατότητα να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της επιχείρησης.

    (71)

    Σε ό,τι αφορά το κριτήριο ότι θα πρέπει να αποφεύγεται η αθέμιτη νόθευση του ανταγωνισμού, η Γερμανία επικαλέστηκε δύο επιχειρήματα. Πρώτον, ισχυρίστηκε ότι η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είναι υπερβολικά μικρή για να είναι σε θέση να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ή να επηρεάσει τις ενδοκοινοτικές συναλλαγές. Δεύτερον, ότι η επιχείρηση δεν πρόκειται να επεκτείνει την παραγωγική της δυναμικότητα, αλλά θα εκμεταλλευθεί απλώς καλύτερα την υπάρχουσα.

    (72)

    Το πρώτο επιχείρημα καταρρίπτεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 38). Αναφορικά με το δεύτερο επιχείρημα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή αξιώνει, σύμφωνα με το σημείο 3.2.2 ii) των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994, τη μείωση της παραγωγικής δυναμικότητας μόνο στις περιπτώσεις που υπάρχει διαρθρωτική πλεονάζουσα δυναμικότητα στο εσωτερικό της Κοινότητας. Όπως διαπίστωσε η Επιτροπή, κατά τη χρονική στιγμή της κίνησης της διαδικασίας, δεν υφίσταται καμία πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα στον εξεταζόμενο τομέα. Η Επιτροπή αναρωτήθηκε ωστόσο πώς θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί ότι το μέτρο αυτό εξυπηρετεί το γενικό συμφέρον, εφόσον στόχος του είναι να αυξηθεί η παραγωγή και εφόσον οι αυξήσεις της παραγωγής οδηγούν αυτομάτως στη μείωση των μεριδίων που ελέγχουν οι ανταγωνιστικές επιχειρήσεις στην αγορά.

    (73)

    Η Γερμανία δεν εξήγησε ουδόλως με ποιον τρόπο θα μπορούσε να απορροφηθεί η αυξημένη παραγωγή από την αγορά, χωρίς να έχει ζημιογόνα αποτελέσματα για τις ανταγωνιστικές επιχειρήσεις. Η Γερμανία δεν χορήγησε εξάλλου κανένα στοιχείο σχετικά με τη σχέση που υφίσταται ανάμεσα στο όφελος για την ενδιαφερόμενη επιχείρηση και το κόστος για τον τομέα στο σύνολό του. Η Επιτροπή δεν είναι ως εκ τούτου σε θέση να κρίνει εάν μέσω της ενίσχυσης αποφεύγεται η αθέμιτη νόθευση του ανταγωνισμού.

    (74)

    Η Γερμανία δεν διαβίβασε κανένα στοιχείο σχετικά με την παρακολούθηση της εφαρμογής του σχεδίου αναδιάρθρωσης.

    (75)

    Στις 8 Ιανουαρίου 1997, η εταιρεία Ergewa GmbH εξαγόρασε το 75 % των εταιρικών μεριδίων της δικαιούχου επιχείρησης. Δεν είναι σαφές εάν η Ergewa μπορεί να υπαχθεί στις ΜΜΕ, με την έννοια που δίνεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 1994, με αποτέλεσμα να τροποποιείται με τον τρόπο αυτό το καθεστώς της Greußener Salamifabrik GmbH, της οποίας η Ergewa ελέγχει ποσοστό μεγαλύτερο από το 25 % των εταιρικών μεριδίων. Έστω και εάν τηρηθεί ανεκτικότερη στάση στο θέμα της αξιολόγησης των ενισχύσεων που προορίζονται για την αναδιάρθρωση μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ) (σημείο 3.2.4 των κατευθυντηρίων γραμμών του 1994), θα πρέπει παρόλα αυτά να συναχθεί υποχρεωτικά το συμπέρασμα ότι, όπως αναπτύχθηκε εκτενώς στην αιτιολογική σκέψη 72, δεν υφίσταται καμία πλεονάζουσα παραγωγική δυναμικότητα στον τομέα και ότι δεν μπόρεσε να γίνει η αξιολόγηση των απαιτούμενων όρων ελέγχου επειδή οι πληροφορίες ήσαν ανεπαρκείς. Το γεγονός ότι το 1997 η δικαιούχος επιχείρηση θα μπορούσε κατά πάσα πιθανότητα να υπαχθεί ακόμη στην κατηγορία των ΜΜΕ δεν αλλάζει συνεπώς σε τίποτα την αξιολόγηση της εξεταζόμενης ενίσχυσης.

    (76)

    Για τους λόγους που αναπτύχθηκαν προηγουμένως, η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η δεύτερη ενίσχυση που χορηγήθηκε στην Greußener Salamifabrik GmbH με τη μορφή κρατικής εγγύησης για ποσό μέχρι 2 εκατομμυρίων DΕΜ δεν είναι συμβιβάσιμη με τα άρθρα 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που κοινοποίησε η Γερμανία με την επιστολή της από 4 Φεβρουαρίου 1999 και εκ νέου με την επιστολή της από 18 Μαΐου 2005, η εγγύηση είχε χορηγηθεί μόνο υπό τον όρο ότι θα δοθεί η έγκριση της Επιτροπής. Εφόσον δεν έχει πραγματοποιηθεί καμία πληρωμή στο πλαίσιο της εν λόγω εγγύησης, είναι άσκοπη η επιστροφή της εν λόγω ενίσχυσης η οποία δεν συμβιβάζεται με τη Συνθήκη.

    VI.   ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (77)

    Όπως διαπιστώνει η Επιτροπή, η κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε με τη μορφή κρατικών εγγυήσεων ύψους 880 000 DΕΜ (ενίσχυση 1) και 2 εκατομμυρίων DΕΜ (ενίσχυση 2), η οποία δηλαδή συνολικά ανερχόταν στο ποσό των 2,88 εκατομμυρίων DΕΜ προς κάλυψη δανείων αξίας 1,1 εκατομμυρίων DΕΜ και 2,5 εκατομμυρίων DΕΜ, δηλαδή για συνολικό ποσό 3,6 εκατομμυρίων DΕΜ, δεν ήταν συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

    (78)

    Οι ενισχύσεις που χορηγούνται παράνομα και οι οποίες δεν είναι συμβιβάσιμες με τη Συνθήκη πρέπει να επιστρέφονται. Όπως διαπιστώνει η Επιτροπή, την 1η Οκτωβρίου 1999 κινήθηκε η διαδικασία της κήρυξης της αφερεγγυότητας επί των περιουσιακών στοιχείων της Greußener Salamifabrik GmbH. Καθώς η Επιτροπή δεν έχει λάβει γνώση εάν σταμάτησε να υπάρχει η επιχείρηση λόγω της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εξακολουθεί να ενδείκνυται η επιστροφή της ενίσχυσης.

    (79)

    Η Επιτροπή εφιστά την προσοχή της Γερμανίας στο γεγονός ότι βάσει των σημείων 6.4 και 6.5 της ανακοίνωσης της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων, το ερώτημα εάν ο παράνομος χαρακτήρας της ενίσχυσης θίγει τη νομική σχέση μεταξύ του κράτους και του τρίτου ενδιαφερόμενου οφείλει να εξετάζεται βάσει των ρυθμίσεων του εσωτερικού δικαίου. Τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται υπό ορισμένες περιστάσεις να εξετάζουν εάν οι νομικές ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου εναντιώνονται στην τήρηση των συμβάσεων εγγύησης· κατά την εξέταση του ζητήματος αυτού πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους την παραβίαση του κοινοτικού δικαίου,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Η ενίσχυση που χορήγησε η Γερμανία στην επιχείρηση Greußener Salamifabrik GmbH με τη μορφή της εγγύησης ύψους 880 000 DΕΜ δεν είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

    Άρθρο 2

    1.   Η Γερμανία λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσει από τον δικαιούχο τα ποσά τα οποία καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της εγγύησης που αναφέρεται στο άρθρο 1.

    2.   Η ανάκτηση διενεργείται πάραυτα και βάσει των οικείων διατάξεων του εθνικού δικαίου, εφόσον αυτές επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Οι προς ανάκτηση ενισχύσεις περιλαμβάνουν και τους τόκους από την ημερομηνία που η παράνομη ενίσχυση τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησής της. Ο υπολογισμός των τόκων γίνεται με βάση το επιτόκιο αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδυνάμου επιδότησης των περιφερειακών ενισχύσεων.

    Άρθρο 3

    Η ενίσχυση που σχεδιάζει να χορηγήσει η Γερμανία στην επιχείρηση Greußener Salamifabrik GmbH με τη μορφή της εγγύησης ύψους 2 εκατομμυρίων DΕΜ, δεν είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά.

    Για το λόγο αυτό δεν επιτρέπεται η χορήγηση της ενίσχυσης αυτής.

    Άρθρο 4

    Η Γερμανία ανακοινώνει στην Επιτροπή εντός δύο μηνών από τη στιγμή της κοινοποίησης της παρούσας απόφασης τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με την απόφαση αυτή.

    Άρθρο 5

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.

    Βρυξέλλες, 20 Ιουλίου 2005.

    Για την Επιτροπή

    Mariann FISCHER BOEL

    Μέλος της Επιτροπής


    (1)  ΕΕ C 238 της 21.8.1999, σ. 15.

    (2)  Βλέπε υποσημείωση 1.

    (3)  ΕΕ L 83 της 27.3.1999, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από την πράξη προσχώρησης του 2003.

    (4)  Βλέπε υποσημείωση 1.

    (5)  ΕΕ C 368 της 23.12.1994, σ. 12 και ΕΕ C 283 της 19.9.1997, σ. 2.

    (6)  ΕΕ L 160 της 26.6.1999, σ. 21· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1899/2004 της Επιτροπής (ΕΕ L 328 της 30.10.2004, σ. 67).

    (7)  ΕΕ L 282 της 1.11.1975, σ. 1· κανονισμός όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την πράξη προσχώρησης του 2003.

    (8)  ΕΕ C 71 της 11.3.2000, σ. 14.

    (9)  Απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Σεπτεμβρίου 1980 στην υπόθεση C-730/79, Philip Morris Holland BV κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1980, σ. 2671, σημεία 11 και 12.

    (10)  Αποφάση του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 1990 στην υπόθεση C-142/87, Βασίλειο του Βελγίου κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1990, σ. I-959, σημείο 43, και απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1994, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-278/92, C-279/92 και C-280/92, Βασίλειο της Ισπανίας κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Συλλογή 1994, σ. I-4103, σημεία 40 έως 42.

    (11)  Οι ενδοκοινοτικές συναλλαγές είναι ιδιαίτερα έντονες στον τομέα του κρέατος. Περίπου 8 εκατομμύρια τόνοι κρέατος (βάρος σφαγίου) αποτέλεσαν το 1996 αντικείμενο συναλλαγών, στο εσωτερικό της ΕΕ. Ο όγκος αυτός αντιπροσωπεύει το 23 % περίπου της συνολικής παραγωγής κρέατος κατά το 1996 (πηγή: Eurostat).

    (12)  ΕΕ C 74 της 10.3.1998, σ. 9.

    (13)  ΕΕ C 31 της 3.2.1979, σ. 9.

    (14)  ΕΕ C 244 της 1.10.2004, σ. 2.

    (15)  Την επιστολή αυτή αντικατέστησε η ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της συνθήκης ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ C 71 της 11.3.2000, σ. 14).


    Top