Izberite preskusne funkcije, ki jih želite preveriti.

Dokument je izvleček s spletišča EUR-Lex.

Dokument 31998H0195

    98/195/ΕΚ: Σύσταση της Επιτροπής της 8ης Ιανουαρίου 1998 για τη διασύνδεση σε ελεύθερη αγορά τηλεπικοινωνιών (Μέρος 1 - Τιμολόγηση της διασύνδεσης) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    ΕΕ L 73 της 12.3.1998, str. 42–50 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT, FI, SV)

    Pravni status dokumenta V veljavi: Ta akt je bil spremenjen. Trenutna prečiščena različica: 28/02/2002

    ELI: http://data.europa.eu/eli/reco/1998/195/oj

    31998H0195

    98/195/ΕΚ: Σύσταση της Επιτροπής της 8ης Ιανουαρίου 1998 για τη διασύνδεση σε ελεύθερη αγορά τηλεπικοινωνιών (Μέρος 1 - Τιμολόγηση της διασύνδεσης) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ)

    Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 073 της 12/03/1998 σ. 0042 - 0050


    ΣΥΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 8ης Ιανουαρίου 1998 για τη διασύνδεση σε ελεύθερη αγορά τηλεπικοινωνιών (Μέρος 1 - Τιμολόγηση της διασύνδεσης) (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) (98/195/ΕΚ)

    Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

    Έχοντας υπόψη:

    τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας,

    την οδηγία 97/33/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για τη διασύνδεση στο χώρο των τηλεπικοινωνιών, προκειμένου να διασφαλισθεί καθολική υπηρεσία και διαλειτουργικότητα, με εφαρμογή των αρχών παροχής ανοικτού δικτύου (ONP) (1), και ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 5,

    Εκτιμώντας:

    ότι η οδηγία 96/19/ΕΚ της Επιτροπής, της 13ης Μαρτίου 1996, για την τροποποίηση της οδηγίας 90/388/ΕΟΚ όσον αφορά το πλήρες άνοιγμα των αγορών τηλεπικοινωνιών στον ανταγωνισμό (2), καταργεί τα ειδικά και αποκλειστικά δικαιώματα όσον αφορά τη παροχή τηλεπικοινωνιακών δικτύων και υπηρεσιών 7

    ότι αποτελεί πολιτική της Κοινότητας να δημιουργηθεί ανοικτή και ανταγωνιστική αγορά στον τομέα των τηλεπικοινωνιών 7 ότι για τους νεοεισερχόμενους στην αγορά των τηλεπικοινωνιών που επιδιώκουν να ανταγωνιστούν τους κατεστημένους φορείς εκμετάλλευσης, είναι απαραίτητη η διασύνδεση με τα υπάρχοντα δημόσια μεταγόμενα τηλεπικοινωνιακά δίκτυα και τα τέλη διασύνδεσης αποτελούν έναν από τους μεγαλύτερους τομείς δαπάνης για τους νεοεισερχόμενους φορείς στην αγορά 7 ότι η Κοινότητα έχει εγκρίνει ρυθμιστικό πλαίσιο για τη διασύνδεση, όπως προβλέπεται στην οδηγία 97/33/ΕΚ 7

    ότι η οδηγία 97/33/ΕΚ αποδίδει στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές για τις τηλεπικοινωνίες (ΕΡΑ) σημαντικό ρόλο, όσον αφορά τη διασφάλιση κατάλληλης διασύνδεσης δικτύων, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, λαμβάνοντας υπόψη τις συστάσεις που καθορίζει η Επιτροπή, έτσι ώστε να διευκολυνθεί η ανάπτυξη γνήσιας εγχώριας ευρωπαϊκής αγοράς (αιτιολογική σκέψη 12) 7 ότι, ιδίως το άρθρο 7 παράγραφος 5 της οδηγίας 97/33/ΕΚ καλεί την Επιτροπή να καταρτίσει συστάσεις σχετικά με τα συστήματα κοστολόγησης και το λογιστικό διαχωρισμό 7 ότι, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας, ο καθορισμός τιμών διασύνδεσης αποτελεί ευθύνη των κρατών μελών 7

    ότι το άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 97/33/ΕΚ προβλέπει ότι ορισμένοι οργανισμοί που έχουν κοινοποιηθεί από τις ΕΡΑ ως έχοντες σημαντική ισχύ στην αγορά (εις το εξής αναφερόμενοι ως «κοινοποιημένοι φορείς») ακολουθούν τις αρχές της διαφάνειας και του προσανατολισμού προς το κόστος για τα τέλη διασύνδεσης και αναφέρει ότι το βάρος της αποδείξεως ότι τα τέλη βασίζονται στο κόστος το φέρει ο οργανισμός που παρέχει τη διασύνδεση στο δίκτυό του 7

    ότι, η Επιτροπή θεωρεί ότι η πλέον κατάλληλη προσέγγιση όσον αφορά την τιμολόγηση της διασύνδεσης είναι εκείνη που βασίζεται σε μελλοντοστραφείς μακροπρόθεσμες μέσες οριακές δαπάνες, δεδομένου ότι είναι η πλέον συμβατή με την ανταγωνιστική αγορά 7 ότι η προσέγγιση αυτή δεν αποκλείει τη χρήση αιτιολογημένων «εκτάκτων επιβαρύνσεων», ως μέσου ανάκτησης τω μελλοντοστραφών από κοινού αναληφθεισών και κοινών δαπανών ενός αποδοτικού φορέα, όπως μπορούν να προκύψουν υπό ανταγωνιστικές συνθήκες 7

    ότι, μέχρις ότου τεθούν σε εφαρμογή τέλη διασύνδεσης βασισμένα σε μελλοντοστραφείς μακροπρόθεσμες μέσες οριακές δαπάνες, είναι σκόπιμο να δημοσιευθούν διεθνείς συγκρίσεις τελών διασύνδεσης, ως μέσου υποβοήθησης των εθνικών ρυθμιστικών αρχών, προκειμένου να διασφαλίσουν την εφαρμογή της βασισμένης στο κόστος διασύνδεσης στα δίκτυα των κοινοποιημένων φορέων εκμετάλλευσης 7

    ότι το άρθρο 7 παράγραφος 5 της οδηγίας 97/33/ΕΚ καλεί τις ΕΡΑ να διασφαλίσουν ότι τα συστήματα κοστολόγησης που χρησιμοποιούνται από τους ενδιαφερόμενους οργανισμούς είναι κατάλληλα για τη διασφάλιση διαφάνειας και στήριξης στο κόστος, αλλά δεν καθορίζουν συγκεκριμένο σύστημα κοστολόγησης 7 ότι η προσέγγιση στην τιμολόγηση της διασύνδεσης βάσει μελλοντοστραφών μακροπρόθεσμων μέσων οριακών δαπανών συνεπάγεται λογιστικό σύστημα βάσει τρεχουσών δαπανών μάλλον παρά ιστορικών δαπανών 7 ότι οι λογαριασμοί βάσει δραστηριότητας μπορούν να χρησιμοποιούνται για την οικοδόμηση μοντέλου «εκ των άνω προς τα κάτω» των μακροπρόθεσμων μέσων οριακών δαπανών για τη διασύνδεση 7

    ότι το κόστος τερματισμού κλήσεως από διασυνδεόμενο δίκτυο δεν πρέπει να εξαρτάται από τον τύπο του δικτύου από το οποίο ξεκινάει η κλήση 7 ότι η αρχή της αμεροληψίας σημαίνει ότι τα τέλη διασύνδεσης για υπηρεσίες τερματισμού κλήσεων που παρέχονται από κοινοποιημένους φορείς εκμετάλλευσης δεν πρέπει, γενικά, να κάνουν διάκριση μεταξύ κλήσεων που ξεκινούν από σταθερά δίκτυα και κλήσεων που ξεκινούν από κινητά δίκτυα, ούτε μεταξύ κλήσεων που ξεκινούν από δίκτυα στο ίδιο κράτος μέλος και κλήσεων που ξεκινούν από δίκτυα σε άλλα κράτη μέλη 7

    ότι τα κράτη μέλη μπορούν να επιτρέπουν την παροχή τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, περιλαμβανομένης της εγκατάστασης ή/και της λειτουργίας τηλεπικοινωνιακών δικτύων που είναι απαραίτητα για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, υπό την προϋπόθεση εξουσιοδότησης, σύμφωνα με την οδηγία 97/13/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 10ης Απριλίου 1997, σχετικά με κοινό πλαίσιο γενικών και ειδικών αδειών στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών (3) 7 ότι οι γενικές αρχές της συνθήκης και οι συγκεκριμένες απαιτήσεις της οδηγίας 97/33/ΕΚ σημαίνουν ότι όλα τα σημεία διασύνδεσης που είναι ανοικτά σε εθνικούς φορείς εκμετάλλευσης πρέπει επίσης να είναι ανοικτά σε εξουσιοδοτημένους φορείς εκμετάλλευσης άλλων κρατών μελών, οι οποίοι επιθυμούν να διαβιβάζουν διασυνοριακή κίνηση 7 ότι η πάγια πρακτική, σύμφωνα με την οποία οι υπάρχοντες φορείς εκμετάλλευσης δικτύου μπορούν να διαβιβάζουν κίνηση προς άλλα κράτη μέλη χωρίς να χρειάζονται εξουσιοδοτήσεις από το κράτος μέλος προορισμού ή χωρίς να χρειάζεται να είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος προορισμού είναι συμβατοί με την αρχή ότι η διαβίβαση κίνησης σε δεδομένο κράτος μέλος δεν αποτελεί παροχή υπηρεσίας στο εν λόγω κράτος μέλος 7

    ότι η οδηγία 97/33/ΕΚ επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν μηχανισμούς για τον καταμερισμό του καθαρού κόστους των υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας μεταξύ των οργανισμών που εκμεταλλεύονται δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ή/και προσιτές στο κοινό υπηρεσίες φωνητικής τηλεφωνίας 7

    ότι το άρθρο 12 παράγραφος 1 της οδηγίας 95/62/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, για την εφαρμογή παροχής ανοικτού δικτύου (ΟΝΡ) στη φωνητική τηλεφωνία (4), προβλέπει τιμολόγια για τη χρήση του σταθερού δημόσιου τηλεφωνικού δικτύου και της υπηρεσίας φωνητικής τηλεφωνίας που πρέπει να ακολουθούν τις βασικές αρχές στήριξης στο κόστος και διαφάνειας 7 ότι οι συνεισφορές των διασυνδεομένων μερών σε προγράμματα τύπου «ελλείμματος πρόσβασης» επιτρέπονται μόνον όταν επιβάλλονται τιμολογικοί περιορισμοί από τις ΕΡΑ για λόγους προσιτής τιμής και δυνατότητας, πρόσβασης των τηλεφωνικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 2 της οδηγίας 95/62/ΕΚ 7 ότι η Επιτροπή έχει τονίσει ότι πιστεύει ότι τέτοια προγράμματα πρέπει να καταργηθούν έως την 1η Ιανουαρίου 2000 (5) 7

    ότι η εφαρμογή των αρχών που προβλέπονται στην παρούσα σύσταση γίνεται με πάσα επιφύλαξη ως προς το καθήκον των κρατών μελών και των επιχειρήσεων να συμμορφώνονται πλήρως προς τους κανόνες ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές θέσεις που προβλέπονται στην ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού σε συμφωνίες πρόσβασης στον τηλεπικοινωνιακό τομέα (6) 7

    ότι η συμβουλευτική επιτροπή που συνίσταται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 της οδηγίας 90/387/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1990, για τη δημιουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών βάσει της εφαρμογής της παροχής ανοικτού δικτύου (7) (η επιτροπή ONP), παρέσχε ευρεία στήριξη στις αρχές που προβλέπονται στην παρούσα σύσταση και η Επιτροπή έλαβε πλήρως υπόψη τις απόψεις που εκφράστηκαν,

    ΣΥΝΙΣΤΑ:

    1. Η παρούσα σύσταση αφορά τη διασύνδεση των τηλεπικοινωνιακών δικτύων, και ιδίως την τιμολόγηση του τερματισμού κλήσεων στα δίκτυα φορέων εκμετάλλευσης, που χαρακτηρίζονται από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές τους ως έχοντες σημαντική ισχύ στην αγορά (εις το εξής αναφερόμενοι ως «κοινοποιημένοι φορείς»), σύμφωνα με την οδηγία 97/33/ΕΚ.

    2. Το άρθρο 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 97/33/ΕΚ προβλέπει ότι τα τέλη διασύνδεσης των κοινοποιημένων φορέων ακολουθούν τις αρχές της στήριξης στο κόστος και της διαφάνειας. Η αρχή της στήριξης στο κόστος, όταν εφαρμόζεται στη διασύνδεση, εννοεί ότι τα τέλη διασύνδεσης πρέπει να εκφράζουν τον τρόπο με τον οποίο επιβάλλονται στην πράξη οι δαπάνες διασύνδεσης. Οι κοινοποιημένοι φορείς πρέπει να είναι σε θέση να ανακτούν το εφάπαξ οριακό κόστος που απαιτείται για τη σύνδεση των δικτύων καθώς και τις οριακές δαπάνες δυναμικότητας που επιβάλλονται από τη διασυνδεόμενη κίνηση.

    Το παράρτημα Ι της παρούσας σύστασης παρέχει περαιτέρω λεπτομέρειες για τον τύπο δαπανών που αφορούν τον τερματισμό κλήσεως.

    3. Οι δαπάνες διασύνδεσης πρέπει να υπολογίζονται βάσει μελλοντροστραφών μακροπρόθεσμων μέσων οριακών δαπανών, δεδομένου ότι οι δαπάνες αυτές είναι πολύ παραπλήσιες προς εκείνες των αποδοτικών φορέων που χρησιμοποιούν σύγχρονη τεχνολογία. Τέλη διασύνδεσης που βασίζονται σε τέτοιου είδους δαπάνες μπορούν να περιλαμβάνουν δικαιολογημένες έκτακτες επιβαρύνσεις (mark-ups) ώστε να καλύπτουν τμήμα των μελλοντοστραφών από κοινού ανειλημμένων και κοινών δαπανών των αποδοτικών φορέων, όπως ενδέχεται να προκύψουν υπό ανταγωνιστικές συνθήκες.

    4. Τα τέλη διασύνδεσης, τα οποία βασίζονται στη «βέλτιστη τρέχουσα πρακτική», όπως προβλέπεται κατωτέρω, παρέχουν καθοδήγηση στις ΕΡΑ για την εκτίμηση των τελών διασύνδεσης που αφορούν τον τερματισμό κλήσεως και τα οποία προτείνονται από κοινοποιημένους φορείς, μέχρις ότου καταστούν διαθέσιμες υπολογισμένες δαπάνες για τη διασύνδεση, βάσει μελλοντοστραφών μακροπρόθεσμων μέσων οριακών δαπανών.

    Βάσει των δεδομένων που προβλέπονται στο παράρτημα ΙΙ της παρούσας σύστασης, τα ακόλουθα τέλη είναι συνιστώμενα ανώτατα τέλη διασύνδεσης για το χρονικό διάστημα από 1ης Ιανουαρίου 1998.

    Τέλη διασύνδεσης «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής»

    Τέλη διασύνδεσης «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής» για τερματισμό κλήσεων στο ΤΟΠΙΚΟ επίπεδο (δηλαδή στο τοπικό κέντρο ή όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο τοπικό κέντρο)

    Μεταξύ 0,6 και 1,0 Ecu/100 ανά λεπτό (σε ώρα αιχμής)

    Τέλη διασύνδεσης «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής» για διασύνδεση ΑΠΛΗΣ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ (αστικό επίπεδο)

    Μεταξύ 0,9 και 1,8 Ecu/100 ανά λεπτό (σε ώρα αιχμής)

    Τέλη διασύνδεσης «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής» για διασύνδεση ΔΙΠΛΗΣ ΔΙΑΒΙΒΑΣΗΣ (εθνικό επίπεδο - άνω των 200 χιλιομέτρων)

    Μεταξύ 1,5 και 2,6 Ecu/100 ανά λεπτό (σε ώρα αιχμής)

    5. Συνιστάται ότι, σε περιπτώσεις όπου τα τέλη ευρίσκονται εκτός των περιοχών των τελών «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής», που προβλέπονται στο σημείο 4, οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές κάνουν χρήση των δικαιωμάτων τους βάσει του άρθρου 7 παράγραφος 2 της οδηγίας 97/33/ΕΚ, ώστε να ζητήσουν πλήρη αιτιολόγηση των προτεινόμενων τελών και, εφόσον είναι σκόπιμο, να απαιτήσουν αναδρομικές αλλαγές στα τέλη διασύνδεσης. Τα όρια των τελών «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής» που προβλέπονται στο σημείο 4 θεωρούνται αρκετά ευρέα ώστε να καλύπτουν αναγνωρισμένες διαφορές κόστους μεταξύ κρατών μελών.

    6. Η χρήση μελλοντοστραφών μακροπρόθεσμων μέσων οριακών δαπανών καθιστά απαραίτητο σύστημα κοστολόγησης που χρησιμοποιεί κατανομές τρεχουσών δαπανών βάσει δραστηριότητος μάλλον παρά ιστορικές δαπάνες. Συνιστάται οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές (ΕΡΑ) να καθορίζουν προθεσμίες στους υπό αυτών κοινοποιημένους φορείς για την εφαρμογή νέων συστημάτων κοστολόγησης βάσει τρεχουσών δαπανών, σε περιπτώσεις όπου τέτοιου είδους συστήματα δεν ισχύουν ήδη. Τα συστήματα κοστολόγησης βάσει δραστηριότητας, στα οποία οι δαπάνες κατανέμονται στα διάφορα προϊόντα ή/και υπηρεσίες βάσει των υφισταμένων παραγόντων κόστους και δραστηριοτήτων των αποδοτικών φορέων συνίστανται προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι από κοινού ανειλημμένες και κοινές δαπάνες που δεν μπορούν να κατανεμηθούν άμεσα.

    7. Σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική για τη διασυνοριακή διασύνδεση μεταξύ φορέων εκμετάλλευσης καθιερωμένων δικτύων και την αρχή της αμεροληψίας, εξουσιοδοτημένοι φορείς σε συγκεκριμένο κράτος μέλος οι οποίοι απλώς διασυνδέονται ώστε να μεταδίδουν κίνηση σε άλλο κράτος μέλος και οι οποίοι δεν παρέχουν υπηρεσίες ή δεν εκμεταλλεύονται υποδομή στο εν λόγω άλλο κράτος μέλος, δεν χρειάζεται να είναι εξουσιοδοτημένοι ή εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

    Συνιστάται ότι το υπόδειγμα προσφοράς διασύνδεσης των κοινοποιημένων οργανισμών πρέπει να περιλαμβάνει - υπό μορφή διακεκριμένου διαχωρισμένου στοιχείου της προσφοράς διασύνδεσης - όρους και προϋποθέσεις, καθώς και τιμές για τις ζεύξεις μετάδοσης μεταξύ του πραγματικού σημείου διασύνδεσης και των συνόρων του κράτους μέλους.

    8. Με πάσα επιφύλαξη ως προς την αρχή της αμεροληψίας, τυχόν εισφορές στα ελλείμματα πρόσβασης ή στην καθολική υπηρεσία που καταβάλλονται από οργανισμούς οι οποίοι εκμεταλλεύονται δημόσια τηλεπικοινωνιακά δίκτυα ή/και φορείς εκμετάλλευσης υπηρεσιών φωνητικής τηλεφωνίας σε δεδομένο κράτος μέλος (οι οποίες, σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία, πρέπει να διαχωρίζονται από τέλη διασύνδεσης) δεν πρέπει να επιβάλλονται σε οργανισμούς οι οποίοι απλώς διασυνδέονται προκειμένου να μεταδίδουν κίνηση σε δεδομένο κράτος μέλος και κατ' ουσία δεν παρέχουν τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες στο εν λόγω κράτος μέλος ούτε να επιβάλλονται έμμεσα σε καταναλωτές σε άλλα κράτη μέλη.

    9. Η παρούσα σύσταση και ιδίως τα «τέλη βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής» στο σημείο 4 και τα δεδομένα στο παράρτημα ΙΙ, θα αναθεωρηθούν από την Επιτροπή το αργότερο έως τις 31 Ιουλίου 1998, και θα ενημερωθούν, όπου αυτό είναι απαραίτητο.

    10. Η παρούσα σύσταση απευθύνεται στα κράτη μέλη.

    Βρυξέλλες, 8 Ιανουαρίου 1998.

    Για την Επιτροπή

    Martin BANGEMANN

    Μέλος της Επιτροπής

    (1) ΕΕ L 199 της 26. 7. 1997, σ. 32.

    (2) ΕΕ L 74 της 22. 3. 1996, σ. 13.

    (3) ΕΕ L 117 της 7. 5. 1997, σ. 15.

    (4) ΕΕ L 321 της 30. 12. 1995, σ. 6.

    (5) COM(96)608 της 27ης Νοεμβρίου 1996, ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με κριτήρια αξιολόγησης εθνικών προγραμμάτων για την κοστολόγηση και τη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας στις τηλεπικοινωνίες και κατευθυντήριες γραμμές για τα κράτη μέλη ως προς τη λειτουργία τέτοιων προγραμμάτων.

    (6) ΕΕ C 76 της 11. 3. 1997, σ. 9.

    (7) ΕΕ L 192 της 24. 7. 1990, σ. 1.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι

    ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΕΛΩΝ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟ ΚΛΗΣΕΩΝ

    Η οδηγία 97/33/ΕΚ προβλέπει ότι τα τέλη διασύνδεσης των κοινοποιημένων φορέων εκμτάλλευσης ακολουθούν τις αρχές της στήριξης στο κόστος. Το παρόν παράρτημα εξετάζει τις επιπτώσεις της απαίτησης αυτής για τα στοιχεία των τελών διασύνδεσης για τον τερματισμό κλήσεων.

    1. Τιμολόγηση του τοπικού βρόχου για σκοπούς διασύνδεσης

    Ο τοπικός βρόχος αναφέρεται στην τελική ζεύξη μεταξύ του πελάτη και του τοπικού κέντρου. Σε σταθερό δίκτυο που χρησιμοποιεί ενσύρματους ή ασύρματους τοπικούς βρόχους, το κόστος μη μεταγόμενου τοπικού βρόχου αποτελεί σε μεγάλο βαθμό εφάπαξ κόστος, με περιοδικές δαπάνες συντήρησης. Όταν γίνεται αγορά τερματισμού κλήσεως, το «χαμηλότερο» επίπεδο στο δίκτυο όπου μπορεί αυτό να συμβεί ευρίσκεται επί του κεντρικού δικτύου του τοπικού μεταγωγού (1). Η διασύνδεση στο σημείο αυτό μπορεί να επιβάλει πρόσθετες δαπάνες δυναμικότητας μεταγωγής, αλλά δεν υπάρχει απαίτηση πρόσθετου κόστους δυναμικότητας ή επένδυσης σχετικά με τα στοιχεία εκείνα του τοπικού βρόχου τα οποία αφορούν αποκλειστικά συγκεκριμένο πελάτη (δηλαδή το ζεύγος χάλκινων καλωδίων σε παραδοσιακό δίκτυο).

    Βάσει της αρχής της στήριξης στο κόστος, προκύπτει ότι, εφόσον η παροχή διασύνδεσης δεν οδηγεί σε αυξήσεις των δαπανών στα αποκλειστικά στοιχεία του τοπικού βρόχου του δικτύου τερματισμού, ο υπολογισμός των τελών διασύνδεσης δεν πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία σχετικά με το άμεσο κόστος των αποκλειστικών στοιχείων του τοπικού βρόχου που αφορούν τον εκάστοτε συνδρομητή. Επομένως, το κόστος των στοιχείων αυτών στον μη μεταγόμενο τοπικό βρόχο, τα οποία είναι αποκλειστικά για συγκεκριμένο πελάτη πρέπει να ανακτώνται από τον πελάτη αυτόν μέσω τελών στο κονδύλιο των συνδρομητών ή ως συνδυασμός αυτού και των εσόδων από άλλες υπηρεσίες, στο βαθμό που το επιτρέπει ο ανταγωνισμός.

    Προκύπτει ζήτημα σε περίπτωση όπου ο κατεστημένος φορέας παρεμποδίζεται να επανισοσκελίσει τα τέλη του λόγου ρυθμιστικών μέτρων και επομένως δεν μπορεί να χρεώσει οικονομική τιμή στους πελάτες του, ώστε να καλύψει το κόστος του τοπικού βρόχου. Αυτό δημιουργεί το ονομαζόμενο «έλλειμμα πρόσβασης». Σε μονοπωλιακό περιβάλλον, ο φορέας αντισταθμίζει το έλλειμμα στο «δίκτυο πρόσβασης» (δηλαδή το τοπικό βρόχο) χρεώνοντας τιμές επιπλέον του οικονομικού κόστους για άλλες υπηρεσίες, όπως οι διεθνείς κλήσεις. Με διασύνδεση βάσει του κόστους, οι ανταγωνιστές είναι σε θέση να καταλαμβάνουν ένα μέρος της σχετικής υπεραστικής και διεθνούς κίνησης και μειώνεται η ικανότητα του κατεστημένου φορέα να αντισταθμίζει για το έλλειμμα πρόσβασης. Το πρόγραμμα ελλείμματος πρόσβασης περιλαμβάνει εισφορές, που επιβάλλονται σε άλλους φορείς εκμετάλλευσης, ώστε να αποζημιώνεται ο κατεστημένος φορέας για την απώλεια εσόδων, τα οποία θα είχαν χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση του εν λόγω ελλείμματος.

    Οι διαδικασίες εισφοράς στο έλλειμμα πρόσβασης πάντοτε δημιουργούν μη αποδοτικά κίνητρα επενδύσεων και δημιουργούν συνολικές δαπάνες για τη βιομηχανία. Επίσης, είναι διοικητικώς δύσκαμπτες και στερούνται διαφάνειας. Όπως αναφέρεται στις κατευθυντήριες γραμμές για την κοστολόγηση και τη χρηματοδότηση της καθολικής υπηρεσίας, την οποία δημοσίευσε η Επιτροπή τον Νοέμβριο 1996 (2), αναμένεται ότι προγράμματα τύπου ελλείμματος πρόσβασης θα εφαρμοσθούν μόνο σε προσωρινή βάση, μέχρι το έτος 2000, και μέχρι τότε πρέπει να έχει ολοκληρωθεί επαρκές επίπεδο επανισοσκελισμού σε όλα τα κράτη μέλη.

    Σύμφωνα με την οδηγία διασύνδεσης, οποιαδήποτε εισφορά σε «ελλείμματα πρόσβασης» που καταβάλλονται από τα διασυνδεόμενα μέρη, πρέπει να διαχωρίζεται σαφώς από τα τέλη διασύνδεσης. Η καταβολή «συνεισφορών ελλείμματος πρόσβασης» από διασυνδεόμενα μέρη επιτρέπεται βάσει του κοινοτικού δικαίου μόνο σε περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη επιβάλλουν ρυθμιστικούς περιορισμούς στις λιανικές τιμές των κοινοποιημένων φορέων εκμετάλλευσης. Σε περιπτώσεις όπου συγκεκριμένος φορέας δεν παρεμποδίζεται από ρυθμιστικά μέτρα να επανισοσκελίσει τα τέλη του, δεν δικαιολογείται τέλος «ελλείμματος πρόσβασης».

    2. Μη ολοκληρωμένες κλήσεις από πλευράς τιμολόγησης για σκοπούς διασύνδεσης

    Μη ολοκληρωμένες κλήσεις σε ώρες αιχμής που ξεκινούν από διασυνδεόμενα δίκτυα μπορεί να επιβάλουν πρόσθετες δαπάνες δυναμικότητας σε δίκτυο τερματισμού. Ωστόσο σε ορισμένες περιπτώσεις, ο λόγος αστοχίας της κλήσεως μπορεί να είναι η έλλειψη επίδοσης στο δίκτυο του κατεστημένου φορέα. Η οδηγία διασύνδεσης θέτει το βάρος της αποδείξεως σχετικά με τις δαπάνες στο φορέα εκμετάλλευσης του δικτύου, έτσι ώστε οποιοσδήποτε φορέας που επιδιώκει να περιλάβει στα τέλη διασύνδεσής του συγκεκριμένο τέλος για μη ολοκληρωμένες κλήσεις, πρέπει να αποδείξει ότι η έλειψη επίδοσης στο δικό του δίκτυο δεν υπήρξε λόγος για αστοχία κλήσεως.

    3. Τέλη αποκατάστασης κλήσεων για σκοπούς διασύνδεσης

    Σε σταθερό δίκτυο, οι δαπάνες μεταγωγής προέρχονται κυρίως από δύο παράγοντες - διάρκεια κλήσεως και συμβάντα κλήσεως (δηλαδή σηματοδοσία και αποκατάσταση κλήσεως). Απαιτείται μεγάλη ποσότητα πληροφοριών για να καθορισθεί η ορθή ισορροπία από πλευράς πρόκλησης κόστους μεταξύ των δύο αυτών τύπων δαπανών. Εξαιτίας αυτού εν μέρει, είναι σύνηθες για τις ρυθμιστικές αρχές να επιτρέπουν την ανάκτηση των δαπανών μεταγωγής μόνο βάσει της διάρκειας των ολοκληρωμένων κλήσεων. Τέλη για την αποκατάσταση κλήσεων θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως έγκυρο στοιχείο των τιμών διασύνδεσης μόνον εφόσον ο φορέας εκμετάλλευσης θα μπορούσε να επιδείξει το βαθμό στον οποίο κλήσεις που προέρχονται από διασυνδεόμενα δίκτυα επιβάλλουν οριακές δαπάνες στο δίκτυο τερματισμού από πλευράς πρόσθετης ισχύος επεξεργασίας που απαιτείται για τη μεταχείριση των επιπλέον επιχειρήσεων αποκατάστασης κλήσεως, οι οποίες συμβαίνουν κατά τη διάρκεια της περιόδου αιχμής. Εφόσον επιβάλλεται τέλος αποκατάστασης κλήσεως, τα αντίστοιχα τέλη διάρκειας κλήσεως πρέπει να είναι χαμηλότερα σε σχέση με την περίπτωση όπου δεν υπάρχει τέλος αποκατάστασης κλήσεως.

    4. Τέλη διασύνδεσης και λιανική διατίμηση

    Ορισμένες χώρες υπολόγισαν κατά το παρελθόν τα τέλη διασύνδεσης, βάσει μειωμένων λιανικών τιμών. Ωστόσο, οι τρέχουσες λιανικές τιμές δεν είναι κατανάγκην βασισμένες στο κόστος και η προσέγγιση αυτή στις περισσότερες περιπτώσεις δεν θα ήταν συμβατή με τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου.

    Ακόμη και σε περίπτωση όπου οι λιανικές τιμές θα ήταν βασισμένες στο κόστος, η προσέγγιση αυτή δεν είναι επιθυμητή, δεδομένου ότι τείνει να δεσμεύσει νεοεισερχόμενους φορείς στην ίδια δομή λιανικών τιμών όπως εκείνη του προϋπάρχοντος φορέα, παρεμποδίζοντας έτσι την ανάπτυξη από τους νεοεισερχόμενους καινοτόμων προγραμμάτων λιανικών τιμών, με στόχο διαφορετικούς τύπους χρηστών. Η ποικιλία και η επιλογή προγραμμάτων λιανικών τιμών που διατίθενται αυτόν τον καιρό στα κινητά δίκτυα των κρατών μελών καταδεικνύει ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο για καινοτόμο λιανική τιμολόγηση, ως μέσου παροχής επιλογής στον καταναλωτή και αυξήσεως της ζήτησης της αγοράς για τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες.

    Σε περιπτώσεις όπου τα τέλη διασύνδεσης περιλαμβάνουν παραλλαγές ώρας της ημέρας και ημέρες της εβδομάδος, πρέπει να εφαρμόζονται κατά αμερόληπτο τρόπο σε νεοεισερχόμενους φορείς, καθώς και στην κίνηση του κατεστημένου φορέα.

    (1) Η παροχή «διαχωρισμένων» τοπικών βρόχων, σύμφωνα με την οποία ο νεοεισερχόμενος αναλαμβάνει και έχει αποκλειστική χρήση του τοπικού βρόχου, που έχει εγκατασταθεί από κατεστημένο φορέα, έναντι σχετικού τέλους, δεν θεωρείται αυστηρά «διασύνδεση» βάσει των δεδομένων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    (2) COM(96) 608 της 27. 11. 1996.

    ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

    ΤΕΛΗ ΔΙΑΣΥΝΔΕΣΗΣ «ΒΕΛΤΙΣΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ» ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥΣ

    1. Προσέγγιση

    Η προσέγγιση που ακολουθείται είναι η χρήση των τελών διασύνδεσης στα τρία κράτη μέλη με το χαμηλότερο κόστος (για το οποίο υπήρχαν δεδομένα την 1η Σεπτεμβρίου 1997), ως αφετηρία για τον καθορισμό ποσών «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής», προς τα οποία πρέπει οι φορείς να αποσκοπούν βραχυπρόθεσμα.

    Η εικόνα κατωτέρω καταδεικνύει το επίπεδο τελών διασύνδεσης για τα κράτη μέλη. Οι δαπάνες στην εικόνα αυτή αναφέρονται στον τερματισμό κλήσεων σε σταθερά δίκτυα και σε ώρες αιχμής. Τέλη αποκατάστασης κλήσεως περιλαμβάνονται σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν, αλλά, γενικά, δεν περιλαμβάνονται άλλα τέλη που δεν αφορούν την κίνηση. Τα στοιχεία δεν περιλαμβάνουν εισφορές τύπου «ελλείμματος πρόσβασης» ή εισφορές γαι την καθολική υπηρεσία. Οι πρόσθετες αυτές εισφορές δεν πρόκειται να ζητηθούν σε πολλά κράτη μέλη, αλλά σε περιπτώσεις όπου ζητούνται ως τμήμα του ρυθμιστικού περιβάλλοντος σε δεδομένο κράτος μέλος, πρέπει να υπολογίζονται και να εμφαίνονται χωριστά από τα τέλη διασύνδεσης, σύμφωνα με την οδηγία διασύνδεσης.

    Σημειώσατε ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν ένα συγκεκριμένο στοιχείο του κόστους διασύνδεσης, δηλαδή το τέλος για τον τερματισμό κλήσεως. Δεν εκφράζουν τα πλήρη τέλη διασύνδεσης τα οποία μπορεί να είναι καταβλητέα σε δεδομένη χώρα.

    1997/1998 - Τέλη διασύνδεσης (τερματισμός κλήσεως)

    >ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΕ ΦΗΛΜ>

    Εικόνα 1

    Τέλη διασύνδεσης για τοπικό επίπεδο, επίπεδο απλής διαβίβασης και διπλής διαβίβασης, σε ώρες αιχμής

    (τιμή σε Ecu/100 ανά λεπτό, βάσει διάρκεια κλήσεως 3 λεπτών)

    Ο πίνακας στο μέρος 3 παραθέτει τα δεδομένα στα οποία βασίζεται ο ανωτέρω πίνακας.

    Υπάρχουν παράγοντες όπως η μέση πυκνότητα συνδέσεων, εργατικό κόστος, γεωλογικοί παράγοντες, επιτρεπόμενο ποσοστό απόδοσης του χρησιμοποιηθέντος κεφαλαίου (1) τα οποία κυμαίνονται μεταξύ κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις περιπτώσεις όπου οι παραλλαγές αυτές επηρεάζουν σε κάποιο βαθμό το κόστος διασύνδεσης, οι διαφορές δεν θεωρούνται ότι είναι αρκετά μεγάλες ώστε να ακυρώνουν τα τέλη «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής» που συνιστώνται εδώ (2).

    Υπάρχει πρόθεση να αναθεωρηθούν οι τιμές της παρούσας συστάσεως κατά τη διάρκεια του 1998 και πρέπει να αναμένεται ότι τα τέλη διασύνδεσης «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής» θα μειωθούν προοδευτικά στο μέλλον, ώστε να εκφράζουν, αφενός, την καθοδική τάση στις δαπάνες δικτύου και, αφετέρου, καλύτερη εκτίμηση των δαπανών αυτών. Προς το παρόν, τα τέλη διασύνδεσης παγκοσμίως μειώνονται κατά περίπου 8 % ετησίως.

    Πρέπει να τονιστεί ότι τα εν λόγω τέλη «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής» είναι υψηλότερα - σε ορισμένες περιπτώσεις σημαντικά υψηλότερα - από εκείνα τα οποία θα αναμένονταν εφαρμόζοντας υπολογισμό LRAIC εκ των κάτω προς τα άνω. Ωστόσο, δεδομένης της καταστάσεως στην Ευρωπαϊκή Ένωση τον Ιανουάριο 1998, θεωρείται ότι τα εν λόγω τέλη «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής» αποτελούν ρεαλιστικό ενδιάμεσο στόχο.

    2. Προέλευση των τελών διασύνδεσης «βέλτιστης τρέχουσας πρακτικής»

    Οι περιοχές τιμών προέρχονται από τα τέλη που ίσχυαν την 1η Σεπτεμβρίου 1997. Αλλαγές στα τέλη διασύνδεσης που επήλθαν μετά την ημερομηνία αυτή δεν έχουν ληφθεί υπόψη.

    Η άνω τιμή εκάστης περιοχής που παρουσιάζεται ανωτέρω αντιστοιχεί στο τέλος που ίσχυε την 1η Σεπτεμβρίου 1997 στο τρίτο κράτος μέλος χαμηλότερου κόστους, στρογγυλευμένη προς τα άνω στην πλησιέστερη τιμή Ecu/1 000.

    Η κάτω τιμή σε κάθε περιοχή αντιστοιχεί στο τέλος που ίσχυε την 1η Σεπτεμβρίου 1997 στο κράτος μέλος χαμηλότερου κόστους, στρογγυλευμένη προς τα κάτω στην πλησιέστερη τιμή Ecu/1 000 με τροποποίηση στην τιμή «διπλής διαβίβασης», ώστε να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι σε μικρότερα κράτη μέλη μπορεί να είναι σκόπιμο να εφαρμόζεται συντελεστής απόστασης κάτω των διακοσίων χιλιομέτρων.

    3. Λεπτομερή δεδομένα κόστους για τα κράτη μέλη

    >ΘΕΣΗ ΠΗΝΑΚΑ>

    (1) Ιστορικά, το πραγματικό κόστος κεφαλαίου είναι υψηλότερο σε ορισμένες χώρες και σε ορισμένες περιοχές του κόσμου σε σύγκριση με άλλες. Επομένως, τα ποσοστά απόδοσης του δαπανηθέντος κεφαλαίου μπορεί να διαφέρουν μεταξύ κρατών κατά αρκετές ποσοστιαίες μονάδες ετησίως.

    (2) Η πυκνότητα συνδέσεων εκφράζεται σε μεγάλο βαθμό σε κόστος πρόσβασης, που αποτελεί αποκλειστικό κόστος στον τελικό χρήστη, αντί να επιβάλλονται μεγάλες διαφορές στα τέλη διασύνδεσης. Παρόμοιο επιχείρημα μπορεί να ισχύσει, όσον αφορά διαφορές σε γεωλογικούς παράγοντες.

    Na vrh