Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 32001D0519

    2001/519/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2000, για το συμβιβάσιμο μιας συγκέντρωσης με την κοινή αγορά και με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ [Υπόθεση COMP/M.1673 — VEBA/VIAG] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2000) 1597]

    ΕΕ L 188 της 10.7.2001, p. 1–52 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Legal status of the document In force

    ELI: http://data.europa.eu/eli/dec/2001/519/oj

    32001D0519

    2001/519/ΕΚ: Απόφαση της Επιτροπής, της 13ης Ιουνίου 2000, για το συμβιβάσιμο μιας συγκέντρωσης με την κοινή αγορά και με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ [Υπόθεση COMP/M.1673 — VEBA/VIAG] (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ.) [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2000) 1597]

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 188 της 10/07/2001 σ. 0001 - 0052


    Απόφαση της Επιτροπής

    της 13ης Ιουνίου 2000

    για το συμβιβάσιμο μιας συγκέντρωσης με την κοινή αγορά και με τη συμφωνία για τον ΕΟΧ

    [Υπόθεση COMP/M.1673 - VEBA/VIAG]

    [κοινοποιηθείσα υπό τον αριθμό Ε(2000) 1597]

    (Το κείμενο στη γερμανική γλώσσα είναι το μόνο αυθεντικό)

    (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    (2001/519/ΕΚ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    τη συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, και ιδίως το άρθρο 57 παράγραφος 2, στοιχείο α),

    τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89 του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1989, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων(1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EΚ) αριθ. 1310/97(2), και ιδίως το άρθρο 8 παράγραφος 2,

    την απόφαση της Επιτροπής, της 4ης Φεβρουαρίου 2000, σχετικά με την κίνηση διαδικασίας για την παρούσα υπόθεση,

    Έχοντας παράσχει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις την ευκαιρία να εκφράσουν τις απόψεις τους σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής,

    Κατόπιν διαβουλεύσεων με τη συμβουλευτική επιτροπή για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων(3),

    Εκτιμώντας τα ακόλουθα:

    (1) Στις 14 Δεκεμβρίου 1999 κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή μια συγκέντρωση σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 4064/89, βάσει της οποίας οι εταιρείες VEBA Aktiengesellschaft και VIAG Aktiengesellschaft προτίθενται να προβούν στη μεταξύ τους συγχώνευση κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1, στοιχείο α) του κανονισμού για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων.

    (2) Στις 4 Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει ως προς την υπόθεση τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 6 παράγραφος 1, στοιχείο γ) του κανονισμού για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων και στο άρθρο 57 της συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (στο εξής: "η συμφωνία για τον ΕΟΧ").

    (3) Η συμβουλευτική επιτροπή συζήτησε στις 24 Μαΐου 2000 το σχέδιο της παρούσας απόφασης.

    I. ΤΑ ΜΕΡΗ ΚΑΙ Η ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΘΕΙΣΑ ΠΡΑΞΗ

    (4) Η VEBA είναι ένας όμιλος εταιρειών με ποικίλο αντικείμενο δραστηριότητας. Συγκεκριμένα, δραστηριοποιείται στους κλάδους της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου, των πετρελαιοειδών, των χημικών, των τηλεπικοινωνιών, της ύδρευσης, της διάθεσης αποβλήτων, της εμπορίας προϊόντων χάλυβα, της υλικοτεχνικής υποστήριξης και της διαχείρισης ακινήτων. Ο όμιλος δραστηριοποιείται μέσω της θυγατρικής εταιρείας PreussenElektra AG (στο εξής: "PreussenElektra" όλες τις βαθμίδες του κλάδου ηλεκτρικής ενέργειας. Η PreussenElektra συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες γερμανικές επιχειρήσεις διασύνδεσης του κλάδου ηλεκτρικής ενέργειας και εφοδιάζει βασικά τα βόρεια ομόσπονδα κρατίδια του Σλέσβιχ-Χολστάιν, της Κάτω Σαξονίας, καθώς και μεγάλα τμήματα της Έσσης. Εκτός αυτού, η PreussenElektra, μαζί με την RWE και την Bayernwerk AG, που ανήκει στη VIAG, εξαγόρασε μετά τη γερμανική επανένωση την επιχείρηση Vereinigte Energiewerke AG (VEAG), μαζί με τις υπόλοιπες δυτικογερμανικές επιχειρήσεις διασύνδεσης. Η PreussenElektra ελέγχει πάντως την VEAG από κοινού με τις RWE και Bayernwerk AG. Επίσης, εκτός της περιοχής διασύνδεσης, ο όμιλος VEBA ελέγχει μέσω συμμετοχών επιχειρήσεις που καλύπτουν περιφερειακές ανάγκες στα νέα ομόσπονδα κρατίδια (e.dis και Avacon).

    (5) Η VIAG είναι ένα επιχειρηματικό συγκρότημα που δραστηριοποιείται διεθνώς στους κλάδους της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου, των χημικών, των τηλεπικοινωνιών των συσκευασιών, της ύδρευσης, της διάθεσης αποβλήτων, του αλουμινίου, της εμπορίας προϊόντων χάλυβα και της υλικοτεχνικής υποστήριξης. Οι δραστηριότητές της στον κλάδο της ενέργειας έχουν ανατεθεί στην εταιρεία του ίδιου ομίλου Bayernwerk AG (στο εξής: "Bayernwerk"), η οποία επίσης συγκαταλέγεται στις μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις διασύνδεσης. Η Bayernwerk δραστηριοποιείται ομοίως σε όλες τις βαθμίδες του κλάδου ηλεκτρικής ενέργειας. Η βασική της περιοχή δικτύου και πωλήσεων συμπίπτει με το μεγαλύτερο μέρος του νότιου ομόσπονδου κρατιδίου της Βαυαρίας. Εκτός της VEAG (βλέπε την αιτιολογική σκέψη 4), η Bayernwerk ελέγχει από κοινού με τη Southern Energy Beteiligungsgesellschaft, η οποία ανήκει στην αμερικανική εταιρεία Southern Company, την Berliner Kraft- und Licht (BEWAG) AG. Στον όμιλο VIAG ανήκει επίσης η ανατολικογερμανική περιφερειακή προμηθεύτρια επιχείρηση TEAG, η οποία διαθέτει δική της περιοχή πωλήσεων πέραν της περιοχής διασύνδεσης της Bayernwerk.

    (6) Τα μέρη σχεδιάζουν να συγχωνευθούν σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 1, σημείο 1 του γερμανικού νόμου περί μετατροπής εταιρειών (Umwandlungsgesetz). Ειδικότερα, η VIAG προβλέπεται να απορροφηθεί από τη VEBA. Επομένως, πρόκειται για συγκέντρωση κατά την έννοια του νόμου.

    II. Η ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ

    (7) Μέχρι σήμερα οι VEBA και VIAG ήταν δύο ανεξάρτητες μεταξύ τους επιχειρήσεις, οι οποίες πλέον σκοπεύουν να συγχωνευθούν. Κατά συνέπεια πρόκειται για συγκέντρωση κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 1, στοιχείο α) του κανονισμού για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων.

    III. ΚΟΙΝΟΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ

    (8) Ο παγκόσμιος κύκλος εργασιών των μερών κατά τη χρήση του 1998 υπερέβη τα 5 δισεκ. ευρώ(4) (VEBA: 42,8 δισεκ. ευρώ, VIAG: 25,1 δισεκ. ευρώ). Ο κοινοτικός κύκλος εργασιών τόσο της VEBA (33,5 δισεκ. ευρώ) όσο και της VIAG (18,2 δις ευρώ) υπερβαίνει τα 250 εκατ. ευρώ, αντιστοίχως. Το 1998, η VEBA πραγματοποίησε τα δύο τρίτα του κοινοτικού κύκλου εργασιών της στη Γερμανία. Η VIAG, με βάση τα στοιχεία που έχει διαθέσει η ίδια, δεν πραγματοποίησε σε κανένα κράτος μέλος ποσοστό μεγαλύτερο από τα δύο τρίτα του κοινοτικού κύκλου εργασιών της. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση έχει κοινοτική διάσταση.

    IV. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 2 ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΩΝ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΕΩΝ

    (9) Αμφότερα τα μέρη δραστηριοποιούνται σε πλήθος οικονομικών κλάδων. Εκ τούτου συνάγεται ότι η υπό εξέταση συγκέντρωση θα οδηγήσει στη δημιουργία δεσπόζουσας θέσης των VEBA/VIAG στη γερμανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας (βλέπε το κεφάλαιο Α), καθώς και στην ενίσχυση δεσποζουσών θέσεων στον κλάδο των χημικών προϊόντων (βλέπε το κεφάλαιο Β). Στους υπόλοιπους κλάδους δεν αναμένεται να προκληθεί δημιουργία ή ενίσχυση δεσπόζουσας θέσης. Τούτο ισχύει ειδικότερα για τους κλάδους του φυσικού αερίου (βλέπε το κεφάλαιο Γ) και της εμπορίας προϊόντων χάλυβα (βλέπε το κεφάλαιο Δ).

    A. ΗΛΕΚΤΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ

    (10) Η υπό εξέταση συγκέντρωση θα οδηγήσει στη δημιουργία δεσπόζοντος δυοπωλίου, το οποίο οι VEBA/VIAG και RWE θα κατέχουν στην ομοσπονδιακή αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης.

    1. Εξεταστέα αγορά προϊόντος

    (11) Σε παλαιότερες αποφάσεις της(5) η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας αποτελείται από τις εξής επιμέρους αγορές προϊόντος: παραγωγής, δηλαδή παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από μονάδες παραγωγής ενέργειας·μεταγωγής, δηλαδή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με καλώδια υψηλής τάσης· διανομής, δηλαδή μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας με αγωγούς μεσαίας και χαμηλής τάσης· και παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή της προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές. Σε άλλη απόφαση(6) εντοπίστηκε ακόμη μία αγορά προϊόντος στον κλάδο της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία συνίσταται στην εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς ωστόσο να προσδιορισθεί οριστικά η εν λόγω αγορά.

    (12) Οι μέχρι σήμερα αποφάσεις της Επιτροπής αφορούσαν πρωτίστως τα δεδομένα της βρετανικής και της γαλλικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Σε πιο πρόσφατες αποφάσεις, οι οποίες αφορούσαν συγκεντρώσεις στη γερμανική αγορά, το ζήτημα του ορισμού της αγοράς αφέθηκε σε μεγάλο βαθμό ανοικτό. Για τον ορισμό της αγοράς έχει σημασία η διάρθρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, διότι είναι δυνατό να οδηγήσει σε συμπέρασμα για τα χαρακτηριστικά της προσφοράς και της ζήτησης.

    (13) Ο γερμανικός κλάδος ηλεκτρικής ενέργειας χαρακτηρίζεται από κάθετη ιεράρχηση σε διαπεριφερειακές επιχειρήσεις διασύνδεσης, περιφερειακές επιχειρήσεις ηλεκτροδότησης (περιφερειακοί προμηθευτές) και τοπικές επιχειρήσεις διανομής ηλεκτρικής ενέργειας (οι οποίες είναι ως επί το πλείστον δημοτικές).

    (14) Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από τις επιχειρήσεις διασύνδεσης, καθώς και εκείνη που εισάγεται από επιχειρήσεις εισαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας πωλείται σε διάφορους ομίλους επιχειρήσεων, που την παραλαμβάνουν μέσω δικτύων πολύ υψηλής και υψηλής τάσης (380/220 kV). Τα δίκτυα αυτά καλούνται "δίκτυα μεταγωγής". Με τα δίκτυα μεταγωγής παρέχεται ηλεκτρική ενέργεια όχι μόνο σε περιφερειακές επιχειρήσεις ηλεκτροδότησης, αλλά και σε μεγάλων διαστάσεων δημοτικές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας, σε επιχειρήσεις εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας και σε μεγάλες επιμέρους αγοράστριες βιομηχανικές επιχειρήσεις, που πραγματοποιούν τις αγορές τους απευθείας στα συγκεκριμένα επίπεδα τάσης.

    (15) Οι επιχειρήσεις διασύνδεσης δραστηριοποιούνται επίσης μέσω κάθετης ενοποίησης με τη συμμετοχή συγγενών εταιρειών σε όλες τις αγορές στα επόμενα στάδια της παραγωγής (βλέπε τις αιτιολογικές σκέψεις 16 και επόμενες).

    (16) Οι περιφερειακές επιχειρήσεις ηλεκτροδότησης προμηθεύουν ηλεκτρική ενέργεια μέσω αγωγών χαμηλής τάσης (κάτω των 20 kV), καθώς και εν μέρει μέσω αγωγών μεσαίας τάσης (20-110 kV). Επίσης εφοδιάζουν δημοτικές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας και τελικούς καταναλωτές. Η δραστηριότητά τους εν προκειμένω συνίσταται εν πολλοίς στη διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγουν οι επιχειρήσεις διασύνδεσης. Επίσης παράγουν οι ίδιες μικρές ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας, τις οποίες πωλούν στη δική τους πελατεία μέσω αγωγών χαμηλής και μεσαίας τάσης.

    (17) Στην κατώτερη βαθμίδα διανομής, οι δημοτικές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας εφοδιάζουν αποκλειστικά τους τελικούς καταναλωτές μέσω αγωγών χαμηλής τάσης. Οι δημοτικές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας παράγουν και οι ίδιες ηλεκτρική ενέργεια, την οποία όμως χρησιμοποιούν πρωτίστως για την κάλυψη των δικών τους αναγκών. Αυτή η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται κυρίως σε μονάδες συμπαραγωγής ηλεκτρισμού και θερμότητας. Οι μέχρι σήμερα αποφάσεις της Επιτροπής δεν δίνουν απάντηση στο ερώτημα σε ποιο βαθμό η συγκεκριμένη βαθμίδα της αγοράς μπορεί ενδεχομένως να υποδιαιρεθεί περαιτέρω με βάση τα χαρακτηριστικά των τελικών καταναλωτών(7). Πάντως, υπάρχουν στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ότι υφίστανται διαφορετικά δεδομένα αγοράς για τον εφοδιασμό των μικρών πελατών(8) (νοικοκυριά, επαγγελματίες και γεωργικές εκμεταλλεύσεις με ισχύ συνδέσεως κατώτερη των 30 kW και με ετήσια κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας κατώτερη των 30 MWh) μέσω των δικτύων χαμηλής τάσης, καθώς και για τον εφοδιασμό βιομηχανικών πελατών υπό ειδικούς όρους μέσω των δικτύων μεσαίας και μεγαλύτερης της μεσαίας τάσης. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι πρόκειται εν προκειμένω για αυτοτελείς αγορές του σχετικού προϊόντος.

    (18) Η εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας είναι μία αναπτυσσόμενη αγορά η οποία δημιουργήθηκε μόλις μετά την ελευθέρωση των αγορών, που είχε ως αποτέλεσμα την παραχώρηση στους αγοραστές της δυνατότητας ελεύθερης επιλογής. Με τον όρο "εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας" νοείται η αγορά και πώληση ηλεκτρικού ρεύματος έναντι ιδίου κινδύνου και προς ίδιον όφελος. Η εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας πραγματοποιείται σε όλα τα επίπεδα τάσης. Κατά συνέπεια, με την εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας ασχολούνται όχι μόνο ανεξάρτητες εμπορικές επιχειρήσεις οι οποίες δεν διαθέτουν δικό τους δυναμικό παραγωγής ούτε δικό τους δίκτυο, αλλά και επιχειρήσεις διασύνδεσης, άλλες επιχειρήσεις εκμετάλλευσης σταθμών παραγωγής ενέργειας και εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας, τόσο από την πλευρά της προσφοράς, όσο και - εν μέρει - από την πλευρά της ζήτησης. Δεν αποτελεί εμπορική δραστηριότητα η πρακτόρευση ηλεκτρικής ενέργειας, δηλαδή η παροχή της μέσω μονάδων αποθήκευσης και αλυσίδων εμπορίας, η οποία δεν ενέχει τον κίνδυνο της αδυναμίας διάθεσης του προϊόντος. Τον κίνδυνο αυτό φέρουν κατεξοχήν οι επιχειρήσεις παραγωγής.

    (19) Η προαναφερθείσα (αιτιολογική σκέψη 14) πώληση ηλεκτρικού ρεύματος στο επίπεδο της διασύνδεσης αποτελεί αυτοτελή αγορά με βάση τις ιδιότητες του προϊόντος (δηλαδή το εκάστοτε επίπεδο τάσης) και με βάση τις ενδιαφερόμενες επιμέρους κατηγορίες αγοραστών. Η αγορά αυτή καλύπτει (στη Γερμανία) την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος στο επίπεδο της διασύνδεσης και την εισαγωγή ηλεκτρικού ρεύματος, που διατίθεται στη συνέχεια μέσω αγωγών πολύ υψηλής και υψηλής τάσης σε ποικίλες κατηγορίες αγοραστών, όπως είναι οι περιφερειακές επιχειρήσεις διανομής, οι μεγαλύτερες δημοτικές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας, οι επιχειρήσεις εμπορίας ηλεκτρικού ρεύματος και μεγάλοι επιμέρους βιομηχανικοί αγοραστές. Τα δεδομένα της υπόψη αγοράς διερευνώνται κατωτέρω. Στο βαθμό που τα μέρη δραστηριοποιούνται και σε αγορές σε επόμενα στάδια της παραγωγής, οι επιπτώσεις της συγχώνευσης για τις αγορές αυτές θα εξετασθούν στο πλαίσιο της αξιολόγησης των επιπτώσεων από τη σκοπιά του ανταγωνισμού στο επίπεδο της διασύνδεσης.

    2. Γεωγραφική αγορά αναφοράς

    (20) Η γεωγραφική αγορά αναφοράς συνίσταται σε μία περιοχή στην οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προσφέρουν ή ζητούν αγαθά ή υπηρεσίες, στην οποία οι συνθήκες ανταγωνισμού είναι αρκούντως ομοιογενείς και η οποία είναι διακριτή από τις παρακείμενες περιοχές.

    (21) Τα μέρη, στην κοινοποίηση της συγκέντρωσης, υποστηρίζουν ότι η αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης εκτείνεται στο σύνολο της Κοινότητας. Για να θεμελιώσουν την άποψή τους αυτή επικαλούνται μεταξύ άλλων την κοινοτική οδηγία για την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία προβλέπει ομοιόμορφο γενικό καθεστώς για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος. Σύμφωνα με τα μέρη, η άποψη ότι η αγορά αναφοράς υπερβαίνει τα εθνικά σύνορα επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι αγοραστές ηλεκτρικού ρεύματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταφεύγουν ολοένα και περισσότερο στη μέθοδο της προκήρυξης πανευρωπαϊκού διαγωνισμού, καθώς και από το στοιχείο ότι το δίκτυο της UCTE(9) έχει οδηγήσει στη σύνδεση των δικτύων μεταγωγής των σημαντικότερων ηπειρωτικών κρατών μελών της ΕΚ.

    2.1. Η αγορά περιορίζεται στο επίπεδο του κράτους μέλους

    (22) Από τις έως τώρα έρευνες της Επιτροπής έχει προκύψει το συμπέρασμα ότι η αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης δεν υπερβαίνει τα όρια του εκάστοτε κράτους μέλους. Τούτο οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι το δυναμικό των αγωγών διασύνδεσης, δηλαδή των κόμβων διασύνδεσης με γειτονικές χώρες, είναι περιορισμένο, καθώς και στο ότι ο όγκος των εισαγωγών, λόγω τεχνικών εμποδίων, είναι λίαν περιορισμένος. Με βάση τα στοιχεία που περιέχονται στην κοινοποίηση, οι εισαγωγές αντιστοιχούσαν το έτος 1998 σε ποσοστό 8 % περίπου της γερμανικής αγοράς παροχής ηλεκτρικής ενέργειας (ο όγκος τους ανήλθε σε 38,5 TWh). Με βάση υπολογισμούς της European Transmission Systems Operators (ETSO)(10), οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία κατά το χρονικό διάστημα από την 1η Οκτωβρίου 1998 μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 1999 ήταν της τάξεως των 28 TWh. Αν ληφθεί υπόψη ότι η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ανήλθε σε 479,0 TWh, συνάγεται ότι το μερίδιο των εισαγωγών είναι κατά τι κατώτερο του 6 %. Η Επιτροπή πιστεύει ότι το πραγματικό μερίδιο των εισαγωγών είναι ακόμη χαμηλότερο, διότι ένα μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας που εισάγεται στη Γερμανία δεν διοχετεύεται στη γερμανική αγορά. Πρόκειται για ποσότητες ηλεκτρικού ρεύματος οι οποίες απλώς διέρχονται από τη Γερμανία και καταλήγουν σε άλλες καταναλώτριες χώρες. Παραδείγματος χάρη, η γαλλική EdF παρέχει ηλεκτρικό ρεύμα στην ιταλική ENEL μέσω του γερμανικού δικτύου διασύνδεσης και της Ελβετίας. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, λόγω των σοβαρών εισαγωγικών φραγμών, όλες οι αγορές παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης έχουν εθνικό χαρακτήρα.

    (23) Οι αλλοδαποί παραγωγοί που επιθυμούν να εξαγάγουν ηλεκτρική ενέργεια στη γερμανική αγορά εξαρτώνται από το διαθέσιμο δυναμικό των αγωγών διασύνδεσης. Από τα στοιχεία που έχουν διαθέσει παράγοντες της υπόψη αγοράς προκύπτει όμως ότι το δυναμικό αυτό είναι εξαιρετικά περιορισμένο. Στον πίνακα που ακολουθεί παρέχονται στοιχεία για το θεωρητικό δυναμικό των επιμέρους αγωγών διασύνδεσης οι οποίοι είναι δυνατό να χρησιμοποιούνται για την εισαγωγή ηλεκτρικού ρεύματος στη Γερμανία.

    Πίνακας: Δυναμικό διασύνδεσης με το εξωτερικό (πηγή: UCPTE, 1998)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (24) Το αριθμητικό άθροισμα των επιμέρους τιμών του δυναμικού μεταγωγής όλων των αγωγών διασύνδεσης μεταξύ της Γερμανίας και των υπολοίπων χωρών είναι επομένως περίπου 46,0 GW. Κατά τα μέρη, αυτό το θεωρητικό δυναμικό δεν περιλαμβάνει ακόμη τις συνδέσεις μέσω δικτύου μεταξύ του Λουξεμβούργου και της Γερμανίας.

    (25) Πάντως, τα ίδια τα μέρη δεν υποστηρίζουν ότι το ανωτέρω αριθμητικό δυναμικό μεταγωγής αντιστοιχεί στην υπαγορευόμενη από τους νόμους της φυσικής πραγματικότητα, ούτε ότι το ούτως υπολογισθέν δυναμικό των αγωγών διασύνδεσης μπορεί στο σύνολό του να χρησιμοποιηθεί για την εισαγωγή ηλεκτρικού ρεύματος στη Γερμανία. Τα μέρη θεωρούν μάλλον ότι τα εγκατεστημένα δίκτυα επιτρέπουν σε δεδομένη χρονική στιγμή την εισαγωγή μέγιστης ποσότητας 15 GW περίπου. Κατά τα μέρη, το αισθητά χαμηλότερο πραγματικό δυναμικό εισαγωγών οφείλεται σε κυκλικές ροές ηλεκτρικής ενέργειας (loop flow) οι οποίες σχετίζονται με μεταγωγές που πραγματοποιούνται ταυτοχρόνως αλλού.

    (26) Με βάση τη φυσική ροή ισχύος, επινοήθηκε σε διεθνές επίπεδο ένα σύστημα, το οποίο, μεταξύ άλλων, προβλέπει την παροχή ελεύθερων διατομών μεταγωγής μεταξύ κρατών(11). Με βάση τους σχετικούς υπολογισμούς, που από γερμανικής πλευράς πραγματοποιήθηκαν από την RWE AG κατά παραγγελία της Deutsche Verbundgesellschaft (Γερμανικής Εταιρείας Διασύνδεσης), το μέγιστο δυναμικό μεταγωγής εισαγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας που προέκυψε είναι 13,4 GW.

    (27) Οι περισσότεροι από τους παράγοντες της αγοράς που ρωτήθηκαν θεωρούν ωστόσο ακόμη και την ούτως υπολογισθείσα μέγιστη παροχή ως υπερβολικά υψηλή και εκτιμούν ότι, λόγω αναπόφευκτων κυκλικών ροών και προβλημάτων που σχετίζονται με τη διατήρηση τάσης και τη σταθερότητα, το μέγιστο δυναμικό εισαγωγής κυμαίνεται μεταξύ 7 και 10 GW. Οι ερωτηθέντες παράγοντες της αγοράς επισημαίνουν επίσης ότι το δυναμικό των αγωγών διασύνδεσης τίθεται κατ' αποκλειστικότητα και βάσει μακροχρόνιων συμβάσεων στη διάθεση των επιχειρήσεων διασύνδεσης, οι οποίες είναι ιδιοκτήτριες των αγωγών διασύνδεσης. Π.χ., ιδίως ο αγωγός διασύνδεσης που βρίσκεται στα γερμανοδανικά σύνορα και τον οποίον από γερμανικής πλευράς εκμεταλλεύεται η PreussenElektra είναι ήδη "κρατημένος" κατά 50 % βάσει μακροχρόνιων συμβάσεων. Από το σχετικό δυναμικό, το οποίο με βάση τα στοιχεία που έχουν υποβάλει τα μέρη είναι 1200 MW, μόνο τα 500 MW κατακυρώνονται μέσω δημοπρασίας.

    (28) Τα μέρη υποστηρίζουν ότι οι αγωγοί διασύνδεσης χρησιμοποιούνται για ταυτόχρονες εισαγωγές και εξαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος, με αποτέλεσμα το διαθέσιμο δυναμικό να ισούται και πάλι με το υπόλοιπο μεταξύ εισαγωγών και εξαγωγών. Ωστόσο, η μέτρηση της παροχής ενεργειακής ροής την οποία πραγματοποίησε η UCPTE έδειξε σαφώς ότι το υπόλοιπο της παροχής ενεργειακής ροής σε έναν αγωγό διασύνδεσης είναι ξεκάθαρο προς τη μία κατεύθυνση, γεγονός που προφανώς οφείλεται σε σημαντικό πλεόνασμα των εξαγωγών ή των εισαγωγών. Με βάση, πάντως, το ύψος και τη φορά του υπολοίπου αυτού, αποκλείεται κάθε πρόσθετη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, διότι δεν θα την επέτρεπε το δυναμικό του αγωγού διασύνδεσης. Σήμερα εξάγονται μεν ορισμένες ποσότητες από τη Γαλλία στη Γερμανία, αλλά οι γαλλικές εισαγωγές από τη Γερμανία είναι μηδαμινές, διότι δεν έχει θεσπισθεί ακόμη στο σύνολό του το νομικό πλαίσιο που απαιτείται για την πλήρη ελευθέρωση. Το επίπεδο των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος στις Κάτω Χώρες είναι προς το παρόν υψηλότερο σε σχέση με τη Γερμανία. Ως εκ τούτου, πραγματοποιούνται πωλήσεις ηλεκτρικού ρεύματος από τη Γερμανία στις Κάτω Χώρες, αλλά όχι και αντιστρόφως. Και σε άλλους αγωγούς διασύνδεσης, οι πραγματοποιούμενες εξαγωγές υπερβαίνουν κατά πολύ τις εισαγωγές ή αντιστρόφως, με αποτέλεσμα να μην παρατηρείται για την ώρα σχεδόν καμία αποσυμφόρηση των αγωγών διασύνδεσης.

    (29) Δεν αποκλείεται να αυξηθούν στο μέλλον οι εξαγωγές και να υπάρξει επομένως μεγαλύτερη αποσυμφόρηση των αγωγών διασύνδεσης προς όφελος των εισαγωγών ηλεκτρικού ρεύματος, ιδιαίτερα εξαιτίας της αυξανόμενης ελευθέρωσης των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας στις χώρες που συνορεύουν με τη Γερμανία. Ωστόσο, μια τέτοια αύξηση των εξαγωγών εξαρτάται από πλήθος παραγόντων. Πάντως, επειδή δεν υπάρχουν απτά πληροφοριακά στοιχεία για τη μελλοντική εξέλιξη των εξαγωγών, είναι ακόμη πρώιμο να προεξοφληθεί στο πλαίσιο της εξέτασης της παρούσας συγκέντρωσης ότι πράγματι θα υπάρξει μια τέτοια αβέβαιη ακόμη εξέλιξη.

    (30) Επιπλέον, οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, ιδίως αυτές που προέρχονται από ξένους προμηθευτές, δυσχεραίνονται επιπροσθέτως από το γεγονός ότι οι διασυνοριακές πωλήσεις ηλεκτρικού ρεύματος στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας βαρύνονται με ένα τέλος μεταφοράς (που καλείται T-Komponente) και ανέρχεται σε 125 × 10-5 DEM/kWh, υπό την προϋπόθεση ότι η ποσότητα του μεταφερόμενου ηλεκτρικού ρεύματος δεν είναι δυνατό να ισοσκελισθεί (για λεπτομερέστερη ανάλυση βλέπε το σημείο 2.4).

    (31) Επομένως, το συμπέρασμα ότι τα όρια της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς δεν υπερβαίνουν σε καμία περίπτωση τα εθνικά σύνορα αποδεικνύεται από τη χαμηλή αναλογία των εισαγωγών, καθώς επίσης από το περιορισμένο δυναμικό εισαγωγών των αγωγών διασύνδεσης και από το επιπλέον κόστος (π.χ. εκείνο που συνδέεται με τη χρήση των αγωγών διασύνδεσης).

    2.2. Η αξιολόγηση της υπόθεσης από τη σκοπιά του ανταγωνισμού βασίζεται στα δεδομένα μιας εθνικής αγοράς. Στο ορατό μέλλον η αγορά δεν θα υπερβαίνει το μέγεθος της εθνικής αγοράς

    (32) Επειδή πολλές επιχειρήσεις που προμηθεύουν ενέργεια δεν πραγματοποιούν ακόμη πωλήσεις προς πελάτες στις άλλοτε προστατευόμενες περιοχές πωλήσεων των ανταγωνιστών τους, παρά το ότι δικαιούνται να το κάνουν, δεν είναι βέβαιο ότι στο επίπεδο της διασύνδεσης υφίσταται ήδη μια εθνική αγορά. Πριν από την ελευθέρωση των αγορών ηλεκτρικής ενέργειας, η δραστηριότητα κάθε επιχείρησης παροχής ενέργειας περιοριζόταν στην περιοχή πωλήσεων που της αντιστοιχούσε. Κατά συνέπεια, η γεωγραφική αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης δεν ήταν ευρύτερη από την ομάδα πελατών οι οποίοι ήταν προσπελάσιμοι μέσω του δικτύου μεταγωγής της παραγωγού εταιρείας.

    (33) Σε πιο πρόσφατες αποφάσεις(12), στις οποίες εξετάζονταν οι συνέπειες μιας συγκέντρωσης σε ήδη απελευθερωμένες αγορές ηλεκτρικής ενέργειας, η Επιτροπή κατέγραψε στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία αποτελεί ενδεχομένως εθνική αγορά, αλλά απέφυγε να ορίσει επακριβώς την αγορά αυτή. Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης στη Γερμανία πρόκειται στο εγγύς μέλλον να μετεξελιχθεί σε εθνική αγορά. Ο αποφασιστικός παράγοντας εν προκειμένω είναι το γεγονός ότι έχουν εν τω μεταξύ θεσπισθεί οι βασικοί κανόνες για τη διόδευση ηλεκτρικής ενέργειας μέσω των δικτύων τρίτων. Στο δεδομένο αυτό πρέπει να προστεθούν και ορισμένοι άλλοι παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν την αγορά (βλέπε τα σημεία 2.3 και 2.4 κατωτέρω).

    2.3. Βασικοί κανόνες διόδευσης

    (34) Ο γερμανικός νόμος για την προσαρμογή της νομοθεσίας περί παροχής ενέργειας(13) είχε ως αποτέλεσμα την ελευθέρωση και χαλάρωση του κανονιστικού πλαισίου που διέπει τις αγορές ηλεκτρικής ενέργειας. Ο νόμος αυτός αποβλέπει στην ενσωμάτωση στη γερμανική νομοθεσία της οδηγίας 96/92/ΕΚ της 19ης Δεκεμβρίου 1996 περί εσωτερικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας (στο εξής: "οδηγία για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας"). Στη Γερμανία δεν ισχύει περιορισμός για το μέγεθος των πελατών, παρά τη σχετική πρόβλεψη που υπάρχει στο άρθρο 19 της οδηγίας. Αντ' αυτού, ο νόμος καθιστά τον ανταγωνισμό ελεύθερο για όλες τις κατηγορίες πελατών, μη εξαιρουμένων των τελικών καταναλωτών κάθε μεγέθους. Η γερμανική νομοθεσία εξαιρούσε αρχικά τις συμφωνίες εδαφικού χαρακτήρα (που καλούνται και "συμφωνίες οριοθέτησης") καθώς και τα αποκλειστικά δικαιώματα διόδου στο πλαίσιο των καλουμένων "συμβάσεων χορήγησης αδειών" με οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, από την απαγόρευση των συμφωνιών που περιστέλλουν τον ανταγωνισμό [άρθρα 103 και 103α του προϊσχύσαντος νόμου σχετικά με τους περιορισμούς του ανταγωνισμού (GWB)]. Ο κανόνας αυτός καταργήθηκε με το νεοθεσπισθέντα νόμο περί ενεργειακού κλάδου (EnWG) με ισχύ από τις 29 Απριλίου 1998.

    (35) Ο εφοδιασμός τρίτων που βρίσκονται στις άλλοτε αποκλειστικές περιοχές πωλήσεων είναι πλέον δυνατός με δύο τρόπους: είτε μέσω πρόσθετων αγωγών και καλωδίων είτε με διόδευση.

    (36) Για να διασφαλισθούν ίσοι όροι διόδευσης, η οδηγία για την ηλεκτρική ενέργεια προβλέπει ότι η εκμετάλλευση του δικτύου πρέπει να είναι λειτουργικά αυτοτελής και να αποτελεί αντικείμενο ξεχωριστών λογιστικών καταστάσεων και ισολογισμού(14). Οι εναλλακτικές δυνατότητες είναι η μεταβίβαση της κυριότητας επί του δικτύου σε ιδιόκτητη εταιρεία εκμετάλλευσης, η εκμετάλλευση του δικτύου από ανεξάρτητη επιχείρηση ή ο διαχωρισμός της εκμετάλλευσης του δικτύου από την παραγωγή, καθώς και η εκμετάλλευση του δικτύου μόνο στο επίπεδο της οργάνωσης και της απόδοσης λογαριασμών. Ο γερμανός νομοθέτης πρόκρινε την τελευταία αυτή εναλλακτική δυνατότητα.

    (37) Το γενικό δικαίωμα διόδευσης, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 6 του νόμου EnWG, βασίζεται στην έννοια της πρόσβασης στο δίκτυο κατόπιν διαπραγματεύσεων. Σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφος 1 του νόμου EnWG, οι εταιρείες που εκμεταλλεύονται δίκτυα παροχής ενέργειας οφείλουν να θέτουν το δίκτυο παροχής στη διάθεση άλλων επιχειρήσεων υπό όρους οι οποίοι να μην είναι λιγότερο ευνοϊκοί από αυτούς που οι ίδιες εφαρμόζουν, ρητώς ή σιωπηρώς, σε ανάλογες περιπτώσεις για παροχές στο πλαίσιο δικής τους επιχείρησης ή έναντι συγγενούς ή συνδεδεμένης επιχείρησης. Βάσει του νόμου περί προσαρμογής της νομοθεσίας που διέπει τον ενεργειακό κλάδο, επιτρέπεται η άρνηση διόδευσης σε μεμονωμένες περιπτώσεις, εκτός αν δεν παρέχεται επαρκής δυνατότητα προστασίας του ηλεκτρικού ρεύματος που παρέχεται από λιγνίτη (ρήτρα προστασίας της παραγωγής από λιγνίτη βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3 του νόμου περί προσαρμογής της νομοθεσίας που διέπει τον ενεργειακό κλάδο) ή προστασίας του ηλεκτρικού ρεύματος που παράγεται σε εγκαταστάσεις συμπαραγωγής ενέργειας και θερμότητας (άρθρο 6, παράγραφος 3 του νόμου EnWG) καθώς και αν κάτι τέτοιο υπαγορεύεται από την αρχή της αμοιβαιότητας (άρθρο 4, παράγραφος 2 του νόμου περί προσαρμογής της νομοθεσίας που διέπει τον ενεργειακό κλάδο).

    (38) Το άρθρο 6, παράγραφος 2 του νόμου EnWG προβλέπει ότι το Ομοσπονδιακό Υπουργείο των Οικονομικών μπορεί, με κανονισμό και με την έγκριση της Άνω Βουλής της Γερμανίας (Bundesrat), να θεσπίσει διατάξεις για τη μορφή των συμβάσεων που συνάπτονται κατ' εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1 του ίδιου νόμου, καθώς και τις προϋποθέσεις βάσει των οποίων καθορίζεται το αντίτιμο για τη δίοδευση. Παρόλα αυτά, το Υπουργείο των Οικονομικών δεν έχει κάνει χρήση της εξουσίας αυτής, δεδομένου ότι αντί της θέσπισης κανονιστικών ρυθμίσεων από το κράτος προτίμησε την εφαρμογή οικειοθελούς λύσης από τις ενδιαφερόμενες επιχειρηματικές ενώσεις. Τον Μάιο του 1998 συνήφθη η "συμφωνία επιχειρηματικών ενώσεων I", (εφεξής "συμφωνία I"), με την οποία η Ομοσπονδιακή Ένωση Γερμανικών Βιομηχανιών (BDI), η Ένωση Επιχειρήσεων Ενεργειακού Κλάδου (VIK) και η Ένωση Γερμανικών Σταθμών Παραγωγής Ενέργειας (VDEW) δημιούργησαν τη βάση για τη σύναψη συμφωνιών κατόπιν ελεύθερων διαπραγματεύσεων μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου ηλεκτρικής ενέργειας και των πελατών τους. Η "συμφωνία επιχειρηματικών ενώσεων I" έπαυσε να ισχύει το φθινόπωρο του 1999. Από τον Ιανουάριο του 2000 ισχύει η "συμφωνία επιχειρηματικών ενώσεων II" (εφεξής: "συμφωνία II"), η διάρκεια ισχύος της οποίας είναι διετής.

    (39) Κατά την άποψη της Επιτροπής(15), κάποιες επιμέρους διατάξεις της συμφωνία II δυσχεραίνουν τη θέση ορισμένων επιχειρήσεων του υπό εξέταση κλάδου (π.χ. των ανεξάρτητων εταιρειών εμπορίας ηλεκτρικού ρεύματος) οι οποίες επιθυμούν ενδεχομένως να αναπτύξουν δραστηριότητα σε ολόκληρη τη Γερμανία σε σύγκριση με τη θέση των μεγάλων επιχειρήσεων παροχής ενέργειας. Βάσει της συμφωνίας, το έδαφος της Γερμανίας διαιρείται σε δύο τομείς εμπορίας. Ο βορεινός τομέας περιλαμβάνει τα δίκτυα μεταγωγής των εταιρειών VEAG, PreussenElektra, VEW, HEW και BEWAG, ενώ ο νότιος τομέας περιλαμβάνει τις περιοχές που καλύπτουν οι EnBW, RWE και Bayernwerk. Κάθε φορά που ηλεκτρικό ρεύμα πωλείται από τον έναν τομέα εμπορίας στον άλλον ή αποτελεί αντικείμενο εισαγωγής ή εξαγωγής από/προς το εξωτερικό, επιβάλλεται ένα τέλος μεταφοράς, το οποίο καλείται "T-Komponente", ύψους 0,125 Pf./kWh (0,25 Pf./kWh για τις μεταφορές μεταξύ των δύο εγχώριων τομέων εμπορίας), εφόσον όμως η μεταφερόμενη ποσότητα ηλεκτρικού ρεύματος δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο συμψηφισμού. Με τον όρο "συμψηφισμός" νοείται η αντιστάθμιση δεδομένης ποσότητας που διασχίζει τα σύνορα προς τη μία κατεύθυνση με άλλη ποσότητα που τα διασχίζει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το σχετικό ισοζύγιο υπολογίζεται για κάθε ομάδα ενεργειακού ισοζυγίου (Bilanzkreis)· μέσω κάθε τέτοιας ομάδας πωλούν και αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια περισσότερες επιχειρήσεις.

    (40) Επιπλέον, οι λογιστικές διατάξεις που ισχύουν για την "ενέργεια εξισορρόπησης"δυσχεραίνουν την προσπάθεια των επιχειρήσεων του κλάδου να αναπτύξουν δραστηριότητα σε ολόκληρη τη Γερμανία. Πρόκειται για την περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας που προσφέρεται από μία επιχείρηση διασύνδεσης όταν οι ποσότητες που απορροφά ένας πελάτης παρουσιάζουν διακυμάνσεις (βλέπε την αιτιολογική σκέψη 122).

    (41) Ωστόσο, οι αδυναμίες της συμφωνίας II δεν μεταβάλλουν τη βασιμότητα της πρόβλεψης ότι στο εγγύς μέλλον η αγορά θα προσλάβει εθνικό χαρακτήρα. Ειδικότερα, δεν είναι σωστό να γίνεται λόγος για αυτοτελείς γεωγραφικές αγορές, είτε αυτές έχουν τη μορφή των πρώην περιοχών πωλήσεων είτε με αυτές νοούνται οι δύο τομείς εμπορίας. Παρόλα αυτά, τα προαναφερθέντα στοιχεία της συμφωνίας II πρέπει υποχρεωτικά να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της αξιολόγησης από τη σκοπιά του ανταγωνισμού.

    2.4. Λοιποί παράγοντες

    (42) Οι έρευνες που διεξήχθησαν για την παρούσα υπόθεση έδειξαν ότι η διόδευση ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθεί να αφορά πολύ περιορισμένες ποσότητες. Ειδικότερα, επειδή οι διατάξεις περί διόδευσης της συμφωνίας II εφαρμόζονται σήμερα από ελάχιστες επιχειρήσεις παροχής ενέργειας, οι επιχειρήσεις του κλάδου εξακολουθούν να έχουν επιφυλάξεις για τον τρόπο αντιμετώπισης των αιτήσεων διόδευσης. Πάντως, οι αιτήσεις διόδευσης εξακολουθούν να είναι υποχρεωτικές σε περιπτώσεις για τις οποίες δεν έχει τεθεί σε εφαρμογή η συμφωνία II. Συνεπώς, οι πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας προς πελάτες που βρίσκονται εκτός των πρώην διασυνδεδεμένων περιοχών πραγματοποιούνται σήμερα εν πολλοίς υπό το καθεστώς της παροχής. Από τις έρευνες της Επιτροπής προέκυψε το συμπέρασμα ότι ο εφοδιασμός των πελατών που βρίσκονται εκτός των πρώην διασυνδεδεμένων περιοχών και χρειάζονται ποσότητες της τάξεως των 90 GWh πραγματοποιούνται υπό το καθεστώς της παροχής, ενώ μόνο οι πελάτες των οποίων οι ανάγκες είναι της τάξεως των 60 GWh δικαιούνται να αγοράζουν υπό το καθεστώς της διόδευσης. Συνήθως, η παροχή γίνεται από νέο προμηθευτή που συνδέεται απευθείας με τον πελάτη, με τον οποίον συνάπτει σύμβαση παροχής ηλεκτρικού ρεύματος, μολονότι αγοράζει το απαιτούμενο ηλεκτρικό ρεύμα "επί τόπου" από τον τοπικό προμηθευτή στο πλαίσιο ξεχωριστής συμφωνίας. Αρκετές επιχειρήσεις του κλάδου επεσήμαναν ότι η αγορά διέρχεται φάση ανακατατάξεων και ότι η μέθοδος της παροχής θα αντικαταστήσει τη μέθοδο της διόδευσης μόνο για ένα μεταβατικό χρονικό διάστημα. Από τη στιγμή που η συμφωνία II θα τεθεί σε εφαρμογή σε ολόκληρη τη χώρα, θα είναι δυνατό, κατά την άποψη των περισσότερων επιχειρήσεων του κλάδου, να πωλείται παραχθείσα ηλεκτρική ενέργεια οπουδήποτε στη Γερμανία με τη μέθοδο της διόδευσης.

    (43) Σήμερα, λόγω της βραδείας θέσης σε εφαρμογή της συμφωνίας II και της χρονοβόρας διεκπεραίωσης των αιτήσεων διόδευσης στις περιπτώσεις εφαρμογής της συμφωνίας II αντί της συμφωνίας I, ο ανταγωνισμός σε εθνικό επίπεδο εξακολουθεί να έχει ως αποτέλεσμα, οι προμηθευτές ενέργειας να περιορίζουν εν πολλοίς τις δραστηριότητές τους στις δικές τους περιοχές πωλήσεων. Παρόλα αυτά, πληρούνται οι αρχικές βασικές προϋποθέσεις για τη λειτουργία αγοράς σε ομοσπονδιακή διάσταση. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο της εξέτασης της παρούσας συγκέντρωσης, η Επιτροπή θεωρεί ότι η εξεταστέα αγορά είναι εθνική, τουλάχιστον στο επίπεδο της διασύνδεσης. Στο πλασίσιο της παορύσας εξέτασης είναι θέμα αξιολόγησης από άποψη δικαίου του ανταγωνισμού το κατά πόσον στην αγορά αυτή προκαλείται ή εξακολουθεί να υφίσταται ανταγωνσιμός ακόμη και ενόψει των εν λόγω προκειμένων βασικών κανόνων και της διαρθρωτικής αλλαγής που θα προέλεθι από την υπό κρίση συγκέντρωση.

    (44) Οι περιορισμένες δυνατότητες διόδευσης εξαιτίας της προτιμησιακής διόδευσης ηλεκτρικού ρεύματος που έχει παραχθεί από λιγνίτη, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 παράγραφος 3 του νόμου περί προσαρμογής της νομοθεσίας που διέπει τον ενεργειακό κλάδο, ή εξαιτίας της κατάτμησης της επικράτειας σε βόρειο και νότιο τομέα εμπορίας δυνάμει της συμφωνίας II (βλέπε κατωτέρω) δεν συνεπάγονται τη γεωγραφική διαίρεση της γερμανικής αγοράς παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης στις γεωγραφικές ενότητες που προκύπτουν κατ' αυτόν τον τρόπο. Είναι γεγονός ότι η ρήτρα προστασίας της παραγωγής από λιγνίτη που ισχύει για την VEAG αποτελεί τη νομική βάση για την παρεμπόδιση της διόδευσης στην περιοχή των νέων ομόσπονδων γερμανικών κρατιδίων, αν και η εφαρμογή της ρήτρας έχει αποτελέσει αντικείμενο πλήθους δικαστικών προσφυγών, οι οποίες εκκρεμούν. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις ότι η επιτυχής εφαρμογή της ρήτρας στην πράξη είναι δυσχερής.

    (45) Η δημιουργία εθνικής αγοράς πιστοποιείται επίσης από την ίδρυση των χρηματιστηρίων της Φρανκφούρτης και της Λειψίας, μέσω των οποίων υποτίθεται ότι θα γίνονται στο εξής υλικώς οι αγοραπωλησίες ηλεκτρικής ενέργειας. Λόγω της καθυστερημένης θέσπισης της συμφωνίας II, η οποία θεωρείται απαραίτητη προϋπόθεση για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε εθνική κλίμακα, τα εν λόγω χρηματιστήρια ηλεκτρικής ενέργειας δεν λειτουργούν ακόμη πλήρως. Οι συναλλαγές και στα δύο πρόκειται να αρχίσουν το αργότερο το φθινόπωρο του παρόντος έτους. Οι συναλλαγές στα χρηματιστήρια αυτά θα προσκρούουν επί μία μεταβατική περίοδο σε σοβαρά εμπόδια εξαιτίας ορισμένων διατάξεων της συμφωνίας II, αλλά η σημασία των εμποδίων αυτών θα βαίνει μειούμενη με την πάροδο του χρόνου.

    (46) Κατά συνέπεια, λαμβάνεται ως δεδομένο ότι η αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης καλύπτει το σύνολο της επικράτειας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    3. Αξιολόγηση από τη σκοπιά του δίκαιου ανταγωνισμού

    (47) Εκτιμάται ότι η υπό εξέταση συγκέντρωση θα έχει ως αποτέλεσμα τη δεσπόζουσα θέση των VEBA/VIAG και RWE στην ομοσπονδιακή αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης.

    3.1. Σημερινή διάρθρωση της αγοράς

    3.1.1. Η γερμανική αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης χαρακτηρίζεται ήδη από υψηλή συγκέντρωση, ενώ τα περιθώρια ανταγωνισμού περιορίζονται και από ορισμένους πρόσθετους παράγοντες

    (48) Στη Γερμανία, το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ηλεκτρικής ενέργειας παράγεται από οκτώ διασυνδεδεμένες εταιρείες. Σε αυτές περιλαμβάνονται οι προμηθευτές ενέργειας οι οποίοι διαθέτουν τόσο ιδιόκτητο δυναμικό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας όσο και ιδιόκτητο δίκτυο πολύ υψηλής και υψηλής τάσης (δίκτυο μεταγωγής). Στη Γερμανία δραστηριοποιούνται οι εξής εταιρείες διασύνδεσης: RWE, VEBA (PreussenElektra), VIAG (Bayernwerk), VEW, EnBW, BEWAG, HEW και VEAG. Οι εταιρείες αυτές έχουν συστήσει από κοινού την Deutsche Verbundgesellschaft (Γερμανική Εταιρεία Διασύνδεσης). Τα δίκτυα των εταιρειών διασύνδεσης είναι συνδεδεμένα τόσο μεταξύ τους όσο και με τα δίκτυα πολύ υψηλής τάσης των όμορων Laender (ομοσπονδιακών κρατιδίων). Η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας σε άλλες επιχειρήσεις διασύνδεσης γίνεται επί τη βάσει συμβάσεων διασύνδεσης. Για την προστασία από τον κίνδυνο βλάβης ενός σταθμού παραγωγής ενέργειας και κατ' επέκταση διακοπής της ηλεκτροδότησης έχουν συναφθεί σε διασυνοριακό αλλά και πανευρωπαϊκό επίπεδο συμφωνίες με εταιρείες διασύνδεσης γειτονικών Laender. Επιπλέον, στην αγορά δραστηριοποιούνται και εισαγωγείς, οι οποίοι πωλούν ηλεκτρικό ρεύμα στους πελάτες τους απευθείας από το διασυνδεδεμένο σύστημα.

    (49) Στον παρακάτω πίνακα είναι συγκεντρωμένα στοιχεία για τα μερίδια αγοράς των εταιρειών διασύνδεσης στην αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης.

    Πίνακας: Μερίδια αγοράς για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης) - Κατάσταση προ της συγκέντρωσης

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (50) Ο παραπάνω πίνακας περιλαμβάνει εκτιμήσεις για τα μερίδια αγοράς στο επίπεδο της διασύνδεσης με βάση την ηλεκτρική ενέργεια που οι εταιρείες διασύνδεσης παρήγαγαν το έτος 1998. Είναι αλήθεια ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας καθ' εαυτή δεν αποτελεί ξεχωριστή αγορά αλλά βιομηχανική δραστηριότητα. Η παραγόμενη από τις εταιρείες διασύνδεσης ηλεκτρική ενέργεια πωλείται σε επιχειρήσεις του επόμενου σταδίου εμπορίας, καθώς επίσης, σε μικρότερο βαθμό, σε άλλες εταιρείες διασύνδεσης. Η πελατεία στο επίπεδο της παραγωγής αποτελείται βασικά από επιχειρήσεις που διανέμουν περαιτέρω την ηλεκτρική ενέργεια, μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις (που συγκροτούν ιδιαίτερη πελατεία), καθώς επίσης, υστάτως, επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ποσότητες ηλεκτρικού ρεύματος που παράγονται από τις εταιρείες διασύνδεσης και στη συνέχεια πωλούνται στους πελάτες αυτούς χρησιμεύουν επίσης ταυτόχρονα ως βάση για τον υπολογισμό των μεριδίων αγοράς των ανταγωνιστριών επιχειρήσεων στο επίπεδο της διασύνδεσης. Μολονότι η συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού δεν λαμβάνει υπόψη τις εισαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος, οι εισαγωγές αυτές, όπως εξηγείται παραπάνω, αποτελούν ένα ελάχιστο μόνο ποσοστό της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας που πωλείται στη Γερμανία. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος του εισαγόμενου ηλεκτρικού ρεύματος πωλείται στις εταιρείες διασύνδεσης, οι οποίες στη συνέχεια το μεταπωλούν στην πελατεία τους στο επίπεδο της διασύνδεσης. Είναι δυνατό να θεωρήσει κανείς ότι η εισαγόμενη ηλεκτρική ενέργεια αντιστοιχεί κάθε φορά από την άποψη του όγκου στο μέγεθος της εκάστοτε εταιρείας διασύνδεσης. Η παραδοχή αυτή δεν αμφισβητήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ούτε από τα μέρη ούτε από τρίτους ενδιαφερόμενους. Κατά συνέπεια, τα μερίδια αγοράς που παρατίθενται παραπάνω δεν θα μεταβάλλονταν ουσιωδώς ακόμη και αν συνυπολογίζονταν οι εισαγωγές ηλεκτρικού ρεύματος.

    (51) Όπως προκύπτει από τον πίνακα, η RWE κατέχει ηγετική θέση μεταξύ των εταιρειών διασύνδεσης. Το μερίδιο αγοράς της είναι 33,1 % της συνολικής παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης. Προς το παρόν η RWE πόρρω απέχει από την VEBA, η οποία κατέχει μερίδιο 21,2 %. Οι υπόλοιπες εταιρείες διασύνδεσης, περιλαμβανομένης της VIAG, παράγουν σημαντικά μικρότερες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας και καμία εξ αυτών δεν κατέχει μερίδιο αγοράς μεγαλύτερο του 13 %.

    (52) Αντιστοίχως, οι RWE και VEBA προηγούνται επίσης σαφώς έναντι των υπολοίπων εταιρειών διασύνδεσης που δραστηριοποιούνται στην υπό εξέταση αγορά σε ό,τι αφορά τα διαρθρωτικά δεδομένα για το εγκατεστημένο δυναμικό παραγωγής ενέργειας (βλέπε τον κατωτέρω πίνακα για το παραγωγικό δυναμικό στη Γερμανία). Το εγκατεστημένο παραγωγικό δυναμικό της RWE είναι 19,8 GW, πράγμα που σημαίνει ότι, από την άποψη των σταθμών παραγωγής ενέργειας που εκμεταλλεύεται, η RWE διαθέτει ένα μικρό μόνο προβάδισμα σε σύγκριση με την VEBA (17,5 GW), αλλά είναι ήδη διπλάσια σε μέγεθος από την επόμενη κατά σειρά εταιρεία, δηλαδή την VIAG. Οι περισσότερες από τις υπόλοιπες εταιρείες διασύνδεσης διαθέτουν εγκατεστημένο δυναμικό παραγωγής ενέργειας όχι μεγαλύτερο από 10 GW.

    Πίνακας: Παραγωγικό δυναμικό στη Γερμανία μη περιλαμβανομένης της βιομηχανίας και της κρατικής επιχείρησης σιδηροδρόμων (Deutsche Bahn)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (53) Για λόγους αποσαφήνισης των δομών που χαρακτηρίζουν την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στο σύνολό της, τα μέρη συμπεριέλαβαν στην κοινοποίησή τους στοιχεία για τις πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας προς τελικούς καταναλωτές. Με βάση τα στοιχεία αυτά, οι πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας κατά το έτος 1998 ανήλθαν συνολικά στις 479,0 TWh (230 TWh προς πελάτες ειδικού καθεστώτος και 249 TWh προς πελάτες γενικού καθεστώτος). Τα μέρη κατένειμαν τις πωλήσεις αυτές μεταξύ των εταιρειών διασύνδεσης που λειτουργούν στη Γερμανία με βάση την προέλευση των παρεχόμενων ποσοτήτων ηλεκτρικού ρεύματος, χωρίς να λάβουν υπόψη ποιά επιχείρηση σε ποιό επίπεδο εμπορίας (π.χ. περιφερειακές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας, δημοτικές επιχειρήσεις ηλεκτροδότησης, κ.λπ.) διατηρούσε απευθείας συμβατικές σχέσεις με τους πελάτες. Συνεπώς, τα στοιχεία που έχουν διαθέσει τα μέρη και τα οποία στηρίζονται σε στατιστικές της VDEW δεν αποτυπώνουν τα μερίδια αγοράς υπό την κυριολεκτική έννοια του όρου, αλλά αποσαφηνίζουν τις θέσεις που οι επιμέρους εταιρείες παροχής ενέργειας κατέχουν σε όλα τα στάδια εμπορίας και δίδουν μια εικόνα για τη διάρθρωση της γερμανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει η ακόλουθη εικόνα για την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στους τελικούς καταναλωτές:

    Πίνακας: Παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στο σύνολο της γερμανικής αγοράς - Κατάσταση προ της συγκέντρωσης

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (54) Από τα παραπάνω στοιχεία για τις παρεχόμενες ποσότητες ηλεκτρικού ρεύματος προκύπτει ότι η RWE έρχεται πρώτη, δεδομένου ότι το μερίδιό της υπερβαίνει το 30 % της συνολικής παρασχεθείσας ποσότητας. Οι μόνες εταιρείες που το μερίδιό τους υπερβαίνει σαφώς το 10 % είναι η VEBA (21,4 %) και η VIAG (12,4 %). Από τις υπόλοιπες εταιρείες διασύνδεσης, μόνο η EnBW καταφέρνει να κατέχει μερίδιο 9,3 % της συνολικής παροχής ηλεκτρικού ρεύματος. Η ισχυρή θέση των RWE, VEBA και Bayernwerk (VIAG) στην αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας είναι αισθητά πιο ισχυρή ακόμη και από τη θέση που οι εν λόγω εταιρείες κατέχουν στην αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και οφείλεται μεταξύ άλλων στην καλή πρόσβαση που οι εταιρείες αυτές διαθέτουν προς τους τελικούς καταναλωτές στα νέα ομόσπονδα γερμανικά κρατίδια, όπου οι εταιρείες αυτές δραστηριοποιούνται μέσω περιφερειακών προμηθευτών. Αυτοί οι τελευταίοι διανέμουν κατά κύριο λόγο την ηλεκτρική ενέργεια που παράγει η VEAG. Εκτός αυτού, οι εισαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας, παρά το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν ελάχιστο ποσοστό της ηλεκτρικής ενέργειας που πωλείται στη Γερμανία, ωφελούν πρωτίστως τις εταιρείες διασύνδεσης.

    (55) Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη η μετοχική διάρθρωση των VEAG και BEWAG, οι οποίες στον πίνακα έχουν καταχωρηθεί ως ανεξάρτητοι προμηθευτές. Την εταιρεία διασύνδεσης BEWAG ελέγχουν από κοινού οι Southern Company και VIAG. Την VEAG ελέγχουν από κοινού οι VEBA, VIAG και RWE(16). Κατά συνέπεια, κατά τον υπολογισμό της ισχύος που τα μέρη διαθέτουν στην αγορά πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι μήτε η VEAG μήτε η BEWAG δεν ανταγωνίζονται τις εταιρείες διασύνδεσης οι οποίες τις ελέγχουν από κοινού.

    (56) Τα δεδομένα που αφορούν την VEAG έχουν μία ακόμη διαφορετική σημασία, πρωτίστως σε σχέση με τον ανταγωνισμό μεταξύ των VEBA, VIAG και RWE. Αυτές οι τελευταίες λογικά δεν έχουν συμφέρον να ασκήσουν ανταγωνισμό στην VEAG, διότι στην αντίθετη περίπτωση θα εξάλειφαν την αξία της κοινής τους επένδυσης στη συγκεκριμένη εταιρεία. Τούτο στην πράξη σημαίνει ότι ούτε αναφορικά με τη συμβατική περιοχή πωλήσεων της VEAG στην ανατολική Γερμανία δεν είναι λογικό να αναμένεται ανταγωνισμός μεταξύ των VEBA, VIAG και RWE.

    (57) Αν ληφθεί υπόψη το σύνολο της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στη Γερμανία, περιλαμβανομένης εκείνης που παράγεται από τη βιομηχανία, διαπιστώνεται ότι οι οκτώ διασυνδεδεμένες εταιρείες παράγουν το 71 % περίπου της ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία. Εντούτοις, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η παραγόμενη από τη βιομηχανία ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από τις επιχειρήσεις που την παράγουν, με αποτέλεσμα να διοχετεύεται σε μικρή μόνο κλίμακα στην ελεύθερη αγορά. Για να μπορεί μία επιχείρηση να πωλεί την ηλεκτρική ενέργεια που παράγει, θα ήταν υποχρεωμένη να συγκροτήσει μηχανισμό πωλήσεων και παροχής υπηρεσιών στους πελάτες, πράγμα που είναι οικονομικά ασύμφορο για τις περισσότερες βιομηχανικές επιχειρήσεις, λόγω του περιορισμένου μεγέθους των πωλούμενων ποσοτήτων. Καθώς η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται από βιομηχανικές επιχειρήσεις καταναλώνεται κατά βάση από τις ίδιες αυτές επιχειρήσεις, δεν είναι σωστό να θεωρηθεί ότι διατίθεται στην ελεύθερη αγορά. Κάποιες διευκρινίσεις είναι επίσης απαραίτητες για την ηλεκτρική ενέργεια την οποία παράγουν οι επιχειρήσεις παροχής ενέργειας. Οι 700 περίπου περιφερειακοί και τοπικοί προμηθευτές ενέργειας αντιπροσωπεύουν το 10 % περίπου της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στη Γερμανία. Με την παραγωγή τους καλύπτουν ένα μέρος των αναγκών τους και συγχρόνως επιτυγχάνουν τον περιορισμό της εξάρτησής τους από τις εταιρείες διασύνδεσης. Ωστόσο, λόγω των επενδύσεων τις οποίες προϋποθέτει η συγκρότηση μηχανισμού πωλήσεων και λόγω του ότι οι ποσότητες που θα μπορούσαν να πωλήσουν είναι περιορισμένες, οι συγκεκριμένες επιχειρήσεις μπορούν μεν να θεωρηθούν ως δραστηριοποιούμενες στην αγορά, αλλά σε περιορισμένο μόνο βαθμό.

    (58) Τέλος, πρέπει να διαπιστωθεί ότι υπάρχουν πράγματι περιθώρια ανάπτυξης ανταγωνισμού, όπως μαρτυρούν οι εξελίξεις μετά την έναρξη της ελευθέρωσης, αλλά μια σειρά παραγόντων περιστέλλει τα περιθώρια αυτά. Οι παράγοντες αυτοί αναλύονται διεξοδικότερα στο πλαίσιο της αξιολόγησης της παρούσας συγκέντρωσης. Προς το παρόν, ενδείκνυται να επισημανθούν ιδίως οι εξής παράγοντες: η ομοιογένεια του ηλεκτρικού ρεύματος ως προϊόντος και η διαφάνεια της (χαρακτηριζόμενης από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης) αγοράς (βλέπε σημείο 3.2.2.1)· η ισχυρή θέση των εταιρειών διασύνδεσης στις πρώην αποκλειστικές περιοχές πωλήσεων και η δυνατότητα διαμόρφωσης της ανταγωνιστικής σχέσης με βάση την αρχική διαίρεση σε αποκλειστικές περιοχές (βλέπε σημείο 3.2.2.4)· η μικρή αναμενόμενη αύξηση της ζήτησης και η μικρή ελαστικότητα της ζήτησης (βλέπε σημεία 3.2.2.5 και 3.2.2.6)· οι φραγμοί εισόδου στην αγορά (βλέπε σημείο 3.2.3.4) και η συμμετοχή των εταιρειών διασύνδεσης σε προμηθεύτριες εταιρείες που δραστηριοποιούνται σε αγορές σε επόμενα στάδια της παραγωγής, καθώς και το περιεχόμενο της "Συμφωνίας ενώσεων επιχειρήσεων II" (βλέπε σημεία 3.2.3.5 και 3.2.3.6).

    3.1.2. Το δίκτυο μεταγωγής πολύ υψηλής τάσης, το οποίο έχει καίρια σημασία για τον ανταγωνισμό στο επίπεδο της διασύνδεσης, ελέγχεται σε ποσοστό που υπερβαίνει το 80 % από τους τέσσερις μεγαλύτερους παραγωγούς ηλεκτρικού ρεύματος

    (59) Οκτώ μόνο επιχειρήσεις είναι όλες μαζί ιδιοκτήτριες του 93 % του γερμανικού δικτύου μεταγωγής. Η εταιρεία RWE, καθώς και οι VEBA και VIAG κατέχουν το 52 % και πλέον του δικτύου πολύ υψηλής τάσης· το ποσοστό αυτό ξεπερνά το 81 % αν συμπεριληφθεί και το μερίδιο της VEAG, την οποία οι προαναφερθείσες εταιρείες ελέγχουν από κοινού. Με τον τρόπο αυτό οι εν λόγω εταιρείες ελέγχουν τα μέσα τα οποία, στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, έχουν καίρια σημασία για τον ανταγωνισμό με βάση τη διόδευση μέσω των δικτύων τρίτων επιχειρήσεων. Επιπλέον, με βάση τα υφιστάμενα δίκτυά τους, οι VEBA και VIAG καλύπτουν ήδη μία συνεχή γεωγραφική ενότητα, η οποία εκτείνεται από τη Σκανδιναβία έως τις Άλπεις. Επίσης καλύπτουν το σύνολο των νέων γερμανικών ομόσπονδων κρατιδίων μέσω της συμμετοχής τους στον έλεγχο της ανατολικογερμανικής VEAG. Επειδή επιπλέον είναι ιδιοκτήτριες των αγωγών διασύνδεσης που συνδέουν τα διάφορα δίκτυα πολύ υψηλής τάσης με τα αντίστοιχα δίκτυα πολύ υψηλής τάσης των γειτονικών χωρών, ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος των υποδομών από τις οποίες εξαρτώνται οι ανταγωνιστές τους προκειμένου να εισέλθουν με επιτυχία στην αγορά. Η σπουδαιότητα της κυριότητας του δικτύου, ιδίως υπό το πρίσμα των διατάξεων της συμφωνίας II, αναλύεται διεξοδικότερα παρακάτω (βλέπε σημείο 3.2.3.3).

    Πίνακας: Δίκτυο μεταγωγής στη Γερμανία (πηγή: VDEW, 1997)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    3.2. Επιπτώσεις της συγκέντρωσης: Δημιουργία δεσπόζοντος δυοπωλίου

    (60) Κατόπιν ανάλυσης, η Επιτροπή εξάγει το συμπέρασμα ότι η κοινοποιηθείσα συγκέντρωση θα είχε ως αποτέλεσμα οι δύο μεγαλύτερες προμηθεύτριες εταιρείες VEBA/VIAG και RWE να κατέχουν από κοινού δεσπόζουσα θέση στη γερμανική αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης.

    (61) Η γερμανική αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης παρουσιάζει διάφορα χαρακτηριστικά τα οποία είναι ικανά να οδηγήσουν, σε περίπτωση αύξησης του βαθμού συγκέντρωσης συνεπεία της συγχώνευσης των VEBA και VIAG, σε μία ενσυνείδητη παράλληλη συμπεριφορά από μέρους των VEBA/VIAG και RWE, οι οποίες με τον τρόπο αυτό θα κατείχαν από κοινού δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Η συγκέντρωση θα οδηγούσε στη δημιουργία δύο ισχυρών καθετοποιημένων συγκροτημάτων, τα οποία από κάθε άποψη θα κατείχαν σαφές προβάδισμα έναντι των ανταγωνιστών τους στην υπό εξέταση αγορά. Το προβάδισμα αυτό θα ήταν ακόμη μεγαλύτερο σε περίπτωση υλοποίησης της σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης μεταξύ RWE και VEW.

    (62) Στις 30 Δεκεμβρίου 1999, οι RWE και VEW κοινοποίησαν το σχέδιο συγκέντρωσής τους στην αρμόδια για την εξέταση της υπόθεσης Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ανταγωνισμού. Η απόφαση επί της υπόθεσης αυτής προβλέπεται να εκδοθεί περίπου ταυτόχρονα με την απόφαση επί της σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης των VEBA και VIAG. Με βάση τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή της η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ανταγωνισμού, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις έχουν προτείνει την ανάληψη ορισμένων υποχρεώσεων στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, επί τη βάσει των οποίων πιθανολογείται ότι θα χορηγηθεί απαλλαγή στην παρούσα υπόθεση εντός της νόμιμης προθεσμίας πρόγνωσης. Ως εκ τούτου, η συνεπακόλουθη μεταβολή της διάρθρωσης της αγοράς πρέπει υποχρεωτικώς να ληφθεί υπόψη για την αξιολόγηση από την άποψη του ανταγωνισμού της σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης των VEBA και VIAG.

    (63) Ωστόσο, η Επιτροπή φρονεί ότι αυτό που έχει σημασία δεν είναι το κατά πόσον θα ευοδωθεί ή όχι η συγκέντρωση μεταξύ των RWE και VEW. Είναι βέβαιο ότι η προσθήκη της VEW θα ενδυνάμωνε τη θέση της RWE και κατ' επέκταση του δυοπωλίου συνολικά. Εξάλλου, η νέα οντότητα, ως μέλος του δυοπωλίου, θα κατείχε μικρό προβάδισμα έναντι της VEBA/VIAG. Όμως, το προβάδισμα αυτό είναι υπερβολικά μικρό για να αναιρέσει τη βασιμότητα του συμπεράσματος περί της ύπαρξης δεσπόζοντος δυοπωλίου. Η RWE από μόνη της κατέχει ήδη θέση συγκρίσιμη με εκείνη της VEBA/VIAG. Η VEW θα ενίσχυε ακόμη περισσότερο τη θέση της RWE. Παρόλα αυτά, τα μεγέθη των VEBA/VIAG και RWE θα παρέμεναν εν πολλοίς συγκρίσιμα ακόμη και μετά από μία συγχώνευση της RWE με την VEW.

    3.2.1. Στη γερμανική αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης η συγκέντρωση θα οδηγήσει στη δημιουργία δύο περίπου ισοδύναμων συγκροτημάτων, τα οποία θα διαθέτουν σημαντικό προβάδισμα έναντι των υπολοίπων προμηθευτών

    (64) Οι VEBA/VIAG και RWE θα κατέχουν περίπου ισοδύναμα μερίδια αγοράς, δηλαδή από την άποψη του κύκλου εργασιών, στη γερμανική αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης. Επίσης θα διαθέτουν περίπου ισοδύναμο δυναμικό παραγωγής ενέργειας. Η θέση την οποία θα κατέχουν από κοινού και στους δύο τομείς θα τους παρέχει σαφές προβάδισμα έναντι των υπολοίπων ανταγωνιστών. Η κατάσταση αυτή θα έχει ως αποτέλεσμα να έχουν οι δύο επιχειρήσεις κοινό συμφέρον για την εκδήλωση παράλληλης συμπεριφοράς με σκοπό την περιστολή του ανταγωνισμού. Μία επιθετική ανταγωνιστική συμπεριφορά θα συρρίκνωνε, υπό συνθήκες ισορροπίας δυνάμεων, τα έσοδα όλων των επιχειρήσεων, χωρίς σημαντική αύξηση του όγκου πωλήσεων. Από την άλλη πλευρά, η ειρηνική παράλληλη συμπεριφορά όχι μόνο προλαμβάνει όλα αυτά τα μειονεκτήματα, αλλά επιπλέον παρέχει στα συμμετρικά ολιγοπώλια τη δυνατότητα να επιτύχουν τη μεγιστοποίηση των κερδών όλων των μελών στην ίδια περίπου έκταση. Στην παρούσα υπόθεση, η ισοδύναμη θέση που θα κατέχουν στην αγορά οι VEBA/VIAG και RWE ευνοεί την εκδήλωση παρόμοιας συμπεριφοράς.

    (65) Ο παρακάτω πίνακας παρέχει μια γενική εικόνα για τη θέση των εταιρειών διασύνδεσης στην αγορά του σχετικού προϊόντος μετά την ευόδωση της συγκέντρωσης.

    Πίνακας: Μερίδια των επιχειρήσεων στην αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης (παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης) - Κατάσταση μετά τη συγκέντρωση

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (66) Από τον ανωτέρω πίνακα προκύπτει ότι το μερίδιο αγοράς της VEBA/VIAG θα είναι 36,3 %. Στο ποσοστό αυτό περιλαμβάνεται το μερίδιο αγοράς 2,8 % της BEWAG, δεδομένου ότι η BEWAG, όπως εξηγείται παραπάνω, τελεί υπό τον κοινό έλεγχο της VIAG (και θα τελεί υπό τον κοινό έλεγχο της VEBA/VIAG μετά τη συγκέντρωση). Οι εταιρείες VEBA/VIAG και RWE μαζί θα κατέχουν μερίδιο αγοράς 69,4 %. Επιπλέον, επειδή η VEAG τελεί ήδη σήμερα υπό τον κοινό έλεγχο των VEBA, VIAG και RWE, το μερίδιο αγοράς της VEAG πρέπει να συνυπολογισθεί στο μερίδιο αγοράς του δυοπωλίου. Επομένως, οι δύο όμιλοι κατέχουν από κοινού μερίδιο 81,5 %. Αν συνυπολογισθεί και το μερίδιο αγοράς της VEW, δεδομένου ότι έχει ανακοινωθεί σχετικό σχέδιο συγχώνευσης, το συνολικό μερίδιο αγοράς που προκύπτει για το δυοπώλιο είναι 86,8 %.

    (67) Η κατάσταση που θα προκύψει μετά τη συγκέντρωση στη συνολική γερμανική αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας είναι η εξής:

    Πίνακας: Συνολική γερμανική αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας - Κατάσταση μετά τη συγκέντρωση

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (68) Από τον ανωτέρω πίνακα προκύπτει ότι το δυοπώλιο θα κατέχει μερίδιο 77,2 % του συνολικού όγκου πωλήσεων ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία.

    (69) Ο παρακάτω πίνακας περιλαμβάνει στοιχεία για το παραγωγικό δυναμικό στη Γερμανία μετά την υπό εξέταση συγκέντρωση.

    Πίνακας: Παραγωγικό δυναμικό στη Γερμανία - Κατάσταση μετά τη συγκέντρωση

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    3.2.2. Εξαιτίας μιας σειράς διαρθρωτικών παραγόντων εκτιμάται ότι μετά τη συγκέντρωση δεν θα αναπτύσσεται πλέον ουσιαστικός ανταγωνισμός μεταξύ, αφενός, της VEBA/VIAG και, αφετέρου, της RWE

    (70) Οι εταιρείες VEBA/VIAG και RWE θα παύσουν να ασκούν στο μέλλον ουσιαστικό ανταγωνισμό η μια στην άλλη. Η πρόβλεψη αυτή στηρίζεται στα ακόλουθα χαρακτηριστικά της αγοράς, τα οποία ευνοούν σε σημαντικό βαθμό την εκδήλωση ολιγοπωλιακής παράλληλης συμπεριφοράς.

    3.2.2.1. Η ηλεκτρική ενέργεια είναι ομοιογενές προϊόν το οποίο προσφέρεται προς πώληση σε μία διαφανή αγορά

    (71) Η ηλεκτρική ενέργεια είναι ένα ομοιογενές προϊόν, το οποίο ως τέτοιο δεν επιδέχεται περαιτέρω τεχνικής επεξεργασίας. Τα ομοιογενή αγαθά, σε αντίθεση με τα μη ανομοιογενή, παρουσιάζουν τα ίδια εν πολλοίς φυσικά ή υποκειμενικά χαρακτηριστικά. Η τιμή αποτελεί την πρωταρχική ανταγωνιστική παράμετρο που έχει σημασία για την απόφαση του πελάτη να επιλέξει μεταξύ διαφόρων προμηθευτών ηλεκτρικής ενέργειας. Οι υπόλοιπες παράμετροι (π.χ. η ποιότητα, η παροχή υπηρεσιών στον τομέα της έρευνας και η αξιοπιστία του προμηθευτή) διαδραματίζουν δευτερεύοντα και μόνο ρόλο για την επιλογή του προμηθευτή από τον πελάτη. Επιπλέον, παρατηρείται η τάση μεγαλύτερης τυποποίησης του ηλεκτρικού ρεύματος που αποτελεί αντικείμενο εμπορίας. Η τάση αυτή παρατηρείται, για παράδειγμα, στο πλαίσιο του "Central European Power Index" (βλέπε το επόμενο κεφάλαιο).

    (72) Ένα χαρακτηριστικό της αγοράς είναι η αυξημένη διαφάνεια του κόστους παραγωγής και των τιμών πώλησης. Ειδικότερα, εκδίδονται πολυάριθμα έντυπα όπου αντιπαραβάλλονται οι πραγματικές τιμές τις οποίες εφαρμόζουν οι δραστηριοποιούμενοι στη Γερμανία προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας(17). Παρά τη διαφοροποίηση των συντελεστών των τιμών (π.χ. τιμή ανά kWh, ετήσιο ή μηνιαίο τέλος, διαφορετική διάρκεια ισχύος των συμβάσεων ή προθεσμία προειδοποίησης), οι σχετικοί συγκεντρωτικοί πίνακες επιτρέπουν τον γρήγορο προσανατολισμό των πελατών και τους παρέχουν τη δυνατότητα να εντοπίσουν τις πλέον συμφέρουσες προσφορές. Μολονότι τα προαναφερθέντα έντυπα και οι οδηγοί για τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας απευθύνονται πρωτίστως στους τελικούς καταναλωτές, οι αγοραίες τιμές είναι αρκούντως διαφανείς ακόμη και για τους πελάτες στο επίπεδο της διασύνδεσης. Για το λόγο αυτό, οι εταιρείες διασύνδεσης καταβάλλουν οι ίδιες προσπάθεια για την ενίσχυση της διαφάνειας της αγοράς(18). Π.χ. η PreussenElektra έχει αναπτύξει από κοινού με την Dow Jones και με άλλους παράγοντες της αγοράς το δείκτη "Central European Power Index" (CEPI). Ο δείκτης CEPI αντικατοπτρίζει το επίπεδο των τιμών στην περιοχή που καλύπτει η PreussenElektra. Σκοπός του εν λόγω δείκτη είναι να καταστεί διαφανέστερη η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός αυτού, τα μέρη έχουν αναφερθεί ρητώς στην πρακτική βάσει της οποίας οι πελάτες ειδικού καθεστώτος επικαλούνται συχνά τις προσφερόμενες από ανταγωνίστριες επιχειρήσεις τιμές προκειμένου να εξασφαλίσουν ευνοϊκότερες τιμές παράδοσης από δεδομένη επιχείρηση. Οι ενώσεις επιχειρήσεων διαθέτουν επίσης στα μέλη τους συγκριτικά στοιχεία για τις τιμές. Ένα ακόμη στοιχείο που ενισχύει τη διαφάνεια της αγοράς είναι το γεγονός ότι οι VEBA/VIAG και RWE είναι σε θέση, χάρη στην κάθετη ολοκλήρωσή τους, να εκτιμήσουν με ακρίβεια τη θέση που όλοι οι προμηθευτές κατέχουν στην αγορά παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Συνεπώς, το κόστος παραγωγής καθώς και το κόστος χρήσης των δικτύων, τα οποία επηρεάζουν το μεταβλητό κόστος και, κατ' επέκταση, ασκούν σημαντική επίδραση στις προτεινόμενες τιμές πώλησης, είναι γνωστό στο σύνολο των παραγόντων του κλάδου και πάντως οπωσδήποτε στις επιχειρήσεις που χαρακτηρίζονται από κάθετη ολοκλήρωση.

    (73) Είναι αληθές ότι, όταν η τιμή αποτελεί την κύρια παράμετρο του ανταγωνισμού σε μία αγορά η οποία χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση, το στοιχείο αυτό οδηγεί σε πρώτη φάση στην αύξηση της έντασης του ανταγωνισμού. Ωστόσο, το ίδιο στοιχείο εξωθεί ταυτόχρονα τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά να αποφύγουν την άσκηση ανταγωνισμού, διότι κάθε φορά που μια επιχείρηση προτείνει στους πελάτες της τιμή κατώτερη εκείνης που εφαρμόζει ένας ανταγωνιστής της, συγχρόνως συρρικνώνει το δικό της περιθώριο κέρδους. Αλλιώς έχουν τα πράγματα σε μια αγορά όπου ο ανταγωνισμός είναι αφανής και όπου η εκάστοτε επιχείρηση δεν μπορεί να είναι βεβαία για την επιτυχία της προσφοράς της. Υπό τέτοιες συνθήκες, μία επιχείρηση είναι περισσότερο διατεθειμένη να προσφέρει ορισμένα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα, ελπίζοντας ότι με τον τρόπο αυτό θα εξασφαλίσει παραγγελίες. Όταν η προσφορά τιμών γίνεται εξίσου αισθητή σε όλες τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε δεδομένη αγορά, το στοιχείο αυτό είναι ικανό να οδηγήσει μεσοπρόθεσμα σε άμβλυνση του ανταγωνισμού στο πεδίο των τιμών. Το σκεπτικό αυτό ευσταθεί εν πάση περιπτώσει για τη σχέση μεταξύ επιχειρήσεων με παρεμφερή μερίδια αγοράς και διαρθρωτικό κόστος, δηλαδή με παρεμφερή δυνατότητα εφαρμογής αντιποίνων (για το διαρθρωτικό κόστος στην παρούσα υπόθεση βλέπε σημείο 3.2.2.2).

    (74) Η βασιμότητα της ανωτέρω πρόβλεψης δεν αναιρείται από την πτώση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία σύμφωνα με τα στοιχεία που περιέχει η κοινοποίηση έχει φθάσει σε επίπεδο μεταξύ 10 % και 50 % από τότε που ελευθερώθηκαν οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας. Η πτώση αυτή καταδεικνύει ότι στη γερμανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας είναι δυνατή η άσκηση ανταγωνισμού στο πεδίο των τιμών. Παρόλα αυτά, η πτώση πρέπει να αξιολογηθεί με γνώμονα τις περιστάσεις υπό τις οποίες σημειώθηκε. Πρώτον, η αγορά εξακολουθεί να βρίσκεται στην εναρκτήρια φάση της διαδικασίας ελευθέρωσης, στο πλαίσιο της οποίας οι επιχειρήσεις λαμβάνουν θέση στη γερμανική αγορά που περιγράφεται πιο πάνω. Η φάση αυτή είναι περιορισμένης χρονικής διάρκειας. Δεύτερον, η προαναφερθείσα μείωση των τιμών παρατηρήθηκε πριν από την πραγματοποίηση της συγκέντρωσης. Μετά την κοινοποιηθείσα συγκέντρωση θα προκύψει μια διάρθρωση της αγοράς η οποία θα περιορίσει σημαντικά τα περιθώρια άσκησης ανταγωνισμού και, κατ' επέκταση, το ενδιαφέρον των VEBA/VIAG και RWE να συναγωνισθούν η μία την άλλη στο πεδίο των τιμών.

    3.2.2.2. Η διάρθρωση κόστους των VEBA/VIAG και RWE είναι παρεμφερής, διότι τα σύνολα σταθμών ηλεκτροπαραγωγής που η καθεμιά από τις δύο αυτές εταιρείες εκμεταλλεύεται είναι παρόμοιας σύνθεσης και διότι οι εν λόγω εταιρείες εκμεταλλεύονται από κοινού μια σειρά μεγάλων σταθμών ηλεκτροπαραγωγής

    (75) Η εκδήλωση παράλληλης συμπεριφοράς στο μέλλον ευνοείται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι οι VEBA/VIAG και RWE διέπονται από παρόμοια επιχειρηματική δομή. Χαρακτηρίζονται από κάθετη ολοκλήρωση σε όλες τις βαθμίδες του κλάδου ηλεκτρικής ενέργειας. Τόσο η οικονομική τους ισχύ όσο και το μέγεθος των δικτύων μεταγωγής τους είναι συγκρίσιμα. Επίσης, τα σύνολα ("πάρκα") των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής που εκμεταλλεύονται είναι ισοδύναμα σε μέγεθος και καλύπτουν όλα τα φάσματα τάσης, όπως προκύπτει και από τον παρακάτω πίνακα. Από την άλλη πλευρά, οι υπόλοιπες εταιρείες διασύνδεσης έχουν περιορισμένο δυναμικό, είτε στον κλάδο του βασικού φορτίου είτε στον κλάδο του μεσαίου φορτίου και του φορτίου αιχμής. Ως εκ τούτου, εξαρτώνται από την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας από άλλους παραγωγούς για τον κλάδο φορτίου στον οποίο δεν διαθέτουν επαρκή παρουσία.

    Πίνακας: Πάρκο σταθμών παραγωγής ενέργειας ανά κλάδο φορτίου (VDEW-Στατιστική: Leistung und Arbeit, 1998)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (76) Μόνο το 25 % περίπου της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται στη Γερμανία προέρχεται από σταθμούς παραγωγής ενέργειας οι οποίοι τελούν υπό καθεστώς συνιδιοκτησίας και τους οποίους εκμεταλλεύονται από κοινού περισσότερες εταιρείες διασύνδεσης. Πολλοί σταθμοί παραγωγής ενέργειας στον τομέα βασικού φορτίου (ιδίως πυρηνικοί) τελούν υπό την κοινή εκμετάλλευση των εταιρειών διασύνδεσης VEBA/VIAG και RWE.

    Στους σταθμούς παραγωγής ενέργειας τους οποίους εκμεταλλεύονται από κοινού οι VEBA/VIAG και RWE συγκαταλέγονται οι εξής:

    - Kernkraftwerke Grundremmingen Betriebsgesellschaft mbH, Grundremmingen: Η επιχείρηση εκμεταλλεύεται τις μονάδες Β και C του πυρηνικού σταθμού παραγωγής ενέργειας στο Grundremmingen· η ενέργεια που παράγεται ανήκει κατά κυριότητα στις μετόχους εταιρείες RWE Energie AG και Bayernwerk με βάση την αναλογία της συμμετοχής τους στο κεφάλαιο (75 % και 25 %).

    - KNG Kraftwerks- und Netzgesellschaft mbH, Rostock: Η επιχείρηση εκμεταλλεύεται έναν σταθμό παραγωγής ενέργειας από λιθάνθρακα στο Rostock, ο οποίος ανήκει στην RWE Energie AG κατά 24,6 %, στην VEBA κατά 24,6 % και στην Bayernwerk κατά 21,1 %. Η ηλεκτρική ενέργεια που παράγεται ανήκει κατά κυριότητα στην VEAG, η οποία ομοίως μετέχει στην εν λόγω επιχείρηση.

    - Kernkraftwerke Lippe-Ems GmbH: Η εταιρεία KLE GmbH εκμεταλλεύεται τον πυρηνικό σταθμό παραγωγής ενέργειας στο Emsland· ιδιοκτήτριες της εν λόγω εταιρείας είναι η RWE Energie AG κατά 12,5 % και η VEBA ομοίως κατά 12,5 %. Η εταιρεία ελέγχεται από την VEW Energie AG, η οποία κατέχει πλειοψηφική συμμετοχή (75 % των μετοχών). Η παραγόμενη ηλεκτρική ενέργεια ανήκει κατά κυριότητα στους μετόχους σε αναλογία ίδια με εκείνη των συμμετοχών τους στο κεφάλαιο.

    - Bayerische Wasserkraftwerke AG: Η εταιρεία Lech-Elektrizitätswerke AG, που είναι μέλος του ομίλου εταιρειών RWE, και η Bayernwerk κατέχουν άμεσα ή έμμεσα το 50 % του κεφαλαίου της εν λόγω εταιρείας, η οποία εκμεταλλεύεται υδροηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας στη Βαυαρία. Η εταιρεία ελέγχεται από την Bayernwerk. Τα δικαιώματα αγοράς της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας ανήκουν κατά βάση στους μετόχους.

    - Rhein-Main-Donau AG: Η εταιρεία αυτή, η οποία εκμεταλλεύεται υδροηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας στη διώρυγα των ποταμών Ρήνου, Μάιν και Δούναβη, ανήκει (έμμεσα) κατά 22,5 % στην Lech-Elektrizitätswerke AG, που είναι μέλος του ομίλου εταιρειών RWE, και κατά 77,49 % στην Bayernwerk, η οποία και την ελέγχει. Η Lech-Elektrizitätswerke μετέχει επίσης κατά 40 % σε μία θυγατρική της RMD, την Mittlere Donau-Kraftwerke AG.

    - Untere Iller AG: Η εταιρεία αυτή εκμεταλλεύεται υδροηλεκτρικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας. Το μετοχικό της κεφάλαιο ανήκει κατά 40 % στη Lech-Elektrizitätswerke και κατά 60 % στην Bayernwerk AG.

    - Hochtemperatur Reaktor Gesellschaft mbH: Η εταιρεία αυτή δεν εκμεταλλεύεται καμία λειτουργική εταιρεία, αλλά εξυπηρετεί ερευνητικούς σκοπούς. Ανήκει στην RWE Energie AG κατά 20,3 % και σε διάφορες εταιρείες του ομίλου VEBA κατά 36,5 %.

    (77) Πέραν του συγκρίσιμου πάρκου σταθμών παραγωγής ενέργειας που κατέχουν, οι δύο επιχειρηματικοί όμιλοι έχουν επίσης εξασφαλίσει σε συγκρίσιμο βαθμό τη δυνατότητα πραγματοποίησης εισαγωγών από το εξωτερικό επί τη βάσει μακροπρόθεσμων συμβάσεων προμήθειας. Οι εισαγωγές πραγματοποιούνται μέσω ιδιόκτητων αγωγών διασύνδεσης επί των οποίων έχουν παραχωρηθεί μακροχρόνια δικαιώματα αποκλειστικής χρήσης.

    3.2.2.3. Υπάρχουν δεσμοί μεταξύ της VEBA/VIAG και της RWE οι οποίοι θα μπορούσαν να υποθάλψουν την εκδήλωση παράλληλης συμπεριφοράς

    (78) Η VIAG κατέχει άμεση συμμετοχή στην εταιρεία διασύνδεσης VEW. Κατά συνέπεια, μέσω της προτεινόμενης συγχώνευσης της RWE με την VEW, η VIAG θα αποκτούσε άμεση συμμετοχή στην RWE/VEW.

    (79) Επιπλέον, οι δύο επιχειρηματικοί όμιλοι κατέχουν από κοινού συμμετοχή στο κεφάλαιο των ακόλουθων εταιρειών:

    - VEAG AG: η εταιρεία διασύνδεσης VEAG παράγει ηλεκτρική ενέργεια από λιγνίτη στα νέα ομόσπονδα γερμανικά κρατίδια. Ιδιοκτήτριες της VEAG είναι η RWE Energie AG κατά 26,25 %, η VEBA κατά 26,25 % και η Bayernwerk κατά 22,5 %. Οι τρεις αυτοί μέτοχοι ελέγχουν την VEAG από κοινού. Το υπόλοιπο μέρος του μετοχικού κεφαλαίου ανήκει στις υπόλοιπες εταιρείες διασύνδεσης (VEW, EnBW, BEWAG και HEW). Συγχρόνως, η VEAG εκμεταλλεύεται το δίκτυο μεταγωγής στα νέα ομόσπονδα γερμανικά κρατίδια. Οι ελιγμοί στο πεδίο των τιμών από πλευράς ενός μέλους του ολιγοπωλίου θα είχαν, εξαιτίας της συνακόλουθης απώλειας πελατείας, αρνητικές συνέπειες για την κοινή επιχείρηση και κατ' επέκταση για τα έσοδα που το συγκεκριμένο μέλος του ολιγοπωλίου αποκομίζει από την κοινή επιχείρηση. Ένα μέλος του ολιγοπωλίου δεν μπορεί από μόνο του να αποφασίζει για την ακολουθητέα πολιτική στο πλαίσιο της VEAG (βλέπε την ανωτέρω αιτιολογική σκέψη 56).

    - LAUBAG AG: Η LAUBAG ανήκει κατά κυριότητα στις επτά δυτικογερμανικές εταιρείες διασύνδεσης ως εξής: η PreussenElektra κατέχει το 30 % και η Bayernwerk το 15 %. Το υπόλοιπο 55 % των μετοχών ανήκει στην BBS-Braunkohle-Beteiligungsgesellschaft mbH. Η BBS ανήκει κατά 18,2 % στην Energiebeteiligungs-Holding (που απαρτίζεται από τις BEWAG, HEW, VEW και EVS· αυτή η τελευταία ανήκει στην EnBW), κατά 71,8 % στην Rheinbraun AG, μία θυγατρική της RWE, και κατά 10 % στην RWE Energie. Η LAUBAG είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός λιγνίτη στην ανατολική Γερμανία και συναποτελεί ως προμηθεύτρια της VEAG μία οικονομική ενότητα μαζί με την VEAG.

    - Rhenag Rheinische Energie AG: Το μετοχικό κεφάλαιο της Rhenag ανήκει κατά 54,1 % στην RWE Energie AG και κατά 41,3 % στην Thüga AG, στην οποία ο όμιλος VEBA κατέχει συμμετοχή 56,29 %. Η Rhenag έχει ως κύρια δραστηριότητα την παροχή φυσικού αερίου, αλλά παράλληλα παρέχει ηλεκτρική ενέργεια ως περιφερειακός προμηθευτής. Επιπλέον, κατέχει μειοψηφική συμμετοχή σε πολυάριθμες δημοτικές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας, οι οποίες εκτός από φυσικό αέριο προμηθεύουν επίσης ηλεκτρική ενέργεια. Ο όμιλος VEBA εξαρτά σημαντικά συμφέροντα από την επιτυχία της συγκεκριμένης θυγατρικής της RWE, στο μέτρο που κατέχει την προαναφερθείσα συμμετοχή στο κεφάλαιό της. Εκπροσωπείται στο εποπτικό συμβούλιο της εν λόγω εταιρείας και επομένως βρίσκεται σε προνομιούχο θέση για να γνωρίζει την επιχειρηματική της πολιτική.

    - Επιπροσθέτως, υπάρχουν κοινές συμμετοχές στο κεφάλαιο της STEAG και συμμετοχές της envia σε δημοτικές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας στο ομόσπονδο κρατίδιο της Σαξονίας.

    STEAG AG: Η STEAG δραστηριοποιείται κατά κύριο λόγο στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από λιθάνθρακα και πωλεί το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγει σχεδόν αποκλειστικά στην RWE Energie AG και στην VEW Energie AG. Η STEAG ανήκει κατά 26 % στην Gesellschaft für Energiebeteiligung mbH, η οποία με τη σειρά της ανήκει στην RWE Energie AG κατά 49,7 % και στην VEBA, άμεσα ή έμμεσα, κατά 50,3 %. Κύριος μέτοχος της STEAG είναι η RAG AG, η συμμετοχή της οποίας ανέρχεται στο 71,5 %.

    Η εταιρεία envia, η οποία ανήκει στον όμιλο εταιρειών της RWE, κατέχει αρκετές μειοψηφικές συμμετοχές σε δημοτικές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας στο ομόσπονδο κρατίδιο της Σαξονίας, στις οποίες μειοψηφική συμμετοχή κατέχει επίσης η Thüga, η οποία ανήκει στον όμιλο εταιρειών της VEBA.

    - Επιπλέον, κοινές συμμετοχές υφίστανται σε σταθμούς παραγωγής ενέργειας στον κλάδο βασικού φορτίου, στους οποίους τόσο η VEBA/VIAG όσο και η RWE διαθέτουν δικαιώματα λήψης ηλεκτρικής ενέργειας. Πάντως, η από κοινού εκμετάλλευση των υπόψη σταθμών δεν προϋποθέτει σχεδόν κανένα συντονισμό των επιχειρήσεων εκμετάλλευσης μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας του κλάδου βασικού φορτίου λειτουργούν αδιαλείπτως, με αποτέλεσμα να μην είναι απαραίτητο να έρχονται σε συνεννόηση οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης για τον χρόνο έναρξης ή/και παύσης της λειτουργίας των σταθμών. Αντ' αυτού, κάθε επιχείρηση εκμετάλλευσης λαμβάνει ηλεκτρική ενέργεια ανάλογα με το δυναμικό που έχει προκρατήσει. Για το λόγο αυτό, οι συνιδιόκτητοι σταθμοί παραγωγής ενέργειας, τουλάχιστον στον κλάδο βασικού φορτίου, έχουν μηδαμινή σημασία για τη δυνατότητα άντλησης πληροφοριών για την επιχειρηματική πολιτική του εκάστοτε άλλου μέλους του δυοπωλίου.

    3.2.2.4. Η εκδήλωση παράλληλης συμπεριφοράς διευκολύνεται από τη δυνατότητα κατανομής της πελατείας με βάση τα όρια των πρώην γεωγραφικών μονοπωλίων

    (80) Προ της απελευθέρωσης, η VEBA/VIAG και η RWE, όπως και όλες οι γερμανικές εταιρείες διασύνδεσης, ήταν επί δεκαετίες επιχειρήσεις οι οποίες ασκούσαν μονοπώλιο υπό την κάλυψη του νόμου και ανέπτυσσαν τη δραστηριότητά τους σε συγκεκριμένη περιοχή πωλήσεων, της οποίας τα όρια ήταν σαφή σε σχέση με τα όρια που ίσχυαν για τους προμηθευτές των γειτονικών περιοχών. Η μακροχρόνια πρακτική των αποκλειστικών περιοχών πωλήσεων διευκολύνει την εκδήλωση παράλληλης συμπεριφοράς στον βαθμό που είναι διαθέσιμο ένα κατάλληλο πρότυπο συμπεριφοράς. Κάθε εταιρεία διασύνδεσης εξακολουθεί, όπως και παλαιότερα, να κατέχει ηγετική θέση στην περιοχή πωλήσεων που της αντιστοιχεί ιστορικά, με μερίδιο αγοράς που υπερβαίνει σαφώς το 50 %. Αντιστοίχως, η ύπαρξη των παλαιών οριοθετημένων περιοχών διευκολύνει τον προαναφερθέντα τύπο παράλληλης συμπεριφοράς από πλευράς εταιρειών διασύνδεσης.

    3.2.2.5. Η αναμενόμενη μικρή αύξηση της ζήτησης αποτελεί πρόσθετο αντικίνητρο για την άσκηση ενεργού ανταγωνισμού από τα μέλη του δυοπωλίου

    (81) Σύμφωνα με τις προβλέψεις, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας θα αυξηθεί ελαφρά. Σε μελέτη της ΙΕΑ(19) αναφέρεται ότι η κατανάλωση ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί μεν, αλλά με βραδύ ρυθμό. Η IEA εκτιμά ότι η ετήσια αύξηση της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας θα είναι της τάξεως του 1 % μεταξύ του 1992 και του 2010 και της τάξεως του 0,7 % μεταξύ του 2010 και του 2020. Με την πρόβλεψη περί βραδείας αύξησης της ζήτησης συμφωνούν όλοι οι παράγοντες της αγοράς, περιλαμβανομένων των μερών που εμπλέκονται στην παρούσα υπόθεση.

    (82) Η σταθερότητα της ζήτησης και των λοιπών παραμέτρων του ανταγωνισμού διευρύνει τα περιθώρια εφαρμογής παράλληλων στρατηγικών από πλευράς προμηθευτών. Κάθε έντονη διαρθρωτική μεταβολή σημαίνει κατά κανόνα ότι καθίσταται πολύ πιο δύσκολη η επίτευξη συντονισμού και ότι η συμπεριφορά των επιχειρήσεων πρέπει διαρκώς να προσαρμόζεται και να ανανεώνεται. Αντιθέτως, κάτι τέτοιο δεν είναι αναγκαίο όταν τα δεδομένα της αγοράς είναι σταθερά. Όταν τα δεδομένα της αγοράς δεν μεταβάλλονται καθόλου ή μεταβάλλονται ελάχιστα, οι προσαρμογές που χρειάζονται είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν με σχετική ευχέρεια. Υπό σταθερές συνθήκες αγοράς, οι ανταγωνιστικοί ελιγμοί αποσκοπούν πρωτίστως στην εξουδετέρωση υφιστάμενων παικτών, διότι οι νέοι πελάτες που προσφέρονται για προσέλκυση είναι ελάχιστοι. Η μόνη δυνατότητα είναι η κατανομή του όγκου πωλήσεων που έχει επιτευχθεί μεταξύ των υφιστάμενων προμηθευτών. Οι προμηθευτές που έχουν εδραιώσει την παρουσία τους είναι επομένως λογικό να θέλουν να υπερασπισθούν το μερίδιο επί των πωλήσεων που κατέχουν και την πελατειακή τους βάση. Υπό τέτοιες συνθήκες, τα μακροπρόθεσμα οφέλη που προβλέπεται να προκύψουν από την αποφυγή του ουσιαστικού ανταγωνισμού είναι λογικό να προτιμηθούν σε σχέση με τα βραχυπρόθεσμα επιτεύγματα που απορρέουν από την άσκηση ανταγωνισμού. Κατά συνέπεια, η πρόβλεψη περί πολύ μικρής αύξησης της ζήτησης ευνοεί την εκδήλωση παράλληλης συμπεριφοράς από πλευράς VEBA/VIAG και RWE με βάση το βαθμό συγκέντρωσης της αγοράς που θα έχει επιτευχθεί.

    3.2.2.6. Η περιορισμένη ελαστικότητα της ζήτησης σε σχέση με την τιμή επίσης ευνοεί την παράλληλη συμπεριφορά

    (83) Ως ελαστικότητα σε σχέση με την τιμή νοείται η ικανότητα και η προθυμία των υποψήφιων αγοραστών να στραφούν σε προϊόντα υποκατάστασης ή να παραιτηθούν από αγοραστικό ενδιαφέρον αφ' ης στιγμής οι προμηθευτές αυξήσουν την τιμή ενός ζητούμενου προϊόντος σε επίπεδο το οποίο υπερβαίνει εκείνο που αντιστοιχεί στον ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο ενός ολιγοπωλίου, η περιορισμένη ελαστικότητα σε σχέση με την τιμή αποτελεί κίνητρο για την εκδήλωση παράλληλης συμπεριφοράς. Και τούτο διότι στην περίπτωση αυτή ενδέχεται μία σημαντική αύξηση της τιμής σε επίπεδο ανώτερο από αυτό που αντιστοιχεί στον ανταγωνισμό να οδηγήσει σε αύξηση των εσόδων παρά τη συρρίκνωση των πωλήσεων.

    (84) Με βάση τις εκτιμήσεις παραγόντων της αγοράς, η βραχυπρόθεσμη ελαστικότητα στην υπό εξέταση αγορά είναι λίαν περιορισμένη, με αποτέλεσμα να είναι πολύ πιθανή η εκδήλωση ολιγοπωλιακής συμπεριφοράς. Υποστηρίζεται ότι είναι περιορισμένη η δυνατότητα των αγοραστών να στραφούν σε εναλλακτικά προϊόντα. Κάποια άλλα αγαθά είναι δυνατό να υποκατασταθούν ή ακόμη και να μη χρησιμοποιηθούν σκοπίμως καθόλου, αλλά τούτο δεν ισχύει στην περίπτωση της ηλεκτρικής ενέργειας, διότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από την ίδια την εκάστοτε επιχείρηση ή η μεταστροφή σε άλλες πηγές ενέργειας είναι εφικτή μόνο σε περιορισμένο βαθμό, είναι δαπανηρή και πολύ χρονοβόρα. Τα μέρη κατ' ουσία δεν αμφισβήτησαν τη βασιμότητα του ανωτέρω σκεπτικού. Απλώς αντιτείνουν ότι, εάν οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας είναι υψηλές, οι πελάτες έχουν τη δυνατότητα να στραφούν στη λύση της κατασκευής μικρών μονάδων όπου θα παράγουν οι ίδιες την ηλεκτρική ενέργεια που χρειάζονται. Ωστόσο, τέτοιες μονάδες είναι σε θέση να καλύψουν ένα ελάχιστο μόνο μέρος των αναγκών των πελατών στο επίπεδο της διασύνδεσης. Από την άλλη πλευρά, η κατασκευή μεγαλύτερων σταθμών παραγωγής ενέργειας είναι πολύ δαπανηρή και κατά κανόνα απαιτεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για να υλοποιηθεί.

    3.2.2.7. Οι VEBA/VIAG και RWE δεν έχουν να αντιμετωπίσουν σημαντική αγοραστική ισχύ

    (85) Από την πλευρά της προσφοράς, η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης. Οι οκτώ γερμανικές εταιρείες διασύνδεσης αντιπροσωπεύουν ποσοστό όχι κατώτερο του 79,8 % του εγκατεστημένου δυναμικού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Προμηθεύουν το 100 % περίπου της ηλεκτρικής ενέργειας που πωλείται στο επίπεδο της διασύνδεσης. Από το ποσοστό αυτό, στις VEBA/VIAG και RWE αντιστοιχεί το 81,5 % ή ακόμη και το 86,8 % (αν ληφθεί υπόψη η συγχώνευση των REW και VEW).

    (86) Οι χρήστες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι περιφερειακοί προμηθευτές (περίπου 80), δημοτικές επιχειρήσεις ηλεκτροδότησης και μεγάλοι βιομηχανικοί πελάτες δεν είναι σε θέση να αντιτάξουν αγοραστική ισχύ. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι, λόγω του μεγάλου πλήθους των πελατών στο επίπεδο της υψηλής τάσης, η ζήτηση είναι κατακερματισμένη. Για το λόγο αυτό, η απειλή της αλλαγής προμηθευτή δεν είναι πιθανό να ασκήσει ουσιαστική ανταγωνιστική πίεση. Στην απάντησή τους στην κοινοποίηση αιτιάσεων, τα μέρη κάνουν λόγο για τη συνδυασμένη αγοραστική ισχύ που απορρέει μεταξύ άλλων από τους "πολυάριθμους συνεταιρισμούς αγοραστών" τους οποίους συγκροτούν περισσότερες επιχειρήσεις που διανέμουν περαιτέρω το προϊόν. Είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ελευθέρωσης μερικές επιχειρήσεις αξιοποιούν τη δυνατότητα σύστασης ενώσεων αγοραστών. Είναι επίσης δυνατό να θεωρηθεί ότι η συλλογική ζήτηση οδηγεί στην εξασφάλιση καλύτερων προσφορών ως προς την τιμή σε σύγκριση με τη μεμονωμένη ζήτηση από πλευράς επιμέρους επιχειρήσεων. Οι υφιστάμενοι συνεταιρισμοί αγοραστών καλύπτουν, ωστόσο, μόνο ένα μέρος της ζήτησης, το μέγεθος του οποίου μάλιστα δεν διευκρινίζεται από τα μέρη. Το γεγονός ότι έχουν συσταθεί τέτοιου είδους συλλογικοί φορείς υποδηλώνει εξάλλου ότι οι επιμέρους αγοραστές δεν διαθέτουν ικανή αγοραστική ισχύ ώστε να είναι σε θέση να επηρεάσουν σε αξιόλογο βαθμό τις τιμές. Ο βαθμός συγκέντρωσης στο σκέλος της προσφοράς εξακολουθεί να μην έχει καμία σχέση με το βαθμό συγκέντρωσης στο σκέλος της ζήτησης. Μόνο οι περιφερειακοί προμηθευτές ανέρχονται στους ογδόντα, ενώ εκτός από αυτούς υπάρχουν και άλλοι αγοραστές. Επιπλέον, οι περιφερειακοί προμηθευτές και οι δημοτικές επιχειρήσεις ηλεκτροδότησης δεν έχουν προς το παρόν ιδιαίτερο λόγο να επιδιώξουν τη διεξαγωγή σκληρών διαπραγματεύσεων για τις τιμές. Εξακολουθούν να κατέχουν ισχυρή θέση στην περιοχή πωλήσεων που αντιστοιχεί παραδοσιακά σε καθεμιά από τις εν λόγω επιχειρήσεις και έχουν τη δυνατότητα να μετακυλίσουν το σχετικό κόστος χρεώνοντας υψηλές τιμές αγοράς.

    (87) Ένα επιπλέον στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο επίπεδο της παραγωγής κατέχουν αξιόλογες συμμετοχές (πλειοψηφικές ή μειοψηφικές) σε επιχειρήσεις της επόμενης βαθμίδας της αγοράς. Όταν πρόκειται για πλειοψηφική συμμετοχή, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος αλλαγής του αρχικού προμηθευτή. Όταν πρόκειται για μειοψηφική συμμετοχή, και πάλι στην πράξη η δυνατότητα αλλαγής του αρχικού προμηθευτή αξιοποιείται σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις (βλέπε το κατωτέρω σημείο 3.2.3.5).

    3.2.2.8. Περίληψη

    (88) Με βάση το σύνολο των στοιχείων για τη διάρθρωση της υπό εξέταση αγοράς (π.χ. μερίδια αγοράς, παραγωγικό δυναμικό, μέγεθος δικτύου), οι VEBA/VIAG και RWE θα υπερέχουν σαφώς των ανταγωνιστών τους. Οι δύο αυτοί επιχειρηματικοί όμιλοι θα κατέχουν ανάλογη θέση στην αγορά, ενώ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, μετά τη συγχώνευση δεν θα έχουν κανένα συμφέρον να συναγωνίζονται ο ένας τον άλλον.

    (89) Με βάση την ισοδυναμία των μελλοντικών θέσεων των μελών του ολιγοπωλίου στην αγορά, την εν πολλοίς ταυτόσημη εταιρική τους δομή, την ομοιογένεια του προϊόντος, τη διαφάνεια που χαρακτηρίζει την αγορά, τη μικρή ελαστικότητα της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας σε σχέση με την τιμή, τη στασιμότητα της συνολικής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και τους δεσμούς που υφίστανται μεταξύ των μελών, δεν αναμένεται να υπάρξει άσκηση ανταγωνισμού στο πεδίο των τιμών από πλευράς ενός μέλους του ολιγοπωλίου, διότι οποιαδήποτε τέτοια κίνηση είναι ευκόλως ανιχνεύσιμη και παρουσιάζει λιγοστές πιθανότητες επιτυχίας λόγω της ανάλογης δυνατότητας εφαρμογής αντιποίνων την οποία διαθέτει το έτερο μέλος του ολιγοπωλίου.

    (90) Η πτώση των τιμών με έναυσμα την ελευθέρωση και ο ανταγωνισμός στο πεδίο των τιμών μεταξύ των τριών επιχειρήσεων που κατέχουν ηγετική θέση στην αγορά δεν αναιρούν την ορθότητα της προεκτεθείσας ανάλυσης (βλέπε την αιτιολογική σκέψη 74 παραπάνω).

    3.2.3. Το δυοπώλιο που θα σχηματίζουν η VEBA/VIAG και η RWE ή η RWE/VEW δεν θα έχει να αντιμετωπίσει αξιόλογο ανταγωνισμό έξωθεν

    (91) Μετά τη συγχώνευση, οι VEBA/VIAG και RWE δεν θα αντιμετωπίζουν αξιόλογο ανταγωνισμό ούτε από άλλους παραγωγούς ούτε από επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας. Η πρόβλεψη αυτή βασίζεται όχι μόνο στα περιορισμένα περιθώρια άσκησης ανταγωνισμού από άλλους παραγωγούς και στις περιορισμένες ευκαιρίες εισόδου νέων παικτών στην αγορά, αλλά και γενικότερα στο νομικό πλαίσιο που διέπει την ανάληψη δραστηριότητας στη γερμανική αγορά.

    3.2.3.1. Εκτός από το εξαιρετικά υψηλό μερίδιο αγοράς που θα κατέχει το δυοπώλιο, υφίστανται δεσμοί με όλες τις άλλες εταιρείες διασύνδεσης πλην της EnBW, οι οποίοι ενισχύουν περαιτέρω την ανταγωνιστική ισχύ του δυοπωλίου

    (92) Προκειμένου να αξιολογηθεί ο βαθμός στον οποίο οι υπόλοιπες εταιρείες διασύνδεσης είναι σε θέση να περιορίσουν την ελευθερία κινήσεων του δυοπωλίου, πρέπει επίσης να διερευνηθούν οι συμμετοχές που αμφότεροι οι επιχειρηματικοί όμιλοι κατέχουν σε πολλούς από τους ανταγωνιστές αυτούς.

    - VEAG/LAUBAG: Πρέπει καταρχάς να επισημανθεί ότι η VEAG δεν μπορεί να θεωρηθεί ανταγωνίστρια του δυοπωλίου. Η εν λόγω εταιρεία ανήκει στην RWE Energie AG κατά 26,25 %, στην VEBA κατά 26,25 % και στην Bayernwerk κατά 22,5 %. Οι υπόλοιπες μετοχές της είναι κατανεμημένες μεταξύ των υπολοίπων εταιρειών διασύνδεσης (VEW, EnBW, BEWAG και HEW). Όπως εξηγείται και πιο πάνω (αιτιολογική σκέψη 4), την VEAG ελέγχουν από κοινού οι RWE, VEBA και VIAG. Η LAUBAG είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός λιγνίτη της ανατολικής Γερμανίας και ως προμηθευτής της VEAG συναποτελεί μαζί της μία οικονομική ενότητα. Η LAUBAG ανήκει στις επτά δυτικογερμανικές εταιρείες διασύνδεσης, όπως έχει ήδη επισημανθεί (βλέπε σημείο 3.2.2.3).

    Η VEAG παράγει ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιώντας σχεδόν κατ' αποκλειστικότητα ανατολικογερμανικό λιγνίτη και εξαρτάται για τον εφοδιασμό της από τη LAUBAG, η οποία με τη σειρά της είναι εξαρτημένη από το δυοπώλιο. Ως εκ τούτου, η εν λόγω εταιρεία είναι σε θέση να ασκεί αποφασιστική επίδραση στο κόστος παραγωγής της VEAG. Εκτός αυτού, η VEAG, λόγω του ότι παράγει ηλεκτρική ενέργεια χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο λιγνίτη, αδυνατεί σχεδόν πλήρως να καλύπτει τους κλάδους μεσαίου φορτίου και φορτίου αιχμής με το δικό της παραγωγικό δυναμικό. Σε ό,τι αφορά την πελατεία, η VEAG εξαρτάται από τους επτά ανατολικογερμανούς περιφερειακούς προμηθευτές, οι οποίοι με τη σειρά τους ανήκουν κατά κυριότητα σε μια δυτικογερμανική εταιρεία διασύνδεσης.

    - BEWAG: Εταιρεία διασύνδεσης η οποία παράγει ηλεκτρική ενέργεια στο Βερολίνο. Ιδιοκτήτριές της είναι η Southern Company κατά 26 % περίπου, η VIAG κατά 26 % περίπου, και η VEBA, η οποία κατέχει το 23 % του μετοχικού κεφαλαίου και το 20 % των δικαιωμάτων ψήφου. Σήμερα, η εν λόγω εταιρεία ελέγχεται πάντως από τη VIAG και τη Southern. Η BEWAG δεν είναι ιδιοκτήτρια κανενός σταθμού παραγωγής ενέργειας στον κλάδο βασικού φορτίου, με αποτέλεσμα να είναι υποχρεωμένη να αγοράζει ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας βασικού φορτίου.

    - HEW: Η VEBA κατέχει άμεση συμμετοχή στην HEW ύψους 15,4 %, καθώς και έμμεση συμμετοχή ύψους 15,4 % μέσω της εταιρείας Sydkraft, στην οποία συμμετέχει κατά 17,6 %. Η HEW είναι μία μικρή εταιρεία διασύνδεσης, με πολύ μικρό παραγωγικό δυναμικό, ενώ το δίκτυο μεταγωγής που διαθέτει είναι πολύ περιορισμένο. Η εκμετάλλευση όλων των σταθμών παραγωγής ενέργειας στον κλάδο βασικού φορτίου γίνεται από κοινού με την ανταγωνίστρια εταιρεία PreussenElektra. Η Vattenfall έχει αποκτήσει τον από κοινού έλεγχο της HEW μέσω της συνένωσης της συμμετοχής της στο μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας (25,1 %) με τη συμμετοχή του Δήμου του Αμβούργου(20). Μολονότι η HEW τελεί υπό τον κοινό έλεγχο της Vattenfall και του Δήμου του Αμβούργου, η VEBA είναι σε θέση να γνωρίζει τις σπουδαιότερες αποφάσεις και στρατηγικές της HEW, δεδομένου ότι κατέχει μειοψηφική συμμετοχή στο κεφάλαιό της και καταλαμβάνει μία θέση στο εποπτικό της συμβούλιο. Η συμμετοχή της τής παρέχει τη δυνατότητα να αντλεί πληροφορίες για τη στρατηγική τιμών της HEW και για τις τυχόν ποσότητες που αυτή προμηθεύεται (καθώς και για τις σχετικές τιμές) διαμέσου του αγωγού διασύνδεσης της VEBA με τη Δανία. Ανεξάρτητα από την εισροή νέων κεφαλαίων, δεν κρίνεται πιθανή προς το παρόν μία ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσης της HEW μέσω της συμμετοχής της Vattenfall, π.χ. χάρη στη δυνατότητα αγοράς φθηνότερης ηλεκτρικής ενέργειας σκανδιναβικής παραγωγής. Το δίκτυο υψηλής τάσης της HEW δεν είναι συνδεδεμένο με κανένα δίκτυο του εξωτερικού, με αποτέλεσμα η πρόσβαση της HEW σε εισαγόμενο ηλεκτρικό ρεύμα να υπόκειται εν πολλοίς στους ίδιους περιορισμούς όπως και η πρόσβαση των αλλοδαπών προμηθευτών στη γερμανική αγορά (βλέπε παραπάνω). Για τον εφοδιασμό από τη Σκανδιναβία της HEW, στην οποία και κατέχει συμμετοχή, η Vattenfall είναι εξαρτημένη από το ελεύθερο δυναμικό των αγωγών διασύνδεσης μεταξύ της Γερμανίας και της Δανίας ή της Σουηδίας. Από γερμανικής πλευράς, η σύνδεση Γερμανίας/Δανίας ελέγχεται από τη μετέχουσα στο δυοπώλιο PreussenElektra. Πλην όμως, το ελεύθερο δυναμικό των αγωγών διασύνδεσης είναι περιορισμένο, με αποτέλεσμα η Vattenfall να μπορεί να προμηθεύει ελάχιστες ποσότητες στην HEW. Εκτός αυτού, το δυναμικό διασύνδεσης με τη Σουηδία είναι διαθέσιμο σε πολύ περιορισμένο συγκριτικά βαθμό.

    - VEW: Η VIAG κατέχει συμμετοχές (άμεσες και έμμεσες) στο κεφάλαιο της VEW. Όπως και στην περίπτωση της HEW, η VIAG, χάρη στη συμμετοχή της, έχει δικαίωμα κατάληψης μίας έδρας στο εποπτικό συμβούλιο της εταιρείας, με αποτέλεσμα να είναι σε προνομιούχο θέση για την άντληση πληροφοριών περί της επιχειρηματικής της πολιτικής. Εκτός αυτού, μετά τη σχεδιαζόμενη συγχώνευσή της με την RWE, η VEW θα παύσει να αποτελεί ανεξάρτητο προμηθευτή στην αγορά.

    (93) Η EnBW είναι σήμερα ο μοναδικός προμηθευτής στο επίπεδο της διασύνδεσης στον οποίον δεν κατέχει συμμετοχή κάποια άλλη γερμανική εταιρεία διασύνδεσης. Η απόκτηση από πλευράς EdF μειοψηφικής συμμετοχής στο κεφάλαιο της EnBW βρίσκεται ακόμη στο στάδιο του σχεδιασμού. Η EdF προτίθεται να αποκτήσει τον από κοινού έλεγχο επί της EnBW μέσω της συνένωσης των μειοψηφικών της δικαιωμάτων με τις μετοχές κάποιου άλλου μετόχου. Εν πάση περιπτώσει, υφίστανται διαπλοκές μεταξύ της EnBW και του δυοπωλίου στον τομέα της εκμετάλλευσης σταθμών παραγωγής ενέργειας.

    (94) Ακόμη και αν ληφθεί υπόψη η ισχύς της EdF από την άποψη των μέσων που διαθέτει, δεν δικαιολογείται η πρόβλεψη ότι η EnBW θα είναι σε θέση να περιορίζει αποτελεσματικά την ελευθερία κινήσεων του δυοπωλίου. Αφενός, εκτιμάται ότι η EnBW, λόγω της ανυπαρξίας άλλων ισχυρών εξωτερικών ανταγωνιστών, θα απέχει από την άσκηση ισχυρού ανταγωνισμού στην περιοχή την οποία καλύπτει το δυοπώλιο και η οποία εκτείνεται στο σύνολο σχεδόν της Γερμανίας και ότι θα ευθυγραμμίσει τη συμπεριφορά της με εκείνη των μελών του δυοπωλίου. Τούτο κρίνεται προφανές λόγω της γνώσης της δυνατότητας εφαρμογής αντιποίνων την οποία διαθέτουν οι ανήκουσες στο δυοπώλιο εταιρείες διασύνδεσης οι οποίες κατέχουν ηγετική θέση στην αγορά. Αφετέρου, η αύξηση των ποσοτήτων φθηνού ηλεκτρικού ρεύματος που προμηθεύει η EdF είναι δυνατή σε λίαν περιορισμένη κλίμακα, και τούτο λόγω του περιορισμένου δυναμικού των αγωγών διασύνδεσης.

    (95) Εξάλλου, οι VEBA/VIAG και RWE κατέχουν συμμετοχές σε επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας σε γειτονικές χώρες, οι οποίες τους προσπορίζουν δικαιώματα πρόσβασης σε παραγωγικό δυναμικό. Η αξιοποίηση του παραγωγικού αυτού δυναμικού είναι δυνατή, τουλάχιστον σε περιορισμένο βαθμό, μέσω των αγωγών διασύνδεσης που οι εν λόγω εταιρείες ελέγχουν. Ειδικότερα, η RWE συμμετέχει στην SEO σε ποσοστό 40,31 %. Η SEO εκμεταλλεύεται έναν σταθμό συσσώρευσης ενέργειας με άντληση. Στις Κάτω Χώρες, η PreussenElektra συμμετέχει κατά 87 % στην EZH, η οποία συγκαταλέγεται στις τέσσερις μεγαλύτερες επιχειρήσεις παραγωγής. Η PreussenElektra κατέχει επίσης το 10 % της ελβετικής BKW. Η Bayernwerk και η EnBW κατέχουν η καθεμία το 24,5 % της Watt AG, η οποία δραστηριοποιείται ήδη με εισαγωγές στη γερμανική αγορά. Οι RWE και EdF κατέχουν η καθεμία το 20 % των μετοχών της Motor-Columbus, η οποία με τη σειρά της κατέχει το 56,5 % της ATEL. Οι BKW, Watt και ATEL κατέχουν το 23 % περίπου του ελβετικού δυναμικού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας.

    (96) Επομένως, μετά την υλοποίηση της συγκέντρωσης, οι VEBA/VIAG και RWE θα διαθέτουν ξεκάθαρο προβάδισμα σε σχέση με τους εγγύτερους ανταγωνιστές τους. Η θέση των εν λόγω εταιρειών διασύνδεσης είναι ακόμη πιο ασθενής από αυτήν που υποδηλώνουν τα μερίδια αγοράς τους, δεδομένου ότι οι VEBA/VIAG και RWE κατέχουν αξιόλογες συμμετοχές στις περισσότερες ανταγωνίστριες επιχειρήσεις. Για τον λόγο αυτό δεν αναμένεται να ασκηθεί ουσιαστικός ανταγωνισμός από τις συγκεκριμένες εταιρείες διασύνδεσης.

    3.2.3.2. Το δυοπώλιο θα ελέγχει το κατά πολύ μεγαλύτερο τμήμα της εγκατεστημένης ικανότητας παραγωγής καθώς και το σύνολο σχεδόν του ελεύθερου δυναμικού παραγωγής

    (97) Μετά τη συγκέντρωση, η VEBA/VIAG θα ελέγχει το 30 % περίπου της συνολικής ικανότητας παραγωγής της Γερμανίας. Οι VEBA/VIAG και RWE κατέχουν μαζί ένα μερίδιο της τάξεως του 50 % της ικανότητας παραγωγής. Αν ληφθεί επιπλέον υπόψη η ικανότητα την οποία διαθέτουν οι εταιρείες VEW, VEAG και BEWAG, συνάγεται ότι το δυοπώλιο, μετά τη σχεδιαζόμενη συγχώνευση των RWE και VEW, θα ελέγχει μερίδιο άνω των δύο τρίτων της συνολικής εγκατεστημένης ικανότητας παραγωγής (βλέπε παραπάνω).

    (98) Όπως εξηγείται παραπάνω (αιτιολογική σκέψη 57), η ηλεκτρική ενέργεια την οποία παράγει η βιομηχανία διοχετεύεται σε οπωσδήποτε περιορισμένο βαθμό στην ελεύθερη αγορά. Αντιστοίχως, η ηλεκτρική ενέργεια που παράγουν οι περιφερειακοί και τοπικοί προμηθευτές ενέργειας χρησιμοποιείται πρωτίστως για την κάλυψη ιδίων αναγκών. Κατά συνέπεια, το στοιχείο που έχει καθοριστική σημασία για τον ανταγωνισμό είναι το μερίδιο επί της εγκατεστημένης ικανότητας παραγωγής στο επίπεδο της διασύνδεσης. Στο επίπεδο αυτό, το δυοπώλιο θα ελέγχει το 60 έως 65 % περίπου (αν συμπεριληφθεί και η VEW) της συνολικής ικανότητας.

    (99) Εν προκειμένω, έχει επίσης σημασία το γεγονός ότι, ιστορικά, υφίσταται στενή σχέση μεταξύ παραγωγής και δικτύων. Λόγω της σχέσης αυτής το σημερινό σύστημα δικτύων δεν επιτρέπει την πλήρη υποκατάσταση όλων των σταθμών παραγωγής ενέργειας μιας περιοχής διασύνδεσης από έξωθεν εφοδιασμό. Για τον λόγο αυτό, οι εταιρείες διασύνδεσης διαθέτουν μέχρι ενός σημείου ικανότητα παραγωγής η οποία είναι αδύνατο να υποκατασταθεί, γεγονός που τους παρέχει τη βεβαιότητα ότι θα πραγματοποιήσουν έναν όγκο πωλήσεων. Όσο αυξάνεται μέσω κάποιας συγκέντρωσης η ικανότητα παραγωγής που συνδέεται με τα υπάρχοντα δίκτυα, τόσο περισσότερο διευρύνονται και οι αγορές ηλεκτρικής ενέργειας οι οποίες για διαρθρωτικούς λόγους τίθενται εκτός ανταγωνιστικού πεδίου.

    (100) Αν εξετασθεί επιπλέον το σύνολο σταθμών παραγωγής ενέργειας που έχουν υπό τον έλεγχό τους οι υπόψη επιχειρήσεις, εξάγεται το συμπέρασμα ότι τα μέλη του δυοπωλίου ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό το ελεύθερο δυναμικό παραγωγής ή την πλεονάζουσα ικανότητα σε όλους τους κλάδους φορτίου. Στον πίνακα που ακολουθεί έχουν συγκεντρωθεί ορισμένα στοιχεία για την πλεονάζουσα ικανότητα των επιμέρους διασυνδεδεμένων επιχειρήσεων που παράγουν ηλεκτρική ενέργεια.

    Πίνακας: Ελεύθερο παραγωγικό δυναμικό των σταθμών παραγωγής ενέργειας που ανήκουν στην εκάστοτε εταιρεία ανά κλάδο φορτίου (VDEW-Στατιστική: Leistung und Arbeit, 1998)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (101) Τα μέρη έχουν μεν υποστηρίξει ότι οι VEBA/VIAG και RWE δεν διαθέτουν πλεονάζουσα ικανότητα στον κλάδο βασικού φορτίου, αλλά δεν έχουν υποβάλει κανένα στοιχείο προς απόδειξη του ισχυρισμού τους αυτού.

    (102) Τα μέλη του δυοπωλίου έχουν την ευχέρεια να μην κάνουν χρήση της προαναφερθείσας πλεονάζουσας ικανότητας ή ακόμη και να την περιορίσουν εκ παραλλήλου, προκειμένου να επιτύχουν τη σταθεροποίηση των τιμών.

    (103) Στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας τα μέρη υποστήριξαν ότι η πλεονάζουσα ικανότητα θα τόνωνε τον ανταγωνισμό και ότι κατά το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος μιας περιόδου αξιολόγησης ήταν πιο συμφέρουσα η αξιοποίηση της πλεονάζουσας ικανότητας παρά η αύξηση των τιμών.

    (104) Ωστόσο, τα μέρη δεν υπέβαλαν κανένα γραπτό αποδεικτικό στοιχείο προς επίρρωση του ισχυρισμού τους αυτού. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να ελέγξει την ορθότητα των σχετικών αριθμητικών δεδομένων. Εκτός αυτού, στην επιχειρηματολογία τους τα μέρη διατείνονται ότι η ικανότητα του δυοπωλίου παραμένει αμετάβλητη. Με τον τρόπο αυτό παραγνωρίζουν την ευχέρεια του δυοπωλίου να επεκτείνει την παράλληλη συμπεριφορά του στη διακοπή της λειτουργίας παραγωγικής ικανότητας.

    3.2.3.3. Το δυοπώλιο θα ελέγχει το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του γερμανικού δικτύου μεταγωγής

    (105) Οι VEBA/VIAG και RWE, μη συνυπολογιζομένης της VEW ούτε της ελεγχόμενης από τις ίδιες VEAG, θα ελέγχουν από μόνες τους το 52 % του γερμανικού δικτύου μεταγωγής. Οι ανταγωνιστές του δυοπωλίου εξαρτώνται από αυτό για τη χρήση του εν λόγω δικτύου, διαφορετικά δεν μπορούν να ανταγωνισθούν το δυοπώλιο. Επιπλέον, το δίκτυο μεταγωγής στο σύνολό του καλύπτει το μεγαλύτερο τμήμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    Πίνακας: Γερμανικό δίκτυο μεταγωγής (πηγή: VDEW, 1997)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (106) Επιπλέον, το δίκτυο, λόγω της έκτασής του αλλά και χάρη στην ιδιοκτησία των σημείων σύζευξης στο εσωτερικό της Γερμανίας και των αγωγών διασύνδεσης, παρέχει επίσης στα μέλη του δυοπωλίου τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν σημαντικό προβάδισμα από την άποψη της συλλογής πληροφοριών σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους.

    (107) Χάρη στην ιδιοκτησία και την εκμετάλλευση των σημείων σύζευξης και των αγωγών διασύνδεσης του δικτύου, οι εταιρείες διασύνδεσης αποκτούν πληροφορίες σχετικά με τις ροές φορτίου και τις ποσότητες που προμηθεύουν οι ανταγωνιστές τους, καθώς και για τα χαρακτηριστικά των φορτίων που χρειάζονται οι διάφοροι πελάτες. Από οργανωτική σκοπιά, η εκμετάλλευση του δικτύου είναι αυτοτελής σε σχέση με την εμπορία και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας. Παρόλα αυτά, υπάρχουν στοιχεία τα οποία υποδηλώνουν ότι σε μεμονωμένες περιπτώσεις κρίσιμα δεδομένα που προκύπτουν από την εκμετάλλευση του δικτύου και αφορούν ανταγωνιστές των εταιρειών διασύνδεσης περιέρχονται σε γνώση των τμημάτων πωλήσεων των εταιρειών διασύνδεσης. Παρόμοιοι ισχυρισμοί προβλήθηκαν επίσης στο πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας από ανταγωνιστές των μερών.

    (108) Η ιδιοκτησία του δικτύου μεταγωγής προσπορίζει ένα πρόσθετο πλεονέκτημα στα μέλη του δυοπωλίου έναντι των ανταγωνιστών τους: πρόκειται για τους όρους συμψηφισμού που ισχύουν για την ενέργεια εξισορρόπησης σύμφωνα με τις περί διόδευσης διατάξεις της συμφωνίας II (βλέπε σημείο 3.2.3.6).

    (109) Ένα γενικό συμπέρασμα είναι ότι στη Γερμανία η εκμετάλλευση του δικτύου μεταγωγής δεν γίνεται από ανεξάρτητη επιχείρηση αλλά από διάφορες εταιρείες διασύνδεσης στις οποίες το δίκτυο ανήκει κατά κυριότητα. Οι εταιρείες διασύνδεσης έχουν αναθέσει την εκμετάλλευση του δικτύου σε θυγατρικές εταιρείες τις οποίες σύστησαν γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό. Με τον τρόπο αυτό συμμορφώθηκαν με τις ελάχιστες απαιτήσεις που προβλέπονται στην οδηγία για την εσωτερική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, διαχωρίζοντας από πλευράς διαχείρισης και χρέωσης την εκμετάλλευση του δικτύου μεταγωγής από τις δραστηριότητές τους στους κλάδους της παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας (οι διαδικασίες αυτές είναι γνωστές στα αγγλικά ως management unbundling και unbundling of accounts). Παρόλα αυτά, το μέτρο αυτό δεν συνοδεύτηκε από αντίστοιχο οικονομικό διαχωρισμό· η εκμετάλλευση του δικτύου, αφενός, και η παραγωγή και προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, αφετέρου, εξακολουθούν να εντάσσονται στο πλαίσιο λειτουργίας του ίδιου κάθετα ενοποιημένου ομίλου, με αποτέλεσμα να είναι ακόμη δυνατή η διακριτική μεταχείριση εις βάρος των ανταγωνιστών οι οποίοι τελούν υπό εξάρτηση σε ό,τι αφορά τη διόδευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Μέσω της παροχής πρόσβασης στο δίκτυο κατόπιν διαπραγματεύσεων είναι δυνατή η υπονόμευση των ανταγωνιστικών δυνατοτήτων των ανταγωνιστών, ιδίως εκείνων που ασχολούνται με την εμπορία, προς όφελος των εταιρειών παραγωγής των ίδιων των εταιρειών διασύνδεσης· τούτο επιτυγχάνεται με τη συνδυασμένη κοστολόγηση, και ειδικότερα με την επιβολή υψηλών τελών διόδευσης και την εφαρμογή αντίστοιχα χαμηλών τιμών για τις πωλήσεις ηλεκτρικής ενέργειας. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι ελάχιστα τα κίνητρα που υπάρχουν για την εφαρμογή διαφανών όρων χρέωσης οι οποίοι να μπορούν να ελεγχθούν με γνώμονα το κόστος και τις περί διόδευσης διατάξεις της συμφωνίας II. Το σκεπτικό αυτό ισχύει ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του εθνικού δικτύου κυριαρχείται (όπως θα συμβαίνει μετά την υλοποίηση της σχεδιαζόμενης συγκέντρωσης) από δύο μονάχα ομίλους οι οποίοι, όπως έχει εξηγηθεί, αναμένεται να εκδηλώσουν παράλληλη συμπεριφορά. Στο βαθμό που οι δύο όμιλοι δραστηριοποιούνται επίσης σε αγορά σε επόμενα στάδια της παραγωγής, έχουν τη δυνατότητα, μέσω της αδιαφάνειας των τιμών, να κρατήσουν σε απόσταση τους ανταγωνιστές τους και να χρησιμοποιήσουν τα σχετικά έσοδα με σκοπό την ενίσχυση της ανταγωνιστικής τους θέσης στο επίπεδο της διασύνδεσης.

    3.2.3.4. Υπάρχουν σημαντικοί φραγμοί για την είσοδο στην αγορά, τόσο από την άποψη της δημιουργίας νέας παραγωγικής ικανότητας, όσο και από την άποψη των εισαγωγών. Οι εισαγωγές δεν είναι ικανές να περιστείλουν τα περιθώρια ελευθερίας του δυοπωλίου, διότι είναι δυνατές σε περιορισμένη μόνο έκταση και επιπλέον πραγματοποιούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος μέσω των αγωγών διασύνδεσης που τελούν υπό τον έλεγχο των μελών του δυοπωλίου

    (110) Οι δυνητικοί προμηθευτές αδυνατούν ουσιαστικά να εξουδετερώσουν την ισχυρή θέση των μερών στην αγορά, και τούτο εξαιτίας των σοβαρών εμποδίων που φράσσουν την είσοδο στην αγορά της Γερμανίας.

    (111) Κάθε είσοδος στην αγορά προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης στη Γερμανία προϋποθέτει σημαντικές επενδύσεις. Οι δαπάνες αυτές μέχρι ενός σημείου αποτελούν εφάπαξ έξοδο, παρουσιάζουν δηλαδή χρησιμότητα για μία μόνο αγορά προϊόντος και δεν παρουσιάζουν χρησιμότητα για τις τυχόν άλλες δραστηριότητες σε άλλες αγορές. Οι εν λόγω δαπάνες περιλαμβάνουν, στο επίπεδο της παραγωγής, επενδύσεις σε σταθμούς παραγωγής ενέργειας. Ακόμη και μετά την ελευθέρωση της γερμανικής αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, η είσοδος στην αγορά στο επίπεδο της παραγωγής προϋποθέτει σημαντικό κόστος και είναι χρονοβόρα, διότι απαιτεί επενδύσεις σε σταθμούς παραγωγής ενέργειας. Όμως, λόγω του κατοχυρωμένου από τον νόμο δικαιώματος διόδευσης, η ανάπτυξη ιδιόκτητου δικτύου μεταγωγής δεν είναι πλέον αναγκαία, διότι οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την παραγωγή έχουν τη δυνατότητα να χρησιμοποιούν επί ίσοις όροις τα δίκτυα μεταγωγής άλλων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην αγορά. Οι VEBA/VIAG και RWE κατέχουν τη συντριπτική πλειονότητα της γερμανικής ικανότητας παραγωγής. Για τον λόγο αυτό, οποιαδήποτε είσοδος στην αγορά ενέχει τον κίνδυνο ότι τα μέλη του δυοπωλίου θα χρησιμοποιήσουν την πλεονάζουσα ικανότητα που διαθέτουν προκειμένου να αποβάλουν τους νεοεισελθόντες από την αγορά, εφαρμόζοντας συμφέρουσες τιμές. Αυτό το τελευταίο δυσχεραίνει στην πράξη την είσοδο στην αγορά και των επιχειρήσεων που ασχολούνται με την εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας.

    (112) Συνεπώς, ακόμη και μετά την ελευθέρωση, η είσοδος στην αγορά προϋποθέτει υψηλό κόστος, με αποτέλεσμα να εξακολουθούν να υφίστανται σοβαρά εμπόδια που φράσσουν την είσοδο στη γερμανική αγορά προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης. Το συμπέρασμα αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι μέχρι σήμερα η είσοδος στην αγορά στο επίπεδο της παραγωγής επιχειρήθηκε κατά κανόνα μέσω της συμμετοχής σε υφιστάμενες παραγωγούς επιχειρήσεις. Π.χ., η σουηδική Vattenfall απέκτησε συμμετοχή στην εταιρεία διασύνδεσης HEW. Η φινλανδική Fortum αγόρασε τη μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Wesertal. Αντιθέτως, η είσοδος στην αγορά μέσω της δημιουργίας ιδίας παραγωγικής ικανότητας παραμένει η εξαίρεση. Η Επιτροπή γνωρίζει λιγοστές περιπτώσεις κατά τις οποίες προμηθευτές επιχείρησαν να εισέλθουν στην αγορά δημιουργώντας δική τους ικανότητα παραγωγής. Παράδειγμα αποτελεί η Fortum, η οποία κατασκεύασε μία μονάδα παραγωγής ενέργειας στα νέα ομόσπονδα γερμανικά κρατίδια, προκειμένου να ενισχύσει την ιδιόκτητη ικανότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας την οποία διαθέτει στη Γερμανία. Η αμερικανική NRG Energy διαθέτει επίσης συμμετοχή σε μία μονάδα παραγωγής ενέργειας.

    (113) Εξάλλου, είναι σκόπιμο να υπομνησθεί ότι οι δυνατότητες εισαγωγής ηλεκτρικής ενέργειας είναι περιορισμένες, διότι μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του δυναμικού των αγωγών διασύνδεσης είναι διαθέσιμο προς χρήση. Κατά τα επόμενα χρόνια είναι απίθανη μία αύξηση του δυναμικού των αγωγών διασύνδεσης, και τούτο λόγω του αναγκαίου κόστους αλλά και της υποχρεωτικής βάσει του νόμου διαδικασίας λήψης αδείας, τουλάχιστον όσο διατηρούνται οι τρέχουσες πολιτικές συνθήκες. Όπως τα μέρη υποστήριξαν κατά την ακροαματική διαδικασία, η κατασκευή των εναέριων γραμμών και μόνο απαιτεί έως δύο χρόνια. Σε αυτό το χρονικό διάστημα πρέπει να προστεθεί και ο χρόνος που απαιτείται για την ολοκλήρωση της επίσημης διαδικασίας λήψης αδείας, καθώς και για την επιβεβλημένη ανάλυση των φορτίων στα δίκτυα σε επόμενα στάδια της παραγωγής.

    (114) Συμπερασματικά, τα εμπόδια που φράσσουν την είσοδο στη γερμανική αγορά προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης είναι πολύ σημαντικά. Ο ανταγωνισμός που θα μπορούσε να ασκηθεί στους ομίλους VEBA/VIAG και RWE περιστέλλεται εξαιτίας του ύψους των αναγκαίων επενδύσεων και λόγω της έλλειψης της δυνατότητας πρόσβασης από το εξωτερικό, η οποία οφείλεται στην περιορισμένη ικανότητα των αγωγών διασύνδεσης. Οι δύο όμιλοι κατέχουν σημαντικά μέσα, τα οποία τους παρέχουν τη δυνατότητα επιβολής αντιποίνων· συγχρόνως τους χωρίζει μεγάλη απόσταση από τις υπόλοιπες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην υπό εξέταση αγορά. Για τους λόγους αυτούς δεν αναμένεται να ασκηθεί ουσιαστικός ανταγωνισμός από υφιστάμενους ή δυνητικούς προμηθευτές οι οποίοι θα μπορούσαν να περιστείλουν αποτελεσματικά τα περιθώρια ελευθερίας των δύο συγκεκριμένων επιχειρηματικών ομίλων.

    3.2.3.5. Χάρη στις πολυάριθμες συμμετοχές που κατέχουν, τα μέλη του δυοπωλίου κατέχουν ισχυρή θέση στις αγορές σε επόμενα στάδια παραγωγής, η οποία τους επιτρέπει να διασφαλίζουν την πελατειακή τους βάση σε βάρος των ανταγωνιστών τους

    (115) Η θέση στην αγορά των VEBA/VIAG και RWE ενισχύεται περαιτέρω από τις πολυάριθμες συμμετοχές τους σε επιχειρήσεις των αγορών σε επόμενα στάδια παραγωγής. Οι συμμετοχές αυτές προσπορίζουν στα μέλη του δυοπωλίου τη δυνατότητα να επηρεάζουν καίρια την πολιτική εφοδιασμού των εν λόγω επιχειρήσεων, γεγονός που τους επιτρέπει να διασφαλίζουν την πελατειακή τους βάση και συγχρόνως να υπονομεύουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα των ανταγωνιστών τους να πραγματοποιούν πωλήσεις. Στον παρακάτω πίνακα είναι συγκεντρωμένα στοιχεία για τις συμμετοχές των μελών του δυοπωλίου.

    Πίνακας: Ενδεικτικές συμμετοχές των εταιρειών διασύνδεσης VEBA, VIAG, RWE και VEW σε περιφερειακές επιχειρήσεις παροχής ενέργειας (RVU) και σε δημοτικές επιχειρήσεις ηλεκτροδότησης (SW)

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (116) Πολλές από τις εν λόγω συμμετοχές είναι πλειοψηφικές συμμετοχές σε εταιρείες διανομής. Με τον τρόπο αυτό, τα διάφορα μέλη του δυοπωλίου, ως ελέγχουσες επιχειρήσεις, είναι σε θέση να επηρεάζουν ευθέως τις αποφάσεις των οικείων εταιρειών σχετικά με τις προμήθειές τους. Ακόμη και όταν ένα μέλος κατέχει μειοψηφική συμμετοχή, μπορεί και πάλι να ασκεί ουσιώδη επίδραση στην πολιτική προμηθειών της εταιρείας της οποίας κατέχει τη μειοψηφία του κεφαλαίου.

    (117) Η πλειοψηφία του κεφαλαίου των συγγενικών αυτών επιχειρήσεων ανήκει σε έναν ή περισσότερους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, οι οποίοι συνήθως εκπροσωπούνται στα όργανα της εταιρείας από αξιωματούχους που υπηρετούν σε αυτούς. Ωστόσο, από επιχειρηματική σκοπιά ενδιαφέρον παρουσιάζουν αποκλειστικά και μόνο οι επιχειρήσεις παροχής ενέργειας οι οποίες κατέχουν την εκάστοτε μειοψηφική συμμετοχή. Λόγω των ιδιαίτερων ικανοτήτων των εταιρειών PreussenElektra, Bayernwerk και RWE στους τομείς της ενέργειας και της διοίκησης επιχειρήσεων, οι συμμετοχές των μελών του δυοπωλίου σε εταιρείες που ασχολούνται με την περαιτέρω διανομή και η εκπροσώπησή τους στα όργανα των εταιρειών αυτών έχουν στην πράξη πολύ μεγαλύτερη βαρύτητα από αυτήν που θα συνάγετο από το μέγεθος της εκάστοτε συμμετοχής και από την αριθμητική τους παρουσία στα όργανα της εκάστοτε εταιρείας.

    (118) Η τεχνογνωσία στους τομείς της ενέργειας και της διοίκησης επιχειρήσεων συνεισφέρεται κατά το πλείστον στην επιχείρηση από την εκάστοτε εταιρεία διασύνδεσης. Η εταιρεία διασύνδεσης και η άλλη εταιρεία συνδέονται κατά κανόνα μεταξύ τους με σύμβαση προμήθειας η οποία καλύπτει το σύνολο των εξωτερικών προμηθειών της περιφερειακής επιχείρησης παροχής ενέργειας ή της δημοτικής επιχείρησης ηλεκτροδότησης. Οι έρευνες που διεξήγαγε η Επιτροπή κατέδειξαν ότι οι εταιρείες διανομής στις οποίες κατέχει συμμετοχή κάποια εταιρεία διασύνδεσης έχουν αξιοποιήσει έως σήμερα σε ελάχιστες περιπτώσεις τις δυνατότητες που τους ανοίγει η ελευθέρωση του κλάδου και παραμένουν πιστές στους παραδοσιακούς τους προμηθευτές. Αντιστοίχως, είναι δύσκολο για τις άλλες επιχειρήσεις (π.χ. εισαγωγείς, εταιρείες εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας και άλλες εταιρείες διασύνδεσης) να προσελκύσουν τη συγκεκριμένη κατηγορία πελατών. Οι μειοψηφικές συμμετοχές, ιδίως εκείνες που οι VEBA/VIAG και RWE κατέχουν σε επιχειρήσεις του κλάδου διανομής, ενισχύουν ακόμη περισσότερο τη θέση του δυοπωλίου και ορθώνουν πρόσθετα εμπόδια για τις άλλες επιχειρήσεις που προσπαθούν να εδραιώσουν την παρουσία τους στη γερμανική αγορά.

    (119) Υπό τις συνθήκες αυτές, τα μέρη διαθέτουν εκτεταμένες δυνατότητες επηρεασμού των αποφάσεων πολλών περιφερειακών και τοπικών προμηθευτών όσον αφορά τον εφοδιασμό τους σε ηλεκτρική ενέργεια. Ακόμη και αν οι ανταγωνιστές αποκτούσαν στο μέλλον σημαντική ικανότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στη Γερμανία, θα ήταν υποχρεωμένοι να εκμεταλλευθούν την ικανότητα αυτή συναγωνιζόμενοι τα μέλη του δυοπωλίου υπό συνθήκες εξαιρετικά περιορισμένου ανταγωνισμού. Λόγω των στενών δεσμών που υπάρχουν μεταξύ των προαναφερθέντων περιφερειακών και τοπικών προμηθευτών και των εταιρειών διασύνδεσης, οι ανταγωνιστές του δυοπωλίου δεν διαθέτουν ικανοποιητική πρόσβαση στην αγορά στο επίπεδο της παραγωγής, η οποία θα τους επέτρεπε να ασκούν ουσιαστικό και, πρωτίστως, πλήρη από γεωγραφική άποψη ανταγωνισμό. Το στοιχείο αυτό επηρεάζει την αγορά παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης, διότι είναι οικονομικά ασύμφορη η παραγωγή μεγάλων ποσοτήτων ηλεκτρικής ενέργειας σε ανταγωνισμό με τα μέλη του δυοπωλίου, εκτός αν υπάρχουν επαρκείς δυνατότητες διάθεσης της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας.

    3.2.3.6. Οι όροι της συμφωνίας ενώσεων επιχειρήσεων II (συμφωνία II), ιδίως σχετικά με το τέλος που είναι γνωστό ως T-Komponente και την ενέργεια εξισορρόπησης, προσπορίζουν στο δυοπώλιο πρόσθετα πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών του

    (120) Οι διατάξεις της συμφωνίας II, οι οποίες εκ πρώτης όψεως είναι σαφώς βελτιωμένες σε σύγκριση με εκείνες της συμφωνίας I, περιλαμβάνουν ορισμένες ρήτρες οι οποίες δημιουργούν σοβαρά εμπόδια στη διόδευση, ιδίως για τους ανταγωνιστές των εταιρειών διασύνδεσης· κατ' επέκταση, χρησιμεύουν κυρίως για την περαιτέρω εδραίωση και ενίσχυση της θέσης ιδίως των εταιρειών διασύνδεσης που ηγούνται της αγοράς.

    (121) Οι αλλοδαποί προμηθευτές εξακολουθούν να είναι υποχρεωμένοι να καταβάλλουν το τέλος T-Komponente, το οποίο ανέρχεται σε 0,125 Pf./kWh, κάθε φορά που εισάγουν ηλεκτρική ενέργεια στο έδαφος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Το τέλος T-Komponente (στο εξής: "τέλος Τ") ισχύει επίσης στο εσωτερικό της Γερμανίας (στην περίπτωση αυτή ανέρχεται σε 0,25 Pf./kWh) για όλες τις επιχειρήσεις που εμπορεύονται ή παράγουν ηλεκτρική ενέργεια και οι οποίες αδυνατούν να επιτύχουν ένα ισοζύγιο πωλήσεων μεταξύ του βόρειου και του νότιου τομέα εμπορίας. Με βάση στοιχεία που διέθεσαν επιχειρήσεις εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας, σε ορισμένες περιπτώσεις η καταβολή του "τέλους Τ" ενδέχεται να περιορίσει το περιθώριο των επιχειρήσεων αυτών στο μηδέν. Από την καταβολή του "τέλους Τ" απαλλάσσονται μόνο οι επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να συμψηφίσουν τις ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που πωλούν με ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που διασχίζουν τα όρια των τομέων εμπορίας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Από την άποψη αυτή, τα μέλη του δυοπωλίου απολαύουν σημαντικών πλεονεκτημάτων. Οι VEBA και VIAG θα έχουν στη διάθεσή τους μία εκτεταμένη περιοχή πωλήσεων η οποία θα καλύπτει και τους δύο τομείς εμπορίας. Μολονότι σήμερα η RWE δραστηριοποιείται μονάχα σε έναν τομέα εμπορίας (το ίδιο ισχύει για την VEW), το γεγονός ότι είναι μία μεγάλη εταιρεία διασύνδεσης της προσπορίζει ένα πλεονέκτημα όσον αφορά τον συμψηφισμό της ηλεκτρικής ενέργειας σε σύμπραξη με άλλες εταιρείες διασύνδεσης οι οποίες δραστηριοποιούνται στον έτερο τομέα εμπορίας. Μετά την υλοποίηση της προτεινόμενης συγκέντρωσης, η περιοχή πωλήσεων των εταιρειών που θα συγχωνευθούν θα καλύπτει ομοίως και τους δύο τομείς εμπορίας. Αντιθέτως, οι μικρότερες εταιρείες διασύνδεσης και επιχειρήσεις που ασχολούνται με την εμπορία ηλεκτρικής ενέργειας θα συναντούν συγκριτικά μεγαλύτερες δυσκολίες στην προσπάθειά τους να συμψηφίσουν τις πωλήσεις ενέργειας.

    (122) Ένα πρόσθετο πλεονέκτημα που οι διατάξεις της συμφωνίας II συνεπάγονται για τα μέλη του δυοπωλίου συνίσταται στις διατάξεις περί αντιστάθμισης που ισχύουν για την ενέργεια εξισορρόπησης. Επειδή η κατανάλωση ενέργειας από τους τελικούς καταναλωτές αυξομειώνεται, είναι συχνό το φαινόμενο, στο πλαίσιο πιο μακροπρόθεσμων πωλήσεων, οι αγοραζόμενες ποσότητες ενέργειας να είναι είτε μικρότερες είτε μεγαλύτερες από αυτές που προβλέπονται στη σχετική σύμβαση. Λόγω των σχετικών τεχνικών κανόνων, το υπόλοιπο, δηλαδή το πλεόνασμα ή το έλλειμμα, πρέπει να συμψηφίζεται από την επιχείρηση που εκμεταλλεύεται το δίκτυο για την περιοχή ισοζυγίου που του αντιστοιχεί. Τούτο σημαίνει ότι πωλείται ή αγοράζεται επιπλέον ενέργεια εξισορρόπησης. Η συμφωνία II καλύπτει βασικά συστημικές υπηρεσίες οι οποίες είναι αναγκαίες για τη μεταγωγή και τη διανομή ηλεκτρικής ενέργειας και από τις οποίες εξαρτάται η ποιότητα της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. αιτήσεις για ενέργεια εξισορρόπησης μέχρι ένα εύρος διακύμανσης +/- 5 %). Ανακύπτει υποχρέωση καταβολής πρόσθετου ποσού αφ' ης στιγμής σημειωθεί υπέρβαση του πάγιου περιθωρίου αποδεκτής απόκλισης +/- 5 % από τη σχετική τιμή αναφοράς. Εάν καταβάλει υψηλότερη τιμή για τη μεταγωγή, αυτός που έχει υποβάλει την εκάστοτε αίτηση μπορεί να επιλέξει ένα ευρύτερο περιθώριο απόκλισης +/- 10 ή ακόμη και 20 %. Η ενέργεια εξισορρόπησης μπορεί κατά κανόνα να παρέχεται μόνο από τις επιχειρήσεις εκμετάλλευσης δικτύων μεταγωγής εντός του τομέα εξισορρόπησης που αντιστοιχεί στην καθεμία ή από τους προμηθευτές εκείνους οι οποίοι εκμεταλλεύονται έναν σταθμό παραγωγής ενέργειας στη ζώνη εξισορρόπησης στην οποία πραγματοποιείται η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος. Σύμφωνα με δηλώσεις επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην υπό εξέταση αγορά, η τιμή που εφαρμόζουν οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης δικτύων μεταγωγής για την προμήθεια ενέργειας εξισορρόπησης βάσει της συμφωνίας II είναι σημαντικά υψηλότερη από την αντίστοιχη τιμή που προκύπτει με βάση τη συμφωνία I. Με βάση τα στοιχεία που διέθεσαν ερωτηθέντες παράγοντες της αγοράς, η τιμή που ισχύει για την παροχή ενέργειας εξισορρόπησης βάσει της συμφωνίας II υπερβαίνει κατά πολύ το κόστος παροχής της ενέργειας αυτής. Το γεγονός ότι ανά πάσα στιγμή υπάρχουν κάποιες ετοιμοπαράδοτες ποσότητες ενέργειας εξισορρόπησης για ώρα ανάγκης έχει συγκριτικά βαρύνουσα σημασία για τον υπολογισμό. Επί παραδείγματι, αν σημειωθεί μονάχα μία υπέρβαση του περιθωρίου ανοχής 5 %, το ποσό που χρεώνεται βασίζεται στην παραδοχή ότι η υπέρβαση διήρκεσε έναν μήνα. Η μέθοδος αυτή είναι ενδεχομένως επαχθής, ιδίως στην περίπτωση των προμηθευτών που πωλούν σχετικά περιορισμένες ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας. Οι επιχειρήσεις εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας κινδυνεύουν εξαιτίας της συγκεκριμένης μεθόδου υπολογισμού να απωλέσουν σε ορισμένες περιπτώσεις ολοσχερώς το περιθώριο κέρδους τους.

    (123) Απεναντίας, οι τιμές της ενέργειας εξισορρόπησης δεν συνεπάγονται σχεδόν καμία επιβάρυνση για τα μέλη του δυοπωλίου. Τούτο οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι τα μέλη του δυοπωλίου, χάρη στην εξέχουσα θέση που κατέχουν στην αγορά και στον μεγάλο όγκο πωλήσεων που πραγματοποιούν, μπορούν με πολύ μεγαλύτερη ευκολία να αντισταθμίζουν τις αυξομειώσεις της κατανάλωσης στο εσωτερικό της οικείας ζώνης εξισορρόπησης, με αποτέλεσμα να καταβάλλουν πολύ χαμηλότερο κόστος για την ενέργεια εξισορρόπησης. Εκτός αυτού, παράγοντες της αγοράς ισχυρίζονται ότι οι εταιρείες διασύνδεσης, οι οποίες εκμεταλλεύονται τα δίκτυα μεταγωγής και ως εκ τούτου είναι στην πραγματικότητα οι κύριοι προμηθευτές ενέργειας εξισορρόπησης, συνήθως προμηθεύουν η μία στην άλλη ενέργεια εξισορρόπησης έναντι πληρωμής εις είδος. Τα μέρη υποστηρίζουν ότι οι εταιρείες διασύνδεσης παρέχουν ενέργεια η μία στην άλλη βάσει της αμοιβαιότητας και σε περιορισμένη έκταση, και οπωσδήποτε σε περιπτώσεις ακούσιας ανταλλαγής ενέργειας ή βλάβης σταθμού παραγωγής ενέργειας, με αποτέλεσμα να μην επωμίζονται κανένα κόστος για την ενέργεια εξισορρόπησης. Οι ανταγωνιστές οι οποίοι δεν είναι διασυνδεδεμένοι εξαρτώνται συχνά από τις εταιρείες διασύνδεσης για την προμήθεια ενέργειας εξισορρόπησης. Όπως είναι φυσικό, εξαρτώνται όλως ιδιαιτέρως από τα μέλη του δυοπωλίου, τα οποία καλύπτουν ένα μεγάλο τμήμα της επικράτειας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

    (124) Επιπλέον, η συμφωνία II δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των προβλημάτων συμφόρησης που παρουσιάζονται όταν τα δίκτυα στη Γερμανία δεν αρκούν για την κάλυψη όλων των αναγκών. Για το λόγο αυτό συμβαίνει ενίοτε οι επιχειρήσεις εκμετάλλευσης δικτύων μεταγωγής να ικανοποιούν κατά προτεραιότητα τις αιτήσεις διόδευσης που προέρχονται από τον δικό τους όμιλο και να παραχωρούν στις ανταγωνίστριες επιχειρήσεις μονάχα τη χρήση της όποιας εναπομένουσας ελεύθερης ικανότητας, επικαλούμενες ζητήματα που άπτονται της ασφάλειας του δικτύου ή τεχνικές δυσκολίες.

    (125) Συνεπώς, οι ανταγωνιστές των μελών του δυοπωλίου οι οποίοι ενδεχομένως δεν διαθέτουν δικό τους δίκτυο μεταγωγής υφίστανται αρνητικές συνέπειες από τις ρυθμίσεις που διέπουν τη χρήση των δικτύων. Η εξέχουσα θέση που κατέχουν στην αγορά οι VEBA/VIAG και RWE διασφαλίζεται ακόμη περισσότερο μέσω των ρυθμίσεων που ισχύουν για τη χρήση των δικτύων μεταγωγής που ανήκουν στις ίδιες αυτές εταιρείες.

    3.2.3.7. Ο έλεγχος του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους της παραγωγικής ικανότητας, των δικτύων μεταγωγής και της ικανότητας σύζευξης με γειτονικές χώρες παρέχει στο δυοπώλιο τη δυνατότητα να επηρεάζει αποφασιστικά την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, η οποία αναπτύσσεται συνεπεία της απελευθέρωσης

    (126) Με βάση τα στοιχεία που έχει σήμερα υπόψη της η Επιτροπή, οι επιχειρήσεις εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας που παρίστανται ήδη στην αγορά αδυνατούν και αυτές να περιστείλουν την επιχειρησιακή ελευθερία που η διάρθρωση της αγοράς προσπορίζει στα μέρη.

    (127) Από τότε που απελευθερώθηκε η γερμανική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας το 1998, ο κάθε πελάτης έχει πλέον το δικαίωμα να επιλέξει τους προμηθευτές του. Η κατάσταση αυτή οδήγησε στην ανάπτυξη εμπορικής δραστηριότητας, τόσο από την πλευρά των παραγωγών, όσο και από την πλευρά ανεξάρτητων εταιρειών εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας. Οι υπάρχουσες εταιρείες διασύνδεσης έχουν σε μεγάλο βαθμό επεκτείνει την εμπορική τους δραστηριότητα και πέραν της παραδοσιακής τους περιοχής διασύνδεσης. Οι ανεξάρτητες επιχειρήσεις εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας (π.χ. Enron, Fortum και Vasa Energy) εισήλθαν εκ νέου στην αγορά, αλλά έχουν έως σήμερα επικεντρώσει τη δραστηριότητά τους σε βραχυπρόθεσμες παραγγελίες άμεσης παράδοσης και δεν έχουν καταφέρει να συνάψουν μακροπρόθεσμες συμβάσεις προμήθειας πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Η ιδιόκτητη ικανότητα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που διαθέτουν είναι αμελητέα, με αποτέλεσμα να εξαρτώνται σε ανάλογο βαθμό από την πρόσβαση σε ελεύθερη ικανότητα.

    (128) Οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην υπό εξέταση αγορά θεωρούν ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να υπάρξει μία αγορά εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας η οποία να μπορεί να επηρεάσει ουσιαστικά την ελευθερία διαμόρφωσης των τιμών από την πλευρά των μελών του δυοπωλίου είναι η ύπαρξη επαρκούς ρευστότητας στην αγορά αυτή. Η πλεονάζουσα ικανότητα η οποία είναι διαθέσιμη για τις ανεξάρτητες επιχειρήσεις εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας ανήκει κατά κύριο λόγο στις εταιρείες VEBA/VIAG και RWE, όπως έχει επισημανθεί πιο πάνω. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω εταιρείες διαθέτουν ευρεία ελευθερία διαμόρφωσης των τιμών, δεδομένου ότι οι υπόλοιποι παραγωγοί αδυνατούν να καλύψουν το σύνολο της ζήτησης. Οι δύο επιχειρηματικοί όμιλοι θα είναι συνεπώς σε θέση να αποφασίζουν τις ποσότητες ηλεκτρικής ενέργειας που θα διοχετεύονται στις ανεξάρτητες επιχειρήσεις εμπορίας στη γερμανική αγορά και να ασκούν μόνιμο έλεγχο επί των τιμών.

    (129) Το ίδιο σκεπτικό ισχύει για τις συναλλαγές μέσω των γερμανικών "χρηματιστηρίων" ηλεκτρικής ενέργειας, τα οποία αναμένεται να αρχίσουν να λειτουργούν το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους. Η LPX υποστηρίζει ότι, για να λειτουργεί εύρυθμα ένα χρηματιστήριο και να επιτελεί τη θεμελιώδη λειτουργία της διαμόρφωσης των τιμών, πρέπει ένα ποσοστό μεταξύ 15 και 25 % της εθνικής φυσικής κατανάλωσης να είναι δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο συναλλαγής στο πλαίσιο του χρηματιστηρίου. Λόγω της υψηλής συγκέντρωσης της παραγωγικής ικανότητας που κατέχουν οι VEBA/VIAG και RWE, οι δύο όμιλοι είναι σε θέση να αποφασίσουν για την επιτυχία ή μη των χρηματιστηρίων και κατ' επέκταση για την επιτυχία και την κερδοφορία των ανταγωνιστών τους.

    4. Συμπέρασμα

    (130) Συνοψίζοντας, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγχώνευση των VEBA και VIAG θα επιδείνωνε σημαντικά τις δομές της γερμανικής αγοράς παροχής ηλεκτρικής ενέργειας στο επίπεδο της διασύνδεσης. Ο σχηματισμός δυοπωλίου (VEBA/VIAG και RWE ή RWE/VEW) θα αποδυνάμωνε καθοριστικά τον ανταγωνισμό. Λόγω της δεσπόζουσας θέσης τους στην αγορά και της πρόσβασης σε μέσα (π.χ. σταθμούς παραγωγής ενέργειας, δίκτυα μεταγωγής και σημεία μεταβίβασης δικτύου), τα μέλη του δυοπωλίου θα μπορούν σε μεγάλο βαθμό να αποτρέπουν την ανάπτυξη ανταγωνισμού στη γερμανική αγορά και, επιπλέον, θα είναι σε θέση να εμποδίσουν την εμφάνιση μίας εύρυθμα λειτουργούσας αγοράς εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας. Επομένως, η υπό εξέταση συγκέντρωση θα οδηγούσε στη δημιουργία κοινής δεσπόζουσας θέσης.

    B. ΧΗΜΙΚΑ ΠΡΟΪΌΝΤΑ

    (131) Η VEBA δραστηριοποιείται στον κλάδο των χημικών προϊόντων μέσω των θυγατρικών εταιρειών της Degussa-Hüls AG και VEBA OEL AG (πετροχημικά προϊόντα). Οι δραστηριότητες του ομίλου VIAG στον κλάδο των χημικών προϊόντων ασκούνται από τη θυγατρική της εταιρεία SKW Trostberg AG και από τη θυγατρική αυτής της τελευταίας Goldschmidt AG. Η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγκέντρωση θα ενισχύσει περαιτέρω την ήδη υπάρχουσα δεσπόζουσα θέση στις αγορές δικυαναμίδης νατρίου και κυανιούχου χλωρίου.

    B.1. ΔΙΚΥΑΝΑΜΙΔΗ ΝΑΤΡΙΟΥ

    1. Σχετική αγορά

    (132) Η δικυαναμίδη νατρίου (NDC) παράγεται χημικώς από το υδροκυανικό οξύ και το χλωριούχο κυανούριο. Προκύπτει από την ένωση του (εξαιρετικά τοξικού) χλωριούχου κυανουρίου με κυαναμίδη. Επειδή το χλωριούχο κυανούριο είναι άκρως επικίνδυνη ουσία, η παραγωγή NDC γίνεται σε τόπο παρακείμενο προς τον τόπο όπου παράγεται το χλωριούχο κυανούριο.

    (133) Η ουσία NDC χρησιμοποιείται κυρίως ως ενδιάμεσο προϊόν με σκοπό την παραγωγή των ενεργών ουσιών διγουανίδη πολυεξαμεθυλενίου (PHMBG), χλωροεξιδίνη και προγουανίλη. Η PHMBG χρησιμοποιείται για συντήρηση και αποστείρωση στον τεχνικό τομέα. Από πλευράς όγκου, η σημαντικότερη χρήση του είναι σε κολυμβητήρια ως βιοκτόνου ουσίας που δεν περιέχει χλώριο. Η ουσία PHMBG χρησιμοποιείται επίσης στη βιομηχανία τροφίμων, π.χ. στην κατεργασία κρέατος και στη ζυθοποιία, για τον καθαρισμό κάδων και σωλήνων, δεδομένου ότι δεν είναι τοξική και δεν διαβρώνει τα υλικά στεγανοποίησης. Στον κλάδο των πετρελαιοειδών η PHMBG χρησιμοποιείται στο πλαίσιο δοκιμών πίεσης επί αγωγών, διότι θανατώνει ανεπιθύμητους οργανισμούς αλλά όχι και τα βακτήρια που αποσυνθέτουν το θείο (τέτοιου είδους βακτήρια προστίθενται στο πετρέλαιο υψηλής περιεκτικότητας θείου). Η χλωροεξιδίνη είναι απολυμαντικό μέσο· χρησιμοποιείται επί ανθρώπων αλλά και επί ζώων που αποτελούν στοιχείο της ανθρώπινης διατροφικής αλυσίδας. Π.χ. χρησιμοποιείται στην ιατρική επί ανθρώπων (χειρουργική), στην κτηνιατρική (απολύμανση μαστών), στην παρασκευή καλλυντικών και σε υγρά καθαρισμού φακών επαφής. Η προγουανίλη χρησιμοποιείται ως μέσο θεραπείας της μαλάριας. Η δικυαναμίδη του νατρίου χρησιμοποιείται επίσης στη γεωργοχημική βιομηχανία ως ζιζανιοκτόνο.

    (134) Οι πελάτες που ρωτήθηκαν δήλωσαν ομόφωνα ότι η δικυαναμίδη νατρίου αποτελεί γι' αυτούς ένα καίριο ενδιάμεσο προϊόν το οποίο δεν μπορεί να αντικατασταθεί από κανένα άλλο ενδιάμεσο προϊόν. Τα εμπλεκόμενα μέρη δεν αμφισβήτησαν τη βασιμότητα του ισχυρισμού αυτού. Ακόμη και αν ήταν διαθέσιμο στο ορατό μέλλον κάποιο άλλο ενδιάμεσο προϊόν, η χρήση του θα προϋπέθετε μεγάλης έκτασης προσαρμογές της μεθόδου παραγωγής, καθώς και την επανακαταχώρηση των προϊόντων που παράγονται έως σήμερα με τη χρήση NDC και όλων των σχετικών περαιτέρω εφαρμογών. Πλην όμως, η διαδικασία αυτή είναι χρονοβόρα και επιπλέον δαπανηρή. Με βάση τα ανωτέρω, η Επιτροπή συμπεραίνει ότι ως εξεταστέα αγορά προϊόντος πρέπει να εκληφθεί η αγορά της δικυαναμίδης νατρίου.

    2. Σχετική γεωγραφική αγορά

    (135) Τα μέρη βασίζουν την επιχειρηματολογία τους στην παραδοχή ότι η αγορά της δικυαναμίδης νατρίου είναι παγκόσμιων διαστάσεων. Οι ερωτηθείσες επιχειρήσεις υποστηρίζουν το ίδιο. Επομένως, γίνεται δεκτό ότι η γεωγραφική αγορά αναφοράς είναι πράγματι παγκόσμια.

    3. Αξιολόγηση από τη σκοπιά του ανταγωνισμού

    3.1. Τρέχουσα κατάσταση της αγοράς

    (136) Η ουσία NDC παράγεται σήμερα παγκοσμίως σε μεγάλες ποσότητες από δύο μονάχα επιχειρήσεις, την Degussa και την SKW. Τα μέρη έχουν επίσης μνημονεύσει την Avecia Ltd., που εδρεύει στο Μάντσεστερ (Ηνωμένο Βασίλειο). Ωστόσο, η επιχείρηση αυτή εφαρμόζει μία μέθοδο παραγωγής από την οποία δεν προκύπτει καθαρή NDC, αλλά ένα ενδιάμεσο προϊόν (HMBDA), από το οποίο στη συνέχεια εξάγεται χλωροεξιδίνη και PHMBG. Το ενδιάμεσο αυτό προϊόν παράγεται μόνο από την Avecia και δεν διατίθεται στην αγορά, διότι η Avecia δεν ασχολείται με την εμπορία HMBDA. Η ελβετική εταιρεία Schweizer Lonza AG (Lonza) παρήγαγε NDC μέχρι το 1998, αλλά στη συνέχεια διέκοψε την παραγωγή της ουσίας αυτής και έκτοτε εμπορεύεται προϊόντα τα οποία προμηθεύεται από την [...](21). Τα μέρη εκτιμούν ότι η Lonza θα αρχίσει εκ νέου την παραγωγή κατά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους.

    (137) Η SKW παράγει NDC σε μία μονάδα της οποίας η ικανότητα αυξήθηκε από [...]* t (το 1996) σε [...]* t (το 1999). Η Degussa παράγει NDC σε μία μονάδα όπου παράγει και άλλα προϊόντα· δηλώνει ότι η ετήσια ικανότητα παραγωγής NDCπου διαθέτει είναι περίπου [...]* t. Η Degussa χρησιμοποιεί την NDC για την παραγωγή χλωροεξιδίνης υπό μορφή βάσης χλωροεξιδίνης και διγλυκονάτης χλωροεξιδίνης. Η [...]* προμηθεύεται από την Degussa ένα παράγωγο της NDC, το εξαμεθυλένιο δικυανογουανιδίνης (HMBCG), το οποίο επεξεργάζεται περαιτέρω με σκοπό την παραγωγή βάσης χλωροεξιδινίου και αλάτων χλωροεξιδινίου. Η [...]* επιπλέον αγοράζει ποσότητες NDC.

    (138) Σύμφωνα με εκτιμήσεις των μερών, η παγκόσμια ετήσια παραγωγή NDC είναι μεταξύ των 900 τόνων και των 1300 τόνων. Η ποσότητα αυτή περιλαμβάνει την ποσότητα που εκτιμάται ότι αντιπροσωπεύει η ετήσια παραγωγή της Avecia (από [...]* τόνους περίπου έως [...]* τόνους περίπου). Τα μέρη παραγνωρίζουν εν προκειμένω ότι η Avecia δεν παράγει καθαρό NDC. Οι κατά προσέγγιση υπολογισμοί για παραγωγούς της Ασίας τους οποίους επικαλούνται τα μέρη δεν έχουν επιβεβαιωθεί από τις έρευνες της Επιτροπής.

    (139) Αν αφαιρέσουμε τον όγκο παραγωγής της Avecia, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των μερών, από την παγκόσμια παραγωγή, και πάλι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των μερών, απομένει μία ποσότητα η οποία οπωσδήποτε δεν υπερβαίνει τους [...]* τόνους ανά έτος. Η ποσότητα αυτή ισούται εν πολλοίς με τη συνολική παραγωγή των μερών το έτος 1998, η οποία ανήλθε σε [...]* τόνους περίπου. Με βάση τις εκτιμήσεις των μερών, τούτο σημαίνει ότι η μέγιστη παραγωγή των υπολοίπων εταιρειών είναι μικρότερη από [...]* τόνους. Με αφετηρία το δεδομένο ότι η παγκόσμια παραγωγή ανέρχεται σε [...]* τόνους περίπου, το μερίδιο της SKW είναι περίπου [50-60] %, ενώ το συνολικό μερίδιο των μερών είναι [< 100] %. Αν από τον αριθμό αυτό αφαιρεθούν οι ποσότητες παραγωγής που τα μέρη χρησιμοποιούν για να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες, προκύπτει ότι ο όγκος της αγοράς ανέρχεται στους [...]* τόνους περίπου. Εξ αυτών, στην SKW αντιστοιχούν [...]* τόνοι, ήτοι ένα ποσοστό [60-70] %.

    (140) Η Degussa υποστηρίζει ότι δεν ασχολείται ενεργά με την εμπορία NDC, αλλά ότι την παράγει για χρήση στο εσωτερικό του επιχειρηματικού της ομίλου, και συγκεκριμένα για την παραγωγή χλωροεξιδίνης. Ωστόσο, κατά το παρελθόν διέθεσε κάποιες μεμονωμένες συμπληρωματικές ποσότητες στην [...]*. Μάλιστα, η Degussa παρέδωσε ένα μέρος των ποσοτήτων αυτών απευθείας σε πελάτες της [...]*.

    (141) Σήμερα, όσοι ενδιαφέρονται να αγοράσουν NDC μπορούν να απευθυνθούν σε δύο προμηθευτές: τη Lonza και την SKW. Ακόμη και από συντηρητικούς υπολογισμούς προκύπτει ότι η SKW καλύπτει πάνω από τα δύο τρίτα των αναγκών της αγοράς. Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι η SKW κατέχει δεσπόζουσα θέση.

    (142) Χάρη στη Lonza, ωστόσο, οι αγοραστές έχουν σήμερα μέχρι ενός σημείου τη δυνατότητα να αντιδρούν στις τυχόν υπερβολικές απαιτήσεις της SKW όσον αφορά τις τιμές με το να περιορίζουν τις ποσότητες που παραγγέλλουν. Υπό την έννοια αυτή, η έκταση των δραστηριοτήτων της Lonza στην αγορά εξαρτάται από τις ποσότητες NDC που η Degussa είναι διατεθειμένη να πωλήσει. Από την πλευρά της, η Degussa συμβάλλει στον εφοδιασμό της αγοράς μέσω των προαναφερθεισών ποσοτήτων που πωλεί στη Lonza. Προ της συγκέντρωσης, η Degussa θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως δυνητικός ανταγωνιστής στην σχετική αγορά.

    (143) Με την εξαίρεση της AstraZeneca, όλες οι επιχειρήσεις που χρειάζονται μεγάλες ποσότητες NDC είναι μικρού ή μεσαίου μεγέθους. Η AstraZeneca χρησιμοποιεί την NDC για να παραγάγει προγουανίλη, η οποία διατίθεται στην αγορά με το εμπορικό σήμα Paludrin. Οι ποσότητες που χρειάζεται για το σκοπό αυτό είναι σχετικά περιορισμένες.

    3.2. Συνέπειες της συγκέντρωσης

    (144) H συγκέντρωση θα έχει ως συνέπεια να εκλείψει ως δυνητικός ανταγωνιστής η Degussa, η οποία σήμερα έχει επαφές και με πελάτες της Lonza. Αντιστοίχως, η νέα οντότητα, που θα κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά, δεν θα έχει συμφέρον να εφοδιάζει τη Lonza, δηλαδή τον μοναδικό ανταγωνιστή της. Από την άποψη αυτή, η συγκέντρωση θα σημάνει, αν μη τι άλλο, την περαιτέρω αποδυνάμωση της ανταγωνιστικής θέσης της Lonza. Πέραν αυτού, η Degussa δραστηριοποιείται ήδη σε μία αγορά σε επόμενα στάδια της παραγωγής (χλωροεξιδίνης), στην οποία και αποτελεί δυνητικό ανταγωνιστή για το προϊόν PHMBG, δεδομένου ότι από το HMBCG που παράγει η Degussa είναι δυνατό να προκύψουν κατόπιν περαιτέρω επεξεργασίας τόσο χλωροεξιδίνη όσο και PHMBG. Οι Degussa/SKW θα μπορούσαν να αποφασίσουν κατά πόσον, συνολικά, είναι πιο συμφέρον γι' αυτές να διαθέσουν τη δικυαναμίδη νατρίου στην αγορά ή να τη χρησιμοποιήσουν για τις δικές τους ανάγκες. Στην τελευταία αυτή περίπτωση θα μπορούν να εμποδίζουν σε μεγάλο βαθμό τον εφοδιασμό σε NDC των ανταγωνιστών της Degussa στην κατάντη αγορά χλωροεξιδίνης ή να καθιστούν τον εφοδιασμό τους πιο δαπανηρό, υπονομεύοντας με τον τρόπο αυτό τη μακροπρόθεσμη ανταγωνιστικότητά τους.

    3.2.1. Ισχυρισμοί των μερών σχετικά με την πιθανή επάνοδο της Lonza στην αγορά

    (145) Τα μέρη έχουν ισχυρισθεί ότι υπάρχει περίπτωση επανόδου της Lonza στην αγορά με δική της παραγωγή. Πλην όμως, το στοιχείο αυτό δεν μεταβάλλει την αξιολόγηση της συγκέντρωσης υπό το πρίσμα του ανταγωνισμού. Αν δεν πραγματοποιείτο η συγκέντρωση, η Lonza θα έπαυε να είναι πελάτης της Degussa, στον βαθμό που θα παρήγαγε η ίδια ορισμένες ποσότητες. Κάτι τέτοιο θα παρακινούσε την Degussa να πωλεί την παραγωγή της αλλού, ανταγωνιζόμενη με τον τρόπο αυτό τις ποσότητες που παράγει η SKW. Η συγκέντρωση θα είχε ως συνέπεια την εξάλειψη του ανταγωνισμού αυτού, ενώ αντίστοιχη θα ήταν η ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσης της SKW, η οποία σε καμία περίπτωση δεν θα απειλείτο από τις ποσότητες που εκτιμάται ότι θα διέθετε στην αγορά η Lonza ([...]* τόνοι ετησίως)(22).

    3.2.2. Η είσοδος στην αγορά άλλων ανταγωνιστών είναι απίθανη

    (146) Εξάλλου, σε περίπτωση που τα μέρη αυξήσουν αισθητά τις τιμές, και πάλι είναι απίθανο να απειληθούν από την είσοδο νέων ανταγωνιστών στην αγορά. Σήμερα, μόνο η Avecia θα μπορούσε να θεωρηθεί δυνητικός ανταγωνιστής. Ωστόσο, ακόμη και αν η Avecia επιθυμούσε να διαθέσει ποσότητες NDC στην ελεύθερη αγορά, θα ήταν προηγουμένως υποχρεωμένη να αναδιοργανώσει σε σημαντικό βαθμό την παραγωγή της, προκειμένου να είναι σε θέση να παράγει καθαρή NDC. Σχετικά με το θέμα αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η Avecia προμηθεύεται την κυαναμίδη που χρειάζεται για την παραγωγή HMBDA από την [...]*. Λόγω της αστάθειας της κυαναμίδης, η Avecia αδυνατεί να τη μεταφέρει σε μεγάλες αποστάσεις. Για τον λόγο αυτό, η μεταστροφή της σε άλλον προμηθευτή δεν θα ήταν ευχερής.

    4. Συμπέρασμα

    (147) Για τους προεκτεθέντες λόγους η Επιτροπή θεωρεί ότι η συγκέντρωση θα οδηγούσε σε μόνιμη ενίσχυση της δεσπόζουσας θέσης που τα μέρη κατέχουν στην αγορά δικυαναμίδης νατρίου.

    B.2. ΚΥΑΝΙΟΥΧΟ ΧΛΩΡΙΟ

    1. Σχετική αγορά

    1.1. Περιγραφή του κυανιούχου χλωρίου και των τεσσάρων κύριων εφαρμογών του

    (148) Το κυανιούχο χλώριο (CC) είναι ένα ενδιάμεσο χημικό παράγωγο του υδροκυανικού οξέος. Η χημική του σύσταση είναι απλή και δεν καλύπτεται πλέον εδώ και καιρό από ευρεσιτεχνία. Η πιο σημαντική πρώτη ύλη για την παραγωγή του CC είναι, πέραν του υδροκυανικού οξέος, το αέριο χλωρίου.

    (149) Το CC είναι ένα βασικό αγαθό το οποίο πωλείται υπό μορφή σκόνης ή τήγματος. Κατά τα άλλα, δεν υπάρχει αξιόλογος βαθμός διαφοροποίησης του προϊόντος. Πέραν της τιμής, οι σημαντικότερες παράμετροι που έχουν σημασία για τον ανταγωνισμό είναι απλώς η ποιότητα του προϊόντος (καθαρότητα και -αν πρόκειται για σκόνη- η ρευστότητα) και ο τύπος συσκευασίας. Σε ό,τι αφορά τη συσκευασία, σημασία δεν έχουν μόνο οι διαστάσεις. Το CC κατατάσσεται στις "λιγότερο επικίνδυνες" ουσίες. Ως εκ τούτου, για τη μεταφορά του ισχύουν ορισμένες απαιτήσεις που θεσπίζονται από το κράτος.

    (150) Με τη διανομή του CC ασχολούνται κατά κύριο λόγο οι επιχειρήσεις που το παράγουν, καθώς και εισαγωγείς. Τα μέρη υποστηρίζουν ότι οι εμπορικές επιχειρήσεις δεν συμμετέχουν καθόλου στη διανομή.

    (151) Το CC χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή ζιζανιοκτόνων, οπτικών λευκαντικών, χρωστικών ουσιών αντίδρασης και απορροφητών υπεριώδους ακτινοβολίας.

    (152) Ένα ποσοστό [ > 50 %](23) της παραγωγής CC χρησιμοποιείται στον γεωργοχημικό κλάδο με σκοπό την παραγωγή ουσιών για την καταπολέμηση των ζιζανίων στην καλλιέργεια αραβοσίτου (ζιζανιοκτόνα) αραβοσίτου.

    (153) [Σημαντικά τμήματα της παραγωγής]* υποβάλλονται σε περαιτέρω επεξεργασία με σκοπό την παραγωγή οπτικών λευκαντικών. Τα λευκαντικά αυτά χρησιμοποιούνται για την οπτική λεύκανση χάρτου και υφασμάτων, καθώς επίσης ως συστατικό απορρυπαντικών. Τα οπτικά λευκαντικά μεταβάλλουν τις ιδιότητες αντίδρασης των εν λόγω υλικών σε σχέση με συγκεκριμένα φωτοσυστατικά τους και προσδίδουν μία ιδιαιτέρως λευκή όψη στα προϊόντα επί των οποίων εφαρμόζονται.

    (154) Το CC χρησιμοποιείται επίσης με σκοπό την παραγωγή χρωστικών ουσιών αντίδρασης. Η προσθήκη CC επαυξάνει την αντοχή των βαφών υφασμάτων, διότι το CC ενισχύει τη συνάφεια μεταξύ της βαφής και της ίνας. Τα μέρη εκτιμούν ότι [ένα τμήμα]* της παραγωγής CC χρησιμοποιείται γι' αυτόν τον σκοπό.

    (155) Τέλος, αξιόλογες ποσότητες CC ([< 10 %] ôçò ðáãêüóìéáò ðáñáãùãÞò)* ÷ñçóéìïðïéïýíôáé ãéá ôçí ðáñáãùãÞ óôáèåñïðïéçôþí õðåñéþäïõò áêôéíïâïëßáò, ðïõ ÷ñçóéìïðïéïýíôáé ãéá ôçí êáôáóêåõÞ ðëáóôéêþí. Ôï CC ðñïóôáôåýåé ôçí åðéöÜíåéá ôùí ðëáóôéêþí áðü ôï îåèþñéáóìá êáé ôç öèïñÜ.

    (156) Óýìöùíá ìå ôïõò áíôáãùíéóôÝò êáé ôïõò ðåëÜôåò ðïõ ñùôÞèçêáí, ôï CC áðïôåëåß ôçí åîåôáóôÝá áãïñÜ ðñïúüíôïò, áí êáé äýï ðåëÜôåò êÜíïõí äéÜêñéóç ìåôáîý êïíéïñôïðïéçìÝíïõ êáé ôçãìÝíïõ CC. Ìüíï ç Degussa ðáñÜãåé ôçãìÝíï CC. Ç ðáñáãùãÞ áíÝñ÷åôáé óå ðåñßðïõ [...]* ôüíïõò åôçóßùò óôçí Åõñþðç êáé óå ðåñßðïõ [...]* ôüíïõò åôçóßùò óôéò ÇÐÁ. Äåí åßíáé áðáñáßôçôï íá äïèåß áðÜíôçóç óôï åñþôçìá ãéá ôï êáôÜ ðüóï ïé äýï ðáñáëëáãÝò ôïõ ðñïúüíôïò áðïôåëïýí ìéá åíéáßá Þ äýï áõôïôåëåßò áãïñÝò ðñïúüíôïò, êáé ôïýôï äéüôé ç áîéïëüãçóç ôçò óõãêÝíôñùóçò õðü ôï ðñßóìá ôïõ áíôáãùíéóìïý äåí åîáñôÜôáé áðü ôï óõãêåêñéìÝíï æÞôçìá.

    1.2. Ôá ìÝñç èåùñïýí üôé ôï CC åðéäÝ÷åôáé õðïêáôÜóôáóçò óå üëåò ôïõ ôéò åöáñìïãÝò

    (157) Ôá ìÝñç äéáôåßíïíôáé üôé äéåîÜãåôáé Ýíôïíïò áíôáãùíéóìüò ìåôáîý ôïõ CC êáé Üëëùí åíäéÜìåóùí ðñïúüíôùí ôá ïðïßá ïìïßùò ÷ñçóéìïðïéïýíôáé ãéá ôçí ðáñáãùãÞ ðñïúüíôùí ðïõ ðùëïýíôáé óôéò ðñïáíáöåñèåßóåò áãïñÝò êáôáíÜëùóçò.

    (158) Ôá ìÝñç èåùñïýí áêüìç üôé ôï CC åßíáé Ýíá åíäéÜìåóï ðñïúüí ôï ïðïßï äåí ìðïñåß íá ÷ñçóéìïðïéçèåß áðü ôïí ôåëéêü êáôáíáëùôÞ êáé üôé ôï áíôáãùíéóôéêü ôïõ ðåñéâÜëëïí èá ðñÝðåé íá áîéïëïãçèåß ü÷é ìüíï óå óõó÷åôéóìü ìå ôïí áíôáãùíéóìü ìåôáîý ðáñáãùãþí, áëëÜ ðñùôßóôùò õðü ôï ðñßóìá ôùí ôåóóÜñùí áãïñþí êáôáíÜëùóçò ðïõ áíôéóôïé÷ïýí óôïõò ðñïáíáöåñèÝíôåò ôñüðïõò åöáñìïãÞò. Õðïóôçñßæïõí üôé óôéò áãïñÝò áõôÝò ôá ðñïúüíôá ðïõ ðáñÜãïíôáé ìå ôç ÷ñÞóç CC áíôáãùíßæïíôáé ôá ðñïúüíôá ðïõ äåí ðåñéÝ÷ïõí CC. Ãéá ôï ëüãï áõôü ôá ìÝñç æçôïýí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ íá ìçí åñåõíÞóåé ôïõò üñïõò áíôáãùíéóìïý ðïõ éó÷ýïõí ãéá ôçí ðáñáãùãÞ êáé ðþëçóç CC, áëëÜ íá èåùñÞóåé üôé åîåôáóôÝåò åßíáé ïé ðñïáíáöåñèåßóåò áãïñÝò êáôáíÜëùóçò. Ðñïò åðßññùóç ôïõ áéôÞìáôüò ôïõò áõôïý õðïóôçñßæïõí üôé ôï CC, ùò åíäéÜìåóï ðñïúüí, äÝ÷åôáé Ýíôïíï áíôáãùíéóìü óôéò áãïñÝò êáôáíÜëùóçò áðü Üëëá åíäéÜìåóá ðñïúüíôá ôá ïðïßá ïìïßùò ÷ñçóéìïðïéïýíôáé ãéá ôçí ðáñáãùãÞ ôùí ßäéùí ôåëéêþí ðñïúüíôùí ðïõ ðñïóöÝñïíôáé ðñïò ðþëçóç óôéò óõãêåêñéìÝíåò áãïñÝò êáôáíÜëùóçò. Äéáôåßíïíôáé üôé ç ðáñáãùãÞ êáé ðþëçóç CC äåí Ý÷åé óçìáóßá ãéá ôçí áîéïëüãçóç ôçò ðáñïýóáò óõãêÝíôñùóçò ùò ðñïò ôï óõãêåêñéìÝíï óçìåßï áðü ôçí Üðïøç ôïõ áíôáãùíéóìïý, äéüôé äåí óõãêñïôïýí ôçí "áãïñÜ áíáöïñÜò" êáôÜ ôçí Ýííïéá ôïõ åíôýðïõ CO. Åí ðñïêåéìÝíù, ôá ìÝñç óõã÷Ýïõí ôçí ïñéïèÝôçóç ôçò áãïñÜò ó÷åôéêïý ðñïúüíôïò, ç ïðïßá ðåñéëáìâÜíåé "üëá ôá ðñïúüíôá [...]* ðïõ åßíáé äõíáôüí íá åíáëëÜóóïíôáé Þ íá õðïêáèßóôáíôáé áìïéâáßá áðü ôïí êáôáíáëùôÞ, ëüãù ôùí ÷áñáêôçñéóôéêþí, ôùí ôéìþí êáé ôçò ÷ñÞóçò ãéá ôçí ïðïßá ðñïïñßæïíôáé"(24), ìå ôçí áíÜëõóç ôùí ðáñáãüíôùí ðïõ äéáìïñöþíïõí ôéò óõíèÞêåò áíôáãùíéóìïý óôéò óõãêåêñéìÝíåò áãïñÝò.

    1.3. Åíôïýôïéò, äåí õðÜñ÷ïõí äõíáôüôçôåò õðïêáôÜóôáóçò ôïõ CC, ôüóï ùò óõóôáôéêïý üóï êáé ãéá ôá ðñïúüíôá ðïõ ðñïêýðôïõí áðü ðåñáéôÝñù åðåîåñãáóßá

    (159) Ïé éó÷õñéóìïß ôùí ìåñþí ó÷åôéêÜ ìå ôá ðïëëÜ ðéèáíÜ õðïêáôÜóôáôá ðïõ õðÜñ÷ïõí êáé ãéá ôéò ôÝóóåñéò êýñéåò åöáñìïãÝò ôïõ CC äåí åðéâåâáéþèçêáí áðü ôéò Ýñåõíåò ôçò ÅðéôñïðÞò. ÁíôéèÝôùò, áðü ðëåõñÜò ðåëáôþí Ý÷åé õðïóôçñé÷èåß üôé, ðñïò ôï ðáñüí, äåí Ý÷ïõí ôç äõíáôüôçôá íá áíôéêáôáóôÞóïõí ôï CC ìå Üëëåò ÷çìéêÝò ïõóßåò óôá ðñïúüíôá ðïõ ðáñÜãïõí.

    (160) Óå ü,ôé áöïñÜ ôá æéæáíéïêôüíá, ç áðáãüñåõóç ôçò áôñáæßíçò äåí ìðïñåß åð' ïõäåíß íá èåùñçèåß éóïäýíáìç ìå ôçí áðáãüñåõóç üëùí ôùí æéæáíéïêôüíùí áñáâïóßôïõ ðïõ ðåñéÝ÷ïõí CC. ÅîÜëëïõ, ïýôå ôá ìÝñç éó÷õñßæïíôáé êÜôé ôÝôïéï. Óýìöùíá ìå ðëçñïöïñßåò ôçò ÏìïóðïíäéáêÞò Õðçñåóßáò Äáóþí êáé Ãåùñãßáò ôïõ Âåñïëßíïõ êáé ôïõ ÌðñÜïõíóâÜé÷, áêüìç êáé ìåôÜ ôçí áðáãüñåõóç óôç Ãåñìáíßá ôçò áôñáæßíçò ðïõ ðåñéÝ÷åé CC, åîáêïëïõèåß íá åðéôñÝðåôáé óôç ÷þñá áõôÞ ç ÷ñÞóç 13 Üëëùí æéæáíéïêôüíùí ðïõ ÷ñçóéìïðïéïýíôáé óôçí êáëëéÝñãåéá áñáâïóßôïõ êáé ôùí ïðïßùí ôï åíåñãü óõóôáôéêü óõíôßèåôáé ìå ôç ÷ñÞóç CC. Ùóôüóï, áêüìç êáé áí áðáãïñåýïíôáí üëá ôá æéæáíéïêôüíá áñáâïóßôïõ ðïõ ðåñéÝ÷ïõí CC, êÜôé ôÝôïéï èá óõíåðÜãåôï ôçí áðëÞ óõññßêíùóç ôçò áãïñÜò CC. Åéäéêüôåñá, äåí åßíáé óùóôü íá õðïôåèåß üôé ç åêÜóôïôå åðé÷åßñçóç èá ìðïñïýóå óå óýíôïìï ÷ñïíéêü äéÜóôçìá êáé ÷ùñßò õøçëüôåñï êüóôïò íá áíôéêáôáóôÞóåé ôï CC ìå êÜðïéï Üëëï åíåñãü óõóôáôéêü. Ç âáóéìüôçôá ôçò ðáñáôÞñçóçò áõôÞò åíéó÷ýåôáé áðü ôï ãåãïíüò üôé êÜèå ðñïúüí ìå íÝá óýíèåóç ÷ñÞæåé Ýãêñéóçò ðñïôïý íá äéáôåèåß óôçí áãïñÜ.

    (161) Ôá ïðôéêÜ ëåõêáíôéêÜ ÷ñçóéìïðïéïýíôáé ãéá ôçí ðáñáãùãÞ ÷Üñôïõ, õöáóìÜôùí, ðëáóôéêþí êáé áðïññõðáíôéêþí. Óôç ÷áñôïâéïìç÷áíßá, ôá ëåõêáíôéêÜ ìå âÜóç ôï CC äåí åßíáé äõíáôü íá áíôéêáôáóôáèïýí áðü ëåõêáíôéêÜ ðïõ äåí ðåñéÝ÷ïõí CC, åíþ óôçí êëùóôïûöáíôïõñãßá ç äõíáôüôçôá áíôéêáôÜóôáóçò åîáñôÜôáé áðü ôçí ßíá ðïõ ÷ñçóéìïðïéåßôáé. Ãéá ôï âáìâÜêé, ðïõ áðïôåëåß ìå ìåãÜëç äéáöïñÜ ôçí ßíá ðïõ ÷ñçóéìïðïéåßôáé åõñýôåñá óôçí êëùóôïûöáíôïõñãßá, ÷ñçóéìïðïéïýíôáé áðïêëåéóôéêÜ ïðôéêÜ ëåõêáíôéêÜ ìå âÜóç ôï CC, åíþ ãéá ôéò óõíèåôéêÝò ßíåò ÷ñçóéìïðïéïýíôáé áðïêëåéóôéêÜ ëåõêáíôéêÜ ðïõ äåí ðåñéÝ÷ïõí CC. Óôçí ðåñßðôùóç ôùí áðïññõðáíôéêþí äåí õðÜñ÷åé äõíáôüôçôá áíôéêáôÜóôáóçò ôùí ëåõêáíôéêþí ìå âÜóç ôï CC óôéò õøçëÝò èåñìïêñáóßåò ðëýóçò. Óõíåðþò, óå ãåíéêÝò ãñáììÝò ôï CC, ùò åê ôçò åöáñìïãÞò ôïõ, äåí åßíáé äõíáôü íá áíôéêáôáóôáèåß óôïí óõãêåêñéìÝíï ôïìÝá.

    (162) Óå ü,ôé áöïñÜ ôçí áíôéêáôÜóôáóç ôïõ CC óôï ìÝëëïí, åßíáé ãåãïíüò ãéá üëá ôá åßäç åöáñìïãþí üôé ïé áãïñáóôÝò ôïõ CC èá ðñÝðåé ðñþôá íá áíáðôýîïõí íÝá ðñïúüíôá êáé íá ðñïóáñìüóïõí áíáëüãùò ôéò ìåèüäïõò ðáñáãùãÞò ôïõò, ÷ùñßò íá óõíõðïëïãßæåé êáíåßò ôéò êáôÜ êáíüíá ÷ñïíïâüñåò äéáäéêáóßåò ëÞøçò Ýãêñéóçò ðïõ åíäå÷ïìÝíùò ðñÝðåé íá ïëïêëçñùèïýí ðñéí áðü ôç äéÜèåóç åíüò êáéíïýñãéïõ ðñïúüíôïò óôçí áãïñÜ.

    1.4. Óõíåðþò ôï CC áðïôåëåß ôçí ó÷åôéêÞ áãïñÜ

    (163) Ôï CC ðñÝðåé åðïìÝíùò íá èåùñçèåß ùò ç ó÷åôéêÞ áãïñÜ.

    2. Ó÷åôéêÞ ãåùãñáöéêÞ áãïñÜ

    (164) Ôá ìÝñç ðáñÜãïõí CC óå äéÜöïñá óçìåßá ôçò Åõñþðçò êáé ôùí ÇÐÁ (VEBA). Åðßóçò, óôçí Åõñþðç ðáñÜãåôáé CC áðü ôçí åëâåôéêÞ åôáéñåßá Lonza AG, ç ïðïßá áíÞêåé óôïí üìéëï Algroup-Lonza. Óôéò ÇÐÁ ðáñÜãåôáé CC êáé áðü ôç Novartis. Ïé åí ëüãù åðé÷åéñÞóåéò åìðïñåýïíôáé ôï CC ðáãêïóìßùò, ìå åîáßñåóç ôç Novartis AG, ç ïðïßá ôï ÷ñçóéìïðïéåß áðïêëåéóôéêÜ êáé ìüíï ãéá ôçí êÜëõøç éäßùí áíáãêþí [...]*.

    (165) Ïé åñùôçèåßóåò åðé÷åéñÞóåéò êáé ôá ìÝñç èåùñïýí üôé ç ó÷åôéêÞ áãïñÜ åßíáé ðáãêüóìéáò åìâÝëåéáò êáé åðéóçìáßíïõí ôçí áýîçóç ôùí åéóáãùãþí áðü ôçí Êßíá óôçí ðåñéï÷Þ ôïõ ÅÏ×. Ôï êüóôïò ìåôáöïñÜò áíôéóôïé÷åß óõíïëéêÜ óå ðïóïóôü [< 7] %* ôçò óõíïëéêÞò ôéìÞò, áíÜëïãá ìå ôç ÷þñá ðñïïñéóìïý, ìå áðïôÝëåóìá ôï CC íá åîÜãåôáé ðáíôïý. Ãéá ôéò åéóáãùãÝò äåí éó÷ýïõí áîéüëïãïé ðåñéïñéóìïß, êáé ôïýôï éó÷ýåé éäßùò ãéá ôéò åéóáãùãÝò áðü ôçí Êßíá. Áðü ôçí Üëëç ðëåõñÜ, ïé åñùôçèåßóåò åðé÷åéñÞóåéò õðïóôçñßæïõí üôé ç ìåôáöïñÜ (êáé êáôåñãáóßá) ôïõ CC åíÝ÷ïõí óïâáñïýò êéíäýíïõò. ¼ôáí ôï CC Ýñ÷åôáé óå åðáöÞ ìå ôçí áôìüóöáéñá Þ ôçí áôìïóöáéñéêÞ õãñáóßá, ó÷çìáôßæåôáé õäñï÷ëùñéêü ïîý, åíþ êáôÜ ôç èÝñìáíóç (êáýóç) ó÷çìáôßæåôáé õäñïêõáíéêü ïîý. Ãéá ôïí ëüãï áõôü, ïé ÷ñÞóôåò ëáìâÜíïõí áõîçìÝíá ìÝôñá ðñüëçøçò Þäç êáôÜ ôçí ðáñÜäïóç ôïõ CC. Ð.÷. öñïíôßæïõí ïé ðáñå÷üìåíåò ðïóüôçôåò íá öïñôþíïíôáé óå ï÷Þìáôá-äåîáìåíÝò êáé ç öýëáîç íá ãßíåôáé óå óéëü Þ äåîáìåíÝò. Ùóôüóï, ãéá ôçí áîéïëüãçóç áðü ôç óêïðéÜ ôïõ áíôáãùíéóìïý åßíáé äõíáôü íá áöåèåß ÷ùñßò áðÜíôçóç ôï åñþôçìá êáôÜ ðüóïí ç ãåùãñáöéêÞ áãïñÜ áíáöïñÜò, ìå âÜóç ôïõò ðñïáíáöåñèÝíôåò êéíäýíïõò, êáëýðôåé ìüíï ôç äõôéêÞ Åõñþðç (ÅÏ× êáé Åëâåôßá) Þ ïëüêëçñï ôïí êüóìï.

    3. Áîéïëüãçóç áðü ôç óêïðéÜ ôïõ áíôáãùíéóìïý

    3.1. Ìå âÜóç ôá ìåñßäéá áãïñÜò ôçò, ç Degussa êáôÝ÷åé äåóðüæïõóá èÝóç óôçí áãïñÜ CC· ç õðü åîÝôáóç óõãêÝíôñùóç èá ðñïêáëïýóå óçìáíôéêÞ áýîçóç ôùí ìåñéäßùí áãïñÜò ôçò

    (166) Ôá ìÝñç åêôéìïýí üôé ïé ðáñáãùãïß CC ðáãêïóìßùò äéÝèåôáí êáôÜ ôçí ðñïçãïýìåíç ôñéåôßá ôçí áêüëïõèç éêáíüôçôá ðáñáãùãÞò:

    Ðßíáêáò: ÓõíïëéêÞ éêáíüôçôá óå ôüíïõò

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (167) Με βάση τις εκτιμήσεις των μερών για τη χρησιμοποίηση ικανότητας, προκύπτει η ακόλουθη εικόνα για την παραγωγή CC κατά την τελευταία τριετία:

    Πίνακας: Παραγωγή σε τόνους

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (168) Είναι σκόπιμο να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι οι εκτιμήσεις της Lonza για το μέγεθος της παγκόσμιας αγοράς υπολείπονται σημαντικά των εκτιμήσεων των μερών· η απόκλιση προκύπτει αποκλειστικά και μόνο από την εκτίμηση για το μερίδιο που αντιστοιχεί στην κινεζική παραγωγή (10 % κατά τη Lonza, 30 % περίπου κατά τα μέρη). Με βάση τις εκτιμήσεις της Lonza, το μερίδιο αγοράς των μερών είναι ακόμη μεγαλύτερο. Επιπλέον, η παραγωγή της Κίνας κατανέμεται μεταξύ περισσοτέρων επιχειρήσεων.

    (169) Πάντως ήδη, με βάση τις εκτιμήσεις των μερών, τα παγκόσμια μερίδια αγοράς (επί %) έχουν ως εξής:

    >ΘΕΣΗ ΠΙΝΑΚΑ>

    (170) Με βάση τα δεδομένα που έχουν υποβάλει τα μέρη για τον ΕΟΧ, τα μερίδια αγοράς στον ΕΟΧ το 1998 έχουν ως εξής: Degussa: [60-70] %·SKW: [20-30] % και Lonza: [< 10] %. Ãéá ôïí ÅÏ× êáé ôçí Åëâåôßá, ç åéêüíá ðïõ èá ðñïÝêõðôå èá Þôáí ðáñåìöåñÞò. Ïé åéóáãùãÝò áðü ôçí Êßíá äåí Ý÷ïõí êáé åí ðñïêåéìÝíù êáìßá óçìáóßá.

    3.2. Ç Novartis êáôÝ÷åé çãåôéêÞ èÝóç üóïí áöïñÜ ôçí áðü ðëåõñÜò üãêïõ óðïõäáéüôåñç åöáñìïãÞ ôïõ CC, áëëÜ äåí ðåñéïñßæåé óçìáíôéêÜ ôçí åëåõèåñßá êéíÞóåùí ôùí Degussa/SKW üóïí áöïñÜ ôï ýøïò ôùí ôéìþí

    (171) Ôá ìÝñç äéáôåßíïíôáé üôé ï óçìáíôéêüôåñïò ðáñÜãïíôáò ðïõ ôá åìðïäßæåé íá äéáìïñöþíïõí áíåîÝëåãêôá ôçí ôéìïëïãéáêÞ ôïõò ðïëéôéêÞ åßíáé ç äåóðüæïõóá èÝóç ôçò Novartis óôçí êáôÜíôç áãïñÜ æéæáíéïêôüíùí. Õðïóôçñßæïõí üôé ïé äñáóôçñéüôçôåò ôçò Novartis, êõñßùò óôéò áãïñÝò ôùí ÇÐÁ êáé ôçò Íïôßïõ ÁìåñéêÞò, áðïôåëïýí êáèïñéóôéêü ðáñÜãïíôá ãéá ôï ýøïò ôùí ôéìþí ôïõ CC óôïí ôïìÝá ôùí æéæáíéïêôüíùí ðïõ ðåñéÝ÷ïõí ôñéáæßíç (äçëáäÞ ôùí æéæáíéïêôüíùí áñáâïóßôïõ ðïõ Ý÷ïõí ùò âÜóç ôï CC). ÏðïéáäÞðïôå áýîçóç áðü ðëåõñÜò Degussa/SKW ôïõ êüóôïõò ÷ñÞóçò ôïõ CC èá ðåñéÞãáãå áõôïìÜôùò ôïõò ðåëÜôåò ôïõò óå óáöþò ìåéïíåêôéêÞ áíôáãùíéóôéêÞ èÝóç Ýíáíôé ôçò Novartis, ç ïðïßá åêôéìÜôáé üôé äéáèÝôåé ìç ÷ñçóéìïðïéïýìåíç éêáíüôçôá ðáñáãùãÞò ôçò ôÜîåùò ôùí [...]*. Ç åðé÷åéñçìáôïëïãßá áõôÞ äåí åßíáé äõíáôü íá ãßíåé äåêôÞ. Åßíáé ðñÜãìáôé ðéèáíü, üðùò õðïóôçñßæïõí ôá ìÝñç, ç éó÷õñÞ èÝóç ôçò Novartis óôçí êáôÜíôç áãïñÜ æéæáíéïêôüíùí áñáâïóßôïõ íá ðåñéóôÝëëåé ìÝ÷ñé åíüò óçìåßïõ ôá ðåñéèþñéá åõåëéîßáò ôçò Degussa üóïí áöïñÜ ôïí êáèïñéóìü ôùí ôéìþí, óôï ìÝôñï ðïõ ôï CC ðùëåßôáé óå ðáñáãùãïýò æéæáíéïêôüíùí. Ç ðåñéóôïëÞ áõôÞ óõìðßðôåé êáíïíéêÜ ìå ìßá áýîçóç ôçò ôéìÞò ôïõ åíäéÜìåóïõ ðñïúüíôïò CC ç ïðïßá íá åßíáé ôüóï ìåãÜëç, þóôå ïé ðåëÜôåò ôçò Degussa íá ìçí åßíáé ðëÝïí óå èÝóç íá ðáñÜãïõí êáé íá ðùëïýí ôá æéæáíéïêôüíá ôïõò óå áíôáãùíéóôéêÞ ôéìÞ. Ðáñüëá áõôÜ, ìßá ôÝôïéá ðåñéóôïëÞ ôùí ðåñéèùñßùí åõåëéîßáò ôçò Degussa óôï ðåäßï ôùí ôéìþí (ç ïðïßá ïýôùò Þ Üëëùò èá áöïñïýóå ìüíï óõãêåêñéìÝíç êáôçãïñßá ðåëáôþí) äåí áíáéñåß ôçí ïñèüôçôá ôçò Üðïøçò üôé ç åí ëüãù åôáéñåßá êáôÝ÷åé äåóðüæïõóá èÝóç óôçí áãïñÜ CC. Êáôáñ÷Üò, ðñÝðåé íá åðéóçìáíèåß üôé, óå ãåíéêÝò ãñáììÝò, ç êáôï÷Þ äåóðüæïõóáò èÝóçò óå ìßá áãïñÜ äåí éóïäõíáìåß ìå ðëÞñç åëåõèåñßá äéáìüñöùóçò ôùí ôéìþí. Áêüìç êáé ìéá ìïíïðùëéáêÞ åðé÷åßñçóç ïöåßëåé (êáé üíôùò ôï ðñÜôôåé) íá ëáìâÜíåé õðüøç ùò Ýíáí âáèìü ôçí åëáóôéêüôçôá ôçò æÞôçóçò áðü ôçí ðëåõñÜ ôùí ðåëáôþí ôçò. Áí õðÜñîåé áýîçóç ôçò ôéìÞò ðÜíù áðü Ýíá ïñéóìÝíï åðßðåäï, ïé áñíçôéêÝò óõíÝðåéåò ôçò óõññßêíùóçò ôçò æÞôçóçò åíäÝ÷åôáé íá õðåñêåñÜóïõí ôá ïöÝëç áðü ôçí áýîçóç ôçò ôéìÞò. Óôçí ðñïêåßìåíç ðåñßðôùóç, ðñÝðåé êáôáñ÷Üò íá ëçöèåß õðüøç ôï ãåãïíüò üôé ôï CC áíôéðñïóùðåýåé ìïíÜ÷á ôï Ýíá ôñßôï ðåñßðïõ ôïõ óõíïëéêïý êüóôïõò ðáñáãùãÞò ôùí æéæáíéïêôüíùí áñáâïóßôïõ. ÊáôÜ óõíÝðåéá, ìßá áýîçóç ôçò ôéìÞò ôïõ CC äåí èá ïäçãÞóåé êáô' áíÜãêç óå áíÜëïãç áýîçóç ôçò ôéìÞò ôïõ ôåëéêïý ðñïúüíôïò. ÅîÜëëïõ, ïýôå ôá ìÝñç Ý÷ïõí éó÷õñéóèåß êÜôé ôÝôïéï Ýùò óÞìåñá. ¸ðåéôá, äåí Ý÷åé áðïäåé÷èåß üôé ç ôéìÞ áðïôåëåß ôç ìïíáäéêÞ ðáñÜìåôñï ç ïðïßá åðçñåÜæåé ôéò åíÝñãåéåò ôùí ðáñáãùãþí æéæáíéïêôüíùí áñáâïóßôïõ. Óçìáíôéêü ñüëï åí ðñïêåéìÝíù äéáäñáìáôßæïõí åðßóçò ç ðïéüôçôá êáé ïé õðïäåßîåéò ôùí ðåëáôþí. Ïýôå ðñÝðåé íá ðáñáãíùñéóèåß ôï ðëåïíÝêôçìá ôï ïðïßï åíäå÷ïìÝíùò áíôéðñïóùðåýåé ç ðñïóöïñÜ ðëåéÜäáò ðñïúüíôùí ôá ïðïßá óõìðëçñþíïõí ôï Ýíá ôï Üëëï áðü ôçí Üðïøç ôçò åðåíÝñãåéÜò ôïõò. ÊáôÜ óõíÝðåéá, ðñÝðåé íá ãßíåé äåêôü üôé, óôïí óõãêåêñéìÝíï ôïìÝá åöáñìïãÞò ôïõ CC, ðïõ åßíáé êáé ï óçìáíôéêüôåñïò áðü ðëåõñÜò üãêïõ, ïé áãïñáóôÝò ôïõ CC åîáêïëïõèïýí íá Ý÷ïõí êÜðïéá ðåñéèþñéá åõåëéîßáò áí åðéèõìïýí íá ðñïóôáôåýóïõí ôïõò ðåëÜôåò ôïõò áðü ôç ìåôáêýëçóç ôùí áõîÞóåùí ôçò ôéìÞò ôïõ CC.

    3.3. Ç Novartis, ï ìåãáëýôåñïò ðáñáãùãüò CC ðáãêïóìßùò, ÷ñçóéìïðïéåß ôï CC áðïêëåéóôéêÜ ãéá ôç äéêÞ ôçò ðáñáãùãÞ êáé äåí áðïôåëåß äõíçôéêü áíôáãùíéóôÞ óôçí ðáãêüóìéá áãïñÜ

    (172) Ìïëïíüôé ç Novartis áðïôåëåß ôïí ìåãáëýôåñï ðáñáãùãü CC ðáãêïóìßùò, õðïâÜëåé ç ßäéá óå êáôåñãáóßá ôï óýíïëï ôçò ðáñáãùãÞò ôçò êáé äåí ðñáãìáôïðïéåß ðùëÞóåéò CC óå ôñßôïõò. ÊáôÜ ôçí Üðïøç ôçò ÅðéôñïðÞò, ôÝôïéåò ðùëÞóåéò åßíáé áðßèáíï íá ðñáãìáôïðïéçèïýí ìåëëïíôéêþò, êáé ôïýôï åîáéôßáò ôùí éäéáßôåñùí ãéá ôç Novartis óõíèçêþí ðáñáãùãÞò óôéò ÇÐÁ, êáèþò êáé åîáéôßáò ôïõ ãåãïíüôïò üôé [...]*.

    3.4. Ç êéíåæéêÞ ðáñáãùãÞ CC åßíáé ðáñïìïßùò áíßêáíç íá ðåñéóôåßëåé ïõóéáóôéêÜ ôçí åëåõèåñßá äéáìüñöùóçò ôùí ôéìþí ôùí Degussa/SKW

    (173) Ôá ìÝñç åðéêáëïýíôáé ôçí áõîáíüìåíç óçìáóßá ôçò êéíåæéêÞò ðáñáãùãÞò CC. ÐÝñáí ôïõ åöïäéáóìïý ôçò åã÷þñéáò áãïñÜò, áñêåôÝò êéíåæéêÝò åðé÷åéñÞóåéò ðùëïýí CC óôçí ðáãêüóìéá áãïñÜ, éäßùò óôéò áãïñÝò ôùí ÇÐÁ êáé ôïõ ÅÏ×. Õðïóôçñßæåôáé üôé ïé ðùëÞóåéò óôïí ÅÏ× ðñáãìáôïðïéïýíôáé óå ôéìÝò ïé ïðïßåò åßíáé êáôÜ [...]* öèçíüôåñåò. Ùóôüóï, Ýùò óÞìåñá ïé ðïóüôçôåò CC êéíåæéêÞò ðáñáãùãÞò ðïõ Ýöèáíáí ìÝ÷ñé ôçí Åõñþðç Þóáí ìçäáìéíÝò, ìå áðïôÝëåóìá ç óçìáóßá ôçò êéíåæéêÞò ðáñáãùãÞò íá öáßíåôáé ìéêñüôåñç áðü áõôÞí ðïõ ðåñéãñÜöïõí ôá ìÝñç (ç Lonza åêôéìÜ üôé óôïí ÅÏ× êáôÝ÷åé ìåñßäéï áãïñÜò 1 %). Ïé áðáíôÞóåéò ðïõ äüèçêáí áðü ðåëÜôåò åðéâåâáéþíïõí ôï óõìðÝñáóìá áõôü. Ìüíï ìßá åðé÷åßñçóç ðñïóðÜèçóå íá åîáêñéâþóåé (ìå ìéêñÞ ðïóüôçôá áñ÷éêÜ) êáôÜ ðüóïí ôá ðñïâëÞìáôá ðïõ óõíäÝïíôáí ìå ôçí êéíåæéêÞ ðáñáãùãÞ CC (ìåôáöïñÜ, äéáèåóéìüôçôá, ðïéüôçôá) Þôáí äõíáôü íá õðåñðçäçèïýí. Ïé õðüëïéðåò åðé÷åéñÞóåéò, ìå ôçí åîáßñåóç ìßáò, ç ïðïßá äåí äéáèÝôåé áêñéâÞ óôïé÷åßá, áðÝêëåéóáí ôçí ðéèáíüôçôá ðñáãìáôïðïßçóçò ôÝôïéùí ðùëÞóåùí, åðéêáëïýìåíåò ôç ìç éêáíïðïéçôéêÞ ðïéüôçôá êáé äéáèåóéìüôçôá, êáèþò êáé ðñïâëÞìáôá ìåôáöïñÜò.

    3.5. Ç óõãêÝíôñùóç èá áðÝêëåéå ôç äõíáôüôçôá óõíÝ÷éóçò ôçò ôáêôéêÞò ôùí ðåëáôþí íá óôñÝöïíôáé êáé ðñïò äåýôåñï ðñïìçèåõôÞ (second-supply policy)

    (174) Ôá ìÝñç õðïóôçñßæïõí üôé ï êýñéïò üãêïò ôùí ðùëÞóåþí ôïõò áöïñÜ Ýíáí ðåñéïñéóìÝíï áñéèìü ìåãÜëùí ðåëáôþí, ôùí ïðïßùí ôá åðáããåëìáôéêÜ ôìÞìáôá ðñïìçèåéþí èá åðåäßùêáí áìÝóùò ôçí åîáóöÜëéóç áíôáãùíéóôéêþí ðñïóöïñþí óå ðåñßðôùóç áýîçóçò ôçò ôéìÞò áðü ðëåõñÜò ðñïìçèåõôþí. Ùóôüóï, ôï åðé÷åßñçìá áõôü ðáñáãíùñßæåé ôï ãåãïíüò üôé äåí èá õðÜñ÷ïõí ðéá áíôáãùíéóôÝò éêáíïß íá ðñïìçèåýóïõí ôéò áíáãêáßåò ðïóüôçôåò.

    (175) Ôï áíùôÝñù óêåðôéêü éó÷ýåé éäßùò ãéá ôï åðé÷åßñçìá üôé ðïëëïß áðü ôïõò ðåëÜôåò åöáñìüæïõí ôçí ðïëéôéêÞ ôçò åîáóöÜëéóçò êáé äåýôåñçò ðçãÞò åöïäéáóìïý. Ç óõãêÝíôñùóç èá ìåßùíå ôïí áñéèìü ôùí ðñïìçèåõôþí CC áðü ôñåéò óå äýï. Ç éêáíüôçôá ðáñáãùãÞò ôçò Lonza åßíáé ôüóï ìéêñÞ, þóôå, êáôÜ ôçí Üðïøç ôùí ðåñéóóïôÝñùí åñùôçèÝíôùí ðåëáôþí, ç åôáéñåßá áõôÞ äåí åßíáé äõíáôü íá èåùñçèåß ùò åíáëëáêôéêüò ðñïìçèåõôÞò áëëÜ ìüíï ùò óõìðëçñùìáôéêüò ðñïìçèåõôÞò óå ó÷Ýóç ìå ôçí Degussa Þ/êáé ôçí SKW. ÅîÜëëïõ, áí ïé ðåëÜôåò åöÜñìïæáí ìéá ôÝôïéá óôñáôçãéêÞ, ç Lonza äåí èá áíáãêáæüôáí íá åöáñìüæåé ÷áìçëüôåñç ôéìÞ óå óýãêñéóç ìå ôéò Degussa/SKW ðñïêåéìÝíïõ íá áîéïðïéÞóåé êáëýôåñá ôç ìéêñÞ ôçò ðáñáãùãéêÞ éêáíüôçôá.

    3.6. Ç óõãêÝíôñùóç èá åíéó÷ýóåé ôç äåóðüæïõóá èÝóç ôçò Degussa

    (176) Ãéá ôïõò ðñïåêôåèÝíôåò ëüãïõò åßíáé äõíáôü íá óõìðåñÜíåé êáíåßò üôé ç Degussa êáôÝ÷åé Þäç óÞìåñá äåóðüæïõóá èÝóç óôçí áãïñÜ CC. Ç õðü åîÝôáóç óõãêÝíôñùóç èá åíßó÷õå óçìáíôéêÜ êáé åéò ôï äéçíåêÝò ôç èÝóç áõôÞ. ËáìâáíïìÝíçò õðüøç ôçò áóÞìáíôçò èÝóçò ôçò Lonza óôçí áãïñÜ êáé ôçò ëßáí ðåñéïñéóìÝíçò ðáñáãùãéêÞò ôçò éêáíüôçôáò, ç íÝá ïíôüôçôá èá êáôáöÝñåé íá Ý÷åé ïõóéáóôéêÜ ôï ìïíïðþëéï óôçí áãïñÜ ôïõ CC, ÷ùñßò íá Ý÷åé óçìáóßá ôï áí èá åêëçöèåß ùò åîåôáóôÝá áãïñÜ ðñïúüíôïò ôï CC åí ãÝíåé Þ áí èá ãßíåé äéÜêñéóç ìåôáîý êïíéïñôïðïéçìÝíïõ CC êáé ôçãìÝíïõ CC, äåäïìÝíïõ üôé áõôü ôï ôåëåõôáßï ðáñÜãåôáé áðïêëåéóôéêÜ áðü ôçí Degussa. Ïýôå Ý÷åé êáìßá óçìáóßá ôï áí ç áãïñÜ áíáöïñÜò êáëýðôåé ôç äõôéêÞ Åõñþðç Þ ïëüêëçñï ôïí êüóìï.

    4. ÓõìðÝñáóìá

    (177) Ãéá ôïõò ðñïåêôåèÝíôåò ëüãïõò ç ÅðéôñïðÞ èåùñåß üôé ç ðñïôåéíüìåíç óõãêÝíôñùóç èá ïäçãÞóåé óôçí åíßó÷õóç äåóðüæïõóáò èÝóçò.

    (178) Ç êïéíïðïéçèåßóá óõãêÝíôñùóç èá ïäçãÞóåé óôç äçìéïõñãßá Þ ôçí åíßó÷õóç äåóðïæïõóþí èÝóåùí, åîáéôßáò ôùí ïðïßùí èá åìðïäßæåôáé ç áíÜðôõîç ïõóéáóôéêïý áíôáãùíéóìïý óå óçìáíôéêü ôìÞìá ôçò Êïéíüôçôáò. ÊáôÜ óõíÝðåéá, ç óõãêÝíôñùóç äåí óõìâéâÜæåôáé ìå ôçí êïéíÞ áãïñÜ êáé ìå ôç ëåéôïõñãßá ôïõ ÅÏ×.

    Ã. ÖÕÓÉÊÏ ÁÅÑÉÏ

    (179) Ôá ìÝñç äñáóôçñéïðïéïýíôáé åðßóçò åôáéñåéþí ôïõ ïìßëïõ óôïí ôïìÝá ôçò äéáíïìÞò öõóéêïý áåñßïõ êáé ôçò ðáñï÷Þò ôïõ óôïõò ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò. Ðñüêåéôáé, åéäéêüôåñá, ãéá ðåñéöåñåéáêÝò åôáéñåßåò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ (VEBA: Avacon) Þ ãéá åôáéñåßåò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ ðïõ ðñïìçèåýïõí ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò (VEBA: Avacon, Schleswag, Gelsenwasser, Thüga·VIAG: Contigas, Fränkische Gas-Lieferungsgesellschaft, Gasversorgung Ostbayern).

    1. Ó÷åôéêÝò áãïñÝò

    (180) Ôá ìÝñç êÜíïõí äéÜêñéóç ìåôáîý ôïõ ôìÞìáôïò ôçò áãïñÜò ðïõ áíôéðñïóùðåýïõí ïé åê ìåãÜëçò áðïóôÜóåùò åñãáóßåò ìå áíôéêåßìåíï öõóéêü áÝñéï (åéóáãùãÞ, áðïèÞêåõóç, êáèþò åðßóçò ìåôáöïñÜ êáé ðþëçóç öõóéêïý áåñßïõ óå áãïñáóôÝò ÷ïíäñéêÞò) êáé ôçò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ óôïõò ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò (áðü ðåñéöåñåéáêïýò ðñïìçèåõôÝò êáé ôïðéêïýò äéáíïìåßò) êáé õðïóôçñßæïõí üôé ðñüêåéôáé ãéá ôéò ó÷åôéêÝò áãïñÝò.

    (181) Óå ðñüóöáôç áðüöáóÞ ôçò(25), ç ÅðéôñïðÞ äéåñåýíçóå ôá äåäïìÝíá ôïõ êëÜäïõ öõóéêïý áåñßïõ, êáé éäéáßôåñá ôéò óõíèÞêåò ðïõ åðéêñáôïýí óôéò áãïñÝò öõóéêïý áåñßïõ ìåãÜëùí áðïóôÜóåùí. Ç ÅðéôñïðÞ êáôÝëçîå óôï óõìðÝñáóìá üôé, óôï ðëáßóéï ôçò áãïñÜò öõóéêïý áåñßïõ ìåãÜëùí áðïóôÜóåùí, ðñÝðåé íá ãßíåé äéÜêñéóç ìåôáîý äýï ó÷åôéêþí áãïñþí· ðñüêåéôáé ãéá ôç ìåôáãùãÞ öõóéêïý áåñßïõ ìåôáîý ðåñéöåñåéþí êáé ãéá ôç ìåôáãùãÞ öõóéêïý áåñßïõ óôï åðßðåäï ìßáò ðåñéöÝñåéáò. Ç áãïñÜ äéáðåñéöåñåéáêÞò ìåôáãùãÞò öõóéêïý áåñßïõ ðåñéëáìâÜíåé ôçí åéóáãùãÞ öõóéêïý áåñßïõ ðïõ ðñïÝñ÷åôáé áðü áëëïäáðïýò ðáñáãùãïýò êáé ôç óõíáêüëïõèç ìåôáöïñÜ ôïõ ìÝóù ÷åñóáßùí áãùãþí ðñïò ðåñéöåñåéáêÝò åðé÷åéñÞóåéò öõóéêïý áåñßïõ ìåãÜëùí áðïóôÜóåùí. ¼ðùò áêñéâþò êáé ïé ðåñéöåñåéáêÝò åðé÷åéñÞóåéò öõóéêïý áåñßïõ ìåãÜëùí áðïóôÜóåùí, ïé äéáðåñéöåñåéáêÝò åðé÷åéñÞóåéò öõóéêïý áåñßïõ ìåãÜëùí áðïóôÜóåùí ðñïìçèåýïõí êõñßùò ìåãÜëïõò âéïìç÷áíéêïýò ðåëÜôåò ãéá ôïõò ïðïßïõò éó÷ýïõí åéäéêÜ ôéìïëüãéá, åðé÷åéñÞóåéò ðïõ ðáñÜãïõí çëåêôñéêÞ åíÝñãåéá êáé ôïðéêÝò åðé÷åéñÞóåéò äéáíïìÞò öõóéêïý áåñßïõ. Ç äéáðåñéöåñåéáêÞ ìåôáãùãÞ öõóéêïý áåñßïõ ìåãÜëùí áðïóôÜóåùí áðïôåëåß áõôïôåëÞ áãïñÜ. Ç éäéáéôåñüôçôá ôçò äñáóôçñéüôçôáò áõôÞò, ôçí ïðïßá áóêïýí äéáðåñéöåñåéáêÝò åðé÷åéñÞóåéò öõóéêïý áåñßïõ ìåãÜëùí áðïóôÜóåùí, óõíßóôáôáé óôï üôé ðåñéëáìâÜíåé ôçí åéóáãùãÞ ìåãÜëùí ðïóïôÞôùí öõóéêïý áåñßïõ áðü ðáñáãùãïýò ÷þñåò. Ïé åðé÷åéñÞóåéò áõôÝò óõíÜðôïõí, áíôéóôïß÷ùò, ìå ôïõò ðáñáãùãïýò óõìâÜóåéò ðñïìÞèåéáò ìåãÜëçò ÷ñïíéêÞò äéÜñêåéáò êáé äéáèÝôïõí ôéò åãêáôáóôÜóåéò ðïõ áðáéôïýíôáé ãéá ôçí åéóáãùãÞ, ôç ìåôáöïñÜ ôïõ öõóéêïý áåñßïõ óå ìåãÜëç áðüóôáóç êáé ôçí ðáñï÷Þ õðçñåóéþí óôïõò ðåëÜôåò (ð.÷. áðïèÞêåõóç).

    (182) Ç ÅðéôñïðÞ èåþñçóå åðßóçò ùò ÷ùñéóôÞ ôçí ó÷åôéêÞ áãïñÜ óôï åðüìåíï óôÜäéï ôçò åìðïñßáò, äçëáäÞ ôçí áãïñÜ ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ óôïõò ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò(26). Ôï öõóéêü áÝñéï óôçí áãïñÜ áõôÞ ðñïóöÝñåôáé áðü ôïðéêÝò åðé÷åéñÞóåéò äéáíïìÞò öõóéêïý áåñßïõ, ïé ïðïßåò ðñïìçèåýïõí åðáããåëìáôéêïýò êáé ïéêéáêïýò ðåëÜôåò ìÝóù åíüò ðõêíïý äéêôýïõ áãùãþí ÷áìçëÞò ôÜóçò.

    (183) Ïé Ýñåõíåò ðïõ äéåîÞ÷èçóáí ãéá ôçí ðáñïýóá õðüèåóç äåí áðïêÜëõøáí êáíÝíá óôïé÷åßï ôï ïðïßï íá èÝôåé åí áìöéâüëù ôçí ïñèüôçôá ôçò ðñïáíáöåñèåßóáò ìåèüäïõ ïñéïèÝôçóçò ôùí áãïñþí. Ùò åê ôïýôïõ, ç êáôùôÝñù áîéïëüãçóç áðü ôç óêïðéÜ ôïõ áíôáãùíéóìïý óôçñßæåôáé óôç óõãêåêñéìÝíç ïñéïèÝôçóç ôùí áãïñþí.

    (184) Ôá ìÝñç éó÷õñßæïíôáé üôé ïé äñáóôçñéüôçôåò ôùí äýï ïìßëùí áëëçëåðéêáëýðôïíôáé ìüíï óôïí ôïìÝá ôçò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ óôïõò ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò, ïðüôå ç áãïñÜ áõôÞ ðñÝðåé íá èåùñçèåß ùò ç ó÷åôéêÞ áãïñÜ. Ùóôüóï, óôï ðëáßóéï ôçò äéáäéêáóßáò ç ÅðéôñïðÞ Ýëáâå ìßá áíáöïñÜ óôçí ïðïßá õðïóôçñßæåôáé üôé ç õðü åîÝôáóç óõãêÝíôñùóç èá ïäçãÞóåé óôçí åíßó÷õóç ôçò äåóðüæïõóáò èÝóçò ôçò Ruhrgas AG óôçí áãïñÜ äéáðåñéöåñåéáêÞò ìåôáãùãÞò öõóéêïý áåñßïõ ìåãÜëùí áðïóôÜóåùí. Ðñïò åðßññùóç ôïõ éó÷õñéóìïý áõôïý åðéóçìáßíïíôáé óôçí áíáöïñÜ ôá åîÞò: ç óõãêÝíôñùóç èá áðÝêëåéå óçìáíôéêïýò äéáýëïõò ðùëÞóåùí åéò âÜñïò ôùí áíôáãùíéóôþí ôçò Ruhrgas óôçí áãïñÜ ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ ìåãÜëùí áðïóôÜóåùí, äéüôé ôüóï ç VIAG üóï êáé ç VEBA ìåôÝ÷ïõí Üìåóá óôç Ruhrgas êáé óõã÷ñüíùò äñáóôçñéïðïéïýíôáé ìå èõãáôñéêÝò ôïõò óôéò êáôÜíôç áãïñÝò öõóéêïý áåñßïõ. Óõíåðåßá ôçò óõãêÝíôñùóçò, ç Ruhrgas èá äéáèÝôåé êáëýôåñç ðñüóâáóç - êáé ìÜëéóôá ðáãßùò - óôïõò ðåëÜôåò óôïõò ïðïßïõò êáôÝ÷ïõí óõììåôï÷Þ ïé åðé÷åéñÞóåéò ôïõ ïìßëïõ ôçò VIAG. Áíôéóôïß÷ùò, óôï ðëáßóéï ôçò áîéïëüãçóçò áðü ôç óêïðéÜ ôïõ áíôáãùíéóìïý äéåñåõíÞèçêáí åðßóçò ïé óõíÝðåéåò ôçò óõãêÝíôñùóçò ãéá ôç èÝóç ôçò Ruhrgas óôçí áãïñÜ äéáðåñéöåñåéáêÞò ìåôáãùãÞò öõóéêïý áåñßïõ ìåãÜëùí áðïóôÜóåùí.

    2. Ó÷åôéêÝò ãåùãñáöéêÝò áãïñÝò

    (185) ÊáôÜ ôï ðáñåëèüí ç ÅðéôñïðÞ èåþñçóå üôé ïé áãïñÝò öõóéêïý áåñßïõ - ôïõëÜ÷éóôïí óôç Ãåñìáíßá - Ý÷ïõí ðåñéöåñåéáêü ÷áñáêôÞñá êáé üôé ôá üñéÜ ôïõò óõìðßðôïõí ìå ôá üñéá ôùí ãåùãñáöéêþí ðåñéï÷þí ðïõ áíôéóôïé÷ïýí óôéò äéÜöïñåò ðñïìçèåýôñéåò åðé÷åéñÞóåéò. Ìå ôç èÝóç óå éó÷ý ôçò íÝáò Ýêäïóçò ôïõ ãåñìáíéêïý åíåñãåéáêïý íüìïõ (EnWG - âëÝðå ðáñáðÜíù), ïé áñ÷éêÝò óõìöùíßåò ó÷åôéêÜ ìå ôïí êáôáìåñéóìü ôçò áãïñÜò Ýðáõóáí ðëÝïí íá éó÷ýïõí. Ðáñüëá áõôÜ, óå áíôßèåóç ìå ü,ôé óõìâáßíåé óôïí ôïìÝá ôçò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò, ç åëåõèÝñùóç äåí Ý÷åé áêüìç ïäçãÞóåé óå áîéüëïãåò ìåôáâïëÝò äéáñèñùôéêïý ÷áñáêôÞñá óôéò ãåñìáíéêÝò áãïñÝò öõóéêïý áåñßïõ. Óýìöùíá ìå ôçí ïäçãßá ôçò ÅÊ ó÷åôéêÜ ìå ôçí åóùôåñéêÞ áãïñÜ öõóéêïý áåñßïõ(27), ôá êñÜôç ìÝëç üöåéëáí íá áíïßîïõí ôéò áãïñÝò ôïõò ìÝ÷ñé ôéò 10 Áõãïýóôïõ ôïõ 2000. ÊáôÜ ôçí çìåñïìçíßá áõôÞ, ïé åðé÷åéñÞóåéò ðïõ åêìåôáëëåýïíôáé ìïíÜäåò ðïõ ëåéôïõñãïýí ìå öõóéêü áÝñéï, áíåîáñôÞôùò ôçò åôÞóéáò êáôáíÜëùóÞò ôïõò, êáèþò êáé ïé ôåëéêïß êáôáíáëùôÝò ðïõ êáôáíáëþíïõí åôçóßùò ðåñéóóüôåñá áðü 25 åêáô. êõâéêÜ ìÝôñá (m3) ðñÝðåé íá åßíáé åëåýèåñïé íá åðéëÝîïõí ôïí ðñïìçèåõôÞ ôïõò (ðñüêåéôáé ãéá ôïõò ëåãüìåíïõò "åðéëÝîéìïõò ðåëÜôåò". ÓõíïëéêÜ, ðñÝðåé íá åëåõèåñùèåß ôï 20 % ôçò áãïñÜò ôïõëÜ÷éóôïí· ìÝ÷ñé ôï 2005 ôï ðïóïóôü áõôü ðñÝðåé íá Ý÷åé áõîçèåß óôï 28 % êáé ìÝ÷ñé ôï 2010 óôï 33 %. Ç ðñïáíáöåñèåßóá åëÜ÷éóôç åôÞóéá êáôáíÜëùóç ðñïâëÝðåôáé íá ìåéùèåß óôá 15 åêáô. m3 ôï Ýôïò 2005 êáé óôá 5 åêáô. m3 ôï 2010. ÓÞìåñá äéåîÜãïíôáé äéáðñáãìáôåýóåéò ìåôáîý åíþóåùí åðé÷åéñÞóåùí ìå óêïðü ôç óýíáøç óõìöùíßáò ãéá ôïí ôïìÝá ôïõ öõóéêïý áåñßïõ, êáôÜ ôï ðñüôõðï ôçò ïéêåéïèåëïýò óõìöùíßáò ðïõ Ý÷åé óõíáöèåß ìåôáîý ôùí åíþóåùí åðé÷åéñÞóåùí ôïõ êëÜäïõ çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò êáé ðñïâëÝðåé ôïõò üñïõò äéüäåõóçò. Ïé åí ëüãù äéáðñáãìáôåýóåéò äéåîÜãïíôáé ìåôáîý ôïõ Verband der Industriellen Kraftwirtschaft (VIK), ôïõ Bundesverband der Deutschen Industrie (BDI) êáé ôïõ Bundesverband der Gas- und Wasserwirtschaft (BGW). Óå áíôßèåóç ìå ü,ôé éó÷ýåé óôïí êëÜäï çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò, üðïõ Þäç áíáãíùñßæåôáé äéêáßùìá ðñüóâáóçò óôá äßêôõá êáé õðÜñ÷åé äõíáôüôçôá áíÜðôõîçò áíôáãùíéóìïý óôïí ôïìÝá ôçò äéüäåõóçò, ïé âáóéêÝò áõôÝò ðñïûðïèÝóåéò ãéá ôçí áíÜðôõîç áíôáãùíéóìïý åêôüò ôùí ðáñáäïóéáêþí ðåñéï÷þí åöïäéáóìïý äåí õößóôáíôáé áêüìç óôïí êëÜäï ôïõ öõóéêïý áåñßïõ. Ôá ìÝñç õðïóôçñßæïõí üôé ôï ðñþôï åîÜìçíï ôïõ2000 áíáìåíüôáí íá åðéôåõ÷èåß óýãêëéóç áðüøåùí ãéá ôï ðåñßãñáììá ôçò óõìöùíßáò åíþóåùí åðé÷åéñÞóåùí ôïõ êëÜäïõ. Ðñïò ôï ðáñüí, ïé åíþóåéò áõôÝò Ý÷ïõí êáôáöÝñåé íá óõìöùíÞóïõí ìüíï åðß åíüò óôïé÷åéþäïõò êåéìÝíïõ, ðïõ ôéôëïöïñåßôáé Eckpunkte der Verbändevereinbarung zum Netzzugang bei Erdgas (ÂáóéêÜ óçìåßá ìßáò óõìöùíßáò ôùí åíþóåùí åðé÷åéñÞóåùí ôïõ êëÜäïõ öõóéêïý áåñßïõ ó÷åôéêÜ ìå ôçí ðñüóâáóç óôï äßêôõï) êáé ÷ñïíïëïãåßôáé áðü ôéò 17 Ìáñôßïõ 2000. Óôï êåßìåíï áõôü áöÞíïíôáé áíïéêôÜ ðïëëÜ æçôÞìáôá ðñáêôéêïý ÷áñáêôÞñá ó÷åôéêÜ ìå ôçí õëïðïßçóç ôçò ìåôáãùãÞò.

    (186) Ôá ðñïåêôåèÝíôá äåäïìÝíá óôï óýíïëü ôïõò óõíçãïñïýí õðÝñ ôçò Üðïøçò üôé ç ó÷åôéêÞ ãåùãñáöéêÞ áãïñÜ ðåñéïñßæåôáé óôéò ðåñéöåñåéáêÝò ðåñéï÷Ýò ðùëÞóåùí óôéò ïðïßåò åß÷å äéáéñåèåß ðáëáéüôåñá ç åèíéêÞ åðéêñÜôåéá êáé üðïõ ç åêÜóôïôå åôáéñåßá ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ åßíáé óõã÷ñüíùò éäéïêôÞôñéá ôùí áãùãþí ìÝóù ôùí ïðïßùí ãßíåôáé ç ðáñï÷Þ ôïõ öõóéêïý áåñßïõ. ÊáôÜ ôçí áîéïëüãçóç ôçò óõãêÝíôñùóçò ìåôáîý ôçò Exxon êáé ôçò Mobil(28) äåí äüèçêå áðÜíôçóç óôï åñþôçìá êáôÜ ðüóïí ç áãïñÜ äéáðåñéöåñåéáêÞò ìåôáãùãÞò öõóéêïý áåñßïõ ìåãÜëùí áðïóôÜóåùí åîáêïëïõèïýóå íá Ý÷åé ðåñéöåñåéáêÝò äéáóôÜóåéò Þ åß÷å Þäç ðñïóëÜâåé åèíéêÝò äéáóôÜóåéò, êáé ôïýôï êõñßùò ëüãù ôçò êáôÜñãçóçò ôùí óõìöùíéþí ïñéïèÝôçóçò ôùí ðåñéï÷þí ðùëÞóåùí. Óôçí ðáñïýóá õðüèåóç ïìïßùò, äåí åßíáé áðáñáßôçôï íá ðñïóäéïñéóèåß ç áêñéâÞò Ýêôáóç ôùí áãïñþí öõóéêïý áåñßïõ, äéüôé ïðïéáäÞðïôå äõíáôÞ ïñéïèÝôçóç èá Þôáí Üíåõ óçìáóßáò ãéá ôçí áîéïëüãçóç áðü ôç óêïðéÜ ôïõ áíôáãùíéóìïý.

    3. Áîéïëüãçóç áðü ôç óêïðéÜ ôïõ áíôáãùíéóìïý

    (1) Ðáñï÷Þ öõóéêïý áåñßïõ óôïõò ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò

    (187) Ç VEBA äñáóôçñéïðïéåßôáé óôçí ÊÜôù Óáîïíßá êáé óå ðáñáêåßìåíåò ðåñéï÷Ýò ìÝóù ôçò óõããåíéêÞò ôçò åôáéñåßáò Avacon. Ìßá áêüìç èõãáôñéêÞ ôçò, ç Schleswag, äñáóôçñéïðïéåßôáé óôï ÓëÝóâé÷-×ïëóôÜéí, åíþ ç Gelsenwasser áíáðôýóóåé äñáóôçñéüôçôá óôçí ðåñéï÷Þ Ost-Westfalen-Lippe êáé óôï Ìåêëåìâïýñãï-Ðñïðïìåñáíßá. Ç Üëëç åôáéñåßá ôïõ ïìßëïõ ç Thüga äñáóôçñéïðïéåßôáé óôç Âáõáñßá ìÝóù äýï äéêþí ôçò åôáéñåéþí, áëëÜ êáé óôç ÂÜäç-ÂõñôåìâÝñãç ìÝóù óõììåôï÷Þò ôçò óôçí åôáéñåßá Gasbetriebe Emmendingen.

    (188) Ç VIAG åëÝã÷åé ôéò âáõáñéêÝò åôáéñåßåò äéáíïìÞò öõóéêïý áåñßïõ Fränkische Gas-Lieferungsgesellschaft êáé Gasversorgung Ostbayern. ÐáñÜëëçëá, äéáèÝôåé ðáñïõóßá óôç íüôéá Ãåñìáíßá, ìÝóù ôçò èõãáôñéêÞò ôçò Contigas, ìå áñêåôÝò éäéüêôçôåò åðé÷åéñÞóåéò êáé ìå ðëåéïøçöéêÝò óõììåôï÷Ýò.

    (189) Óôçí åèíéêÞ áãïñÜ, ôï ìåñßäéï ôçò VEBA ôï Ýôïò 1998 Þôáí [< 5] % (êýêëïò åñãáóéþí [35-40] TWh óýìöùíá ìå ôá ìÝñç), ìå âÜóç ôçí ðáñáäï÷Þ üôé ôï óõíïëéêü ìÝãåèïò ôçò áãïñÜò Þôáí ðåñßðïõ 925 TWh. Ç VIAG, ìå êýêëï åñãáóéþí [10-15] TWh(29)öÝñåôáé íá êáôÝ÷åé óå ïìïóðïíäéáêü åðßðåäï ìåñßäéï áãïñÜò ìüíï [< 5] %. Áí ëçöèåß õðüøç üôé ôï óõíïëéêü ìåñßäéï áãïñÜò åßíáé [5-10] % êáé üôé õðÜñ÷ïõí ðïëëïß áíôáãùíéóôÝò ïé ïðïßïé óõíáãùíßæïíôáé ï Ýíáò ôïí Üëëïí ãéá ôçí êÜëõøç ôùí áíáãêþí ôùí ôåëéêþí êáôáíáëùôþí, åîÜãåôáé ôï óõìðÝñáóìá üôé äåí áíáìÝíåôáé íá õðÜñîåé äçìéïõñãßá Þ åíßó÷õóç äåóðüæïõóáò èÝóçò óôç óõãêåêñéìÝíç âáèìßäá åìðïñßáò, åÜí õðïôåèåß üôé ç áãïñÜ åßíáé åèíéêþí äéáóôÜóåùí.

    (190) Áí ç áîéïëüãçóç ãßíåé åðß ôç âÜóåé ðåñéöåñåéáêþí áãïñþí ïé ïðïßåò ðåñéïñßæïíôáé óôéò ðåñéï÷Ýò ðùëÞóåùí ôùí åôáéñåéþí ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ, ôï óõìðÝñáóìá ðïõ ðñïêýðôåé åßíáé üôé ïé èõãáôñéêÝò ôùí VEBA êáé VIAG åîáêïëïõèïýí íá êáôÝ÷ïõí äåóðüæïõóá èÝóç óôéò ðåñéï÷Ýò ðùëÞóåùí ðïõ ôïõò áíôéóôïé÷ïýí.

    (191) Ùóôüóï, ç ÅðéôñïðÞ èåùñåß üôé êáìßá áðü ôéò åí ëüãù äåóðüæïõóåò èÝóåéò äåí ðñüêåéôáé íá åíéó÷õèåß åîáéôßáò ôçò óõãêÝíôñùóçò, êáé ôïýôï äéüôé ïé ðåñéï÷Ýò ðùëÞóåùí ôùí åôáéñåéþí ôïõ ïìßëïõ VEBA âñßóêïíôáé óôçí ðëåéïíüôçôÜ ôïõò ìáêñéÜ áðü åêåßíåò ôùí åôáéñåéþí ôïõ ïìßëïõ VIAG, ìå áðïôÝëåóìá íá ìç èåùñåßôáé ðéèáíÞ ç åíßó÷õóç ôùí áíôßóôïé÷ùí ìåñéäßùí áãïñÜò óõíåðåßá ôçò óõãêÝíôñùóçò. Ìüíï óôçí ðåñéï÷Þ Harz ç åôáéñåßá Avacon, ç ïðïßá áíÞêåé óôç VEBA, êáèþò êáé ç Thüga, ç ïðïßá áíÞêåé óôïí ßäéï üìéëï, êáôÝ÷ïõí ìåéïøçöéêÝò óõììåôï÷Ýò óå ìåìïíùìÝíåò äçìïôéêÝò åðé÷åéñÞóåéò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ, ôùí ïðïßùí ïé ðåñéï÷Ýò ðùëÞóåùí ãåéôïíåýïõí ìå ôçí ðåñéï÷Þ ðùëÞóåùí ôçò Gasversorgung Thüringen. ÌåéïøçöéêÞ óõììåôï÷Þ óå áõôÞ ôçí ôåëåõôáßá êáôÝ÷åé ç Contigas, ç ïðïßá áíÞêåé óôç VIAG. Åíôïýôïéò, äåí õðÜñ÷ïõí ëüãïé ãéá íá èåùñÞóåé êáíåßò üôé ïé åí ëüãù ìåéïøçöéêÝò óõììåôï÷Ýò ðñïóðïñßæïõí óôá ìÝñç ôç äõíáôüôçôá Üóêçóçò åëÝã÷ïõ.

    (192) Óõíåðþò, ç óõã÷þíåõóç ôùí VEBA êáé VIAG äåí ðñüêåéôáé íá ðñïêáëÝóåé ôç äçìéïõñãßá Þ åíßó÷õóç äåóðïæïõóþí èÝóåùí óôéò áãïñÝò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ óôïõò ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò.

    (2) ÄéáðåñéöåñåéáêÞ ìåôáãùãÞ öõóéêïý áåñßïõ óå ìåãÜëç áðüóôáóç

    (193) Ìå âÜóç ôçí ôñÝ÷ïõóá äéÜñèñùóç ôïõ ìåôï÷éêïý êåöáëáßïõ ôçò VEBA, äåí èåùñåßôáé üôé ç åí ëüãù åôáéñåßá åßíáé óå èÝóç íá áóêÞóåé áðïöáóéóôéêÞ åðéññïÞ óôç Ruhrgas. ÅðéóÞìùò, ç Ruhrgas åëÝã÷åôáé áðü ôï êáëïýìåíï "åõñýôåñï óõãêñüôçìá Bergemann"(Bergemann-Pool), óôï ïðïßï èåùñåßôáé üôé áíÞêïõí ç Bergemann GmbH êáé ïé ìÝôï÷ïß ôçò (ðåñéëáìâáíïìÝíçò ìßáò èõãáôñéêÞò ôçò RAG, óôçí ïðïßá áíÞêåé ôï 51 % ðåñßðïõ ôïõ êåöáëáßïõ), êáèþò êáé ç Gelsenberg AG. Ç Gelsenberg AG Ý÷åé óõíåíþóåé ôéò ìåôï÷Ýò ôçò Ruhrgas ðïõ êáôÝ÷åé ìå åêåßíåò ôùí ìåôü÷ùí ôçò Bergemann GmbH. ×Üñç óôç óõíÝíùóç áõôÞ ôùí ìåôï÷þí ôçò Ruhrgas, ç Gelsenberg AG åëÝã÷åé ôï 41 % ðåñßðïõ ôùí øÞöùí óôç óõíÝëåõóç ôùí ìåôü÷ùí ôçò Bergemann GmbH. Ìå ôïí ôñüðï áõôü ðåñéïñßæåôáé óå áíÜëïãï ðïóïóôü ç âáñýôçôá ôùí øÞöùí ôùí ðñáãìáôéêþí ìåôü÷ùí ôçò Bergemann GmbH óå ü,ôé áöïñÜ ôçí Üóêçóç ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ óôç Ruhrgas. Ôï ðïóïóôü øÞöùí ôçò RAG ìåéþíåôáé áíôßóôïé÷á óôï 30 % ðåñßðïõ. Ùóôüóï, ç Bergemann GmbH áðü êïéíïý ìå ôçí Gelsenberg (ðñüêåéôáé ãéá ôï ëåãüìåíï "åõñýôåñï" óõãêñüôçìá Bergemann) áðïöáóßæåé ãéá ôçí Üóêçóç ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ óôç ãåíéêÞ óõíÝëåõóç ôùí ìåôü÷ùí ôçò Ruhrgas.

    (194) Ïé ðñïûðïèÝóåéò ðëåéïøçößáò óôï ðëáßóéï ôïõ åõñýôåñïõ óõãêñïôÞìáôïò Bergemann êáèïñßæïíôáé óôï Üñèñï 7 ôçò óõìöùíßáò ôùí ìåôü÷ùí ôçò Bergemann GmbH. Åêåß ðñïâëÝðåôáé üôé ïé áðïöÜóåéò ðïõ áöïñïýí ôéò øçöïöïñßåò óôç ãåíéêÞ óõíÝëåõóç ôùí ìåôü÷ùí ìßáò óõããåíéêÞò åôáéñåßáò ëáìâÜíïíôáé ìå åéäéêÞ ðëåéïøçößá ïóÜêéò åéäéêÞ ðëåéïøçößá áðáéôåßôáé êáé óôï ðëáßóéï ôçò åí ëüãù óõããåíéêÞò åôáéñåßáò. Ç ãåíéêÞ óõíÝëåõóç ôùí ìåôü÷ùí ôçò Ruhrgas áðïöáóßæåé êáôÜ êáíüíá ìå áðëÞ ðëåéïøçößá, õðü ôçí ðñïûðüèåóç üôé äåí ðñïâëÝðåôáé ôï áíôßèåôï áðü ôç íïìïèåóßá Þ ôï êáôáóôáôéêü (Üñèñï 19 ôïõ êáôáóôáôéêïý). Ôïýôï óçìáßíåé üôé, ëüãù ôçò äéÜñèñùóçò ôïõ ìåôï÷éêïý êåöáëáßïõ ôçò Bergemann GmbH, åßíáé äõíáôÝò ìåôáâïëÝò ôçò ðëåéïøçößáò. ÅðïìÝíùò, äåí õößóôáíôáé åðáñêåßò ëüãïé ãéá íá èåùñçèåß üôé ç VEBA åëÝã÷åé Üìåóá Þ Ýììåóá, ìüíç ôçò Þ áðü êïéíïý ìå Üëëç åôáéñåßá, ôç Ruhrgas.

    (195) Ãéá íá ìðïñÝóåé íá áîéïëïãÞóåé ôç óçìáóßá ðïõ Ý÷åé áðü ôç óêïðéÜ ôïõ áíôáãùíéóìïý ç óõììåôï÷Þ ôçò VIAG óå åðé÷åéñÞóåéò ðïõ ðáñÝ÷ïõí öõóéêü áÝñéï óå ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò, ç ÅðéôñïðÞ äéåñåýíçóå åðßóçò ôçí êáôÜóôáóç ôçò VEBA. Ðéï óõãêåêñéìÝíá, Þäç ðñï ôçò óõãêÝíôñùóçò ç VEBA êáôåß÷å óõììåôï÷Ýò ôüóï óôç Ruhrgas üóï êáé óå åðé÷åéñÞóåéò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ óå ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò.

    (196) Ïé Ýñåõíåò ôçò ÅðéôñïðÞò ïäÞãçóáí óôï óõìðÝñáóìá üôé, ôïõëÜ÷éóôïí ôï 1998, ïé åôáéñåßåò ðïõ äñáóôçñéïðïéïýíôáí óôç Ãåñìáíßá êáé ðñïìÞèåõáí öõóéêü áÝñéï óôïõò ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò ðñïìçèåýïíôáí ôï öõóéêü áÝñéï áðü ôçí åôáéñåßá óôçò ïðïßáò ôçí ðáñáäïóéáêÞ ðåñéï÷Þ ðùëÞóåùí âñéóêüôáí ç Ýäñá ôïõò. Ãéá ôï ëüãï áõôü ç ÅðéôñïðÞ èåùñåß üôé äåí Ý÷åé êáìßá óçìáóßá ôï êáôÜ ðüóïí ç VEBA êáôåß÷å óõììåôï÷Þ óôç äçìïôéêÞ åðé÷åßñçóç ðïõ ðáñÝ÷åé öõóéêü áÝñéï óôïõò ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò. Ð.÷. ïé åðé÷åéñÞóåéò ðïõ åäñåýïõí óôçí ðñþçí áðïêëåéóôéêÞ ðåñéï÷Þ ðùëÞóåùí ôçò Thyssengas êáëýðôïõí, üðùò ðñïêýðôåé, ôéò áíÜãêåò ôïõò óå öõóéêü áÝñéï áðü ôçí Thyssengas âÜóåé óõìâÜóåùò ðñïìÞèåéáò ìå äéÜñêåéá éó÷ýïò ìåãáëýôåñç ôçò äåêáåôßáò. ÊáôÜ ôï ðáñåëèüí, ïé åíáëëáêôéêïß ðñïìçèåõôÝò öõóéêïý áåñßïõ äõóêïëåýïíôáí Þäç, åîáéôßáò ôùí óõìâÜóåùí áðïêëåéóôéêÞò ðñïìÞèåéáò, íá ðñïóåããßóïõí ôéò åðé÷åéñÞóåéò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ óôïõò ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò ðïõ äåí Ýäñåõáí óôç äéêÞ ôïõò ðåñéï÷Þ ðùëÞóåùí. Áðü ôüôå ðïõ êáôáñãÞèçêáí ïé óõìâÜóåéò áðïêëåéóôéêÞò ðñïìÞèåéáò, ç êáôÜóôáóç äåí Ý÷åé ìåôáâëçèåß ïõóéùäþò. Áêüìç êáé óôéò ðåñéðôþóåéò êáôÜ ôéò ïðïßåò ïé åíáëëáêôéêïß ðñïìçèåõôÝò öõóéêïý áåñßïõ êáôÜöåñáí íá ðñïóåëêýóïõí ðåëÜôåò, ï åöïäéáóìüò áõôþí ôùí ôåëåõôáßùí ãßíåôáé ìÝóù ãñáììþí äéáêëáäþóåùí áðü éäéüêôçôïõò áåñéáãùãïýò. Äåí Ý÷ïõí êáôáãñáöåß ðñÜîåéò äéüäåõóçò ïé ïðïßåò íá ðéóôïðïéïýí ôçí ýðáñîç áíôáãùíéóìïý. Óôï âáèìü ðïõ ç VEBA óõììåôåß÷å óôï êåöÜëáéï êÜðïéáò äçìïôéêÞò åðé÷åßñçóçò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ óå ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò, ç Ruhrgas äåí áðïêüìéóå êáíÝíá ðñüäçëï üöåëïò áðü áõôÞí Ýíáíôé ôùí ôñßôùí áíôáãùíéóôþí (ðëçí ôïõ ðáñáäïóéáêïý ðñïìçèåõôÞ ôçò óõãêåêñéìÝíçò ðåñéï÷Þò ðùëÞóåùí). Åñùôçèåßóåò áðü ôçí ÅðéôñïðÞ, ìåñéêÝò áðü ôéò åðé÷åéñÞóåéò óôéò ïðïßåò êáôÝ÷åé óõììåôï÷Þ ç VEBA êáé ïé ïðïßåò åöïäéÜæïõí ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò óôçí ðñþçí áðïêëåéóôéêÞ ðåñéï÷Þ ðùëÞóåþí ôçò åäÞëùóáí üôé ðñïìçèåýïíôáí ôï öõóéêü áÝñéï áðü áíôáãùíéóôÝò ôçò Ruhrgas (üðùò ð.÷. ç WINGAS GmbH), ðáñÜ ôç óõììåôï÷Þ ôçò Ruhrgas. ÅîÜëëïõ, áêüìç êáé ìåñéêÝò ðåñéöåñåéáêÝò åðé÷åéñÞóåéò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ óôéò ïðïßåò ç Ruhrgas êáôÝ÷åé Üìåóç óõììåôï÷Þ ðñïìçèåýôçêáí êáôÜ ôï ðáñåëèüí êÜðïéåò ðïóüôçôåò áðü ôçí WINGAS.

    (197) Õðü ôéò óõíèÞêåò áõôÝò äåí õðÜñ÷ïõí åðáñêåßò åíäåßîåéò ðïõ íá áðïäåéêíýïõí üôé ïé åðé÷åéñÞóåéò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ óôéò ïðïßåò êáôÝ÷åé óõììåôï÷Þ ç VEBA áäõíáôïýí íá ðñïóåããßóïõí ôïõò áíôáãùíéóôÝò ôçò Ruhrgas åîáéôßáò ôùí äåóìþí ðïõ õðÜñ÷ïõí ìåôáîý VEBA êáé Ruhrgas. Ç åêôßìçóç áõôÞ âáóßæåôáé óôçí ðáñáäï÷Þ üôé ç ãåùãñáöéêÞ áãïñÜ óôçí ïðïßá äñáóôçñéïðïéåßôáé ç Ruhrgas ðåñéïñßæåôáé óôá üñéá ôçò ðñþçí áðïêëåéóôéêÞò ðåñéï÷Þò ðùëÞóåùí ôçò åí ëüãù åôáéñåßáò. Áí õðïôåèåß üôé óôçí ðñáãìáôéêüôçôá Ý÷ïõìå íá êÜíïõìå ìå ìßá ìåãáëýôåñç (ð.÷. åèíéêþí äéáóôÜóåùí) áãïñÜ, ôï óêåðôéêü ðïõ éó÷ýåé åßíáé ðáñåìöåñÝò êáé ðñÝðåé êáé ðÜëé íá ãßíåé äåêôü üôé äåí äéêáéïëïãïýíôáé öüâïé ãéá ôïí áíôáãùíéóìü.

    4. ÓõìðÝñáóìá

    (198) Äåí áíáìÝíåôáé íá ðñïêëçèåß äçìéïõñãßá Þ åíßó÷õóç äåóðïæïõóþí èÝóåùí óôéò áãïñÝò ðáñï÷Þò öõóéêïý áåñßïõ óôïõò ôåëéêïýò êáôáíáëùôÝò, ïýôå óôéò áãïñÝò äéáðåñéöåñåéáêÞò ìåôáãùãÞò öõóéêïý áåñßïõ óå ìåãÜëç áðüóôáóç.

    Ä. ÅÌÐÏÑÉÁ ×ÁËÕÂÁ

    (199) Ç åðé÷åéñçìáôéêÞ äñáóôçñéüôçôá ôùí ìåñþí ðåñéëáìâÜíåé åðßóçò ôçí åìðïñßá ÷Üëõâá. Ç VEBA ðáñßóôáôáé óôïí ÷þñï áõôü ìÝóù ôïõ ïìßëïõ Interfer, ï ïðïßïò áíÞêåé óôï åðé÷åéñçìáôéêü óõãêñüôçìá Stinnes (óôï åîÞò: "Stinnes"), êáé ç VIAG ìÝóù ôçò èõãáôñéêÞò ôçò Klöckner & Co. AG (óôï åîÞò: "Klöckner"). Ç åìðïñßá ðñïúüíôùí Ýëáóçò ÷Üëõâá (ðåðëáôõóìÝíùí êáé åðéìÞêùí ðñïúüíôùí ÷Üëõâá), áíïîåßäùôïõ ÷Üëõâá, ðëáôéþí ôáéíéþí èåñìÞò Ýëáóçò, ÷ïíäñïóýñìáôïò êáé çìéêáôåñãáóìÝíùí ðñïúüíôùí åìðßðôåé óôï ðåäßï åöáñìïãÞò ôçò óõíèÞêçò ãéá ôçí ßäñõóç ôçò ÅõñùðáúêÞò Êïéíüôçôáò ¶íèñáêá êáé ×Üëõâá, ôçò 18çò Áðñéëßïõ 1951, êáé ùò åê ôïýôïõ áðïôåëåß áíôéêåßìåíï ÷ùñéóôÞò äéáäéêáóßáò (âëÝðå ôçí õðüèåóç COMP/ECSC.1321 - VEBA/VIAG). Ç åìðïñßá Üëëùí êáôçãïñéþí ðñïúüíôùí (óùëÞíùí, óôéëðíïý ÷Üëõâá, êáëùäßùí, åíéó÷õôéêïý ÷Üëõâá, ðñïúüíôùí ðïõ ðñïïñßæïíôáé ãéá ïñïöÝò êáé ôïß÷ïõò, áëïõìéíßïõ êáé ìç óéäçñïý÷ùí ìåôÜëëùí) áðïôåëåß áíôéêåßìåíï ôçò ðáñïýóáò äéáäéêáóßáò.

    1. Ó÷åôéêÝò áãïñÝò

    (200) Ç åìðïñßá ðñïúüíôùí ÷Üëõâá áðïôåëåß áõôïôåëÞ ó÷åôéêÞ áãïñÜ üóïí áöïñÜ ôçí ðáñáãùãÞ ôùí ðñïúüíôùí áõôþí êáé ôçí áðåõèåßáò ðþëçóÞ ôïõò áðü ôïõò ðáñáãùãïýò(30).

    (201) ÅîÜëëïõ, ç åìðïñßá ðñïúüíôùí ÷Üëõâá åßíáé äõíáôü íá äéáéñåèåß ðåñáéôÝñù áíÜëïãá ìå ôï åßäïò ôçò åìðïñßáò (äéáíïìÞ âÜóåé áíôéðñïóùðåßáò, áðïèåìáôïðïßçóç, Streckengeschäft êáé åìðïñßá Üíåõ áðïèåìáôïðïßçóçò). Ìå ôïí üñï Streckengeschäft íïåßôáé Ýíá éäéáßôåñï åßäïò äéáíïìÞò ôï ïðïßï áðáíôÜ óôç Ãåñìáíßá êáé óôï ðëáßóéï ôïõ ïðïßïõ ï ôåëéêüò áãïñáóôÞò óõíÜðôåé óýìâáóç ìå ôïí Ýìðïñï, áëëÜ ôá åìðïñåýìáôá ðïõ ðáñáããÝëëïíôáé ðáñáäßäïíôáé áðåõèåßáò óôïí ôåëéêü áãïñáóôÞ áðü ôïí ðáñáãùãü. Äåí åßíáé áíáãêáßï íá ïñéóèåß åðáêñéâþò ç åîåôáóôÝá áãïñÜ, äéüôé äåí ðñïêýðôïõí ðñïâëÞìáôá ìå ôïí áíôáãùíéóìü, üðïéïò áðü ôïõò äõíáôïýò ïñéóìïýò êáé áí ðñïêñéèåß.

    (202) ÊáôÜ ôï ðñüôõðï ðáëáéüôåñùí áðïöÜóåùí ôçò ÅðéôñïðÞò, ôá äéÜöïñá ðñïúüíôá ÷Üëõâá ìå ôïí ìåãáëýôåñï üãêï ðùëÞóåùí ðñÝðåé íá êáôáíåìçèïýí óå áõôïôåëåßò áãïñÝò ðñïúüíôïò(31). Óôçí ðñïêåßìåíç ðåñßðôùóç ïé åîåôáóôÝåò êáôçãïñßåò ðñïúüíôïò åßíáé: óùëÞíåò, åíéó÷õôéêüò ÷Üëõâáò, óôéëðíüò ÷Üëõâáò, êáëþäéá, ðñïúüíôá ðïõ ðñïïñßæïíôáé ãéá óôÝãåò êáé ôïß÷ïõò, ìç óéäçñïý÷á ìÝôáëëá êáé áëïõìßíéï.

    (203) Óå ðáëáéüôåñç áðüöáóç ôçò ÅðéôñïðÞò(32), ç åìðïñßá óùëÞíùí õðïäéáéñÝèçêå óå åðéìÝñïõò êáôçãïñßåò áíÜëïãá ìå ôï åßäïò ôùí óùëÞíùí. Åíôïýôïéò, ç Ýñåõíá ôçí ïðïßá äéåîÞãáãå ç ÅðéôñïðÞ êáôÝäåéîå üôé ç óõíôñéðôéêÞ ðëåéïíüôçôá ôùí ðåëáôþí êáé ôùí áíôáãùíéóôþí äåí èåùñïýí åíäåäåéãìÝíç ìéá ôÝôïéá ðåñáéôÝñù äéÜêñéóç. Äåí åßíáé áðáñáßôçôï íá áðáíôçèåß ôï åñþôçìá êáôÜ ðüóïí ïé åðéìÝñïõò êáôçãïñßåò óùëÞíùí (åí ðñïêåéìÝíù: ãéá åìðïñéêÝò åöáñìïãÝò, ãéá êáõóôÞñåò, äïìéêïß óùëÞíåò êáé óùëÞíåò áêñéâåßáò) óõãêñïôïýí áõôïôåëåßò áãïñÝò ðñïúüíôïò, äéüôé üðïéïò áðü ôïõò ðéèáíïýò ïñéóìïýò ôçò áãïñÜò êáé áí ðñïêñéèåß, ç õðü åîÝôáóç óõãêÝíôñùóç äåí äßíåé ëáâÞ ãéá åðéöõëÜîåéò áðü ôç óêïðéÜ ôïõ áíôáãùíéóìïý.

    2. ÃåùãñáöéêÝò áãïñÝò áíáöïñÜò

    (204) ÊáôÜ ôï ðñüôõðï ðáëáéüôåñùí áðïöÜóåùí(33), ãßíåôáé äåêôü üôé ïé ãåùãñáöéêÝò áãïñÝò ðïõ ðñÝðåé íá åîåôáóèïýí üóïí áöïñÜ ôçí åìðïñßá ðñïúüíôùí ÷Üëõâá åßíáé ôïõëÜ÷éóôïí åèíéêþí äéáóôÜóåùí. ÊáôÜ ôç äéåñåýíçóç ôùí äåäïìÝíùí ôçò ðáñïýóáò õðüèåóçò äåí ðñïÝêõøå êáíÝíá óôïé÷åßï ôï ïðïßï íá áíáôñÝðåé ôï óõìðÝñáóìá áõôü. ÐÜíôùò, äåí åßíáé áðáñáßôçôï íá áðïóáöçíéóèåß ôï êáôÜ ðüóï ïé åîåôáóôÝåò áãïñÝò õðåñâáßíïõí ôá åèíéêÜ ìåãÝèç, äéüôé üðïéá ðéèáíÞ ïñéïèÝôçóç êáé áí ðñïêñéèåß, ç ðáñïýóá óõãêÝíôñùóç äåí äßäåé ëáâÞ ãéá åðéöõëÜîåéò áðü ôçí Üðïøç ôïõ áíôáãùíéóìïý.

    3. Áîéïëüãçóç áðü ôç óêïðéÜ ôïõ áíôáãùíéóìïý

    (205) Ôá ìÝñç áíáðôýóóïõí äñáóôçñéüôçôá ìïíÜ÷á óôïí êëÜäï ôçò åìðïñßáò ìå áðïèåìáôïðïßçóç êáé óôïí êëÜäï ôçò äéáíïìÞò ôýðïõ "Streckengeschäft ". ÁíôéèÝôùò, äåí äéáèÝôïõí ðáñïõóßá óôïõò êëÜäïõò ôçò åìðïñßáò âÜóåé áíôéðñïóùðåßáò êáé ôçò äéáíïìÞò Üíåõ áðïèåìáôïðïßçóçò. Óå ü,ôé áöïñÜ ôçí êáôçãïñßá ôùí êáëùäßùí, ïé äñáóôçñéüôçôåò ôùí ìåñþí äåí áëëçëåðéêáëýðôïíôáé, äåäïìÝíïõ üôé ç Stinnes ðñáãìáôïðïéåß ìçäåíéêü êýêëï åñãáóéþí óôç óõãêåêñéìÝíç êáôçãïñßá ðñïúüíôùí.

    (206) Ôá ìÝñç áíáðôýóóïõí êáôÜ âÜóåé ôç äñáóôçñéüôçôÜ ôïõò óôç Ãåñìáíßá. Ç ðáñïõóßá ôïõò óå Üëëá êñÜôç ìÝëç åßíáé áóÞìáíôç. Ôï óõìðÝñáóìá áõôü éó÷ýåé éäßùò ãéá ôç Stinnes, äéüôé ôï ìåñßäéï áãïñÜò ôçò åí ëüãù åðé÷åßñçóçò åêôüò Ãåñìáíßáò äåí îåðåñíÜ ôï [< 10]* % ôçò óõíïëéêÞò áãïñÜò ðñïìÞèåéáò ÷Üëõâá ôïõ åêÜóôïôå êñÜôïõò ìÝëïõò, åíþ åêôüò Ãåñìáíßáò äåí áó÷ïëåßôáé êáèüëïõ ìå ôçí åìðïñßá áëïõìéíßïõ êáé ìç óéäçñïý÷ùí ìåôÜëëùí. Ïé äñáóôçñéüôçôåò ôùí ìåñþí áëëçëåðéêáëýðôïíôáé ìïíÜ÷á óôï ÂÝëãéï, ôç Ãáëëßá, ôç Âñåôáíßá, ôéò ÊÜôù ×þñåò, ôçí Áõóôñßá êáé ôçí Éóðáíßá, üðïõ ôï Üèñïéóìá ôùí ìåñéäßùí áãïñÜò ôùí ìåñþí óôç óõíïëéêÞ áãïñÜ ðñïìÞèåéáò ÷Üëõâá äåí îåðåñíÜ óå êáìßá ðåñßðôùóç ôï 7 %.

    (1) ÓùëÞíåò

    (207) Óôç ãåñìáíéêÞ áãïñÜ åìðïñßáò óùëÞíùí ìå áðïèåìáôïðïßçóç, ôá ìÝñç êáôÝ÷ïõí óõíïëéêÜ áðü êïéíïý ìåñßäéï [< 20]* % (Stinnes: [< 10]* %· Klöckner: [< 20]* %). Áí ç áãïñÜ åìðïñßáò óùëÞíùí êáôáôìçèåß óå åðéìÝñïõò áãïñÝò áíÜëïãá ìå ôï åßäïò ôùí óùëÞíùí, ôï óõíïëéêü ìåñßäéï ôùí ìåñþí óôçí áãïñÜ åìðïñßáò óùëÞíùí ìå áðïèåìáôïðïßçóç áíÝñ÷åôáé óôá åîÞò ðïóïóôÜ: [< 20]* % (Stinnes: [< 10]* %· Klöckner: [< 10]* %) ãéá ôïõò óùëÞíåò åìðïñéêþí åöáñìïãþí· [< 20]* % (Stinnes: [< 20]* %· Klöckner: [< 10]* %) ãéá ôïõò óùëÞíåò êáõóôÞñùí· [< 30]* % (Stinnes: [< 10]* %· Klöckner: [< 20]* %) ãéá ôïõò äïìéêïýò óùëÞíåò· êáé [< 30]* % (Stinnes: [< 20]* %· Klöckner: [< 10]* %) ãéá ôïõò óùëÞíåò áêñéâåßáò.

    (208) Ôï áðü êïéíïý ìåñßäéï ôùí ìåñþí óôç ãåñìáíéêÞ áãïñÜ "Streckengeschäft" åßíáé [< 10]*% óôç óõíïëéêÞ áãïñÜ óùëÞíùí (Stinnes: [< 10]* %· Klöckner: [< 10]* %). Áí ç óõíïëéêÞ áãïñÜ óùëÞíùí êáôáôìçèåß ðåñáéôÝñù áíÜëïãá ìå ôï åßäïò ôùí óùëÞíùí, ôï Üèñïéóìá ôùí ìåñéäßùí áãïñÜò ôùí ìåñþí Ý÷åé ùò åîÞò: [< 10]* % ãéá ôïõò óùëÞíåò åìðïñéêþí åöáñìïãþí (Stinnes: [< 10]* %· Klöckner: [< 10]* %)· [< 10]* % ãéá ôïõò óùëÞíåò êáõóôÞñùí (Stinnes: [< 10]* %· Klöckner: [< 10]* %)· [< 10]* % ãéá ôïõò äïìéêïýò óùëÞíåò (Stinnes: [< 10]* %· Klöckner: [< 10]* %)· êáé [< 20]* % ãéá ôïõò óùëÞíåò áêñéâåßáò (Stinnes: [< 10]* %· Klöckner: [< 20]*% ).

    (209) Óôçí áãïñÜ åìðïñßáò óùëÞíùí ôá ìÝñç Ý÷ïõí íá áíôéìåôùðßóïõí ìßá ðëåéÜäá éó÷õñþí áíôáãùíéóôþí, ìåñéêïß áðü ôïõò ïðïßïõò Ý÷ïõí ðñïâåß ìåôáîý ôïõò óå êÜèåôç ïëïêëÞñùóç (Carl Spaeter GmbH, Hoberg & Driesch GmbH & Co., Löwe & Jaegers GmbH, Röhren- und Stahllager GmbH & Co. KG, Salzgitter Stahlhandel GmbH, Thyssen Schulte GmbH, ê.ëð.). Ìå âÜóç ôç óõãêåêñéìÝíç äéÜñèñùóç ôçò áãïñÜò, äåí èåùñåßôáé ðéèáíü íá áðïêôÞóïõí ôá ìÝñç äåóðüæïõóá èÝóç óôçí áãïñÜ.

    (2) Åíéó÷õôéêüò ÷Üëõâáò

    (210) Óôç ãåñìáíéêÞ áãïñÜ åìðïñßáò åíéó÷õôéêïý ÷Üëõâá ç ïðïßá óõíïäåýåôáé áðü áðïèåìáôïðïßçóç, ôá ìÝñç êáôÝ÷ïõí áðü êïéíïý ìåñßäéï áãïñÜò [< 10]* % (Stinnes: [< 10]* %· Klöckner: [< 10]* %)· óôïí êëÜäï "Streckengeschäft" ôï áðü êïéíïý ìåñßäéï áãïñÜò ôùí ìåñþí öèÜíåé ôï [< 30]* % (Stinnes: [< 30]* %· Klöckner: [< 10]* %). Óõíåðþò, ç óõãêÝíôñùóç äåí ðñüêåéôáé íá ïäçãÞóåé óôç äçìéïõñãßá Þ åíßó÷õóç äåóðüæïõóáò èÝóçò óôçí áãïñÜ åíéó÷õôéêïý ÷Üëõâá.

    (3) Óôéëðíüò ÷Üëõâáò

    (211) Óôç Ãåñìáíßá, ôï áðü êïéíïý ìåñßäéï ôùí ìåñþí óôç óõíïëéêÞ áãïñÜ åìðïñßáò óôéëðíïý ÷Üëõâá åßíáé [< 20]* % (ôï ìåñßäéï áãïñÜò ôçò Stinnes åßíáé [< 10]* %). Óýìöùíá ìå åêôéìÞóåéò ôùí ìåñþí, ï üãêïò ôçò áãïñÜò åìðïñßáò óôéëðíïý ÷Üëõâá ìå áðïèåìáôïðïßçóç åßíáé ôçò ôÜîåùò ôùí 180000 t. Ôï Üèñïéóìá ôùí ìåñéäßùí áãïñÜò ôùí ìåñþí áíÝñ÷åôáé åí ðñïêåéìÝíù óå [< 30]* % (Stinnes: [< 10]* %· Klöckner: [< 20]* %). Óôïí êëÜäï åìðïñßáò óôéëðíïý ÷Üëõâá "Streckengeschäft", ç Klöckner êáôÝ÷åé ìåñßäéï áãïñÜò [< 20]* %, åíþ ï üãêïò ôçò áãïñÜò áõôÞò õðïëïãßæåôáé óå 145000 t, åíþ óôïí êëÜäï "Streckengeschäft" ôçò áãïñÜò óôéëðíïý ÷Üëõâá ç Stinnes [...]*. Ôï áðü êïéíïý ìåñßäéï áãïñÜò ôùí ìåñþí äåí õðåñâáßíåé ôï 20 %, áíÜëïãá ìå ôçí ïñéïèÝôçóç ôçò áãïñÜò. ÅðéðëÝïí, õðÜñ÷ïõí ðïëõÜñéèìïé áíôáãùíéóôÝò, ìåñéêïß åê ôùí ïðïßùí ìÜëéóôá Ý÷ïõí ðñïâåß ìåôáîý ôïõò óå êÜèåôç ïëïêëÞñùóç. Ìå âÜóç ôá äåäïìÝíá áõôÜ èåùñåßôáé üôé ôá ìÝñç äåí Ý÷ïõí ôç äõíáôüôçôá íá áðïêôÞóïõí äåóðüæïõóá èÝóç óôçí áãïñÜ.

    (4) Ðñïúüíôá ãéá óôÝãåò êáé ôïß÷ïõò, áëïõìßíéï êáé ìç óéäçñïý÷á ìÝôáëëá

    (212) Óå ü,ôé áöïñÜ ôçí åìðïñßá ðñïúüíôùí ãéá óôÝãåò êáé ôïß÷ïõò êáèþò êáé áëïõìéíßïõ, ç ðáñïõóßá ôçò Stinnes óôç Ãåñìáíßá åßíáé áìåëçôÝá, äåäïìÝíïõ üôé ï üãêïò ôùí ðùëÞóåþí ôçò õðïëåßðåôáé óáöþò ôùí [...]* t. Áðü ôçí Üëëç ðëåõñÜ, ç Klöckner åßíáé ó÷åäüí áðïýóá óôçí áãïñÜ ìç óéäçñïý÷ùí ìåôÜëëùí (ôï 1998 ðñáãìáôïðïßçóå ðùëÞóåéò ôçò ôÜîåùò ôùí [...]* t). Óõíåðþò, ôï ìåñßäéï ôçò Stinnes óôçí áãïñÜ åìðïñßáò ðñïúüíôùí ãéá óôÝãåò êáé ôïß÷ïõò êáé ôï ìåñßäéï ôçò Klöckner óôçí áãïñÜ åìðïñßáò ìç óéäçñïý÷ùí ìåôÜëëùí åßíáé áíÜîéá ëüãïõ. Ôï Üèñïéóìá ôùí ìåñéäßùí áãïñÜò ôùí Klöckner êáé Stinnes äåí õðåñâáßíåé ôï 15 %, üðïéá ïñéïèÝôçóç ôçò áãïñÜò êáé áí ðñïêñéèåß. ÅðïìÝíùò, êáé óôïõò ðñïáíáöåñèÝíôåò êëÜäïõò ç õðü åîÝôáóç óõãêÝíôñùóç äåí ðñüêåéôáé íá ïäçãÞóåé óôç äçìéïõñãßá Þ ôçí åíßó÷õóç äåóðüæïõóáò èÝóçò.

    4. ÓõìðÝñáóìá

    (213) ËáìâáíïìÝíùí õðüøç ôùí óå ïñéóìÝíåò ðåñéðôþóåéò åîáéñåôéêÜ ðåñéïñéóìÝíùí ìåñéäßùí áãïñÜò Þ áõîÞóåùí ôùí ìåñéäßùí áãïñÜò, êáèþò êáé ôïõ Ýíôïíïõ áíôáãùíéóìïý ðïõ ôá ìÝñç áíôéìåôùðßæïõí, éäßùò óôç Ãåñìáíßá, ç õðü åîÝôáóç óõãêÝíôñùóç äåí äçìéïõñãåß ðñïâëÞìáôá áðü ôçí Üðïøç ôïõ áíôáãùíéóìïý óôïí êëÜäï ôçò åìðïñßáò ÷Üëõâá.

    V. ÐÅÑÉËÇØÇ

    (214) Ãéá ôïõò ðñïåêôåèÝíôåò ëüãïõò, ç ðñïôáèåßóá óõãêÝíôñùóç, õðü ôçí êïéíïðïéçèåßóá ìïñöÞ ôçò, èá ïäçãïýóå óôç äçìéïõñãßá Þ óôçí åíßó÷õóç äåóðïæïõóþí èÝóåùí óôïõò ôïìåßò ôçò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò êáé ôùí ÷çìéêþí ðñïúüíôùí êáé èá Þôáí ùò åê ôïýôïõ áóõìâßâáóôç ìå ôçí êïéíÞ áãïñÜ êáé ìå ôç ëåéôïõñãßá ôçò óõìöùíßáò ÅÏ×.

    VI. ÁÍÁËÇØÅÉÓ ÄÅÓÌÅÕÓÅÙÍ ÐÑÏÔÁÈÅÉÓÅÓ ÁÐÏ ÔÁ ÌÅÑÇ ÐÏÕ ÐÑÏÅÂÇÓÁÍ ÓÔÇÍ ÊÏÉÍÏÐÏÉÇÓÇ

    A. ÇËÅÊÔÑÉÊÇ ÅÍÅÑÃÅÉÁ

    1. ÁíáëÞøåéò äåóìåýóåùí

    (215) ÐñïêåéìÝíïõ íá Üñïõí ôéò åðéöõëÜîåéò ôçò ÅðéôñïðÞò ãéá ôçí ðñïôáèåßóá óõãêÝíôñùóç, ç VEBA êáé ç VIAG ðñïóöÝñèçêáí íá áíáëÜâïõí ôéò áêüëïõèåò äåóìåýóåéò:

    Ôá ìÝñç äåóìåýïíôáé íá åêðïéÞóïõí ôéò ìåôï÷Ýò ôçò VEAG ôéò ïðïßåò êáôÝ÷ïõí. Ç VEBA êáôÝ÷åé ôï 26,25 % ôïõ ìåôï÷éêïý êåöáëáßïõ ôçò VEAG êáé ç VIAG ôï 22,5 %. Óôïõò õðüëïéðïõò ìåôü÷ïõò óõãêáôáëÝãïíôáé ç RWE, ç ïðïßá êáôÝ÷åé ôï 26,25 %, êáé ç Energiebeteiligungs-Holding (ðïõ áðïôåëåßôáé áðü ôéò BEWAG, HEW, VEW êáé EnBW), ç óõììåôï÷Þ ôçò ïðïßáò áíÝñ÷åôáé óôï 25 %. Ôá ìÝñç ðñïóöÝñïíôáé åðßóçò íá äåóìåõèïýí üôé èá åêðïéÞóïõí ôéò óõììåôï÷Ýò ôïõò óôçí áíáôïëéêïãåñìáíéêÞ åôáéñåßá ðáñáãùãÞò ëéãíßôç LAUBAG, êáèþò êáé üôé èá ðïõëÞóïõí óôïí áãïñáóôÞ ôùí ìåôï÷þí ôçò VEAG ôá äéêáéþìáôá åîüñõîçò áíáôïëéêïãåñìáíéêïý ëéãíßôç ôá ïðïßá ôïõò áíÞêïõí. Ç VEBA êáôÝ÷åé ôï 30 % ôïõ ìåôï÷éêïý êåöáëáßïõ ôçò LAUBAG êáé ç VIAG ôï 15 %. Ç BBS Braunkohle-Beteiligungsgesellschaft mbH êáôÝ÷åé ôï 55 % ôïõ ìåôï÷éêïý êåöáëáßïõ ôçò ßäéáò åôáéñåßáò. Óôç BBS ìåôÝ÷ïõí åîÜëëïõ ç Energiebeteiligungs-Holding êáôÜ 18,2 %, ç Rheinbraun AG (ðïõ áíÞêåé óôçí RWE) êáôÜ 71,8 % êáé ç RWE Energie AG êáôÜ 10 %.

    (216) Ôá ìÝñç äåóìåýïíôáé åðßóçò íá åããõçèïýí ôéò ðùëÞóåéò çëåêôñéêïý ñåýìáôïò ôçò VEAG ìå ôïí åîÞò ôñüðï: Áðü ôç óôéãìÞ ðïõ èá åãêñéèåß ç óõãêÝíôñùóç êáé ìÝ÷ñé ôéò 31 Äåêåìâñßïõ 2007 ôá ìÝñç èá ðñïìçèåýïíôáé óå ôéìÝò ôçò áãïñÜò çëåêôñéêü ñåýìá áðü ôç VEAG, óôï ìÝôñï ðïõ ïé áíÜãêåò ôïõò äåí èá Ý÷ïõí Þäç êáëõöèåß áðü áíáôïëéêïãåñìáíéêÝò ðñïìçèåýôñéåò åðé÷åéñÞóåéò ðïõ ôïõò áíÞêïõí (TEAG, e.dis êáé Avacon-Ost (ðñþçí EVM)). Ç åããýçóç ðñáãìáôïðïßçóçò áãïñþí ðåñéëáìâÜíåé ìÝ÷ñé ôéò 31 Äåêåìâñßïõ 2003 ôçí õðï÷ñÝùóç áãïñÜò ôïõ 100 % ôïõ üãêïõ ðùëÞóåùí ôùí ðñïáíáöåñèåéóþí ðåñéöåñåéáêþí ðñïìçèåõôñéþí åðé÷åéñÞóåùí [...]* êáé ðñÝðåé åðéðëÝïí íá áíôéóôïé÷åß óôçí êáôáíïìÞ öïñôßïõ [...]*. Ç äÝóìåõóç áõôÞ éóïäõíáìåß ìå ôçí åããýçóç áãïñÜò ðïóüôçôáò ôçò ôÜîåùò ôùí [...]* TWh. Áðü 1çò Éáíïõáñßïõ 2004, ç õðï÷ñÝùóç ðñáãìáôïðïßçóçò áãïñþí åëáôôþíåôáé êáôÜ ôï 10 % ôçò [...]* åêÜóôïôå áãïñáóèåßóáò ðïóüôçôáò. Óå ðåñßðôùóç áýîçóçò ôïõ üãêïõ ðùëÞóåùí ôùí ðåñéöåñåéáêþí ðñïìçèåõôñéþí åðé÷åéñÞóåùí óå óýãêñéóç ìå ôïí üãêï ðùëÞóåùí [...]*, ôá ìÝñç èá ðáñÝ÷ïõí óôç VEAG ôç äõíáôüôçôá íá ðñïìçèåõôåß [ôï ìåãáëýôåñï ìÝñïò]* ôïõ óõãêåêñéìÝíïõ åðéðëÝïí üãêïõ áðü ôç VEAG. Áí õðÜñîåé ìåßùóç ôïõ üãêïõ ðùëÞóåùí ôùí ðåñéöåñåéáêþí ðñïìçèåõôñéþí åðé÷åéñÞóåùí, ç õðï÷ñÝùóç ðñáãìáôïðïßçóçò áãïñþí äåí áìâëýíåôáé. ÌÝ÷ñé ôéò 31 Äåêåìâñßïõ 2001, ùò áãïñáßá ôéìÞ èá ëïãßæåôáé åããõçìÝíá ç ôéìÞ ôùí [ôéìÞ áíôéóôïé÷ïýóá ðåñßðïõ óôçí ôñÝ÷ïõóá ôéìÞ ôçò áãïñÜò]* (ðåñéëáìâáíïìÝíïõ ôïõ óôïé÷åßïõ ôçò åíÝñãåéáò êáé ôçò ÷ñÞóçò ôïõ äéêôýïõ). Áðü 1çò Éáíïõáñßïõ 2002, ãéá ôçí ôéìÞ ôïõ óôïé÷åßïõ åíÝñãåéáò ôçò [áãïñáßáò ôéìÞò]* ëáìâÜíåôáé ùò âÜóç [...]*.

    (217) Ôá ìÝñç äåóìåýïíôáé íá ðïõëÞóïõí ôéò óõììåôï÷Ýò ôïõò óôï êåöÜëáéï ôçò BEWAG. Ç VIAG êáôÝ÷åé ôï 26 % ôïõ êåöáëáßïõ êáé ôï 28,7 % ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ· ç VEBA êáôÝ÷åé ôï 23 % ôïõ êåöáëáßïõ êáé ôï 23,8 % ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ. Áõôü ôï ôåëåõôáßï ðïóïóôü, ùóôüóï, ðåñéïñßóôçêå óå 20 % âÜóåé ôçò äÝóìåõóçò ðïõ ç VEBA áíÝëáâå óôéò 17 Óåðôåìâñßïõ 1997 Ýíáíôé ôçò ÏìïóðïíäéáêÞò Õðçñåóßáò Áíôáãùíéóìïý ôçò Ãåñìáíßáò (Bundeskartellamt). Ç åôáéñåßá Southern Energy Holding êáôÝ÷åé ôï 26 % ôïõ êåöáëáßïõ êáé ôï 28,7 % ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ.

    (218) Ç VIAG äåóìåýåôáé íá ðïõëÞóåé ôçí Üìåóç êáé Ýììåóç óõììåôï÷Þ ôçò óôï êåöÜëáéï ôçò VEW Þ/êáé ôçò RWE óôçí ðåñßðôùóç êáôÜ ôçí ïðïßá ç óõã÷þíåõóç ôùí RWE êáé VEW ïëïêëçñùèåß ðñéí áðü ôçí åêðïßçóç ôçò óõììåôï÷Þò ôçò VIAG óôï êåöÜëáéï ôçò VEW. Ç VIAG êáôÝ÷åé óÞìåñá Üìåóá ôï 11,13 % ôïõ êåöáëáßïõ êáé óõã÷ñüíùò ìåôÝ÷åé ìÝóù ôçò èõãáôñéêÞò ôçò Contigas êáôÜ 30 % óôï êåöÜëáéï ôçò Energie-Verwaltungsgesellschaft (EVG), ç ïðïßá êáôÝ÷åé Ýíá åðéðëÝïí 24,7 % ôïõ ìåôï÷éêïý êåöáëáßïõ.

    (219) Ç VEBA äåóìåýåôáé íá ðïõëÞóåé ôçí Üìåóç óõììåôï÷Þ ôçò óôï êåöÜëáéï ôçò HEW. Ç VEBA êáôÝ÷åé Üìåóá ôï 15,4 % ôïõ êåöáëáßïõ êáé ôï 14,2 % ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ óôçí HEW. Åêôüò áõôïý, ç VEBA êáôÝ÷åé ìÝóù ôçò óïõçäéêÞò Sydkraft, óôçí ïðïßá óõììåôÝ÷åé êáôÜ 17,6 %, ôï 15,4 % ôïõ êåöáëáßïõ ôçò HEW.

    (220) Ç VEBA äåóìåýåôáé íá èÝóåé ôÝëïò óôçv ôñÝ÷ïõóá åôáéñéêÞ ôçò ó÷Ýóç ìå ôçí RWE óå ü,ôé áöïñÜ ôç Rheinische Energie AG (RHENAG). Ç RHENAG áíÞêåé óôçí RWE êáôÜ 54,1 % êáé óôç VEBA êáôÜ 41,3 %.

    (221) Ôá ìÝñç äåóìåýïíôáé åðßóçò íá ìåôáâÜëïõí ìÝóá óå Ýíáí ìÞíá áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò ðñÜîçò ôá ôéìïëüãéá ðïõ åöáñìüæïõí ãéá ôç ÷ñÞóç ôïõ äéêôýïõ óôï åóùôåñéêü ôçò Ãåñìáíßáò êáôÜ ôÝôïéïí ôñüðï þóôå ç ôéìÞ ãéá ôï åã÷þñéï ôÝëïò T-Komponente íá åßíáé 0 Pf./kWh. Óå ðåñßðôùóç ðïõ êáôÜ ôçí Ýãêñéóç ôçò óõã÷þíåõóçò ôùí VEBA/VIAG ïé RWE êáé VEW Ý÷ïõí Þäç áíáêïéíþóåé üôé ðáñáéôïýíôáé ôïõ åã÷åéñÞìáôïò, ôá ìÝñç äåóìåýïíôáé íá ðñïâïýí êáé áõôÜ ðÜñáõôá óå áíÜëïãç ðáñáßôçóç.

    (222) Áêüìç, ôá ìÝñç äåóìåýïíôáé íá äçìïóéåýóïõí åíôüò äéìÞíïõ áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò ìåôáîý ôïõò óõãêÝíôñùóçò ôá ôéìïëüãéá ðïõ éó÷ýïõí ãéá ôéò ðùëÞóåéò çëåêôñéêïý ñåýìáôïò óôç äéêÞ ôïõò ðåñéï÷Þ äéêôýïõ, ãéá ôá 110 kV êáé ôá õøçëüôåñá åðßðåäá ôÜóçò, üóïí áöïñÜ ôïõò ðåëÜôåò ãéá ôïõò ïðïßïõò éó÷ýåé åéäéêü êáèåóôþò (ðåñáéôÝñù äéáíïìåßò êáé âéïìç÷áíéêïß ðåëÜôåò). Ç äçìïóßåõóç ôùí ôéìþí ðñÝðåé ìÜëéóôá íá ãßíåé ÷ùñéóôÜ ãéá ôï óôïé÷åßï ÷ñÞóçò ôïõ äéêôýïõ, ôï óôïé÷åßï åíÝñãåéáò, ôï óôïé÷åßï ôçò ìÝôñçóçò êáé ãéá ôï óôïé÷åßï "äéÜöïñá" (ð.÷. áíáíåþóéìåò ðçãÝò åíÝñãåéáò, óõìðáñáãùãÞ èåñìüôçôáò êáé çëåêôñéóìïý, ôÝëç ãéá äéêáéþìáôá, öüñïò êýêëïõ åñãáóéþí, ê.ï.ê.). Ãéá ôïõò ðåëÜôåò ãéá ôïõò ïðïßïõò éó÷ýåé åéäéêü êáèåóôþò êáé óôïõò ïðïßïõò ðáñÝ÷åôáé çëåêôñéêü ñåýìá óôçí ðåñéï÷Þ äéêôýïõ ôùí ìåñþí óå ìåóáßï åðßðåäï ôÜóçò, ôá ìÝñç èá õðÝ÷ïõí ôçí õðï÷ñÝùóç áõôÞ áðü 1çò Éáíïõáñßïõ 2001.

    (223) Ôá ìÝñç äåóìåýïíôáé, åíôüò ìçíüò áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò, íá ìåôáâÜëïõí ôá ôéìïëüãéá ðïõ åöáñìüæïõí ãéá ôçí ðáñï÷Þ åíÝñãåéáò åîéóïññüðçóçò êáôÜ ôÝôïéïí ôñüðï þóôå åßôå ç ôéìÞ éó÷ýïò íá ÷ñåþíåôáé óå çìåñÞóéá âÜóç åßôå íá ÷ñåþíåôáé ìüíï ç ôéìÞ ôçò åíÝñãåéáò.

    (224) ÅðéðëÝïí, ôá ìÝñç äåóìåýïíôáé íá áðåëåõèåñþóïõí ðñüóèåôç éêáíüôçôá ýøïõò 400 MW óôïí áãùãü äéáóýíäåóçò ðïõ äéáó÷ßæåé ôç ãåñìáíïäáíéêÞ ìåèüñéï. Ç VEBA äéáèÝôåé ìåôáîý Üëëùí óôïí ÷åñóáßï áãùãü áðü ôç Äáíßá ðñïò Ãåñìáíßá áíáëïãéêü äéêáßùìá ìåôáãùãÞò 400 MW, ôç óôéãìÞ ðïõ ç ó÷åôéêÞ óõíïëéêÞ éêáíüôçôá ìåôáãùãÞò åßíáé êáôáñ÷Þí 1200 MW. Ãéá íá ìðïñåß íá ðáñÝ÷åé óå ôñßôåò åðé÷åéñÞóåéò ðñüóèåôç éêáíüôçôá äéüäåõóçò ýøïõò 400 MW, ç VEBA áíáëáìâÜíåé ôç äÝóìåõóç íá óõíÜøåé óýìâáóç ìå ôéò Eltra êáé Statkraft ç ïðïßá èá ðñïâëÝðåé ôá áêüëïõèá:

    - ç Eltra èá åðáíáãïñÜóåé äéêáßùìá ìåôáãùãÞò 400 MW,

    - ç óýìâáóç ðñïìÞèåéáò 400 MW ðïõ Ý÷åé óõíáöèåß ìå ôç Statkraft èá ìåôáôñáðåß óå ïéêïíïìéêÞ óõìöùíßá ãéá ôçí ïðïßá äåí èá Ý÷åé óçìáóßá ôï óôïé÷åßï ôçò áîßáò

    ìå ôïí ôñüðï áõôü, ïé ôñßôïé èá ìðïñïýí áðü ôçí 1ç Éáíïõáñßïõ 2001 íá åðùöåëçèïýí ôçò åí ëüãù éêáíüôçôáò.

    (225) Ïé ðñïôáèåßóåò áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí ðåñéëáìâÜíïõí áêüìç ôïõò áêüëïõèïõò üñïõò (âëÝðå ôï óçìåßï VIII. 4. ôïõ êåéìÝíïõ ôùí áíáëÞøåùí õðï÷ñåþóåùí ãéá ôïí ôïìÝá ôçò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò). ÁíáöïñéêÜ ìå ôçí áíÜëçøç ôçò õðï÷ñÝùóçò åêðïßçóçò ôçò óõììåôï÷Þò ôçò VEBA/VIAG óôç VEAG êáé óôç LAUBAG, ç ÅðéôñïðÞ êáé ç VEBA/VIAG óõìöùíïýí üôé, ãéá íá èåùñçèåß üôé Ý÷åé ôçñçèåß ç õðï÷ñÝùóç áõôÞ, ðñÝðåé ïðùóäÞðïôå ç RWE/VEW íá Ý÷åé ïìïßùò åêðëçñþóåé áíÜëïãç õðï÷ñÝùóç ç ïðïßá ðñïâëÝöèçêå óôï ðëáßóéï ôçò äéáäéêáóßáò B 8 - 309/99 ôçò ÏìïóðïíäéáêÞò Õðçñåóßáò Áíôáãùíéóìïý êáé ç ïðïßá áöïñÜ ôçí åêðïßçóç ôçò óõììåôï÷Þò óôï êåöÜëáéï êáé ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ðïõ êáôÝ÷åé óôç VEAG êáé óôç LAUBAG, êáèþò êáé ôùí äéêáéùìÜôùí åîüñõîçò óôá íÝá ïìüóðïíäá ãåñìáíéêÜ êñáôßäéá. Åðßóçò, ç ÏìïóðïíäéáêÞ Õðçñåóßá Áíôáãùíéóìïý ðñÝðåé íá Ý÷åé êáèïñßóåé ôïõò üñïõò äéáóöÜëéóçò ôùí ðùëÞóåùí ôçò VEAG êáé ôïõò üñïõò äéáôÞñçóçò ôçò ñåõóôüôçôáò ôçò åí ëüãù åðé÷åßñçóçò, êáé ïé üñïé áõôïß íá åîáêïëïõèïýí íá éó÷ýïõí. Óå ü,ôé áöïñÜ ôéò áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí ðïõ ó÷åôßæïíôáé ìå ôç óõìöùíßá ìåôáîý ôùí åíþóåùí åðé÷åéñÞóåùí ôïõ êëÜäïõ ("Verbändevereinbarung" - âëÝðå ôï óçìåßï VI 1.-3. ðåñß çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò), ç ÅðéôñïðÞ êáé ç VEBA/VIAG óõìöùíïýí üôé, ãéá íá èåùñçèåß üôé Ý÷ïõí ôçñçèåß ïé åí ëüãù õðï÷ñåþóåéò, ðñÝðåé åðéðëÝïí ç ÏìïóðïíäéáêÞ Õðçñåóßá Áíôáãùíéóìïý íá êáèïñßóåé ôïõò üñïõò ðïõ ðñïâëÝðïíôáé óôï ðëáßóéï ôçò äéáäéêáóßáò B 8 - 309/99 êáé ïé üñïé áõôïß íá åîáêïëïõèïýí íá éó÷ýïõí.

    2. Áîéïëüãçóç ôùí äåóìåýóåùí

    (226) Óôü÷ïò ôçò ðñïôáèåßóáò äÝóìçò áíáëÞøåùí äåóìåýóåùí, ç ïðïßá üðùò åîçãåßôáé êáé ðéï ðÜíù óõíáñôÜôáé ìå ôéò õðï÷ñåþóåéò ðïõ ç RWE Ý÷åé áíáëÜâåé Ýíáíôé ôçò ÏìïóðïíäéáêÞò Õðçñåóßáò Áíôáãùíéóìïý, åßíáé íá äéáóöáëéóèåß üôé ç VEBA/VIAG, áöåíüò, êáé ç RWE Þ ç RWE/VEW, áöåôÝñïõ, äåí èá óõíáðïôåëÝóïõí äåóðüæïí äõïðþëéï óôç ãåñìáíéêÞ áãïñÜ ðáñï÷Þò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò óôï åðßðåäï ôçò äéáóýíäåóçò. Ìå ôéò áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí äéáóöáëßæåôáé ç äéÜññçîç ôùí óðïõäáéüôåñùí åðé÷åéñçìáôéêþí äåóìþí ðïõ õößóôáíôáé ìåôáîý ôùí ìåëþí ôïõ äõïðùëßïõ. Ìå ôïí ôñüðï áõôü åîáëåßöåôáé Ýíá áðü ôá óôïé÷åßá ðïõ èá ìðïñïýóáí íá åíèáññýíïõí ôçí åêäÞëùóç ðáñÜëëçëçò óõìðåñéöïñÜò. ÊÜðïéåò åðéðëÝïí áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí, ïé ïðïßåò áöïñïýí ôçí åêðïßçóç óõììåôï÷þí êáé Üëëùí äéêáéùìÜôùí óå áíôáãùíßóôñéåò åðé÷åéñÞóåéò äéáóýíäåóçò, Ý÷ïõí ùò áðïôÝëåóìá íá áõîÜíåôáé ï áñéèìüò êáé ç óçìáóßá ôùí áíôáãùíéóôñéþí åðé÷åéñÞóåùí ðïõ äåí åîáñôþíôáé áðü ôéò VEBA/VIAG êáé RWE/VEW. Ïé áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí ðïõ áíáöÝñïíôáé óôéò óõíèÞêåò ðïõ åðéêñáôïýí óôçí áãïñÜ êáé óôçí ðñüóâáóç óôç ãåñìáíéêÞ áãïñÜ âåëôéþíïõí ðåñáéôÝñù ôá äåäïìÝíá åêêßíçóçò ôùí õöéóôÜìåíùí êáé ôùí äõíçôéêþí áíôáãùíéóôþí êáé ôùí äýï ïìßëùí.

    (227) ¹äç ðñï ôçò õðü åîÝôáóç óõãêÝíôñùóçò ç ãåñìáíéêÞ áãïñÜ ðáñï÷Þò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò óôï åðßðåäï ôçò äéáóýíäåóçò ÷áñáêôçñéæüôáí áðü õøçëü âáèìü óõãêÝíôñùóçò. Ç ðåñáéôÝñù áýîçóç ôïõ âáèìïý óõãêÝíôñùóçò åîáéôßáò ôçò õðü åîÝôáóç óõã÷þíåõóçò èá åß÷å ùò áðïôÝëåóìá íá åêëåßøåé êÜèå ïõóéáóôéêüò áíôáãùíéóìüò ìåôáîý ôùí äýï åìðëåêüìåíùí åðé÷åéñçìáôéêþí ïìßëùí. Ç åêäÞëùóç ðáñÜëëçëçò óõìðåñéöïñÜò åõíïåßôáé åðßóçò áðü ïñéóìÝíá èåìåëéþäç ÷áñáêôçñéóôéêÜ ôçò áãïñÜò, üðùò åßíáé ç ïìïéïãÝíåéá ôïõ ðñïúüíôïò, ç äéáöÜíåéá ôçò áãïñÜò, êáèþò êáé ç ìçäáìéíÞ áýîçóç ôçò æÞôçóçò. Ç åêäÞëùóç ðáñÜëëçëçò óõìðåñéöïñÜò ìðïñåß íá ðñïâëåöèåß ìå åðáñêÞ âåâáéüôçôá ìå âÜóç ôç íÝá äéÜñèñùóç ôçò áãïñÜò ðïõ èá ðñïêýøåé, Ýíá óôïé÷åßï ôçò ïðïßáò åßíáé êáé ïé åðé÷åéñçìáôéêïß äåóìïß ìåôáîý ôùí äýï åðé÷åéñçìáôéêþí óõãêñïôçìÜôùí.

    (228) Ç åêðïßçóç ôùí ìåôï÷þí ôçò VEAG èá Ý÷åé ùò áðïôÝëåóìá ôç äéÜññçîç ôïõ óçìáíôéêüôåñïõ äåóìïý ðïõ õößóôáôáé ìåôáîý ôçò RWE êáé ôçò VEBA/VIAG. ¼ðùò Ý÷åé åîçãçèåß (âëÝðå ðáñáðÜíù ôçí áéôéïëïãéêÝò óêÝøåç 57), ç êáôÜóôáóç ðïõ Ý÷åé ðñïêýøåé áíáöïñéêÜ ìå ôç VEAG åõíïåß ôçí åêäÞëùóç öéëéêÞò ðáñÜëëçëçò óõìðåñéöïñÜò áðü ðëåõñÜò ôùí äýï ïìßëùí, äéüôé åîõðçñåôåß ôá óõìöÝñïíôá áìöïôÝñùí. Ç êáôÜóôáóç áõôÞ Ý÷åé éäßùò ùò áðïôÝëåóìá ôç äéáêïðÞ ôçò Üóêçóçò áíôáãùíéóìïý áðü ìÝñïõò ôùí äõôéêïãåñìáíéêþí åðé÷åéñÞóåùí äéáóýíäåóçò (ðñùôßóôùò ôùí RWE, VEBA êáé VIAG) óôçí ðáñáäïóéáêÞ ðåñéï÷Þ ðùëÞóåùí ôçò VEAG (äçëáäÞ óôá íÝá ïìüóðïíäá ãåñìáíéêÜ êñáôßäéá, ôá ïðïßá êáé êáëýðôåé ôï äßêôõï ìåôáãùãÞò ôçò VEAG). Áðü ôçí Üðïøç áõôÞ, ç åêðïßçóç ôùí ìåôï÷þí ôçò VEAG èá Ý÷åé ùò óõíÝðåéá íá ÷Üóïõí ïé äýï üìéëïé Ýíá óçìáíôéêü ðëåïíÝêôçìá, ðïõ áðïêëåßåé ôçí áíÜðôõîç áíôáãùíéóìïý óôï áíáôïëéêü ôìÞìá ôçò Ãåñìáíßáò, êáé óõíåðþò èá ìðïñïýóå óõã÷ñüíùò íá óõìâÜëåé óôç äéáöýëáîç ôçò éóïññïðßáò óôï äõôéêü ôìÞìá áëëÜ êáé óå ïëüêëçñç, åí ôÝëåé, ôç ãåñìáíéêÞ áãïñÜ.

    (229) Ôáõôü÷ñïíá, ç åêðïßçóç ôùí ìåôï÷þí ôçò VEAG áðü ìÝñïõò ôçò VEBA/VIAG êáé ôçò RWE Ý÷åé ùò áðïôÝëåóìá íá áðïêôÞóåé ç VEAG ôçí éäéüôçôá ôïõ áíåîÜñôçôïõ áíôáãùíéóôÞ. Ôï áíôáãùíéóôéêü äõíáìéêü ôçò VEAG äåí ðñÝðåé ðëÝïí íá óõíõðïëïãßæåôáé óôï äõíáìéêü ôùí äýï ïìßëùí. Óôçí ðñÜîç, ç åêðïßçóç ôùí ìåôï÷þí áõôþí óçìáßíåé üôé ï âáèìüò óõãêÝíôñùóçò ôçò áãïñÜò äåí ðñüêåéôáé íá ìåôáâëçèåß ïõóéáóôéêÜ óõíåðåßá ôçò óõã÷þíåõóçò. Åîáéôßáò ôçò óõã÷þíåõóçò ôçò VEBA êáé ôçò VIAG, ôï ìåñßäéï áãïñÜò ôçò VEBA ðñüêåéôáé íá áõîçèåß êáôÜ 12,2 % (÷ùñßò íá óõíõðïëïãßæåôáé ç èÝóç ôçò BEWAG êáé ôçò VEAG). Ùóôüóï, ç VEAG, ðïõ êáôÝ÷åé ìåñßäéï áãïñÜò 12,1 %, êáôÝ÷åé óôçí áãïñÜ èÝóç óõãêñßóéìç ìå åêåßíçí ôçò VIAG êáé áíáìÝíåôáé íá åéóÝëèåé óôçí áãïñÜ ùò áíåîÜñôçôïò áíôáãùíéóôÞò ìåôÜ ôçí åêðëÞñùóç ôùí áíáëÞøåùí õðï÷ñåþóåùí.

    (230) Ç LAUBAG åßíáé ï ìåãáëýôåñïò ðáñáãùãüò ëéãíßôç ôçò áíáôïëéêÞò Ãåñìáíßáò êáé ùò ðñïìçèåõôÞò ôçò VEAG óôá áíÜíôç ôçò áãïñÜò áðïôåëåß ìßá ïéêïíïìéêÞ åíüôçôá áðü êïéíïý ìå ôç VEAG. Ãéá íá ìðïñÝóåé ç VEAG, ç ïðïßá äñáóôçñéïðïéåßôáé óôçí õðüøç áãïñÜ ÷ùñßò íá åîáñôÜôáé áðü ôïõò äýï ïìßëïõò, íá áîéïðïéÞóåé ðëÞñùò ôéò äõíáôüôçôåò ðïõ äéáèÝôåé, áðáéôåßôáé íá ðåñéÝëèåé êáé ï Ýëåã÷ïò ôçò LAUBAG óôá ÷Ýñéá ôçò íÝáò áõôÞò áíåîÜñôçôçò êáé åíéáßáò ïíôüôçôáò.

    (231) Ëüãù ôçò óõììåôï÷Þò ôçò óôç RHENAG, ç VEBA åîáñôÜ óõìöÝñïíôá, óå âáèìü áíÜëïãï ôïõ ýøïõò ôçò óõììåôï÷Þò ôçò, áðü ôçí åðéôõ÷ßá ôçò åí ëüãù èõãáôñéêÞò ôçò RWE. Ç VEBA åêðñïóùðåßôáé óôï åðïðôéêü óõìâïýëéï ôçò RHENAG êáé åßíáé óõíåðþò óå ðñïíïìéïý÷ï èÝóç ãéá íá áíôëåß ðëçñïöïñßåò ó÷åôéêÜ ìå ôçí åðé÷åéñçìáôéêÞ ðïëéôéêÞ ìßáò èõãáôñéêÞò ôïõ Ýôåñïõ ìÝëïõò ôïõ äõïðùëßïõ.

    (232) Ç åêðïßçóç ôçò ñçèåßóáò óõììåôï÷Þò åîáëåßöåé ôïõò ïõóéþäåéò åðé÷åéñçìáôéêïýò äåóìïýò ðïõ õößóôáíôáé ìåôáîý ôùí äýï åðé÷åéñçìáôéêþí ïìßëùí. Ïé õðüëïéðåò êïéíÝò óõììåôï÷Ýò ðåñéëáìâÜíïõí ôç óõììåôï÷Þ óôç STEAG, êáèþò åðßóçò óå äçìïôéêÝò åðé÷åéñÞóåéò çëåêôñïäüôçóçò óôéò ïðïßåò êáôÝ÷ïõí ìåéïøçöéêÝò óõììåôï÷Ýò ôüóï ç envia, ùò èõãáôñéêÞ ôçò RWE, üóï êáé ç Thüga, ç ïðïßá áíÞêåé óôïí üìéëï ôçò VEBA. ÐÜíôùò, ïé äåóìïß áõôïß Ý÷ïõí ðåñéïñéóìÝíç óçìáóßá áðü ôçí Üðïøç ôïõ êéíäýíïõ åêäÞëùóçò ðáñÜëëçëçò óõìðåñéöïñÜò áðü ìÝñïõò ôùí äýï ïìßëùí óôï åðßðåäï ôçò äéáóýíäåóçò. Ç STEAG åßíáé ïõóéáóôéêÜ ìßá åðé÷åßñçóç ç ïðïßá ðáñÜãåé çëåêôñéêÞ åíÝñãåéá ãéá ëïãáñéáóìü ôçò RWE, ç ïðïßá åðéðëÝïí áíÞêåé êáôÜ ðëåéïøçößá óôçí RAG.

    (233) Ç VEAG, ìÝóù ôçò åêðïßçóçò ôùí óõììåôï÷þí ðïõ êáôÝ÷åé óôï êåöÜëáéï ôçò VEBA/VIAG êáé ôçò RWE/VEW, èá êáôáóôåß Ýíáò áíåîÜñôçôïò ðñïìçèåõôÞò óôçí áãïñÜ êáé èá ìðïñåß, ÷Üñç óôçí åêôåôáìÝíç ðáñáäïóéáêÞ ðåñéï÷Þ ðùëÞóåùí ðïõ ôçò áíôéóôïé÷åß óôá íÝá ïìüóðïíäá êñáôßäéá, íá áóêÞóåé åíôïíüôåñï áíôáãùíéóìü, ðåñéïñßæïíôáò ìå ôïí ôñüðï áõôü ôçí åëåõèåñßá êéíÞóåùí ôùí ìåñþí êáèþò êáé ôçò RWE. Ïé õðüëïéðåò áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí Ý÷ïõí ùò âÜóç ôï äåäïìÝíï üôé ç VEAG äåí Ý÷åé ðñïâåß ìÝ÷ñé óÞìåñá óå êÜèåôç ïëïêëÞñùóç óôïí ôïìÝá ôçò ðñïóöïñÜò óôá áíÜíôç ôçò áãïñÜò, ïýôå óôïí ôïìÝá ôçò æÞôçóçò. Ïé åí ëüãù áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí äéáóöáëßæïõí ôçí éêáíüôçôá ôçò VEAG íá áíôáãùíéóèåß áðü ôçí áñ÷Þ êáé ìå áîéþóåéò ôïõò áíôéðÜëïõò ôçò.

    (234) ¸ðåéôá, åßíáé áðáñáßôçôç ç åîáóöáëéóìÝíç äõíáôüôçôá áðüêôçóçò ôçò ðñþôçò ýëçò, äçëáäÞ ôïõ ëéãíßôç, êýñéïò ðñïìçèåõôÞò ôïõ ïðïßïõ åßíáé ç LAUBAG. Áíôéóôïß÷ùò, ï üñïò üôé ðñÝðåé íá ðïõëçèïýí óôïí ßäéï áãïñáóôÞ ïé ìåôï÷Ýò ôçò VEAG êáé ïé ìåôï÷Ýò ôçò LAUBAG, ðåñéëáìâáíïìÝíùí ôùí äéêáéùìÜôùí åîüñõîçò ðïõ åßíáé áðáñáßôçôá ãéá ôçí åîüñõîç ôïõ ëéãíßôç, äéáóöáëßæåé ôçí ðáñáãùãÞ çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò ôçò VEAG.

    (235) Óôï óêÝëïò ôçò æÞôçóçò, ç åããýçóç áãïñÜò óõãêåêñéìÝíùí ðïóïôÞôùí äéáóöáëßæåé Ýíá ìåãÜëï, áí êáé óôáäéáêÜ ìåéïýìåíï, ôìÞìá ôùí ôñå÷ïõóþí ðùëÞóåùí ôçò VEAG óå ðåñéöåñåéáêÝò ðñïìçèåýôñéåò åôáéñåßåò ãéá ôï ÷ñïíéêü äéÜóôçìá ìÝ÷ñé ôéò 31 Äåêåìâñßïõ 2007. ÌÝ÷ñé ôéò 31 Äåêåìâñßïõ 2004, ç åããýçóç ðñáãìáôïðïßçóçò áãïñþí áöïñÜ ðïóïóôü [...]* % ðåñßðïõ ôïõ óçìåñéíïý üãêïõ ðùëÞóåùí çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò.

    (236) Ç ÏìïóðïíäéáêÞ Õðçñåóßá Áíôáãùíéóìïý ðñüêåéôáé íá èåóðßóåé óôï ðëáßóéï ôçò äéáäéêáóßáò B 8 - 309/99 ó÷åôéêïýò óõìðëçñùìáôéêïýò üñïõò ìå óêïðü ôç èùñÜêéóç ôçò åããýçóçò ðñáãìáôïðïßçóçò áãïñþí (äéáöïñåôéêÜ ïé ðñïáíáöåñèåßóåò áíáëÞøåéò äåóìåýóåùí ëïãßæïíôáé ùò ìç ôçñçèåßóåò). Ìå ôïí ôñüðï áõôü äéáóöáëßæåôáé ãéá ôá ðñþôá ÷ñüíéá óõíïëéêÜ ç ðñáãìáôïðïßçóç éêáíïðïéçôéêïý ðïóïóôïý ôïõ Ýùò ôþñá üãêïõ ðùëÞóåùí. Äåí ëáìâÜíïíôáé õðüøç óôï ðëáßóéï áõôü ïé õöéóôÜìåíåò óÞìåñá óõìöùíßåò ðñïìÞèåéáò ðïõ Ý÷ïõí óõíáöèåß ìå Üëëïõò ðåñéöåñåéáêïýò ðñïìçèåõôÝò ïé ïðïßïé äåí áíÞêïõí óôïõò ïìßëïõò ôçò VEBA/VIAG Þ ôçò RWE/VEW. Ïé ðùëÞóåéò ðñïò ôïõò åí ëüãù ðåñéöåñåéáêïýò ðñïìçèåõôÝò (ð.÷. ESAG êáé WEMAG), áëëÜ êáé ðñïò ôçí åôáéñåßá äéáóýíäåóçò BEWAG, ç ïðïßá äåí ðáñÜãåé ó÷åäüí êáèüëïõ çëåêôñéêÞ åíÝñãåéá âáóéêïý öïñôßïõ, äéåõñýíïõí áêüìç ðåñéóóüôåñï ôç âÜóç ðùëÞóåùí ôçò VEAG. ÅðéðëÝïí, ç VEAG åßíáé åëåýèåñç íá óõíÜøåé Üìåóåò åìðïñéêÝò ó÷Ýóåéò ìå ôïðéêïýò ðñïìçèåõôÝò Þ ìå âéïìç÷áíéêïýò áãïñáóôÝò ãéá ôïõò ïðïßïõò éó÷ýåé åéäéêü êáèåóôþò.

    (237) Ç ÅðéôñïðÞ èåùñåß üôé ç äéáóöÜëéóç ôïõ üãêïõ ðùëÞóåùí ãéá ìßá åðôáåôßá, ìå ôçí ðñüâëåøç üôé ç åããõçìÝíç ðïóüôçôá èá áñ÷ßóåé íá ìåéþíåôáé ôï Ýôïò 2004, áñêåß ãéá ôçí õðåñðÞäçóç ôùí áñ÷éêþí äõóêïëéþí ôçò VEAG. Ïé åñùôçèÝíôåò ðáñÜãïíôåò ôçò áãïñÜò óõììåñßæïíôáé ôçí Üðïøç áõôÞ ôçò ÅðéôñïðÞò. ÊáôÜ ôçí åðüìåíç åðôáåôßá ç èÝóç ôçò VEAG åðéâáñýíåôáé áêüìç áðü ôéò áõîçìÝíåò õðï÷ñåþóåéò, éäßùò ãéá åðåíäýóåéò óôïõò óôáèìïýò ðáñáãùãÞò åíÝñãåéáò ôçò åôáéñåßáò. Ùóôüóï, ïé óôáèìïß áõôïß óõãêáôáëÝãïíôáé óôïõò ðëÝïí óýã÷ñïíïõò ôçò Åõñþðçò êáé ÷Üñç óå áõôïýò ç VEAG èá åîáóöáëßóåé ìßá óõìöÝñïõóá áðü ðëåõñÜò êüóôïõò ðáñáãùãéêÞ âÜóç, êáèþò èá ðåñéïñßæïíôáé ôá äáíåéáêÜ ôçò âÜñç êáé èá âáßíïõí áõîáíüìåíåò ïé áðïóâÝóåéò.

    (238) Ïé áíùôÝñù áíáëÞøåéò äåóìåýóåùí ìïéÜæïõí åíäåäåéãìÝíåò êáé åðáñêåßò ðñïêåéìÝíïõ íá äéáóöáëéóèïýí, áöåíüò, ç ðáñáãùãÞ çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò ìå ðñþôç ýëç ôïí ëéãíßôç áðü ðëåõñÜò VEAG êáé, áöåôÝñïõ, ïé ðùëÞóåéò ôçò VEAG. Ç áíÜëçøç ôçò õðï÷ñÝùóçò åêðïßçóçò ôùí ìåôï÷þí ôçò VEAG êáé ïé óõìðëçñùìáôéêÝò áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí óçìáßíïõí, åí ðåñéëÞøåé, üôé äéáññçãíýåôáé ï äåóìüò ìåôáîý ôùí äýï ïìßëùí ï ïðïßïò äçìéïõñãåß ôïí êßíäõíï åêäÞëùóçò ðáñÜëëçëçò óõìðåñéöïñÜò. Óõã÷ñüíùò, õðÜñ÷åé Ýíáò êáéíïýñãéïò, áîéüëïãïò Ýîùèåí áíôáãùíéóôÞò, ï ïðïßïò åßíáé óå èÝóç íá ðåñéïñßæåé ôçí åëåõèåñßá ôùí äýï ïìßëùí íá êáèïñßæïõí ôéò ôéìÝò. Åéäéêüôåñá, ç óõã÷þíåõóç ôùí VEBA êáé VIAG Ý÷åé ìåí ùò óõíÝðåéá ôçí åîÜëåéøç åíüò áíôáãùíéóôÞ áðü ôçí áãïñÜ, áëëÜ ïé áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí èá ïäçãÞóïõí óôçí åßóïäï óôçí áãïñÜ åíüò åðéðëÝïí áíåîÜñôçôïõ áíôáãùíéóôÞ, ôïõ ïðïßïõ ç áíôáãùíéóôéêÞ éó÷ýò åßíáé óõãêñßóéìç ìå åêåßíçí ôçò VIAG, ÷ùñßò íá õðÜñ÷åé óõììåôï÷Þ óôéò BEWAG êáé VEAG. Ïé óôáèìïß ðáñáãùãÞò åíÝñãåéáò ôçò VEAG åßíáé õðåñóýã÷ñïíïé, åíþ ç åí ëüãù åôáéñåßá Ý÷åé ôç äõíáôüôçôá íá ðñáãìáôïðïéåß åéóáãùãÝò ìÝóù ôùí áãùãþí äéáóýíäåóçò ìåôáîý Ãåñìáíßáò êáé Ðïëùíßáò· ùò åê ôïýôïõ, äçìéïõñãïýíôáé íÝåò åõêáéñßåò ãéá ôéò åðé÷åéñÞóåéò åìðïñßáò çëåêôñéêïý ñåýìáôïò.

    (239) Ç áíÜëçøç ôçò äÝóìåõóçò ãéá åêðïßçóç ôùí ìåôï÷þí ôçò VEW áöáéñåß áðü ôç VEBA/VIAG ôç äõíáôüôçôá íá áíôëåß ðëçñïöïñßåò ãéá ôçí åðé÷åéñçìáôéêÞ ðïëéôéêÞ ôçò ìåãÜëçò áõôÞò åôáéñåßáò äéáóýíäåóçò êáé, êáô' åðÝêôáóç, ãéá ôçí åðé÷åéñçìáôéêÞ ðïëéôéêÞ ôçò RWE, ðïõ åßíáé ôï Ýôåñï ìÝëïò ôïõ äõïðùëßïõ.

    (240) Ç åêðïßçóç ôùí ìåôï÷þí ôçò BEWAG, ôçí ïðïßá ìÝ÷ñé óÞìåñá åëÝã÷åé ç VIAG áðü êïéíïý ìå ôç Southern Energy, ðñïóäßäåé êáé óôçí åí ëüãù åðé÷åßñçóç ôçí éäéüôçôá ôïõ áíåîÜñôçôïõ ðñïìçèåõôÞ óôçí áãïñÜ çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò óôï åðßðåäï ôçò äéáóýíäåóçò. Óõã÷ñüíùò, ç áðþëåéá ôùí ìåôï÷þí ôçò BEWAG, üðùò óõìâáßíåé Þäç ìå ôçí áðþëåéá ôùí ìåôï÷þí ôçò VEAG, ðåñéïñßæåé ôéò äõíáôüôçôåò Üóêçóçò áíôáãùíéóìïý ôçò VIAG, ïé ïðïßåò åîáéôßáò ôçò óõã÷þíåõóçò ðåñéÝñ÷ïíôáé óôç VEBA.

    (241) Ç åêðïßçóç ôçò Üìåóçò óõììåôï÷Þò óôç HEW, óôçí ïðïßá êáôÝ÷ïõí óõììåôï÷Þ ôá ìÝëç ôïõ äõïðùëßïõ, åíéó÷ýåé ïìïßùò ôç èÝóç ðïõ ç åí ëüãù ôåëåõôáßá åôáéñåßá äéáóýíäåóçò êáôÝ÷åé ùò áõôüíïìïò ðñïìçèåõôÞò. Ç VEBA, ìÝóù ôçò ìåéïøçöéêÞò óõììåôï÷Þò ðïõ êáôÝ÷åé óôç óïõçäéêÞ Sydkraft, êáôÝ÷åé ìåéïøçöéêÞ óõììåôï÷Þ óôçí HEW, áëëÜ ôï óôïé÷åßï áõôü äåí åðçñåÜæåé ïõäüëùò ôçí ðáñïýóá áîéïëüãçóç õðü ôï ðñßóìá ôïõ áíôáãùíéóìïý. Ç Ýììåóç ìåéïøçöéêÞ óõììåôï÷Þ äåí ðáñÝ÷åé äéêáßùìá åêðñïóþðçóçò óôá óõìâïýëéá ôçò HEW, ôçí ïðïßá åëÝã÷ïõí áðü êïéíïý ç óïõçäéêÞ Vattenfall êáé ï ÄÞìïò ôïõ Áìâïýñãïõ. Óõíåðþò, ç éäéüôçôá ôïõ ìåéïøçöïýíôïò ìåôü÷ïõ äåí ðáñÝ÷åé ðñïíïìéáêÞ ðñüóâáóç óå ðëçñïöïñßåò, ïýôå äõíáôüôçôá åðçñåáóìïý ôçò óõìðåñéöïñÜò ôçò HEW.

    (242) Ïé áíáëÞøåéò äåóìåýóåùí ðïõ áöïñïýí åêðïéÞóåéò óõììåôï÷þí óõíåðÜãïíôáé ôç âåëôßùóç ôçò äéÜñèñùóçò ôçò áãïñÜò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò óôï åðßðåäï ôçò äéáóýíäåóçò. Ìå áõôÝò ëýïíôáé ïé óçìáíôéêüôåñïé åðé÷åéñçìáôéêïß äåóìïß ìåôáîý ôùí ìåëþí ôïõ äõïðùëßïõ, äåóìïß ïé ïðïßïé åðçñåÜæïõí ôçí áíôáãùíéóôéêÞ ôïõò éó÷ý. Óõã÷ñüíùò, ïäçãïýí óôçí åìöÜíéóç åíüò áíôáãùíéóôÞ ìå áîéüëïãåò áíôáãùíéóôéêÝò äõíáôüôçôåò, äçëáäÞ ôçò VEAG, êáé áðåëåõèåñþíïõí êÜðïéïõò Üëëïõò áíôáãùíéóôÝò áðü ôçí åðéññïÞ ôçò VEBA/VIAG. Ç åêðïßçóç óõììåôï÷þí ðïõ ðáñÝ÷ïõí ôç äõíáôüôçôá Üóêçóçò áðïöáóéóôéêÞò åðéññïÞò óå åðé÷åéñÞóåéò ôçò ßäéáò âáèìßäáò ôçò áãïñÜò èá Ý÷åé óõã÷ñüíùò ùò áðïôÝëåóìá íá ìåéùèåß ï âáèìüò óõãêÝíôñùóçò ôçò áãïñÜò, ï ïðïßïò èá áõîáíüôáí óõíåðåßá ôçò õðü åîÝôáóç óõã÷þíåõóçò.

    (243) ×Üñç óôéò áíáëÞøåéò äåóìåýóåùí åêôéìÜôáé üôé èá âåëôéùèïýí áêüìç ðåñéóóüôåñï ïé ãåíéêïß üñïé ðïõ ÷áñáêôçñßæïõí ôïí áíôáãùíéóìü óôçí áãïñÜ çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò óôï åðßðåäï ôçò äéáóýíäåóçò. ÓÞìåñá, ïé äýï åðé÷åéñçìáôéêïß üìéëïé VEBA/VIAG êáé RWE/VEW áíôëïýí ïñéóìÝíá ðëåïíåêôÞìáôá áðü ôï ãåãïíüò üôé äéáèÝôïõí ðáñïõóßá êáé óôïõò äýï ôïìåßò åìðïñßáò ôïõò ïðïßïõò ðñïâëÝðåé ç óõìöùíßá II ìåôáîý ôùí åíþóåùí åðé÷åéñÞóåùí ôïõ êëÜäïõ. Ìå ôïí ôñüðï áõôü, ç VEBA/VIAG áëëÜ êáé ç RWE/VEW Ý÷ïõí ôç äõíáôüôçôá íá óõìøçößæïõí ôéò ðùëÞóåéò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò êáé êáô' åðÝêôáóç íá ðáñáêÜìðôïõí ôçí õðï÷ñÝùóç êáôáâïëÞò ôïõ ôÝëïõò T-Komponente. ÊÜðïéåò Üëëåò åôáéñåßåò äéáóýíäåóçò, ôùí ïðïßùí ç ðåñéï÷Þ ðùëÞóåùí ðåñéïñßæåôáé óôïí Ýíáí áðü ôïõò äýï ôïìåßò åìðïñßáò (ôï ßäéï éó÷ýåé ãéá ôéò åðé÷åéñÞóåéò åìðïñßáò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò), äåí äéáèÝôïõí ðáñüìïéá äõíáôüôçôá óõìøçöéóìïý óôï åóùôåñéêïý ôïõ ßäéïõ ïìßëïõ. Áíô' áõôïý åßíáé õðï÷ñåùìÝíåò íá áíáæçôïýí áðïóðáóìáôéêÜ äõíáôüôçôåò óõìøçöéóìïý ìå Üëëïõò ðñïìçèåõôÝò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò. Ç ðáñáßôçóç ôçò VEBA/VIAG êáé ôçò RWE/VEW áðü ôçí åßóðñáîç ôïõ ôÝëïõò T-Komponente óõíåðÜãåôáé ôçí åîÜëåéøç ôïõ ìåéïíåêôÞìáôïò áõôïý ãéá ôïõò áíôáãùíéóôÝò ôùí äýï åðé÷åéñçìáôéêþí ïìßëùí. Ïé áíôáãùíéóôÝò áõôïß èá ìðïñïýí ìåëëïíôéêþò íá ðñáãìáôïðïéïýí ðùëÞóåéò óôï ìåãáëýôåñï ôìÞìá ôçò Ãåñìáíßáò, ôï ïðïßï ðåñéëáìâÜíåé ôïõò ôïìåßò äéáóýíäåóçò ôçò VEBA/VIAG êáé ôçò RWE/VEW, ÷ùñßò íá åßíáé áíáãêáóìÝíïé íá êáôáâÜëëïõí ôï ôÝëïò T-Komponente. ÐÝñáí áõôïý, ðñÝðåé íá ëçöèåß õðüøç üôé ç ðáñáßôçóç áðü ôçí åßóðñáîç ôïõ åí ëüãù ôÝëïõò óå Ýíá ôüóï ìåãÜëï ôìÞìá ôçò Ãåñìáíßáò èá Ý÷åé ùò áðïôÝëåóìá íá ìçí åðéâÜëëåôáé ôï ßäéï ôÝëïò ïýôå óôéò õðüëïéðåò æþíåò ôïõ äéêôýïõ çëåêôñïäüôçóçò

    (244) Ç õðï÷ñÝùóç ÷ùñéóôÞò áíáãñáöÞò ôùí ôéìþí ôïõ çëåêôñéêïý ñåýìáôïò (ôÝëïò ÷ñÞóçò ôïõ äéêôýïõ, ôéìÞ ôçò åíÝñãåéáò, ìÝôñçóç/ëÞøç Ýíäåéîçò ìåôñçôþí êáé "ëïéðÜ") èá åíéó÷ýóåé óçìáíôéêÜ ôç äéáöÜíåéá ôùí üñùí äéüäåõóçò. Áíôéóôïß÷ùò, ç ÷ùñéóôÞ áíáãñáöÞ ôùí óôïé÷åßùí êüóôïõò èá ðåñéïñßóåé ôç äõíáôüôçôá ðñáãìáôïðïßçóçò óôáõñïåéäþí åðéäïôÞóåùí óôï ðåäßï ôùí ôéìþí åíÝñãåéáò áðü åðé÷åéñÞóåéò ïé ïðïßåò óõã÷ñüíùò åßíáé éäéïêôÞôñéåò ôïõ äéêôýïõ. Ç ÷ùñéóôÞ áíáãñáöÞ ôçò ôéìÞò ÷ñÞóçò ôïõ äéêôýïõ êáé ôçò ôéìÞò ôçò åíÝñãåéáò åðáõîÜíåé ðñïðÜíôùí ôç äõíáôüôçôá óýãêñéóçò ôùí ôéìïëïãßùí ôùí ìåñþí êáé ôçò RWE/VEW ìå ôá ôéìïëüãéá Üëëùí åðé÷åéñÞóåùí ôïõ êëÜäïõ ïé ïðïßåò äåí åßíáé éäéïêôÞôñéåò äéêôýïõ. Ìå ôïí ôñüðï áõôü äéåõêïëýíåôáé ç ðñüóâáóç éäßùò ôùí ôåëåõôáßùí áõôþí ðñïìçèåõôþí óå üëåò ôéò âáèìßäåò ôçò áãïñÜò êáé ôáõôï÷ñüíùò ðáñåìðïäßæåôáé ç åíäõíÜìùóç ôçò áíôáãùíéóôéêÞò éó÷ýïò ôùí ìåñþí óôï åðßðåäï ôçò äéáóýíäåóçò.

    (245) Óå ó÷Ýóç ìå ôïõò ðåëÜôåò ôïõò ïðïßïõò åöïäéÜæïõí åêôüò ôçò ðåñéï÷Þò ðïõ êáëýðôåé ôï äßêôõü ôïõò, ïé VEBA/VIAG èá ëÜâïõí ìÝôñá ïýôùò þóôå ç åêÜóôïôå åðé÷åßñçóç åêìåôÜëëåõóçò ôïõ äéêôýïõ íá ðáñÝ÷åé óôéò VEBA/VIAG ôá ó÷åôéêÜ äåäïìÝíá óå áíáëõôéêÞ ìïñöÞ, ðñïêåéìÝíïõ êáé ãéá ôïõò ðåëÜôåò áõôïýò íá åßíáé äõíáôÞ ç êáôÜëëçëç áíáëõôéêÞ åíçìÝñùóç.

    (246) ÅðåéäÞ ôá ìÝñç åêìåôáëëåýïíôáé êÜðïéï äßêôõï ìåôáãùãÞò, áðïêïìßæïõí ðñüóèåôá ïöÝëç áðü ôï ãåãïíüò üôé ðñïìçèåýïõí ôçí åíÝñãåéá åîéóïññüðçóçò. Êáôáñ÷Þí, ç åíÝñãåéá åîéóïññüðçóçò åßíáé äõíáôü íá ðáñáó÷åèåß ìüíï áðü ôéò åðé÷åéñÞóåéò ðïõ åêìåôÜëëïíôáé ôá äßêôõá ìåôáãùãÞò óôçí ðåñéï÷Þ åëÝã÷ïõ ôçò êáèåìéÜò Þ áðü ôïõò ðñïìçèåõôÝò åêåßíïõò ïé ïðïßïé åêìåôáëëåýïíôáé Ýíáí óôáèìü ðáñáãùãÞò åíÝñãåéáò óôçí ðåñéï÷Þ åëÝã÷ïõ üðïõ ãßíåôáé ç ðáñï÷Þ ôçò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò. Ç ôéìÞ ðïõ éó÷ýåé ãéá ôçí ðáñï÷Þ åíÝñãåéáò åîéóïññüðçóçò áðü ôéò åðé÷åéñÞóåéò åêìåôÜëëåõóçò äéêôýïõ åßíáé, óýìöùíá ìå äçëþóåéò ðáñáãüíôùí ôçò áãïñÜò, ùò åðß ôï ðëåßóôïí õøçëüôåñåò âÜóåé ôçò óõìöùíßáò II áðü ôçí áíôßóôïé÷ç ôéìÞ ðïõ ðñïêýðôåé ìå âÜóç ôïõò ðñïâëåðüìåíïõò óôç óõìöùíßá I õðïëïãéóìïýò êáé îåðåñíÜ óçìáíôéêÜ ôï êüóôïò ðáñï÷Þò ôçò åíÝñãåéáò åîéóïññüðçóçò. Áêüìç êáé ìßá ìüíï õðÝñâáóç ôïõ ðåñéèùñßïõ áíï÷Þò 5 % ïäçãåß óôç ÷ñÝùóç ðïóþí ðïõ óôçñßæïíôáé óôçí ðáñáäï÷Þ üôé ç õðÝñâáóç äéÞñêåóå åðß Ýíáí ìÞíá. Áí ãßíåé äåêôÞ ç ðñüôáóç óýìöùíá ìå ôçí ïðïßá ç ôéìÞ ðáñï÷Þò ôçò åíÝñãåéáò åîéóïññüðçóçò èá õðïëïãßæåôáé åßôå ìå âÜóç ôçí ôéìÞ ðáñï÷Þò óå çìåñÞóéá âÜóç åßôå ìå âÜóç ôçí ôéìÞ ôçò åíÝñãåéáò, ôï ýøïò ôùí ôéìþí èá ðñïóåããßóåé ôá êüóôç ðïõ ðñïêýðôïõí áðü ôç æÞôçóç åíÝñãåéáò åîéóïññüðçóçò. Áíôéóôïß÷ùò, óå ðåñéðôþóåéò äéáêõìÜíóåùí ôçò æÞôçóçò, ïé VEBA/VIAG äåí äéáèÝôïõí ðëÝïí êáíÝíá áîéüëïãï ðëåïíÝêôçìá Ýíáíôé ôùí áíôáãùíéóôþí ôïõò ðïõ äåí åêìåôáëëåýïíôáé êÜðïéï äßêôõï ìåôáãùãÞò.

    (247) Ï áãùãüò äéáóýíäåóçò ôùí ãåñìáíïäáíéêþí óõíüñùí åßíáé äõíáìéêüôçôáò 1200 MW, åê ôùí ïðïßùí óÞìåñá ôá 700 MW ðñïïñßæïíôáé âÜóåé óýìâáóçò áðïêëåéóôéêÜ ãéá ôç VEBA. Ôá õðüëïéðá 500 MW ðáñá÷ùñïýíôáé óôïõò åíäéáöåñüìåíïõò ìå äçìïðñáóßá. ÅðåéäÞ ïé ôéìÝò ôçò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò óôç Óêáíäéíáâßá åßíáé óå ãåíéêÝò ãñáììÝò ðéï óõìöÝñïõóåò, ï áãùãüò äéáóýíäåóçò ìåôáîý ôçò Ãåñìáíßáò êáé ôçò Äáíßáò åßíáé áðü ôïõò ëßãïõò óôïõò ïðïßïõò ðáñáôçñïýíôáé ðñïâëÞìáôá óõìöüñçóçò. Áðü ôçí Üðïøç áõôÞ, ç áðïäÝóìåõóç 400 MW äéåõêïëýíåé ôçí ðñüóâáóç ãéá ôéò åéóáãùãÝò áðü ôç Óêáíäéíáâßá êáé óõìâÜëëåé, ëüãù ôïõ óõìöÝñïíôïò åðéðÝäïõ ôùí ôéìþí óôç Óêáíäéíáâßá, óôçí åíßó÷õóç ôùí áíôáãùíéóôéêþí ðéÝóåùí åðß ôùí ìåãÜëùí ãåñìáíéêþí åôáéñåéþí äéáóýíäåóçò.

    (248) ÅðïìÝíùò, ïé áíáëÞøåéò äåóìåýóåùí âåëôéþíïõí ôéò óõíèÞêåò ðïõ åðéêñáôïýí óôçí áãïñÜ ðáñï÷Þò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò óôï åðßðåäï ôçò äéáóýíäåóçò êáôÜ ôÝôïéïí ôñüðï þóôå ïé üñïé åêêßíçóçò íá åßíáé óõãêñßóéìïé ãéá üëåò ôéò åðé÷åéñÞóåéò ðïõ äñáóôçñéïðïéïýíôáé óôçí õðüøç áãïñÜ.

    B. ×ÇÌÉÊÇ ÂÉÏÌÇ×ÁÍÉÁ

    1. ÁíáëÞøåéò äåóìåýóåùí

    (249) Ôá ìÝñç, ðñïêåéìÝíïõ íá Üñïõí ôéò åðéöõëÜîåéò ôçò ÅðéôñïðÞò ãéá ôéò åðéðôþóåéò ôçò ðñïôáèåßóáò óõãêÝíôñùóçò óôéò áãïñÝò CC êáé NDC, ðñïóöÝñèçêáí íá áíáëÜâïõí ôéò áêüëïõèåò õðï÷ñåþóåéò:

    (250) Ôá ìÝñç ðñïóöÝñïíôáé íá äåóìåõèïýí íá äéáèÝóïõí ðñïò ðþëçóç ìßá åôáéñåßá óôçí ïðïßá ðñüêåéôáé íá ìåôáâéâáóèïýí ïé ìïíÜäåò ðáñáãùãÞò õäñïêõáíéêïý ïîÝïò êáé CC ôçò SKW Trostberg. Óå ðåñßðôùóç ðïõ äåí åîåõñåèåß áãïñáóôÞò åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò (ðñþôç öÜóç), ôá ìÝñç èá äéáèÝóïõí åíáëëáêôéêþò ðñïò ðþëçóç ìßá åôáéñåßá óôçí ïðïßá èá Ý÷ïõí ìåôáâéâáóèåß ìüíï ïé ìïíÜäåò ðáñáãùãÞò CC, åíþ ç VEBA/VIAG èá êñáôÞóåé ôçí ðáñáãùãÞ õäñïêõáíéêïý ïîÝïò (äåýôåñç öÜóç). ÅÜí äåí âñåèåß áãïñáóôÞò ãéá êáìßá áðü ôéò äýï åíáëëáêôéêÝò ðåñéðôþóåéò åíôüò óõíïëéêïý ÷ñïíéêïý äéáóôÞìáôïò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò, ôá ìÝñç èá åðéäéþîïõí ùò ðñüóèåôç åíáëëáêôéêÞ äõíáôüôçôá ôçí ðþëçóç ôïõ ôìÞìáôïò äéáíïìÞò CC ÷ùñßò üìùò ôçí ðáñáãùãÞ (ôñßôç öÜóç). Ôï ôìÞìá äéáíïìÞò CC ðåñéëáìâÜíåé ôï óýíïëï ôçò åìðïñéêÞò ôå÷íïãíùóßáò ðïõ áöïñÜ ôï CC (ð.÷. êáôÜëïãïé ðåëáôþí, üñïé ðñïìÞèåéáò). Ç ðñïáíáöåñèåßóá åðÝêôáóç ôçò ðñïóöïñÜò óôç äåýôåñç êáé ôñßôç öÜóç ðñïûðïèÝôåé êÜèå öïñÜ ôçí Ýãêñéóç ôçò ÅõñùðáúêÞò ÅðéôñïðÞò.

    (251) ÅðéðëÝïí, ôá ìÝñç ðñïóöÝñïíôáé íá äåóìåõèïýí íá äéáèÝóïõí ðñïò ðþëçóç, åíôüò ìßáò ðñþôçò öÜóçò äéÜñêåéáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò, ìßá åôáéñåßá óôçí ïðïßá èá Ý÷ïõí ìåôáâéâáóèåß ïé ìïíÜäåò ðáñáãùãÞò NDC, êáèþò êáé ôï óýíïëï ôçò åìðïñéêÞò êáé ôå÷íéêÞò ôå÷íïãíùóßáò ðïõ ó÷åôßæåôáé ìå ôçí ðáñáãùãÞ êáé äéáíïìÞ NDC. Óå ðåñßðôùóç ðïõ äåí âñåèåß áãïñáóôÞò åíôüò ôçò áíùôÝñù ðñïèåóìßáò, èá äéáôåèåß åíáëëáêôéêþò ðñïò ðþëçóç ôï ôìÞìá NDC, ðåñéëáìâáíïìÝíïõ ôïõ óõíüëïõ ôùí êáôáëüãùí ðåëáôþí êáé ôùí üñùí ðñïìÞèåéáò.

    (252) Óôï ìÝôñï ðïõ ï áãïñáóôÞò åîáñôÜôáé áðü ôçí ðñïìÞèåéá õäñïêõáíéêïý ïîÝïò Þ êõáíéïý÷ïõ ÷ëùñßïõ Þ CC Þ NDC, ï åöïäéáóìüò ôïõ èá äéáóöáëéóèåß êáôáñ÷Þí ãéá ÷ñïíéêü äéÜóôçìá [...]* åôþí. Èá ðñïâëåöèïýí ðåñéïñéóìïß ãéá ôçí ðåñßðôùóç, éäßùò, ìßáò âÜóåé íüìïõ áðáãüñåõóçò ôçò ðáñáãùãÞò õäñïêõáíéêïý ïîÝïò êáé ôçò äñáóôéêÞò ìåßùóçò ôùí ðïóïôÞôùí åíäéÜìåóùí ðñïúüíôùí Þ CC Þ NDC ðïõ ðñïìçèåýïíôáé ïé áãïñáóôÝò.

    2. Áîéïëüãçóç ôùí áíáëÞøåùí äåóìåýóåùí

    (253) Ïé ðñïôáèåßóåò áíáëÞøåéò äåóìåýóåùí åîáëåßöïõí ìå ôïí Ýíáí Þ ôïí Üëëï ôñüðï ôéò áëëçëåðéêáëýøåéò äñáóôçñéïôÞôùí ðïõ ç õðü åîÝôáóç óõãêÝíôñùóç èá ðñïêáëïýóå óå áíôßèåôç ðåñßðôùóç óôéò áãïñÝò CC êáé NDC. Óõíåðþò, ïé åí ëüãù áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí åßíáé éêáíÝò íá áðïôñÝøïõí ôçí åíßó÷õóç äåóðïæïõóþí èÝóåùí óôéò áãïñÝò áõôÝò.

    (254) ÊáôÜ óõíÝðåéá, ìå ôéò áíáëÞøåéò äåóìåýóåùí ðïõ Ý÷ïõí ðñïôáèåß ãéá ôï CC äéáóöáëßæåôáé üôé ïé ðåëÜôåò èá åîáêïëïõèÞóïõí íá Ý÷ïõí åíáëëáêôéêÝò ðçãÝò åöïäéáóìïý ïé ïðïßåò íá ìðïñïýí íá êáëýøïõí Ýíá ôìÞìá ôçò æÞôçóçò ôïõëÜ÷éóôïí åîßóïõ óçìáíôéêü ìå åêåßíï ðïõ êáëýðôåé óÞìåñá ç SKW. Óôï ðëáßóéï áõôü, ç ìåôáâßâáóç ôïõ üëïõ óõãêñïôÞìáôïò óôï ïðïßï ðáñÜãåôáé ôï õäñïêõáíéêü ïîý êáé ôùí óõíáöþí åãêáôáóôÜóåùí ðåñáéôÝñù åðåîåñãáóßáò ôïõ ìå óêïðü ôçí ðáñáãùãÞ CC áðïôåëåß ôçí êáëýôåñç ëýóç ðñïêåéìÝíïõ íá áíôéðáñáôá÷èåß óôçí Degussa Ýíáò áðïôåëåóìáôéêüò áíôáãùíéóôÞò, äéüôé ìå ôïí ôñüðï áõôü êáôï÷õñþíåôáé óôï ìÝãéóôï äõíáôü âáèìü ç áíåîáñôçóßá ôïõ åí ëüãù áíôáãùíéóôÞ. Ùò åê ôïýôïõ, ç ëýóç áõôÞ ðñÝðåé íá Ý÷åé ôï ðñïâÜäéóìá óå ó÷Ýóç ìå ôéò õðüëïéðåò ëýóåéò ðïõ ðñïôåßíïíôáé óôéò áíáëÞøåéò äåóìåýóåùí.

    (255) Ç åêðïßçóç ôçò ðáñáãùãÞò NDC Þ ôïõ ôìÞìáôïò äéáíïìÞò NDC êáèéóôÜ áäýíáôç ôç óõã÷þíåõóç ôçò SKW Trostberg ìå ôïí äõíçôéêü áíôáãùíéóôÞ Degussa êáé, êáô' åðÝêôáóç, ôçí åíßó÷õóç ôçò äåóðüæïõóáò èÝóçò ôçò SKW. Ç ÷ñïíéêÞ äéáâÜèìéóç ôùí áíáëÞøåùí äåóìåýóåùí åðéôñÝðåé ôçí åîåýñåóç êáôÜëëçëçò ëýóçò áêüìç êáé óå ðåñßðôùóç ðïõ áðïäåé÷èåß áíÝöéêôç ç åêðïßçóç ôùí ðåñéïõóéáêþí åêåßíùí óôïé÷åßùí ðïõ èåùñåßôáé üôé ðñÝðåé íá äéáôåèïýí ðñïò ðþëçóç êáôÜ ðñïôßìçóç,

    ÅÎÅÄÙÓÅ ÔÇÍ ÐÁÑÏÕÓÁ ÁÐÏÖÁÓÇ:

    ¶ñèñï 1

    Ç êïéíïðïéçèåßóá óõã÷þíåõóç ôçò VEBA AG ìå ôç VIAG AG êçñýóóåôáé óõìâéâÜóéìç ìå ôçí êïéíÞ áãïñÜ êáé ìå ôç óõìöùíßá ãéá ôïí ÅÏ× õðü ôçí ðñïûðüèåóç üôé èá ôçñçèïýí ïé ðñïôáèåßóåò áðü ôá êïéíïðïéÞóáíôá ìÝñç áíáëÞøåéò äåóìåýóåùí, ïé ïðïßåò êáèïñßæïíôáé óå ðáñÜñôçìá ôçò ðáñïýóáò áðüöáóçò (ìå åîáßñåóç ôçí áíÜëçøç äÝóìåõóçò ðïõ áöïñÜ ôïí êëÜäï çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò êáé ìíçìïíåýåôáé óôï êåöÜëáéï VI. 2., ôìÞìá 2).

    ¶ñèñï 2

    Ç ðáñïýóá áðüöáóç áðåõèýíåôáé:

    Ôá ìÝñç ðïõ õðÝâáëáí ôçí êïéíïðïßçóç

    ÂñõîÝëëåò, 13 Éïõíßïõ 2000.

    Ãéá ôçí ÅðéôñïðÞ

    Mario Monti

    ÌÝëïò ôçò ÅðéôñïðÞò

    (1) ÅÅ L 395 ôçò 30.12.1989, ó. 1, äéïñèùìÝíç Ýêäïóç ÅÅ L 257 ôçò 21.9.1990, ó. 13.

    (2) ÅÅ L 180 ôçò 9.7.1990, ó. 1.

    (3) EE C 192 ôçò 10.7.2001.

    (4) Ï õðïëïãéóìüò ôïõ êýêëïõ åñãáóéþí Ýãéíå ìå âÜóç ôï Üñèñï 5 ðáñÜãñáöïò 1 ôïõ êáíïíéóìïý ãéá ôïí Ýëåã÷ï ôùí óõãêåíôñþóåùí êáé ôçí áíáêïßíùóç ôçò ÅðéôñïðÞò ó÷åôéêÜ ìå ôïí õðïëïãéóìü ôïõ êýêëïõ åñãáóéþí (ÅÅ C 66 ôçò 2.3.1998, ó. 25). Ôá ðïóÜ ðïõ áíáöÝñïíôáé óôïõò êýêëïõò åñãáóéþí ðñï ôçò 1çò Éáíïõáñßïõ 1999 õðïëïãßóôçêáí ìå âÜóç ôïí ìÝóï üñï ôçò éóïôéìßáò ôïõ Ecu êáé ìåôåôñÜðçóáí óå åõñþ ìå âÜóç ôçí áíáëïãßá 1:1.

    (5) Õðüèåóç IV/M.1346 - EdF/London Electricity· õðüèåóç IV/M.1606 - EdF/South Western Electricity.

    (6) Õðüèåóç IV/M.1557 - EdF/Louis Dreyfus.

    (7) ÂëÝðå ãéá ðáñÜäåéãìá ôçí õðüèåóç COMP/M.1720 - Fortum/Elektrizitätswerk Wesertal.

    (8) Ç ïìÜäá ôùí ðåëáôþí ðåñéëáìâÜíåé ôïõò áãïñáóôÝò åêåßíïõò ïé ïðïßïé ìÝ÷ñé ôçí åëåõèÝñùóç ôçò áãïñÜò ÷áñáêôçñßæïíôáí ùò "ðåëÜôåò ôéìïëïãßïõ", äåäïìÝíïõ üôé ãéá ôïí åöïäéáóìü ôïõò ßó÷õå ôï ãåíéêü ôéìïëüãéï (BTOElt) êáé ïé ãåíéêïß üñïé ðáñï÷Þò çëåêôñéêïý ñåýìáôïò (AVBEltV).

    (9) Óôçí Union pour la Coordination du Transport de l'Electricité ìåôÝ÷ïõí ïé åõñùðáúêÝò åðé÷åéñÞóåéò åêìåôÜëëåõóçò äéêôýùí ìåôáãùãÞò.

    (10) ÌåëÝôç ôçò ETSO: Proposal for the implementation of the Cross-border Tariffs for the year 2001, Ýêäïóç ôçò 27çò Ìáñôßïõ 2000.

    (11) Äéåèíåßò óõíáëëáãÝò çëåêôñéóìïý, ðñüôáóç êáíüíùí áðü ôçí European Transmission System Operators.

    (12) Ð.÷. õðüèåóç IV/M.1720 - Fortum/Elektrizitätswerk Wesertal.

    (13) BGBl. 1998 I áñéè. 23, 730.

    (14) ¶ñèñï 7 ðáñÜãñáöïò 6 êáé Üñèñï 14 ðáñÜãñáöïò 3 ôçò ïäçãßáò ãéá ôçí åóùôåñéêÞ áãïñÜ çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò.

    (15) ¸ðåéôá áðü ðñïêáôáñêôéêÞ åîÝôáóç, ç ÅðéôñïðÞ ãíùóôïðïßçóå óôéò åíþóåéò åðé÷åéñÞóåùí üôé Ý÷åé åðéöõëÜîåéò óå ó÷Ýóç ìå ôç óõìöùíßá åðé÷åéñçìáôéêþí åíþóåùí II áðü ôçí Üðïøç ôïõ Üñèñïõ 82 ôçò óõíèÞêçò ÅÊ. Ç ÅðéôñïðÞ Ý÷åé êáôáëÞîåé óôï ðñïóùñéíü óõìðÝñáóìá üôé ôï óýóôçìá ôïõ ôÝëïõò ðïõ åßíáé ãíùóôü ùò T-Komponente ðåñéÜãåé óå äõóìåíÞ èÝóç ôïõò ìåìïíùìÝíïõò ðåëÜôåò ðïõ êÜíïõí ÷ñÞóç õðçñåóéþí ìåôáãùãÞò. Ç ÅðéôñïðÞ èåùñåß üôé åðéâáñýíåôáé éäßùò ç èÝóç ôùí áëëïäáðþí åðé÷åéñÞóåùí ðïõ ðñïìçèåýïõí çëåêôñéêÞ åíÝñãåéá.

    (16) ÂëÝðå ôï óçìåßï 2.2. ôçò óõìöùíßáò óýóôáóçò êïéíïðñáîßáò ìåôáîý ôçò Bayernwerk AG, ôçò PreussenElektra AG êáé ôçò RWE Energie AG ôçò 22áò Áõãïýóôïõ 1990.

    (17) Ð.÷. IWR-Stromtarifrechner óôçí çëåêôñïíéêÞ äéåýèõíóç www.Stromtarife.de· Focus Heft 39/99, óåëßäá 319 åðüìåíåò.

    (18) Âë. ôçí éóôïóåëßäá ôçò PreussenElektra (www.preussenelektra.de) ó÷åôéêÜ ìå ôïí "Central European Power Index".

    (19) IEA, Energy Policy of IEA Countries: Germany 1998 Review, www.iea.org/pubs/reviews/files/germany/02-germ.htm.

    (20) Õðüèåóç COMP/M.1842 - Vattenfall/HEW.

    (21) ÏñéóìÝíá ôìÞìáôá ôïõ ðáñüíôïò êåéìÝíïõ äéáôõðþèçêáí êáôÜ ôñüðï ðïõ íá åîáóöáëßæåé ôçí ôÞñçóç ôïõ åðáããåëìáôéêïý áðïññÞôïõ. Ôá ôìÞìáôá áõôÜ ðåñéêëåßïíôáé óå áãêýëåò êáé åðéóçìáßíïíôáé ìå Ýíáí áóôåñßóêï.

    (22) Ï üãêïò áõôüò ðñïêýðôåé áðü åêôéìÞóåéò ìå âÜóç ôéò ðïóüôçôåò ðïõ ç Degussa ðñïìÞèåõóå óôç Lonza êáôÜ ôï ÷ñïíéêü äéÜóôçìá óôï ïðïßï ç Lonza äåí ðáñÞãáãå ðëÝïí ç ßäéá NDC. Áí ëçöèåß õðüøç ç éäßá êáôáíÜëùóç ôçò Lonza, óõíÜãåôáé üôé ï üãêïò ôùí ó÷åôéêþí óõíáëëáãþí õðïëåßðåôáé ôùí [...] * ôüíùí åôçóßùò.

    (23) ÏñéóìÝíá ôìÞìáôá ôïõ ðáñüíôïò êåéìÝíïõ äéáôõðþèçêáí êáôÜ ôñüðï ðïõ íá åîáóöáëßæåé ôçí ôÞñçóç ôïõ åðáããåëìáôéêïý áðïññÞôïõ. Ôá ôìÞìáôá áõôÜ ðåñéêëåßïíôáé óå áãêýëåò êáé åðéóçìáßíïíôáé ìå Ýíáí áóôåñßóêï.

    (24) Áíáêïßíùóç ôçò ÅðéôñïðÞò üóïí áöïñÜ ôïí ïñéóìü ôçò ó÷åôéêÞò áãïñÜò ãéá ôïõò óêïðïýò ôïõ êïéíïôéêïý äéêáßïõ áíôáãùíéóìïý (ÅÅ C 372 ôçò 9.12.1997, ó. 5.).

    (25) Õðüèåóç COMP/M.1383 - Exxon/Mobil.

    (26) Õðüèåóç COMP/M.1383 - Exxon/Mobil.

    (27) ÅÅ L 204 ôçò 21.7.1998, ó. 1.

    (28) Õðüèåóç COMP/M.1383 - Exxon/Mobil.

    (29) ÐçãÞ ôçí ïðïßá åðéêáëïýíôáé ôá ìÝñç: åðé÷åéñçìáôéêÞ Ýêèåóç ôçò BEB ãéá ôï 1998· óôáôéóôéêÝò ôçò BGW.

    (30) Áðüöáóç ôçò 21çò Äåêåìâñßïõ 1994, õðüèåóç IV/M.484 - Krupp/Thyssen/Riva/Falck/Tadfin/AST· áðüöáóç ôçò 20Þò Áõãïýóôïõ 1996, õðüèåóç IV/M.760 - Klöckner/ARUS· áðüöáóç ôçò 4çò Öåâñïõáñßïõ 1999, õðüèåóç IV/M.1329 - Usinor/Cockerill Sambre· áðüöáóç ôçò 7çò Áðñéëßïõ 1999, õðüèåóç IV/M.1369 - Thyssen Handel/Mannesmann Handel.

    (31) Áðüöáóç ôçò 4çò Öåâñïõáñßïõ 1999, õðüèåóç IV/ECSC.1268 - Usinor/Cockerill Sambre· áðüöáóç ôçò 7çò Áðñéëßïõ 1999, õðüèåóç IV/CECA.1292 - Thyssen Handel/Mannesmann Handel.

    (32) Áðüöáóç ôçò 7çò Áðñéëßïõ 1999, õðüèåóç IV/M.1369 - Thyssen Handel/Mannesmann Handel.

    (33) Áðüöáóç ôçò 4çò Öåâñïõáñßïõ 1999, õðüèåóç IV/M.1329 - Usinor/Cockerill Sambre· õðüèåóç IV/M.1369 - Thyssen Handel/Mannesmann Handel.

    ÐÁÑÁÑÔÇÌÁ

    ÄÉÁÄÉÊÁÓÉÁ ÅËÅÃ×ÏÕ ÓÕÃÊÅÍÔÑÙÓÇÓ ÅÊ VEBA/VIAG

    COMP/M.1673

    ÁÍÁËÇØÅÉÓ ÄÅÓÌÅÕÓÅÙÍ ÃÉÁ ÔÏÍ ÊËÁÄÏ Ç ÇËÅÊÔÑÉÊÇÓ ÅÍÅÑÃÅÉÁÓ

    I. VEAG/Laubag

    Óôçí åôáéñåßá VEAG ìåôÝ÷ïõí ç VEBA (PE) êáôÜ 26,25 % êáé ç VIAG (BAG) êáôÜ 22,5 %. ÅîÜëëïõ, ç RWE êáôÝ÷åé óõììåôï÷Þ ýøïõò 26,25 %, åíþ ç Energiebeteiligungs-Holding (ç ïðïßá áðáñôßæåôáé áðü ôéò Bewag, HEW, VEW êáé EnBW) êáôÝ÷åé óõììåôï÷Þ ýøïõò 25 %.

    Ç LAUBAG ðáñÜãåé ëéãíßôç êáé ðñïìçèåýåé áõôÞ ôçí ðñþôç ýëç óôç VEAG. Óôç LAUBAG ìåôÝ÷ïõí ç VEBA (PE) êáôÜ 30 % êáé ç VIAG (BAG) êáôÜ 15 %. ¸íá åðéðëÝïí 55 % ôùí ìåôï÷þí ôçò áíÞêåé óôçí BBS-Braunkohle-Beteiligungsgesellschaft mbH (BBS). Ç BBS áíÞêåé óôçí Energiebeteiligungs-Holding (ðïõ áðáñôßæåôáé áðü ôéò Bewag, HEW, VEW êáé EVS) êáôÜ 18,2 %, óôçí Rheinbraun AG (áíÞêåé êáôÜ 100 % óôçí RWE AG) êáôÜ 71,8 % êáé óôçí RWE Energie AG êáôÜ 10 %. ÓõíéäéïêôÞôåò ôùí ïñõ÷åßùí ðïõ åêìåôáëëåýåôáé âÜóåé ìßóèùóçò ç LAUBAG åßíáé ïé äõôéêïãåñìáíïß ìÝôï÷ïé ôçò LAUBAG óå âáèìü áíÜëïãï ìå ôï ðïóïóôü ôïõ ìåôï÷éêïý êåöáëáßïõ ôçò LAUBAG ðïõ êáôÝ÷åé ï êáèÝíáò [...]*.

    1. Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ó÷åäéáæüìåíç óõã÷þíåõóç ôùí VEBA êáé VIAG åãêñéèåß ìå âÜóç ôç íïìïèåóßá áíôáãùíéóìïý êáé õëïðïéçèåß, ôá ìÝñç áíáëáìâÜíïõí ôçí õðï÷ñÝùóç íá åêðïéÞóïõí óôïí ßäéï áãïñáóôÞ [âëÝðå ôï óôïé÷åßï á)] ðáñáêÜôù) åíôüò ôçò ðñïèåóìßáò ðïõ êáèïñßæåôáé óôï óôïé÷åßï â) ôï óýíïëï ôùí ìåôï÷þí ðïõ êáôÝ÷ïõí, åßôå Üìåóá åßôå ìÝóù Üëëùí åôáéñåéþí ôïõ ßäéïõ ïìßëïõ, óôéò åôáéñåßåò VEAG êáé LAUBAG. Ôáõôü÷ñïíá ìå ôéò ìåôï÷Ýò ôçò LAUBAG, ôá ìÝñç èá ðïõëÞóïõí, åßôå áðåõèåßáò óôç LAUBAG åßôå óå áõôüí ðïõ èá áãïñÜóåé ôéò ìåôï÷Ýò ôçò LAUBAG, ôá äéêáéþìáôá åîüñõîçò ëéãíßôç ðïõ êáôÝ÷ïõí åßôå ôá ßäéá åßôå Üëëåò åôáéñåßåò ôïõ ßäéïõ ïìßëïõ.

    ÅÜí ðñéí áðü ôçí åêðïßçóç ôùí ìåôï÷þí ôçò LAUBAG õðÜñîåé óõã÷þíåõóç ôùí LAUBAG êáé VEAG, ïé VEBA/VIAG áíáëáìâÜíïõí ôçí õðï÷ñÝùóç íá åêðïéÞóïõí ôéò ìåôï÷Ýò ðïõ èá áðïêôÞóïõí ìå áõôüí ôïí ôñüðï óôïí áãïñáóôÞ ôùí ìåôï÷þí ôçò VEAG åíôüò ôçò ðñïèåóìßáò ðïõ êáèïñßæåôáé óôï óôïé÷åßï â).

    á) Ï áãïñáóôÞò ðñÝðåé íá åßíáé áíåîÜñôçôïò áðü ôéò VEBA, VIAG êáé RWE êáé íá ìç óõíäÝåôáé ìáæß ôïõò, íá Ý÷åé Þäç Þ íá ìðïñåß íá áðïêôÞóåé ôçí éäéüôçôá ôïõ õðïëïãßóéìïõ áíôáãùíéóôÞ êáé íá äéáèÝôåé óå âÜèïò ÷ñüíïõ ôá ïéêïíïìéêÜ ìÝóá áëëÜ -áðïäåäåéãìÝíá- êáé ôéò ãíþóåéò ãéá íá åßíáé óå èÝóç íá áíôáãùíéóèåß åíåñãÜ óå üëåò ôéò âáèìßäåò ôçò áãïñÜò ôéò VEBA êáé VIAG êáé íá óõãêñïôÞóåé êáé áíáðôýîåé ðåñáéôÝñù ôï áíôéêåßìåíï ôçò åêðïßçóçò ôùí VEAG êáé LAUBAG (ðïõ ìðïñåß íá Ý÷ïõí Þäç óõã÷ùíåõèåß óå åíéáßá åðé÷åßñçóç). Ï áãïñáóôÞò ðñÝðåé ïðùóäÞðïôå íá Ý÷åé åãêñéèåß ñçôþò êáé åê ôùí ðñïôÝñùí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. Óå ðåñßðôùóç ðïõ ï áãïñáóôÞò åßíáé êïéíïðñáîßá ðåñéóóïôÝñùí åðé÷åéñÞóåùí, ç ÅðéôñïðÞ ðñÝðåé íá Ý÷åé åãêñßíåé åê ôùí ðñïôÝñùí ôï êÜèå ìÝëïò ôçò êïéíïðñáîßáò. Ìå âÜóç ôéò äéáôÜîåéò ôçò óýìâáóçò éäéùôéêïðïßçóçò ôçò VEAG, êáé éäßùò ôï Üñèñï 5 ðáñÜãñáöïò 1, ìÝ÷ñé ôéò 30 Éïõíßïõ ôïõ 2013, ïðïéáäÞðïôå ðëÞñçò Þ ìåñéêÞ ðåñáéôÝñù åêðïßçóç Þ ìåôáâßâáóç ôùí ìåôï÷þí ôçò VEAG ðïõ êáôÝ÷ïõí ôá ìÝñç, ìå ôç ìïñöÞ ôçò õðïêáôÜóôáóçò ôñßôïõ óå Ýíá ìÝñïò Þ óôï óýíïëï ôùí äéêáéùìÜôùí, ðñïûðïèÝôåé ôçí ðñïçãïýìåíç Ýãêñéóç ôçò Treuhandanstalt Þ ôïõ äéÜäï÷ïý ôçò íïìéêïý ðñïóþðïõ, äçëáäÞ ôçò Bundesanstalt für vereinigungsbedingte Sonderaufgaben.

    â) Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ðþëçóç ôùí ìåôï÷þí ôùí VEAG êáé LAUBAG äåí ðñáãìáôïðïéçèåß åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò õðü åîÝôáóç óõãêÝíôñùóçò, ïé VEBA êáé VIAG èá ìåôáâéâÜóïõí áìåôÜêëçôá ôçí åîïõóßá äéáèÝóåùò ôïõ áíôéêåéìÝíïõ Þ ôùí áíôéêåéìÝíùí ôçò åêðïßçóçò óå Ýíáí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ (óôï åîÞò: "êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åêðïßçóçò"), ï ïðïßïò èá êëçèåß íá ðñïâåß óôçí åêðïßçóç åíôüò åðéðëÝïí ðñïèåóìßáò [...]* ãéá ëïãáñéáóìü ôùí VEBA êáé VIAG ìå âÜóç ôïõò óõíÞèåéò åìðïñéêïýò üñïõò [...]*. Ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åêðïßçóçò õðÝ÷åé åêôüò áõôïý ôéò ßäéåò õðï÷ñåþóåéò üðùò êáé ïé VEBA êáé VIAG, éäßùò óå ó÷Ýóç ìå ôçí åðéëïãÞ ôùí õðïøÞöéùí áãïñáóôþí ôùí ìåôï÷þí ôùí VEAG êáé LAUBAG, êáé óõìðßðôåé ìå åêåßíïí ðïõ äéïñßóôçêå áðü ôéò RWE êáé VEW êáô' åöáñìïãÞ ôùí üñùí Ýãêñéóçò áðü ôéò áñ÷Ýò áíôáãùíéóìïý ôçò óõãêÝíôñùóçò ðïõ áöïñïýóå ôçí BKartA. Ï äéïñéóìüò ôïõ ðñÝðåé íá ãßíåé åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõã÷þíåõóçò VEBA/VIAG. Ç åðéëïãÞ ôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ åêðïßçóçò êáé ç åíôïëÞ ôïõ ðñÝðåé íá Ý÷ïõí åãêñéèåß ðñïçãïõìÝíùò áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. Ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åêðïßçóçò åðéâëÝðåé ôéò VEBA êáé VIAG üóïí áöïñÜ ôçí åêðëÞñùóç ôùí õðï÷ñåþóåþí ôïõò íá ðñïâïýí óå åêðïéÞóåéò ôéò ïðïßåò Ý÷ïõí áíáëÜâåé Ýíáíôé ôçò ÅðéôñïðÞò áíáöïñéêÜ ìå ôéò VEAG êáé LAUBAG. Åíçìåñþíåé [áíÜ ôáêôÜ ÷ñïíéêÜ äéáóôÞìáôá] ôçí ÅðéôñïðÞ ó÷åôéêÜ ìå ôçí ðñüïäï ôçò äéáäéêáóßáò åêðïßçóçò, óõììåôÝ÷åé óôéò äéáðñáãìáôåýóåéò ðïõ ôá ìÝñç äéåîÜãïõí ìå áíôéêåßìåíï ôéò åêðïéÞóåéò êáé åðéðëÝïí ëáìâÜíåé èÝóç åðß ìåìïíùìÝíùí æçôçìÜôùí åöüóïí ôïõ æçôçèåß áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. Ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åêðïßçóçò õðïâÜëëåé óôïõò ìåôÝ÷ïíôåò óôç äéáäéêáóßá åêðïßçóçò ðñïôÜóåéò ãéá ôçí åðßóðåõóç ôçò üëçò äéáäéêáóßáò êáé êáôáñôßæåé åãêáßñùò óå óõìöùíßá ìå ôçí ÅðéôñïðÞ ôïí êáôÜëïãï ìå ôïõò äõíçôéêïýò áãïñáóôÝò.

    Ç ÅðéôñïðÞ äýíáôáé áíÜ ðÜóá óôéãìÞ åíôüò ôçò ðñþôçò öÜóçò ([...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò VEBA/VIAG) íá åê÷ùñÞóåé áìåôÜêëçôá ôçí åîïõóßá äéÜèåóçò ôùí åêðïéçôÝùí ìåôï÷þí ôùí VEAG êáé LAUBAG óôïí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ åêðïßçóçò, õðü ôçí ðñïûðüèåóç üôé ç åêðïßçóç ôùí åí ëüãù óõììåôï÷þí äåí áíáìÝíåôáé íá ðñáãìáôïðïéçèåß åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* åîáéôßáò ëüãùí ïé ïðïßïé åßíáé áíåîÜñôçôïé áðü ôç èÝëçóç ôùí ìåñþí. Ðñéí áðü ôç ëÞøç ìéáò ôÝôïéáò áðüöáóçò ôá ìÝñç êáëïýíôáé õðï÷ñåùôéêÜ íá åêöñÜóïõí ôéò áðüøåéò ôïõò.

    Ôá ìÝñç äýíáíôáé íá æçôÞóïõí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ íá ðáñáôåßíåé ôçí ðñïèåóìßá åêðïßçóçò, åöüóïí ôá ìÝñç áðïäåéêíýïõí [ôç óõíäñïìÞ åîáéñåôéêþí ðåñéóôÜóåùí ðïõ äåí åîáñôþíôáé áðü ç èÝëçóÞ ôïõò]*. Óôçí ðåñßðôùóç áõôÞ ç ÅðéôñïðÞ áðïöáóßæåé ðáñÜôáóç ôçò ðñïèåóìßáò êáôÜ äéáêñéôéêÞ åõ÷Ýñåéá êáé ëáìâÜíïíôáò õðüøç ôéò óõíáöåßò õðï÷ñåþóåéò, ðëçí üìùò ç óõíïëéêÞ ðñïèåóìßá åêðïßçóçò äåí ìðïñåß íá õðåñâåß [...]*. ÊÜèå áßôçóç ãéá ôçí ðáñÜôáóç ìßáò ðñïèåóìßáò ðñÝðåé íá õðïâÜëëåôáé óôçí ÅðéôñïðÞ ôï áñãüôåñï Ýíáí ìÞíá ðñéí áðü ôçí åêðíïÞ ôçò åêÜóôïôå ðñïèåóìßáò.

    2. Åíôüò åíüò ìÞíá áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò, ïé VEBA êáé VIAG èá ðáñáéôçèïýí áðü ôï óýíïëï ôùí äéêáéùìÜôùí ðïõ áðïññÝïõí áðü ôç óõìöùíßá ãéá ôç óýóôáóç êïéíïðñáîßáò ôçò 22áò Áõãïýóôïõ 1990 ìåôáîý ôçò Bayernwerk, ôçò PE êáé ôçò RWE.

    3. Ïé VEBA êáé VIAG áíáëáìâÜíïõí ôçí õðï÷ñÝùóç íá äéïñßóïõí åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò êáé óå óõíåííüçóç ìå ôçí ÅðéôñïðÞ Ýíáí åðéðëÝïí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ (ï ïðïßïò êáëåßôáé "êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò"). Ç åíôïëÞ ôïõ åí ëüãù äéá÷åéñéóôÞ ðñÝðåé ïìïßùò íá åãêñéèåß åê ôùí ðñïôÝñùí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. Èá ôïõ áíáôåèåß ç åõèýíç ôçò Üóêçóçò ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ôùí VEBA êáé VIAG óôç VEAG êáé óôç LAUBAG. ÊáôÜ ôçí Üóêçóç ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ðïõ ôïõ Ý÷ïõí åê÷ùñçèåß, ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò åíåñãåß áíåîÜñôçôá êáé äåí õðüêåéôáé óå åíôïëÝò. Ðáñüëá áõôÜ, óôïí âáèìü ðïõ åîåôÜæåôáé ç ëÞøç ìÝôñùí ðïõ óõíåðÜãïíôáé óïâáñÞ ïéêïíïìéêÞ åðéâÜñõíóç ôùí VEBA/VIAG (ð.÷. áýîçóç ìåôï÷éêïý êåöáëáßïõ), ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò ìðïñåß íá áóêåß ôá äéêáéþìáôá øÞöïõ ôïõ ìüíï óå óõíåííüçóç ìå ôéò VEBA/VIAG. Åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç, ôá åðïðôéêÜ óõìâïýëéá ðïõ ïé VEBA êáé VIAG èá Ý÷ïõí äéïñßóåé óôéò VEAG êáé LAUBAG èá åê÷ùñÞóïõí ôçí åíôïëÞ ôïõò ìå åîáßñåóç Ýíáí áíôéðñüóùðï áíÜ óõìâïýëéï. [...]* Áö' çò óôéãìÞò åêðïéçèïýí ïé ìåôï÷Ýò ôçò VEAG Þ/êáé ôçò LAUBAG, ôá åíáðïìÝíïíôá ìÝëç ôùí åðïðôéêþí óõìâïõëßùí èá åê÷ùñÞóïõí êáé áõôÜ ôçí åíôïëÞ ôïõò. Ôá íÝá ìÝëç ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ ôçò VEAG Þ/êáé ôçò LAUBAG äéïñßæïíôáé áìåëëçôß, êáé óôï ðëáßóéï áõôü áóêïýíôáé åðßóçò áðü ôïí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ äéáóöÜëéóçò ôá äéêáéþìáôá õðïâïëÞò ðñïôÜóåùí êáé øÞöïõ ôùí VEBA/VIAG. Ôá íåïåêëåãÝíôá ìÝëç ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ äåí åðéôñÝðåôáé íá åßíáé óõã÷ñüíùò ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ Þ åñãáæüìåíïé ôùí VEBA/VIAG, ïýôå ôçò RWE, ïýôå êÜðïéáò óõíäåüìåíçò ìå áõôÝò åðé÷åßñçóçò. Åðßóçò, ôá ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ ôçò VEAG êáé ôçò LAUBAG äåí åðéôñÝðåôáé íá åßíáé óõã÷ñüíùò ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ Þ åñãáæüìåíïé ôùí VEBA/VIAG, ïýôå ôçò RWE, ïýôå êÜðïéáò óõíäåüìåíçò ìå áõôÝò åðé÷åßñçóçò. Åîáßñåóç éó÷ýåé ìüíï ãéá ôçí êôçìáôéêÞ åôáéñåßá BPR Energie Geschäftsbesorgung GmbH, ðïõ åäñåýåé óôï Âåñïëßíï.

    4. Ïé ìÝôï÷ïé ôçò VEAG ðáñåß÷áí âÜóåé óõìâÜóåùò äáíåßïõ ðïõ õðåãñÜöç ôïí ÌÜéï ôïõ 1999 óôç VEAG êåöÜëáéá ìå óêïðü ôçí åîáóöÜëéóç ôçò ñåõóôüôçôÜò ôçò, ìå áðïôÝëåóìá íá åßíáé óÞìåñá åîáóöáëéóìÝíç ç õãéÞò ïéêïíïìéêÞ êáôÜóôáóÞ ôçò. Ïé VEBA/VIAG ðñüêåéôáé íá ðáñáéôçèïýí áðü ôá åéäéêÜ äéêáéþìáôá êáôáããåëßáò ðïõ ôïõò áíáãíùñßæåé ç ðñïáíáöåñèåßóá óýìâáóç. [...]*.

    5. Ïé VEBA/VIAG äçëþíïõí üôé åßíáé äéáôåèåéìÝíåò íá åããõçèïýí ôéò ðùëÞóåéò çëåêôñéêïý ñåýìáôïò ôçò VEAG åðß ôç âÜóåé ôùí áêüëïõèùí ñõèìßóåùí:

    á) Óôï âáèìü ðïõ ïé áíôßóôïé÷åò ðùëÞóåéò äåí ðñáãìáôïðïéïýíôáé Þäç ìÝóù ôùí áíáôïëéêïãåñìáíéêþí ðåñéöåñåéáêþí ðñïìçèåõôþí ôïõò TEAG, e.dis êáé Avacon-Ost (ðñþçí EVM), ïé VEBA/VIAG èá áãïñÜæïõí, åßôå ïé ßäéåò åßôå ìÝóù ôñßôùí, çëåêôñéêü ñåýìá áðü ôç VEAG óôçí ôéìÞ áãïñÜò áðü ôç óôéãìÞ ðïõ èá åãêñéèåß ç ìåôáîý ôïõò óõãêÝíôñùóç êáé ìÝ÷ñé ôéò 31 Äåêåìâñßïõ 2007 [âëÝðå ôï óôïé÷åßï ã) ðáñáêÜôù]. Ç åããõçìÝíç åôÞóéá ðïóüôçôá êáèþò êáé ç êáôáíïìÞ ôçò êáôÜ ôç äéÜñêåéá ôïõ Ýôïõò êáèïñßæïíôáé ìå âÜóç ôçí ðáñáãùãÞ ôùí ðñïáíáöåñèÝíôùí ðåñéöåñåéáêþí ðñïìçèåõôþí [...]*. ÌÝ÷ñé ôéò 31 Äåêåìâñßïõ 2003 ôá ìÝñç åããõþíôáé ôçí áãïñÜ ôïõ 100 % ôçò ðáñáãùãÞò ôùí ðñïáíáöåñèÝíôùí áíáôïëéêïãåñìáíéêþí ðåñéöåñåéáêþí ðñïìçèåõôþí [...]*. ÊáôÜ ôá Ýôç ðïõ Ýðïíôáé ôçò ñçèåßóáò çìåñïìçíßáò, áñ÷Þò ãåíïìÝíçò ôçí 1ç Éáíïõáñßïõ ôïõ 2004, ç õðï÷ñÝùóç ðñáãìáôïðïßçóçò áãïñþí - ìå ôçí åðéöýëáîç ôçò ñýèìéóçò ðïõ ðñïâëÝðåôáé óôï óôïé÷åßï â) - ìåéþíåôáé êáôÜ 10 % åôçóßùò óå ó÷Ýóç ìå ôçí áñ÷éêÞ ðïóüôçôá [...]*.

    Ïé ðïóüôçôåò çëåêôñéêïý ñåýìáôïò ðïõ ç VEAG ðùëåß óôéò åðé÷åéñÞóåéò óôï ðëáßóéï ôçò åîéóïññüðçóçò öïñôßïõ óýìöùíá ìå ôïí íüìï ðåñß áíáíåþóéìùí ðçãþí åíÝñãåéáò äåí êáôáëïãßæïíôáé óôïõò åããõçìÝíïõò âÜóåé ôçò ðáñïýóáò ñýèìéóçò üãêïõò ðùëÞóåùí.

    â) Óå ðåñßðôùóç áýîçóçò ôùí ðùëÞóåùí ôùí ðñïáíáöåñèÝíôùí ðåñéöåñåéáêþí ðñïìçèåõôþí óå óýãêñéóç ìå ôéò ðùëÞóåéò ôïõ 1999, ïé VEBA/VIAG èá ðáñÜó÷ïõí óôç VEAG ôç äõíáôüôçôá íá ôïõò ðïõëÞóåé [ôï ìåãáëýôåñï ìÝñïò] ôçò åí ëüãù åðéðëÝïí ðïóüôçôáò. Ç åðéðëÝïí áõôÞ ðñáãìáôïðïßçóç áãïñþí õðüêåéôáé ïìïßùò óôç äéÜôáîç ðåñß áíáðñïóáñìïãÞò ðïõ åîçãåßôáé ðéï ðÜíù. Ç óõãêåêñéìÝíç ñýèìéóç éó÷ýåé ìüíï ãéá ôéò áõîÞóåéò óôéò ðåñéï÷Ýò óôéò ïðïßåò åêìåôáëëåýïíôáí ìÝ÷ñé óÞìåñá äßêôõá çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò ïé ðñïáíáöåñèÝíôåò áíáôïëéêïãåñìáíéêïß ðåñéöåñåéáêïß ðñïìçèåõôÝò.

    Óå ðåñßðôùóç ìåßùóçò ôùí ðùëÞóåùí ôùí ðñïáíáöåñèÝíôùí ðåñéöåñåéáêþí ðñïìçèåõôþí, ç ñçèåßóá õðï÷ñÝùóç äåí áìâëýíåôáé áëëÜ ðáñáìÝíåé ùò Ý÷åé.

    ã) Ôõ÷üí áíåðáñêÞò åêðëÞñùóç ôùí õðï÷ñåþóåùí ðñáãìáôïðïßçóçò áãïñþí ðñïóôßèåôáé óôçí ðïóüóôùóç ðïõ éó÷ýåé ãéá ôéò áãïñÝò ôïõ åðüìåíïõ ôñéìÞíïõ.

    ä) Ç áãïñáßá ôéìÞ ðñïóäéïñßæåôáé ùò åîÞò:

    i) Ãéá ôï Ýôïò 2000 êáé ìÝ÷ñé ôéò 30 Éïõíßïõ 2001, éó÷ýåé åããõçìÝíá ôéìÞ çëåêôñéêïý ñåýìáôïò (êüóôïò ôçò åíÝñãåéáò êáé êüóôïò ÷ñÞóçò ôïõ äéêôýïõ) [ç ïðïßá áíôéóôïé÷åß åí ðïëëïßò óôçí ôñÝ÷ïõóá ôéìÞ ôçò áãïñÜò]. Ç óõãêåêñéìÝíç ôéìÞ ôïõ çëåêôñéêïý ñåýìáôïò éó÷ýåé åðßóçò åðß Ýîé ìÞíåò ìåôÜ ôç ìåôáâßâáóç ôùí ìåôï÷þí ôçò VEAG óå Ýíáí ôñßôï, äçëáäÞ åðß Ýîé ìÞíåò ôïõëÜ÷éóôïí áðü ôç óýíáøç ôçò ó÷åôéêÞò óýìâáóçò ðþëçóçò, áëëÜ ðÜíôùò ü÷é ðÝñáí ôçò 31çò Äåêåìâñßïõ 2001. Ùóôüóï, ç VEAG äåí Ý÷åé ôï äéêáßùìá íá ÷ñåþíåé åéò äéðëïýí ôï óôïé÷åßï ôïõ êüóôïõò ðïõ áöïñÜ ôç ÷ñÞóç ôïõ äéêôýïõ. Ç ôéìÞ [ç ïðïßá áíôéóôïé÷åß åí ðïëëïßò óôçí ôñÝ÷ïõóá ôéìÞ ôçò áãïñÜò]* áíáðñïóáñìüæåôáé óôç óõíÝ÷åéá ìå âÜóç ôï óôïé÷åßï êüóôïõò ÷ñÞóçò ôïõ äéêôýïõ, óôï ìÝôñï ðïõ óõíáöåßò äáðÜíåò ôçò VEAG Ý÷ïõí Þäç êáôáëïãéóèåß Üëëùò êáô' åöáñìïãÞ ôçò óõìöùíßáò åíþóåùí åðé÷åéñÞóåùí II ãéá ôçí ðáñï÷Þ çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò óôéò ðåñéï÷Ýò ôùí áíáôïëéêïãåñìáíéêþí ðåñéöåñåéáêþí ðñïìçèåõôþí.

    Áðü ôïí ÷ñüíï ôçò ìåôáâßâáóçò ôçò VEAG óôï íÝï ôçò éäéïêôÞôç êáé ìÝ÷ñé ôç ëÞîç éó÷ýïò ôçò ñýèìéóçò ðïõ äéÝðåé ôçí ôéìÞ áãïñÜò [ç ïðïßá áíôéóôïé÷åß åí ðïëëïßò óôçí ôñÝ÷ïõóá ôéìÞ ôçò áãïñÜò]* éó÷ýïõí åðéðñïóèÝôùò ôá áêüëïõèá:

    Áí ïé ðùëÞóåéò ôùí ðñïáíáöåñèÝíôùí ðåñéöåñåéáêþí ðñïìçèåõôþí óôéò ðåñéï÷Ýò óôéò ïðïßåò åêìåôáëëåýïíôáé óÞìåñá äßêôõá çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò ìåéùèïýí óå åðßðåäï ÷áìçëüôåñï áðü ôéò ðùëÞóåéò ôïõ 1999 êáé ç ìåßùóç áõôÞ ïöåßëåôáé óå Üìåóåò Þ Ýììåóåò ðùëÞóåéò ôçò VEAG Þ ôùí åôáéñåéþí ðïõ óõíäÝïíôáé ìå ôç VEAG, ç ôéìÞ [ç ïðïßá áíôéóôïé÷åß åí ðïëëïßò óôçí ôñÝ÷ïõóá ôéìÞ ôçò áãïñÜò]* áíáðñïóáñìüæåôáé ãéá ìßá áíôßóôïé÷ç ðïóüôçôá çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò ìå âÜóç ôç ñýèìéóç ðïõ ðñïâëÝðåôáé ðáñáêÜôù [âëÝðå ôï óçìåßï ii)].

    ii) ÌåôÜ ôçí áñ÷éêÞ öÜóç [âëÝðå ôï óçìåßï i)], éó÷ýïõí ôá åîÞò:

    Ç ôéìÞ áãïñÜò çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò õðïäéáéñåßôáé óôï óôïé÷åßï ôçò åíÝñãåéáò êáé óôï óôïé÷åßï ôïõ êüóôïõò ÷ñÞóçò ôïõ äéêôýïõ.

    Ç åðéâÜñõíóç ãéá ôï óôïé÷åßï ôçò ÷ñÞóçò ôïõ äéêôýïõ ðñïóäéïñßæåôáé ìå âÜóç ôïõò äçìïóéåõìÝíïõò ôéìïêáôáëüãïõò ôçò VEAG ïé ïðïßïé éó÷ýïõí êÜèå öïñÜ ãéá ôç ÷ñÞóç ôïõ äéêôýïõ ôçò, åíþ ç åßóðñáîÞ ôçò ãßíåôáé ìå âÜóç ôéò áñ÷Ýò ôçò óõìöùíßáò II êáé ôùí ôõ÷üí ìåôáãåíÝóôåñùí óõìöùíéþí êáé ìå âÜóç ôéò åöáñìïóôÝåò äéáôÜîåéò íüìïõ.

    Ç ôéìÞ ðïõ áíôéóôïé÷åß óôï óôïé÷åßï ôçò åíÝñãåéáò õðïëïãßæåôáé ùò åîÞò:

    Ãéá ôï ÷ñïíéêü äéÜóôçìá ìåôÜ ôç ëÞîç éó÷ýïò ôçò ñýèìéóçò ðïõ äéÝðåé ôçí ôéìÞ [ç ïðïßá áíôéóôïé÷åß åí ðïëëïßò óôçí ôñÝ÷ïõóá ôéìÞ ôçò áãïñÜò]* [âëÝðå ôï óçìåßï i)] ç ôéìÞ ðïõ áíôéóôïé÷åß óôï óôïé÷åßï ôçò åíÝñãåéáò áíáðñïóáñìüæåôáé ìå âÜóç ôçí áãïñáßá ôéìÞ. [Óôï åîÞò éó÷ýåé ðëÝïí ç áãïñáßá ôéìÞ.]*. Ç åí ëüãù ôéìÞ [áãïñáßá ôéìÞ]* ðñÝðåé íá êïéíïðïéåßôáé êÜèå öïñÜ óôç VEAG åíôüò ôïõ åðüìåíïõ ôñéìÞíïõ. Ç åðéóôñïöÞ ÷ñçìÜôùí Þ ç åðéðëÝïí åðéâÜñõíóç ðïõ ðñïêýðôåé áðü ôç ìåôáâïëÞ ôçò ôéìÞò êáôá÷ùñåßôáé åí óõíå÷åßá óôéò ëïãéóôéêÝò êáôáóôÜóåéò ìå áíáäñïìéêÞ éó÷ý. Ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé íá æçôïýí áðü ïéêïíïìéêü åëåãêôÞ íá åëÝãîåé ôçí ïñèüôçôá ôçò êïéíïðïéçèåßóáò ôéìÞò.

    Ïé VEBA/VIAG äýíáíôáé íá áðïêëßíïõí áðü ôéò áíùôÝñù ñõèìßóåéò ðåñß áíáðñïóáñìïãÞò ôçò ôéìÞò åöüóïí êáôáëÞîïõí óå äéáöïñåôéêÞ óõìöùíßá ìå ôïí áãïñáóôÞ ôùí ìåôï÷þí ôçò VEAG Þ ôçò LAUBAG.

    iii) Ôá äéêáéþìáôá êáé ïé õðï÷ñåþóåéò óõìøçöéóìïý êáé áíôéìéóèßáò ðïõ ðñïâëÝðïíôáé óôï ðëáßóéï ôçò åöáñìïãÞò ôùí ãåñìáíéêþí íüìùí ðåñß áíáíåþóéìùí ðçãþí åíÝñãåéáò êáé ðåñß óõìðáñáãùãÞò èåñìüôçôáò êáé åíÝñãåéáò ðáñáìÝíïõí óå éó÷ý ùò Ý÷ïõí êáè' üëç ôç äéÜñêåéá ôçò ðåñéüäïõ ðñïìçèåéþí. ÊáôÜ ôïí õðïëïãéóìü ôçò óôáèìéóìÝíçò áíÜëïãá ìå ôéò ðïóüôçôåò ìÝóçò ôéìÞò äåí ëáìâÜíïíôáé õðüøç ïé ðùëÞóåéò åîéóïññüðçóçò ðïõ Ý÷ïõí ðñáãìáôïðïéçèåß âÜóåé ôïõ ãåñìáíéêïý íüìïõ ðåñß áíáíåþóéìùí ðçãþí åíÝñãåéáò.

    II. Bewag

    Ç VIAG (BAG) êáôÝ÷åé ôï 26 % ôïõ êåöáëáßïõ êáé ôï 28,7 % ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ôçò Bewag, åíþ ç VEBA (PE) êáôÝ÷åé ôï 23 % ôïõ êåöáëáßïõ êáé ôï 23,8 % (20 %) ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ. Ôï 26 % ôïõ êåöáëáßïõ êáé ôï 28,7 % ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ áíÞêïõí óôç Southern Energy Holding (SEI). Ï ðåñéïñéóìüò ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ óôï 20 % éó÷ýåé âÜóåé ôçò õðï÷ñÝùóçò ðïõ ç PE áíÝëáâå ìå ôçí åðéóôïëÞ ôçò ìå çìåñïìçíßá 17 Óåðôåìâñßïõ 1997 Ýíáíôé ôçò ïìïóðïíäéáêÞò õðçñåóßáò áíôáãùíéóìïý. Ç äéáóðïñÜ ôïõ õðüëïéðïõ ìåôï÷éêïý êåöáëáßïõ (25 %) êáé ôùí õðüëïéðùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ (18,8 %) åßíáé åõñåßá.

    1. Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ó÷åäéáæüìåíç óõã÷þíåõóç VEBA/VIAG èåùñçèåß óõìâéâÜóéìç ìå ôç íïìïèåóßá áíôáãùíéóìïý êáé õëïðïéçèåß, ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé íá åêðïéÞóïõí óå ôñßôï [âëÝðå ôï óôïé÷åßï á) êáôùôÝñù] ôéò ðñïáíáöåñèåßóåò óõììåôï÷Ýò ðïõ êáôÝ÷ïõí óôç Bewag åíôüò ôçò ðñïèåóìßáò ðïõ ðñïâëÝðåôáé óôï óôïé÷åßï â).

    á) Ï áãïñáóôÞò ðñÝðåé íá åßíáé õöéóôÜìåíç åðé÷åßñçóç, áíåîÜñôçôç áðü ôéò VEBA, VIAG êáé RWE êáé ÷ùñßò äåóìïýò ìå áõôÝò êáé íá äéáèÝôåé ôá ïéêïíïìéêÜ ìÝóá áëëÜ - áðïäåäåéãìÝíá - êáé ôçí åìðåéñïãíùìïóýíç ãéá íá åßíáé óå èÝóç íá äéáôçñÞóåé êáé áíáðôýîåé ôçí BEWAG ùò åíåñãü äýíáìç ç ïðïßá èá áíôáãùíßæåôáé ôéò VEBA êáé VIAG. Ï áãïñáóôÞò ðñÝðåé ïðùóäÞðïôå íá åãêñéèåß ñçôþò êáé åê ôùí ðñïôÝñùí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. Óå ðåñßðôùóç ðïõ ï áãïñáóôÞò åßíáé êïéíïðñáîßá ðåñéóóïôÝñùí åðé÷åéñÞóåùí, ç ÅðéôñïðÞ ðñÝðåé íá åãêñßíåé åê ôùí ðñïôÝñùí ôï êÜèå ìÝëïò ôçò êïéíïðñáîßáò.

    â) Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ðþëçóç äåí ðñáãìáôïðïéçèåß åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò, ïé VEBA êáé VIAG èá ìåôáâéâÜóïõí áìåôÜêëçôá ôçí åîïõóßá äéáèÝóåùò ôïõ áíôéêåéìÝíïõ ôçò åêðïßçóçò óå Ýíáí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ (ðïõ êáëåßôáé "êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åêðïßçóçò"). Ç åðéëïãÞ ôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ åêðïßçóçò êáé ç åíôïëÞ ôïõ ðñÝðåé íá åãêñéèïýí åê ôùí ðñïôÝñùí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. ÊáèÞêïí ôïõ åßíáé íá ðñïâåß óôçí åêðïßçóç åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* ãéá ëïãáñéáóìü ôùí VEBA êáé VIAG ìå âÜóç ôïõò óõíÞèåéò åìðïñéêïýò üñïõò [...]*.

    2. Ïé VEBA êáé VIAG áíáëáìâÜíïõí ôçí õðï÷ñÝùóç íá äéïñßóïõí åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò êáé óå óõíåííüçóç ìå ôçí ÅðéôñïðÞ Ýíáí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ (ï ïðïßïò êáëåßôáé "êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò"). Ç åíôïëÞ ôïõ åí ëüãù äéá÷åéñéóôÞ ðñÝðåé ïìïßùò íá åãêñéèåß åê ôùí ðñïôÝñùí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. Èá ôïõ áíáôåèåß ç åõèýíç ôçò Üóêçóçò ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ôùí VEBA êáé VIAG óôç BEWAG, áëëÜ ãéá íá ãßíåé áõôü áðáéôåßôáé âÜóåé ôçò óýìâáóçò ãéá ôç óýóôáóç êïéíïðñáîßáò ç óõãêáôÜèåóç ôçò SEI. Åêôüò áõôïý, ïé VEBA êáé VIAG èá áíáèÝóïõí óôïí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ åîáóöÜëéóçò, åöüóïí óõìöùíåß ðñïò ôïýôï ç SEI, íá áóêåß ôá äéêáéþìáôá ðïõ ôïõò áíáãíùñßæïíôáé âÜóåé ôçò óýìâáóçò ãéá ôç óýóôáóç êïéíïðñáîßáò. ÊáôÜ ôçí Üóêçóç ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ðïõ ôïõ Ý÷ïõí åê÷ùñçèåß ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò åíåñãåß êáôÜ âÜóç áíåîÜñôçôá. Ðáñüëá áõôÜ, óôïí âáèìü ðïõ åîåôÜæåôáé ç ëÞøç ìÝôñùí ðïõ óõíåðÜãïíôáé óïâáñÞ ïéêïíïìéêÞ åðéâÜñõíóç ôùí VEBA/VIAG [...]*, ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò ìðïñåß íá áóêåß ôá äéêáéþìáôá øÞöïõ ôïõ ìüíï óå óõíåííüçóç ìå ôéò VEBA/VIAG. Ç ðáñï÷Þ Ýãêñéóçò ðñïò ôïýôï åßíáé õðï÷ñåùôéêÞ üôáí áðü áõôÞí åîáñôÜôáé ç ôÞñçóç ôçò áíÜëçøçò õðï÷ñÝùóçò ðïõ ðñïâëÝðåôáé óôçí ðáñÜãñáöï VIII.1. Åíôüò ðñïèåóìßáò [...]*, ôá åðïðôéêÜ óõìâïýëéá ðïõ ïé VEBA êáé VIAG èá Ý÷ïõí äéïñßóåé óôç BEWAG èá êáôáèÝóïõí ôçí åíôïëÞ ôïõò ìå åîáßñåóç Ýíáí áíôéðñüóùðï. [...]* Áö' çò óôéãìÞò åêðïéçèïýí ïé ìåôï÷Ýò ôçò BEWAG, ôï åíáðïìÝíïí ìÝëïò ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ èá êáôáèÝóåé êáé áõôü ôçí åíôïëÞ ôïõ. Ôá íÝá ìÝëç ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ äéïñßæïíôáé áìåëëçôß, êáé óôï ðëáßóéï áõôü áóêïýíôáé åðßóçò áðü ôïí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ åîáóöÜëéóçò ôá äéêáéþìáôá õðïâïëÞò ðñïôÜóåùí êáé øÞöïõ ôùí VEBA/VIAG. Ôá íÝá ìÝëç ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ äåí åðéôñÝðåôáé íá åßíáé óõã÷ñüíùò ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ Þ åñãáæüìåíïé ôùí VEBA, VIAG êáé RWE, ïýôå êÜðïéáò óõíäåüìåíçò ìå áõôÝò åðé÷åßñçóçò. Åðßóçò, ôá ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ ôçò BEWAG äåí åðéôñÝðåôáé íá åßíáé óõã÷ñüíùò ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ Þ åñãáæüìåíïé ôùí VEBA/VIAG, ïýôå êÜðïéáò óõíäåüìåíçò ìå áõôÝò åðé÷åßñçóçò.

    3. Ôá ìÝñç äýíáíôáé íá æçôÞóïõí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ íá êÜíåé äåêôÞ ôñïðïðïßçóç ôçò áíÜëçøçò õðï÷ñÝùóçò ðïõ áöïñÜ ôçí åêðïßçóç ôùí ìåôï÷þí ôçò BEWAG õðü ôçí ðñïûðüèåóç üôé áðïäåéêíýïõí üôé ç åêðïßçóç [åßíáé áäýíáôç ðáñÜ ôçí êáôáâïëÞ êÜèå äõíáôÞò ðñïóðÜèåéáò]*. ÐÜíôùò, áêüìç êáé óôçí ðåñßðôùóç áõôÞ, ï äéïñéóìüò ôùí íÝùí ìåëþí ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ ðñÝðåé õðï÷ñåùôéêÜ íá ãßíåé ìå ôç äéáäéêáóßá ðïõ ðåñéãñÜöåôáé ðéï ðÜíù· êáíÝíá ìÝëïò ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ ôçò BEWAG äåí åðéôñÝðåôáé íá åßíáé óõã÷ñüíùò ìÝëïò ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ Þ åñãáæüìåíïò ôùí VEBA/VIAG, ïýôå êÜðïéáò áðü ôéò åðé÷åéñÞóåéò ðïõ óõíäÝïíôáé ìáæß ôïõò.

    III. VEW

    Ç VIAG êáôÝ÷åé óÞìåñá (ìÝóù ôçò BAG/IAW) ôï 11,13 % ôùí ìåôï÷þí ôçò VEW êáé åðßóçò óõììåôÝ÷åé ìÝóù ôçò èõãáôñéêÞò ôçò Contigas êáôÜ 30 % óôï êåöÜëáéï ìßáò åôáéñåßáò-ðñïðÝôáóìá, ôçò Energie-Verwaltungsgesellschaft (EVG), ðïõ ìå ôç óåéñÜ ôçò êáôÝ÷åé Ýíá åðéðëÝïí 24,7 % ôùí ìåôï÷þí ôçò VEW. Óôï ðëáßóéï ôçò EVG Ý÷ïõí óõìöùíçèåß áìïéâáßá äéêáéþìáôá ðñïôßìçóçò ðñïò üöåëïò ôùí ìåôü÷ùí Þ ôçò VEW.

    1. Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ó÷åäéáæüìåíç óõã÷þíåõóç VEBA/VIAG èåùñçèåß óõìâéâÜóéìç ìå ôç íïìïèåóßá áíôáãùíéóìïý êáé õëïðïéçèåß, ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé íá åêðïéÞóïõí óå ôñßôï [âëÝðå ôï óôïé÷åßï á) êáôùôÝñù] ôçí ðñïáíáöåñèåßóá Üìåóç êáé Ýììåóç óõììåôï÷Þ ðïõ êáôÝ÷ïõí óôç VEW åíôüò ôçò ðñïèåóìßáò ðïõ ðñïâëÝðåôáé óôï óôïé÷åßï â). Óå ðåñßðôùóç ðïõ ðñéí áðü ôçí åêðíïÞ ôçò êáèïñéæüìåíçò óôï óôïé÷åßï â) ðñïèåóìßáò ç VEW áðïññïöçèåß áðü ôçí RWE, ôá ìÝñç åßíáé õðï÷ñåùìÝíá íá ìåôáâéâÜóïõí óå Ýíáí áãïñáóôÞ [âëÝðå ôï óôïé÷åßï á) êáôùôÝñù] ôéò ìåôï÷Ýò ðïõ èá ðñïêýøïõí áðü ôçí ðáñáðÜíù ðñÜîç.

    á) Ï áãïñáóôÞò ðñÝðåé íá åßíáé õöéóôÜìåíç åðé÷åßñçóç, áíåîÜñôçôç áðü ôéò VEBA êáé VIAG êáé ÷ùñßò äåóìïýò ìå áõôÝò. Ç åðéëïãÞ ôïõ áãïñáóôÞ ðñïûðïèÝôåé ôçí ðñïçãïýìåíç ñçôÞ Ýãêñéóç ôçò ÅðéôñïðÞò. Åí ðñïêåéìÝíù, ç ÅðéôñïðÞ ëáìâÜíåé õðüøç ôçí áíÜãêç íá ðáñáìåßíåé ç VEW Ýíáò åíåñãüò áíôáãùíéóôÞò óå ðåñßðôùóç ðïõ äåí óõã÷ùíåõèåß ìå ôçí RWE.

    â) Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ðþëçóç äåí ðñáãìáôïðïéçèåß åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò, ïé VEBA êáé VIAG èá ìåôáâéâÜóïõí áìåôÜêëçôá ôçí åîïõóßá äéáèÝóåùò ôïõ áíôéêåéìÝíïõ ôçò åêðïßçóçò óå Ýíáí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ (ðïõ êáëåßôáé "êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åêðïßçóçò"). Ç åðéëïãÞ ôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ åêðïßçóçò êáé ç åíôïëÞ ôïõ ðñÝðåé íá åãêñéèïýí åê ôùí ðñïôÝñùí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. ÊáèÞêïí ôïõ åßíáé íá ðñïâåß óôçí åêðïßçóç åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* ãéá ëïãáñéáóìü ôùí VEBA êáé VIAG ìå âÜóç ôïõò óõíÞèåéò åìðïñéêïýò üñïõò [...]*.

    2. ÅÜí ç åêðïßçóç ðñáãìáôïðïéçèåß [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò, ïé VEBA êáé VIAG õðï÷ñåïýíôáé íá åê÷ùñÞóïõí óå Ýíáí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ (ï ïðïßïò êáëåßôáé "êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò") ôçí Üóêçóç ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ðïõ áðïññÝïõí áðü ôçí Üìåóç êáé ôçí Ýììåóç óõììåôï÷Þ ôïõò óôç VEW. Ç åðéëïãÞ ôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ åîáóöÜëéóçò êáé ç åíôïëÞ ôïõ ðñÝðåé íá åãêñéèïýí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. ÊáôÜ ôçí Üóêçóç ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ðïõ ôïõ Ý÷ïõí åê÷ùñçèåß ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò åíåñãåß êáôÜ âÜóç ÷ùñßò íá äåóìåýåôáé áðü ïäçãßåò. Ðáñüëá áõôÜ, óôïí âáèìü ðïõ åîåôÜæåôáé ç ëÞøç ìÝôñùí ðïõ óõíåðÜãïíôáé ôç óïâáñÞ ïéêïíïìéêÞ åðéâÜñõíóç ôùí VEBA/VIAG, [...]* ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò ìðïñåß íá áóêåß ôá äéêáéþìáôá øÞöïõ ôïõ ìüíï óå óõíåííüçóç ìå ôéò VEBA/VIAG. Ç ðáñï÷Þ Ýãêñéóçò ðñïò ôïýôï åßíáé õðï÷ñåùôéêÞ üôáí áðü áõôÞí åîáñôÜôáé ç ôÞñçóç ôçò áíÜëçøçò õðï÷ñÝùóçò ðïõ ðñïâëÝðåôáé óôçí ðáñÜãñáöï VIII.1. Åíôüò ðñïèåóìßáò [...]*, ôá åðïðôéêÜ óõìâïýëéá ðïõ ç VIAG èá Ý÷åé äéïñßóåé óôç VEW èá êáôáèÝóïõí ôçí åíôïëÞ ôïõò. Ôá áíôßóôïé÷á íÝá ìÝëç ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ äéïñßæïíôáé ôüôå áìåëëçôß, êáé óôï ðëáßóéï áõôü áóêïýíôáé åðßóçò áðü ôïí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ åîáóöÜëéóçò ôá äéêáéþìáôá õðïâïëÞò ðñïôÜóåùí êáé øÞöïõ ôùí VEBA/VIAG. Ôá íÝá ìÝëç ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ äåí åðéôñÝðåôáé íá åßíáé óõã÷ñüíùò ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ Þ åñãáæüìåíïé ôùí VEBA êáé VIAG, ïýôå êÜðïéáò óõíäåüìåíçò ìå áõôÝò åðé÷åßñçóçò. Åðßóçò, ôá ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ ôçò VEW äåí åðéôñÝðåôáé íá åßíáé óõã÷ñüíùò ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ Þ åñãáæüìåíïé ôùí VEBA/VIAG, ïýôå êÜðïéáò óõíäåüìåíçò ìå áõôÝò åðé÷åßñçóçò. Ç ñýèìéóç áõôÞ ó÷åôéêÜ ìå ôç óýíèåóç ôïõ äéïéêçôéêïý êáé ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ ôçò VEW éó÷ýåé ïìïßùò ãéá ôçí RWE óå ðåñßðôùóç ðïõ ðñáãìáôïðïéçèåß ç óõãêÝíôñùóç ôùí RWE êáé VEW ðñéí áðü ôçí åêðïßçóç ôùí ìåôï÷þí ôçò VEW.

    IV. HEW

    Ç VEBA (Þ ç PreussenElektra/PE) êáôÝ÷åé ôï 15,4 % ôïõ êåöáëáßïõ êáé ôï 14,2 % ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ôçò HEW.

    1. Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ó÷åäéáæüìåíç óõã÷þíåõóç VEBA/VIAG èåùñçèåß óõìâéâÜóéìç ìå ôç íïìïèåóßá áíôáãùíéóìïý êáé õëïðïéçèåß, ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé íá åêðïéÞóïõí óå ôñßôï [âëÝðå ôï óôïé÷åßï á) êáôùôÝñù] ôçí ðñïáíáöåñèåßóá óõììåôï÷Þ ôïõò óôï êåöÜëáéï ôçò HEW åíôüò ôçò ðñïèåóìßáò ðïõ êáèïñßæåôáé ðáñáêÜôù.

    á) Ï áãïñáóôÞò ðñÝðåé íá åßíáé õöéóôÜìåíç åðé÷åßñçóç, áíåîÜñôçôç áðü ôéò VEBA, VIAG êáé RWE êáé ÷ùñßò äåóìïýò ìå áõôÝò. Ç åðéëïãÞ ôïõ áãïñáóôÞ ðñïûðïèÝôåé ôçí ðñïçãïýìåíç ñçôÞ Ýãêñéóç ôçò ÅðéôñïðÞò.

    â) Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ðþëçóç äåí ðñáãìáôïðïéçèåß åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò, ïé VEBA êáé VIAG èá ìåôáâéâÜóïõí áìåôÜêëçôá ôçí åîïõóßá äéáèÝóåùò ôïõ áíôéêåéìÝíïõ ôçò åêðïßçóçò óå Ýíáí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ (ðïõ êáëåßôáé "êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åêðïßçóçò"). Ç åðéëïãÞ ôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ åêðïßçóçò êáé ç åíôïëÞ ôïõ ðñÝðåé íá åãêñéèïýí åê ôùí ðñïôÝñùí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. ÊáèÞêïí ôïõ åßíáé íá ðñïâåß óôçí åêðïßçóç åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* ãéá ëïãáñéáóìü ôùí VEBA êáé VIAG ìå âÜóç ôïõò óõíÞèåéò åìðïñéêïýò üñïõò [...]*.

    2. ÅÜí ç åêðïßçóç äåí ðñáãìáôïðïéçèåß [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò, ïé VEBA êáé VIAG õðï÷ñåïýíôáé íá åê÷ùñÞóïõí óå Ýíáí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ (ï ïðïßïò êáëåßôáé "êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò") ôçí Üóêçóç ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ðïõ áðïññÝïõí áðü ôçí Üìåóç óõììåôï÷Þ ôïõò óôç ÇEW. Ç åðéëïãÞ ôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ åîáóöÜëéóçò êáé ç åíôïëÞ ôïõ ðñÝðåé íá åãêñéèïýí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. ÅðéðëÝïí, ïé VEBA êáé VIAG èá åîïõóéïäïôÞóïõí ôïí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ åîáóöÜëéóçò íá áóêåß ôá äéêáéþìáôÜ ôïõò ðïõ áðïññÝïõí áðü ôç óýìâáóç ãéá ôç óýóôáóç êïéíïðñáîßáò, õðü ôïí üñï üôé åîáóöáëßæïõí ôçí Ýãêñéóç ôùí áíôéóõìâáëëïìÝíùí ôïõò HGV êáé Sydkraft. ÊáôÜ ôçí Üóêçóç ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ðïõ ôïõ Ý÷ïõí åê÷ùñçèåß ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò åíåñãåß êáôÜ âÜóç ÷ùñßò íá äåóìåýåôáé áðü ïäçãßåò. Ðáñüëá áõôÜ, óôïí âáèìü ðïõ åîåôÜæåôáé ç ëÞøç ìÝôñùí ðïõ óõíåðÜãïíôáé ôç óïâáñÞ ïéêïíïìéêÞ åðéâÜñõíóç ôùí VEBA/VIAG [...]* ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò ìðïñåß íá áóêåß ôá äéêáéþìáôá øÞöïõ ôïõ ìüíï óå óõíåííüçóç ìå ôéò VEBA/VIAG. Åíôüò ðñïèåóìßáò [...]*, ôï åðïðôéêü óõìâïýëéï ðïõ ç VIAG Ý÷åé äéïñßóåé óôç ÇEW èá êáôáèÝóåé ôçí åíôïëÞ ôïõ. Ôï áíôßóôïé÷ï íÝï ìÝëïò ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ äéïñßæåôáé ôüôå áìåëëçôß, êáé óôï ðëáßóéï áõôü áóêïýíôáé åðßóçò áðü ôïí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ åîáóöÜëéóçò ôá äéêáéþìáôá õðïâïëÞò ðñïôÜóåùí êáé øÞöïõ ôùí VEBA/VIAG. Ôï íÝï ìÝëïò ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ äåí åðéôñÝðåôáé íá åßíáé óõã÷ñüíùò ìÝëïò ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ Þ åñãáæüìåíïò ôùí VEBA, VIAG êáé RWE, ïýôå êÜðïéáò óõíäåüìåíçò ìå áõôÝò åðé÷åßñçóçò. Åðßóçò, ôá ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ ôçò ÇEW äåí åðéôñÝðåôáé íá åßíáé óõã÷ñüíùò ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ Þ åñãáæüìåíïé ôùí VEBA/VIAG, ïýôå êÜðïéáò óõíäåüìåíçò ìå áõôÝò åðé÷åßñçóçò.

    V. Rhenag

    Óôç Rheinische Energie AG óõììåôÝ÷ïõí ç RWE Energie AG êáôÜ 54,1 % êáé ç VEBA AG (ìÝóù ôçò Thüga AG) êáôÜ 41,3 %. Ç óõììåôï÷Þ ôùí RWE Energie AG êáé Thüga AG óôç Rhenag äéÝðåôáé áðü óýìâáóç ðïõ Ý÷ïõí óõíÜøåé ìåôáîý ôïõò ãéá ôç óýóôáóç êïéíïðñáîßáò.

    1. Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ó÷åäéáæüìåíç óõã÷þíåõóç VEBA/VIAG èåùñçèåß óõìâéâÜóéìç ìå ôç íïìïèåóßá áíôáãùíéóìïý êáé õëïðïéçèåß, ïé VEBA/VIAG èá ìåñéìíÞóïõí ãéá ôïí ôåñìáôéóìü ôïõ åôáéñéêïý äåóìïý ðïõ õößóôáôáé óÞìåñá ìåôáîý ôçò RWE Energie AG êáé ôçò Thüga AG áíáöïñéêÜ ìå ôç Rhenag åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò. Ï ôåñìáôéóìüò áõôüò åßíáé äõíáôü íá ðñáãìáôïðïéçèåß áêüìç êáé ìå ôçí åîáãïñÜ ôçò óõììåôï÷Þò ôçò RWE áðü ôéò VEBA/VIAG Þ áðü ôçí Thüga AG. Óå ðåñßðôùóç áõôïýóéáò äéáíïìÞò éó÷ýåé ðñïèåóìßá [...]*. ÅÜí ï ôåñìáôéóìüò ðñáãìáôïðïéçèåß ìå ôçí åêðïßçóç óå ôñßôïí, ï áãïñáóôÞò ðñÝðåé íá åßíáé áíåîÜñôçôïò áðü ôéò VEBA êáé VIAG êáé íá ìç óõíäÝåôáé êáèüëïõ ìáæß ôïõò. Ç åðéëïãÞ ôïõ áãïñáóôÞ ðñÝðåé íá åãêñéèåß ñçôþò êáé åê ôùí ðñïôÝñùí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ.

    2. ÅÜí ï ôåñìáôéóìüò ôïõ åôáéñéêïý äåóìïý äåí ðñáãìáôïðïéçèåß [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò, ç ÅðéôñïðÞ äýíáôáé íá áðáéôÞóåé áðü ôéò VEBA êáé VIAG íá åê÷ùñÞóïõí óå Ýíáí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ (ï ïðïßïò êáëåßôáé "êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò") ôçí Üóêçóç ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ôïõò ðïõ áðïññÝïõí áðü ôç óõììåôï÷Þ ôïõò óôç Rhenag. Ç åðéëïãÞ ôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ åîáóöÜëéóçò êáé ç åíôïëÞ ôïõ ðñÝðåé íá åãêñéèïýí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. Ïé VEBA êáé VIAG èá áíáèÝóïõí óôïí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ ðïõ èá Ý÷åé åíäå÷ïìÝíùò äéïñéóèåß íá áóêåß ôá äéêáéþìáôÜ ôïõò ðïõ áðïññÝïõí áðü ôç óýìâáóç ãéá ôç óýóôáóç êïéíïðñáîßáò, õðü ôïí üñï üôé åîáóöáëßæïõí ôçí Ýãêñéóç ôçò RWE. ÊáôÜ ôçí Üóêçóç ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ðïõ ôïõ Ý÷ïõí åê÷ùñçèåß ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò åíåñãåß êáôÜ âÜóç ÷ùñßò íá äåóìåýåôáé áðü ïäçãßåò. Ðáñüëá áõôÜ, óôïí âáèìü ðïõ åîåôÜæåôáé ç ëÞøç ìÝôñùí ðïõ óõíåðÜãïíôáé ôç óïâáñÞ ïéêïíïìéêÞ åðéâÜñõíóç ôùí VEBA/VIAG [...]* ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò ìðïñåß íá áóêåß ôá äéêáéþìáôá øÞöïõ ôïõ ìüíï óå óõíåííüçóç ìå ôéò VEBA/VIAG. Åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôïí äéïñéóìü ôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ åîáóöÜëéóçò, ôá åðïðôéêÜ óõìâïýëéá ðïõ ç VEBA Ý÷åé äéïñßóåé óôç Rhenag èá êáôáèÝóïõí ôçí åíôïëÞ ôïõò. Ôá áíôßóôïé÷á íÝá ìÝëç ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ äéïñßæïíôáé ôüôå áìåëëçôß, êáé óôï ðëáßóéï áõôü áóêïýíôáé åðßóçò áðü ôïí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ åîáóöÜëéóçò ôá äéêáéþìáôá õðïâïëÞò ðñïôÜóåùí êáé øÞöïõ ôùí VEBA/VIAG. Ôá íÝá ìÝëç ôïõ åðïðôéêïý óõìâïõëßïõ äåí åðéôñÝðåôáé íá åßíáé óõã÷ñüíùò ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ Þ åñãáæüìåíïé ôùí VEBA êáé VIAG, ïýôå êÜðïéáò óõíäåüìåíçò ìå áõôÝò åðé÷åßñçóçò. Åðßóçò, ôá ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ ôçò Rhenag äåí åðéôñÝðåôáé íá åßíáé óõã÷ñüíùò ìÝëç ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ Þ åñãáæüìåíïé ôùí VEBA/VIAG, ïýôå êÜðïéáò óõíäåüìåíçò ìå áõôÝò åðé÷åßñçóçò.

    VI. Óõìöùíßá ôùí åíþóåùí åðé÷åéñÞóåùí II (óõìöùíßá II)

    1. Ïé VEBA/VIAG äåóìåýïíôáé íá ìåôáâÜëïõí ìÝóá óå Ýíáí ìÞíá áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò ìåôáîý ôïõò óõãêÝíôñùóçò ôá ôéìïëüãéá ðïõ åöáñìüæïõí ãéá ôç ÷ñÞóç ôïõ äéêôýïõ óôï åóùôåñéêü ôçò Ãåñìáíßáò êáôÜ ôÝôïéïí ôñüðï þóôå ôï óôïé÷åßï ôçò ôéìÞò ãéá ôï åã÷þñéï ôÝëïò Ô-Komponente (ðïõ åßíáé êáôáâëçôÝï óýìöùíá ìå ôç óõìöùíßá II óå ðåñßðôùóç ìåôÜâáóçò áðü ôïí Ýíáí ãåñìáíéêü ôïìÝá åìðïñßáò óôïí Üëëïí) íá åßíáé 0 Pf./kWh. Ïé VEBA/VIAG ïöåßëïõí íá åíçìåñþóïõí ó÷åôéêÜ ôï êïéíü ìå ôïí ðñïóÞêïíôá ôñüðï êáé åíôüò ôçò ðñïáíáöåñèåßóáò ðñïèåóìßáò. Óå ðåñßðôùóç ðïõ êáôÜ ôçí Ýãêñéóç ôçò óõã÷þíåõóçò ôùí VEBA/VIAG ïé RWE êáé VEW Ý÷ïõí Þäç áíáêïéíþóåé üôé ðáñáéôïýíôáé ôïõ åã÷åéñÞìáôïò, ïé VEBA/VIAG ïöåßëïõí íá ðñïâïýí êáé áõôÝò ðÜñáõôá óå áíÜëïãç ðáñáßôçóç.

    2. Ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé íá ãíùóôïðïéÞóïõí åíôüò äéìÞíïõ áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò ìåôáîý ôïõò óõãêÝíôñùóçò ôá ôéìïëüãéá ðïõ éó÷ýïõí ãéá ôéò ðùëÞóåéò çëåêôñéêïý ñåýìáôïò óôç äéêÞ ôïõò ðåñéï÷Þ äéêôýïõ, ãéá ôá 110 kV êáé ôá õøçëüôåñá åðßðåäá ôÜóçò, óôïõò ðåëÜôåò ãéá ôïõò ïðïßïõò éó÷ýåé åéäéêü êáèåóôþò· ç ãíùóôïðïßçóç ôùí ôéìþí ðñÝðåé ìÜëéóôá íá ãßíåé ÷ùñéóôÜ ãéá ôï óôïé÷åßï ÷ñÞóçò ôïõ äéêôýïõ, ôï óôïé÷åßï åíÝñãåéáò, ôï óôïé÷åßï ôçò ìÝôñçóçò êáé ãéá ôï óôïé÷åßï "äéÜöïñá" (ð.÷. áíáíåþóéìåò ðçãÝò åíÝñãåéáò, óõìðáñáãùãÞ èåñìüôçôáò êáé çëåêôñéóìïý, ôÝëç ãéá äéêáéþìáôá, öüñïò êýêëïõ åñãáóéþí, ê.ï.ê.). Ãéá ôïõò ðåëÜôåò ãéá ôïõò ïðïßïõò éó÷ýåé åéäéêü êáèåóôþò êáé óôïõò ïðïßïõò ðáñÝ÷åôáé çëåêôñéêü ñåýìá óôçí ðåñéï÷Þ äéêôýïõ ôùí ìåñþí óå ìåóáßï åðßðåäï ôÜóçò (20 kV), ç õðï÷ñÝùóç áõôÞ éó÷ýåé áðü 1çò Éáíïõáñßïõ 2001. Ïé VEBA/VIAG ïöåßëïõí íá ðñïâïýí óå ó÷åôéêÞ ðñïóÞêïõóá äçìïóßåõóç åíôüò ôçò ñçèåßóáò äßìçíçò ðñïèåóìßáò.

    Óå ü,ôé áöïñÜ ôïõò ðåëÜôåò ðïõ åöïäéÜæïõí åêôüò ôçò äéêÞò ôïõò ðåñéï÷Þò äéêôýïõ, ïé VEBA/VIAG èá ìåñéìíÞóïõí ïýôùò þóôå ç åðé÷åßñçóç ðïõ åêìåôáëëåýåôáé ôï åêÜóôïôå äßêôõï íá äéáèÝóåé óôéò VEBA/VIAG ôá ó÷åôéêÜ óôïé÷åßá óå áíáëõôéêÞ ìïñöÞ, ãéá íá åßíáé äõíáôÞ êáé ãéá ôïõò ðåëÜôåò áõôïýò ç áíáëõôéêÞ ðáñïõóßáóç ôùí óôïé÷åßùí.

    3. ÐñïêåéìÝíïõ ãéá ôï áíôßôéìï ðïõ ïöåßëåôáé ãéá ôçí ðáñï÷Þ ôçò êáëïõìÝíçò "åíÝñãåéáò åîéóïññüðçóçò", ïé VEBA/VIAG ïöåßëïõí, åíôüò ìçíüò áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò ìåôáîý ôïõò óõãêÝíôñùóçò, íá ìåôáâÜëïõí ôá ôéìïëüãéá ðïõ åöáñìüæïõí êáôÜ ôÝôïéïí ôñüðï þóôå åßôå ç ôéìÞ éó÷ýïò íá ÷ñåþíåôáé óå çìåñÞóéá âÜóç åßôå íá ÷ñåþíåôáé ìüíï ç ôéìÞ ôçò åíÝñãåéáò. Ïé VEBA/VIAG ïöåßëïõí íá ðñïâïýí óå ó÷åôéêÞ ðñïóÞêïõóá äçìïóßåõóç åíôüò ôçò ñçèåßóáò ðñïèåóìßáò.

    VII. Áãùãüò äéáóýíäåóçò Ãåñìáíßáò/Äáíßáò

    Ç VEBA (PE) êáôÝ÷åé óÞìåñá óôá ÷åñóáßá óýíïñá ôçò Äáíßáò ìå ôç Ãåñìáíßá, ìåôáîý Üëëùí, äéêáßùìá ìåôáöïñÜò 400 MW (ëáìâáíïìÝíùí õðüøç êáé ôùí áðùëåéþí), åíþ ç éêáíüôçôá ôïõ áãùãïý äéáóýíäåóçò åßíáé 1200 MW. Óôïõò ôñßôïõò ìðïñåß íá ðñïóöåñèåß ðñüóèåôç éêáíüôçôá äéüäåõóçò åî áõôþí ôùí 400 MW (åðéðëÝïí ôçò éêáíüôçôáò ðïõ Ý÷åé Þäç åêðïéçèåß ìå ðëåéïäïôéêü äéáãùíéóìü) ìüíï åöüóïí åãêáôáëåéöèåß ç Ýùò óÞìåñá õëéêÞ áíôáëëáãÞ çëåêôñéêïý ñåýìáôïò áðü ôçí åôáéñåßá çëåêôñéóìïý Statkraft/PE êáé ç áíôáëëáãÞ áõôÞ áíôéêáôáóôáèåß áðü Ýíáí ìç÷áíéóìü óõìøçöéóìïý.

    Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ó÷åäéáæüìåíç óõã÷þíåõóç VEBA/VIAG èåùñçèåß óõìâéâÜóéìç ìå ôç íïìïèåóßá áíôáãùíéóìïý êáé õëïðïéçèåß, ïé VEBA/VIAG åßíáé õðï÷ñåùìÝíåò íá óõíÜøïõí óýìâáóç ìå ôéò Eltra êáé Statkraft ç ïðïßá èá ðñïâëÝðåé ôá åîÞò:

    - ç Eltra Ý÷åé ôçí åõ÷Ýñåéá íá åðáíáãïñÜóåé ôï äéêáßùìá ìåôáöïñÜò 400 MW, ôï ïðïßï Ýùò ôþñá ÷ñçóéìåýåé ãéá ôçí åêôÝëåóç ôçò óýìâáóçò ãéá ôçí ðáñï÷Þ çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò ðïõ Ý÷åé óõíáöèåß ìåôáîý ôùí Statkraft êáé PE·ãéá ôçí åðáíáãïñÜ èá éó÷ýóåé ç ôéìÞ ðïõ êáôÝâáëå êáôÜ ôï ðáñåëèüí ç PE, ìå ôçí áöáßñåóç åíüò ðïóïý ðïõ áíôéóôïé÷åß óôçí Üóêçóç ôïõ äéêáéþìáôïò êáôÜ ôï ìåóïëáâÞóáí ÷ñïíéêü äéÜóôçìá,

    - ôï ìÝñïò ôçò óõìöùíßáò ìå ôç Statkraft ðïõ áíáöÝñåôáé óôá 400 MW èá ìåôáôñáðåß óå ïéêïíïìéêÞ óõìöùíßá ÷ùñßò íá èéãåß ç áîßá ôïõ,

    ïýôùò þóôå ôñßôïé íá ìðïñïýí [óôï åããýò ìÝëëïí]* íá ÷ñçóéìïðïéÞóïõí ôç óõãêåêñéìÝíç éêáíüôçôá ôïõ äéêôýïõ. Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç óýìâáóç äåí óõíáöèåß ìÝ÷ñé [...]* ãéá ëüãïõò áíåîÜñôçôïõò áðü ôç èÝëçóç ôùí VEBA/VIAG, ïé VEBA/VIAG äéêáéïýíôáé íá æçôÞóïõí áðü ôçí ÅðéôñïðÞ íá êÜíåé äåêôÞ ðáñÜôáóç ôçò ðñïèåóìßáò. Ç ÅðéôñïðÞ áðïöáóßæåé ó÷åôéêÜ ìå ôçí áßôçóç ìå ãíþìïíá ôç äéáèåóéìüôçôá áíôßóôïé÷çò éêáíüôçôáò [óôï åããýò ìÝëëïí]*.

    VIII. ÊïéíÝò óõìðëçñùìáôéêÝò äéáôÜîåéò

    Éó÷ýïõí ïé áêüëïõèåò óõìðëçñùìáôéêÝò äéáôÜîåéò:

    1. Ôá ìÝñç äåóìåýïíôáé íá äéáöõëÜîïõí óôï áêÝñáéï ôçí ïéêïíïìéêÞ áîßá ôïõ áíôéêåéìÝíïõ ôçò åêðïßçóçò ìÝ÷ñé ôçí ïëïêëÞñùóç ôçò åêðïßçóçò. Óôçí ðåñßðôùóç, åéäéêüôåñá, ôùí VEÁG, LAUBAG êáé BEWAG, ôá ìÝñç èá åíåñãÞóïõí êáôÜ ôÝôïéïí ôñüðï þóôå íá ìç ìåéùèåß ìÝ÷ñé ôïí ÷ñüíï ôçò ðþëçóçò ç áîßá ôïõ åíåñãçôéêïý ôùí åôáéñåéþí áõôþí ðÝñáí ôùí óõíåðåéþí ðïõ ìðïñåß íá Ý÷åé ç ôñÝ÷ïõóá äéïßêçóÞ ôïõò. Ç õðï÷ñÝùóç áõôÞ éó÷ýåé éäßùò ãéá ôç äéáôÞñçóç ôùí ðÜãéùí óôïé÷åßùí ôïõ åíåñãçôéêïý, ôçò ôå÷íïãíùóßáò êáèþò êáé ôùí ôå÷íéêþí êáé åìðïñéêþí äåîéïôÞôùí ôïõ ðñïóùðéêïý.

    Ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åîáóöÜëéóçò áóêåß ôá äéêáéþìáôá øÞöïõ ðïõ ôïõ Ý÷ïõí åê÷ùñçèåß óýìöùíá ìå ôéò ðñïáíáöåñèåßóåò áñ÷Ýò êáé ìåñéìíÜ ïýôùò þóôå ôá ìÝñç íá ìç äéáôçñÞóïõí óôçí êáôï÷Þ ôïõò óôïé÷åßá åìðéóôåõôéêïý ÷áñáêôÞñá ôá ïðïßá Ý÷ïõí áðïêôÞóåé óôï ðëáßóéï ôçò ó÷åôéæüìåíçò ìå ôçí áãïñÜ åìðïñéêÞò äñáóôçñéüôçôáò ôùí åðé÷åéñÞóåùí óôéò ïðïßåò êáôÝ÷ïõí óõììåôï÷Ýò ðïõ ðñÝðåé íá áðïôåëÝóïõí áíôéêåßìåíï åêðïßçóçò, åêôüò áí ïé ó÷åôéêÝò ðëçñïöïñßåò åßíáé áðáñáßôçôåò ãéá ôçí ôÞñçóç ôùí áíùôÝñù áíáëÞøåùí õðï÷ñåþóåùí, ð.÷. ãéá ôïí êáèïñéóìü ôçò áîßáò ôçò åêÜóôïôå åðé÷åßñçóçò Þ ãéá ôéò äéáðñáãìáôåýóåéò ó÷åôéêÜ ìå ôçí ôéìÞ ðþëçóçò4

    2. Ç ÅðéôñïðÞ êáé ïé VEBA/VIAG óõìöùíïýí üôé, ãéá íá èåùñçèåß üôé ïé VEBA/VIAG Ý÷ïõí ôçñÞóåé ôéò ðñïèåóìßåò ðïõ ôßèåíôáé ãéá ôéò õðï÷ñåùôéêÝò åêðïéÞóåéò, ðñÝðåé åíôüò ôçò åêÜóôïôå ðñïèåóìßáò íá Ý÷åé óõíáöèåß äåóìåõôéêÞ óýìâáóç ìå ôïí ïéêåßï áãïñáóôÞ ó÷åôéêÜ ìå ôï áíôéêåßìåíï ôçò åêðïßçóçò.

    3. ÅÜí óôéò ðáñáðÜíù áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí äåí ïñßæåôáé êÜôé äéáöïñåôéêü, ïé åí ëüãù áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí éó÷ýïõí óôï áêÝñáéï áêüìç êáé áí ãéá ôçí õëïðïßçóç ôçò áíáãêáßáò ðñÜîçò áðáéôåßôáé ïðùóäÞðïôå ç Ýãêñéóç ôñßôïõ [...]*.

    4. Óå ü,ôé áöïñÜ ôçí áíÜëçøç õðï÷ñÝùóçò ãéá ôçí åêðïßçóç ôùí ìåôï÷þí ôùí VEAG êáé LAUBAG, ç ÅðéôñïðÞ êáé ïé VEBA/VIAG óõìöùíïýí åðßóçò üôé ç õðï÷ñÝùóç áõôÞ èá èåùñçèåß åêðëçñùèåßóá ìüíï åöüóïí ïé RWE/VEW Ý÷ïõí åêðëçñþóåé êáé áõôÝò ôçí õðï÷ñÝùóç ðïõ ç ïìïóðïíäéáêÞ õðçñåóßá áíôáãùíéóìïý ôïõò åðÝâáëå óôï ðëáßóéï ôçò äéáäéêáóßáò B 8-309/99 êáé ç ïðïßá óõíßóôáôáé óôçí åêðïßçóç ôùí óõììåôï÷þí óôï êåöÜëáéï êáé ôùí äéêáéùìÜôùí øÞöïõ ðïõ êáôÝ÷ïõí óôéò VEAG êáé LAUBAG, êáèþò êáé ôùí äéêáéùìÜôùí åîüñõîçò ëéãíßôç ôá ïðïßá êáôÝ÷ïõí óôá íÝá ïìüóðïíäá ãåñìáíéêÜ êñáôßäéá· åðéðëÝïí, ç ïìïóðïíäéáêÞ õðçñåóßá áíôáãùíéóìïý ðñÝðåé íá Ý÷åé åðéâÜëåé õðï÷ñåþóåéò ãéá ôç äéáóöÜëéóç ôùí ðùëÞóåùí ôçò VEAG êáé ãéá ôç äéáöýëáîç ôçò ñåõóôüôçôáò ôçò åí ëüãù åðé÷åßñçóçò êáé íá åîáêïëïõèïýí íá éó÷ýïõí ïé õðï÷ñåþóåéò áõôÝò. ÁíáöïñéêÜ ìå ôéò áíáëÞøåéò õðï÷ñåþóåùí ðïõ ó÷åôßæïíôáé ìå ôç "Óõìöùíßá ôùí åíþóåùí åðé÷åéñÞóåùí" (âëÝðå ôï óçìåßï VI.1.-3.), ç ÅðéôñïðÞ êáé ïé VEBA/VIAG óõìöùíïýí üôé, ãéá íá èåùñçèåß üôé Ý÷ïõí åêðëçñùèåß ïé õðï÷ñåþóåéò áõôÝò, ðñÝðåé ïðùóäÞðïôå ç ïìïóðïíäéáêÞ õðçñåóßá áíôáãùíéóìïý íá Ý÷åé åðéâÜëåé áíÜëïãåò õðï÷ñåþóåéò óôï ðëáßóéï ôçò äéáäéêáóßáò B 8-309/99 êáé íá åîáêïëïõèïýí íá éó÷ýïõí ïé õðï÷ñåþóåéò áõôÝò.

    5. Ôï Ýñãï ôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ ôåñìáôßæåôáé ìå ôçí ïëïêëÞñùóç ôçò åêðïßçóçò ôïõ åêÜóôïôå åêðïéçôÝïõ áíôéêåéìÝíïõ.

    ÁÍÁËÇØÅÉÓ ÄÅÓÌÅÕÓÅÙÍ ÃÉÁ ÔÏÍ ÊËÁÄÏ ×ÇÌÉÊÙÍ ÐÑÏÚÏÍÔÙÍ

    I. Êõáíéïý÷ï ÷ëþñéï

    Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ó÷åäéáæüìåíç óõãêÝíôñùóç èåùñçèåß óõìâéâÜóéìç ìå ôç íïìïèåóßá áíôáãùíéóìïý êáé õëïðïéçèåß, ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé íá åêðïéÞóïõí óýìöùíá ìå ôïõò ðáñáêÜôù üñïõò ôï ôìÞìá ðáñáãùãÞò êõáíéïý÷ïõ ÷ëùñßïõ ðïõ ç SKW Trostberg AG äéáèÝôåé óÞìåñá ðáãêïóìßùò åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò:

    1. Ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé, óå ìßá ðñþôç öÜóç [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò íá ðñïóöÝñïõí ðñïò ðþëçóç áðïêëåéóôéêÜ êáé ìüíï ôï áíôéêåßìåíï åêðïßçóçò ðïõ êáèïñßæåôáé ðáñáêÜôù. Ôï áñãüôåñï äýï åâäïìÜäåò ðñéí áðü ôçí ðáñÝëåõóç [...]* ïöåßëïõí íá õðïâÜëïõí óôçí ÅðéôñïðÞ Ýêèåóç ó÷åôéêÜ ìå ôéò åíÝñãåéåò óôéò ïðïßåò èá Ý÷ïõí ðñïâåß ìå óêïðü ôçí ðñáãìáôïðïßçóç ôçò åêðïßçóçò, ó÷åôéêÜ ìå ôï óôÜäéï óôï ïðïßï èá âñßóêïíôáé ïé äéáðñáãìáôåýóåéò ãéá ôçí ðþëçóç Þ ó÷åôéêÜ ìå ôçí ÝêâáóÞ ôïõò.

    Áíôéêåßìåíï åêðïßçóçò åßíáé ìßá åôáéñåßá óôçí ïðïßá ðñïçãïõìÝíùò èá Ý÷ïõí ìåôáâéâáóèåß ïé ìïíÜäåò ðáñáãùãÞò õäñïêõáíéêïý ïîÝïò êáé ïé ìïíÜäåò ðáñáãùãÞò êõáíéïý÷ïõ ÷ëùñßïõ ôçò SKW Trostberg, êáèþò åðßóçò ôï áíáãêáßï ðñïóùðéêü êáé üëåò ïé åéäéêÝò ôå÷íéêÝò ãíþóåéò ðïõ áðáéôïýíôáé ãéá ôçí ðáñáãùãÞ õäñïêõáíéêïý ïîÝïò, êáèþò êáé ôï óýíïëï ôùí åìðïñéêþí êáé ôå÷íéêþí åéäéêþí ãíþóåùí ðïõ áðáéôïýíôáé ãéá ôçí ðáñáãùãÞ êáé åìðïñßá êõáíéïý÷ïõ ÷ëùñßïõ. Ï áãïñáóôÞò èá ëáìâÜíåé óôç âéïìç÷áíéêÞ æþíç ôïõ Münchsmünster ôçí õðïóôÞñéîç êáé ôéò õðçñåóßåò (ðáñï÷Þ çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò êáé áôìïý, ýäñåõóç, áðï÷Ýôåõóç, åñãáóôÞñéá, äéÜèåóç áðïâëÞôùí) ôéò ïðïßåò ðáñÝ÷åé êïéíïðñáîßá åôáéñåéþí, êáé ìÜëéóôá õðü üñïõò ßäéïõò ìå áõôïýò ðïõ éó÷ýïõí ãéá ôá õðüëïéðá ìÝëç ôçò êïéíïðñáîßáò. Ïé VEBA/VIAG èá åðéâÜëïõí óôïí åí ëüãù áãïñáóôÞ ôçí õðï÷ñÝùóç íá ðñïìçèåýåé ÷ëùñéïý÷ï êõáíïýñéï óôïí áãïñáóôÞ ôçò ìïíÜäáò ðáñáãùãÞò NDC óýìöùíá ìå üóá ðñïâëÝðïíôáé óôï óçìåßï II.1.. ÅÜí äåí ðùëçèåß ç ìïíÜäá ðáñáãùãÞò NDC, ç õðï÷ñÝùóç áõôÞ óõìöùíåßôáé õðÝñ ôùí VEBA/VIAG.

    2. Óå ðåñßðôùóç ðïõ ïé VEBA/VIAG êáôÜ ôçí ðñþôç öÜóç äåí êáôáöÝñïõí íá âñïõí áãïñáóôÞ ãéá ôï áíôéêåßìåíï åêðïßçóçò ðïõ êáèïñßæåôáé óôï áíùôÝñù óçìåßï 1 ðáñÜ ôçí êáôáâïëÞ êÜèå äõíáôÞò ðñïóðÜèåéáò ðñïò ôïí óêïðü áõôü, ïé VEBA/VIAG, ìå ôçí Ýãêñéóç ôçò ÅðéôñïðÞò ôùí ÅÊ, èá äéáèÝóïõí ðñïò ðþëçóç åíôüò ìéáò äåýôåñçò öÜóçò äéÜñêåéáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò êáé ìÝ÷ñé ôçí ðáñÝëåõóç [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò áðïêëåéóôéêÜ êáé ìüíï ôüóï ôï åêðïéçôÝï áíôéêåßìåíï ðïõ êáèïñßæåôáé óôï áíùôÝñù óçìåßï 1 üóï êáé ôï åêðïéçôÝï áíôéêåßìåíï ðïõ êáèïñßæåôáé ðáñáêÜôù:

    Áíôéêåßìåíï åêðïßçóçò åßíáé, åíáëëáêôéêÜ, ìßá åôáéñåßá óôçí ïðïßá ðñïçãïõìÝíùò èá Ý÷ïõí ìåôáâéâáóèåß ïé ìïíÜäåò ðáñáãùãÞò êõáíéïý÷ïõ ÷ëùñßïõ, êáèþò åðßóçò ôï áíáãêáßï ðñïóùðéêü êáé üëåò ïé åéäéêÝò ôå÷íéêÝò êáé åìðïñéêÝò ãíþóåéò ðïõ áðáéôïýíôáé ãéá ôçí ðáñáãùãÞ êáé åìðïñßá êõáíéïý÷ïõ ÷ëùñßïõ. Ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé íá ðñïìçèåýïõí åðß ìßá äåêáðåíôáåôßá õäñïêõáíéêü ïîý óôçí åôáéñåßá áõôÞ, êáé ìÜëéóôá óôéò ðïóüôçôåò ðïõ ÷ñåéÜæïíôáé ãéá ôç ìÝãéóôç áîéïðïßçóç ôçò äéáèÝóéìçò éêáíüôçôáò ðáñáãùãÞò CC· ç ôéìÞ ðïõ éó÷ýåé åí ðñïêåéìÝíù éóïýôáé ìå ôïí åôÞóéï óôáèìéóìÝíï ìÝóï üñï ôïõ Üìåóïõ êüóôïõò ôùí óçìåñéíþí [...]* ìïíÜäùí ðáñáãùãÞò êõáíéïý÷ïõ ÷ëùñßïõ [...]*, ðñïóáõîçìÝíï êáôÜ [...]*. Ï áãïñáóôÞò äéêáéïýôáé íá áíáèÝóåé óå áíåîÜñôçôï ïéêïíïìéêü åëåãêôÞ íá åðáëçèåýóåé ôá Üìåóá êüóôç· ï åí ëüãù åëåãêôÞò ãíùóôïðïéåß óôïí áãïñáóôÞ êáé óôïí ðùëçôÞ ôïí åîáêñéâùìÝíï óôáèìéóìÝíï åôÞóéï ìÝóï üñï ôïõ Üìåóïõ êüóôïõò, áëëÜ õðÝ÷åé õðï÷ñÝùóç ôÞñçóçò ôïõ áðïññÞôïõ Ýíáíôé ôïõ áãïñáóôÞ ðñïêåéìÝíïõ ãéá ôïõò óõíôåëåóôÝò ôïõ êüóôïõò. Áí ï ðùëçôÞò Þ ï áãïñáóôÞò áñíçèåß íá áðïäå÷èåß ôçí ôéìÞ áõôÞ, ï ðñïóäéïñéóìüò ôçò ãßíåôáé ìå äåóìåõôéêÞ éó÷ý áðü äéáéôçôÞ, åöüóïí êÜðïéï áðü ôá ìÝñç õðïâÜëåé, åíôüò ôñéþí ìçíþí áðü ôç ãíùóôïðïßçóç ôçò ôéìÞò áðü ôïí ïéêïíïìéêü åëåãêôÞ, áßôçóç ãéá ôïí äéïñéóìü äéáéôçôÞ óôïí ðñüåäñï ôïõ Âéïìç÷áíéêïý êáé Åìðïñéêïý Åðéìåëçôçñßïõ ôçò Êïëùíßáò· ç áßôçóç ðñÝðåé åðéðëÝïí íá êïéíïðïéçèåß áðü áõôüí ðïõ ôçí õðïâÜëëåé óôï Ýôåñï ìÝñïò äýï åâäïìÜäåò ðñïçãïõìÝíùò. Ï äéáéôçôÞò áðïöáóßæåé ãéá ôçí ôéìÞ áìåôÜêëçôá êáé äåí ÷ùñåß Üóêçóç êáíåíüò Ýíäéêïõ ìÝóïõ. Áí äåí õðïâëçèåß áßôçóç åíôüò ôçò ñçèåßóáò ðñïèåóìßáò, ç ôéìÞ ôçí ïðïßá Ý÷åé ãíùóôïðïéÞóåé ï ïéêïíïìéêüò åëåãêôÞò ëïãßæåôáé ùò äåóìåõôéêÞ ãéá ôá ìÝñç. Ç õðï÷ñÝùóç åöïäéáóìïý ðáýåé íá éó÷ýåé ìüíï óå ðåñßðôùóç ðïõ äéáêïðåß õðï÷ñåùôéêÜ ç ðáñáãùãÞ õäñïêõáíéêïý ïîÝïò êáô' åöáñìïãÞ íïìïèåôéêþí äéáôÜîåùí. ÊáôÜ ôá ëïéðÜ, ç ßäéá õðï÷ñÝùóç ðáýåé íá éó÷ýåé ôï åíùñßôåñï ìåôÜ ôçí ðáñÝëåõóç [...]* åÜí ïé åôÞóéåò áãïñÝò õäñïêõáíéêïý ïîÝïò ôïõ áãïñáóôÞ åðß [...]* óõíáðôÜ Ýôç äåí õðåñâïýí ôïõò [...]* ôüíïõò êáé óõã÷ñüíùò ôï ðïóïóôü ÷ñçóéìïðïßçóçò ôçò ìïíÜäáò ðáñáãùãÞò HCN ìåéùèåß êÜôù ôïõ[...]* %. Ï áãïñáóôÞò áíáëáìâÜíåé ôçí õðï÷ñÝùóç ðïõ ðñïâëÝðåôáé óôï óçìåßïII.1 ó÷åôéêÜ ìå ôçí ðñïìÞèåéá ÷ëùñéïý÷ïõ êõáíïõñßïõ óôïí áãïñáóôÞ ôçò ìïíÜäáò ðáñáãùãÞò NDC. ÅÜí äåí ðùëçèåß ç ìïíÜäá ðáñáãùãÞò NDC, ç õðï÷ñÝùóç áõôÞ éó÷ýåé õðÝñ ôùí VEBA/VIAG. Ï áãïñáóôÞò èá ëáìâÜíåé óôç âéïìç÷áíéêÞ æþíç ôïõ Münchsmünster ôçí õðïóôÞñéîç êáé ôéò õðçñåóßåò (ðáñï÷Þ çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò êáé áôìïý, ýäñåõóç, áðï÷Ýôåõóç, åñãáóôÞñéá, äéÜèåóç áðïâëÞôùí) ôéò ïðïßåò ðáñÝ÷åé êïéíïðñáîßá åôáéñåéþí, êáé ìÜëéóôá õðü üñïõò ßäéïõò ìå áõôïýò ðïõ éó÷ýïõí ãéá ôá õðüëïéðá ìÝëç ôçò êïéíïðñáîßáò.

    Ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé, ôï áñãüôåñï åíôüò 2 åâäïìÜäùí áðü ôçí ðáñÝëåõóç ôçò äåýôåñçò öÜóçò, íá õðïâÜëïõí óôçí ÅðéôñïðÞ Ýêèåóç ó÷åôéêÜ ìå ôéò åíÝñãåéåò óôéò ïðïßåò èá Ý÷ïõí ðñïâåß ìå óêïðü ôçí ðñáãìáôïðïßçóç ôçò åêðïßçóçò, ó÷åôéêÜ ìå ôï óôÜäéï óôï ïðïßï èá âñßóêïíôáé ïé äéáðñáãìáôåýóåéò ãéá ôçí ðþëçóç Þ ó÷åôéêÜ ìå ôçí ÝêâáóÞ ôïõò.

    3. Óå ðåñßðôùóç ðïõ ïé VEBA/VIAG, åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò êáé ðáñÜ ôçí êáôáâïëÞ êÜèå äõíáôÞò ðñïóðÜèåéáò, äåí êáôáöÝñïõí íá åîåýñïõí áãïñáóôÞ ãéá ôï åêðïéçôÝï áíôéêåßìåíï ðïõ êáèïñßæåôáé óôï óçìåßï 1 Þ óôï óçìåßï 2, áíôéêåßìåíï åêðïßçóçò ìðïñåß åðßóçò íá áðïôåëÝóåé, åöüóïí óõìöùíåß ç ÅðéôñïðÞ, ôï ôìÞìá ðáñáãùãÞò êõáíéïý÷ïõ ÷ëùñßïõ ôï ïðïßï ïñßæåôáé ùò åîÞò: ðåñéëáìâÜíåé ôï óýíïëï ôçò åìðïñéêÞò ôå÷íïãíùóßáò ðïõ áöïñÜ ôï êõáíéïý÷ï ÷ëþñéï, ðåñéëáìâáíïìÝíùí ôùí êáôáëüãùí ðåëáôþí êáé ôùí üñùí ðñïìÞèåéáò. Ïé VEBA/VIAG áíáëáìâÜíïõí ôçí õðï÷ñÝùóç íá ðñïìçèåýóïõí óôïí áãïñáóôÞ äõíÜìåé óõìâÜóåùò õðåñãïëáâßáò, ãéá ÷ñïíéêü äéÜóôçìá [...]* åôþí, åôÞóéá ðïóüôçôá Ýùò [...]* ôüíïõò êõáíéïý÷ïõ ÷ëùñßïõ, Ýíáíôé ôéìÞò ç ïðïßá áíôéóôïé÷åß óôï êüóôïò ðáñáãùãÞò óõí [...]*. Ôï êüóôïò ôïõ õäñïêõáíéêïý ïîÝïò ðïõ ÷ñåéÜæåôáé ãéá ôçí ðáñáãùãÞ êáèïñßæåôáé ìå âÜóç ôïí óôáèìéóìÝíï åôÞóéï ìÝóï üñï ôùí Üìåóùí åîüäùí ãéá õäñïêõáíéêü ïîý óôéò ôñåéò õðÜñ÷ïõóåò ìïíÜäåò ðáñáãùãÞò ôçò [...]*. Ï áãïñáóôÞò äéêáéïýôáé íá áíáèÝóåé óå áíåîÜñôçôï ïéêïíïìéêü åëåãêôÞ íá åðáëçèåýóåé ôá êüóôç ðáñáãùãÞò· ï åí ëüãù åëåãêôÞò ãíùóôïðïéåß óôïí áãïñáóôÞ êáé óôïí ðùëçôÞ ôïí åîáêñéâùìÝíï óôáèìéóìÝíï åôÞóéï ìÝóï üñï ôïõ Üìåóïõ êüóôïõò, áëëÜ õðÝ÷åé õðï÷ñÝùóç ôÞñçóçò ôïõ áðïññÞôïõ Ýíáíôé ôïõ áãïñáóôÞ ðñïêåéìÝíïõ ãéá ôïõò óõíôåëåóôÝò ôïõ êüóôïõò. Ôï åäÜöéï 5 ôïõ óçìåßïõ I.2 åöáñìüæåôáé êáô' áíáëïãßá. Ç õðï÷ñÝùóç åöïäéáóìïý ðáýåé íá éó÷ýåé ìüíï óå ðåñßðôùóç ðïõ äéáêïðåß õðï÷ñåùôéêÜ ç ðáñáãùãÞ õäñïêõáíéêïý ïîÝïò Þ CC êáô' åöáñìïãÞ íïìïèåôéêþí äéáôÜîåùí. ÊáôÜ ôá ëïéðÜ, ç ßäéá õðï÷ñÝùóç ðáýåé íá éó÷ýåé ôï åíùñßôåñï ìåôÜ ôçí ðáñÝëåõóç [...]* åÜí ïé áãïñÝò CC ôïõ áãïñáóôÞ äåí õðåñâïýí ôïõò [...]* ôüíïõò êáé óõã÷ñüíùò ôï ðïóïóôü ÷ñçóéìïðïßçóçò ôçò ìïíÜäáò ðáñáãùãÞò HCN ìåéùèåß óõíïëéêÜ êÜôù ôïõ [...]* %.

    II. Äéêõáíáìßäç íáôñßïõ

    Óå ðåñßðôùóç ðïõ ç ó÷åäéáæüìåíç óõãêÝíôñùóç èåùñçèåß óõìâéâÜóéìç ìå ôç íïìïèåóßá áíôáãùíéóìïý êáé õëïðïéçèåß, ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé íá åêðïéÞóïõí óýìöùíá ìå ôïõò ðáñáêÜôù üñïõò ôï õöéóôÜìåíï ôìÞìá ðáñáãùãÞò äéêõáíáìßäçò íáôñßïõ (NDC) ôçò SKW Trostberg AG åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò êáô' åðéëïãÞ ôïõ áãïñáóôÞ:

    1. Ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé, óå ìßá ðñþôç öÜóç [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò íá ðñïóöÝñïõí ðñïò ðþëçóç áðïêëåéóôéêÜ êáé ìüíï ôï áíôéêåßìåíï åêðïßçóçò ðïõ êáèïñßæåôáé ðáñáêÜôù. Ôï áñãüôåñï äýï åâäïìÜäåò ðñéí áðü ôçí ðáñÝëåõóç [...]* ïöåßëïõí íá õðïâÜëïõí óôçí ÅðéôñïðÞ Ýêèåóç ó÷åôéêÜ ìå ôéò åíÝñãåéåò óôéò ïðïßåò èá Ý÷ïõí ðñïâåß ìå óêïðü ôçí ðñáãìáôïðïßçóç ôçò åêðïßçóçò, ó÷åôéêÜ ìå ôï óôÜäéï óôï ïðïßï èá âñßóêïíôáé ïé äéáðñáãìáôåýóåéò ãéá ôçí åêðïßçóç Þ ó÷åôéêÜ ìå ôçí ÝêâáóÞ ôïõò. Áíôéêåßìåíï åêðïßçóçò åßíáé ç ìïíÜäá ðáñáãùãÞò NDC êáèþò êáé ôï óýíïëï ôùí åìðïñéêþí êáé ôå÷íéêþí åéäéêþí ãíþóåùí ðïõ áðáéôïýíôáé ãéá ôçí ðáñáãùãÞ êáé åìðïñßá ôçò åí ëüãù ïõóßáò. ÅÜí ôï ôìÞìá ðáñáãùãÞò ÷ëùñéïý÷ïõ êõáíïõñßïõ äåí ðùëçèåß óýìöùíá ìå ôá ðñïâëåðüìåíá óôï óçìåßï É, ïé VEBA/VIAG õðï÷ñåïýíôáé íá ðñïìçèåýïõí óôïí áãïñáóôÞ ôçò ìïíÜäáò ðáñáãùãÞò NDC åðß ÷ñïíéêü äéÜóôçìá [...]* åôþí ðïóüôçôá ÷ëùñéïý÷ïõ êõáíïõñßïõ ç ïðïßá éóïäõíáìåß ìå ðïóïóôü Ýùò [...]* ôùí áíáãêþí ôçò óçìåñéíÞò ìïíÜäáò ðáñáãùãÞò NDC (êáé ìÜëéóôá óå ìïñöÞ ßäéá ìå áõôÞ ðïõ áðáéôåßôáé ãéá ôçí ôñÝ÷ïõóá ðáñáãùãÞ NDC). Ç ôéìÞ ðïõ éó÷ýåé åí ðñïêåéìÝíù éóïýôáé ìå ôïí åôÞóéï óôáèìéóìÝíï ìÝóï üñï ôïõ êüóôïõò ðáñáãùãÞò ôùí óçìåñéíþí ôñéþí ìïíÜäùí ðáñáãùãÞò [...]* ôçò [...]* ìå ìßá áíáðñïóáñìïãÞ [...]*. Ï áãïñáóôÞò äéêáéïýôáé íá áíáèÝóåé óå áíåîÜñôçôï ïéêïíïìéêü åëåãêôÞ íá åðáëçèåýóåé ôï êüóôïò ðáñáãùãÞò· ï åëåãêôÞò ãíùóôïðïéåß óôïí áãïñáóôÞ êáé óôïí ðùëçôÞ ôïí åîáêñéâùìÝíï óôáèìéóìÝíï åôÞóéï ìÝóï üñï ôïõ Üìåóïõ êüóôïõò, áëëÜ õðÝ÷åé õðï÷ñÝùóç ôÞñçóçò ôïõ áðïññÞôïõ Ýíáíôé ôïõ áãïñáóôÞ ðñïêåéìÝíïõ ãéá ôïõò óõíôåëåóôÝò ôïõ êüóôïõò. Ôï åäÜöéï 5 ôïõ óçìåßïõ É.2 åöáñìüæåôáé êáô' áíáëïãßá. Ç õðï÷ñÝùóç åöïäéáóìïý ðáýåé íá éó÷ýåé ìüíï óå ðåñßðôùóç ðïõ äéáêïðåß õðï÷ñåùôéêÜ ç ðáñáãùãÞ õäñïêõáíéêïý ïîÝïò êáô' åöáñìïãÞ íïìïèåôéêþí äéáôÜîåùí. ÊáôÜ ôá ëïéðÜ, ç ßäéá õðï÷ñÝùóç ðáýåé íá éó÷ýåé ôï åíùñßôåñï ìåôÜ ôçí ðáñÝëåõóç [...]* åÜí ïé åôÞóéåò áãïñÝò ÷ëùñéïý÷ïõ êõáíïõñßïõ ôïõ áãïñáóôÞ ðÝóïõí êÜôù áðü ôï [...]* % ôçò ðïóüôçôáò ôïõ 1999 êáé óõã÷ñüíùò ôï ðïóïóôü ÷ñçóéìïðïßçóçò ôùí åãêáôáóôÜóåùí ðáñáãùãÞò HCN ìåéùèåß óõíïëéêÜ êÜôù ôïõ [...]* %. Ï áãïñáóôÞò èá ëáìâÜíåé óôç âéïìç÷áíéêÞ æþíç ôïõ Münchsmünster ôçí õðïóôÞñéîç êáé ôéò õðçñåóßåò(ðáñï÷Þ çëåêôñéêÞò åíÝñãåéáò êáé áôìïý, ýäñåõóç, áðï÷Ýôåõóç, åñãáóôÞñéá, äéÜèåóç áðïâëÞôùí) ôéò ïðïßåò ðáñÝ÷åé êïéíïðñáîßá åôáéñåéþí, êáé ìÜëéóôá õðü üñïõò ßäéïõò ìå áõôïýò ðïõ éó÷ýïõí ãéá ôá õðüëïéðá ìÝëç ôçò êïéíïðñáîßáò.

    2. Óå ðåñßðôùóç ðïõ ïé VEBA/VIAG êáôÜ ôçí ðñþôç öÜóç äåí êáôáöÝñïõí íá âñïõí áãïñáóôÞ ãéá ôï áíôéêåßìåíï åêðïßçóçò ðïõ êáèïñßæåôáé óôï óçìåßï 1, ðáñÜ ôçí êáôáâïëÞ êÜèå äõíáôÞò ðñïóðÜèåéáò ãéá ôïí óêïðü áõôü, ïé VEBA/VIAG, ìå ôçí Ýãêñéóç ôçò ÅðéôñïðÞò ôùí ÅÊ, Ý÷ïõí ôï äéêáßùìá íá äéáèÝóïõí åí óõíå÷åßá ðñïò ðþëçóç ôüóï ôï åêðïéçôÝï áíôéêåßìåíï ðïõ êáèïñßæåôáé óôï áíùôÝñù óçìåßï 1 üóï êáé ôï åêðïéçôÝï áíôéêåßìåíï ðïõ êáèïñßæåôáé ðáñáêÜôù:

    Áíôéêåßìåíï åêðïßçóçò åßíáé, åíáëëáêôéêÜ, ôï óýíïëï ôçò åìðïñéêÞò ôå÷íïãíùóßáò ðïõ áöïñÜ ôçí åìðïñßá NDC, ðåñéëáìâáíïìÝíùí üëùí ôùí êáôáëüãùí ðåëáôþí êáé ôùí üñùí ðñïìÞèåéáò. Ç SKW Trostberg áíáëáìâÜíåé ôçí õðï÷ñÝùóç íá ðñïìçèåýóåé óôïí áãïñáóôÞ äõíÜìåé óõìâÜóåùò õðåñãïëáâßáò, ãéá ÷ñïíéêü äéÜóôçìá [...]* åôþí, åôÞóéá ðïóüôçôá Ýùò [...]* ôüíïõò NDC, Ýíáíôé ôéìÞò ç ïðïßá íá áíôéóôïé÷åß óôï êüóôïò ðáñáãùãÞò óõí [...]*. Ôï êüóôïò ôïõ õäñïêõáíéêïý ïîÝïò ðïõ ÷ñåéÜæåôáé ãéá ôçí ðáñáãùãÞ êáèïñßæåôáé ìå âÜóç ôïí óôáèìéóìÝíï åôÞóéï ìÝóï üñï ôïõ êüóôïõò ðáñáãùãÞò õäñïêõáíéêïý ïîÝïò óôéò [...]* õðÜñ÷ïõóåò ìïíÜäåò ðáñáãùãÞò ôçò [...]*. Ï áãïñáóôÞò äéêáéïýôáé íá áíáèÝóåé óå áíåîÜñôçôï ïéêïíïìéêü åëåãêôÞ íá åðáëçèåýóåé ôá Üìåóá êüóôç· ï åëåãêôÞò ãíùóôïðïéåß óôïí áãïñáóôÞ êáé óôïí ðùëçôÞ ôïí åîáêñéâùìÝíï óôáèìéóìÝíï åôÞóéï ìÝóï üñï ôïõ Üìåóïõ êüóôïõò, áëëÜ õðÝ÷åé õðï÷ñÝùóç ôÞñçóçò ôïõ áðïññÞôïõ Ýíáíôé ôïõ áãïñáóôÞ ðñïêåéìÝíïõ ãéá ôïõò óõíôåëåóôÝò ôïõ êüóôïõò. Ôï åäÜöéï 5 ôïõ óçìåßïõ É.2 åöáñìüæåôáé êáô' áíáëïãßá. Ç õðï÷ñÝùóç åöïäéáóìïý ðáýåé íá éó÷ýåé ìüíï óå ðåñßðôùóç ðïõ äéáêïðåß õðï÷ñåùôéêÜ ç ðáñáãùãÞ õäñïêõáíéêïý ïîÝïò Þ äéêõáíáìßäçò íáôñßïõ êáô' åöáñìïãÞ íïìïèåôéêþí äéáôÜîåùí Þ óå ðåñßðôùóç ðïõ ïé åôÞóéåò áãïñÝò NDC ôïõ áãïñáóôÞ ðÝóïõí êÜôù áðü ôïõò [...]* ôüíïõò.

    3. Ï áãïñáóôÞò åðéôñÝðåôáé íá åßíáé åôáéñåßá óõóôáèåßóá ìå óêïðü ôçí åîáãïñÜ ôïõ ìÜíáôæìåíô Üëëçò åôáéñåßáò.

    III.

    Ôá áíôéêåßìåíá åêðïßçóçò ðïõ êáèïñßæïíôáé óôá óçìåßá I êáé IÉ åðéôñÝðåôáé íá ðùëçèïýí óôïí ßäéï áãïñáóôÞ.

    IV.

    1. Ïé VEBA/VIAG áíáëáìâÜíïõí ôçí õðï÷ñÝùóç íá ëÜâïõí ìÝñéìíá ïýôùò þóôå ç äéá÷åßñéóç ôùí åêðïéçôÝùí áíôéêåéìÝíùí ðïõ êáèïñßæïíôáé óôá áíùôÝñù óçìåßá É êáé II íá ãßíåôáé êáôÜ ôïí ßäéï ôñüðï üðùò êáé ðñéí áðü ôçí ïëïêëÞñùóç ôçò óõãêÝíôñùóçò. Åðßóçò, Ïé VEBA/VIAG áíáëáìâÜíïõí ôçí õðï÷ñÝùóç íá ëÜâïõí ìÝñéìíá ïýôùò þóôå ôá óôïé÷åßá åíåñãçôéêïý ðïõ áíÞêïõí óôá åí ëüãù åêðïéçôÝá áíôéêåßìåíá íá ìç ìåéùèïýí êáô' áîßá ìÝ÷ñé ôçí åêðïßçóç ðÝñáí ôùí óõíåðåéþí ðïõ ìðïñåß íá Ý÷åé ç ôñÝ÷ïõóá äéá÷åßñéóÞ ôïõò. Ç õðï÷ñÝùóç áõôÞ éó÷ýåé éäßùò ãéá ôç äéáôÞñçóç ôùí ðÜãéùí óôïé÷åßùí ôïõ åíåñãçôéêïý, ôçò ðåëáôåßáò ôçò ôå÷íïãíùóßáò êáèþò êáé ôùí ôå÷íéêþí êáé åìðïñéêþí äåîéïôÞôùí ôïõ ðñïóùðéêïý. Ïé VEBA/VIAG èá ðñïâïýí óå óõíåííüçóç ìå ôçí ÅðéôñïðÞ êáé åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* óôïí äéïñéóìü áíåîÜñôçôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ, ç åíôïëÞ ôïõ ïðïßïõ ðñÝðåé õðï÷ñåùôéêÜ íá åãêñéèåß áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. ÊáèÞêïí ôïõ èá åßíáé ï Ýëåã÷ïò ôçò ôÞñçóçò ôùí ðñïáíáöåñèåéóþí áíáëÞøåùí õðï÷ñåþóåùí ãéá ëïãáñéáóìü ôçò ÅðéôñïðÞò. Ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò èá ëÜâåé, åéäéêüôåñá, ìÝñéìíá ðñïêåéìÝíïõ ôüóï ôï ôìÞìá CC üóï êáé ôï ôìÞìá äéêõáíáìßäçò íáôñßïõ íá åîáêïëïõèÞóïõí íá ëåéôïõñãïýí êáôÜ ôñüðï áíåîÜñôçôï êáé ßäéï áêñéâþò ìå ôïí ðñï ôçò óõãêÝíôñùóçò áëëÜ îå÷ùñéóôÜ áðü ôéò äñáóôçñéüôçôåò óôéò áãïñÝò CC êáé äéêõáíáìßäçò íáôñßïõ ðïõ ðñüêåéôáé íá äéáôçñÞóïõí ïé VEBA/VIAG· åðßóçò èá öñïíôßóåé ãéá ôç ìç Üóêçóç êáìßáò åðéññïÞò áðü ðëåõñÜò VEBA/VIAG. Ãéá ôïí óêïðü áõôü, ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò èá ðñïóêáëåßôáé íá óõììåôÜó÷åé óå üëåò ôéò ãåíéêÝò óõíåëåýóåéò êáé óõíåäñéÜóåéò ôïõ åðïðôéêïý êáé ôïõ äéïéêçôéêïý óõìâïõëßïõ ôçò SKW Trostberg, êáèþò êáé ôùí äéáäü÷ùí ôçò óôïõò ïðïßïõò èá ðåñéÝëèïõí ïé äñáóôçñéüôçôåò ôçò SKW Trostberg óôïõò ôïìåßò ôïõ CC êáé ôçò äéêõáíáìßäçò íáôñßïõ. Ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò õðïâÜëëåé áíáöïñÜ óôçí ÅðéôñïðÞ, åßôå åÜí ôïõ ôï æçôÞóåé ç ÅðéôñïðÞ åßôå åöüóïí ôï êñßíåé ï ßäéïò óêüðéìï, ó÷åôéêÜ ìå ôá ðñÜãìáôá ðïõ Ý÷ïõí õðïðÝóåé óôçí áíôßëçøÞ ôïõ êáé åéóçãåßôáé, åÜí ôï êñßíåé áíáãêáßï, ôç ëÞøç ðñüóèåôùí ìÝôñùí.

    2. Óå ðåñßðôùóç ðïõ äåí ôçñçèïýí üëåò ïé ìÝ÷ñé ôïýäå õðï÷ñåþóåéò ðïõ Ý÷ïõí áíáëçöèåß óå ó÷Ýóç ìå ôéò ïõóßåò CC êáé NDC, ïé VEBA/VIAG èá ðñïâïýí, åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò êáé óå óõíåííüçóç ìå ôçí ÅðéôñïðÞ ôùí ÅÊ, óôïí äéïñéóìü áíåîÜñôçôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ, ôïõ ïðïßïõ ç åíôïëÞ ðñÝðåé õðï÷ñåùôéêÜ íá åãêñéèåß áðü ôçí ÅðéôñïðÞ. Ïé VEBA/VIAG èá ôïí ôçñïýí åíÞìåñï ó÷åôéêÜ ìå ôéò ðñïóðÜèåéåò ðïõ êáôáâÜëëïõí ãéá ôçí åêðïßçóç ôùí áíôéêåéìÝíùí ðïõ áíáöÝñïíôáé óôá óçìåßá I êáé IÉ. Ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò ïöåßëåé íá õðïâÜëåé [...]* áðü ôçí Ýãêñéóç ôçò óõãêÝíôñùóçò óôçí ÅðéôñïðÞ ó÷åôéêÞ Ýêèåóç. Ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò ìðïñåß íá óõìðßðôåé ìå áõôüí ðïõ äéïñßæåôáé êáô' åöáñìïãÞ ôïõ óçìåßïõ IV.1.

    3. Óå ðåñßðôùóç ðïõ äåí ðñáãìáôïðïéçèåß åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* ç ðþëçóç ôùí åêðïéçôÝùí áíôéêåéìÝíùí ðïõ êáèïñßæïíôáé óôá óçìåßá É êáé ÉÉ, ïé VEBA/VIAG èá öñïíôßóïõí íá åê÷ùñçèåß áìåôÜêëçôá ç åîïõóßá äéáèÝóåùò ôùí åíáðïìåíüíôùí åêðïéçôÝùí áíôéêåéìÝíùí óôïí êáôáðéóôåõôéêü äéá÷åéñéóôÞ ðïõ èá Ý÷åé äéïñéóèåß äõíÜìåé ôïõ óçìåßïõ IV.2. ÊáèÞêïí ôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ åßíáé íá ðñïâåß õðü ôïõò êáëýôåñïõò äõíáôïýò üñïõò, åíôüò ðñïèåóìßáò [...]* êáé ãéá ëïãáñéáóìü ôïõ éäéïêôÞôç, óôçí åêðïßçóç ôùí õðüøç áíôéêåéìÝíùí óýìöùíá ìå ôéò óõíÞèåéò åìðïñéêÝò áñ÷Ýò. Óôï ðëáßóéï áõôü, ï êáôáðéóôåõôéêüò äéá÷åéñéóôÞò åíåñãåß ÷ùñßò íá äåóìåýåôáé áðü åíôïëÝò, ïýôå áðü êÜðïéá ðñïêáèïñéóìÝíç åëÜ÷éóôç ôéìÞ.

    4. Ï áãïñáóôÞò ðñÝðåé íá åßíáé áíåîÜñôçôïò áðü ôéò VEBA/VIAG êáé íá ìç óõíäÝåôáé êáè' ïéïíäÞðïôå ôñüðï ìå áõôÝò. Ç åðéëïãÞ ôïõ ðñÝðåé õðï÷ñåùôéêÜ íá åãêñéèåß áðü ôçí ÅðéôñïðÞ ôùí ÅÊ.

    5. Ç ÅðéôñïðÞ êáé ïé VEBA/VIAG óõìöùíïýí üôé, ãéá íá èåùñçèåß üôé ïé VEBA/VIAG Ý÷ïõí ôçñÞóåé ôéò ðñïèåóìßåò ðïõ ôßèåíôáé ãéá ôéò õðï÷ñåùôéêÝò åêðïéÞóåéò, ðñÝðåé åíôüò ôçò åêÜóôïôå ðñïèåóìßáò íá Ý÷åé óõíáöèåß äåóìåõôéêÞ óýìâáóç ìå ôïí ïéêåßï áãïñáóôÞ ó÷åôéêÜ ìå ôï áíôéêåßìåíï ôçò åêðïßçóçò.

    6. Ôï Ýñãï ôïõ êáôáðéóôåõôéêïý äéá÷åéñéóôÞ ôåñìáôßæåôáé ìå ôçí ïëïêëÞñùóç ôçò åêðïßçóçò ôïõ åêÜóôïôå åêðïéçôÝïõ áíôéêåéìÝíïõ.

    Top