Choose the experimental features you want to try

This document is an excerpt from the EUR-Lex website

Document 31992R1683

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1683/92 της Επιτροπής της 29ης Ιουνίου 1992 περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 σχετικά με τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων καθώς και με τις σχετικές μεθόδους προσδιορισμού

ΕΕ L 176 της 30.6.1992, p. 27–30 (ES, DA, DE, EL, EN, FR, IT, NL, PT)

Το έγγραφο αυτό έχει δημοσιευτεί σε ειδική έκδοση (FI, SV)

Legal status of the document No longer in force, Date of end of validity: 21/05/2002; καταργήθηκε εμμέσως από 32002R0796

ELI: http://data.europa.eu/eli/reg/1992/1683/oj

31992R1683

Κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 1683/92 της Επιτροπής της 29ης Ιουνίου 1992 περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 σχετικά με τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων καθώς και με τις σχετικές μεθόδους προσδιορισμού

Επίσημη Εφημερίδα αριθ. L 176 της 30/06/1992 σ. 0027 - 0030
Φινλανδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 3 τόμος 42 σ. 0198
Σουηδική ειδική έκδοση: Κεφάλαιο 3 τόμος 42 σ. 0198


ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΟΚ) αριθ. 1683/92 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 29ης Ιουνίου 1992 περί τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 σχετικά με τον προσδιορισμό των χαρακτηριστικών των ελαιολάδων και των πυρηνελαίων καθώς και με τις σχετικές μεθόδους προσδιορισμού

Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ,

Έχοντας υπόψη τον κανονισμό του Συμβουλίου αριθ. 136/66/ΕΟΚτης 22ας Σεπτεμβρίου 1966 περί κοινής οργανώσεως αγοράς στον τομέα των λιπαρών ουσιών (1), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 356/92 (2), και ιδίως το άρθρο 35α,

Εκτιμώντας:

ότι στον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 της Επιτροπής (3), όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 1429/92 (4), περιγράφονται μεταξύ άλλων τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά των παρθένων ελαιολάδων καθώς και η μέθοδος προσδιορισμού των χαρακτηριστικών αυτών-

ότι, για να ευκολυνθεί η ορθή εφαρμογή της μεθόδου, αποδεικνύονται απαραίτητες ορισμένες προσαρμογές των διατάξεων του ως άνω κανονισμού καθώς και του παραρτήματος ΧΙΙ αυτού με δεδομένες αφενός την κτηθείσα πείρα και αφετέρου τις πρόσφατες σχετικές αποφάσεις του διεθνούς ελαιοκομικού συμβουλίου-

ότι, για να ευκολυνθεί η προσαρμογή των αναγκαίων μέτρων ώστε να τηρηθούν οι ορισμοί των παρθένων ελαιολάδων σε ό,τι αφορά τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά, πρέπει, σύμφωνα με τις αποφάσεις του ελαιοκομικού συμβουλίου, να προβλεφθεί για περιορισμένο χρόνο κάποιο περιθώριο ανοχής για τη βαθμολογία ορισμένων τύπων παρθένων ελαιολάδων-

ότι τα μέτρα που προβλέπονται στον παρόντα κανονισμό είναι σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής Διαχείρισης Λιπαρών Ουσιών,

ΕΞΕΔΩΣΕ ΤΟΝ ΠΑΡΟΝΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ:

Άρθρο 1

Ο κανονισμός (ΕΟΚ) αριθ. 2568/91 τροποποιείται ως ακολούθως:

1. στο άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο, οι όροι "ο αναλυτής, ο οποίος επικουρείται από εμπειρογνώμονες", αντικαθίστανται από τους όρους "ο αναλυτής, που είναι ειδικός στην εκτίμηση οργανοληπτικών χαρακτηριστικών (γευσιολόγος) ή επικουρούμενος από ειδικούς"-

2. στο παράρτημα ΧΙΙ, το σημείο 4 αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"4. ΕΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΟ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟ 4.1. Ευχάριστη αίσθηση που δημιουργείται από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των παρθένων ελαιολάδων: Βαθμός ωρίμανσης ελαιοκάρπου: γευστικότητα που θυμίζει ταυτοχρόνως οσμή και γεύση υγειούς και νωπού ελαιοκάρπου του οποίου η συγκομιδή έγινε στο στάδιο της ωρίμανσης του. Βαθμός ωρίμανσης ώριμου ελαιοκάρπου: γευστικότητα ελαιολάδου παραχθέντος από ώριμο ελαιόκαρπο, κατά κανόνα χωρίς οσμή και με σακχαρώδη γεύση. Βαθμός ωρίμανσης άωρου ελαιοκάρπου: γευστικότητα ελαιολάδου παραχθέντος από άωρο ακόμη ελαιόκαρπο. 4.2. Αίσθηση κατά το μάλλον ή ήττον ευχάριστη ανάλογα με το πόσο έντονα γίνεται αντιληπτή, η οποία δεν πρέπει να θεωρείται ως μειονέκτημα και η οποία όμως επηρεάζει την αρμονία της έννοιας του βαθμού ωρίμανσης: Μήλο: γευστικότητα ελαιολάδου η οποία θυμίζει μήλο. Γλυκεία γεύση: ευχάριστη γεύση, όχι ακριβώς σακχαρώδης, όπου δεν κυριαρχούν η πικρή, η στυφή και η δριμεία γεύση. Χόρτο: χαρακτηριστική οσμή ορισμένων ελαιολάδων η οποία θυμίζει την οσμή που αναδίδει φρεσκοκομένο χόρτο. Πράσινα φύλλα (πικρίλα): γευστικότητα ελαιολάδου παραχθέντος από πολύ άωρο ελαιόκαρπο ή από ελαιόκαρπο του οποίου η άλεση έγινε μαζί με φύλλα και κλώνους. Πικρίλα: χαρακτηριστική γεύση ελαιολάδου παραχθέντος από άωρο ελαιόκαρπο ή από ελαιόκαρπο που αρχίζει να ωριμάζει- η γεύση αυτή μπορεί να είναι κατά το μάλλον ή ήττον ευχάριστη αναλόγως με το πόσο έντονα γίνεται αντιληπτή. Στυφότης: χαρακτηριστική αίσθηση που δημιουργούν ορισμένα ελαιόλαδα και κατά την οποία προκαλείται στο στόμα μια κιναισθητική αντίδραση στυπτικότητας. Δριμύτης: γευστική αίσθηση νυγμού, χαρακτηριστική των ελαιολάδων τα οποία παράγονται στην αρχή της παραγωγικής περιόδου, από άωρο κυρίως ελαιόκαρπο. Η αίσθηση αυτή οφείλεται στη δράση των φαινολικών ουσιών πάνω στις απολήξεις του τρίδυμου νεύρου οι οποίες εκτείνονται σε ολόκληρη τη στοματική κοιλότητα. Αμύγδαλο: η αντίστοιχη οργανοληπτική εντύπωση (γευστικότητα) μπορεί να έχει δύο διαφορετικές μορφές- μία, χαρακτηριστική του νωπού αμυγδάλου και άλλη, χαρακτηριστική του υγειούς και ξηρού αμυγδάλου η οποία μπορεί να εκληφθεί ως αρχή ταγγίσματος. Μία εντελώς μοναδική παραμένουσα γεύση γίνεται αντιληπτή όταν το λάδι παραμένει σε επαφή με τη γλώσσα και τον ουρανίσκο- η γεύση αυτή συνδέεται με τα γλυκέα έλαια κα την άτονη οσμή. Επίπεδη ή άτονη (ξεθυμασμένη): τα οργανοληπτικά χαρακτηριστικά του ελαιολάδου που δημιουργεί μία τέτοια εντύπωση είναι πολύ αδύνατα επειδή έχουν ξεθυμάνει τα αρωματικά συστατικά. Άχυρο: χαρακτηριστική οσμή ορισμένων ελαιολάδων η οποία θυμίζει την οσμή χόρτου λίγο ως πολύ αποξηραμένου. 4.3. Αίσθηση δυσάρεστη πάντοτε, ακόμα και όταν η έντασή της είναι μόλις αντιληπτή, η οποία πρέπει να θεωρείται ως οργανοληπτικό μειονέκτημα. Σπάρτο: χαρακτηριστική γευστικότητα ελαιολάδου παραχθέντος από ελιές οι οποίες είχαν στοιβαχθεί σε καινούργιους σάκους από σπάρτο. Η γευστικότητα μπορεί να διαφέρει αναλόγως του εάν πρόκειται για σάκους φτιαγμένους από χλωρά σπάρτα ή από ξηρά σπάρτα. Χώμα: χαρακτηριστική γευστικότητα ελαιολάδου παραχθέντος από ελιές οι οποίες μαζεύτηκαν μαζί με χώμα ή λάσπη και δεν πλύθηκαν. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η γευστικότητα αυτή μπορεί να συνδυάζεται και με την αίσθηση της μούχλας. Παλαιότης: χαρακτηριστική γευστικότητα ελαιολάδου το οποίο παραμένει επί πάρα πολύ χρόνο μέσα στα δοχεία αποθήκευσης. Μπορεί να δημιουργηθεί και από ελαιόλαδα τα οποία παρέμειναν συσκευασμένα επί παρατεταμένα χρονικά διαστήματα. Σκουλήκι: χαρακτηριστική γευστικότητα ελαιολάδου παραχθέντος από ελιές οι οποίες υπέστησαν σοβαρή προσβολή από νύμφες του δάκου (Dacus oleae). Μεταλλική: οργανοληπτική εντύπωση που θυμίζει μέταλλα- είνια χαρακτηριστική ελαιολάδου το οποίο παρέμενε επί πολύ χρόνο σε επαφή με τρόφιμα ή με μεταλλικές επιφάνειες, σε κατάλληλες συνθήκες, κατά τη διάρκεια της άλεσης, της μάλαξης, της εκπίεσης ή της αποθήκευσης. Μούχλα-υγρασία: χαρακτηριστική γευστικότητα ελαιολάδου παραχθέντος από ελιές προσβεβλημένες από ευρώτες και ζυμομύκητες κατόπιν παραμονής τους επί αρκετές ημέρες στην υγρασία. Τάγγισμα: χαρακτηριστική γευστικότητα κοινή για όλα τα έλαια και λίπη τα οποία υπέστησαν αυτοοξείδωση κατόπιν παρατεταμένης επαφής τους με τον ατμοσφαιρικό αέρα- η αντίστοιχη αίσθηση είναι δυσάρεστη και ανεξάλειπτη. Οσμή κλεισούρας (atojado): χαρακτηριστική γευστικότητα ελαιολάδου παραχθέντος από ελιές στοιβαγμένες σε κατάσταση προχωρημένης ζύμωσης. Άλμη: γευστικότητα ελαιολάδου παραχθέντος από ελιές διατηρημένες σε αλμυρά διαλύματα. Πλακούντες: χαρακτηριστική γευστικότητα ανάλογη εκείνης των λαιοπλακούντων. Σαπωνοειδής: οργανοληπτική εντύπωση (όσφρηση-γεύση) που παραπέμπει στο πράσινο σαπούνι. Νερό βλάστησης: χαρακτηριστική γευστικότητα που αποκτά το λάδι μετά από μετάγγιση και παρατεταμένη επαφή με τα νερά της βλαστήσεως. Χαρακτηριστικά οίνου ή όξου: γευστικότητα ορισμένων ελαίων που θυμίζει κρασί ή ξύδι- τα χαραστηριστικά οφείλονται ουσιαστικά στον σχηματισμό οξεικού οξέος, οξεικού αιθυλίου και αιθανόλης, σε ποσότητες μεγαλύτερες από αυτές που διαμορφώνουν το κανονικό άρωμα του ελαιολάδου. Αγγούρι: γευστικότητα η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα υπερβολικά παρατεταμένης ερμητικής συσκευασίας, κυρίως μέσα σε δοχεία από λευκοσίδηρο, και η οποία οφείλεται στο σχηματισμό της 2,6 εννεανοδιενάλης. Ψημένο ή καμένο: χαρακτηριστική γευστικότητα των ελαιολάδων η οποία προκύπτει ως αποτέλεσμα υπερβολικής ή/και παρατεταμένης θέρμανσης κατά την απόληψή του και ιδιαιτέρως κατά τη θερμομάλαξη της ελαιομάζας εάν η τελευταία αυτή γίνεται σε ακατάλληλες συνθήκες. Μούργα: χαρακτηριστική γευστικότητα ελαιολάδου ανακτηθέντος από κατακάθια που μεταγγίστηκαν σε υπόγειες στήλες και αποθήκες. Σάκος: χαρακτηριστική γευστικότητα ελαιολάδου παραχθέντος από ελιές οι οποίες είχαν στοιβαχθεί σε σάκους λερωμένους από ζυμωμένα κατάλοιπα. Λιπαντικά: οσμή ελαιολάδου παραχθέντος σε ελαιουργείο του οποίου ο εξοπλισμός εξαγωγής ελαίου δεν υποβλήθηκε στον κατάλληλο καθαρισμό από κατάλοιπα πετρελαίου, λίπους ή ορυκτελαίου. Χονροειδής: χαρακτηριστική εντύπωση προκαλούμενη από ορισμένα ελαιόλαδα τα οποία δημιουργούν μια αίσθηση πυκνής και ζυμαρώδους ύλης"-

3. στο παράρτημα ΧΙΙ σημείο 10.2 τελευταίο εδάφιο, η δεύτερη πρόταση αντικαθίσταται από το ακόλουθο κείμενο:

"Προς τούτο, ο υπεύθυνος της εξεταστικής επιτροπής εφαρμόζει, μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1993, ένα περιθώριο ανοχής ίσο με 0,5 εάν η μέση βαθμολογία είναι ίση ή μεγαλύτερη από 5. Στη σχετική έκθεση δεν αναφέρεται παρά μόνο η κατηγορία στην οποία κατατάσσεται το δείγμα. Σε περίπτωση κατά την οποία η πραγματοποιούμενη από τον αναλυτή εξέταση γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 2 παράγραφος 2 πρώτο εδάφιο του παρόντος κανονισμού, ο αναλυτής εφαρμόζει την ίδια διαδικασία προσδιορισμού της κατηγορίας."-

4. στο παράρτημα ΧΙΙ, το σχήμα 2 του σημείοζ 10 αντικαθίσταται από το σχήμα του παραρτήματος.

Άρθρο 2

Ο παρών κανονισμός αρχίζει να ισχύει την τρίτη ημέρα από τη δημοσίευσή του στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο παρών κανονισμός είναι δεσμευτικός ως προς όλα τα μέρη του και ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος.

Βρυξέλλες, 29 Ιουνίου 1992. Για την Επιτροπή

Ray MAC SHARRY

Μέλος της Επιτροπής

(1) ΕΕ αριθ. 172 της 30. 9. 1966, σ. 3025/66. (2) ΕΕ αριθ. L 39 της 15. 2. 1992, σ. 1. (3) ΕΕ αριθ. L 248 της 5. 9. 1991, σ. 1. (4) ΕΕ αριθ. L 150 της 2. 6. 1992, σ. 17.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

"Σχήμα 2

Παρθένο ελαιόλαδο

Φύλλο χαρακτηριστικών

Βαθμοί όσφρησης, γεύσης, αφής

Ένταση ερεθίσματος (1) 0 1 2 3 4 5 Βαθμός ωρίμανσης του ελαιοκάρπου (ώριμος και άωρος) (2) Μήλο Άλλο ή άλλα ώριμα φρούτα Πράσινο (φύλλα, χόρτο) Πικρό Δριμύ Γλυκό Άλλη ή άλλες αποδεκτές ιδιότητες (οι εξής) Ξυνό/οινώδες/ξιδιασμένο/οξύ (2) Χονδροειδές Μεταλλικό Μουχλιασμένο Μούργα Με οσμή κλεισούρας ("atrojado") Ταγγισμένο Άλλη ή άλλες μη αποδεκτές ιδιότητες (οι εξής)

(1) Ένταση του ερεθίσματος:

0 = Μηδενικό ερέθισμα (3)

1 = Μόλις αντιληπτό

2 = Ελαφρό

3 = Μέσο

4 = Μεγάλο

5 = Έντονο.

(2) Διαγράφεται η περιττή ένδειξη.

(3) Σημειώνεται με σταυρό η παντελής έλλειψη αντίστοιχου ερεθίσματος.

Πίνακας βαθμολογίας

Μειονεκτήματα Χαρακτηριστικά Συνολική βαθμολογία Κανένα Βαθμός ωρίμανσης ελαιοκάρπου

Βαθμός ωρίμανσης ελαιοκάρπου και άλλων νωπών καρπών (φρούτων) 9 8 7 Μόλις αντιληπτά Αίσθηση του κάπως ξεθυμασμένου (άτονο ερέθισμα) 6 Ελαφρώς αντιληπτά Αίσθηση του κάπως μειονεκτικού / οσμή και γεύση ασυνήθιστες 5 Αντιληπτά και μέση ένταση ερεθίσματος Αίσθηση του σαφώς μειονεκτικού οσμή και γεύση δυσάρεστες 4 Σαφώς αντιληπτά και με εξαιρετικά μεγάλη ένταση Οσμή και γεύση εντελώς απαράδεκτες για την κατανάλωση 3 2 1

Παρατηρήσεις :

Όνομα του δοκιμαστή:

Κωδικός δείγματος:

Ημερομηνία: "

Top