Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32003D0707

    2003/707/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 21ης Μαΐου 2003, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/C-1/37.451, 37.578, 37.579 — Deutsche Telekom AG) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 1536]

    ΕΕ L 263 της 14.10.2003, p. 9–41 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2003/707/oj

    32003D0707

    2003/707/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 21ης Μαΐου 2003, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ (Υπόθεση COMP/C-1/37.451, 37.578, 37.579 — Deutsche Telekom AG) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 1536]

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 263 της 14/10/2003 σ. 0009 - 0041


    Απόφαση της Επιτροπής

    της 21ης Μαΐου 2003

    σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ

    (Υπόθεση COMP/C-1/37.451, 37.578, 37.579 - Deutsche Telekom AG)

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2003) 1536]

    (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2003/707/EK)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τον κανονισμό αριθ. 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτο κανονισμό εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1216/1999(2), και ιδίως τα άρθρα 3 και 15 παράγραφος 2,

    Λαμβάνοντας υπόψη τις καταγγελίες που υποβλήθηκαν στις 18 Μαρτίου 1999, στις 19 Ιουλίου 1999 και στις 20 Ιουλίου 1999 από την εταιρεία Mannesmann Arcor AG & Co και δεκατέσσερις φορείς εκμετάλλευσης σταθερού δικτύου που δραστηριοποιούνται σε περιφερειακό επίπεδο στη Γερμανία, στις οποίες καταγγέλλονται παραβάσεις του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ εκ μέρους της εταιρείας Deutsche Telekom AG και καλείται η Επιτροπή να θέσει τέλος στις εν λόγω παραβάσεις,

    Έχοντας υπόψη την απόφαση της Επιτροπής, της 2ας Μαΐου 2002, για την κίνηση διαδικασίας στην προκειμένη περίπτωση,

    Ύστερα από ακρόαση των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων σύμφωνα με το άρθρο 19 παράγραφος 1 του κανονισμού αριθ. 17 και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2842/98 της Επιτροπής, της 22ας Δεκεμβρίου 1998, σχετικά με τις ακροάσεις στο πλαίσιο ορισμένων διαδικασιών κατ' εφαρμογή των άρθρων 85 και 86 της συνθήκης ΕΚ(3),

    Έχοντας υπόψη τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής για τις συμπράξεις και τις δεσπόζουσες θέσεις,

    Έχοντας υπόψη την τελική έκθεση του υπεύθυνου της ακρόασης,

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    I. ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

    (1) Αντικείμενο της παρούσας απόφασης αποτελούν μη δίκαιες τιμές οι οποίες συνιστούν παράβαση του άρθρου 82 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ. Ειδικότερα, πρόκειται για τις τιμές, τις οποίες χρεώνει η εταιρεία Deutsche Telekom AG (DT) για την πρόσβαση ανταγωνιστών και τελικών καταναλωτών στα τοπικά δίκτυά της. Τα τοπικά δίκτυα της DT αποτελούνται από διάφορους αγωγούς τοπικού βρόχου (ΑΤΒ) προς τους τελικούς χρήστες. Σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ε) της οδηγίας 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση στα δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και η διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση)(4), ο τοπικός βρόχος είναι το φυσικό κύκλωμα που συνδέει το σημείο τερματισμού του δικτύου στις εγκαταστάσεις του συνδρομητή με τον κεντρικό κατανεμητή ή με την αντίστοιχη ευκολία στο σταθερό δημόσιο τηλεφωνικό δίκτυο.

    (2) Στις 18 Μαρτίου 1999, η εταιρεία Mannesmann Arcor AG & Co. υπέβαλε στην Επιτροπή καταγγελία κατά της εταιρείας DT, επικαλούμενη το άρθρο 82 της συνθήκης ΕΚ και κατά της Γερμανίας, επικαλούμενη το άρθρο 86 της συνθήκης ΕΚ (υπόθεση COMP/C-1/37.451).

    (3) Στις 19 Ιουλίου 1999 και στις 20 Ιουλίου 1999 υποβλήθηκαν στην Επιτροπή δύο ακόμη καταγγελίες για τους ίδιους λόγους (η πρώτη από την εταιρεία TeleBeL GmbH και επτά άλλες επιχειρήσεις (βλέπε αιτιολογική σκέψη 9) (υπόθεση COMP/C-1137.578) και η δεύτερη από την εταιρεία ΕWE TEL GmbH και πέντε ακόμη επιχειρήσεις (βλέπε αιτιολογική σκέψη 10) (υπόθεση COMP/C-1137.579). Και οι δεκατέσσερις καταγγέλλοντες είναι φορείς τηλεπικοινωνιών που εδρεύουν σε διάφορες πόλεις της Γερμανίας και δραστηριοποιούνται σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο.

    (4) Και στις τρεις καταγγελίες οι καταγγέλλοντες ισχυρίζονται ουσιαστικά ότι το περιθώριο μεταξύ των τιμών που χρεώνει η DT στους ανταγωνιστές της για την αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στους ΑΤΒ στη Γερμανία και του αντίτιμου που καλούνται να καταβάλλουν οι λιανικοί χρήστες για τη σύνδεση στο σταθερό δίκτυο της DT, δεν επαρκεί προκειμένου αυτοί να ανταγωνισθούν την DT στα τοπικά δίκτυα. Η κύρια μομφή κατά της Γερμανίας είναι ότι η ρυθμιστική αρχή για τα ταχυδρομεία και τις τηλεπικοινωνίες (RegTP) έχει ορίσει τέλη για τις χονδρικές υπηρεσίες πρόσβασης ανώτερα από εκείνα που καλούνται να καταβάλλουν οι λιανικοί χρήστες.

    (5) Παρ' όλο που οι τιμές για την πρόσβαση στο τοπικά δίκτυα υπόκεινται εν μέρει στην κανονιστική ρύθμιση της RegTP, η παρούσα απόφαση αφορά μη δίκαιες τιμές, για τις οποίες η DT είναι άμεσα υπεύθυνη εξαιτίας αποφάσεων που έλαβε αυτοβούλως.

    II. ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ

    A. Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΟΠΟΙΑΣ ΥΠΟΒΛΗΘΗΚΕ Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ

    (6) H DT αποτελεί την παραδοσιακή επιχείρηση τηλεπικοινωνιών της Γερμανίας. Εκμεταλλεύεται το δίκτυο σταθερής τηλεφωνίας που έχει αναπτυχθεί με κρατικούς πόρους. Αρχικά η DT ανήκε στο γερμανικό κράτος σε ποσοστό 100 %. Στις 18 Νοεμβρίου 1996 διατέθηκε στην ελεύθερη αγορά το 25 % των εταιρικών μεριδίων σε ιδιώτες επενδυτές (714 εκατομμύρια των λεγόμενων μετοχών T) έναντι 20,1 δισεκατομμυρίων DEM. Το ποσοστό των εταιρικών μεριδίων που ανήκαν σε ιδιώτες, αυξήθηκε στο 33 % ύστερα από αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου που πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1999. Κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η DT ανήκε σε ποσοστό 65 % στο δημόσιο, δεδομένου ότι το κράτος κατείχε το 43 % των εταιρικών μεριδίων άμεσα και το 22 % αυτών έμμεσα, δηλαδή μέσω του ιδρύματος Kreditanstalt für Wiederaufbau (KfW), ενώ το 2 % των εταιρικών μεριδίων μεταβιβάσθηκαν στην εταιρεία France Télécom. Το γερμανικό κράτος και το ίδρυμα KfW διέθεσαν μέρος των μεριδίων τους στο πλαίσιο της εξαγοράς του φορέα κινητής τηλεφωνίας VoiceStream/Powertel των ΗΠΑ από την DT. Η France Télécom πώλησε εκ νέου τα μερίδιά της στην DT. Επί του παρόντος, το γερμανικό κράτος και η KfW συμμετέχουν στην DT σε ποσοστό 30,92 % και 12,13 % αντίστοιχα, ενώ το 56,95 % των εταιρικών μεριδίων κατέχουν θεσμικοί και ιδιώτες επενδυτές.

    (7) Πριν από την πλήρη απελευθέρωση των τηλεπικοινωνιακών αγορών, η DT κατείχε νόμιμο μονοπώλιο στον τομέα της παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών σταθερού δικτύου στη λιανική αγορά. Με τη θέση σε ισχύ του νόμου περί τηλεπικοινωνιών (TKG)(5) την 1η Αυγούστου 1996 απελευθερώθηκαν στη Γερμανία τόσο η αγορά διάθεσης υποδομών όσο και η αγορά παροχής τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Έκτοτε, η DT αντιμετωπίζει και στις δύο αυτές αγορές, σε διαφορετικό βαθμό, τον ανταγωνισμό άλλων φορέων.

    B. ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΟΥΣΕΣ

    (8) Καταγγέλλουσα στην υπόθεση COMP/C-1/37.451 είναι η εταιρεία Mannesmann Arcor AG & Co, ένας από τους μεγαλύτερους φορείς εκμετάλλευσης σταθερού δικτύου στη Γερμανία, ο οποίος παρέχει ένα ευρύ φάσμα υπηρεσιών τηλεφωνίας σε λιανικούς χρήστες. Το έτος 2000, η εταιρεία Mannesmann AG εξαγοράσθηκε από την εταιρεία VodafoneAirtouch Plc(6). Από τον Απρίλιο του 2001, η καταγγέλλουσα εταιρεία αναπτύσσει δραστηριότητες υπό την επωνυμία Αrcor AG & Co. (στο εξής: Arcor). Στις 30 Σεπτεμβρίου 1998 η Αrcor και η DT προέβησαν στη σύναψη μιας πρώτης συμφωνίας για την αποδεσμοποίηση του τοπικού βρόχου, με την οποία το ύψος των τελών καθορίσθηκε κατ' αρχάς προσωρινά, έως την έγκρισή του από την RegTP, σύμφωνα με τις γερμανικές διατάξεις σχετικά με τη ρύθμιση των τιμών.

    (9) Καταγγέλλουσες στην υπόθεση COMP/C-1/37.578 είναι οι εταιρείες TeleBeL GmbH (Wuppertal), CNB GmbH (Βρέμη), Citykom GmbH (Münster), HTN GmbH (Ανόβερο), Hamcom GmbH (Hamm), KomTel GmbH (Flensburg), DOKOM GmbH (Ντόρτμουντ) και KielNet GmbH (Κίελο).

    (10) Στην υπόθεση COMP/C-1/37.579 υποβλήθηκε καταγγελία από τις εταιρείες ΕWE TEL GmbH (Oldenburg), HanseNet GmbH (Αμβούργο), ISIS Multimedia Net GmbH (Ντίσελντορφ), NetCologne GmbH (Κολωνία), tesion Communikationsnetze Südwest GmbH & Co KG (Στουτγάρδη) και VEW TELNET GmbH (Ντόρτμουντ).

    (11) Οι 14 καταγγέλλουσες στις υποθέσεις COMP/C-1/37.578 και COMP/C-1/37.579 είναι τοπικοί ή περιφερειακοί φορείς εκμετάλλευσης σταθερών δικτύων, με γεωγραφικά περιορισμένες άδειες, οι οποίοι διασυνδέουν λιανικούς χρήστες στα δίκτυά τους, εφόσον αυτά υφίστανται και είναι λειτουργικά, εντός της περιοχής ισχύος της αδείας τους. Πέραν αυτού, οι εν λόγω φορείς χρειάζονται αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στους ΑΤΒ της DT, προκειμένου να είναι σε θέση να διασυνδέουν χρήστες εκτός της εμβέλειας των δικών τους δικτύων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 64 και επόμενες). Όλες οι ανωτέρω καταγγέλλουσες εταιρείες έχουν συνάψει συμφωνίες με την DT σχετικές με την αποδεσμοποίηση των ATB.

    III. ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

    (12) Στον τομέα της πρόσβασης στο δίκτυο, οι τρίτοι φορείς ανταγωνίζονται την DT είτε μέσω δικής τους υποδομής (δίκτυο οπτικών ινών, καλωδιακή τηλεόραση, ηλεκτρικό δίκτυο κ.α.) είτε μέσω της εκμετάλλευσης του τοπικού δικτύου της DT βάσει της αποδεσμοποιημένης πρόσβασης στους ΑΤΒ. Η δεύτερη επιλογή είναι λιγότερο δαπανηρή και παρέχει ακόμη και στους από οικονομικής απόψεως λιγότερο ισχυρούς ανταγωνιστές, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν πλήρη ιδιόκτητη υποδομή, άμεση πρόσβαση στη γερμανική λιανική αγορά. Εκτός αυτού, η υφιστάμενη υποδομή χρησιμοποιείται και από τους εθνικούς παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών. Αντίθετα, στον τομέα των τηλεφωνικών κλήσεων, λόγω της διασύνδεσης των δικτύων, στη Γερμανία δεν υφίσταται πλέον ανάλογο έλλειμμα όσον αφορά την προσφορά υπηρεσιών από εναλλακτικούς φορείς εκμετάλλευσης σε ολόκληρη την ομοσπονδιακή επικράτεια.

    (13) Οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά φορείς δεν διαθέτουν εκτεταμένες ιδιόκτητες υποδομές δικτύου όπως η DT και δεν είναι σε θέση, με παραδοσιακές τεχνολογίες, να επιτύχουν το επίπεδο οικονομιών κλίμακας και την εμβέλεια του εδραιωμένου φορέα εκμετάλλευσης, ο οποίος ανέπτυξε το δικό του τοπικό δίκτυο εντός μεγάλου χρονικού διαστήματος, προστατευόμενος από αποκλειστικά δικαιώματα, ήταν δε σε θέση να χρηματοδοτεί τις επενδύσεις του με τα έσοδα που απολάμβανε σε καθεστώς μονοπωλίου(7).

    (14) Η DT παρέχει πρόσβαση στο δικό της τοπικό δίκτυο τόσο σε τρίτους φορείς τηλεπικοινωνιών όσο και σε τελικούς καταναλωτές. Και οι δύο μορφές πρόσβασης ρυθμίζονται με διαφορετικό τρόπο στις ισχύουσες ειδικές για τον τομέα των τηλεπικοινωνιών διατάξεις.

    A. ΧΟΝΔΡΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ: ΠΛΗΡΗΣ ΑΠΟΔΕΣΜΟΠΟΙΗΣΗ

    (15) Όσον αφορά τις υπηρεσίες τοπικής πρόσβασης που παρέχονται σε τρίτους παρόχους τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, διακρίνονται δύο είδη πρόσβασης στο σταθερό δίκτυο τηλεφωνίας του παραδοσιακού φορέα εκμετάλλευσης: αφενός η πλήρης αποδεσμοποίηση των ΑΤΒ και αφετέρου η από κοινού εκμετάλλευση των ΑΤΒ (Line sharing). Το ύψος των τελών πρόσβασης διαφέρει στις δύο περιπτώσεις. Ωστόσο, η παρούσα απόφαση αναφέρεται αποκλειστικά στην πλήρως αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο της DT.

    (16) Η DT, ήδη από τον Ιούνιο του 1997, υποχρεώθηκε να παρέχει στους ανταγωνιστές της πλήρως αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στους ΑΤΒ(8) κατόπιν εντολής του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών (BMPT) του Μαΐου του 1997(9), παρά το γεγονός ότι κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, οι νομικές διατάξεις της Κοινότητας δεν επέβαλαν ακόμη τη συγκεκριμένη υποχρέωση(10). Η DT προσέφυγε κατά της απόφασης αυτής ενώπιον των γερμανικών διοικητικών δικαστηρίων(11). Ωστόσο, το Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε αμετάκλητα την εν λόγω προσφυγή το 2001. Με βάση αυτή την υποχρέωση, η DT και η Mannesmann Arcor προέβησαν στις 30 Αυγούστου 1998 στη σύναψη της πρώτης μεταξύ τους συμφωνίας σχετικά με την αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στους ΑΤΒ της DT.

    (17) Σύμφωνα με τη γερμανική νομοθεσία περί τηλεπικοινωνιών, τα απαιτούμενα για την πρόσβαση στο δίκτυο τοπικής πρόσβασης τέλη υπόκεινται στην αρχή της κοστοστρέφειας(12) και χρήζουν προηγούμενης έγκρισης της RegTP(13). Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο της διαδικασίας χορήγησης ειδικών αδειών για τα τέλη που η DT χρεώνει σε τρίτους φορείς εκμετάλλευσης για την παροχή υπηρεσιών, η RegTP οφείλει να ελέγχει το κατά πόσο τα εν λόγω τέλη αντιστοιχούν στο κόστος της αποδοτικής παροχής υπηρεσιών, δεν περιλαμβάνουν ιδιαίτερες αυξήσεις ή εκπτώσεις και δεν παρέχουν σε ορισμένους φορείς εκμετάλλευσης πλεονεκτήματα έναντι άλλων κατά τρόπο που νοθεύει τον ανταγωνισμό(14). Η DT οφείλει να χρεώνει τα τέλη που έχουν ορισθεί καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος της απόφασης της RegTP(15). Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται ότι απαγορεύεται στην DT να προβεί σε μείωση των τελών για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες. Η DT υποχρεούται μάλιστα προς αυτό από το νόμο, όταν οι δαπάνες της μειώνονται χάρη στη βελτίωση της αποδοτικότητάς της. Βάσει νέας αίτησης έγκρισης, η RegTP θα όφειλε να εξετάσει εκ νέου τη νέα διάρθρωση του κόστους και να εγκρίνει ή να διατάξει τη μείωση των τελών χονδρικής(16).

    (18) Κατ' εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, το Μάρτιο του 1998, η RegTP ενέκρινε για πρώτη φορά, κατόπιν αιτήσεως της DT με ημερομηνία 23 Δεκεμβρίου 1997, τα μηνιαία καθαρά τέλη (όλα τα τέλη που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση είναι καθαρά τέλη) για την αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στους ΑΤΒ της DT(17). Η DT είχε ζητήσει την έγκριση μηνιαίου τέλους ύψους 14,73 ευρώ για τη μίσθωση αναλογικής βάσης ΑΤΒ(18). Εκτός αυτού, η DT υπέβαλε αίτηση έγκρισης εφάπαξ τελών ύψους 309,84 ευρώ για νέες συνδέσεις χωρίς επιπλέον εργασίες(19) και 135,49 ευρώ για τη μίσθωση υφιστάμενης σύνδεσης(20). Με την απόφασή της στις 9 Μαρτίου 1998, η RegTP ενέκρινε μηνιαίο τέλος για τη μίσθωση των ΑΤΒ ύψους 10,56 ευρώ, απορρίπτοντας έτσι ένα τμήμα του υπολογισμού των δαπανών που είχε υποβάλει η DT. Αντίθετα, η RegTP ενέκρινε κατ' αρχάς τα εφάπαξ τέλη σύμφωνα με την αίτηση. Αρχικά, η DT δεν χρέωνε στους ανταγωνιστές της ειδικό τέλος για την καταγγελία της σύμβασης πρόσβασης στους ΑΤΒ, καθώς αυτό το τέλος συμπεριλαμβανόταν στα τέλη πρόσβασης.

    (19) Ταυτόχρονα με την ως άνω προσωρινή μερική έγκριση, η RegTP κάλεσε την DT να υποβάλει, έως τα μέσα του 1998, αναλυτικό υπολογισμό του κόστους βάσει του νέου συστήματος κοστολόγησης ΙΝTRA. Στο πλαίσιο αυτό, η RegTP επεσήμανε ότι με βάση αυτή τη διόρθωση, τα τελικώς αιτούμενα τέλη για την παροχή αποδεσμοποιημένης πρόσβασης σε ανταγωνιστές θα έπρεπε να είναι σαφώς χαμηλότερα από 10 ευρώ.

    (20) Αγνοώντας αυτή την εντολή, η DT υπέβαλε στις 5 Ιουνίου 1998, στην RegTP νέα αίτηση για την έγκριση μηνιαίου τέλους ύψους 24,16 ευρώ. Ταυτόχρονα, η DT αιτήθηκε την έγκριση εφάπαξ τελών ύψους 384,58 ευρώ για την απλή νέα σύνδεση και ύψους 323,67 ευρώ για την απλή μίσθωση υφιστάμενης σύνδεσης. Σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου περί τηλεπικοινωνιών, η RegTP όφειλε να εκδώσει απόφαση επί της αίτησης εντός δέκα εβδομάδων, συνεπώς έως τις 30 Νοεμβρίου 1998(21). Ωστόσο, στις 27 Νοεμβρίου 1998, όταν έγινε γνωστό ότι η RegTP σκόπευε να αυξήσει τα μηνιαία τέλη σε 11,86 ευρώ, η DT απέσυρε εκ νέου την αίτηση έγκρισης που είχε υποβάλει, κατόπιν σύστασης του ομοσπονδιακού υπουργού Οικονομίας και Τεχνολογίας. Την ίδια ημέρα, η RegTP αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να παρατείνει τη διάρκεια ισχύος της προσωρινής έγκρισης των τελών από τις 9 Μαρτίου 1998 έως τις 30 Απριλίου 1999(22).

    (21) Κατόπιν αίτησης ασφαλιστικών μέτρων της εταιρείας Mannesmann Arcor AG& Co, το διοικητικό δικαστήριο της Κολωνίας αποφάσισε στις 20 Ιανουαρίου 1999 ότι η RegTP είναι δια νόμου αρμόδια και στην προκειμένη περίπτωση οφείλει αυτεπάγγελτα να λάβει απόφαση σχετικά με τα τέλη(23). Ωστόσο, η DT υπέβαλε αμέσως μετά στην RegTP νέα αίτηση, με την οποία ζητούσε να εγκριθεί μηνιαίο τέλος ύψους 19,07 ευρώ και εφάπαξ τέλη ύψους 224,26 ευρώ για τις απλές νέες συνδέσεις ή 186,44 ευρώ για τις απλές μισθώσεις υφιστάμενων συνδέσεων.

    (22) Με απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 1999(24), η RegTP ενέκρινε ένα μηνιαίο τέλος πρόσβασης στους ΑΤΒ ύψους 12,99 ευρώ για τη βασική σύνδεση. Εγκρίθηκαν εφάπαξ τέλη ύψους 100,50 ευρώ για την απλή νέα σύνδεση και 97,99 ευρώ για την απλή μίσθωση υφιστάμενης σύνδεσης. Επιπλέον, η RegTP ενέκρινε εφάπαξ τέλος καταγγελίας της σύμβασης πρόσβασης ύψους 55,07 ευρώ, το οποίο η DT μπορούσε πλέον να χρεώνει χωριστά από τα τέλη παροχής. Κατά τα άλλα, δηλαδή σε ό,τι αφορά τα υψηλότερα αιτηθέντα τέλη, η RegTP απέρριψε την αίτηση της DT. Τα ως άνω τέλη ίσχυσαν έως τις 31 Μαρτίου 2001.

    (23) Στις 19 Ιανουαρίου 2001, η DT ζήτησε από την RegTP με νέα αίτησή της την έγκριση μηνιαίου τέλους 17,40 ευρώ για τη βασική σύνδεση, καθώς και εφάπαξ τελών ύψους 119,51 ευρώ για την απλή νέα σύνδεση, 127,04 ευρώ για την απλή μίσθωση υφιστάμενης σύνδεσης και 104,41 ευρώ για την καταγγελία της σύμβασης πρόσβασης στους ΑΤΒ(25) στην περίπτωση της βασικής σύνδεσης. Με την αίτησή της, η DT υπέβαλε στην RegTP έναν βασιζόμενο στο εσωτερικό σύστημα κοστολόγησης της επιχείρησης υπολογισμό του κόστους για τις εν λόγω υπηρεσίες, επισημαίνοντας ρητά ότι σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της γερμανικής νομοθεσίας, μόνο οι συγκεκριμένοι υπολογισμοί πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την έγκριση των τελών(26).

    (24) Με την απόφαση της 30ής Μαρτίου 2001(27), η RegTP ενέκρινε με ισχύ από την 1η Απριλίου 2001 μηνιαίο τέλος ύψους 12,48 ευρώ για τη μίσθωση βασικής σύνδεσης(28), καθώς και εφάπαξ τέλη 92,59 ευρώ για την απλή μίσθωση υφιστάμενης σύνδεσης και 86,51 ευρώ για την απλή νέα σύνδεση(29). Με την ίδια απόφαση εγκρίθηκαν εφάπαξ τέλη καταγγελίας της σύμβασης ύψους 38,06 ευρώ για την απλή μίσθωση υφιστάμενης σύνδεσης και 59,24 ευρώ για τη νέα σύνδεση όταν απαιτούνται εργασίες στο κυτίο σύνδεσης της DT. Στο μέτρο που τα αιτούμενα από την DT τέλη υπερέβαιναν τα εγκριθέντα, η απόφαση ήταν απορριπτική. Η εν λόγω μερικά εγκριτική απόφαση της RegTP στηρίχθηκε ουσιαστικά στο σύστημα κοστολόγησης του ιδρύματος WIK(30), σύμφωνα με το οποίο οι μακροπρόθεσμες πρόσθετες δαπάνες της αποδεσμοποίησης υπολογίζονται βάσει της μεθόδου LRIC(31) με πιο θεωρητικό τρόπο, καθώς οι υπολογισμοί του κόστους που υπέβαλε η DT δεν συμβάδιζαν εν μέρει με τη νομοθεσία.

    (25) Με την απόφαση της 11ης Απριλίου 2002(32), η RegTP ενέκρινε τελικά την αίτηση της DT να μειώσει με ισχύ από 1η Απριλίου2002 τα εφάπαξ τέλη για την απλή νέα βασική σύνδεση σε 81,12 ευρώ, για την απλή μίσθωση υφιστάμενης σύνδεσης σε 70,56 ευρώ και για την καταγγελία της σύμβασης παροχής πρόσβασης σε 34,94 ευρώ (με ταυτόχρονη δρομολόγηση κλήσεων του λιανικού πελάτη στο δίκτυο εναλλακτικού φορέα) ή σε 50,71 ευρώ (χωρίς ταυτόχρονη δρομολόγηση κλήσεων του λιανικού πελάτη στο δίκτυο εναλλακτικού φορέα)(33). Με απόφαση της 30ής Απριλίου 2003 (Τμήμα 4, Α2: ΒΚ 4α-03-010/Ε 19.02.03) η RegTP(34) μείωσε τελικά το μηνιαίο τέλος με ισχύ από την 1η Μαΐου 2002 σε 11,80 ευρώ.

    (35)B. ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΠΡΟΣ ΛΙΑΝΙΚΟΥΣ ΠΕΛΑΤΕΣ

    (26) Η DT παρέχει στους λιανικούς της πελάτες πρόσβαση στο σταθερό δίκτυο με δύο βασικά συστήματα: μέσω παραδοσιακών αναλογικών γραμμών (εμπορική ονομασία: T-Net) και μέσω ψηφιακών γραμμών στενής ζώνης (ψηφιακό δίκτυο ενοποιημένων υπηρεσιών - ISDN, εμπορική ονομασία: T-ISDN). Οι δύο αυτές βασικές παραλλαγές πρόσβασης των λιανικών πελατών μπορούν να παρέχονται μέσω του ιστορικού δικτύου διπλού χάλκινου σύρματος της DT. Η DT προσφέρει επίσης στους λιανικούς πελάτες της ευρυζωνικές συνδέσεις (ασύμμετρες ψηφιακές συνδρομητικές γραμμές = εμπορική ονομασία T-DSL) μέσω αναβάθμισης των υφιστάμενων τοπικών βρόχων T-Net ή T-ISDN με την οποία καθίσταται δυνατή η παροχή ευρυζωνικών υπηρεσιών, όπως π.χ. πρόσβασης μεγάλης ταχύτητας στο Διαδίκτυο.

    (27) Σύμφωνα με πληροφορίες που παρέσχε η DT(36), κατά την περίοδο 1998-2002, ο αριθμός των αναλογικών (T-Net) και ψηφιακών (T-ISDN) γραμμών της, συμπεριλαμβανομένων των αναβαθμισμένων με συστήματα ΑDSL γραμμών, εξελίχθηκε ως εξής:

    Πίνακας 1

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (28) Το ποσοστό των ΑΤΒ που εφοδιάζονται με τεχνολογία ΑDSL προκειμένου να παρέχουν τη δυνατότητα ταχύτερης μεταφοράς μεγαλύτερου όγκου δεδομένων, αυξάνει συνεχώς. Σύμφωνα με πληροφορίες που παρέσχε η DT(37), η διάδοση των συνδέσεων ΑDSL σε λιανικό επίπεδο (T-DSL) είχε την εξής εξέλιξη κατά την περίοδο 1998-2002:

    Πίνακας 2

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (29) Τα λιανικά τιμολόγια της DT(38) περιλαμβάνουν δύο κονδύλια: το μηνιαίο βασικό τέλος, το οποίο εξαρτάται από την ποιότητα των παρεχόμενων γραμμών και υπηρεσιών, και ένα εφάπαξ τέλος για τη νέα σύνδεση ή τη μίσθωση μιας υφιστάμενης σύνδεσης, ανάλογα με τις εργασίες που απαιτούνται στα δύο άκρα της γραμμής.

    (30) Οι λιανικές τιμές της DT για αναλογικές γραμμές και για γραμμές ΙSDN ρυθμίζονται στο πλαίσιο του γερμανικού καθεστώτος ανώτατων τιμών, μέσω του εκ των προτέρων ορισμού της μεταβολής των τιμών για έναν κάλαθο υπηρεσιών, ενώ τα λιανικά τιμολόγια των υπηρεσιών T-DSL δεν υπόκεινται σε εκ των προτέρων ρύθμιση.

    α) ΤΕΛΗ ΓΙΑ ΑΝΑΛΟΓΙΚΕΣ ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ ΙSDN (T-NET ΚΑΙ T-ISDN)

    (31) Σε αντίθεση με τα τέλη που η DT χρεώνει στους ανταγωνιστές της για την πρόσβαση στο τοπικό δίκτυο (βλέπε αιτιολογική σκέψη 15 και επόμενες), τα τιμολόγια για τις αναλογικές συνδέσεις και τις συνδέσεις ΙSDN δεν υπόκεινται μεμονωμένα σε κανονιστική ρύθμιση σύμφωνα με την αρχή της κοστοστρέφειας, αλλά υπάγονται στο λεγόμενο καθεστώς ανώτατων τιμών. Ως εκ τούτου, οι λιανικές τιμές για τη σύνδεση στο σταθερό τηλεφωνικό δίκτυο της DT και για τις τηλεφωνικές κλήσεις δεν ρυθμίζονται μεμονωμένα βάσει του εκάστοτε κόστους τους, αλλά για ένα σύνολο υπηρεσιών, στο οποίο οι διάφορες επιμέρους υπηρεσίες συγκεντρώνονται στους λεγόμενους κάλαθους(39).

    (32) Σύμφωνα με τον κανονισμό περί της ρύθμισης των τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (TEntgV), η μέθοδος των ανώτατων τιμών αποτελεί το προτιμητέο μέσο κανονιστικής ρύθμισης: κατά συνέπεια, η αυστηρή εφαρμογή της αρχής της κοστοστρέφειας λαμβάνεται υπόψη για κάθε επιμέρους λιανική υπηρεσία μόνο όταν η συγκεκριμένη υπηρεσία δεν δύναται να συμπεριληφθεί σε κάλαθο(40). Κατ' αυτόν τον τρόπο, στις επιχειρήσεις που υπόκεινται σε κανονιστική ρύθμιση των τελών που χρεώνουν παρέχεται κάποια διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιχειρηματική διαμόρφωση των τιμών τους. Η κανονιστική ρύθμιση ανώτατων τιμών βασίζεται στην απόφαση περί ανώτατων τιμών, με την οποία καθορίζονται εκ των προτέρων οι μεταβολές των τιμών και τίθενται κάποιοι επιπλέον όροι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, καθώς και σε αποφάσεις που αφορούν τις εκάστοτε αιτήσεις τροποποίησης των τελών κατά τις περιόδους ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών.

    (33) Ένας κάλαθος περιλαμβάνει υπηρεσίες για τις οποίες ισχύουν συγκρίσιμες συνθήκες ανταγωνισμού(41). Στη συνέχεια ορίζεται για όλες τις υπηρεσίες ενός κάλαθου ένα αρχικό επίπεδο τελών(42) καθώς και στόχοι για την εξέλιξη της τιμής του κάλαθου για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (ο λεγόμενος δείκτης ανώτατων τιμών)(43). Οι μεταβολές των τιμών καθορίζονται εκ των προτέρων, λαμβάνοντας υπόψη το ποσοστό αύξησης των τιμών, τον αναμενόμενο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της DT, καθώς και τη σχέση μεταξύ του αρχικού επιπέδου τελών και του μακροπρόθεσμου πρόσθετου κόστους μιας αποδοτικής παροχής υπηρεσιών(44).

    αα) Περίοδοι ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών 1998/99 και 2000/2001

    (34) Το καθεστώς ανώτατων τιμών για τα λιανικά τέλη του σταθερού δικτύου θεσπίσθηκε με απόφαση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών τον Δεκέμβριο του 1997(45) και υιοθετήθηκε από την RegTP από την 1η Ιανουαρίου 1998. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκαν δύο κάλαθοι: ένας για οικιακές υπηρεσίες και ένας για επαγγελματικές υπηρεσίες. Και οι δύο κάλαθοι περιλαμβάνουν τόσο υπηρεσίες πρόσβασης (αναλογικές βασικές συνδέσεις και βασικές συνδέσεις ΙSDN) όσο και το συνολικό φάσμα προϊόντων της DT στον τομέα των τηλεφωνικών κλήσεων, δηλαδή τοπικές, υπεραστικές και διεθνείς κλήσεις, κλήσεις μέσω δορυφόρου καθώς και τα τιμολόγια επιλογής.

    (35) Σύμφωνα με την απόφαση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών της 17ης Δεκεμβρίου 1997, η DT όφειλε κατά τα δύο πρώτα έτη, δηλαδή από την 1η Ιανουαρίου 1998 μέχρι την 1η Δεκεμβρίου 1999 (πρώτη περίοδος ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών) να μειώσει τη συνολική τιμή έκαστου εκ των δύο καλάθων κατά 4,3 %. Μετά τη λήξη της πρώτης περιόδου στις 31 Δεκεμβρίου 1999, η RegTP(46) αποφάσισε να διατηρήσει ουσιαστικά τη σύνθεση των καλάθων και να μειώσει περαιτέρω τις τιμές τους κατά 5,6 % για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2001 (δεύτερη περίοδος ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών). Κατά τη διάρκεια έκαστης περιόδου ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών, ο μέσος δείκτης τιμών(47) θα έπρεπε να είναι μικρότερος ή ίσος του δείκτη ανώτατων τιμών(48). Αυτά τα προκαθορισμένα μεγέθη οφείλουν να αντανακλούν τα κέρδη από την αύξηση της παραγωγικότητας και της αποδοτικότητας της DT, καθώς και το συνολικό ποσοστό αύξησης των τιμών στην οικονομία, π.χ. τον πληθωρισμό κατά τη διάρκεια έκαστης περιόδου ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών.

    (36) Η DT μπορούσε να τροποποιεί κατά βούληση τα τέλη για τα επιμέρους στοιχεία κάθε κάλαθου εντός αυτού του πλαισίου των δεσμευτικών καθορισμένων μειώσεων των τιμών. Ωστόσο, η τροποποίηση των τελών έχρηζε της τυπικής έγκρισης της RegTP. Η DT διέθετε ανά πάσα στιγμή το δικαίωμα να υποβάλλει αιτήσεις έγκρισης νέων τελών, χωρίς περιορισμό όσον αφορά τη συχνότητα τροποποίησης των τελών ανά περίοδο ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών. Στο πλαίσιο του καθεστώτος ανώτατων τιμών, επιτρέπονται κατά κανόνα προγραμματισμένες τροποποιήσεις των τελών, εφόσον η μέση τιμή ενός κάλαθου δεν υπερβαίνει τον καθορισμένο δείκτη ανώτατων τιμών(49) και δεν διαπιστώνονται εκπτώσεις ή αθέμιτα πλεονεκτήματα(50). Συνεπώς, η DT είχε τη διακριτική ευχέρεια να αυξάνει τα τέλη για ένα ή περισσότερα στοιχεία κάθε κάλαθου, εφόσον δεν υπερέβαινε ταυτόχρονα το ανώτατο όριο τιμών του κάλαθου. Ως εκ τούτου, μια αύξηση των τιμών καθ' υπέρβαση του ανώτατου ορίου τιμών ενός κάλαθου ήταν δυνατή μόνο εφόσον θα συνοδευόταν από μείωση των τιμών άλλων στοιχείων του ίδιου κάλαθου. Αντίθετα, το καθεστώς ανώτατων τιμών δεν περιλάμβανε δεσμευτικές ελάχιστες τιμές κάλαθου και, ως εκ τούτου, η DT μπορούσε να προβεί σε μείωση του συνόλου των τελών έκαστου κάλαθου πέραν των προκαθορισμένων ποσοστών μείωσης των τιμών.

    (37) Κατά τις δύο πρώτες περιόδους ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών, η DT προέβη σε σημαντικές μειώσεις των λιανικών τιμολογίων και των δύο κάλαθων, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις προβλεπόμενες μειώσεις(51). Όσον αφορά τον όγκο των συναλλαγών, οι μειώσεις κατά την πρώτη περίοδο ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών μεταξύ του Ιανουαρίου του 1998 και του Δεκεμβρίου του 1999, ανήλθαν σε (...) ευρώ για τον κάλαθο των οικιακών υπηρεσιών και σε (...) ευρώ για τον κάλαθο των επαγγελματικών υπηρεσιών. Λαμβάνοντας υπόψη το προκαθορισμένο ποσοστό μείωσης 4,3 %, οι πρόσθετες, μη προκαθορισμένες μειώσεις ανήλθαν σε (...) ευρώ και για τους δύο κάλαθους(52). Λαμβάνοντας υπόψη το προκαθορισμένο ποσοστό μείωσης 5,6 %, κατά τη δεύτερη περίοδο ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών μεταξύ του Ιανουαρίου του 2000 και του Δεκεμβρίου του 2001, οι πρόσθετες, μη προκαθορισμένες μειώσεις ανήλθαν σε επιπλέον (...) ευρώ στον κάλαθο των οικιακών υπηρεσιών και σε 238 εκατομμύρια ευρώ στον κάλαθο των επαγγελματικών υπηρεσιών(53). Εξ αυτού συνάγεται ότι εντός τεσσάρων ετών, η DT προέβη εκουσίως σε μείωση των τιμολογίων της συνολικού ύψους (...) ευρώ, υπερβαίνοντας κατά πολύ τα κανονιστικά όρια(54).

    (38) Αυτές οι μειώσεις τιμολογίων αφορούν μόνο τα τέλη τηλεφωνικών κλήσεων, ενώ αντίθετα τα μηνιαία και τα εφάπαξ τέλη πρόσβασης για τις αναλογικές βασικές τηλεφωνικές συνδέσεις διατηρήθηκαν αμετάβλητα καθ' όλη την περίοδο από το 1998 έως τα τέλη του 2001.

    (39) Το μηνιαίο βασικό τέλος που χρέωνε η DT για τη λιανική πρόσβαση μέσω αναλογικής απλής τηλεφωνικής γραμμής (T-Net Standard) διατηρήθηκε κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα στα 10,93 ευρώ. Η DT θεωρεί ότι αυτό το βασικό τέλος δεν καλύπτει τις δαπάνες της DT για την παροχή στους λιανικούς πελάτες αναλογικής πρόσβασης στο τηλεφωνικό δίκτυο. Πράγματι, η DT παραδέχεται ότι δεν έχει κατορθώσει να αντισταθμίσει πλήρως το έλλειμμα των συνδέσεων στο σταθερό δίκτυο που δημιουργήθηκε κατά το διάστημα προ της απελευθέρωσης(55). Αυτό το έλλειμμα είχε δημιουργηθεί από τον δικαιοπάροχο της DT, τα Ομοσπονδιακά Ταχυδρομεία της Γερμανίας, για κοινωνικούς κυρίως λόγους, καθώς παρείχαν στους χρήστες πρόσβαση στο τηλεφωνικό δίκτυο κάτω του κόστους, αντισταθμίζοντας τις απώλειες στο συγκεκριμένο τομέα μέσω των υψηλών εσόδων από τα τέλη υπεραστικών κλήσεων, ειδικότερα δε από τα τέλη διεθνών κλήσεων.

    (40) Έως τις 31 Μαρτίου 2000, το μηνιαίο βασικό τέλος για συνδέσεις ΙSDN ανερχόταν σε 19,56 ευρώ για απλές συνδέσεις πολλαπλών συσκευών T-ISDN (T-ISDN Mehrgeräte Einfach), σε 20,45 ευρώ για βασικές συνδέσεις πολλαπλών συσκευών T-ISDN (T-ISDN Mehrgeräte Standard), σε 22,67 ευρώ για συνδέσεις πολλαπλών συσκευών T-ISDN Komfort (T-ISDN Mehrgeräte Komfort), σε 26,23 ευρώ για απλές συνδέσεις τηλεφωνικών κέντρων T-ISDN (T-ISDN Anlagen Einfach), σε 28,45 ευρώ για βασικές συνδέσεις τηλεφωνικών κέντρων T-ISDN (T-ISDN Anlagen Standard) και σε 30,68 ευρώ για συνδέσεις τηλεφωνικών κέντρων T-ISDN Komfort (T-ISDN Anlagen Komfort)(56). Με την απόφαση της RegTP της 16 Φεβρουαρίου 2000 εγκρίθηκε η από την DT στις 17 Δεκεμβρίου 1999 αιτηθείσα μείωση αυτών των τιμολογίων σε 19,78 ευρώ για συνδέσεις T-ISDN Mehrgeräte Standard, σε 21,99 ευρώ για συνδέσεις T-ISDN Mehrgeräte Komfort, σε 25,56 ευρώ για συνδέσεις T-ISDN Anlagen Einfach και Standard, καθώς και σε 28,12 ευρώ για συνδέσεις T-ISDN Anlagen Komfort με ισχύ από 1ης Απριλίου 2000(57). Αυτά τα τιμολόγια ίσχυσαν μέχρι τη λήξη του αρχικού καθεστώτος ανώτατων τιμών.

    (41) Τα εφάπαξ λιανικά τέλη της DT για αναλογικές συνδέσεις και συνδέσεις ΙSDN σε οποιαδήποτε παραλλαγή ανέρχονταν καθ' όλη τη διάρκεια ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών 1998-2001 σε 22,22 ευρώ για τη μίσθωση μιας υφιστάμενης σύνδεσης και σε 44,45 ευρώ για μια νέα λειτουργική σύνδεση χωρίς επιπλέον εργασίες. Τα τέλη καταγγελίας της σύμβασης σύνδεσης δεν επιβαρύνουν τους λιανικούς πελάτες της DT.

    ββ) Περίοδος ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών 2002

    (42) Από την 1η Ιανουαρίου 2002 ισχύει νέο καθεστώς ανώτατων τιμών που αποφασίσθηκε από την RegTP στις 21 Δεκεμβρίου 2001(58). Με βάση τις προσωρινές κατευθυντήριες γραμμές για ένα νέο καθεστώς ανώτατων τιμών από το έτος 2002 που δημοσιεύθηκαν από την RegTP στις 23 Μαΐου 2001(59), η εν λόγω αρχή ανακοίνωσε τον Οκτώβριο του 2001(60) τροποποίηση της σύνθεσης των κάλαθων και των προκαθορισμένων μειώσεων των τιμών (των συντελεστών X) των κάλαθων. Αυτό επικυρώθηκε με την απόφαση της RegTP της 21ης Δεκεμβρίου 2001. Το νέο καθεστώς προβλέπει πλέον, αντί των δύο κάλαθων για οικιακές και επαγγελματικές υπηρεσίες, τέσσερις, δηλαδή κάλαθους για συνδέσεις (κάλαθος A), για τοπικές κλήσεις (κάλαθος B), για υπεραστικές κλήσεις εσωτερικού (κάλαθος Γ) και για διεθνείς κλήσεις (κάλαθος Δ)(61).

    (43) Το γεγονός ότι οι λιανικές συνδέσεις περιλαμβάνονται πλέον σε χωριστό κάλαθο και καταχωρίζονται με αρνητικό συντελεστή X, υποχρεώνει την DT να προβεί σε αύξηση αυτών των τελών, προκειμένου να καλύψει το οικονομικό έλλειμμα που δημιουργούν οι συνδέσεις μέσω μιας ακόμη αναδιάρθρωσης των τιμολογίων(62). Βάσει του νέου καθεστώτος ανώτατων τιμών και λαμβάνοντας υπόψη τον προκαθορισμένο συντελεστή X -1 και έναν πληθωρισμό της τάξης του 3,1 %(63), η DT δύναται να αυξάνει τα τέλη των λιανικών συνδέσεων κατά 4,1 % ετησίως, δηλαδή σε συνολικό ποσοστό 12,3 % κατά την τριετή περίοδο ισχύος του καθεστώτος(64).

    (44) Στις 15 Ιανουαρίου 2002, η DT γνωστοποίησε στην RegTP την πρόθεσή της να προβεί για πρώτη φορά σε αύξηση των μηνιαίων τελών για τις αναλογικές συνδέσεις και τις συνδέσεις ΙSDN κατά 0,56 ευρώ(65). Με την απόφαση της 13ης Μαρτίου 2002, η RegTP διαπίστωσε ότι η DT είχε τηρήσει τα προκαθορισμένα για την αύξηση των διαφόρων τελών σύνδεσης του κάλαθου A μεγέθη, αυξάνοντας το μέσο επίπεδο των τελών για όλες τις υπηρεσίες του κάλαθου A κατά 4,04 %(66). Συνεπώς, από την 1η Μαΐου 2002, το μηνιαίο τέλος για τις αναλογικές συνδέσεις (T-Net) ήταν 11,49 ευρώ, ενώ τα μηνιαία τέλη για τις συνδέσεις T-ISDN Mehrgeräte Standard ήταν 20,34 ευρώ και για τις συνδέσεις T-ISDN Mehrgeräte Komfort 22,55 ευρώ. Αντίθετα, οι τιμές των λοιπών συνδέσεων T-ISDN παρέμειναν αμετάβλητες.

    (45) Τέλος, στις 31 Οκτωβρίου 2002, η DT υπέβαλε στην RegTP αίτηση, επιδιώκοντας την έγκριση της αύξησης του μηνιαίου τέλους μίσθωσης αναλογικών τηλεφωνικών συνδέσεων T-Net κατά 0,99 ευρώ στα 12,48 ευρώ και του εφάπαξ τέλους μίσθωσης συνδέσεων T-Net και T-ISDN κατά 13,40 ευρώ στα 35,62 ευρώ με ισχύ από την 1η Φεβρουαρίου 2003. Ωστόσο, με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2002, η RegTP ενέκρινε την αύξηση του μηνιαίου τέλους για τις αναλογικές τηλεφωνικές συνδέσεις T-Net μόνο κατά 0,33 ευρώ στα 11,82 ευρώ και απέρριψε την αίτηση όσον αφορά τα αιτηθέντα πέραν του εν λόγω ποσού. Επίσης, η RegTP δεν ενέκρινε την αιτηθείσα από την DT αύξηση του εφάπαξ τέλους μίσθωσης(67). Η RegTP δικαιολόγησε την εν λόγω απόφασή της αναφέροντας ότι οι αυξήσεις αυτές δεν θα συμβιβάζονταν πλέον με τα μεγέθη του καθεστώτος ανώτατων τιμών. Ως εκ τούτου, τα εφάπαξ τέλη της DT για όλα τα είδη σύνδεσης T-Net και T-ISDN εξακολουθούν να ανέρχονται σε 22,22 ευρώ για τη μίσθωση και σε 44,46 ευρώ για τη νέα σύνδεση. Η DT εξακολουθεί να μην χρεώνει στους λιανικούς της πελάτες τέλη καταγγελίας των συμβάσεων σύνδεσης.

    β) ΤΕΛΗ ΣΥΝΔΕΣΕΩΝ ΑDSL (T-DSL)

    (46) Σε αντίθεση με τα τιμολόγια των αναλογικών συνδέσεων και των συνδέσεων ΙSDN, τα τιμολόγια των συνδέσεων T-DSL δεν υπάγονται σε εκ των προτέρων ρύθμιση μέσω του καθεστώτος ανώτατων τιμών. Συνεπώς, τα τιμολόγια των υπηρεσιών T-DSL ορίζονται αυτοβούλως από την DT, μπορούν, ωστόσο, να αποτελέσουν αντικείμενο εκ των υστέρων ρύθμισης(68).

    (47) Κατά την περίοδο μεταξύ Ιουλίου 1999 και Ιουλίου 2000, η DT προσέφερε υπηρεσίες T-DSL μόνο μέσω συνδέσεων T-ISDN, με μηνιαίο τέλος 22,74 ευρώ και εφάπαξ τέλος εγκατάστασης 100,93 ευρώ. Κατά την περίοδο μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου 2000, οι υπηρεσίες T-DSL παρέχονταν μέσω συνδέσεων T-Net στην τιμή των 13,17 ευρώ και μέσω συνδέσεων T-ISDN στην τιμή των 6,56 ευρώ μηνιαίως. Κατά την περίοδο μεταξύ Ιανουαρίου 2001 και Φεβρουαρίου 2002, το μηνιαίο τέλος για τον εξοπλισμό T-DSL των συνδέσεων T-Net ανερχόταν σε 17,59 ευρώ, ενώ το αντίστοιχο τέλος για όλες τις παραλλαγές των συνδέσεων T-ISDN ήταν 8,77 ευρώ(69). Κατά συνέπεια, έως τις 31 Ιουλίου 2000, η συνολική τιμή των συνδέσεων T-DSL/T-ISDN Mehrgeräte Standard ήταν 43,19 ευρώ και εκείνη των συνδέσεων T-DSL/T-ISDN Mehrgeräte Komfort ήταν 45,41 ευρώ. Από την 1η Αυγούστου 2000 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2000, η συνολική τιμή ήταν 24,10 ευρώ για τις συνδέσεις T-DSL/T-Net, 26,34 ευρώ για τις συνδέσεις T-DSL/T-ISDN Mehrgeräte Standard και 28,55 ευρώ για τις συνδέσεις T-DSL/T-ISDN Mehrgeräte Komfort. Από την 1η Ιανουαρίου 2001 μέχρι την 24η Φεβρουαρίου 2002, η συνολική τιμή ήταν 28,52 ευρώ για τις συνδέσεις T-DSL/T-Net, 28,55 ευρώ για τις συνδέσεις T-DSL/T-ISDN Mehrgeräte Standard και 30,76 ευρώ για τις συνδέσεις T-DSL/T-ISDN Mehrgeräte Komfort.

    (48) Έχοντας λάβει πολυάριθμες καταγγελίες των ανταγωνιστών, η RegTP δρομολόγησε, στις 2 Φεβρουαρίου 2001, μία εκ των υστέρων έρευνα των τιμών ΑDSL της DT, προκειμένου να διερευνήσει εάν υφίσταται περίπτωση κάλυψης του κόστους κατά τρόπο που νοθεύει τον ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, η RegTP κατέληξε στο συμπέρασμα ότι με το μηνιαίο τέλος των υπηρεσιών T-DSL που παρέχονταν μέσω βασικής σύνδεσης T-ISDN, η DT κάλυπτε τις δαπάνες της σε ποσοστό μόλις (...). Με την ίδια απόφαση, η RegTP διαπίστωσε επίσης ότι το εφάπαξ τέλος εγκατάστασης για τις υπηρεσίες T-DSL κάλυπτε το (...) μόλις του κόστους της DT(70).

    (49) Παρ' όλα αυτά, η RegTP αποφάσισε να μην παρέμβει στις συγκεκριμένες τιμές και να τερματίσει την έρευνα, καθώς η DT, όπως είχε ορίσει η RegTP με δύο περαιτέρω αποφάσεις της 30ής Μαρτίου 2001, όφειλε να παρέχει στους ανταγωνιστές της τη δυνατότητα της μεταπώλησης χονδρικών υπηρεσιών τοπικού βρόχου για συνδέσεις, τοπικές και αστικές διασυνδέσεις (Resale), καθώς και της από κοινού εκμετάλλευσης των υπηρεσιών τοπικού βρόχου (Line sharing)(71). Ωστόσο, επειδή, όπως ήταν αναμενόμενο, η DT δεν συμμορφώθηκε προς αυτές τις υποδείξεις, η RegTP αποφάσισε στις 18 Δεκεμβρίου 2001 να κινήσει εκ νέου τη διαδικασία για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και να δρομολογήσει νέο έλεγχο των τιμολογίων T-DSL.

    (50) Στις 15 Ιανουαρίου 2002, η DT ανακοίνωσε τη μείωση του μηνιαίου τέλους για τις υπηρεσίες T-DSL/T-Net από 17,59 ευρώ σε 17,23 ευρώ, καθώς και την αύξηση του μηναίου τέλους για τις υπηρεσίες T-DSL/T-ISDN από 8,78 ευρώ σε 11,20 ευρώ(72). Η DT χρεώνει αυτά τα τέλη από τις 25 Φεβρουαρίου 2002. Έτσι προκύπτουν οι τρέχουσες μηνιαίες συνολικές λιανικές τιμές ύψους 28,72 ευρώ για τις συνδέσεις T-DSL/T-Net, 31,54 ευρώ για τις συνδέσεις T-DSL/T-ISDN Mehrgeräte Standard και 33,75 ευρώ για τις συνδέσεις T-DSL/T-ISDN Mehrgeräte Komfort(73). Με την αύξηση της τιμής των υπηρεσιών T-Net την 1η Φεβρουαρίου 2003, το κόστος των υπηρεσιών T-DSL/T-Net ανέρχεται πλέον σε 29,05 ευρώ.

    (51) Για τη διάθεση εξοπλισμού T-DSL, η DT χρεώνει στους πελάτες της από την 1η Αυγούστου 2000 εφάπαξ τέλος 44,46 ευρώ τόσο για τις συνδέσεις T-Net όσο και για κάθε είδος σύνδεσης T-ISDN. Στις 15 Ιανουαρίου 2002, η DT ανακοίνωσε την αύξηση αυτού του εφάπαξ τέλους στα 64,61 ευρώ από την 1η Ιουλίου 2002 και στα 86,16 ευρώ από την 1η Ιανουαρίου 2003. Κατόπιν αυτού, στις 22 Ιανουαρίου 2002, η RegTP ανέστειλε τη διαδικασία για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης με την αιτιολογία ότι η κατάσταση που είχε διαμορφωθεί όσον αφορά τις τιμές, δεν δημιουργούσε πλέον υπόνοιες για ντάμπινγκ τιμών κατά την έννοια του γερμανικού νόμου περί τηλεπικοινωνιών(74).

    IV. ΕΚΤΙΜΗΣΗ

    A. ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 82 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ

    (52) Οι φορείς εκμετάλλευσης σταθερών τηλεπικοινωνιακών δικτύων και υπηρεσιών υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ, καθώς ασκούν δραστηριότητες οικονομικής φύσεως παρέχοντας πρόσβαση σε σταθερά δίκτυα και υπηρεσίες μέσω αυτών των δικτύων(75). Όσον αφορά την DT, πρόκειται για καταχωρισμένη εμπορική επιχείρηση, η οποία εκμεταλλεύεται ένα προσβάσιμο στο κοινό σταθερό δίκτυο και παρέχει σχετικές υπηρεσίες. Ως εκ τούτου, η DT πρέπει να θεωρείται επιχείρηση κατά την έννοια των άρθρων 81 και 82 της συνθήκης ΕΚ.

    (53) Όσον αφορά την παροχή πρόσβασης στο δίκτυο και συναφών υπηρεσιών, η DT υπόκειται τόσο στις ειδικές για τον τομέα διατάξεις της Κοινότητας όσο και στις διατάξεις και στα κανονιστικά μέτρα που θεσπίζουν τα κράτη μέλη προς το σκοπό της μεταφοράς των κοινοτικών διατάξεων. Η DT πρεσβεύει την άποψη ότι είναι ανεπίτρεπτη η παρέμβαση της Επιτροπής στο ζήτημα των τελών, τα οποία είχαν ήδη αποτελέσει αντικείμενο εθνικών κανονιστικών αποφάσεων, βάσει της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και της RegTP(76) Εκτός αυτού, το ύψος όλων των υπό συζήτηση τελών καθορίσθηκε δεσμευτικά από την RegTP. Κατά συνέπεια, η DT δεν είχε πλέον τη διακριτική ευχέρεια να λαμβάνει αυτοβούλως επιχειρηματικές αποφάσεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαδικασιών για την προστασία του ανταγωνισμού (antitrust) σε κοινοτικό επίπεδο(77). Ως εκ τούτου, η διαδικασία που οφείλει να κινήσει η Επιτροπή για παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας, δεν πρέπει να στρέφεται κατά των επιχειρήσεων, οι οποίες υπόκεινται σε κανονιστική ρύθμιση, αλλά κατά της Γερμανίας μέσω της διαδικασίας κατά παραβάσεως που προβλέπει το άρθρο 226 της συνθήκης ΕΚ(78).

    (54) Ωστόσο, αντίθετα με την άποψη της DT, η πάγια νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αλλά και του Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων δεν αποκλείει την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού, όταν και στο μέτρο που οι σχετικές, ειδικές για το συγκεκριμένο τομέα, διατάξεις δεν απαγορεύουν στις επιχειρήσεις που υπόκεινται σε αυτές, να τηρούν αυτόνομη στάση η οποία μπορεί να εμποδίσει, να περιορίσει ή να επηρεάσει τον ανταγωνισμό(79). Αυτό ισχύει, ιδίως, στην περίπτωση καταγγελιών που υποβάλλονται στην Επιτροπή και αφορούν πιθανές παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού της Κοινότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει και, εάν είναι απαραίτητο, να διατάξει τη λήψη των ενδεδειγμένων διορθωτικών μέτρων.

    (55) Συνεπώς, στη λεγόμενη ανακοίνωσή της περί πρόσβασης, η Επιτροπή αναφέρει ότι συγκεκριμένες καταστάσεις μπορούν να υπόκεινται τόσο στους κανόνες ανταγωνισμού όσο και στα εθνικά ή ευρωπαϊκά ειδικά μέτρα, και ιδίως στα μέτρα περί εσωτερικής αγοράς. Στην εν λόγω ανακοίνωση αναφέρονται ειδικότερα τα εξής: "Στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, οι οδηγίες ONP στοχεύουν στη θέσπιση κανονιστικού καθεστώτος για τις συμφωνίες πρόσβασης. Δεδομένης της λεπτομερειακής μορφής των κανόνων ONP και του γεγονότος ότι ενδέχεται να υπερβαίνουν τις απαιτήσεις του άρθρου 86 (πλέον άρθρο 82), οι επιχειρήσεις που ασκούν δραστηριότητες στον τομέα των τηλεπικοινωνιών θα πρέπει να έχουν επίγνωση ότι η συμμόρφωση προς τους κοινοτικούς κανόνες του ανταγωνισμού δεν τις απαλλάσσει από το καθήκον συμμόρφωσης που επιβάλλονται στο πλαίσιο ONP και αντιστρόφως"(80).

    (56) Επιπλέον, στην ανακοίνωση για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού σε συμφωνίες πρόσβασης στον τομέα των τηλεπικοινωνιών, σχετικές αγορές και αρχές (ανακοίνωση περί πρόσβασης), η Επιτροπή αναφέρει τα εξής: "Τα άρθρα 85 και 86 ΕΚ (πλέον άρθρα 81 και 82) εφαρμόζονται κανονικά σε συμφωνίες ή πρακτικές που εγκρίθηκαν ή επετράπησαν από εθνική αρχή, ή σε περίπτωση που η εθνική αρχή έχει ζητήσει να περιληφθούν σε μια συμφωνία όροι μετά από αίτημα ενός ή περισσοτέρων συμβαλλομένων"(81).

    (57) Η παρούσα υπόθεση αφορά κατάχρηση που διέπραξε η DT υπό τη μορφή συμπίεσης τιμών λόγω δυσανάλογων χονδρικών και λιανικών τελών για την πρόσβαση στο δίκτυο τοπικής πρόσβασης. Ναι μεν τα εν λόγω τέλη υπόκεινται σε ειδικά κανονιστικά μέτρα, (βλέπε αιτιολογική σκέψη 17 και επόμενες και 31 και επόμενες), ωστόσο, η DT διαθέτει επιχειρηματική διακριτική ευχέρεια που της παρέχει τη δυνατότητα να περιορίζει ή να καταργεί τη συμπίεση των τιμών μέσω εκτεταμένης αναδιάρθρωσης των τιμολογίων (βλέπε αιτιολογική σκέψη 163 και επόμενες).Κατά συνέπεια, η εν λόγω συμπίεση των τιμών συνιστά επιβολή μη δίκαιων τιμών πώλησης σύμφωνα με το άρθρο 82 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ.

    Β. ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑ ΘΕΣΗ

    (58) Η DT κατέχει δεσπόζουσα θέση στη γερμανική αγορά της πρόσβασης στα τοπικά σταθερά δίκτυα, τόσο σε χονδρικό όσο και σε λιανικό επίπεδο. Στο λιανικό επίπεδο πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ της αγοράς πρόσβασης στενής ζώνης και της αγοράς ευρυζωνικής πρόσβασης. Η DT δεν αμφισβητεί τη συγκεκριμένη οριοθέτηση της αγοράς ούτε τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει σε αυτές τις αγορές.

    α) ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΠΡΟΪΟΝΤΩΝ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ

    (59) Οι σχετικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών είναι εκείνες τις παροχής πρόσβασης σε σταθερό δίκτυο σε τοπικό επίπεδο. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής για την ανάλυση αγοράς και την εκτίμηση της σημαντικής ισχύος στην αγορά βάσει του κοινοτικού πλαισίου κανονιστικών ρυθμίσεων για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών(82), οι αγορές πρόσβασης πρέπει να διακρίνονται από τις αγορές των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω των εν λόγω δικτύων στους τελικούς καταναλωτές, όπως είναι π.χ. οι τηλεφωνικές κλήσεις.

    (60) Κατά τα τελευταία έτη, η απελευθέρωση των υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας στη Γερμανία είχε ως αποτέλεσμα την είσοδο στην αγορά πολλών ανταγωνιστών που προσφέρουν υπηρεσίες τηλεφωνίας σε λιανικούς πελάτες. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην ταχεία ανάπτυξη της προσφοράς υπηρεσιών των νεοεμφανιζόμενων παρόχων, ιδίως στον τομέα των διεθνών κλήσεων, αλλά, σε μικρότερο βαθμό, και στον τομέα των υπεραστικών και των τοπικών κλήσεων εσωτερικού. Λόγω του υψηλού κόστους της ανάπτυξης μιας εναλλακτικής τοπικής υποδομής πρόσβασης στο δίκτυο και της εξ αυτού του λόγου απορρέουσας εξάρτησης των νεοεμφανιζόμενων παρόχων από τις εγκαταστάσεις υποδομής του ιστορικού φορέα εκμετάλλευσης, οι υπηρεσίες πρόσβασης στη Γερμανία παρέχονται σε πολύ μικρότερο βαθμό ως λιανικές υπηρεσίες από ανταγωνιστές. Παρά τη σημαντική μείωση του μεριδίου αγοράς της DT στους τομείς των διεθνών κλήσεων και των υπεραστικών κλήσεων εσωτερικού, η συγκεκριμένη επιχείρηση εξακολουθεί να κατέχει το μεγαλύτερο ποσοστό της αγοράς στον τομέα των υπηρεσιών πρόσβασης προς τους τελικούς καταναλωτές, καθώς και στον τομέα των τοπικών κλήσεων. Συνεπώς, ο ανταγωνισμός μεταξύ των νεοεμφανιζόμενων παρόχων και του ιστορικού φορέα εκμετάλλευσης εξακολουθεί να εστιάζεται στις επιχειρήσεις και στις αστικές περιοχές.

    (61) Όσον αφορά την πρόσβαση στο τοπικό δίκτυο, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ δύο χωριστών αγορών, δηλαδή της ανάντη αγοράς της πρόσβασης στο τοπικό δίκτυο που παρέχουν οι ιδιοκτήτες υποδομών στους ανταγωνιστές τους (χονδρική αγορά πρόσβασης) και της κατάντη αγοράς υπηρεσιών πρόσβασης που παρέχουν οι τηλεπικοινωνιακοί φορείς εκμετάλλευσης στους εκάστοτε λιανικούς πελάτες τους (λιανική αγορά πρόσβασης)(83).

    (62) Οι δύο αυτές αγορές, δηλαδή η χονδρική και η λιανική αγορά πρόσβασης, συνδέονται στενά μεταξύ τους. Οι ιδιοκτήτες υποδομών παρέχουν υπηρεσίες πρόσβασης στους λιανικούς πελάτες τους, είτε άμεσα είτε μέσω κάποιας συνδεδεμένης επιχείρησης, καθώς και σε τρίτους φορείς εκμετάλλευσης που δεν διαθέτουν δικό τους δίκτυο ή διαθέτουν δίκτυα περιορισμένης γεωγραφικής εμβέλειας. Αυτοί οι φορείς εκμετάλλευσης χρειάζονται την πρόσβαση στο δίκτυο στο επίπεδο της χονδρικής αγοράς, προκειμένου να είναι σε θέση να προσφέρουν και οι ίδιοι δικτυακή πρόσβαση και υπηρεσίες σε επίπεδο λιανικών πελατών.

    (63) Πέραν αυτού, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 59 των προαναφερθεισών κατευθυντήριων γραμμών στη λιανική αγορά πρόσβασης πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ αφενός της πρόσβασης στενής ζώνης μέσω αναλογικών γραμμών χαλκού και γραμμών ΙSDN (βλέπε αιτιολογική σκέψη 74 και επόμενες) και αφετέρου της ευρυζωνικής πρόσβασης σε τοπικούς βρόχους για τη μεταφορά δεδομένων υψηλής ταχύτητας, όπως είναι η πρόσβαση μέσω συστημάτων ΑDSL (βλέπε αιτιολογική σκέψη 78 και επόμενες)(84). Αυτή η πρόσθετη διάκριση δεν ισχύει για τις χονδρικές αγορές, καθώς, μέχρι σήμερα, η DT παρέχει σε πολύ περιορισμένο βαθμό στους ανταγωνιστές χωριστές υπηρεσίες πρόσβασης στενής ζώνης και ευρυζωνικές στο επίπεδο της χονδρικής αγοράς (βλέπε αιτιολογική σκέψη 64 και επόμενες).

    αα) Χονδρική αγορά πρόσβασης

    (64) Ο αγωγός τοπικού βρόχου μπορεί να εκμισθώνεται σε ανταγωνιστές ως αρχικό προϊόν. Επειδή, η πρόσβαση στο δίκτυο του ιστορικού φορέα εκμετάλλευσης της Γερμανίας κατέστη υποχρεωτική μέσω της αποδεσμοποίησης του τοπικού δικτύου, από τις αρχές του 1998 αναπτύχθηκε στη Γερμανία μια νέα αγορά πρόσβασης στο τοπικό δίκτυο σε επίπεδο χονδρικής που προηγείται της λιανικής αγοράς πρόσβασης. Μέχρι σήμερα έχουν συναφθεί περίπου 100 συμβάσεις διάθεσης των ΑΤΒ μεταξύ της DT και τρίτων παρόχων. Για αυτή τη χονδρική υπηρεσία, οι ανταγωνιστές καταβάλλουν τέλος στην DT.

    (65) Κανένας από τους λοιπούς ιδιοκτήτες τηλεπικοινωνιακών υποδομών τοπικής πρόσβασης, όπως είναι οι κοινότητες και οι περιφερειακοί φορείς εκμετάλλευσης, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ορισμένοι από τους καταγγέλλοντες στην παρούσα διαδικασία, δεν ήταν μέχρι στιγμής σε θέση να αναπτύξει τοπικά δίκτυα, ισάξια με εκείνο της DT. Μέχρι σήμερα, οι ως άνω φορείς κατόρθωσαν να αναπτύξουν μόνο τοπικά δίκτυα πρόσβασης σε περιορισμένες γεωγραφικές περιοχές, κυρίως εντός και περί μεμονωμένων κοινοτήτων και πόλεων. Από την άποψη της ζήτησης των ανταγωνιστών, η πυκνότητα και οι τεχνολογικές δυνατότητες του σταθερού δικτύου της DT συνεπάγονται ότι η χονδρική πρόσβαση στο δίκτυο αυτό αποτελεί τη μοναδική οικονομικά βιώσιμη δυνατότητα εισόδου στην αγορά της Γερμανίας.

    (66) Σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας 97/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για τη διασύνδεση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα, με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ), και της οδηγίας 98/61/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 1998, για την τροποποίηση της οδηγίας 97/33/ΕΚ σε ό,τι αφορά τη φορητότητα των αριθμών και την προεπιλογή φορέα, οι χρήστες υπηρεσιών τηλεφωνίας πρέπει να έχουν τη δυνατότητα επιλογής φορέα είτε για επιμέρους κλήσεις (επιλογή φορέα) είτε για το σύνολο των κλήσεων (προεπιλογή φορέα), διατηρώντας τη βασική τους σύνδεση με τον αρχικό φορέα εκμετάλλευσης. Η επιλογή και η προεπιλογή φορέα εκμετάλλευσης(85) δεν παρέχουν στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να αποκτήσουν πρόσβαση σε αντίστοιχη υποδομή, καθώς οι εν λόγω ρυθμίσεις τους επιτρέπουν μόνο να παρέχουν υπηρεσίες στενής ζώνης. Εκτός αυτού, η επιλογή ή η προεπιλογή του φορέα ήταν μέχρι σήμερα δυνατή στη Γερμανία μόνο για της υπεραστικές κλήσεις, όπου υφίσταται σε κάποιο βαθμό ανταγωνισμός, όχι όμως και για τις τοπικές κλήσεις, κατά παράβαση των υποχρεώσεων που ορίζουν οι κατευθυντήριες γραμμές της Κοινότητας περί παροχής ανοικτού δικτύου(86). Από οικονομική άποψη, οι κανονιστικές ρυθμίσεις της επιλογής και της προεπιλογής φορέα διαφέρουν από την πρόσβαση στο δίκτυο τοπικής πρόσβασης ως προς το γεγονός ότι στην πρώτη περίπτωση καταβάλλονται τέλη βάσει μετρητή, ενώ στη δεύτερη καταβάλλονται μηνιαία ή πάγια τέλη.

    (67) Όσον αφορά την τοπική χονδρική αγορά πρόσβασης, δεν είναι πλέον δυνατή η διάκριση μεταξύ των υπηρεσιών στενής ζώνης και των ευρυζωνικών υπηρεσιών. Μέχρι σήμερα, η DT παρέχει πρόσβαση στο δίκτυο τοπικής πρόσβασης μόνο για το συνολικό εύρος, με αποτέλεσμα οι ανταγωνιστές της, αφού μισθώσουν σε επίπεδο χονδρικής το συνολικό εύρος ζώνης του τοπικού βρόχου, να μπορούν να αποφασίζουν ελεύθερα εάν θα προσφέρουν σε επίπεδο λιανικής υπηρεσίες στενής ζώνης ή ευρυζωνικές υπηρεσίες ή και τα δύο είδη υπηρεσιών. Ο διαχωρισμός του εύρους ζώνης κατέστη δυνατός μόνο στα τέλη του 2001, όταν η DT προέβη στη σύναψη συμφωνίας με έναν ανταγωνιστή της, την εταιρεία QSC AG, σχετικά με την από κοινού εκμετάλλευση του τοπικού βρόχου (Line sharing), οπότε και η RegTP όρισε τα σχετικά τέλη στις 15 Μαρτίου 2002. Ωστόσο, μέχρι στιγμής έχουν συναφθεί μόλις τρεις συμφωνίες για την από κοινού εκμετάλλευση του τοπικού βρόχου (Line sharing)(87). Κατά συνέπεια, η από κοινού εκμετάλλευση του τοπικού βρόχου (Line sharing) δεν χρησιμοποιείται σε επαρκή βαθμό ώστε να μπορεί να αποτελέσει αυτόνομη χονδρική αγορά πρόσβασης στη Γερμανία.

    ββ) Κατάντη αγορές για την παροχή πρόσβασης σε λιανικούς πελάτες

    (68) Τα τοπικά δίκτυα αποτελούν, κατά βάση, την υποδομή για την πρόσβαση σε τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες και για την παροχή αυτών των υπηρεσιών σε επίπεδο λιανικών πελατών. Η διασύνδεση, η επιλογή και η προεπιλογή φορέα επέτρεψαν τη δημιουργία συνθηκών ανταγωνισμού μόνο στον τομέα των υπεραστικών και των διεθνών κλήσεων, καθώς, παρά την τροπολογία του νόμου περί τηλεπικοινωνιών την 1η Δεκεμβρίου 2002, η επιλογή και η προεπιλογή φορέα στη Γερμανία για την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο από εναλλακτικούς παρόχους (αποκατάσταση συνδέσεων) μέχρι πρόσφατα ήταν ακόμη δυνατή.

    (69) Ως εκ τούτου, τα τοπικά δίκτυα αποτελούν την ουσιαστική υποδομή για την παροχή υπηρεσιών πρόσβασης σε λιανικούς πελάτες σε τοπικό επίπεδο, δηλαδή για την πρώτη εγκατάσταση και τη μακροπρόθεσμη μίσθωση τοπικών βρόχων, καθώς και για τη διεκπεραίωση τοπικών κλήσεων. Τα τοπικά δίκτυα παραμένουν κατά βάση υπό τον έλεγχο του εκάστοτε ιδιοκτήτη του δικτύου.

    (70) Η παροχή πρόσβασης στο δίκτυο και η παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω τοπικών δικτύων σε επίπεδο λιανικών πελατών αποτελούν δύο διαφορετικές, συναφείς ως προς το αντικείμενο, αγορές μη υποκαταστάσιμων υπηρεσιών. Από την άποψη της ζήτησης, οι πελάτες δεν είναι σε θέση να επιλέγουν μεταξύ των δύο αγορών και να αλλάζουν φορέα παροχής πρόσβασης στο δίκτυο και παροχής λιανικών υπηρεσιών, ούτε στην περίπτωση της αύξησης των τιμών ούτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, καθώς τα συγκεκριμένα προϊόντα δεν εξυπηρετούν τις ίδιες λειτουργίες. Επιπλέον, οι τιμές της πρόσβασης και των υπηρεσιών παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές ως προς τη διάρθρωσή τους. Ενώ οι τιμές της πρόσβασης διατηρήθηκαν σχετικά σταθερές από την εφαρμογή της αποδεσμοποίησης του τοπικού βρόχου στη Γερμανία, οι τιμές των υπηρεσιών τηλεφωνίας σημείωσαν σημαντική πτώση. Από την άποψη της προσφοράς, οι αγορές της παροχής πρόσβασης και της παροχής υπηρεσιών είναι διακριτές, καθώς, δεδομένων των διαφορετικών λειτουργιών τους, αυτή καθαυτή η παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών δεν παρέχει, υπό οποιεσδήποτε προβλέψιμες συνθήκες, στους νέους παρόχους τη δυνατότητα να ανταγωνισθούν την DT στον τομέα της παροχής πρόσβασης στο τοπικό δίκτυο.

    (71) Ο προσδιορισμός χωριστής αγοράς πρόσβασης συνάδει με την πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής(88), καθώς και με την οδηγία 90/388/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 28ης Ιουνίου 1990, όσον αφορά τον ανταγωνισμό στις αγορές τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών(89) όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, για τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεοπικοινωνακών υπηρεσιών στον ανταγωνισμό(90), όπου η Επιτροπή διακρίνει τις εξής διαφορετικές υπηρεσίες σταθερής τηλεφωνίας σε επίπεδο λιανικών πελατών: αρχική σύνδεση του τοπικού βρόχου, μηνιαία μίσθωση, τοπικές, περιφερειακές και υπεραστικές κλήσεις.

    (72) Στο ίδιο πνεύμα, η Επιτροπή αναφέρει και στην ανακοίνωσή της "Αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο: Ανταγωνιστική παροχή πλήρους φάσματος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, συμπεριλαμβανομένων ευρυζωνικών πολυμεσικών υπηρεσιών και Ιnternet υψηλής ταχύτητας"(91) ότι η πρόσβαση στο δίκτυο και οι επιμέρους υπηρεσίες που παρέχονται σήμερα μέσω του δικτύου, δεν υποκαθίστανται μεταξύ τους και θα πρέπει κατά συνέπεια να θεωρηθεί ότι αποτελούν διαφορετικές αντίστοιχες αγορές.

    (73) Η περαιτέρω διαίρεση της αγοράς πρόσβασης στο επίπεδο των λιανικών πελατών σε αγορές τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στενής ζώνης και ευρυζωνικών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στηρίζεται στη διαπίστωση ότι πρόκειται για τις δύο σημαντικότερες κατηγορίες παρεχόμενων υπηρεσιών πρόσβασης σε επίπεδο λιανικών πελατών μέσω του δικτύου τοπικής πρόσβασης, οι οποίες παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά τόσο από την άποψη της ζήτησης όσο και από εκείνη της προσφοράς.

    1. Υπηρεσίες πρόσβασης στενής ζώνης

    (74) Οι υπηρεσίες πρόσβασης στενής ζώνης στο επίπεδο των λιανικών πελατών αποτελούν χωριστή αγορά, διακρινόμενες από τις ευρυζωνικές υπηρεσίες πρόσβασης. Η αγορά των υπηρεσιών πρόσβασης στενής ζώνης της Γερμανίας έχει ήδη αναπτυχθεί και εδραιωθεί σε μεγάλο βαθμό. Οι διάφοροι εναλλακτικοί φορείς προσφέρουν ανάλογες υπηρεσίες μέσω ιδιόκτητων δικτύων. Οι περισσότεροι νεοεμφανιζόμενοι πάροχοι που παρέχουν υπηρεσίες πρόσβασης σε τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο στη Γερμανία, διαθέτουν ήδη σημαντικό αριθμό συνδέσεων τελικών καταναλωτών στις περιοχές στις οποίες δραστηριοποιούνται, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς προσφέρουν στους πελάτες τους τόσο συμβατικές αναλογικές συνδέσεις όσο και συνδέσεις ΙSDN.

    (75) Στις υπηρεσίες πρόσβασης στενής ζώνης περιλαμβάνεται η πρόσβαση σε αναλογικές, καθώς και σε συμβατικές ψηφιακές γραμμές (ISDN) για χωρητικότητες αμφίδρομης μετάδοσης έως και 64 Kilobits ανά δευτερόλεπτο (Kbit/s). Αυτές οι χωρητικότητες επαρκούν απόλυτα για τη φωνητική επικοινωνία, όχι όμως για τη μετάδοση μεγάλου όγκου δεδομένων, όπως π.χ. αρχείων βίντεο. Η πρόσβαση στο Διαδίκτυο μέσω γραμμών στενής ζώνης είναι μεν δυνατή, μόνο, ωστόσο, υπό μορφή κλήσης μέσω τηλεφώνου (Dial-up) και χρέωσης βάσει μετρητή, καθώς επί του παρόντος δεν προσφέρονται τιμολόγια ενιαίων τελών για την πρόσβαση στενής ζώνης στο Διαδίκτυο.

    (76) Οι υπηρεσίες πρόσβασης στενής ζώνης παρέχονται κατά κανόνα σε ιδιώτες χωρίς ή με περιορισμένες απαιτήσεις όσον αφορά την ποιότητα, την ποσότητα και την ταχύτητα μετάδοσης της πρόσβασης στο Διαδίκτυο. Αυτές οι υπηρεσίες δεν ενδείκνυνται για επαγγελματίες ούτε προσφέρονται σε αυτούς τους πελάτες σε σημαντικό βαθμό. Ως εκ τούτου, οι τιμές για τις εν λόγω υπηρεσίες είναι σημαντικά χαμηλότερες από εκείνες των ευρυζωνικών υπηρεσιών πρόσβασης.

    (77) Ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός λιανικών πελατών προβαίνει σε βελτίωση της ποιότητας (αναβάθμιση) των λιανικών του συνδέσεων, μεταβαίνοντας από τις αναλογικές συνδέσεις ή τις συνδέσεις ΙSDN σε ευρυζωνικές συνδέσεις ΑDSL, αποσκοπώντας στη βελτίωση της ποιότητας και της ταχύτητας της μετάδοσης. Αντίθετα, σε επίπεδο καταναλωτών, δεν παρατηρείται σε αξιόλογο βαθμό μετάβαση από τις ευρυζωνικές συνδέσεις σε συνδέσεις στενής ζώνης (υποβάθμιση). Κατά συνέπεια, η δυνατότητα υποκατάστασης των δύο αυτών κατηγοριών υπηρεσιών δύναται να θεωρηθεί ως μονομερής.

    2. Ευρυζωνικές υπηρεσίες πρόσβασης

    (78) Οι λιανικές ευρυζωνικές υπηρεσίες πρόσβασης που παρέχονται υπό τη μορφή συνδέσεων ΑDSL μέσω του δικτύου τοπικής πρόσβασης ή μέσω άλλων τεχνολογιών πρόσβασης και καθιστούν δυνατή τη μεταφορά δεδομένων με υψηλή ταχύτητα, αποτελούν αυτόνομη αγορά, διακρινόμενη από τη λιανική αγορά υπηρεσιών πρόσβασης στενής ζώνης. Ως υπηρεσίες ΑDSL νοούνται οι υπηρεσίες πρόσβασης στο δίκτυο μέσω ασύμμετρων ψηφιακών τοπικών βρόχων με χωρητικότητες μετάδοσης 128 Kbit/s κατά την μετάδοση των δεδομένων (από το χρήστη προς τρίτους) και 512 Kbit/s κατά τη λήψη των δεδομένων (από τρίτους προς το χρήστη). Ορισμένες υπηρεσίες, όπως η υπηρεσία Video-on-Demand, μπορούν να παρέχονται με ικανοποιητική ποιότητα μόνο μέσω ευρυζωνικών συνδέσεων(92).

    (79) Οι υπηρεσίες ΑDSL χρησιμοποιούνται κυρίως από εντατικούς χρήστες του Διαδικτύου με υψηλές απαιτήσεις όσον αφορά τη χωρητικότητα, την ποιότητα, την ασφάλεια και την ταχύτητα της μετάδοσης, οι οποίοι επιπλέον προτιμούν μόνιμες καλωδιακές συνδέσεις. Η, συγκριτικά με τις συνδέσεις στενής ζώνης, ιδιαίτερη διάρθρωση της ζήτησης για ευρυζωνικές συνδέσεις προκύπτει για τους συγκεκριμένους καταναλωτές και από τα πάγια τέλη, τα οποία για τους εντατικούς χρήστες του Διαδικτύου είναι χαμηλότερα από τα συνήθη τέλη που χρεώνονται βάσει της διάρκειας της εκάστοτε σύνδεσης. Η Γερμανία διαθέτει ανάλογες εναλλακτικές τεχνολογίες πρόσβασης για ιδιώτες μόνο μέσω καλωδιακών συνδέσεων, ωστόσο οι εν λόγω συνδέσεις είναι διαθέσιμες μόνο σε πολύ περιορισμένες γεωγραφικές περιοχές.

    (80) Ζήτηση κυρίως για ευρυζωνικές υπηρεσίες ΑDSL εκδηλώνεται επίσης από τους επαγγελματίες. Ωστόσο, για τους εν λόγω πελάτες, ενδιαφέρον παρουσιάζουν, κατά περίπτωση, και οι γραμμές οπτικών ινών, οι μισθωμένες γραμμές, ασύρματοι τοπικοί βρόχοι (wireless local loop = WLL) και οι δορυφορικές συνδέσεις, καθώς, παρά το υψηλότερο κόστος τους, εξυπηρετούν ενίοτε καλύτερα τις ιδιαίτερες απαιτήσεις των πελατών.

    (81) Ως εκ τούτου, η εν λόγω λιανική αγορά πρόσβασης περιορίζεται στην παροχή ευρυζωνικών υπηρεσιών ΑDSL σε ιδιώτες. Η ανάπτυξη αυτής της αγοράς στη Γερμανία υπήρξε εντελώς διαφορετική από εκείνη της αγοράς υπηρεσιών πρόσβασης στενής ζώνης. Ειδικότερα, η συγκεκριμένη αγορά δημιουργήθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο(93).

    (82) Οι αγορές ευρυζωνικής πρόσβασης και πρόσβασης στενής ζώνης διαφοροποιούνται σαφώς και από την άποψη της προσφοράς. Η μετατροπή της προσφοράς από υπηρεσίες πρόσβασης στενής ζώνης σε ευρυζωνικές υπηρεσίες πρόσβασης είναι δυνατή μόνο με σημαντικά πρόσθετα έξοδα. Εκτός των σημαντικών επενδύσεων στον εξοπλισμό, ιδίως για ειδικά τερματικά, όπως π.χ. Digital Subscriber Line Access Multiplexer (DSLAM), απαιτούνται σημαντικές πρόσθετες δαπάνες για την εμπορία και τη διαφήμιση προκειμένου να κερδηθούν πελάτες για τις νέες αυτές υπηρεσίες.

    β) ΕΛΛΕΙΨΗ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΥΠΟΔΟΜΗΣ

    (83) Τα τοπικά δίκτυα της DT δεν αποτελούν τη μοναδική τεχνική υποδομή μέσω της οποίας μπορούν να παρέχονται υπηρεσίες πρόσβασης σε τρίτους φορείς ή τελικούς χρήστες. Μεταξύ των πιθανών εναλλακτικών λύσεων για υποκατάσταση των τοπικών δικτύων και στις τρεις σχετικές αγορές συγκαταλέγονται καταρχήν δίκτυα οπτικών ινών, ασύρματοι τοπικοί βρόχοι (WLL), δορυφόροι και αναβαθμισμένα δίκτυα καλωδιακής τηλεόρασης. Ωστόσο, καμία από αυτές τις εναλλακτικές υποδομές δεν δύναται μέχρι στιγμής να θεωρηθεί ως ισάξια του τοπικού δικτύου στη Γερμανία, καθώς δεν έχουν αναπτυχθεί σε επαρκή βαθμό ώστε να μπορούν να λειτουργήσουν ως γνήσια υποκατάστατα. Επί του παρόντος, η DT παρέχει σε λιανικούς πελάτες μόλις 19000 και οι ανταγωνιστές της μόλις 86000 ευρυζωνικές συνδέσεις Διαδικτύου που βασίζονται σε εναλλακτικές τεχνολογίες(94).

    (84) Τα δίκτυα οπτικών ινών είναι επί του παρόντος ανταγωνιστικά μόνο στο ανάντη επίπεδο των διεπαφών, καθώς και στο επίπεδο της λιανικής διάθεσης σε εξειδικευμένα τμήματα αγοράς, όπως είναι τα δίκτυα κτιρίων γραφείων, ή σε πολύ περιορισμένες γεωγραφικές περιοχές.

    (85) Η πρόσβαση στο τοπικό δίκτυο μέσω ασύρματου τοπικού βρόχου (WLL) θεωρείται ότι θα μπορούσε να αποτελέσει την ενδεδειγμένη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη λύση για τις ιδιαίτερες ανάγκες των ελεύθερων επαγγελματιών και των μικρότερων επιχειρήσεων ή τις ειδικές ανάγκες μεμονωμένων ιδιωτών πελατών. Ωστόσο, για τη συντριπτική πλειοψηφία των ιδιωτών πελατών θα εξακολουθήσει να αποτελεί οικονομικά ασύμφορη επιλογή.

    (86) Οι δορυφόροι αποτελούν εναλλακτική λύση κυρίως για επαγγελματική χρήση. Η προσφορά αμφίδρομων υπηρεσιών (μετάδοση και λήψη μέσω δορυφόρου), που καθιστά την εκμετάλλευση των δορυφόρων απόλυτα ανεξάρτητη από τα τοπικά δίκτυα, είναι επί του παρόντος περιορισμένη. Λόγω της απαιτούμενης δέσμευσης χωρητικότητας αναμεταδοτών σε δορυφόρους και της αναγκαιότητας κατασκευής επιπλέον εγκαταστάσεων σε σταθμούς εδάφους αμφίδρομης λειτουργίας, οι δορυφορικές επικοινωνίες έχουν εξαιρετικά υψηλό κόστος και ως εκ τούτου δεν αποτελούν επιλογή για ιδιώτες πελάτες. Για το λόγο αυτό, οι φορείς εκμετάλλευσης των δορυφόρων δεν έχουν κατορθώσει να εισέλθουν στην αγορά των δημόσιων τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

    (87) Τα καλωδιακά δίκτυα σχεδιάσθηκαν για τη μονόδρομη μετάδοση τηλεοπτικών σημάτων, η δε μετατροπή τους προς το σκοπό της αμφίδρομης επικοινωνίας είναι δαπανηρή και χρονοβόρα. Αυτή η μετατροπή έχει υλοποιηθεί μόνο σε δύο από τις εννέα γερμανικές "καλωδιακές περιφέρειες", δηλαδή στην Έσση (με τον πάροχο "iesy") και στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία (με τον πάροχο "ish" που στο μεταξύ έχει πτωχεύσει), όπου μέχρι στιγμής εξυπηρετούνται συνολικά 30000 οικιακές συνδέσεις(95). Στις λοιπές επτά περιφέρειες, το τηλεοπτικό καλωδιακό δίκτυο δεν αξιοποιείται μέχρι σήμερα για την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών(96).

    (88) Από την άποψη της προσφοράς, οι υπηρεσίες πρόσβασης ΑDSL δεν αποτελούν υποκατάστατο για τις ευρυζωνικές καλωδιακές υπηρεσίες, καθώς το καλωδιακό δίκτυο εξακολουθεί να είναι σε μεγάλο βαθμό κατακερματισμένο. Το δίκτυο ιεραρχείται σε τέσσερα επίπεδα. Το κατώτατο επίπεδο (επίπεδο δικτύου 4) περιλαμβάνει την τελική σύνδεση μεταξύ του τελευταίου σημείου μετάδοσης του δικτύου και του οικιακού χρήστη. Επειδή στη Γερμανία δραστηριοποιούνται επί του παρόντος επιχειρηματικά περισσότεροι από 100 φορείς επιπέδου δικτύου 4, οι πάροχοι υπηρεσιών Διαδικτύου (ISP) θα ήταν υποχρεωμένοι να συνάπτουν πολυάριθμες συμβάσεις διάθεσης με τους εν λόγω φορείς εκμετάλλευσης του δικτύου προκειμένου να επιτύχουν εμβέλεια και πυκνότητα ανάλογες με εκείνες του δικτύου της DT.

    (89) Άλλες καινοτόμες τεχνικές, όπως η αξιοποίηση των ηλεκτρικών δικτύων, δεν έχουν ακόμη αναπτυχθεί επαρκώς από τεχνική ή οικονομική άποψη, ή δεν είναι επαρκώς αξιόπιστες ώστε να αποτελέσουν εναλλακτική λύση για το τοπικό δίκτυο της DT. Η τηλεφωνία μέσω υφιστάμενων ηλεκτρικών γραμμών βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της δοκιμής και δεν δύναται ακόμη να εισαχθεί στην αγορά. Επί του παρόντος, μόλις 2000 οικιακοί χρήστες στη Γερμανία διαθέτουν ευρυζωνική πρόσβαση στο Διαδίκτυο μέσω του ηλεκτρικού δικτύου. Η εν λόγω πρόσβαση παρέχεται από τρεις διαφορετικούς παρόχους υπηρεσιών(97).

    (90) Ακόμη και εάν αυτή η κατάσταση πρόκειται μελλοντικά να μεταβληθεί, τα ανωτέρω εναλλακτικά δίκτυα δεν μπορούν επί του παρόντος να θεωρηθούν ως υποκατάστατα του δικτύου διπλού σύρματος χαλκού για τη λιανική παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στενής ζώνης και ευρυζωνικών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στη Γερμανία, ούτε μεμονωμένα ούτε με συνδυασμένη εκμετάλλευση.

    (91) Ως εκ τούτου, οι προσδιοριζόμενες στην παρούσα απόφαση σχετικές αγορές είναι η αγορά της πρόσβασης στο δίκτυο τοπικής πρόσβασης για ανταγωνιστές σε επίπεδο χονδρικής, καθώς και οι αγορές πρόσβασης σε συνδέσεις στενής ζώνης και σε ευρυζωνικές συνδέσεις σε επίπεδο λιανικής.

    γ) ΣΧΕΤΙΚΗ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

    (92) Η γεωγραφικά σχετική αγορά είναι η γερμανική, καθώς το τοπικό δίκτυο στο οποίο επιδιώκεται η χονδρική και η λιανική πρόσβαση, εκτείνεται αποκλειστικά εντός της επικράτειας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    (93) Τα τοπικά δίκτυα της DT έχουν αναπτυχθεί σε ολόκληρη την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας. Οι εθνικές αρχές χορήγησαν άδειες στους ανταγωνιστές, είναι δε αναμενόμενο ότι αυτοί θα ασκήσουν ανταγωνισμό και στις εθνικές αγορές. Στις περιπτώσεις στις οποίες οι άδειες περιορίζουν την εκμετάλλευση ιδιόκτητων δικτύων σε συγκεκριμένες περιοχές της Γερμανίας, η πρόσβαση στα δίκτυα της DT αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την κάλυψη ολόκληρης της επικράτειας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Εκτός αυτού, η πρόσβαση στα τοπικά δίκτυα είναι σημαντική και για τους φορείς εκμετάλλευσης που δεν διαθέτουν ιδιόκτητο δίκτυο, αλλά εξαρτώνται πλήρως από την πρόσβαση στο δίκτυο του ιστορικού φορέα εκμετάλλευσης.

    (94) Οι δυσχέρειες όσον αφορά την παροχή της πρόσβασης, τις τοπικές κλήσεις και τις υπηρεσίες πρόσβασης υψηλής ταχύτητας δεν εμποδίζουν τους νέους ανταγωνιστές να αναπτύσσουν περιορισμένα τοπικά δίκτυα, όπως π.χ. σε πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές. Ωστόσο, μέσω αυτών των δικτύων, οι εν λόγω ανταγωνιστές δεν μπορούν κατά κανόνα να ανταγωνισθούν επί ίσοις όροις σε ολόκληρη την ομοσπονδιακή επικράτεια την DT.

    (95) Ως εκ τούτου, η γεωγραφική αγορά, στην οποία θα αναπτυσσόταν υπό κανονικές συνθήκες ο ανταγωνισμός, εάν δεν προέκυπταν κωλύματα, είναι η επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    δ) ΔΕΣΠΟΖΟΥΣΑ ΘΕΣΗ ΤΗΣ DT

    (96) Η DT κατέχει δεσπόζουσα θέση σε όλες τις σχετικές στην παρούσα υπόθεση αγορές, δηλαδή τόσο στη χονδρική αγορά υπηρεσιών πρόσβασης προς ανταγωνιστές όσο και στις λιανικές αγορές των υπηρεσιών πρόσβασης στενής ζώνης και των ευρυζωνικών υπηρεσιών πρόσβασης προς ιδιώτες και επαγγελματίες.

    αα) Χονδρική πρόσβαση

    (97) Στον τομέα της χονδρικής παροχής υπηρεσιών πρόσβασης, η DT αποτελεί το μοναδικό φορέα εκμετάλλευσης τηλεφωνικού δικτύου στη Γερμανία ο οποίος διαθέτει τοπικά δίκτυα καλύπτοντας λιανικούς πελάτες σε ολόκληρη την ομοσπονδιακή επικράτεια. Στους ανταγωνιστές παρέχεται πρόσβαση στο εν λόγω δίκτυο σε επίπεδο χονδρικής. Επειδή επί του παρόντος δεν υφίσταται οικονομικά βιώσιμη εναλλακτική λύση για τα τοπικά δίκτυα της DT, μπορεί να θεωρηθεί ως δεδομένο ότι η DT, από το 1998, έτος κατά το οποίο τέθηκε σε ισχύ η αποδεσμοποίηση, κατέχει ποσοστό 100 % της γερμανικής χονδρικής αγοράς πρόσβασης για υπηρεσίες στενής ζώνης και για ευρυζωνικές υπηρεσίες.

    ββ) Λιανική πρόσβαση στενής ζώνης

    (98) Στα τέλη του 2002, η Γερμανία διέθετε συνολικά 53,72 εκατομμύρια τηλεφωνικές γραμμές. Από αυτές, 51,37 εκατομμύρια αναλογικές γραμμές και γραμμές ΙSDN ανήκαν στην DT, ενώ 2,35 εκατομμύρια γραμμές ανήκαν στους 64 ανταγωνιστές της DT μέσω ιδιόκτητων δικτύων ή βάσει συμβάσεων αποδεσμοποιημένης πρόσβασης στον τοπικό βρόχο. Συνεπώς, το μερίδιο της DT στη λιανική αγορά πρόσβασης στενής ζώνης ήταν 95,6 %. Το εν λόγω μερίδιο αγοράς της DT ήταν 97 % το 2001, 98,3 % το 2000, 99,2 % το 1999 και 99,7 % το 1998(98).

    γγ) Λιανική ευρυζωνική πρόσβαση

    (99) Η κατάσταση που επικρατεί στη γερμανική αγορά ευρυζωνικών υπηρεσιών πρόσβασης είναι ανάλογη με εκείνη της αγοράς πρόσβασης υπηρεσιών στενής ζώνης. Η DT παρέχει υπηρεσίες ΑDSL (T-DSL) ως μαζικό προϊόν από τον Αύγουστο του 2000. Τον Οκτώβριο του 2002 είχε ήδη 2,58 εκατομμύρια πελάτες, ενώ, κατά την ίδια χρονική στιγμή, οι ανταγωνιστές της, όπως οι εταιρείες Αrcor, QSC και Freenet (συνολικά 34), δεν συγκέντρωναν συνολικά περισσότερες από 161000 συνδέσεις DSL(99). Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί σε μερίδιο αγοράς της DT της τάξης του 94 % στον τομέα των συνδέσεων DSL(100).

    (100) Ακόμη και εάν ληφθούν υπόψη οι εναλλακτικές ευρυζωνικές τεχνολογίες πρόσβασης, το μερίδιο αγοράς της DT διατηρείται σε ποσοστό 90 %. Τον Οκτώβριο του 2002, η DT είχε στο συγκεκριμένο τομέα 19000 πελάτες μέσω γραμμών οπτικών ινών, WLL, δορυφορικών γραμμών και μισθωμένων γραμμών, ενώ οι ανταγωνιστές της διέθεταν 86000 καλωδιακές συνδέσεις(101).

    δδ) Εν δυνάμει ανταγωνισμός

    (101) Λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των απαιτούμενων επενδύσεων, το κόστος που καλούνται να επωμισθούν οι ανταγωνιστές για τη δημιουργία ενός δικτύου στο οποίο θα έχει πρόσβαση ένα τμήμα του πληθυσμού αντίστοιχο με εκείνο των υφιστάμενων τοπικών δικτύων της DT, πρέπει να θεωρείται ως φραγμός για την είσοδο στην αγορά. Η ανάπτυξη συγκρίσιμης υποδομής με τις υφιστάμενες τεχνολογίες πρέπει να θεωρείται ως ασύμφορη, η δε επέκτασή της σε ολόκληρη την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας θα εξακολουθήσει να είναι δυσχερής ακόμη και στο ορατό μέλλον. Κατά συνέπεια, στους ανταγωνιστές δεν παρέχεται η δυνατότητα να ανταγωνισθούν την DT επί ίσοις όροις, με αποτέλεσμα να περιορίζονται στην ανάπτυξη ιδιόκτητων δικτύων σε περιφερειακές ή τοπικές αγορές. Θεωρείται εξαιρετικά απίθανο ότι τα εναλλακτικά δίκτυα στο σύνολό τους, θα αναδειχθούν σε εύλογο χρονικό διάστημα ισάξια με τα τοπικά δίκτυα της DT, που καλύπτουν ολόκληρη την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, και ότι θα αποκτήσουν αντίστοιχη πελατεία.

    Γ. ΚΑΤΑΧΡΗΣΗ

    α) ΣΥΜΠΙΕΣΗ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ

    (102) Συμπίεση τιμών υφίσταται όταν το άθροισμα των μηνιαίων και των πάγιων τελών που οι ανταγωνιστές της DT καλούνται να καταβάλλουν σε αυτήν για την χονδρική πρόσβαση, τους υποχρεώνει να χρεώνουν στους λιανικούς πελάτες τους υψηλότερα τέλη από εκείνα που χρεώνει η DT στους δικούς της πελάτες για την παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών. Όταν τα χονδρικά τέλη είναι υψηλότερα από τα λιανικά, οι ανταγωνιστές της DT δεν δύνανται σε καμία περίπτωση να επιτύχουν κέρδη, ακόμη και όταν είναι εξίσου αποδοτικοί με την DT, καθώς εκτός από τα χονδρικά τέλη, επιβαρύνονται με επιπλέον δαπάνες, όπως π.χ. δαπάνες μάρκετινγκ, έκδοσης λογαριασμών, προμηθειών είσπραξης κ.λπ.

    (103) Η DT παρεμποδίζει τους ανταγωνιστές της να παρέχουν υπηρεσίες πρόσβασης μέσω του τοπικού βρόχου, εκτός των τηλεφωνικών κλήσεων, χρεώνοντας χονδρικά τέλη για την παροχή σε αυτούς πρόσβασης στον τοπικό βρόχο που υπερβαίνουν τα τέλη που χρεώνει στους δικούς της πελάτες για την πρόσβαση στο δίκτυο τοπικής πρόσβασης. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η DT υποχρεώνει τους ανταγωνιστές της που επιθυμούν να μισθώσουν αποδεσμοποιημένους τοπικούς βρόχους προκειμένου να προσφέρουν στους πελάτες τους υπηρεσίες σύνδεσης, να αντισταθμίζουν της ζημιογόνες υπηρεσίες πρόσβασης χρεώνοντας ακριβότερα τις τηλεφωνικές κλήσεις. Ωστόσο, τα τιμολόγια των τηλεφωνικών κλήσεων στη Γερμανία μειώθηκαν σημαντικά κατά τα τελευταία έτη(102), με αποτέλεσμα οι ανταγωνιστές συχνά να μην διαθέτουν την οικονομική δυνατότητα να προβαίνουν σε έναν τέτοιο συμψηφισμό.

    (104) Η DT θεωρεί ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η απόδειξη της καταχρηστικής διαμόρφωσης των τιμών υπό τη μορφή συμπίεσης των τιμών καταρρίπτεται και μόνο από το γεγονός ότι τα χονδρικά τέλη καθορίζονται δεσμευτικά από την RegTP(103). Συμπίεση των τιμών θα υφίστατο μόνο σε περίπτωση που η πίεση των περιθωρίων προέκυπτε ουσιαστικά από πολύ υψηλές χονδρικές τιμές, πολύ χαμηλές λιανικές τιμές ή από ένα συνδυασμό πολύ υψηλών χονδρικών και πολύ χαμηλών λιανικών τιμών, η δε αντιμετώπιση της κατάστασης ήταν νομικώς δυνατή σε αμφότερα τα επίπεδα. Ωστόσο, η κανονιστική ρύθμιση της χονδρικής τιμής θα περιόριζε την επιρροή της DT στον καθορισμό του ύψους των λιανικών τελών πρόσβασης, με αποτέλεσμα τα εν λόγω τέλη να υπόκεινται μόνο σε έλεγχο σύμφωνα με τις αρχές των καταχρηστικών προσφορών κάτω του κόστους (ανταγωνισμός εκτόπισης)(104).

    (105) Ωστόσο, αντίθετα με την άποψη της DT, η κατάχρηση υπό τη μορφή της συμπίεσης των τιμών στοιχειοθετείται στην προκειμένη περίπτωση. Σε συνδεδεμένες αγορές στις οποίες οι ανταγωνιστές αγοράζουν χονδρικές υπηρεσίες του εδραιωμένου φορέα εκμετάλλευσης και εξαρτώνται από αυτές προκειμένου να ασκήσουν ανταγωνισμό σε μια κατάντη αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών, μπορεί κάλλιστα να υπάρξει συμπίεση μεταξύ των τιμών που υπόκεινται σε κανονιστική ρύθμιση και των λιανικών τιμών, καθώς για την απόδειξη της συμπίεσης των τιμών σημασία έχει κατ' αρχήν μόνο η ύπαρξη δυσαναλογίας μεταξύ των δύο επιπέδων των τελών που έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Πέραν αυτού, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η υποκείμενη σε κανονιστική ρύθμιση των τιμών επιχείρηση έχει την επιχειρηματική διακριτική ευχέρεια να αποφύγει ή να άρει τη συμπίεση των τιμών με δική της πρωτοβουλία. Όταν συμβαίνει αυτό, όπως στην προκειμένη περίπτωση (βλέπε αιτιολογική σκέψη 163 και επόμενες), το ζήτημα των τελών που η εν λόγω επιχείρηση μπορεί να τροποποιεί χωρίς κρατική παρέμβαση, είναι επίσης σημαντικό για την επιλογή των μέσων για την αντιμετώπιση της συμπίεσης των τιμών.

    β) ΜΕΘΟΔΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣΥΜΠΙΕΣΗΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ

    (106) Από την μέχρι τούδε πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής, προκύπτει ότι κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης στοιχειοθετείται όταν σε μια ενοποιημένη επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, η σχέση μεταξύ των χονδρικών τιμών των υπηρεσιών που παρέχονται στους ανταγωνιστές της επιχείρησης σε μια ανάντη αγορά και των λιανικών τιμών σε μια κατάντη αγορά έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού στη χονδρική ή στη λιανική αγορά(105).

    (107) Σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης, καταχρηστική συμπίεση των τιμών στοιχειοθετείται όταν η διαφορά μεταξύ των λιανικών τελών μιας επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά και του χονδρικού τέλους για την παροχή αντίστοιχων υπηρεσιών στους ανταγωνιστές της είναι αρνητική ή δεν επαρκεί για την κάλυψη του κόστους προϊόντος του φορέα που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά για την παροχή υπηρεσιών στους λιανικούς του πελάτες της κατάντη αγοράς.

    (108) Υπό αυτές τις συνθήκες, ασκείται πίεση επί των εμπορικών περιθωρίων των ανταγωνιστών κατά τρόπο που νοθεύει τον ανταγωνισμό, επειδή τα περιθώρια είτε δεν υφίστανται είτε είναι τόσο περιορισμένα που δεν παρέχουν στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να ανταγωνισθούν τον εδραιωμένο φορέα εκμετάλλευσης στις αγορές της λιανικής πρόσβασης. Το ανεπαρκές περιθώριο μεταξύ των χονδρικών και των λιανικών τελών ενός καθετοποιημένου και κατέχοντα δεσπόζουσα θέση φορέα εκμετάλλευσης αποτελεί συμπεριφορά που νοθεύει τον ανταγωνισμό ιδίως όταν έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τρίτων παρόχων από τον ανταγωνισμό στην κατάντη αγορά, ακόμη και όταν αυτοί οι ανταγωνιστές είναι εξίσου αποδοτικοί όπως και ο εδραιωμένος φορέας εκμετάλλευσης(106).

    (109) Για τη διαπίστωση της συμπίεσης των τιμών, ουσιαστική σημασία έχει η συγκρισιμότητα των χονδρικών και των λιανικών υπηρεσιών πρόσβασης. Κατά κανόνα, οι ανταγωνιστές, όπως και ο εδραιωμένος φορέας εκμετάλλευσης, παρέχουν κάθε είδος λιανικών υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, πρέπει να προσδιορισθεί κατά πόσον οι λιανικές και οι χονδρικές υπηρεσίες που παρέχει ο εδραιωμένος φορέας εκμετάλλευσης είναι μεταξύ τους συγκρίσιμες σε βαθμό που να διαθέτουν τα ίδια ή, τουλάχιστον, παρόμοια χαρακτηριστικά και να καθιστούν δυνατή την παροχή των ίδιων ή παρόμοιων υπηρεσιών(107).

    (110) Τα χονδρικά τέλη για την αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στους ΑΤΒ μπορούν να συγκριθούν με τα λιανικά τέλη σύνδεσης. Η χονδρική πρόσβαση παρέχει στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να προσφέρουν στους λιανικούς τους πελάτες περαιτέρω λιανικές υπηρεσίες πρόσβασης (ISDN και ΑDSL), πέραν της βασικής αναλογικής σύνδεσης.

    (111) Ως εκ τούτου, για να επιτευχθεί η συγκρισιμότητα μεταξύ των χονδρικών και των λιανικών υπηρεσιών, εφαρμόζεται, στο πλαίσιο της παρούσας απόφασης, μια σταθμισμένη προσέγγιση των τιμών και των δαπανών. Με αυτή τη μέθοδο λαμβάνονται υπόψη όλες οι μορφές λιανικής πρόσβασης στον τοπικό βρόχο (αναλογική, ISDN, ADSL) και μάλιστα συνολικά, με βάση τον αριθμό των εκάστοτε παραλλαγών των γραμμών τις οποίες διαθέτει στους πελάτες του ο εδραιωμένος φορέας εκμετάλλευσης (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 112 έως 137). Συνεπώς, συγκρίσιμες χονδρικές και λιανικές υπηρεσίες είναι ο πλήρως αποδεσμοποιημένος τοπικός βρόχος και κάθε μορφής λιανική πρόσβαση, δηλαδή αναλογική, ISDN και ΑDSL. Θετικά συμπεράσματα σχετικά με την ύπαρξη συμπίεσης των τιμών μπορούν να εξαχθούν εφόσον οι μέσες λιανικές τιμές είναι κατώτερες του επιπέδου των χονδρικών τελών. Το κόστος προϊόντος του εδραιωμένου φορέα εκμετάλλευσης για την παροχή λιανικών υπηρεσιών στους δικούς του πελάτες (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 138 και 139) πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνο σε περίπτωση που οι μέσες λιανικές τιμές υπερβαίνουν το επίπεδο των χονδρικών τελών. Στην περίπτωση αυτή, υφίσταται συμπίεση των τιμών όταν το κόστος προϊόντος υπερβαίνει το θετικό περιθώριο μεταξύ των λιανικών και των χονδρικών τελών.

    αα) Στάθμιση των λιανικών τιμών

    (112) Αποκτώντας πλήρη πρόσβαση στους τοπικούς βρόχους της DT, οι ανταγωνιστές είναι σε θέση να παρέχουν στους λιανικούς τους πελάτες της κατάντη αγοράς διάφορες λιανικές υπηρεσίες, δηλαδή την αναλογική πρόσβαση στενής ζώνης, την ψηφιακή πρόσβαση στενής ζώνης (ISDN) ή την ευρυζωνική πρόσβαση υπό μορφή υπηρεσιών ΑDSL.

    (113) Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση, πρέπει να συγκρίνεται μια χονδρική υπηρεσία (πρόσβαση στον αγωγό τοπικού βρόχου) με πολυάριθμες διαφορετικές λιανικές υπηρεσίες (πρόσβαση σε αναλογικές συνδέσεις, συνδέσεις ΙSDN και ΑSDL). Ο απλούστερος τρόπος σύγκρισης των διαφόρων υπηρεσιών πρόσβασης σε επίπεδο χονδρικής και λιανικής συνίσταται στον καθορισμό διαφόρων χονδρικών τελών για τις διάφορες λιανικές υπηρεσίες και στην αφαίρεση ενός εύλογου περιθωρίου για τον καθορισμό των λιανικών τελών έκαστου συγκρίσιμου λιανικού τιμολογίου (με τη λεγόμενη μέθοδο Retail minus)(108). Στη Γερμανία δεν εφαρμόζονται παρομοίως διαφοροποιημένα χονδρικά τέλη επειδή, με τον προσδιορισμό του μηνιαίου τέλους μίσθωσης των ΑΤΒ η RegTP έχει καθορίσει ενιαίο χονδρικό τιμολόγιο, ανεξάρτητα από τις κατάντη υπηρεσίες που παρέχουν οι ανταγωνιστές μέσω του τοπικού βρόχου.

    (114) Στην περίπτωση των πλήρως αποδεσμοποιημένων βρόχων, η DT εκμισθώνει τις χάλκινες γραμμές στους ανταγωνιστές της προς αποκλειστική χρήση εκ μέρους αυτών. Στην περίπτωση αυτή, οι ανταγωνιστές αποκτούν απόλυτο έλεγχο όσον αφορά τη σύνδεση με τον πελάτη για την παροχή μιας ολοκληρωμένης σειράς τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών πρόσβασης μέσω των τοπικών βρόχων, συμπεριλαμβανομένης της εγκατάστασης ψηφιακών συνδέσεων για εφαρμογές δεδομένων υψηλής ταχύτητας (ADSL). Υπό αυτές τις συνθήκες, πρέπει να θεωρείται ότι η DT ασκεί στους ανταγωνιστές της καταχρηστική πίεση περιθωρίων, όταν το τέλος της πλήρους αποδεσμοποίησης, το οποίο κατανέμεται στις δαπάνες των διαφόρων λιανικών υπηρεσιών πρόσβασης η παροχή των οποίων καθίσταται δυνατή μέσω της χονδρικής πρόσβασης, μαζί με τις ειδικές παρεπόμενες δαπάνες, δεν παρέχει στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να προσφέρουν τις δικές τους λιανικές υπηρεσίες πρόσβασης χωρίς να υφίστανται ζημία.

    (115) Ως εκ τούτου, τα τιμολόγια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη σύγκριση των χονδρικών και των λιανικών υπηρεσιών πρόσβασης, πρέπει να περιλαμβάνουν όλες τις λιανικές υπηρεσίες πρόσβασης που είναι σε θέση να παρέχουν οι ανταγωνιστές. Τα εν λόγω τιμολόγια περιλαμβάνουν αφενός εκείνα της πλήρους αποδεσμοποίησης του αναλογικού χάλκινου καλωδίου (χονδρική υπηρεσία πρόσβασης) και αφετέρου τα τιμολόγια των απλών τηλεφωνικών συνδέσεων, των συνδέσεων ΙSDN και ΑDSL (λιανική υπηρεσία πρόσβασης). Με την επέκταση της σύγκρισης των τιμολογίων πέραν των απλών αναλογικών γραμμών λαμβάνεται δεόντως υπόψη το γεγονός ότι η χονδρική πρόσβαση στους τοπικούς βρόχους παρέχει στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να προσφέρουν στους πελάτες τους ευρύτερο φάσμα λιανικών υπηρεσιών πρόσβασης πέραν της απλής αναλογικής σύνδεσης.

    (116) Για τον προσδιορισμό των συνολικών εσόδων της DT από το σύνολο των λιανικών υπηρεσιών πρόσβασης, πρέπει να σταθμίζονται οι επιμέρους υπηρεσίες που παρέχει. Προς το σκοπό αυτό, πρέπει να υπολογισθεί η μέση τιμή του συνόλου των λιανικών υπηρεσιών πρόσβασης, λαμβανομένων υπόψη του αριθμού των διαφορετικών λιανικών υπηρεσιών πρόσβασης που διαθέτει η DT στην αγορά και των εκάστοτε τιμών αυτών των γραμμών.

    (117) Η DT ισχυρίζεται ότι η σύγκριση των χονδρικών και των λιανικών τελών πρόσβασης με τη συγκεκριμένη μέθοδο δεν είναι σκόπιμη. Σημαντική είναι, κατά την άποψη της DT, η θεώρηση των λιανικών πελατών, οι οποίοι αντιμετωπίζουν την πρόσβαση στον τοπικό βρόχο και τις μέσω αυτού παρεχόμενες συνδέσεις κλήσης ως μία ενιαία δέσμη προϊόντων. Δεδομένου ότι για τους ανταγωνιστές η πρόσβαση στον τοπικό βρόχο αποτελεί απλώς μια αναγκαία προϋπόθεση για την παροχή περαιτέρω τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, τα σχετικά τέλη, στην προκειμένη δε περίπτωση εκείνα των συνδέσεων τηλεφωνικών κλήσεων, πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στον υπολογισμό των εσόδων της DT από λιανικούς πελάτες. Η DT συνυπολογίζει το συγκεκριμένο ζήτημα μέσω ενός μεικτού υπολογισμού των λιανικών τελών. Κατά την άποψη της DT, το κόστος του τοπικού βρόχου ανήκει στις κοινές δαπάνες της παροχής λιανικής πρόσβασης και των συνδέσεων τηλεφωνικών κλήσεων. Κατά συνέπεια, κάθε κατανομή των δαπανών με βάση τις επιμέρους υπηρεσίες προς το σκοπό της διερεύνησης μιας ενδεχομένως μειωμένης κάλυψης του κόστους, είναι από οικονομική άποψη τεχνητή και επομένως σκόπιμη(109).

    (118) Εκτός αυτού, η DT φρονεί ότι η σύγκριση των δύο τελών δεν είναι πλήρης, επειδή τα τιμολόγια επιλογής και τα διάφορα τιμολόγια ΙSDN της DT δεν ελήφθησαν υπόψη κατά τον υπολογισμό της μέσης λιανικής τιμής(110). Τέλος, η μέθοδος προσδιορισμού της συμπίεσης των τιμών που εφάρμοσε η Επιτροπή δεν ενδείκνυται, κατά την άποψη της DT, για τη συνολική αξιολόγηση των δυνατοτήτων εισόδου στην αγορά των ανταγωνιστών, καθώς λαμβάνει υπόψη αδιάκριτα το σύνολο των περιφερειών και των κατηγοριών πελατών(111).

    (119) Ωστόσο, αντίθετα με την άποψη της DT, τα έσοδα από τις συνδέσεις τηλεφωνικών κλήσεων δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στον υπολογισμό της συμπίεσης των τιμών. Αυτό επιβάλλεται τόσο από τις διατάξεις των σχετικών κατευθυντήριων γραμμών της Κοινότητας όσο και για οικονομικούς λόγους.

    (120) Η διάκριση των τελών πρόσβασης και τηλεφωνικών κλήσεων επιβάλλεται ήδη από την αρχή της αναδιάρθρωσης των τιμολογίων που επιβάλλει η κοινοτική νομοθεσία. Σύμφωνα με αυτή την αρχή, η πρόσβαση σε γραμμές του δικτύου τοπικής πρόσβασης και η προσφορά συνδέσεων τηλεφωνικών κλήσεων διαφόρων κατηγοριών αποτελούν σαφώς διακριτές υπηρεσίες από την άποψη της τιμολόγησής τους σύμφωνα με την αρχή της κοστοστρέφειας.

    (121) Σύμφωνα με το άρθρο 4γ παράγραφος 3 της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 96/19/ΕΚ όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό, "τα κράτη μέλη επιτρέπουν στους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών τους να αναπροσαρμόζουν τα τιμολόγιά τους λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές συνθήκες της αγοράς και την ανάγκη εξασφάλισης μιας καθολικής υπηρεσίας, και, ιδίως, τα κράτη μέλη τους επιτρέπουν να αναπροσαρμόζουν τα ισχύοντα τέλη που δεν ευθυγραμμίζονται με τις σχετικές δαπάνες και που αυξάνουν το κόστος παροχής της καθολικής υπηρεσίας, ώστε τα τιμολόγια να βασίζονται στο πραγματικό κόστος.".

    (122) Το σκεπτικό αυτής της διάταξης εξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 96/19/ΕΚ, όπου αναφέρεται: "όσον αφορά τη διάρθρωση του κόστους της φωνητικής τηλεφωνίας πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ αρχικής σύνδεσης, μηνιαίας μίσθωσης, τοπικών, περιφερειακών και υπεραστικών κλήσεων. Η τιμολογιακή διάρθρωση των υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας που παρέχουν οι οργανισμοί τηλεπικοινωνιών σε ορισμένα κράτη μέλη εξακολουθεί επί του παρόντος να μην ευθυγραμμίζεται με το κόστος. Οι υπηρεσίες όσον αφορά ορισμένες κατηγορίες κλήσεων παρέχονται με ζημία και επιδοτούνται σταυροειδώς από τα κέρδη που προέρχονται από άλλες κατηγορίες. Ωστόσο η τεχνητή διατήρηση χαμηλών τιμών παρεμποδίζει τον ανταγωνισμό, δεδομένου ότι οι δυνάμει ανταγωνιστές δεν έχουν κίνητρα να εισέλθουν στο σχετικό τμήμα της αγοράς φωνητικής τηλεφωνίας [...]. Τα κράτη μέλη θα πρέπει να εξαλείψουν σταδιακά, το ταχύτερο δυνατόν, όλους τους αδικαιολόγητους περιορισμούς στην προοδευτική αναπροσαρμογή των τιμολογίων από τους οργανισμούς τηλεπικοινωνιών.".

    (123) Η έννοια της "τιμολογιακής αναδιάρθρωσης" αναφέρεται ήδη στις αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με τη χορήγηση πρόσθετων μεταβατικών περιόδων στην Ιρλανδία(112), στην Πορτογαλία(113), στο Λουξεμβούργο(114), στην Ισπανία(115) και στην Ελλάδα(116) για την εφαρμογή της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ. Σύμφωνα με αυτές "...ο καθορισμός των τιμών με βάση το κόστος σημαίνει κατά κανόνα ότι οι τιμές προσαρμόζονται κατά τρόπο ώστε τα έσοδα να εξισορροπούνται με τα έξοδα, δηλαδή:

    - τα έσοδα από τα τέλη σύνδεσης και τα μισθώματα καλύπτουν το πάγιο κόστος (συν ένα σταθερό περιθώριο κέρδους),

    - τα έσοδα από τις τοπικές κλήσεις να καλύπτουν το κόστος των τοπικών κλήσεων (συν ένα σταθερό περιθώριο),

    - τα έσοδα από τις υπεραστικές κλήσεις να καλύπτουν το κόστος των υπεραστικών κλήσεων (συν ένα σταθερό περιθώριο),

    - τα έσοδα από τις διεθνείς κλήσεις να καλύπτουν το κόστος των διεθνών κλήσεων (συν ένα σταθερό περιθώριο).

    Κατά συνέπεια, οι οργανισμοί τηλεπικοινωνιών θα πρέπει να αυξήσουν τα τέλη μίσθωσης και των τοπικών κλήσεων (ή τουλάχιστον να μην τα μειώσουν) και να μειώσουν τα τιμολόγια υπεραστικών κλήσεων."

    (124) Το άρθρο 17 παράγραφος 2 της οδηγίας 98/10/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 1998, για την εφαρμογή της παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ) στη φωνητική τηλεφωνία και για την καθολική υπηρεσία για τις τηλεπικοινωνίες σε ανταγωνιστικό περιβάλλον(117) ορίζει: "Τα τιμολόγια για χρήση του σταθερού δημόσιου τηλεφωνικού δικτύου και των σταθερών δημόσιων τηλεφωνικών υπηρεσιών ακολουθούν τις βασικές αρχές της κοστοστρεφούς τιμολόγησης που καθορίζονται στο παράρτημα ΙΙ της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ".

    (125) Στο παράρτημα της οδηγίας 90/387/EΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών μέσω της εφαρμογής της παροχής ανοικτού δικτύου (Open Network - ONP)(118), όπως τροποποιήθηκε από την οδηγία 97/51/ΕΚ του Συμβουλίου, της 6ης Οκτωβρίου 1997, για την τροποποίηση των οδηγιών 90/387/ΕΚ και 92/44/ΕΚ του Συμβουλίου με σκοπό την προσαρμογή τους σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον(119), αναφέρεται: "οι τιμές πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και, έως ότου βάσει του ανταγωνισμού μειωθούν οι τιμές για τους χρήστες, να ορίζονται κατ' αρχήν βάσει του κόστους, υπό την προϋπόθεση ότι οι πραγματικές τιμές θα εξακολουθούν να καθορίζονται βάσει της εθνικής νομοθεσίας και δεν θα εξαρτώνται από τις προϋποθέσεις παροχής ανοικτού δικτύου. (...) προκειμένου να προσφέρεται στους χρήστες η επιλογή μεταξύ των διαφόρων επιμέρους χαρακτηριστικών μιας υπηρεσίας, και στο βαθμό που το επιτρέπει η τεχνολογία, η τιμολόγηση πρέπει να είναι αρκετά αναλυτική, σύμφωνα με τους περί ανταγωνισμού κανόνες της συνθήκης. Συγκεκριμένα, τα πρόσθετα χαρακτηριστικά που εισάγονται προκειμένου να παρασχεθούν ορισμένες συμπληρωματικές ειδικές υπηρεσίες πρέπει, κατά κανόνα, να τιμολογούνται χωριστά και ανεξάρτητα από τα συμπεριλαμβανόμενα χαρακτηριστικά και τη μεταφορά αυτή καθεαυτή. Η τιμολόγηση πρέπει να είναι αμερόληπτη και να εξασφαλίζει ίση μεταχείριση, εξαιρουμένων των περιορισμών που είναι συμβατοί με το κοινοτικό δίκαιο. Όλα τα τέλη για την πρόσβαση στις δυνατότητες ή υπηρεσίες του δικτύου πρέπει να τηρούν τις προαναφερόμενες αρχές καθώς και τους περί ανταγωνισμού κανόνες της συνθήκης. Επίσης, στα εν λόγω τέλη πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η αρχή της ισότιμης συμμετοχής στο συνολικό κόστος των χρησιμοποιούμενων δυνατοτήτων και η ανάγκη μιας εύλογης απόδοσης των επενδύσεων, και όπου είναι δυνατό, η χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας σύμφωνα με την οδηγία περί των διασυνδέσεων.".

    (126) Αλλά και από οικονομικής απόψεως είναι θεμιτό και σκόπιμο να εξετάζονται μεμονωμένα, στο πλαίσιο της μεθόδου προσδιορισμού της συμπίεσης των τιμών, τα έσοδα της DT από τα τέλη πρόσβασης και να μην λαμβάνονται υπόψη τα έσοδα από τις συνδέσεις τηλεφωνικών κλήσεων, καθώς, στην προκειμένη περίπτωση, η μέθοδος προσδιορισμού της συμπίεσης των τιμών δεν εξετάζει την κατανομή των δαπανών προς το σκοπό του προσδιορισμού της (μειωμένης) κάλυψης του κόστους επιμέρους υπηρεσιών, για τον οποίο θα μπορούσαν να είναι συναφείς. Αντίθετα, αντικείμενο της μεθόδου προσδιορισμού της συμπίεσης των τιμών αποτελεί η, σε συνάρτηση με τα τέλη, σύγκριση δύο επιμέρους υπηρεσιών σε διαφορετικά από οικονομική άποψη επίπεδα. Ωστόσο, ο συνυπολογισμός των εσόδων από τις συνδέσεις τηλεφωνικών κλήσεων θα προκαλούσε στρέβλωση της εν λόγω σύγκρισης, καθώς τα έσοδα αυτά, σε συνάρτηση με τις επιπρόσθετες της πρόσβασης υπηρεσίες, δεν δύνανται να συνυπολογισθούν ούτε στην περίπτωση των χονδρικών τελών. Το ζήτημα της κατανομής των δαπανών ή της κάλυψης του κόστους αποκτά σημασία -σε δεύτερη φάση- μόνο όταν πρόκειται να διερευνηθεί το κατά πόσον το περιθώριο μεταξύ των λιανικών και των χονδρικών τελών είναι θετικό. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, είναι δυνατή η σύγκριση των δύο επιπέδων χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι συνδέσεις τηλεφωνικών κλήσεων, εφόσον -όπως στην προκειμένη περίπτωση- αφορά τόσο το περιθώριο τελών όσο και το κόστος προϊόντος.

    (127) Η μέθοδος που χρησιμοποιείται στην προκειμένη περίπτωση για τον προσδιορισμό της συμπίεσης των τιμών, βασίζεται ακριβώς στην αρχή ότι η διάρθρωση των τιμολογίων του εδραιωμένου φορέα εκμετάλλευσης πρέπει να παρέχει στους ανταγωνιστές τη δυνατότητα να τον ανταγωνίζονται αποτελεσματικά, αντιγράφοντας τουλάχιστον την πελατειακή διάρθρωση του εδραιωμένου φορέα εκμετάλλευσης. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει να θεωρείται ότι η πελατεία και οι προσφερόμενες υπηρεσίες των ανταγωνιστών πρέπει να είναι αποδοτικότερες από εκείνες του εδραιωμένου φορέα εκμετάλλευσης. Σημασία έχουν κατά κύριο λόγο οι επιπτώσεις στην είσοδο στην αγορά των ανταγωνιστών και όχι το κατά πόσον οι υπηρεσίες πρόσβασης και οι συνδέσεις τηλεφωνικών κλήσεων αντιμετωπίζονται από τους λιανικούς πελάτες ως δέσμη προϊόντων.

    (128) Η DT δεν δύναται να επικαλεσθεί τον ενδεχόμενο μεικτό υπολογισμό των τελών σύνδεσης για να αντικρούσει τη σκοπιμότητα της μεθόδου σύγκρισης, καθώς δεν είναι δυνατό να υποτεθεί εκ των προτέρων ότι όλοι οι ανταγωνιστές έχουν διάρθρωση εσόδων ίδια με εκείνη του εδραιωμένου φορέα εκμετάλλευσης και ως εκ τούτου τις ίδιες δυνατότητες εφαρμογής του μεικτού υπολογισμού των διαφόρων πηγών εσόδων. Τα έσοδα από τη διασύνδεση (π.χ. για τον τερματισμό των κλήσεων) δεν πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό της συμπίεσης των τιμών, καθώς, σύμφωνα με την οδηγία 97/33/ΕΚ(120), πρέπει να είναι κοστροστρεφή ώστε (εξαιρουμένης της επιτρεπτής απόδοσης κεφαλαίου) να έχουν αμελητέες επιπτώσεις στα καθαρά έσοδα του φορέα εκμετάλλευσης του τοπικού βρόχου.

    (129) Επιπλέον, ο ακόμη πολύ περιορισμένος ανταγωνισμός στο δίκτυο τοπικής πρόσβασης ευνόησε τη χρηματοδότηση του υφιστάμενου οικονομικού ελλείμματος των συνδέσεων στη Γερμανία μέσω των τελών σύνδεσης. Για το λόγο αυτό, η RegTP θεωρεί ότι απαιτείται μια περισσότερο ανταποκρινόμενη στο κόστος τιμολόγηση σε τοπικό επίπεδο, η οποία μάλιστα είναι αναμενόμενη λόγω της εφαρμογής της επιλογής και της προεπιλογής φορέα εκμετάλλευσης για τις τοπικές κλήσεις(121). Συνεπεία τούτου, η ίδια η DT, στην αίτηση έγκρισης τελών της 31ης Οκτωβρίου 2002(122), αιτιολογεί πλέον την αιτούμενη αύξηση του βασικού τέλους με την οικονομική αναγκαιότητα της ευρύτερης αναδιάρθρωσης των τελών σύνδεσης.

    (130) Αντίθετα με την άποψη της DT, και τα αυξημένα μηνιαία λιανικά τέλη που εισπράττονται στο πλαίσιο των τιμολογίων επιλογής δεν πρέπει να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό της συμπίεσης των τιμών, ακόμη και εάν τα τιμολόγια αυτά επιλέγονται σε ολοένα και μεγαλύτερο βαθμό και από τους ιδιώτες πελάτες της DT(123). Τα κατ' αυτόν τον τρόπο αυξημένα μηνιαία τέλη δεν αντανακλούν αύξηση της αξίας της γραμμής, π.χ. χάρη στη βελτίωση του τεχνικού εξοπλισμού ή στην προσφορά περαιτέρω υπηρεσιών. Μέσω των τιμολογίων επιλογής, η DT προσφέρει απλώς στους λιανικούς της πελάτες τη δυνατότητα να απολαμβάνουν μειωμένα τέλη τηλεφωνικών κλήσεων μέσω της αύξησης των μηνιαίων τελών σύνδεσης(124).

    (131) Τα τιμολόγια επιλογής αποτελούν προσφορά υπηρεσιών πρόσβασης και σύνδεσης υπό μορφή δέσμης. Ωστόσο, σημασία για τις δυνατότητες εισόδου στην αγορά των ανταγωνιστών όσον αφορά την προσφορά λιανικών συνδέσεων έχει αποκλειστικά το περιθώριο μεταξύ των χονδρικών και των λιανικών τελών της DT που απομένει στους ανταγωνιστές βάσει των εκάστοτε βασικών τιμολογίων. Τα αυξημένα τέλη πρόσβασης των τιμολογίων επιλογής της DT αποτελούν συνιστώσα ενός συμβατικά καθορισμένου μεικτού υπολογισμού τους με τα τέλη σύνδεσης και, ως εκ τούτου, δεν μπορούν να υπολογίζονται ξεχωριστά. Για τους ανταγωνιστές αυτός ο μεικτός υπολογισμός δεν είναι κατά κανόνα σκόπιμος λόγω των μικρότερων οικονομικών δυνατοτήτων τους. Ο κατ' αυτόν τον τρόπο καθιστάμενος αδύνατος καταμερισμός του κόστους στις επιμέρους συνιστώσες της υπηρεσίας οδήγησε την RegTP να αποσύρει από 1ης Ιανουαρίου 2002 τα τιμολόγια επιλογής από το καθεστώς ανώτατων τιμών και να τα εντάξει στη διαδικασία χορήγησης ειδικών αδειών(125).

    (132) Αλλά και το επιχείρημα της DT ότι η μέθοδος προσδιορισμού της συμπίεσης των τιμών δεν είναι σκόπιμη επειδή συμπεριλαμβάνει όλες τις περιφέρειες και τις κατηγορίες πελατών χωρίς διάκριση(126), είναι απορριπτέο. Αυτή η μέθοδος συμμορφώνεται προς την αρχή της διασφάλισης ενός λειτουργικού ανταγωνισμού ίσων ευκαιριών σε ολόκληρη την ομοσπονδιακή επικράτεια(127). Συνεπώς, δεν μπορεί να προβληθεί ο ισχυρισμός ότι όλοι οι ανταγωνιστές της DT ασκούν μόνο περιφερειακά περιορισμένο ανταγωνισμό στον εδραιωμένο φορέα εκμετάλλευσης και επιθυμούν να καλλιεργήσουν πελατειακές σχέσεις μόνο στο πλέον ελκυστικό τμήμα της αγοράς (όπως είναι π.χ. οι μεγαλουπόλεις ή οι αστικές περιοχές). Ορισμένοι ανταγωνιστές, όπως π.χ. η εταιρεία Αrcor, σκοπεύουν να ανταγωνισθούν την DT σε όλα τα επίπεδα, όμως η πολιτική τιμών της DT δεν τους έχει επιτρέψει μέχρι στιγμής να το πράξουν. Από την άποψη αυτή, δεν γίνεται διάκριση μεταξύ ιδιωτών και επαγγελματιών πελατών τόσο σε χονδρικό όσο και σε λιανικό επίπεδο, δεδομένου ότι δεν είναι δυνατός ο σαφής διαχωρισμός των δύο τομέων.

    (133) Ομοίως πρέπει να απορριφθεί και το επιχείρημα ότι οι ανταγωνιστές της DT δεν ενδιαφέρονται για την παροχή αναλογικών συνδέσεων και υπηρεσιών, αλλά στοχοθετούν χρήστες συνδέσεων ΙSDN και ΑDSL(128), ιδίως όταν μπορεί να αποδειχθεί ότι συμπίεση των τιμών θα υφίστατο ακόμη και στην υποθετική περίπτωση που κάθε αποδεσμοποιημένη γραμμή σύνδεσης θα χρησιμοποιείται από τους ανταγωνιστές για την παροχή υπηρεσιών μεγαλύτερης αξίας (π.χ. υπηρεσίες ΑDSL που παρέχονται μέσω γραμμών ΙSDN). Αυτό ακριβώς συνέβαινε πάντοτε με τη διάρθρωση των τιμολογίων της DT για την πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, τουλάχιστον δε μέχρι τις τροποποιήσεις των τιμολογίων την 1η Μαΐου 2002, από τη θέση σε ισχύ της υποχρεωτικής αποδεσμοποίησης στη Γερμανία, στις αρχές του 1998(129).

    (134) Οι ανταγωνιστές προσβλέπουν σε πελάτες συνδρομητές, παρέχοντάς τους συνδέσεις κάθε είδους, ανάλογα με τις ιδιαίτερες απαιτήσεις τους. Ναι μεν η ψηφιακή ευρυζωνική αγορά είναι η πλέον αποδοτική ή, τουλάχιστον, η πλέον υποσχόμενη μεταξύ των αγορών στις οποίες παρέχεται πρόσβαση μέσω του τοπικού βρόχου, δεν είναι όμως η μοναδική αγορά στην οποία επιδιώκουν να εισέλθουν οι ανταγωνιστές. Εκτός από λίγες επιχειρήσεις, οι οποίες εξειδικεύθηκαν εξ αρχής στην παροχή υπηρεσιών DSL σε εντατικούς χρήστες και επαγγελματίες, οι περισσότεροι ανταγωνιστές δεν προσβλέπουν μόνο σε πελάτες για ψηφιακές ευρυζωνικές συνδέσεις, αλλά επίσης για αναλογικές συνδέσεις και συνδέσεις ΙSDN(130).

    (135) Το βασικό κίνητρο που ώθησε τους ανταγωνιστές στη συγκεκριμένη επιχειρηματική στρατηγική, από το 1998, όταν επιβλήθηκε η αποδεσμοποίηση, ήταν η είσοδός τους στη μαζική αγορά των πελατών τηλεφωνίας που διέθεταν αναλογικές γραμμές. Κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, οι γραμμές σύνδεσης των συνδρομητών στη Γερμανία ήταν στη συντριπτική τους πλειοψηφία αναλογικές. Οι ψηφιακές γραμμές ΙSDN αποτελούσαν μικρό μόνο ποσοστό, ενώ οι εξοπλισμένες με συστήματα ΑDSL γραμμές διατέθηκαν για πρώτη φορά στην αγορά τον Ιούλιο του 1999. Τον Απρίλιο του 2001, οι αναλογικές γραμμές εξακολουθούσαν να αποτελούν το 75 % του συνόλου των γραμμών στη Γερμανία, ενώ το μερίδιο των ανταγωνιστών στη συγκεκριμένη αγορά ήταν μόλις 0,5 %(131).

    (136) Η είσοδος ανταγωνιστών στην αγορά διατηρήθηκε σε αυτά τα επίπεδα επειδή τα υψηλά χονδρικά τέλη πρόσβασης απέτρεψαν πολλούς από αυτούς να εισέλθουν στην αγορά. Ακόμη και μετά τη μεγαλύτερη διάδοση των ψηφιακών υπηρεσιών, το ενδιαφέρον των ανταγωνιστών για τις αναλογικές γραμμές διατηρήθηκε έντονο, λόγω της ενδιαφέρουσας προοπτικής να προσφέρουν συν τω χρόνω στους πελάτες τους γραμμές και υπηρεσίες μεγαλύτερης αξίας(132). Συν τοις άλλοις, μέχρι την οριστική υλοποίηση των στόχων της ΕΕ για την επιλογή και την προεπιλογή φορέα εκμετάλλευσης στο τοπικό δίκτυο της Γερμανίας, οι τοπικές κλήσεις θα εξακολουθήσουν να διέπονται αποκλειστικά από το συνδρομητικό καθεστώς.

    (137) Η DT χρεώνει για όλα τα είδη συνδέσεων τα ίδια χονδρικά τιμολόγια. Κατά συνέπεια, δεν απαιτείται ο υπολογισμός σταθμισμένης μέσης χονδρικής τιμής. Τα εν λόγω χονδρικά τέλη πρέπει να θεωρούνται ως έσοδα της DT κατά τον υπολογισμό του υπόλοιπου περιθωρίου σε συνάρτηση με τα λιανικά τέλη.

    ββ) Κόστος προϊόντος

    (138) Το περιθώριο μεταξύ των λιανικών και των χονδρικών τελών του ιστορικού φορέα εκμετάλλευσης μπορεί να είναι μηδενικό, αρνητικό ή θετικό. Ένα αρνητικό περιθώριο, όπου τα χονδρικά τέλη είναι υψηλότερα από τα λιανικά, αποτελεί απόδειξη συμπίεσης των τιμών, χωρίς καν να συνυπολογίζεται το κόστος των επιμέρους προϊόντων. Σε περίπτωση θετικού περιθωρίου, όπου τα χονδρικά τέλη υπολείπονται των λιανικών, συμπίεση των τιμών υφίσταται όταν το εύρος του περιθωρίου δεν επαρκεί ώστε να παρέχει στον ιστορικό φορέα εκμετάλλευσης τη δυνατότητα να καλύπτει το κόστος των επιμέρους προϊόντων για την παροχή των δικών του λιανικών υπηρεσιών.

    (139) Σημείο αφετηρίας για τον προσδιορισμό του κόστους προϊόντος της DT αποτελούν οι συνολικές δαπάνες της αποκατάστασης της λιανικής πρόσβασης. Στις συνολικές δαπάνες περιλαμβάνεται επίσης ποσοστό του κόστους του δικτύου (π.χ. για το καλώδιο χάλκινου σύρματος), το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό. Το κόστος προϊόντος περιλαμβάνει, δηλαδή, μόνο το κόστος της παροχής των πρόσθετων υπηρεσιών που απαιτούνται για την πρόσβαση των λιανικών πελατών της DT στις συνδέσεις T-Net και T-ISDN (με ή χωρίς υπηρεσίες T-DSL), συμπεριλαμβανομένου του κόστους της έκδοσης λογαριασμών, της εξυπηρέτησης πελατών κ.λπ.

    γ) ΒΑΘΜΟΣ ΣΥΜΠΙΕΣΗΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ

    (140) Όταν -όπως περιγράφεται ανωτέρω- οι χονδρικές και οι λιανικές υπηρεσίες είναι συγκρίσιμες, συμπίεση των τιμών υφίσταται όταν το περιθώριο μεταξύ των λιανικών και των χονδρικών τιμών της DT είναι αρνητικό ή, τουλάχιστον, όταν δεν επαρκεί για την κάλυψη του κατάντη κόστους της DT. Αυτό θα σήμαινε ότι η DT, κατά το υπό εξέταση χρονικό διάστημα από το 1998 και ύστερα, δεν θα ήταν και δεν θα είναι σε θέση να παρέχει τις δικές της λιανικές υπηρεσίες χωρίς να υφίσταται ζημία στην περίπτωση που θα όφειλε να καταβάλλει τη χονδρική τιμή πρόσβασης ως εσωτερική τιμή μεταφοράς για τις δικές της λιανικές υπηρεσίες.

    (141) Κατ' αυτόν τον τρόπο, ασκείται πίεση επί των εμπορικών περιθωρίων των ανταγωνιστών ακόμη και όταν αυτοί λειτουργούν εξίσου αποδοτικά με την DT, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να παρέχουν τις λιανικές υπηρεσίες πρόσβασης σε ανταγωνιστική τιμή μόνο όταν καταφέρνουν να είναι αποδοτικότεροι από την DT. Ως εκ τούτου, η πίεση επί των περιθωρίων δημιουργεί στους ανταγωνιστές μία πρόσθετη πίεση αποδοτικότητας, η οποία δεν ασκείται επί του εδραιωμένου φορέα εκμετάλλευσης κατά την παροχή των δικών του λιανικών υπηρεσιών.

    αα) Υπολογισμός της μέσης λιανικής τιμής της πρόσβασης στο τοπικό δίκτυο

    (142) Η μέση λιανική τιμή της DT υπολογίζεται στο τέλος έκαστου έτους από την έναρξη ισχύος της αποδεσμοποίησης των τοπικών βρόχων βάσει του εκάστοτε αριθμού αγωγών που διέθεσε η DT στους λιανικούς της πελάτες (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 27 και 28) και των εκάστοτε ισχυουσών λιανικών τιμών (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 31 και επόμενες) Οι κατ' αυτόν τον τρόπο υπολογιζόμενες μέσες τιμές συντίθενται από δύο συνιστώσες, δηλαδή το μηνιαίο τέλος σύνδεσης και το εφάπαξ τέλος της νέας σύνδεσης, της μίσθωσης μιας υφιστάμενης σύνδεσης και της καταγγελίας της σύμβασης μιας σύνδεσης.

    (143) Στις 31 Δεκεμβρίου 2002, η DT διέθετε συνολικά (...) συνδέσεις λιανικών πελατών. Σε αυτές περιλαμβάνονταν (...) αναλογικές συνδέσεις (T-Net) έναντι μηνιαίου τέλους 11,49 ευρώ και (...) συνδέσεις ΙSDN έναντι μηνιαίου τέλους που κυμαινόταν μεταξύ 19,56 ευρώ και 28,12 ευρώ. Στις ως άνω συνδέσεις περιλαμβάνονταν 3100000 συνδέσεις εξοπλισμένες με συστήματα ΑDSL της DT, σε ποσοστό (...) μέσω T-Net έναντι μηνιαίου τέλους 28,72 ευρώ και σε ποσοστό (...) μέσω συνδέσεων T-ISDN Mehrgeräte (Standard και Komfort) έναντι μηνιαίου τέλους 31,54 ευρώ και 33,75 ευρώ αντίστοιχα. (βλέπε αιτιολογική σκέψη 50)(133).

    (144) Όπως προκύπτει από τον ακόλουθο υπολογισμό, στα τέλη του 2002, για το σύνολο των υπηρεσιών που παρέχει η DT μέσω του τοπικού βρόχου η μέση λιανική τιμή ανά μήνα και αγωγό ανερχόταν σε 15,17 ευρώ.

    Πίνακας 3

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (145) Σύμφωνα με το συγκεκριμένο μοντέλο υπολογισμού, για το τέλος των ετών 2001, 2000, 1999 και 1998 προκύπτουν οι εξής μέσες μηνιαίες λιανικές τιμές:

    Πίνακας 4

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    Πίνακας 5

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    Πίνακας 6

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    Πίνακας 7

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (146) Επιπλέον των μηνιαίων τελών, η DT χρεώνει στους πελάτες της εφάπαξ τέλος για τη μίσθωση υφιστάμενης σύνδεσης ή τη νέα σύνδεση γραμμής. Από το 1998 έως σήμερα, τα εφάπαξ τέλη για τη μίσθωση μιας υφιστάμενης σύνδεσης T-Net ή T-ISDN ανέρχονται σε 22,22 ευρώ, ενώ εκείνα για τη δημιουργία νέων συνδέσεων αυτού του είδους ανέρχονται σε 44,45 ευρώ Η νέα σύνδεση αποτελεί την συχνότερη περίπτωση, καταλαμβάνοντας ποσοστό (...) του συνόλου, ενώ οι μισθώσεις υφιστάμενης σύνδεσης καταλαμβάνουν, αντίστοιχα, ποσοστό (...)(134). Εξ αυτού προκύπτει ένα μέσο λιανικό εφάπαξ τέλος για τις υπηρεσίες T-Net και T-ISDN ύψους (...) ευρώ(135).

    (147) Για την παροχή συνδέσεων T-DSL η DT χρέωνε αρχικά, από τη διάθεση αυτών των συνδέσεων στην αγορά το έτος 2000, εφάπαξ τέλος ύψους 44,45 ευρώ. Από την 1η Ιουλίου 2002, η DT προέβη στην αύξηση του εν λόγω τέλους στα 64,61 ευρώ και από την 1η Ιανουαρίου 2003 στα 86,16 ευρώ. Εξ αυτού προκύπτει ότι από την 1η Ιουλίου 2002 χρεώνεται μέσο εφάπαξ τέλος ύψους (...) ευρώ για όλες τις λιανικές συνδέσεις της DT, ενώ από την 1η Ιανουαρίου 2003 το τέλος αυτό ανέρχεται σε (...) ευρώ(136).

    (148) Εάν ληφθεί ως δεδομένο ότι ο μέσος λιανικός πελάτης, κυρίως λόγω μετακομίσεων, διατηρεί την τηλεφωνική σύνδεσή του για χρονικό διάστημα (...) μηνών(137), τότε τα εν λόγω μέσα εφάπαξ τέλη πρέπει να διαιρούνται δια (...). Στη συνέχεια, το αποτέλεσμα πρέπει να προστίθεται στο μηνιαίο τέλος προκειμένου να υπολογισθεί το μέσο μηνιαίο λιανικό τέλος για τη διατήρηση της πρόσβασης στο τοπικό δίκτυο. Με αυτή τη μέθοδο προκύπτουν οι εξής μέσες λιανικές συνολικές τιμές της DT:

    Πίνακας 8

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    ββ) Υπολογισμός της μέσης χονδρικής τιμής πρόσβασης στο τοπικό δίκτυο

    (149) Όπως η λιανική τιμή, έτσι και η χονδρική τιμή της DT για την πρόσβαση στον τοπικό βρόχο περιλαμβάνει δύο στοιχεία, δηλαδή το περιοδικό μηνιαίο τέλος μίσθωσης και το εφάπαξ τέλος της νέας σύνδεσης, της μίσθωσης μιας υφιστάμενης σύνδεσης και της καταγγελίας της σύμβασης μιας σύνδεσης.

    (150) Από την 1η Απριλίου 2001, το μηνιαίο τέλος που χρέωνε η DT στους ανταγωνιστές της ανερχόταν σε 12,48 ευρώ και από την 1η Μαΐου 2003 μειώθηκε σε 11,80 ευρώ. Από την 1η Απριλίου 2001, τα εφάπαξ τέλη ανερχόταν σε 92,59 ευρώ για την απλή μίσθωση υφιστάμενης γραμμής, σε 86,51 ευρώ για την απλή νέα σύνδεση και σε 38,06 ευρώ και 59,24 ευρώ για την καταγγελία της σύμβασης σύνδεσης με ή χωρίς δρομολόγηση των κλήσεων του λιανικού πελάτη στο δίκτυο εναλλακτικού φορέα, αντίστοιχα. Από 1ης Απριλίου 2002, τα εφάπαξ τέλη ανέρχονται πλέον σε 70,56 ευρώ για την απλή μίσθωση υφιστάμενης γραμμής, σε 81,12 ευρώ για την απλή νέα σύνδεση και σε 34,94 ευρώ και 50,71 ευρώ για την καταγγελία της σύμβασης σύνδεσης με ή χωρίς δρομολόγηση των κλήσεων του λιανικού πελάτη στο δίκτυο εναλλακτικού φορέα, αντίστοιχα(138).

    (151) Το τέλος καταγγελίας της υφιστάμενης σύνδεσης χρεώνεται στους ανταγωνιστές μόνο στο επίπεδο της χονδρικής για την επανασύνδεση της αποδεσμοποιημένης γραμμής στο δίκτυο της DT(139). Μαζί με το τέλος παροχής, αποτελεί το συνολικό χονδρικό εφάπαξ τέλος που καλούνται να καταβάλλουν στην DT οι ανταγωνιστές της. Η μίσθωση μιας ενεργής σύνδεσης αποτελεί την συχνότερη περίπτωση σε σύγκριση με τη νέα σύνδεση μιας ανενεργής γραμμής(140). Με βάση τα ανωτέρω, προκύπτουν τα εξής μέσα χονδρικά εφάπαξ τέλη για τους ανταγωνιστές. Όπως και στην περίπτωση των λιανικών εφάπαξ τελών (βλέπε αιτιολογική σκέψη 148), και αυτά τα μέσα συνολικά χονδρικά εφάπαξ τέλη πρέπει να διαιρεθούν δια (...) και το αποτέλεσμα να προστεθεί στο μηνιαίο τέλος προκειμένου να υπολογισθούν οι μέσες τιμές της DT για την παροχή χονδρικών υπηρεσιών πρόσβασης σε ανταγωνιστές. Κατ' αυτόν τον τρόπο, υπολογίζονται οι ακόλουθες χονδρικές συνολικές τιμές της DT.

    Πίνακας 9

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    γγ) Περιθώριο μεταξύ λιανικής και χονδρικής τιμής

    (152) Όπως προκύπτει από τους ακόλουθους υπολογισμούς, από την αποδεσμοποίηση των ΑΤΒ στη Γερμανία το 1998 έως τα τέλη του 2001, το περιθώριο μεταξύ των μέσων λιανικών τιμών πρόσβασης και των μέσων χονδρικών τιμών της DT ήταν πάντοτε αρνητικό.

    Πίνακας 10

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (153) Επειδή, από το 1998 έως το 2001, τα περιθώρια μεταξύ των λιανικών και των χονδρικών τελών της DT ήταν πάντοτε αρνητικά, προς απόδειξη της συμπίεσης των τιμών κατά τη συγκεκριμένη περίοδο δεν είναι καν απαραίτητο να προσδιορισθεί κατά πόσον τα περιθώρια αυτά επαρκούσαν για την κάλυψη των κατάντη δαπανών σύνδεσης της DT με τους πελάτες. Αντίθετα, αυτά τα αρνητικά περιθώρια ανά μήνα και γραμμή καταδεικνύουν άμεσα το βαθμό της συμπίεσης των τιμών από τις αρχές του 1998 έως τα τέλη του 2001.

    (154) Το 2002, όταν η DT προέβη για πρώτη φορά σε αύξηση ορισμένων μηνιαίων και εφάπαξ λιανικών τιμολογίων (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 44, 50 και 51) δημιουργήθηκε ένα θετικό περιθώριο μεταξύ των λιανικών και των χονδρικών τελών της, το οποίο στις 31 Δεκεμβρίου 2002 ή την 1η Ιανουαρίου 2003 ανερχόταν ανά μήνα και αγωγό σε (...) ενώ με την εγκριθείσα στις 19 Δεκεμβρίου 2002 από την RegTP αύξηση των μηνιαίων τελών των συνδέσεων T-Net κατά 0,33 ευρώ αυξήθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2003 σε (...). Για το λόγο αυτό, προς το σκοπό της απόδειξης συμπίεσης των τιμών για το έτος 2002 και έως σήμερα, πρέπει να προσδιορισθεί το κόστος προϊόντος της DT, προκειμένου να εξετασθεί κατά πόσον το εν λόγω θετικό περιθώριο επαρκεί για την κάλυψη του κόστους των προϊόντων της DT για την παροχή των λιανικών υπηρεσιών της.

    δδ) Κόστος προϊόντος

    (155) Για τον προσδιορισμό του κόστους των προϊόντων της DT για την πρόσβαση των λιανικών πελατών στο τοπικό δίκτυο πρέπει να αφαιρεθούν από τις συνολικές οι κοινές δαπάνες, δηλαδή οι δαπάνες για την απλή παροχή της υποδομής του δικτύου. Το κόστος προϊόντος προκύπτει από τον ειδικό εξοπλισμό που απαιτείται για την παροχή των αναλογικών υπηρεσιών, των υπηρεσιών ΙSDN και ΑDSL, καθώς και τις σχέσεις της DT με τους λιανικούς πελάτες της.

    (156) Για την παροχή πρόσβασης στο τοπικό δίκτυο στους λιανικούς πελάτες μέσω αναλογικών γραμμών δεν απαιτείται πρόσθετος εξοπλισμός. Συνεπώς, το κόστος του συγκεκριμένου προϊόντος προκύπτει αποκλειστικά από τις σχέσεις με τους πελάτες, π.χ. το μάρκετινγκ, τη συντήρηση και την έκδοση λογαριασμών. Αντίθετα, για την παροχή απλής πρόσβασης στον τοπικό βρόχο μέσω ψηφιακών γραμμών στενής ζώνης (ISDN) απαιτείται ειδικός εξοπλισμός που συνεπάγεται ιδιαίτερες δαπάνες. Και στην περίπτωση αυτή προκύπτουν δαπάνες για τις σχέσεις με τους πελάτες.

    (157) Για την παροχή υπηρεσιών ΑDSL απαιτείται επίσης πρόσθετος ειδικός εξοπλισμός, γεγονός που συνεπάγεται την περαιτέρω αύξηση του κόστους του συγκεκριμένου προϊόντος. Μεταξύ των σημαντικότερων παραγόντων κόστους των υπηρεσιών ΑDSL συγκαταλέγονται οι τεχνικές συσκευές στα δύο άκρα του καλωδίου χάλκινου σύρματος (δηλαδή η συσκευή διαμορφωτή-αποδιαμορφωτή (modem) και από ένας διαιρέτης στο χώρο του πελάτη και στο τηλεφωνικό κέντρο), η συσκευή πολυπλεξίας στο χώρο του τηλεφωνικού κέντρου για τη διαχείριση των ροών δεδομένων που προέρχονται από πολλές εκατοντάδες συνδέσεις ΑDSL (μεταγωγέας DSLAM - Digital Subscriber Line Access Multiplexer), καθώς και ένας υπερκείμενος του δικτύου εξυπηρετητής ευρυζωνικής πρόσβασης (BAS) για τη διοχέτευση της κυκλοφορίας από τους διάφορους μεταγωγείς DSLAM σε ένα δίκτυο οπισθοζεύξης προς το σκοπό της διαχείρισης του επιπέδου του πρωτοκόλλου του Διαδικτύου.

    (158) Σύμφωνα με στοιχεία της DT, το μηνιαίο συνολικό κόστος των λιανικών υπηρεσιών ανά αναλογική γραμμή ανέρχεται σε (...)(141), ανά γραμμή ΙSDN σε (...)(142) και ανά γραμμή ΑDSL σε (...)(143). Ωστόσο, τα ποσά αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν τόσο στοιχεία κόστους του δικτύου (π.χ. το κόστος του καλωδίου χάλκινου σύρματος) όσο και το κόστος των συγκεκριμένων προϊόντων για τη σύνδεση με τον τελικό χρήστη και για το λόγο χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης, προκειμένου να προσδιορισθεί το κόστος των συγκεκριμένων προϊόντων της DT για την παροχή της πρόσβασης των λιανικών πελατών της στον τοπικό βρόχο.

    (159) Από τα στοιχεία που υπέβαλε η DT για το έτος 2001, προκύπτει ότι το μηνιαίο κόστος προϊόντος για έκαστη αναλογική γραμμή ανήλθε σε (...)(144), για έκαστη γραμμή ΙSDN κατά μέσο όρο σε (...)(145) και για έκαστη σύνδεση ΑDSL σε (...)(146). Από αυτά τα ποσά προκύπτει σταθμισμένο μέσο κόστος των συγκεκριμένων προϊόντων ύψους (...) ανά γραμμή σύνδεσης με βάση των ακόλουθο υπολογισμό:

    Πίνακας 11

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    εε) Αποτέλεσμα

    (160) Από τον υπολογισμό του μέσου κόστους προκύπτει ότι συμπίεση των τιμών εξακολουθεί να υφίσταται ακόμη και μετά τις αυξήσεις τιμών στις οποίες προέβη η DT το Μάιο του 2002, τον Ιούλιο του 2002, τον Ιανουάριο και το Φεβρουάριο του 2003(147), καθώς το κόστος προϊόντος εξακολουθεί να υπερβαίνει το θετικό περιθώριο μεταξύ των λιανικών και των χονδρικών τελών Επιπλέον, το μέσο κόστος προϊόντος της DT αυξάνει σταθερά με κάθε νέα σύνδεση T-DSL. Τα ποσά της συμπίεσης των τιμών μετά τις τελευταίες μεταβολές των τιμών της DT παρατίθενται ακολούθως:

    Πίνακας 12

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (161) Από αυτούς τους υπολογισμούς προκύπτει ότι εξακολουθεί να υφίσταται συμπίεση των τιμών για την πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, ακόμη και εάν θα μπορούσε ενδεχομένως να περιορισθεί με την πάροδο του χρόνου. Για το σκοπό της απόδειξης της κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης της DT, η συμπίεση των τιμών εις βάρος των ανταγωνιστών με την παρούσα διάρθρωση των τιμολογίων και λαμβάνοντας υπόψη τη σταθμισμένη προσέγγιση (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 111 και 112) υπολογίζεται σε 1,31 ευρώ ανά σύνδεση και μήνα. Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη μέθοδο υπολογισμού που χρησιμοποιείται στην παρούσα απόφαση, οι μεταβολές των τιμολογίων της DT κατά το 2002 είχαν ως αποτέλεσμα ένα θετικό περιθώριο μεταξύ των μέσων λιανικών και χονδρικών τιμών, το περιθώριο αυτό δεν επαρκεί μέχρι στιγμής προκειμένου να καλύψει το κόστος προϊόντος της DT για την παροχή λιανικών υπηρεσιών.

    (162) Η DT φρονεί ότι, εξαιρουμένης της αναλογικής πρόσβασης, δεν ασκήθηκε ούτε ασκείται πίεση περιθωρίων στις μεγαλύτερης αξίας συνδέσεις(148). Ωστόσο, αυτή η επιλεκτική θεώρηση σε σχέση με τις διάφορες συνδέσεις, δεν συνάδει εξ αρχής με την ακολουθούμενη στην παρούσα απόφαση προσέγγιση, που συσχετίζει την αναλογική μέση λιανική τιμή πρόσβασης με τις χονδρικές τιμές, αντανακλώντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη διάρθρωση της πελατείας της DT (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 112 και επόμενες). Όμως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι κάθε αποδεσμοποιημένη γραμμή χρησιμοποιείται από τους ανταγωνιστές για την λιανική υπηρεσία με την μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία (DSL μέσω γραμμών ΙSDN), η συμπίεση των τιμών θα υφίστατο έως τις 30 Απριλίου 2002(149). Από την άποψη αυτή, η σταθμισμένη προσέγγιση αποβαίνει ακόμη ευνοϊκότερη για την DT.

    δ) ΔΙΑΚΡΙΤΙΚΗ ΕΥΧΕΡΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΟΦΥΓΗ ΤΗΣ ΣΥΜΠΙΕΣΗΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ

    (163) Τα γεγονότα και τα αριθμητικά στοιχεία που παρουσιάζονται στην παρούσα απόφαση, αποδεικνύουν ότι η DT ήταν από 1ης Ιανουαρίου 1998 σε θέση να αποτρέψει τη συμπίεση των τιμών για την πρόσβαση στο τοπικό δίκτυο, π.χ. με αύξηση των έως τότε ισχυόντων λιανικών τελών για τις αναλογικές συνδέσεις, τις συνδέσεις ΙSDN και τις συνδέσεις ΑDSL. Οι αυξήσεις των λιανικών τελών και οι μειώσεις των χονδρικών τελών στις οποίες προέβη η DT από τη στιγμή της αποδεσμοποίησης του τοπικού δικτύου στη Γερμανία, υποδηλώνουν τη σαφή ύπαρξη αυτής της διακριτικής ευχέρειας και παρ' όλο που κινούνται προς την ορθή κατεύθυνση, δεν επαρκούν ποσοτικά, ώστε να αναιρέσουν την κατάχρηση υπό τη μορφή των δυσανάλογων τιμών.

    αα) Περίοδοι ισχύος καθεστώτος ανώτατων τιμών 1998/99 και 2000/01

    (164) Η διακριτική ευχέρεια για την αποφυγή της συμπίεσης των τιμών μέσω της αύξησης των λιανικών τελών των αναλογικών συνδέσεων και των συνδέσεων ΙSDN κατά την πρώτη εκ των δύο περιόδων ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών, προέκυπτε από το δικαίωμα της DT να υποβάλλει οποτεδήποτε αιτήσεις τροποποίησης των τελών στην RegTP (βλέπε αιτιολογική σκέψη 36). Κατ' αυτόν τον τρόπο, η DT είχε τη δυνατότητα να επιτύχει την αύξηση των τελών σύνδεσης εντός των καλάθων οικιακών και επαγγελματικών υπηρεσιών μέσω της μείωσης των τελών διασύνδεσης, εφόσον η μέση τιμή κάλαθου δεν υπερέβαινε την καθορισμένη ανώτατη τιμή.

    (165) Το καθεστώς ανώτατων τιμών που θεσπίσθηκε από το Ομοσπονδιακό Υπουργείο Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών και την RegTP, προέβλεπε για την περίοδο 1998-2001 τη δέουσα διακριτική ευχέρεια προκειμένου να παράσχει στην DT τη δυνατότητα να προβεί σε πλήρη αναδιάρθρωση του δικού της συστήματος τιμολόγησης με βάση τις εκάστοτε δαπάνες για τις επιμέρους υπηρεσίες των καλάθων. Οι αυξήσεις των λιανικών τελών σύνδεσης μπορούσαν να αντισταθμισθούν στο πλαίσιο του καθεστώτος ανώτατων τιμών μέσω μειώσεων των τελών τηλεφωνικών κλήσεων εντός των καλάθων των οικιακών και των επαγγελματικών υπηρεσιών. Το αρχικό καθεστώς ανώτατων τιμών δεν επέβαλε κανέναν περιορισμό στις μειώσεις των τιμολογίων για τις επιμέρους υπηρεσίες. Κατά συνέπεια, η DT είχε τη διακριτική ευχέρεια να προβεί σε μείωση ορισμένων τελών και σε αύξηση άλλων, πληρώντας τα κριτήρια των καλάθων. Ως κατώτατο όριο για τα τέλη τηλεφωνικών κλήσεων η RegTP επέβαλε απλώς τον κανόνα, τα συγκεκριμένα τέλη να είναι πάντοτε κατά τουλάχιστον 25 % υψηλότερα από τα εκάστοτε τέλη διασύνδεσης. Όσον αφορά τις αιτήσεις τροποποίησης των τελών στο πλαίσιο του καθεστώτος ανώτατων τιμών που υπέβαλε η DT, η Reg TP εξέταζε μόνο γενικά εάν τηρούνται τα ισχύοντα μεγέθη και εάν τα αιτούμενα τέλη δεν αντίκεινται κατάφωρα στις απαιτήσεις του νόμου περί τηλεπικοινωνιών. Αυτό συνέβαινε στην πλειονότητα και των έξι αιτήσεων για την τροποποίηση των τιμολογίων που υποβλήθηκαν στην περίοδο 1998-2001(150).

    (166) Έτσι, ήδη κατά την πρώτη περίοδο ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών, από την 1η Ιανουαρίου 1998 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999, η DT μείωσε τα τιμολόγια των συνδέσεων τηλεφωνικών κλήσεων σε ποσοστό άνω του 20 %, υπερβαίνοντας κατά πολύ το υποχρεωτικό ποσοστό μείωσης του 4,3 %(151). Το γεγονός αυτό οδήγησε σε τιμολόγια που σύντομα έφθασαν να υπολείπονται σημαντικά των καθορισμένων μειώσεων. Έκτοτε, η DT προέβη σε περαιτέρω μειώσεις των τελών των τηλεφωνικών κλήσεων. Μεταξύ Ιανουαρίου 1998 και Φεβρουαρίου 2000 η RegTP ενέκρινε συνολικά έξι αιτήσεις για μειώσεις των τελών των τηλεφωνικών κλήσεων(152). Η σημαντική μείωση των εν λόγω τελών, στην οποία προέβη η DT κατά την περίοδο 1998-2000, δεν κατέστησε απλώς οικονομικά εφικτή για την DT την αύξηση των μηνιαίων ή/και των εφάπαξ λιανικών τελών σύνδεσης, αλλά και νομικώς επιβεβλημένη, λόγω της υφιστάμενης συμπίεσης των τιμών, χωρίς να παραβιάζονται οι ισχύουσες διατάξεις του καθεστώτος ανώτατων τιμών.

    (167) Αναλυτικά, κατά την πρώτη περίοδο ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1998 και 31ης Δεκεμβρίου 1999, η DT, λόγω των μειώσεων των τιμών της πέραν του ορίου του 4,3 %, πραγματοποίησε κύκλο εργασιών (...) ευρώ. Κατά τη δεύτερη περίοδο ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2000 και 31ης Δεκεμβρίου 2001, ο πραγματοποιηθείς κύκλος εργασιών λόγω υπέρβασης του ορίου μειώσεων που έθετε το καθεστώς ανώτατων τιμών ανήλθε σε (...) ευρώ. Τα ποσά αυτά, επιμεριζόμενα στις οικιακές και στις επαγγελματικές συνδέσεις, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εξολοκλήρου για την αύξηση είτε των μηνιαίων είτε των εφάπαξ λιανικών τελών σύνδεσης(153).

    (168) Επιπλέον, τα ποσά αυτά πρέπει να θεωρούνται ως ελάχιστα ποσά, καθώς η DT ήταν κάλλιστα σε θέση να προβεί οποιαδήποτε στιγμή σε περαιτέρω μειώσεις των τελών διασύνδεσης εντός των καλάθων των οικιακών και των επαγγελματικών υπηρεσιών, ιδίως των τιμολογίων των τοπικών κλήσεων, καθιστώντας κατ' αυτόν τον τρόπο δυνατές περαιτέρω αυξήσεις των μηνιαίων και των εφάπαξ λιανικών τελών των αναλογικών συνδέσεων και των συνδέσεων ΙSDN. Ως σημείο αναφοράς για το κόστος των επιμέρους τηλεφωνικών κλήσεων μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι χονδρικές τιμές για τη διασύνδεση των σταθερών δικτύων, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 97/33/ΕΚ οφείλουν να είναι κοστοστρεφείς. Ωστόσο, ακόμη και μετά τη μείωση των τιμολογίων του Μαΐου 2002, όλα τα λιανικά τέλη τηλεφωνικών κλήσεων της DT διατηρήθηκαν σε σαφώς υψηλότερο επίπεδο από τα αντίστοιχα τέλη διασύνδεσης, και μάλιστα σε ποσοστό έως και 570 %, ανάλογα με το είδος της τηλεφωνικής σύνδεσης(154). Αυτά τα περιθώρια παρέχουν στην DT τη δυνατότητα να δώσει τέλος στη συμπίεση των τιμών μεταξύ των τελών πρόσβασης σε χονδρικό και σε λιανικό επίπεδο με μία περισσότερο ανταποκρινόμενη στο κόστος τιμολόγηση των υπηρεσιών που συμπεριλαμβάνονται στους κάλαθους.

    (169) Η DT διατύπωσε τη θέση ότι κατά την περίοδο ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών όλα τα λιανικά τέλη είχαν καθορισθεί δεσμευτικά δια νόμου και συνεπώς δεν επιτρεπόταν καμία παρέκκλιση από τα εγκεκριμένα τέλη(155). Ωστόσο, αυτή η επιχειρηματολογία παραβλέπει ότι το καθεστώς ανώτατων τιμών προβλέπει την έγκριση των τελών σε δύο στάδια (βλέπε αιτιολογική σκέψη 36) Ναι μεν ορθώς αναφέρεται ότι η RegTP εξετάζει και εγκρίνει τροποποιήσεις τελών στο πλαίσιο του καθεστώτος ανώτατων τιμών ως προς την τήρηση των μεγεθών(156), όμως αυτό δεν συνεπάγεται ότι η DT δεν έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει συνεχώς τα λιανικά τέλη δια της υποβολής περαιτέρω αιτήσεων τροποποίησης των τελών, εφόσον αυτές οι τροποποιήσεις κινούνται εντός του πλαισίου του καθεστώτος ανώτατων τιμών. Συναφώς, η DT έχει αναγνωρίσει και ρητά ότι το καθεστώς ανώτατων τιμών παρέχει τη διακριτική ευχέρεια αναδιάρθρωσης των τελών πρόσβασης στον τοπικό βρόχο με βάση το εκάστοτε ειδικό κόστος(157).

    (170) Η DT αναφέρει επίσης ότι έλαβε μέτρα προς την κατεύθυνση αυτή υπό τη μορφή της λεγόμενης "ήπιας αναδιάρθρωσης", μέσω τιμολογίων επιλογής με υψηλότερα τέλη σύνδεσης και χαμηλότερα τέλη τηλεφωνικών κλήσεων(158). Ωστόσο, αυτά τα τιμολόγια δεν λαμβάνονται υπόψη στην παρούσα απόφαση. (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 130 και 131). Όσον αφορά τα βασικά τιμολόγια πρόσβασης, τα οποία και μόνο έχουν σημασία στην παρούσα απόφαση, η DT δεν προέβη σε παρόμοιες αυξήσεις τιμών. Αντίθετα, τα λιανικά τέλη σύνδεσης δεν αυξήθηκαν καθ' όλη τη διάρκεια της τετραετούς περιόδου.

    ββ) Περίοδος ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών 2002

    (171) Το ισχύον καθεστώς ανώτατων τιμών, που έχει τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2002, παρέχει ρητά τη διακριτική ευχέρεια αναδιάρθρωσης των τιμολογίων μέσω του αρνητικού δείκτη ανώτατων τιμών για τον κάλαθο υπηρεσιών σύνδεσης. Επειδή το καθεστώς ανώτατων τιμών προβλέπει ανώτατο όριο τιμών όχι όμως και ελάχιστες τιμές σύνδεσης, ήταν στη διακριτική ευχέρεια της DT να επιλέξει εάν και με ποιον τρόπο θα έκανε χρήση της παρεχόμενης δυνατότητας αύξησης των τιμών κατά 1 % για τον κάλαθο των υπηρεσιών σύνδεσης.

    (172) Η DT ισχυρίσθηκε αρχικά ότι η αναδιάρθρωση των τιμολογίων με αύξηση των λιανικών τελών σύνδεσης δεν έγινε αποδεκτή από τους πελάτες, ότι δεν είναι εφικτή λόγω της κατάστασης όσον αφορά τον ανταγωνισμό στη Γερμανία και ότι αντιμετωπίζεται δυσμενώς από την πολιτική ηγεσία της χώρας για κοινωνικούς λόγους(159). Ωστόσο, στις 15 Ιανουαρίου 2002, η DT ανακοίνωσε αυτοβούλως την πρώτη αύξηση των μηνιαίων τελών σύνδεσης. Τα νέα αυτά τιμολόγια τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 2002. Ωστόσο, ακόμη και μετά την εν λόγω αύξηση, εξακολουθεί να υφίσταται συμπίεση των τιμών της τάξης των (...) ευρώ ανά μήνα και σύνδεση(160).

    (173) Η DT ισχυρίζεται πλέον ότι με την αύξηση που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2002, έχει εξαντλήσει την προβλεπόμενη για το 2002 δυνατότητα επιβολής αυξήσεων των τιμών για τον κάλαθο υπηρεσιών σύνδεσης A(161). Ωστόσο, σε απάντηση αυτού του ισχυρισμού, πρέπει να αναφερθεί ότι η εμπορική δυνατότητα για την αποφυγή της συμπίεσης των τιμών δεν προκύπτει αποκλειστικά από τα λιανικά τέλη για τις αναλογικές συνδέσεις και τις συνδέσεις ΙSDN, που υπόκεινται στο καθεστώς ανώτατων τιμών, αλλά θα πρέπει επίσης να λαμβάνονται υπόψη τα λιανικά τέλη για τις συνδέσεις ΑDSL που δεν υπόκεινται σε αυτό το καθεστώς.

    (174) Ανεξάρτητα από τους κανονιστικούς όρους του καθεστώτος ανώτατων τιμών, η DT διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια να προβαίνει σε αυξήσεις των τελών σύνδεσης για την ευρυζωνική πρόσβαση ΑDSL (βλέπε αιτιολογική σκέψη 46 και επόμενες), περιορίζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τη συμπίεση των τιμών. Η ελλιπής κάλυψη του κόστους στην πλειοψηφία των παρεχόμενων από την DT υπηρεσιών T-DSL διαπιστώθηκε από την RegTP το Μάρτιο του 2001 (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 48 και 49)(162). Οι τροποποιήσεις των τελών της DT που επιβλήθηκαν το 2002, δεν επέφεραν ουσιαστικές αλλαγές στο ζήτημα αυτό (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 51 και 160)(163).

    (175) Η αύξηση των τελών των υπηρεσιών T-DSL από την DT δεν χρήζει εκ των προτέρων έγκρισης της RegTP. Συνεπώς, η DT διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια, της οποίας θα μπορούσε να είχε κάνει χρήση από την εποχή της διάθεσης στην αγορά των υπηρεσιών T-DSL, το 2000, προκειμένου να περιορίσει τη συμπίεση των τιμών. Αυτό ισχύει κυρίως για την τρέχουσα περίοδο ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών, κατά την οποία η DT τήρησε σε γενικές γραμμές, τις διατάξεις για την ρύθμιση των τελών σύνδεσης που υπόκεινται στο καθεστώς ανώτατων τιμών, ενώ αντίθετα διατήρησε αμετάβλητα τα τέλη για τις υπηρεσίες T-DSL, εξαιρουμένων των εφάπαξ τελών παροχής. Ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι η DT δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τη νομικά απεριόριστη δυνατότητά της να αυξήσει τα τέλη των υπηρεσιών T-DSL λόγω της περιορισμένης μόνο ελαστικότητας των τιμών στην πλευρά της ζήτησης προκειμένου να καταργήσει εντελώς τη συμπίεση των τιμών, δεν ήταν κατά κανένα τρόπο σε θέση να διορθώσει, τουλάχιστον εν μέρει, τη συμπίεση των τιμών.

    ε) ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ

    (176) Η DT φρονεί ότι για να θεμελιώσει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά την έννοια του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ, πέραν της απόδειξης της συμπίεσης των τιμών, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι η εν λόγω συμπίεση έχει και αρνητικές επιπτώσεις στην αγορά διότι "παρεμποδίζει τους ανταγωνιστές" ή "περιορίζει τον ανταγωνισμό στην κατάντη αγορά" θέτοντας φραγμούς όσον αφορά την είσοδο των ανταγωνιστών σε αυτήν(164).

    (177) Ωστόσο, η DT παραγνωρίζει ότι η πτυχή των φραγμών εισόδου στην αγορά για τους ανταγωνιστές έχει σημασία μόνο σε σχέση με το στοιχείο της υπόστασης της δεσπόζουσας θέσης και όχι στο ζήτημα της ενδεχόμενης κατάχρησής της.

    (178) Η έννοια της καταχρηστικής εκμετάλλευσης είναι μια αντικειμενική έννοια. Η έννοια αυτή σχετίζεται με τη συμπεριφορά μιας επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση, η οποία συμπεριφορά είναι τέτοια ώστε να επηρεάζει τη δομή μιας αγοράς ή, συνεπεία ακριβώς της παρουσίας της εν λόγω επιχείρησης, ο βαθμός του ανταγωνισμού έχει ήδη μειωθεί και έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζει, μέσω της προσφυγής σε διαφορετικές μεθόδους από εκείνες που διέπουν τον κανονικό ανταγωνισμό μεταξύ προϊόντων ή υπηρεσιών στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των οικονομικών παραγόντων, τη διατήρηση του βαθμού ανταγωνισμού που υφίσταται ακόμα στην αγορά ή την ανάπτυξη του εν λόγω ανταγωνισμού(165). Η επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση, ανεξάρτητα από τους λόγους μιας τέτοιας θέσεως, φέρει την ιδιαίτερη ευθύνη να μη θίγει με τη συμπεριφορά της την άσκηση πραγματικού και ανόθευτου ανταγωνισμού στην κοινή αγορά(166).

    (179) Αντίθετα με την άποψη της DT, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στοιχειοθετείται ήδη όταν μια επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση, χρησιμοποιεί την πολιτική τιμών για να εκτοπίζει από την αγορά τους ανταγωνιστές της και να ενισχύει κατ' αυτόν τον τρόπο τη δική της θέση(167). Αυτό συμβαίνει π.χ. όταν η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση στην αγορά επιχείρηση που είναι ταυτόχρονα προμηθευτής του αρχικού και του τελικού προϊόντος που παράγεται από αυτό, διαμορφώνει τις τιμές της κάτω του μεταβλητού κόστους παραγωγής ανά μονάδα ή κάτω του συνολικού κόστους του προϊόντος βάσει σχεδίου που αποσκοπεί στην εκτόπιση ενός ανταγωνιστή(168). Επιπλέον, η κατάχρηση θεμελιώνεται επαρκώς από νομικής απόψεως όταν μια επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση, προβαίνει συνεχώς και βάσει σχεδίου σε πωλήσεις επί ζημία, οι οποίες με βάση τον όγκο και τη φύση τους αποσκοπούν από οικονομικής απόψεως να εκτοπίσουν άλλους ανταγωνιστές από την κοινή αγορά, ή όταν μια επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά χορηγεί μονομερώς εκπτώσεις προς πιστούς πελάτες, προκειμένου να εξασφαλίσει αποκλειστικότητα στην κάλυψη των αναγκών τους(169). Κατά την άποψη της Επιτροπής, καταχρηστική πολιτική τιμών στοιχειοθετείται και στην περίπτωση που μια επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση τόσο στην αγορά του αρχικού προϊόντος όσο και σε εκείνη του τελικού προϊόντος, διατηρεί περιθώριο κέρδους μεταξύ της τιμής του αρχικού προϊόντος, την οποία χρεώνει σε επιχειρήσεις οι οποίες ασκούν ανταγωνισμό στην παραγωγή του τελικού προϊόντος, και της τιμής που χρεώνει για το τελικό προϊόν, το οποίο δεν επαρκεί για την κάλυψη του κόστους για το τελικό προϊόν και έχει ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού για το συγκεκριμένο προϊόν(170).

    (180) Με την απόδειξη από την Επιτροπή της συμπίεσης των τιμών αποδεικνύεται επαρκώς η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης.

    (181) Ωστόσο, ακόμη και εάν για την απόδειξη της κατάχρησης ήταν αναγκαία η διαπίστωση περιορισμού του ανταγωνισμού από την DT μέσω της δημιουργίας φραγμών εισόδου στην αγορά για τους ανταγωνιστές, γεγονός είναι ότι αυτοί υφίστανται. Οι ανταγωνιστές, μεταξύ των οποίων και οι καταγγέλλουσες, εξακολουθούν να μην είναι σε θέση να παρέχουν στους λιανικούς τους πελάτες σύνδεση με τα δικά τους δίκτυα σε ανταγωνιστικές τιμές. Αυτό αποδεικνύεται κυρίως από το γεγονός ότι οι ανταγωνιστές έχουν επιτύχει μέχρι στιγμής μερίδια αγοράς 4,4 % στις συνδέσεις στενής ζώνης και 10 % στις ευρυζωνικές συνδέσεις. Στο τέλος του 2002 και οι 64 ανταγωνιστές μαζί διέθεταν μόλις 2,35 εκατομμύρια από τις 53,72 εκατομμύρια τηλεφωνικές γραμμές στη Γερμανία. Στο τέλος του 2001 είχαν ακόμη 1,58 εκατομμύρια και στο τέλος του 2000 0,86 εκατομμύρια γραμμές(171). Ήδη τα αριθμητικά στοιχεία αυτά καταδεικνύουν μια πολύ αργή εξέλιξη του ανταγωνισμού στον τομέα αυτό. Οι αριθμοί των τηλεφωνικών γραμμών των ανταγωνισμών περιλαμβάνει ίδια δίκτυα και μισθωμένους αποδεσμοποιημένους ΑΤΒ της DT. Μολονότι ο συνολικός αριθμός των μισθωμένων ΑΤΒ σε ανταγωνιστές συνεχίζει να αυξάνεται, οι τριμηνιαίοι ρυθμοί αύξησης παραμένουν οι ίδιοι(172), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να διαπιστωθεί μια αισθητή βελτίωση της κατάστασης του ανταγωνισμού και στον τομέα αυτό.

    (182) Οι εν λόγω αρνητικές συνέπειες που έχει στην εξέλιξη της αγοράς ο παρεμποδισμός του ανταγωνισμού από την DT καθίστανται ιδιαίτερα σαφείς στον αριθμό των αναλογικών συνδέσεων, που στη Γερμανία αποτελούν το 75 % όλων των συνδέσεων και ως εκτούτου είναι ιδιαίτερα σημαντικές όσον αφορά τις μαζικές συναλλαγές. Βέβαια, ορισμένοι από τους ανταγωνιστές παρέχουν στους λιανικούς πελάτες τις αναλογικές συνδέσεις παρά την υφιστάμενη συμπίεση των τιμών. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει κυρίως με σκοπό να προσφερθεί στους πελάτες ένα πλήρες φάσμα προϊόντων ή κίνητρα για την αγορά υπηρεσιών υψηλότερης αξίας(173). Αντίθετα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι καταγγέλλουσες απέφυγαν εξαρχής να προσφέρουν αναλογικές συνδέσεις. Ωστόσο, ακόμη και το μερίδιο αγοράς των αναλογικών συνδέσεων των υπολοίπων ανταγωνιστών μειώθηκε από 21 % το 1999 σε 10 % το 2002(174).

    (183) Δεδομένου ότι οι καταγγέλλουσες συγκροτούν μια ετερογενή ομάδα, τα μέλη της οποίας εφαρμόζουν διαφορετικά επιχειρηματικά μοντέλα, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η πάγια επιχειρηματολογία της DT, σύμφωνα με την οποία στους ανταγωνιστές παρέχεται η δυνατότητα εισόδου στην αγορά μέσω ενός μεικτού συμψηφιστικού υπολογισμού των υπηρεσιών πρόσβασης και σύνδεσης(175), καθώς ο εν λόγω μεικτός υπολογισμός προφανώς δεν απέφερε οικονομικά αποτελέσματα που να καλύπτουν το κόστος ή να παρέχουν προοπτικές κερδοφορίας στην πλειονότητα των ανταγωνιστών. Βέβαια, ορισμένοι από τους ανταγωνιστές σε περιορισμένες περιοχές, όπως π.χ. τις μεγαλουπόλεις ή τις ευρύτερες αστικές ζώνες, μπόρεσαν εντωμεταξύ, χάρη στην αποδεσμοποίηση των τοπικών δικτύων, να εξασφαλίσουν μεγαλύτερο αριθμό πελατών και ενμέρει να εξασφαλίσουν μερίδια αγοράς άνω του 20 %. Ωστόσο, από το γεγονός αυτό δεν προκύπτει ότι η διάρθρωση τιμολογίων της DT δεν συνεπάγεται φραγμούς εισόδου στην αγορά. Ο λόγος είναι ότι η διάρθρωση τιμολογίων της DT δεν επιτρέπει, ή τουλάχιστον επιτρέπει σε πολύ περιορισμένο βαθμό, την άσκηση ανταγωνισμού κατά την προσφορά τηλεφωνικών υπηρεσιών σταθερού δικτύου σε όλη την ομοσπονδιακή επικράτεια, όπως είναι η πρόθεση ορισμένων ανταγωνιστών, π.χ. της Αrcor.

    Δ. ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΤΟ ΕΜΠΟΡΙΟ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

    (184) Οι συνθήκες πρόσβασης στις τηλεπικοινωνιακές υποδομές και στις χονδρικές υπηρεσίες φορέων εκμετάλλευσης δικτύων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά, ιδίως των ιστορικών φορέων εκμετάλλευσης σταθερών δικτύων και δικτύων κινητής τηλεφωνίας που είχαν δικαιώματα κρατικών μονοπωλίων σε γεωγραφικά καθορισμένες και προγενέστερα στεγανοποιημένες αγορές, επηρεάζουν κατά κανόνα το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, δεδομένου ότι οι υπηρεσίες που παρέχονται μέσω των τηλεπικοινωνιακών δικτύων μπορούν να διατίθενται στην αγορά ολόκληρης της Κοινότητας και οι συνθήκες πρόσβασης στην υποδομή και στις χονδρικές υπηρεσίες επηρεάζουν την ικανότητα των ανταγωνιστών, οι οποίοι έχουν ανάγκη αυτής της πρόσβασης, να παρέχουν τις υπηρεσίες τους(176).

    (185) Στην παρούσα υπόθεση, το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών επηρεάζεται, δεδομένου ότι η περιγραφόμενη αθέμιτη πολιτική τιμών σχετίζεται με τις υπηρεσίες πρόσβασης που παρέχει ένας κατέχων δεσπόζουσα θέση φορέας εκμετάλλευσης σε ολόκληρη την επικράτεια της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, περιοχή που αποτελεί σημαντικό τμήμα της εσωτερικής αγοράς. Αυτές οι πρακτικές επηρεάζουν τη δομή της αγοράς λόγω της ενίσχυσης των φραγμών για την είσοδο στις γερμανικές τηλεπικοινωνιακές αγορές, ειδικά για φορείς εκμετάλλευσης που, όπως η εταιρεία Αrcor, συμμετέχουν σε όμιλο επιχειρήσεων ο οποίος παρέχει τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες σε ολόκληρη την Κοινότητα. Μέχρι στιγμής, η DT δεν έλαβε θέση σχετικά με το συγκεκριμένο ζήτημα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

    E. ΚΑΜΙΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 86 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΗΣ ΣΥΝΘΗΚΗΣ ΕΚ

    (186) Η DT φρονεί ότι δεν στοιχειοθετείται πιθανή κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης, τουλάχιστον όχι με βάση το άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ δεδομένου ότι η DT στον τομέα της φωνητικής τηλεφωνίας είναι επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσιών ιδιαίτερου οικονομικού συμφέροντος και ότι με μια διαφορετική διάρθρωση τιμών θα περεμποδιζόταν η εκπλήρωση της εν λόγω ιδιαίτερης αποστολής(177).

    (187) Οι υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας στον τομέα των τηλεπικοινωνιών θεωρούνται ως υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος(178). Συνεπώς, η Κοινότητα ζητεί από τα κράτη μέλη στις οδηγίες 97/33/ΕΚ, 98/10/ΕΚ και στην οδηγία 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) να επιβάλουν στους φορείς υποχρεώσεις παροχής καθολικής υπηρεσίας που διασφαλίζουν την παροχή ενός ευρέος φάσματος βασικών υπηρεσιών στον τομέα της φωνητικής τηλεφωνίας(179). Οι διατάξεις περί της καθολικής υπηρεσίας επιβάλουν ένας ελάχιστος καθορισμένος αριθμός υπηρεσιών συγκεκριμένης ποιότητας να είναι προσβάσιμος για όλους τους χρήστες, ανεξάρτητα από τη γεωγραφική τους θέση, σε προσιτές τιμές. Αυτές οι διατάξεις καθορίζουν τις συγκεκριμένες υπηρεσίες, τη διαδικασία ορισμού των φορέων που έχουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις, εφόσον είναι απαραίτητο, και το πλαίσιο χρηματοδότησης του καθαρού κόστους που συνδέεται με τις υποχρεώσεις υπηρεσίας οι οποίες επιβάλλονται στους φορείς(180).

    α) ΑΝΑΘΕΣΗ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ ΣΤΗΝ DT

    (188) Εντούτοις, βάσει του καθεστώτος παροχής καθολικής υπηρεσίας που ισχύει στη Γερμανία, είναι αμφιλεγόμενο το κατά πόσον "έχει ανατεθεί" στην DT η αποστολή να παρέχει υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος. Η απαιτούμενη για την εξαίρεση από τους κανόνες του ανταγωνισμού ανάθεση μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος πρέπει να αποτελεί πράξη δημόσιας αρχής(181). Οι απαιτήσεις σχετικά με την εν λόγω ανάθεση βάσει της πάγιας νομολογίας(182) είναι αυστηρές, ώστε να μην είναι δυνατόν να παρέχεται η δυνατότητα εξαίρεσης από την εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού με την απλή επίκληση μέτρων που έχουν επιβληθεί από το κράτος χωρίς, όμως, να ορίζονται δεσμευτικά.

    (189) Μέχρι σήμερα, οι υπηρεσίες που συγκαταλέγονται στην καθολική υπηρεσία παρεχόταν κατά κύριο λόγο από την DT. Επικαλούμενη το άρθρο 97 παράγραφος 1 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών, η DT θεωρεί συνεπώς ότι ήταν επιφορτισμένη να παρέχει υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος(183). Σύμφωνα με αυτή τη μεταβατική διάταξη, η DT όφειλε να κοινοποιήσει εντός ενός έτους στην RegTP ότι δεν σκοπεύει να παρέχει τις υπηρεσίες που, σύμφωνα με τον κανονισμό που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 17 παράγραφος 2 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών χαρακτηρίζονται ως καθολική υπηρεσία, στο σύνολό τους ή υπό δυσμενείς όρους. Συνεπώς, σύμφωνα με το άρθρο 97 παράγραφος 1 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών, η DT έχει ανά πάσα στιγμή τη δυνατότητα να τερματίσει την αναληφθείσα υποχρέωση παροχής ενός ευρέως φάσματος βασικών υπηρεσιών που χαρακτηρίζονται ως καθολική υπηρεσία εντός ετήσιας προθεσμίας. Μέχρι στιγμής η DT δεν έχει πραγματοποιήσει ανάλογη κοινοποίηση στην RegTP.

    (190) Ωστόσο, αυτή καθαυτή η διάταξη του άρθρου 97 παράγραφος 1 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών δεν συνεπάγεται ότι η DT επιφορτίζεται με την παροχή καθολικών υπηρεσιών(184), διότι δεν παρέχει δικαίωμα επιβολής της καθολικής υπηρεσίας παρά τη θέληση της DT.

    (191) Εξάλλου, σύμφωνα με τις κοινοτικές προδιαγραφές, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανία υποχρεούται να λάβει μέριμνα για την παροχή υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας σε ολόκληρο τον πληθυσμό της Γερμανίας(185). Επίσης, οι επιχειρήσεις που παρέχουν καθολικές υπηρεσίες όφειλαν να γνωστοποιηθούν ξεχωριστά στην Επιτροπή. Αυτό συνέβη στην περίπτωση της DT. Συνεπώς, εξ αυτού του γεγονότος θα μπορούσε ενδεχομένως στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η DT είχε επιφορτισθεί με την παροχή υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος.

    β) ΚΑΜΙΑ ΠΑΡΑΚΩΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΛΗΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΔΙΑΙΤΕΡΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ

    (192) Ακόμη, ωστόσο, και εάν υποτεθεί ότι η DT είχε επιφορτισθεί με την παροχή καθολικών υπηρεσιών, στην προκειμένη περίπτωση, αυτό δεν συνεπάγεται απαραιτήτως την εξαίρεση της DT από τους κανόνες ανταγωνισμού της συνθήκης ΕΚ, καθώς η τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, ιδίως του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ, δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση από την DT της ιδιαίτερης αποστολής που της έχει ανατεθεί.

    (193) Η DT θεωρεί ότι τα τέλη των αναλογικών συνδέσεων αποτελούν το κεντρικό στοιχείο της καθολικής υπηρεσίας και ότι ενδεχόμενη σημαντική αύξηση αυτών των τελών με στόχο την άρση της συμπίεσης των τιμών θα αντέκειτο στην υποχρέωσή της να παρέχει καθολικές υπηρεσίες(186). Ωστόσο, τόσο ο μεικτός υπολογισμός των τελών σύνδεσης και διασύνδεσης όσο και η συμπίεση τιμών μεταξύ των χονδρικών και των λιανικών τελών που προκύπτει από αυτόν, δεν επιβάλλονται νομικώς ούτε ανταποκρίνονται στην αρχή της αναλογικότητας για την εκπλήρωση της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας.

    (194) Τα τέλη της DT για τις χονδρικές και τις λιανικές υπηρεσίες πρέπει γενικώς να ευθυγραμμίζονται με το κόστος της αποδοτικής παροχής υπηρεσιών(187). Επιπλέον, η αρχή των ενιαίων τιμολογίων επιβάλλει ένα ενιαίο επίπεδο λιανικών τιμών σε ολόκληρη την ομοσπονδιακή επικράτεια(188). Πέραν αυτού, για τις καθολικές υπηρεσίες ισχύει ο όρος ότι σε όλους τους χρήστες, ανεξάρτητα από τον τόπο κατοικίας ή τον τόπο εργασίας, πρέπει να παρέχεται πρόσβαση σε προσιτή τιμή(189) που εξαρτάται από τις πραγματικές τιμές σε συνάρτηση με τη μέση ζήτηση υπηρεσιών τηλεφωνίας των οικιακών χρηστών εκτός πόλεων 100000 κατοίκων, όπως αυτή είχε στις 31 Δεκεμβρίου 1997(190).

    (195) Σύμφωνα με τις κοινοτικές προδιαγραφές για την εφαρμογή της αρχής της οικονομικής προσιτότητας, θεσπίσθηκε στη Γερμανία το καθεστώς ανώτατων τιμών, το οποίο έθετε ανώτατο όριο για τα λιανικά τέλη(191). Στο πλαίσιο αυτού του καθεστώτος ανώτατων τιμών, η DT -παρά τη διακριτική ευχέρεια που ανά πάσα στιγμή διέθετε για μία ευρύτερη αναδιάρθρωση- καθόρισε τα λιανικά τέλη κατά τρόπον ώστε εξακολούθησε να παρέχει αναλογικές συνδέσεις κάτω του κόστους, χρηματοδοτώντας το κατ' αυτόν τον τρόπο προκύπτον οικονομικό έλλειμμα των συνδέσεων μέσω των αυξημένων εσόδων της από τα τέλη των υπηρεσιών διασύνδεσης.

    (196) Ωστόσο, στο πλαίσιο του καθεστώτος ανώτατων τιμών, δεν αιτιολογείται νομικώς η στο διαπιστωθέντα βαθμό προνομιακή μεταχείριση των τελών σύνδεσης σε σχέση με τα τέλη διασύνδεσης με βάση τον ορισμό της σε προσιτή τιμή παρεχόμενης καθολικής υπηρεσίας. Αντίθετα, το καθεστώς ανώτατων τιμών αποσκοπεί σε μια συνεχή αναδιάρθρωση των τιμολογίων.

    (197) Εκτός αυτού, η DT δεν απέδειξε ότι η εξασφάλιση της παροχής της καθολικής υπηρεσίας προϋποθέτει μεικτό υπολογισμό με συμψηφισμούς μεταξύ των οικονομικά αποδοτικών και των λιγότερο αποδοτικών τομέων δραστηριοτήτων. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση θα μπορούσε να αιτιολογηθεί ο περιορισμός του ανταγωνισμού σε οικονομικά αποδοτικούς τομείς σύμφωνα με το άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ(192). Το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αναγνωρίζει γενικώς την ανάγκη προστασίας κάποιων κατ' αποκλειστικότητα ανατιθέμενων τομέων από την επιλεκτική είσοδο στην αγορά σε οικονομικά αποδοτικούς τομείς δραστηριοτήτων(193). Ωστόσο, από την 1η Ιανουαρίου 1998, η φωνητική τηλεφωνία έπαψε να αποτελεί κατ' αποκλειστικότητα ανατιθέμενο τομέα, ώστε η DT να δύναται να προβεί σε προσαρμογή της διάρθρωσης των τιμολογίων της κατά νομικώς θεμιτό τρόπο και χωρίς να υποστεί οικονομική ζημία. Στον τομέα αυτό, βάσει των οδηγιών 98/10/ΕΚ και 2002/22/ΕΚ, ακριβώς λόγω της υποχρέωσης των κρατών μελών να μεριμνούν για την κοστοστρέφεια των επιμέρους τελών, ένας μεικτός υπολογισμός θα ήταν παράνομος.

    (198) Το επιχείρημα της DT ότι ο μεικτός υπολογισμός στον τοπικό βρόχο επιβάλλεται για την σε προσιτή τιμή σύνδεση του πελάτη(194) δεν ευσταθεί, καθώς προβάλλεται αλυσιτελώς όσον αφορά τη νομική αξιολόγηση του ζητήματος. Οι διατάξεις περί της καθολικής υπηρεσίας δεν προβλέπουν προνομιακή μεταχείριση των λιανικών σύνδεσης έναντι των τελών των τηλεφωνικών κλήσεων. Ούτε το καθεστώς ανώτατων τιμών δεν επιβάλει στην DT τον εν λόγω μεικτό υπολογισμό. Αντίθετα, οι ισχύουσες διατάξεις παρέχουν στην DT επαρκή διακριτική ευχέρεια για την τροποποίηση των τιμολογίων. Συνεπώς, η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 86 παράγραφος 2 της συνθήκης ΕΚ δεν τυγχάνει εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση.

    V. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

    (199) Καταλήγοντας, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η DT καταχράται τη δεσπόζουσα θέση που κατέχει στη σχετική αγορά της άμεσης πρόσβασης στο σταθερό τηλεφωνικό δίκτυό της. Η εν λόγω κατάχρηση συνίσταται στον καθορισμό μη δίκαιων τιμών για τις χονδρικές υπηρεσίες πρόσβασης προς τους ανταγωνιστές και τις λιανικές υπηρεσίες πρόσβασης στο τοπικό δίκτυο, και κατά συνέπεια πληροί τους όρους του άρθρου 82 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ. Στο διάστημα από τις αρχές του 1998 μέχρι το τέλος του 2001 η DT ήταν σε θέση να καταργεί πλήρως τη συμπίεση των τιμών μέσω τροποποιήσεων των τιμών σε λιανικό επίπεδο. Από τις αρχές του 2002 η DT είναι πάντα σε θέση να μειώσει τη συμπίεση των τιμών αυξάνοντας τα λιανικά τέλη ΑDST που δεν εμπίπτουν στο καθεστώς ανωτάτων τιμών.

    VI. ΕΝΝΟΜΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ

    (200) Σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει με απόφαση στις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμο ύψους 1000 έως 1000000 ευρώ, ή και ποσό μεγαλύτερο από αυτό μέχρι ποσοστού 10 % του κύκλου εργασιών που επραγματοποιήθη κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο από την επιχείρηση που παραβίασε τη συνθήκη ΕΚ. Κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψη, εκτός από την σοβαρότητα της παράβασης, και η διάρκειά της.

    A. ΣΟΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΕΩΣ

    (201) Η εκ μέρους της DT διαπραχθείσα κατάχρηση συνίσταται στην επιβολή μη δίκαιων τιμών υπό τη μορφή συμπίεσης των τιμών, σε βάρος των ανταγωνιστών της. Η συγκεκριμένη κατάχρηση έχει ήδη στο παρελθόν αποτελέσει αντικείμενο απαγορευτικής απόφασης της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 82 της συνθήκης ΕΚ(195).

    (202) Η κατάχρηση αφορά ολόκληρη την επικράτεια της Γερμανίας και θέτει σε κίνδυνο την απρόσκοπτη λειτουργία της κοινής αγοράς λόγω της ενίσχυσης των φραγμών για την αποτελεσματική είσοδο στις σχετικές τηλεπικοινωνιακές αγορές της Γερμανίας, με αποτέλεσμα να παρακωλύεται η δημιουργία διακρατικών αγορών.

    (203) Με τη συγκεκριμένη κατάχρηση της DT διακυβεύεται ο στόχος της δημιουργίας μίας εσωτερικής αγοράς κοινοτικών διαστάσεων για τα δίκτυα και τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνίας στην οποία θα ασκείται ανόθευτος ανταγωνισμός.

    (204) Μία τέτοια καταχρηστική στρατηγική τιμών που εφαρμόζεται από την επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πολύ σοβαρή παράβαση σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15 παράγραφος 2 του κανονισμού αριθ. 17(196). Η καταχρηστική στρατηγική τιμών της DT παρεμπόδιζε και παρεμποδίζει σε σημαντικό βαθμό τους ανταγωνιστές στη γερμανική αγορά πρόσβασης στο τοπικό δίκτυο. Κατ' αυτόν τον τρόπο, η DT κατόρθωσε να διατηρήσει μερίδιο άνω του 95 % στη γερμανική αγορά πρόσβαση στο τοπικό δίκτυο και να εμποδίσει σε μεγάλο βαθμό την είσοδο στην αγορά ανταγωνιστών, ιδίως δε εκείνων με πελάτες σε ολόκληρη την επικράτεια της Γερμανίας, από την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς βάσει της επιβολής της αποδεσμοποίησης την 1η Ιανουαρίου 1998 και για μια περίοδο άνω των πέντε ετών. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει σαφώς ο μεγάλος αριθμός των δεκαπέντε καταγγελλουσών στις τρεις διαδικασίες στις οποίες αναφέρεται η παρούσα απόφαση.

    (205) Οι για την παρούσα απόφαση σχετικές αγορές είναι, από οικονομικής απόψεως, σημαντικές. Εκτός από τα άμεσα έσοδα από τη μίσθωση συνδέσεων σταθερού δικτύου, η DT αποκομίζει επιπλέον έμμεσα έσοδα σημαντικού ύψους. Οι συνδέσεις στο σταθερό δίκτυο αποτελούν ουσιαστικά προϋπόθεση για την παροχή πολλών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών σε λιανικούς πελάτες. Κατά το οικονομικό έτος 2002, ο κύκλος εργασιών της DT από τον τομέα των συνδέσεων σταθερού δικτύου ανήλθε συνολικά σε 30,2 δισεκατομμύρια ευρώ(197).

    (206) Ωστόσο, στην παρούσα υπόθεση, όσον αφορά τη βαρύτητα της παράβασης, υπέρ της DT συνηγορεί το γεγονός ότι η μέθοδος σταθμισμένης προσέγγισης για τον υπολογισμό της συμπίεσης των τιμών, στην οποία βασίζεται η παρούσα απόφαση, δεν έχει μέχρι στιγμής αποτελέσει αντικείμενο επίσημης απόφασης. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι ο έλεγχος της συμπίεσης των τιμών αποτελεί μέρος της καθιερωμένης πρακτικής της Επιτροπής όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων και η νέα πτυχή της εν λόγω πρακτικής είναι η μέθοδος σταθμισμένης προσέγγισης. Η μέθοδος αυτή χρησιμοποιήθηκε στην προκειμένη περίπτωση προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στη Γερμανία υπάρχει ένα μόνο τέλος χονδρικής, ενώ τα τέλη για τις αντίστοιχες λιανικές υπηρεσίες αναλογικής σύνδεσης, ISDN και ΑDSL είναι διαφορετικά. Επίσης, υπέρ της ύπαρξης σοβαρής και όχι πολύ σοβαρής παράβασης συνηγορεί το γεγονός ότι η DT, τουλάχιστον από το 1999 και ύστερα, περιόρισε σταθερά τη συμπίεση των τιμών μέσω τροποποιήσεων των λιανικών και των χονδρικών τιμολογίων της. Τέλος, για την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2002 και ύστερα, η νομική δυνατότητα της DT να άρει τουλάχιστον εν μέρει τη συμπίεση των τιμών, περιορίζεται στην αύξηση των τελών των υπηρεσιών T-DSL.

    (207) Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις, στην προκειμένη περίπτωση διαπιστώνεται για το διάστημα από τις αρχές του 1998 μέχρι το τέλος του 2001 απλώς μία σοβαρή παράβαση, και για το διάστημα από τις αρχές του 2002 μια λιγότερο σοβαρή παράβαση του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ. Το ποσό για τη σοβαρότητα της παράβασης ορίζεται συνολικά σε 10 εκατομμύρια ευρώ, ποσό που εκφράζει το χαρακτήρα, την έκταση και τον αντίκτυπο της παράβασης.

    B. ΔΙΑΡΚΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΒΑΣΗΣ

    (208) Η σε βάρος των ανταγωνιστών της DT συμπίεση των τιμών για την πρόσβαση στον τοπικό δίκτυο προϋπήρχε βάσει της διάρθρωσης των τελών που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου 1998, της αποδεσμοποίησης του τοπικού βρόχου στη Γερμανία και της πλήρους αναδιάρθρωσης των τιμολογίων βάσει του εκάστοτε κόστους των επιμέρους υπηρεσιών που επιβλήθηκε σε ολόκληρη την Κοινότητα. Από την υποβολή των καταγγελιών των ανταγωνιστών τις οποίες αφορά η παρούσα διαδικασία, δηλαδή από τον Απρίλιο και τον Αύγουστο του 1999, η DT τελούσε σε γνώση των καταγγελιών περί ενδεχομένως καταχρηστικής διάρθρωσης των τελών πρόσβασης στον τοπικό βρόχο.

    (209) Παρά τις διάφορες τροποποιήσεις των τελών πρόσβασης σε χονδρικό και λιανικό επίπεδο κατά τα παρελθόντα έτη, και της αυξανόμενης διάδοσης των ευρυζωνικών υπηρεσιών, δεν υπήρξε μέχρι στιγμής καμία μεταβολή αυτής της κατάστασης.

    (210) Ακόμη και οι αυξήσεις των μηνιαίων λιανικών τελών σύνδεσης και των μηνιαίων και των εφάπαξ τελών T-DSL στις οποίες προέβη η DT το έτος 2002/2003, δεν επαρκούν για την άρση της διαπιστωθείσας συμπίεσης των τιμών. Συνεπώς, η παράβαση του άρθρου 82 της συνθήκης ΕΚ από την DT διαρκεί για διάστημα άνω των πέντε ετών και δεν έχει τερματισθεί μέχρι στιγμής.

    (211) Κατά συνέπεια, πρόκειται για παράβαση μεγάλης διάρκειας. Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων, σε περίπτωση παράβασης μεγάλης διάρκειας η προσαύξηση που εφαρμόζεται για κάθε έτος μπορεί να ισούται με το 10 % του ποσού που έχει καθορισθεί με βάση τη σοβαρότητα της παράβασης(198). Για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 1998 έως τον Δεκέμβριο του 2001, η Επιτροπή θεωρεί ως εύλογη μια προσαύξηση κατά 10 % για κάθε έτος. Για το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2002 έως τον Μάιο του 2003, η Επιτροπή δεν θεωρεί ως εύλογη μια περαιτέρω προσαύξηση του προστίμου λόγω των κανονιστικών περιορισμών όσον αφορά την ελευθερία της DT να τροποποιεί τις τιμές. Κατ' αυτόν τον τρόπο προκύπτει ένα βασικό ποσό ύψους 14 εκατομμυρίων ευρώ.

    Γ. ΕΠΙΒΑΡΥΝΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΛΑΦΡΥΝΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΣΤΑΣΕΙΣ

    (212) Δεν συντρέχουν επιβαρυντικές περιστάσεις. Ως ελαφρυντική περίσταση υπέρ της DT θεωρείται το γεγονός ότι τα λιανικά και χονδρικά τέλη της DT που αφορά η παρούσα διαδικασία αποτέλεσαν από την αρχή του 1998 και συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο κανονιστικής ρύθμισης, ειδικής για τον τομέα, σε εθνικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, το βασικό ποσό που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 211 στην προκειμένη περίπτωση μειώνεται κατά 10 % σε 12,6 εκατομμύρια ευρώ. Εύλογο να μην αυξηθεί περαιτέρω το ποσό των προστίμων λόγω των κανονιστικών περιορισμών όσον αφορά την ελευθερία της DT να τροποποιεί τις τιμές,

    ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΑ ΑΠΟΦΑΣΗ:

    Άρθρο 1

    Η εταιρεία Deutsche Telekom AG παραβιάζει από το 1998 το άρθρο 82 στοιχείο α) της συνθήκης ΕΚ, χρεώνοντας στους ανταγωνιστές και στους λιανικούς πελάτες της για την πρόσβαση στο τοπικό δίκτυο μη δίκαια μηνιαία και εφάπαξ τέλη και παρεμποδίζοντας σε σημαντικό βαθμό τον ανταγωνισμό στην αγορά πρόσβασης στο τοπικό δίκτυο.

    Άρθρο 2

    Η Deutsche Telekom AG παύει άμεσα την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 1 και δεν επαναλαμβάνει τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 πράξεις ή πρακτικές.

    Άρθρο 3

    Λόγω της αναφερόμενης στο άρθρο 1 παράβασης επιβάλλεται στην Deutsche Telekom AG πρόστιμο ύψους 12,6 εκατομμύρια ευρώ.

    Το πρόστιμο είναι καταβλητέο εντός τριών μηνών από την ημέρα κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αριθ. λογαριασμού 001-3953713-69, Fortis Banque, IBAN BE 71 0013 9537 1369, SWIFT GEBABEBB, Rue Montagne du Parc 3, B-1000 Βρυξέλλες. Μετά την εκπνοή αυτής της προθεσμίας θα οφείλονται αυτομάτως τόκοι υπερημερίας με βάση το επιτόκιο που χρησιμοποιεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές εργασίες αναχρηματοδότησης από την πρώτη εργάσιμη ημέρα του μηνός κατά τη διάρκεια του οποίου εξεδόθη η παρούσα απόφαση επαυξημένο κατά 3,5 %, δηλαδή 6 %.

    Άρθρο 4

    Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στην:

    Deutsche Telekom AG Friedrich-Ebert-Allee 140 D - 53113 Βόννη.

    Άρθρο 5

    Η παρούσα απόφαση είναι εκτελεστός τίτλος κατά την έννοια του άρθρου 256 παράγραφος 1 της συνθήκης ΕΚ.

    Βρυξέλλες, 21 Μαΐου 2003.

    Για την Επιτροπή

    Mario Monti

    Μέλος της Επιτροπής

    (1) ΕΕ 13 της 21.2.1962, σ. 204/62.

    (2) ΕΕ L 148 της 15.6.1999, σ. 5.

    (3) ΕΕ L 354 της 30.12.1998, σ. 18.

    (4) ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 7.

    (5) Νόμος περί τηλεπικοινωνιών της 25.7.1996 (BGBl. I, σ. 1120).

    (6) Υπόθεση M.1795, (Vodafone Airtouch/Mannesmann), ΕΕ C 141 της 19.5.2000, σ. 19.

    (7) Βλέπε αιτιολογική σκέψη 3 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2887/2000 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την αποδεσμοποιημένη πρόσβαση στον τοπικό βρόχο, ΕΕ L 336 της 30.12.2000, σ. 4.

    (8) Κατόπιν προσφυγής της εταιρείας Mannesmann Arcor, η οποία επικαλέστηκε το άρθρο 33 παράγραφος 2 σημείο 2 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών, ύστερα από ανεπιτυχείς διαπραγματεύσεις με την DT κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ Νοεμβρίου 1996 και Μαρτίου 1997.

    (9) Απόφαση 223a του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών της 28.5.1997.

    (10) Με τη θέση σε ισχύ του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2887/2000 την 1η Ιανουαρίου 2001 και οι νομικές διατάξεις της ΕΕ επιβάλλουν την υποχρέωση για την αποδεσμοποίηση της πρόσβασης στον τοπικό βρόχο.

    (11) Απόρριψη αίτησης ασφαλιστικών μέτρων από το διοικητικό δικαστήριο της Κολωνίας στις 18.8.1997, επικύρωση της απορριπτικής απόφασης από το διοικητικό εφετείο του Münster στις 29.9.1997.

    (12) Άρθρο 24 παράγραφος 1 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών.

    (13) Άρθρο 25 παράγραφος 1 και άρθρο 24 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών.

    (14) Άρθρο 24 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών.

    (15) Άρθρο 29 παράγραφος 1 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών.

    (16) Άρθρο 28 παράγραφος 1 και 2 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών.

    (17) Τμήμα 4, Az: BK 4a 1130/E2312.97· το κόστος στην αίτηση της DT υπολογίσθηκε βάσει του παραδοσιακού συστήματος κοστολόγησης της DT.

    (18) Ζεύγος χάλκινων καλωδίων, δύο συρμάτων (CuDa 2Dr). Εκτός αυτού διατίθενται πολυάριθμες συνδέσεις υψηλότερης ποιότητας.

    (19) Ως νέα σύνδεση νοείται η περίπτωση κατά την οποία ένα προϊόν πρόσβασης στους ΑΤΒ δεν παραγγέλλεται ταυτόχρονα με την καταγγελία της σύμβασης ενός τηλεπικοινωνιακού προϊόντος ή όταν απαιτείται τεχνική τροποποίηση ή τροποποίηση της εκμετάλλευσης των ΑΤΒ ή όταν δεν υφίσταται πλέον συνεχής γραμμή για το επιθυμητό προϊόν προς τον λιανικό πελάτη (βλέπε σύμβαση ΑΤΒ της DT, κατάσταση: 18.11.2002, παράρτημα 1, ορισμοί). Το βασικό τέλος χρεώνεται όταν δεν απαιτούνται πρόσθετες εργασίες στο κυτίο σύνδεσης της DT ή στις εγκαταστάσεις του πελάτη (εφεξής: απλή νέα σύνδεση) ενώ, σε διαφορετική περίπτωση, χρεώνεται υψηλότερο εφάπαξ τέλος.

    (20) Ως μίσθωση υφιστάμενης σύνδεσης νοείται η περίπτωση κατά την οποία η καταγγελία της σύμβασης ενός υφιστάμενου τηλεπικοινωνιακού προϊόντος συνοδεύεται από ταυτόχρονη παραγγελία ενός προϊόντος πρόσβασης στους ΑΤΒ χωρίς τεχνική τροποποίηση ή τροποποίηση της εκμετάλλευσης του τοπικού βρόχου (βλέπε σύμβαση ΑΤΒ της DT, κατάσταση: 18.11.2002, παράρτημα 1, ορισμοί). Το βασικό τέλος χρεώνεται όταν δεν απαιτούνται πρόσθετες εργασίες στο κυτίο σύνδεσης της DT ή στις εγκαταστάσεις του πελάτη (εφεξής: απλή μίσθωση), ενώ, σε διαφορετική περίπτωση, χρεώνεται υψηλότερο εφάπαξ τέλος.

    (21) Η αίτηση αποσύρθηκε από την DT στις 17.7.1998 και υποβλήθηκε εκ νέου στις 21.9.1998 με τα ίδια ποσά, συνοδευόμενη όμως από αναλυτικό υπολογισμό των δαπανών.

    (22) Δελτίο Τύπου του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Οικονομίας της 27ης Νοεμβρίου 1998 (παράρτημα 7 της καταγγελίας στην υπόθεση COMP/C-1/37.451), δελτίο Τύπου της RegTP της 27ης Νοεμβρίου 1998 (παράρτημα 7A της καταγγελίας στην υπόθεση COMP/C-1/37.451).

    (23) Az: L 3890/98.

    (24) Τμήμα 4, Az: BK 4e-98-024/E 21.09.98.

    (25) Βλέπε περιγραφή της συγκεκριμένης υπηρεσίας στο παράρτημα 4 της αίτησης έγκρισης τελών πρόσβασης στον τοπικό βρόχο της 19.1.2001, σ. 6 (παράρτημα ZZ της απάντησης της DT της 24.9.2001 στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 29.8.2001).

    (26) Βλέπε αιτιολόγηση της αίτησης στο παράρτημα 2 της αίτησης έγκρισης τελών πρόσβασης στους ΑΤΒ της 19.1.2001, σ. 3 (βλέπε υποσημείωση 25).

    (27) Τμήμα 4, Az: BK 4a-01/001/E 19.01.01.

    (28) Συνολικά εγκρίθηκαν μηνιαία τέλη για 13 διαφορετικά είδη συνδέσεων, εκ των οποίων το μέγιστο ανερχόταν σε 65,70 ευρώ.

    (29) Συνολικά εγκρίθηκαν εφάπαξ τέλη για περισσότερες από 80 διαφορετικές περιπτώσεις, εκ των οποίων το μέγιστο υπερέβαινε τα 400 ευρώ.

    (30) Wissenschaftliches Institut für Kommunikationsdienste, Bad Honnef (D).

    (31) LRIC: long run incremental cost (μακροπρόθεσμο οριακό κόστος).

    (32) Τμήμα 4, Az: BK 4a-02/004/E 31.01.02.

    (33) Συνολικά εγκρίθηκαν τέλη παροχής για περισσότερες από 70 και τέλη καταγγελίας σύμβασης για περισσότερες από 30 διαφορετικές περιπτώσεις, τα οποία ήταν εν μέρει κατά πολύ υψηλότερα από τα ποσά που αναφέρονται στην παρούσα απόφαση.

    (34) Tμήμα 4, Α2: ΒΚ 4α-03-010/Ε 19.02.03.

    (35) [...] = Εμπορικό μυστικό.

    (36) Απαντήσεις της DT στις 23 Ιουλίου 2001 στα αιτήματα παροχής πληροφοριών της 22ας Ιουνίου 2001 και της 4ης Φεβρουαρίου 2002, στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 17ης Ιανουαρίου 2002 στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, επιστολές της DT με ημερομηνία 17ης Ιανουαρίου 2003 και 22ας Ιανουαρίου 2003: Οι συνδέσεις πολυπλεξίας πρώτης τάξης (PMx), όπως και οι "λοιπές" συνδέσεις, δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τον υπολογισμό, επειδή ο αριθμός των συνδέσεων αυτού του είδους είναι αμελητέος ή επειδή δεν είναι δυνατή η δέουσα ανάλυση των τιμών τους.

    (37) Απαντήσεις της DT της 23ης Ιουλίου 2001 στα αιτήματα παροχής πληροφοριών της 22ας Ιουνίου 2001 και της 4ης Φεβρουαρίου 2002, στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 17ης Ιανουαρίου 2002 στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, επιστολές της DT με ημερομηνία 17ης Ιανουαρίου 2003 και 22ας Ιανουαρίου 2003.

    (38) Τα εκάστοτε ισχύοντα λιανικά τιμολόγια της DT δημοσιεύονται στο Διαδίκτυο στη διεύθυνση www.telekom.de. Βλέπε επίσης RegTP, παράρτημα 2 της ανακοίνωσης 68/1999, Επίσημη Εφημερίδα (RegTP) αριθ. 3/1999, σ. 540.

    (39) Άρθρο 27 παράγραφος 1 εδάφιο 2 και άρθρο 25 παράγραφος 1 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών, άρθρα 4 και 5 TEntgV (κανονισμός περί της ρύθμισης των τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών της 1ης Οκτωβρίου 1996, BGBl. I, σ. 1492).

    (40) Άρθρο 1 παράγραφος 1 του κανονισμού περί της ρύθμισης των τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

    (41) Άρθρο 1 παράγραφος 2 του κανονισμού περί της ρύθμισης των τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

    (42) Άρθρο 4 παράγραφος 1 του κανονισμού περί της ρύθμισης των τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

    (43) Άρθρο 4 παράγραφος 2 του κανονισμού περί της ρύθμισης των τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

    (44) Άρθρο 4 παράγραφοι 2 και 3 του κανονισμού περί της ρύθμισης των τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών.

    (45) Απόφαση του Ομοσπονδιακού Υπουργείου Ταχυδρομείων και Τηλεπικοινωνιών (BMPT) της 17.12.1997, ανακοίνωση 202/1997, Επίσημη Εφημερίδα (BMPT) 34/97, σ. 1891.

    (46) Απόφαση της RegTP της 23.12.1999, Τμήμα 2, Az: BK 2c 99/050.

    (47) Μέσος δείκτης τιμών (DPI): περιλαμβάνει την προκαθορισμένη μεταβολή της συνολικής τιμής κάθε κάλαθου από τη μια περίοδο ισχύος των ανώτατων τιμών στην επόμενη. Ο δείκτης DPI ορίσθηκε αρχικά το 1997 σε μια τιμή αναφοράς 100. Στη συνέχεια τροποποιήθηκε για έκαστη εκ των δύο περιόδων ισχύος των ανώτατων τιμών, λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβολές της συνολικής τιμής και τα εκάστοτε ποσοστά κάθε επιμέρους υπηρεσίας του κάλαθου επί του κύκλου εργασιών ανά περίοδο ισχύος των ανώτατων τιμών.

    (48) Δείκτης ανώτατων τιμών (PCI): καθορισμένη μείωση της συνολικής τιμής ανά περίοδο ισχύος των ανώτατων τιμών, λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε τιμές μετά τις καθορισμένες μειώσεις της προηγούμενης περιόδου ισχύος των ανώτατων τιμών.

    (49) Άρθρο 27 παράγραφος 2 εδάφιο 2 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών, άρθρο 5 παράγραφος 3 του κανονισμού περί της ρύθμισης των τιμών στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (TentV).

    (50) Άρθρο 27 παράγραφος 3 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών.

    (51) Η RegTP ενέκρινε επτά μειώσεις των τελών τηλεφωνικών κλήσεων στο πλαίσιο του καθεστώτος ανώτατων τιμών από τις αρχές του 1998, στις 30 Ιανουαρίου 1998, στις 11 Δεκεμβρίου 1998, στις 16 Μαρτίου 1999, στις 16 Απριλίου 1999, στις 21 Ιανουαρίου 2000 και 16 Φεβρουαρίου 2000 και στις 13 Μαρτίου 2002.

    (52) Απάντηση της RegTP στις 3 Απριλίου 2002 στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 23ης Μαρτίου 2002.

    (53) Ως άνω.

    (54) Ως άνω.

    (55) Παρατηρήσεις της DT στις 14 Μαΐου 1999 σχετικά με την καταγγελία στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, σ. 17, απάντηση της DT στις 24 Σεπτεμβρίου 2001 στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 29ης Αυγούστου 2001 στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, σ. 5.

    (56) Βλέπε αναλυτικές περιγραφές υπηρεσιών αυτών των ειδών σύνδεσης ΙSDN στην επιστολή της DT με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 2003 καθώς και στο παράρτημα DT St 29.

    (57) Παρατάθηκε έως τις 31 Μαρτίου 2002 με απόφαση της RegTP στις 28 Φεβρουαρίου 2001.

    (58) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2001, Az: BK2c 01/009· Επίσημη Εφημερίδα (RegTP) 2/2002 της 6ης Φεβρουαρίου 2002, σ. 75.

    (59) http://www.regtp.de/reg_tele/start/ fs_05.html.

    (60) Ανακοίνωση 580/2001, Επίσημη Εφημερίδα (RegTP) 20/2001 της 17.10.2001, σ. 3087.

    (61) Συντελεστές X: κάλαθος Α = -1 %, κάλαθος B = 5 %, κάλαθος Γ = 2 %, κάλαθος Δ = 1 %. Οι τιμές αναφοράς για τις εν λόγω προκαθορισμένες μεταβολές τιμών είναι οι δείκτες DPI και PCI στο τέλος της δεύτερης περιόδου ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών.

    (62) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2001 (βλέπε υποσημείωση 57), σ. 17, 19.

    (63) Ομοσπονδιακή στατιστική υπηρεσία, δείκτης τιμών για το κόστος διαβίωσης ενός νοικοκυριού στις 30.6.2001.

    (64) Υπό την προϋπόθεση ότι ο πληθωρισμός θα διατηρηθεί αμετάβλητος κατά την περίοδο 2002-2004. Στην απόφασή της της 21ης Δεκεμβρίου 2001 (βλέπε ανωτέρω, υποσημείωση 59), η RegTP προβλέπει ότι στην DT παρέχεται η διακριτική ευχέρεια να προβεί εντός μιας τριετίας σε αυξήσεις όλων των τελών σύνδεσης της τάξης του 10 % κατά μέσο όρο και κατά 14 % συγκεκριμένα για τις αναλογικές συνδέσεις.

    (65) Δελτίο Τύπου της DT στις 15.1.2002.

    (66) Τμήμα 2, Az: BK2a 02/001.

    (67) Τμήμα 2, Az: BK2a 02/028· δελτίο Τύπου της RegTP στις 20 Δεκεμβρίου 2002.

    (68) Σύμφωνα με το άρθρο 30 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών.

    (69) Έγγραφη ενημέρωση της DT στις 5.3.2002. Όλες οι τιμές ισχύουν μόνο για τον εξοπλισμό T-DSL των συνδέσεων, δηλαδή επιπλέον των τελών T-Net ή T-ISDN, βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 40 και 41).

    (70) Τμήμα 3, Az: BK 3b-00/032, απόφαση της 30ής Μαρτίου 2001, σ. 31 (Διαπιστώθηκε μόνο η κάλυψη του κόστους για το μηνιαίο τέλος των υπηρεσιών T-DSL/T-Net).

    (71) Η μεταπώληση (Resale) επιβλήθηκε με την απόφαση του τρίτου τμήματος Αz: BK 3a-00/025. Ο διαμερισμός γραμμής (Line sharing) επιβλήθηκε με την απόφαση του τρίτου τμήματος Αz: BK 3c-00/029.

    (72) Δελτίο Τύπου της DT στις 15.1.2002 (τιμές μόνο για τις υπηρεσίες T-DSL χωρίς σύνδεση T-Net ή T-ISDN).

    (73) Οι υπηρεσίες T-DSL παρέχονται επίσης μέσω των λοιπών παραλλαγών T-ISDN. Ωστόσο, αυτό συμβαίνει τόσο σπάνια που οι τιμές αυτές μπορούν να μην ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας. Βλέπε επιστολή της DT με ημερομηνία 31.1.2003.

    (74) Τμήμα 3, ΑΖ: ΒΚ 3b-01/039, δελτίο Τύπου της RegTP στις 22.1.2002.

    (75) Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπόθεση 41/83, Ιταλία/Επιτροπή, Συλλογή 1985, σ. 873, παράγραφοι 17-20.

    (76) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 18 και επόμενες, επιστολή στις 25 Οκτωβρίου 2002, σ. 2 και επόμενες.

    (77) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 20 και επόμενες.

    (78) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 32 και επόμενες.

    (79) Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-359 και C-379/95P, Επιτροπή και Γαλλία/Ladbroke Racing, Συλλογή 1997, σ. I-6225, παράγραφος 34, Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπόθεση T-228/97, Irish Sugar plc/Επιτροπή, Συλλογή 1999, σ. II-296, παράγραφος 130, Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπόθεση T-513/93, Consiglio Nazionale degli Spedizionieri Doganali, Συλλογή 2000, σ. II-1807, παράγραφος 59.

    (80) ΕΕ C 265 της 22.8.1998, σ. 2, παράγραφος 22.

    (81) Ως άνω, παράγραφος 60, με παραπομπή στην απόφαση 82/824/ΕΟΚ της Επιτροπής (UGEL/BNIC, ΕΕ L 379 της 31.12.1982, σ. 19).

    (82) ΕΕ C 165 της 11.7.2002, σ. 6, σημείο 65.

    (83) Απόφαση της Επιτροπής, Telia/Telenor, COMP/M.1439, ΕΕ L 40 της 9.2.2001, σ. 1, αιτιολογική σκέψη 79· απόφαση της Επιτροπής, CEGETEL+4, (ΕΕ L 218 της 18.8.1999, αιτιολογική σκέψη 22)· κατευθυντήριες γραμμές (βλέπε υποσημείωση 85), σημείο 64.

    (84) Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 81), σημείο 65.

    (85) ΕΕ L 199 της 26.7.1997, σ. 32 και ΕΕ L 268 της 3.10.1998, σ. 37.

    (86) Η παροχή των νέων αυτών υπηρεσιών κατέστη δυνατή μόλις στις 25 Απριλίου 2003 ως αποτέλεσμα διαδικασία κατά παραβάσεως που κίνησε η Επιτροπή κατά της Γερμανίας (δελτίο τύπου της REgTP της 21ης Φεβρουαρίου 2003).

    (87) Όγδοη έκθεση της Επιτροπής σχετικά με την υλοποίηση της δέσμης κανονιστικών ρυθμίσεων για τις τηλεπικοινωνίες, COM(2002) 695 τελικό της 3ης Δεκεμβρίου 2001, παράρτημα 1, σ. 55.

    (88) Κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής, βλέπε υποσημείωση 81.

    (89) ΕΕ L 192 της 24.7.1990, σ. 10.

    (90) ΕΕ L 74 της 22.3.1996, σ. 13, αιτιολογική σκέψη 20.

    (91) ΕΕ C 272 της 23.9.2000, σ. 55.

    (92) Η RegTP προσδιορίζει μια αυτόνομη αγορά ευρυζωνικών υπηρεσιών πρόσβασης DSL, βλέπε απόφαση της 30ής Μαρτίου 2001, τμήμα 3, Az: BK 3b-00/032, σ. 26.

    (93) Ωστόσο, η λιανική αγορά πρόσβασης για ευρυζωνικές υπηρεσίες δεν περιλαμβάνει τις υπηρεσίες πρόσβασης στο Διαδίκτυο υψηλής ταχύτητας, οι οποίες δεν παρέχονται από την DT, αλλά από τη θυγατρική της εταιρεία T-Online.

    (94) Βλέπε όγδοη έκθεση της Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 86) παράρτημα Ι, πίνακας 63 και έκθεση χώρας για τη Γερμανία, σ. 30.

    (95) Ετήσια έκθεση 2001 της RegTP, σ. 15.

    (96) Η εξ ολοκλήρου πώληση του καλωδιακού δικτύου της DT σε έξι γερμανικές καλωδιακές περιφέρειες στην εταιρεία Liberty Media απαγορεύθηκε από την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανταγωνισμού (Bundeskartellamt) στις 25 Φεβρουαρίου 2002. Αλλά και η πώληση του υπόλοιπου καλωδιακού δικτύου σε κοινοπραξία με επικεφαλής την τράπεζα επενδύσεων Goldman Sachs, που γνωστοποιήθηκε από την DT στις 29 Ιανουαρίου 2003, δεν έχει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα, καθώς δεν είναι ακόμη σαφές πότε και με ποια μορφή θα καταστεί δυνατή η αξιοποίηση του καλωδιακού δικτύου για την παροχή διαδραστικών τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών.

    (97) Ετήσια έκθεση 2001 της RegTP, σ. 16.

    (98) Ετήσια έκθεση 2002 της RegTP, σ. 18. Βλέπε επίσης όγδοη έκθεση της Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 86), εκεί σ. 28: στο τέλος του 2002 είχαν αποδεσμοποιηθεί πλήρως μόνο 855000 αγωγοί επί συνόλου 39 εκατομμυρίων ΑΤΒ της DT.

    (99) Όγδοη έκθεση της Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 86), εκεί σ. 32.

    (100) Ομοίως εξηγείται και το μερίδιο αγοράς (...) της T-Online (κατά 100 % θυγατρικής εταιρείας της DT) στον τομέα της λιανικής παροχής υπηρεσιών πρόσβασης στο Διαδίκτυο στη Γερμανία.

    (101) Όγδοη έκθεση της Επιτροπής (βλέπε υποσημείωση 86), σ. 32.

    (102) Βλέπε ετήσια έκθεση 2001 της RegTP, σ. 18.

    (103) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 82.

    (104) Παράρτημα DT σ. 5 (πραγματογνωμοσύνη Lexecon), παράγραφος 33 και επόμενες.

    (105) Απόφαση 88/518/ΕΟΚ (Napier Brown - British Sugar) ΕΕ L 284 της 19.10.1988 σ. 41, αιτιολογική σκέψη 66.

    (106) Ανακοίνωση περί πρόσβασης (βλέπε υποσημείωση 79), παράγραφοι 118 και 119.

    (107) Έγγραφο επιτροπής ONP ONPCOM 01-17 της 25ης Ιουνίου 2001.

    (108) Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται στο Βέλγιο, την Ιταλία, το Λουξεμβούργο, τις Κάτω Χώρες, την Πορτογαλία, τη Φινλανδία (δύο διαφορετικά μηνιαία χονδρικά τέλη για τις αναλογικές συνδέσεις και τις συνδέσεις ΙSDN και για τις συνδέσεις ΑDSL), τη Σουηδία και τη Νορβηγία (τρία διαφορετικά μηνιαία χονδρικά τέλη για τις αναλογικές συνδέσεις, τις συνδέσεις ΙSDN και τις συνδέσεις ΑDSL). Βλέπε έγγραφο της επιτροπής ONP αριθ. ONPCOP01-27 αναθ. 2 της 18ης Φεβρουαρίου 2002.

    (109) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 74 και επόμενες, ειδικότερα παράρτημα DT St 5 (πραγματογνωμοσύνη Lexecon), παράγραφος 19 και επόμενες.

    (110) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 78 και επόμενες.

    (111) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 80 και επόμενες.

    (112) ΕΕ L 41 της 12.2.1997, σ. 8.

    (113) ΕΕ L 133 της 24.5.1997, σ. 19.

    (114) ΕΕ L 234 της 26.8.1997, σ. 7.

    (115) ΕΕ L 243 της 5.9.1997, σ. 48.

    (116) ΕΕ L 245 της 9.9.1997, σ. 6.

    (117) ΕΕ L 101 της 1.4.1998, σ. 24.

    (118) ΕΕ L 192 της 24.7.1990, σ. 1.

    (119) ΕΕ L 295 της 29.10.1997, σ. 23.

    (120) Βλέπε υποσημείωση 84.

    (121) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2001, Az: BK2c 01/009· Επίσημη Εφημερίδα (RegTP) 2/2002 της 6ης Φεβρουαρίου 2002, σ. 14.

    (122) Βλέπε επιστολή της DT με ημερομηνία 13 Νοεμβρίου 2002.

    (123) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 78.

    (124) Ακόμη και εάν ακολουθηθεί ο πρότυπος υπολογισμός που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 10 των παρατηρήσεων της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, ο οποίος, κατά την άποψη της DT, θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της μέσης λιανικής τιμής κατά 1 ευρώ ανά σύνδεση, θα εξακολουθούσε να υφίσταται συμπίεση τιμών, βλέπε αιτιολογική σκέψη 160, πίνακας 12.

    (125) Απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2001, Az: BK2c 01/009, Επίσημη Εφημερίδα (RegTP) 2/2002 της 6ης Φεβρουαρίου 2002, σ. 15.

    (126) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 80.

    (127) Άρθρο 2 παράγραφος 2 σημεία 2 και 3 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών.

    (128) Παρατηρήσεις της DT στις 14 Μαΐου 1999 σχετικά με την καταγγελία στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, σ. 20. Παρατηρήσεις της DT στις 10 Σεπτεμβρίου 1999 σχετικά με την καταγγελία στην υπόθεση COMP/C-1/37.579, σ. 12.

    (129) Βλέπε υποσημείωση 148.

    (130) Καταγγελία στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, σ. 15, καταγγελία στην υπόθεση COMP/C-1/37.578, σ. 45, καταγγελία στην υπόθεση COMP/C-1/37.579, σ. 14.

    (131) Ειδική πραγματογνωμοσύνη της επιτροπής για τα μονοπώλια 2001, σ. 40, 41.

    (132) Επιστολές της εταιρείας Αrcor με ημερομηνία 4 Ιουλίου 2001, σ. 5 και 4 Μαρτίου 2002, σ. 2 στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, επιστολή των 14 άλλων καταγγελουσών (των λεγόμενων City-και Regio-Carrier) με ημερομηνία 12 Σεπτεμβρίου 2002, σ. 23, επιστολή της εταιρείας COLT Telecom GmbH με ημερομηνία 15 Οκτωβρίου 2002.

    (133) Βλέπε επίσης υποσημείωση 72. Εξ αυτού προκύπτει μια μέση τιμή 32,65 ευρώ για τις υπηρεσίες T-DSL/T-ISDN στις 31.12.2002. Σύμφωνα με τον ίδιο υπολογισμό, η μέση τιμή ανερχόταν σε 29,66 ευρώ στις 31.12.2001, σε 27,45 ευρώ στις 31.12.2000 και σε 44,30 ευρώ στις 31.12.1999. Οι τιμές για τις υπηρεσίες T-DSL μέσω των λοιπών συνδέσεων ΙSDN δεν λαμβάνονται υπόψη στο συγκεκριμένο υπολογισμό λόγω του μικρού αριθμού τους, βλέπε επιστολή της DT με ημερομηνία 31.1.2003.

    (134) Επιστολή της DT με ημερομηνία 6 Φεβρουαρίου 2003.

    (135) (...) × 22,22 [fmxeuro]) + ((...) × 44,45 [fmxeuro]) / 100 = (...) [fmxeuro].

    (136) Τα 3,1 εκατομμύρια συνδέσεων T-DSL αποτελούν περίπου το (...) όλων των λιανικών συνδέσεων της DT σε σύγκριση με τα (...) αναλογικών συνδέσεων και συνδέσεων ΙSDN (βλέπε αιτιολογικές σκέψεις 27 και 28).

    (137) Επιστολές της DT της 14ης Μαρτίου 2003, σ. 20 και της 18ης Μαρτίου 2003. Μια μικρότερη περίοδος διατήρησης της σύνδεσης, π.χ. 40 μηνών, όπως προτείνεται στην καταγγελία της υπόθεσης COMP/C-1/37.579, σ. 11, ή 20 μηνών όπως προτείνεται στην καταγγελία της υπόθεσης COMP/C-1/37.451, σ. 17, ως βάση υπολογισμού θα ήταν συγκριτικά περισσότερο ασύμφορη για την DT, καθώς τα λιανικά εφάπαξ τέλη ήταν και είναι χαμηλότερα από τα χονδρικά.

    (138) Για λεπτομέρειες σχετικά με την εξέλιξη αυτών των τελών από το 1998 και ύστερα, βλέπε αιτιολογική σκέψη 18 και επόμενες.

    (139) Βλέπε υποσημείωση 25.

    (140) Στο (...) των περιπτώσεων πραγματοποιείται η μίσθωση μιας υφιστάμενης σύνδεσης χωρίς ταυτόχρονη δρομολόγηση των κλήσεων του λιανικού πελάτη στο δίκτυο εναλλακτικού φορέα, ενώ η περίπτωση της νέας σύνδεσης χωρίς ταυτόχρονη δρομολόγηση κλήσεων του λιανικού πελάτη στο δίκτυο εναλλακτικού φορέα καταλαμβάνει το (...) των περιπτώσεων. Βλέπε υπόμνημα με ημερομηνία 12 Σεπτεμβρίου 2002 των καταγγελλουσών στις υποθέσεις COMP/C-1/37.578 και 37.579, σ. 21, υποσημειώσεις 1 και 2. Επιστολή με ημερομηνία 18 Σεπτεμβρίου 2002 των καταγγελλουσών στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, σ. 23, υποσημειώσεις 58 και 59. Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση καταγγελίας με ταυτόχρονη δρομολόγηση των κλήσεων του λιανικού πελάτη στο δίκτυο εναλλακτικού φορέα σε σύγκριση με την περίπτωση καταγγελίας χωρίς ταυτόχρονη δρομολόγηση στο δίκτυο εναλλακτικού φορέα. Βλέπε επιστολή της DT της 18ης Μαρτίου 2003.

    (141) Παράρτημα U της απάντησης της DT στις 24 Σεπτεμβρίου 2001 στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 29ης Αυγούστου 2001 στην υπόθεση COMP/C-1/37.451: σύνολο επιμέρους δαπανών (...) ετησίως [=(...) μηνιαίως].

    (142) Παράρτημα W της απάντησης της DT στις 24 Σεπτεμβρίου 2001 στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 29ης Αυγούστου 2001 στην υπόθεση COMP/C-1/37.451: σύνολο επιμέρους δαπανών (...) ετησίως [= (...) μηνιαίως].

    (143) Απάντηση της DT στις 20 Νοεμβρίου 2001 κατόπιν αιτήματος παροχής πληροφοριών της 30ής Οκτωβρίου 2001 στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, σ. 3-4: (...).

    (144) Παράρτημα της απάντησης της DT στις 20 Νοεμβρίου 2001 στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 30ής Οκτωβρίου 2001 στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, πίνακας TelAs: συνολικό κόστος (...) - κόστος υποδομής δικτύου (...).

    (145) Επιστολή της DT με ημερομηνία 17 Ιανουαρίου 2003, σ. 5 (για την ακριβή κατανομή βλέπε πίνακα 11).

    (146) Απάντηση της DT στις 20 Νοεμβρίου 2001 κατόπιν αιτήματος παροχής πληροφοριών της 30ής Οκτωβρίου 2001 στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, σ. 3: συνολικό κόστος (...) - κόστος υποδομής δικτύου (...) = (...).

    (147) Από 1η Μαΐου 2002: μέσο μηνιαίο τέλος 15,17 + αναλογούν εφάπαξ τέλος (...)= (...) - (...) χονδρικό τέλος = (...) θετικό περιθώριο. Από 1η Ιουλίου 2002: μέσο μηνιαίο τέλος 15,17 + αναλογούν εφάπαξ τέλος (...) = (...) - χονδρικό τέλος =(...) ευρώ θετικό περιθώριο. Από 1η Ιανουαρίου 2003: μέσο μηνιαίο τέλος αναλογούν εφάπαξ τέλος (...) = (...) - (...) χονδρικό τέλος = (...) ευρώ. Από 1η Φεβρουαρίου 2003: μέσο μηνιαίο τέλος 15,41 + αναλογούν εφάπαξ τέλος = χονδρικό τέλος = ευρώ θετικό περιθώριο. Από 1η Μαΐου 2003: μέσο μηνιαίο τέλος 15,41 αναλογούν εφάπαξ τέλος (...)=( ...) - (...) χονδρικό τέλος=(...) ευρώ.

    (148) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις στις υποθέσεις COMP/C-1/37.451, 37.578 και 37.579, σ. 92.

    (149) Βλέπε ακόλουθο υποθετικό υπολογισμό με βάση τα έως τις 30 Απριλίου 2002 ισχύοντα τέλη:

    Λιανική υπηρεσία T-DSL/T-ISDN: 28,56 ευρώ/μήνα + (...) (σταθμισμένα εφάπαξ τέλη 40) = (...) [fmxeuro]

    Χονδρική υπηρεσία ULL: 12,48 ευρώ/μήνα +(...) ευρώ (σταθμισμένα εφάπαξ τέλη) = (...) [fmxeuro]

    Περιθώριο μεταξύ λιανικών και χονδρικών τελών = + (...) [fmxeuro]

    Κόστος προϊόντος για τις λιανικές υπηρεσίες T-DSL/T-ISDN = - (...) [fmxeuro]

    Συμπίεση τιμών = - (...) [fmxeuro].

    Σύμφωνα με την ως άνω υποθετική μέθοδο υπολογισμού, συμπίεση τιμών έπαυσε να υφίσταται μόνο μετά τη θέση σε ισχύ των νέων λιανικών τελών στις 1 Μαΐου 2002.

    (150) Στην πρώτη απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1998 η RegTP ενέκρινε όλες τις αιτήσεις της DT για την τροποποίηση των τιμολογίων με εξαίρεση τα τιμολόγια "City Plus 2" και "City Plus 3", που δεν ενέπιπταν στο καθεστώς ανώτατων τιμών. Στη δεύτερη απόφαση της 11ης Δεκεμβρίου 1998 η RegTP ενέκρινε όλες τις αιτήσεις της DT για την τροποποίηση των τιμολογίων. Στην τρίτη απόφαση της 16ης Μαρτίου 1999 η Reg TP ενέκρινε όλες τις αιτήσεις της DT για την τροποποίηση των τιμολογίων με εξαίρεση το τιμολόγιο για τις συνδέσεις City χρονικής διάρκειας 60 δευτερολέπτων κατά τις εργάσιμες ημέρες, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις επίσημες αργίες, καθώς και από την 24η Δεκεμβρίου μέχρι και την 1η Ιανουαρίου, από τις 21:00 έως τις 06:00, το οποίο περιείχε κατάφωρα αδικαιολόγητες μειώσεις. Στην τέταρτη απόφαση της 16ης Απριλίου 1999, η Reg TP ενέκρινε όλες τις αιτήσεις της DT για τροποποιήσεις των τιμολογίων με εξαίρεση αυτά για συνδέσεις με τις νήσους Φερόες, την Ελλάδα, τον Άγιο Μαρίνο, την Τουρκία, την Πορτογαλία και το Γιβραλτάρ, τα οποία περιείχαν κατάφωρα αδικαιολόγητες μειώσεις. Στην πέμπτη απόφαση της 21ης Ιανουαρίου 2000 και στην έκτη απόφαση της 16 Φεβρουαρίου 2000 η RegTP ενέκρινε όλες τις αιτήσεις της DT για τροποποιήσεις των τιμολογίων.

    (151) Απόφαση της RegTP στις 23 Δεκεμβρίου 1999 (βλέπε υποσημείωση 45), εκεί σ. 13.

    (152) Βλέπε υποσημείωση 149.

    (153) Η DT αναφέρει ότι κατά την πρώτη περίοδο ισχύος του καθεστώτος ανώτατων τιμών το μηνιαίο τέλος σύνδεσης ανά οικιακή σύνδεση θα μπορούσε να είχε αυξηθεί κατά (...) ευρώ (παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 66).

    (154) Τοπικό επίπεδο: Τέλος κλήσης 0,0345 ευρώ/λεπτό έναντι 0,0065 ευρώ/λεπτό για την τοπική διασύνδεση (ώρες αιχμής) = 530 % και 0,0172 ευρώ/λεπτό έναντι 0,0044 ευρώ/λεπτό (λοιπό διάστημα) = 390 % / Εθνικό επίπεδο: Τέλος κλήσης 0,106 ευρώ/λεπτό έναντι 0,0186 ευρώ/λεπτό. διασύνδεση διπλής διαβίβασης (ώρες αιχμής) = 570 % και 0,0267 ευρώ/λεπτό έναντι 0,0122 ευρώ/λεπτό (λοιπό διάστημα) = 220 % (όλες οι τιμές είναι καθαρές τιμές, τέλη διασύνδεσης σύμφωνα με την απόφαση της RegTP του Οκτωβρίου 2001, βλέπε δελτίο Τύπου της RegTP στις 15 Οκτωβρίου 2001).

    (155) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 38 και επόμενες.

    (156) Σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 2 δεύτερο εδάφιο του νόμου περί τηλεπικοινωνιών.

    (157) Παρατηρήσεις της DT στις 14 Μαΐου 1999 σχετικά με την καταγγελία στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, σ. 21. Παρατηρήσεις της DT στις 16 Σεπτεμβρίου 1999 σχετικά με την καταγγελία στην υπόθεση COMP/C-1/37,578, σ. 20.

    (158) Απάντηση της DT στις 23 Ιουλίου 2001 κατόπιν αιτήματος παροχής πληροφοριών της 22 Ιουνίου 2001 στην υπόθεση COMP/C-1/37.451.

    (159) Παρατηρήσεις της DT στις 14.5.1999 σχετικά με την καταγγελία στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, σ. 21. Απάντηση της DT στις 24.9.2001 στο αίτημα παροχής πληροφοριών της 29ης Αυγούστου 2001 στην υπόθεση COMP/C-1/37.451, σ. 14.

    (160) Βλέπε ανωτέρω, πίνακας 12.

    (161) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 41.

    (162) Βλέπε επίσης υποσημείωση 69. Στην απόφαση της 30ής Μαρτίου 2001 η Reg TP διαπίστωνε τα εξής: "Τα τέλη για τις συνδέσεις T-DSL περιέχουν μειώσεις του κόστους της αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών" (σ. 31) και ότι "οι διαπιστωθείσες μειώσεις του κόστους της αποτελεσματικής παροχής υπηρεσιών επηρεάζουν κατά τρόπο αδικαιολόγητο τις δυνατότητες των ανταγωνιστών να ασκήσουν ανταγωνισμό" (σ. 44).

    (163) Βλέπε επίσης πίνακα 12 η απόφαση της RegTP της 22ας Ιανουαρίου 2002 για την περάτωση της διαδικασίας που είχε κινηθεί εκ νέου στις 18 Δεκεμβρίου 2001 σχετικά με τα τέλη T-DSL δεν περιέχει νέους υπολογισμούς για το βαθμό κάλυψης του κόστους.

    (164) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 83 και επόμενη. Επιστολή της DT της 25ης Οκτωβρίου 2002, σ. 27 και επόμενες.

    (165) Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπόθεση 85/76, Hoffmann - La Roche, Συλλογή 1979, σ. 461, παράγραφος 91.

    (166) Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπόθεση T-83/91, Tetra Pak II, Συλλογή 1994, σ. II-755, παράγραφος 114.

    (167) Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπόθεση C-62/86, AKZO, Συλλογή 1991, σ. I-3359, παράγραφος 70.

    (168) Ως άνω, παράγραφος 71 και επόμενη.

    (169) Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Hoffmann - La Roche (βλέπε υποσημείωση 164) παράγραφος 89, Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Tetra Pak II (βλέπε υποσημείωση 165), παράγραφος 221.

    (170) Απόφαση 85/518/ΕΟΚ (Napier Brown - British Sugar), βλέπε υποσημείωση 104.

    (171) Ετήσια έκθεση της RegTP 2002, σ. 18.

    (172) Ετήσια έκθεση της RegTP 2002, σ. 19.

    (173) Επιστολή των καταγγελουσών της 12ης Σεπτεμβρίου 2002 στις υποθέσεις COMP/C-1/37.578 και COMP/C-1/37.579, σ. 23 και επόμενη.

    (174) Βλέπε υποσημείωση 170.

    (175) Επιστολή της DT με ημερομηνία 25 Οκτωβρίου 2002, σ. 31 και επόμενη.

    (176) Ανακοίνωση περί πρόσβασης (βλέπε υποσημείωση 79), παράγραφοι 144 έως 148.

    (177) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 119 και επόμενες.

    (178) Στη Γερμανία το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται στο άρθρο 17 και επόμενες του νόμου περί τηλεπικοινωνιών και στον κανονισμό περί της καθολικής υπηρεσίας στον τομέα των τηλεπικοινωνιών (TUDLV).

    (179) ΕΕ L 108 της 24.4.2002, σ. 51.

    (180) Βλέπε επίσης ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας στην Ευρώπη της 20.9.2000 (ΕΕ C 17 της 19.1.2001, σ. 4).

    (181) Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπόθεση 127/73, BRT/SABAM, Συλλογή 1974, σ. 313, παράγραφος 20.

    (182) Βλέπε υποσημείωση 180, παράγραφος 22, τελευταία φορά, Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπόθεση C-242/95, GT-Link/DSB, Συλλογή 1997, σ. Ι-4449, παράγραφος 50.

    (183) Παρατηρήσεις της DT στις 29.7.2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 120, με παραπομπή στις συναφείς ρυθμίσεις για τον τομέα των ταχυδρομείων.

    (184) Σε αντίθεση με τον τομέα των ταχυδρομείων, όπου η εταιρία Deutsche Post AG έχει επιφορτισθεί με τη διεκπεραίωση της αλληλογραφίας στον κατ' αποκλειστικότητα ανατιθέμενο τομέα βάσει αποκλειστικής αδείας.

    (185) Βλέπε υποσημείωση 178.

    (186) Παρατηρήσεις της DT σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 120.

    (187) Άρθρο 24 παράγραφος 1 εδάφιο 1 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών.

    (188) Σύμφωνα με το άρθρο 24 παράγραφος 2 αριθ. 3 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών. Βλέπε παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 120.

    (189) Άρθρο 17 παράγραφος 1 εδάφιο 1 και άρθρο 24 παράγραφος 1 εδάφιο 1 του νόμου περί τηλεπικοινωνιών.

    (190) Άρθρο 2 παράγραφος 1 TUDLV.

    (191) Schütz στο Beck'scher TKG-Kommentar, στο άρθρο 2 TUDLV, παράρτημα στο άρθρο 17 παράγραφος 1.

    (192) Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, υπόθεση C-320/91, Corbeau, Συλλογή 1993,σ. Ι-2533, παράγραφος 17.

    (193) Ως άνω, παράγραφος 18.

    (194) Παρατηρήσεις της DT στις 29 Ιουλίου 2002 σχετικά με τις αιτιάσεις, σ. 120 και παράρτημα DT St. 12.

    (195) Βλέπε υποσημείωση 104.

    (196) ΕΕ C 9 της 14.1.1998, σ. 3, σημείο 1.A.

    (197) Βλέπε (http://www.telekom.3 de/de-p/konz/ 2-st/4-T/star/ 030310 - t-com-kurzprofil-ar.html).

    (198) Bλέπε υποσημείωση 195, σημείο 1.B.

    Top