EUR-Lex Access to European Union law

Back to EUR-Lex homepage

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31994R3284

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3284/94 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1994 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από χώρες μη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

ΕΕ L 349 της 31.12.1994, p. 22–52 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 20/10/1997; καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από 397R2026

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1994/3284/oj

31994R3284

Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 3284/94 του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 1994 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από χώρες μη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 349 της 31/12/1994 σ. 0022 - 0052
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 34 σ. 0035
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 11 τόμος 34 σ. 0035


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 3284/94 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 1994 για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων από χώρες μη μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ,

Έχοντας υπόψη:

τη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, και ιδίως το άρθρο 113,

τους κανονισμούς περί κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών καθώς και τους κανονισμούς που έχουν εκδοθεί βάσει του άρθρου 235 της συνθήκης και εφαρμόζονται στα εμπορεύματα που προκύπτουν από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων, και ιδίως τις διατάξεις των κανονισμών αυτών που επιτρέπουν παρέκκλιση από τη γενική αρχή της αντικατάστασης όλων των προστατευτικών μέτρων στα σύνορα μόνον από τα μέτρα που προβλέπονται στους εν λόγω κανονισμούς,

την πρόταση της Επιτροπής,

τη γνώμη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (1),

Εκτιμώντας:

ότι, με τον κανονισμό (EOK) αριθ. 2423/88 του Συμβουλίου (2) το Συμβούλιο θέπισε κοινό καθεστώς για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας 7 ότι το καθεστώς αυτό θεσπίσθηκε σύμφωνα με τις υπάρχουσες διεθνείς υποχρεώσεις, και ιδίως αυτές που απορρέουν από το άρθρο VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου (ΓΣΔΕ), από τη συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ (κώδικας αντιντάμπινγκ του 1979) και από τη συμφωνία περί της ερμηνείας και της εφαρμογής των άρθρων VI, XVI και XXIII της ΓΣΔΕ (κώδικας για τις επιδοτήσεις του 1979) 7 ότι, η ολοκλήρωση των πολυμερών εμπορικών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης οδήγησε στην ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) 7 ότι, στο παράρτημα 1Α της συμφωνίας για την ίδρυση του ΠΟΕ (συμφωνία για τον ΠΟΕ) περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου του 1994 (ΓΣΔΕ του 1994), συμφωνία για τη γεωργία (συμφωνία για τη γεωργία), νέα συμφωνία για την εφαρμογή του άρθρου VI της ΓΣΔΕ του 1994 (συμφωνία αντιντάμπινγκ) και μια νέα συμφωνία για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα (συμφωνία για τις επιδοτήσεις) 7 ότι, προκειμένου να επιτευχθεί μεγαλύτερη διαφάνεια και αποτελεσματικότητα κατά την εφαρμογή από την Κοινότητα των κανόνων που καθορίζονται αντίστοιχα στη συμφωνία αντιντάμπινγκ και στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, θεωρείται αναγκαία η έκδοση δύο ξεχωριστών κανονισμών, στους οποίους θα καθορίζονται λεπτομερώς οι απαιτήσεις για την εφαρμογή εκάστου των εν λόγων μέσων εμπορικής άμυνας 7 ότι, κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να τροποποιηθεί το κοινοτικό καθεστώς που διέπει την εφαρμογή αντισταθμιστικών μέτρων, υπό το φως των νέων πολυμερών κανόνων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις διαδικασίες για την έναρξη και διεξαγωγή των ερευνών, συμπεριλαμβανομένης της απόδειξης και της αντιμετώπισης των πραγματικών περιστατικών, της εφαρμογής προσωρινών μέτρων, της επιβολής και είσπραξης αντισταθμιστικών δασμών, της διάρκειας και επανεξέτασης αντισταθμιστικών μέτρων και της δημοσιοποίησης στοιχείων σχετικών με τις έρευνες που έχουν ως αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού 7 ότι, εν όψει της έκτασης των αλλαγών που απορρέουν από τις νέες συμφωνίες και προκειμένου να εξασφαλισθεί η ικανοποιητική και διαφανής εφαρμογή των νέων κανόνων, είναι σκόπιμη η ενσωμάτωση, κατά το δυνατόν, του κειμένου των νέων συμφωνιών στην κοινοτική νομοθεσία 7 ότι, επίσης, είναι σκόπιμο να δοθούν επαρκείς εξηγήσεις ως προς το πότε συντρέχει περίπτωση επιδότησης, βάσει ποιών αρχών μια επιδότηση υπόκειται σε αντισταθμιστικά μέτρα (ειδικότερα, κατά πόσον η επιδότηση έχει ατομικό χαρακτήρα), και σύμφωνα με ποία κριτήρια υπολογίζεται το ποσό της αντισταθμίσιμης επιδότησης 7 ότι είναι σαφές ότι κατά τον καθορισμό της ύπαρξης επιδότησης είναι αναγκαίο να αποδειχθεί ότι παρέχεται χρηματοδότηση από το Δημόσιο ή από οποιοδήποτε κρατικό φορέα που λειτουργεί στην επικράτεια μιας χώρας, ή ότι παρέχεται στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών υπό οιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994, και ότι με τον τρόπο αυτό παρέχεται κάποιο όφελος στην αποδέκτρια επιχείρηση 7 ότι είναι αναγκαίο να δοθούν επαρκείς εξηγήσεις σχετικά με τα είδη των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων καθώς και με τη διαδικασία που ακολουθείται εάν κατά τη διάρκεια της έρευνας διαπιστωθεί ότι μια επιχείρηση που απετέλεσε αντικείμενο της έρευνας έλαβε αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις 7 ότι στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις ορίζεται ότι οι διατάξεις που αφορούν τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις παύουν να ισχύουν πέντε έτη μετά την έναρξη ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ, εκτός εάν η ισχύς της συμφωνίας παρατείνεται με αμοιβαία συμφωνία των μελών του ΠΟΕ και ότι, ως εκ τούτου, σε περίπτωση που δεν παραταθεί η ισχύς των εν λόγω διατάξεων, ενδέχεται να είναι αναγκαία η σχετική τροποποίηση του παρόντος κανονισμού 7 ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις της συμφωνίας για τη γεωργία, τα μέτρα που προβλέπονται στο παράρτημα 2 της εν λόγω συμφωνίας δεν υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα 7 ότι είναι επιθυμητό να θεσπισθούν σαφείς και λεπτομερείς κατευθυντήριες ρυθμίσεις σχετικά με τους παράγοντες που είναι δυνατόν να χρησιμεύουν για τη διαπίστωση του κατά πόσον οι επιδοτούμενες εισαγωγές έχουν προξενήσει ή υπάρχει ο κίνδυνος να προξενήσουν σημαντική ζημία και ότι, κατά την απόδειξη του γεγονότος ότι ο όγκος και τα επίπεδα τιμών των συγκεκριμένων εισαγωγών ευθύνονται για τη ζημία που υφίσταται κοινοτικός κλάδος παραγωγής, πρέπει να αποδίδεται προσοχή στην επίδραση άλλων παραγόντων, και ειδικότερα των συνθηκών που υφίστανται στην κοινοτική αγορά 7 ότι είναι σκόπιμο να προσδιορισθεί η έννοια του όρου «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» και να προβλεφθεί ότι τα μέρη που συνδέονται με εξαγωγείς είναι δυνατόν να εξαιρούνται από τον εν λόγω κλάδο παραγωγής, καθώς επίσης να προσδιορισθεί η έννοια του όρου «συνδεόμενος» 7 ότι είναι επίσης αναγκαίο να προβλέπεται η δυνατότητα λήψης μέτρων επιβολής αντισταθμιστικών δασμών για λογαριασμό των παραγωγών μιας περιφέρειας της Κοινότητας και να θεσπισθούν κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον ορισμό της εν λόγω περιφέρειας 7 ότι είναι αναγκαίο να ορισθεί ποιοι δύνανται να υποβάλουν καταγγελία με στόχο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, συμπεριλαμβανομένου του απαιτούμενου βαθμού υποστήριξης της καταγγελίας από κοινοτικό κλάδο παραγωγής, καθώς και τα στοιχεία που κάθε καταγγελία πρέπει να περιέχει σχετικά με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, τη ζημία και τη μεταξύ τους αιτιώδη συνάφεια 7 ότι είναι επίσης σκόπιμο να καθοριστούν οι διαδικασίες που αφορούν την απόρριψη των καταγγελιών ή την έναρξη της διαδικασίας έρευνας 7 ότι είναι αναγκαίο να καθορισθεί ο τρόπος με τον οποίο οι ενδιαφερόμενοι θα ενημερώνονται σχετικά με τα στοιχεία που χρειάζονται οι αρχές, και θα τους παρέχεται ευρεία δυνατότητα υποβολής κάθε συναφούς αποδεικτικού στοιχείου, καθώς και πλήρης δυνατότητα υπεράσπισης των συμφερόντων τους 7 ότι είναι, επίσης, επιθυμητό να καθιερωθούν οι κανόνες και οι διαδικασίες που πρέπει να ακολουθούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας, ειδικότερα, να ορίζεται ότι οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να αναγγέλλονται, να εκθέτουν τις απόψεις τους και να υποβάλλουν τα σχετικά στοιχεία εντός καθορισμένων προθεσμιών, διαφορετικά οι εν λόγω απόψεις και τα στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη 7 ότι ενδείκνυται επίσης να καθοριστούν οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας ενδιαφερόμενος είναι δυνατόν να απαιτήσει πρόσβαση σε στοιχεία υποβληθέντα από άλλους ενδιαφερόμενους και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του σχετικά 7 ότι, επιπλέον, τα κράτη μέλη θα πρέπει να συνεργάζονται με την Επιτροπή για τη συγκέντρωση των στοιχείων 7 ότι είναι αναγκαίο να καθοριστούν οι προϋποθέσεις της επιβολής προσωρινών δασμών, συμπεριλαμβανομένου του όρου ότι η επιβολή τους δεν επιτρέπεται πριν από την πάροδο 60 ημερών ή μετά την πάροδο εννέα μηνών από την έναρξη της σχετικής διαδικασίας 7 ότι οι εν λόγω δασμοί είναι δυνατόν να επιβάλλονται σε όλες τις περιπτώσεις από την Επιτροπή μόνο για διάστημα τεσσάρων μηνών 7 ότι είναι αναγκαίο να προσδιορισθούν οι διαδικασίες αποδοχής αναλήψεων υποχρεώσεων με τις οποίες να εξαλείφονται ή να αντισταθμίζονται οι αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και η ζημία, και οι οποίες αντικαθιστούν την επιβολή προσωρινών ή οριστικών δασμών 7 ότι είναι, επίσης, σκόπιμο να προβλεφθούν οι επιπτώσεις της παραβίασης ή της ανάκλησης αναλήψεων υποχρεώσεων, καθώς και να προβλεφθεί ότι είναι δυνατή η επιβολή προσωρινών δασμών σε περιπτώσεις που υπάρχουν υπόνοιες για παραβίαση ή όταν απαιτείται περαιτέρω έρευνα για τη συμπλήρωση των πορισμάτων 7 ότι, κατά την αποδοχή αναλήψεων υποχρεώσεων, πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα ώστε οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων και η επιβολή τους να μην οδηγούν σε συμπεριφορά αποβαίνουσα εις βάρος του ανταγωγισμού 7 ότι είναι ανάγκη να προβλέπεται η περάτωση των υποθέσεων, είτε χωρίς μέτρα, ή με οριστικά μέτρα, εντός δώδεκα μηνών υπό κανονικές συνθήκες, και πάντως όχι μετά την παρέλευση 13 μηνών από την έναρξη της έρευνας 7 ότι, είναι αναγκαίο να προβλέπεται η περάτωση των ερευνών αν η επιδότηση είναι αμελητέα ή αν, ιδίως επί εισαγωγών εξ αναπτυσσομένων χωρών, ο όγκος επιδοτούμενων εισαγωγών ή η ζημία είναι αμελητέα και ότι πρέπει να τεθούν τα σχετικά κριτήρια 7 ότι τα τυχόν μέτρα πρέπει να προβλέπουν περάτωση των υποθέσεων και να ορίζουν ότι πρέπει να αφορούν ποσό κατώτερο των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, εφόσον το κατώτερο αυτό ποσό αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας, και να ορίζουν τη μέθοδο υπολογισμού του επιπέδου των μέτρων, σε περιπτώσεις δειγματοληψίας 7 ότι είναι ανάγκη να προβλεφθεί η δυνατότητα αναδρομικής είσπραξης προσωρινών δασμών, στις περιπτώσεις που κρίνεται απαραίτητο, και να καθορισθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες είναι δυνατόν να αποφασίζεται η με αναδρομική ισχύ επιβολή δασμών προκειμένου να αποτραπεί η μείωση της αποτελεσματικότητας των οριστικών μέτρων που πρόκειται να εφαρμοσθούν 7 ότι είναι επίσης ανάγκη να προβλεφθεί ότι η με αναδρομική ισχύ επιβολή δασμών επιτρέπεται σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης αναλήψεων υποχρεώσεων 7 ότι είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι κάθε μέτρο παύει να ισχύει μετά την πάροδο πενταετίας εκτός αν διαπιστωθεί, μετά από έρευνα που διενεργείται για την επανεξέταση του μέτρου, ότι είναι σκόπιμη η διατήρησή του σε ισχύ 7 ότι είναι ακόμη ανάγκη να προβλεφθεί, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες υποβάλλονται επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη μεταβολή των συνθηκών, η διενέργεια ενδιάμεσης επανεξέτασης ή ερευνών προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον επιβάλλεται η επιστροφή αντισταθμιστικών δασμών 7 ότι, αν και η συμφωνία για τις επιδοτήσεις δεν περιλαμβάνει διατάξεις σχετικές με την καταστρατήγηση των αντισταθμιστικών μέτρων, η πιθανότητα μιας τέτοιας καταστρατήγησης υφίσταται, υπό παρεμφερείς, μολονότι όχι πανομοιότυπους, όρους με την καταστρατήγηση μέτρων αντιντάμπινγκ 7 ότι, κατά συνέπεια, είναι σκόπιμο να θεσπισθεί στον παρόντα κανονισμό διάταξη για την αντιμετώπιση των καταστρατηγήσεων 7 ότι είναι σκόπιμο να επιτρέπεται η αναστολή αντισταθμιστικών μέτρων σε περίπτωση πρόσκαιρης μεταβολής των συνθηκών στην αγορά, η οποία αίρει προσωρινά τη σκοπιμότητα της συνέχισης της επιβολής των εκάστοτε μέτρων 7 ότι είναι αναγκαίο να προβλεφθεί ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο των ερευνών είναι δυνατό να καταγράφονται, ώστε να καθίσταται δυνατή η μεταγενέστερη επιβολή μέτρων εναντίον τους 7 ότι, για να διασφαλισθεί η προσήκουσα επιβολή των μέτρων, είναι απαραίτητο τα κράτη μέλη να παρακολουθούν και να υποβάλλουν στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με το εισαγωγικό εμπόριο προϊόντων που υπόκεινται σε έρευνα και σε μέτρα, καθώς και σχετικά με τα ποσά των δασμών που εισπράττονται κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού 7 ότι είναι ανάγκη να προβλεφθεί η διεξαγωγή διαβουλεύσεων στο πλαίσιο συμβουλευτικής επιτροπής σε τακτικά και καθορισμένα στάδια της έρευνας 7 ότι η Επιτροπή αυτή απαρτίζεται από εκπροσώπους των κρατών μελών και έχει ως πρόεδρο εκπρόσωπο της Επιτροπής.

ότι είναι σκόπιμο να εξασφαλισθεί η δυνατότητα πραγματοποίησης επιτόπιων ελέγχων, με σκοπό την επαλήθευση και τον έλεγχο στοιχείων που έχουν υποβληθεί σχετικά με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και τη ζημία, αν και οι έλεγχοι τέτοιου είδους θα πρέπει να προϋποθέτουν τη λήψη προσηκουσών απαντήσεων στα ερωτηματολόγια που έχουν αποσταλεί 7 ότι είναι ουσιώδες να προβλεφθεί η δυνατότητα δειγματοληψίας σε υποθέσεις με μεγάλο αριθμό συναλλασσομένων ή συναλλαγών, ούτως ώστε να είναι δυνατή η έγκαιρη ολοκλήρωση των ερευνών 7 ότι είναι ανάγκη να προβλεφθεί ότι για τα μέρη που δεν συνεργάζονται κατά τρόπο ικανοποιητικό είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθούν άλλα στοιχεία προς εξαγωγή συμπερασμάτων και ότι τα στοιχεία αυτά ενδέχεται να είναι λιγότερο ευνοϊκά για το εκάστοτε μέρος από αυτά που θα υπήρχαν αν είχε συνεργασθεί 7 ότι πρέπει να ληφθεί μέριμνα για τη μεταχείριση πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, ούτως ώστε να μην διαρρέουν επιχειρηματικά ή κρατικά μυστικά 7 ότι είναι σημαντικό να προβλέπεται η προσήκουσα αποκάλυψη των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και διαπιστώσεων σε μέρη που έχουν το δικαίωμα να λάβουν γνώση των εν λόγω στοιχείων, καθώς και η πραγματοποίηση της αποκάλυψης αυτής εντός χρονικού διαστήματος που να επιτρέπει στα μέρη να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους, και αφού λαμβάνεται δεόντως υπόψη η διαδικασία λήψης αποφάσεων που ισχύει στην Κοινότητα 7 ότι είναι φρόνιμο να καθιερωθεί ένα διοικητικό σύστημα που θα προβλέπει τη δυνατότητα προβολής επιχειρημάτων σχετικά με το κατά πόσον ένα μέτρο είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των συμφερόντων των καταναλωτών και θα καθορίζει, αφενός, τις προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να υποβάλλονται τα σχετικά στοιχεία και, αφετέρου, τα δικαιώματα ενημέρωσης των ενδιαφερομένων μερών 7 ότι υπάρχει επιτακτική ανάγκη να συνδυασθεί η εφαρμογή των προθεσμιών με τη δημουργία του αναγκαίου διοικητικού μηχανισμού στο πλαίσιο των υπηρεσιών της Επιτροπής 7 ότι, συνεπώς, το Συμβούλιο θα ήταν σκόπιμο να καθορίσει, με απόφαση που θα εκδοθεί με ειδική πλειοψηφία όχι αργότερα από την 1η Απρίλιου 1995, το χρόνο έναρξης εφαρμογής των εν λόγω προθεσμιών 7 ότι, κατά την εφαρμογή των κανόνων που προβλέπονται στη συμφωνία για τις επιδοτήσεις, είναι ουσιώδες, προκειμένου να διατηρηθεί η ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που αυτή η συμφωνία επιδίωξε να θεσπίσει, να λαμβάνει υπόψη της η Κοινότητα την ερμηνεία που δίδεται σ' αυτούς τους κανόνες από τους βασικούς εμπορικούς της εταίρους, όπως αυτή φαίνεται στη νομοθεσία ή την καθιερωμένη πρακτική,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Αρχές 1. Ο παρών κανονισμός θεσπίζει τις διατάξεις που εφαρμόζονται για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας. Αντισταθμιστικός δασμός είναι δυνατόν να επιβάλλεται με σκοπό την εξουδετέρωση των συνεπειών της επιδότησης που έχει ενδεχομένως χορηγηθεί άμεσα ή έμμεσα, για την κατασκευή, παραγωγή, εξαγωγή ή μεταφορά οιουδήποτε προϊόντος, του οποίου η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας προκαλεί ζημία.

2. Για το σκοπό του παρόντος κανονισμού, ένα προϊόν θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο επιδοτήσεων εάν τυγχάνει αντισταθμίσιμης επιδότησης όπως ορίζεται στα άρθρα 2 και 3 του παρόντος κανονισμού.

3. Μια τέτοιου είδους επιδότηση είναι δυνατόν να χορηγείται από την κυβέρνηση της χώρας καταγωγής του εισαγόμενου προϊόντος, ή από την κυβέρνηση μια ενδιάμεσης χώρας από την οποία το προϊόν εξάγεται στην Κοινότητα, η οποία καλείται στον παρόντα κανονισμό «χώρα εξαγωγής». Ο όρος «κυβέρνηση» νοεί, για τους σκοπούς του KAN, κυβερνητικό ή δημόσιο φορέα της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής.

4. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, στις περιπτώσεις που τα προϊόντα δεν εισάγονται απευθείας από τη χώρα καταγωγής, αλλά εξάγονται στην Κοινότητα από ενδιάμεση χώρα, εφαρμοζόνται πλήρως οι διατάξεις του παρόντος κανονισμού και, όταν είναι σκόπιμο, η συναλλαγή ή οι συναλλαγές θεωρούνται ότι έχουν πραγματοποιηθεί μεταξύ της χώρας καταγωγής και της Κοινότητας.

5. Για τους σκοπούς της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού, με τον όρο «ομοειδές προϊόν» νοείται ένα πανομοιότυπο προϊόν, δηλαδή όμοιο από κάθε άποψη με το εξεταζόμενο προϊόν ή, ελλείψει τούτου, ένα προϊόν το οποίο αν και δεν είναι όμοιο από κάθε άποψη, τα χαρακτηριστικά του παρουσιάζουν στενή ομοιότητα προς εκείνα του υπό εξέταση προϊόντος.

Άρθρο 2

Ορισμός της έννοιας «επιδότηση»

Γίνεται δεκτό ότι συντρέχει περίπτωση επιδότησης εφόσον:

1. α) παρέχεται χρηματοδότηση από την κυβέρνηση, ως ορίζεται στο άρθρο 1 παράγραφος 3 της χώρας καταγωγής ή εξαγωγής, και ειδικότερα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i) όταν το δημόσιο ενεργεί κατά τρόπο που συνεπάγεται άμεση μεταφορά κεφαλαίων (π.χ. υπό μορφή επιχορηγήσεων, δανείων ή εισφοράς στο κεφάλαιο) ή δυνητική άμεση μεταφορά κεφαλαίων ή υποχρεώσεων (π.χ. παροχή εγγύησης για δάνεια),

ii) όταν το δημόσιο παραιτείται από κάποια απαίτηση ή δεν εισπράττει κάποια οφειλή που πρέπει κανονικά να αποδοθεί σε αυτό π.χ. μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων, όπως είναι οι πιστώσεις φόρου 7 από την άποψη αυτή, δεν θεωρείται μορφή επιδότησης η απαλλαγή ενός εξαγόμενου προϊόντος από δασμούς ή φόρους που επιβαρύνουν το ομοειδές προϊόν, όταν αυτό προορίζεται για εγχώρια κατανάλωση, ούτε η παραίτηση από την είσπραξη τέτοιου είδους δασμών ή φόρων μέχρι ενός ποσού που δεν υπερβαίνει το ύψος της αναλογούσας οφειλής, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω απαλλαγή παρέχεται σύμφωνα με τις διατάξεις των παραρτημάτων I έως III του παρόντος κανονισμού,

iii) όταν το δημόσιο παρέχει αγαθά ή υπηρεσίες, με εξαίρεση τη γενικότερη υποδομή, ή όταν αγοράζει αγαθά,

iv) όταν το δημόσιο:

- συνεισφέρει ποσά σε κάποιο σύστημα χρηματοδοτήσεων ή - αναθέτει ή δίδει εντολή σε έναν ιδιωτικό φορέα να ενεργήσει μία ή περισσότερες από τις πράξεις που περιγράφονται στις περιπτώσεις i) έως iii) ανωτέρω, οι οποίες κανονικά υπάγονται στην αρμοδιότητα του δημοσίου και εφόσον η διενέργεια των εν λόγω πράξεων δεν διαφέρει κατ' ουσία από τη συνήθη διενέργεια πράξεων εκ μέρους του δημοσίου ή β) όταν παρέχεται στήριξη του εισοδήματος ή των τιμών υπό οιαδήποτε μορφή, κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994 και 2. με τον τρόπο αυτό παρέχεται κάποιο όφελος.

Άρθρο 3

Αντισταθμισιμότητα των επιδοτήσεων Α. ΑΡΧΗ 1. Οι επιδοτήσεις οι οποίες υπάγονται στον ορισμό του άρθρου 2 υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα μόνον εφόσον έχουν ατομικό χαρακτήρα, με βάση τον ορισμό που παρέχεται στις παραγράφους 2 και 4 κατωτέρω.

Β. ΑΤΟΜΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ 2. Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον μια επιδότηση, η οποία ανταποκρίνεται στον ορισμό του άρθρου 2 ανωτέρω, παρέχεται ατομικά προς συγκεκριμένη επιχείρηση ή ομάδα επιχειρήσεων ή προς συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής ή ομάδα κλάδων παραγωγής (που καλούνται εφεξής «συγκεκριμένες επιχειρήσεις»), που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, εφαρμόζονται οι ακόλουθες αρχές:

α) μια επιδότηση θεωρείται ότι έχει ατομικό χαρακτήρα, όταν η αρχή που την παρέχει ή η νομοθετική διάταξη βάσει της οποίας ενεργεί η αρχή που παρέχει την επιδότηση ορίζει ρητώς ότι την επιδότηση είναι δυνατόν να λάβουν μόνο συγκεκριμένες επιχειρήσεις 7 β) γίνεται δεκτό ότι μια επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, όταν η αρχή που την παρέχει ή η νομοθετική διάταξη βάσει της οποίας ενεργεί η αρχή που παρέχει την επιδότηση θέτει αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις, με βάση τα οποία αποφασίζεται κατά πόσον δεδομένη επιχείρηση δικαιούται να λάβει την επιδότηση, και ορίζει το ύψος της, υπό την προϋπόθεση όμως ότι το δικαίωμα λήψης της επιδότησης γεννάται αυτομάτως και ότι τα σχετικά κριτήρια και προϋποθέσεις τηρούνται απαρεγκλίτως.

Για το σκοπό του παρόντος άρθρου, με τον όρο «αντικειμενικά κριτήρια ή προϋποθέσεις» νοούνται κριτήρια ή προϋποθέσεις που έχουν ουδέτερο χαρακτήρα, δεν ευνοούν συγκεκριμένες επιχειρήσεις σε βάρος άλλων, στηρίζονται σε οικονομικά δεδομένα και εφαρμόζονται οριζοντίως, όπως είναι π.χ. ο αριθμός των απασχολούμενων ή το μέγεθος της εκάστοτε επιχείρησης.

Τα εφαρμοζόμενα κριτήρια και προϋποθέσεις πρέπει να καθορίζονται σαφώς στον οικείο νόμο, κανονισμό ή άλλο επίσημο έγγραφο, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της εφαρμογής τους 7 γ) ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες εκ πρώτης όψεως από την εφαρμογή των αρχών που καθορίζονται στα στοιχεία α) και β) προκύπτει ότι δεδομένη επιδότηση δεν έχει ατομικό χαρακτήρα, αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι στην πραγματικότητα η επιδότηση έχει ατομικό χαρακτήρα, είναι δυνατό να συνεκτιμηθούν ορισμένοι άλλοι παράγοντες. Τέτοιοι παράγοντες είναι οι εξής: η αξιοποίηση ενός προγράμματος επιδοτήσεων εκ μέρους περιορισμένου αριθμού συγκεκριμένων επιχειρήσεων 7 η σε μεγάλο ποσοστό συμμετοχή σε ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων συγκεκριμένων επιχειρήσεων 7 η παροχή δυσανάλογα υψηλών επιδοτήσεων προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις και ο τρόπος με τον οποίο η αρμόδια για την παροχή επιδότησης αρχή άσκησε τη διακριτική ευχέρεια που διέθετε, προκειμένου να αποφασίσει για την παροχή ή μη επιδότησης. Για το σκοπό αυτό, λαμβάνονται υπόψη ιδίως στοιχεία σχετικά με τη συχνότητα απόρριψης ή έγκρισης των αιτήσεων παροχής επιδότησης, καθώς και οι λόγοι στους οποίους στηρίζονται οι εν λόγω αποφάσεις.

Κατά την εφαρμογή της παρούσας διάταξης, συνεκτιμάται ο βαθμός διαφοροποίησης των οικονομικών δραστηριοτήτων που υπάγονται στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση, καθώς και ο χρόνος που χρειάσθηκε για την εφαρμογή του οικείου προγράμματος επιδοτήσεων.

3. Έχουν ατομικό χαρακτήρα οι επιδοτήσεις που παρέχονται αποκλειστικά προς συγκεκριμένες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν την έδρα τους σε καθορισμένη γεωγραφική περιοχή, υπαγόμενη στην αρμοδιότητα της αρχής που παρέχει την επιδότηση. Γίνεται δεκτό ότι, για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, δεν θεωρείται μορφή επιδότησης ατομικού χαρακτήρα ο καθορισμός ή η μεταβολή φορολογικών συντελεστών γενικής ισχύος από διοικητική αρχή οποιασδήποτε βαθμίδας η οποία διαθέτει τη σχετική εξουσία.

4. Ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων 2 και 3, οι ακόλουθες επιδοτήσεις θεωρούνται ότι έχουν ατομικό χαρακτήρα:

α) οι επιδοτήσεις για την παροχή των οποίων τίθεται, είτε από το νόμο, είτε στην πράξη, ως μόνη ή παράλληλη προϋπόθεση η επίτευξη κάποιας εξαγωγικής επίδοσης, συμπεριλαμβανομένων των μορφών επιδοτήσεων που περιγράφονται στο παράρτημα I του παρόντος κανονισμού.

Οι επιδοτήσεις θεωρούνται ότι εξαρτώνται στην πράξη από την επίτευξη κάποιας εξαγωγικής επίδοσης, όταν από τα πραγματικά δεδομένα προκύπτει ότι, και αν ακόμη ο νόμος δεν εξαρτά την παροχή της επιδότησης από την επίτευξη κάποιας εξαγωγικής επίδοσης, ωστόσο στην πράξη η παροχή της εξαρτάται από κάποιο πραγματικό ή προσδωκόμενο όγκο εξαγωγών ή από την πραγματοποίηση εσόδων ορισμένου ύψους από τις εισαγωγές. Το γεγονός καθεαυτό ότι δεδομένη επιδότηση παρέχεται προς επιχειρήσεις που πραγματοποιούν εξαγωγές δεν αρκεί από μόνο του για να της προσδώσει το χαρακτήρα εξαγωγικής επιδότησης κατά την έννοια της παρούσας διάταξης 7 β) οι επιδοτήσεις για την παροχή των οποίων τίθεται είτε ως μόνη είτε ως παράλληλη προϋπόθεση, ότι πρέπει να έχουν χρησιμοποιηθεί εγχώρια και όχι εισαγόμενα προϊόντα.

5. Κάθε κρίση σχετικά με τον ατομικό ή μη χαρακτήρα μιας επιδότησης, βάσει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, πρέπει να τεκμηριώνεται με σαφήνεια βάσει θετικών αποδεικτικών στοιχείων.

Γ. ΜΗ ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΙΜΕΣ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΙΣ 6. Οι ακόλουθες περιπτώσεις επιδοτήσεων δεν υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα:

α) επιδοτήσεις που δεν έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου 7 β) επιδοτήσεις που έχουν μεν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια των παραγράφων 2 και 3 του παρόντος άρθρου, αλλά οι οποίες ανταποκρίνονται στις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 7, 8 ή 9 κατωτέρω 7 γ) το στοιχείο επιδότησης που ενδεχομένως υφίσταται σε οιοδήποτε από τα μέτρα που περιλαμβάνονται στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού.

7. Δεν υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα επιδοτήσεις που παρέχονται για ερευνητικές δραστηριότητες επιχειρήσεων ή ανωτέρων εκπαιδευτικών ή ερευνητικών ιδρυμάτων, στο πλαίσιο συμβάσεων που έχουν συναφθεί με εταιρείες, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω επιδοτήσεις δεν καλύπτουν ποσοστό μεγαλύτερο του 75 % του συνολικού κόστους της βιομηχανικής έρευνας ή του 50 % του συνολικού κόστους των εργασιών προανταγωνιστικής ανάπτυξης, και εφόσον οι παρεχόμενες επιδοτήσεις αφορούν αποκλειστικά:

i) τις δαπάνες μισθοδοσίας (για τους ερευνητές, τους τεχνικούς και το λοιπό προσωπικό υποστήριξης που απασχολείται αποκλειστικά στην εκάστοτε ερευνητική δραστηριότητα),

ii) το κόστος των οργάνων, του εξοπλισμού, των γηπέδων και των κτιρίων που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά και σε μόνιμη βάση για τις ανάγκες της εκάστοτε ερευνητικής δραστηριότητας (εκτός αν η χρήση τους έχει εμπορικό χαρακτήρα),

iii) τα έξοδα για συμβούλους και παρεμφερείς υπηρεσίες που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τις ανάγκες της εκάστοτε ερευνητικής δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών έρευνας, των τεχνικών γνώσεων, των ευρεσιτεχνιών, κ.λπ., που έχουν αποκτηθεί έναντι συναλλάγματος από εξωτερικές πηγές,

iv) πρόσθετα γενικά έξοδα τα οποία συνδέονται άμεσα με την εκάστοτε ερευνητική δραστηριότητα,

v) λοιπά λειτουργικά έξοδα (π.χ. για εξοπλισμό, προμήθεια υλικών, κ.λπ.), τα οποία συνδέονται άμεσα με την εκάστοτε ερευνητική δραστηριότητα.

Για το σκοπό της παρούσας παραγράφου:

α) τα επιτρεπόμενα επίπεδα μη αντισταθμίσιμης επιδότησης βάσει της παρούσας παραγράφου καθορίζονται με βάση τις συνολικές επιλέξιμες δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια μεμονωμένου έργου.

Στην περίπτωση προγραμμάτων που συνδυάζουν «βιομηχανική έρευνα» και «εργασίες προανταγωνιστικής ανάπτυξης» το επιτρεπόμενο επίπεδο μη αντισταθμίσιμης επιδότησης δεν μπορεί να υπερβαίνει τον απλό μέσο όρο των επιτρεπόμενων επιπέδων μη αντισταθμίσιμης επιδότησης, τα οποία ισχύουν για τις ανωτέρω δύο κατηγορίες, υπολογιζόμενο με βάση το σύνολο των επιλέξιμων δαπανών, όπως ορίζονται στις περιπτώσες i) έως v) της παρούσας παραγράφου 7 β) ο όρος «βιομηχανική έρευνα» σημαίνει την βάσει προγράμματος ή κριτική έρευνα, η οποία αποσκοπεί στην ανακάλυψη νέων γνώσεων, με απώτερο στόχο την ενδεχόμενη αξιοποίηση των γνώσεων αυτών για την ανάπτυξη νέων προϊόντων, μεθόδων ή υπηρεσιών ή για τη σημαντική βελτίωση υφιστάμενων προϊόντων, μεθόδων ή υπηρεσιών 7 γ) ο όρος «εργασίες προανταγωνιστικής ανάπτυξης» σημαίνει το μετασχηματισμό των πορισμάτων της βιομηχανικής έρευνας σε κάποιο πρόγραμμα, προσχέδιο ή σχέδιο σε σχέση με νέα, τροποιημένα ή βελτιωμένα προϊόντα, μεθόδους ή υπηρεσίες, είτε αυτά προορίζονται για πώληση, είτε για χρήση, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας ενός πρωταρχικού προτύπου που δεν είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί για εμπορική χρήση. Επίσης είναι δυνατόν να συμπεριλαμβάνει τη θεωρητική επινόηση και σχεδίαση εναλλακτικών προϊόντων, μεθόδων ή υπηρεσιών και τα σχέδια πρώτης επίδειξης και περαματικής εφαρμογής, υπό τον όρο ότι αυτά δεν είναι δυνατό να υποστούν μετατροπή ή να χρησιμοποιηθούν για τους σκοπούς βιομηχανικής εφαρμογής ή εμπορικής εκμετάλλευσης. Ο όρος δεν συμπεριλαμβάνει συνήθεις ή ανά τακτά χρονικά διαστήματα μετατροπές υφιστάμενων προϊόντων, κλάδων παραγωγής, μεθόδων παραγωγής ή υπηρεσιών, ούτε άλλης μορφής πράξεις που βρίσκονται σε εξέλιξη, ακόμη και αν οι μετατροπές αυτές είναι πιθανό να αποτελούν βελτιώσεις.

Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου δεν ισχύουν για τα αεροσκάφη της πολιτικής αεροπορίας (που ορίζονται στη συμφωνία για το εμπόριο των αεροσκαφών πολιτικής αεροπορίας του 1979, όπως τροποποιήθηκε, ή σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη συμφωνία που τροποποιεί ή αντικαθιστά την εν λόγω συμφωνία).

8. Επιδοτήσεις προς μειονεκτούσες περιφέρειες της επικράτειας της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής, που παρέχονται βάσει γενικού πλαισίου περιφερειακής ανάπτυξης και οι οποίες δεν έχουν ατομικό χαρακτήρα, εάν εφαρμοστούν τα κριτήρια που καθορίζονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου σε καθεμία από τις εν λόγω επιλέξιμες περιφέρειες, δεν υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα υπό την προϋπόθεση ότι:

i) κάθε μειονεκτούσα περιφέρεια αποτελεί σαφώς καθορισμένη και ενιαία γεωγραφική περιοχή και έχει καθορίσιμα οικονομικά και διοικητικά χαρακτηριστικά,

ii) η εκάστοτε περιφέρεια αξιολογείται ως μειονεκτούσα βάσει ουδέτερων και αντικειμενικών κριτηρίων, από τα οποία προκύπτει ότι οι δυσχέρειες τις οποίες αντιμετωπίζει οφείλονται σε παράγοντες που δεν έχουν απλώς παροδικό χαρακτήρα 7 τα εν λόγω κριτήρια πρέπει να καθορίζονται επακριβώς στο σχετικό νόμο, κανονισμό ή άλλο επίσημο έγγραφο, ούτως ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής τους,

iii) τα ανωτέρω κριτήρια πρέπει να συμπεριλαμβάνουν μέτρηση της οικονομικής ανάπτυξης της οικείας περιφέρειας, με βάση τουλάχιστον έναν από τους παρακάτω παράγοντες:

- το κατά κεφαλήν εισόδημα ή το κατά κεφαλήν εισόδημα των νοικοκυριών ή το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, το οποίο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 85 % του μέσου όρου που ισχύει για το σύνολο της επικράτειας της οικείας χώρας καταγωγής ή εξαγωγής,

- το ποσοστό της ανεργίας, το οποίο επιβάλλεται να ισούται με το 110 % τουλάχιστον του μέσου όρου που ισχύει για την επικράτεια της οικείας χώρας καταγωγής ή εξαγωγής.

Οι τιμές που λαμβάνονται υπόψη βάσει των ανωτέρω είναι αυτές που κατεγράφησαν σε περίοδο τριών ετών 7 πάντως, η παραπάνω μέτρηση είναι δυνατό να προκύπτει με τη σύνθεση διαφόρων στοιχείων και να συμπεριλαμβάνει και άλλους παράγοντες.

Για το σκοπό της παρούσας παραγράφου:

α) με τον όρο «γενικό πλαίσιο περιφερειακής ανάπτυξης» νοείται ότι τα περιφερειακά προγράμματα επιδότησης εντάσσονται σε πολιτική περιφερειακής ανάπτυξης με συνεκτική εσωτερική διάρθρωση και γενική ισχύ, καθώς και ότι οι επιδοτήσεις που παρέχονται για την περιφερειακή ανάπτυξη δεν διοχετεύονται προς μεμονωμένα σημεία της εκάστοτε περιφέρειας, και δεν ασκούν, με τον τρόπο αυτό, καμία ή σχεδόν καμία επίδραση στην ανάπτυξη μιας περιφέρειας 7 β) με τον όρο «ουδέτερα και αντικειμενικά κριτήρια» νοούνται κριτήρια με τα οποία δεν ευνοούνται ορισμένες περιφέρειες περισσότερο από ό,τι απαιτείται για την εξάλειψη ή τον περιορισμό των περιφερειακών ανισοτήτων, στο πλαίσιο της ακολουθούμενης πολιτικής περιφερειακής ανάπτυξης. Για τον σκοπό αυτό, τα περιφερειακά προγράμματα επιδοτήσεων πρέπει να προβλέπουν ανώτατα ποσά βοήθειας που είναι δυνατό να χορηγούνται για κάθε επιμέρους επιδοτούμενο έργο. Τα εν λόγω ανώτατα όρια πρέπει να διαφοροποιούνται με γνώμονα το βαθμό ανάπτυξης καθεμιάς από τις περιφέρειες που είναι επιλέξιμες για να λάβουν την επιδότηση, καθώς επίσης να ανταποκρίνονται στο επενδυτικό κόστος ή στο κόστος δημιουργίας θέσεων εργασίας. Εντός των εν λόγω ανώτατων ορίων, η κατανομή της επιδότησης πρέπει να είναι αρκούντως ευρεία και ισορροπημένη, ώστε να αποτρέπεται η σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποίηση της επιδότησης από ορισμένες επιχειρήσεις ή η χορήγηση δυσανάλογα μεγάλων επιδοτήσεων προς ορισμένες επιχειρήσεις. Οι διατάξεις του παρόντος στοιχείου εφαρμόζονται βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου.

9. Επιδοτήσεις για την προώθηση της προσαρμογής υφιστάμενων μονάδων, ώστε αυτές να ανταποκρίνονται σε νέες περιβαλλοντικές απαιτήσεις, που έχουν επιβληθεί διά νόμου ή/και κανονισμών και οι οποίες συνεπάγονται μεγαλύτερους περιορισμούς και οικονομική επιβάρυνση για τις επιχειρήσεις, δεν υπόκεινται σε αντισταθμιστικά μέτρα, υπό την προϋπόθεση ότι η παρεχόμενη επιδότηση:

i) αποτελεί μέτρο που εφαρμόζεται άπαξ και δεν πρόκειται να επαναληφθεί και ii) αντιπροσωπεύει ποσοστό όχι ανώτερο του 20 % του κόστους της απαιτούμενης προσαρμογής και iii) δεν καλύπτει το κόστος της αντικατάστασης και εκμετάλλευσης της επένδυσης για την οποία παρέχεται η επιδότηση, το οποίο αναλαμβάνουν υποχρεωτικά και εξ ολοκλήρου οι οικείες επιχειρήσεις και iv) συνδέεται άμεσα και είναι ανάλογη με τη σχεδιαζόμενη μείωση της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης και της ρύπανσης που προκαλείται από τη λειτουργία της εκάστοτε επιχείρησης και δεν καλύπτει τη μείωση του κατασκευαστικού κόστους που επιτυγχάνεται ενδεχομένως και v) είναι δυνατό να χορηγηθεί προς κάθε επιχείρηση η οποία είναι σε θέση να αρχίσει να χρησιμοποιεί τον νέου τύπου εξοπλισμό ή/και τις νέες μεθόδους παραγωγής.

Για το σκοπό της παρούσας παραγράφου, ο όρος «υφιστάμενες μονάδες» σημαίνει τις μονάδες που έχουν λειτουργήσει επί δύο έτη τουλάχιστον κατά το χρόνο επιβολής των νέων περιβαλλοντικών απαιτήσεων.

Άρθρο 4

Υπολογισμός του ύψους της αντισταθμίσιμης επιδότησης Α. ΑΡΧΗ 1. Για το σκοπό του παρόντος κανονισμού, το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων υπολογίζεται με βάση το όφελος που προκύπτει για τον αποδέκτη της επιδότησης και το οποίο διαπιστώνεται ότι υπάρχει κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας για τη χορήγηση επιδοτήσεων. Κανονικά, η περίοδος αυτή είναι η πλέον πρόσφατη λογιστική χρήση του δικαιούχου, αλλά μπορεί να είναι οποιαδήποτε περίοδος τουλάχιστον έξι μηνών πριν από την έναρξη της έρευνας για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα αξιόπιστα χρηματοδοτικά και άλλα σχετικά στοιχεία.

Β. ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΟΦΕΛΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΠΟΔΕΚΤΗ 2. Όσον αφορά τον υπολογισμό του οφέλους που προκύπτει για τον αποδέκτη, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:

α) η εισφορά στο μετοχικό κεφάλαιο εταιρειών εκ μέρους του Δημοσίου δεν προσπορίζει όφελος, εκτός αν η επένδυση είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως μη ανταποκρινόμενη στη συνήθη επενδυτική πρακτική (συμπεριλαμβανομένης της χορήγησης επιχειρηματικών κεφαλαίων), την οποία ακολουθούν οι ιδιώτες επενδυτές στην επικράτεια της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής 7 β) η χορήγηση δανείου εκ μέρους του Δημοσίου δεν προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η δανειολήπτρια εταιρεία για το δάνειο που της έχει χορηγήσει το Δημόσιο και του ποσού το οποίο θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η εταιρεία για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο, το οποίο θα ήταν πράγματι σε θέση να εξασφαλίσει στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών 7 γ) η παροχή εγγύησης εκ μέρους του Δημοσίου για κάποιο δάνειο δεν προσπορίζει όφελος, εκτός αν υφίσταται διαφορά μεταξύ του ποσού που καταβάλλει η εταιρεία, υπέρ της οποίας παρεσχέθη η εγγύηση, για το δάνειο που έχει συνομολογήσει με την εγγύηση του Δημοσίου και του ποσού που θα ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει η εταιρεία για ένα ανάλογο εμπορικό δάνειο, σε περίπτωση που δεν υπήρχε η εγγύηση του Δημοσίου. Στην περίπτωση αυτή, το όφελος ισούται με τη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών, αφού γίνουν οι αναγκαίες αναπροσαρμογές, για να ληφθούν υπόψη τυχόν διαφορές στις προμήθειες 7 δ) η διάθεση αγαθών ή υπηρεσιών ή η αγορά αγαθών από το Δημόσιο δεν προσπορίζει όφελος, εκτός αν η διάθεση πραγματοποιείται έναντι μικρότερου από το κανονικό τιμήματος ή αν για την αγορά καταβάλλεται τίμημα μεγαλύτερο από το κανονικό. Για να κριθεί κατά πόσον το τίμημα είναι το κανονικό, εξετάζονται οι συνθήκες που επικρατούν στην αγορά της χώρας όπου πραγματοποιείται η διάθεση ή η αγορά, όσον αφορά το συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία (στις συνθήκες αυτές συμπεριλαμβάνονται η τιμή, η ποιότητα, η διαθεσιμότητα, η εμπορευσιμότητα, η μεταφορά και οι λοιποί όροι αγοράς ή πώλησης).

Γ. ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ 3. Το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων καθορίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

α) το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων καθορίζεται ανά μονάδα του προϊόντος που επιδοτείται και εξάγεται προς την Κοινότητα 7 β) το εν λόγω ποσό καθορίζεται με την αφαίρεση από τη συνολική επιδότηση των ακόλουθων στοιχείων:

i) κάθε δαπάνης για την κατάρτιση και υποβολή του φακέλου, και των άλλων αναγκαίων εξόδων που πραγματοποιήθηκαν με σκοπό την αναγνώριση δικαιώματος προς επιδότηση ή για τη λήψη αυτής της επιδότησης,

ii) φορολογικών επιβαρύνσεων, δασμών ή άλλων επιβαρύνσεων κατά την εξαγωγή του προϊόντος αυτού προς την Κοινότητα, που προορίζονται ειδικά για την εξουδετέρωση της επιδότησης.

Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος ζητεί μια τέτοια έκπτωση φέρει το βάρος της απόδειξης του ότι το αίτημα αυτό είναι δικαιολογημένο 7 γ) όταν η επιδότηση χορηγείται ανεξάρτητα από τις κατασκευασθείσες, παρασχεθείσες, εξαχθείσες ή μεταφερθείσες ποσότητες, το ποσό της αντισταθμίσιμης επιδότησης καθορίζεται με προσήκουσα κατανομή της αξίας της συνολικής επιδότησης στο επίπεδο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών των συγκεκριμένων προϊόντων κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας για τη χορήγηση επιδοτήσεων 7 δ) όταν η επιδότηση μπορεί να συνδεθεί με την απόκτηση ή τη μελλοντική απόκτηση πάγιων στοιχείων, το ποσό της αντισταθμίσιμης επιδότησης υπολογίζεται με την κατανομή της στη διάρκεια χρονικής περιόδου που αντιστοιχεί στην κανονική απόσβεση αυτών των στοιχείων στο συγκεκριμένο κλάδο παραγωγής. Το ποσό που υπολογίζεται κατ' αυτόν τον τρόπο και το οποίο αφορά την περίοδο έρευνας, συμπεριλαμβανομένου του ποσού που προκύπτει από πάγια στοιχεία που αποκτήθηκαν πριν από την εν λόγω περίοδο, κατανέμεται σύμφωνα με τον τρόπο που περιγράφεται στο στοιχείο γ).

Όταν τα στοιχεία δεν χάνουν την αξία τους η επιδότηση εξομοιώνεται με άτοκο δάνειο και υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 2 στοιχείο β) 7 ε) όταν η χορήγηση επιδότησης δεν είναι δυνατόν να συνδεθεί με την απόκτηση πάγιων στοιχείων, το ποσό του οφέλους που προκύπτει κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας αποδίδεται, καταρχήν, σε αυτή την περίοδο και κατανέμεται σύμφωνα με τον τρόπο που περιγράφεται στην παράγραφο 3 στοιχείο γ), εκτός αν ειδικές περιστάσεις δικαιολογούν την απόδοση του οφέλους σε διαφορετική περίοδο.

Άρθρο 5

Προσδιορισμός της ζημίας 1. Βάσει του παρόντος κανονισμού, ο όρος «ζημία» σημαίνει, αν δεν ορίζεται κάτι διαφορετικό, τη σοβαρή ζημία η οποία προκαλείται σε κοινοτικό κλάδο παραγωγής, τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας σε κοινοτικό κλάδο παραγωγής ή τη σημαντική επιβράδυνση της δημιουργίας κοινοτικού κλάδου παραγωγής και η ερμηνεία του εν λόγω όρου διέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

2. Ο προσδιορισμός της ζημίας στηρίζεται σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση τόσο α) του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών και των συνεπειών των επιδοτούμενων εισαγωγών για τις τιμές των ομοειδών προϊόντων στην κοινοτική αγορά, όσο και β) των επακόλουθων συνεπειών των εν λόγω εισαγωγών για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

3. Προκειμένου περί του όγκου των επιδοτούμενων εισαγωγών, εξετάζεται κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική αύξηση του όγκου των εν λόγω εισαγωγών, είτε σε απόλυτες τιμές, είτε σε συνάρτηση με την παραγωγή ή την κατανάλωση στην Κοινότητα. Όσον αφορά την επίδραση των επιδοτούμενων εισαγωγών επί των τιμών, εξετάζεται κατά πόσον έχουν πραγματοποιηθεί επιδοτούμενες εισαγωγές σε τιμές αισθητά κατώτερες της τιμής των ομοειδών προϊόντων στην Κοινότητα ή κατά πόσον εισαγωγές αυτού του είδους προκαλούν με οιονδήποτε τρόπο σημαντική συμπίεση των τιμών ή παρεμποδίζουν σε σημαντικό βαθμό την αύξηση των τιμών που θα είχε σημειωθεί σε αντίθετη περίπτωση. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

4. Όταν διεξάγονται ταυτόχρονα έρευνες με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, σχετικά με τις εισαγωγές συγκεκριμένου προϊόντος από διαφορετικές χώρες εκτιμώνται σωρευτικά οι συνέπειες των εισαγωγών αυτών μόνον εφόσον διαπιστωθεί ότι: α) το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που προκύπτει για τις εισαγωγές από κάθε χώρα είναι αρκετά υψηλό ώστε να μη θεωρείται ασήμαντο, σύμφωνα με όσα προβλέπει το άρθρο 11 παράγραφος 5, ενώ ο όγκος των εισαγωγών από κάθε χώρα δεν είναι αμελητέος και β) η σωρευτική αξιολόγηση των συνεπειών των εισαγωγών είναι η ενδεδειγμένη, λαμβανομένων υπόψη των όρων του ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων, καθώς και των όρων του ανταγωνισμού μεταξύ των εισαγόμενων προϊόντων και του ομοειδούς κοινοτικού προϊόντος.

5. Η εξέταση των συνεπειών των επιδοτούμενων εισαγωγών επί του εκάστοτε κοινοτικού κλάδου παραγωγής περιλαμβάνει αξιολόγηση όλων των συναφών οικονομικών παραγόντων, καθώς και των δεικτών που αντανακλούν την κατάσταση του οικείου κλάδου παραγωγής, στους οποίους περιλαμβάνονται: το γεγονός ότι ένας κλάδος παραγωγής βρίσκεται ακόμη στη διαδικασία ανάκαμψης από τις επιπτώσεις προγενέστερων περιπτώσεων χορήγησης επιδοτήσεων ή ντάμπινγκ, το μέγεθος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, η πραγματική ή ενδεχόμενη μείωση των πωλήσεων, των κερδών, της παραγωγής, του μεριδίου αγοράς, της παραγωγικότητας, της απόδοσης των επενδύσεων ή της χρησιμοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, οι παράγοντες που επηρεάζουν τις κοινοτικές τιμές, οι πραγματικές ή δυνητικές επιπτώσεις για τις ταμειακές ροές, τα αποθέματα, την απασχόληση, τους μισθούς, την ανάπτυξη, την ικανότητα άντλησης κεφαλαίων ή τις επενδύσεις, καθώς και, όταν πρόκειται για το γεωργικό τομέα, το κατά πόσον έχει προκύψει αύξηση της επιβάρυνσης για τα κρατικά προγράμματα στήριξης. Η ανωτέρω απαρίθμηση έχει ενδεικτικό χαρακτήρα και κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες, ούτε περισσότεροι εξ αυτών από κοινού δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθούν βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων.

6. Με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο 2, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι επιδοτούμενες εισαγωγές προκαλούν ζημία κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού. Ειδικότερα, πρέπει να αποδεικνύεται ότι οι επιπτώσεις στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, σύμφωνα με την παράγραφο 5, οφείλονται στον όγκο ή/και επίπεδα τιμών που καθορίζονται στην παράγραφο 3, και ότι λόγω του μεγέθους των, οι επιπτώσεις αυτές, είναι δυνατό να χαρακτηρισθούν ως σημαντικές.

7. Εξετάζονται, ακόμη, τυχόν άλλοι γνωστοί παράγοντες, πέραν των επιδοτούμενων εισαγωγών, οι οποίοι προκαλούν κατά τον ίδιο χρόνο ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, προκειμένου να εξασφαλισθεί ότι η ζημία που προκαλείται από αυτούς τους άλλους παράγοντες δεν αποδίδεται στις επιδοτούμενες εισαγωγές, βάσει της παραγράφου 6. Στους παράγοντες που ενδέχεται να έχουν σημασία από αυτή την άποψη συμπεριλαμβάνονται, μεταξύ των άλλων, ο όγκος και οι τιμές εισαγωγών για τις οποίες δεν έχει παρασχεθεί επιδότηση, η συρρίκνωση της ζήτησης ή οι μεταβολές των προτύπων κατανάλωσης, οι περιοριστικές εμπορικές πρακτικές που εφαρμόζουν οι ξένοι και οι κοινοτικοί παραγωγοί, καθώς και ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, οι τεχνολογικές εξελίξεις και, τέλος, οι εξαγωγικές επιδόσεις και η παραγωγικότητα του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

8. Οι συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται σε σχέση με την παραγωγή του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, εφόσον τα διαθέσιμα στοιχεία επιτρέπουν τον χωριστό προσδιορισμό της εν λόγω παραγωγής βάσει ορισμένων κριτηρίων, όπως είναι η μέθοδος παραγωγής, οι πωλήσεις και τα κέρδη των παραγωγών. Αν δεν είναι δυνατός ο χωριστός προσδιορισμός της εν λόγω παραγωγής, ο συνέπειες των επιδοτούμενων εισαγωγών αξιολογούνται μέσω της εξέτασης της παραγωγής της πλέον περιορισμένης ομάδας ή φάσματος προϊόντων, που περιλαμβάνει το ομοειδές προϊόν, για τα οποία είναι δυνατό να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα στοιχεία.

9. Για να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας λαμβάνονται υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, και όχι μόνο τυχόν ισχυρισμοί, εικασίες ή πιθανότητες. Οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων, που θα δημιουργούσε κατάσταση υπό την οποία είναι πιθανή η πρόκληση ζημίας από τις παρεχόμενες επιδοτήσεις, πρέπει να έχει προβλεφθεί με βεβαιότητα και να είναι επικείμενη.

10. Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη κινδύνου πρόκλησης σοβαρής ζημίας συνεκτιμώνται, μεταξύ άλλων, οι ακόλουθοι παράγοντες:

i) ο χαρακτήρας της επίμαχης επιδότησης ή των επίμαχων επιδοτήσεων και οι συνέπειες που είναι πιθανόν να ανακύψουν από αυτές για το εμπόριο,

ii) τυχόν αύξηση σε σημαντικό ποσοστό των επιδοτούμενων εισαγωγών στην αγορά της Κοινότητας, η οποία αποτελεί ένδειξη για την πιθανότητα αξιόλογης αύξησης των εισαγωγών,

iii) την ύπαρξη επαρκούς και ελεύθερα διαθέσιμης ικανότητας ή την πιθανότητα σημαντικής αύξησης της ικανότητας στο άμεσο μέλλον εκ μέρους του εξαγωγέα, από την οποία προκύπτει ως πιθανή σημαντική αύξηση των επιδοτούμενων εξαγωγών προς την αγορά της Κοινότητας, λαμβανομένης υπόψη της ύπαρξης άλλων εξαγωγικών αγορών, οι οποίες θα μπορούσαν να απορροφήσουν τυχόν πρόσθετες εξαγωγές,

iv) το κατά πόσον οι εισαγωγές εισέρχονται στη χώρα σε τιμές που θα έχουν ως αποτέλεσμα είτε τη σημαντική συμπίεση, είτε την παρεμπόδιση της αύξησης των εγχωρίων τιμών, και οι οποίες είναι πιθανό να οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης για επιπλέον εισαγωγές και v) τα αποθέματα του υπό διερεύνηση προϊόντος.

11. Κανένας από τους ανωτέρω παράγοντες από μόνος του δεν είναι απαραίτητο να θεωρηθεί βαρύνουσας σημασίας για την εξαγωγή συμπερασμάτων, αλλά οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους πρέπει να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επίκειται η πραγματοποίηση περαιτέρω επιδοτούμενων εξαγωγών και ότι υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης σοβαρής ζημίας σε περίπτωση που δεν ληφθούν προστατευτικά μέτρα.

Άρθρο 6

Ορισμός του κοινοτικού κλάδου παραγωγής 1. Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, με τον όρο «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» νοείται το σύνολο των παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, ή εκείνων μεταξύ αυτών των οποίων η συνολική παραγωγή αποτελεί σημαντικό ποσοστό, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 παράγραφος 8 του συνόλου της κοινοτικής παραγωγής των προϊόντων αυτών 7 ωστόσο:

i) όταν οι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που θεωρείται ότι αποτελεί αντικείμενο επιδοτήσεων, ο όρος «κοινοτικός κλάδος παραγωγής» είναι δυνατό να θεωρείται ότι περιλαμβάνει τους λοιπούς παραγωγούς,

ii) σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το έδαφος της Κοινότητας μπορεί, καθόσον αφορά τη συγκεκριμένη παραγωγή, να διαιρείται σε δύο ή περισσότερες ανταγωνιστικές αγορές και οι παραγωγοί στο εσωτερικό κάθε αγοράς είναι δυνατό να θεωρούνται ως χωριστός κλάδος παραγωγής αν α) οι παραγωγοί κάθε επιμέρους αγοράς πωλούν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο της παραγωγής του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά αυτή, και β) η ζήτηση σε αυτή την αγορά δεν ικανοποιείται σε σημαντικό βαθμό από παραγωγούς του υπό εξέταση προϊόντος οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε άλλο μέρος της Κοινότητας. Υπό αυτές τις συνθήκες, μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη ζημίας ακόμη και αν μεγάλο μέρος της συνολικής κοινοτικής παραγωγής δεν υφίσταται ζημία, αρκεί οι επιδοτούμενες εισαγωγές να συγκεντρώνονται σε μια τέτοια μεμονωμένη αγορά και, επιπροσθέτως, οι επιδοτούμενες εισαγωγές να προκαλούν ζημία στους παραγωγούς του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου της παραγωγής στη συγκεκριμένη αγορά.

2. Για το σκοπό της παραγράφου 1, οι παραγωγοί θεωρούνται ότι συνδέονται με εξαγωγείς ή εισαγωγείς μόνον εφόσον α) ένας από αυτούς ελέγχει άμεσα ή έμμεσα τον άλλον ή β) και οι δύο ελέγχονται άμεσα ή έμμεσα από κάποιον τρίτο ή γ) από κοινού ελέγχουν άμεσα ή έμμεσα κάποιον τρίτο, υπό την πρϋπόθεση ότι συντρέχουν λόγοι για να πιστεύει ή να υποψιάζεται κανείς ότι η σχέση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρεται ο εκάστοτε παραγωγός διαφορετικά από ό,τι συμπεριφέρονται οι μη συνδεόμενοι παραγωγοί. Για το σκοπό της παρούσας παραγράφου, γίνεται δεκτό ότι μια οντότητα ελέγχει κάποιαν άλλη όταν η πρώτη έχει τη δυνατότητα, είτε νομικώς είτε λειτουργικώς, να θέτει περιορισμούς στη δεύτερη ή να κατευθύνει τις ενέργειές της.

3. Όταν ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής θεωρείται ότι αναφέρεται στους παραγωγούς συγκεκριμένης περιφέρειας, παρέχεται η δυνατότητα στους εξαγωγείς ή στο δημόσιο, που χορηγεί αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις προσφοράς, σύμφωνα με το άρθρο 10, αναλήψεων υποχρεώσεων για τη συγκεκριμένη περιφέρεια. Στις περιπτώσεις αυτές λαμβάνονται ειδικώς υπόψη τα συμφέροντα της περιοχής κατά την εκτίμηση του κοινοτικού ενδιαφέροντος των μέτρων. Αν κατάλληλη ανάληψη υποχρέωσης δεν προσφερθεί γρήγορα ή εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 10 παράγραφοι 9 και 10, είναι δυνατό να επιβληθεί προσωρινός ή οριστικός αντισταθμιστικός δασμός για το σύνολο της Κοινότητας. Στις περιπτώσεις αυτές, οι δασμοί, εάν είναι εφικτό, είναι δυνατό να περιορίζονται σε συγκεκριμένους παραγωγούς ή εξαγωγείς.

4. Στο παρόν άρθρο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 8.

Άρθρο 7

Έναρξη διαδικασίας 1. Με την επιφύλαξη των ρυθμίσεων της παραγράφου 10, η έναρξη έρευνας για τη διαπίστωη της ύπαρξης, της έκτασης και των συνεπειών οποιασδήποτε υποτιθέμενης επιδότησης προϋποθέτει την υποβολή γραπτής καταγγελίας εκ μέρους φυσικού ή νομικού προσώπου, καθώς και ένωσης χωρίς νομική προσωπικότητα που ενεργεί για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής.

i) Η καταγγελία μπορεί να υποβληθεί στην Επιτροπή ή σε κράτος μέλος που τη διαβιβάζει στην Επιτροπή. Η Επιτροπή αποστέλλει στα κράτη μέλη αντίγραφο της καταγγελίας που λαμβάνει. Η καταγγελία θεωρείται ότι υποβάλλεται την πρώτη εργάσιμη ημέρα μετά τη διαβίβασή της στην Επιτροπή με συστημένη επιστολή ή μετά την έκδοση γωνστοποίησης παραλαβής της από την Επιτροπή.

ii) Όταν, ελλείψει καταγγελίας, ένα κράτος μέλος έχει στην κατοχή του επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν ταυτόχρονα επιδότηση και ζημία προκύπτουσα από αυτή για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής, τα κοινοποιεί αμέσως στην Επιτροπή.

2. Κάθε καταγγελία που υποβάλλεται βάσει της παραγράφου 1 περιλαμβάνει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων (συμπεριλαμβανομένων, εφόσον είναι δυνατόν, του ύψους των), της προκύπτουσας ζημίας για τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των υποτιθέμενων επιδοτούμενων εισαγωγών και της υποτιθέμενης ζημίας. Κάθε καταγγελία περιλαμβάνει τα στοιχεία που είναι ευλόγως δυνατό να συγκεντρώσει ο καταγγέλλων σχετικά με τα ακόλουθα:

i) την ταυτότητα του καταγγέλλοντος, καθώς και τον όγκο και την αξία της παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται στην Κοινότητα από τον καταγγέλλοντα. Όταν υποβάλλεται γραπτή καταγγελία για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η καταγγελία διευκρινίζει τον κλάδο παραγωγής για λογαριασμό του οποίου υποβάλλεται η καταγγελία σύμφωνα με κατάλογο που περιλαμβάνει όλους τους γνωστούς παραγωγούς του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα (ή τις ενώσεις παραγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα) 7 επίσης περιέχει, στο μέτρο του δυνατού, στοιχεία για τον όγκο και την αξία της κοινοτικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που αντιπροσωπεύουν οι εν λόγω παραγωγοί,

ii) πλήρη περιγραφή του προϊόντος που υποτίθεται ότι επιδοτείται, την ονομασία της εκάστοτε χώρας ή των εκάστοτε χωρών καταγωγής ή εξαγωγής, την ταυτότητα όλων των γνωστών εξαγωγέων ή αλλοδαπών παραγωγών, καθώς και κατάλογο των προσώπων που είναι γνωστό ότι εισάγουν το οικείο προϊόν,

iii) αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη, το ύψος, το χαρακτήρα και την αντισταθμισιμότητα των εν λόγω επιδοτήσεων,

iv) πληροφορίες για την εξέλιξη του όγκου των εισαγωγών που υποτίθεται ότι λαμβάνουν επιδοτήσεις, για την επίδραση των εισαγωγών αυτών επί των τιμών του ομοειδούς προϊόντος στην κοινοτική αγορά, καθώς και για την επακόλουθη επίπτωση των εισαγωγών επί του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, όπως αποδεικνύεται με βάση συναφείς παράγοντες και δείκτες, που επηρεάζουν την κατάσταση στην οποία βρίσκεται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής, όπως αυτές που απαριθμούνται στο άρθρο 5 παράγραφοι 3 και 5.

3. Η Επιτροπή εξετάζει, στο μέτρο του δυνατού, την ακρίβεια και πληρότητα των αποδεικτικών στοιχείων που παριέχονται στην καταγγελία, προκειμένου να αποφανθεί κατά πόσον αυτά είναι ικανά να δικαιολογήσουν την έναρξη έρευνας.

4. Είναι δυνατόν να αρχίσει έρευνα προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον οι υποτιθέμενες επιδοτήσεις έχουν ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφοι 2 και 3 του παρόντος κανονισμού.

5. Είναι δυνατόν, επίσης, να αρχίσει έρευνα όσον αφορά μη αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 3 παράγραφοι 7, 8 και 9, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον πληρούνται ή όχι οι προϋποθέσεις που ορίζονται στις εν λόγω παραγράφους.

6. Εάν μια επιδότηση έχει χορηγηθεί βάσει προγράμματος επιδοτήσεων, το οποίο έχει γνωστοποιηθεί πριν από την εφαρμογή του στην επιτροπή για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα του ΠΟΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8 της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις, και για την οποία η επιτροπή παρέλειψε να καθορίσει ότι δεν πληρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 8 της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις, δεν αρχίζει έρευνα σχετικά με την επιδότηση που χορηγήθηκε βάσει του εν λόγω προγράμματος, εκτός εάν έχει διαπιστωθεί παραβίαση του άρθρου 8 της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις από το αρμόδιο όργανο επίλυσης διαφορών του ΠΟΕ ή κατόπιν διαιτησίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 5 της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις.

7. Επίσης, είναι δυνατόν να αρχίσει έρευνα σχετικά με μέτρα του είδους που αναφέρονται στο παράρτημα IV του παρόντος κανονισμού, εφόσον αυτά περιέχουν στοιχείο επιδότησης, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν τα εν λόγω μέτρα συνάδουν πλήρως με τις διατάξεις του παραρτήματος IV.

8. Η έναρξη έρευνας βάσει της παραγράφου 1 είναι δυνατή μόνον εφόσον έχει διαπιστωθεί, έπειτα από εξέταση του βαθμού υποστήριξης ή αντίθεσης προς την υποβληθείσακαταγγελία την οποία εκφράζουν οι παραγωγοί του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα, ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής. Για να γίνει δεκτό ότι η καταγγελία έχει υποβληθεί «εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής», πρέπει να υποστηρίζεται από παραγωγούς της Κοινότητας των οποίων η συνολική παραγωγή αντιπροσωπεύει ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγεται από το τμήμα εκείνο του κοινοτικού κλάδου παραγωγής που έχει εκφράσει είτε την υποστήριξή του, είτε την αντίθεση του στην καταγγελία. Εντούτοις, δεν επιτρέπεται η έναρξη έρευνας όταν οι παραγωγοί της Κοινότητας, που υποστηρίζουν ρητώς την καταγγελία, αντιπροσωπεύουν ποσοστό μικρότερο του 25 % της συνολικής παραγωγής του ομοειδούς προϊόντος που παράγει ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

9. Οι αρχές αποφεύγουν να δίδουν οποιαδήποτε δημοσιότητα στην καταγγελία για την έναρξη έρευνας, εκτός αν έχει ληφθεί απόφαση για την έναρξη έρευνας. Ωστόσο, το συντομότερο δυνατό από την αποδοχή κατάλληλα τεκμηριωμένης καταγγελίας που έχει υποβληθεί βάσει τους παρόντος άρθρου, και πάντως πριν από την έναρξη οιασδήποτε έρευνας, η Επιτροπή ενημερώνει την κυβέρνηση της οικείας χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής, και η κυβέρνηση αυτή καλείται να συμμετάσχει σε διαβουλεύσεις, με σκοπό την αποσαφήνιση της κατάστασης όσον αφορά τα θέματα στα οποία γίνεται αναφορά στην ανωτέρω παράγραφο 2 και την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

10. Αν σε εξαιρετικές περιπτώσεις αποφασισθεί η έναρξη έρευνας χωρίς να έχει ληφθεί γραπτή καταγγελία εκ μέρους ή για λογαριασμό του κοινοτικού κλάδου παραγωγής για την έναρξη μιας τέτοιας έρευνας, η σχετική διαδικασία προχωρά βάσει επαρκών αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, την προκαλούμενη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, τα οποία δικαιολογούν την έναρξη έρευνας.

11. Τα αποδεικτικά στοιχεία, τα σχετικά τόσο με τις επιδοτήσεις όσο και με τη ζημία εξετάζονται ταυτοχρόνως για την λήψη απόφασης περί έναρξης ή μη έρευνας. Η καταγγελία απορρίπτεται όταν τα αποδεικτικά στοιχεία τα σχετικά είτε με τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις είτε με τη ζημία δεν είναι επαρκή, ώστε να δικαιολογούν την περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης. Βάσει του παρόντος άρθρου δεν κινείται διαδικασία κατά χωρών των οποίων οι εισαγωγές αντιπροσωπεύουν μερίδιο αγοράς μέχρι 1 %, εκτός αν αυτές οι χώρες αντιπροσωπεύουν συνοπτικά πάνω από 3 % της κοινοτική κατανάλωσης.

12. Η καταγγελία μπορεί να αποσυρθεί πριν από την έναρξη της έρευνας, και στην περίπτωση αυτή θεωρείται ως μη υποβληθείσα.

13. Όταν, μετά από διαβουλεύσεις, φαίνεται ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να δικαιολογείται η έναρξη διαδικασίας, η Επιτροπή αρχίζει τη διαδικασία εντός ενός μηνός από την υποβολή της καταγγελίας και δημοσιεύει σχετική ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Σε περίπτωση που τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν δεν είναι επαρκή, ο καταγγέλλων, μετά από διαβουλεύσεις, ενημερώνεται σχετικά εντός 45 ημερών από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας στην Επιτροπή.

14. Η ανακοίνωση για την έναρξη της διαδικασίας αναγγέλλει την έναρξη της έρευνας, αναφέρει το προϊόν και τις ενδιαφερόμενες χώρες, περιέχει περίληψη των ληφθεισών πληροφοριών και διευκρινίζει ότι κάθε χρήσιμη πληροφορία πρέπει να γνωστοποιείται στην Επιτροπή 7 καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη μπορούν να αναγγέλλονται, να γνωστοποιούν γραπτώς τις απόψεις τους και να υποβάλλουν πληροφορίες, εφόσον οι απόψεις και οι πληροφορίες αυτές πρόκειται να ληφθούν υπόψη κατά την έρευνα 7 αναφέρει επίσης την περίοδο εντός της οποίας τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν τη δυνατότητα να ζητούν ακρόαση από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 5.

15. Η Επιτροπή ενημερώνει τους εξαγωγείς, εισαγωγείς και αντιπροσωπευτικές ενώσεις τους που γνωρίζει ότι είναι ενδιαφερόμενοι, καθώς και την κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες σχετικά με την έναρξη της σχετικής διαδικασίας και, με την επιφύλαξη της υποχρέωσης προστασίας των πληροφοριών εμπιστευτικού χαρακτήρα, παρέχει το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας που της έχει υποβληθεί βάσει της παραγράφου 1 στους γνωστούς εξαγωγείς και στις αρχές της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγείς που συμμετέχουν στην έρευνα 7 επίσης το κοινοποιεί, εφόσον της ζητηθεί, σε άλλους ενδιαφερόμενους που μετέχουν στη διαδικασία. Όταν ο αριθμός των ενδιαφερομένων εξαγωγέων είναι ιδιαιτέρως υψηλός, το πλήρες κείμενο της γραπτής καταγγελίας παρέχεται μόνο στις αρχές της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής ή στη σχετική εμπορική ένωση.

16. Τυχόν έρευνα με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών δεν εμποδίζει τις διαδικασίες εκτελωνισμού.

Άρθρο 8

Διεξαγωγή της έρευνας 1. Σε συνέχεια της έναρξης διαδικασίας, η Επιτροπή αρχίζει την έρευνα σε κοινοτικό επίπεδο σε συνεργασία με τα κράτη μέλη. Η έρευνα αυτή καλύπτει ταυτόχρονα την παροχή επιδότησης και την προκληθείσα ζημία. Προκειμένου να εξαχθεί αντιπροσωπευτικό αποτέλεσμα, επιλέγεται περίοδος έρευνας, η οποία στην περίπτωση της παροχής επιδότησης καλύπτει κανονικά την περίοδο έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1. Τα στοιχεία που αφορούν χρονικό διάστημα μεταγενέστερο της περιόδου έρευνας, δεν λαμβάνονται κανονικά υπόψη.

2. Στα ενδιάφερόμενα μέρη που λαμβάνουν τα ερωτηματολόγια που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο έρευνας με αντικείμενο την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού, τάσσεται προθεσμία 30 ημερών τουλάχιστον για να απαντήσουν. Για τους εξαγωγείς, η προθεσμία μετρά από την ημερομηνία λήψης του ερωτηματολογίου, το οποίο εν προκειμένω γίνεται δεκτό ότι λαμβάνεται μία εβδομάδα από την ημερομηνία αποστολής του σε αυτόν που καλείται να το συμπληρώσει ή από την ημερομηνία διαβίβασής του στον αρμόδιο διπλωματικό εκπρόσωπο της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής. Είναι δυνατόν να χορηγηθεί παράταση της προθεσμίας των 30 ημερών, αφού ληφθούν δεόντως υπόψη οι προθεσμίες της έρευνας και υπό την προϋπόθεση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος είναι σε θέση να δικαιολογήσει την ζητούμενη παράταση βάσει των ιδιαίτερων συνθηκών που αντιμετωπίζει.

3. Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί από τα κράτη μέλη να παρέχουν πληροφορίες και τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να ικανοποιήσουν τα εν λόγω αιτήματα. Κοινοποιούν στην Επιτροπή τις πληροφορίες που ζητήθηκαν καθώς και τα αποτελέσματα του συνόλου των επιθεωρήσεων, ελέγχων ή ερευνών που πραγματοποιήθηκαν. Όταν αυτές οι πληροφορίες είναι γενικού ενδιαφέροντος ή όταν η διαβίβασή τους έχει ζητηθεί από ένα κράτος μέλος, η Επιτροπή τα διαβιβάζει στα κράτη μέλη, εφόσον δεν είναι εμπιστευτικά 7 στην περίπτωση που είναι εμπιστευτικά, διαβιβάζεται μη εμπιστευτική περίληψη.

4. Η Επιτροπή μπορεί να ζητεί από τα κράτη μέλη να πραγματοποιούν όλους τους αναγκαίους ελέγχους και επιθεωρήσεις, ιδίως των εισαγωγέων, εμπόρων και παραγωγών της Κοινότητας και να προβαίνουν σε έρευνες σε τρίτες χώρες υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις συγκατατίθενται και ότι η κυβέρνηση της συγκεκριμένης χώρας ενημερώνεται επίσημα και δεν εναντιώνεται. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να δώσουν συνέχεια στις αιτήσεις της Επιτροπής. Υπάλληλοι της Επιτροπής εξουσιοδοτούνται, εάν το ζητήσει η Επιτροπή ή το κράτος μέλος, να επικουρούν τους υπαλλήλους κρατών μελών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους.

5. Είναι δυνατόν να ακουσθούν οι απόψεις των μερών, τα οποία έχουν κάνει γνωστό ότι ενδιαφέρονται, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 14, εάν το ζητούν γραπτά εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ανακοίνωση, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαίκών Κοινοτήτων, αποδεικνύοντας ότι είναι πράγματι ενδιαφερόμενα μέρη που μπορεί να τους αφορά το αποτέλεσμα της διαδικασίας και ότι υπάρχουν ιδιαίτεροι λόγοι να ακουσθούν.

6. Μετά από αίτηση, δίνεται ευκαιρία στους εισαγωγείς, στους εξαγωγείς και στους καταγγέλλοντες, που έχουν κάνει γνωστό ότι ενδιαφέρονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 14 καθώς και στην κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής, να συναντήσουν τα μέρη που έχουν αντίθετα συμφέροντα, ώστε να καταστεί δυνατή η αντιπαράθεση των θέσεων και ενδεχομένων αντιρρήσεων. Κατά την παροχή της ευκαιρίας αυτής, λαμβάνεται υπόψη η ανάγκη διαφύλαξης του εμπιστευτικού χαρακτήρα των πληροφοριών καθώς και η διευκόλυνση των μερών. Η παρουσία των μερών στις συναντήσεις δεν είναι υποχρεωτική, η δε απουσία δεν επιβαρύνει τη θέση τους. Τα στοιχεία που παρέχονται προφορικώς βάσει της παρούσας παραγράφου, λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή, εφόσον υποβληθούν σε μεταγενέστερο χρόνο σε γραπτή μορφή.

7. Οι καταγγέλλοντες, η κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους ενώσεις, οι χρήστες και οι ενώσεις καταναλωτών, οι οποίοι έκαναν γνωστό ότι ενδιαφέρονται σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 14, μπορούν, έπειτα από γραπτή αίτηση, να ελέγχουν όλες τις πληροφορίες που έχουν παρασχεθεί στην Επιτροπή από τα συμμετέχοντα στην έρευνα μέρη, εκτός από τα εσωτερικά έγγραφα, που έχουν συνταχθεί από τις αρχές της Κοινότητας ή των κρατών μελών της, εφόσον οι πληροφορίες αυτές έχουν σχέση με την υπεράσπιση των συμφερόντων τους, δεν είναι εμπιστευτικές κατά την έννοια του άρθρου 20 και χρησιμοποιούνται στην έρευνα. Τα εν λόγω μέρη έχουν το δικαίωμα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους σχετικά με τις πληροφορίες αυτές, οι οποίες λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι επαρκώς τεκμηριωμένες.

8. Εκτός από τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 19, εξετάζονται, στο μέτρο του δυνατού, για την ακρίβειά τους τα στοιχεία που έχουν προσκομίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη και τα οποία χρησιμεύουν ως βάση των συμπερασμάτων.

9. Για διαδικασίες κινηθείσες κατά το άρθρο 7 παράγραφος 13, η έρευνα περατούται εί δυνατόν εντός έτους. Οι έρευνες περατούνται οπωσδήποτε εντός 13 μηνών από την κίνηση της διαδικασίας, βάσει των πορισμάτων, κατά το άρθρο 10, για αναλήψεις υποχρεώσεων και κατά το άρθρο 11, για οριστικά μέτρα.

10. Καθόλη τη διάρκεια της έρευνας, η Επιτροπή παρέχει στην κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής κατάλληλες δυνατότητες για τη συνέχιση των διαβουλεύσεων, με στόχο την αποσαφήνιση των πραγματικών δεδομένων της υπόθεσης και την επίτευξη αμοιβαία αποδεκτής λύσης.

Άρθρο 9

Προσωρινά μέτρα 1. Η εφαρμογή προσωρινών μέτρων επιτρέπεται εφόσον έχει ερχίσει έρευνα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7, έχει εκδοθεί σχετική δημόσια ανακοίνωση και έχουν παρασχεθεί στα ενδιαφερόμενα μέρη κατάλληλες δυνατότητες για να υποβάλουν τυχόν στοιχεία και να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 14, έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει ότι το εισαγόμενο προϊόν τυγχάνει αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και προξενεί ζημία στον κοινοτικό κλάδο παραγωγής και ότι το συμφέρον της Κοινότητας απαιτεί παρέμβαση προκειμένου να αποτραπεί η πρόκληση ζημίας. Τα προσωρινά μέτρα επιβάλλονται όχι νωρίτερα από 60 ημέρες από την έναρξη της διαδικασίας αλλά όχι αργότερα από εννέα μήνες.

2. Το ύψος του προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού δεν υπερβαίνει το συνολικό ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, όπως αυτό έχει υπολογισθεί προσωρινά, αλλά πρέπει να είναι κατώτερο από το εν λόγω ποσό, εφόσον ο κατώτερος αυτός δασμός αρκεί για την εξάλειψη της ζημίας από τον κοινοτικό κλάδο παραγωγής.

3. Τα προσωρινά μέτρα λαμβάνουν τη μορφή εγγύησης και η θέση σε ελεύθερη κυκλοφορία στην Κοινότητα των συγκεκριμένων προϊόντων εξαρτάται από τη σύσταση αυτής της εγγύησης.

4. Η Επιτροπή λαμβάνει αυτό το προσωρινό μέτρο μετά από διαβούλευση, ή, σε εξαιρετικά επείγουσες περιπτώσεις, μετά από ενημέρωση των κρατών μελών. Σ' αυτή την τελευταία περίπτωση, διεξάγονται διαβουλεύσεις το αργότερο δέκα ημέρες μετά την κοινοποίηση στα κράτη μέλη του μέτρου που έλαβε η Επιτροπή.

5. Σε περίπτωση που ζητηθεί από κράτος μέλος η άμεση παρέμβαση της Επιτροπής και πληρούνται οι όροι του άρθρου 9 παράγραφος 1, η Επιτροπή αποφασίζει, μέσα σε διάστημα το πολύ πέντε εργασίμων ημερών από την παραλαβή της αίτησης, αν συντρέχει λόγος επιβολής προσωρινού αντισταθμιστικού δασμού.

6. Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως το Συμβούλιο και τα κράτη μέλη για κάθε απόφαση που λαμβάνεται με βάση το παρόν άρθρο. Το Συμβούλιο μπορεί, με ειδική πλειοψηφία, να λάβει διαφορετική απόφαση.

7. Οι προσωρινοί αντισταθμιστικοί δασμοί ισχύουν για μια μέγιστη περίοδο τεσσάρων μηνών.

Άρθρο 10

Αναλήψεις υποχρεώσεων 1. Οι έρευνες είναι δυνατόν να περατούνται χωρίς την επιβολή προσωρινών ή οριστικών δασμών σε περίπτωση που γίνουν αποδεκτές ικανοποιητικές αναλήψεις υποχρεώσεων που έχουν υποβληθεί οικειοθελώς και βάσει των οποίων:

i) η κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής συμφωνεί να καταργήσει ή να μειώσει την επιδότηση ή να λάβει άλλου είδους μέτρα για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ή ii) ο εξαγωγέας αναλαμβάνει την αναθεώρηση των τιμών που αυτός εφαρμόζει ή τη διακοπή των εξαγωγών προς την εκάστοτε περιοχή για όσο διάστημα οι εξαγωγές αυτές τυγχάνουν αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, ούτως ώστε η Επιτροπή, μετά από διαβουλεύσεις, να πεισθεί ότι εξαλείφθησαν οι ζημιογόνες συνέπειες των επιδοτήσεων. Οι αυξήσεις τιμών βάσει αναλήψεων υποχρεώσεων αυτού του είδους δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερες από αυτές που χρειάζονται για την αντιστάθμιση του ύψους της επιδοτήσεως, και μάλιστα θα πρέπει να υπολείπονται του ύψους της επιδότησης, εφόσον οι αυξήσεις αυτής της κλίμακας θα ήταν αρκετές για την άρση της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

2. Η Επιτροπή έχει το δικαίωμα να εισηγείται την ανάληψη υποχρεώσεων, αλλά καμία κυβέρνηση ή εξαγωγέας δεν είναι δυνατόν να υποχρεωθεί να αποδεχθεί μία ανάληψη υποχρέωσης. Το γεγονός ότι κάποια κυβέρνηση ή ένας εξαγωγέας δεν προτείνει την αποδοχή εκ μέρους του μιας ανάληψης υποχρέωσης ή δεν ανταποκρίνεται σε σχετική πρόσκληση που του έχει απευθυνθεί, δεν προδικάζει με κανέναν τρόπο την αξιολόγηση δεδομένων της υπόθεσης. Παρόλα αυτά, είναι δυνατόν να εξάγεται το συμπέρασμα ότι η επέλευση του κινδύνου πρόκλησης ζημίας είναι πιθανότερη σε περίπτωση συνέχισης των εισαγωγών που έχουν τύχει επιδότησης. Δεν επιτρέπεται να ζητείται ή να γίνεται αποδεκτή ανάληψη υποχρέωσης εκ μέρους κυβερνήσεων ή εξαγωγέων, παρά μόνον εφόσον έχει διατυπωθεί προσωρινό συμπέρασμα το οποίο επιβεβαιώνει την ύπαρξη επιδότησης και την εξ αυτής πρόκληση ζημίας. Εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, η προσφορά αναλήψεων υποχρεώσεων δεν είναι δυνατή μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσεται στους ενδιαφερομένους προκειμένου να προβούν σε παραστάσεις, βάσει του άρθρου 21 παράγραφος 5.

3. Οι προτεινόμενες αναλήψεις υποχρεώσεων είναι δυνατό να μη γίνονται δεκτές σε περίπτωση που κρίνεται ότι η αποδοχή τους παρουσιάζει πρακτικές δυσκολίες, επί παραδείγματι αν ο αριθμός των πραγματικών ή δυνητικών εξαγωγέων είναι υπερβολικά μεγάλος ή για άλλους λόγους, συμπεριλαμβανομένων λόγων που ανάγονται στην ακολουθούμενη συνολική πολιτική. Ο εκάστοτε εξαγωγέας ή/και η κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής δύνανται να πληροφορούνται τους λόγους για τους οποίους σχεδιάζεται η υποβολή πρότασης για την απόρριψη της προσφοράς δεδομένης ανάληψης υποχρέωσης 7 επίσης πρέπει να τους παραχωρείται η δυνατότητα να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους σχετικά. Οι λόγοι της απόρριψης πρέπει να μνημονεύονται στην οριστική απόφαση.

4. Τα μέρη που προσφέρονται να αναλάβουν κάποια υποχρέωση οφείλουν να παρέχουν μη εμπιστευτική περιγραφή της ανάληψης υποχρέωσης ώστε να είναι δυνατό να την πληροφορούνται οι ενδιαφερόμενοι που μετέχουν στην έρευνα.

5. Όταν μια ανάληψη υποχρέωσης γίνεται, μετά από διαβουλεύσεις, αποδεκτή και δεν προβάλλονται σχετικές αντιρρήσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η έρευνα περατούται. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή υποβάλλει πάραυτα στο Συμβούλιο έκθεση σχετική με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων και ταυτόχρονα πρόταση για την περάτωση της διαδικασίας. Η διαδικασία λογίζεται περατωθείσα αν εντός ενός μηνός το Συμβούλιο δεν λάβει αντίθετη απόφαση με ειδική πλειοψηφία.

6. Όταν γίνεται δεκτή μια ανάληψη υποχρέωσης, η έρευνα για την επιδότηση και για τη ζημία πρέπει κανονικά να ολοκληρώνεται. Στην περίπτωση αυτή, όταν διατυπώνεται αποφατικό συμπέρασμα για την επιδότηση ή τη ζημία, η ανάληψη υποχρέωσης παύει αυτοδικαίως να ισχύει, εκτός αν το συμπέρασμα αυτό οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην ύπαρξη της ανάληψης υποχρέωσης. Στις περιπτώσεις αυτές οι αρχές δύνανται να απαιτούν τη διατήρηση σε ισχύ της ανάληψης υποχρέωσης για εύλογο χρονικό διάστημα. Όταν το συμπέρασμα για την επιδότηση και τη ζημία είναι καταφατικό, η ανάληψη υποχρέωσης παραμένει σε ισχύ με βάση το περιεχόμενό της και σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού.

7. Η Επιτροπή ζητεί από κάθε κυβέρνηση ή εξαγωγέα, από τον οποίο έχει γίνει δεκτή ανάληψη υποχρέωσης, να υποβάλλει ανά τακτά χρονικά διαστήματα στοιχεία σχετικά με την τήρηση της ανάληψης υποχρέωσης και να επιτρέπει την εξακρίβωση των συναφών στοιχείων. Τυχόν μη συμμόρφωση προς τις παραπάνω υποχρεώσεις εκλαμβάνεται ως παραβίαση της ανάληψης υποχρέωσης.

8. Όταν στο πλαίσιο διεξαγόμενης έρευνας γίνονται δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων εκ μέρους ορισμένων εξαγωγέων, αυτές, για τους σκοπούς του άρθρου 13, τεκμαίρεται ότι τίθενται σε ισχύ την ημερομηνία περάτωσης της έρευνας ως προς την οικεία χώρα καταγωγής ή/και εξαγωγής.

9. Σε περίπτωση παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης από οποιοδήποτε μέρος, επιβάλλεται οριστικός δασμός σύμφωνα με το άρθρο 11, με βάση τα πραγματικά περιστατικά που βεβαιώθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας η οποία οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης, υπό την προϋπόθεση ότι η έρευνα αυτή ολοκληρώθηκε με τη διατύπωση τελικού συμπεράσματος για την επιδότηση και τη ζημία και ότι έχει παρασχεθεί στον οικείο εξαγωγέα ή την κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής η δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά, εκτός αν πρόκειται για ανάκληση μιας ανάληψης υποχρέωσης.

10. Επιτρέπεται η επιβολή, μετά από διαβουλεύσεις, προσωρινού δασμού δυνάμει του άρθρου 9 με βάση τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία, όταν υπάρχουν ενδείξεις ότι δεδομένη ανάληψη υποχρέωσης παραβιάζεται ή, σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης της ανάληψης υποχρέωσης, όταν δεν έχει ολοκληρωθεί η έρευνα που οδήγησε στην ανάληψη υποχρέωσης.

Άρθρο 11

Περάτωση χωρίς τη λήψη μέτρων και επιβολή οριστικών δασμών 1. Σε περίπτωση ανάκλησης της καταγγελίας, η διαδικασία είναι δυνατό να περατούται, εκτός αν κρίνεται ότι η περάτωσή της δεν είναι προς το συμφέρον της Κοινότητας.

2. Όταν, μετά από διαβουλεύσεις, διαπιστώνεται ότι δεν είναι αναγκαία η λήψη προστατευτικών μέτρων και δεν προβάλλεται σχετική αντίρρηση στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, η έρευνα ή η διαδικασία περατούται. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η Επιτροπή υποβάλλει πάραυτα στο Συμβούλιο έκθεση σχετική με τα αποτελέσματα των διαβουλεύσεων και μαζί πρόταση για την περάτωση της διαδικασίας. Η διαδικασία λογίζεται περατωθείσα, αν εντός ενός μηνός το Συμβούλιο δεν λάβει αντίθετη απόφαση με ειδική πλειοψηφία.

3. Η διαδικασία περάτωνεται αμέσως όταν διαπιστώνεται ότι το ποσό αντισταθμίσιμης επιδότησης είναι ελάχιστο, βάσει της κατωτέρω παράγραφου 5, ή όταν ο όγκος επιδοτούμενων εισαγωγών, πραγματικών ή δυνητικών, ή η ζημία, είναι μηδαμινά.

4. Για όλες τις διαδικασίες που κινούνται κατά το άρθρο 7 παράγραφος 13, η ζημία θεωρείται κανονικά μηδαμινή όταν το μερίδιο αγοράς των εισαγωγών είναι μικρότερο των ποσών του άρθρου 7 παράγραφος 11. Επί ερευνών για εισαγωγές, εξαγωγές αναπτυσσομένων χωρών, ο όγκος επιδοτούμενων εισαγωγών θεωρείται επίσης αμελητέος αν είναι κάτω του 4 % του συνόλου εισαγωγών του προϊόντος στην Κοινότητα, εκτός αν οι εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες, των οποίων το ατομικό μερίδιο των συνοπτικών εισαγωγών είναι συνολικά κάτω του 4 %, υπερβαίνουν το 9 % των συνολικών εισαγωγών του ομοειδούς προϊόντος στην Κοινότητα.

5. Όσον αφορά την ίδια μορφή ερευνών, το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων θεωρείται ασήμαντο, εάν η επιδότηση αντιπροσωπεύει ποσοστό κατώτερο του 1 % κατ' αξία, εκτός εάν:

α) όσον αφορά τις έρευνες σχετικά με τις εισαγωγές από αναπτυσσόμενες χώρες το κατώτερο όριο του ασήμαντου ποσού είναι 2 % κατ' αξίαν και β) για τις αναπτυσσόμενες χώρες μέλη του ΠΟΕ που αναφέρονται στο παράρτημα VII της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις καθώς και για τις αναπτυσσόμενες χώρες μέλη του ΠΟΕ οι οποίες έχουν καταργήσει τελείως τις επιδοτήσεις των εξαγωγών, όπως ορίζονται στο άρθρο 3 παράγραφος 4 στοιχείο α) του παρόντος κανονισμού, το κατώτερο όριο της επιδότησης που θεωρείται ασήμαντη είναι 3 % κατ' αξίαν 7 στις περιπτώσεις που η εφαρμογή της παρούσας διατάξεως εξαρτάται από την κατάργηση των εξαγωγικών επιδοτήσεων, η διάταξη αυτή ισχύει από την ημερομηνία που η κατάργηση των εξαγωγικών επιδοτήσεων κοινοποιείται στην επιτροπή για τις επιδοτήσεις και τα αντισταθμιστικά μέτρα του ΠΟΕ, και για όσο διάστημα δεν χορηγούνται εξαγωγικές επιδοτήσεις από την εν λόγω αναπτυσσόμενη χώρα. Η διάταξη αυτή παύει να ισχύει οκτώ έτη από την ημερομηνία έναρξης ισχύος της συμφωνίας για τον ΠΟΕ υπό την προϋπόθεση ότι η έρευνα περατούται μόνον όταν το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων είναι κατώτερο του επιπέδου που θεωρείται ασήμαντο για τους επί μέρους εξαγωγείς και ότι οι εν λόγω επιδοτήσεις συνεχίζουν να συμπεριλαμβάνονται στο αντικείμενο της όλης διαδικασίας, ενώ ως προς αυτόν είναι δυνατό να διεξαχθεί και νέα έρευνα στο πλαίσιο τυχόν μεταγενέστερης εξέτασης, η οποία διενεργείται ως προς την οικεία χώρα κατ' εφαρμογήν του άρθρου 13.

6. Όταν από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχει αντισταθμίσιμη επιδότηση και ότι εξ αυτής προκαλείται ζημία, καθώς και ότι το συμφέρον της Κοινότητας επιβάλλει τη λήψη μέτρων κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 22, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ειδική πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και μετά από διαβουλεύσεις στο πλαίσιο της συμβουλευτικής επιτροπής, επιβάλλει οριστικό αντισταθμιστικό δασμό, εκτός εάν η επιδότηση ή οι επιδοτήσεις έχουν ανακληθεί ή έχει αποδειχθεί ότι οι επιδοτήσεις δεν παρέχουν πλέον κανένα πλεονέκτημα στους ενεχόμενους εξαγωγείς. Σε περίπτωση που βρίσκονται ήδη σε ισχύ προσωρινοί δασμοί, υποβάλλεται στο Συμβούλιο πρόταση για τη λήψη οριστικών μέτρων το αργότερο έναν μήνα πριν από τη λήξη ισχύος των προσωρινών δασμών. Το ύψος του αντισταθμιστικού δασμού δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το ύψος των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων από τις οποίες έχει διαπιστωθεί ότι ευνοούνται οι εξαγωγείς βάσει του παρόντος κανονισμού, αλλά πρέπει να είναι κατώτερο του συνόλου των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων, αν η επιβολή δασμού χαμηλότερου ύψους κρίνεται επαρκής για την εξάλειψη της ζημίας που υφίσταται ο κοινοτικός κλάδος παραγωγής.

7. Ο αντισταθμιστικός δασμός επιβάλλεται στο ύψος που αναλογεί σε κάθε περίπτωση για όλες, χωρίς διάκριση προελεύσεως, εισαγωγές ενός προϊόντος που έχει διαπιστωθεί ότι αποτελούν αντικείμενο αντισταθμίσιμης επιδότησης και προξενούν ζημία, με εξαίρεση τις εισαγωγές από εκείνες τις πηγές από τις οποίες έχουν γίνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων κατ' εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος κανονισμού. Ο κανονισμός προσδιορίζει το δασμό για κάθε προμηθευτή, ή, αν αυτό είναι πρακτικώς ανέφικτο, την οικεία προμηθεύτρια χώρα.

8. Όταν η Επιτροπή έχει περιστείλει το αντικείμενο της εξέτασης κατ' εφαρμογή του άρθρου 18, οποιοσδήποτε αντισταθμιστικός δασμός, ο οποίος επιβάλλεται στις εισαγωγές που προέρχονται από εξαγωγείς ή παραγωγούς οι οποίοι έχουν αναγγελθεί σύμφωνα με το άρθρο 18 αλλά δεν έχουν συμπεριληφθεί στην έρευνα, δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει το σταθμισμένο μέσο όρο του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που έχει καθοριστεί για τις επιχειρήσεις του δείγματος. Κατά την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δεν λαμβάνει υπόψη τυχόν ποσά των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που είτε είναι μηδενικά, είτε ασήμαντα, καθώς και τυχόν ποσά που έχουν καθοριστεί υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 19. Οι αρχές επιβάλλουν μεμονωμένους δασμούς για τις εισαγωγές που προέρχονται από οποιονδήποτε εξαγωγέα ή παραγωγό στον οποίον επιφυλάσσεται ιδιαίτερη μεταχείριση, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 18.

Άρθρο 12

Αναδρομική ισχύς 1. Προσωρινά μέτρα και οριστικοί αντισταθμιστικοί δασμοί εφαρμόζονται μόνον ως προς προϊόντα που τίθενται σε κατανάλωση μετά το χρόνο θέσης σε ισχύ της απόφασης που λαμβάνεται βάσει του άρθρου 9 παράγραφος 1 και του άρθρου 11 παράγραφος 6, αντιστοίχως, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2. Όταν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός και από τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν διαπιστωθεί τελικώς, προκύπτει ότι υπάρχουν αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και ζημία, το Συμβούλιο αποφασίζει, ανεξάρτητα από το κατά πόσον πρέπει να επιβληθεί οριστικός αντισταθμιστικός δασμός. Εν προκειμένω, ο όρος «ζημία» δεν περιλαμβάνει την αισθητή καθυστέρηση της δημιουργίας κοινοτικού κλάδου παραγωγής, ούτε τον κίνδυνο πρόκλησης σοβαρής ζημίας, εκτός αν διαπιστώνεται ότι ο κίνδυνος αυτός θα εξελισσόταν, αν δεν λαμβάνονταν προσωρινά μέτρα, στην πρόκληση σοβαρής ζημίας. Σε όλες τις υπόλοιπες περιπτώσεις, στις οποίες διαπιστώνεται η ύπαρξη του παραπάνω κινδύνου ή η καθυστέρηση, τα ποσά που έχουν ενδεχομένως εισπραχθεί προσωρινώς αποδεσμεύονται, ενώ η επιβολή οριστικών δασμών επιτρέπεται μόνον από την ημερομηνία διατύπωσης τελικού συμπεράσματος για τον κίνδυνο ή την αισθητή καθυστέρηση.

3. Αν ο οριστικός αντισταθμιστικός δασμός είναι υψηλότερος από τον προσωρινό δασμό, η διαφορά δεν εισπράττεται. Αν ο οριστικός δασμός είναι χαμηλότερος από τον προσωρινό δασμό, ο δασμός υπολογίζεται εκ νέου. Αν το τελικό συμπέρασμα είναι αποφατικό, ο προσωρινός δασμός δεν επικυρώνεται.

4. Επιτρέπεται η επιβολή οριστικού αντισταθμιστικού δασμού ως προς προϊόντα που ετέθησαν σε κατανάλωση το πολύ 90 ημέρες πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος των προσωρινών μέτρων, αλλά όχι πριν από την έναρξη της έρευνας, υπό την προϋπόθεση ότι οι εισαγωγές έχουν καταγραφεί συμφώνως προς το άρθρο 15 παράγραφος 5, έχει παρασχεθεί από την Επιτροπή στους ενδιαφερόμενους εισαγωγείς η ευκαιρία να διατυπώσουν τυχόν παρατηρήσεις τους, και επιπλέον εφόσον:

ii) υπάρχουν κρίσιμες περιστάσεις κατά τις οποίες προκειμένου περί του οικείου επιδοτούμενου προϊόντος έχει προκληθεί ζημία, που είναι δύσκολο να αποκατασταθεί, εξ αιτίας μαζικών εισαγωγών, που έχουν πραγματοποιηθεί σε σχετικά βραχύ χρονικό διάστημα, ενός προϊόντος που τυγχάνει αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων σύμφωνα με τους όρους του παρόντος κανονισμού και ii) κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να αποφευχθεί τέτοια ζημία, η αναδρομική εφαρμογή αντισταθμιστικών δασμών στις εισαγωγές αυτές.

5. Σε περιπτώσεις παραβίασης ή ανάκλησης μιας ανάληψης υποχρέωσης, είναι δυνατό να επιβάλλονται οριστικοί δασμοί δυνάμει του παρόντος κανονισμού ως προς προϊόντα που ετέθησαν σε κατανάλωση το πολύ ενενήντα ημέρες πριν από την έναρξη ισχύος των προσωρινών μέτρων, υπό την προϋπόθεση ότι οι εισαγωγές έχουν καταγραφεί συμφώνως προς το άρθρο 15 παράγραφος 5, και ότι κάθε τέτοια εκτίμηση με αναδρομική ισχύ δεν επιτρέπεται να αφορά τις εισαγωγές προϊόντων που ετέθησαν σε κατανάλωση πριν από την παραβίαση ή την ανάκληση της ανάληψης υποχρέωσης.

Άρθρο 13

Διάρκεια ισχύος, επανεξέταση και επιστροφές 1. Κάθε αντισταθμιστικό μέτρο παραμένει σε ισχύ μόνο για όσο χρόνο και στην έκταση που χρειάζεται για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων.

Α. Επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος 2. Κάθε οριστικό αντισταθμιστικό μέτρο παύει να ισχύει πέντε έτη από την επιβολή του ή από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της πλέον πρόσφατης διαδικασίας επανεξέτασης η οποία κάλυψε τόσο την επιδότηση, όσο και τη ζημία, εκτός αν η επανεξέταση οδήγησε στο συμπέρασμα ότι τυχόν λήξη της ισχύος του μέτρου είναι πιθανό να οδηγήσει στη συνέχιση ή στην επανάληψη επιδότησης και της ζημίας. Κάθε επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος ενός μέτρου αρχίζει με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή μετά από αίτηση που υποβάλλεται εκ μέρους ή για λογαριασμό των κοινοτικών παραγωγών, ενώ το μέτρο παραμένει σε ισχύ μέχρι να ολοκληρωθεί η επανεξέταση.

3. Για να αρχίσει επανεξέταση ενόψει της λήξης της ισχύος δεδομένου μέτρου, πρέπει η σχετική αίτηση να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι η άρση των μέτρων είναι πιθανό να οδηγήσει στη συνέχιση ή την επανάληψη της επιδότησης και της ζημίας. Η πιθανότητα αυτή μπορεί, παραδείγματος χάρη, να προκύπτει με βάση στοιχεία που αποδεικνύουν ότι η επιδότηση ή η ζημία συνεχίζεται ή ότι η εξάλειψη της ζημίας οφείλεται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου στην ύπαρξη των μέτρων ή ότι υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη περαιτέρω ζημιογόνων επιδοτήσεων λόγω της κατάστασης των εξαγωγέων ή των συνθηκών που παρατηρούνται στην αγορά.

4. Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών βάσει του παρόντος τμήματος, παρέχεται στους εξαγωγείς, τους εισαγωγείς, την κυβέρνηση της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής και τους καταγγέλλοντες η δυνατότητα να προβάλλουν περαιτέρω επιχειρήματα ή αντεπιχειρήματα ή να διατυπώνουν παρατηρήσεις σχετικά με τα θέματα που θίγονται στην αίτηση επανεξέτασης, ενώ για την εξαγωγή συμπερασμάτων λαμβάνονται καταλλήλως υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία που έχουν υποβληθεί σχετικά με το κατά πόσον τυχόν άρση των μέτρων είναι ή όχι πιθανό να οδηγήσει σε συνέχιση ή σε επανάληψη της επιδότησης και της ζημίας.

5. Στο πλαίσιο εφαρμογής του παρόντος τμήματος, ανακοίνωση για την επικείμενη λήξη ισχύος του εκάστοτε μέτρου δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε ενδεδειγμένο χρόνο κατά το τελευταίο έτος της περιόδου εφαρμογής του μέτρου, κατά τα προβλεπόμενα στην παρούσα παράγραφο. Εν συνεχεία, οι κοινοτικοί παραγωγοί αποκτούν, το αργότερο τρεις μήνες πριν από τη λήξη της πενταετούς περιόδου, το δικαίωμα να υποβάλουν αίτηση επανεξέτασης συμφώνως προς την παράγραφο 3. Επίσης δημοσιεύεται ανακοίνωση για την πραγματική λήξη ισχύος των μέτρων δυνάμει της παρούσας παραγράφου.

Β. Ενδιάμεση επανεξέταση 6. Η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ δεδομένου μέτρου είναι επίσης δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης, όταν κρίνεται δικαιολογημένη, με πρωτοβουλία της Επιτροπής ή κατόπιν αιτήσεως ενός κράτους μέλους ή ακόμη, εφόσον έχει παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να είναι βραχύτερο του έτους, από την επιβολή του οριστικού μέτρου, μετά από αίτηση οποιουδήποτε εξαγωγέα ή εισαγωγέα ή των κοινοτικών παραγωγών ή της κυβέρνησης της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής, η οποία περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν τη σκοπιμότητα ενδιάμεσης επανεξέτασης αυτής της μορφής.

7. Ενδιάμεση επανεξέταση αρχίζει όταν η αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση της επιδότησης ή/και ότι η ζημία είναι απίθανο να συνεχισθεί ή να επαναληφθεί σε περίπτωση άρσης ή διαφοροποίησης του μέτρου ή το υφιστάμενο μέτρο δεν αρκεί ή δεν αρκεί πλέον για την εξουδετέρωση των ζημιογόνων συνεπειών της αντισταθμίσιμης επιδότησης.

8. Σε περίπτωση που οι επιβληθέντες αντισταθμιστικοί δασμοί υπολείπονται του ποσού των διαπιστωθεισών αντισταθμισίμων επιδοτήσεων, αρχίζει ενδιάμεση επανεξέταση εάν οι κοινοτικοί παραγωγοί προσκομίσουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι οι δασμοί οδήγησαν σε μηδενική ή ανεπαρκή μεταβολή των τιμών μεταπώλησης του εισαγομένου στην Κοινότητα προϊόντος. Εάν η έρευνα αποδείξει το αληθές των καταγγελιών, οι αντισταθμιστικοί δασμοί είναι δυνατόν να αυξηθούν ώστε να επιτευχθεί η αύξηση της τιμής που απαιτείται για την αποκατάσταση της ζημίας, χωρίς όμως ο αυξηθείς αντισταθμιστικός δασμός να υπερβαίνει το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων.

9. Κατά τη διεξαγωγή των ερευνών δυνάμει της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή δύναται, μεταξύ άλλων, να εξετάζει κατά πόσον έχει σημειωθεί σημαντική μεταβολή των συνθηκών όσον αφορά την επιδότηση και τη ζημία ή κατά πόσον με τα υφιστάμενα μέτρα επιτυγχάνονται τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα από την άποψη της εξάλειψης της ζημίας που έχει ήδη διαπιστωθεί κατ' εφαρμογήν του άρθρου 5 του παρόντος κανονισμού. Στο πλαίσιο αυτό, για την εξαγωγή τελικού συμπεράσματος λαμβάνονται υπόψη όλα τα συναφή και δεόντως τεκμηριωμένα αποδεικτικά στοιχεία.

Γ. Επανεξέταση με ταχείες διαδικασίες 10. Κάθε εξαγωγέας, οι εξαγωγές του οποίου υπόκεινται μεν σε οριστικό αντισταθμιστικό δασμό, αλλά δεν συμπεριελήφθησαν στην πραγματικότητα στο αντικείμενο της διεξαχθείσας έρευνας για κάποιον λόγο, πλην της άρνησης συνεργασίας με την Επιτροπή, δικαιούται να ζητήσει να επανεξετασθούν με ταχείες διαδικασίες τα δεδομένα που τον αφορούν, προκειμένου η Επιτροπή να καθορίσει το συντομότερο δυνατό αντισταθμιστικό δασμό διαφορετικού ύψους για τον εν λόγω εξαγωγέα. Η επανεξέταση αυτή αρχίζει αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής και αφού δοθεί η δυνατότητα στους κοινοτικούς παραγωγούς να υποβάλουν τα σχόλιά τους.

Δ. Γενικές διατάξεις σχετικά με την επανεξέταση 11. Οι συναφείς διατάξεις του άρθρου 7 και του άρθρου 8, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται και για κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των παραγράφων 2 έως 5, 6 έως 9 και 10. Κάθε τέτοια επανεξέταση διενεργείται χωρίς χρονοτριβή και πρέπει κατά κανόνα να ολοκληρώνεται εντός δωδεκαμήνου από την ημερομηνία έναρξης της επανεξέτασης.

12. Κάθε επανεξέταση βάσει του παρόντος άρθρου εγκαινιάζεται από την Επιτροπή αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής. Όταν κρίνεται δικαιολογημένο, μετά από σχετική επανεξέταση, το όργανο της Κοινότητας που είναι αρμόδιο για την επιβολή του εκάστοτε μέτρου το καταργεί ή το διατηρεί σε ισχύ βάσει των παραγράφων 2 έως 5 ή επιλέγει μεταξύ της κατάργησης, της διατήρησης σε ισχύ και της τροποποίησής του κατά τα προβλεπόμενα στις παραγράφους 6 έως 9 και 10. Σε περίπτωση κατάργησης ενός μέτρου έναντι μεμονωμένων εξαγωγέων, αλλά όχι έναντι της χώρας στο σύνολό της, οι εξαγωγείς αυτοί εξακολουθούν να περιλαμβάνονται στο αντικείμενο της διαδικασίας και είναι δυνατόν να διεξαχθεί ως προς αυτούς νέα έρευνα στο πλαίσιο επανεξέτασης που διενεργείται ενδεχομένως για τη συγκεκριμένη χώρα βάσει του παρόντος άρθρου σε μεταγενέστερο στάδιο.

13. Όταν κατά τη λήξη της περιόδου εφαρμογής ενός μέτρου, όπως αυτή ορίζεται στις παραγράφους 2 έως 5, βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία επανεξέτασης του μέτρου δυνάμει των παραγράφων 6 έως 9, διενεργείται επίσης έρευνα για το μέτρο αυτό δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων 2 έως 5.

Ε. Επιστροφή 14. Κατά παρέκκλιση των παραγράφων 2 έως 5, ένας εισαγωγέας δύναται να ζητήσει την επιστροφή δασμών που έχουν ήδη εισπραχθεί, εφόσον αποδεικνύεται ότι το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που ελήφθη ως βάση για την καταβολή των δασμών έχει εξαλειφθεί ή ότι έχει μειωθεί σε επίπεδο κατώτερο του ύψους του ισχύοντος δασμού.

15. Προκειμένου να ζητήσει την επιστροφή αντισταθμιστικών δασμών, ο εισαγωγέας υποβάλλει σχετική αίτηση στην Επιτροπή. Η αίτηση υποβάλλεται μέσω του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου τα προϊόντα ετέθησαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και εντός έξι μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία οι αρμόδιες αρχές καθόρισαν με τον προβλεπόμενο τρόπο το ύψος των προς επιβολή οριστικών δασμών ή από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για την οριστική είσπραξη των ποσών που έχουν καταβληθεί ως εγγύηση υπό μορφή προσωρινού δασμού. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν πάραυτα την αίτηση στην Επιτροπή.

16. Μια αίτηση επιστροφής θεωρείται ως δεόντως τεκμηριωμένη βάσει αποδεικτικών στοιχείων τότε μόνον, όταν περιέχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με το ποσό της ζητούμενης επιστροφής αντισταθμιστικών δασμών, καθώς και το σύνολο των τελωνειακών εγγράφων που αναφέρονται στον υπολογισμό και την καταβολή του εν λόγω ποσού. Επίσης, πρέπει να περιέχει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία να καλύπτουν αντιπροσωπευτικό χρονικό διάστημα σχετικά με το ποσό των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων που ισχύουν για τον υποκείμενο στο δασμό εξαγωγέα ή παραγωγό. Σε περίπτωση που ο εισαγωγέας δεν συνδέεται με τον εκάστοτε εξαγωγέα ή παραγωγό και τα αναγκαία στοιχεία δεν είναι δυνατό να διατεθούν αμέσως ή σε περίπτωση που ο εκάστοτε εξαγωγέας ή παραγωγός δεν είναι διατεθειμένος να τα καταστήσει γνωστά στον εισαγωγέα, η αίτηση πρέπει να διαλαμβάνει δήλωση του εξαγωγέα ή του παραγωγού στην οποία να αναφέρεται ότι το ύψος της αντισταθμίσιμης επιδότησης έχει ελαττωθεί ή εξαλειφθεί, κατά τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο, και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την υποστήριξη της αίτησης πρόκειται να διατεθούν στην Επιτροπή. Αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία δεν διατεθούν από τον εξαγωγέα ή τον παραγωγό εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, η αίτηση απορρίπτεται.

17. Η Επιτροπή, αφού ζητήσει τη γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, αποφασίζει αν και σε ποιο βαθμό πρέπει να κάνει δεκτή την αίτηση 7 επίσης δύναται οποτεδήποτε να αποφασίσει την έναρξη ενδιάμεσης επανεξέτασης, ενώ τα στοιχεία και τα πορίσματα που θα προκύψουν από την επανεξέταση αυτή, η οποία διενεργείται σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται για τέτοιου είδους επανεξετάσεις, χρησιμοποιούνται προκειμένου να αποφασισθεί αν και σε ποιο βαθμό δικαιολογείται η επιστροφή. Κάθε επιστροφή δασμών πραγματοποιείται κατά κανόνα εντός δώδεκα μηνών και πάντως όχι μετά την παρέλευση 18 μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ο εισαγωγέας του προϊόντος το οποίο υπόκειται σε αντισταθμιστικό δασμό υπέβαλε την αίτηση επιστροφής, τεκμηριώνοντάς την με τα κατάλληλα αποδεικτικά στοιχεία. Τα κράτη μέλη προβαίνουν κατά κανόνα στην καταβολή της εγκριθείσας επιστροφής εντός 90 ημερών από τη λήψη της απόφασης για την οποία γίνεται λόγος παραπάνω.

ΣΤ. Τελική διάταξη 18. Για όλες τις επανεξετάσεις και τις έρευνες που διεξάγονται για το θέμα της επιστροφής δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή εφαρμόζει, στο βαθμό που δεν έχει επέλθει μεταβολή των συνθηκών, την ίδια μέθοδο που έχει εφαρμοσθεί και για την έρευνα που οδήγησε στην επιβολή του δασμού, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των διατάξεων του άρθρου 4 και του άρθρου 18 του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 14

Καταστρατήγηση 1. Οι αντισταθμιστικοί δασμοί που έχουν επιβληθεί βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό να ισχύουν και για τις εισαγωγές ομοειδών προϊόντων ή μερών αυτών από τρίτες χώρες, τα οποία κρίνεται ότι καταστρατηγούν εν ισχύι μέτρα, μέσω πρακτικής, διαδικασίας ή εργασίας, που πραγματοποιείται από το μέρος ή εξ ονόματος του μέρους που υπόκειται στα μέτρα, για την οποία δεν υφίσταται ικανός αποχρών λόγος ή άλλη οικονομική δικαιολογία, πλην της επιβολής του δασμού, ενώ παράλληλα υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι τιμές ή/και οι ποσότητες των ομοειδών προϊόντων έχουν ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση των επανορθωτικών συνεπειών του δασμού, και τα εισαγόμενα ομοειδή προϊόντα ή/και μέρη αυτών εξακολουθούν να τυγχάνουν της επιδότησης.

2. Για να αρχίσουν έρευνες βάσει του παρόντος άρθρου, πρέπει η αίτηση να περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τα θέματα για τα οποία γίνεται λόγος στην παράγραφο 1. Έρευνα αρχίζει, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, με κανονισμό της Επιτροπής, με τον οποίον επιπλέον καλούνται οι τελωνειακές αρχές να καταχωρήσουν τις εισαγωγές σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 5 ή να ζητήσουν τη σύσταση εγγύησης. Οι έρευνες διεξάγονται από την Επιτροπή, η οποία είναι δυνατό να επικουρείται από τις τελωνειακές αρχές, και πρέπει να ολοκληρώνονται εντός εννέα μηνών. Όταν τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά έχουν εξακριβωθεί τελικώς, δικαιολογούν την παράταση των μέτρων, αυτή αποφασίζεται από το Συμβούλιο, το οποίο αποφασίζει με απλή πλειοψηφία κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και εφαρμόζεται από την ημέρα που ζητήθηκε η καταγραφή σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 5 και η σύσταση εγγύησης. Κατά την εφαρμογή του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται οι συναφείς διαδικαστικές διατάξεις που προβλέπονται από τον παρόντα κανονισμό για την έναρξη και τη διεξαγωγή ερευνών.

3. Ένα προϊόν δεν υποβάλλεται σε καταγραφή σύμφωνα με το άρθρο 15 παράγραφος 5, εφόσον συνοδεύεται από πιστοποιητικό τελωνείου στο οποίο δηλώνεται ότι η εισαγωγή του συγκεκριμένου προϊόντος δεν αποτελεί καταστρατήγηση. Τα πιστοποιητικά αυτά παρέχονται στους εισαγωγείς κατόπιν γραπτής αιτήσεως από τις αρχές μετά από σχετική έγκριση με απόφαση της Επιτροπής που εκδίδεται αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, είτε μετά την απόφαση του Συμβουλίου για την επιβολή των μέτρων, παραμένουν δε σε ισχύ για όσο χρόνο και υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται σε αυτό.

4. Καμία διάταξη του παρόντος άρθρου δεν σημαίνει ότι αποκλείεται η κανονική εφαρμογή των διατάξεων που ισχύουν για τους δασμούς.

Άρθρο 15

Γενικές διατάξεις 1. Οι αντισταθμιστικοί δασμοί, προσωρινοί ή οριστικοί, επιβάλλονται με κανονισμό και εισπράττονται από τα κράτη μέλη υπό τη μορφή, στο ύψος και με βάση τις λοιπές προϋποθέσεις που προβλέπει ο κανονισμός με τον οποίον επιβάλλονται οι δασμοί. Επίσης οι αντισταθμιστικοί δασμοί εισπράττονται ανεξάρτητα από τους τελωνειακούς δασμούς, τους φόρους και τις λοιπές επιβαρύνσεις που επιβάλλονται συνήθως στις εισαγωγές. Κανένα προϊόν δεν υπόκειται ταυτόχρονα σε δασμούς αντιντάμπινγκ και σε αντισταθμιστικούς δασμούς για την αντιμετώπιση των συνεπειών μιας και της αυτής κατάστασης, η οποία είναι αποτέλεσμα ντάμπινγκ ή επιδότησης των εξαγωγών.

2. Οι κανονισμοί για την επιβολή προσωρινών ή οριστικών αντισταθμιστικών δασμών, καθώς και οι κανονισμοί και οι αποφάσεις για την αποδοχή αναλήψεων υποχρεώσεων ή την περάτωση ερευνών και διαδικασιών δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Οι εν λόγω κανονισμοί και αποφάσεις περιέχουν, μεταξύ άλλων, λαμβανομένης δεόντως υπόψη της ανάγκης προστασίας των στοιχείων εμπιστευτικού χαρακτήρα, τα ονόματα των εμπλεκομένων εξαγωγέων, αν αυτό είναι πρακτικώς δυνατό, ή χωρών, περιγραφή του οικείου προϊόντος, καθώς και περίληψη των γεγονότων και των εκτιμήσεων επί των οποίων στηρίζονται τα συμπεράσματα για τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις και τη ζημία. Σε κάθε περίπτωση, αντίγραφο του κανονισμού ή της απόφασης αποστέλλεται στα μέρη που είναι γνωστό ότι ενδιαφέρονται. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ' αναλογία και για τις επανεξετάσεις.

3. Τυχόν ειδικές διατάξεις, ιδίως για τον κοινό ορισμό της έννοιας της καταγωγής που περιλαμβάνεται στον κανονισμό (EOK) αριθ. 2913/92 της 12ης Οκτωβρίου 1992 περί θεσπίσεως του κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (1), μπορούν να εγκριθούν στα πλαίσια ή υπό το καθεστώς του παρόντος κανονισμού.

4. Για λόγους προστασίας του συμφέροντος της Κοινότητας, τα μέτρα που επιβάλλονται βάσει του παρόντος κανονισμού είναι δυνατό, αφού ζητηθεί η γνώμη της συμβουλευτικής επιτροπής, να αναστέλλονται με απόφαση της Επιτροπής για χρονικό διάστημα εννέα μηνών. Η αναστολή μπορεί να παραταθεί μέχρι ένα έτος με απόφαση του Συμβουλίου δι' απλής πλειοψηφίας προτάσει της Επιτροπής. Αναστολή μέτρων χωρεί μόνον αν οι συνθήκες της αγοράς αλλάξουν προσωρινά σε βαθμό που η ζημία να είναι απίθανο να επαναληφθεί συνεπεία της ανοστολής. Η κοινοτική βτομηχανία πρέπει επίσης να έχει τη δυνατότητα να δώσει τις παρατηρήσεις της, οι οποίες και συνεκτιμούνται. Τα μέτρα μπορούν ανά πάσα στιγμή και κατόπιν διαβουλεύσεων να επανεισαχθούν αν ο λόγος αναστολής έπαυσε.

5. Ε Επιτροπή έχει τη δυνατότητα, μετά από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, να ζητήσει από τις τελωνειακές αρχές να προβούν στις απαραίτητες ενέργειες με σκοπό την καταγραφή των εισαγωγών, έτσι ώστε τα μέτρα να είναι δυνατό να εφαρμοστούν μεταγενέστερα στις εισαγωγές αυτές από την ημερομηνία καταγραφής. Οι εισαγωγές είναι δυνατό να καταγράφονται μετά από σχετική αίτηση του κοινοτικού κλάδου παραγωγής, η οποία παρέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που δικαιολογούν μια τέτοια ενέργεια. Η καταγραφή επιβάλλεται με κανονισμό, ο οποίος διευκρινίζει το σκοπό της και, ενδεχομένως, το υπολογιζόμενο ποσό της πιθανής μελλοντικής οφειλής. Οι εισαγωγές δεν επιτρέπεται να υποβάλλονται σε καταγραφή για περίοδο μεγαλύτερη από εννέα μήνες.

6. Τα κράτη μέλη διαβιβάζουν ανά μήνα οτην Επιτροπή τα στοιχεία για το εισαγωγικό εμπόριο των προϊόντων σε σχέση με τα οποία διεξάγεται έρευνα και έχουν επιβληθεί μέτρα, καθώς και για το ύψος των δασμών που εισπράττονται βάσει του παρόντος κανονισμού.

Άρθρο 16

Διαβουλεύσεις 1. Οι διαβουλεύσεις που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό, πλην αυτών του άρθρου 7 παράγραφος 9 και του άρθρου 8 παράγραφος 10, πραγματοπιούνται στο πλαίσιο συμβουλευτικής επιτροπής, αποτελούμενης από εκπροσώπους κάθε κράτους μέλους, υπό την προεδρία εκπροσώπου της Επιτροπής. Διαβουλεύσεις διεξάγονται αμέσως, είτε μετά από αίτηση κράτους μέλους, είτε με πρωτοβουλία της Επιτροπής, και σε κάθε περίπτωση εντός χρονικού πλαισίου το οποίο να επιτρέπει την τήρηση των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός.

2. Τη συμβουλευτική επιτροπή συγκαλεί ο πρόεδρος, ο οποίος παρέχει το συντομότερο δυνατό στα κράτη μέλη όλα τα χρήσιμα πληροφοριακά στοιχεία.

3. Όταν είναι αναγκαιό, οι διαβουλεύσεις είναι δυνατό να διεξάγονται μόνο γραπτώς 7 στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή ενημερώνει τα κράτη μέλη και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας τα κράτη μέλη έχουν το δικαίωμα να διατυπώνουν τις απόψεις τους ή να ζητούν τη διεξαγωγή διαβουλεύσεων και προφορικώς 7 ο πρόεδρος φροντίζει για τη διεξαγωγή προφορικών διαβουλεύσεων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν εντός χρονικού πλαισίου που να επιτρέπει την τήρηση των προβλεπόμενων από τον παρόντα κανονισμό προθεσμιών.

4. Οι διαβουλεύσεις καλύπτουν ιδίως:

i) την ύπαρξη αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων και τις μεθόδους καθορισμού του ύψους τους,

ii) την ύπαρξη και έκταση της ζημίας,

iii) την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο επιδοτήσεων ή ντάμπινγκ και της ζημίας,

iv) τα μέτρα τα οποία, υπό τις δεδομένες συνθήκες, προσφέρονται για την αποτροπή ή την αποκατάσταση της ζημίας που έχει προκληθεί από τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις ή το ντάμπινγκ, καθώς και τους τρόπους και τα μέσα εφαρμογής των μέτρων αυτών.

Άρθρο 17

Επιτόπιες έρευνες 1. Η Επιτροπή, όποτε το κρίνει σκόπιμο, πραγματοποιεί επισκέψεις, προκειμένου να εξετάσει τα στοιχεία που τηρούν οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι έμποροι, οι αντιπρόσωποι, οι παραγωγοί και οι εμπορικές ενώσεις και οργανισμοί, και να επαληθεύσει τα στοιχεία που έχουν προσκομισθεί για την επιδότηση και τη ζημία. Αν δεν έχει παρασχεθεί προσήκουσα και έγκαιρη απάντηση, δεν επιτρέπεται η διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας.

2. Η Επιτροπή δύναται, όταν είναι αναγκαίο, να διενεργεί έρευνες σε τρίτες χώρες, υπό την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζει τη συγκατάθεση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και, επιπλέον, ότι έχει ενημερώσει τους εκπροσώπους της κυβέρνησης της οικείας χώρας, χωρίς αυτή η τελευταία να διατυπώσει αντίρρηση για τη διενέργεια της έρευνας. Το συντομότερο δυνατό, μετά την εξασφάλιση της συγκατάθεσης των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή οφείλει να γνωστοποιεί στις αρχές της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής τις ονομασίες και τις διευθύνσεις των επιχειρήσεων στις εγκαταστάσεις των οποίων πρόκειται να πραγματοποιηθεί επίσκεψη, καθώς και τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες.

3. Οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ενημερώνονται σχετικά με το χαρακτήρα των στοιχείων που πρόκειται να επαληθευτούν κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας, καθώς και σχετικά με οποιοδήποτε επιπλέον στοιχείο που πρέπει να παρασχεθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας αυτής, αν και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι δυνατό να ζητούνται κατά τη διάρκεια της έρευνας περαιτέρω στοιχεία που κρίνονται χρήσιμα με βάση το υλικό που έχει ήδη συγκεντρωθεί.

4. Κατά τις έρευνες που διενεργούνται βάσει της παρούσας παραγράφου, η Επιτροπή επικουρείται από αξιωματούχους των κρατών μελών που υποβάλλουν σχετικό αίτημα.

Άρθρο 18

Δειγματοληψείς 1. Όταν είναι μεγάλος ο αριθμός των καταγγελλόντων, των εξαγωγέων ή των εισαγωγέων, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται σε εύλογο αριθμό μερών, προϊόντων ή συναλλαγών, με τη χρήση στατιστικά αξιόπιστων δειγμάτων βάσει των στοιχείων που είναι διαθέσιμα κατά το χρόνο της επιλογής 7 εναλλακτικά, η έρευνα είναι δυνατό να περιορίζεται στον μεγαλύτερο αντιπροσωπευτικό όγκο παραγωγής, πωλήσεων ή εξαγωγών, για τον οποίον μπορεί λογικά να διεξαχθεί έρευνα εντός του διαθέσιμου χρόνου.

2. Η τελική επιλογή των μερών, των τύπων προϊόντος ή των συναλλαγών, η οποία πραγματοποιείται για τους σκοπούς των δειγματοληψιών κατ' εφαρμογή των παρουσών διατάξεων, γίνεται από την Επιτροπή, αν και είναι προτιμότερο να επιλέγεται το δείγμα κατόπιν διαβουλεύσεων με τα ενδιαφερόμενα μέρη και με τη συγκατάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη έχουν αναγγελθεί και προσκομίσει εντός τριών εβδομάδων από την έναρξη επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία να επιτρέπουν την επιλογή αντιπροσωπευτικού δείγματος.

3. Ακόμη και σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της εξέτασης κατ' εφαρμογήν του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται ξεχωριστό ύψος αντισταθμίσιμης επιδότησης για κάθε εξαγωγέα ή παραγωγό ο οποίος δεν συμπεριελήφθη στην αρχική επιλογή, αλλά ο οποίος υποβάλλει τα απαιτούμενα στοιχεία εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός, εκτός αν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος, ώστε να καθίσταται υπερβολικά επαχθής η ατομική εξέταση των δεδομένων καθενός και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας.

4. Όταν αποφασίζεται η διενέργεια δειγματοληψίας και υπάρχει κάποιος βαθμός άρνησης συνεργασίας εκ μέρους των επιλεγέντων μερών, ο οποίος είναι πιθανό να επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό τα πορίσματα της έρευνας, επιτρέπεται η επιλογή νέου δείγματος. Εντούτοις, αν εξακολουθεί να υφίσταται ένας σημαντικός βαθμός άρνησης συνεργασίας ή αν δεν υπάρχει ο χρόνος που χρειάζεται για την επιλογή νέου δείγματος, εφαρμόζονται οι συναφείς διατάξεις του άρθρου 19.

Άρθρο 19

Άρνηση συνεργασίας 1. Όταν ένα ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται την πρόσβαση σε αναγκαία στοιχεία ή γενικότερα δεν τα παρέχει εντός των προθεσμιών που προβλέπει ο παρών κανονισμός ή παρεμποδίζει σημαντικά την έρευνα, επιτρέπεται να συνάγονται προσωρινά ή τελικά συμπεράσματα, είτε καταφατικά, είτε αποφατικά, με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία. Όταν διαπιστώνεται ότι ένα ενδιαφερόμενο μέρος έχει προσκομίσει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, τα εν λόγω στοιχεία δεν λαμβάνονται υπόψη και είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν τα διαθέσιμα στοιχεία. Τα ενδιαφερόμενα μέρη πρέπει να ενημερώνονται σχετικά με τις συνέπειες που επισύρει τυχόν άρνηση συνεργασίας.

2. Η μη παροχή απάντησης υπό μηχανογραφημένη μορφή δεν θεωρείται ως άρνηση συνεργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι το οικείο ενδιαφερόμενο μέρος αποδεικνύει ότι η παρουσίαση της απάντησης υπό τη ζητούμενη μορφή θα συνεπάγετο υπέρμετρη επιπλέον προσπάθεια ή υπέρμετρο επιπρόσθετο κόστος.

3. Αν τα στοιχεία που προσκομίσει ένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν είναι ενδεχομένως άρτια από κάθε άποψη, τα εν λόγω στοιχεία θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες, ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι τα εν λόγω στοιχεία υποβάλλονται με το δέοντα τρόπο και εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμα και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

4. Όταν δεν γίνονται δεκτά ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία ή ορισμένες πληροφορίες, το μέρος που τα έχει προσκομίσει πρέπει να ενημερώνεται πάραυτα σχετικά με τους λόγους της μη αποδοχής 7 επίσης πρέπει να του δίδεται η δυνατότητα να παράσχει πρόσθετες εξηγήσεις εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας. Σε περίπτωση που οι εξηγήσεις αυτές δεν κριθούν ικανοποιητικές, πρέπει να καθίστανται γνωστοί λόγοι της απόρριψης συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών και να αναπτύσσονται κατά τη δημοσίευση των σχετικών συμπερασμάτων.

5. Εάν ο καθορισμός, μεταξύ άλλων, και του ύψους των αντισταθμίσιμων επιδοτήσεων βασίζεται στις διατάξεις της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, περιλαμβανομένων των στοιχείων τα οποία προσκομίζονται μαζί με την καταγγελία, τα στοιχεία αυτά θα πρέπει, όπου είναι πρακτικώς δυνατόν και τηρουμένων των προθεσμιών της έρευνας, να διασταυρωθούν με στοιχεία από άλλες διαθέσιμες ανεξάρτητες πηγές, όπως δημοσιευμένοι τιμοκατάλογοι, επίσημες στατιστικές εισαγωγών και τελωνειακά έσοδα, ή με στοιχεία που λαμβάνονται από άλλα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τη διάρκεια της έρευνας.

6. Σε περίπτωση που ενδιαφερόμενο μέρος αρνείται να συνεργασθεί ή συνεργάζεται μερικώς, με αποτέλεσμα να αποκρύπτονται συναφή στοιχεία, το πόρισμα είναι δυνατόν να είνα λιγότερο ευνοϊκό για το μέρος απ' ότι εάν αυτό είχε συνεργασθεί.

Άρθρο 20

Εμπιστευτική μεταχείριση 1. Οι αρχές, όταν αποδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού λόγου, αντιμετωπίζουν ως εμπιστευτικού χαρακτήρα κάθε στοιχείο το οποίο από τη φύση του έχει τέτοιο χαρακτήρα (παραδείγματος χάρη, επειδή η αποκάλυψή του θα προσπόριζε ένα σημαντικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε έναν ανταγωνιστή ή επειδή η γνωστοποίησή του θα είχε σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το πρόσωπο που έχει προσκομίσει το συγκεκριμένο στοιχείο ή για το πρόσωπο από το οποίο πληροφορήθηκε το συγκεκριμένο στοιχείο αυτός που το υποβάλλει) ή το οποίο έχει υποβληθεί από κάποιο μέρος που μετέχει στην έρευνα με την επεξήγηση ότι πρόκειται για στοιχείο εμπιστευτικού χαρακτήρα.

2. Τα ενδιαφερόμενα μέρη που προσκομίζουν εμπιστευτικές πληροφορίες πρέπει να υποβάλουν μη εμπιστευτικού χαρακτήρα περιλήψεις των ίδιων πληροφοριών. Οι εν λόγω περιλήψεις πρέπει να είναι αρκούντως περιεκτικές, ώστε να επιτρέπουν την σε ικανοποιητικό βαθμό κατανόηση της ουσίας της εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορίας που υποβάλλεται. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, το μέρος που υποβάλλει κάποια εμπιστευτικού χαρακτήρα πληροφορία επιτρέπεται συγχρόνως να δηλώνει ότι η εν λόγω πληροφορία δεν είναι δυνατό να παρουσιασθεί σε περιληπτική μορφή. Στις εξαιρετικές αυτές περιπτώσεις πρέπει να επισημαίνονται οι λόγοι για τους οποίους δεν είναι δυνατή η περιληπτική παρουσίαση της πληροφορίας.

3. Σε περίπτωση που κριθεί ότι η αίτηση παροχής εμπιστευτικής μεταχείρισης είναι απορριπτέα, και ο παρέχων την πληροφορία δεν είναι διατεθειμένος ούτε να καταστήσει ευρύτερα γνωστή την πληροφορία, ούτε να επιτρέψει την αποκάλυψή της σε γενικόλογη ή περιληπτική μορφή, η πληροφορία αυτή είναι δυνατόν να μην λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν αποδειχθεί βάσει αξιόπιστων αποδεικτικών στοιχείων ότι η πληροφορία ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Το αίτημα για εμπιστευτική μεταχείριση δεν επιτρέπεται να απορρίπτεται αυθαίρετα.

4. Το παρόν άρθρο δεν αντιτίθεται στην αποκάλυψη, από τις αρχές της Κοινότητας, γενικών πληροφοριών, και ιδίως των λόγων στους οποίους στηρίζονται οι αποφάσεις που λαμβάνονται βάσει του παρόντος κανονισμού, ούτε στην αποκάλυψη των αποδεικτικών στοιχειών επί των οποίων βασίζονται οι κοινοτικές αρχές στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να εξηγούνται οι λόγοι κατά τις διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου. Για κάθε αποκάλυψη τέτοιας φύσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το νόμιμο συμφέρον των ενδιαφερομένων μερών ώστε να μη διαρρέουν επιχειρηματικά τους ή κυβερνητικά απόρρητα.

5. Το Συμβούλιο, η Επιτροπή και τα κράτη μέλη καθώς και οι υπάλληλοί τους δεν κοινολογούν τις πληροφορίες που συλλέγουν κατ' εφαρμογή του παρόντος κανονισμού και για τις οποίες το πρόσωπο που τις παρέχει έχει ζητήσει εμπιστευτική μεταχείριση, εκτός εάν υπάρχει ρητή εξουσιοδότηση εκ μέρους αυτού του τελευταίου. Ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών, πληροφορίες συναφείς με τις διαβουλεύσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει του άρθρου 16 ή τις διαβουλεύσεις που περιγράφονται στο άρθρο 7 παράγραφος 9 και στο άρθρο 8 παράγραφος 10, ή έγγραφα για εσωτερική χρήση που συντάσσουν οι αρχές της Κοινότητας ή των κρατών μελών της, δεν αποκαλύπτονται, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που προβλέπονται επ' αυτού στον παρόντα κανονισμό.

6. Οι πληροφορίες που λαμβάνονται δυνάμει του παρόντος κανονισμού χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για τους σκοπούς για τους οποίους εζητήθησαν αρχικά.

Άρθρο 21

Αποκάλυψη στοιχείων 1. Οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι εξαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους οργανώσεις και οι εκπρόσωποι της χώρας καταγωγής ή/και εξαγωγής δύνανται να ζητούν την αποκάλυψη των κύριων γεγονότων και των εκτιμήσεων, βάσει των οποίων έχουν επιβληθεί προσωρινά μέτρα. Οι αιτήσεις για την αποκάλυψη στοιχείων υποβάλλονται γραπτώς αμέσως μετά την επιβολή των προσωρινών μέτρων και η ενημέρωση γίνεται γραπτώς το συντομότερο δυνατόν.

2. Τα μέρη που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δύνανται να ζητούν τελική αποκάλυψη των κύριων γεγονότων και των εκτιμήσεων, βάσει των οποίων προβλέπεται να διατυπωθεί σύσταση για την επιβολή οριστικών μέτρων ή για την περάτωση έρευνας ή διαδικασίας χωρίς την επιβολή μέτρων, αφού δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην αποκάλυψη γεγονότων ή εκτιμήσεων που διαφέρουν από αυτά που χρησιμοποιήθησαν ενδεχομένως για τη λήψη προσωρινών μέτρων.

3. Οι αιτήσεις για τελική αποκάλυψη στοιχείων, όπως ορίζεται στην παράγραφο 2, απευθύνονται γραπτώς στην Επιτροπή και παραλαμβάνονται, σε περίπτωση επιβολής προσωρινού δασμού, το αργότερο ένα μήνα μετά τη δημοσίευση της επιβολής αυτού του δασμού. Σε περίπτωση που δεν έχει επιβληθεί προσωρινός δασμός, δίδεται η δυνατότητα στα μέρη να ζητήσουν τελική αποκάλυψη στοιχείων εντός προθεσμίας που ορίζεται από την Επιτροπή.

4. Η τελική αποκάλυψη στοιχείων γίνεται γραπτώς. Πραγματοποιείται αφού ληφθεί δεόντως υπόψη η προστασία των επιχειρήσεων ή του κυβερνητικού απορρήτου, το συντομότερο δυνατόν, και υπό κανονικές συνθήκες, το αργότερο ένα μήνα πριν από την οριστική απόφαση ή την υποβολή από την Επιτροπή πρότασης για οριστικά μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 11. Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει ορισμένα γεγονότα ή εκτιμήσεις τη δεδομένη στιγμή, το πραγματοποιεί το συντομότερο δυνατόν στη συνέχεια. Η αποκάλυψη στοιχείων γίνεται με την επιφύλαξη οιασδήποτε μεταγενέστερης απόφασης την οποία λαμβάνει η Επιτροπή ή το Συμβούλιο, όταν όμως η απόφαση αυτή βασίζεται σε διαφορετικά γεγονότα ή εκτιμήσεις, τα τελευταία γνωστοποιούνται το συντομότερο δυνατόν.

5. Οι παραστάσεις που γίνονται μετά την τελική αποκάλυψη στοιχείων λαμβάνονται υπόψη μόνον εάν παραληφθούν εντός προθεσμίας που ορίζει η Επιτροπή κατά περίπτωση λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τον επείγοντα χαρακτήρα του θέματος 7 η εν λόγω προθεσμία πρέπει όμως να ανέρχεται τουλάχιστον σε δέκα ημέρες.

Άρθρο 22

Κοινοτικά συμφέροντα 1. Δυνάμει του παρόντος κανονισμού, η διαπίστωση του εάν απαιτείται παρέμβαση για την προστασία των κοινοτικών συμφερόντων βασίζεται σε εκτίμηση των διαφόρων συμφερόντων στο σύνολό τους, περιλαμβανομένων των συμφερόντων του εγχώριου κλάδου παραγωγής καθώς και των χρηστών και των καταναλωτών, και η διαπίστωση αυτή πραγματοποιείται μόνον αφού έχει δοθεί η δυνατότητα σε όλα τα μέρη να εκφράσουν τις απόψεις τους δυνάμει της παραγράφου 2. Κατά την εξέταση αυτή, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη η ανάγκη εξάλειψης της στρέβλωσης του εμπορίου που προκαλούν οι ζημιογόνες επιδοτήσεις καθώς και η ανάγκη αποκατάστασης του πραγματικού ανταγωνισμού. Είναι δυνατόν να μην εφαρμόζονται μέτρα που καθορίζονται βάσει της διαπιστωθείσας επιδότησης και ζημίας, σε περίπτωση που οι αρχές δύνανται, βάσει όλων των πληροφοριών που έχουν διαβιβασθεί, να συμπεράνουν με βεβαιότητα ότι η εφαρμογή τέτοιων μέτρων δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Κοινότητας.

2. Προκειμένου να παρασχεθεί η ορθή βάση επί της οποίας οι αρχές να δύνανται να λάβουν υπόψη όλες τις απόψεις και τα σχόλια σχετικά με την απόφαση για το εάν η επιβολή μέτρων συντάσσεται με τα κοινοτικά συμφέροντα, οι καταγγέλλοντες, οι εισαγωγείς, οι αντιπροσωπευτικές τους οργανώσεις και οι αντιπροσωπευτικές οργανώσεις των χρηστών και των καταναλωτών δύνανται, εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στην ανακοίνωση της έναρξης έρευνας με σκοπό την επιβολή αντισταθμιστικών δασμών, να αναγγελθούν και να παράσχουν πληροφορίες στην Επιτροπή. Οι πληροφορίες αυτές, ή οι προσήκουσες περιλήψεις αυτών, τίθενται στη διάθεση των λοιπών μερών που ορίζονται στο παρόν άρθρο, τα οποία έχουν δικαίωμα να διατυπώσουν σχόλια σχετικά με τις εν λόγω πληροφορίες.

3. Τα μέρη που ενήργησαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, δύνανται να ζητήσουν να γίνουν δεκτά σε ακρόαση. Οι αιτήσεις αυτές γίνονται δεκτές αν γίνουν εντός της προθεσμίας που τάσσεται στην παράγραφο 2, και αναφέρουν τους ειδικούς λόγους, σε σχέση με το κοινοτικό συμφέρον, για τους οποίους ζητείται η ακρόαση.

4. Τα μέρη που ενήργησαν σύμφωνα με την παράγραφο 2 δύνανται να υποβάλουν σχόλια σχετικά με την εφαρμογή οιουδήποτε επιβληθέντος προσωρινού δασμού. Τα εν λόγω σχόλια πρέπει να παραλαμβάνονται εντός ενός μηνός από την εφαρμογή των μέτρων αυτών, προκειμένου να ληφθούν υπόψη, και τίθενται στη διάθεση, ως έχουν ή σε περίληψη, στα άλλα μέρη τα οποία έχουν το δικαίωμα να απαντήσουν σε αυτά.

5. Η Επιτροπή εξετάζει τις πληροφορίες που έχουν υποβληθεί δεόντως, και το βαθμό στον οποίο είναι αντιπροσωπευτικές, και τα αποτελέσματα της ανάλυσης αυτής, μαζί με εκτίμηση της ποιότητάς τους, διαβιβάζονται στη συμβουλευτική επιτροπή. Ο απολογισμός της διατύπωσης απόψεων στην επιστροπή λαμβάνεται υπόψη από την Επιτροπή για κάθε πρόταση που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 11.

6. Τα μέρη που ενήργησαν σύμφωνα με την παράγραφο 2, δύνανται να ζητήσουν να πληροφορηθούν τα γεγονότα και τις εκτιμήσεις βάσει των οποίων λαμβάνονται ενδεχομένως οι τελικές αποφάσεις. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται στο μέτρο του δυνατού και με την επιφύλαξη μεταγενέστερων αποφάσεων που λαμβάνουν ενδεχομένως η Επιτροπή ή το Συμβούλιο.

7. Δυνάμει του παρόντος άρθρου, οι πληροφορίες λαμβάνονται υπόψη μόνον όταν συνοδεύονται από πραγματικά αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την αξιοπιστία τους.

Άρθρο 23

Σχέσεις μεταξύ αντισταθμιστικών δασμών και πολυμερών επανορθωτικών μέτρων Σε περίπτωση που ένα σημαντικό προϊόν τεθεί στο πεδίο εφαρμογής αντισταθμιστικών μέτρων που έχουν επιβληθεί μετά από προσφυγή στις διαδικασίες επίλυσης διαφορών της συμφωνίας για τις επιδοτήσεις, και τα μέτρα αυτά είναι κατάλληλα για την αποκατάσταση της ζημίας που έχει προκληθεί από τις αντισταθμίσιμες επιδοτήσεις, όλοι οι αντισταθμιστικοί δασμοί που έχουν επιβληθεί σε σχέση με το εν λόγω προϊόν αναστέλλονται αμέσως ή καταργούνται κατά περίπτωση.

Άρθρο 24

Τελικές διατάξεις Ο παρών κανονισμός δεν αποκλείει την εφαρμογή:

i) οιουδήποτε ειδικού κανόνα που προβλέπεται στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ της Κοινότητας και των τρίτων χωρών,

ii) των κοινοτικών κανονισμών στο γεωργικό τομέα ούτε του κανονισμού (EOK) αριθ. 3448/98 του Συμβουλίου της 6ης Δεκεμβρίου 1993 για τον καθορισμό του καθεστώτος συναλλαγών που εφαρμόζεται για ορισμένα εμπορεύματα που προέρχονται από τη μεταποίηση γεωργικών προϊόντων (1), του κανονισμού (EOK) αριθ. 2730/75 του Συμβουλίου της 29ης Οκτωβρίου 1975 περί της γλυκόζης και της λακτόζης (2) και του κανονισμού (EOK) αριθ. 2783/75 του Συμβουλίου της 29ης Οκτωβρίου 1975 περί κοινού συστήματος εμπορίας για την ωοαλβουμίνη και τη γαλακτοαλβουμίνη (3). Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται ως συμπλήρωμα των κανονισμών αυτών και κατά παρέκκλιση των διατάξεών τους που αντιτίθενται στην επιβολή αντισταθμιστικών δασμών,

iii) ειδικών μέτρων, εφόσον οι συμβατικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο της GATT δεν αντιτίθενται σε αυτά.

Άρθρο 25

Κατάργηση της υπάρχουσας ρύθμισης Ο κανονισμός (EOK) αριθ. 2423/88 καταργείται. Οι παραπομπές στον καταργηθέντα κανονισμό πρέπει να θεωρούνται ότι γίνονται στον παρόντα κανονισμό.

Άρθρο 26

Έναρξη ισχύος Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την 1η Ιανουρίου 1995. Ισχύει επί διαδικασιών και ενδιαμέσων επανεξετάσεων που αρχίζουν μετά την 1η Σεπτεμβρίου 1994 και επί επανεξετάσεων λήξης για τις οποίες η ειδοποίηση επικειμένης λήξης μέτρων δημοσιεύθηκε μετά την ίδια ημερομηνία. Ωστόσο, επί διαδικασιών κινουμένων κατά το άρθρο 7 παράγραφος 3, οι αναφερόμενες προθεσμίες ισχύουν μόνο μετά την ημερομηνία που θα θέσει το Συμβούλιο με απόφασή του λαμβανόμενη με ειδική πλειοψηφία μέχρι την 1η Απριλίου 1993, βάσει πρότασης της Επιτροπής που θα υποβληθεί στο Συμβούλιο μόλις διατεθούν τα αναγκαία κονδύλια.

Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 22 Δεκεμβρίου 1994.

Για το Συμβούλιο Ο Πρόεδρος H. SEEHOFER

(1) Γνώμη που διατυπώθηκε στις 14 Δεκεμβρίου 1994 (δεν δημοσιεύθηκε ακόμα στην Επίσημη Εφημερίδα).

(2) EE αριθ. 209 της 2. 8. 1988, σ. 1. Κανονισμός όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (EK) αριθ. 521/94 (EE αριθ. L 66 της 10. 3. 1994, σ. 7) και κανονισμός (EK) αριθ. 522/94 (EE αριθ. L 66 της 10. 3. 1994, σ. 10).

(1) EE αριθ. L 302 της 19. 10. 1992, σ. 1.

(1) EE αριθ. L 318 της 20. 12. 1993, σ. 18.

(2) EE αριθ. L 281 της 1. 11. 1975, σ. 20. Κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EOK) αριθ. 222/88 (EE αριθ. L 28 της 1. 2. 1988, σ. 1).

(3) EE αριθ. L της 1. 11. 1975, σ. 104. Κανονισμός, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (EOK) αριθ. 4001/87 (EE αριθ. L 377 της 31. 12. 1987, σ. 44).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I

ΕΠΕΞΗΓΗΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

α) Η παροχή από το Δημόσιο άμεσων επιδοτήσεων προς μια επιχείρηση ή προς έναν κλάδο παραγωγής ανάλογα με τις εξαγωγικές τους επιδόσεις.

β) Συστήματα μη επανεκχωρήσεως συναλλάγματος και κάθε ανάλογη πρακτική που συνίσταται στην πριμοδότηση των εξαγωγών.

γ) Η κάλυψη εκ μέρους ή με εντολή του Δημοσίου των εξόδων για την εσωτερική μεταφορά και των ναύλων φορτίων που προορίζονται για εξαγωγή υπό όρους ευνοϊκότερους από εκείνους που ισχύουν για τις αποστολές εσωτερικού.

δ) Η παροχή από το Δημόσιο ή από κρατικούς φορείς, είτε αμέσως, είτε εμμέσως στο πλαίσιο προγραμμάτων που εφαρμόζονται με εντολή του Δημοσίου, εισαγόμενων ή εγχώριων προϊόντων ή υπηρεσιών, που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αγαθών προς εξαγωγή, υπό ευνοϊκότερους γενικούς ή ειδικούς όρους εν συγκρίσει με τους γενικούς ή ειδικούς όρους που ισχύουν για την παροχή ομοειδών ή ευθέως ανταγωνιστικών προϊόντων ή υπηρεσιών που χρημοποιούνται για την παραγωγή αγαθών τα οποία προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση, υπό την προϋπόθεση (όταν πρόκειται για προϊόντα) ότι οι εν λόγω γενικοί ή ειδικοί όροι είναι ευνοϊκότεροι από τους εμπορικούς όρους (1) που είναι σε θέση να εξασφαλίζουν οι εξαγωγείς του οικείου κράτους στις διεθνείς αγορές.

ε) Η ολοσχερής ή μερική απαλλαγή, διαγραφή ή αναστολή πληρωμής, η οποία παραχωρείται ειδικώς για εξαγωγές και αφορά άμεσους φόρους (2) ή εισφορές κοινωνικής ασφάλισης που έχουν καταβληθεί ή οφείλονται από βιομηχανικές ή εμπορικές επιχειρήσεις (3).

στ) Η πρόβλεψη για ειδικές μειώσεις οι οποίες έχουν άμεση σχέση με τις εξαγωγές ή τις εξαγωγικές επιδοτήσεις και οι οποίες, κατά τον υπολογισμό της βάσης επί της οποίας επιβάλλονται οι άμεσοι φόροι, υπερβαίνουν τις μειώσεις που προβλέπονται για την παραγωγή προϊόντων, τα οποία προορίζονται για εγχώρια κατανάλωση.

ζ) Η απαλλαγή ή διαγραφή έμμεσων φόρων (3), οι οποίοι οφείλονται για την παραγωγή και διανομή εξαγόμενων προϊόντων, πέραν του ύψους των ίδιων φόρων που επιβάλλονται για την παραγωγή και τη διανομή ομοειδών προϊόντων που πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση.

η) Η απαλλαγή, διαγραφή ή αναστολή πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους (3) επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή εξαγόμενων προϊόντων, σε έκταση μεγαλύτερη της απαλλαγής, διαγραφής ή αναστολής πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με ανάλογους προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί προϊόντων ή υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ομοειδών προϊόντων, τα οποία πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση 7 πάντως, η απαλλαγή από προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους, η διαγραφή τους ή η αναστολή της πληρωμής τους επιτρέπεται σε σχέση με εξαγόμενα προϊόντα ακόμη και αν κάτι τέτοιο δεν ισχύει για τα ομοειδή προϊόντα που πωλούνται με προορισμό την εγχώρια κατανάλωση, υπό την προϋπόθεση ότι οι προανακύψαντες σωρευτικοί έμμεσοι φόροι επιβάλλονται στους συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λαμβανομένων υπόψη των συνήθων απωλειών). Η παρούσα διάταξη ερμηνεύεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για την κατανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα II.

θ) Η διαγραφή ή επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών (4), καθ' υπέρβαση των επιβαρύνσεων επί των εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λαμβανομένων υπόψη των συνήθων απωλειών) γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι σε ειδικές περιπτώσεις μια επιχείρηση δύναται να χρησιμοποιεί ορισμένη ποσότητα συντελεστών παραγωγής τους οποίους έχει προμηθευτεί στην εγχώρια αγορά, προκειμένου με αυτούς να υποκαταστήσει ίδια ποσότητα εισαγόμενων συντελεστών παραγωγής, της ίδιας ποιότητας και με τα ίδια χαρακτηριστικά, και με τον τρόπο αυτό να επωφεληθεί της παρούσας διάταξης, υπό την προϋπόθεση ότι τόσο η εισαγωγή όσο και οι αντίστοιχες εξαγωγικές πράξεις πραγματοποιούνται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, που δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα δύο έτη. Η παρούσα διάταξη ερμηνεύεται με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές για την ανάλωση των συντελεστών παραγωγής στην παραγωγική διαδικασία, οι οποίες περιέχονται στο παράρτημα II, καθώς και με τις κατευθυντήριες γραμμές που περιέχονται στο παράρτημα III και οι οποίες ακολουθούνται, όταν κρίνεται κατά πόσον ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ισοδυναμεί με την παροχή εξαγωγικών επιδοτήσεων.

ι) Η θέση σε εφαρμογή από το Δημόσιο (ή από εξειδικευμένους φορείς που ελέγχονται από το Δημόσιο) προγραμμάτων εγγύησης ή ασφάλισης εξαγωγικών πιστώσεων, προγραμμάτων παροχής ασφάλισης ή εγγύησης έναντι αυξήσεων του κόστους εξαγόμενων προϊόντων ή προγραμμάτων παροχής κάλυψης έναντι συναλλαγματικών κινδύνων, με υψηλούς συντελεστές που είναι ακατάλληλοι για την κάλυψη των μακροπρόθεσμων εξόδων λειτουργίας και των απωλειών των προγραμμάτων.

κ) Η χορήγηση από το Δημόσιο (ή από εξειδικευμένους φορείς που ελέγχονται από το Δημοσίο ή/και τελούν υπό την εξουσία του Δημοσίου) εξαγωγικών πιστώσεων, με επιτόκια κατώτερα από αυτά που πρέπει στην πραγματικότητα να καταβάλει για να συγκεντρώσει τα κεφάλαια που παρέχει (ή από αυτά που θα υποχρεούτο να καταβάλει αν για τη συγκέντρωση των κεφαλαίων συνήπτε δάνεια στις διεθνείς κεφαλαιαγορές με την ίδια ημερομηνία λήξης, ίδιους όρους δανεισμού γενικότερα και στο ίδιο νόμισμα στο οποίο παρέχεται η εξαγωγική πίστωση) 7 επίσης, η καταβολή εκ μέρους τους του συνόλου ή μέρους των εξόδων που επιβαρύνουν τους εξαγωγείς ή τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα για την εξεύρεση των πιστώσεων, στο μέτρο που σκοπός των εν λόγω πράξεων είναι η εξασφάλιση σημαντικού πλεονεκτήματος όσον αφορά τους όρους υπό τους οποίους παρέχεται η εξαγωγική πίστωση.

Γίνεται, ωστόσο, δεκτό ότι αν ένα μέλος του ΠΟΕ αποτελί μέρος διεθνούς συμφωνίας στον τομέα των επίσημων εξαγωγικών πιστώσεων, της οποίας αποτελούν μέρη την 1η Ιανουαρίου 1979 δώδεκα τουλάχιστον από τα αρχικά μέλη (ή άλλη διάδοχο συμφωνία την οποία έχουν αποδεχθεί τα εν λόγω αρχικά μέλη), ή σε περίπτωση που ένα μέλος του ΠΟΕ στην πράξη εφαρμόζει τις σχετικές με τα επιτόκια διατάξεις της οικείας συμφωνίας, τότε δεδομένη πρακτική παροχής εξαγωγικών πιστώσεων, η οποία συμφωνεί με τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεν θεωρείται μορφή εξαγωγικής επιδότησης.

λ) Κάθε άλλη επιβάρυνση για το λογαριασμό του Δημοσίου, η οποία αποτελεί εξαγωγική επιδότηση κατά την έννοια του άρθρου XVI της ΓΣΔΕ του 1994.

(1) Ο όρος «εμπορικοί όροι» σημαίνει ότι η επιλογή μεταξύ εγχωρίων και εισαγόμενων προϊόντων είναι εντελώς ελεύθερη και γίνεται με βάση εμπορικά και μόνο κριτήρια.

(2) Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας:

Ο όρος «άμεσοι φόροι» σημαίνει τους φόρους επί των μισθών, των κερδών, των τόκων, των μισθωμάτων, των ποσών που καταβάλλονται για δικαιώματα εκμετάλλευσης και επί όλων των υπολοίπων μορφών εισοδήματος, καθώς και τους φόρους επί της ακινήτου περιουσίας.

Ο όρος «επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών» σημαίνει τους πάσης φύσεως και τις λοιπές φορολογικές επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών, οι οποίες δεν απαριθμούνται σε κάποιο άλλο σημείο της παρούσας υποσημείωσης.

Ο όρος «έμμεσοι φόροι» σημαίνει φόρους επί των πωλήσεων, τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, τους φόρους κύκλου εργασιών, τους φόρους προστιθέμενης αξίας, τους φόρους επί της δικαιοχρησίας, τα τέλη χαρτοσήμου, τους φόρους μεταβίβασης, τους φόρους επί των αποθεμάτων και του εξοπλισμού, τους φόρους που επιβάλλονται στα σύνορα, καθώς και όλους τους άλλους φόρους πλην των άμεσων φόρων και των επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών.

Ο όρος «προανακύψαντες έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους έμμεσους φόρους που επιβάλλονται επί των προϊόντων ή των υπηρεσιών που χρησιμοποιούνται αμέσως ή εμμέσως για την παραγωγή δεδομένου προϊόντος.

Ο όρος «σωρευτικοί έμμεσοι φόροι» σημαίνει τους κλιμακούμενους φόρους οι οποίοι επιβάλλονται όταν δεν υπάρχει κάποιος μηχανισμός για τη μεταγενέστερη πίστωση του φόρου σε περίπτωση που τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που υπόκεινται σε φόρο σε ένα στάδιο της παραγωγής χρησιμοποιούνται σε κάποιο μεταγενέστερο στάδιο της παραγωγής.

Ο όρος «διαγραφή» φορολογικών επιβαρύνσεων περιλαμβάνει την επιστροφή ή μείωση φόρων.

Ο όρος «διαγραφή ή επιστροφή» περιλαμβάνει την ολοσχερή ή μερική απαλλαγή ή αναστολή πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με επιβαρύνσεις επί των εισαγωγών.

(3) Η αναστολή πληρωμής δεν ισοδυναμεί κατ' ανάγκην με εξαγωγική επιδότηση σε περίπτωση που, παραδείγματος χάρη, καταβάλλονται οι σχετικοί τόκοι.

(4) Το στοιχείο η) δεν ισχύει όταν πρόκειται για συστήματα που στηρίζονται στο φόρο προστιθέμενης αξίας ή που τον υποκαθιστούν με προσαρμογές του φόρου που επιβάλλεται στα σύνορα 7 το πρόβλημα της υπέρμετρης διαγραφής οφειλών από φόρους προστιθέμενης αξίας ρυθμίζεται αποκλειστικά από το στοιχείο ζ).

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ II

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ (1)

I 1. Τα συστήματα μείωσης έμμεσων φόρων είναι δυνατό να προβλέπουν την παραχώρηση απαλλαγής, διαγραφής ή αναστολής πληρωμής σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους επί συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λαμβανομένων υπόψη των συνήθων απωλειών). Παραμοίως, τα συστήματα επιστροφής είναι δυνατό να προβλέπουν τη διαγραφή ή την επιστροφή επιβαρύνσεων οι οποίες επιβάλλονται για την εισαγωγή συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λαμβανομένων υπόψη των συνήθων απωλειών).

2. Στον «Επεξηγηματικό κατάλογο εξαγωγικών επιδοτήσεων» του παραρτήματος I και ειδικότερα στα στοιχεία η) και θ) γίνεται χρήση του όρου «συντελεστές παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος». Σύμφωνα με το στοιχείο η), τα συστήματα μείωσης έμμεσων φόρων είναι δυνατό να αποτελούν περιπτώσεις εξαγωγικών επιδοτήσεων στο μέτρο που συνεπάγονται την απαλλαγή, διαγραφή ή αναστολή πληρωμής που παραχωρείται σε σχέση με προανακύψαντες σωρευτικούς έμμεσους φόρους πέραν του ποσού των αντίστοιχων φόρων που όντως επιβάλλονται επί των συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Σύμφωνα με το στοιχείο θ), τα συστήματα επιστροφών είναι δυνατό να αποτελούν περιπτώσεις εξαγωγικών επιδοτήσεων στο μέτρο που συνεπάγονται τη διαγραφή ή επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών, η οποία αφορά ποσά μεγαλύτερα των επιβαρύνσεων, οι οποίες όντως επιβάλλονται επί των συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Και οι δύο παράγραφοι ορίζουν ότι κατά την αξιολόγηση της κατανάλωσης συντελεστών παραγωγής για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνήθεις απώλειες. Το στοιχείο θ) προβλέπει ακόμη τη δυνατότητα υποκατάστασης στις κατάλληλες περιπτώσεις.

II 3.Όταν η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της έρευνάς της σχετικά με την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού, εξετάζει κατά πόσον συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, ενεργεί με τον ακόλουθο τρόπο:

4.Όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ένα σύστημα μείωσης έμμεσου φόρου ή ένα σύστημα επιστροφής φόρου ισοδυναμεί με την παροχή επιδότησης εξαιτίας της υπέρμετρης μείωσης ή της επιστροφής σε μεγαλύτερη από την κανονική έκταση έμμεσων φόρων ή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών που επιβάλλονται στους συντελεστές παραγωγής οι οποίοι καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, η Επιτροπή εξετάζει πρώτα κατά πόσον οι αρχές του εξάγοντος μέλους έχουν καθιερώσει και εφαρμόζουν κάποιο σύστημα ή μια διαδικασία, προκειμένου να εξακριβώνουν ποιοι συντελεστές παραγωγής καταναλώνονται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος και σε ποιες ποσότητες. Όταν διαπιστώνεται ότι πράγματι εφαρμόζεται ένα τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, η Επιτροπή εξετάζει στη συνέχεια το εν λόγω σύστημα ή την εν λόγω διαδικασία, για να κρίνει αν είναι εύλογα και κατάλληλα για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτά στόχου, καθώς και κατά πόσον στηρίζονται στις γενικώς παραδεδεγμένες εμπορικές πρακτικές που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής. Η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει σκόπιμη τη διενέργεια ορισμένων πρακτικών δοκιμών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17 παράγραφος 2, προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια ορισμένων στοιχείων ή για να βεβαιωθεί ότι το σύστημα ή η διαδικασία εφαρμόζεται κατά τρόπο αποτελεσματικό.

5.Όταν δεν υπάρχει κάποιο τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, όταν υπάρχει μεν αλλά δεν κρίνεται εύλογο ή όταν έχει καθιερωθεί και κριθεί εύλογο, αλλά διαπιστώνεται είτε ότι δεν εφαρμόζεται καθόλου, είτε ότι δεν εφαρμόζεται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε το εξάγον μέλος είναι σκόπιμο να προβαίνει σε συμπληρωματική εξέταση με βάση τους πραγματικούς συντελεστές παραγωγής που έχουν χρησιμοποιηθεί, προκειμένου να διαπιστώνεται κατά πόσον έχει καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του κανονικού. Αν η Επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, είναι δυνατή η διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης βάσει της παραγράφου 4.

6.Η Επιτροπή αντιμετωπίζει τους συντελεστές παραγωγής ως φυσικώς ενσωματωμένους, εφόσον αυτοί χρησιμοποιούνται κατά την παραγωγική διαδικασία και έχουν ενταχθεί υλικώς στο εξαγόμενο προϊόν. Ένας συντελεστής παραγωγής είναι δυνατόν να μην εμφανίζεται στο τελικό προϊόν με την ίδια μορφή υπό την οποία εισήλθε στην παραγωγική διαδικασία 7.

Για τον προσδιορισμό της ποσότητας δεδομένου συντελεστή παραγωγής, ο οποίος καταναλώνεται για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος, πρέπει να συνυπολογίζονται οι «συνήθεις απώλειες», οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίζονται ως καταναλωθείσες για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος. Ο όρος «απώλειες» αναφέρεται σε εκείνο το μέρος δεδομένου συντελεστή παραγωγής, το οποίο δεν εξυπηρετεί κάποια ανεξάρτητη λειτουργία στο πλαίσιο της παραγωγικής διαδικασίας, δεν καταναλώνεται κατά την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος (λόγω προβλημάτων αναποτελεσματικότητας ή για άλλους λόγους) και το οποίο δεν ανακτάται, χρησιμοποιείται ή πωλείται από τον ίδιο κατασκευαστή.

8. Όταν η Επιτροπή εξετάζει κατά πόσον οι απώλειες που προτείνεται να ληφθούν υπόψη είναι «οι συνήθεις», συνεκτιμά τη μέθοδο παραγωγής, τη μέση πείρα του κλάδου παραγωγής στη χώρα εξαγωγής, καθώς και άλλους τεχνικούς παράγοντες, ανάλογα με την περίπτωση. Η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το θέμα του κατά πόσον οι αρχές του εξάγοντος μέλους έχουν υπολογίσει με τον ορθό τρόπο το ποσό που αντιπροσωπεύουν οι απώλειες, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το ποσό αυτό πρόκειται να συνυπολογισθεί στο ποσό της μείωσης ή διαγραφής του οφειλόμενου φόρου ή δασμού.

(1) Συντελεστές που καταναλώνονται στην παραγωγική διαδικασία είναι οι συντελεστές που ενσωματώνονται υλικώς στο προϊόν, η ενέργεια, τα καύσιμα και το πετρέλαιο που χρησιμοπούνται στην παραγωγική διαδικασία, καθώς και οι καταλύτες που καταναλώνονται κατά τη χρήση τους για την παραγωγή του εξαγόμενου προϊόντος.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ III

ΚΑΤΕΥΘΥΗΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝΤΑΙ ΟΤΑΝ ΕΞΕΤΑΖΕΤΑΙ ΚΑΤΑ ΠΟΣΟΝ ΕΝΑ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ ΦΟΡΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΞΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΠΙΔΟΤΗΣΕΩΝ

I 1. Ένα σύστημα επιστροφής φόρου είναι δυνατό να προβλέπει την απόδοση ή επιστροφή επιβαρύνσεων οι οποίες έχουν επιβληθεί στις εισαγωγές συντελεστών παραγωγής που καταναλώνονται κατά τη διαδικασία παραγωγής ενός άλλου προϊόντος, εφόσον το εν λόγω άλλο προϊόν κατά την εξαγωγή του περιέχει εγχώριους συντελεστές παραγωγής της ίδιας ποιότητας και με τα ίδια χαρακτηριστικά όπως και εκείνοι που υποκατέστησαν τους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής. Σύμφωνα με το στοιχείο θ) του «Επεξηγηματικού καταλόγου εξαγωγικών επιδοτήσεων» του παραρτήματος I, ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ενδέχεται να αποτελεί εξαγωγική επιδότηση στο βαθμό που συνεπάγεται την επιστροφή σε έκταση μεγαλύτερη από το κανονικό των επιβαρύνσεων που επεβλήθησαν αρχικά στις εισαγωγές των συντελεστών παραγωγής, σε σχέση με τους οποίους ζητείται η επιστροφή.

II 2. Όταν η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της έρευνάς της σχετικά με την επιβολή αντισταθμιστικού δασμού δυνάμει του παρόντος κανονισμού, εξετάζει δεδομένο σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης, ενεργεί με τον ακόλουθο τρόπο:

3. Στο στοιχείο θ) του επεξηγηματικού καταλόγου ορίζεται ότι συντελεστές παραγωγής προερχόμενοι από την εγχώρια αγορά είναι δυνατό να υποκαταστήσουν εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής για την παραγωγή ενός προϊόντος που προορίζεται για εξαγωγή, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω συντελεστές παραγωγής είναι της ίδιας ποσότητας και της ίδιας ποιότητας, και έχουν τα ίδια χαρακτηριστικά με τους υποκαθιστάμενους εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής. Η ύπαρξη συστήματος ή διαδικασίας επαλήθευσης είναι σημαντική, διότι επιτρέπει στις αρχές του εξάγοντος μέλους να εξασφαλίζουν και να είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η ποσότητα συντελεστών παραγωγής για την οποία ζητείται η επιστροφή δεν υπερβαίνει την ποσότητα ομοειδών προϊόντων που εξάγονται υπό οιαδήποτε μορφή και ότι δεν σημειώνεται επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών πέραν εκείνων που επεβλήθησαν αρχικά στους εκάστοτε εισαγόμενους συντελεστές παραγωγής.

4. Όταν προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ένα σύστημα επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης ισοδυναμεί με την παροχή επιδοτήσεων, η Επιτροπή εξετάζει πρώτα κατά πόσον οι αρχές του εξάγοντος μέλους έχουν καθιερώσει και εφαρμόζουν κάποιο σύστημα ή διαδικασία επαλήθευσης. Εφόσον διαπιστώνεται ότι πράγματι εφαρμόζεται ένα τέτοιο σύστημα ή διαδικασία, η Επιτροπή εξετάζει στη συνέχεια τις σχετικές διαδικασίες επαλήθευσης, για να κρίνει κατά πόσον αυτές είναι εύλογες και κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από αυτές στόχου, καθώς και αν στηρίζονται στις γενικώς παραδεδεγμένες εμπορικές πρακτικές που ισχύουν στη χώρα εξαγωγής. Αν διαπιστωθεί ότι οι διαδικασίες πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις και, επιπλέον, ότι εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε τεκμαίρεται ότι δεν παρέχεται επιδότηση. Η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει σκόπιμη τη διενέργεια ορισμένων πρακτικών δοκιμών, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17 παράγραφος 2 προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια ορισμένων στοιχείων ή για να βεβαιωθεί ότι οι εκάστοτε διαδικασίες επαλήθευσης εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό.

5. Όταν δεν προβλέπονται διαδικασίες επαλήθευσης, όταν προβλέπονται μεν άλλα δεν κρίνονται εύλογες ή όταν τέτοιου είδους διαδικασίες προβλέπονται και έχουν κριθεί εύλογες, αλλά διαπιστώνεται είτε ότι στην πραγματικότητα δεν εφαρμόζονται, είτε ότι δεν εφαρμόζονται κατά τρόπο αποτελεσματικό, τότε ενδέχεται να συντρέχει περίπτωση επιδότησης. Στις περιπτώσεις αυτές το εξάγον μέλος προβαίνει σε συμπληρωματική εξέταση, με βάση τις συναλλαγές που πράγματι πραγματοποιήθηκαν, προκειμένου να διαπιστώνεται κατά πόσον έχει καταβληθεί ποσό μεγαλύτερο του κανονικού. Αν η Επιτροπή το κρίνει σκόπιμο, είναι δυνατή η διενέργεια συμπληρωματικής εξέτασης κατ' εφαρμογήν της παραγράφου 4.

6. Το γεγονός ότι στο πλαίσιο καθεστώτος επιστροφής φόρου σε περιπτώσεις υποκατάστασης περιλαμβάνεται και η πρόβλεψη ότι οι εξαγωγείς δικαιούνται να επιλέξουν το συγκεκριμένο φορτίο εισαγόμενων προϊόντων για το οποίο θα ζητήσουν την επιστροφή του φόρου, δεν ισοδυναμεί από μόνο του με την παροχή επιδότησης.

7. Γίνεται δεκτό ότι έχει σημειωθεί καθ' υπέρβασιν επιστροφή επιβαρύνσεων επί των εισαγωγών, κατά την έννοια του στοιχείου θ), όταν το Δημόσιο έχει καταβάλει τόκους για τα ποσά που έχει ενδεχομένως επιστρέψει στο πλαίσιο των συστημάτων επιστροφής φόρου που εφαρμόζει 7 η υπέρβαση ισούται με το ποσό του πράγματι καταβληθέντος ή του οφειλόμενου τόκου.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IV

(Το παρόν παράρτημα αποτελείται από το παράρτημα 2 της συμφωνίας για τη γεωργία. Οι όροι ή οι εκφράσεις που δεν επεξηγούνται σ' αυτό ή οι οποίοι δεν είναι αυτονόητοι, ερμηνεύονται στο πλαίσιο της εν λόγω συμφωνίας)

ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΕΝΙΣΧΥΣΕΙΣ: Η ΒΑΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΜΕΙΩΣΕΩΝ

1. Τα μέτρα εσωτερικών ενισχύσεων για τα οποία ζητείται εξαίρεση από τις υποχρεώσεις επιβολής μειώσεων πληρούν το βασικό όρο, ήτοι ότι οι επιπτώσεις τους στη στρέβλωση των εμπορικών συναλλαγών ή στην παραγωγή είναι μηδενικές ή, το πολύ, ελάχιστες. Συνεπώς, όλα τα μέτρα για τα οποία ζητείται εξαίρεση πληρούν τα ακόλουθα βασικά κριτήρια:

α) οι σχετικές ενισχύσεις παρέχονται στο πλαίσιο κυβερνητικού προγράμματος που χρηματοδοτείται από πόρους του δημοσίου (συμπεριλαμβανομένων των διαφυγόντων δημοσιονομικών εσόδων) μη περιλαμβανομένων μεταβιβάσεων από καταναλωτές 7 β) οι σχετικές ενισχύσεις δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη στήριξη τιμών υπέρ των παραγωγών.

Επίσης, τα εν λόγω μέτρα πληρούν τα συγκεκριμένα για κάθε πολιτική κριτήρια και όρους που αναφέρονται στη συνέχεια.

Προγράμματα δημοσίων υπηρεσιών 2. Γενικές υπηρεσίες Οι πολιτικές της συγκεκριμένης κατηγορίας αφορούν δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σχετικά με προγράμματα, στο πλαίσιο των οποίων παρέχονται υπηρεσίες ή οφέλη στον τομέα της γεωργίας ή στους αγρότες. Δεν περιλαμβάνουν άμεσες πληρωμές σε παραγωγούς ή μεταποιητές. Τα εν λόγω προγράμματα, τα οποία περιλαμβάνουν αλλά δεν περιορίζονται στον ακόλουθο κατάλογο, ικανοποιούν τα γενικά κριτήρια της ανωτέρω παραγράφου 1 και, ενδεχομένως, τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις για κάθε πολιτική που ορίζονται στη συνέχεια:

α) έρευνα, συμπεριλαμβανομένης της γενικής έρευνας, έρευνα σχετική με περιβαλλοντικά προγράμματα και ερευνητικά προγράμματα που αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα 7 β) έλεγχος παρασίτων και νόσων συμπεριλαμβανομένων των γενικών και ειδικών για κάθε προϊόν μέτρων ελέγχου παρασίτων και νόσων, όπως τα συστήματα έγκαιρης διάγνωσης, η θέση σε απομόνωση και εξάλειψη 7 γ) υπηρεσίες κατάρτισης, συμπεριλαμβανομένων των γενικών και εξειδικευμένων προγραμμάτων κατάρτισης 7 δ) υπηρεσίες γενικών εφαρμογών και παροχής συμβουλών συμπεριλαμβανομένης της παροχής μέσων για τη διευκόλυνση της μεταβίβασης πληροφοριών και ερευνητικών αποτελεσμάτων στους παραγωγούς και στους καταναλωτές 7 ε) υπηρεσίες επιθεώρησης περιλαμβανομένων των γενικών υπηρεσιών επιθεώρησης και του ελέγχου συγκεκριμένων προϊόντων για λόγους υγείας, ασφάλειας, ελέγχου της ποιότητας ή τυποποίησης 7 στ) υπηρεσίες εμπορίας και προώθησης, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών των σχετικών με τις αγορές της παροχής συμβουλών και της προώθησης συγκεκριμένων προϊόντων, αλλά εξαιρουμένων των δαπανών για μη καθορισμένους λόγους που θα ήταν δυνατό να χρησιμοποιηθούν από τους πωλητές για τη μείωση της τιμής πώλησης ή για την παροχή άμεσου οικονομικού οφέλους σε αγοραστές και ζ) υπηρεσίες υποδομών, συμπεριλαμβανομένων των δικτύων ηλεκτροδότησης, των οδών και άλλων μέσων μεταφοράς των εγκαταστάσεων αγοράς και των λιμενικών εγκαταστάσεων, των δικτύων ύδρευσης, των φραγμάτων και συστημάτων αποχέτευσης, καθώς και έργα υποδομών που συνδέονται με προγράμματα προστασίας του περιβάλλοντος. Σε όλες τις περιπτώσεις οι δαπάνες προορίζονται μόνο για την παροχή ή κατασκευή βασικού εξοπλισμού και δεν περιλαμβάνουν την επιδοτούμενη παροχή εγκαταστάσεων γεωργικών εκμεταλλεύσεων εκτός αυτών που προορίζονται για τη δικτύωση εγκαταστάσεων κοινής ωφελείας. Δεν περιλαμβάνονται επιδοτήσεις για εισροές ή λειτουργικές δαπάνες, ή η επιβολή προτιμησιακών τελών στους παραγωγούς.

3. Δημόσια αποθέματα για λόγους επισιτιστικής ασφάλειας (1) Δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σχετικές με τη σώρευση και κατοχή αποθεμάτων προϊόντων που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος ενός προγράμματος επισιτιστικής βοήθειας το οποίο καθορίζεται στο πλαίσιο της εθνικής νομοθεσίας. Στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος είναι δυνατόν να περιλαμβάνεται η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων για την ιδιωτική αποθήκευση προϊόντων.

Ο όγκος και η σώρευση των σχετικών αποθεμάτων αντιστοιχεί σε προκαθορισμένους στόχους που συνδέονται αποκλειστικά με την επισιτιστική ασφάλεια. Η διαδικασία σώρευσης και διάθεσης αποθεμάτων είναι, από χρηματοδοτικής απόψεως, διαφανής. Οι αγορές ειδών διατροφής από δημόσιες αρχές πραγματοποιούνται σε τρέχουσες τιμές αγοράς και οι πωλήσεις από τα αποθέματα επισιτιστικής ασφάλειας πραγματοποιούνται σε τιμές όχι κατώτερες από τις τιμές που ισχύουν στην εσωτερική αγορά για το υπό εξέταση προϊόν και ποιότητα.

4. Εσωτερική επισιτιστική βοήθεια (1) Δαπάνες (ή διαφυγόντα έσοδα) σχετικά με τη χορήγηση εσωτερικής επισιτιστικής βοήθειας σε τμήματα του πληθυσμού που βρίσκονται σε ανάγκη.

Το δικαίωμα απολαβής επισιτιστικής βοήθειας βασίζεται σε σαφώς καθορισμένα κριτήρια που αφορούν τους στόχους διατροφής. Η εν λόγω βοήθεια συνίσταται στην απευθείας χορήγηση τροφίμων στους δικαιούχους ή στην παροχή των αναγκαίων μέσων προκειμένου να καταστεί δυνατό στους αποδέκτες που πληρούν τα κριτήρια να αγοράσουν τρόφιμα σε τιμές αγοράς ή σε επιδοτούμενες τιμές. Οι αγορές τροφίμων από τις δημόσιες αρχές πραγματοποιούνται σε τρέχουσες τιμές αγοράς, ενώ η χρηματοδότηση και η διαχείριση της βοήθειας συνιστούν διαφανείς διαδικασίες.

5. Άμεσες πληρωμές σε παραγωγούς Οι ενισχύσεις που παρέχονται μέσω άμεσων πληρωμών (ή διαφυγόντων εσόδων, συμπεριλαμβανομένων πληρωμών σε είδος) για τις οποίες ζητείται εξαίρεση από την επιβολή μειώσεων ικανοποιούν τα βασικά κριτήρια που αναφέρονται στην ανωτέρω παράγραφο 1, πέραν των συγκεκριμένων κριτηρίων που εφαρμόζονται σε μεμονωμένες κατηγορίες άμεσων πληρωμών, όπως ορίζονται στις κατωτέρω παραγράφους 6 έως 13. Στις περιπτώσεις που ζητείται εξαίρεση από την επιβολή μειώσεων για υφιστάμενες ή νέες άμεσες πληρωμές, εκτός αυτών που αναφέρονται στις παραγράφους 6 έως 13, είναι αναγκαίο να πληρούνται τα κριτήρια β) έως ε) της παραγράφου 6, πέραν των γενικών κριτηρίων που καθορίζονται στην παράγραφο 1.

6. Ενίσχυση ανεξάρτητη του εισοδήματος α) Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές βασίζεται σε σαφώς καθορισμένα κριτήρια όπως το εισόδημα, η ιδιότητα του δικαιούχου ως παραγωγού ή γαιοκτήμονα, η χρησιμοποίηση των συντελεστών παραγωγής ή το επίπεδο παραγωγής σε καθορισμένη και σταθερή περίοδο βάσης 7 β) το ύψος των σχετικών πληρωμών, σε ένα δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στον τύπο ή όγκο της παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που αναλαμβάνεται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης 7 γ) το ύψος των σχετικών πληρωμών, σε οποιοδήποτε έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που εφαρμόζονται στην παραγωγή προϊόντων, κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης 7 δ) το ύψος των σχετικών πληρωμών δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στους συντελεστές παραγωγής που χρησιμοποιούνται κατά τη διάρκεια οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης 7 ε) για την απολαβή των σχετικών πληρωμών δεν απαιτείται η παραγωγή προϊόντων.

7. Χρηματοδοτική συμμετοχή της κυβέρνησης σε προγράμματα εγγύησης των εισοδημάτων και σε προγράμματα τα οποία θεσπίζουν μηχανισμό ασφάλειας των εισοδημάτων α) Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές καθορίζεται βάσει της απώλειας εισοδήματος, λαμβανομένου υπόψη μόνο του εισοδήματος που προέρχεται από τη γεωργία, που υπερβαίνει το 30 % του μέσου ακαθάριστου εισοδήματος ή του ισοδύναμου σε όρους καθαρού εισοδήματος (εξαιρουμένων τυχόν πληρωμών από τα ίδια ή παρόμοια προγράμματα) κατά τη διάρκεια των τριών προηγουμένων ετών ή ενός μέσου όρου τριών ετών που εκτιμάται βάσει των προηγουμένων πέντε ετών, αποκλειομένης της μεγαλύτερης και της μικρότερης τιμής. Όλοι οι παραγωγοί που πληρούν αυτή την προϋπόθεση έχουν δικαίωμα απολαβής των σχετικών πληρωμών 7 β) το ποσό των σχετικών πληρωμών αντισταθμίζει σε ποσοστό κατώτερο του 70 % την απώλεια εισοδήματος του παραγωγού κατά το έτος για το οποίο ο παραγωγός αποκτά το δικαίωμα απολαβής της σχετικής βοήθειας 7 γ) το ύψος των σχετικών πληρωμών εξαρτάται αποκλειστικά από το εισόδημα. Δεν συνδέεται με τον τύπο ή τον όγκο παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που αναλαμβάνεται από τον παραγωγό ούτε με τις εγχώριες και διεθνείς τιμές που εφαρμόζονται στην εν λόγω παραγωγή ούτε με τους χρησιμοποιούμενους συντελεστές παραγωγής 7 δ) στην περίπτωση που καταβάλλονται σε ένα παραγωγό, κατά το ίδιο έτος, πληρωμές βάσει τόσο της παρούσας παραγράφου όσο και της παραγράφου 8 (ενισχύσεις για την αντιμετώπιση φυσικών καταστροφών), το ύψος του συνόλου των σχετικών καταβολών επιβάλλεται να είναι κατώτερο από το 100 % της συνολικής απώλειας του παραγωγού.

8. Πληρωμές (που πραγματοποιούνται είτε απευθείας είτε μέσω χρηματοδοτικής συμμετοχής του κράτους σε προγράμματα ασφάλειας καλλιεργειών) με στόχο την ανακούφιση από τις φυσικές καταστροφές α) Η επιλεξιμότητα για τις εν λόγω πληρωμές βασίζεται στην επίσημη αναγνώριση από πλευράς των δημοσίων αρχών ότι έχει πραγματοποιηθεί ή πραγματοποιείται φυσική ή παρόμοια καταστροφή (συμπεριλαμβανομένων των επιδημιών, της προσβολής από παράσιτα, των πυρηνικών ατυχημάτων και πολεμικών συγκρούσεων στα εδάφη του συγκεκριμένου μέλους) και καθορίζεται βάσει απώλειας παραγωγής που υπερβαίνει το 30 % της μέσης παραγωγής κατά την προηγούμενη τριετή περίοδο ή του μέσου όρου τριών ετών που βασίζεται στην προηγούμενη πενταετή περίοδο, αποκλειομένης της υψηλότερης και χαμηλότερης τιμής 7 β) η καταβολή πληρωμών ύστερα από μια καταστροφή πραγματοποιείται μόνον όσον αφορά τις απώλειες εισοδήματος, ζωικού κεφαλαίου (συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών που αφορούν την κτηνιατρική περίθαλψη των ζώων), γης ή άλλων συντελεστών παραγωγής, εξαιτίας της εν λόγω φυσικής καταστροφής 7 γ) οι πληρωμές δεν παρέχουν αντιστάθμισμα ανώτερο από το συνολικό κόστος αποκατάστασης των σχετικών απωλειών, και δεν απαιτούν ούτε προσδιορίζουν τον τύπο ή την ποσότητα της μελλοντικής παραγωγής 7 δ) οι πληρωμές που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια μιας καταστροφής δεν υπερβαίνουν το επίπεδο που απαιτείται για την πρόληψη ή άμβλυνση των περαιτέρω απωλειών όπως ορίζονται στο ανωτέρω κριτήριο β) 7 ε) σε περίπτωση που καταβάλλονται σε έναν παραγωγό, κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, πληρωμές τόσο βάσει της παρούσας παραγράφου όσο και της παραγράφου 7 (προγράμματα εγγύησης εισοδημάτων και δημιουργίας μηχανισμών προστασίας εισοδημάτων), το σύνολο των εν λόγω πληρωμών επιβάλλεται να είναι κατώτερο του 100 % της συνολικής ζημίας του παραγωγού.

9. Ενίσχυση διαρθρωτικών προσαρμογών που παρέχεται μέσω των προγραμμάτων συνταξιοδότησης των παραγωγών α) Η επιλεξιμότητα για τέτοιου είδους πληρωμές καθορίζεται βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων, στο πλαίσιο προγραμμάτων που αποσκοπούν στη διευκόλυνση της συνταξιοδότησης ατόμων που απασχολούνται στην παραγωγή γεωργικών προϊόντων για εμπορικούς σκοπούς ή τη μετακίνησή τους σε μη γεωργικές δραστηριότητες 7 β) προϋπόθεση της πραγματοποίησης των πληρωμών είναι η ολοκληρωτική και μόνιμη αποχώρηση των δικαιούχων από τη γεωργική παραγωγή για εμπορικούς σκοπούς.

10. Ενίσχυση διαρθρωτικών προσαρμογών που παρέχεται στο πλαίσιο προγραμμάτων απόσυρσης παραγωγικών πόρων α) Η επιλεξιμότητα για τις σχετικές πληρωμές καθορίζεται βάσει σαφώς καθορισμένων κριτηρίων, στο πλαίσιο προγραμμάτων που αποσκοπούν στην απόσυρση των γαιών και άλλων πόρων, συμπεριλαμβανομένου του ζωικού κεφαλαίου, από την παραγωγή γεωργικών προϊόντων για εμπορικούς σκοπούς 7 β) προϋπόθεση για την πραγματοποίηση των πληρωμών είναι η απόσυρση των γαιών από τη γεωργική παραγωγή για εμπορικούς σκοπούς για ελάχιστο διάστημα τριών ετών, και, στην περίπτωση του ζωικού κεφαλαίου, η σφαγή ή η οριστική διάθεσή του 7 γ) η πραγματοποίηση των πληρωμών δεν απαιτεί ούτε καθορίζει τυχόν εναλλακτική χρήση των σχετικών εκτάσεων ή άλλων πόρων που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή γεωργικών προϊόντων για εμπορικούς σκοπούς 7 δ) οι πληρωμές δεν συνδέονται με το είδος ή την ποσότητα παραγωγής ούτε με τις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για την παραγωγή που πραγματοποιείται με χρήση των εκτάσεων και των λοιπών πόρων που παραμένουν στην παραγωγή.

11. Βοήθεια για διαρθρωτικές προσαρμογές που παρέχεται μέσω ενισχύσεων για τις επενδύσεις α) Η επιλεξιμότητα των εν λόγω πληρωμών βασίζεται σε σαφώς καθορισμένα κριτήρια, στο πλαίσιο κυβερνητικών προγραμμάτων, που αποσκοπούν στη χρηματοδοτική ή υλική αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων ενός παραγωγού για την αντιμετώπιση αντικειμενικά αποδεδειγμένων διαρθρωτικών μειονεκτημάτων. Η επιλεξιμότητα για τα εν λόγω προγράμματα μπορεί να βασίζεται, επίσης, σε σαφώς καθορισμένο κυβερνητικό πρόγραμμα επανιδιωτικοποίησης των γεωργικών εκτάσεων 7 β) το ύψος των εν λόγω πληρωμών, σε οποιοδήποτε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στο είδος ή τον όγκο παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που αναλαμβάνεται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης, με την επιφύλαξη των διατάξεων του κατωτέρω κριτηρίου ε) 7 γ) το ύψος των εν λόγω πληρωμών, σε οποιοδήποτε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που εφαρμόζονται στην παραγωγή οποιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης 7 δ) οι πληρωμές πραγματοποιούνται μόνο κατά το χρονικό διάστημα που απαιτείται για την υλοποίηση των επενδύσεων για τις οποίες παρέχονται 7 ε) για την πραγματοποίηση των πληρωμών δεν επιβάλλονται ούτε ορίζονται σε καμία περίπτωση τα γεωργικά προϊόντα τα οποία οφείλουν να παράγουν οι αποδέκτες, με εξαίρεση την περίπτωση που ζητείται από αυτούς να μην παράγουν κάποιο συγκεκριμένο προϊόν 7 στ) οι πληρωμές περιορίζονται στο ποσό που είναι αναγκαίο για την αντιστάθμιση του διαρθρωτικού μειονεκτήματος.

12. Πληρωμές στο πλαίσιο προγραμμάτων προστασίας του περιβάλλοντος α) Η επιλεξιμότητα των σχετικών πληρωμών καθορίζεται ως τμήμα σαφώς καθορισμένου κυβερνητικού προγράμματος προστασίας του περιβάλλοντος ή διατήρησης και εξαρτάται από την τήρηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων, στο πλαίσιο του κυβερνητικού προγράμματος, συμπεριλαμβανομένων των προϋποθέσεων που αφορούν τις μεθόδους ή τους συντελεστές παραγωγής 7 β) το ποσό των πληρωμών περιορίζεται στις επιπλέον δαπάνες ή τις απώλειες εισοδήματος που απορρέουν από την τήρηση του κυβερνητικού προγράμματος.

13. Πληρωμές στο πλαίσιο προγραμμάτων περιφερειακών ενισχύσεων α) Δικαίωμα σε τέτοιου είδους πληρωμές έχουν μόνον οι παραγωγοί μειονεκτικών περιοχών. Κάθε σχετική περιοχή πρέπει να συνιστά ευκρινώς καθορισμένη συνεχόμενη γεωγραφική περιφέρεια με σαφή οικονομική και διοικητική ταυτότητα, η οποία θεωρείται μειονεκτική βάσει ουδέτερων και αντικειμενικών κριτηρίων που ορίζονται σαφώς στους νόμους ή κανονισμούς και τα οποία αποδεικνύουν ότι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι εν λόγω περιοχές δεν οφείλονται μόνο σε προσωρινές συνθήκες 7 β) το ύψος των σχετικών πληρωμών, σε ένα δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στο είδος ή τον όγκο παραγωγής (συμπεριλαμβανομένων των κτηνοτροφικών μονάδων) που αναλαμβάνεται από τον παραγωγό σε οποιοδήποτε έτος μετά την περίοδο βάσης, εκτός εάν πρόκειται για μείωση της εν λόγω παραγωγής 7 γ) το ύψος των σχετικών πληρωμών, σε οποιοδήποτε δεδομένο έτος, δεν συνδέεται ούτε βασίζεται στις τιμές, εγχώριες ή διεθνείς, που ισχύουν για προϊόντα που παράγονται κατά τη διάρκεια οιουδήποτε έτους μετά την περίοδο βάσης 7 δ) οι πληρωμές διατίθενται αποκλειστικά σε παραγωγούς των επιλέξιμων περιοχών. Ωστόσο, δικαίωμα στις εν λόγω πληρωμές έχει το σύνολο των παραγωγών των σχετικών περιοχών 7 ε) στις περιπτώσεις που συνδέονται με τους συντελεστές παραγωγής, οι πληρωμές πραγματοποιούνται βάσει προοδευτικά μειούμενου συντελεστή, πέραν του καθορισμένου για το συγκεκριμένο συντελεστή ορίου 7 στ) οι πληρωμές περιορίζονται στις επιπλέον δαπάνες, ή στην απώλεια εισοδήματος κατά την παραγωγή γεωργικών προϊόντων στην καθορισμένη περιοχή.

(1) Για τους σκοπούς της παραγράφου 3 του παρόντος παραρτήματος, κρατικά προγράμματα αποθεμάτων που αποσκοπούν στην εξασφάλιση επισιτιστικής ασφάλειας σε αναπτυσσόμενες χώρες, των οποίων η λειτουργία είναι διαφανής και εξασφαλίζεται σύμφωνα με επίσημα δημοσιευμένα αντικειμενικά κριτήρια ή κατευθυντήριες γραμμές, θεωρούνται ότι εμπίπτουν στις διατάξεις της παρούσας παραγράφου συμπεριλαμβανομένων προγραμμάτων, στο πλαίσιο των οποίων αποθέματα ειδών διατροφής για σκοπούς επισιτιστικής ασφάλειας αγοράζονται ή διατίθενται σε προκαθορισμένες τιμές, υπό την προϋπόθεση ότι η διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της εξωτερικής τιμής αναφοράς λαμβάνονται υπόψη στην εκτίμηση της AME.

(1) Για τους σκοπούς των παραγράφων 2 και 4 του παρόντος παραρτήματος, η παροχή ειδών διατροφής με επιδοτούμενες τιμές με στόχο την ικανοποίηση των επισιτιστικών αναγκών των φτωχών στις αστικές και αγροτικές περιοχές των αναπτυσσομένων χωρών, σε τακτική βάση και σε λογικές τιμές, θεωρείται ότι συμφωνεί με διατάξεις της παρούσας παραγράφου.

Top